ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ

Page 1



ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Τ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

ο κείμενο αυτό του ζωγράφου-αγιογράφου Δημήτρη Σαριδάκη, που ήταν 29 ετών τότε, έχει τη μορφή σύντομου χρονικού ή και συνοπτικών απομνημονευμάτων πάνω σε αυτοβιογραφικό άξονα.

Διαγράφονται ανάγλυφα οι συνθήκες ομηρείας, αιχμαλωσίας και καταναγκαστικής εργασίας του καλλιτέχνη συγγραφέα, καθώς και των συναιχμαλώτων του τόσο στο Ηράκλειο όσο και στον Γαλατά Χανίων. Συνταρακτική επίσης είναι η περιγραφή της απόδρασης από ’κεί, όπως και της επιστροφής στό χωριό του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση «του όπλου» της ζωγραφικής του ικανότητας, που με τα σκίτσα προσωπογραφίες που φιλοτεχνούσε, αποτυπώνοντας στο χαρτί τις μορφές των Γερμανών φυλάκων του, ελάφρυνε κάπως τη θέση του, αφού «ἡ Τέχνη δέν ἀναγνωρίζει ἐχθρούς». Κάποτε όμως σταματά. «...Δέν ἤθελα νά ἐξακολουθῶ νά τούς ζωγραφίζω. Τούς εἶχα τώρα μισήσει περισσότερο παρά ποτέ…...» Πολύ σημαντικές ήταν οι παρατηρήσεις του για τη σκληρότητα και βαρβαρότητα των κατακτητών, αλλά και για την παλληκαριά και το αδούλωτο φρόνημα των Κρητικών. Αξιοσημείωτες είναι και οι ψυχολογικές περιγραφές που δίνει τόσο για τον εαυτό του, όσο και για τους κατακτητές, τους Εγγλέζους και άλλα πρόσωπα του κειμένου. Γράφει συγκεκριμένα στην ενότητα Τιμωρίες: «Ἦσαν ἀπό κείνους πού δέν τούς φθάνει μονάχα νά βασανίζουν τά θύματά των, ἀλλ’ ἔχουν καί τήν ἀνάγκην νά εὐχαριστιοῦνται στή θέα τῶν βασάνων των. Ὅταν ἔφταιγε ἕνας ἤ δυό, ἔπρεπε νά πληρώσουν ὅλοι». «Τό σύστημα τῆς τιμωρίας τῆς ὁλότητος το ’χανε στήν ἡμερησία διάταξιν».

Η μάχη της Κρήτης. [Λεπτομέρεια από έργο του Δ. Σαριδάκη].

Από την ίδια ενότητα όπως και το παρακάτω: «Ἐάν δέν γνωρίζουν ὅμως θά γνωρίσουν ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός στόν οὐρανό πού βλέπει, παρακολουθεῖ καί ἐκδικεῖται τά ἐγκλήματα ὅλα». Εδώ μας υπενθυμίζει το σχετικό χωρίο των ιστοριών του πατέρα της Ιστορίας Ηροδότου ο οποίος μιλά για ὕβριν και τίσιν για αλαζονεία, έπαρση που επισύρει την θεία τιμωρία ή το «ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τα πανθ’ ὁρᾶ» ή τέλος τον Αισχύλο από τους αρχαίους τραγικούς, ο οποίος στους «Πέρσες» του τονίζει ότι ο Δίας «ἔπεστιν εὔθυνος βροτῶν» δηλ. ο Δίας βρίσκεται από πάνω, βλέπει και αποδίδει δικαιοσύνη στους ανθρώπους.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΩΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ

1941-1942

Το ίδιο λέει και ο 93ος ψαλμός: Θεός ἐκδικήσεων Κύριος; Θεός ἐκδικήσεων ἐπαρρησιάσατο. Στην ενότητα «Ἡ δίαιτα» αναφέρεται στο αδούλωτο φρόνημα, τη μαχητικότητα και την παλικαριά των Κρητικών· σημειώνει λοιπόν: «Τέτοιοι δέν εἶναι οἱ Κρητικοί. Εἶναι λαός μέ μεγάλην ἱστορίαν, ἔχουν ἀλλάξει πολλούς καταχτητές καί πάντοτε μέ τό μαχαίρι, μέ τό μπαρούτι καί μέ τήν παλικαριά, τούς ἔριξαν στή θάλασσα.» «Ἡ ἀξιοπρέπεια, ἡ τιμή, τά ὑψηλά πατριωτικά καί οἰκογενειακά ἰδεώδη δέν τούς ἀφήνουν ἀπαθεῖς οὔτε μπροστά σέ μεγάλες ὀρδές μυθικῶν γιγάντων. Σέ τέτοιες περιπτώσεις ὁ Κρητικός γίνεται κουζουλός, δέν σκέπτεται τίποτε ἄλλο παρά νά σκοτώση, νά σφάξη, νά ἐκδικηθῆ τόν ἀντίπαλόν του καί στό τέλος νά τόν νικήση ἤ νά πέση παλικαρίσια.» Τέλος στην ενότητα «Παιδικές ἐξοχές» αναφερόμενος στον φόνο από τους Γερμανούς ενός Άγγλου που «με ἕνα συνάδελφόν του Κρητικόν ἀντήλλασσαν γαλέτες μέ σιγάρα» παρατηρεί: «Φοβερή καταδίκη! Νά μή σοῦ ἐπιτρέπουν νά βλέπης, νά μιλᾶς καί να βοηθῆς τόν συνάδελφον σου! » Όσον αφορά στη γλώσσα του κειμένου, η βάση και το πλαίσιο της είναι η δημοτική, η ομιλουμένη. Σ’ αυτήν φαίνονται και οι επιδράσεις που αναπόφευκτα είχε δεχθεί από την καθαρεύουσα που είχε μάθει στο σχολείο και που τότε ήταν η επίσημη γλώσσα. Δεν λείπουν οπωσδήποτε και οι επιδράσεις από την μητρική του γλώσσα, το κρητικό ιδίωμα: φετάλι, έδωσαν φωτιά, σκασίδι, αλαργάρουν, κουζουλός κ.α. Το κείμενο διακρίνει η γλαφυρότητα, η αμεσότητα, η ειλικρίνεια, η ζωντάνια, η επιγραμματικότητα, ο συγγραφέας του δεν πλατειάζει, δεν φλυαρεί ούτε στις περιγραφές του ούτε στις παρατηρήσεις του· η αφήγηση του είναι συναρπαστική και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Τέλος έχει ιστορική αξία ως άμεση ιστορική πηγή, καθώς από πρώτο χέρι μας πληροφορεί για τα γεγονότα στην αρχή της Γερμανικής κατοχής στην Κρήτη. Ο συγγραφέας ζωγραφίζει τα γεγονότα, ως ζωγράφος που γράφει……..

Δημήτρης π. Εμμ. Δασκαλάκης Φιλόλογος [4.4.2014]

3


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

O Δημήτρης Σαριδάκης ήταν στρατεύσιμος κλάσεως 1932, ΑΣΜ 22236, υπηρέτησε από τις 25 Σεπτεμβρίου 1933 έως τις 15 Οκτωβρίου 1934 στην V Μοίρα Ορειβατικού πυροβολικού. Στις 15 Ιουλίου 1940 κατετάγη ως έφεδρος δεκανεύς στην V Μοίρα Ορειβατικού πυροβολικού. Στις 29 Οκτωβρίου μετετέθη στο Α΄ Σώμα αντιαεροπορικού πυροβολικού και στις 31 Μαρτίου 1941 προήχθη σε λοχία. Απελύθη τέλη Απριλίου 1941 από το Α΄ Σύνταγμα α/α πυροβολικού.

4

5


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Η επιλογή

Η πρώτη αυγή

Στίς 29 Μαΐου κλείσθηκεν ἀνακωχή καί παραδόθηκε ἡ Κρήτη στούς Γερμανούς, ἀφού πρῶτα πλήρωσαν ἀκριβά, μέ μεγάλες θυσίες σέ στρατό καί σέ πολεμικές μηχανές.

Λίγο πρίν ξημερώσει οἱ Γερμανοί ἔξαλλοι καί θηριώδεις σάν λυσσασμένα σκυλιά, μέ τά πιστόλια στό χέρι γεμάτα καί προτεταμένα καί μέ χονδρές μαγκοῦρες ὁρμοῦσαν μέσα στούς θαλάμους μας, μέ ἀλλόκοτες φωνές, πού δέν καταλαβαίναμε γρί, και μᾶς ἔβγαζαν τρεχάλα ἔξω.

Λίγες μέρες ἀργότερα, κοινοποιήθηκε μια αὐστηρή διαταγή ἀπό τήν Γερμανική διοίκησι, μέσω Νομαρχίας, σέ κάθε χωριό ὁρισμένων περιφερειῶν πού καλοῦσε ὅλους τούς «λαβόντας μέρος εἰς τόν παρόντα πόλεμον» ἀξιωματικούς καί ὁπλίτας ἀπό τῆς κλάσεως 1925 ἕως 1940 συμπεριλαμβανομένων, νά παρουσιασθοῦν στίς 16 Ἰουνίου σ᾽ ὁρισμένους τόπους. Ὅλοι οἱ στρατεύσιμοι ποῦ βρισκόμασταν στό χωριό1 παρουσιασθήκαμε μαζί μέ τόν Πρόεδρον τῆς κοινότητος στό Καστέλλι, σ᾽ ἕνα Γερμανόν ὑπολοχαγό, στρατολόγο πού εἶχε ὑπό τίς διαταγές του μίαν ὁμάδα νεαρῶν ἀλπινιστῶν. Εἶχαν ἐπιστρατεύσει γιά διερμηνέα ἕνα πολίτη καθώς κι ἕνα γιατρό, γιά νά ἐξετάζουν τούς προσκαλεσμένους στρατιῶτες. Ὅσοι ἦσαν ἄρρωστοι ἤ ἀνάπηροι τούς ἄφηναν ἐλεύθερους. Ἐγώ κρατήθηκα, χωρίς κάν νά ἐξετασθῶ, μαζί μέ τούς γερούς στόν περίβολο τοῦ ἀστυνομικοῦ σταθμοῦ. Τό ἴδιο ἔγινε καί στ᾽ ἄλλα χωριά. Ὅλοι φανταζόμασταν ὅτι ἐπρόκειτο νά μᾶς χρησιμοποιήσουν γιά ὁρισμένο διαστήμα στ’ ἀεροδρόμιο, στούς χαλασμένους δρόμους ἀπό τίς βόμβες καί ἐρείπια τοῦ Ἡρακλείου καί κατόπιν θα μᾶς ἄφηναν ἐλεύθερους, γιά νά πάρουν ἄλλους μέ τή σειρά, ἀπό τίς ὑπόλοιπες περιφέρειες. Αντίθετα όμως σ' αυτό οἱ καταχτητές μάζευαν τούς τυχόντες πολίτες ἀπό τό Ἡράκλειο, ὅμως οί περισσότεροι το ἔσκαγαν ἀπό τόν δρόμο ἤ μόλις ἔπιαναν δουλειά. Πολλοί Ἡρακλειῶτες κατέφευγαν στά χωριά, μόνο καί μόνο γιά νά ξεφύγουν τίς ἀγγαρεῖες· χωριάτες πάλιν δέν ἔμπαιναν στή πόλι, κι᾽ ἔτσι οἱ Γερμανοί στεροῦνταν ἐργατικά χέρια γιά τίς εσπευσμένες διορθώσεις τῶν βάσεών των. Μᾶς φαινόταν παράλογο, βάρβαρο κι ἐναντίον στά διεθνή δίκαια, σύμφωνα μέ τή γνώμη πού ἐπικρατοῦσε τότε στόν κόσμο, τό νά μᾶς κρατήσουν ὡς αἰχμαλώτους πολέμου. Ξέραμεν ὅμως ὅτι οἱ γερμανικές διαταγές εἶναι αὐστηρότατες καί δέν ἀναγνωρίζουν οἶκτον ἤ ἐπιείκεια. Κατακτηθήκαμε, γίναμε δούλοι, σκλάβοι κι ἤμασταν ὑποχρεωμένοι νά τούς δουλεύωμε, γιά νά σώσωμε τό κεφάλι μας. Ἀφοῦ τέλειωσεν ἡ ἐπιλογή καί κράτησαν ὅλους τούς δυνατούς, μᾶς συνέταξαν κατά τριάδας ἔξω στό δρόμο. Μπροστά, πίσω καί στά πλάγια μας τοποθέτησαν γιά φρουρούς καί συνοδούς νεαρούς ἀλπινιστάς μέ αὐτόματά πολυβόλα καί ξεκινησαμε. Κατά τό ἡλιοβασίλεμα φθάσαμέ στούς Κουνάβους. Καταυλισθήκαμε στό σχολειό καί μείναμε φρουρούμενοι κι ἀπό ἄλλους Γερμανούς. Μείναμε δυό ὁλόκληρα μερόνυχτα, χωρίς νά μάς δώσουν οὔτε ἕνα δράμι ψωμί ἤ φαγητό. Μονάχα νερό εἴχαμε λίγο. Τή δεύτερη μέρα πρωί πρωί ἀκριβοπλήρωσα μέ τρεῖς ἄλλους συγχωριανούς μου ἕναν Κουναβιανό καί πῆγε καλπάζοντας μέ τή φοράδα του στό χωριό, γιά νά δώση στούς δικούς μας γράμματα καί νά φέρη τρόφιμα. Τό μεσημέρι γύρισε καί μᾶς κρατοῦσε ἀπό τά σπίτια μας τυρί, κρέας, αὐγά, ψωμί καί φροῦτα. Ἀφοῦ πέρασαν δυό μέρες, μᾶς διέταξαν πάλι νά μποῦμε στή γραμμή. Πήραμε τόν δρόμο πρός τό Ἡράκλειον. 1 Τό ἀπόγευμα μπαίνοντας στήν πόλι μᾶς ἔκαμαν βόλτα ἐπιδεικτική, ὅπως ἤμασταν συνταγμένοι καί Κασταμονίτσα Πεδιάδος κατασκόνιστοι, και στό τέλος μᾶς ἔμπασαν σ᾽ ἕνα μισοτελειωμένο μέγαρο-κολοσσό2, πού ᾽χε μόνο τά ντουβάρια καί τίς ταράτσες, μέ τέσσερα πατώματα, μέ μεγάλα παράθυρα ὡς τέσσερα μέτρα πλάτους 2 καί δύο ὕψους χωρίς κουφώματά, μέ μεγάλες εἰσόδους, πελώριες τσιμεντένιες ἐσωτερικές σκάλες χωρίς Καπετανάκειο, κτίριο που είχε κατασκευαστεί κάγκελα, χωρίς φωτισμό καί μέ ἐκτεταμένες αἴθουσες καί διαδρόμους πού προοριζόταν γιά γηροκομεῖον. με δωρεά του γιατρού Σ᾽ αὐτό τό ἵδρυμα κάμαμε τά ἐγκαίνια πρόωρα νέοι ἀνδρες καί ἀτσαλένοι πού ἔπρεπε ἤ νά πεθάνωμε Αντ. Καπετανάκη και της συζύγου του μέσα σ’ αὐτό ἤ νά βγοῦμε γηρασμένοι. Τί ἀθλιότης!

Βικτωρίας ΚαλοκαιρινούΚαπετανάκη πάνω στο φρούρειο του Αγίου Δημητρίου (Άκ Τάμπια) της ενετικής οχύρωσης, με την προϋπόθεση Μέσα σ᾽ αὐτό το κολοσσιαῖον οἰκοδόμημα βρίσκονταν κι ἄλλοι συμπατριῶτες πού τούς εἶχαν φέρει ἀπό να λειτουργήσει ἄλλες περιφέρειες. Ἔμεναν ἀρκετοί νεαροί στρατιῶτες Μακεδόνες, πού μαζεύτηκαν μετά τήν κατάληψι τοῦ ως Πτωχοκομείο νησιοῦ ἀπό τούς Γερμανούς. Βρίσκονταν ἐπίσης καί περί τούς 150 Αὐστραλοί καί Νεοζηλανδοί αἰχμάλωτοι ή Ορφανοτροφείο καί δυό-τρεῖς Ἰταλοί, πρώην αἰχμάλωτοι τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ. Ὅλοι-ὅλοι θά ᾽μασταν περίπου 1500. ή άλλο παρεμφερές φιλανθρωπικό Ίδρυμα.

Ἦτο κτισμένο κοντά στή θάλασσα, στή βορειοανατολική μεριά τοῦ Ἡρακλείου πάνω σ᾽ ἕνα ὑψωματάκι καί περιστοιχιζόταν μ᾽ ἕνα τοῖχο. Ἕνας βαθύς κρημνός σχηματιζόταν γύρω στίς τρεῖς πλευρές του πρός τή μεριά τῆς θάλασσας. Ἦτο σέ ανοικτό μέρος κι ἐρχόταν δυνατός ἀέρας ἀπό τή θάλασσα, σήκωνε τά χώματα καί τήν ἄμμο καί μᾶς τά κτυποῦσε κατάμουτρα. Ὅλο ᾽κεῖνο τό ἀπόγευμα μᾶς καλοῦσαν ἕναἕνα χωριστά σ᾽ ἕνα ἀπό τά ὑπόγεια του καί μᾶς κατέγραφαν σέ βιβλία, στά μητρῶα.

6

Ἦταν ἀκόμη βαθύ σκοτάδι. Σάν ἀφηνιασμένα ἄλογα τρέχαμε μέσα στούς διαδρόμους γυρεύοντας διέξοδον. Μά στίς γωνιές τῶν διαδρόμων ἄλλοι γερμανοί παραφύλαγαν μέ μακριές ροζιάρικες μπαστοῦνες. Σπίθα νά γινόταν κανείς, δέν θά μποροῦσε νά ξεφύγει. Ξύλο ἀλύπητο ἔπεφτε στή ράχη, στά πλευρά, στό κεφάλι. Παντοῦ ἡ μαγκούρα τοῦ κατακτητοῦ ἄφηνε σημάδια. Μπουνιές ἄγριες κλοτσιές ἀπό τά βαριά ἄρβυλα των πού ἦσαν γεμάτα πρόκες καί σίδερα, τίς δεχόσουν, χωρίς νά κάμης οὔτε τήν παραμικρή ἀντίστασι ἤ νά μιλήσεις. Πιστολιές χάμω, στά πόδια, κάθε τόσο, ἀλλόκοτες βλασφήμιες πού σοῦ φαινόταν πώς ἔβγαζαν ἀφρούς ἀπό τά στόματά των προφέροντάς τις. Φόβος καί ρίγος κυριαρχοῦσε μέσα μας. •

Μ

Ο Διοικητής

έσα σ᾽αὐτούς διακρινόταν νταλάς, ἕνας ἐπιλοχίας, πού ἄρχισε βολισμούς. Τό βλέμμα του ἄγριο, σουβλερή σάν ράμφος σαρκοβόρου καί πολύ μακριά, ἐξεῖχε κι ἔδιδε μιά

ἕνας ψηλός βαθμοφόρος, ἕνας κρεμαπρῶτος νά μᾶς τρομοκρατῆ μέ πυροἡ μύτη του μακριά, καμπυλωτή καί ὄρνεου. Ἡ κάτω σιαγόνα του, λεπτή ἀπειλητικήν ἔκφρασι στό πρόσωπό του.

Ἀπειλοῦσε καί βλασφημοῦσε ὅλους μας, ἀκόμα καί τούς στρατιῶτες του. Τό κεφάλι του ἦταν πολύ μακρόστενο σάν μιά μεγάλη κολοκύθα. Εἶχε μορφή αἰμοβόρον καί τερατώδη. Ἀπό τή μέση καί πάνω ἦτο λεπτός, σχεδόν ξερακιανός, οἱ δέ μηροί του καί οἱ γάμπες του χονδρές καί μυώδεις πού σοῦ προκαλοῦσαν μ᾽ αὐτήν τήν ἀφύσικη ἀναλογία στό κορμί του, μιάν ἀηδία. Αὐτός ἦταν ὁ ἐπιλοχίας τοῦ στρατοπέδου καί οὐσιαστικά ὁ διοικητής μας. •

Αγγαρείες

Ὅλοι συγκεντρωθήκαμε κατά μάζες σέ ἀκαθόριστους στοίχους στόν μέγαλο περίβολον τοῦ στρατοπέδου. Ἄρχιζε τότε νά ξημερώνη, καί μόλις γνωρίζαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Πίσω μας ἄχνιζαν τά καζάνια πάνω στή φωτιά. Μᾶς μοίρασαν ἀπό μιά κουραμάνα τοῦ κιλοῦ σέ κάθε δώδεκα ἄνδρες. Πήραμεν ἀπό μιά κουταλιά σούπα, σκέτο νερό βρασμένο μέ λίγο ρύζι χωρίς ἁλάτι καί λάδι. Ἔχυσα τή σούπα πού τήν εἶχα βάλει σ᾽ ἕνα κονσερβοκούτι πού βρῆκα πεταγμένο στ᾽ ἀπορρίματα καί κράτησα μονάχα τό ψωμί, ἕνα φετάλι σάν διπλό λουκούμι. Μ᾽ αὐτό ἔπρεπε νά περάσω ὥς τό πρωΐ τῆς ἐπομένης. Ἔφαγα χωρίς ὄρεξι λίγο τυρόψωμο ἀπό τά ἐφόδια πού μοῦ εἶχαν στείλει ἀπό τό σπίτι. Πρίν φᾶμε καλά καλά κι ἐνῶ ἀκόμη ἐξακολουθοῦσε ἡ διανομή, ἐπανελήφθηκε τό ἴδιο πανηγύρι πού εἶχε διακοπεῖ πρό λίγης ὥρας. Συνηθισμένοι ἀπό προηγούμενο μείναμε ψύχραιμοι. Ἄλλο ξυλοκόπημα κατέβηκε, μπουνιές, κλοτσιές, πιστολιές καί ἀπειλές μέ τά ξίφη. Συνταχθήκαμε κατά τριάδες καί βγῆκα μέ τούς πρώτους ἀπό τό στρατόπεδο γιά δουλειά. Μεγάλα αὐτοκίνητα μέ ρυμουλκούμενα βαγόνια ἔρχονταν μέ τούς φρουρούς ἐπάνω, ἐφόρτωναν αἰχμαλώτους καί τούς τραβοῦσαν σέ μακρινές ἀποστάσεις γιά διάφορες δουλειές. Μᾶς πῆγαν στό ἀεροδρόμιον. Ἐκεῖ μεταφέραμε στούς ὤμους τσουβάλια γεμάτα ἀπό χῶμα ἀπό ἕνα ἐγκαταλειμμένο πυροβολείο καί τά βγάζαμεν ἔξω στό ἀεροδρόμιον. Τά περισσότερα ἦσαν τρύπια. Δουλεύαμε ὥς τ᾽ ἀπόγεμα κοντά στά ἡλιοβασιλέματα. Ἡ μέση μας εἶχε κάμει φράγμα μέ τά χώματά πού ἔμπαιναv ἀπό τόν σβέρκο μέσα στίς φανέλες μας. Ξετιναχτήκαμε λίγο καί μπήκαμε στή γραμμή. Ἐξαντλημένοι ἀπό τήν πολλή δουλειά, πεινάσμένοι καί διψασμένοι καί μ᾽ ἕνα βαρύ ἄχτι στήν καρδιά μας ξαναγυρίσαμε πάλιν στό στρατόπεδον. Τό βράδυ ἡ ἴδια σούπα. Ψωμί τίποτε. Τσίμπησα κάτι ἀπό τά τρόφιμα πού εἶχα ἀκόμα. Βολεύτηκα. Τρεῖς μέρες πήγαινα σ᾽ αὐτή τήν ἀγγαρεία, δέν ἐξαιροῦνταν τότε οὔτε οἱ ὑπαξιωματικοί. Μᾶς ὑποχρέωναν νά δουλεύωμεν ὅπως εἴμασταν μέ τά πολιτικά κοστούμια, πεινασμένοι, ἄλλοι ξυπόλυτοι, πολλές φορές σέ ἀδιάφορες δουλειές, μόνο καί μόνο γιά νά βρισκόμαστε σε διαρκή καί μάταιη ἀπασχόλησι. Ἄλλοι ξέθαβαν πτώματα γερμανῶν ἀλεξιπτωτιστῶν ποῦ εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νά ἀποσυντίθενται καί νά μυρίζουν ἄσχημα, τά ἔθαβαν σέ νέους λάκκους πού ἄνοιγαν σ᾽ ὁρισμένους χώρους πού κρατοῦσαν ὁλόκληρες ἐκτάσεις-νεκροταφεῖα. Ἄλλοι ἐφόρτωναν στ᾽ αὐτοκίνητα, κατεστραμμὲνα ἀεροπλάνα πού εἶχαν πέσει κατά τίς ἐπιχειρήσεις, καμένα καί συντρίμμια γενόμενα, τά ξεφόρτωναν στό λιμάνι κι ἀπό κεῖ μέ τά πλοῖα τά ᾽στελναν στά ἐργοστάσια τῆς Γερμανίας. Ἄνοιγαν ὀρύγματα, κουβαλοῦσαν στούς ὤμους των πέτρες, ἄνοιγαν κι ἐκαθάριζαν τούς δρόμους μέσα στά ἐρείπια τῆς πόλεως, ἔφτιαχναν καινούργιους, διόρθωναν κατεστραμμένα σπίτια, φόρτωναν καί ξεφόρτωναν καράβια στό λιμάνι. Ἔσκαβαν στό ἀεροδρόμιον, κυλοῦσαν τίς ἄσκαστες βόμβες καί τίς ἔριχναν στή θάλασσα. Ἐγέμιζαν μέ χώματα καί πέτρες τούς λάκκους πού εἶχαν κάμει οἱ βόμβες κατά τίς ἐπιχειρήσεις. Ἐπεξέτειναν τό πεδίον προσγειώσεως τοῦ ἀεροδρομίου, τό ᾽στρωσαν με μεγάλες πέτρες καί κατόπιν τό ἀσφαλτόστρωσαν μαζί μέ ἀγγαρευμένους πολίτες πού δέν ἐπέτρεπαν ἔστω καί τήν παραμικράν ἐπικοινωνία μέ αὐτούς οἱ φρουροί πού τούς συνόδευαν.

7


Ντύσιμο στό χακί Μετά πέντ᾽ ἕξι μέρες, οἱ Γερμανοί μᾶς μοίρασαν ἀπό μιά παλιά μάλλινη στρατιωτική στολή ἑλληνική. Μόλις τέλειωσε ἡ διανομή μᾶς διέταξαν νά παραδώσωμε τά πολιτικά μας κοστούμια. Ἐπηκολούθησαν αὐστηρές ἔρευνες πού δέν διέφυγε τίποτε νά μή παραδοθῆ. Ἕνα μεσημέρι ἀφοῦ τά ἔκαμαν ὅλα μιά στοίβα στό μέσον τοῦ περιβόλου του στρατοπέδου, τούς ἔδωσαν φωτιά. Ἀνυπόφορη τσουκνιά ἀπό μαλλιά, μπαμπάκι καί λινάρι κατέπνιγε τό στρατόπεδο καί τήν γύρω περιφέρεια. Εἶχε νυχτώσει καλά καί ἡ πνιχτερή τσουκνιά οὔτε κάν λιγόστευε. Δέν φυσοῦσε οὔτε ἀέρας καί τά μάλλινα καίγονταν ἀργά καί ὁλοκληρωτικά γύρω στή στοίβα. Τήν ἑπομένην εἴμασταν ὅλοι ντυμένοι φαντάροι ἀσουλούπωτοι, μέ τσαλακωμένα ροῦχα, σάν νά ᾽χαμε μόλις βγῆ ἀπό κλιβάνους, ἀκανόνιστα, μπαλωμένα, λερωμένα καί τά περισσότερα τρύπια. Συγχρόνως ἄρχισαν νά περιφράσσουν το στρατόπεδον μέ συρματοπλέγματα πολύ κουρδιστά καί μερικοί ἀφελεῖς Γερμανοί στρατιῶτες μᾶς δηλοῦσαν ὅτι πρόκειται νά κρατηθοῦμεν ὡς αἰχμάλωτοι πολέμου. •

Τα προσκλητήρια Σιγά-σιγά ἄρχισε τό σκασίδι ἀπό τούς πιό τολμηρούς, πού δέν ξαναγύριζαν πίσω. Ἄλλοι πάλιν ἔφευγαν, ἔλλειπαν μέρικές μέρες καί κατόπιν ἐρχόντουσαν, κολλοῦσαν στίς τριάδες ἔξω στο γηροκομεῖον, ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπό τήν ἀγγαρεία καί μπαῖναν μέσα. Οἱ γερμανοί ἔκαναν κανονικό προσκλητήριο κάθε βράδυ. Ἦσαν μανιασμένοι καί τά ᾽χαν χάσει. Κανένα βράδυ δέν συμφωνοῦσεν ἡ δύναμις μέ τήν δύναμι τῆς προηγουμένης μέρας. Οἱ ἀριθμοί πάντα ἦσαν ἀσταθεῖς, ἄλλοτε πάνω ἄλλοτε κάτω. Πολλές φορές ἡ δύναμις συνέβαινε νά εἶναι μεγαλύτερη κατά πολύ ἀπό αὐτήν τοῦ προηγουμένου προσκλητηρίου, πού ἔπρεπε νά εἶναι μικρότερη μέ τίς γνωστές δραπετεύσεις, καί τοῦτο γιατί ἐπανήρχοντο oἱ ὁμαδικῶς ἀποδράσαντες ὕστερα ἀπό μερικές μέρες. Σ᾽ αὐτό βοηθοῦσε πολύ ὁ συνωστισμός πού γινόταν ἔξω στό στρατόπεδον ἀπό τούς πολίτες πού περίμενε καθένας τους νά ἰδῆ τόν δικόν του.

8

9


Στόν Καρτερό Εἶχα κάμει μιά βδομάδα περίπου καί οἱ Γερμανοί μέ βάλανε ἐπί κεφαλῆς μιᾶς διμοιρίας αἰχμαλώτων ἀπό 65 ἄνδρες καί πήγαμε στόν Καρτερό3. Ἐκεῖ ἤρχοντο μεγάλα αὐτοκίνητα φορτωμένα βόμβες καί τίς ξεφορτώναμε μέ τάξι καί προσοχή στά χωράφια σέ μεγάλες στοίβες. Συμπονοῦσα τόσο πολύ τούς συνανθρώπους μου καί ἔσφιγγα την καρδιά μου γιά νά συγκρατηθῶ, βλέποντάς τους νά παλεύουν μέ ὁλόκληρους ὄγκους τῶν 500 καί 1000 κιλῶν, χωρίς κανένα μηχανικό μέσον καί μέ κίνδυνο δυστυχημάτων. Ἀληθινά καταναγκαστικά ἔργα. Ἦσαν μουσκεμένοι ἀπό τόν ἱδρώτα, νηστικοί καί ἀδυνατισμένοι, μέ ἁδρές ρυτίδες στά μοῦτρα των πού φαινόνταν σάν ἀληθινά φαντάσματα. •

3

Kαρτερός, παράλια περιοχή 7 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του Ηρακλείου.

10

11


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Στο ιστιοφόρον Μιά ἄλλη μέρα μᾶς πῆγαν στό λιμάνι. Ἤμασταν καμιά τριανταριά. Ἐκεῖ ξεφορτώναμεν ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδυ ἐφοδιασμούς ἀπό ἕνα μεγάλο ἱστιοφόρον. Μ᾽ εἶχαν βάλει ἐπί κεφαλῆς τῶν αἰχμαλώτων μου. Ἀπό φιλότιμο πρός αὐτούς ἔπιασα καί γώ δουλειά καί τούς βοηθοῦσα στό χαμαλίκι. Ὥς τό μεσημέρι πέρασα καλά. Σταματήσαμε καί φάγαμε σ᾽ ἕνα ἴσκιο κι ἔπειτα, ξαπλώσαμε κατάχαμα γιά νά ξεκουραστοῦμε καμιά ὥρα. Κείνη τήν ἡμέραν εἶχεν ἔλθει ἡ ἀδελφή μου ἀπό τό χωριό ἀπό πληροφορίες ἔμαθε ποῦ βρισκόμουν καί μέ βρῆκε ἐπάνω στήν ἀνάπαυσίν μου. Μοῦ κρατοῦσε τρόφιμα, λεπτά καί σιγάρα. Ἄν καί ἤμουν κατακούραστος ξαλάφρωσα ἀμέσως, ἔγινα κατάχαρος καί ξεκούραστος ἀπό τήν ἀπροσδόκητη αὐτή συνάντηση. Ἔφυγε... Ἡ σφυρίκτρα τοῦ πλοίου ἐσύριξε καί ἀμέσως οἱ Γερμανοί μᾶς ὁδηγοῦσαν στή δουλειά μας. Μεγάλα κιβώτια μέ κονσέρβες βγάζαμεν ἀπό τ᾽ ἀμπάρι ἐπάνω στό κατάστρωμα, κι ἀπό ᾽κεῖ χέρι μέ χέρι πάνω σέ χονδρές σανίδες τά μεταφέραμε στή στεριά, γιά νά φορτωθοῦν μετά στ᾽ αὐτοκίνητα καί νά φύγουν. Εἴχαμε συγκροτήσει δύο συνεργεῖα. Ὕστερα ἀπό μιᾶς ὥρας δουλειά ἕνα πρωτοφανές περιστατικόν συνέβη στή ζωή μου. Αἰσθάνθηκα μιά δυνατή κούραση, μιά κομμάγρα. Μιά ζάλη μ᾽ ἔπιασεν ἀπότομα πού ζωήρευε ὅσο περνοῦσαν τά δευτερόλεπτά. Τά μάτια ἔβλεπαν θαμπά καί δέν ξεχώριζα τίποτε μέσα στό περιβάλλον. Σταμάτησα τή δουλειά καί σύρθηκα δυό βήματά πίσω. Βρισκόμουν στό μέσον τοῦ πλοίου, πάνω στό κατάστρωμα. Τό κακό τόσον και προωροῦσε κι᾽ ἕνα δυνατό σκοτάδι ἔνιωθα μπροστά μου, ἐνῶ ὁ ἥλιος μεσουρανοῦσε. Τό κεφάλι μου βούϊζε περισσότερο καί χονδρός ἱδρώτας ἔτρεχε ἀπό τό σῶμα μου. Δέν ἄντεξα κι ἔπεσα κατάχαμα στό κατάστρωμα ἀναίσθητος. Ὅλο μου τό σῶμα ἔβραζε. Εἴχα πέσει σέ μιά φοβερή κι᾽ ἀνήσυχη λήθη. Τί ἔγινε κατόπιν δέν θυμᾶμαι. Μετά κάμποσα λεπτά, φαίνεται, ἄρχισα νά αἰσθάνωμαι ἕνα ἀμυδρότατο φῶς, πού ζωήρευε ὅσο πήγαινε. Ἀνελάμβανα τίς αἰσθήσεις μου, χωρίς νά σταματᾶ τό βούϊσμα στό κεφάλι μου. Τελευταῖα διέκρινα, ὅπως ἤμουν πεσμένος, μερικούς συναδέλφους μου καί ἕνα Γερμανό γύρω μου νά μέ κοιτάζουν. Σηκώθηκα λίγο κι᾽ ἔμεινα καθισμέvος, πῆρα βαθιές εἰσπνοές ὥσπου συνῆλθα τελείως. Κάθισα κάμποση ὥρα, ξεκουράστηκα λίγο καί ξανάρχισα τή δουλειά μου.

12

Τα σκίτσα Γιά νά ξεφεύγω ἀπό τίς ἀγγαρείες πού ἦσαν σκληρές σκέφθηκα νά κάμω χρῆσι του ὅπλου μου, τῆς ζωγραφικῆς.

Η ΤΕΧΝΗ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΕΧΘΡΟΥΣ...

Ἕνα μεσημέρι ἐνῶ ἀναπαυόμασταν, μέρικοί συνάδελφοί μου μέ συνέστησαν σ᾽ ἕνα γερμανό στρατιώτη ὡς ἄριστον ζωγράφον, πώς κάνω καλές σκιαγραφίες. Μέ μεγάλη προθυμία κάθισε σέ μιά καρέκλα σπασμένη καί παραπετάγμένη στή γωνιά τοῦ θαλάμου μας καί μοῦ πόζαρε. Χαρτί δέν εἶχα καί μοῦ ἔφερεν ἕνα καλό ἀχαράκωτο ἐπιστολόχαρτον. Ἄρχισα νά τόν σκιτσάρω, ἐνῶ αὐτός καθόταν χαρούμενος καί εὐτυχής. Τέλειωσα. Σηκώθηκε, εἶδε τή φάτσα του, χαμογέλασε μ᾽ εὐχαρίστηση καί μου πρόσφερε ἕνα πακέτο καλά σιγάρα. «Θά τό στείλω στό σπίτι μου στήν Αὐστρία» μοῦ ᾽πε, κι ἔφυγε. Αὐτό ἦταν ὅλο. Τήν ἴδια μέρα οἱ Γερμανοί ἔφεραν δυό καρέκλες στό θάλαμο πού ἔμενα. Ἡ μιά ἦτο μόνιμα δική μου. Ἀπέναντί μου, στήν ἄλλη, καθόταν ἕνας ἕνας γερμανός μέ τή σειρά ἐπί δέκα ὡς δέκαπέντε λεπτά καί πόζαρε. Ἦτο ὅπως σέ μιά φωτογραφική μηχανή πού περνοῦσε καθένας μπροστά στό φακόν καί ἀποτυπωνόταν ἡ φάτσα του ἀλάθευτη. Προσπαθοῦσα κι᾽ ἔβαζα ὅλες μου τίς δυνάμεις, γιά νά τούς ἱκανοποιήσω. Ἡ Τέχνη δέν ἀναγνωρίζει ἐχθρούς. Εἰς ἀντάλλαγμα μοῦ ᾽δινε καθένας ἕνα πακέτο σιγάρα καί μάρκα. Ἕνας στρατιώτης, παπάς, ἦτο γραφεύς στο γραφεῖον τοῦ Διοικητοῦ. Μέ ζήτησε, μόλις εἶδε ἕνα δυό σκίτσα στό γραφεῖο του. Μοῦ ᾽δωσε μολύβι, μπόλικο χαρτί καί τοῦ ἔκαμα μιά μινιατούρα. Ἔμεινε κι αὐτός καταγοητευμένος. Τήν ἐπομένη μέρα μέ ζήτησεν ὁ ἐπιλοχίας, μέ τή σειρά, νά τοῦ κάμω τό σκίτσο του. Πῆγα. Ἤμουν πολύ συνεσταλμένος, ἀπό τόν φόβο μου ὄχι μόνον γιά τούς σκληρούς τρόπους του ἀπέναντι ὅλων μας, ἀλλά καί ἡ ἐγκληματική του μορφή προκαλοῦσε τόν τρόμο καί τήν ἀηδίαν σ᾽ ὅποιον τόν ἀντίκριζε. Τά μάτια του μικρά, στρογγυλά, μέ ξεθωριασμένες μπλέ κόρες, στυλιζαρισμένες μέ σκούρα ἀπόχρωσι, ἡ γαμψή μύτη, τό στραβό καί μακρόστενο σαγόνι, τά χείλη του κατεβασμένα ἀπό τό ἕνα ἄκρον περισσότερο ἔδιδαν μίαν ἔκφρασι τρομακτικήν, χυδαίαν. Μέ κρατοῦσε μεγάλη ἀγωνία ἀρχίζοντάς τον, γιατί ἔνιωθα σάν εὔκολος πού μοῦ φαινόταν, ἴσως νά μήν ἱκανοποιηθῆ κάνοντάς τον ὅπως εἶναι, μέ τήν ἄγρια μορφή του. Ἄν παραποιοῦσα πάλι τίς γραμμές, ἴσως νά μήν εἶχεν ὁμοιότητα καί τότε θά μέ γιουχάϊζαν. Τόν ἔβαλα καί κάθισεν ἀκίνητος ὑπό τάς διαταγάς μου αὐτήν τή φορά. Τί εἰρωνεία....

Κορδώθηκε, πῆρε ὕφος ἀκόμη αὐστηρότερο καί κάρφωσε τό βλέμμα του ἄγρια πάνω στά μάτια μου. Σάν νά βρισκόταν μπροστά στό φακό κι’ ἤθελε νά ἐπιδείξη ὅλη τήν πειθαρχία, τήν ζωηρότητα καί τήν αὐστηρότητα τοῦ μαχητοῦ.

Τόν σκίτσαρα βιαστικά φοβούμενος μήπως ξεσποῦσε σέ μένα ἄν ἀργοῦσα, μαλακώνοντας λίγο τίς γραμμές. Τελείωσα κι᾽ ἔβαλα τήν ὑπογραφή μου, ὅπως συνήθιζα πάντα. Δίδοντάς του τό σκίτσο γέλασε πικρά, οἱ δε βοηθοί του τό θαύμασαν.

Ἄλλοτε δέν τόν εἶχα δεῖ, ποτέ, νά γελάση. Ζήτησα νά φύγω καί μ᾽ ἄφησεν ἐλεύθερον, δείχνοντάς μου ἕως 7 σιγάρα λαϊκά πού τ᾽ ἄφισε πάνω στό τραπέζι γιά νά τά πάρω. Ἔφυγα. Ἤμουν χαρούμενος, γιατί δέν τόν ἀντίκριζα πιά.

Τά ἐσταντανέ ἐξακολουθοῦσαν κάθε μέρα. Δέν πήγαινα σ᾽ ἀγγαρεῖες, οὔτε μοῦ ἀνέθεταν καμμιά ἄλλη δουλειά. Ὅλοι μέ σέβοταν καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπιλοχίας οὐδέποτε πιά μέ ἀπειλοῦσε. Ἤμουν ἀπαραβίαστος.

Ἐρχόνταν κι᾽ ἀπό ἄλλες ὑπηρεσίες Γερμανοί, καθίζαν στήν ἐπίσημη πιά καρέκλα ἔπαιρναν τή σωστή καρικατούρα τους κι᾽ ἄφηναν ὅτι ἤθελεν ὁ καθένας, μάρκα, χιλιάρικα, φροῦτα. Σιγάρα εἶχα πάντοτε τίς τσέπες μου γεμάτες.

13


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Τιμωρίες

Μπαστοῦνες λογιῶν λογιῶν, στραβές, λυγερές ἡ

χονδρές μέ κόμβους ἐσπάζοντο πάνω στίς ράχες καί στά μέλη τῶν αἰχμαλώτων. Πιστολιές κάθε τόσο, πού μέρικές φορές κτυποῦσαν στό ψαχνό, ἀπειλές μέ τά ξίφη, ἄγριες μπουνιές πού πολύ συχνά κατέληγαν σ᾽ αἱμορραγίες τῆς μύτης, τοῦ στόματος, στό σπάσιμο τῶν δοντιῶν ἤ στό μαύρισμα καί πρήξιμο τοῦ ματιοῦ. Ἦσαν ἀπό κείνους πού δέν τούς φθάνει μονάχα νά βασανίζουν τά θύματα των, ἀλλ᾽ ἔχουν καί τήν ἀνάγκην νά εὐχαριστιοῦνται στή θέα τῶν βασάνων των. Ὅταν ἔφταιγε ἕνας ἤ δυό, ἔπρεπε νά πληρώσουν ὅλοι. Ἕνας δραπέτευε ἔξω ἀπό τήν ἀγγαρεία, ἐτιμωροῦντο τότε ὅλοι ὅσοι ἦσαν μέ αὐτόν, ἀδιάφορον πόσοι ἦσαν. Τότε τούς ἔκλειναν ὅλους μέσα σ᾽ ἕνα μικρό ὑπόγειο μπουντρούμι τσιμεντένιο, χωρίς παράθυρα μέ μιά μικρή πορτούλα καλά κλειδωμένη, ἀφοῦ πρῶτα τούς κτυποῦσαν δυνατά μ᾽ ἕνα καμψί. Ἐκεῖ περνοῦσαν ὁλόκληρη τή νύκτα ἤ καί περισσότερες. Ἔμεναν ἐκεῖ χωρίς κουβέρτα, χωρίς τροφή καί νερό, πολλές φορές ὄρθιοι καί σφιγμένοι σάν παστές σαρδέλες στό βαρέλι πού δέν τούς χωροῦσεν ὁ ὑπόγειος αὐτός ζωντανός τάφος. Ἕνα μικρό παραθυράκι εἶχαν ἀνοίξει στό πάνω μέρος τῆς πόρτας, πού δέν χωροῦσε κεφάλι ἀνθρώπου καί τό εἶχαν φράξει μ᾽ ἕνα σιδερένιο χονδρό δίκτυ, γιά νά περνᾶ λίγος ἀέρας ν᾽ ἀναπνέουν. Εἶχαν ἐγκαταστήσει κι᾽ ἕναν φρουρόν πρός τοῦτο κι᾽ ἔτσι κανείς δέν τολμοῦσε νά προσφέρη τίποτε φαγώσιμο σ᾽ αὐτούς τούς ἀπομονωμένους. Ἄδικη καί φρικτή καταδίκη. Τό σύστημα τῆς τιμωρίας τῆς ὁλότητος τό ᾽χανε στήν ἡμερησία διάταξιν. Ἐάν δέν γνωρίζουν ὅμως θά γνωρίσουν ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός στόν οὐρανό πού βλέπει, παρακολουθεῖ καί ἐκδικεῖται τά ἐγκλήματα ὅλα. Πολλές φορές κατά τό μεσημέρι μέσα στό λιοπύρι τοῦ καλοκαιριοῦ ἔβλεπε κανείς στόν περίβολον τοῦ στρατοπέδου, αἰχμαλώτους ἀραδιασμένους σέ στοίχους μέ τήν κυλότα ἀνάσηκωμένην ὥς τούς μηρούς ψηλά, νά εἶναι γονατισμένοι, πάνω σέ ὁμαλό ἔδαφος καί στερεό πού εἶχαν σκορπίσει ἄμμο. Τό σῶμα των ἴσια καί κατακόρυφα, ἕνας Γερμανός στεκόταν μπροστά των καί τούς ἀνάγκαζε μέ μιά χονδρή μπαστούνα καί μέ βρωμερές βλασφήμιες νά μένουν ἀκίνητοι ἐπί ὁλόκληρες ὧρες. Σ᾽ ὅλων τά πρόσωπα ἔβλεπες ἁδρά χαραγμένην μιά ἔκφρασι πόνου καί ἐκδικήσεως συνάμα, νά σφίγγουν τά δόντια των καί ν᾽ ἀνεβοκατεβάζουν ἐναλλάξ τούς ὤμους των ἀπό τούς σκληρούς πόνους πού προξενοῦσαν οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου. Ὁ πόνος ὕστερα ἀπό μια-δυό ὧρες γονυπετήματος γινόταν τόσο ὀδυνηρός καί τρομερός, πού θά προτιμοῦσε κανείς νά τοῦ κόψουν τίς σάρκες μέ τό μαχαίρι ἀπό τά γόνατα! •

14

Οι άρρωστοι

Μ

έσα σ᾽ αὐτόν τόν διηνεκή συρφετό τῆς δουλειᾶς, χωρίς τήν ἀνάλογη τροφή, χωρίς κρεβάτια, χωρίς παπούτσια οἱ περισσότεροι, γυμνοί, χωρίς σαποῦνι γιά τό πλύσιμο τῶν λιγδωμένων ρούχων, τίς ψεῖρες, δέν μποροῦσε παρά νά παρουσιάζωνται κάθε μέρα πολλοί ἄρρωστοι. Ἄλλοι κρυωμένοι καί πουντιασμένοι ἀπό τά ρεύματα πού δημιουργούνταν ἀπό τά ὀρθάνοικτα μεγάλα παράθυρα καί ἄλλοι πληγωμένοι ἀπό τίς ἀγγαρεῖες. Μέσα στούς 1500 ἄνδρες καθημερινῶς ἀριθμοῦσαν περί τούς ἑκατό ἀρρώστους, πού ἦσαν ἀκατάλληλοι γιά δουλειά. Ὅλοι ὅμως αὐτοί, ἐκτός τῶν σοβαρῶν πού δέν μποροῦσαν νά σηκωθοῦν ἀπό τήν ἐλεεινήν στρωμνήν των, στό τέλος ἀφοῦ ἔτρωγαν ἄγριες κλοτσιές καί ξύλο ἐστέλλοντο στήν ἀγγαρεία.

Οι Άγγλοι

Ο

ἱ γερμανοί εἶχαν μεγάλο μίσος καί πεῖσμα στούς Κρητικούς, πού χωρίς ἀφορμή μᾶς κατατυραννοῦσαν καί μᾶς φερόνταν μέ τόν ἀγριώτερο τρόπο. Μονάχα στούς Ἄγγλους κάναν λίγη διάκρισι. Ἡ ἀγγαρεία σ᾽ αὐτούς ἦταν προαιρετική. Σ᾽ αὐτούς δέν μετεχειρίζοντο ὡς φόβητρον καί μέσον ἐπιβολής τό ξύλο, τίς κλοτσιές καί τίς μπουνιές, παρά μονάχα τό ὅπλον. Ὁ Ἐγγλέζος εἶναι ψύχραιμος καί ὑπομονετικός. Κρατοῦσε ψηλά τό κεφάλι, γιατί πίστευε πώς ἀνήκει σ᾽ ἕνα ἰσχυρό βασίλειο πού θά νικήσει στό τέλος. Μιά μέρα ἕνας Ἄγγλος στρατιώτης ἅρπαξε μιά δυνατή γροθιά μέσα στό στρατόπεδον ἀπό ἓνα γερμανό φρουρόν, ἐπειδή τόν ἐχλεύασε. Ἐνῶ ἔτρεχαν ἀπό τό στόμα του τά αἳματα, φάνηκαν κι ἀπό τά μάτια του νά τρέξουν δυό χονδρές στάλες δάκρυα, ὅταν κατάλαβε πώς μαζί μέ τά αἵματα πέσανε μέσα στή φούχτα τοῦ χεριοῦ του τά μπροστινά του δόντια. Γύρισε στόν θάλαμο κι᾽ ἀνέφερε τό γεγονός στόν ἐπιλοχία των. Ἐκείνος, σάν καλός ἀρχηγός καί πατέρας των, ἀνέλαβεν ἀμέσως, μόνος του, να ἐκδικηθῇ τόν Γερμανό φρουρόν. Ἦτο ἕνας ψηλός Νεοζηλανδός ὡς δυό μέτρα, λιγνός ἀλλά γυμνασμένος καί δυνατός στά χέρια. Βγαίνει σάν ἀστραπή ἔξω ἀπό τόν θάλαμον των καί κατευθύνεται μονάχος πρός τόν φρουρό πού κρατοῦσε ἀνηρτημένο τό τουφέκι του στόν ὦμο. Μέ βῆμα πιό ἀργό καί μέ ὕφος ὑπερήφανον, ἀνακατεμένο μέ μίσος καί ἐκδίκησι, κοντοσιμώνει τόν φρουρό, πού τόν παρατηροῦσεν ἀκίνητος. Πρίν καλοφθάσει, τέντωσε μέ μεγάλη σβελτοσύνη καί δύναμι τίς στιβαρές γροθιές του στά μοῦτρα τοῦ γερμανοῦ πού τόν ἄφησε νά πέση χάμω μισολιπόθυμος μαζί μέ τόν ὁπλισμό του, καί κατόπιν τράβηξε πρός τόν θάλαμον, ὅπου τόν περίμεναν οἱ ἄλλοι ἄνδρες του. Ἕνας αἰχμάλωτος ἤ σκλάβος ὅταν μπορέση ν᾽ ἀνταποδώση ἕνα ἐλάχιστόν τῆς τιμωρίας πού δέχθηκε ἀπό τόν κατάχτητή του, θαρρεῖ πώς κατώρθωσε νά πετύχη μιά μεγάλη νίκη καί αἰσθάνεται μεγάλην ἱκανοποίησιν. Εἶχε λοιπόν δίκιο μετά το γρονθοκόπημα ᾽κεῖνο νά γελᾷ σαρκαστικά ὁ ἐπιλοχίας.

Το θέατρον

Μ

έσα στή μόνωσί μας βρέθηκαν δυό αἰχμάλωτοι ἀπό τήν Ἀθήνα, πού ἦσαν προικισμένοι μέ μεγάλη μιμητική δύναμι κι ἤξεραν ἄριστο χορό.

Ζήτησαν ἀπό τόν διοικητή τήν ἄδεια νά διοργανώσουν μιά πρόχειρη σκηνή νά παίζουν θεατρικές παραστάσεις καί μπαλέτα γιά τήν ψυχαγωγία τῶν αἰχμαλώτων. Ὁ διοικητής παρεχώρησε τήν ἄδεια πού ζητοῦσαν. Ὑστερα ἀπό δυό μέρες, ἕνα βράδυ μέ προσκάλεσαν νά παρακολουθήσω τήν ἐπιθεώρησίν των. Πῆγα πρόθυμα, μιά πού διψοῦσα ἀπό τέτοια πράγματα. Ὡς θεαταί ἤμασταν λίγοι. Καθήσαμε σέ πρόχειρους πάγκους καί καρέκλες μπροστά στή σκηνή πού ἦτο στό βάθος ἑνός μεγάλου θαλάμου τῆς φυλακῆς. Μπροστά καί στό κάτω μέρος τῆς σκηνῆς εἶχαν τοποθετήσει ἕξι μικρά κονσερβοκούτια μέ λάδι κι᾽ ἀνάβανε. Τή θέσι τῆς ὀρχήστρας ἀντικαθιστοῦσε μιά μικρή φυσαρμόνικα πού παιζόταν ἀπό ἕνα ἐκπαιδευμένο παίκτη καί μιά κιθάρα γι᾽ ἀκομπανιαμέντο. Ὑπό τούς ἤχους τῆς ὀρχήστρας ἐμφανίσθηκαν ἐπί τῆς σκηνῆς δυό γυναικεῖες σιλουέττες, δυό φιντανάκια, σχεδόν γυμνά καί χόρευαν μπαλέτο. Φοροῦσε καθεμιά ὥς τή μέση τῶν μηρῶν μιά μικρή φούστα ἀραχνοΰφαντη, κίτρινη, καμωμένη ἀπό φαρδειές κτηνιατρικές γάζες. Δυό στρογγυλά κομματάκια ἀπό μαῦρο βελοῦδο στόλιζαν το στῆθος των πού φούσκωνε σάν δυό ὄμορφα μισά λεμόνια. Φοροῦσαν ἐλαφρά σανδαλάκια ἀπό ξύλο πού κτυποῦσαν δυνατά καί μιά πλατιά κόκκινη κορδέλα γύρω στό κεφάλι των πού περίζωνε τά μαλλιά κι’ ἐσχημάτιζεν ἕνα μεγάλο φιόγκο μπροστά καί πάνω ἀπό τό μέτωπο. Εἶχαν βάλει ψιμύθια στό πρόσωπό των, μακριές βλεφαρίδες, ποῦδρες, κρέμες, κοκκινάδια στά μάγουλα καί στά χείλη. Ἡ φωνή των ἦτο γλυκιά, λάγνα καί προκλητική ὅταν τραγουδοῦσαν, φαινόνταν σάν ἀληθινές ἀνατολίτισσες μπαλαρίνες. Μᾶς πετοῦσαν φιλιά, μᾶς χαμογελοῦσαν, ἔπαιζαν περίτεχνα κωμικές φάρσες μέσα στήν αἴθουσα πού ἦτο σχεδόν σκοτεινή ἐκτός ἀπό τή σκηνή πού φωτιζόταν ἀπό τά ἀμυδρά πολύφωτα καί μᾶς φαινόταν σάν νά βρισκόμασταν σέ κανένα ἐπαρχιακό θεατράκι. Ἡ ψυχολογική μας θέσι ἦταν τέτοια, πού μᾶς φαινόταν ὅτι ἔπαιζαν τέλεια. Ὁλα αὐτά μᾶς ξεγελοῦσαν καί μᾶς κάνανε νά πιστεύωμε πώς εἴμασταν ἐλεύθεροι ᾽κείνη τήν ὥρα. Στό τέλος κάθε παραστάσεως χειροκροτούσαμεν ἀπό ἁγνό θαυμασμό τούς δυό ἐκείνους συναιχμαλώτους μας, πού μέ τόση ἐπιτυχία ὑποδυόνταν τούς ρόλους τῶν πρωταγωνιστριῶν..... •

Η ψείρα

Η δίαιτα

ό φάσμα τῆς πείνας καί τῆς δίψας ἐξακολουθοῦσε ν᾽ ἁπλώνεται στό στρατόπεδον. Νερό γιά νά πλύνωμε τά ἐσώρουχά μας δέν υπῆρχε. Σαπούνι ἐπίσης. Ἡ ψείρα ἔγινε ὁ πιό μεγάλος καταχτητής μας. Φώλιαζε ἀναπαυτικά παντοῦ, στά ροῦχα μας, στή κουβέρτα, στό σῶμα μας καί μᾶς τρυγοῦσε.

καθημερινή δίαιτα τοῦ βραστόρυζου ἐξακολουθοῦσεν ἡ ἴδια. Βάσταξε σαράντα μέρες. Μᾶς τήν ἐπέβαλαν ὡς τιμωρία γιά την κακομεταχείρησίν μας ἀπέναντι τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν κατά τίς ἐπιχειρήσεις.

Τ

Σερνόνταν χάμω σάν μυρμήγκια ἐκεῖ πού στρώναμε τά κρεβάτια μας, μιά κουβέρτα δηλαδή ἤ ἕνα φάρδο ἄν ὑπῆρχε, σχηματίζανε πολλές φορές παράξενες ἁμαξοστοιχίες ἤ κοπάδια. Μᾶς ἀπασχολοῦσε τρομερά. Τό σῶμα μας, τίς πρῶτες μέρες, εἶχε ἀνάψει ἀπό τή φοβερή καί συνεχή φαγοῦρα. Μᾶς κτυποῦσε στά νεῦρα, δέν μᾶς ἄφηνε νά κλείσωμε μάτι.

Εἶχαν τή γνώμη πώς οἱ κάτοικοι τῆς Κρήτης θά ᾽μεναν ἀδρανεῖς μπροστά στόν μεγάλον γερμανικόν χείμαρρον. Θα σταύρωναν τά χέρια των καί θά τον ἄφηναν νά περάση, γιά νά λεηλατήση, νά κάψη σπίτια καί νά ὑποδουλώση τά πάντα. Τέτοιοι δέν εἶναι οἱ Κρητικοί. Εἶναι λαός μέ μεγάλην ἱστορίαν, ἔχουν ἀλλάξει πολλούς καταχτητές καί πάντοτε μέ τό μαχαίρι, μέ τό μπαρούτι καί μέ τήν παλικαριά, τούς ἔριξαν στή θάλασσα. Ἡ ἀξιοπρέπεια, ἡ τιμή, τά ὑψηλά πατριωτικά καί οἰκογενειακά ἰδεώδη δέν τούς ἀφήνουν ἀπαθεῖς οὔτε μπροστά σέ μεγάλες ὀρδές μυθικῶν γιγάντων. Σέ τέτοιες περιπτώσεις ὁ Κρητικός γίνεται κουζουλός, δέν σκέπτεται τίποτε ἄλλο παρά νά σκοτώση, νά σφάξη, νά ἐκδικηθῆ τόν ἀντίπαλόν του καί στό τέλος νά τόν νικήση ἤ νά πέση παλικαρίσια.

Εν τούτοις μετά λίγες μέρες τή συνηθίσαμε κι᾽ ἔγινε μιά πιστή μας φίλη. Πολλές φορές μαζεύαμε τις πιό μεγάλες καί καλοθρεμμένες, τίς βάζαμέ καθένας χωριστά σ᾽ ἕνα κουτάκι ἤ σ᾽ ἕνα γυάλινο σωληνάκι, παίζαμε μ᾽ αὐτές τόν ρόλο τοῦ κατακτητοῦ καί τοῦ αἰχμαλώτου καί στό τέλος διασκεδάζαμε μέ τούς κτύπους των μέσα στά νύχια τῶν ἀντιχείρων μας ἤ τίς κάβαμε ζωντανές. Ἦτο ἓνα μέσον διασκεδάσεώς μας κατά τάς ἀναπαύσεις καί Κυριακές. Εἶχε πάρει τή θέσι τῆς κούκλας στό μικρό κοριτσάκι.

15


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Το νερό

Τό Ἡράκλειο ἔχει πλούσιον ὑδραγωγεῖον. Κι᾽ ὅμως καί τό νερό μᾶς τό στεροῦσαν. Ἄφηναν μία ὥρα μονάχα

στό εἰκοσιτετράωρο νά τρέξουν δυό μικρές βρύσες πού ᾽χε τό στρατόπεδον τήν αὐγή πού ξυπνούσαμε καί τό βράδυ κατά τό ἡλιοβασίλεμα, ὃταν κατέφθαναν οἱ αἰχμάλωτοι ἀπό τις ἀγγαρείες ὁλοσκόνιστοι, διψασμένοι, ἱδρωμένοι, μουτζουρωμένοι καί κατάκοποι ἀπό τή δουλειά. Δέν πρόφθαναν νά πλυθοῦν οὔτε οἱ μισοί ἤ νά πάρουν λίγο νερό γιά νά πιοῦν. Φωνές, καβγάδες, κατραπακιές παίρνανε σειρά κάθε βράδυ. Ἐπιάνονταν στά χέρια, πολλές φορές ἄγρια, ἐκαπέλωναν ποῦ καί ποῦ καραβάνα ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἐσπρώχνοντο καί σχημάτιζαν ἕνα σωρό ἀπό ἀνθρώπινα κορμιά σ᾽ ἕνα ἀποτρόπαιο σύνολο γύρω ἀπό κάθε βρύση. Τό αἴσθημα τῆς ἀλληλεγγύης εἶχεν ἀπαμβλυνθῆ. Καθένας κοίταζε τόν ἑαυτόν του καί μόνον. Δέν τόν ἐνδιέφερε γιά τόν ἄλλον. Γινόταν πόλεμος. Ἡ πείνα εἶναι ὑποφερτή, ἀλλά ἡ δίψα παραλύει τό κορμί, θολώνει τό μυαλό καί πρό πάντων ὅταν συνοδεύεται ἀπό ἀτσιγαρίαν. Τή διακοπή τέλος τήν ἔδιδεν ἡ σφυρίκτρα τοῦ ἀρχιφύλακα, γιά τή ρυζόσουπα, ὁπότε ἔπρεπε καθένας νά βρεθῇ στή θέση του, στή διμοιρία του γιά νά πάρη τό ζουμί του, ἐνῶ οἱ βρύσες σταματοῦσαν τή ροή των μ᾽ ἕνα κλειδί πού βαστοῦσαν οἱ Γερμανοί καί τίς ἀπομόνωναν ἀπό τόν κεντρικόν σωλήνα πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τό στρατόπεδον. •

Συμπεριφορά πρός τούς πολίτες

Κεῖνο πού μᾶς ἔκανε νά λυπηθοῦμε περισσότερον ἦταν ἡ συμπεριφορά τῶν Γερμανῶν πρός τούς πολίτες πού ἔρχονταν ἀπό

Νέα αλλαγή της φρουράς

Ἔγινε πάλι νέα ἀλλαγή τῆς φρουρᾶς. Μᾶς παρέλαβαν νέοι στρατιῶται τοῦ πεζικοῦ. Δέν μᾶς φαινόταν σκληροί

ὅπως οἱ πρῶτοι. Εἴχανε περάσει πιά ἑπτά μῆνες ἀπό τήν ἀνακωχή καί τά πνεύματά των εἶχαν κατευνασθῆ, γιατί ὅλοι τους τότε εἶχαν ἐστραμμένο τό βλέμμα τους στίς μεγάλες ἐπιτυχίες πού κέρδιζαν στίς Ρωσσικές στέπες, καί προσπαθοῦσαν νά δώσουν χέρι φιλίας μέ τήν Κρήτη ἀπ᾽ ὅπου θά κάνανε ἀργότερα τήν ἐξόρμησί τους στίς καυτερές ἀμμουδιές τῆς Ἀφρικῆς. Ζωγράφιζα τότε μέ ἀκουαρέλες μέσα σ᾽ ἕνα δωμάτιο μικρό, κρυφά ἀπό τούς Γερμανούς. Δέν ἤθελα νά ἐξακολουθῶ νά τούς ζωγραφίζω. Τούς εἶχα τώρα μισήσει περισσότερο παρά ποτέ. Πιό πολύ μάλιστα ἀπέφευγα τή γνωριμία τοῦ διοικητοῦ ἐπιλοχία, ἄν καί φαινόταν καλός καί δίκαιος ἄνθρωπος. Ἕνα πρωί, μετά τό προσκλητήριον, εἶχα βάλει ἕνα συνάδελφόν μου, ἀπό τούς δύο πού μᾶς διεσκέδαζαν στό θέατρό τους, καί μοῦ πόζαρε μισοκαθισμένος πάνω σ᾽ ἕνά τραπεζάκι, μεταμφιεσμένος σέ μπαλαρίνα, κρατώντας στά χέρια του μιά κιθάρα. Βρισκόμουν τότε στόν οἶστρο τῶν ἐμπνεύσεών μου καί εἶχα δώσει στό μοντέλο μιά πόζα ἐξαιρετική, σαγηνευτική. Φοροῦσε πάλι τήν ἴδια ἀραχνοΰφαντη ἀπό κίτρινες φαρδιές γάζες φούστα, τά ἐλλειψοειδῆ μαῦρα βελοῦδα στό στῆθος, σανδαλάκια μέ κορδόνια, στο πρόσωπό του ἄφθονη πούδρα, κρέμες, κοκκινάδια στά χείλη καί στά μάγουλα. Μόλις τέλειωσα, ἄνοιξε ἀπότομα ἡ πόρτα. Μπῆκε ὁ διοικητής μ᾽ ἕνα στρατιώτη του πού κάνανε ἐπιθεώρησι στούς θαλάμους. Μπαίνοντάς, ἀντίκρισε τό μοντέλο πού ἔμενε ἀκίνητο στή θέσι του, καί ἐν συνεχείᾳ παρατηροῦσε μέ κατάπληξι καί ἐνθουσιασμό το ἔργο μου. Μέ μεγάλη φιλοφροσύνη μέ ρώτησε πότε θά, εἶχα τή διάθεσι νά κάμω τό πορτραῖτο του. -Ὅταν θά εὐκαιρῶ, θά σᾶς εἰδοποιήσω, τοῦ ἀπήντησα, κι᾽ ἔφυγε. •

μακρινά χωριά γιά νά μᾶς δοῦν. Ἐρχόταν ὁ πατέρας σου ἤ ἡ ἀδελφή σου ἡ ἄλλος συγγενής ἤ γνωστός γιά νά σέ δῆ ξεκινῶντας ἀπό τήν ἐπαρχία. Ἐκεῖ πού μέ κάποια χαρά προετοιμαζόταν νά σέ δῆ, μακριά ἀπό τά συρματοπλέγματά ἤ ἔξω στήν εἴσοδο, δεχόταν ξαφνικά ἕνα κτύπημα μέ μιά ξύλινη μπαστοῦνα ὅλο μέ κόμβους, ἀπό κάποιον Γερμανό, ἤ ἕνα ἀναιδῆ καί βάρβαρο πετροβολισμό ἤ μιά κλωτσιά στά πισινά ἤ καμιά σφαίρα χάμω στά πόδια του.

Επιτροπή απελευθερώσεως

Μ

ιά ἐπιτροπή συγκροτήθηκε τούς πρώτους μῆνες ἀπό τόν νομάρχη τοῦ Ἡρακλείου καί ἄλλους ἐκλεκτούς πολίτες καί κυρίες, μέ ἀποστολή νά πετύχη τήν ἀπόλυσίν μας. Ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν φρούραρχο, τόν στρατιωτικόν διοικητή τοῦ φρουρίου Κρήτης καί μέ ἄλλα ἀνώτατα στρατιωτικά στελέχη τῶν Γερμανῶν. Ὅλοι τούς ἔδιδαν ἰκανοποιητικές ὑποσχέσεις τίς ὁποῖες ἤρχοντο καί μᾶς τίς ἀνεκοίνωναν. Κάθε φορά τούς ἔταζαν νέα πρoθεσμίαν. Εἴκοσι μέρες, ἕνα μήνα καί μετά θα μᾶς ἀπέλυαν, γιά νά πάρουν μέ τή σειρά ἄλλους. Ἡ ἐλπίδα αὐτή μᾶς κρατοῦσε σέ μιά διαρκή ἀνυπομονησία στό στρατόπεδον ἀποφεύγοντες νά δραπετεύσωμε, ἀδιάφορο ἄν πρόσθεταν ἀκόμη νέα πολυβόλα καί συρματοπλέγματα, διπλοσκοπιές καί πολλούς συνοδούς φρουρούς στίς ἀγγαρεῖες. Δέν μᾶς φόβιζεν ἡ ἀπειλή τοῦ ὅπλου. Ἀρκεῖ νά τό ᾽παιρνε κανείς ἀπόφασι. Μιά μέρα ἀπό τίς πολλές θά βρισκε εὐκαιρία ἕνας ἕνας νά τό σκάση. Ὅμως διαδιδόταν ἀπό τούς πολίτες πού μᾶς πλησίαζαν ἔξω στο στρατόπεδον, ὅτι οἱ Γερμανοί συλλαμβάνουν τίς οἰκογένειες ἐκείνων πού δραπέτευαν καί τις έκλειαν στίς φυλακές. Αὐτό ἐπέδρασε περισσότερο στήν ψυχή μας καί μᾶς ἀνάγκαζε νά μένωμε στίς θέσεις μας. •

16

17


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Είσοδος στο νοσοκομείον Τ

ό μέσημέρι μέ εἰδοποίησαν ὅτι κάποιο πρόσωπο μέ ζητοῦσε ἔξω στήν πύλη. Πῆγα ἀμέσως καί ἀντίκρισα τήν ἀδελφή μου πού εἶχεν ἔλθει ἀπό τό χωριό γιά νά μέ δῆ. Ἔτρεξα καί τῆς ἀνήγγειλα τήν εἴσοδόν μου στό νοσοκομεῖο καί μείναμε σύμφωνοι νά ξανάλθῃ μετά ὀκτώ μέρες κρατώντας μου ἕνα πολιτικό κοστούμι γιά νά φύγωμε μαζί γιά τό χωριό. Ἔμεινε ἐνθουσιασμένη καί τήν ἀποχαιρέτησα παίρνοντας μερικά τρόφιμα πού μοῦ κρατοῦσε ἀπό τό σπίτι. Εἶναι 23 Δεκεμβρίου. Μετά δυό μέρες ἔχομε Χριστούγεννα. Μεγάλη λύπη στόν χριστιανόν ὅταν βρίσκεται αὐτές τίς μέρες μακριά ἀπό τούς δικούς καί πρό πάντων ὅταν βρίσκεται σέ οἰκτρά κατάστασι. Αὐτό δέν μέ στενοχωροῦσε καί τόσο, γιατί ἔτρεφα τήν ἐλπίδα ὅτι τήν πρωτοχρονιά θά ἤμουν ὁπωσδήποτε στό σπίτι μας. Τό ἀπόγευμα ὁ νοσοκόμος μέ παρουσίασε, μαζύ μέ δυό Ἐγγλέζους πού πήγαιναν γιά ἐγχείρισι σκωληκοειδίτιδος, στόν διοικητή, τόν ἐπιλοχία, γιά νά μᾶς θεωρήση τά εἰσιτήρια γιά τό νοσοκομεῖο καί νά περάσουν τίς σχετικές μεταβολές στά μητρῶα. Μᾶς κράτησαν καί τίς σιδερένιες ταυτότητες πού μᾶς εἶχαν κρεμάσει στόν λαιμό. Εἶχα αὔξοντα ἀριθμόν γύρω στά 5050. Ἀποχαιρέτησα τόν διοικητήν ὑπενθυμίζοντάς του τό πορτραῖτο πού τοῦ εἶχα ὑποσχεθῆ καί ὅτι μετά τήν ἀποθεραπείαν μου θά ἤμουν στήν διάθεσίν του. Πρίν βγῶ ἀπό τήν πύλη, μέ σταμάτησεν ὁ ἀρχιμάγειρας, φίλος μου, πού μέναμε μαζί στό ἴδιο δωμάτιο, καί μοῦ ἔδωσε κρυφά ἕνα ψωμί. Τό ἔχωσα μέσα σ᾽ ἕνα κασάκι πού κρατοῦσα κι᾽ εἶχα βάλει καί τά ἄλλα πράγματα. Φύγαμε. Κατηραμένε τόπε. Μ᾽ ἔβγαλες γηρασμένο μέσα σέ ἕξι μῆνες. Συνάντησα ὅλες τίς φρικαλεότητες καί σκληρότητες πού δέν ἔβαζα ποτέ στό μυαλό μου. Πότε καί πότε γύριζα τό κεφάλι μου πίσω στό στρατόπεδο, συναισθανόμενος τίς πίκρες τῶν συνάδέλφων μου πού ἄφηνα πίσω ἐκεῖ, καί πού δέν θα ξαναγύριζα πιά γιά νά τούς συναντήσω. •

Πίσω στις φυλακές

Μ

Αρρώστεια

Τήν ἑπομένη μέρα εἶχα ἐνοχλήσεις ἀπό άμυγδαλές κι᾽ εἶχε φράξει ὁ λαιμός μου. Μέ κρατοῦσε πυρετός, ἀνορεξία καί μεγάλη ἀδιαθεσία. Ὁ ἐπιλοχίας βλέποντάς με τήν ἄλλη μέρα σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι, μοῦ συνέστησε νά κάμω ἐγχείρισι. Ζήτησα ἀπό τόν νοσοκόμο, ἕνα πολύ γνωστό μου γιατρό, συναιχμάλωτον, καί μοῦ ἐδωσε λίγο ὀξυζενέ γιά γαργάρες. Τήν ἑπομένη δέν εἶχα τίποτε. Ἤμουν ἐντελῶς καλά. Τό ἄγνωστο μέλλον μας, ὅσο περνοῦσαν οἱ μέρες τό ᾽βλεπα πιό φρικτό. Ἔπρεπε νά δοθῆ πιά ἕνα τέρμα. Ἀλλά πῶς; Στίς ἀγγαρεῖες δέν μ᾽ ἄφηναν νά πηγαίνω τώρα. Ἀλλά καί γιά ποιό λόγο νά ζητήσω νά ἀγγαρεύομαι μάταια; Οἱ φρουροί πού συνόδευαν τούς αἰχμαλώτους στίς δουλειές εἶναι τώρα περισσότεροι καί ἡ ἐπιτήρησις καί ἐπίβλεψις αὐστηρότερη, γιά κάθε δραπέτευσι αἰχμαλώτου ἐφυλακίζοντο οἱ ὑπεύθυνοι φρουροί. Ἦτο τώρα ἀδύνατο νά τούς ξεφύγη κανείς. Ἕνας δρόμος μονάχα ὑπῆρχεν ἀκίνδυνος, τό νοσοκομεῖο. Ἀπό ᾽κεῖ ἀργότερα μποροῦσε κανείς νά φύγη ἐλεύθερα, μιά πού ἔμενε ἀφρούρητος. Εἶχαν στείλει πολλούς ἀρρώστούς ἐκεῖ γιά ἐγχείρισι ἤ θεραπεία. Κατά τίς 9 τό πρωί ἔρχεται ὁ γιατρός τοῦ στρατοπέδου, πού τόν εἶχαν ἐπιστρατεύσει οἱ Γερμανοί ἀπό τό Πανάνειο Νοσοκομεῖον. Λεγόταν Νηστικάκης καί μοῦ ἦτο γνωστός ἀπό τά γυμνασιακά χρόνια. Ἔπρεπε ὅμως νά εἶναι σέ πολύ σοβαρή κατάστασι γιά νά εἰσέλθη κανείς στο νοσοκομεῖο. Πῆγα στόν θάλαμο τῶν ἀρρώστων πού τούς ἐξήταζε. Περίμενα λίγο, ὥσπου βρῆκα τήν κατάλληλη εὐκαιρία νά τόν πλησιάσω. Ἤμασταν οἱ δυό μας καί τοῦ εἶπα ὅλη τήν ἀλήθεια, ἔχοντας ἀπόλυτον πεποίθησιν καί ἐμπιστοσύνην ὅτι δέν θά ἀντιδροῦσε σ᾽ ὅτι θά τοῦ ζητοῦσα. Μέ μεγάλη προθυμίαν, ὁ γιατρός μοῦ ἐτοίμασε τό εἰσιτήριο πού τοῦ ζήτησα γιά τό Νοσοκομεῖον. •

18

όλις νύκτωσε κυκλώθηκε τό νοσοκομεῖον ἀπό Γερμανούς. Μπῆκαν μέσα, βρῆκαν τόν διευθυντή καί τούς γιατρούς καί ἐρευνοῦσαν τούς θαλάμους. Εἶχαν διαταγή νά μαζέψουν ὅλους τούς νοσηλευομένους αἰχμαλώτους σ᾽ ὅποια κατάστασι κι᾽ ἄν βρισκόνταν καί νά τούς συγκεντρώσουν πάλι πίσω στό γηροκομεῖον. Δέν ἄφησαν κανένα. Τρεῖς, πού εἶχαν κάμει πρόσφατα ἐγχείρισι σκωληκοειδίτιδος, δέν ἔμειναν οὔτε αὐτοί. Μᾶς ἔμπασαν σέ μεγάλα αὐτοκίνητα, μᾶς πῆραν καί μᾶς ξανάκλεισαν στίς πρῶτες φυλακές. Κεῖνες τίς μέρες εἶχαν φέρει περί τούς ἑκατόν πενήντα Ἐγγλέζους ἀπό ἄλλο στρατόπεδο καί μᾶς ἀνακάτεψαν. Εἶχε κριθῆ πιά τό τέλος μας. Ἡ ὥρα ἦρθε γιά νά μάς ἀλαργάρουν ἀπό τό νησί. Τό ᾽χαμε ὁριστικά βεβαιώσει. Ὁλη τή νύχτα δέν κοιμηθήκαμε. Πάνω στήν ταράτσα σ᾽ ἕνα μικρό καμαράκι ἀπομονωμένο, χωρίς νά ἐπιβλέπεται ἀπό τούς Γερμανούς, καθόμασταν μιά δεκαριά συνάδελφοι. Μέσα σ᾽ αὐτούς ἦσαν καί δυό Ἐγγλέζοι γενειοφόροι πού ἤξεραν ἑλληνικά. Ξεδιπλώσαμεν ὅλες τίς πτυχές τοῦ ἀγῶνος, ἀπό ὅλα τά μέτωπα, φιλοσοφήσαμε λίγο γιά τή ζωή καθένας μέ τόν δικό του τρόπο, στοχαζόμασταν το μέλλον πού μᾶς περιμένει καί διηγήθηκε καθένας πολεμικές περιπέτειες.

Ἤμασταν ᾽κείνη τή νύχτα ἀνεπιθύμητοι στίς αγκάλες τοῦ Μορφέως. Κατά τήν αὐγή σκορπισθήκαμε γιά νά κοιμηθοῦμε. Δέν νύστάζα καθόλου. Ξάπλωσα. Πρίν ξημερώσει, ἡ σφυρίκτρα ἐσύριξε καί μάς καλοῦσε νά μποῦμε στή γραμμή μέ τά πράγματά μας. Ἔγινε αὐστηρό προσκλητήριο. Μᾶς μοίρασαν ἀπό μισό ψωμί καί μισή λίβρα κονσέρβα κρέατος στόν καθένα. Ἡ μέρα ἦτο ζοφερά, μαῦρα σύννεφα εἶχαν σκεπάσει τόν οὐρανό, στρώματα στρώματα, καί τά ξωλαλοῦσαν οἱ ἄνεμοι. Ἀστραπές μᾶς ξάφνιαζαν κάθε τόσο καί βροντές ἀναστάτωναν τό σύμπαν. Ἡ βροχή ἄρχισε νά πέφτη ραγδαία καί σέ λίγα λεπτά τά πόδια μας κολυμποῦσαν στίς λάσπες. Τά αὐτοκίνητα μπροστά μας περίμεναν νά ἐπιβοῦμε. Λίγοι εἶχαν μαζί των κανένα ἀδιάβροχο ἀπό πλιάτσικα καί τό ἅπλωσαν πάνω τους. Οἱ ρέστοι εἴχαμε γίνει παπί. Οἱ χλαῖνες μας μετεβλήθησαν σέ μολύβι. Τό κρῦο τσουχτερό καί ἡ μπόρα ὅσο πήγαινε ἀγρίευε. Τά χέρια μας εἶχαν γίνει καβδούκι. Ὅλα τά στοιχεῖα τῆς φύσεως συνεμάχησαν ἐναντίον μας. •

19


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Πρός τό ἄγνωστον

στερα ἀπό δυό ὧρες μᾶς ἔμπασαν σέ μεγάλα φορτηγά αὐτοκίνητα, ξεσκέπαστα, χωρίς πάγκους, μέ πέντε ἕξι στρατιῶτες γιά φρουρούς στό καθένα καί ξεκινήσαμε. Βγήκαμέ ἔξω ἀπό τό Ἡράκλειο μέ κατεύθυνσι πρός τά Ρεθεμνιώτικα. Εἴμασταν καθισμένοι κουκουβιστοί, ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλον, κτυπιόμασταν ἀπό τούς τρανταγμούς καί τά ταλαντεύματα τοῦ αὐτοκινήτου πού κυλοῦσε σέ δρόμους πολύ ἀνώμαλους, χαλασμένους ποῦ καί ποῦ. Ἡ νεροποντή μᾶς παράδερνε πάντα μέ μανιώδη δύναμι, μᾶς κτυποῦσε κατάμουτρα, στά πίσω ἤ στά πλάγιά μας, ἀναλόγως τοῦ δρόμου πού ἦτο ἕνα ἀτέλειωτο ζίγκ ζαγκ, ἄλλοτε προχωρώντας μπρός καί ἄλλοτε πίσω μέσα στά φαράγγια τῶν βουνῶν. Δέν μᾶς πείραζε καθόλου ἡ μπόρα, μονάχα μᾶς στράβωνε στά μάτια καί δέν μάς ἄφηνε νά βλέπωμε. Τά ροῦχα μας πιά δέν σήκωναν ἄλλο νερό, εἶχαν γίνει σφουγγάρι καί δέν μᾶς ἔνοιαζε κι ἄν μᾶς ἔβρεχε καταρράκτης. Φάγαμε ὅπως ὅπως τό μουσκεμένο ξεροκόμματο καί τήν κονσέρβα. Ἡ γλισχρή δίαιτα, οἱ κακουχίες, οἱ στενοχώριες κι᾽ ἡ καθημερινή κούρασις εἶχαν ἐξαντλήσει τόσο πολύ τόν ὀργανισμόν μας, πού δέν ἄντεχε στίς φυσικές ἐναντιότητες. Σταθμεύσαμε λίγα λεπτά στό Ρέθυμνο. Εἶχε σταματήσει ἡ βροχή. Ἀγοράσαμε καθένας μερικά πορτοκάλια καί μανταρίνια, γιά νά ξεδιψάσωμε. Ἀκολουθούσαμε τόν δρόμον ἀκρογιαλιά ἀκρογιαλιά καί μπήκαμε στή περιφέρεια τῆς Σούδας. Φαινόνταν ἀκόμα ποῦ καί ποῦ τά μεγάλα πυροβολεῖα τῶν Ἄγγλων, κατεστραμμένα, καμένα καί σκουριασμένα, πού ἦσαν ἄλλοτε προορισμένα νά προστατεύσουν τό λιμάνι ὀχυρό ἀπό τούς κατακτητάς. Τά στούκας τά εἶχαν πλήξει καίρια. Τό λιμάνι ἦτο ἕνας πελώριος καθρέπτης λεκιασμένος μέ ποικίλα σπασίματα. Μέσα στίς ἀνοιχτές καί σκοῦρες γκρίζες ζῶνες πού σχημάτιζαν τά ἥσυχα νερά, ἦσαν σκορπισμένα ναυαγισμένα πλοῖα λογιῶν λογιῶν. Ἄλλα ἦσαν ἀναποδογυρισμένα, ἄλλων φαινόνταν μόνον τά κατάρτια καί ἄλλα εἶχαν ἐξοκείλει στίς ἀκτές κατακομματιασμένα. Λίγα γερμανικά ἦσαν ἀραγμένα στίς προβλῆτες καί κάπνιζαν. Μπήκαμε στήν κωμόπολι. Εἶχα ἄλλοτε ζήσει σ᾽ αὐτήν πάνω ἀπό ἑνάμιση χρόνο. Τίποτε δέν εἶχε μείνει γιά νά ἀναγνωρίζεται. Ὅλα τά σπίτια καί τά καταστήματα τοῦ κεντρικοῦ δρόμου, ἕνα μεγάλο σύγχρονο ἐργοστάσιον ἀλεύρων, εἶχαν ἐντελῶς κατακρημνισθῆ κι᾽ ἔμεναν ἀλλοῦ χῶροι ἀδειανοί καί καθαροί πιά κι᾽ ἀλλοῦ χαλάσματα. Ὅλος ὁ τόπος εἶχε

20

γίνει ἀγνώριστος. Μονάχα ἡ πύλη τοῦ στρατῶνος τοῦ πυροβολικοῦ ἔστεκεν ἀκόμη σαραβαλιασμένη ἀπό τόν δαιμονιώδη χορό τῶν βομβῶν κατά τάς ἐπιχειρήσεις πού φαινόταν σάν ντροπιασμένη καί καμπουριασμένη νά βαστάζη τήν βαρειά καί ἀνεπιθύμητη κόκκινη σημαία μέ τόν ἀγκυλωτόν σταυρό. Γερμαναράδες περιφερόνταν ᾽δῶ καί ᾽κεῖ ἄγριοι καί σκυθρωποί πού συμπλήρωναν τό ἐθνικό πένθος στήν κωμόπολι. Προχωρῶντες μπήκαμε στά Χανιά. Τά αὐτοκίνητα διέσχιζαν τούς δρόμους μέ γρηγοράδα. Τά γαζωτά βομβοκτηπήματα σέ πολλά σημεῖα εἶχαν ἐξαφανίσει κι᾽ εἶχαν ἀλλάξει τόν ἀρχιτεχτονικόν χαρακτήρα τῆς πόλης. Λίγοι ἄνθρωποι σέρνονταν ρακένδυτοι ἀδυνατισμένοι καί πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς ἦσαν μαυροφορεμένοι. Πένθος βαρύ σκέπαζε κι ἐδῶ τά πάντα. Ἐξήλθαμε χωρίς νά σταματήσωμε καθόλου. Μετά δέκα λεπτά τά αὐτοκίνητα σταμάτησαν μπροστά σέ πυκνά συρματοπλέγματα. Ἕνας Γερμανός σκοπός, ἕνας μαντράχαλος ὑψηλός ἀνοίγει μιά μέγάλη συρματοπλεγμένη πόρτα καί τ’ αὐτοκίνητά μπῆκαν μέσα. Προχώρησαν βαθύτερα διά μέσου ἄλλων συρματοπλεγμάτων καί σταμάτησαν μπροστά σέ σκηνές. Κατεβήκαμε. Βρισκόμασταν στίς Παιδικές ἐξοχές. •

Παιδικές εξοχές

Τ

ό στρατόπεδον ἦτο ἕνας ὑπαίθριος, τετράγωνος καταυλισμός, παραθαλάσσιος δίπλα στό χωριό Γαλατά καί ἀνατολικά τοῦ Μάλεμε, διαστάσεων περίπου 50Χ40 μέτρων καί περιεβάλλετο μέ συρματοπλέγματα πολύ πυκνά. Κατά μῆκος τῆς νοτίας πλευρᾶς διήρχετο ὁ ἁμαξιτός δρόμος Χανίων-Μάλεμε. Μέ μιά σειρά ἀραιά συρματοπλέγματα χωριζόταν σέ δύο διαμερίσματα, ὅπου στό ἕνα ἔμεναν οἱ Ἄγγλοι αἰχμάλωτοι καί στό ἄλλο οἱ Ἕλληνες ἀεροπόροι καί ἀξιωματικοί. Τό διαμέρισμα τῶν Ἑλλήνων πού ἤμασταν ὅλοι-ὅλοι ἑξήντα τέσσαρες 23 Κρητικοί, ὀκτώ ἀξιωματικοί καί περί τούς σαράντα ἀεροπόρους ἀπό τήν Παλαιάν Ἑλλάδα, ἐφρουρεῖτο ἀπό ἕξ φρουρούς καί ἦτο ἕνα γερό φρούριον. Ἀλλοίμονον σ᾽ ἐκεῖνον πού θ᾽ ἀποφάσιζε νά δραπετεύση ἀπ᾽αὐτό. Μᾶς φρουροῦσαν γερά καί δέν ἐπέτρεπαν σέ κανέναν πολίτη νά μᾶς πλησιάση ἤ νά σταματήση σέ μεγάλην ἀπόστασιν, ἀκόμη καί νά μᾶς μιλήσῃ. Ἡ συναναστροφή μας μέ τούς Ἄγγλους ἀπηγορεύετο αὐστηρώς διά τῶν ὅπλων. Ἕνα ἀπόγευμα ἐνῶ ἕνας Ἄγγλος ἀντήλλασσε γαλέτες μέ σιγάρα μέ ἕνα συνάδελφόν του Κρητικόν, πυροβολήθηκε ἀπό ἕνα φρουρό καί ξαπλώθηκε χάμω νεκρός! Φοβερή καταδίκη! Νά μή σοῦ ἐπιτρέπουν νά βλέπης, νά μιλᾶς καί νά βοηθῆς τόν συνάδελφον σου! Ἡ τροφή πού μᾶς πρόσφεραν, ἄν καί ἦτο πολύ βελτιωμένη ἀπό ᾽κείνη πού μᾶς ἔδιδαν στό Ἡράκλειον,

καί αὐτή δέν μᾶς ἀρκοῦσε. Ρύζι ἤ κονσέρβα μέ φασόλες καί μερικά βράδια τυρί. Κάθε πρωί μᾶς ἔδιδαν μιάμιση γαλέτα γιά ψωμί. Τό σιγάρο, πού ἦτο ἕνας παρήγορος σύντροφος, πού μᾶς ἔκανε νά ξεχνᾶμε πότε καί πότε τή σκληρή καί ἀξιοθρήνητη θέσι μας, καί αὐτό μᾶς στερήθηκε. Μετά τό βραδινό φαγητό καί πρίν ἀκόμη νυκτώση καλά, ἤμασταν ὑποχρεωμένοι νά ταμπουρωθοῦμε μέσα στίς σκηνές χωρίς κινήσεις, χωρίς φῶς, χωρίς θόρυβο καί μιλιές. Τί ἀγωνία καί τρόμος! Μᾶς κρατοῦσε μεγάλος πανικός ᾽κεῖνες τίς νύκτες. Οἱ φρουροί πού μᾶς φύλαγαν πυροβολοῦσαν, μόλις ἄκουγαν ἔστω καί τόν παραμικρόν ψίθυρον, ἤ φαινόταν κανείς συνάδελφός μας ἔξω ἀπό τή σκηνή του πηγαίνοντας γιά σωματική ἀνάγκη. Τήν ἡμέραν εἴχαμε κάποιαν ἐλευθερίαν καί περιφερόμαστε μέσα στό στρατόπεδο μέχρις ὡρισμένων ζωνῶν, μακριά ἀπό τά συρματοπλέγματα. Τίς νύκτες κοιμόμουν μέ πέντε ἄλλους συναδέλφους μου σέ μιά σκηνή, πρός τήν ἄκρη τοῦ καταυλισμοῦ, κοντά στόν ἀμαξιτόν δρόμον. Ρῖγος βαρύ περόνιαζε τό κορμί μου, ἔτρεμα σύγκορμος, ὄχι ἀπό τό κρύο πού ἦτο δυνατό αὐτές τίς νύκτες, ἀλλά ἀπό τόν πανικό πού σκορποῦσαν οἱ πυροβολισμοί κι᾽ οἱ φωτοβολίδες κάθε τόσο. Πολύ συχνά οἱ σκοποί ἔριχναν φωτοβολίδες κι ἔλαμπεν ὅλος ὁ κόσμος γύρω μας, κακάριζαν τά ντουφέκια καί τ᾽ αὐτόματά των καί δέν μποροῦσε νά κινηθῆ κανείς ἀπό πουθενά. Μαζευόμασταν μέσα στά κλινοσκεπάσματα καί πιέζαμε τό σῶμα μας νά χωθῇ βαθειά στή γῆ,

σάν ἀπό ἔνστικτο, γιά νά προκαλυφθῇ ἀπό τίς σφαῖρες, πού εἶχαν κάμει κατάτρητες τίς κορυφές τῶν σκηνῶν μας. Δίπλα μας στό δρόμο περνοδιάβαιναν κάρα, αὐτοκίνητα κατάφορτα πορτοκάλια, μανταρίνια, λαχανικά κι ἄλλα τρόφιμα πού τά πήγαιναν στήν ἀγορά τῶν Χανίων. Ὅμως οὔτε σέ μας ἐπέτρεπαν ν᾽ ἀγοράσωμε τίποτε μέ τά λίγα λεπτά πού ᾽χε καθένας μας, οὔτε στούς πολίτες νά μᾶς πετάξουν τίποτε. Ὁ πόνος μας ἦτο μεγάλος πού βλέπαμε παιδιά, πολίτες, γυναῖκες νά βαδίζουν δίπλα μας ἐλεύθερα, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμασταν κλεισμένοι στό στρατόπεδον σάν ἀθῶα σκλαβωμένα πουλιά. Τήν τρίτη μέρα τό πρωί, μόλις φάνηκεν ὁ ἥλιος σκόρπισε ζέστη γύρω στή φύσι καί τά πάντα ζωντάνεψαν. Οἱ ἀντάρες κι᾽ οἱ πάχνες διελύοντο σιγά-σιγά, ἡ ἀτμόσφαιρα ὅλο καί γινόταν πιό διάχυτη καί φλοῦ. Ἔξω ἀπό τή σκηνή τρεῖς Ἄγγλοι ἔπαιρναν βόλτες γιά νά ξεπαγιάσουν τά πόδια των, μέ γρήγορο βῆμα κατά μῆκος τοῦ δρόμου καί σ᾽ ἀπόστασι πέντε ἔως ἕξ μέτρων ἀπό τά συρματοπλέγματα. Ὁ Γερμανός φρουρός, ἐνῶ βολτάριζαν μπροστά του, τούς παρατηροῦσε μέ βλέμμα πολύ βλοσυρό. Ἄξαφνα κατέβασε τήν ἀραβίδα ἀπό τόν ὦμο του καί τούς σημαδεύει. Ἔριξε μιά καί σωριάστηκεν ἕνας χάμω νεκρός. Οὐδέποτε ἄλλοτε νοστάλγησα τόσον τήν ἐλευθερίαν, ὅσον τότε, πού θά θυσίαζα τή ζωή μου, γιά νά ζήσω ἔστω λίγο καιρόν ἐλεύθερος. Ἡ τύχη πού μᾶς περίμενε ἦτο ἄγνωστη. Μέ ἀνυπομονησία περιμέναμε τήν ἡμέρα νά μᾶς φύγουν γιά το ἄγνωστο. •

21


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Πρός τή Σούδα Εἴχαμε μείνει πέντε μέρες στό στρατόπεδον. Τήν ἕκτη μέρα, πρωί μᾶς διέταξαν νά ἑτοιμάσωμε τίς ἀποσκευές μας ὅλοι οἱ Κρῆτες, οἱ ἀξιωματικοί κι οἱ Ἄγγλοι. Μονάχα οί ἀεροπόροι θα ἔμεναν στάς θέσεις των. Μπήκαμε στή γραμμή, μᾶς ἔκαμαν ὀνομαστικό προσκλητήριο καί ἀναχωρήσαμεν ὅλοι γιά τή Σούδα πεζοί. Οἰ ἀξιωματικοί κι οἱ Ἄγγλοι μπῆκαν σ αὐτοκίνητα ὑπό αὐστηράν συνοδείαν. Ἡ βροχή πέφτει ραγδαία. Βαδίζομεν φορτωμένοι τίς ἀποσκευές μας, μουσκεμένοι, νηστικοί καί μπαίνομε μετά ἀπό δυό ὧρες στά Χανιά. Δέν μᾶς σταματοῦν πουθενά. Πλῆθος πολίτες, γυναῖκες, ἔξω ἀπό τά μισοχαλασμένα σπίτια, τά ἐρείπια, τά καταστήματα καί τά πεζοδρόμια μᾶς ἔβλεπαν καί μᾶς παρακολουθοῦσαν μέ μάτια ὑγρά ἀπό δάκρυα, μέ μοῦτρα κατεβασμένα, σάν ντροπιασμένοι, μέ ὕφος σκυθρωπόν κι᾽ ἐκινοῦσαν τό κεφάλι των ἄνω κάτω, ἐλαφρά, δείχνοντάς ἔτσι πώς συμμερίζονται καί συλλυποῦνται γιά τήν ἐλεεινήν μας κατάντιαν. Δέν μποροῦσε κανείς νά μᾶς μιλήση, οὔτε νά μᾶς δώση κάτι. Λίγοι τολμηροί πού ἀποφάσισαν νά μᾶς μιλήσουν σιγά μέ τρόπον, βρέθηκαν ὑπό τήν ἀπειλήν τῶν φρουρῶν πού μᾶς συνόδευαν. Βγαίνομεν ἔξω ἀπό τά Χανιά, χωρίς νά χαλᾶμε τίς τριάδες, βαδίζομεν συνεχώς ὑπό ἀγρίαν βροχήν καί κοντεύομε πρός τή Σούδα, ἀπ᾽ ὅπου θά ἐπιβιβασθοῦμε μαζί μέ τούς ἄξιωματικούς καί τούς Ἄγγλους στά πλοῖα γιά ἄγνωστον προορισμόν, ἴσως γιά τή Γερμανίαν. Ἕνα μικρό στρατιωτικό αὐτοκίνητο τρέχει καί σταματᾶ μπροστά μας καί ζητεῖ τόν ἀρχιφύλακα τῆς συνοδείας. Ἡ διμοιρία ἐξακολουθεῖ τήν πορεία της. Ἕνα δυνατό κι᾽ ἀπότομο ἄλτ!... του ἀρχιφύλακα μᾶς σταματᾶ κόκκαλο. Ἀμέσως διατάσσει μεταβολή...καί γυρίζομε πίσω τόν ἴδιο δρόμο. Ἡ βροχή ἐξακολουθῆ νά πέφτη χωρίς διακοπή. Κατακούραστοι, βρεγμένοι ἀπό τή μπόρα, ξεθεωμένοι, μέ τά πόδια μισερωμένα ἀπό τά καρφιά τῶν παπουτσιῶν ἤ άπό τήν ξυπολησιά, φθάνομε τό ἀπόγευμα στίς σκηνές μας. Τακτοποιοῦμέν πάλιν τά πράγματά μας ὅπως καί πρίν. Στό ἀγγλικό διαμέρισμα βλέπομε λίγους Ἐγγλέζους νά μᾶς κάνουν σινιάλο. Ἡ ὀπισθοχώρησις αὐτή μᾶς ἧλθε σάν κεραυνός στό κεφάλι. Θέλαμε μ᾽ ὅλη μας τήν καρδιά νά μπαίναμε στά πλοῖα κι ὅπου μᾶς ἔβγαζεν ἡ τύχη. Ἤ καλύτερα ἤ χειρότερα. Μείναμε ἀκόμη στό καταυλισμό τρεῖς ὡς τέσσαρες ἡμέρες. Τά ἐσώρουχα πού φοροῦσα δυό ἑβδομάδες πιά ἦσαν πολύ λερωμένα. Δέν εἶχα προλάβει στο Ἡράκλειο νά πάρω καθαρές ἄλλες φορεσιές. Ἡ λίγδα καί ἡ ψείρα εἶχεν ἀρχίσει νά μ᾽ ἐνοχλῇ καί νά μέ τρυγᾶ, κι ὅλο μου τό κορμί τό κρατοῦσε πάλι μιά δυνατή φαγούρα. Ἔπρεπεν ὅπωσδήποτε ν᾽ ἀλλάξω ἐσώρουχα. Ἔψαξα, μέ τήν ἀνοχήν ἑνός Γερμανοῦ, σε μερικές σκηνές τοῦ Ἀγγλικοῦ καταυλισμοῦ, πού ἦτο τώρα ἐντελῶς ἄδειος, βρῆκα μερικά ποπλινένια* * μαξιλάρια, γιά νά ράψω, μόνος μου, πρόχειρα, μια φορεσιά. •

Ἕνα γλυκό, ὄνειρον 8η Ἰανουαρίου. Πρωί-πρωί ξύπνησα καί σηκώθηκα. Θυμόμουν τόσο ζωηρά ἕνα ὄνειρον πού εἶχα δῇ τήν νύκτα, κοντά στά ξημερώματα, πού μοῦ φαινόταν σάν πραγματικότης καί ἀμφέβαλα ἄν πράγματι ἦτο ὄνειρον. Κοιμόμουν, ἔβλεπα, σ᾽ ἕνα περιορισμένο μέρος κάτω ἀπό ἕνα δένδρο. Ὁ οὐρανός ἦτο καθαρός, τ᾽ ἄστρα λάμπανε κι ἔδιδαν στή νύκτα μιά ζωηρή ἀνταύγειαν, πού διακρίνονταν σχεδόν τά πάντα. Ἕνα πουλάκι μαῦρο, σάν χελιδόνι, λεπτό, εὔστροφο καί χαδιάρικο πετοῦσε ἀπό πάνω μου καί κτυποῦσε ἐλαφρά, στό πέρασμα του, μέ τίς ἄκρες τῶν φτερουγιῶν του στή μύτη καί στό μάγουλό μου.

Καθαρτήριον Ἔκανε δυνατή λιακάδα ᾽κείνη τήν ἡμέρα. Τά χιόνια πού ᾽χανε πέσει πρό ἡμερῶν στά βουνά, πού ἦσαν δίπλα μας, εἴχανε λιώσει κι ἔμεναν ἀκόμη λίγα στίς πιό ψηλές κορυφές. Τέλειωσα μιά φορεσιά ἐσώρουχα πού ἔραβα. Ἄναψα φωτιά με ψωμί και ἀντίσκηνο, ἀφοῦ ξύλα δέν ὑπῆρχαν διόλου, ζέστανα λίγο νερό, γδύθηκα κι ἔκανα ἕνα μπάνιο. Στά χέρια μού βρέθηκε μια γαλάζια κιμωλία καί μολύβι κι ἐγέμισα μερικές σκηνές μέ παράξενα σκίτσα πού κίνησαν τήν περιέργεια τῶν συναδέλφων μου καί τῶν Γερμανῶν. Ἔπλυνα τή φανέλα μου, τό πουκάμισο κι ἕνα ἐσώβρακο πού ἔραψα. Ἤμουν ὅλο κέφι. Μιά ὥρα πρίν βασιλέψει ὁ ἥλιος πῆρα ἀπόφασι μέ δυό ἄλλους συναδέλφους μου νά ἀποδράσωμέ τήν νύκτα. Πολύ δύσκολο παιγνίδι κι᾽ ἐπικίνδυνο συνάμα. Ἡ μεγάλη ἀβεβαιότης τοῦ προορισμοῦ μας καί ὁ ἄδικος χαρακτηρισμός μας ὡς αἰχμάλωτοι πολέμου, μᾶς εἶχε σεκλετίσει. Μονάχα ἕνας δρόμος ὑπῆρχεν ἀκόμα ἀνοικτός. Ἡ δραπέτευσις. •

βαμβακερά

22

23


Δραπέτευσις Εἶναι ὥρα 7.25’ μ.μ. Σκοτάδι δυνατό. Ὁ οὐρανός εἶναι ζοφώδης, συννεφιασμένος. Ἄστρα ἤ φεγγάρι δέν φαίνονται πουθενά. Μετά δέκα λεπτά θ᾽ ἀλλάξει ἡ φρουρά. Δέν πρέπει νά καθυστεροῦμε οὔτε λεπτό, εἰδάλλως τό σχέδιον μας πάει χαμένο. Ἡ στιγμή πλησιάζει. Ὅλο μου τό κορμί το κρατεῖ μιά ἀγωνία καί μιά ἐλαφρά τρεμούλα. Δέν μπορῶ νά στάματήσω καθόλου καί εἶμαι σάν νευρόσπαστος. Γρήγορα μοιράζω τά πράγματά μου σέ δυό ἄλλους συναδέλφους μου, ντύθηκα βαριά, παίρνω, μαζί μου μονάχα τίς ἀκουαρέλες μου, μιά σκαλιστή κασετίνα μέ χρειώδη πραγματάκια, φάρμακα καί γραφικά εἴδη καί εἴμαστε ἕτοιμοι στίς θέσεις μας γιά νά ἐξορμήσωμε. Περιμένομε δυό-τρία λεπτά. Ἀπομακρύνονται δυό φρουροί μεταξύ των ἀπό τή μιά γωνιά του καταυλισμού πρός τό μέρος τοῦ δρόμου καί ρίχνομε τό ζάρι τῆς ελευθερίας ἤ τοῦ θανάτου. Δρασκελίζομε τά συρματοπλέγματα συγχρόνως κι οἱ τρεῖς μέ μεγάλη γρηγοράδα καί προσοχή, μπαίνομε στόν ἐγγλέζικον καταυλισμόν πού ἦτο ἄδειος καί δέν ἐφρουρεῖτο καλά, γιατί τούς εἶχαν βαρκάρει ὅλους. Προχωροῦμεν πατῶντες στίς μύτες τῶν παπουτσιῶν μας, σκυφτοί, γργοροι καί ψάχνομε νά βροῦμε ἀδύνατο μέρος στά σρματοπλέγματα, γιά νά βγοῦμε ἔξω στόν δρόμο. Τά συρματοπλέγματα εἶναι παντοῦ τό ἴδιο, τέσσαρες σειρές, στύλοι δυό μέτρα ὕψους καί πάνω, μέ σύρματα πολύ κουρδιστά καί στό διάμεσον ἄλλα πλεγμένα σ᾽ ὅλες τίς διεθύνσεις.

24

Δέν μποροῦσε νά περάση εὔκολα παρά μονάχα φίδι. Κάθε στιγμή εἶναι κρίσιμη. Οἱ σφυγμοί μου διπλασιάζονται καί τό αἷμα μου περνᾶ καυτό μέσα στίς φλέβες. Ἕνα μεγάλο βάρος αἰσθάνομαι πώς ξέφυγε ἀπό τό σῶμα μου καί ἦλθε ἕνα ἄλλο στά ἐσώτερα. Δέν περιμένομε πιά. Ριχνόμαστε μαζί κι οἱ τρεῖ στά πυκνά συρματοπλέγματα. Τ᾽ ἀνασηκώνομεν ἐπάνω, περνοῦμε το κεφάλι καί προχωροῦμε μέ τήν κοιλιά. Τά χέρια ψάχνουν συνεχῶς καί παραμερίζουν μέ κόπο τά σύρματα, γιά νά περάση το κεφάλι, γιά τό ὑπόλοιπο κορμί μᾶς εἶναι ἀδιάφορον. Τά ροῦχα μου μπερδεύονται κάθε τόσο στά σύρματα πού μοῦ φαίνεται σάν νά μέ τραβάει κανείς ἀπό πίσω καί ἐλευθερώνομαι μόλις σχισθούν. Ἕνα τρρρρ.. τζίννν......ἀτέλειωτο ἀκούεται μέ μικρές διακοπές ἀπό τά ξεσχίσματά τῶν χλαινῶν μας καί ἀνακατώνεται μέ τούς κραδασμούς τῶν παλλομένων συρμάτων καί μοιάζει σάν νά παίζουν κανένα χονδρό καί τεράστιο πανάρχαιο σαντούρι. Σερνόμαστε πρός τά ἐμπρός, ἀλλά τά σύρματα δέν τελειώνουν. Τό κασκόλ μου μπερδεύει καί μένει πίσω, ἀλλ᾽ οὔτε προσπαθῶ νά τό πάρω. Τό παιγνίδι μας πρέπει νά τελείωση μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα, εἰδάλλως πᾶμε στά σίγουρα χαμένοι. Προχωρῶ ἀκόμη λίγο καί πιέζω τό κορμί μου πρός τά ἐμπρός, γιά νά ξεγαντζωθῆ ἤ νά σχισθῆ πάλι ἡ χλαίνη μου καί νά ἐλευθερωθῶ, ἀλλά δέν μπορῶ. Θέλω ἀκόμα λίγο γιά νά τελειώσω. Σταματῶ. Δέν μπορῶ

νά προωθηθῶ οὔτε σπιθαμή οὔτε καί νά γυρίσω πίσω. Μ᾽ ἔχουν γαντζώσει τά συρματοπλέγματα σ᾽ ὅλο τό κορμί τόσο γερά, μέ πιέζουν μέ δύναμι καί μέ κρατοῦν σάν τό κταπόδι. Οἱ πιό φοβερές ἰδέες πέρασαν σέ μιά στιγμή ἀνακατεμένες μέσα στό μυαλό μου. Οἱ πιό ἀπαίσιοι φόβοι περνοῦσαν στό κεφάλι μου σάν μανιασμένη θύελλα καί μέ ἀναστατώνουν. Ἀγωνιῶ. Βρίσκομαι σέ μιά θέσι ἀπελπιστική, ὅμως τό μυαλό μου λειτουργεῖ ψύχραιμα. Ἔχω ἀκόμη νά περάσω λίγα συρματοπλέγματα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δυό συνάδελφοί μου βρίσκονται κιόλας στόν δρόμο. Σέ λίγα δευτερόλεπτα κατορθώνω μέ μεγάλη δυσκολία καί κόπο νά βγάλω τό ἀριστερό χέρι ἀπό τό μανίκι τῆς χλαίνης. Σέρνομαι λίγο ἀκόμα καί βρίσκομαι ἔξω, ἐντελῶς ἔξω. Τραβῶ τή χλαίνη ἀπό τ᾽ ἄλλο μανίκι πού τή φοροῦσα καί μέ ἀκολουθῇ. Μ᾽ ἕνά πήδημα κρημνίζομαι καί βρίσκομαι μέσα στή τάφρο τοῦ ἁμαξιτοῦ δρόμου. Εἶμαι σέ τέτοια διέγερσι πού ἡ δύναμίς μου διπλασιάζεται. Ἕνα τάκκκ... ἀκούω καί κατάλαβα πώς μοῦ ἔπεσε ἡ σκαλιστή κασετίνα πού τήν εἶχα βάλει στήν τσέπη μου τήν ἀφήνω. Τρέχω,

κατάφθάνω μέ τρεῖς δρασκελιές τούς ἄλλους δυό συναδέλφους μου, γιά ν᾽ ἀπομακρυνθοῦμεν ἀπό τό στρατόπεδο. Πρίν διανύσωμεν ὅλα-ὅλα εἴκοσι μέτρα, ἀκούομε ξαφνικά ἕνα ξηρό καί βαρύ ἄλτ! Σταματοῦμε. Μείναμε ψημένοι. Ἕνας κεραυνός μᾶς κτύπησε στό κεφάλι. Τρομαγμένοι, μαρμαρωμένοι, μή τολμῶντες οὔτε τήν ἀνάσα μας νά πάρωμε ἀντικρίζομεν ἕνα Γερμαναρά, φρουρό, στή μέση τοῦ δρόμου, πού ᾽χε βγῇ ἀπό τή σκοπιά του, πού βρισκόταν στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, καί εἶχε δαταγή νά ἐνεργῆ συγχρόνως καί τόν ἔλεγχον τῶν διαβαινόντων.

ἀπό ἀντίσκηνο καί ποζάρω σάν πολίτης στόν φρουρό πού κρατᾶ προτεταμένο τό ὅπλο του. Δικαιολογούμαστε ὅτι ἐργαζόμασταν στό ἀεροδρόμιον τοῦ Μάλεμε ὡς ἐργάτες, ἀργήσαμε λίγο ἀπό τή δουλειά, καί πηγαίνομε στά σπίτια μας, στά Χανιά γιά ὕπνο.

Ἔνιωσα ὅτι θά ᾽νοιωθε κανείς, ἄν βρισκόταν ξαφνικά μέσα στό σκοτάδι μπροστά σέ μιά τίγρι. Δέν τόν εἴχαμεν ὑπολογίσει οὔτε μᾶς εἴχαν πληροφορήσει μέσα στό στρατόπεδον οἱ ἄλλοι συνάδελφοί μας.

Ἕνα ὁλόκληρο λεπτό μας κοιτάζει περίεργα ἀπό τό κεφάλι ὥς τά πόδια καί πρό παντός τούς συναδέλφους μου πού φοροῦσαν ὅλο στρατιωτικό χακί καί ἄρβυλα καί τέλος μέ μια χειρονομία ἀδιάφορη κι ἕνά ξηρό GUT μᾶς ἀφήνει νά περάσωμε.

Διπλώνω γρήγορα πρός τά μέσα, πρός τίς μασχάλες, τά πέτα τοῦ στρατιωτικοῦ σακακιοῦ πού φοροῦσα, γιά νά φανῆ καλά τό γκρίζο πολιτικό πουλόβερ καί τό μακρύ πολιτικό παντελόνι

Τό στῆθος μας ἄνοιξε καί μια ἀγαλίασις καί χαρά γλύκανε αὐτομάτως την κουρασμένη καί κατατρεγμένη ψυχή μας, πού εἶχε ποτισθῇ μέ τόσες πίκρες καί φαρμάκια ἀπό τά ἀχάριστα

καί ἀσύδοτα γερμανικά ἀνδρείκελα. Τά πρόσωπα ὅλων μας εἶναι γελαστά. Εἴχαμε γίνει τρελόπαιδα, τρέχαμε μέσα στό σκοτάδι, πού μᾶς φαινόταν σάν νά ἦταν μέρα μεσημέρι, μέ τόσην εὐλυγισίαν καί ἄνεσιν. Τά πόδια δέν αἰσθανόμασταν ὅτι πατοῦσαν χάμω καί νιώθαμε πώς εἴχαμέ τή δύναμιν νά πετάξωμε. Εἴμασταν σάν τά πουλιά πού μόλις ἐλευθερωθοῦν ἀπό τά κλουβιά πού κρατοῦνται αἰχμάλωτα, πετοῦν σάν τρελά ἀκατάπαυστα καί διασχίζουν τούς αἰθέρας, χωρίς νά αἰσθάνωνται κούρασιν και νά σταματήσουν. •

25


ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ / ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ [1912-1977]

Ἐλεύθεροι Μόλις εἴχαμε διανύσει περί τά τρία χιλιόμετρα σταματήσαμε μπροστά σ᾽ ἕνα ἐξοχικό σπιτάκι, τό πρῶτο πού συναντήσαμε, δίπλα στό δρόμο (μετόχι παρηγοριᾶς). Θέλαμε νά ζητήσωμε πληροφορίες ὡς πρός τήν ἐλευθέραν κυκλοφορία τῶν πολιτῶν. Κτυπήσαμέ τήν πόρτα καί μᾶς ἄνοιξε μιά γυναίκα μέ δυό μικρά παιδιά στό στῆθος της. Μᾶς πρόσφερε καρέκλες καί καθίσαμε. Μετά λίγα λεπτά ἔφθασε καί ὁ ἄνδρας της, ἕνας τέως μαχητής τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου, τόν ὁποῖον εἶχεν ὑποδεχθῆ αὐτές τίς μέρες πού κατῆλθεν ἀπό τήν Παλαιάν Ἑλλάδα λαθραίως, μέ βάρκα. Μᾶς πρότειναν νά κοιμηθοῦμεν ἐκεῖ καί τό πρωί κατά τά χαράματα θά φεύγαμε γιά τή Μαλάξα, παρακάμπτοντες τά Χανιά. ΙΙεράσαμε μιά ὡραία βραδιά ἀφηγούμενοι καθένας ἐντυπώσεις καί περιπέτειες ἀπό τόν ἀλβανικό πόλεμον. Κοιμηθήκαμε. Μόλις ξημέρωνε, ὁ σπιτονοικοκύρης μᾶς ὁδήγησε κοντά στά Χανιά. Πήραμεν ἕνα δρόμο ἔξω ἀπό τήν πόλι, χωρίς νά συναντήσωμε Γερμανό, πού μᾶς ἔβγαλε στόν ἁμαξιτό δρόμο Χανίων-Σούδας. Βαδίζαμέ γρήγορα σάν κλέφτες. Στίς 7.15’ θά γινόταν τό πρωϊνό προσκλητήριο στό στρατόπεδο ὅπου θά, μᾶς ἔβρισκαν ἀπόντας, ὁπότε θά διετάσσοντο τά φυλάκια παντοῦ ἵνα ἐλέγχουν τούς διαβάτες σ᾽ ὅλα τά πόστα, γιά νά μᾶς συλλάβουν. Μόλις πλησιάζαμε στή Σούδα, ἀκολουθήσαμεν ἕνα μονοπάτι ἀνάμεσα στούς ἐλαιῶνες καί τά χωράφια, πού ἄλλοτε ὅταν ὑπηρετοῦσα στό συντάγμα πυροβολικοῦ, εἶχα περάσει ἐπανειλημμένως. Ὁ δρόμος μᾶς ἔβγαλε στά Τσικαλαριά, ἕνα μικρό χωριό στούς πρόποδες τῆς Μαλάξας. Φθάσαμε ᾽κεῖ ἐνωρίτερα ἀπό τίς 8, ἐλεύθεροι πιά πολίτες και χωρίς νά εἴμαστε ὑπό τόν ἔλεγχον τῶν Γερμανῶν. Δέν σταματοῦμε, παρά συνεχίζομε τόν δρόμο μας πρός τή Μαλάξα. Κάτω στό βάθος, μπροστά μας, φαινόταν τό λιμάνι τῆς Σούδας γεμάτο πλοῖα. Ὅλη ἡ περιοχή τῆς Σούδας ὥς τά Χανιά φαινόταν σάν μιά πελώρια μυρμηγκιά. Γενικός οργασμός παντού. Βαδίζοντες ὅλο ἀνηφοριά, σκαρφαλώνοντες πότε καί πότε στά βράχια, χωρίς καθόλου νά κουραζόμαστε, φθάνομε στή Μαλάξα. Δυό γυναῖκες μᾶς πρόσφεραν κι ἤπιαμε. Φεύγομε καί σέ λίγη ὥρα φθάνομε στά Μεγάλα Χωράφια. Βαδίζαμε συνεχῶς σέ στενά μονοπάτια, μέσα σε λαγκάδια μέ κρημνούς καί κατσάβραχα, μέ τό κτυποκάρδι μή κατακρημνισθοῦμε.

26

Δύο ανθρώπους τοῦ βουνοῦ συναντήσαμε, δύο κατσικοκλέφτες, πού μᾶς πέρασαν ἀπό μέρη ἄδεια ἀπό Γερμανούς καί κατά τό βράδυ φθάσαμε στό χωριό των, στίς Βρύσες. Καθίσαμε σέ μιά ταρβέρνα, φάγαμε λίγο χέλι πλακί μέ γαλέτα πού κρατούσαμε φεύγοντες ἀπό τό στρατόπεδον. Ξαφνικά ό σερβιτόρος πού ᾽χε βγῇ ἔξω, μάς πληροφορεῖ τόν ἐρχομόν ἑνός γερμανικοῦ φορτηγοῦ αὐτοκινήτου, πού τό ὁδηγοῦσεν ἕνας Γερμανός λοχίας καί ζητοῦσεν ἐπιβάτες γιά τό Ἡράκλειον, μέ καταβολήν εἰσιτηρίων βέβαια. Ἐπρότεινα ὅτι δεχόμασταν νά μποῦμε στό ἁμάξι, ἀλλά τά λεφτά πού κρατούσαμε δέν θά ᾽φθαναν. Κρατούσαμε στό κοινό βαλάντιόν μας μονάχα 400 δραχμές, ὅσο κόστιζε δηλαδή μιά μερίδα χέλι. Τό γκαρσόν πηγαίνει πάλιν στόν Γερμανό καί τοῦ διαβιβάζει τή πρότασιν μας. Σέ λίγο βγαίνω κι ἐγώ ἀπ᾽ τήν ταβέρνα καί κατευθύνομαι στόν Γερμανό καί τόν κατάφερα νά μᾶς πάρη γιά τό Ἡράκλειον χωρίς ἀμοιβή. Κεῖνες τίς μέρες οἱ Γερμανοί εἶχαν διαλύσει ἕνα στρατόπεδον αἰχμαλώτων ἀπό τήν παλαιά Ἑλλάδα κι οἱ ἀπολυθέντες γυρνοῦσαν δῶθε-κεῖθε, γυρεύοντες δουλειά, μέχρις ὅτου φύγουν γιά τήν πατρίδα των. Φώναξα τούς δυό ἄλλους συναδέλφους μου καί κάθισαν στήν καρότσα πού ἦταν φορτωμένη δώδεκα βαρέλια βενζίνα. Ἐγώ κάθισα μπροστά μέ τόν ὁδηγό. Δέν μᾶς ζήτησε ταυτότητες ἤ ἀπολυτήρια. Ξεκινήσαμε. Φαινόταν πολύ καλός, μοῦ μιλοῦσε μέ τό γέλιο, ἔβγαλε τή ταμπακιέρα του καί καπνίσαμε σιγάρο. Ἐν τούτοις ἡ τρικυμία στό ἐσωτερικό μου ὅλο κι ἀγρίευε. Ἄρχιζα νά πιστεύω ὅτι βρισκόμουν μπροστά σ᾽ ἕνα λύκο μέ μορφήν προβάτου. Τό αὐτοκίνητο τραβοῦσε ἴσια τόν δρόμον του μέσα στό σκοτάδι, μέ μισοαναμμένα τά φῶτα. Σιγά σιγά ἄρχιζα νά βρίσκω πάλι λίγο την ψυχική μου γαλήνη, δέν ὑποψιαζόμουν πιά καί τόσο πώς εἴχαμέ πέσει σέ παγίδα. Κατά τίς 9 (νυκτερινή) περνούσαμε ἀπό τήν Ἐπισκοπή. Μιά ὁμάς ἀπό 5 ἤ 6 Γερμανούς τοῦ φυλακίου μᾶς σταμάτησαν. Ὁ ὁδηγός κατέβηκε, πῆρε ἕνα καφέ ὄρθιος δίπλα στό ἁμάξι, καί ἔδωσε ὁρισμένες συστάσεις γιά μᾶς πού ὁλοένα μᾶς κοιτοῦσαν περίεργα. Εἴχαμε στ᾽ ἀλήθεια ριγήσει. Περιμέναμε νά μᾶς ζητήσουν ταυτότητες πού σίγουρα τότε θά μᾶς κρατοῦσαν καί θά μᾶς ἔκλειαν πάλι σέ στρατόπεδο. Ἄν μᾶς ἀνεκάλυπταν ὡς δραπέτας, τρισαλλοίμονόν μας. Τί μᾶς ἐπερίμενε; Τρομερή ἀπομόνωσις στή φυλακή, νηστεία, ξύλο καί στό τέλος μᾶλλον ἐκτέλεσις κατά προτίμησιν σέ καμιά παρτίδα γιά ἀντίποινα, παρά ἀποστολή στή Γερμανία. Ὁ ὁδηγός μας σύντομα ξανακαθίζει στή θέσι του καί βάζει μπροστά τό ἁμάξι.

Τά πρόσωπα μας ἔλαμψαν ἀπό χαρά. Ἀπελευθερωθήκαμε διά δευτέραν φορά ἀπό νέο στρατόπεδο. Μετά μισή ὥρα ἕνας Γερμανός ὑπολοχαγός, ἐπί κεφαλῆς μιᾶς περιπόλου, μᾶς σταματᾶ. Μίλησαν μέ τόν ὁδηγό καί κατάλαβα ὅτι ἤθελε νά πάρη μαζί του ἕνα στρατιώτη του. Παρεχώρησα τή θέσι μου στόν στρατιώτη καί μεταφέρθηκα στή καρότσα, πάνω στά βαρέλια πού βρίσκονταν καί οἱ ἄλλοι συνοδοιπόροι μου. Τό αὐτοκίνητο ἐξακολουθοῦσε τό δρόμον του πολύ σιγά καί κατά τίς δέκα μπήκαμε στο Ρέθυμνο. Σταματήσαμε μπροστά σ᾽ ἕνα γερμανικό κέντρο πρός την προκυμαίαν. Ὁ σοφέρ μᾶς λέγει νά περιμένωμε λίγο, ἐνῶ κουβέντιαζε μέ δυό φίλους του ὑπαξιωματικούς πού βγῆκαν ἀπό τό κέντρον καί τόν ὑπεδέχθησαν. Δυνατή τρεμούλα κυρίεψε τό κορμί μας. Εἴμασταν συμμαζεμένοι, ζαρωμένοι κι οἱ τρεῖς μαζί σάν νά ἐπρόκειτο ν᾽ ἀμυνθοῦμε ἤ νά πέσωμε σ᾽ ἕνα χάσμα νά καταποντιστοῦμε. Ξαφνικά μᾶς ἔτεινε τό χέρι καί μᾶς καληνύχτησε. Μᾶς ἐπρότεινε νά περάσωμε τό πρωί στίς 6, γιά νά ἐξακολουθήσωμε τόν δρόμο μας ὥς τό Ἡράκλειον. Παρακαλέσαμε ἕνα μικρό γκαρσόν τοῦ κέντρου πού ᾽χε βγεί ἔξω στήν πόρτα καί μᾶς ὁδήγησε στό κοντινότερο ξενοδοχεῖον. Κοιμηθήκαμε ἥσυχα καί χορταστικά. •


Ξημέρωσε καί εἴμασταν στό πόδι. Πήραμεν ἀπόφασι νά ἀποφύγωμε κάθε ἐπαφή μέ Γερμανούς. Θέλαμε νά διώξωμε μιά γιά πάντα κάθε ἐφιάλτη ἀπό μπροστά μας κι᾽ ἄς ὑποβληθοῦμε στούς πιό σκληρούς κόπους τῆς πεζοπορίας.

Παρακάμπτοντες τόν Ψηλορείτη

Νά περάσωμεν ἀπό τά πιό τραχέα φαράγγια τοῦ Ψηλορείτη, ἀρκεῖ νά μή βλέπαμε Γερμανό. Καλά τήν γλυτώσαμεν ὥς τώρα. Ὁ δρόμος τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει πάντοτε ἀνηφόρους, πολύ συχνά ἔχει καί κατηφόρους.

Κατά τίς 9η πρωινήν, ἕνας κύριος, νέος, μᾶς ὡδήγησε μέ μεγάλες προφυλάξεις καί μᾶς ἔβγαλε κοντά στά Περβόλια. Ἀπό ᾽κεῖ μόνοι μας τραβήξαμε κατόπιν τόν δρόμο πρός Φουρφουρά. Τό μέσημέρι βρεθήκαμε σέ κάποιο μικρό χωριό, στίς Πρασιές. Σ᾽ ἕνα καφενεῖο πού καθίσαμε λίγο, δυό-τρεῖς κάτοικοι μᾶς ἔφεραν ψωμί κι ἐλιές, ἀγριόχορτά ὠμά καί φάγαμε. Ἤμασταν ἔτοιμοι νά φύγωμεν, ὅταν ἔφθανε ἕνα γερμανικό αὐτοκίνητο φορτωμένο ἀσβέστη. Οἱ Γερμανοί μᾶς ἀντελήφθησαν, σταμάτησαν καί μᾶς κυνήγησαν, ἐνῶ ἐμεῖς κρυφθήκαμε σέ κάποιο σπίτι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Μᾶς ἐξέλαβον ὡς Ἐγγλέζους. Τό ἴδιο ἦταν γιά μᾶς. Δέν εἴχαμε ταυτότητες κι᾽ οἱ τρεῖς, θά μᾶς ἔπαιρναν γιά ὑπόπτους καί θά μᾶς παρέδιδαν στήν ἀστυνομίαν καί στό τέλος θά μᾶς ἀνεκάλυπταν. Τί ἀτυχία καί ἀθλιότης! Ἀπό πολλήν ὥρα τά σύννεφα εἶχαν πυκνώσει κι εἶχαν γίνει κατάμαυρα. Ξαφνικά οί καταρράχτες τ᾽ οὐρανοῦ ἄνοιξαν κι᾽ ἄρχισε νά πέφτει βροχή με τα τουλούμια. Οἱ Γερμανοί μπροστά στή μπόρα μᾶς ἔχασαν. Τό χωριό ἀναστατώθη ὁλόκληρο. Καί στήν πιό ἀπόμερη χαράδρα τοῦ Ψηλορείτη, στόν Ὁμαλό, ἄν πηγαίναμε, θά τρακάραμε Γερμανούς. Ἡ μοίρα μας φαίνεται αὐτό πρόσταζε. Ἡ ἐλευθερία δέν μᾶς ἄξιζε... Μετά μιά ὥρα μᾶς εἰδοποίησαν πώς ἔφυγαν οἱ Γερμανοί. Φύγαμε καί ᾽μεῖς μέ στερεάν ἀπόφασιν νά μή ξαναπατήσωμεν ἁμαξιτό δρόμο. Ἡ βροχή ἐξακολουθοῦσε νά πέφτη ραγδαία. Δέν πειράζει. Τά ροῦχα κόλλησαν πάνω στή προβιά, τά παπούτσια μας γέμισαν λασπόνερα, ἀλλά δέν σταματήσαμε πουθενά. Μονάχα φόρεσα μεγάλα ζελατινένια ὀμματογυάλια, γιά νά μή μέ κτυπᾶ. Μόλις νύκτωσε, φθάσαμε στήν Αὐγενική, ἕνα χωριό στίς πρῶτες παρυφές τοῦ Ψηλορείτη. Μιά οἰκογένεια μᾶς παρέλαβε, μᾶς ἑτοίμασε φωτιά και στεγνώσαμε τά ροῦχα μας, φαγητό, κρασί, πλύναμε μέ ζεστό νερό τά πόδια μας καί κοιμηθήκαμε τέλος σέ παχιές καί χνουδάτες πατητές. Τό πρωί, ἀφοῦ φάγαμε καλά, ξαναρχίσαμε τήν πορεία μας. Ἔβρεχε χωρίς διακοπές. Οἱ ἁμαξιτοί δρόμοι σπάνιζαν, πολύ συχνά δέ, ἐγκαταλείπαμε καί αὐτούς τούς ἀγροτικούς γιά την ἀσφάλειαν μας ἀπό τούς Γερμανούς. Προσανατολιζόμασταν, χαράσσαμε νοητές εὐθεῖες ἀπό κορυφή σε κορυφή κι ἀνοίγαμέ τά δρόμο μας. Ἡ ἀπόστασις πού ἔπρεπε νά διανύσωμέ ἦτο μεγάλη καί ἀπαιτοῦσε πολλές μέρες, γιά νά φθάσωμε στά χωριά μας, στήν Πεδιάδα. Ἡ λαχτάρα νά φθάσωμε κοντά στή μάνα μας, στόν πατέρα, στ᾽ ἀδέλφια ὁλοένα καί μεγάλωνε. Καί ἡ νύκτα, ἄν μᾶς χάριζε λίγο φεγγαράκι, θά θυσιάζαμε τίς ὧρες τοῦ ὕπνου γιά τόν δρόμο. Βρισκόμασταν σέ τέτοια ὑπερέντασι τῶν δυνάμεών μας πού δέν αἰσθανόμασταν καθόλου κούρασι. Περάσαμε διαδοχικῶς ἀπό πολλά χωριά πάνω στούς πρόποδες τοῦ Ψηλορείτη. Συχνά συναντούσαμε Ἐγγλέζους πού εἶχαν ξεφύγει τήν αἰχμαλωσία καί περίμεναν ὑποβρύχιον, μυστικά, γιά νά τούς παραλάβη. Κατά τό μεσημέρι συναντήσαμε πάνω στά ὀρεινά μονοπάτια ἕνα χωριατόπουλο πού ὁδηγοῦσε ἕνα γαϊδουράκι φορτωμένο δύο δέματα καινούργια ὅπλα, γυμνά, χωρίς κανένα καμουφλάζ. Τήν ἕκτη μέρα κατά το ἀπομεσήμερο ἀντικρίσαμε τό χωριό μας. Δάκρυσα ἀπό χαρά βλέποντας το, μέ τά λιόφυτά του, τίς βουνοσειρές τῆς Δείκτης πού ἀρχίζουν ἀπό ᾽κεῖ, πού ἴσως ἀργότερα –ὅπως φυσικά συνέβη– νά μᾶς παρεῖχαν ἄσυλον μέσα στίς σπηλιές καί στά λαγκάδια της. •

28


31




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.