τεύχος 11 - Φανταστική Λογοτεχνία

Page 1

ÖÁÍÔÁÓÔÉÊÇ ΤΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Τεύχος 11 / Δεκέμβριος 2012 ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ


Περιεχόμενα 3

«Το κέρας», του Σταμάτη Μαμούτου

4

«Arise all ye faithful to the sword», του Κιμμέριου

6

«Η πρώτη Αθηναϊκή Σχολή: Οι Έλληνες Ρομαντικοί Συγγραφείς (1830-1880)», του Δημήτρη Αργασταρά

12

«Magic: The Gathering», του Δημήτρη Σιάββα

14

«Δεσποινίς Ντ’ Ις: Η γυναικεία ωραιότητα κατά του Φεμινισμού», του Σταμάτη Μαμούτου

21

«Έντγκαρ Άλαν Πόε: Εκεί που προσγειώθηκε το κοράκι» του Ιωάννη Παπαδημητρόπουλου

24

«Η Ακτή των Ρούχων» της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι

26

«Sword of a Paladin» (μόνιμη στήλη), του Paladin

30

«Ξόρκι Αδιάσπαστο», του Ζέφυρου

.................................................................................................. ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ «Φανταστική Λογοτεχνία», τεύχος 11. Εκδότης: Σύλλογος φοιτητών ΑΤΕΙ και ΑΕΙ Πανεπιστημίων Ελλάδος Φανταστικής Λογοτεχνίας (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας). Συντακτική ομάδα τεύχους: Σταμάτης Μαμούτος, Κιμμέριος, Δημήτρης Αργασταράς, Δημήτρης Σιάββας, Ιωάννης Παπαδημητρόπουλος, Κασσάνδρα Αλογοσκούφι, Paladin, Ζέφυρος Επιμέλεια-Διόρθωση: Σταμάτης Μαμούτος. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Morias. Εικόνα εξωφύλλου: Johan Christian Dahl , «Megalith Grave in Winter»


Το Κέρας

του Σταμάτη Μαμούτου

Ό

πως έχουμε γράψει και σε παλαιότερα τεύχη της «Φανταστικής Λογοτεχνίας», στην εποχή μας η εκτίμηση των καλλιτεχνικών εκφράσεων του φανταστικού έχει αποκτήσει νέες διαστάσεις. Στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, σε πολλά κοντολογίς σημεία μπορούμε πλέον να απαντήσουμε έργα του ευρύτερου πλαισίου που μας αφορά. Το «Φανταστικό» δεν είναι πια υπόθεση κάποιων μικρών κύκλων. Αντίθετα, δείχνει να απλώνει την εμβέλεια της επιρροής του σε ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα. Ωστόσο, η αύξηση του ενδιαφέροντος γι’ αυτό δεν συνοδεύεται από κάποιο βάθεμα της ποιότητάς του. Αρκετά από τα σύγχρονα έργα του Φανταστικού δεν προκαλούν το δέος και την αίσθηση του ανοίκειου, όπως συνέβαινε με εκείνα του παρελθόντος, κι αυτό που δημιουργεί ανησυχία είναι πως καθίστανται μονομερώς μαζικά καταναλώσιμα. Δηλαδή, αντί μέσω μιας διαλεκτικής διαδικασίας μεταξύ του κοινού και των έργων να προκύψει τέρψη αλλά κι ένας προσανατολισμός των αντιλήψεων προς τα πεδία των μυστικών και αρχετυπικών αληθειών, παρατηρείται η έκπτωση των έργων σε αναλώσιμα είδη της επικρατούσας μεταμοντέρνας νεωτερικής παρακμής. Οι απαρχές αυτής της εξέλιξης ανιχνεύονται στην ανάδειξη ενός γενικότερου ενδιαφέροντος για το Φανταστικό, που έλαβε χώρα από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 κι έπειτα. Η προβολή παλαιότερων και η δημιουργία νέων έργων του Φανταστικού, που προέκυψε ως απάντηση σε αυτό το ενδιαφέρον, δυστυχώς δεν συνοδεύτηκε από ένα θεωρητικό κέντρο το οποίο θα ενοποιούσε την πολυσχιδή εκφραστικότητα και θα ερμήνευε την ουσία της αισθητικής του «φανταστικού πεδίου». Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει μια κινητικότητα στο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο, χωρίς όμως τα έργα που παρουσιάστηκαν να διαθέτουν την θωράκιση ενός θεωρητικού υπόβαθρου το οποίο θα μπορούσε να καταστήσει σαφές τι πραγματικά είναι το Φανταστικό. Μοιραία, η ρομαντική προέλευση των παλαιών έργων λησμονήθηκε και η δύναμη της μόδας δημιούργησε τάσεις μέσω των οποίων πολλά νέα έργα απορροφήθηκαν από την κυρίαρχη μεταμοντέρνα πνευματικότητα. Μια από τις συνέπειες ήταν και η μετάλλαξη ενός βασικού φανταστικού λογοτεχνικού χαρακτήρα, δηλαδή του βρικόλακα. Η εποχή που τα «vampires» της λογοτεχνίας του φανταστικού και του κινηματογράφου παρουσιάζονταν αποκλειστικά ως αιμοβόρα, απόκοσμα ή μυστηριώδη, πλάσματα του κακού δείχνει να έχει παρέλθει. Σήμερα, τόσο στις οθόνες όσο και στις σελίδες των λογοτεχνικών κειμένων, οι βρικόλακες αποκτούν μεγαλύτερη συμβατότητα με τους ανθρώπους. Αναπτύσσουν συναισθηματικό και ηθικό υπόβαθρο. Ελέγχουν το πάθος τους για αίμα και αναπαράγουν την αέναη επιβίωση με τεχνητά μέσα. Γίνονται ορθολογιστές και διαλλακτικοί. Είναι σαφές πως το κοινό και οι δημιουργοί της εποχής μας αρχίζουν να βλέπουν τους βρικόλακες με θετικό τρόπο. Μια από τις διαδεδομένες απόψεις υποστηρίζει ότι αυτή η ηθικοποίηση των βρικολάκων πηγάζει από την πάγια αγάπη των ανθρώπων για μια ζωή χωρίς «ελαττώματα» όπως οι ασθένειες, η κόπωση και το γήρας. Για μια ζωή χωρίς θάνατο, σε τελική ανάλυση, στην οποία ανταποκρίνεται το πρότυπο του λογοτεχνικού βρικόλακα. Η παραπάνω άποψη είναι συμβατή με τις επιστημονικές προσεγγίσεις του κλάδου της «κοινωνιολογίας του σώματος», ενός επιστημονικού κλάδου που φέρει τις επιρροές του Μεταμοντερνισμού. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτής της κοινωνιολογικής σχολής, ο άνθρωπος της εποχής μας απαντά στην πρόκληση του θανάτου και του γήρατος με το να «καταργεί» τις ηλικιακές τομές. Πλέον, άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών ντύνονται με το ίδιο «στυλ», συχνάζουν στα ίδια μέρη και συμπεριφέρονται παρόμοια. Μεγαλύτεροι σε ηλικία χρησιμοποιούν τεχνικές του μακιγιάζ, της κόμμωσης και της σωματικής φροντίδας για να «παγώνουν» τα ηλικιακά σημάδια. Ακόμη και η ίδια η αντιμετώπιση του θανάτου έχει χάσει πολλή από την παλαιότερη πνευματιστική της υφή και μοιάζει να παίρνει τυπικότερο χαρακτήρα. Σε αυτό το πλαίσιο η ανατροπή των λογοτεχνικών σταθερών συνδέεται με την γενικότερη ανατροπή παλαιότερων αξιών. Ο βρικόλακας, όντας ένα πλάσμα χωρίς ηλικία, χωρίς μεταβολές στην εξωτερική εμφάνιση και χωρίς θάνατο, δεν είχε παρά να αποκτήσει ενδιαφέρον για τους φορείς αυτής της μεταμοντέρνας τάσης. Το μόνο που έμενε ήταν να ψαλιδιστούν κάποια παλαιότερα γνωρίσματά του προκειμένου να καταστεί λογοτεχνικό, τηλεοπτικό και κινηματογραφικό φετίχ των καιρών μας. Ωστόσο, η προσωπική μου εκτίμηση είναι διαφορετική. Σαφώς και αναδεικνύω την αξία της παραπάνω ανάλυσης. Το κάνω, όμως, μοναχά για να ερμηνεύσω το πώς συνδέεται στο παρόν ο συγκεκριμένος λογοτεχνικός χαρακτήρας με την τάση της εποχής μας. Εντούτοις, όλα αυτό δεν είναι τίποτε περισσότερο από το «φαινόμενο»

της περίπτωσης. Πίσω και πέρα από αυτό υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που οφείλουμε να αξιοποιήσουμε για να καταλήξουμε σε ένα πειστικό συμπέρασμα σχετικά με το ενδιαφέρον που δείχνει το κοινό για τους βρικόλακες. Σε μια πρώτη φάση θα πρέπει να αφήσουμε το παρόν, που θέλει τους βρικόλακες να αποτελούν καλλιτεχνική (μετα)μόδα, και να εστιάσουμε την προσοχή μας στα νεορομαντικά ρεύματα που γεννήθηκαν κατά την δεκαετία του ’90. Μέσα από αυτά τα ρεύματα, για τις ανάγκες της περίπτωσης, θα ήταν χρήσιμο να ξεχωρίσουμε τρία γεγονότα. Πρώτα απ’ όλα την αναβίωση του ενδιαφέροντος για την λογοτεχνία του φανταστικού και τις βασισμένες σε σενάρια έργων της κινηματογραφικές ταινίες. Έπειτα, την εισβολή της «γοτθικής αισθητικής» -όπως αυτή έγινε αντιληπτή κατά την εποχή του Ρομαντισμού- στην βιομηχανία της ενδυματολογίας και της «μόδας των ρούχων». Τέλος, στην εκδήλωση ενδιαφέροντος για το «gothic» στοιχείο στην μουσική και το άπλωμά του πέρα από τα μέχρι τότε γνωστά πεδία της rock και της heavy metal σκηνής. Τόσο στα τρία αυτά γεγονότα όσο και στο σύνολο των εκφράσεων που προέκυψαν από τα νεορομαντικά ρεύματα της δεκαετίας του ’90, η πρόσληψη των σχημάτων του Φανταστικού έγινε με τον παλαιό τρόπο του Ρομαντισμού. Ούτως ή άλλως, η γέννηση (ή η αναζωπύρωση) των ρευμάτων αυτών αποτέλεσε αισθητική απάντηση στα δεδομένα του ακαλαίσθητου, χρηματοοικονομικού και παγκοσμιοποιημένου κόσμου της μεταμοντέρνας Νεωτερικότητας. Αν θέλουμε, λοιπόν, να δούμε τι πραγματικά γέννησε το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για τους βρικόλακες (και το κακό εν γένει) θα πρέπει να ανατρέξουμε –μέσω της αισθητικής των νεορομαντικών αυτών ρευμάτωνστον πρωτογενή Ρομαντισμό. Στα πλαίσια των ρομαντικών ενοράσεων του 18ου και του 19ου αιώνα, λοιπόν, το συμβατικά αποκαλούμενο «καλό» συνδέθηκε σε κάποιες περιπτώσεις με τις έννοιες της τυπικότητας, του βαρετού και της αδυναμίας. Στην πραγματικότητα, οι ρομαντικοί αντιλήφθηκαν ότι η κυριαρχία της νεωτερικής συνθήκης και των προτάσεων του Διαφωτισμού είχε βασιστεί στην ικανότητα των νεωτεριστών να επαναπροσδιορίζουν τις αξίες και να εννοιολογούν τα πράγματα κατά το δοκούν. Έτσι, το «καλό» δεν ήταν πλέον εκείνο που νοούταν ως καλό στις προνεωτερικές εποχές. Δεν ήταν εκείνο που εννοούσαν ως καλό οι αρχαίοι φιλόσοφοι και οι μεσαιωνικοί θεολόγοι. Το καλό στην εποχή της Νεωτερικότητας ήταν εκείνο που αντιλαμβάνονταν ως τέτοιο οι χρηματιστές και οι διεθνιστές φιλόσοφοι. Η απάντηση των ρομαντικών δεν άργησε να έρθει. Η ρομαντική επαναστατικότητα εστίασε στο μυθικό, στο υπερβατικό, στο αλλόκοτο, ακόμη και στο κακό στοιχείο, ως εκφράσεις ανατροπής της ωφελιμιστικής και ορθολογιστικής νεωτερικής πνευματικής συνθήκης. Ο ρομαντικός κακός ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις ο χαρακτήρας που με την δημιουργική του βούληση και την θέληση για υπέρβαση προσπάθησε να σπάσει τα όρια της συμβατικής υλικής εμπειρίας του μηχανοποιημένου αστικού κόσμου, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο προκαλούσε φαινομενική ηθική και σωματική βλάβη σε εκείνον και τους συνανθρώπους του. Ο ρομαντικός κακός ήταν ενδεχομένως απρόσιτος, μυστηριώδης, διαβολικά γοητευτικός, τραγικός, ενίοτε και ανεξέλεγκτα συναισθηματικός. Μα πάνω απ’ όλα ήταν δυνάμει δημιουργικός, επαναστατικός και ανατρεπτικός. Ήταν αναζητητής αληθειών υπερβατικών. Ο βρικόλακας αποτέλεσε έναν από τους κακούς χαρακτήρες της ρομαντικής λογοτεχνίας που σε κάποια έργα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και σε άλλα όχι. Ωστόσο, απέκτησε έντονη δημοτικότητα και συνδέθηκε με τα παραπάνω χαρακτηριστικά της ρομαντικής ενόρασης για το κακό στην νεότερη λογοτεχνία του φανταστικού, από δεύτερο μισό του 19ο αιώνα κι έπειτα. Έκτοτε τόσο ο βρικόλακας όσο και παρεμφερή πλάσματα απορροφούν στα έργα του φανταστικού αρκετά από τα γνωρίσματα του «ρομαντικού κακού». Με αυτό τον τρόπο έγιναν αντιληπτά τα «vampires» και στα νεορομαντικά ρεύματα της δεκαετίας του ’90. Αυτός είναι ο χαρακτήρας που τα κατέστησε διαχρονικά γοητευτικά και ενδιαφέροντα. Αυτός είναι ο δρόμος που καθιστά συνολικά το «κακό» σε αρκετές περιπτώσεις συμπαθές. Η αριστοκρατία του, η θέληση για υπέρβαση που εμπεριέχει, η ανατρεπτική προς την βαρετή τυπικότητα προοπτική του. Ο κορυφαίος, ίσως, «κακός» του κινηματογράφου Κρίστοφερ Λι, είχε υπονοήσει με μια φράση όλα τα παραπάνω όταν σε μια συνέντευξη τον είχαν ρωτήσει γιατί προτιμούσε διαρκώς τους ρόλους τον κακών κι εκείνος είχε απαντήσει «γιατί οι ρόλοι των κακών είναι οι πιο ενδιαφέροντες». Δυστυχώς, οι χαοτικές δυνάμεις και η δυναμική της φθοράς που περιέχει η Νεωτερικότητα δείχνουν ικανές να οξειδώσουν όχι μόνο τα τελευταία ίχνη ενάρετης καλοσύνης μα και κάθε ιδέα σταθερότητας. Ακόμη και το «καλλιτεχνικό κακό» διαθέτει πλέον μόνο ψήγματα της ρομαντικής του πρόσληψης και δείχνει να πνίγεται στα φλιτζάνια του καφέ που πίνουν οι τηλεοπτικοί βρικόλακες των καιρών μας στα εμπορικά κέντρα αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Απέναντι σε όλα αυτά, ως τελευταίοι (μα όχι ύστατοι) ρομαντικοί, έχουμε να αντιτάξουμε τις πένες και τα φτερά της φαντασίας μας. Ταυτοχρόνως καλοί και κακοί, φορείς ιδεατών ενοράσεων και αναζητητές αυθεντικών σχημάτων, υψώνουμε τις σημαίες του Ανίκητου Ήλιου μας και βαδίζουμε αταλάντευτα στο μέλλον που προσδοκούμε.

3


«Arise all ye faithful to the sword» του Κιμμέριου

Ο

βασιλιάς Αρθούρος είναι μια θρυλική μορφή, βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό ασυνείδητο των κατοίκων του Δυτικού Κόσμου. Ποιος δεν έχει ακούσει για το Κάμελοτ, το Εξκάλιμπερ ή την αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου; Ποιος δεν ξέρει τον Μέρλιν, τον Λάνσελοτ ή την Κυρά της Λίμνης; Ποιος δεν έχει δει τη θαυμάσια ταινία Excalibur του John Boorman; Ακόμα και για τους μηΒρετανούς, ο Αρθούρος αντιπροσωπεύει το πρότυπο του δίκαιου ηγεμόνα που εξασφαλίζει την ειρήνη και την ευημερία στο λαό του.

For all the tortured and all the slaves Arthur did rise on the Ninth Wave Πέρα από τους θρύλους και τα συλλογικά όνειρα της Ευρώπης, ελάχιστα είναι γνωστά για την ιστορική μορφή του Αρθούρου. Σύμφωνα με κάποιες ιστορικές αναγνώσεις ο Αρθούρος ήταν Ρωμαιοκέλτης πολέμαρχος ο οποίος πολέμησε τους Σάξονες εισβολείς στους σκοτεινούς χρόνους που ακολούθησαν το τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Βρετανία (410 μΧ). Τα αξιόπιστα στοιχεία για την προσωπικότητα και τη δράση του Αρθούρου είναι ελάχιστα και οι ιστορικοί περιορίζονται σε εικασίες και υποθέσεις. Ενδεχομένως ο πραγματικός Αρθούρος να ήταν πιο κοντά στην ακόλουθη περιγραφή που κάνει ο Κόρμακ Μακ Αρτ (από το διήγημα «The Temple of the Abomination» του Robert Howard) παρά στην εικόνα του ευγενή ιππότη που έχουμε από την ταινία Excalibur: “Arthur? Ha! One of your Danes might seem a gentlewoman beside him. He’s a shock-headed savage with a love for battle... By the blood of the gods, he has a hungry sword!”. Ενδεχομένως όμως και όχι. Το μόνο βέβαιο είναι πως ο Αρθούρος της Ιστορίας παραμένει μια αινιγματική μορφή η οποία επέζησε στις λαϊκές παραδόσεις και γιγαντώθηκε στα μεσαιωνικά ρομάντζα για να λάβει τελικά τις σημερινές θρυλικές διαστάσεις. Ωστόσο, οι λαογράφοι και οι κοινωνικοί επιστήμονες μπορούν μελετώντας λογοτεχνικά κείμενα και παραδόσεις να εξάγουν χρήσιμα συμπεράσματα, σε πεδία διαφορετικά αλλά και συγγενή με εκείνο της ιστορίας.

να διαβάσει κανείς το κείμενο που αποτελεί σημείο αναφοράς για την δράση και τη ζωή του θρυλικού βασιλιά, το οποίο έγραψε ο Τόμας Μάλορυ στον ύστερο μεσαίωνα του 15ου αιώνα, συνοψίζοντας τα δρώμενα των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης, επικεφαλής των οποίων υπήρξε ο Αρθούρος. Στο βιβλίο του Μάλορυ, που κυκλοφορούσε παλαιότερα στα ελληνικά (σε μια παιδική αλλά και άρτια νοηματικά έκδοση) από τις εκδόσεις Ατλαντίς και σε μετάφραση του Φωκίωνα Κώνστα, μπορεί κανείς να διακρίνει ένα βασικό γνώρισμα της μεσαιωνικής επικής λογοτεχνίας: κάτω από τις λογοτεχνικές αφηγήσεις και τις

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στα πλαίσια της μεσαιωνικής λογοτεχνίας του φανταστικού υπήρξε ένας ολόκληρος κύκλος ιπποτικών μυθιστορημάτων (ο βρετονικός κύκλος, 12ος - 14ος αιώνας μ.Χ) που αφορούσαν τη ζωή του Αρθούρου και των ιπποτών του. Έχοντας αυτό κατά νου, παρουσιάζει ενδιαφέρον

επικές περιγραφές ευγενικών ή ιδανικών χαρακτήρων, αναγνωρίζεται η διάθεση των συγγραφέων να αποτυπώσουν και το ιστορικό-πολιτικό υπόβαθρο της εποχής. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα μεσαιωνικά ιπποτικά μυθιστορήματα δεν γράφονταν απλά για να τέρψουν τους αναγνώστες μα και ως ιστορικά κείμενα. Αυτή την διπλή ιδιότητα είχαν στην εποχή τους. Έτσι, στο έργο του Μάλορυ μπορεί κανείς να διακρίνει στοιχεία της προσωπικότητας του κάθε ιππότη, υπόγειες πολιτικές μεθοδεύσεις, υπονοούμενα ερωτικών περιπετειών, κοντολογίς μια ικανοποιητική συνολική εικόνα της εποχής στην οποία αναφέρεται. Και σε αυτό τον κοινωνικό καμβά, που αναδεικνύεται αν διαβάσει κανείς με προσοχή το κείμενο του Μάλορυ, ο Αρθούρος είναι ένας χαρακτήρας με αρκετά θετικά γνωρίσματα, εμπλεκόμενος όμως σε πολιτικές συγκρούσεις χωρίς να παίρνει πάντοτε σωστές αποφάσεις και με σαφώς μειωμένες προσωπικές πολεμικές επιδόσεις μετά την ανάδειξή του στον θρόνο της χώρας. Εντούτοις, οι μυημένοι γνωρίζουν πως οι θρύλοι ζουν αιώνια κι έτσι ο Αρθούρος του θρύλου δεν πέθανε ποτέ. Μετά τη μάχη του Κάμλαν, ο βασιλιάς μεταφέρθηκε βαριά πληγωμένος στο μυστηριώδες νησί του Άβαλον και εκεί περιμένει. Περιμένει τη στιγμή που ο λαός του θα τον έχει ανάγκη για να επιστρέψει και να θέσει τα θεμέλια για ένα νέο Βασίλειο του Καλοκαιριού. Και όσο η παρακμή και η απομυθοποίηση του Κόσμου κερδίζουν έδαφος η επιστροφή του βασιλιά φαντάζει ακόμα πιο επιτακτική σε όσους έχουν μια πιο ρομαντική αντίληψη των πραγμάτων. Αυτό φυσικά δε σημαίνει αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα και αναμονή της έλευσης ενός μεγάλου πολεμιστή και ηγέτη από το ομιχλώδες Άβαλον (αν και αυτή η ιδέα έχει τη γοητεία της). Η επιστροφή του βασιλιά νοείται ως σύμβολο μιας επανάστασης για το σπάσιμο των δεσμών της πνευματικής μιζέριας και της πεζής αντίληψης που επιβάλλει στον Άνθρωπο ο σύγχρονος κόσμος και ο άκρως υλιστικός τρόπος ζωής. Πρόκειται για μια επανάσταση της Φαντασίας που ίσως σε κάποιους να φαίνεται ασαφής αλλά πολλοί από εμάς νιώθουμε την ανάγκη της βαθιά μέσα στην ψυχή μας.

There once was a time When divine light shown And the Lady of the Lake Raised the sword of the Throne. 4


Έ

νας από αυτούς που ένιωσαν την ίδια ανάγκη και οραματίστηκαν την επιστροφή του Αρθούρου ήταν και ο Mark Shelton, τραγουδιστής, κιθαρίστας και αρχηγός του αμερικάνικου Heavy Metal συγκροτήματος Manilla Road. Οι Manilla Road είναι ένα από τα πιο έντιμα Metal συγκροτήματα, ξεχωρίζουν για τη θεματολογία τους και χαίρουν του σεβασμού κάθε σοβαρού ακροατή. Ο επικός προσανατολισμός τους είχε φανεί ήδη από την πρώτη τους κυκλοφορία, το Invasion του 1980. Μεσολάβησαν άλλοι δύο δίσκοι και τελικά το μακρινό 1985 κυκλοφόρησαν το τέταρτο άλμπουμ τους, το εξαιρετικό Open the Gates. Το ΟtG χαρακτηρίζεται από τη νοηματική σύνδεση των τραγουδιών του με κεντρικό θέμα την επιστροφή του βασιλιά Αρθούρου. Μέσα στη Νύχτα, το Εξκάλιμπερ είχε ξαναβρεθεί ...

Through the night a dark star burns Titans fight, the King returns. Η επάνοδος του Αρθούρου σηματοδοτεί την έναρξη του αγώνα ενάντια στις Δυνάμεις του Σκότους και τους Εχθρούς της Ζωής. Στο πλευρό του βασιλιά στέκουν οι πολεμιστές της Valhalla καθώς η κέλτικη παράδοση συνδυάζεται με την σκανδιναβική μυθολογία σε εμπνευσμένες συνθέσεις αληθινού Heavy Metal.

Οι θύρες της Valhalla ανοίγουν, οι πύλες της Κόλασης γκρεμίζονται και όσοι είναι πιστοί στο Ξίφος καλούνται σε έγερση. Γίνονται αναφορές στον Tiw (Tyr) και τον Άρη, τους θεούς του Πολέμου. Η Λεγεώνα του Σπαθιού βαδίζει υπό το λάβαρο του Κόκκινου Δράκου.

The standard raised on high Pen-Dragon rides this night Against the mighty Horde With legion of the Sword... Ο δίσκος δημιουργεί εντυπωσιακές εικόνες στον ακροατή και μια θυελλώδη επική ατμόσφαιρα. Δρακόπλοια σχίζουν τα κύματα και τρεις βασίλισσες κομίζουν τον νεογέννητο βασιλιά. Ο Αρθούρος επιστρέφει ως Λυτρωτής και μαζί του ξαναγεννιέται η Ελπίδα. Όλες οι συνθέσεις βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Τραγούδια όπως το Metalstrom, Fires of Mars ή το Hour of the Dragon ηχούν το κάλεσμα στα όπλα. Το The Ninth Wave προκαλεί δέος

This night the Gates of Hell Come crashing to the ground. The sword Excalibur Was lost but now is found. Arthurs does rise again, The Dragons Lord of old. Just like the Bards have said In all the tales they told. Ο αγώνας διεξάγεται ενάντια σε όσους υφαίνουν τον ιστό της εξαπάτησης και στερούν τον Κόσμο από τη μαγεία του και το εσώτερο φως του.

Inside the charms of ancient lore There’s magic truth and much, much more, But new beliefs have slammed the door, Shut out the light of Evermore.

και συγκίνηση, το Heavy Metal to the World δοξάζει τα νιάτα και τη Σκληρή Μουσική. Τα ογκώδη riff και τα φλογερά solo του Shelton συνδυάζονται με τα καταιγιστικά τύμπανα του Randy Foxe. Την ιερή τριάδα συμπληρώνει η «αρχέγονη» μορφή του Scott Park στο μπάσο.

Τελικά ο Shelton δεν δίνει ξεκάθαρη απάντηση για την έκβαση του πολέμου. Ηττήθηκαν οι Αρνητικές Δυνάμεις και θεμελιώθηκε το Βασίλειο του Καλοκαιριού ή μήπως η Λεγεώνα του Σπαθιού απέτυχε να υπερισχύσει και ο βασιλιάς χάθηκε για μια ακόμα φορά; Το μουσικό ταξίδι τελειώνει και ο ακροατής επανέρχεται στην Έρημη Χώρα. Τα δεσμά έχουν σπάσει μόνο προσωρινά...

Break away from your anxieties today Don’t ever let them drag you down. Conquer for life inside your dreams. We’ll never outlive all the schemes Of darker spirits in between. We’re on the road, the Road of Kings. Στο σύνολο του, το OtG δεν είναι απλά ένας πολύ καλός Metal δίσκος αλλά ένα μουσικό έργο υπέρβασης. Είναι η κορυφαία στιγμή μιας μπάντας που γοητεύτηκε από τον Μύθο και θέλησε μέσω αυτού να εκφράσει προβληματισμούς που παραμένουν επίκαιροι. Είναι το τραγούδι τριών μουσικών που είχαν ορμή και πάθος, εμπνεύστηκαν από την ιστορία του θρυλικού βασιλιά των Βρετανών και είδαν σε αυτήν την ελπίδα για αναγέννηση. Δεν θέλησαν μόνο να πιούνε μπύρες και να περάσουν καλά αλλά σήκωσαν το βλέμμα για να κοιτάξουν λίγο πιο μακριά. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν πολλά χρόνια, η σύνθεση της μπάντας άλλαξε και ο νεανικός ενθουσιασμός καταλάγιασε. Η Μουσική όμως είναι άφθαρτη και το Open the Gates παραμένει μια εμβληματική κυκλοφορία. Ο Αρθούρος εξακολουθεί να ζει στα όνειρα μας και το Εξκάλιμπερ συνεχίζει να είναι χαμένο. Μόνοι μας πρέπει να προσπαθήσουμε να ανοίξουμε της Πύλες του Νου. Οφείλουμε οι ίδιοι να βαδίσουμε στο Δρόμο των Βασιλιάδων και ίσως κάποτε να αξιωθούμε να ατενίσουμε τις ομιχλώδεις ακτές του Άβαλον. Μέχρι τότε: “Arise all ye faithful to the sword!”

In war there’s always loss All victories have their cost. But hope shall conquer hate For light Open the Gates, Open the Gates. 5

Παρακολουθήστε το προσωπικό ιστολόγιο του Κιμμέριου στην ηλεκτρονική διεύθυνση ironshadows.blogspot.gr


Η πρώτη Αθηναϊκή Σχολή Οι Έλληνες Ρομαντικοί Συγγραφείς (1830-1880)

του Δημήτρη Αργασταρά

Η

περίοδος μετά την Επανάσταση του 1821 υπήρξε μια πραγματική κοσμογονία για την νέα Ελλάδα. Η αναταραχή, η αιμορραγία και η αναρχία, που έφεραν τα εφτά χρόνια συνεχών αγώνων και καταστροφών, βρήκαν στα 1828 μια Ελλάδα όπου τα πάντα έπρεπε να χτιστούν από την αρχή. Έτσι, τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια αποτέλεσαν μια εποχή πραγματικά οριακή για την νεοελληνική κοινωνία και επομένως πολύ δύσκολη προκειμένου να βρει και την λογοτεχνική της έκφραση στο μυθιστόρημα. Στην Ελλάδα των πρώτων χρόνων της ανεξαρτησίας, η λογοτεχνία ήταν έννοια άγνωστη και αξεκαθάριστη. Οι προικισμένοι νέοι, που είχαν τις δυνατότητες και εμφάνιζαν κλίση στα γράμματα, έφευγαν στο εξωτερικό και συνέχιζαν εκεί την σταδιοδρομία τους, αποβλέποντας κυρίως σε εθνικούς σκοπούς, στην απελευθέρωση του υπόδουλου έθνους. Η καλλιέργεια και η συντήρηση των γραμμάτων δεν υπηρετούσε τόσο την τέχνη ή την επιστήμη, όσο έναν σκοπό πολιτικό, όσοι έγραφαν είχαν πάντα ζωηρή ανάμειξη στην πολιτική και ο «λόγος» βρισκόταν στην υπηρεσία του έθνους.

ανώτερων σχημάτων. Αυτός ο πόθος του απόλυτου, που δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί ή να καταλαγιάσει μέσα στα κοινά μέτρα, δημιουργεί την αγωνία της ύπαρξης και οδηγεί τους ήρωες στην ονειροπόληση και τον ρεμβασμό ή στην αποφασιστική δράση και τον ηρωικό θάνατο. Από τους πρώτους και πιο διάσημους εκπροσώπους του γαλλικού ρομαντισμού είναι ο Σατωβριάνδος και τα δύο αφηγήματά του ‘‘Atala’’ (1801) και ‘‘René’’ (1802) που ενσωματώθηκαν στο έργο του Le genié du Christianisme (1803). Έπειτα, θα ακολουθήσουν οι μυθιστοριογράφοι με την μεγάλη διάδοση, Αλέξανδρος Δουμάς («Οι τρεις σωματοφύλακες») και Βίκτωρ Ουγκό («Η Παναγία των Παρισίων»), ενώ ο Θεόφιλος Γκωτιέ θα προσφέρει κάποια από τα καλύτερα πεζά κείμενα της γοτθικής λογοτεχνίας. Στην Αγγλία ο Ρομαντισμός εκδηλώνεται με τα γοτθικά μυθιστορήματα του Οράτιου Ουόλπολ, της Αν Ράντκλιφ και άλλων, με τα περιπετειώδη έμμετρα ποιητικά μυθιστορήματα του Λόρδου Μπάιρον και τα ιστορικά μυθιστορήματα του Ουόλτερ Σκοτ («Ιβανόης»), ο οποίος θα καλλιεργήσει εντατικά και θα διαμορφώσει το ιστορικό μυθιστόρημα επηρεάζοντας και εμπνέοντας παντού τους περισσότερους μυθιστοριογράφους. Ο Σ. Τ. Κόλεριτζ, ο Ρόμπερτ Σάουθεϊ και άλλοι ρομαντικοί ποιητές θα γράψουν σημαντικά μακροσκελή έργα, που θα ακροβατούν ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Ο Κάρολος Ντίκενς θα γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής με τα «Χριστουγεννιάτικα Διηγήματά» του, όπου κυριαρχεί η στροφή στην παράδοση και η κοινωνική αλληλεγγύη. Στην Γερμανία, την μητρόπολη του Ρομαντισμού, αρκετοί σπουδαίοι λογοτέχνες όπως ο Νοβάλις, ο Λούτβιχ Τηκ, ο Κλέμενς Μπρεντάνο, ο φον Άρνιμ και άλλοι, θα δημιουργήσουν λογοτεχνικά έργα σταθμούς της ρομαντικής παράδοσης, ενώ τα διηγήματα του Ε.Τ.Α. Χόφμαν θα ασκήσουν μεγάλη επίδραση στην

Συνεπώς, όπως και καθετί, το νεοελληνικό μυθιστόρημα στα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Στο μεταξύ, όμως, το μυθιστορηματικό είδος είχε διαμορφωθεί ήδη στην Δύση με συγκεκριμένους κανόνες και τεχνικές και είχε ανοίξει έναν δρόμο στην λογοτεχνία. Οπότε, οι πρώτοι νεοέλληνες μυθιστοριογράφοι, μη βλέποντας άλλη δυνατότητα, στράφηκαν προς την δυτική Ευρώπη και αναζήτησαν εκεί τις βάσεις και τα πρότυπα για την ανάπτυξη του μυθιστορηματικού είδους στην Ελλάδα.

Σ

Το κυρίαρχο ρεύμα του Ρομαντισμού

την ζωή και την τέχνη, από το δεύτερο μισό του 18ου έως και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, κυριαρχεί το πνεύμα του ρομαντισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, κι όπως ήταν φυσικό διαποτίζει και τον χώρο της λογοτεχνίας. Βασικά χαρακτηριστικά του είναι η στροφή προς την φύση, η εισβολή της αδέσμευτης φαντασίας στην δημιουργία, η τάση της φυγής από την καθημερινότητα, η καταφυγή στην Ιστορία ή γενικά στο παρελθόν, ο αυθορμητισμός και τα παράφορα συναισθήματα. Αυτά τα στοιχεία θα γονιμοποιήσουν τον πεζό λόγο της εποχής και θα δημιουργήσουν το κυρίαρχο αίσθημα του ρομαντισμού, που θα είναι η φλογερή και ανικανοποίητη επιθυμία του ανθρώπου να φτάσει στην απόλυτη ολοκλήρωση, η νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου όπου βασίλευε η αρχική αρμονία και στην θέση των αντιθέσεων υφίσταντο συγχωνεύσεις

6

Σατωμπριάν


Γενικά, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την πρώτη περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως περίοδο του «ιστορικού μυθιστορήματος», γιατί οι περισσότεροι συγγραφείς ανέτρεχαν στο παρελθόν, ζωντάνευαν πρόσωπα ή γεγονότα της Ιστορίας και απέφευγαν την εκμετάλλευση θεμάτων της σύγχρονης ζωής. Για παράδειγμα, ο «Λέανδρος» και η «Χαριτίνη» ήταν βιβλία γεμάτα ιστορικές αναμνήσεις και αναφορές στο ένδοξο παρελθόν, «Ο Εξόριστος» παρακολουθούσε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της μετα-επαναστατικής Ελλάδας, και «Ο Θέρσανδρος» είχε δράση τοποθετημένη στην επανάσταση του ’21. Ωστόσο, τα όρια ανάμεσα στο απλώς ιστορικό μυθιστόρημα και στο ρομαντικό με ιστορικά ενδιαφέροντα ήταν ρευστά στην νεοελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα. Το ιστορικό μυθιστόρημα υπήρξε βασικά ρομαντικό και το ρομαντικό χαρακτηριζόταν από ένα ιστορικό πλαίσιο.

Achim von Arnim

υπόλοιπη Ευρώπη (κυρίως στους Γκωτιέ και Νερβάλ). Στην Αμερική έχουμε τις περιπτώσεις των Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Ναθάνιελ Χώθορν και Χένρι Τζέιμς, που με τις ιστορίες τους δημιουργούν ένα κλίμα βίαιης εισβολής του μυστηρίου και αλλόκοτων συνειδησιακών καταστάσεων. Παράλληλα, ο ρομαντισμός καλλιεργεί και την στροφή προς τα λαϊκά έργα, επειδή αυτά, σύμφωνα με την ρομαντική αντίληψη, διαθέτουν το προσόν του αυθορμητισμού. Έτσι, αναπτύσσεται η επιστήμη της Λαογραφίας και η συλλογή και δημοσίευση λαογραφικού υλικού και παραμυθιών. Στην Γαλλία ο Charles Perrault έχει ήδη δημοσιεύσει την συλλογή παραμυθιών του (1697) αρκετά πριν την έλευση του Ρομαντισμού, ενώ στην Αγγλία ο Ουόλτερ Σκοτ συγκεντρώνει και δημοσιεύει μπαλάντες και θρύλους της Σκωτίας («Τραγούδια των σκωτσέζικων συνόρων», 1803). Στην Γερμανία οι αδερφοί Γκρίμμ συλλέγουν και δημοσιεύουν τα λαϊκά παραμύθια (1813-1814) που έγιναν παγκοσμίως γνωστά, ενώ στην Ρωσία ο Κρυλώφ, επηρεασμένος από τα γαλλικά πρότυπα, δημοσιεύει μεταξύ των ετών 18101820 τους «Μύθους» του.

Ο

Η Αθηναϊκή σχολή

ι νεοέλληνες συγγραφείς που καταπιάστηκαν μετά το 1830 με το μυθιστόρημα ήταν επόμενο να επηρεαστούν αποφασιστικά και ν’ αντλήσουν τα στοιχεία της έμπνευσής τους από τις εκδηλώσεις του ρομαντικού κινήματος. Στην Ελλάδα μάλιστα ο ρομαντισμός συνδέθηκε εξαρχής με την πιο απαισιόδοξη και καταθλιπτική πλευρά του: η θρηνητική διάθεση, η ερωτική απελπισία, οι εκρήξεις στα συναισθήματα και η απάρνηση της ζωής στάθηκαν τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του.

Στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, λοιπόν, συρρέουν λόγιοι από τον ελληνισμό εκτός συνόρων καθώς επίσης και πολλοί Φαναριώτες από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι δίνουν τις κύριες κατευθύνσεις στην πνευματική ζωή, μεταφράζοντας ρομαντικά μυθιστορήματα και επιβάλλοντας την καθαρεύουσα. Στο μεταξύ οι συγγραφείς που εμφανίζονται απαρτίζουν την λεγόμενη «Αθηναϊκή σχολή». Έτσι, μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά μυθιστορήματα αυτής της περιόδου είναι: «Ο Λέανδρος» (1834) του Παναγιώτη Σούτσου, «Ο εξόριστος του 1831» (1835) του Αλέξανδρου Σούτσου, «Ο πολυπαθής» (1839) του Γρηγορίου Παλαιολόγου, «Ο Αυθέντης του Μωρέως» (1850) του Α.Ρ. Ραγκαβή, «Η ήρως της ελληνικής επαναστάσεως» (1852) του Στέφανου Ξένου, «Ο Κατσαντώνης» (1860) του Κων. Ράμφου κ.α. Κάνοντας μια επιλογή, θα γνωρίσουμε μερικά από αυτά τα έργα παρακάτω. Παρενθετικά, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένα από τα σημαντικότερα αφηγηματικά κείμενα, που εκφράζει το ρομαντικό φανταστικό στοιχείο, εμφανίζεται στα Επτάνησα από τον Διονύσιο Σολωμό. Το διήγημα «Η Γυναίκα της Ζάκυνθος» είναι το πρώτο, υψηλής ποιότητας κείμενο του είδους που ονομάστηκε «φανταστικό». Σε αυτό ο Σολωμός συνδυάζει την ρομαντική τόλμη της φαντασίας και το υπερφυσικό με έναν αδρό ρεαλισμό στις περιγραφές, σχετίζοντας ταυτόχρονα το θέμα με κορυφαία σύγχρονα γεγονότα (πολιορκία του Μεσολογγίου) καθώς και με καθημερινά περιστατικά και πρόσωπα της ζακυνθινής κοινωνίας. Παράλληλα, χρησιμοποιεί γλώσσα ποιητική και αποκαλυπτική, βιβλική στον τόνο και τον τρόπο σύνθεσης. Με την ανάμειξη όλων αυτών των στοιχείων, ο Σολωμός συνθέτει ένα είδος «μικτό αλλά νόμιμο» που απογειώνει την φαντασία. Ωστόσο, η επτανησιακή λογοτεχνία εκείνη την εποχή περιθωριοποιείται από την πνευματική ηγεσία του ελεύθερου κράτους και το έργο του Σολωμού θα παρέμενε άγνωστο («θα ελάνθανε») για έναν ολόκληρο αιώνα μέχρι να εμφανιστεί στο προσκήνιο. Διονύσιος Σολωμός

7


Ο

Οι αδερφοί Σούτσοι

Παναγιώτης Σούτσος (1806 – 1868) υπήρξε ο κατεξοχήν ρομαντικός ποιητής της νεότερης Ελλάδας. Γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής φαναριώτικης οικογένειας, σπούδασε στο Παρίσι και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο νέο ελληνικό κράτος. Τα δύο μυθιστορήματα που συνέγραψε («Ο Λέανδρος» και «Η Χαριτίνη») χαρακτηρίζονται από τον άκρατο ρομαντισμό, τον πατριωτικό τόνο και την τάση για ηθικολογία. Στον «Λέανδρο» έχουμε ένα ερωτικό μελόδραμα, γραμμένο σε επιστολική μορφή. Ο ομώνυμος ήρωας ταξιδεύει από το Ναύπλιο στην Αθήνα, όπου συναντά την Κοραλία. Οι δύο νέοι ερωτεύονται, όμως η Κοραλία είναι παντρεμένη και πιστή στον σύζυγό της. Έτσι, μπλεγμένος στο αδιέξοδο ανάμεσα στον έρωτα και την ηθική, ο Λέανδρος σκέφτεται τον θάνατο, αλλά ο φίλος του Χαρίλαος τον προτρέπει αντίθετα να περιοδεύσει την Ελλάδα για να ξεχαστεί. Πράγματι, ο Λέανδρος φεύγει και στο ταξίδι του θυμάται πρόσωπα, κατορθώματα και περιστατικά, όχι μόνο της επανάστασης του ’21 αλλά και από την παλαιότερη ελληνική ιστορία. Όταν επιστρέφει πάλι στην Αθήνα, ακόμη ερωτευμένος με την Κοραλία, βρίσκει την αγαπημένη του να πεθαίνει από ερωτικό μαρασμό και τελικά αυτοκτονεί, κρατώντας την εικόνα της στο στήθος του. Ο Αλέξανδρος Σούτσος (1803 – 1863), σε αντίθεση με τον αδερφό του, ήταν μια πιο δραστήρια, επαναστατική και ελεύθερη φυσιογνωμία. Κατά την διάρκεια της ζωής του, τα έβαλε συχνά με την εξουσία του μεταεπαναστατικού κράτους, ασκώντας έντονη κριτική και στον Καποδίστρια, γνωρίζοντας διαδοχικές διώξεις και εκπατρισμούς. Όταν κατέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από την Ιταλία όπου σπούδαζε, δημοσίευσε τις πρώτες καυστικές του σάτιρες, που προκάλεσαν πολλές αντιπάθειες και επιθέσεις. Στην συνέχεια έφυγε για το Παρίσι, όπου τύπωσε γαλλικά την «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», έργο εθνικά πολύ ωφέλιμο εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Τελικά, μετά από χρόνια μετακινήσεων

και εξορίας, στον δρόμο μιας ακόμα επιστροφής στην πατρίδα, φτωχός και εγκαταλειμμένος, πέθανε σε ένα νοσοκομείο της Σμύρνης. Ο Αλέξανδρος Σούτσος περιβάλλει τα πολιτικά του ενδιαφέροντα στο μοναδικό του μυθιστόρημα, «Ο Εξόριστος του 1831» με έναν ρομαντικό μύθο. Ο εξόριστος του έργου δεν είναι μόνο ένας πολιτικός αγωνιστής αλλά και ένας κατατρεγμένος εραστής που δεν γνωρίζει την ευτυχία. Ο ήρωάς του «τριακονταετής μόλις, εβαρύνετο τον κόσμο και απέφευγε τους ανθρώπους. Περιελθών μέρος πολύ της Ευρώπης και μη ευρών αρέσκειαν εις εκνευρισμένας και μονοτόνους κοινωνίας, επανήλθεν εις την Ελλάδα, προκρίνων την αρχέτυπον και πυρώδη φυλή των τέκνων της». Σε όλο το βιβλίο, ο ίδιος ο εξόριστος, ο αδερφικός του φίλος Νικήστρατος, η αγαπημένη του Ασπασία και ο άσπονδος εχθρός και αντεραστής Αυγερινόπουλος, διαγράφονται με ρομαντική υπερβολή και με πλοκή μελοδραματική. Ταυτόχρονα, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο αδερφός του Αυγουστίνος, ο Ζαΐμης, ο Τρικούπης, οι Μαυρομιχαλαίοι, οι άλλοι πολιτικοί ηγέτες της εποχής και οι μεταξύ τους συγκρούσεις γεμίζουν κυρίως τις σελίδες του βιβλίου.

Ο

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Α. Ρ. Ραγκαβής (1809 – 1892), ένας Φαναριώτης με ευρύτατη καλλιέργεια, αποτελούσε μια κατεξοχήν αντιπροσωπευτική μορφή λόγιου της εποχής. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σπούδασε στρατιωτική τέχνη στο Μόναχο, αρχικά διορίστηκε ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού, αλλά οι γνώσεις του τού επέτρεψαν να γίνει επίσης καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπουργός εξωτερικών, και πρεσβευτής της Ελλάδας στο κρίσιμο συνέδριου του Βερολίνου. Παράλληλα, έγραφε και δημοσίευε ακατάπαυστα διάφορα είδη: ποιήματα, δράματα, διηγήματα, αρχαιολογικές πραγματείες, απομνημονεύματα, λεξικά.

Τ

ο πιο σημαντικό μυθιστόρημα του Ραγκαβή είναι «Ο Αυθέντης του Μωρέως». Στα 1209, στην φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο, ανάμεσα στην Σπάρτη και την Ανδραβίδα, βρίσκεται η αυθεντία του Μωρέως. Ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης, ο αυθέντης, φεύγει για την Γαλλία και αφήνει προσωρινό τοποτηρητή τον Γοδοφρείδο Βιλλαρδουίνο με συμφωνία, αν μέσα σε ένα χρόνο δεν διόριζε άλλο κληρονόμο, η αυθεντία θα έμενε οριστικά σε αυτόν. Όμως ο Σαμπλίτης διορίζει τον ανιψιό του Ροβέρτο και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη του μυθιστορήματος είναι ο αγώνας και οι προσπάθειες του τελευταίου να φτάσει εγκαίρως στην Πελοπόννησο. Χάρη σε διάφορες μηχανορραφίες, που αφθονούν σε ολόκληρο το βιβλίο, ο Ροβέρτος δεν τα καταφέρνει τελικά και η αυθεντία του Μωρέως μένει στον Βιλλαρδουίνο. Παράλληλα με αυτόν τον κεντρικό μύθο παρακολουθούμε τον έρωτα της Άννας Κομνηνής με τον χαριτωμένο ιππότη Γωλτιέρο, μια απόπειρα ανταρσίας των Ελλήνων με αρχηγό τον Λέοντα Χαμάρετο, πολλούς ιπποτικούς αγώνες και κονταρομαχίες, δολοπλοκίες και πολιτικά σχέδια, και άλλες δευτερεύουσες υποθέσεις. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, όμως σε μια γλώσσα που δεν είναι βαριά και σχολαστική, ενώ διακρίνουμε χωρίς δυσκολία τα αφηγηματικά και περιγραφικά χαρίσματα, τις ικανότητες στην σύνθεση και την αρχιτεκτονική του Ραγκαβή. Ο «Αυθέντης του Μωρέως» είναι ένα ιπποτικό μυθιστόρημα όπου στις σελίδες του δεσπόζει η δράση και η εξωτερική περιπέτεια, γραμμένος κυρίως με πρότυπο

Αλέξανδρος Σούτσος

8


«Ο Συμβολαιογράφος» διασκευάστηκε τηλεοπτικά και παρουσιάστηκε το 1979 στην ΕΡΤ. Το σενάριο και την σκηνοθεσία ανέλαβε ο Γιώργος Μιχαηλίδης, την μουσική σύνθεση ο Γιάννης Ζουγανέλης και την φωτογραφία ο Βασίλης Βασιλειάδης. Τον ρόλο του συμβολαιογράφου είχε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ενώ κάποιοι από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές ήταν ο Σταύρος Ξενίδης, ο Γιάννης Φέρτης, η Δέσπω Διαμαντίδου και ο Στάθης Ψάλτης. Το ασπρόμαυρο φιλμ βοήθησε ώστε να αποτυπωθεί τηλεοπτικά η σκοτεινή ατμόσφαιρα του βιβλίου, ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, η τηλεοπτική εκδοχή εστίασε και σε διαφορετικές παραμέτρους από εκείνες του βιβλίου.

Τ

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

τον «Ιβανόη» του Ουόλτερ Σκοτ. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα : «Συγχρόνως μεγάλη επεκράτει κίνησης εις του Βαύλλου τους οίκους. Ιππόται σιδηροφορούντες ανέβαινον και κατέβαινον, όπλων κλαγγή αντήχει εν ταις αιθούσας, οι ίπποι ως εις μάχην εσταλμένοι εχρεμέτιζον, περιαγόμενοι την αυλήν υπό των ιπποκόμων… Εις την στιγμήν ταύτην νέα σάλπιγξ ηκούσθη και όλοι, στρέψαντες εκπεπληγμένα βλέμματα προς την είσοδον, είδον εισορμώντα ιππότην, όστις είχε κεκλεισμένον του κράνους το προσωπείον, μέλανα ίππον, καταμέλαινα την ενδυμασία, και ουδέν έφερεν ουδ’ έμβλημα ουδέ κόσμημα». Ο Ραγκαβής έγραψε ακόμη πολλά διηγήματα, με χαρακτηριστικό ρομαντικό περιεχόμενο. Όπως για παράδειγμα το «Εκδρομή εις τον Πόρον», με τις λυρικές του περιγραφές και τις δραματικές του καταστάσεις. Πρόκειται για την ιστορία ενός έρωτα που καθιστά τον νέο παράφρονα, να περιπλανιέται στις ερημιές του Πόρου, και την νέα τρελή από τύψεις, να κλείνεται σε ένα φρενοκομείο της Γερμανίας. Σε ένα άλλο διήγημα, «Η Ναϊάς», ο ήρωας περιγράφεται ως εξής : «Ο Τζων Ήνγκλετον περιεφέρετο εις την προκυμαίαν του Θαμέσιος, με το σιγάρον εις το στόμα, τας χείρας εις τους κόλπους, τους οφθαλμούς εις τον αέρα, αργός και αμέριμνος, ως ο πλουσιότερος Λόρδος της Ρήτζεν-Στρειτ…». Ωστόσο, αξιομνημόνευτα είναι και τα διηγήματα «Το χρυσούν μαστίγιον» μια περιπετειώδης φανταστική αφήγηση που ξεκινά από την θέληση ενός νέου να κερδίσει την καρδιά μιας όμορφης αλλά και ασυγκίνητης κοπέλας, «Γλουμυμάουθ» όπου η σκοτεινή, υποβλητική ατμόσφαιρα αποτελεί το κεντρικό γνώρισμα και το «Κακουργιοδικείον της Ελισαβεττώνος» που αναδεικνύει με ελαφρύ τόνο στοιχεία πρώιμου αστυνομικού θρίλερ. Στο ίδιο μοτίβο με το «Κακουργιοδικείον..» και το επιτυχημένο μυθιστόρημα «Ο Συμβολαιογράφος» στο οποίο όμως η ατμόσφαιρα είναι βαριά, όπως αρμόζει σε ένα σκοτεινό θρίλερ.

9

Ο Διάβολος, η Ηρωίς και άλλα έργα

ο μυθιστόρημα «Η ορφανή της Χίου» είναι ένα ιστορικό έργο που γράφτηκε το 1839 από τον Ιάκωβο Πιτζιπιό, αλλά ο ρομαντισμός του είναι απλοϊκός. Ο Ιάκωβος Πιτζιπιός ήταν μια ανήσυχη προσωπικότητα, που έγραψε πολλά και έζησε μια πολυκύμαντη ζωή. Με καταγωγή από την Χίο, μετά την περιβόητη καταστροφή του νησιού, θα φύγει για την Κωνσταντινούπολη όπου θα σπουδάσει στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αφού διδάξει για ένα διάστημα στην ίδια σχολή, τελικά θα εγκατασταθεί στην Ερμούπολη της Σύρου για να ασχοληθεί πλέον με την δημοσιογραφία. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου του είναι ο μεγάλος έρωτας της Ευλαλίας και του Αλέξανδρου με τους διαδοχικούς τους χωρισμούς και τις αναπάντεχες συναντήσεις. Η Ευλαλία είναι η ορφανή της Χίου, που υπομένει την κακομεταχείριση των συγγενών της. Το ποτήρι θα ξεχειλίσει όταν η θεία της Λοξάνδρα θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να ματαιώσει τον γάμο με τον Αλέξανδρο για να μην χάσουν την μεταχείριση της περιουσίας της. Έτσι οι δύο νέοι το σκάνε και στην συνέχεια συναντούν ανυπέρβλητα εμπόδια – ναυαγούν, αιχμαλωτίζονται από πειρατές, πουλιούνται ως σκλάβοι, συναντιούνται στο ίδιο κελί της Αλγερίας – μέχρι να καταφέρουν τελικά να παντρευτούν και να βρουν την ευτυχία.

Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος στον ρόλο του συμβολαιογράφου


Ιάκωβος Ρίζος, Στην ταράτσα

Ο Στέφανος Ξένος (1821 – 1894) γεννήθηκε στην Σμύρνη και πέθανε στην Αθήνα, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στο Λονδίνο, όπου εξέδιδε και τον «Βρετανικό Αστέρα» συγκεντρώνοντας έγγραφα και έργα περιηγητών σχετικά με την Επανάσταση του ’21 και συναναστρεφόμενος τους πιο γνωστούς φιλέλληνες λόγιους της εποχής. Το πρώτο του μυθιστόρημα είχε τον τίτλο «Ο Διάβολος εν Τουρκία». Όπως γράφει ο ίδιος στην εισαγωγή του «Ο Διάβολος εν Τουρκία είναι η ζωηρότατη εικών του δικαίου μίσους πάσης ελληνικής καρδίας κατά των ασπλάγχνων τυράννων της. Δεν περιέχει υπερβολάς ουδ’ ανύπαρκτα γεγονότα, αλλά είναι το ειλικρινέστατον κ α ί τ ο ι απίστευτον κάτοπτρον του αρχαίου μουσουλμανικού ζυγού μας και της εφ’ ημίν ε ξα π λ ω θ ε ί σ η ς χαυνωτικής διαφθοράς του». Ωστόσο, στην πραγματικ ό τ η τ α , Στέφανος Ξένος

10

πρόκειται για προϊόν αχαλίνωτης δημιουργικής φαντασίας, μιας εποχής που ευνοούσε την ρομαντική τέχνη. Έτσι, το απίθανο, το παράδοξο, το υπερβολικό ενώνονται στις σελίδες του με τις σατανικές ραδιουργίες, τις σκοτεινές μηχανορραφίες και τις πολύπλοκες περιπέτειες. Ταυτόχρονα, όμως, ο Ξένος καταφέρνει να δημιουργήσει σκηνές με δύναμη και πειστικότητα και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την εξέλιξη της πλοκής. «Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Στέφανου Ξένου. Όπως γράφει ο ίδιος πάλι εισαγωγικά «Το πόνημα τούτο εστίν η διήγησις των ενδοξότερων επεισοδίων της εποχής εκείνης, το πανόραμα των ηρώων της, το θέατρο των δυστυχιών της, και η ραψωδία των τραυμάτων του ήδη βραδέως και μετ’ αγωνίας θνήσκοντος τυράννου μας». Το βιβλίο αυτό είναι η αξιέπαινη προσπάθεια να συντεθεί μυθιστορηματικά, με πλασματικά πρόσωπα και φανταστικά περιστατικά, που κινούνται ή εξελίσσονται πλάι στους πραγματικούς ήρωες και στα ιστορικά γεγονότα, το έπος της Επανάστασης του ’21. Το μυθιστόρημα αρχίζει εντυπωσιακά τα μεσάνυχτα της Μεγάλης Παρασκευής του 1821 στην Κωνσταντινούπολη και μας αφηγείται τα περιστατικά που προηγήθηκαν από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη. Έπειτα μεταβαίνουμε στην Άνοιξη του 1819 στην Αρκαδία, όπου ο Θρασύβουλος και η Ανδρονίκη γνωρίζονται και πλέκουν το περιπαθές, ρομαντικό και επώδυνο ειδύλλιό τους. Και εδώ, όπως και σε άλλα έργα της εποχής, το πραγματικό της επανάστασης και των ηρώων της συνδυάζεται με το φανταστικό των κεντρικών προσώπων και των περιπετειών τους.


Π. Μαθιόπουλος, Μετά την βροχή στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας

Ο Κωνσταντίνος Ράμφος (1776 – 1871) υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρίας, κήρυκας των ιδεών της στα νησιά του Αιγαίου και στρατιώτης του τακτικού στρατού σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Μετά την απελευθέρωση διορίστηκε αρχικά δικαστής και έπειτα πολιτικός διοικητής επαρχιών, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα τρία μυθιστορήματα: «Ο Κατσαντώνης», «Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή-Πασά» και «Ο Χαλέτ Εφέντης». Κοινό χαρακτηριστικό των βιβλίων του είναι η καλλιέργεια του ιστορικού μυθιστορήματος και η ανάπτυξη κυρίως θεμάτων πατριωτικών, που εξυμνούν την ζωτικότητα, τις αρετές και γενικά την υπεροχή της ελληνικής φυλής. Παράλληλα, όμως, πέρα από την εξωτερική περιπέτεια, ο Ράμφος διακρίνεται για την επιμελημένη σύνθεση και αρχιτεκτονική, την ολοκλήρωση των προσώπων και τις ψυχογραφικές του προθέσεις, που οδηγούν σε αξιοσημείωτα για την εποχή αποτελέσματα.

Η

Το τέλος μιας εποχής

λογοτεχνική παραγωγή της πεντηκονταετίας 1830 – 1880, που διαπνέεται από τα οράματα του ρομαντισμού, δεν εξαντλείται στους τίτλους που αναφέραμε παραπάνω. Οι συγγραφείς για τους οποίους μιλήσαμε υπήρξαν οι περισσότεροι πολύ παραγωγικοί δίνοντας αρκετά έργα και, κυρίως, διηγήματα, που δημοσιεύονταν στα λογοτεχνικά περιοδικά εκείνης της περιόδου («Ευτέρπη», «Πανδώρα», κ.α.), και φυσικά υπήρξαν και πολλοί άλλοι ακόμη. Πιστεύω, όμως, ότι έγινε εφικτή η απόδοση των γενικών χαρακτηριστικών και του πνεύματος των έργων της εποχής. Τελικά, την δεκαετία του 1880 σημειώνεται στην λογοτεχνία μια μεγάλη στροφή. Η «Νέα Αθηναϊκή Σχολή» ή «Γενιά του 1880» (με συγγραφείς όπως ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης) θα στραφεί προς πιο ρεαλιστικά θέματα, καλλιεργώντας το είδος της λεγόμενης ηθογραφίας. Οι λόγοι αυτής της αλλαγής είναι πολλοί και ξεφεύγουν απ’ τα όρια αυτής της παρουσίασης, μπορούμε όμως να αναφέρουμε ότι το

νεωτεριστικό αυτό ρεύμα είναι ευρύτερο και αφορά γενικότερα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου (άνοδος του Χ. Τρικούπη, δημόσια έργα, ανάπτυξη εμπορίου, αύξηση του πληθυσμού στις πόλεις). Έχει προηγηθεί, βέβαια, η ανάλογη αλλαγή και στον ευρωπαϊκό χώρο, το πέρασμα από τον ρομαντισμό στον μοντερνισμό με πρώτες εκφράσεις τον ρεαλισμό κι έπειτα τον συμβολισμό (με τον οποίο εγκαινιάστηκαν τα «κινήματα της πρωτοπορίας»). Έτσι όταν στα 1879 ο Άγγελος Βλάχος δημοσιεύει στην «Εστία» το εκτενές του άρθρο «Η φυσιολογική Σχολή και ο Ζολά», ο αυθόρμητος και υψιπετής ρομαντισμός είναι έτοιμος να παραδώσει πια την σκυτάλη στην καθημερινή σκηνογραφία και την αστική ζωή. Με το τέλος της εποχής του ρομαντισμού το φανταστικό στην ελληνική λογοτεχνία θα περιέλθει σε μια –κυριολεκτικά- αιώνια δίνη, από την οποία ακόμη και σήμερα δεν έχει εξέλθει οριστικά…

- Πηγές 1.Απόστολος Σαχίνης, «Το νεοελληνικό μυθιστόρημα», εκδόσεις Εστίας. 2.Χριστόφορος Μηλιώνης, «Το Διήγημα», εκδόσεις Σαββάλας. 3.Mario Vitti, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκδόσεις Οδυσσέας. 4.Σταμάτης Μαμούτος, «Δοκίμιο για την Φανταστική Λογοτεχνία μέρος 5», περιοδικό Φανταστική Λογοτεχνία.

11


του Δημήτρη Σιάββα

Η ώρα της μάχης έχει φτάσει. Οι δυο προαιώνιοι εχθροί στέκονται μπροστά από τις μαύρες στρατιές τους. Περίμεναν αυτή την στιγμή με χαρά. Περήφανα ηγούνται σε σκληρούς μαχητές του δρόμου, σε δράκους των βουνών, σε άγρια τέρατα των βάλτων και σε άλλα φοβερά πλάσματα χωρίς να φοβούνται τίποτε. Έχουν καταστρώσει τα σχέδιά τους και οι ορκισμένοι σύμμαχοί τους είναι έτοιμοι να πεθάνουν στο πρόσταγμά τους. Λίγες στιγμές έμειναν πριν ξεσπάσει η μαγική καταιγίδα, λίγες στιγμές πριν τα ξίφη των αντίπαλων στρατιών βρούνε σάρκα και σκορπίσουν τον θάνατο. Οι δυο μάγοι κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, ζυγίζουν την κατάσταση και ψάχνουν για αδυναμίες. Το τέλος ίσως είναι κοντά και για τους δυο, μα η δόξα και ο θάνατος μπορούν να περιμένουν για λίγο ακόμη. Τώρα είναι ώρα δράσης, στρατηγικής, ρίσκου, συγκέντρωσης και προπαντός παιχνιδιού και διασκέδασης, εφόσον το δημοφιλέστερο καρτοπαίχνιδο του κόσμου «Magic: The Gathering» υπόσχεται έντονες συγκινήσεις, σκληρές μάχες και πολλή διασκέδαση.

Ό

λα ξεκίνησαν το 1993 στην Αμερική, όταν στο υπόγειο γκαράζ του μαθηματικού Richard Garfield όπως αναφέρει και ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, φτιάχτηκαν οι πρώτες κάρτες και δοκιμάστηκαν τα συστήματα του παιχνιδιού μέσα σε μια παρέα εθελοντών παιχτών. Έχοντας αρχικά το όνομα «Mana Clash», προσφέρθηκε στον ιδιοκτήτη μιας νεοσύστατης εταιρίας παιχνιδιών, τον Peter Adkison και την Wizards of the Coast. Garfield και Adkison είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν για ένα παιχνίδι του πρώτου με το όνομα «RoboRally», μόνο που αυτή τη φορά ήταν όλα διαφορετικά. Το «Magic: The Gathering» πρωτοπαρουσιάζεται τον Ιούλιο του 1993 και αμέσως τυγχάνει αποθεωτικής υποδοχής, αναγκάζοντας την εταιρία να εξαντλήσει το απόθεμα 2,5 εκατομμυρίων καρτών σε έναν μονάχα μήνα! Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μια ιστορία που κρατάει μέχρι σήμερα με την πανέξυπνη στρατηγική που ακολουθεί ο κολοσσός Hasbro που έχει πια τα δικαιώματα του παιχνιδιού και της ίδιας της Wizards of the Coast από το 1999.

του συλλέκτη υπέροχων καρτών, οι οποίες αποτελούν πραγματικά έργα τέχνης. Κάθε χρόνο βγαίνουν αρκετές καινούργιες κάρτες, που αντιστοιχούν σε καινούργιες στρατηγικές, παλιές κάρτες καταργούνται και άλλες επανεμφανίζονται με το πέρασμα του χρόνου. Έτσι οι παίκτες, για να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικοί, πρέπει να ενημερώνονται και κυρίως να αγοράζουν έναν συγκεκριμένο αριθμό καρτών κάθε φορά που κάνει την εμφάνιση του ένα Expansion της κάθε σειράς. Αυτό είναι και το μοναδικό αρνητικό του παιχνιδιού. Απαιτούνται αρκετά χρήματα για να παραμείνει κανείς δυναμικός παίκτης και φυσικά για να έχει όλες τις κάρτες στο άλμπουμ του. Βέβαια, αν κάποιος δεν έχει ως στόχο να μαζεύει τις κάρτες ως συλλέκτης, με 100 περίπου ευρώ μπορεί να φτιάξει δυο με τρεις πολύ καλές τράπουλες-deck και να σπάει τα νεύρα των αντιπάλων του. Ας περάσουμε, όμως, στο game play μιας και αυτό είναι το σπουδαιότερο.

Από το 1994 μέχρι και το 2012 το παιχνίδι έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις, κάτι που το κάνει ακόμη πιο δημοφιλές στα εκατομμύρια των παιχτών. Η επιτυχία του «Magic: The Gathering» είναι τεράστια κι έχει να κάνει με την αρχική ιδέα του παιχνιδιού, μα και με την συνεχή ανάπτυξή του. Για το «Magic…» έχουν γραφτεί και θα συνεχίσουν να γράφονται νουβέλες φαντασίας βασισμένες στον κόσμο του, έχουν κατασκευαστεί παιχνίδια για τον υπολογιστή, μινιατούρες με χαρακτήρες και παρεμφερή «δευτερογενή» προϊόντα. Οι κάρτες του παιχνιδιού απεικονίζουν μέρη και χαρακτήρες του φανταστικού του κόσμου κι αυτό το κάνει πολύ συναρπαστικό. Πρόκειται για ένα παιχνίδι-κόσμο που γεννάει στον κάθε παίκτη και λάτρη του Fantasy το αίσθημα

Νουβέλες βασισμένες στον κόσμο του «Magic: The Gathering»

14

Κάθε παρτίδα μπορεί να διαρκέσει από ελάχιστα λεπτά μέχρι και μία ώρα. Τα πάντα εξαρτώνται από τον τρόπο παιχνιδιού του κάθε παίκτη. Η υπόθεση έχει ως εξής. Οι αντίπαλοι είναι δύο μάγοι, οι οποίοι προσπαθούν να εξολοθρεύσουν ο ένας τον άλλον διαχειριζόμενοι τα ξόρκια τους, που αποκτούν υπόσταση από τις κάρτες με τις οποίες έχει φτιάξει ο καθένας την τράπουλα του. Η κάθε τράπουλα αποτελείται από 60 κάρτες. Υπάρχουν 5 είδη μαγείας το Μαύρο, το Κόκκινο, το Άσπρο, το Μπλε και το Πράσινο. Κάθε χρώμα δίνει και άλλου είδους ξόρκια. Όλα αυτά διαμορφώνουν συγκεκριμένες τράπουλες και συγκεκριμένες στρατηγικές: Πόσο γρήγορα θα κατεβαίνουν τα τέρατα; Ποιος είναι ο καλύτερος συνδυασμός καρτών; Πώς θα ξεγελάσεις τους αντιπάλους με άμεσα πλήγματα με ισχυρά ξόρκια; Πώς


θα αποκτήσεις τον έλεγχο του παιχνιδιού; Ποιες τράπουλες εμπεριέχουν τα ύπουλα ξόρκια και ποια είναι τα καλύτερα χρώματα για να φτιάξουμε μία τράπουλα που να μας δίνει πλεονεκτήματα;, Πώς θα φτιάξουμε τράπουλες-αντίδοτα σε άλλες τράπουλες; Το «Magic: The Gathering» είναι απλό στο να μάθει κάποιος τους κανόνες του, όμως οι προοπτικές των στρατηγικών είναι κυριολεκτικά αμέτρητες και η εμπειρία στο τέλος, ίσως, αποτελεί τον σημαντικό παράγοντα για να φτιάξει κανείς το πιο ισχυρό deck. Κάθε παίχτης εκφράζει την προσωπικότητα του μέσα στην κάθε τράπουλα. Δεν υπάρχει καμία στρατηγική που να κερδίζει όλες τις άλλες. Πάντα μπορούν να ανατραπούν όλες οι στρατηγικές από μια καινούργια ή από κάποια που έχει φτιαχτεί αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό. Οι καλύτερες τράπουλες πολλές φορές είναι μαθηματικά υπολογισμένες, ώστε να αντιμετωπίζουν σχεδόν όλες τις τακτικές και τις επιθετικές δυναμικές των αντιπάλων. Το παιχνίδι πραγματικά έχει άπειρες δυνατότητες και συνδυασμούς. Απαιτεί πολλή σκέψη, αυτοσυγκέντρωση και σχεδιασμό. Ένα λάθος κρίνει την νίκη ανάμεσα σε δυο πολύ καλούς παίχτες. Η τύχη είναι παράγοντας που ελέγχεται. Δεν είναι αμελητέο πως μερικοί γνωστοί επαγγελματίες παίκτες πόκερ, όπως ο Ντέιβιντ Γουίλιαμς, ξεκίνησαν από το «Magic…». Η αγάπη των παικτών για αυτό το «καρτοπαίχνιδο» και η τόση μεγάλη επιτυχία του οδήγησαν στην δημιουργία και άλλων παιχνιδιών, με βάση πάντα το ίδιο σκεπτικό. Το κύριο παιχνίδι αφορά δυο αντιπάλους, όμως είναι συναρπαστική και η μάχη ανάμεσα σε πολλούς. Έτσι δημιουργήθηκε το λεγόμενο «Free to all», όπου ο κάθε παίκτης αγωνίζεται ενάντια σε όλους τους άλλους. Βέβαια, στην εξέλιξη αυτής της εκδοχής ευνοούνται οι σιωπηλές συμμαχίες και στο τέλος κερδίζει συνήθως ο περισσότερο ευέλικτος.

τουρνουά, όπου συγκεντρώνονται από μερικές δεκάδες μέχρι και εκατοντάδες παίκτες, καθώς και απλοί οπαδοί των παιχνιδιών φαντασίας. Στα τουρνουά, πέρα από την εμπειρία, οι συμμετέχοντες έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν σπουδαίες κάρτες, τράπουλες ακόμη και χρηματικά έπαθλα χιλιάδων δολαρίων. Τα χρήματα, όμως, δεν έχουν μεγάλη σημασία για όσους αγαπούν πραγματικά το παιχνίδι. Σημασία έχει μονάχα η νίκη και οι κάρτες. Όσοι λοιπόν θέλουν, μπορούν να δοκιμάσουν τις «μαγικές» τους ικανότητες αγοράζοντας ένα προκατασκευασμένο deck με ελάχιστο κόστος. Αν ο κόσμος που θα απλωθεί μπρος στα μάτια τους είναι τόσο μαγικός ώστε να καταφέρει να τους απορροφήσει, θα έχουν κάνει το απαραίτητο βήμα προκειμένου να εισέλθουν στην μεγάλη παρέα του «Magic: The Gathering». Κι εσύ φίλε αναγνώστη δεν πρέπει να ξεχνάς…Μυστικά φυλαγμένοι κόσμοι κρύβονται κάτω από την φαινομενικότητα της υλικής εμπειρίας. Βασίλεια φαντασίας και επικής δράσης απλώνονται πέρα από τα σύνορα της καθημερινότητας στην οποία μας φυλάκισε η λογική της νεωτερικής εποχής. Οι μυστικές δίοδοι που οδηγούν σε αυτά μπορεί να είναι παντού. Ακόμη και μπροστά στα μάτια μας. Ακόμη και ανάμεσα σε απλά τραπουλόχαρτα. Για να τις εντοπίσεις, άκου με πίστη τα κελεύσματα της ψυχής και χρησιμοποίησε άφοβα τα φτερά της φαντασίας σου. Πηγές: 1. http://www.kaissagames.com 2. http://forum.pokercity.gr 3. http://el.wikipedia.org

Άλλη διαδεδομένη εκδοχή είναι οι μάχες σε ζευγάρια. Δυο μάγοι αντίπαλοι με άλλους δυο, όπου οι τράπουλες των συμμάχων πρέπει να αλληλοσυμπληρώνουν η μια την άλλη. Επίσης πολύ καλό παιχνίδι και εξαιρετικά δύσκολο στην επικράτηση είναι το «Emperor», όπου παίζουν έξι άτομα. Ένας είναι ο Emperor και άλλοι δυο οι σύμμαχοι του, που τον προστατεύουν. Υπάρχει και το «Duels of the Planeswalker» που είναι τρεις σύμμαχοι ενάντια σε έναν εξαιρετικά ισχυρό παίχτη, ο οποίος διαθέτει κάρτες με πολύ δυνατά ξόρκια ικανά να διαλύσουν κάθε συμμαχία.

Δυνατές κάρτες που μπορούν να σε κάνουν να χάσεις την παρτίδα.

Υφίστανται, βέβαια, και άλλες παραλλαγές του παιχνιδιού. Ωστόσο, μια ακόμη τομή έχει να κάνει ανάμεσα στο ερασιτεχνικό παιχνίδι (που λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε παρέες και φίλους) και το επαγγελματικό. Σε επαγγελματικό επίπεδο έχουν δημιουργηθεί λέσχες παιχνιδιού, αλυσίδες καταστημάτων και διεθνείς οργανώσεις όπου η παρουσία της Wizards of the Coast είναι φανερή. Διοργανώνονται τοπικά, εθνικά και διεθνή

15

Η πιο ακριβή ίσως κάρτα, με τιμή που φτάνει τα 4500$ με 5000 $.


“Δεσποινίς Ντ’ Ις” Η γυναικεία ωραιότητα κατά του φεμινισμού

του Σταμάτη Μαμούτου

Από το 2006 μέχρι και σήμερα, κατά το χρονικό διάστημα δηλαδή που ως μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ ξεκινήσαμε την πνευματική μας μάχη κατά του κόσμου της Νεωτερικότητας και την ταυτόχρονη πορεία προς τα βάθη του εαυτού μας, σε ορισμένες συζητήσεις μας τέθηκε το ερώτημα, «ποιό απ’ όλα τα αντιρομαντικά στοιχεία που γονιμοποίησε η Νεωτερική εποχή είναι για τον καθένα μας περισσότερο απεχθές». Σ’ αυτό το ερώτημα δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, το πιο αντιαισθητικό γέννημα της Νεωτερικότητας ίσως να είναι ένα κίνημα με το οποίο ως Λέσχη δεν έχουμε καταπιαστεί αρκετά. Πρόκειται για τον Φεμινισμό.

Ό

Ιστορική προέλευση

ντας αιχμή των κατά καιρούς «προοδευτικών» κατά της παραδοσιοκρατίας, ο Φεμινισμός βρήκε τις απαρχές του στην φιλοσοφία και την πολιτική δράση του Διαφωτισμού. Με παρουσία στην Γαλλική Επανάσταση (όπου το 1789 άρχισε να συντάσσεται και το 1791 ολοκληρώθηκε η Διακήρυξη Δικαιωμάτων των Γυναικών), με εκδηλώσεις στην Βρετανία και τις Η.Π.Α (όπου το 1848 συντάχθηκε η Διακήρυξη των Συναισθημάτων που αφορούσε τα προβλήματα των γυναικών και το 1857 πραγματοποιήθηκε η πρώτη γυναικεία μαζική διαμαρτυρία) ο Φεμινισμός πέρα από θεωρία εμφανίστηκε και ως ένα μεταρρυθμιστικό, προοδευτικό κίνημα, που φαινομενικά σκοπό είχε να προασπίσει τα δικαιώματα των γυναικών στους χώρους εργασίας και στο σπίτι. Από τον 19ο αιώνα μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου το πρώτο κύμα του Φεμινισμού εστίασε την δράση του σε πολιτικά θέματα με κεντρικό άξονα την διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου για της γυναίκες. Κατά την δεκαετία του 1960 αναδύθηκε το δεύτερο φεμινιστικό κύμα το οποίο συνδέθηκε με τα ευρύτερα «κοινωνικά κινήματα» (βρίσκοντας σε επίπεδο μαζικών εκδηλώσεων ζωτικό χώρο έκφρασης στον «γαλλικό Μάη του ’68»), ενώ στην δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε το τρίτο κύμα που στο θεωρητικό του σκέλος αφομοίωσε τις κονστρουκτιβιστικές έννοιες των φιλοσοφικών εκφράσεων του Μεταμοντερνισμού. Οι φεμινίστριες του τρίτου κύματος επανέφεραν στο επίκεντρο της συζήτησης των

κοινωνικών επιστημών μια κομβική έννοια του Διαφωτισμού, η οποία συμπυκνώθηκε στο απόφθεγμα «tabula rasa». Ο «λευκός πίνακας» των philosophes του Διαφωτισμού, (δηλαδή η πίστη ότι ο άνθρωπος γεννιέται άνευ πολιτισμικών προδιαγραφών -σαν λευκός πίνακας- και διαμορφώνει την συνειδησιακή του δυναμική αποκλειστικά από τις εμπειρίες του περιβάλλοντος), είχε αποτελέσει το θέμα της πιο έντονης διαφωνίας με τους ρομαντικούς. Κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα φάνηκε ότι οι ρομαντικοί κέρδισαν οριστικά την διαμάχη, δείχνοντας πως ο άνθρωπος γεννιέται με κληρονομημένες, έμφυτες, πολιτισμικές προδιαγραφές, τις οποίες το περιβάλλον τον βοηθά (περισσότερο ή λιγότερο) να αναπτύξει. Η επιβεβαίωση της ρομαντικής αυτής θέσης ήρθε κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα από ένα πεδίο χωρίς ρομαντικές καταβολές. Δηλαδή από την επιστήμη και ιδίως από τον κλάδο της βιολογίας. Ωστόσο η ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων οδήγησε τον κόσμο συνολικά, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, να βρεθεί πνευματικά ανυπεράσπιστος στις εφόδους των δυνάμεων της Νεωτερικότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η αναθεώρηση ακόμη και αδιαπραγμάτευτων συμπερασμάτων προκειμένου να δοθεί χώρος στις απόψεις των νεωτεριστών. Μεταξύ των λοιπών εξελίξεων ο Φεμινισμός από κίνημα εξελίχθηκε σε πεδίο κοινωνικής επιστήμης, το οποίο σήμερα ερευνάται και διδάσκεται (στην ουσία αναπαράγεται) σε πανεπιστημιακές έδρες ανά τον κόσμο.

14

Το δεύτερο κύμα του Φεμινισμού εμπεριείχε διάφορα ρεύματα με κυριότερο ίσως εξ αυτών τον ριζοσπαστικό Φεμινισμό. Κομβικό θέμα του ριζοσπαστικού Φεμινισμού ήταν η σύγκρουση με την πατριαρχία. Ο τρόπος που ερμήνευσαν την πατριαρχία οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες ποίκιλε ανάλογα με την τάση που εξέφραζαν, ωστόσο η βασική κοινή παραδοχή ήταν ότι ακόμη και στην «προοδευτική» εποχή της Νεωτερικότητας επέζησαν δομές, αξίες και συμπεριφορές της προνεωτερικής εποχής οι οποίες εμπόδισαν την ολοκληρωτική «χειραφέτηση» του ανθρώπου και την πλήρη «απελευθέρωση» των γυναικών. Πρόκειται για μια θέση αντίστοιχη με εκείνη ορισμένων νεότερων μαρξιστικών σχολών, όπως για παράδειγμα της Φρανκφούρτης, αλλά και μεταμοντέρνων φιλοσόφων, με την διαφορά ότι στην περίπτωση του ριζοσπαστικού Φεμινισμού η προσοχή εστιάστηκε στην περίπτωση της γυναίκας. Αν εξετάσουμε κάποιες από τις προτάσεις του ριζοσπαστικού Φεμινισμού θα κατανοήσουμε καλύτερα τον προσανατολισμό του ως κίνημα. Η Αμερικανίδα Kate Millet στο έργο της «Η πολιτική των φύλων» υποστήριξε πως ο κυριότερος θεσμός της πατριαρχίας είναι η οικογένεια. Μέσω της οικογένειας τα παιδιά ενθαρρύνονται να συμμορφωθούν σε συγκεκριμένες έμφυλες ταυτότητες. Άρα, για να «απελευθερωθούν» οι γυναίκες και προκειμένου να ανατραπεί η ψυχολογική τους καταπίεση θα πρέπει η οικογένεια να καταστραφεί! Και σε ακόμη πιο δυνατούς τόνους η Καναδή


Shulamith Firestone, στο έργο της «Η Διαλεκτική του φύλου», υιοθέτησε την μαρξιστική ανάλυση τοποθετώντας στη θέση της κοινωνικής τάξης την κατηγορία του φύλου. Σύμφωνα με την Firestone το γεγονός ότι οι γυναίκες γεννούν παιδιά τις καθιστά εξαρτώμενες από τους άντρες και την πατριαρχική οικογένεια. Συνεπώς, η «απελευθέρωσή» τους θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της χρήσης της τεχνολογίας. Η εγκυμοσύνη πρέπει να αποτραπεί από την αντισύλληψη ή από την άμβλωση. Η αναπαραγωγή μπορεί να γίνει τεχνητά, μέσα σε δοκιμαστικούς σωλήνες (!), και η ανατροφή των παιδιών να μεταβιβαστεί σε κοινωνικούς φορείς. Έτσι, η γυναίκα θα αποδράσει από την βιολογία της μητρότητας και θα μπορέσει να εισέλθει στην κοινωνία ως ίση με τον άντρα. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι υπήρξαν και πιο ήπιες προσεγγίσεις εντός του δεύτερου κύματος. Ωστόσο, οι ριζοσπαστικές αποτέλεσαν την βάση για την έλευση των πιο δυναμικών μορφών Φεμινισμού του τρίτου κύματος. Στον μεταμοντέρνο Φεμινισμό θεωρείται πως η βιολογική υπόσταση των φύλων είναι ανύπαρκτη. Ο «λευκός πίνακας» της διανόησης του Διαφωτισμού βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του ρεύματος και οι εκφραστές του υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος γεννιέται σαν ένας τέτοιος λευκός πίνακας, άνευ πολιτισμικών προδιαγραφών. Η φυλετική προέλευση, τα γονίδια των προγόνων, η κληρονομικότητα δεν έχουν καμιά σημασία. Ακόμη και η διαφορά φύλου μεταξύ άντρα και γυναίκας είναι ψεύτικη και αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή για να διαιωνίζει την εξουσιαστική υφή της παραδοσιακής αντίληψης των πραγμάτων. Ο ρόλος του αρσενικού και του θηλυκού στην αναπαραγωγή έγκειται σε μια απλή ανατομική διαφοροποίηση και τίποτε παραπάνω. Από την στιγμή που το θηλυκό φέρνει στον κόσμο τον νεογέννητο άνθρωπο αποτελεί ένα πλάσμα καθόλα όμοιο με τον άντρα. Η μητρότητα δεν υπάρχει. Είναι κι αυτή ένα εξουσιαστικό κατάλοιπο της παράδοσης. Το παιδί μπορεί να μεγαλώσει εξίσου κι από έναν άνδρα, εφόσον η μητρική αγκαλιά αποτελεί ψευδολόγημα της καταπιεστικής πατριαρχίας. Όλα κοντολογίς τα γνωρίσματα που ιστορικά διαφοροποιούν το αρσενικό από το θηλυκό για τις μεταμοντέρνες φεμινίστριες αποτελούν κοινωνικές κατασκευές, που στηρίζονται στην ιστορική συγκυρία κι όχι

σε έμφυτες ανθρώπινες ικανότητες. Η ιστορία της γυναίκας αποτελεί προϊόν μιας ιδεολογικής πλάνης. Γυναίκες και άνδρες είναι ταυτόσημοι, τα γυναικεία γνωρίσματα αποτελούν προϊόντα της παραδοσιοκρατικής καταπίεσης και η ίδια η έννοια της Φύσης για τον άνθρωπο δεν υφίσταται. Με το πέρασμα του καιρού ο Φεμινισμός έπαψε να αποτελεί αποκλειστικά έκφραση ριζοσπαστικά «προοδευτικών» και αριστερών κινημάτων. Στις μέρες μας τον βλέπουμε να έχει επανακτήσει αρκετό από τον παλαιό προπολεμικό του αστισμό και να διαχέεται συνολικά στην μαζική κουλτούρα. Η διεισδυτικότητα που έχουν πλέον οι φεμινιστικές έννοιες στους κύκλους που διαμορφώνουν τους τρόπους και τα πολιτισμικά πλαίσια των καιρών μας, τόσο στον χώρο του κυρίαρχου φιλελεύθερου life style όσο και σε εκείνους της Αριστεράς, φρονώ ότι γίνεται ορατή και αντιληπτή από τον καθένα. Χωρίς να περικλείεται στις γραμμές ενός κινήματος, ο Φεμινισμός έχει απλωθεί σε ολόκληρο το πλάτος των κοινωνιών του δυτικού κόσμου (έστω κι αν σε ορισμένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής τα βασικά φεμινιστικά αιτήματα παραμένουν ανικανοποίητα). Απόρροια αυτής της εξέλιξης είναι η παραδοχή ακόμη κι εκ μέρους πολλών φεμινιστριών ότι το κίνημά τους σήμερα, τουλάχιστον με τους όρους του παρελθόντος, δεν έχει νόημα. Οι γυναίκες στον δυτικό κόσμο έχουν, εν πολλοίς, κατακτήσει την ευαγγελιζόμενη «απελευθέρωση» και οι άντρες έχουν χάσει αρκετά από τα παλαιά τους γνωρίσματα. Στην εποχή της μεταμοντέρνας Νεωτερικότητας τα υβριδικά και αναμεμιγμένα σχήματα ζωής αποτελούν κύρια στοιχεία.

15

Π

Η Ρομαντική άρνηση

ερνώντας στην δική μας θεώρηση γίνεται σαφές ότι με την άρνησή μας να δεχτούμε όλα τα παραπάνω, και συνεπώς τον Φεμινισμό ως συνολική έννοια, προκαλούμε άμεσα ένα ερώτημα: «Μα γιατί οι ρομαντικοί παραδοσιοκράτες απορρίπτουν τον Φεμινισμό; Δεν ενδιαφέρονται για τα δικαιώματα των γυναικών;» Η απάντηση είναι όχι! Οι ρομαντικοί δεν ενδιαφερόμαστε για τα δικαιώματα των γυναικών. Ενδιαφερόμαστε για τις ίδιες τις γυναίκες. Οι ρομαντικοί δεν ενδιαφερόμαστε ούτε για τα δικαιώματα του ανθρώπου! Ενδιαφερόμαστε για τον ίδιο τον άνθρωπο. Οι Νεωτεριστές ενώ από την μια αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ύπαρξη προεμπειρικών και έμφυτων εκφραστικών-πολιτισμικών προδιαγραφών στον άνθρωπο θεωρώντας ότι γεννιέται σαν «λευκός πίνακας» που αποκτά συνειδησιακή δυναμική και χαρακτήρα μοναχά από τις επιρροές του περιβάλλοντος, από την άλλη έσπευσαν να δηλώσουν ότι το κάθε άτομο γεννιέται με φυσικά απαράγραπτα δικαιώματα τα οποία και θεσμοθέτησαν με νομικές συμβάσεις. Κατέληξαν έτσι στο αλλόκοτο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος δεν διαθέτει έμφυτα πνευματικά γνωρίσματα αλλά διαθέτει εν τη γενέσει του ατομικά δικαιώματα! Ο κάθε ρομαντικός δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει με νόημα διαπιστώνοντας την παραπάνω ιδεολογική μεροληψία. Για όσους διαθέτουν έντονη αισθαντικότητα και ανεπηρέαστη σκέψη είναι προφανές ότι ο σεβασμός και η πνευματικότητα του ανθρώπου δεν χρειάζονται αφηρημένες ιδεοληψίες και νομοθετικά διατάγματα για να αναγνωριστούν. Είναι αναμφίβολο πως ο κάθε άνθρωπος έχει αξία καθαυτός. Όπως είναι αναμφίβολο κι ότι ο κάθε άνθρωπος γεννιέται φέροντας κληρονομημένες από τους προγόνους του πολιτισμικές προδιαγραφές κι έμφυτες προεμπειρικές παραστάσεις. Η Φύση σαφώς και υπάρχει, προικίζοντας τους ανθρώπους με αναγνωρίσιμα στοιχεία, τόσο στο επίπεδο των δυο φύλων όσο και σε εκείνο των συλλογικών οργανισμών (έθνη, φυλές), που προορισμός τους είναι να εκφραστούν στον κόσμο της υλικής εμπειρίας. Το περιβάλλον αδιαμφισβήτητα αποτελεί το πλαίσιο στο οποίο ασκούνται οι


(μεγαλύτερες ή μικρότερες) έμφυτες ικανότητες του κάθε συλλογικού ή ατομικού οργανισμού, όμως αυτό δεν αναιρεί την προεμπειρική τους υπόσταση. Άντρας και γυναίκα, έχοντας έμφυτους ρόλους, σίγουρα δεν αποτελούν κοινωνικές κατασκευές. Καλύτερη απόδειξη επ’ αυτού, σχετικά με το χάρισμα της μητρότητας, αποτελεί η μελέτη των περισσότερων θηλαστικών τα οποία, μολονότι δεν αναπτύσσουν πολιτισμούς για να έχουν «καταπιεστικές παραδόσεις», αποτυπώνουν ενστικτικά τις βουλές της Φύσης και την έμφυτη ύπαρξη του μητρικού χαρίσματος. Για τους ρομαντικούς, αντιληπτικό άξονα του ανθρώπου αποτελεί το πρωτογενές και ακίνητο κέντρο της πνευματικής σταθερότητας γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο πολιτισμός κι όχι η φετιχιστική ψευδαίσθηση κίνησης προς τα εμπρός, που οι «προοδευτικοί» αποκαλούν «απελευθέρωση». Ο ρομαντικός άνθρωπος μπορεί να κατηγορηθεί ως αρνητής της εξέλιξης, ως αντιδραστικός εχθρός της προόδου, ως δήμιος της ελευθερίας. Ωστόσο, τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύει και δεν μπορεί να τον αγγίξει. Γιατί ο προσανατολισμός του είναι προς τις Ιδέες και όχι προς τις έννοιες. Γιατί ο ρομαντικός είναι εκείνος που κατανοεί πως με το αναμάσημα των αυτονόητων και την διαστρεβλωμένη εξαγωγή τους σε μαζικά καταναλώσιμες έννοιες, οι νεωτεριστές έκλεισαν τον κόσμο στη φυλακή ενός αντιανθρώπινου κουτιού που κατασκευάστηκε με χρηματοδότηση του διεθνούς εβραϊκού κεφαλαίου. Ο ρομαντικός κάνει πράξη την θετική ελευθερία, τον κοινοτισμό, την εθνική οργανικότητα. Βυθίζεται πνευματικά στα νάματα της παράδοσης. Εκφράζει την ηρωική υπερβατικότητα και την ευγένεια της ψυχής. Αναζητά το Δίκαιο και το Ωραίο. Φτερουγίζει μέσω της φαντασίας του εκεί που βασιλεύει το Ιδεατό. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να αδιαφορήσει για τα προβλήματα των γυναικών ή άλλων ομάδων; Εκείνο που τον κάνει να απορρίπτει τον Φεμινισμό είναι η διαπίστωση ότι οι εκφραστές του δεν ενδιαφέρονται για να υπερασπιστούν την γυναίκα ως γυναίκα, μα αγωνίζονται (και σε μεγάλο βαθμό το έχουν καταφέρει) προκειμένου να την μετατρέψουν σε ένα άμορφο πλάσμα ενός περιβάλλοντος ομογενοποιημένων ανθρωποειδών που το καθένα θα

λειτουργεί αποτελεσματικά ως εξάρτημα για τους μηχανισμούς της αγοράς και τους κοινωνικούς σχηματισμούς της απρόσωπης παγκοσμιότητας. Στην πρωτογενή του μορφή ο Φεμινισμός φαίνεται ότι εκπροσωπούσε κάτι εύλογο. Εφόσον η νεωτερική εποχή είχε γεννηθεί και η ζωή αστικοποιούταν ταχέως έμοιαζε αυτονόητο οι γυναίκες που είχαν αφήσει τους παραδοσιακούς τους

ρόλους και αποκτούσαν κοινωνική κινητικότητα να διεκδικούν την θεσμοθέτηση πολιτικής και νομικής ισότητας με τους άντρες. Εκείνο, ωστόσο, που η ρομαντική ματιά εξ αρχής συνέλαβε ήταν πως η μετρήσιμη ισότητα και τα νομικά πλαίσια είχαν απομακρύνει τους άντρες και τις γυναίκες από την ουσία της ύπαρξής τους. Η παλιά κοινοτική οργανικότητα που βασιζόταν στο κύτταρο της οικογένειας και ο προνεωτερικός αυθεντικός βίος που αφθονούσε από συναισθηματική ένταση και πνευματικότητα, παραχωρούσαν την θέση τους σε έναν τυποποιημένο τρόπο ζωής στον οποίο μηχανοποιημένα άτομα αμφότερων φύλων ζούσαν σε απρόσωπα μαζικά περιβάλλοντα, δρούσαν ωφελιμιστικά και εκποιούσαν έμφυτες ομορφιές προς χάριν αφηρημένων εννοιών

16

της μόδας. Επίσης, πέρα από το αισθητικό-φιλοσοφικό επίπεδο της ρομαντικής άρνησης, υπήρξε και μια διαπίστωση με πολιτικό χαρακτήρα. Ο Φεμινισμός ήταν κατεξοχήν συστημικός, φιλοαστικός και καπιταλιστικός, καθώς τα αιτήματά του αποσκοπούσαν στο βάθεμα της υλιστικής αστικής δημοκρατίας (μέσω της ενσωμάτωσης σε αυτήν μιας νέας κοινωνικής ομάδας) και όχι στην ανατροπή της. Σε αυτή τη διττή διαφοροποίηση, αισθητικήφιλοσοφική από την μια και πολιτική από την άλλη, βασίζεται η ρομαντική άρνηση του πρώτου κύματος Φεμινισμού. Όσον αφορά το δεύτερο κύμα η απόσταση από τις ρομαντικές ενοράσεις έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Προτάσεις για αναπαραγωγή μέσω εργαστηρίων και για κατάργηση της οικογένειας δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως απόρροιες εφιαλτικών ψευδαισθήσεων μιας αρρωστημένης αριστερίστικης δυστοπίας. Μιας δυστοπίας της οποίας οι θιασώτες, εστιάζοντας μυωπικά στο παρόν, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι οι κοινωνίες αποτελούν συνέχειες γενεών κι ότι δεν ανήκουν αποκλειστικά στους ζώντες. Έτσι, προκειμένου να ικανοποιηθεί το αίτημα της τότε παρούσας γενιάς για μια διαφημιζόμενη «απελευθέρωση», όχι μόνο προέκυψε ως αποτέλεσμα η απομάκρυνση του ανθρώπου από την ουσία της ύπαρξής του (όπως συνέβη κατά το πρώτο κύμα Φεμινισμού) αλλά επιπροσθέτως προτάθηκε η αμείλικτη θυσία της κάθε επερχόμενης γενιάς σε εργαστήρια αναπαραγωγής και ιδρύματα ανατροφής. Η διάσταση του Ρομαντισμού με τον Φεμινισμό του δεύτερου κύματος εκτός από αισθητικές και πολιτικές, απέκτησε πια και ηθικές διαστάσεις. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, τα ρομαντικά ερωτήματα που προέκυψαν είχαν κι αυτά ηθικό περιεχόμενο: «Οι νεωτεριστές, που με τόση ευαισθησία εδώ και τρεις αιώνες κόπτονται για τα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν συμπεριέλαβαν στο πεδίο τους και τα παιδιά που πρόκειται να γεννηθούν ή να μεγαλώσουν με τέτοιον τρόπο; Η μητρότητα και η οικογενειακή θαλπωρή είχαν άραγε γι’ αυτούς ελάχιστη αξία μπροστά στα διαφημιζόμενα και αφηρημένα ανθρώπινα δικαιώματα;» Μια απλή ανάγνωση των μυθιστορημάτων του Κάρολου Ντίκενς ίσως τους βοηθούσε να αναθεωρήσουν κάποια απ’ τα πιστεύω τους.


Ο τελικός προορισμός του φεμινιστικού κινήματος αποκαλύφθηκε στην τρίτη του φάση. Το σχέδιο των φιλοσόφων του Διαφωτισμού για ένα παγκόσμιο κράτος εγκαθιδρυμένο σε μια ομογενοποιημένη κοινωνία με «χειραφετημένους» διεθνείς πολίτες, παρουσιάστηκε κατά τον 18ο αιώνα. Στην ιστορική του εξέλιξη ο Φεμινισμός, περνώντας σταδιακά από τα αιτήματα φιλελευθεροποίησης, κατέληξε στο να χρησιμεύσει ως ένα κοινωνικό εργαλείο αυτού του σχεδίου, που σκοπό είχε την διάλυση της πραγματικής ταυτότητας των φύλων. Έτσι, πριν λίγα χρόνια, όταν ήμουν φοιτητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησα κάποιους μισθωμένους προπαγανδιστές της μεταμοντέρνας εκδοχής του νεωτερικού καθεστώτος που συμβατικά αποκαλούνται καθηγητές πανεπιστημίου, να διδάσκουν συνολικά την ιστορία και την θεωρία του Φεμινισμού και να αγωνίζονται λυσσαλέα προκειμένου να επιβάλουν στους φοιτητές τους απόψεις του τύπου «η Φύση στα φύλα δεν υπάρχει, άντρας και γυναίκα αποτελούν κοινωνικές κατασκευές κλπ». Έχω την εντύπωση πως αν η εποχή μας διέθετε ένα ελάχιστο απόθεμα σοβαρότητας δεν θα υπήρχε κανείς λόγος να συζητάμε με τέτοιους ανθρώπους. Στην καλύτερη περίπτωση μια υγιής κοινωνία ίσως να τους χάριζε πρώτης τάξεως θέσεις σε κάποια παρέλαση καρναβαλιστών, με την διαφορά ότι αυτοί θα έπρεπε να παρελάσουν δίχως αμφιέσεις, φορώντας απλά την καθημερινή τους ενδυμασία. Δυστυχώς, όμως, η Νεωτερικότητα -και ιδίως η μεταμοντέρνα εκδοχή της- αποτελεί μια ιστορική φάση αντιστραμμένων αξιών. Δυνάμεις αντιανθρώπινες, συγκεκαλυμμένες με τον μανδύα της αποδεκτής καθημερινής κανονικότητας, έχοντας κατακλύσει την εκπαίδευση, τα Μ.Μ.Ε, την πολιτική και την διανόηση καταδυναστεύουν εμφανώς ή αφανώς τα έθνη, τις κοινωνίες και τις ζωές μας. Ωστόσο, φαίνεται πως υπάρχει ελπίδα! Η εποχή μας μπορεί να ξέμεινε από αποθέματα σοβαρότητας, έδειξε πάντως ότι διαθέτει αποθέματα αξιοπρέπειας.

Η κρίση των ημερών μας δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι συνολική κρίση του νεωτερικού υποδείγματος. Κι εμείς ως ρομαντικοί, εκεί… στις ρωγμές που έχουν δημιουργηθεί πρέπει να τοποθετήσουμε τους πνευματικούς μας δυναμίτες, προκειμένου να ανατινάξουμε το νεωτερικό κέλυφος και να αποκτήσουμε ξανά ορατότητα στον κόσμο των Ιδεών και επαφή με τον πραγματικό εαυτό μας.

Εστιάζοντας στην περίπτωση του Φεμινισμού θα διαπιστώσει κανείς πως η καθεστωτική του υφή έγκειται στην μόδα και την άγνοια. Στην μόδα, γιατί έχει γίνει πια παραδεκτή για τον μέσο Έλληνα η αποδοχή της εύηχης πρότασης «οι γυναίκες έχουν δικαιώματα και δυνατότητες ανάλογες -ή και ίδιες- με τους άντρες». Λίγοι, ωστόσο, είναι εκείνοι που σκαλίζουν την φρασεολογία της καθημερινότητας για να αντιληφθούν αυτό που εννοεί ο Φεμινισμός μέσω αυτής της δήλωσης. Κι εκεί εισέρχεται το ζήτημα της άγνοιας. Γιατί ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι, σύμφωνα με την ιστορία και τις θέσεις του φεμινιστικού κινήματος, προτάσεις όπως η παραπάνω δεν αποτελούν απόρροιες μια ηθικής τάσης προς την φιλανθρωπία και το καλό μα επικεφαλίδες μιας συνολικής απόπειρας για την ανατροπή των όρων της Ζωής.

17

Απαντώντας στους υποστηρικτές του Φεμινισμού οφείλω πρώτα να παραδεχτώ ότι σε παραδοσιακές δομές και ιστορικές φάσεις μπορώ ως ρομαντικός να ανιχνεύσω στάσεις και συμπεριφορές που δεν μου αρέσουν. Ωστόσο, η κρίση για αυτές πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη πρώτα την κουλτούρα και την ταυτότητα του κάθε εθνικού συνόλου κι έπειτα την ιδιαιτερότητα της κάθε περίπτωσης. Σαφώς και είναι απαράδεκτο το θέαμα της κακοποίησης ανθρώπου από άνθρωπο, είτε το απαντάμε σε νεωτερικές είτε σε προνεωτερικές κοινωνίες. Το ζήτημα, όμως, είναι τι εννοεί ο καθένας αναφερόμενος στην κακοποίηση, πως την ερμηνεύει και τι προτείνει ως απάντηση. Γιατί αν η απάντηση εμπεριέχει προτάσεις όπως η εξαναγκαστική διάλυση των οικογενειών, η αναπαραγωγή σε σωλήνες και άλλα σχετικά, στόχος τελικά δεν γίνεται το φαινόμενο της κακοποίησης μα ο έρωτας, η οικογενειακή θαλπωρή, η ανθρώπινη ουσία, η ίδια η Φύση. Μέσω τέτοιων προτάσεων αποκαλύπτεται για πολλοστή φορά πως ο πραγματικός εχθρός των νεωτεριστών δεν είναι η κοινωνική παθογένεια μα η παράδοση, ο συναισθηματικός πλούτος, η εθνική και φυλετική ταυτότητα, καθώς επίσης και ο,τι άλλο στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά τους. Η διαφορά είναι ξεκάθαρη. Για έναν ρομαντικό στόχο του ανθρώπου αποτελεί η αυτοπραγμάτωση και η κίνηση προς το Δίκαιο, το πραγματικά Αληθές. Όχι η εύκολη και αφηρημένη «φυγή προς τα εμπρός», που υποστηρίζουν οι νεωτεριστές. Και σε αυτό το πεδίο, ο κόσμος της παράδοσης υπερτερεί σαφώς εκείνου της Νεωτερικότητας. Διακηρύσσοντας τις αξίες της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ και προσπαθώντας να υπονομεύσω το πλαίσιο του κόσμου της Νεωτερικότητας, μπορώ να αναφέρω πλήθος γυναικών που κατά την αρχαιότητα, τον μεσαίωνα και την προνεωτερική εποχή συνολικά, άγγιξαν αισθητικά επίπεδα τα οποία για τις «χειραφετημένες» γυναίκες της Νεωτερικότητας είναι όχι μόνο δυσπρόσιτα αλλά και ακατάληπτα. Δεν θα επιλέξω, όμως, μια ιστορική αναφορά. Αντιθέτως, θα καταφύγω για μια ακόμη φορά στο αγαπημένο όπλο που μας χάρισε ο Ρομαντισμός, δηλαδή στη νεώτερη λογοτεχνία του φανταστικού.


προέλευση. Συνεπώς, αναφέρω την εν λόγω θέση προκειμένου να προσθέσω μια ακόμη μαρτυρία διαπίστωσης της έντονα ρομαντικής συγγραφικής του ταυτότητας, χωρίς όμως να την συμμερίζομαι. Η αλήθεια είναι πως ο Τσέημπερς υπήρξε εξολοκλήρου ρομαντικός, όπως και η νεώτερη λογοτεχνία του φανταστικού είναι συνολικά προερχόμενη από τον Ρομαντισμό.

Η δεσποινίδα του Ρόμπερτ Τσέημπερς

Ο

Ρόμπερτ Τσέημπερς (18651933) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της νεότερης λογοτεχνίας του φανταστικού. Ξεκίνησε την λογοτεχνική του διαδρομή γράφοντας έργα υπερφυσικού τρόμου ενώ στην συνέχεια καταπιάστηκε με το ιστορικό μυθιστόρημα, την επιστημονική φαντασία και το παραμύθι. Συνδέθηκε με τον κύκλο του Χ.Φ. Λάβκραφτ και επηρέασε τον τελευταίο τόσο στο στυλ της γραφής όσο και στις εμπνεύσεις υπερφυσικών στοιχείων. Νουβέλες σκοτεινές και υποβλητικές. Λόγος γλαφυρός με ρυθμό που απορροφά τον αναγνώστη και υπαινιγμούς που προκαλούν ρίγη. Ρομαντικός παλμός και επιτυχημένη ανάμιξη του πραγματικού με το φανταστικό. Αυτά είναι κάποια από τα στοιχεία που κληροδότησε η πένα του Τσέημπερς στην λογοτεχνική ιστορία του Φανταστικού. Μολονότι σπούδασε στην Γαλλία ανάμεσα σε πρωτοπόρους καλλιτέχνες και συνεργάστηκε ως εικαστικός με νεωτεριστικά αμερικανικά περιοδικά (Life, Vogue, Truth), ο Τσέημπερς υπήρξε πραγματικός ρομαντικός λογοτέχνης. Πολλοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι καλλιέργησε με επιτυχία το ρομαντικό φανταστικό μυθιστόρημα, εκλαμβάνοντας το τελευταίο ως ξεχωριστή υποκατηγορία του έργου του. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πως κάθε λογοτεχνικό είδος του νεότερου φανταστικού έχει ρομαντική

Η «Δεσποινίς Ντ’ Ις», αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά ρομαντικά κείμενά του. Πρόκειται για ένα αυτόνομο νοηματικά διήγημα του έργου που φέρει τον τίτλο «Ο βασιλιάς με τα κίτρινα (1895)». Στην δεσποινίδα Ντ’ Ις, ο αμερικανός «μάγος του φανταστικού» αποτυπώνει με απαράμιλλο τρόπο ένα υπόδειγμα παραδοσιακού γυναικείου χαρακτήρα. Η πένα του περιγράφει ανάγλυφα μια αρχετυπική θηλυκή μορφή, χαρίζοντας στους αναγνώστες την λογοτεχνική ηρωίδα-αντανάκλαση του ιδεατού τύπου γυναίκας. Εκείνο που θα πρέπει να σημειώσουμε αρχικά είναι πως ο Τσέημπερς δεν παρουσιάζει την δεσποινίδα Ντ’ Ις ως μέρος ενός ευρύτερου λογοτεχνικού καμβά. Αντιθέτως, εστιάζει εσκεμμένα σε αυτήν προκειμένου να φωτίσει την αυθεντική της θηλυκότητα ως προέκταση ενός παραδοσιακού περιβάλλοντος και ως εμβάθυνση ενός αριστοκρατικού χαρακτήρα. Είναι σαφές πως το χάρισμα της φαντασίας βοήθησε τον συγγραφέα να προσεγγίσει το αρχετυπικό πρότυπο της γυναίκας ως την πηγή του ενώ η εμπνευσμένη του πένα τον κατέστησε ικανό να το αποτυπώσει στο χαρτί, αφήνοντας στην φανταστική λογοτεχνία μια σπουδαία κληρονομιά και στους πυρήνες των ρομαντικών ένα έξοχο υπόδειγμα ως αντιπρόταση στον Φεμινισμό. Ξεκινώντας να αναλύουμε το εν λόγω διήγημα οφείλουμε πρώτα να περιγράψουμε συνοπτικά την υπόθεσή του. Ο Τσέημπερς γράφει σε πρώτο πρόσωπο, μιλώντας μέσω του λογοτεχνικού χαρακτήρα ενός αμερικανού των τελών του 19ου αιώνα που έχει βρεθεί σε ένα γαλλικό δάσος για αναψυχή, μα όντας υπερβολικά φιλόδοξος στους υπολογισμούς αγνοεί τις συμβουλές που του έδωσαν με αποτέλεσμα να χαθεί. Χωρίς να πλατιάζει και να επιδίδεται σε επιμέρους περιγραφές, μοναχά από τα λίγα που λέει σε πρώτο πρόσωπο, ο συγγραφέας αφήνει με επιτυχία τον αναγνώστη α) να αντιληφθεί

ότι ο αμερικανός του διηγήματος αποτελεί προέκταση του εαυτού του και β) να υπονοήσει ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο με συναισθηματισμό, πείσμα και ευγένεια. Στη συνέχεια της υπόθεσης ο περιηγητής, ψάχνοντας κάποιο σημάδι για να επαναπροσανατολιστεί, συναντιέται απρόσμενα με μια κοπέλα που κυνηγά λαγούς με την βοήθεια ενός εκπαιδευμένου γερακιού. Όταν αυτός την ρωτά πως θα ξαναβρεί τον δρόμο του εκείνη του απαντά κάπως αόριστα. Ο Τσέημπερς εκμεταλλεύεται αυτή την αοριστία για να δημιουργήσει τα πρώτα ρίγη στους αναγνώστες. Στην συνέχεια του διηγήματος η κοπέλα προτίθεται να φιλοξενήσει τον περιηγητή. Εκείνος την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά και στο διάστημα που φιλοξενείται στον παράξενο πύργο της, σε ένα μέρος που μοιάζει ξεχασμένο στην μεσαιωνική εποχή, της εκφράζει τα συναισθήματά του. Ο έρωτας που γεννιέται θα έχει ωστόσο ένα τέλος που από την μια είναι κάπως άγαρμπο σε σχέση με τις λογοτεχνικές δυνατότητες του Τσέημπερς και από την άλλη ταιριάζει σε μια ιστορία υπερφυσικού τρόμου. Εκείνο, όμως, που δείχνει να ενδιαφέρει τον Τσέημπερς περισσότερο -και που σίγουρα καταφέρνει- είναι όχι να δώσει στο διήγημα ένα συναρπαστικό τέλος μα να σφυρηλατήσει λογοτεχνικά την ιδεώδη γυναίκα μιας αριστοκρατικής παραδοσιακής κοινωνίας. Οι πρώτες αναλυτικές περιγραφές της είναι ενδεικτικές του τι εννοώ. «Το ωραίο της κεφάλι με τις καστανές μπούκλες ήταν στολισμένο με ένα καλλωπιστικό κάλυμμα...Το χειροποίητο κυνηγετικό φόρεμα με τα ασημένια πλαίσια στις άκρες τόνιζε υπέροχα το λυγερό κορμί της και στο γαντοφορεμένο της καρπό είχε ένα από τα αγαπημένα της γεράκια. Με μια αφοπλιστική απλότητα μου έπιασε το χέρι και με οδήγησε στον κήπο της αυλής1» και «συνειδητοποίησα ότι θα έδινα και την ζωή μου για να αγγίξω εκείνες τις τριανταφυλλένιες παλάμες2» μιας γυναίκας που μιλούσε με μια γλυκιά σοβαρότητα που σπάνια συναντά κανείς, παρά μόνο σε παιδιά. Η πρώτη αυτή αναφορά στο πως βλέπει ο αμερικανός περιηγητής την δεσποινίδα Ντ’ Ις εστιάζει σε δυο σημεία. Αρχικά στην εξωτερική της εμφάνιση, με το «ωραίο κεφάλι», το «λυγερό κορμί» και τις καλοφτιαγμένες παλάμες, κι έπειτα στους όμορφους και ανεπιτήδευτους

1) Ρόμπερτ Τσέημπερς, Ο Βασιλιάς με τα Κίτρινα, (Δεσποινίς Ντ’ Ις), σελ. 130, μετάφραση Βάκυ Τόμπρου, επιμέλεια Μάκης Πανώριος, εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 2000. 2) Οπ. σελ. 131.

18


τρόπους της χαρακτηριστικά των οποίων αποτελούν η αφοπλιστική απλότητα και η γλυκιά ομιλία με την παιδική σοβαρότητα. Και στα δυο σημεία εστίασης αναδεικνύεται μια παραδοσιοκεντρική αντίληψη των πραγμάτων. Ωραία εξωτερική εμφάνιση και τρόποι που βασίζονται στον αυθορμητισμό ενός ψυχικού πλούτου δημιουργώντας οικειότητα. Πρόκειται για σχήματα της γνήσιας παραδοσιακής αριστοκρατικής αντίληψης, πριν αυτή εκφυλιστεί σε τετριμμένη τυπολατρεία. Στην συνέχεια ακολουθούν σχόλια σχετιζόμενα με την αγωγή της δεσποινίδος. Ο Τσέημπερς μέσω της αφήγησης του λογοτεχνικού του ήρωα θαυμάζει το γεγονός ότι η Ντ’ Ις «γνώριζε τους μύθους του Λουπ Γκαρού και της Ζαν λα Φλαμ.. Κεντούσε και έγνεθε λινάρι. Τα γεράκια και τα λαγωνικά ήταν η μόνη της διασκέδαση3». Η μέθεξη στους μύθους και την ιστορία του τόπου αποτελούν βασικό γνώρισμα της παραδοσιακής παιδείας, οι γνώσεις στο κέντημα και τις γυναικείες δουλειές της προνεωτερικής εποχής αναδεικνύουν την ικανότητά της και στα οικιακά ενώ τέλος η ενασχόληση με το κυνήγι δείχνει τον δυναμισμό της. Μάλιστα, η διευκρίνιση πως το κυνήγι αποτελεί την μόνη της διασκέδαση έρχεται για να ξεκαθαρίσει πως μια τέτοια έξοχη γυναίκα δεν σχετίζεται με κοσμικές παρεκτροπές πομπωδών

διασκεδάσεων που σε πολλές ιστορικές περιπτώσεις αποτέλεσαν στρεβλώσεις του αριστοκρατικού ιδεώδους. Κλείνοντας αυτή την άτυπη ενότητα που αφορά την αγωγή της Ντ’ Ις ο περιηγητής παραθέτει μια διαπίστωση με αισθητικό και πολιτικό υπόβαθρο. Λέγοντάς της το όνομά του την βλέπει να ανταποκρίνεται θετικά. Της αρέσει το όνομα Φίλιπ, κι επιμένει ότι εφόσον ονομάζεται έτσι θα πρέπει να έχει γαλλικό αίμα στις φλέβες του4. Όπως είναι γνωστό η έμφαση στην καταγωγή και την φυλετική προέλευση αποτελεί διακριτικό των παραδοσιακών αξιών, το οποίο κληρονομήθηκε από τις παραδοσιοκρατικές πολιτικές ιδεολογίες του συντηρητικού και του ριζοσπαστικού εθνικισμού. Πέρα όμως από την αγωγή της δεσποινίδος, ο Τσέημπερς διεισδύει και στον εσωτερικό της κόσμο δίνοντας έμφαση σε δυο πτυχές. Στην στάση της σχετικά με κάποια ζητήματα και στην ευγένεια της ψυχής της. Όταν ο Φίλιπ της εκφράζει την γνώμη του για τις γυναίκες, μια γνώμη συμβατή με την κατεστημένη αντίληψη περί «ερωτεύσιμου» αλλά και αμείλικτου πλάσματος την οποία συναντάμε σε πολλές παραδόσεις με διαφορετική προέλευση (πχ. τόσο στον χριστιανισμό, όσο και στην φιλοσοφία του Νίτσε), εκείνη απαντά ταραγμένη δείχνοντας την λεπτότητα και την αρχετυπική γυναικεία ευθιξία της, λέγοντας «είναι πολύ σκληρό αυτό που

είπατε5». Έπειτα, αρνείται ευγενικά την συγγνώμη του και τον προκαλεί σε μια δοκιμασία για να του δείξει πόσο λάθος είναι η γνώμη του. Η «δοκιμασία» δεν είναι άλλη από την φιλοξενία στον πύργο της. Τον προσκαλεί, λοιπόν, στον οίκο της προκειμένου να του δείξει πως μια πραγματική κυρία μπορεί να συμπεριφερθεί σε έναν άνθρωπο που την έχει ανάγκη. Ωστόσο, ο Φίλιπ δεν χρειάζεται να δει περισσότερα γνωρίσματα της Ντ’ Ις. Ο θεός του έρωτα τον έχει ήδη τοξεύσει και ενδόμυχα -μαρτυρά στους αναγνώστες- πως η πρόθεσή του να μιλά μαζί της τον έκανε να πει απερίσκεπτα κάτι τόσο γενικόλογο απευθυνόμενος σε μια τόσο ιδιαίτερη γυναίκα. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία, πάντως, είναι πως ο Τσέημπερς καταφέρνει να διατηρεί ακλόνητο τον ενάρετο χαρακτήρα της Ντ’ Ις ακόμη και σε μια στιγμή με προϋποθέσεις έντασης. Η ευγενική δεσποινίδα δεν αποδοκιμάζει, δεν θυμώνει, δεν αντιδρά με ένταση. Διαφωνεί και πληγώνεται, μα ο ρυθμός του λόγου της παραμένει σταθερός, το ύφος της γλυκά αγέρωχο, η ειλικρίνειά της ανεπιτήδευτη και η ψυχή της βελούδινη σαν τα φύλλα του ρόδου. Κάπου εκεί ο συγγραφέας αποφασίζει να αναδείξει κάποιες απόψεις του μέσα από τον χαρακτήρα του Φίλιπ. Στην ουσία γίνεται εμφανές πως ο ίδιος ο Τσέημπερς έχει γοητευθεί από την ιδεατή γυναίκα που αποτυπώνει στο χαρτί κι έχει βυθιστεί στον παραδοσιακό κόσμο της μεσαιωνικής αριστοκρατίας του διηγήματος. Έτσι, όταν ο Φίλιπ αναγκάζεται να αλλάξει τα βρεγμένα του σύγχρονα ρούχα και να φορέσει την μεσαιωνικού τύπου στολή που του δίνουν στον πύργο της Ντ’ Ις, αρχικά νιώθει παράξενα. Όταν όμως ρίχνει μια πιο προσεκτική ματιά στα δικά του ρούχα και μετά στην στολή που φορά, ομολογεί απερίφραστα «τι φρικτά που ήταν (τα σύγχρονα ρούχα) σε σχέση με την κομψή στολή που φορούσα τώρα6». Πρόκειται για μια σαφή αντι-μοντέρνα υποδήλωση εκ μέρους του Τσέημπερς. Κατανοώντας ότι το μεγάλο όπλο της μόδας είναι η επικαιρότητα, μέσω της οποίας ακόμη και κάτι πασιφανώς γελοίο μπορεί να καταστεί γενικά αποδεκτό, ο αμερικανός λογοτέχνης μας καλεί να εισδύσουμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο αντίληψης των πραγμάτων και να συνειδητοποιήσουμε πως οι Ιδέες και τα πραγματικά ωραία σχήματα ζωής μπορούν να καλυφθούν κάτω από 3) Οπ. σελ. 138. 4) Οπ. σελ. 139. 5) Ο.π σελ. 130. 6) Ο.π σελ. 136.

19


την λάσπη και τον κουρνιαχτό της κατευθυνόμενης από συγκεκριμένα κέντρα επιβολής του νεωτερικού «καθώς πρέπει». Όταν η λάσπη ξεπλυθεί από την επιφάνεια των πραγμάτων οι νεωτερικές επιλογές ξεφτίζουν και η λάμψη του αληθινά ωραίου, το οποίο υπάρχει σε μεγάλα αποθέματα εντός του παραδοσιακού πλαισίου ζωής, γίνεται πια ορατή. Στην συνέχεια του διηγήματος ο Φίλιπ, χωρίς περιστροφές, υπολογισμούς και σκοπιμότητες, με ευγένεια και ευθύτητα, εξομολογείται στην δεσποινίδα Ντ’ Ις ότι την αγαπά. Και σε αυτό το σημείο ο Τσέημπερς εστιάζει σε ένα ακόμη γνώρισμα της ιδεατής γυναίκας. Το εν λόγω γνώρισμα δεν είναι άλλο από τον τρόπο που ανταποκρίνεται στην ερωτική πρόταση ενός άντρα. Η Ντ’ Ις είναι και πάλι ευγενική, χωρίς διάθεση για αμφιλογίες και δισταγμούς. Ανοίγει το παράθυρο της προοπτικής που ζητά ο Φίλιπ, χωρίς όμως να ανταποκριθεί άμεσα, ζητώντας εμμέσως λίγο χρόνο επιπλέον, προκειμένου να γνωρίσει περισσότερο τον φιλοξενούμενό της. Ωστόσο, η όλη της στάση δεν κρύβει σκοπιμότητα. Ο έρωτας έχει αγγίξει και τις δικές της χορδές κι εκείνη δεν το κρύβει. Επιδιώκει μοναχά το αυτονόητο. Λίγη περισσότερη παρέα με αυτόν που αγαπά. Λίγη περισσότερη γνώση. Έτσι, του απαντά με νόημα, ρίχνοντας την γέφυρα αλλά και καλώντας τον ταυτόχρονα να την διαβεί, ότι τα λόγια του αγγίζουν την καρδιά της. Ο Φίλιπ τελικά διαβαίνει την γέφυρα και κερδίζει την καρδιά της κόμισσας Ντ’ Ις. Η επιβεβαίωση έρχεται με έναν λεπτό ιπποτικό τρόπο. Εκείνη του απλώνει το χέρι κι αυτός της το αγγίζει με τα χείλη του. Πρόκειται για την μοναδική στιγμή ερωτικής σαρκικής επαφής του ζευγαριού σε ολόκληρο το έργο. Και είναι τόσο απαλή, τόσο ευγενική, όσο οι καρδιές των δυο ρομαντικών ηρώων. Στο τέλος του διηγήματος ο Τσέημπερς βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει και την αξία του να μένει μια γυναίκα πιστή ως γνώρισμα της ειλικρινούς αγάπης, που μόνο μια μορφή με τα αρχετυπικά γνωρίσματα της κόμισσας θα μπορούσε εκφράσει.

Ο Φίλιπ ανακαλύπτει ότι έχει διεισδύσει, άγνωστο πως, στην εποχή που χρονολογείται ανάμεσα στο τέλος του μεσαίωνα και την αρχή της αναγέννησης. Η αγαπημένη του κόμισσα ζει περίπου τριακόσια χρόνια πριν. Ωστόσο, οι μεταφυσικές ισορροπίες διαταράσσονται ξανά έπειτα από έναν επικίνδυνο τραυματισμό του. Ο περιηγητής ξαναβρίσκεται άξαφνα στην δική του εποχή, μπροστά από τον τάφο της καλής του, όπου διαβάζει στον τύμβο της πως πέθανε νέα για την αγάπη του Φίλιπ, ενός ξένου. Σίγουρα είναι μεγάλο το εύρος των συναισθημάτων που γεννά αυτό το τέλος. Εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας ιστορίας υπερφυσικού τρόμου, δημιουργεί την αίσθηση μιας γλυκόπικρης απώλειας που βασίζεται στην τραγικότητα ενός χαμένου μεγάλου έρωτα, προκαλεί

αιφνιδιασμό (σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την λογοτεχνία του φανταστικού) και πολλά άλλα. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή, ο Τσέημπερς δεν παύει να μας υπενθυμίζει ότι η κόμισσα Ντ’ Ις αφιερώθηκε πραγματικά στον άντρα που αγάπησε, με αποτέλεσμα να πεθάνει από την στενοχώρια της για την απώλειά του.

Κ

λείνοντας, λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πένα του Τσέημπερς βουτήχτηκε στο μελάνι του κόσμου των Ιδεών και κατάφερε να μας παρουσιάσει τον ιδεώδη τύπο της γυναίκας. Ανεπιτήδευτη, όμορφη, ευγενική, αιθέρια, συναισθηματική,

20

δυναμική και πιστή. Μα πάνω απ’ όλα παραδοσιακή και αληθινή. Πραγματική γυναίκα και όχι απογυναικοποιημένο θηλυκό σαν κι αυτά που γέμισε τον κόσμο της εποχής μας η λογική της Νεωτερικότητας. Κι αν κάποιοι προβάλουν το επιχείρημα ότι χαρακτήρες όπως της δεσποινίδος Ντ’ Ις υπάρχουν μόνο στα παραμύθια και στις φανταστικές ιστορίες, θα πρέπει να τους προτείνουμε να διαβάσουν ιστορία και να τους υπενθυμίσουμε πως και το μοντέλο του ανθρώπου των καιρών μας -με τις «προοδευτικές» αντιλήψεις (ανάμεσα στις οποίες και οι φεμινιστικές), τις διεθνιστικές ιδεοληψίες και τις ωφελιμιστικές πρακτικές- πριν την έλευση της νεωτερικής εποχής υπήρξε μόνο στις εφιαλτικές σκέψεις κάποιων philosophes του Διαφωτισμού. Η διανοητική τους επικράτηση και οι γεωπολιτικές τους νίκες ήταν αυτές που το έφεραν στο ιστορικό προσκήνιο. Όπως αναφέραμε και πιο πριν οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, ωστόσο οι Αλήθειες παντοτινές, παραμένουν σταθερές και αδιασάλευτες στην σφαίρα των Ιδεών. Στόχος της ζωής του ανθρώπου πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση αυτών των Αληθειών. Και σε αυτή την προοπτική η φαντασία των καλλιτεχνών έχει τον πρώτο λόγο. Εντούτοις, όταν οι καιροί είναι δύσκολοι και ο ανθρώπινος προσανατολισμός χάνεται, χαοτικές και ακαλαίσθητες δυνάμεις τραβούν τις ματιές των ανθρώπων από τα αρχέτυπα, καταφέρνοντας να τις αιχμαλωτίσουν σε έννοιες επίπλαστες και τρόπους κίβδηλους. Απόρροια αυτής της κατάστασης αποτελούν ο Φεμινισμός, ο διεθνισμός, η παγκοσμιοποίηση, η απώλεια των έμφυλων ρόλων, κοντολογίς η απώλεια της ουσίας της ζωής στην οποία μας έχει οδηγήσει η εποχή της Νεωτερικότητας συνολικά. Ο Ρομαντικός δρόμος, όμως, οδηγεί αλλού. Ας αφυπνίσουμε, λοιπόν, τα ρομαντικά ένστικτα και πάλι. Ας εκκολάψουμε τους ρομαντικούς των καιρών μας. Και ας πολεμίσουμε μέχρι τέλους για να αναστήσουμε τους ήρωες που προσδοκούμε, τις δεσποινίδες Ντ’ Ις που ονειρευόμαστε, τον άνθρωπο που μας αξίζει, το έθνος που ανήκουμε. Σε τελική ανάλυση, τα πάντα είναι αγώνας!


Edgar Alan Poe

του Ιωάννη Παπαδημητρόπουλου

«Εκεί που προσγειώθηκε το Κοράκι»

Έντγκαρ Άλαν Πόε είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους και Ο σχολιασμένους, αλλά συνάμα κι από τους πιο μυστηριώδεις συγγραφείς και ποιητές στην ιστορία της Λογοτεχνίας. Ως κατεξοχήν εκφραστής του αμερικανικού Ρομαντισμού στην πεζογραφία, ασχολήθηκε με θέματα μακάβρια όπως το μυστήριο, η αστυνομική αναζήτηση, το πένθος και η φύση του θανάτου. Καταπιάστηκε επίσης και με την κρυπτογραφία, την αστρονομία, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική. Ωστόσο, ο ίδιος υποστήριζε ότι η σημαντικότερή του πνευματική ενασχόληση ήταν η ποίηση. Ως ποιητής θεωρείται γεννήτορας του ρεύματος του Συμβολισμού. Ο Πόε επηρέασε πολλές γενιές μεταγενέστερων συγγραφέων και άλλων δημιουργών, τόσο με τη θεματολογία του όσο και με την αισθητική του. Αντίστοιχα, η ζωή του ήταν γεμάτη, δυσκολίες, περιπλανήσεις, αποτυχίες και περίεργα γεγονότα, ενώ ακόμα και ο θάνατός του σε ηλικία μόλις 40 ετών αποτελεί μυστήριο, καθώς ποτέ δεν έγινε ακριβώς γνωστό από τι πέθανε. Γεννημένος το 1809 στην Β ο σ τ ώ ν η έμεινε ορφανός στα τρία του χρόνια. Εντούτοις σ τ ά θ η κ ε τυχερός γιατί ο έμπορος Τζων Άλαν τον μεγάλωσε σα να ήταν δικό του παιδί. Όμως ο Πόε άρχισε από τα εφηβικά του χρόνια να αποκτά κακές συνήθειες, κυριότερη εκ των οποίων υπήρξε η χαρτοπαιξία. Μετά από ένα χρόνο σπουδών εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια ενώ στα δεκαοχτώ του έφυγε από το σπίτι και κατατάχτηκε στο στρατό απ’

όπου αποστρατεύτηκε στο τέταρτο έτος των σπουδών λίγο πριν γίνει στρατιωτικός. Για το υπόλοιπο της ζωής του έζησε με τα έσοδα από τα βιβλία που έγραφε και από τις δημοσιογραφικές του δραστηριότητες. Ο αλκοολισμός έγινε μια ακόμη από τις κακές του συνήθειες και σημάδεψε την πορεία του μέχρι το τέλος της. Στα είκοσι εφτά του χρόνια νυμφεύτηκε την δεκατριάχρονη εξαδέλφη του. Ο θάνατός της, όμως, το 1847 τον κλόνισε ακόμη περισσότερο. Ο αλκοολισμός του έγινε πια επικίνδυνος. Το αποτέλεσμα ήταν να πεθάνει και ο ίδιος στη Βαλτιμόρη το 1849 μετά από ένα μεγάλο μεθοκόπι. Ωστόσο, ποτέ δεν μαθεύτηκε ο πραγματικός λόγος του θανάτου του. Το γεγονός ότι ήταν μεθυσμένος δεν υπήρξε κάτι πρωτόγνωρο για κάποιον συνηθισμένο στο ποτό. Το βράδυ του θανάτου του, τον Οκτώβριο του 1849, ο Πόε βρέθηκε να περιπλανιέται σε αλλόφρονα κατάσταση στους δρόμους της Βαλτιμόρης, επαναλαμβάνοντας ασυνάρτητα λόγια. Μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο όπου εξέπνευσε μερικές μέρες αργότερα, χωρίς ποτέ να ξαναβρεί τα λογικά του, ενώ το πιστοποιητικό θανάτου και τα

21

αποτελέσματα της όποιας νεκροψίας ίσως έγινε εξαφανίστηκαν από κάθε αρχείο. Έτσι, η αμφιβολία που συνόδευσε τον θάνατό του βοήθησε στο να δημιουργηθούν διάφορες θεωρίες και να αναπτυχθούν ακόμη και μυστηριώδεις εκδοχές γι’ αυτόν. Στα πεζά του κείμενα ο Πόε ξεκίνησε την λογοτεχνική του καριέρα έχοντας ως επιρροές τα προγενέστερα έργα του γερμανικού και του βρετανικού ρομαντισμού και κυρίως εκείνα που εμπεριείχαν ιστορίες τρόμου. Ωστόσο, μπόλιασε σε αυτές το δημοσιογραφικό του ύφος συνοδευόμενο από την εμπειρία της ανάγνωσης εκατοντάδων ιστοριών στις εφημερίδες. Έτσι, διαμόρφωσε εξαρχής το ιδιότυπο στυλ γραφής του. Στην πεζογραφία εμφανίστηκε αρχικά μέσω μεμονωμένων έργων που έστελνε σε διαγωνισμούς. Το 1833 βραβεύτηκε για το διήγημα «Μήνυμα στο μπουκάλι» ενώ το 1838 είδε να εκδίδεται η «Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ». Το 1840 κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Ιστορίες γκροτέσκου και αραβουργημάτων


και το «μαύρο χιούμορ» κάνοντάς τα να εμπεριέχουν μπόλικες δόσεις από τα γνωρίσματα των διηγημάτων τρόμου ενώ σε ολόκληρη την πεζογραφική του δημιουργία κύριο στοιχείο αποτελεί η υποβολή. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα από το πλαίσιο της φανταστικής λογοτεχνικής έκφρασης σάρκασε την πρόοδο, την δημοκρατία και την γενικότερη αισθητική της Νεωτερικότητας (αν και αυτό αποτελεί μάλλον θέμα για άρθρο του Σταμάτη Μαμούτου). Το ευχάριστο είναι πως –σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συνήθωςο Πόε έχει τιμηθεί από τον ελληνικό εκδοτικό κόσμο, καθώς τα έργα του κυκλοφορούν μεταφρασμένα στην γλώσσα μας σε πολλές και καλές εκδόσεις.

(Tales of grotesque and arabesque)», η οποία αποτέλεσε σταθμό για τον αμερικανικό ρομαντισμό. Η επιρροή του γερμανικού ρομαντισμού ήταν τόσο μεγάλη εκείνη την εποχή ώστε οι κριτικοί θεώρησαν πως ο Πόε έγραφε ένα «γερμανικό λογοτεχνικό είδος». Ο ίδιος όμως απάντησε πως «ο τρόμος δεν είναι γερμανικός αλλά ψυχικός». Το 1843 ακολούθησαν οι «Ρομαντικές πρόζες του Έντγκαρ Άλαν Πόε» και το 1845 οι «Ιστορίες». Οι πωλήσεις τους δεν ήταν εξαιρετικά μεγάλες όμως ούτε και αμελητέες. Ωστόσο, ποτέ όσο βρισκόταν εν ζωή ο μεγάλος συγγραφέας δεν γνώρισε την επιτυχία που ακολούθησε τον θάνατό του. Όσον αφορά την ποίηση το 1827 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή με τον τίτλο «Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα». Το 1829 ακολούθησε η συλλογή «Αλ Ααραάφ» ενώ το έργο σταθμός της ποιητικής του σταδιοδρομίας ήταν «Το κοράκι» που δημοσιεύθηκε το 1845. Τα επόμενα χρόνια δημιούργησε τα «Ουλαλούμ (1847)», «Εύρηκα (1848)» και «Άνναμπελ Λη (1849)».

Όπως ήταν αναμενόμενο η μεγάλη απήχηση των έργων του και οι φήμες που απλώθηκαν για τη ζωή του έχουν καταστήσει τα μέρη που έζησε και δημιούργησε τουριστικές ατραξιόν για χιλιάδες θαυμαστές και μελετητές των γραπτών του. Ειδικά το γεγονός ότι η περιοχή που έζησε σχεδόν όλη του τη δημιουργική ζωή είναι η ατμοσφαιρική Ανατολική Ακτή των Η.Π.Α. δηλαδή η «Νέα Αγγλία», δίνει στον πιθανό επισκέπτη έναν λόγο παραπάνω να βαδίσει στα χνάρια του «καταραμένου» συγγραφέα.

Στο πλαίσιο της πεζογραφικής του συγγραφής ο Πόε έμεινε στην ιστορία για την ποιότητα των ιστοριών τρόμου που δημιούργησε. «Ο βασιλιάς πανούκλας», «Ο οίκος των Άσερ», «Η μάσκα του κόκκινου θανάτου» και πολλά άλλα διηγήματα αποτελούν μια αξεπέραστη κληρονομιά για την λογοτεχνία του φανταστικού. Εντούτοις, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται πως διέπρεψε και στο αστυνομικό μυθιστόρημα του οποίου δικαίως θεωρείται πατέρας. Σε πέντε αστυνομικές ιστορίες που έγραψε βρίσκει κανείς όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά που αναπτύχθηκαν στην αστυνομική λογοτεχνία. Το διήγημα κλειστού χώρου στα «Εγκλήματα της οδού Μοργκ», την εγκληματική λογοτεχνία που βασίζεται σε ντοκουμέντα στο «Μυστήριο της Μαρί Ροζέ», την εξαιρετική σημασία της λύσης ενός κώδικα στο «Ο χρυσός σκαραβαίος», αλλά και την ύπαρξη του πολυμήχανου ντετέκτιβ με τον ανυποψίαστο φίλο του, ενός διδύμου που εμφανίστηκε τακτικά σε μεταγενέστερα μυθιστορήματα άλλων λογοτεχνών. Στα κωμικά του διηγήματα μεταχειρίζεται συνεχώς και με δαιμονιώδη επιτυχία τον κυνισμό Πίνακας του Gustave Dore για Το κοράκι

22

Στη Βοστόνη της Μασαχουσέτης υπάρχει μια περίτεχνη σκαλιστή πλάκα που σημαδεύει το μέρος όπου γεννήθηκε, ή τουλάχιστον το πιο κοντινό κτίριο, καθώς το πραγματικό σπίτι έχει κατεδαφιστεί. Την πλάκα έχει τοποθετήσει από το 1989 η «Επιτροπή Μνήμης για τον Ε.Α. Πόε» και περιέχει ένα πολύ μικρό βιογραφικό του, με τις σημαντικότερες στάσεις της ζωής του έως και το θάνατό του. Ο φοιτητικός κοιτώνας που έζησε κατά τις σύντομες σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια αποτελεί επισκέψιμο μουσειακό χώρο, τον οποίο περιποιείται από το 1904 μέχρι σήμερα μια ομάδα φοιτητών και διδασκόντων του Πανεπιστημίου, που αποκαλείται «Raven Society», από το πασίγνωστο ποίημά του. Στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, στην πόλη που ο συγγραφέας έζησε πολλά από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, το Μουσείο «Ε.Α. Πόε» φιλοξενεί μια πολλή μεγάλη συλλογή από έπιπλα και προσωπικά αντικείμενα, αλλά και σπάνιες εκδόσεις των έργων του, καθώς


και διάφορες εποχικές εκθέσεις. Σημαντικά εκθέματα είναι κάποια ρούχα, φωτογραφίες και σκίτσα του, καθώς και μια τούφα από τα μαλλιά του! Δύο ακόμα από τα σπίτια στα οποία έμεινε ο περιπλανώμενος Πόε, ένα στη Φιλαδέλφεια και ένα στο Bronx της Νέας Υόρκης, διατηρούνται ως μουσεία. Επίσης, στη Βαλτιμόρη του Maryland, την πόλη όπου έζησε τα τελευταία χρόνια του, σώζεται ένα ακόμα μικρό σπίτι στο οποίο κατοίκησε. Σε αυτό φυλάσσονται, μεταξύ άλλων, ένα αντίγραφο της νεκρολογίας που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μετά το θάνατό του, μια ακόμα τούφα από τα μαλλιά του και η ανακοίνωση για το λογοτεχνικό περιοδικό που ήθελε να εκδώσει, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Το συγκεκριμένο σπίτι-μουσείο αποτελεί έδρα της Οργάνωσης Μελετητών του Πόε «The Poe Society» και σε αυτό διοργανώνονται συγκεντρώσεις και συζητήσεις που αφορούν τη ζωή και το έργο του. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι τουριστικό αξιοθέατο αποτελεί και το μπαρ της Βαλτιμόρης στο οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες, εθεάθη να πίνει ο αλκοολικός Πόε τη νύχτα που βρέθηκε να περιπλανάται παραληρώντας στους γύρω δρόμους και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Το μπαρ λειτουργεί μέχρι σήμερα ενώ οι ιδιοκτήτες του έχουν φροντίσει να καλλιεργήσουν τη φήμη ότι στοιχειώνεται από το φάντασμα του συγγραφέα και διοργανώνουν ξεναγήσεις στο χώρο και στα βοηθητικά δωμάτια. Ο θάνατος αποτέλεσε ένα από τα θέματα του Πόε κι έναν από τους λόγους που τα γραπτά του παραμένουν μέχρι σήμερα πόλος έλξης για μελετητές και απλούς αναγνώστες. Ωστόσο αυτή η «διαλεκτική του θανάτου», που χαρακτήρισε την λογοτεχνική του δημιουργικότητα, κορυφώθηκε μέσω του δικού του μυστηριώδους θανάτου, ο οποίος ενέπνευσε μνημεία και παραδόσεις στα οποία έλαβαν χώρα για πολλά χρόνια παράξενες δραστηριότητες. Το σώμα του θάφτηκε καταρχάς σε έναν απλό οικογενειακό τάφο στο πίσω μέρος του νεκροταφείου Westminster, που σήμερα βρίσκεται μέσα στο campus της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Maryland. Στον ίδιο τάφο ήταν ήδη θαμμένοι ο θείος του και ο αδελφός του. Το 1875 ξεθάφτηκε και μεταφέρθηκε σε ένα πιο «πρέπον» μνημείο στην είσοδο του ίδιου νεκροταφείου. Το μνημείο αυτό κατασκευάστηκε με τα έσοδα από έναν έρανο που διεξήγαγαν θαυμαστές και μελετητές του και είναι ολόκληρο μαρμάρινο, με μια εγχάρακτη προτομή του λογοτέχνη στη μπροστινή πλευρά. Μαζί με τον Πόε είναι θαμμένες η σύζυγός του Βιρτζίνια, που είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν, καθώς και η πεθερά του. Ο τάφος του είναι ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά

Το 2011 και 2012 αναβίωσε από θαυμαστές για καθαρά τουριστικούς λόγους, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις σε μερίδα μελετητών του, που το θεώρησαν προσβολή του τελετουργικού. Το 2009 ήταν η χρονιά που τελέστηκε στον τάφο του και μια φανταστική θεατρική αναπαράσταση της κηδείας που θα άξιζε στο μεγάλο δημιουργό. Ενώ την πραγματική του κηδεία το 1849 παρακολούθησαν μόνο ελάχιστοι συγγενείς, στην αναπαράσταση συμμετείχαν αρκετοί μελετητές του και ηθοποιοί, ντυμένοι με ρούχα της εποχής του και ενσαρκώνοντας διάφορους συγγραφείς που επηρεάστηκαν από αυτόν, απαγγέλλοντας κείμενα που γράφτηκαν ειδικά για την εκδήλωση αυτή. Το ιδιαίτερο αυτό γεγονός παρακολούθησε πλήθος θεατών που κατέφτασαν στη Βαλτιμόρη. αξιοθέατα της Βαλτιμόρης. Οι επισκέπτες είθισται να αφήνουν ένα κέρμα στο μνημείο, ως ανάμνηση του εράνου που οδήγησε στην κατασκευή του. Η εκκλησία του νεκροταφείου αποτελεί κάθε χρόνο το σκηνικό για τον εορτασμό των γενεθλίων του από την «The Poe Society», τα μέλη της οποίας τιμούν το λογοτέχνη ντυμένα με ρούχα της εποχής του και αναπαριστώντας θεατρικά σκηνές από τις ιστορίες του. Όμως η θέση του αρχικού τάφου του Πόε ήταν μέχρι πρόσφατα και η τοποθεσία για ένα πολύ παράξενο ετήσιο γεγονός, «την τελετή της Πρόποσης». Συγκεκριμένα, τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου, ημέρας των γενεθλίων του Πόε, ένας μαυροφορεμένος άνδρας έμπαινε στο νεκροταφείο, πλησίαζε τον παλιό τάφο και έκανε μια πρόποση με λίγο κονιάκ, ενώ στη συνέχεια άφηνε 3 τριαντάφυλλα και το μπουκάλι στον τάφο, μαζί με ένα σημείωμα, διαφορετικό κάθε χρόνο. Το γεγονός αυτό επαναλαμβανόταν ανελλιπώς μέχρι το 2009, ενώ οι μαρτυρίες λένε ότι ίσως ξεκίνησε το 1930 ή και νωρίτερα. Η ταυτότητα του μυστηριώδους άνδρα (ή ανδρών) δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, ούτε ο ακριβής συμβολισμός των αντικειμένων. Από τη στιγμή που έγινε γνωστή αυτή η πράξη, πολλά άτομα μαζεύονταν κάθε χρόνο στον περίβολο και μέσα στην εκκλησία του νεκροταφείου για να καταστούν μάρτυρες του απόκοσμου τελετουργικού, έχοντας όμως και τον ανάλογο σεβασμό στη διαδικασία. Οι θεατές δεν προσπάθησαν σχεδόν ποτέ να προσεγγίσουν τον άνδρα και να μάθουν την ταυτότητά του, με εξαίρεση το 2006, όταν μια ομάδα ατόμων το επιχείρησε ανεπιτυχώς. Πολλά από τα μπουκάλια και τα σημειώματα που έχει αφήσει ο μυστηριώδης άνδρας φυλάσσονται στο σπίτι-μουσείο του Πόε στη Βαλτιμόρη. Η παράδοση σταμάτησε το 2009, την επέτειο 200 χρόνων από τη γέννησή του.

23

Από όλους τους ρομαντικούς λογοτέχνες ο Έντγκαρ Άλαν Πόε ήταν ίσως ο πιο κατάλληλος να αποτελέσει μετά τον θάνατό του πηγή ενός σκοτεινού ενδιαφέροντος. Έζησε λίγο αλλά η ενασχόλησή του με τη φύση του θανάτου και του πένθους, αντιλαμβανόμενα ως αξεδιάλυτα στοιχεία της ζωής, περιβάλλει το δικό του πρόωρο θάνατο με την αίγλη του μυστηρίου. Κι αν κάποιος αλαφροΐσκιωτος ταξιδευτής τύχει να επισκεφτεί την Βαλτιμόρη κατά τον πρώτο μήνα του έτους μπορεί να σταθεί τυχερός και μέσα από τις ριπές του ανέμου να ακούσει τη θλιμμένη φωνή του συγγραφέα στο βραχνό κράξιμο ενός κορακιού…

Πηγές: http://www.poemuseum.org/ http://www.eapoe.org/ http://www.nps.gov/edal/index.htm http://www.bronxhistoricalsociety.org/ poecottage.html http://www.westminsterhall.org/ Westminster_Hall/Welcome.html http://knowingpoe.thinkport.org/ library/news/toaster.asp http://www.fellspointghost.com/


Η ακτή των ρούχων της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι

Βαριά ομίχλη καλύπτει το ποτάμι που ελίσσεται πέρα μακριά σα ναρκωμένο φίδι.

Παρά τη φαινομενική αταραξία των νερών, κάποια αιώνια Πύλη διαρρήχθηκε διαμιάς από άγνωστο χέρι, κι αυτό το νεκρό ψυχικό μένος που για αιώνες ήταν φυλαγμένο στον Κάτω Κόσμο, τώρα θέλει να δραπετεύσει σε αδάμαστες θάλασσες, όπως αυτές που ορίζουν με τα σκαριά τους οι θαλασσόλυκοι. Έτσι, όταν ο Βασιλιάς ξεπροβάλει μες απ’ την ομίχλη του βουβοπόταμου με το ξεριζωμένο στήθος να ανεμίζει σαν ξεθηλύκωτη πουκαμίσα, δεν απορούμε πως και γιατί. Είναι η έκπτωτη βασιλεία του που εορτάζει την ανάδυσή του από τα Νερά της Στυγός. Είναι που πρωτοβγαίνει μετά από τόσον καιρό στις δυτικές απόκρημνες ακτές. Αυτές που βρέχονται από τα νεκροφιλήματα της θάλασσας εκεί που εκβάλλει ο ποταμός. ~ Ο Βασιλιάς λάμνει αργά πάνω στην αδύναμη φελούκα του που τον ταρακουνά σε βαθιές υποκλίσεις. Λάμνει με το σκουριασμένο σπαθί δεξιά-ζερβά αναταράζοντας τον πικρό ποταμό με κουπιές από σάπιο αίμα. Το ποτάμι ταξιδεύει τον Βασιλιά μέσα στην ομίχλη. Είναι η μεγάλη έξοδος από τη Χώρα της αιώνιας Λήθης. Ο Βασιλιάς εκθρονισμένος πάει, και μαζί του πάνε οι νεκροί υπήκοοι που τον ακολουθούν κατά εκατοντάδες. Μία μελανιασμένη ακολουθία φαντασμάτων περπατάει κάτω από το υγρό του ποταμού. Είναι οστέινες φιγούρες με ένα απαύγασμα παλαιάς αρχοντικής παρουσίας στη φρικαλέα τους όψη. Τρεκλίζουν στο βάδισμα λόγω των μπλεγμένων περικοκλάδων του βυθού και τα νερά καταπίνουν ό,τι περισσεύει από τα σκισμένα ρούχα και τη νεκρή σάρκα. Οι στρατιώτες ακολουθούν συνεχώς τη φελούκα του Βασιλιά. Τυφλοί και σιωπηλοί, με ατάραχη αφοσίωση βαδίζουν σε στάσιμα νερά. Σα να μην έχουν πιει ποτέ από το νερό της λήθης πάνε, πάνε κατά ’κει που προστάζει η ξεσκισμένη παντιέρα του Βασιλιά. Αυτό το υδάτινο πλάτωμα -του οποίου είμαι θεατής- δεν είναι άλλο από τον ποταμό Αχέροντα, που κάνει τη φελούκα να σαλπάρει στο ύστατο ταξίδι της. Είναι η μυστική έξοδος των νεκρών σε μιαν άλλη διάσταση. Εκεί, που η ανυπαρξία σκοτώνει μια δεύτερη φορά τον ήδη σκοτωμένο. Εκεί, που ξαποσταίνουν οι ξεχασμένοι και οι απόκληροι του κόσμου. Εκεί, που η ψυχή χάνεται σα σκιά και το τίποτα θέλει να διαλύσει όποια ιστορική της μνήμη. Είναι η μοίρα και η καταδίκη σε ανυπαρξία της μετά θάνατον ζωής. Εκεί, δηλαδή, που οδηγούνται οι ψυχές σκαιών φονιάδων και ηρώων του ατσαλιού: Στη θάλασσα της ανυπαρξίας. ~ Ο Βασιλιάς κοιτά περιμετρικά. Θα μπορούσαν όλα αυτά που ατενίζει με νοσταλγία να ήταν κτήση του. Όμως, δεν είναι. Λάμνει κατάκοπος σα να χάνει την πάλαι-ποτέ ολόχρυση επικράτειά του, με μάτι μαύρο που δεν δακρύζει. Οι κακουχίες του πολέμου έχουν αφήσει ανεξίτηλες ουλές στο πρόσωπο και τα λευκά μαλλιά χύνονται αραιωμένα στον ώμο. Ανεμίζει με το δεξί την παντιέρα με το βασιλικό θυρεό και με το ζερβό λάμνει προς τα μπρος. Η ομίχλη έχει καλύψει όλο το τοπίο. Η φιγούρα του Βασιλιά μόλις που ξεχωρίζει μέσα στο σύθαμπο. Είναι που το ποτάμι ανασαίνει και ξερνά πιότερο ατμό. Έχει μια παγωμένη επιφάνεια σα λάδι που σιγοκαίει και αστράφτει φωτιές στο φύλλωμα των δέντρων. Ναι, ο Βασιλιάς εγκαταλείπει την επικράτεια του θανάτου. Νεκρός αυτός και οι πεθαμένοι του στρατιώτες, εγκαταλείπει τον Άδη και αυτοεξορίζεται στα Πέρατα του Κόσμου. Αφήνει το Ποτάμι της Λήθης να εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος και αλλάζοντας διάσταση περνά στη Θάλασσα της Ανυπαρξίας. Εκεί, που τα πάντα συμβαίνουν ταυτόχρονα χωρίς καμία απολύτως ιστορική συνέπεια ή ακολουθία. Εκεί, που όλες οι μυθολογικές υπάρξεις συγχρωτίζονται η μία την άλλη και χάνονται για πάντα.

Dark River, Christian Hidalgo

Ε

ίναι καταχείμωνο. Οι ατμοί καπνίζουν αργά μέσα στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και η Αχερουσία λίμνη σα να πετάει δίχτυ στη φαντασία που με τη σειρά της συμπαρασύρει το νου μου να γίνει μάρτυρας ενός ανείπωτου -μέχρι πρότινος- μυστικισμού.

Στη Θάλασσα της Ανυπαρξίας άπειρες μορφές πλασμάτων, άπιαστων απ’ την φαντασία, παλεύουν με τα άγρια κύματα. Ανασχηματίζονται μέσα στα νερά αλλάζοντας χίλιες μορφές, προτού χαθούν για πάντα. Κατά ’κει ο Βασιλιάς και η στρατιά του παρασύρονται από ένα βίαιο κύμα που τους φέρνει μεσοπέλαγα. Είναι το κύμα που θα τους σκοτώσει μια δεύτερη φορά. Θα τους σβήσει σαν ανάμνηση. Άγνωστο από ποιον και γιατί.


Κι όταν το θεόρατο κύμα τους κορώνει ψηλά στα ουράνια, ο Βασιλιάς ξέρει να υψώνει τελετουργικά το σπαθί, γέρνοντας το σώμα του προς το σημείο του ορίζοντα που βασιλεύει ο τελευταίος ήλιος. Ο ήλιος φωτίζει γλυκά τα καβουριασμένα σώματα, σα να γνωρίζει ότι τα θωρεί για τελευταία φορά. Και ’κει πάνω στο κύμα, κατά μήκος του περιγράμματος, απλώνονται οι χιλιάδες στρατιώτες παραταγμένοι. Ντυμένοι με τα ξεφτισμένα παρδαλά τους ρούχα στέκονται προσοχή.

και λογής-λογής τέρατα του ύψους και του βάθους. Και από τους ανθρώπους θα βρεις τους καταραμένους και τους αιμοσταγείς δολοφόνους, αλλά κι εκείνους που είχαν την ατυχία να ξεπεράσουν τις παρυφές της ιστορίας: Ασκέρια πειρατών, αβυσσαλέων πολεμιστών και αδίστακτων φονιάδων, μα και παρέες ποιητών του ξίφους, εραστών της μάχης και γοητευτικών παρανόμων. Είναι τα φαντάσματα του παρελθόντος, που καλούνται να βρουν γαλήνη: έναν δεύτερο θάνατο από άγνωστο χέρι.

Ύστερα, το κύμα σιγά-σιγά αδυνατίζει σε ένταση, πλαταίνει και χαμηλώνει το ύψος του, κουρασμένο απ’ το ανυπολόγιστο βάρος. Τους κατεβάζει στοργικά μέσα σε μια τρύπα που ανοίγει στο νερό. Η στρατιά πέφτει ανάλαφρα μέσα στον υγρό τάφο της τρύπας. Όλοι τους αντικρίζουν με ανασηκωμένο βλέμμα πώς χαμηλώνουν αργά-αργά οι χιλιάδες τόνοι του θαλασσινού νερού πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Δέχονται το τέλος σιωπηλά, αδιάφορα. Στιγμές μετά, η σωρός του βασιλιά και των υπηκόων του συμπιέζεται και σπάει σε απειροστά κομμάτια, σα στάχτη στο φύσημα του ανέμου. Γίνονται όλοι τους σκόνη και σκορπίζονται παντού μέσα στη Θάλασσα της Ανυπαρξίας.

~

~ Έτσι, εξαφανίστηκε ο βασιλιάς Κρίνος, πρώτος εξάδελφος του Νικόλαου Β΄ και μακρινός απόγονος του Ποσειδώνα, που όπως λεγόταν είχε πάρει από το γαλάζιο αίμα του θεού. «Σαν πεθάνω» είχε ζητήσει «να μοιραστεί η τέφρα μου στη θάλασσα». Αντί γι’ αυτό τον κλείσανε σε στεριανό τάφο και η ψυχή του πήγε στον Κάτω Κόσμο απαρηγόρητη, μαζί με ’κείνες των ταγμένων πολεμιστών του. Κάποιος του χρώσταγε κάτι, και οι σκιές τους δε βρίσκανε αναπαμό, παρά το νερό της λήθης που κατανάλωναν. Ζητούσαν τη δικαίωση ενός δεύτερου θανάτου. Μια βουτιά στο βυθό της ανυπαρξίας και της αέναης ύπαρξης. ~ Μετά από μήνες τα ρούχα των στρατιωτών ξεβράστηκαν απ’ το σκαστό κύμα. Μένουν από τότε αγκυλωμένα πάνω στις αιχμές των βράχων. Χιλιάδες κοστούμια κρέμονται στην ακτή σαν αυτοσχέδια γκαρνταρόμπα κάποιου παρανοϊκού δανδή. Και ψηλότερα από όλα κείται σα λάβαρο η καταξεσκισμένη παντιέρα που ανεμίζει αγέρωχα σα να μη συνέβη ποτέ η πτώση και ο αφανισμός του βασιλιά Κρίνου. Η Ακτή των Ρούχων βρίσκεται δυτικά της Εδέμ και βόρεια από το Νησί των Αγγέλων. Είναι πολύ κοντά και συνάμα πολύ μακριά από τα Τάρταρα και αποτελεί προορισμό για τις χαμένες ψυχές. Επικρατεί τέλεια νηνεμία και γύρω της εξημερώνονται τα πιο βίαια θαλάσσια ρεύματα. Δε μπορείς να αποπλεύσεις ποτέ και τα νερά της σε διαλύουν στα πρώτα μόρια της δημιουργίας σου. Ναι, θαρρώ βρίσκομαι νοητά στα Πέρατα του Κόσμου. Στη Θάλασσα της Ανυπαρξίας και στο σημείο μηδέν των πλωτών συντεταγμένων. Εκεί, που όλα είναι δυνατά, όλες οι ανήκουστες υπάρξεις που φανταστήκαμε σαν παιδιά. Στη Θάλασσα της Ανυπαρξίας θα βρεις γιγάντια φυτά, παραμορφωμένα πετούμενα

Η Ακτή των Ρούχων είναι αναπάντεχα ήρεμη τώρα. Ανεμίζει χαδιάρικα δεξιά-αριστερά τα ενδύματα των πολεμιστών, ενώ η μαλακή αύρα της θάλασσας φέρνει σούσουρο από φωνές. Ταξιδεύουν μέσα στο μαλακό κοχύλι του αυτιού σαν απόηχοι από παλιές αντρικές συνομιλίες και εξομολογήσεις φονικών. Όχι μόνο τώρα μα κάθε απόγευμα, όταν δύει ο ήλιος, τα ενδύματα σείονται ελαφρά νανουρίζοντας τη συνείδηση κι έτσι φυλακίζεται όποιος τυχαίνει να βρίσκεται ή να φαντάζεται την Θάλασσα της Ανυπαρξίας. Κι όταν κάποτε μέσα στον ύπνο μου άκουσα για την Ακτή των Ρούχων, δεν ήταν άλλο από το τραγούδι των Σειρήνων που με ενθουσίασε σαν τρελό. Ήμουν ναύτης πάνω σε καράβι. Δεμένος, όμως, πάνω στο πιο γερό κατάρτι. Άκουγα και έβλεπα, αλλά δε μπορούσα να αντιδράσω από την επιρροή του ονείρου. Ταξίδευα δυτικά της Εδέμ και βόρεια του Νησιού των Αγγέλων. Άθελά μου άκουσα την ιστορία του Βασιλιά Κρίνου και μαζί με αυτήν τη Σειρήνα που με καλούσε να λυθώ, να καταλύσω για πάντα στην Ακτή των Ρούχων. Η ακτή και ο γκρεμός της με τα βράχια σχημάτιζαν μία γυναικεία μορφή που με ευχαριστούσε. Ήταν μία γιγάντια σειρήνα που με προσκαλούσε. Έκλεισα τα μάτια για να μην τρελαθώ και μετά από δυο στιγμές εξαφανίστηκαν τα πάντα από ’κείνο το όραμα. Η Ακτή των Ρούχων και το όραμα διαλύθηκε. Ξανάγινα ο απλός ναύτης που ίσως παρακοιμήθηκε από κούραση πάνω στην πρύμνη. Το καράβι μου κατευθύνθηκε σε ένα λιμάνι κατάμεστο από κόσμο. Ήταν λιμάνι εμπόρων, στο νησί της Μαντόνας, το κοντινότερο ίσως από τον Γλυκύ όρμο που ξεχύνεται ο Αχέροντας. Επέστρεψα στην πραγματικότητα αλαφιασμένος. Το εμπορικό καράβι μου «Γουστάβια 1718» εισερχόταν εν πλήρη ανέμω για να αγκυροβολήσει στο λιμάνι. Έβηξα τρεις φορές για να διώξω το όραμα που έκαιγε ακόμα στα μάτια και επέστρεψα στο πόστο ελαφρά μεθυσμένος…


Μέσα στο ζοφερό ψύχος του χειμώνα, μέσα στην καρδιά της νύχτας, κρύβεται το κλειδί για το βασίλειο του καλοκαιριού το φως που καταυγάζει την ύπαρξη. Πάνω στο χιονισμένο βουνό, μέσα σε μανιασμένους ανέμους, η πύλη ενός απομονωμένου κάστρου ανοίγει και προς τα έξω εφορμά ένας καβαλάρης με σπαθί να τραγουδά στον άνεμο και λόγχη να πάλλεται. Εφορμά στις δυνάμεις του ψύχους και του σκότους και η Αυγή καλπάζει στο διάβα του.

Sword of a Paladin ο

Μέσα από την άγρια, ανυπόφορη τούτη μήτρα, μέσα από το αιώνιο σκοτάδι της νύχτας του Βορρά, φιγούρες γιγάντιες πορεύονται ακατάπαυστα. Ογκώδεις, ψηλοί άντρες, με ξανθά μαλλιά και παγερά γαλάζια μάτια, ντυμένοι σκαλωτούς θώρακες και κερασφόρες περικεφαλαίες, προχωρούν μέσα στην απόκοσμη νεφελώδη σιγή, φέροντας σπαθιά και ασπίδες. Από τον οίκο του αιωνίου Χειμώνα ξεκινούν και κατεβαίνουν με κεραυνό και μέταλλο σε Νότο και Δύση, φέρνοντας πόλεμο και όλεθρο στα μέρη που ξεσπά ο παγερός Βοριάς. Παρότι όλοι τους

Paladin

μέλη της ίδιας φυλής, ο κινούμενος αυτός πληθυσμός των Αεζίρ απέχει από τη φυλετική μετακίνηση και μετοίκηση σε νέα γη. Ανάμεσά τους δεν υπάρχουν ξανθές γυναίκες ή γυμνά παιδιά. Είναι όλοι τους άνδρες, με το ένστικτο της μάχης και της επιβίωσης ριζωμένο στη βαρβαρική τους ύπαρξη. Έχουν κινήσει πάνω στο μονοπάτι της περιπέτειας μονάχοι, περιπλανώμενοι, εξερευνώντας και κατακτώντας, με μοναδικό τους οδηγό μια παρανοϊκή ώση να δουν πέρα από τον ορίζοντα…. είναι η Στρατιά της Βαλχάλλα!

ΕΠΙΚΟ METAL… ΓΙΑ ΛΙΓΟΥΣ

Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΛΧΑΛΛΑ

Α

πό τις στέπες του μακρινού Βορρά ξεχύνεται ουρλιάζοντας μανιασμένα ο άνεμος του ολέθρου. Αγγίζοντας την παγωμένη κρούστα του χιονιού, σαρώνει τεράστιες εκτάσεις έρημης γης, βυθίζοντας τον υπερβόρειο κόσμο σε λευκή, μονότονη καταχνιά. Η θλιβερή βραχώδης ατμόσφαιρα με τη βλοσυρή αίσθηση απομόνωσης του πανοράματος, σκληραίνει το βλέμμα και μετατρέπει την ψυχή σε σκόνη και στάχτη.

26


M

archers of Valhalla είναι ο τίτλος της μιας εκ των δυο πιο αγαπημένων μου ιστοριών του R.E.Howard και σίγουρα μιας από τις καλύτερές του. Ο Τεξανός Τζέημς Άλλισον, μέσω υπερβατικής εμπειρίας που θα του χαρίσει μια πανέμορφη γυναίκα από την μακρινή μυθιστορία της Γης, θα έχει την ευκαιρία να δει μιαν άλλη ζωή, άγνωστη -μα κατά περίεργο τρόπο- τόσο οικεία, με τα μάτια του πανύψηλου ξανθού πολεμιστή Χίαλμαρ - μιας άλλης προενσάρκωσής του. Ντυμένος το υπεράνθρωπο σώμα του Αζ θα πορευτεί με τη δύναμη των βαρβάρων του Βορρά, θα ζήσει περιπέτεια, σφαγή, έρωτα και θα βιώσει το τέλος που φέρνει η θαλάσσια μανία.

T

o Δεκέμβρη του 1996 οι Νορβηγοί Einherjer κυκλοφόρησαν τον παρθενικό τους ολοκληρωμένο δίσκο υπό τον τίτλο «Dragons of the North». Λιτό, τραχύ, τεχνικά ωμό album με θεματολογία εμπνευσμένη από τη μαγική βόρεια παράδοση. Μέσα από αυτόν τον δίσκο ξεχώριζε η Μπαλάντα των Σπαθιών… Ένα από τα μαγικά κομμάτια του Heavy Metal. Μια ιστορία από Einherjer για έναν Einherje… Η θνητή ζωή σου δε θα’ χε αξία αν ήξερες για τη ζωή εκεί ψηλά… Ναι, θα πέθαινες για να ’σαι εκεί για πάντα.

Η δύναμη των Αεζίρ, που ξεκίνησε από τη ζοφερή υπερβόρεια γη αριθμούσε αρχικά χίλιους πολεμιστές. Το χρωματισμένο με το χρώμα της σφαγής πέρασμά τους από τιτάνια δάση, γιγάντια βλοσυρά βουνά και ανελέητες ζούγκλες, ωστόσο, είχε το ανάλογο πορφυρό του κόστος. Έτσι, στο σημείο όπου η ορδή θα αντικρύσει τη μυστήρια πόλη Κχέμου – βασικό πεδίο εξέλιξης της περιπέτειας – οι απώλειες των αντρών την έχουν αφήσει μισή. Ήδη από την αρχή, ο Χάουαρντ ξεκαθαρίζει ότι ο πρότυπος αυτός στρατός βαρβάρων του Βορρά, δεν απαρτίζεται από Αρείους, μα από Αεζίρ. Η πολεμοχαρής αυτή στρατιά είναι πλησιέστερη στον επίλεκτο στρατό ηρώων της Βαλχάλλα των

Across the moor we norsemen rode & skalds to us sung That days of glory soon should be when swords blood-red were swung “One eyed father give us strength my brave kinsmen &I In Valhalla I our mighty men will meet if I in this battle die From the sky your ravens watching me both of them I see Thank you Father for letting me know you watch over me”

I say to you - I ask you to for once be your own lord Come with me be a part of my Ballad of the swords A sudden clash where swords were drawn was the beginning of my end With a norsemans pride & courage I fought I would to Hel them send Instead I felt cold chilling steel stab me from behind A cravens deed indeed it was peace he should not find

At the moor the ravens spoke to me while skalds did their song A bitter loss was soon to come for those I were among

Faded I did strange beauty I met the dream for me came true Brought up I were Bifrost I saw my mortal life were through

Across the moor we norsemen rode & skalds to us sung That days of glory soon should be when swords blood-red were swung

Your mortal life with children & wife wouldn’t have no value If you knew as I about life up here you would die to be here forever......

27

Βίκινγκς του μεσαίωνα ή στο παγερό πολεμικό χαρακτήρα της Υπερβορέας της Υβορειανής εποχής. Η πορεία του εκστρατευτικού αυτού σώματος, δεν εντάσσεται στην ιστορία, μα στη μυθιστορία της Γης. Η πολεμική ελίτ όλων των πεδίων τούτου του κόσμου, με την καθοδήγηση του μονόφθαλμου, λυκίσιου Άζγκριμμ με τη γκρίζα γενειάδα, ενός πικρού, βλοσυρού πολεμιστή που παραπέμπει στον Όντιν, μεγάλωσε και ανδρώθηκε μέσα στη συνεχή αυτή πορεία σε άγνωστη γη. Η δύναμη των Αεζίρ είναι πέρα από το φυσικό. Όλοι τους γεννημένοι από λυκίσια φυλή, περνώντας τα χρόνια της νιότης τους μαχόμενοι ανθρώπους και κτήνη καθώς επίσης και τα στοιχεία της φύσης σε κάθε τους μορφή, έχουν χαραγμένο στην ψυχή τους το πνεύμα της πρωτόγονης αγριότητας. Μέσα τους καίει η φλόγα του αδάμαστου βαρβάρου, μια δύναμη που μπορεί να ακουστεί στο μακρύ αλύχτισμα του λύκου ή στο βρυχηθμό του ψυχρού βορείου ανέμου, που φωλιάζει στην ταραγμένη θάλασσα ή στο χτύπημα των φτερών του αετού, που παραμονεύει στη βαθιά σιωπή των απέραντων ερήμων. Η ορδή αυτή, της οποίας μέλος αποτελεί ο Χίαλμαρ, αποτελεί πρότυπο πολεμικό σώμα υπέρ του καθαρού, ανόθευτου, πρωτογενούς «χαουρντικού βαρβαρισμού» έναντι στον πολιτισμό και την εκφύλιση που αυτός επιφέρει. Όπως αναφέρεται, είναι αδύνατο για τον σύγχρονο άνθρωπο να καταλάβει το αρχέγονο πνεύμα της αγριάδας και του γνήσιου βαρβαρισμού. Μήτε υπάρχει


αθλητής σήμερα να συγκριθεί στο δρασκελισμό, την αντοχή και τη φυσική δύναμη των μελών της Στρατιάς της Βαλχάλλα. Κατ’ ανάλογο τρόπο, η πρώτη επαφή με τους κατοίκους της μυστηριώδους πόλης Κχέμου έχει χαρακτήρα σύγκρουσης. Το άψογα συντεταγμένο υπεράριθμο στράτευμα της πόλης ενάντια στην κατά μέτωπο έφοδο των λυκίσιων πολεμιστών. Η «τάξη της πειθαρχημένης κανονικότητας» ενάντια στην «τάξη της καθαρής αγριάδας του βαρβαρισμού». Η μάχη των πολλών ως απρόσωπου συνόλου ενάντια στην προσωπική δύναμη και το χαοτικό ένστικτο της μανίας για σφαγή. Το τέλος της σύγκρουσης θα βρει τους πολιτισμένους κλειδωμένους στην ασφάλεια που παρέχουν τα τεράστια τείχη της πόλης και τους βαρβάρους στρατοπεδευμένους έξω από την πύλη να ετοιμάζουν νέο κύμα αίματος. Ο Χάουαρντ μέσα από τη χαρακτηριστική του βιωματική γραφή μας δίνει με σαφήνεια την έννοια του πολεμιστή του Όντιν, Einherjer – εκείνου που μάχεται μονάχος και αναμενόμενα δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για την πολεμική ανωτερότητα του βαρβάρου σε σχέση με τον πολιτισμένο. Γι’ αυτό και ξεκινά η ύπουλη πολεμική στρατηγική, που κάποιοι θα ονόμαζαν εκπολιτισμό. Ο έντρομος άρχοντας της μυστηριώδους Κχέμου, θα στείλει πρόθυμα κορίτσια, φαγητό και δώρα στους Αεζίρ με απώτερο σκοπό να εξασφαλίσει την ειρηνική είσοδό τους στην πόλη, την ασφαλή εγκόλπωσή τους στο εσωτερικό των τειχών και την εκμετάλλευσή τους για την επικράτηση επί ποιος έχει των παραδοσιακών εχθρών της ακολουθήσει τους πόλης. Οι νέοι – με την αγνότητα βαρβαρικούς επικούς που χαρακτηρίζει τον πηγαίο και κόσμους του Heavy καθαρό βαρβαρισμό- ενδίδουν Metal και της Ηρωικής εύκολα, όμως ο γερο-γκρίζος Φαντασίας, αναγνωρίζει Άζγκριμμ θυμίζει πως τα φιλιά και μοιραία ένα άγνωστο οι ερωτικοί λυγμοί των γυναικών μα οικείο παρελθόν, για σβήνουν και βουβαίνονται, όμως το οποίο τραγουδούν οι το σπαθί τραγουδά πάντα ένα βάρδοι. Στο τραγούδι νέο φρέσκο τραγούδι σε κάθε του - που ανεξαρτήτως κοψιά. Μπροστά στα δώρα και τα σεναρίου παραμένει το κοσμήματα, κουνά το κεφάλι και ίδιο – κάποιοι νιώθουν μουρμουρίζει πως τα στολίδια είναι την παγερή ομίχλη να σκόνη ματαιοδοξίας και χάνονται τρυπά το κορμί τους σε στο πέρασμα των χρόνων, όμως κάθε δρασκελιά. Ακούν η κόψη της σφαγής δε στομώνει τις άριες του τραγουδιού ποτέ. Ο ίδιος ο μονόφθαλμος των σπαθιών, άρχοντας του πολέμου, τον οποίο βλέπουν το χύσιμο στην αρχαιότητα θα λάτρευαν ως του καυτού αίματος, Πολεμικό Θεό, δείχνει με τη στάση αφουγκράζονται το του το σημείο της ηγεσίας του. βρυχηθμό της σφαγής. Σε αντίθεση με τον εκφυλισμένο Είναι εκείνοι, άρχοντα της πόλης και τα που επιμένουν να σκλαβογεννημένους άθλιους που επισκέπτονται τα τον υπηρετούν, ο Άζγκριμμ δε ζητά λευκά βουνά και γονυκλισία και στέκεται με σπαθί στέκονται σιωπηλά στο χέρι ανάμεσα σε περήφανους κάτω από βελανιδιές άντρες μαχητές. ανακαλώντας τις μάχες του λησμονημένου παρελθόντος με την Η πλοκή κατά τα άλλα είναι τρέλα της μάχης να παρόμοια με αυτή των θεών του καίει στο νου τους και Μπαλ-Σάγκοθ, με μια ξανθή τους -άγνωστους μα γυναίκα αιχμαλωτισμένη και ταυτόχρονα και τόσο ταγμένη στην επίσης αιχμάλωτη γνώριμους - πολεμικούς θεά Ιστάρ (το αιώνιο θηλυκό), την ψαλμούς να πάλλονται οποία ο Χίαλμαρ θα ελευθερώσει, στα χείλη τους. Είναι

Ό

ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ οι Αδελφοί του Σπαθιού, εκείνοι που μάχονται μονάχοι, αυτοί που ανοίγουν τις εσωτερικές Πύλες για τα άλλα πεδία, εκεί που κυριαρχεί η Στρατιά των Einherjer του μονόφθαλμου θεού. Ακολουθείτε τις πεπατημένες οδούς; Ανησυχείτε για το τι λέει ή θα πει ο κόσμος; Φυλάτε και προσκυνάτε τις αλυσίδες που σας δένουν στον βούρκο;

Το Άγριο Κυνήγι της Στρατιάς της Βαλχάλλα δεν είναι για εσάς… Πολλοί ακούν το τραγούδι του σπαθιού, όμως λίγοι νιώθουν το Σπαθί του Τραγουδιού. Και στο Heavymetal-ικό Τραγούδι του Χάουαρντ υπάρχει Σπαθί….Κι αυτό το Σπαθί χαράζει το μονοπάτι του ήρωα… στο σούρουπο του χθες – στην αυγή του αύριο – στο αιώνιο σήμερα.


σφραγίζοντας τον όλεθρο της αρχαίας πόλης κάτω από τα τιτάνια κύματα της οργής του Ποσειδώνα. Οι εξελίξεις κλιμακώνονται σε μια μεγάλη τελευταία μάχη όπου οι προδομένοι Αεζίρ θα πεθάνουν κάτω από τα ανελέητα κύματα πολεμώντας τον εκφυλισμένο τους εχθρό και σφαγιάζοντάς τον μέχρι την τελευταία τους πνοή.

Ο

Robert Howard Σήμερα, τώρα, το Σπαθί του Τραγουδιού δείχνει το μυστικό μονοπάτι για τη Βαλχάλλα σε όποιον μπορεί να Νιώσει το Σπαθί. Εκ των πραγμάτων ένα μονοπάτι για λίγους και ένα μονοπάτι – που όπως δηλώνει και η λέξη – περπατείται μοναχικά από αυτούς που ανέλαβαν τη βαριά προσωπική ευθύνη και κίνησαν σιωπηλά προς άγνωστη κατεύθυνση, μακριά από το αποχαυνωτικό βουητό των πολλών. Από αυτούς

που μάχονται μόνοι, αυτούς που διάλεξαν τη ζωή και αναζητούν σπάζοντας φραγμούς να βρουν κάποτε εκείνη τη θρυλική πρότυπη στρατιά ελευθέρων μαχητών του γέρο-Άζγκριμμ. Όσοι φοβάστε το Άγριο Κυνήγι, κλείνετε την Πύλη για το μυστικό Σπαθί του Τραγουδιού, αλλά κρυφά λαχταράτε να δρασκελίσετε και εσείς πλάι σε ελεύθερες υπάρξεις, αναρωτηθείτε: «Τι αξία έχει η ασφάλεια

Ρόμπερτ Χάουαρντ, ως Τζέημς Άλλισον, αφήνει να διαχυθεί λύπη και ανέκφραστη οργή για τον σύγχρονό του κόσμο. Ένας άνθρωπος εκτός εποχής, ασυντόνιστος και απελπισμένος σε έναν κόσμο αντιηρωικό. Ως Χίαλμαρ, ωστόσο, ο Χάουαρντ - Άλλισον των τειχών όταν κατεβαίνει με κεραυνό το Σφυρί του Θωρ;» Το Σφυρί του Θωρ… Αυτή όμως είναι άλλη ιστορία, που αναμένει και αυτή να ειπωθεί. ΕΠΙΛΟΓΟΣ (με λίγα …σπαθάτα λόγια από τον Aleister Crowley)

Άναψε, ω λύρα, από το δάχτυλό μου κάτω! Τα φοβερά τα νιάτα, να καλέσεις , της εποχής! Στα όπλα, ενάντια στο εδραιωμένο το κακό! Ξύπνα, ξύπνα, ω Σπαθί του Τραγουδιού! Αμέτρητοι αιώνες ως εδώ μας φέραν Αμέτρητοι αιώνες μας σπρώχνουν μπροστά. Ο κόσμος είναι παλιός και εγώ είμαι δυνατός Ξύπνα, ξύπνα, ω Σπαθί του Τραγουδιού!

γνωρίζει και βιώνει τις καταβολές του με τη βοήθεια του Αιωνίου Θηλυκού. Πορεύεται με τους επίλεκτους της Βαλχάλλα, ζει ελεύθερα, πολεμά, σφαγιάζει, αγαπά… Ο Ρόμπερτ Χάουαρντ - Τζέημς Άλλισον ετοιμάζεται να αφήσει τον κόσμο για να ντυθεί ένα νέο ρωμαλέο κορμί… Ένας θρυλικός αποχαιρετισμός του Τεξανού συγγραφέα λίγο πριν τον θάνατο… Ο πατέρας της σύγχρονης λογοτεχνίας του σπαθιού και της μαγείας έμεινε γνωστός κυρίως για τον Ατλάντειο Καλλ και τον Κιμμέριο Κόναν και οι δυο τους βάρβαροι, πρώιμοι χαρακτήρες των ύστερων ομόφυλων αγαπημένων του Χάουαρντ, Κελτών. Ασυμβίβαστοι, εραστές της περιπέτειας, άρχοντες της μάχης. Το έπος όμως των Marchers of Valhalla είναι το ύψιστο μανιφέστο καθαρού βαρβαρισμού από τον Bob. Ο Χίαλμαρ και τα αδέλφια του δεν έχουν σαν πεπρωμένο να κυβερνήσουν ένα εκφυλισμένο πολιτισμένο κόσμο, δεν αρπάζουν το θρόνο με το σπαθί ή τον πέλεκυ. Έξω από τα όποια υλικά ή ιδεατά σύνορα η ανυπότακτη, αδάμαστη στρατιά του γκρίζου μονόφθαλμου Άζγκριμμ πορεύεται μέσα στους αιώνες και τις εποχές, ελεύθερη, αδέσμευτη… Συστρατεύεται μονάχα τα ελεύθερα πνεύματα – εκείνα που δε σκύβουν την κεφαλή, που ορθώνουν ανάστημα μονάχα και λαχταρούν να δουν πέρα από τον ορίζοντα. Η Στρατιά της Βαλχάλλα αδημονεί για την λυσσαλέα, ολέθρια εκείνη έφοδο, που θα φέρει το τέλος - μια νέα αρχή.

Σημειώσεις Εικόνες σκαλδικής τέχνης: από το Wodenswolf – Norse Art and Craft Εικόνα κόμιξ: από την καταπληκτική σειρά κόμιξ Northlanders Το μυστικό: Οι Marchers of Valhalla είναι Στρατός και ως τέτοιος πορεύεται σε… στράτα. Αν κάποιος θέλει να γνωρίσει το μονόφθαλμο γέρο, οφείλει να βγει στη… στράτα. Διαβάστε το προσωπικό ιστολόγιο του Paladin στην διεύθυνση http:// swordofapaladin.blogspot.com/


Μέθυσαν ζωγραφίζοντας σε καμβά ημιτελή φαντάσματος παραστάσεις μυρωδιάς ξυλότεμπλου και αγγέλων πεισιθανάτων μάχης ηλιοστασίου συνάξεως στοιχειών δαιμονικών. Και ξημερώνοντας μυστηριωδώς εξαϋλώθηκαν αφήνοντας του κήπου την γραία μισοκοιμισμένη να διηγείται ιστορία αφηρημένης παραβίαση νόμων χωριού στις παρυφές ονείρου.

Ξόρκι Αδιάσπαστο

Υπό Ζεφύρου

Κ

άθε χρόνο, παραμονές μεσοκαλόκαιρου, οι νόθοι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώνονται στην πηγή όπισθεν της εκκλησίας ώστε να αποδώσουνε θυσία πρόσφορο και κεράσια, εις μνήμην του ζευγαριού που χάθηκε σε χωράφι μάγισσας. Οι γεροντότεροι την θυμούνται να ζεύει ανέμους και σύννεφα ορυόμενη για την, από επιθυμία του επισκόπου, χαμένη της αγνότητα, και να καταριέται τα αειπάρθενα τέκνα των ανθρώπων να περπατούνε ανάμεσα στους κόσμους, απέθαντα και νεκραναστημένα. Ο περαστικός καβαλάρης που, ως άλλος Ηρακλής θέλησε να παλέψει με το θάνατο κερδίζοντας την ολόξανθη Άλκηστι του κάμπου και των πηγών, τυφλώθηκε από τις αστραπές της οργής και, αφού στόμωσε το σπαθί του από τα πολλά χτυπήματα, μέτρησε τα ίχνη του αίματός του στην άμμο σφαλίζοντας τα μάτια του, αρνούμενος κάθε περιπλάνηση. Ο Θεός εγκατέλειψε το μέρος. Και οι κάτοικοι, έχοντας στην απελπισία τους αλλάξει τρεις θρησκείες, μάταια προσμένουν να λυθεί το ξόρκι που το ζεύγος, λίγο πριν η αυγή σπάσει τα σκοτάδια, με τρεις στάλες δακρύων και πέτρα αλάξευτη, προσπάθησε να σπάσει. Σεμέλη, Παναγία, Βεστάλη, η μάγισσα ανίκητη δάμασε τους αειπάρθενους σε καθαρτήριο καθρεφτών ουρλιάζοντας μες στη σιωπή και κρατώντας εφτά χιλιάδες κεντριά για τα χέρια και τα πόδια των ερωτευμένων. Τα μαρτύριό τους θα σταματήσει όταν οι κάτοικοι λάβουνε τις σωστές θέσεις απέναντι από τ’ άστρα, λογχίζοντας την πλευρά γιου από παρθένα μητέρα και γκρεμίζοντας στη χαράδρα κόρη γέννημα ξωμάχου που κρυφοκοίταξε μυστήριο γυναικών και αρσενικού αβάτου. Λίγοι ξέρουνε ότι ο καβαλάρης έφτασε στο χωριό κυνηγημένος με την κατηγορία της ιεροσυλίας. Και ίσως ποτέ να μη μαθευτεί ο θάνατος της γυναίκας του που, στις όχθες παγωμένων νερών ξελογιάστηκε, μπλέκοντας τον επιθανάτιο ρόγχο της, με το κλάμα της ζωής του θηλυκού παιδιού του και ζήτησε σιωπηλά από το διάβολο εχέγγυα επιστροφής από τον κόσμο των νεκρών. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει την προσήλωση του γιου της μάγισσας στις παραδόσεις των Χριστιανών. Το βλέμμα του μπλέκεται με εκείνο του πατέρα του που, εν τω μέσω ιερών εορτών του Κυρίου ημών, αγναντεύει ευλαβικά εικόνες αγίων και ποίμνιο σταρένιων προσκυνητών, ψυχές δρέποντας αδιακρίτως εν τη ευσεβεία του.

30


Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας

Η ανεξάρτητη φοιτητική κοινότητα, για τους πραγματιστές των Μύθων…. Επικοινωνήστε μαζί μας στην διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

flefalo@gmail.gr

Επισκεφθείτε το διαδικτυακό τόπο της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας flefalo.blogspot.com, προκειμένου να ενημερωθείτε για την τρέχουσα επικαιρότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού στη χώρα μας και να διαβάστε το σύνολο των άρθρων που έχουν δημοσιευθεί σε όλα τα τεύχη της «Φανταστικής Λογοτεχνίας».

www.flefalo.blogspot.gr

Η διαδικτυακή πύλη του φανταστικού


Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μαγικό Κουτί»


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.