teuxos3

Page 1

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Τεύχος 3

Δεκέμβριος 2008 Διανέμεται δωρεάν


Περιεχόμενα 1) «Το κέρας»,

του Στέλιου Πέππα.

2) «Δοκίμιο για την Φανταστική Λογοτεχνία»,

του Σταμάτη Μαμούτου.

3) «Η ιστορία των γυρολόγων τραγουδοποιών…ή αλλιώς η ιστορία των βάρδων», του Δημήτρη Σιάββα. 4) «Τα Ξωτικά στη λογοτεχνία του φανταστικού»,

του Γιώργου Χατζηκυριάκου.

5) «Ο πολίτης-στρατιώτης στο Starship Troopers», του Ιωάννη Παπαδημητρόπουλου. 6) «Φανταστική λογοτεχνία: Η πρωταρχική κι αιώνια διήγηση», του Δημήτρη Αργασταρά.

Διανέμεται δωρεάν. «Φανταστική Λογοτεχνία», τεύχος 3. Εκδότης: Σύλλογος Φοιτητών ΑΤΕΙ και ΑΕΙ Πανεπιστημίων Ελλάδος Φανταστικής λογοτεχνίας (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας). Συντακτική ομάδα τρίτου τεύχους: Σταμάτης Μαμούτος, Στέλιος Πέππας, Γιώργος Χατζηκυριάκος, Δημήτρης Αργασταράς, Ιωάννης Παπαδημητρόπουλος, Δημήτρης Σιάββας. Γραφική Επεξεργασία και Design Περιοδικού: Στέλιος Πέππας Επιμέλεια- διόρθωση: Παναγιώτης Δημητρέλιας. Εκτύπωση: Copy Express, Χαριλάου Τρικούπη 88 Αθήνα, τηλ.210 3606650

Εικόνα εξωφύλλου: Henry Fuseli (Johan Heinrich Fϋssli)- The nightmare Detroit Institute of the Arts, Oil on Canvas.


Το Κέρας του Στέλιου Πέππα, Αντιπροέδρου Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, Φοιτητή Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης

Ίσως είναι κοινότυπο να δηλώνουν οι συντελεστές ενός περιοδικού ότι το κάθε νέο τεύχος που

δημιουργείται και κυκλοφορεί προς ανάγνωση αποτελεί την πιο αγαπημένη δουλειά της συντακτικής του ομάδας. Ωστόσο, υπάρχουν φορές που η οποιαδήποτε κοινοτυπία ή συνηθισμένη δήλωση σηματοδοτεί την πιο ειλικρινή έκφραση της πραγματικότητας. Προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η ανάγνωση των κειμένων που περιέχει αυτό το τεύχος θα πείσει τους φίλους αναγνώστες πως εδώ έχουμε να κάνουμε με τη δεύτερη περίπτωση. Γιατί πολύ απλά, το τρίτο τεύχος της «Φανταστικής Λογοτεχνίας», κατά την προσωπική μου εκτίμηση, κοσμείται από διαμάντια τα γραπτού λόγου τα οποία το καθιστούν εξόχως αγαπητό για στους δημιουργούς του. Το προηγούμενα τεύχη εκτιμήθηκαν δεόντως από το αναγνωστικό κοινό και έφεραν την Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας στο προσκήνιο της ελληνικής κοινότητας του φανταστικού. Παράλληλα, της έδωσαν την απαραίτητη ώθηση για να γίνει πολυμελής κοινότητα αποκτώντας νέους φίλους στους χώρους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ταυτόχρονα την καθιέρωσαν στη συνείδηση των φοιτητών ως μια δύναμη ενότητας και συνεργασίας, ως μια μεγάλη παρέα αγαπητών φίλων, η οποία αποτελεί την απόλυτη αντίθεση στο διχασμό, στην αντιπαλότητα, στην αθλιότητα και στη βλακεία που έχει σπείρει στους κόλπους της φοιτητικής κοινότητας η οργανωμένη κομματοκρατία. Ήταν, όντως, δύσκολο για ορισμένους να καταλάβουν ότι ακόμη και στη σημερινή εποχή της σήψης υπάρχουν ομάδες ανθρώπων που δραστηριοποιούνται αφιλοκερδώς προβάλλοντας την αγαπημένη τους λογοτεχνική έκφραση. Ήταν, πράγματι, απίστευτο για τα φτωχά τους μυαλά το γεγονός ότι παιδιά με εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές αντιλήψεις θα μπορούσαν να συνεργαστούν αρμονικά, να αγκαλιαστούν φιλικά και να συγκροτήσουν μια όμορφη παρέα. Δεν μπορούσαν όλοι αυτοί οι κύριοι να αντιληφθούν ότι απέναντί τους είχαν ανθρώπους αξιοπρεπείς κι όχι τίποτε σουρεαλιστές που θα χρησιμοποιούσαν την λογοτεχνία ως μέσο για να προωθήσουν υπόγεια πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες. Αυτό τους προκάλεσε σύγχυση…Και πάνω στην σύγχυσή τους δοκίμασαν ορισμένες φορές να χρησιμοποιήσουν εναντίον μας τις γνωστές τους μεθόδους…Και Τότε πήραν την απάντηση που τους έπρεπε και μας άφησαν στην ησυχία μας οριστικά…Ως Λέσχη δεν έχουμε να πούμε τίποτε άλλο για αυτούς τους καρνάβαλους του φοιτητικού κόσμου. Μοναχά Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Αφήνοντας πίσω όλα αυτά κι επιστρέφοντας στα του περιοδικού, ως συντακτική ομάδα δεν έχουμε παρά να ευχαριστήσουμε εσάς τους αναγνώστες για την αναγνώριση και τη θερμή ανταπόκριση, αλλά και να δηλώσουμε πως ευελπιστούμε να απολαύσετε το νέο τεύχος, που καταπιάνεται με διάφορα και πολύ ενδιαφέροντα θέματα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ως αντιπρόεδρος της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ θα ήθελα να καλωσορίσω στη συντροφιά τα νέα μέλη που αποφάσισαν να πορευθούν μαζί μας στα κρυφά μονοπάτια και στους μυστηριώδης κόσμους της φαντασίας. «Είναι σπουδαίο και τρομερό που η κάστα μας πληθαίνει! Καιρός είναι λοιπόν, συμπολεμιστές, να σαλπάρουμε για νέα μέρη με λιμάνια που κανείς δεν τα έχει δει και να ψάξουμε για θησαυρούς που τα άστρα σε λάμψη και ομορφιά δεν τους ξεπερνούν! Είθε οι θάλασσες και οι Θεοί των ανέμων να μη σπείρουν θύελλες στο δρόμο μας και απάνεμα μέρη, γιατί το ταξίδι είναι μακρινό, πέρα από τις γραμμές του ορίζοντα μας! Αδέλφια, λύκοι των θαλασσών, βίρα τις άγκυρες!!». 1 2 Ιδιαίτερης μνείας χρίζει το γεγονός ότι μετά από τον Σταμάτη Μαμούτο και το Γιάννη Πλιώτα , άλλα δυο μέλη της Λέσχης είδαν λογοτεχνικές τους δουλειές να δημοσιεύονται και να εκδίδονται. Διηγήματα του Γιώργου Χατζηκυριάκου και του Δημήτρη Αργασταρά εμπεριέχονται (μαζί με άλλο ένα του Γιάννη Πλιώτα) στην ανθολογία του ελληνικού φανταστικού που φέρει τον τίτλο «Ονείρων Σκιές» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Επίσης, το διήγημα «Ο γέρο-Τροτ και ο θάνατος» του Γιώργου Χατζηκυριάκου κοσμεί το τεσσαρακοστό τέταρτο τεύχος του περιοδικού Mystery. Πρόκειται για πολύ αξιόλογες δουλειές, ενδεικτικές του πνεύματος που διέπει τη Λέσχη, τις οποίες οι Έλληνες αναγνώστες του φανταστικού οφείλουμε να τιμήσουμε. Θα ήταν παράληψη να μην αναφέρω ότι όποιος αναγνώστης ενδιαφέρεται να ενημερωθεί για την ύ-


λη των προηγούμενων τευχών της «Φανταστικής Λογοτεχνίας» που τυχόν δεν βρήκε, αλλά και γενικότερα για τις λειτουργίες της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας, μπορεί να επισκεφθεί τη διεύθυνση της ιστοσελίδας www.flefalo.blogspot.com. Πρόκειται για το διαδικτυακό τόπο της Λέσχης. Ελπίζουμε να σας αρέσει! Για οποιοδήποτε σχόλιο, μήνυμα ή ερώτηση σχετικά με την Λέσχη, αλλά και για αιτήσεις εγγραφής, επικοινωνήστε μαζί μας μέσω του ηλεκτρονικού μας ταχυδρομείου στη διεύθυνση flefalo@gmail.com. Η συντακτική ομάδα του περιοδικού και τα παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ θα απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις και θα υποδεχτούν με χαρά τον κάθε νέο φίλο που θα θελήσει να πλαισιώσει την συντροφιά μας. Τελειώνοντας, σας αφήνω να απολαύσετε τα άρθρα του περιοδικού και σας εύχομαι να συνεχίσε-τε να κυνηγάτε τη ζωή. Ο μύθος ενσαρκώνεται μπροστά στα θολά, από τους χρόνους των ταξιδιών, μάτια μας!

1) Σταμάτης Μαμούτος, Η μάχη της πεδιάδας του ασημένιου φεγγαριού, εκδόσεις Πλοηγός. 2) Γιάννης Πλιώτας, Το βασίλειο της αράχνης, εκδόσεις Λιβάνη.


Δοκίμιο για την φανταστική λογοτεχνία Πρόκειται για το τρίτο μέρος του δοκιμίου που έχει γράψει ο Σταμάτης Μαμούτος το οποίο αναλύει και περιγράφει την ιστορική συνέχεια της λογοτεχνίας του φανταστικού από την αρχαιότητα μέχρι και τις ημέρες μας. Στα προηγούμενα τεύχη είχαν δημοσιευθεί το πρώτο και το δεύτερο μέρος, τα οποία εστίασαν στη γέννηση και την ανάπτυξη του φαινομένου κατά τις εποχές της αρχαιότητας και του μεσαίωνα αντιστοίχως. Σε αυτό το τεύχος ο πρόεδρος της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ καταπιάνεται με μια ιδιαιτέρως σημαντική περίοδο και βασιζόμενος στο αδιαμφισβήτητα τεράστιο εύρος των γνώσεών του, στη διεισδυτική του ματιά και στην αναλυτική θεωρητική του κατάρτιση, παρουσιάζει με γλαφυρότητα το πώς η λογοτεχνία του φανταστικού «αναστήθηκε» μέσα από το πνεύμα του Ρομαντισμού, καθώς επίσης και το πώς έφτασε στο σημείο να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος εντός των πλαισίων μιας πολιτισμικής αντεπίθεσης προς την κυριαρχία του Διαφωτισμού και του μηχανιστικού Ορθού Λόγου. Π.Κ Το πρώτο μισό του 18ου αιώνα μ.Χ αποτέλεσε την πλέον άνυδρη περίοδο για τη λογοτεχνία του φανταστικού. Κατά τη διάρκειά της, οι ιδέες του Διαφωτισμού είχαν απλώσει την επιρροή τους στα γεωγραφικά πλάτη του ευρωπαϊκού πολιτισμικού ορίζοντα και ως συνέπεια τούτου, ο ορθολογισμός, ο υλισμός και η μηχανιστική αντίληψη των πραγμάτων είχαν καταφέρει να εξοστρακίσουν το φαντασιακό στοιχείο από το δυναμικό του πνευματικού κόσμου. Οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, μπορεί να είχαν κάποιες επιμέρους διαφορές στις προσεγγίσεις τους επί των πραγμάτων, συμφωνούσαν ωστόσο σε ορισμένες βασικές παραδοχές. Η πρώτη από αυτές είχε να κάνει με την πεποίθηση ότι ο κόσμος βασίζεται πάνω σε καθολικούς και αδιασάλευτους νόμους, οι οποίοι είναι κατ' αρχήν ανακαλύψιμοι με τη χρήση της λογικής και την εφαρμογή των επιστημονικών μεθόδων. Τα πλέον ισχυρά εργαλεία για την απόκτηση της γνώσης εθεωρούντο τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες8. Η παράδοση, οι μέχρι τότε ηθικές επιταγές, οι θρησκευτικές γραφές, η αρχαία σοφία και όλες οι μορφές μη ορθολογικών προτάσεων απορρίπτονταν ασυζητητί. Η δεύτερη γενική παραδοχή των διαφωτιστών αφορούσε την αλήθεια. Σύμφωνα με τους στοχαστές του Διαφωτισμού όλα τα μεγάλα ερωτήματα Γουΐλιαμ Μπλέικ-Ο κόκινος Δράκος μπορούσαν να απαντηθούν από την επιστημονική έρευνα μέσω της ορθής χρήσης του Λόγου και η αληθής απάντηση για κάθε ερώτημα δεν θα μπορούσε παρά να είναι μία και μοναδική. Η κάθε αλήθεια είναι συνάμα και καθολική. Δηλαδή, ισχύει παντού και πάντοτε, σε όλες τις εποχές και για όλους τους ανθρώπους. Αυτό ήταν το συμπέρασμα των philosophes του αιώνα των «Φώτων». Οι φιλοσοφικές αυτές αρχές είχαν απήχηση στον ευρύτερο χώρο του πνεύματος. Κατ' αρχάς, στο επίπεδο της πολιτικής διανόησης δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι η επιστημονική γνώση θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σύστημα εξήγησης των πραγμάτων, το οποίο και θα έθετε στο περιθώριο τις προκαταλήψεις, τους δογματισμούς και τις φαντασιοπληξίες, καταφέρνοντας να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα πνευματικά του στεγανά κι εν συνεχεία από τις πολιτικές του δεσμεύσεις. Η παραδοχή ότι η αλήθεια για κάθε γνήσιο ερώτημα είναι μία και καθολική, δημιούργησε την πεποίθηση ότι εκτός από οικουμενικές αλήθειες, υπάρχουν οικουμενικοί κανόνες για τη ζωή και οικουμενικές προοπτικές για το ανθρώπινο γένος. Συνδέοντας όλες αυτές τις ιδέες καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι διαφωτιστές στο επίπεδο της πολιτικής προώθησαν μια φιλελεύθερα ανατρεπτική και διεθνιστική αντίληψη των πραγμάτων. Ανατρεπτική προς την αριστοκρατία και τις Εκκλησίες του 18ου αιώνα, στις οποίες χρέωσαν τους δογματισμούς, τα μυθεύματα και τις φαντασιοπληξίες που ο ορθός Λόγος έπρεπε να διαλύσει, και διεθνιστική γιατί οι εκφραστές της οραματίστηκαν έναν κόσμο οικουμενικό με κοινή προοπτική και μελλοντική εξέλιξη. Ο διεθνισμός αυτός είχε ελιτιστικά και επιθετικά χαρακτηριστικά. Κι αυτό γιατί οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού θεώρησαν ότι ο δυτικός τρόπος ζωής, (ιδίως μετά την επικράτηση του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και του αστικού κόσμου εις βάρος της αριστοκρατίας), εξέφραζε την σπουδαιότερη πολιτική ηθική. Η πολιτική αυτή ηθική, εξερχόμενη μέσα από το οικουμενιστικό πρίσμα της οπτικής των διαφωτιστών, προβλήθηκε ως τελικός στόχος και υπέρτατο ιδεώδες για όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Όπως γίνεται κατανοητό, ο πολιτικός οικουμενισμός-διεθνισμός των διαφωτιστών άφηνε περιθώρια για επιθετικές κινήσεις, οι οποίες κάποια στιγμή έγιναν πράξη. Στο όνομα του νέου τρόπου ζωής (που αργότερα έγινε συνήθεια να αποκαλούμε west way of life) κάποιες τέτοιες κινήσεις έγινε εφικτό να δικαιολογηθούν, εφόσον προωθούσαν τα οικουμενικά ιδεώδη και τις πολιτικές δομές του Διαφωτισμού. Κάνουμε αυτή την παρέκβαση από την ανάλυση των λογοτεχνικών δρώμενων γιατί είναι αρκετά χρήσιμη στο να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την συνέχεια των όσων θα πούμε. Έχοντας κατά νου τα βασικά φιλοσοφικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του Διαφωτισμού (στα οποία έχουμε αναφερθεί μέχρι στιγμής), δεν είναι δύσκολο να υποπτευθούμε ότι η εμφάνιση ανάλογων χαρακτηριστικών στο χώρο των τεχνών και των γραμμάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί αναμενόμενη. Και όντως, η υποψία αυτή αποδεικνύεται βάσιμη. Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα κεφάλαια αλλά και σύμφωνα με τα όσα συμπεραίνουμε από τα μέχρι στιγμής λεχθέντα περί του Διαφωτισμού, οι τέχνες και η λογοτεχνία είχαν σαφώς δευτερεύοντα ρόλο σε σύγκριση με την επιστήμη, μέσα στα πλαίσια της κοσμοθέασης των «Φώτων». Ωστόσο,ακόμη και σε αυτό το δευτερογενές επίπεδο από άποψη κύρους, τα


βασικά χαρακτηριστικά του Διαφωτισμού στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω εκδηλώθηκαν με ισχυρή ένταση. Όπως και στην επιστήμη, όπως και στην πολιτική, έτσι και στις τέχνες θεωρήθηκε ότι υπάρχουν οικουμενικοί κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις. Συνέπεια αυτής της θέσης ήταν η απόρριψη όλων των τοπικών και εθνικών παραδοσιακών στοιχείων από την λογοτεχνία, ο πνιγμός του δημιουργικού αυθορμητισμού των καλλιτεχνών και ο αυστηρός έλεγχος των συναισθημάτων. Μέσα από τις επιταγές των ισχυρών αυτών κανονιστικών πλαισίων (εντός των οποίων προσάρμοσαν οι διαφωτιστές την καλλιτεχνική έκφραση), προέκυψε στο πεδίο της λογοτεχνίας η επικράτηση του κλασικίζοντος δράματος από τη μια, και του ρεαλιστικού μυθιστορήματος από την άλλη. Τα λογοτεχνικά μυθιστορήματα θα έπρεπε να αντανακλούν την πραγματικότητα, να είναι δηλαδή ρεαλιστικά, σύμφωνα με τον ορθολογιστικό χαρακτήρα των ιδεών του Διαφωτισμού. Όπως γίνεται σαφές, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η λογοτεχνία του φανταστικού Σάμουέλ Τ. Κόλλεριτζ υπέστη μια καθίζηση. Στις καλύτερες των περιπτώσεων θεωρήθηκε ως άσκοπο φαντασιοκόπημα ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οι εκφραστές του Διαφωτισμού καταφέρθηκαν με μένος εναντίον της γιατί την θεώρησαν κατάλοιπο δοξασιών που έπρεπε να εξαλειφθούν. Ωστόσο, δεν ήταν μοναχά η φανταστική λογοτεχνία αυτή που μπήκε στο στόχαστρο των Διαφωτιστών. Ολόκληρος ο μεσαιωνικός πολιτισμός (εικαστικές δημιουργίες, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική, θρησκευτική συνείδηση, ιπποτικό ιδεώδες) και ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου (ιδίως εκείνο που αφορούσε την ομηρική και την αρχαϊκή εποχή) έγιναν δέκτες μιας ανελέητης πολεμικής. Έργο του Διαφωτισμού ήταν η δημιουργία του νέου κόσμου, εντός των πλαισίων του οποίου η ανθρώπινη συνείδηση βασίστηκε στον υπολογισμό και στον ορθολογισμό, τα πρότυπα ζωής έγιναν πιο ήπια και καθημερινά αφήνοντας πίσω τον πληθωρικό χαρακτήρα του παρελθόντος που ήθελε τον άνθρωπο ηρωικό, τίμιο και συναισθηματικό, τα έργα τέχνης ακολούθησαν την επιταγή της μόδας εκφράζοντας το κυρίαρχο ρεύμα του ρεαλισμού (και αργότερα του ευρύτερου Μοντερνισμού), η ερμηνεία των σκοπών και του προορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης απέκτησε χαρακτήρα υλιστικό, η παραγωγή των υλικών αγαθών προήλθε από βιομηχανικές πρακτικές και η πολιτική πραγματικότητα δομήθηκε πάνω σε «ελευθερόφρονες» (με την ευρεία έννοια) και διεθνιστικές ιδεολογίες. Γίνεται έτσι κατανοητό, ότι ακόμη και αν οι διαφωτιστές δεν είχαν στραφεί ενεργά εναντίον του μεσαιωνικού πολιτισμού και της φανταστικής λογοτεχνίας, μέσα στις συνθήκες του νέου κόσμου τα περιθώρια για την καλλιέργεια και την ανάπτυξή της είχαν γίνει εκ των πραγμάτων πολύ στενά. Για να υπάρξει μια νέα άνθιση της λογοτεχνίας του φανταστικού θα έπρεπε να προηγηθεί μια πνευματική επανάσταση, ή ακόμη και πνευματική αντίδραση εφόσον ο Διαφωτισμός εξέφραζε την πρόοδο και την αλλαγή. Μια πνευματική δράση δηλαδή, που να ανέτρεπε τα δεδομένα που είχαν δημιουργήσει οι ιδέες του Διαφωτισμού και να εμπεριέκλειε τη λογοτεχνία του φανταστικού στους κόλπους της. Έδαφος για την καλλιέργεια μιας τέτοιας πνευματικής δράσης υπήρχε και μάλιστα ήταν έφορο. Γιατί μπορεί το ψυχ-ρό πνεύμα του Διαφωτισμού να είχε καταλάβει τα πεδία της ακαδημαϊκής διανόησης, των πνευματικών λεσχών και εν γένει της ελίτ των διανοουμένων του πρώτου ημίσεως του 18ου αιώνα, ωστόσο οι μεγάλες μάζες των απλών ανθρώπων δεν το είχαν αφομοιώσει και εξακολουθούσαν να συγκινούνται από παραδοσιακά σχήματα τέχνης και προτάσεις της παλαιάς σοφίας. Αλλά ακόμη και στους κύκλους των ανθρώπων του πνεύματος υπήρξαν κάποιες φωνές που αμφισβήτησαν την κυριαρχία του Διαφωτισμού. Ο Λόουθ, ο Γιούνγκ, ο Μπλάκγουελ στη Βρετανία, ο φον Μούραλτ και ο Μπράιτινγκερ στην Ελβετία, ο Κλόπστοκ στη Γερμανία, ο Βίκο στην Ιταλία καθώς επίσης κι άλλοι στοχαστές και καλλιτέχνες, στράφηκαν κατά του ξηρού πνεύματος που είχε απλώσει η ιδεολογική κυριαρχία του υπερβάλλοντος ορθολογισμού. Η γενικευμένη πολιτισμική αντεπίθεση, όμως, έλαβε χώρα στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Από την δεκαετία του 1750 και ύστερα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ομάδες στοχαστών, εικαστικών και λογοτεχνών που ξεπήδησαν διαδοχικά στο προσκήνιο των πνευματικών δρώμενων της Ευρώπης, κατάφεραν μέχρι το τέλος του αιώνα να υψώσουν ένα τείχος αντίστασης στις ιδέες του Διαφωτισμού, να πετύχουν μια μεγάλη στροφή προς την κατεύθυνση του αισθηματισμού και της βουλησιαρχίας, αλλά και να προσανατολίσουν το ενδιαφέρον του κόσμου προς το πρωτόγονο, το απόμακρο, το ηρωικό, το φανταστικό, το παραδοσιακό και το εθνικό στοιχείο9. Η πλειοψηφία του ακαδημαϊκού κόσμου σε αυτό το χρονικό διάστημα αναζητά τις αφετηρίες της προ-ρομαντικής περιόδου. Της εποχής των πνευματικών δραστηριοτήτων, δηλαδή, που προηγήθηκαν του Ρομαντισμού, τον οποίο και χρονολογούν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ωστόσο, εμείς διαφωνούμε και υποστηρίζουμε ότι στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ο Ρομαντισμός ήταν παρόν (και ο τρίτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας είχε ανοίξει), ασχέτως του αν επικράτησε ως πολιτιστικό κίνημα στο πρώτο μισό του 19ου. Το κάνουμε αυτό γιατί από τη δεκαετία του 1750 κι έπειτα, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο μαζικά και διαδοχικά φανταστικές λογοτεχνικές δημιουργίες συνοδευόμενες από φιλοσοφικές ρομαντικές εκφράσεις που έδωσαν στον μυστικισμό και στην φαντασία πρωτεύοντα ρόλο, καθώς επίσης και ρομαντικές πολιτικές απόψεις που στηλίτευσαν το παρόν της εκκολαπτόμενης νεωτερικής κοινωνίας εμπνεόμενες από ιδανικές (ή εξιδανικευμένες) κοινωνίες του παρελθόντος. Η παρουσία του ρομαντικού πνεύματος στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ήταν έντονη και στο πεδίο του τρίτου κύκλου της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι δεδομένο ότι υπάγονται τα λογοτεχνικά έργα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, είτε τα χαρακτηρίσουμε ως ρομαντικά είτε, όπως επιμένουν ορισμένοι, ως προ-ρομαντικά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πριν αναφερθούμε στις ρομαντικές δημιουργίες της λογοτεχνίας του φανταστικού, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε, σε γενικές γραμμές, τον Ρομαντισμό συνολικά. Όπως έχουμε επισημάνει η κυριαρχία των ιδεών του Διαφωτισμού είχε δημιουργήσει αντιδράσεις σε μικρές ομάδες Ευρωπαίων στοχαστών ήδη από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Ωστόσο, μετά το 1750, οι άνθρωποι του πνεύματος που αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν με τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού αυξήθηκαν. Φιλοσοφικοί στοχασμοί, πολιτικές αναλύσεις, εικαστικές δημιουργίες και λογοτεχνικά έργα που αμφισβήτησαν τις δομές και τους κανόνες του μοντέρνου πνεύματος, δόμησαν σταδιακά έναν ισχυρό πνευματικό πόλο. Με την πάροδο του χρόνου έγινε ευρέως αντιληπτό ότι από τον πόλο αυτό δεν θα αργούσε να γεννηθεί μια ευρύτερη και ενιαία κοσμοαντίληψη. Η κοσμοαντίληψη του Ρομαντισμού10. Ο Ρομαντισμός πρόβαλλε μια χαρακτηριστική ένσταση προς όλες σχεδόν τις μορφές, τους τρόπους και τα γνωστικά πρότυπα που είχαν εγκαθιδρύσει οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού. Η ένσταση που πρόβαλλε ο Ρομαντισμός αφορούσε συνολικά τον άνθρωπο της λογικής και τον ίδιο τον Λόγο ως ουσία του ανθρώπου11. Η ρομαντική αντίδραση έλαβε χαρακτήρα καθολικό. Ήταν


μια αντίδραση ιδεολογική που εκφράστηκε μέσω της πολιτικής, μια αντίδραση αρχών που εκφράστηκε μέσω της φιλοσοφίας και μια αντίθεση αισθητική που εκφράστηκε μέσω της τέχνης12. Η ρομαντική αντίληψη είχε την αφετηρία της στην πεποίθηση ότι το παρόν της νεογέννητης τότε - νεωτερικής εποχής στερούταν ορισμένων αξιών. Αξιών που είχαν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου. Η απώλεια αυτή λάμβανε χώρα γιατί εντός της νεωτερικής εποχής η ουσία της ανθρώπινης οντότητας είχε ξεφτίσει. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το κέντρο βάρους της ανθρώπινης υπόστασης είχε μεταφερθεί από την ψυχή στο επίπεδο του ψυχρού ορθολογιστικού υπολογισμού. Το μαθηματικό πνεύμα του ορθού λόγου, που εξέφρασαν οι στοχαστές της Αναγέννησης και κυρίως Κάσπαρ Ν. Φρίντρχ του Διαφωτισμού, είχε καταφέρει να απονευρώσει και να τυποποιήσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν ο εγκλωβισμός του ανθρώπου σε υπαρξιακά αδιέξοδα, η αίσθηση της αποξένωσης, ο ανταγωνιστικός ατομικισμός που μετέτρεψε τις ανθρώπινες σχέσεις σε εμπορεύματα, η αποκοπή από τις ρίζες και την παράδοση, η διάλυση της κοινωνικής οργανικότητας, η απώλεια κάθε δυνατότητας για γνήσια και αυθόρμητη δράση που να βασίζεται στην αγνή ανθρώπινη βούληση κι όχι στον υπολογισμό της σκοπιμότητας, εν ολίγοις ο εγκλωβισμός της Ευρώπης σε ένα τρόπο ζωής πρωτόγνωρο και ξένο προς το παραδοσιακό της πνεύμα13. Η ρομαντική απάντηση σε αυτή την πραγματικότητα ξεκινούσε από την πεποίθηση ότι η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης θα έπρεπε να ανιχνευθεί στα πεδία του ανθρώπινου ψυχισμού. Στόχος ήταν η επιστροφή της ψυχής στο θρόνο που της άνηκε και τον είχε χάσει. Από τις αφετηρίες κιόλας της ρομαντικής αντίληψης γίνεται ανιχνεύσιμη η αίσθηση της νοσταλγίας και της απαισιοδοξίας. Αυτό που λείπει από το παρόν, υπήρχε πρωτύτερα σε ένα παρελθόν που δεν είχε αγγίξει η διαφθορά της νεωτερικότητας. Η νοσταλγία και η απαισιοδοξία του Ρομαντισμού, σε αντίθεση με την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος και την πίστη στην πρόοδο της ανθρωπότητας που εξέφρασε ο Διαφωτισμός, έστρεψαν εκ των πραγμάτων την οπτική της ρομαντικής κοσμοθέασης προς το παρελθόν και δημιούργησαν στους κόλπους της συντηρητικά αντανακλαστικά. Οι κύριες ιστορικές εποχές του ρομαντικού ενδιαφέροντος υπήρξαν η πρώιμη αρχαιότητα και ο μεσαίωνας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ένας από τους κορυφαίους Γερμανούς ρομαντικούς, ο Φρειδερίκος Σλέγκελ, « (ο μεσαίωνας) αυτή η εποχή της ιπποσύνης, του έρωτα και του μύθου απ' όπου απορρέουν τόσο το φαινόμενο όσο και ο ίδιος ο όρος (του ρομαντισμού)». Η προσέγγιση του παρελθόντος και μάλιστα των εποχών που η μυθολογία συγχεόταν με την πρώιμη ιστορία, απαιτούσε πέρα από την ιστορική γνώση- μια διεισδυτική αντιληπτική δυνατότητα, που θα μπορούσε να φέρει το πνεύμα του ρομαντικού στοχαστή σε επαφή με τους αρχαίους αυτούς κόσμους. Η αντιληπτική αυτή δυνατότητα δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την φαντασία. Η φαντασία αποτέλεσε την ψυχή του ρομαντικού κινήματος, το βασικό του γνώρισμα και την κύρια αντιπρόταση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Στόχος του Ρομαντισμού ήταν η μετάθεση του ενεργού πυρήνα της ανθρώπινης ζωής από την ψυχρή μηχανικότητα του λογικού στην φλογερή ορμή της φαντασίας14. Η φαντασία για τους ρομαντικούς δεν ήταν ένα απλό μέσο του ανθρώπινου πνεύματος. Αντιθέτως, έγινε αντιληπτή ως η κύρια πνευματική λειτουργία, μέσω της οποίας το ανθρώπινο υποκείμενο μπορούσε να σημασιοδοτήσει τα πράγματα και να ορίσει τον εαυτό του. Οι ρομαντικοί αντιλήφθηκαν ότι η ενεργητικότητα της φαντασίας προηγείται του κόσμου της πραγματικότητας. Η φαντασία θεωρήθηκε ως η ανθρώπινη δύναμη που χαρίζει την υπόσταση της σημασίας στον στατικό και απονευρωμένο πραγματικό κόσμο. Μέσω της φαντασίας ο άνθρωπος είναι σε θέση να δώσει νόημα στην πραγματικότητα, χωρίς φυσικά να αγνοήσει τα εξωτερικά της στοιχεία (της πραγματικότητας). Ένας σπουδαίος Γερμανός ρομαντικός στοχαστής, ο Φρήντριχ Σλαϊερμάχερ, υποστήριξε χαρακτηριστικά, «με τον όρο φαντασία δεν εννοώ κάτι το υποταγμένο ή συγκεχυμένο, αλλά την ύψιστη και πιο πρωτότυπη νοητική δύναμη του ανθρώπου. Κάθε τι άλλο μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση είναι απλώς μια αντανάκλαση των περιεχομένων της, και επομένως εξαρτάται από αυτά. Στην δική μου κατανόηση η φαντασία είναι η ελεύθερη παραγωγή ιδεών, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται μια σύλληψη του κόσμου. Αυτή την σύλληψη δεν τη δέχεσαι από τα έξω, ούτε την συγκροτείς μέσα από επαγωγικά συμπεράσματα. Μέσα από τη σύλληψη αυτή πληρώνεσαι επομένως με ένα αίσθημα παντοδυναμίας». Σύμφωνα με τους ρομαντικούς η λειτουργία της ανθρώπινης φαντασίας αντιστοιχεί με εκείνης του Θεού. Ο Κύριος δημιούργησε τον κόσμο μέσα από το τίποτα, χρησιμοποιώντας τις άπειρες δυνατότητες της φαντασίας του και όχι τον ορθολογιστικό υπολογισμό. Κατά τον ίδιο τρόπο η ανθρώπινη φαντασία δίνει νόημα στον κόσμο των νεκρών αντικειμένων15 που συνθέτουν την (εξωτερική) πραγματικότητα. Ο σημαντικότερος, ίσως, Άγγλος ρομαντικός, Σάμουελ Τ. Κόλλεριτζ, έκανε τη διάκριση μεταξύ της δημιουργικής φαντασίας (imagination) η οποία εκφράζει αυτή την συνθετική, κύρια και πρωτογενή λειτουργία του ανθρωπίνου πνεύματος και της δευτερεύουσας φαντασίας (fancy) η οποία αποτελεί το παιχνίδισμα του νου με τα συγκεκριμένα πράγματα του πεπερασμένου κόσμου. Η δευτερεύουσα φαντασία υπάγεται στη δημιουργική φαντασία. Η χρήση της φαντασίας αποτελεί το μέσο για την υπέρβαση της πεπερασμένης πραγματικότητας και την είσοδο του ανθρωπίνου πνεύματος στους κόσμους της αιωνιότητας. Πίσω από αυτή τη ρομαντική άποψη είναι εμφανές ότι υπάρχει η πλατωνική και χριστιανική πίστη ότι ο κόσμος της πραγματικότητας αποτελεί χλωμή αντανάκλαση κάποιων ιδεατών κόσμων. Γίνεται εύκολα ορατός επίσης, ο έντονος πόθος των ρομαντικών για την υπέρβαση της πραγματικότητας προκειμένου να γίνει εφικτή η σύλληψη του Απολύτου, του ιδεώδους προτύπου. Ενός προτύπου που υπάρχει σε ένα νεφελώδες «θεϊκό» επίπεδο, στο οποίο οδηγεί μοναχά ο δρόμος της φαντασίας. Όπως αναφέρει η Lillian Furst, οι ρομαντικοί «είχαν απόλυτη συνείδηση του χάσματος που υπάρχει ανάμεσα στον παροδικό, κοινό κόσμο του φαινομενικού, και το αιώνιο, απέραντο βασίλειο της ιδανικής αλήθειας, της καλοσύνης και της ομορφιάς, που ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί μόνον μέσω της φαντασίας»16. Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι οι πρώτες ρομαντικές εκδηλώσεις - κυρίως εκείνες της Βρετανίας - δεν είχαν ενστερνισθεί τη θεωρία του «βάθους» περί της φαντασίας, στην οποία αναφερθήκαμε. Για τους πρώτους Βρετανούς ρομαντικούς η φαντασία αποτελούσε τη δύναμη του ανθρωπίνου πνεύματος να διατρέχει διαισθητικά την απειρία των φαινομένων και να τα διαμορφώνει σε πρωτότυπες (φανταστικές) αλληλουχίες. Η αντίληψη της ποιητικής φαντασίας ως απλού


επεξεργαστή των δεδομένων που παρέχουν οι αισθήσεις (και όχι ως δύναμης νοηματοδότησης της πραγματικότητας σύμφωνα με τα συμπεράσματα της θεωρίας του «βάθους»), συνέδεσαν τον πρώιμο βρετανικό ρομαντισμό με τον εμπειρισμό και την φιλοσοφική θεωρία του Ν. Χιουμ. Η θεώρηση αυτή έχασε γρήγορα τους υποστηρικτές της. Όταν ο Σ. Κόλλεριτζ ταξίδευσε στη Γερμανία και μυήθηκε στον γερμανικό ρομαντισμό, ασπάστηκε τη θεωρία του «βάθους», την οποία και μεταλαμπάδευσε στη Βρετανία. Τελικά, η γερμανική προσέγγιση αφομοίωσε τη βρετανική και η αντίληψη περί φαντασίας που επικράτησε ήταν αυτή του «βάθους». Σύμφωνα με πολλούς θεωρητικούς η λογοτεχνία του Ρομαντισμού είχε τέσσερα κύρια γνωρίσματα: α) την φαντασία, β) τον μύθο, γ) το σύμβολο και δ) την σχέση του συγγραφέα με τη φύση, η οποία είχε να κάνει με το φυσικό αλλά κυρίως με το υπερφυσικό στοιχείο. Μέσα στους κόλπους της η μυθολογία, οι λαϊκοί θρύλοι και οι δημοτικές παραδόσεις προβλήθηκαν πολύ έντονα. Γίνεται έτσι πασιφανές ότι ο Ρομαντισμός δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την αναγέννηση της λογοτεχνίας του φανταστικού και το άνοιγμα του τρίτου της κύκλου. Οι χώρες στις οποίες ευδοκίμησε αρχικά το ρομαντικό πνεύμα ήταν η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία. Στη Βρετανία τις ομάδες των πρώτων ρομαντικών συγκρότησαν κυρίως λογοτέχνες και άνθρωποι των τεχνών, ενώ στη Γερμανία ανάμεσα στους λογοτέχνες υπήρχαν και κορυφαίοι φιλόσοφοι. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που εντός του ρομαντικού πεδίου κυριάρχησε η γερμανική αντίληψη και με το πέρασμα του χρόνου η Γερμανία μετατράπηκε σε πανευρωπαϊκή πρωτεύουσα του Ρομαντισμού. Θα πρέπει, ωστόσο, να μην λησμονούμε ότι όσο η ρομαντική εξέγερση απλωνόταν και κέρδιζε χώρο στο ευρωπαϊκό πλαίσιο των τεχνών και των γραμμάτων, η διάκριση μεταξύ καλλιτέχνη και φιλοσόφου έχανε το νόημά της. Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι ρομαντικοί καλλιτέχνες ήταν παράλληλα φιλόσοφοι και θεωρητικοί στοχαστές. Στην Βρετανία η ρομαντική αντεπίθεση άρχισε μέσω της φανταστικής λογοτεχνίας. Το 1762 ο Τζ. Μακφέρσον δημοσίευσε τα «ποιήματα του Οσσιάν» στο Εδιμβούργο, ενώ το 1764 εμφανίστηκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο της Αγγλίας ο πρώτος λογοτέχνης που δημιούργησε ένα από τα σημαντικότερα πεζογραφικά ρεύματα της ρομαντικής φανταστικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για τον Οράτιο Ουόλπολ, το γεννήτορα της γοτθικής νουβέλας, ο οποίος επανέφερε στην επιφάνεια των λογοτεχνικών δρώμενων, αρκετά μετασχηματισμένα βέβαια, τα πρότυπα του μεσαιωνικού ιπποτικού μυθιστορήματος με το διάσημο έργο του που έφερε τον τίτλο «Το κάστρο του Οτράντο». Το 1768 ο ίδιος συγγραφέας δημοσίευσε και την τραγωδία «Η μυστηριώδης μητέρα». Πρόκειται για ένα έργο με το ίδιο σκοτεινό και τρομακτικό ύφος που είχε και «Το κάστρο του Οτράντο». Στο λογοτεχνικό πλαίσιο του γοτθικού τρόμου κινήθηκαν και ο Άγγλος ευγενής Μάθιου Γκ. Λιούις ο οποίος έγραψε πολλές νουβέλες με ποιοτικότερη όλων εκείνη που έφερε τον τίτλο «Ο μοναχός», η Κλάρα Ριβ με το «Ο γερο-Άγγλος βαρόνος (1777)», η Αν Ράντκλιφ με τους «Πύργους του Άθλιν και του Ντανμπαίην (1789)», «Τα μυστήρια του Ουδόλφο (1794)», «Το εξομολογητήριο των μαύρων ψυχών ή ο Ιταλός (1797)» και πολλοί άλλοι. Μέσω της γοτθικής νουβέλας καθιερώθηκε το λογοτεχνικό μοτίβο του μυστηριώδους πύργου με τις δαιδαλώδεις στοές και τα ανήλιαγα υπόγεια στα οποία περιφέρονται φαντάσματα και άλλα τρομακτικά όντα, το οποίο και κυριάρχησε τελικά στα πλαίσια της φανταστικής λογοτεχνίας του τρόμου μέχρι και τις ημέρες μας. Προτομή Νοβάλις Ωστόσο, πέρα από την πεζογραφία η βρετανική φανταστική λογοτεχνία βρήκε εκφραστές και στο πεδίο της ποίησης. Ο Γουίλιαμ Μπλέικ κυκλοφόρησε τα «Ποιητικά σχεδιάσματα» το 1783, τα «Τραγούδια της αθωότητας» και το «Βιβλίο της Θελ» το 1789, τα «Οράματα των θυγατέρων του Άλμπιον» το 1793 ενώ την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε και τους «Γάμους του Ουρανού και της κόλασης». Ο Μπλέικ αποτέλεσε έναν από τους «προφήτες» του Ρομαντισμού, έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές του. Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε ότι εκτός από ποιητής ήταν και εικαστικός. Οι πίνακές του έφεραν στο φως τα αποκαλυπτικά του οράματα μέσα από μια ιδιόρρυθμα θρησκευτική, σκοτεινή, μυθική και εφιαλτική αισθητική. Δυο χρόνια πριν το κλείσιμο του αιώνα, το ευρύ κοινό της Βρετανίας γνώρισε τους δυο ποιητές που έμελλε να αποτελέσουν και τους θεωρητικούς του Ρομαντισμού στη Γηραιά Αλβιόνα. Πρόκειται για τον Σάμουελ Τ. Κόλλεριτζ και τον Γουίλιαμ Γουέρτσγουερθ, οι οποίοι εξέδωσαν την κοινή ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Λυρικές Μπαλάντες». Σε αυτή την συλλογή δημοσιεύθηκε και το πλέον επιτυχημένο και πολυδιαβασμένο ποίημα του Κόλλεριτζ, η θρυλική «Μπαλάντα του γέρου ναυτικού (the rime of the ancient mariner)». Εκτός από τις λογοτεχνικές ρομαντικές δημιουργίες, το 1790 δημοσιεύθηκε κι ένα κείμενο που κατέστη πολιτικό μανιφέστο του Ρομαντισμού. Πρόκειται για τις «Σκέψεις πάνω στη Γαλλική Επανάσταση» του Έντμουντ Μπερκ. Ο Μπερκ, φιλελεύθερος πολιτικός που είχε δει θετικά την Αμερικανική Επανάσταση του 1776, μετά τη Γαλλική Επανάσταση έκανε στροφή και αποτέλεσε τον πολιτικό στοχαστή που με συνεπή και ποιοτικό τρόπο καταφέρθηκε εναντίον του πνεύματος του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας. Ο Βρετανός φιλόσοφος κατέστη ο κορυφαίος εκφραστής του συντηρητισμού καταδικάζοντας τη βίαιη ρήξη με την παράδοση προκειμένου να επιβληθεί η αστική δημοκρατία, και κατήγγειλε τη Γαλλική Επανάσταση ως μακροχρόνιο, οργανωμένο σχέδιο επιχειρηματικών πυρήνων και ελευθεροτεκτονικών στοών. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ο Μπερκ αποτελούσε και ο ίδιος μέλος τέτοιων ομάδων και γνώριζε εκ των έσω τις εξελίξεις. Ο αντίκτυπος των απόψεών του ήταν τεράστιος και προκάλεσε πολλές συζητήσεις ενώ οι «Σκέψεις πάνω στη Γαλλική Επανάσταση» μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Έχοντας όλα αυτά κατά νου οφείλουμε να σημειώσουμε ότι μέχρι το τέλος του αιώνα οι ρομανικοί της Βρετανίας είχαν συνείδηση της αισθητικής και πολιτικής τους αντιπαράθεσης με το πνεύμα του Διαφωτισμού αλλά όχι και του γεγονότος ότι αποτελούσαν εκφραστές μιας ενιαίας κοσμοαντίληψης. Η κοινή συνείδηση του ότι όλη αυτή η πνευματική δραστηριοποίηση υπαγόταν στο ίδιο πεδίο, το πεδίο του Ρομαντισμού, οφείλεται στον Κόλλεριτζ και στον Γουέρτσγουερθ, οι οποίοι έδωσαν στο βρετανικό ρομαντισμό τις θεωρητικές του βάσεις. Αντίθετα, στη Γερμανία ο Ρομαντισμός απέκτησε νωρίς ιδεολογική ταυτότητα. Στη μητρόπολη του Ρομαντισμού η αφετηρία της εξέγερσης κατά της νεωτερικότητας έλαβε χώρα μέσω της φιλοσοφίας του πλέον ιδιόρρυθμου και σκοτεινού στοχαστή, του Γιόχαν Γκ. Χάμανν. Ο Χάμανν έπλευσε σε οράματα ονειρικού παροξυσμού και με την σκέψη του άνοιξε τους ορίζοντες του γερμανικού Ρομαντισμού. Τα κύρια έργα του είναι δύο. Τα «Σωκρατικά απομνημονεύματα (1759)» και τα «Σπέρματα της αισθητικής: Μια ραψωδία σε καμπαλιστική πρόζα (1762)». Οι τίτλοι τους μαρτυρούν τον αποκαλυπτικό, ενορατικό και προφητικό τους χαρακτήρα. Ο Γερμανός φιλόσοφος, που χαρακτηρίστηκε από


τον Καντ και άλλους στοχαστές ως ο «Μάγος του Βορρά», θεώρησε ότι η κοινωνία είχε αποσαθρωθεί λόγω της επικράτησης του ορθολογισμού. Ο ορθολογισμός αποτέλεσε το πνευματικό δηλητήριο που νέκρωσε τις δημιουργικές και τις αντιληπτικές δυνάμεις του ανθρώπου και δολοφόνησε τη φύση. Σύμφωνα με τα όσα είπε ο «Μάγος του Βορρά», η ουσία του ανθρώπου πηγάζει από τα βάθη της ψυχής και η δύναμη του Θεού ζωοποιεί τα πάντα με τρόπο που υπερβαίνει κάθε λογική ανάλυση. Ο λόγος του Θεού ακούγεται μέσα από την φύση. Ο Θεός δημιουργεί λέγοντας και ο άνθρωπος σκέπτεται λέγοντας. Ο κόσμος είναι μια συμφωνία πρωτόγονων ήχων, συνθέτης της οποίας είναι ο Θεός17. Ο άνθρωπος για να ανακαλύψει πραγματικά την πλάση, πρέπει να αψηφήσει τις άψυχες ορθολογικές αναλύσεις των επιστημόνων και να προσπαθήσει να συλλάβει αυτά τα ακούσματα. Στο κάθε άκουσμα αντιστοιχεί και σε μια θεϊκή λέξη. Άρα, ο άνθρωπος οφείλει να ανακαλύψει τις λέξεις αυτές για να εναρμονίσει την ύπαρξή του με το Άπειρο. Το όργανο που μεσολαβεί ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο είναι η γλώσσα. Όχι βέβαια οι οποιεσδήποτε νεότερες γραπτές γλώσσες, τις οποίες ο Χάμανν θεώρησε ως σύνολα νεκρών συμβόλων πάνω σε άδειες σελίδες, αλλά οι δημιουργικές και γεμάτες ενέργεια πρώτες γλώσσες των αρχαίων ανθρώπων. Η επανάκτηση της ζωντανής αυτής γλώσσας των παλαιών ανθρώπων απαιτεί επιστροφή στις ρίζες της αρχαιότητας και την μέθεξη στην ποιητική σοφία των πρώτων λαών. Η πορεία αυτή προϋποθέτει μια ιστορική αντίληψη. Η ιστορία και μόνο παράγει συγκεκριμένη αλήθεια και οι ποιητές με την πρωτοτυπία, τη μεγαλοφυΐα και την άμεση έκφραση που αποτελεί προέκταση της γλώσσας του Θεού, πλάθουν την ζωντανή σάρκα του κόσμου, ενώ η αναλυτική επιστήμη αποκαλύπτει μόνον τον σκελετό του. Όπως γίνεται εμφανές από τη σύντομη αυτή αναφορά σε κάποιους πολύ βασικούς στοχασμούς του Χάμανν, μέσω της φιλοσοφίας του όχι μόνο προβλήθηκε μια αντίδραση στο νεωτερικό ορθολογικό πνεύμα του Διαφωτισμού, αλλά και δόθηκε μεγάλη σημασία στο ρόλο της ιστορίας και των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων των ανθρώπων. Η πίστη στην αξία της τέχνης και η παράλληλη στροφή του ενδιαφέροντος προς τις αρχαίες κοινωνίες και τις θεολογικές αφηγήσεις δημιούργησαν ιδανικές προοπτικές για την επιστροφή της φανταστικής λογοτεχνίας στο προσκήνιο των πολιτιστικών δρώμενων. Αυτή η τάση έγινε ακόμη πιο έντονη χάρη στην πνευματική δραστηριοποίηση των μαθητών του Χάμανν, κυριότεροι εκ των οποίων υπήρξαν ο Χέρντερ, ο Γιακόμπι και ο Μαίζερ. Ο Γιόχαν Γκ. Χέρντερ προσπάθησε να κατασκευάσει ένα συνεκτικό σύστημα φιλοσοφίας. Υπήρξε πιο ήπιος στοχαστής από το δάσκαλό του, πράγμα που κάποια στιγμή ενόχλησε τον «Μάγο», ωστόσο η απήχηση των απόψεών του ήταν ικανοποιητικά μεγάλη, σε σχέση πάντα με τη δύσκολη θέση που βρισκόταν τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι πρώτοι ρομαντικοί όταν ξεκινούσαν την αντεπίθεση στο πνευματικό κατεστημένο του Διαφωτισμού. Η φιλοσοφία του Χέρντερ καταπιάστηκε (όπως κι εκείνη του Χάμανν) με τη σημασία της γλώσσας για την εξέλιξη του ανθρωπίνου πνεύματος και με το νόημα της ιστορικότητας. Ωστόσο, εκείνο το στοιχείο που χαρακτήρισε περισσότερο τον στοχασμό του ήταν η μελέτη των διαφόρων πολιτισμών και η έμφαση στην αντίληψη ότι το άτομο δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο πλάσμα που μόνο ύστερα από δική του επιλογή υπάγεται σε ολότητες (όπως διακήρυτταν οι Διαφωτιστές), αλλά μέλος κοινωνικών ολοτήτων. Σύμφωνα με τον Χέρντερ, το άτομο συνδέεται οργανικά με την οικογένειά του και με άλλες πολιτισμικές κοινότητες. Κύρια ηθική κοινότητα αποτελεί το έθνος. Απέναντι στον κοσμοπολιτισμό και στον επιθετικό διεθνισμό των μοντέρνων φιλοσόφων που υποστήριζαν ότι όλοι οι λαοί θα έπρεπε να είχαν ως κύριο μέλημά τους την προσέγγιση του ανώτερου και καθολικού ιδεώδους το οποίο (σύμφωνα με αυτούς) συμπυκνωνόταν στο πνεύμα του Διαφωτισμού, στην αστική δημοκρατία, στην ορθολογικότητα της επιστήμης και στην ρεαλιστική τέχνη, ο Χέρντερ αντιπαρέβαλε έναν ήπιο και αμυντικό εθνικισμό, ο οποίος έδινε έμφαση στους εκάστοτε εθνικούς πολιτισμούς και δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση ότι ο πολιτισμός της νεωτερικότητας διατηρούσε κάποιου είδους προβάδισμα και συνεπώς θα έπρεπε να επιβληθεί σε καθολικό επίπεδο. Πεποίθηση του Γερμανού φιλοσόφου ήταν ότι οι διαφορετικοί εθνικοί πολιτισμοί θα έπρεπε να ευδοκιμήσουν ο ένας δίπλα στον άλλο, εφόσον ο κάθε πολιτισμός αποτελεί μια ιδιαιτέρως σημαντική έκφραση της ποιητικής φαντασίας του ανθρώπου και όχι να υποταχθούν στο πνεύμα παγκοσμιότητας του Διαφωτισμού. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά, οι εθνικές παραδόσεις είναι όπως τα γράμματα στο αλφάβητο ή όπως μια εκτυφλωτική ποικιλία ανθέων μέσα σε έναν αχανή κήπο18. Κύρια έργα του υπήρξαν τα «Άλλη μια φιλοσοφία της ιστορίας για την αγωγή της ανθρωπότητας (1774)», «Ιδέες για την φιλοσοφία της ιστορία της ανθρωπότητας (1784)» και «Γράμματα για την πρόοδο της ανθρωπότητας (17931797)». Η έμφαση που είχαν δώσει ο Χάμανν, ο Χέρντερ και οι υπόλοιποι πρώτοι ρομαντικοί στοχαστές στις εθνικές παραδόσεις, στην αρχαία και στην μεσαιωνική φανταστική λογοτεχνία, καθώς επίσης και η πεποίθηση τους ότι η δημιουργική αφετηρία του πολιτισμού ανάγεται στην ποιητική φαντασία και όχι στην ψυχρή λογική, αποτέλεσαν το ιδανικότερο προανάκρουσμα για την επαναφορά της φανταστικής λογοτεχνίας στην επιφάνεια των πνευματικών τεκταινομένων της εποχής. Ο Γκόττφρηντ Α. Μπύργκερ ήταν ένας από τους πρώτους Γερμανούς λογοτέχνες που μέσα στην ακμή του Διαφωτισμού άρχισαν να καλλιεργούν εκείνη την φανταστική διάθεση που μερικά χρόνια αργότερα κατέκλυσε τη γερμανική λογοτεχνία. Η πιο φημισμένη μπαλάντα του είναι «Ο άγριος κυνηγός (1785)». Το 1786, ο Μπύργκερ και Γκέοργκ Λίχτενμπεργκ επεξεργάστηκαν και μετέφρασαν από τα αγγλικά στα γερμανικά τις περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν. Το έργο αυτό είχε δημοσιεύσει ο Γερμανός λογοτέχνης Ρούντολφ Έριχ Ράσπε στην Αγγλία το 1785 και ο Μπύργκερ με τον Λίχτενμπεργκ φρόντισαν να το κάνουν γνωστό και στο γερμανικό λογοτεχνικό κοινό. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας νεαρός θεωρητικός της τέχνης, ο Βίλχελμ Χ. Βάκενροντερ, μαζί με τον λογοτέχνη Γιόχαν Λ. Τηκ επιχείρησαν ένα είδος πνευματικού προσκυνήματος σε ολόκληρη τη Γερμανία. Στο ταξίδι τους αυτό ένιωσαν την μαγική ατμόσφαιρα της μεσαιωνικής Γερμανίας να συνδέεται με το παρόν και να παίρνει την μορφή ενός υψηλότατου αισθητικού και θρησκευτικού ιδανικού. Ο Βάκενροντερ έγραψε δυο έργα που εκδόθηκαν από τον Τηκ, εντός των οποίων εκφράστηκε με ολοκληρωμένο τρόπο η ρομαντική αντίληψη για την τέχνη. Τα έργα αυτά είναι οι «Διαχύσεις ενός φιλότεχνου καλόγερου (1797)» και οι «Φαντασίες για την τέχνη (1799)». Ωστόσο, η ρομαντική φωτιά που πυρπόλησε τη γερμανική πνευματική ζωή άναψε στην Ιένα. Στα τέλη του αιώνα η πόλη αυτή φιλοξένησε μια ομάδα θεωρητικών της τέχνης, λογοτεχνών και φιλοσόφων, οι οποίοι έδωσαν στο γερμανικό ρομαντισμό της θεωρητικές του βάσεις. Η εν λόγω ομάδα απαρτιζόταν από τους Αύγουστο φον Σλέγκελ, Φρειδερίκο φον Σλέγκελ, Γκέοργκ φον Χάρντενμπεργκ ή αλλιώς Νοβάλις, Γιόχαν Λ. Τηκ, Γιόχαν Γκ. Φίχτε και Βίλχελμ Γ. Σέλλινγκ. Στην ομάδα αυτή που χαρακτηρίστηκε ως ο κύκλος της Ιένας, συμμετείχαν η Καρολίνα Σλέγκελ (γυναίκα του Αυγούστου) και η Δωροθέα Σλέγκελ (γυναίκα του Φρειδερίκου), ενώ στενές επαφές με τα μέλη του κύκλου διατηρούσε και ο θεολόγος, πάστορας και σπουδαίος φιλόσοφος Φρήντριχ Σλαϊερμάχερ. Οι στοχαστές του κύκλου της Ιένας πρόβαλαν σε θεωρητική βάση τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των


ρομαντικών δημιουργιών. Έχοντας ως κύριο άξονα αναφοράς την λογοτεχνία θεώρησαν Α) ότι ένα ρομαντικό έργο απέναντι στον ορθολογισμό και τον ρεαλισμό του Διαφωτισμού θα πρέπει να αντιπαραβάλλει την φαντασία. Φυσικά η κριτική στον ορθολογισμό δεν περιορίστηκε μοναχά στο πεδίο της λογοτεχνίας αλλά αντιθέτως πήρε και ευρύτερες διαστάσεις. Ο Αύγουστος Σλέγκελ είχε χλευάσει το ορθολογικό ιδεώδες των ανθρώπων της νεωτερικότητας λέγοντας ότι «…αυτοί οι άνθρωποι τρώνε και πίνουν όχι από μια φυσική όρεξη, ή για χάρη της γεύσης που απολαμβάνουν, αλλά επειδή έχουν θεωρητικά καταλήξει ότι το να τρως και να πίνεις είναι κάτι ωφέλιμο», Β) απέναντι στην μίμηση των καθολικών κανόνων πρόβαλλαν τη δημιουργικότητα του συγγραφέα19, Γ) θεώρησαν ότι το ύφος και το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται, δίνοντας έτσι έμφαση στη δημιουργική ανάγνωση και στην ερμηνεία Δ) και τέλος εξιδανίκευσαν την εθνική λαϊκή ψυχή με τους θρύλους και τις παραδόσεις της. Επίσης, ήταν της άποψης ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να πηγαίνει χώρια από τον φιλοσοφικό στοχασμό, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ταυτόχρονα μια άποψη για την τέχνη (αισθητική), μια φιλοσοφία και μια ποιητική (έναν τρόπο δηλαδή λογοτεχνικής δημιουργίας)20. Οι θέσεις του κύκλου της Ιένας εκφράστηκαν από το περιοδικό Ατενάουμ και επηρέασαν το σύνολο της ρομαντικής διανόησης. Κατά το 19ο αιώνα η ρομαντική αισθητική κυριάρχησε ολοκληρωτικά. Οι ρομαντικοί φιλόσοφοι και λογοτέχνες έμειναν στην ιστορία ως ορισμένοι από τους σπουδαιότερους στοχαστές όλων των εποχών. Η δημιουργικότητα της φανταστικής λογοτεχνίας εξερράγη κυριολεκτικά. Οι συγγραφείς που δημιούργησαν λογοτεχνικά έργα του φανταστικού έγιναν αμέτρητοι, πράγμα που καθιστά από μέρους μας αδύνατη την αναφορά σε όλους τους. Ωστόσο δεν θα παραλείψουμε να κάνουμε μια μνεία στους σημαντικότερους από αυτούς. Ο Νοβάλις ήταν μια από τις κορυφαίες μορφές του Ρομαντισμού. Το 1799 έγραψε το φιλοσοφικό και πολιτικό δοκίμιο «Χριστιανισμός ή άλλως Ευρώπη» μέσω του οποίου υπερασπίστηκε το μεσαιωνικό χριστιανικό ιδεώδες ως φορέα κύριου πολιτισμικού προσανατολισμού και κοινωνικής οργανικότητας των ευρωπαϊκών εθνών, ενώ στα λογοτεχνικά τεκταινόμενα εμφανίστηκε το 1800 με την ποιητική συλλογή «Ύμνοι στη νύχτα». Το πιο γνωστό του μυθιστόρημα είναι το ημιτελές «Χάινριχ φον Οφτερντίγκεν» που εκδόθηκε το 1802, μετά τον θάνατό του από τον Τηκ. Ο Τηκ ήταν ένας εξίσου σπουδαίος ρομαντικός. Σημαντικά του έργα υπήρξαν η «Ιστορία του κυρίου Ουίλιαμ Λόβελ (1796)» που αποτελεί μια σύνθεση ρομαντικών θεμάτων με εναλλαγές μαγευτικών καταστάσεων και στιγμών φρίκης, ο «Ιππότης κυανοπώγων (1796)», «Ο ξανθός Έκμπερτ (1796)» και οι «Περιπλανήσεις του Φρανς Στέρνμπαλντ (1798)» στις οποίες η αφήγηση είναι εξαιρετικά ονειρώδης. Με το πέρασμα του καιρού, και όσο ο Ρομαντισμός άπλωνε την επιρροή του στην πνευματική ζωή της Γερμανίας, παρατηρήθηκε μια μετατόπιση από τις αρχικές πολιτικές του θέσεις, η οποία είχε αντίκτυπο και στην λογοτεχνία. Ο μετριοπαθής συντηρητισμός και ο ήπιος, φιλειρηνικός εθνικισμός μετατράπηκαν εν καιρώ σε σκληρό συντηρητισμό και μαχητικό εθνικισμό, ενώ παράλληλα η φαντασία των λογοτεχνών απέκτησε πιο έντονο χαρακτήρα και ασκήθηκε στις πιο αλλόκοτες κι ονειρικές εμπνεύσεις. Η εμπειρία της γαλλικής κατοχής έπαιξε αδιαμφισβήτητα ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Έτσι, την εποχή που ο Φίχτε και ο Σέλλινγκ, δυο από τους στοχαστές του κύκλου της Ιένας δηλαδή, μεσουρανούσαν ως φιλόσοφοι στο ακαδημαϊκό γερμανικό πνευματικό στερέωμα, ομάδες νέων στοχαστών και λογοτεχνών εισέρχονταν στον ρομαντικό κόσμο δίνοντάς του νέα ώθηση. Οι τέσσερις νέοι λογοτέχνες που ξεχώρισαν ήταν ο Κλέμενς Μπρεντάνο, ο Λούντβιχ Άχιμ φον Άρνιμ και οι αδελφοί Βίλχελμ και Γιάκομπ Γκριμ. Οι νέοι αυτοί ρομαντικοί που συγκρότησαν τους κύκλους της Χαίδελβέργης και του Βερολίνου, ώθησαν τον γερμανικό Ρομαντισμό σε μια κατεύθυνση έντονου συντηρητισμού κι εθνικισμού, προς την οποία πορεύτηκαν τελικά και οι παλαιότεροι ρομαντικοί του κύκλου της Ιένας. Ο Μπρεντάνο έζησε μια ταραχώδη νιότη, όμως όσο μεγάλωνε αφοσιωνόταν σε θρησκευτικούς στοχασμούς και το επιστέγασμα αυτής της εξέλιξης ήταν η προσχώρησή του στον Καθολικισμό. Μέσω της ποίησής του έκανε γνωστό τον θρύλο της Λορελάι. Έγραψε επίσης μυθιστορήματα, νουβέλες και παραμύθια. Από το 1805 ως το 1811 ο Μπρεντάνο έγραψε ορισμένα από τα ωραιώτερα γερμανικά παραμύθια, όπως «Το παραμύθι των Γκόκελ, Χίνγκελ και Γκακελάια», «Το παραμύθι του δασκάλου Κλόπφστοκ και των πέντε γιων του» και άλλα πολλά. Δεύτερος στη σειρά, αλλά όχι και σε αξία, λογοτέχνης του κύκλου της Χαϊδελβέργης ήταν ο φον Άρνιμ. Καταγόμενος από οικογένεια βαρόνων πολέμησε το 1813 ενάντια στη Γαλλική του Ναπολέοντα. Έργο του ήταν η ποιητική συλλογή λαϊκών θρύλων που αποτέλεσε σταθμό την ιστορία της γερμανικής ποίησης και έφερε τον τίτλο «Το θαυμαστό κέρας του παιδιού (1808)». Έγραψε επίσης τα μυθιστορήματα «Φτώχια, πλούτος, αμάρτημα και τιμωρία της κόμισσας Ντολόρες (1810)» «Η Ισαβέλλα της Αιγύπτου (1812)» και «Ο τρελός ανάπηρος του πύργου Ρατοννώ (1818)». Οι πιο πολυδιαβασμένοι συγγραφείς αυτού του κύκλου υπήρξαν οι αδελφοί Γκριμ, οι οποίοι ωθούμενοι από τη ρομαντική πίστη για τη θεϊκή καταγωγή της γλώσσας και της ποίησης, ορμώμενοι από την λατρεία τους για την λαϊκή ποίηση και το γερμανικό έθνος και εμπνεόμενοι από το πάθος τους για τον μεσαιωνικό κόσμο, καταπιάστηκαν με τη μελέτη της γερμανικής γραμματικής και της γλώσσας, καθώς επίσης και με την συγγραφή παραμυθιών. Τα παραμύθια τους εκδόθηκαν σε τρεις τόμους κατά τα έτη 1812, 1815 και 1822 αντίστοιχα, και αγαπήθηκαν πολύ από το γερμανικό αναγνωστικό κοινό. Σύντομα η φήμη τους ξεπέρασε τα γερμανικά σύνορα και έκανε ορισμένα παραμύθια τους, όπως «Η Χιονάτη», «Η Κοκκινοσκουφίτσα» και «Η Σταχτοπούτα» να αγαπηθούν και να αποτελέσουν ανάγνωσμα για πολλές γενεές αναγνωστών. Ωστόσο, στα πλαίσια του γερμανικού ρομαντισμού δραστηριοποιήθηκαν και στοχαστές που δεν ακολούθησαν την κυρίαρχη συντηρητική κατεύθυνση. Οι σημαντικότεροι λογοτέχνες που διαπνέονταν από φιλελεύθερα ιδεώδη ήταν δύο. Ο Φρειδερίκος Χέλντερλιν και ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν. Ο Χέλντερλιν αποτελεί έναν από τους κορυφαίους ποιητές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Πνεύμα ανήσυχο με τάσεις μυστικιστικές, εξέφρασε το ρομαντικό ιδεώδες σε μια πολύ ιδιαίτερη εκδοχή του. Την εκδοχή της αισθητικής ακροβασίας ανάμεσα στη νόηση και την πλαστική καθαρότητα του κλασικού στοιχείου από τη μια, και την προσέγγιση του Απείρου μέσω της φαντασίας του ρομαντισμού από την άλλη. Βαθύς γνώστης της αρχαιοελληνικής ορφικής διδασκαλίας, δοκίμασε να μπολιάσει τον χριστιανισμό με το μυστικισμό των αρχαίων διδαχών, την απολλώνια διαύγεια με τη βακχική μέθη. Προικισμένος με ανεπτυγμένες γνωστικές δυνάμεις που προηγούνται του Λόγου, όπως η διαίσθηση, η παραίσθηση και η Φρανσίσκο Γκόγια- Ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του


λεπτότατη νευρική ευαισθησία, ο Γερμανός λογοτέχνης χρησιμοποίησε εκτεταμένα στις ποιητικές του δημιουργίες τα αρχαιοελληνικά μέτρα (το δακτυλικό εξάμετρο, το ελεγείο, την αλκαϊκή στροφή, την σαπφική στροφή)21. Σημαντικά έργα του θεωρούνται το μυθιστόρημα «Υπερίων (1797-1799)», το ημιτελές δράμα «Ο θάνατος του Εμπεδοκλέους (1798-1799)», αλλά και αρκετά ποιήματα όπως τα «Πάτμος», «Άρτος και Οίνος», «Στον Αιθέρα», «Ανάμνηση», «Το κοιμητήριο» και άλλα. Ο έτερος των φιλελεύθερων ρομαντικών, ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν, αποτέλεσε έναν από τους κορυφαίους πεζογράφους μυθιστοριών φαντασίας και τρόμου. Πρόκειται για τον πατέρα του λεγομένου μαγικού ρεαλισμού, τον λογοτεχνικό πρόγονο του Χ.Φ. Λάβκραφτ και του Άρθουρ Μάχεν. Η φαντασία του Χόφμαν πέταξε σε παραμυθένιους τόπους και τον έκανε να βιώσει υποβλητικές, εφιαλτικές και μαγικές καταστάσεις. Σπουδαία έργα του είναι «Το χρυσό ανθοδοχείο (1814)», το «Ζάντμαν (1816)», «Η πριγκίπισσα Μπραμπίλα (1814-1815)», «Η δεσποινίς φον Σκουντερύ (1819)» και πλήθος ακόμη διηγημάτων φανταστικής λογοτεχνίας. Όπως έχουμε προαναφέρει, κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα ο Ρομαντισμός κυριάρχησε, αρχικά στη Γερμανία και αργότερα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η κυριαρχία του δεν περιορίστηκε στην φιλοσοφία και στην λογοτεχνία, αλλά επεκτάθηκε στον χώρο των εικαστικών τεχνών και της μουσικής. Στη Γερμανία σπουδαιότεροι εκπρόσωποι του Ρομαντισμού στο πεδίο της μουσικής ήταν ο Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ, στην αρχιτεκτονική ο Καρλ Φ. Σίνκελ, ενώ στα εικαστικά ο Κάσπαρ Ν. Φρήντριχ, ο Άσμους Γ. Κάρστενς και ο Όττο Ρούνγκε. Η Γερμανία φιλοξένησε επίσης και τον κορυφαίο Άγγλο ρομαντικό ποιητή Σάμουελ Τ. Κόλλεριτζ, ο οποίος μυήθηκε στο πνεύμα του εκεί ρομαντισμού. Ο Κόλλεριτζ μετέδωσε στην Μεγάλη Βρετανία το γερμανικό πνεύμα, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί και στη Γηραιά Αλβιόνα η ιδεολογική σκλήρυνση από τις αρχικές ρομαντικές θέσεις. Βασικός εκφραστής αυτής της ιδεολογικής μετατόπισης υπήρξε ο Άγγλος φιλόσοφος Τόμας Καρλάιλ. Ο Καρλάιλ μετέφρασε στα αγγλικά έργα των Γερμανών ρομαντικών και αποτέλεσε αδιάλλακτο αντινεωτεριστή, μυστικιστή, λάτρη των μύθων και προάγγελο του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Κύρια φιλοσοφικά του έργα η «Γαλλική Επανάσταση» και οι «Ήρωες», στα οποία πραγματεύτηκε το πρότυπο του ξεχωριστού άνδρα, του ήρωα, που στέκεται μοναχικά πάνω από τις ανθρώπινες μάζες και κατευθύνει την ιστορία στις ατραπούς που του υποδεικνύει η βούλησή του. Στο επίπεδο της λογοτεχνίας μετά το 1800 την ηγετική βρετανική ρομαντική ομάδα αποτέλεσε η τριάδα των Λιμναίων ποιητών, δηλαδή ο Κόλλεριτζ, ο Γουέρτσγουερθ και ο Ρόμπερτ Σάουθεϋ. Ο τελευταίος έγραψε πολλά ποιήματα με φανταστικά θέματα όπως τα «Θαλάμπα ο καταστροφέας (1801)», «Μάντοκ (1805)», και «Ροδέριχος, ο τελευταίος των Γότθων (1814)». Παράλληλα, συνέχισε να παρουσιάζει και τις δημιουργίες του ο κορυφαίος ποιητής και εικαστικός, Γουίλιαμ Μπλέικ. Το 1815 ολοκλήρωσε την ποιητική συλλογή «Ιερουσαλήμ» και μετά ασχολήθηκε, κυρίως, με την χαρακτική και την εικονογραφία ως τον θάνατό του (12-5-1827). Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει ο Σκότος λογοτέχνης Γουόλτερ Σκοτ. Ο Σκοτ, επηρεασμένος από τους Γερμανούς ρομαντικούς και γοητευμένος από το ρομαντικό πνεύμα που απαιτούσε την επιστροφή στην αισθητική του μεσαίωνα, την αφομοίωση των εθνικών παραδόσεων και τη μέθεξη στη μαγεία των μύθων, το 1802 συγκέντρωσε σε έναν τόμο, στον οποίο έδωσε τον τίτλο «Η ποίηση των τροβαδούρων των συνόρων της Σκοτίας», μεσαιωνικές μπαλάντες του τόπου του. Από το 1805 μέχρι το 1810 έγραψε πολλά ποιήματα, μεταξύ των οποίων «Το τραγούδι του τελευταίου τροβαδούρου» και «Η κυρά της λίμνης». Μετά το 1814 καταπιάστηκε με την πεζογραφία συγχωνεύοντας επιρροές από το γοτθικό μυθιστόρημα και παραδοσιακά σκοτσέζικα κείμενα. Το αμάγαλμα αυτό ήταν άκρως επιτυχημένο και ο Σκοτ γράφτηκε στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ο δημιουργός ενός νέου λογοτεχνικού ιδιώματος, του ιστορικού μυθιστορήματος. Επιτυχημένα μυθιστορήματά του είναι «Ο θρύλος του Μοντρόουζ (1819)», «Ο Ιβανόης (1819)», «Το μοναστήρι (1820)», «Το φυλαχτό (1825)» και πολλά άλλα ακόμη. Σε αυτό το σημείο είναι αναμενόμενο ότι πολλοί θα αντιμετωπίσουν με επιφύλαξη την άποψη ότι το ιστορικό μυθιστόρημα εντάσσεται στα πλαίσια της φανταστικής λογοτεχνίας, προβάλλοντας την ένσταση ότι ένα τέτοιο μυθιστόρημα μπορεί να μην περιλαμβάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο πλάσμα της φαντασίας. Ωστόσο, η άποψή μας είναι αντίθετη και θεωρούμε ότι το ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί σημαντική πτυχή της λογοτεχνίας του φανταστικού, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις και των τριών κριτηρίων που έχουμε προκρίνει (και ιδίως του πρώτου, γιατί επάνω σε αυτό προβάλλονται οι ενστάσεις), προκειμένου να οριοθετήσουμε το πεδίο της. Στη Βρετανία, όπως και στην Γερμανία, υπήρξαν και ρομαντικοί λογοτέχνες που δεν εξέφρασαν την κυρίαρχη συντηρητική τάση (όπως έκαναν οι Λιμναίοι ποιητές και ο Σκοτ) ούτε και απομακρύνθηκαν σταδιακά από την ενασχόληση με τα κοινά (όπως έκανε ο Μπλέικ), αλλά πρόβαλαν με τα έργα και την στάση ζωής που υιοθέτησαν ελευθεριακές αντιλήψεις για την πολιτική. Τέτοιοι ήταν ο λόρδος Βύρωνας, ο Πέρσυ Σέλλεϋ, η Μαίρη Σέλλεϋ και ο Τζων Κητς. Ο Βύρωνας δεν θα έπρεπε υπό κανονικές προϋποθέσεις να χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο ελληνικό κοινό, ωστόσο η μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία δεν έχει δείξει ενδιαφέρον για τους ήρωες των πολέμων και της λογοτεχνίας. Αν αναλογιστούμε και το γεγονός ότι η ελληνική κοινότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι νεαρή δεν θα δυσκολευτούμε να καταλάβουμε γιατί λίγοι Έλληνες αναγνώστες γνωρίζουν σήμερα ότι ο λόρδος Βύρωνας έγραψε κάποια εξαιρετικά έργα φανταστικής λογοτεχνίας. Ορισμένα από αυτά ήταν τα μακροσκελή και αφηγηματικά ποιήματα «Γκιαούρ (1813)», «Η νύφη της Αβύδου (1813)», ο «Κουρσάρος (1814)», και «Το σκοτάδι (1816)». Φυσικά, τα έργα αυτά είναι ενδεικτικά και η αναφορά τους ικανοποιεί τους σκοπούς αυτού του δοκιμίου. Αν θέλαμε να κάνουμε μια εκτενή αναφορά στις βυρώνιες δημιουργίες θα έπρεπε να δαπανήσουμε πολύ περισσότερο μελάνι. Ο Πέρσυ Σέλλεϋ, στενός φίλος του Λόρδου Βύρωνα, αποτέλεσε έναν εξίσου σπουδαίο ποιητή. Με έναν γνήσιο βρετανικό λυρισμό και με μια γλώσσα μουσική ο Σέλλεϋ έγραψε τα ποιήματα «Η βασίλισσα Μαμπ (1813)», «Προμηθέας λυόμενος (1820)», «Η μάγισσα του Άτλαντα», το λυρικό δράμα «Ελλάς» και πολλά άλλα λογοτεχνικά έργα. Η δεύτερη σύζυγος του ποιητή, Μαίρη Σέλλεϋ, έμεινε στην ιστορία ως η συγγραφέας του μυθιστορήματος «Φρανκενστάιν, ένας σύγχρονος Προμηθέας (1818)», το οποίο γράφτηκε ως ένα ακόμη γοτθικό μυθιστόρημα αλλά τελικά αποτέλεσε τον πρόγονο των έργων της επιστημονικής φαντασίας. Ένας ακόμη ρομαντικός που μεταφέρθηκε με την φαντασία του στον κόσμο των ονείρων ήταν ο Τζων Κητς. Ο Κητς ύμνησε τα ιδεώδη της αιώνιας ομορφιάς και της αλήθειας και θεώρησε ότι μόνο η τέχνη μπορεί να αιχμαλωτίσει και να διαιωνίσει την στιγμή που φεύγει και χάνεται. Έργα του είναι το αλληγορικό έπος «Ενδυμίων», τα ποιήματα «Στην ψυχή», «Σε μια ελληνική υδρία» και άλλα. Πριν κλείσουμε την αναφορά μας στον βρετανικό ρομαντισμό θα πρέπει να κάνουμε λόγο για τον Ιρλανδό λογοτέχνη Τσαρλς Ρ. Ματιούριν που έγραψε ένα από τα καλύτερα γοτθικά μυθιστορήματα, το οποίο έφερε τον τίτλο «Μέλμοθ ο περιπλανώμενος (1820)», αλλά και για τους Τσαρλς Ντίκενς και Τζων Ράσκιν. Οι δυο αυτοί λογοτέχνες ήρθαν στο προσκήνιο


προς τα μέσα του 19ου αιώνα, την εποχή δηλαδή που η ρομαντική κυριαρχία στον κόσμο του πνεύματος έφτανε στο τέλος της. Ο Ντίκενς αρχικά έγινε γνωστός δημοσιεύοντας σκίτσα δοκιμιακού και αφηγηματικού χαρακτήρα (προγόνους των σημερινών comics και graphic novels). Κατά τα έτη 1836-37 μαζί με τον σκιτσογράφο Ρόμπερτ Σέιμουρ δημιούργησαν τις εικονογραφημένες ιστορίες της «Λέσχης Πίκγουϊκ». Αργότερα καταπιάστηκε με τη λογοτεχνία και έγραψε αρκετές νουβέλες του φανταστικού, με σπουδαιότερη όλων τον «Ύμνο των Χριστουγέννων (1843)». Ο «Ύμνος…» αποτέλεσε το πιο θρυλικό χριστουγεννιάτικο παραμύθι που έκανε γνωστό σε αλλεπάλληλες γενεές αναγνωστών το θρυλικό τσιγκούνη Σκρούτζ και χάρισε στον Ντίκενς μια ανεπανάληπτη λογοτεχνική δόξα. Όσον αφορά τον Τζων Ράσκιν θα πρέπει να τονίσουμε ότι εκτός από λογοτέχνης υπήρξε και κριτικός τέχνης, καθηγητής σχεδίου και καθηγητής ιστορίας της τέχνης. Γνήσιος αντινεωτεριστής και συντηρητικός ρομαντικός δημοσίευσε πολλά δοκίμια μέσω των οποίων εξύμνησε τον μεσαιωνικό κόσμο και κατήγγειλε τη νεωτερική εποχή. Το 1841 έγραψε το πολύ καλό φανταστικό διήγημα «Ο βασιλιάς του χρυσού ποταμού». Όπως έχουμε προαναφέρει ο Ρομαντισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε όσο πουθενά αλλού στη Γερμανία και στην μεγάλη Βρετανία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπήρξαν σπουδαίοι ρομαντικοί στοχαστές και συγγραφείς της φανταστικής λογοτεχνίας. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ολόκληρη η ελεύθερη από τον τουρκικό ζυγό Ευρώπη δονούταν από την σεισμική δυναμική της ρομαντικής εξέγερσης. Στη Γαλλία ο Ρομαντισμός κυριάρχησε, αλλά αφομοιώθηκε με ιδιαίτερο τρόπο μέσα σε ένα ταραγμένο κλίμα. Η γαλλική ρομαντική σχολή γέννησε καταπληκτικούς λογοτέχνες, οι οποίοι όμως, αντιθέτως με ότι συνέβη στη Γερμανία και στη Βρετανία, δεν δημιούργησαν μια σχολή με έναν, έστω και σε γενικές γραμμές, κοινό προσανατολισμό. Επίσης, η επιρροή της παιδείας του Διαφωτισμού (μην ξεχνάμε ότι η Γαλλία ήταν η μητρόπολη των μοντέρνων στοχαστών) ήταν αρκετά ισχυρή, πράγμα που φαίνεται ότι δεν επέτρεψε στον Ρομαντισμό να βρει το έφορο έδαφος που απαιτούσε η σωστή του αφομοίωση και η ισχυρή του ανάπτυξη. Έτσι, παρατηρεί κανείς ότι ο γαλλικός ρομαντισμός διαπεράστηκε από πολλές και διαφορετικές τάσεις οι οποίες κλόνισαν την ομοιογένειά του και διαφοροποίησαν τον ίδιο τον χαρακτήρα του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πολλά για τη γενικότερη ιστορία του Ρομαντισμού γιατί η γαλλική έκφραση δεν ήταν η ενδεικτική της όλης ρομαντικής κοσμοθέασης. Κάποιοι από τους σπουδαιότερους Γάλλους ρομαντικούς λογοτέχνες ήταν ο Μπενζαμέν Κονστάν, η Μαντάμ ντε Σταλ, ο Βίκτορ Ουγκώ, ο Εκτόρ Μπερλιόζ, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Θεόφιλος Γκωτιέ και ο Άλφρεντ ντε Μυσσέ., ενώ στη ζωγραφική ξεχώρισαν οι Εζέν Ντελακρουά και Τεοντώρ Ζερικώ. Άλλοι καλλιτέχνες που διακρίθηκαν μέσα στο ρομαντικό κλίμα ήταν ο καταπληκτικός Έντγκαρ Άλλαν Πόε στις Η.Π.Α., ο ζωγράφος Φρανσίσκο Γκόγια και ο συγγραφέας Ντούκε ντε Ρίβας στην Ισπανία, ο διάσημος παραμυθάς Χανς Κριστιάν Άντερσεν στη Δανία, ο λογοτέχνης Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς Τολστόι στην Ρωσσία και οι Χ. Μ. ντε Αλμέιντα Γκαρρέτ, Α. Ερκουλάνο και Κ. Μπράνκο στην Πορτογαλία. Την εποχή που λάμβαναν χώρα αυτές οι πνευματικές ζυμώσεις, η υποδουλωμένη Ελλάδα αναζητούσε την ανεξαρτησία της. Στο ξέσπασμα της μεγάλης Επανάστασης του 1821 είναι γεγονός ότι είχαν συμβάλει οι ιδέες του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού. Φυσικά, το παρωπιδικό και μοχθηρό (υπο)πολιτιστικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης έχει υποβαθμίσει σχεδόν ολοκληρωτικά την ρομαντική προσφορά. Σήμερα στο σύνολο των βαθμίδων της ελληνικής εκπαίδευσης διδάσκονται οι θεωρητικές αρχές και επιβάλλονται οι θέσεις του Διαφωτισμού, ενώ παράλληλα εξαφανίζεται μεθοδικά η κληρονομιά του Ρομαντισμού, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της εποχής μας να μην γνωρίζει καν την ύπαρξη της ρομαντικής πραγματικότητας και να θεωρεί ρομαντικό ό,τι έχει να κάνει με την έντονη ερωτική συγκίνηση και άλλα σχετικά. Στο επίπεδο της ιστορικής διδασκαλίας όλοι οι μαθητές εδώ και πολλά χρόνια διδάσκονται ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 απέκτησε ιδεολογική ταυτότητα, κατ' αποκλειστικότητα, μέσα στα πλαίσια της διανόησης του Διαφωτισμού. Ωστόσο, η ουσιαστική και βαθιά κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι φιλέλληνες που υπηρέτησαν την Επανάσταση του Γένους δεν άφησαν τα ευρωπαϊκά τους σαλόνια για να μπουν στη φωτιά του πολέμου ακολουθώντας τις επιταγές του ορθού λόγου και της ψυχρής, ανιστορικής, επιστημονικής κρίσης του Διαφωτισμού, αλλά το έκαναν ορμώμενοι από την ρομαντική φλόγα φιλελληνισμού που έκαιγε στην καρδιά τους. Ταυτοχρόνως, οι πρόγονοί μας που σήκωσαν το λάβαρο της Επανάστασης είναι γεγονός ότι πρωτίστως οραματίστηκαν την εθνική ανεξαρτησία και την αναβίωση του ενδόξου παρελθόντος, κι όχι τη δημιουργία μιας διοικητικής επικράτειας φιλελεύθερου δυτικού τύπου όπως φαιδρώς ισχυρίζονται πολλοί σημερινοί φιλελεύθεροι απόγονοι του Διαφωτισμού (και όπως ήθελαν ελάχιστοι ομοϊδεάτες τους την εποχή της Επανάστασης), ούτε προώθησαν μια ταξική σύγκρουση όπως υποστηρίζουν γελοιωδώς οι έτεροι απόγονοι του Διαφωτισμού που συγκροτούν τον πόλο της αριστεράς. Το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι τα ρομαντικά ιδεώδη επηρέασαν τους Έλληνες και τους ώθησαν στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους. Οι καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές ρομαντικές επιρροές έκαναν την παρουσία τους έντονη στα πνευματικά δρώμενα της Ελλάδος αλλά και έκλεισαν τον κύκλο τους αργοπορημένα, εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων. Η αφετηρία της ρομαντικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο ανάγεται στη δεκαετία του 1830. Δυο ήταν οι ελληνικοί ρομαντικοί λογοτεχνικοί πόλοι. Ο πρώτος ήταν αυτός της Αθηναϊκής Σχολής. Την Αθηναϊκή Σχολή αποτέλεσαν οι Αλέξανδρος Σούτσος, Παναγιώτης Σούτσος, Δημήτρης Παπαρρηγόπουλος, Αχιλλέας Παράσχος και ο κορυφαίος τους Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Η Αθηναϊκή Σχολή είχε κυρίως γαλλικές επιρροές κι έκανε την Ελλάδα δέκτη της πιο επιφανειακής μορφής ρομαντισμού. Χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα και επικεντρώθηκε στη δημιουργία ποιημάτων πεισιθάνατων, υπερβολικά συναισθηματικών, και ποιημάτων που εξέφρασαν τον πόθο των Ελλήνων του νεοσύστατου κράτους για εθνική ενότητα στον χρόνο και στον χώρο. Ο Ραγκαβής, έγραψε πολύ ωραία διηγήματα που κινήθηκαν στο ύφος του ιστορικού μυθιστορήματος, του γοτθικού μυθιστορήματος και της περιπετειώδους αφήγησης. Ορισμένα από αυτά ήταν «Το χρυσούν μαστίγιον», «Η Ναϊάς», «Γλουμυμάουθ», «Ο Συμβολαιογράφος» και «Ο αυθέντης του Μωρέως». Όπως προαναφέραμε, οι σύγχρονοι Έλληνες κριτικοί έχουν υποβαθμίσει τις παραπάνω δημιουργίες. Εμείς, μη υποκύπτοντας στους ιδεολογικούς εξαναγκασμούς του κατεστημένου της μεταπολίτευσης και όντας αναγνώστες της λογοτεχνίας του φανταστικού που απλώς μας αρέσει να αναδεικνύουμε τα έργα του χώρου μας, δυνάμεθα να αναγνωρίσουμε ανάμεσά στα λογοτεχνικά αυτά κείμενα κάποιες σημαντικές στιγμές της συνολικής ιστορίας του αγαπημένου μας λογοτεχνικού πεδίου. Ωστόσο, τα σημαντικότερα έργα του ελληνικού ρομαντισμού προήλθαν από την δεύτερη σχολή του, την λεγόμε-νη Επτανησιακή. Κύριοι εκφραστές της Επτανησιακής σχολής ήταν ο Ανδρέας Κάλβος και ο Διονύσιος Σολωμός. Εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι ο Κάλβος αποτελεί τον σπουδαιότερο Έλληνα ποιητή των νεωτέρων χρόνων. Με μια ιδιόρρυθμη γλώσσα, με πνοή ιδεαλισμού και με μια διάθεση ακροβασίας ανάμεσα στο κλασικιστικό και το ρομαντικό στοιχείο, ο Ζακυνθινός ποιητής έγραψε τις είκοσι ωδές του στις οποίες δυνάμεθα να ανακαλύψουμε ρομαντικά στοιχεία ισάξια των Γερμανών και Βρετανών


ομοτέχνων του, και κουρασμένος από τη ευτέλεια της καθημερινότητας σιώπησε ως το θάνατό του (1888). Ο Σολωμός από την άλλη, ξεκίνησε να γράφει στην ιταλική γλώσσα. Κάτω από την επιρροή της Επανάστασης του 1821 και μετά από την συνάντησή του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, πείστηκε να γράψει ελληνικά. Το 1823 έγραψε τον «Ύμνο εις την ελευθερία». Μέχρι τότε τα ρομαντικά στοιχεία της φανταστικής λογοτεχνίας που υπήρχαν στο έργο του ήταν ελάχιστα. Μετά το 1828, όταν και πήγε στην Κέρκυρα, άρχισε η ρομαντική του περίοδος. Το 1833 καταπιάστηκε με την μελέτη του γερμανικού ρομαντισμού και κάτω από την επιρροή των ιδεών του υιοθέτησε την λαϊκή γλώσσα (σε αντίθεση με την Αθηναϊκή Σχολή) και την φανταστική θεματολογία. Εμπνεόμενος από την λαϊκή παράδοση και στιχουργική δημιούργησε μια νέα ποιητική γλώσσα, η οποία έμελλε να αποτελέσει τη βάση της γλώσσας όλων των μεταγενεστέρων Ελλήνων ποιητών. Πολλά στοιχεία φανταστικής λογοτεχνίας διακρίνουμε σε έργα του όπως ο «Λάμπρος» και «Ο κρητικός». Πριν κλείσουμε την αναφορά μας στον ελληνικό ρομαντισμό θα πρέπει να αναφερθούμε στον σπουδαίο ιστορι-κό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο που παρουσίασε την ιστορία του ελληνικού έθνους με ένα γνήσιο ρομαντικό τρόπο, στον λαογράφο Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και στον στρατηγό Μακρυγιάννη που έγραψε τα απομνημονεύματά του με ύφος συναρπαστικό και ρομαντικό. Αν θελήσουμε να εξετάσουμε την εποχή που υποχώρησε η ρομαντική επιρροή από τον πνευματικό κόσμο της Ευρώπης θα πρέπει να σταθούμε στα μέσα του 19ου αιώνα, με εξαίρεση την χώρα μας στην οποία λόγω ειδικών συνθηκών το τέλος της κυριαρχίας του ρομαντισμού ήρθε κατά τη δεκαετία του 1880. Γύρω στο 1850, λοιπόν, δυνάμεθα να ανιχνεύσουμε το κλείσιμο του τρίτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και η παράλληλη αποδέσμευση και ανεξαρτητοποίησή της από την ανθρώπινη κυριαρχία, η επιρροή των ισχυρών πολιτικών και κοινωνικών υποδομών που είχε δημιουργήσει το πνεύμα του Διαφωτισμού, το επιτυχές τέλος ορισμένων από τους στόχους που είχε υπερασπιστεί το ρομαντικό κίνημα και ο κορεσμός της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας των ρομαντικών ύστερα από ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχίας στον πνευματικό ορίζοντα της Ευρώπης, έκανε τον Ρομαντισμό να καταλαγιάσει ύστερα από το 1850. Έπειτα, δηλαδή, από τα μισά του 19ου αιώνα συνέχισαν να υπάρχουν δημιουργίες φανταστική λογοτεχνίας, όπως και ρομαντικές αντιλήψεις στην φιλοσοφία, την πολιτική και την κοινωνική ανάλυση, απλά αυτές αποτέλεσαν μεμονωμένες εκφράσεις μετά-ρομαντικών διανοητών, που δεν μπορούν να υπαχθούν σε ένα ενιαίο πλαίσιο ιδεών. Δοκιμάζοντας να επισκοπήσουμε τον Ρομαντισμό έπειτα απ' όσα έχουμε αναφέρει, θα αντιληφθούμε ότι αποτέλεσε μια κοσμοαντίληψη η οποία κατάφερε να συνδέσει το μεσαιωνικό με το αρχαίο παρελθόν σε μια ολότητα και να συγχωνεύσει στο πεδίο της τους αρχαίους μύθους, τις εθνικές παραδόσεις, το εξιδανικευμένο παρελθόν, την μελαγχολία, τη νοσταλγία, τη θυελλώδη οργή και το θρησκευτικό μυστικισμό. Στη δυτική Ευρώπη, σύμφωνα με την ιστορική κρίση, ο Ρομαντισμός συνόδευσε τους μετασχηματισμούς της κοινωνίας και της πολιτικής τάξης πραγμάτων και δεν απέρρευσε από αυτούς22, πράγμα που αποδεικνύει ότι ως πλαίσιο ιδεών και ως καλλιτεχνικό κίνημα διατήρησε έναν μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας από πάσης φύσεως εξωτερικές σκοπιμότητες, γεγονός το οποίο θα πρέπει να τονισθεί γιατί βοηθά τον καθέναν από εμάς να τον γνωρίσει στην πραγματική του διάσταση αλλά και γιατί αποτελεί τον προβολέα που φωτίζει την ηθική του μεγαλοπρέπεια. Εστιάζοντας στην λογοτεχνική πλευρά του Ρομαντισμού και στο κλείσιμο του τρίτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας, είμαστε σε θέση να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Το πρώτο από αυτά έχει να κάνει με κάποιες διαφοροποιήσεις που προέκυψαν στην ρομαντική φανταστική λογοτεχνία, συγκρινόμενη πάντα με τα έργα του αρχαίου και του μεσαιωνικού της κύκλου. Κατ' αρχάς, είναι γεγονός ότι κάτω από την επιφάνεια της φαντασίας, τα αρχέτυπα του Ρομαντισμού παρουσίασαν διαφοροποιήσεις από αυτά των παλαιότερων έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Η ρομαντική αντίληψη εκφράστηκε από κάποιους λογοτέχνες διακρινόμενη από μια παθητικά μοιραία και τραγική αίσθηση, η οποία διοχετεύτηκε στους χαρακτήρες των λογοτεχνικών δημιουργιών. Έτσι, δίπλα στους παραδοσιακούς ηρωικούς χαρακτήρες τις φανταστικής λογοτεχνίας, πολλοί ρομαντικοί παρουσίασαν έναν νέο τύπο ήρωα, ο οποίος υπέφερε από σκοτεινές συναισθηματικές και ηθικές κρίσεις που είχαν τις ρίζες τους στην αντίληψη της υπαρξιακής έκπτωσης του ανθρώπου της νεωτερικότητας. Η ουσιαστική διαφορά έχει να κάνει με το γεγονός ότι πολλοί λογοτεχνικοί ήρωες του Ρομαντισμού δεν αποτέλεσαν εκλεκτά κομμάτια της κοινωνίας τους με αναγνωρισμένη από τους λογοτέχνες-δημιουργούς δημόσια και επιφανή δράση, όπως συνέβαινε λόγου χάρη με τους ήρωες του Ομήρου και των μεσαιωνικών έργων, αλλά εξέφρασαν συμπεριφορές αμφιλεγόμενες, ενδεχομένως περιθωριακές κι έδρασαν μακριά από τις τιμές της κοινωνικής αναγνώρισης. Στο σημείο αυτό εστιάζουν σήμερα πολλοί κριτικοί της λογοτεχνίας για να υποστηρίξουν ότι μέσα από την λογοτεχνία του Ρομαντισμού προβλήθηκε ιδεολογικά το ατομικιστικό πρότυπο της νεωτερικότητας. Το λάθος τους όμως είναι πασιφανές. Ορισμένοι ρομαντικοί λογοτεχνικοί ήρωες μπορεί να εξέφρασαν πρακτικά τον προαναφερθέντα ατομικισμό, ωστόσο δεν τον υπερασπίστηκαν ιδεολογικά. Κι αυτό γιατί μπορεί να έδρασαν μοναχικά και εκτός του κοινωνικού συνόλου, ωστόσο το έκαναν αυτό γιατί πολύ απλά η κοινωνία και τα κατεστημένα ιδεώδη της δεν τους εξέφραζαν. Η κοινωνία που δεν τους εξέφρασε όμως, δεν ήταν ούτε η αρχαία ούτε η μεσαιωνική, αλλά η νεωτερική, η οποία διέλυσε όλες τις δομές των προηγούμενων δύο, τις οποίες αναπόλησαν οι ρομαντικοί ήρωες. Συνεπώς, οι ρομαντικοί χαρακτήρες ήταν μοναχικοί και απόμακροι, όχι γιατί εξέφρασαν τον αποσχισμένο ατομισμό της νεωτερικότητας, μα γιατί διαπνέονταν από τη νοσταλγία ενός κόσμου που η νεωτερικότητα διέλυσε! Ο ήρωας των αρχαίων εποχών, έγινε περιθωριακός και αλλοπαρμένος στη νεωτερικότητα και οι ρομαντικοί με το να παρουσιάσουν ανάγλυφα την κατάσταση αυτή δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να νοσταλγήσουν τα περασμένα μεγαλεία και σε καμία περίπτωση να εξυμνήσουν τον ατομικισμό της νεωτερικότητας. Ο «Γκιαούρ» και ο « Κουρσάρος» του Βύρωνα, στην ομηρική ή στην μεσαιωνική εποχή θα ήταν ήρωες, στη νεωτερικότητα όμως έγιναν περιθωριακοί. Ο Ναθαναήλ που πρωταγωνιστεί στο «Ζάντμαν» του Χόφμαν, στις παλαιότερες εποχές θα μπορούσε να είναι ένας προφήτης ή ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης, ωστόσο η κοινωνία της πρώιμης νεωτερικότητας τον αντιλήφθηκε ως ψυχικά διαταραγμένο. Ο ίδιος διχάστηκε ανάμεσα στις ψυχικές του συλλήψεις και στην ανικανότητα του ορθού Λόγου να τις αξιολογήσει και φτάνοντας σε απόγνωση αυτοκτόνησε. Σε αντίλογο βέβαια των όσων λέμε, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η δράση των δυο προαναφερθέντων ηρώων του λόρδου Βύρωνα, αναπτύχθηκε σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον με παραδοσιακές δομές -εναντίον του οποίου και στράφηκε- πράγμα που σημαίνει πως τα όσα υποστηρίζουμε είναι αβάσιμα. Εκτιμώ όμως πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το παραδοσιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι υποθέσεις των δυο έργων λειτούργησε ως ένα λογοτεχνικό περιτύλιγμα που βοήθησε στην προβολή ωραίων και ατμοσφαιρικών εικόνων της λογοτεχνίας του φανταστικού. Από εκεί και πέρα, οι ήρωες εξερράγησαν και αντέδρασαν εναντίον μιας κοινωνικής


κατάστασης, συμβατικής, αντι-ηρωικής, απονευρωμένης από ζωή και με θεσμούς απάνθρωπους. Μπορεί τα χαρακτηριστικά αυτά να έβριθαν στις κοινωνίες της ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία μιας παραδοσιακής εξουσίας -η οποία ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν ανατολικού τύπου και τουρκικής προελεύσεως και όχι ευρωπαϊκήδεν σημαίνει όμως ότι αντιστοιχούσαν στην ουσία του παραδοσιακού ιδεώδους. Αντίθετα, η αντίδραση προς την κατάσταση αυτή έλαβε χώρα μέσα από παραδοσιακά σχήματα. Ο ερωτικός ιπποτισμός του μεσαίωνα και η πολεμική ανδρεία του μαχητή των αρχαίων καιρών ήταν αυτά που οραματίστηκε ο ποιητής και στα οποία αντιστοίχισε τους ήρωές του. Καθίσταται έτσι έκδηλο το γεγονός ότι το νέο αρχέτυπο που εξέφρασαν κάποιοι ρομαντικοί λογοτεχνικοί ήρωες δεν εξέφρασε ιδεολογικά τον ατομικιστή άνθρωπο της νεωτερικότητας αλλά την ενιαία ηθική των ηρώων που είχαν προβάλει οι λογοτέχνες του αρχαίου και του μεσαιωνικού κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας. Ως ξεχωριστά χαρακτηριστικά αυτής της ηθικής καταγράφηκαν η τιμή, η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπεια, ο πατριωτισμός και ο εγωισμός (όχι ο ατομισμός), Στις περιπτώσεις που οι κοινωνικές δομές λειτούργησαν πάνω στον άξονα της ηθικής αυτής, οι ήρωες έγιναν υποστηρικτές τους. Όταν, όμως, οι κοινωνίες προτίμησαν να καταπατήσουν την εν λόγω ηθική, οι ήρωες έγιναν οι φανατικότεροι εχθροί τους. Οι κοινωνικές απαιτήσεις (και οι λογοτεχνικές τους αντανακλάσεις) ήταν δηλαδή αυτές που μεταβλήθηκαν και όχι οι ήρωες της φανταστικής λογοτεχνίας, οι οποίοι έμειναν ακλόνητοι, σε αντίθεση με τις προθέσεις πολλών αναλυτών που θέλουν να τους παρουσιάζουν (αυτούς του ρομαντικού κύκλου) ως εκφραστές μιας νεωτεριστικής αυτοματοποιημένης αναρχίας που αρνείται οποιαδήποτε αξία μέσα στην ατομικιστική της παραζάλη. Καταληκτικά, λοιπόν, είμαστε σε θέση να συμπεράνουμε ότι η , όντως υπαρκτή, διαφοροποίηση των λογοτεχνικών ηρώων του τρίτου κύκλου από αυτούς των προηγούμενων, είναι ουσιαστικά επιδερμική και δεν προσβάλει σε καμία περίπτωση τη διαχρονική οργανική ενότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Μια δεύτερη διαφορά που παρουσιάζουν τα έργα του ρομαντικού κύκλου, σε σχέση με αυτά των προηγούμενων, έχει να κάνει με τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή που παρουσιάστηκαν στο προσκήνιο. Τα ρομαντικά λογοτεχνικά έργα, σε αντίθεση με τα αρχαία και τα μεσαιωνικά, δημιουργήθηκαν εντός των πλαισίων μιας κοσμοαντίληψης. Το γενικότερο πνεύμα του Ρομαντισμού, όπως εκφράστηκε μέσα από τη φιλοσοφία, την πολιτική και τις υπόλοιπες τέχνες, διαπέρασε τις λογοτεχνικές δημιουργίες και αυτές με την σειρά τους διέχυσαν τις επιρροές τους στον υπόλοιπο ρομαντικό στοχασμό. Αφήνοντας πίσω τις διαφορές και εστιάζοντας στις ομοιότητες της ρομαντικής λογοτεχνίας με εκείνες των δυο προηγούμενων κύκλων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ρομαντική φανταστική λογοτεχνία είναι πιο κοντά στην μεσαιωνική από ότι στην αρχαία. Η εγγύτητα αυτή ίσως να σχετίζεται και με την μικρότερη ιστορική, χρονική απόσταση που υπάρχει μεταξύ του Μεσαίωνα και της εποχής του Ρομαντισμού, ωστόσο ο βασικός λόγος που διαμόρφωσε αυτή την κατάσταση δείχνει να είναι η καταγωγή του Ρομαντισμού. Όπως προαναφέραμε, ο Ρομαντισμός γεννήθηκε και διαμορφώθηκε κυρίως στη Γερμανία και στη Βρετανία, δυο χώρες που πρωταγωνίστησαν στην ευρωπαϊκή ιστορία κατά τον Μεσαίωνα και όχι κατά την εποχή της αρχαιότητας. Αυτή η έντονη μεσαιωνική επιρροή ήταν ο λόγος που οδήγησε στην αύξηση των ρομαντικών λογοτεχνικών έργων που γράφτηκαν σε πεζό λόγο, στην μεγαλύτερη υποχώρηση του ακέραιου ηρωικού χαρακτήρα όπως αυτός είχε παρουσιαστεί στην επική αρχαία φανταστική λογοτεχνία, στην περαιτέρω ανάπτυξη του ερωτικού στοιχείου, στην έντονη παρουσία του τρόμου, της υποβολής και των εσωτερικών αναζητήσεων. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ρομαντικής λογοτεχνίας ήταν η αποσπασματική δομή κάποιων έργων της. Οι ρομαντικοί λογοτέχνες πολλές φορές υποστήριζαν ότι τα ημιτελή και αποσπασματικά έργα που Γουΐλιαμ Μπλέικ-Ο αριθμός του Κτήνους παρουσίαζαν, αποτελούσαν μέρη κάποιου αρχαίου κειμένου το υπόλοιπο του οποίου είχε χαθεί. Με την στάση τους αυτή έκαναν τις δημιουργίες τους να αποπνέουν μια αίσθηση μυστικισμού κι επανέφεραν στο προσκήνιο την αρχαία λογοτεχνία, προκειμένου να αντιπαρατεθούν αισθητικά με τους κανόνες του Διαφωτισμού. Ωστόσο, το ρομαντικό απόσπασμα αποτελούσε, συν τοις άλλοις, την αντανάκλαση ενός βαθύτερου αισθητικού και φιλοσοφικού ιδεώδους. Οι ρομαντικοί λογοτέχνες μέσω του αποσπάσματος κατάφεραν να δημιουργήσουν έργα που διατήρησαν μια οργανική ενότητα. Μπορεί βέβαια, η ενότητα αυτή να ήταν εσωτερική και να πήγαζε από τα βάθη της αντίληψης του λογοτέχνη, ωστόσο δεν έπαυε να είναι υπαρκτή και να υπερβαίνει τα έξωθεν επιβεβλημένα κανονιστικά πλαίσια. Οι ρομαντικοί λογοτέχνες του φανταστικού άφησαν μια τεράστια κληρονομιά. Μια κληρονομιά που έχει να κάνει με την αδιαμφισβήτητη ποιότητα των έργων τους, αλλά και με τον τεράστιο όγκο της λογοτεχνικής τους παραγωγής. Οι συγγραφείς του Ρομαντισμού, παρόλο που ανέδειξαν την σπουδαιότητα της ποίησης, υποστήριξαν και την πεζογραφία στην οποία αναγνώρισαν το μέλλον της λογοτεχνίας. Η πεζογραφία του φανταστικού εντός του ρομαντικού πλαισίου παρουσιάστηκε με πολλές μορφές. Κατ' αρχάς, θα πρέπει να αναφερθούμε στη γέννηση του γοτθικού μυθιστορήματος, που θεωρείται ο λογοτεχνικός πρόγονος των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων φαντασίας και τρόμου (θρίλερ). Επιπλέον, θα πρέπει να σταθούμε και στην Μαίρη Σέλλεϋ, η οποία στο «Φρανκενστάιν» μπόλιασε το μύθο με το ενδιαφέρον για την τεχνολογία σε μια πολύ επιτυχημένη ενότητα, μια ενότητα από την οποία προήλθε σταδιακά το μυθιστόρημα της επιστημονικής φαντασίας. Άλλη μια μορφή πεζογραφίας που προέκυψε από το πλαίσιο του λογοτεχνικού ρομαντισμού ήταν το ιστορικό μυθιστόρημα, που γεννήθηκε από την πένα του Γουόλτερ Σκοτ. Επίσης, δημιουργήθηκε ο μαγικός ρεαλισμός από λογοτέχνες όπως ο Νοβάλις και ο Χόφμαν23. Ακόμη, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία και καταγραφή παραμυθιών, ενώ τέλος, αναδείχτηκε στο προσκήνιο και το εικονογραφημένο κείμενο που με τον καιρό έλαβε τη μορφή του, αποκαλούμενου κατά τη σημερινή εποχή, comic. Το εικονογραφημένο κείμενο δεν αποτέλεσε έμπνευση των ρομαντικών αφού οι ρίζες του χάνονται στο μεσαίωνα, ίσως και στην αρχαιότητα αν ακολουθήσει κανείς μια πιο τολμηρή προσέγγιση. Στα πλαίσια του Ρομαντισμού, όμως, απέκτησε μια πλατιά προβολή και άρχισε να αποκρυσταλλώνει την


μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα24. Το κλείσιμο της ρομαντικής εποχής άφησε στο αναγνωστικό κοινό μια τεράστια λογοτεχνική κληρονομιά. Εκλεκτότερο κάρπισμα της κληρονομιάς αυτής υπήρξε η λογοτεχνία του φανταστικού. Ουσιαστικά, ο Ρομαντισμός αναγέννησε και καθιέρωσε την φανταστική λογοτεχνία στη νεότερη εποχή. Η πνοή ζωής που εμφύσησε το ρομαντικό πνεύμα στην λογοτεχνία του φανταστικού αναζωογόνησε τόσο πολύ την τελευταία, έτσι που ακόμα και όταν η ρομαντική κυριαρχία στην ευρωπαϊκή πνευματική ζωή υποχώρησε, οι φανταστικές λογοτεχνικές δημιουργίες δεν σταμάτησαν να εμφανίζονται στο λογοτεχνικό προσκήνιο…

Σταμάτης Μαμούτος Απόφοιτος Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Πειραιά, Απόφοιτος Ελευθέρου Πανεπιστημίου της Στοάς του βιβλίου: (σειρά μαθημάτων για τη λογοτεχνία: Από τον ρομαντισμό στον μεταμοντερνισμόοι περιπέτειες του λογοτεχνικού θεσμού) Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης.

Υποσημειώσεις 8) Isaiah Berlin, Ο Χιουμ και οι πηγές του γερμανικού αντιορθολογισμού, (Κόντρα στο ρεύμα), εκδόσεις Scripta. 9) Isaiah Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, εκδ. Scripta. 10) Κατά καιρούς ορισμένοι στοχαστές έχουν υποστηρίξει ότι δεν είναι σωστό να μιλάμε για ενιαία ρομαντική κοσμοθέαση αλλά για επιμέρους ρομαντικές εκφράσεις. Κυριότερος εκφραστής αυτής της άποψης ήταν ο Arthur Lovejoy που το 1924 δημοσίευσε μια μελέτη στην οποία υποστήριξε ότι δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στον Ρομαντισμό αφού η πολλαπλότητα και οι διαφορές των εθνικών και γλωσσικών συνιστωσών καθιστούν ανούσια την προσπάθεια αντίληψης του φαινομένου ως ενιαίου. Κατά συνέπεια πρέπει να μιλάμε, όχι για Ρομαντισμό, αλλά για Ρομαντισμούς. Η άποψή αυτή αμφισβητήθηκε και καταρρίφθηκε τελικά από τους περισσότερους θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Έτσι, σήμερα σχεδόν όλη η κοινότητα των μελετητών της λογοτεχνίας αντιλαμβάνεται τον Ρομαντισμό ως ενιαία κοσμοθέαση. Ο θεωρητικός που, κατά κύριο λόγο, με το έργο του ώθησε την μελέτη της λογοτεχνίας, και κατ' επέκταση του ευρωπαϊκού πνεύματος, σε αυτό το συμπέρασμα είναι ο Rene Wellek, που στην εργασία του «Η έννοια του Ρομαντισμού στη φιλολογική ιστορία» (1949) αποφάνθηκε ότι ο Ρομαντισμός σε όλη την Ευρώπη εξέφρασε «την ίδια αντίληψη για την ποίηση καθώς και για τη …λειτουργία της ποιητικής φαντασίας. Την ίδια αντίληψη για τη φύση και τη σχέση της με τον άνθρωπο…το ίδιο ποιητικό ύφος, που χρησιμοποιεί την εικονοποιία, το συμβολισμό και το μύθο…Φαντασία για τη θεώρηση της ποίησης, φύση για τη θεώρηση του κόσμου…μύθος για το ποιητικό ύφος». Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας συμφωνεί με αυτή την προσέγγιση και μιλάει για Ρομαντισμό. 11) Στέφανος Ροζάνης, Επίμετρο στο βιβλίο του Τσαρλς Λάρμορ με τον τίτλο «Η ρομαντική κληρονομιά», εκδόσεις Πόλις. 12) Michel Lowy-Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, Εναλλακτικές Εκδόσεις. 13) Ο Edmund Burke, Βρετανός συγγραφέας του πλέον διάσημου, ίσως, ρομαντικού πολιτικού κειμένου, που έφερε τον τίτλο «Σκέψεις πάνω στη Γαλλική Επανάσταση του 1789» έγραψε: «…ο αιώνας της ιπποσύνης πέρασε. Τον διαδέχτηκε αυτός των σοφιστών, των οικονομολόγων και των λογιστών και η δόξα της Ευρώπης έσβησε για πάντα». Σε άλλο χωρίο αντιπαραβάλλει «…τις σοφές και αρχέγονες κοινωνικές προκαταλήψεις, καρπούς μιας γοτθικής και μοναστικής παιδείας» με τη «…βάρβαρη φιλοσοφία που δημιούργησαν ψυχρές καρδιές» και την «…σεβάσμια γαιοκτησία κληρονομημένη από τους προγόνους μας» με «…τις άθλιες κερδοσκοπίες τοκογλύφων και Εβραίων». 14) Περικλής Βαλλιάνος, Συνείδηση, γλώσσα και ιστορική ζωή, εκδ. Πορεία. 15) Στέφανος Ροζάνης, Επίμετρο στο βιβλίο του Τσαρλς Λάρμορ με τον τίτλο «Η ρομαντική κληρονομιά», εκδόσεις Πόλις 16) Lillian Furst, Ρομαντισμός, εκδόσεις Ερμής. 17) Παρατηρήστε την ομοιότητα της σύλληψης του Χάμανν με τον τρόπο που περιγράφει την γέννηση του


λογοτεχνικού του κόσμου ο Τόλκιν Αϊνουνλιταλέ του Σιλμαρίλλιον. 18) Περικλής Βαλλιάνος, Συνείδηση, γλώσσα και ιστορική ζωή, εκδ. Πορεία. 19) Παρατηρήστε την ομοιότητα αυτής της ρομαντικής απαίτησης με το δεύτερο κριτήριο που προβάλει η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ για την συγκρότηση του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας. 20) Δημήτρης Δημηρούλης: 10 Μαθήματα Λογοτεχνίας (από τον Ρομαντισμό στον Μεταμοντερνισμό-Οι περιπέτειες του λογοτεχνικού θεσμού), Διαλέξεις στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο της Στοάς του Βιβλίου. 21) Άρης Δικταίος, εισαγωγή στην ποιητική συλλογή Φρήντριχ Χέλντερλιν, Πάτμος και άλλα ποιήματα, εκδόσεις Αιγόκερως. 22) S. Berstein- P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης 1815-1919, τόμος 2, εκδ. Αλεξάνδρεια. 23) Αναφερόμαστε στον μαγικό ρεαλισμό όπως τον κληρονόμησαν και τον ανέπτυξαν ο Μάχεν, ο Λάβκραφτ και οι υπόλοιποι συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού, και όχι στον μαγικό ρεαλισμό των λογοτεχνών της λατινικής Αμερικής. 24) Το πρώτο ολοκληρωμένο comic θεωρείται το «Κίτρινο Παιδί» που δημιούργησε ο Ρίτσαρντ Άουτκολτ για την εφημερίδα New York World το 1896, ωστόσο αρκετοί προγενέστεροι συγγραφείς όπως ο Ρούντολφ Τέπφερ και ο Κάρολος Ντίκενς είχαν ασχοληθεί με εικονογραφήσεις που λίγο απείχαν από τη σημερινή εκδοχή των comics.

Ευγένιος Ντελακρουά - The Abduction of Rebecca. 1858. Oil on canvas. Louvre, Paris, France


Η Ιστορία των γυρολόγων τραγουδοποιών.. ...ή αλλιώς η ιστορία των Βάρδων. Το άκουσμα της λέξης βάρδος είναι αρκετό για να μας μεταφέρει νοερά από τους σημερινούς καιρούς των απονευρωμένων ανθρώπων σε κάποιες αρχαίες και ξεχασμένες εποχές. Κάποιες εποχές στις οποίες ζούσαν άνθρωποι γεμάτοι πάθος. Ήρωες από χώρες θρυλικές, μελοποιοί και ατρόμητοι εραστές, οργανοπαίχτες των καπηλειών και ραψωδοί των παλατιών, υπέροχοι αριστοκράτες με αμόλυντη ψυχή και μπαγαπόντηδες με τυχοδιωκτικές διαθέσεις. Με χάρισμα στο τραγούδι, την εξιστόρηση περιπετειών και την γνώση κάποιου μουσικού οργάνου, οι βάρδοι αποτέλεσαν ένα από τα πλέον χαρακτηριστ ικά αρχέτυπα της αρχαίας και της μεσαιωνικής ιστορίας. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για την ταυτότητα της φύσης αυτού του αρχαίου επαγγέλματος, μα άλλα τόσα δεν τα ξέρουμε για να τα εξιστορήσουμε. Μαρτυρίες για την ύπαρξή τους αποτελούν οι αναφορές των χρονογράφων και τα χιλιάδες διασωθέντα παραδοσιακά τραγούδια ανά τον κόσμο. Η ιστορία των βάρδων χρωματίζεται με τα ομορφότερα χρώματα κυρίως στην προμεσαιωνική και μεσαιωνική Ευρώπη. Η ύπαρξή τους όμως ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια. Η λέξη βάρδος, χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τους αρχαίους Κέλτες τραγουδιστές οι οποίοι εξυμνούσαν τα κατορθώματα των θεών και των ηρώων στα έθνη των Γαλατών, των Ουαλλών, των Ιρλανδών και των Σκοτσέζων. Ο βάρδος συνόδευε το τραγούδι του με μια μικρή άρπα που ονομαζόταν «κρόττα». Ήταν κήρυκας ηγεμόνων, διαμεσολαβητής της ειρήνης και συνοδός των πολεμιστών. Στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν αοιδός και τραγουδούσε τα επικά του τραγούδια με τη συνοδεία λύρας. Πολλές φορές, και ιδίως στις μέρες μας, οι

λέξεις βάρδος και αοιδός συγχέονται με εκείνες του τροβαδούρου και του μενεστρέλου. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Οι βάρδοι και οι αοιδοί αποτέλεσαν ιστορικές μορφές της αρχαιότητας, ενώ οι μενεστρέλοι και οι τροβαδούροι του μεσαίωνα. Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις δραστηριότητές τους. Απλώς, την μεσαιωνική εποχή άλλαξαν οι ονομασίες τους. Οι μενεστρέλοι τραγουδούσαν ποιήματα με τη συνοδεία κάποιου εγχόρδου οργάνου. Το κοινό τους αποτελείτο από εκλεπτυσμένες κυρίες και ιππότες. Οι τροβαδούροι έκαναν περίπου το ίδιο πράγμα και από ο ο τον 11 έως τον 14 αιώνα μ.Χ, περιέτρεχαν τη Γαλλία (και σε ορισμένες περιπτώσεις την Ιταλία) κι επισκέπτονταν πύργους ευγενών για να τραγουδήσουν τα ποιήματά τους. Η παράδοση λέει ότι τα ποιήματά τους αποτελούσαν προσωπικές, αυθόρμητες εμπνεύσεις. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συγχέουμε τους βάρδους και τους τροβαδούρους με τους γελωτοποιούς. Οι περιπλανώμενοι μουσικοί έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης, ήταν σεβάσμιοι και δεν αντιμετωπίζονταν ως αστείες προσωπικότητες, πράγμα που συνέβαινε με τους γελωτοποιούς. Πολλές φορές μάλιστα κέρδιζαν τόσο μεγάλη εκτίμηση, που ορισμένοι πυργοδεσπότες τους εγκαθιστούσαν μόνιμα στην αυλή τους. Το κάθε έργο των βάρδων αποτελεί κειμήλιο περασμένων εποχών όπου οι δράκοι, τα ξωτικά, τα στοιχεία της φύσης, οι υπεράνθρωποι πολεμιστές ή οι τρομεροί Βασιλείς με τις μαγικές δυνάμεις κυριαρχούσαν. Ανάλογα με την εποχή και όσο πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο, η Φαντασία δίνει έμφαση σε διαφορετικά μοτίβα. Στον μεσαίωνα είχαμε αρκετές αναφορές στον Έρωτα και την Αγάπη, ενώ στην αρχαιότητα η εμμονή στην εξιστόρηση πολεμικών κατορθωμάτων ήταν πιο έντονη. Όπως αναφέραμε και πιο πριν, σήμερα η λέξη βάρδος χρησιμοποιείται χαρακτηρίζοντας όλους τους περιπλανώμενους μουσικούς, αρχαίους ή μεσαιωνικούς. Προσωπική εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι η γοητεία που ασκεί (η λέξη βάρδος) στους σύγχρονους αναγνώστες της λογοτεχνίας του φανταστικού και στους νοσταλγούς των ηρωικών εποχών που παρήλθαν, ενεργοποιεί την φαντασία με κάτι το εξωτικό. Θα συναντήσουμε σε πολλά αναγνώσματα Φανταστικής Λογοτεχνίας αναφορές σε βάρδους ηρωικούς και συνάμα απίθανους τραγουδιστές. Κρυφά μέλη συντεχνιών, πληροφοριοδότες και


κλέφτες. Πόσα έχουν ειπωθεί για αυτό το θέμα; Σίγουρα αρκετά για να απελευθερώσουν την τολμηρή φαντασία μας. Έτσι λοιπόν φανταστείτε… Ο θόρυβος είναι κάτι το συνηθισμένο, μιας και η οχλαγωγία που επικρατεί καθημερινά σε τούτο το μέρος είναι κάτι περισσότερο από έντονη. Η βρωμιά και η δυσωδία στο συγκεκριμένο κατώγι μοιάζει μάλλον απαραίτητη, όπως και η επιθετικότητα μόλις τα πνεύματα οξυνθούν. Αλλά ένας καυγάς κάνει πάντα λίγο καλό. Αποτελεί μέσο για εκτόνωση. Φταίνε τα κουρασμένα νεύρα των μεροκαματιάρηδων, λίγο το ποτό και ασφαλώς κάποιοι θερμοκέφαλοι, που τσακώνονται για χάρη κάποιας χυδαίας γυναίκας ή ακόμη περισσότερο για τα χαρτιά και τα ζάρια. Όλα μαζί συντελούν στο να είναι αυτό το ταβερνάκι το πλέον πολυσύχναστο στο λιμανάκι του Ντάναρι. Λέγεται η Ταβέρνα του Τζο. Σ' ένα τραπεζάκι στη γωνία δίπλα απ' το παράθυρο κάθεται ο Εντουάρ ο Βάρδος. Πίνει λί-γο από το ποτό του, λίγο κρασί από τις σοδειές του Νάροου, του τοπικού παραγωγού, και συνοδεύει με λίγες μπουκιές από παστό χοιρινό την μυσταγωγία αυτή, απαραίτητη ενέργεια για να πάει καλά η νύχτα που πέφτει. Ο Εντουάρ δουλεύει τους τελευταίους μήνες στο ταβερνάκι, από τότε που μπάρκαρε το πλοίο από την Καστάλια Βέρα. Δουλεύει λίγες ώρες το μεσημέρι και αργά το απόγευμα μέχρι να φύγει και ο τελευταίοςπελάτης. Τις άλλες ώρες τριγυρίζει στην πόλη και φλερτάρει με την καθημερινότητα ενώ πολλές φορές, για να σπάσει την μονοτονία, τραβιέται απρόκλητα με ζωηρές θηλυκές υπάρξεις. Έτσι περνάει η μέρα του, πότε τραγουδά, χαϊδεύοντας τις χορδές της άρπας του και πότε απαγγέλλει στοίχους γεμάτους ερωτισμό και μελαγχολία. Ο κόσμος τότε ηρεμεί, νοσταλγεί και οι πήλινες κανάτες με το κρασί, την μπύρα και το υδρομέλι έρχονται, για να ενώσουνε τους τσακωμένους, που βρίσκουν τελικά πως έχουνε πολλά κοινά μεταξύ τους. Ξέρει, να ερμηνεύει καλά τον ψυχισμό του κόσμου, είναι έμπειρος τραγουδοποιός και γνωρίζει από επικοινωνία. Μιας και τα δύο ασημένια δεν είναι αρκετά για τις κρυφές του επιδιώξεις, επιζητάει τα φιλοδωρήματα των ευχαριστημένων πελατών. Σαν έρθει η στιγμή δίνει το σύνθημα, με ένα συγκεκριμένο γνώριμο τοπικό άσμα και αρχίζει ο χορός. Πάντα ξέρει πότε έρχεται

η κατάλληλη στιγμή και γνωρίζει πώς να ξεσηκώνει τις καρδίες των θαμώνων. Η μελωδία του ξυπνάει τα ταλ-αιπωρημένα σώματα από την εργασία της μέρας και τα πόδια χτυπάνε ρυθμικά στο ξύλινο πάτωμα, παλαμάκια και χαρές από παντού. Από κάπου αν-αφιλητά και δάκρυα συγκίνησης και από κάπου αλλού φωνές ενθουσιασμού και πολλές, μα πολλές παραγγελιές τραγουδιών. Και τα νομίσματα ρέουν, ας είναι και χάλκινα. Όλα καλοδεχούμενα. Ο Τζο ο ιδιοκτήτης δεν έχει πρόβλημα με αυτό. Αφού οι προ-σφορές ακολουθούνται από μεγάλες παραγγελίες ποτών και λιχουδιών. Κάποιος πελάτης φωνάζει, «Εντουάρ, τραγούδα μας για την αγάπη του Μπάροου με την Ιάντα». Ένας ναύτης του παραγγέλνει, «Εντουάρ, τραγούδα τον ύμνο του πλοίου μου, το Δυνατό Καμάκι και.. Φέλντα φέρε μας δύο κανάτες κρασί». Έτσι η ώρα περνάει και το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, ο ένας ρυθμός τον άλλο και η ταβέρνα του Τζο ασφυκτιά από ζωή. Κάποια στιγμή ένας θαμώνας με ωραία φωνή απαγγέλλει ένα άσμα για τα κατορθώματα ενός μεγάλου τυχοδιώκτη, ονόματι Ντανιέλ ο Κόκκινος, που γίνεται θρύλος στην μάχη και κατορθώνει, να αποκτήσει όσα επιθυμούνε οι άντρες. Ο Εντουάρ ο Βάρδος συνοδεύει τα τραγούδια όσων θέλουν να τραγουδήσουν και τους οδηγεί ρυθμικά. Χαίρεται μέσα στα μεθυσμένα ξεσπάσματα τις ευτυχίας των άλλων. Όλοι τραγουδάνε, χαίρονται, κλείνουν τα μάτια, συ-γκινούνται, φαντάζονται, ζουν. Φανταστήκατε κι εσείς τώρα κάποιες εικόνες από την ζωή των βάρδων; Φανταστήκατε κάποιες σκηνές από την καθημερινότητα μιας ζωής η οποία δεν είχε κυριευθεί από την τεχνολογία και από τα κοινωνικά της παράγωγα που έχουν κατακλύσει στην σύγχρονή εποχή τον κόσμο μας; Οι σύγχρονοι αναγνώστες της λογοτεχνίας του φανταστικού και οι λάτρεις των παιχνιδιών ρόλων είναι σίγουρο ότι έχουν διεισδύσει νοερά σε αυτούς τους μαγικούς κόσμους. Ωστόσο, η φαντασία τους έχει δώσει επιπλέον χαρακτηριστικά στους βάρδους. Στα παιχνίδια ρόλων και στην φανταστική λογοτεχνία της εποχής μας συναντάμε συχνά βάρδους που είναι και πολεμιστές, έχουν ταλέντο στην μαγεία, στα τυχερά παιχνίδια και στην εξαπάτηση. Οι ιστορικές μαρτυρίες για


την ζωή και τους τρόπους τους, που βρίσκονται σε αρχαία ή μεσαιωνικά κείμενα, ψηφιδωτά, παπύρους και προφορικές ιστορίες, συμπλέκονται με τις εντυπώσεις και την φαντασία των σύγχρονων ονειρευτών και κάνουν την φαντασία να αναζωογονεί την πραγματικότητα. Έτσι, όλοι εμείς οι νοσταλγοί των θρυλικών αυτών εποχών μπορούμε να φανταστούμε τους βάρδους να τραγουδούν, να χορεύουν και τον κόσμο γύρω τους να πάλλεται μαζί τους αρμονικά. Οι βάρδοι ήταν άτομα ανήσυχα, με ταλέντα και ικανότητες. Ταξίδευαν συχνά και ο τρόπος ζωής τους ήταν πολυδιάστατος. Στα ταξίδια τους κάποιοι έπαιρναν και τις οικογένειες τους μαζί. Βέβαια, υπήρχαν οικογένειες που όλα τα μέλη τους ήταν καλλιτέχνες. Μουσικοί, θεατρίνοι, χορευτές. Τα κοινά ταξίδια γίνονταν για την παρέα και τη συντροφιά, καθώς επίσης και λόγω της επικινδυνότητας του επαγγέλματος, μιας και τους ερημότοπους όπου περιπλανούνταν λυμαίνονταν πολλές φορές ληστές και κακοποιία στοιχεία. Αυτό είχε ως συνέπεια να σχηματίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις μεγάλες ομάδες στις οποίες συνυπήρχαν πολλοί καλλιτέχνες, ακόμα και ταχυδακτυλουργοί που συγκεντρώνονταν γύρω τους. Στα ταξίδια και τις περιπλανήσεις τους αποκτούσαν εμπειρίες και γνώσεις διάφορες. Η φήμη τους κάποιες φορές ταξίδευε γρηγορότερα. Αλλά και πληροφορίες ή νέα από μέρη μακρινά μεταφέρονταν χάρη σε αυτούς. Κάπως έτσι οι βάρδοι, οι επονομαζόμενοι τυχοδιώκτες της τέχνης, βγάζανε τα προς το ζειν και ζούσαν την πολύχρωμη, μα και δύσκολη ζωή τους. Πόσα μπορούν να ειπωθούν για τον χαρακτήρα των θρυλικών βάρδων; Πόσοι μύθοι έχουν υφανθεί χάρη στο αδιάκοπο τραγούδι τους. Ηρωικά άσματα, φανταστικές ιστορίες, εξιστορήσεις μαχών και σπουδαίων κατορθ-ωμάτων, ερωτικά τραγούδια, ύμνοι και πολλά άλλα ακόμη. Φανταστείτε όμως πως είστε κάτοικοι ενός τέτοιου μέρους. Με ανίκητους ήρωες, απλοϊκούς φτωχούς αγρότες, μυώδεις οπλουργούς και σιδεράδες, πλούσιους εμπόρους και ναυτικούς, πανύψηλους πύργους και μαγικά δάση. Όλα αυτά μαζί συγκεντρωμένα σε έναν κόσμο… στον δικό μου κόσμο… στον κόσμο της Ταβέρνας του Τζο… στον δικό σας κόσμο… σε έναν κόσμο με όποιο όνομα σας αρέσει και οποιαδήποτε φυσική ισορροπία επιθυμείτε. Κλείνοντας το άρθρο αυτό, θα επιχειρήσω να ταξιδεύψω για μια ακόμη φορά με την φαντασία μου και να περιγράψω το βάρδο που θα

θαύμαζα αν ζούσα σε κάποια μαγευτική παλαιότερη, ή ακόμα καλύτερα, φανταστική εποχή. Τον λένε Άραμαν και καβάλα στο μαύρο του άλογο βηματίζει αργά και κοιτάζει την μικρή παραθαλάσσια πόλη της Λούνα, θαυμάζοντας τα ψηλά κτήριά της και αναλογιζόμενος τι να τον περιμένει πίσω από τα ψηλά της τείχη. Οι καφέ δερμάτινες μπότες του και το λυγερό φαρδύ καπέλο του με τα φτερά πουλιών από ανατολικές χώρες, δένουν ομοιόμορφα με το λινό κόκκινο πουκάμισο και το καφέ δερμάτινο παντελόνι ιππασίας του. Τα μαλλιά του ελεύθερα κυματίζουν στο απαλό αεράκι. Σημάδι της ελευθερίας του. Το πλατύστομο σπαθί του κρέμεται στην πολύχρωμα κεντημένη ζώνη του. Η εικόνα του ολοκληρώνεται με ένα ευχάριστο τραγούδι, που σιγοτραγουδάει και δυναμώνει σταδιακά, όπως και ο κατευθυνόμενος βηματισμός του αλόγου του. Η διάθεσή του φτιάχνει και οποιαδήποτε κούραση από το μακρινό του ταξίδι εξανεμίζεται. Το αριστερό του χέρι χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλα την κιθάρα, που κρέμεται στο στήθος του από ιμάντες. Και καθώς πλησιάζει στην πόλη της Λούνα, ένα καινούργιο τραγούδι ή μια περιπέτεια αρχίζουν να αχνοφαίνονται...

Δημήτρης Σιάββας Ε. Μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ


Τα Ξωτικά στη Λογοτεχνία του Φανταστικού Του Γιώργου Χατζηκυριάκου Ε Μέλους Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ Η λογοτεχνία του φανταστικού, και ειδικότερα αυτή των τελευταίων χρόνων, αποτελεί ένα πεδίο εντός του οποίου μυθικές φυλές και πλάσματα αναλαμβάνουν σημαντικούς ρόλους στις ιστορίες των συγγραφέων. Ξωτικά, νάνοι, γνώμοι, ορκς και καλικάτζαροι, μαζί με γίγαντες, δράκους, γρύπες και μονόκερους, προσφέρουν θεματολογική ποικιλία στα έργα των σύγχρονων μυθοπλαστών, μεταβάλλοντας με τον καιρό τη λογοτεχνία του φανταστικού και δημιουργώντας μέσα στα πλαίσιά της ένα νέο κλίμα. Εκεί, δηλαδή, που κάποτε υπήρχαν μοναχά οι άνθρωποι ως βασικοί ήρωες και πρωταγωνιστές στις ιστορίες φαντασίας (συνήθως ιππότες, βάρβαροι, πολεμιστές και άντρες με μαγικές ικανότητες ή υποστήριξη από θεούς) βρίσκονται πλέον ήρωες των οποίων η καταγωγή ανάγεται στις φυλές των νάνων, των ξωτικών και των άλλων μυθικών πλασμάτων. Περισσότερο αγαπητή από όλες, τόσο για τους αναγνώστες όσο και για τους ίδιους τους συγγραφείς, φαίνεται πως είναι η φυλή των ξωτικών. Ποια είναι εν τέλει τα ξωτικά; Τι είναι αυτά τα θρυλικά elves που παρασύρουν τη φαντασία του αναγνώστη, έρχονται στο προσκήνιο σε κάθε ιστορία και γίνονται μούσες τέχνης, τόσο μυθοπλαστικής όσο και εικαστικής; Πως έγιναν ισοδύναμα στο δέος με τους τρομερούς δράκους, τη μεγαλοπρέπεια της μαγείας και τη σαγήνη των υπερφυσικών δυνάμεων; Πως, αλήθεια, ξεκίνησε αυτή η ξωτικομανία και που βρίσκονται οι ρίζες αυτής της εκπληκτικής φυλής που από τα δάση και τα βουνά κατοικεί πλέον στα βιβλία και τα παιχνίδια; Μέσα από αυτό το άρθρο θα κάνουμε ένα σύντομο οδοιπορικό στην ιστορία αυτής της φανταστικής φυλής, ξεκινώντας από τις πρώτες αντιλήψεις που είχαν διάφοροι λαοί για τα ξωτικά ώσπου να καταλήξουν στη μορφή και την αίγλη που απολαμβάνουν σήμερα στη λογοτεχνία και σε άλλες μορφές τέχνης που εκείνη επηρέασε. Μια θαυμαστή φυλή. Θα ήταν χρήσιμο αρχικά να αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά των ξωτικών (όπως τα γνωρίζουμε κυρίως σήμερα) που γοητεύουν τους λάτρεις της φανταστικής λογοτεχνίας. Ένα κύριο γνώρισμα τους είναι η ομορφιά. Μια ομορφιά εξωτερική που τις περισσότερες φορές συνδυάζεται με ψυχική αγνότητα-αγιότητα. Τα ξωτικά περιγράφονται και απεικονίζονται ως ωραίοι άντρες και γυναίκες με λεπτά, καλοσχηματισμένα σώματα, στητή κορμοστασιά, μακριά και καλοχτενισμένα μαλλιά, σχιστά και αμυγδαλωτά μάτια ενώ τα αυτιά τους είναι μακριά με κοφτερές άκρες. Συνδέονται με τη φύση, κυρίως με τα δάση και το ζωικό βασίλειο, καθώς επίσης με τον ουρανό, τη νύχτα και τα αστέρια. Πολλοί συγγραφείς αφιερώνουν αρκετές σελίδες για να περιγράψουν τον πολιτισμό και τα βασίλεια τους, τον τρόπο με τον οποίο ζουν, τις συνήθειες τους, οι οποίες επί το πλείστον είναι ειρηνικές και καλαίσθητες, αλλά και υμνούν τις ξεχωριστές τους ιδιότητες στη μάχη και τον πόλεμο. Όπλα όπως το τόξο και το λεπτό ξίφος είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα ξωτικά, το ίδιο και ο πράσινος μανδύας με το έμβλημα ενός μυθικού ζώου, συνήθως μονόκερου ή πήγασου. Ας μην ξεχνάμε, όμως, και τη μυσταγωγία που τα χαρακτηρίζει. Πρόκειται για μια αίσθηση ιερού μυστηρίου που τα κάνει να απέχουν από τις κοινωνίες των ανθρώπων και των άλλων πλασμάτων. Ένα μυστήριο, βέβαια, που με τον καιρό η ομίχλη του διαλύθηκε λόγω της συχνής αναφοράς στην ξωτική φυλή και την πρωταγωνιστική της θέση στις ηρωικές ιστορίες που κάποιοι νεώτεροι συγγραφείς προσπαθούν να διατηρήσουν. Πέρα από τα μάτια των ανθρώπων. Το μυστήριο αυτό ήταν που έπλασε τα ξωτικά στη φαντασία των ανθρώπων. Το μυστήριο και το άγνωστο, αυτό που προσπαθεί ο άνθρωπος να κατανοήσει και να εντάξει στη δική του οπτική, όπως συνέβη όχι μόνο με τα ξωτικά αλλά και με τα φαντάσματα, τους αγγέλους, τις θεότητες και τις ανάλογες υπάρξεις. Τα ξωτικά στην αρχή είχαν (και σε μερικά μέρη του κόσμου έχουν ακόμη) μια μεγάλη θέση στον κόσμο του εξωπραγματικού, τον αθέατο κόσμο που συνυπάρχει με το δικό μας. Στην ουσία δηλαδή, όταν μιλάμε για τα ξωτικά της πρώιμης φαντασίας των ανθρώπων, εννοούμε τα στοιχειά, τα αερικά του δάσους και του νερού, που άλλοτε φέρονται στους ξένους με καλοσύνη και άλλοτε ύπουλα και με πονηριά. Μύθοι, προέλευση και αντίληψη. Οι μύθοι και οι θρύλοι των ξωτικών αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη και κυρίως στις βόρειες χώρες, ξεκινώντας από τη Γερμανία και καταλήγοντας στη μακρινή και παγωμένη Ισλανδία, συμπεριλαμβανομένου και τη Δανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και φυσικά τη Μεγάλη Βρετανία. Οι δοξασίες ποικίλουν από χώρα σε χώρα. Χαρακτηριστικές είναι αυτές της Αγγλίας όπου τα ξωτικά είναι μικρά στο σχήμα, σχεδόν όσο τα σπουργίτια και τα μικρά πουλιά, όμορφα με χαρακτηριστικά σαν αυτά των νεράιδων (fairiessprites) με βοηθητικές διαθέσεις απέναντι στους ανθρώπους (φυσικά αυτούς που έχουν καλές προθέσεις). Στη βόρεια Αγγλία όμως, καθώς και στη Σκωτία, τα ξωτικά, έτσι όπως αναφέρονται σε μεσαιωνικές μπαλάντες και τραγούδια, έχουν περισσότερο ανθρώπινη μορφή (με κάποιο ανάλογο κάλος πάντα) και νοοτροπία ανάλογη των θεών των αρχαίων Ελλήνων (πλεονεξία και ζήλια). Για παράδειγμα στο τραγούδι Queen of the Elfland's Nourice μια γυναίκα πέφτει θύμα απαγωγής από τη βασίλισσα των ξωτικών για να ξεγεννήσει το παιδί της βασίλισσας (με την προϋπόθεση ότι θα ήταν αγόρι) ενώ στη μπαλάντα Lady Isabel and the Elf-Knight ένα ξωτικό απαγάγει την όμορφη Ισαβέλλα, αυτή τη φορά όχι για να τη χρησιμοποιήσει σε κάτι αλλά για να τη δολοφονήσει. Η αντίληψη των ανθρώπων εκείνων των περιοχών, όπως αυτή αποκαλύπτεται στα τραγούδια και τα παραμύθια της εποχής, απέχει πολύ τόσο από τα ξωτικά της μεταγενέστερης εποχής (ηρωική λογοτεχνία) όσο και από τα ξωτικά με τα αγνά και


παιδικά χαρακτηριστικά (fairies, sprites). Μάλιστα, επειδή σε αρκετά μέρη τα ξωτικά προκαλούσαν φόβο, οι άνθρωποι είχαν υιοθετήσει τρόπους προστασίας από αυτά. Για παράδειγμα στη Σουηδία οι κάτοικοι σχεδίαζαν μια πεντάλφα έξω από τις πόρτες τους ή σχημάτιζαν ένα σταυρό πάνω σε ασημένια πιάτα ώστε να απαγορεύσουν την είσοδο των ξωτικών στα σπίτια τους. Οι κυνηγοί, επίσης, φρόντιζαν να μην πλησιάζουν σε λίμνες την ώρα που έβγαινε ο ήλιος επειδή τις ώρες εκείνες τα ξωτικά χόρευαν σχηματίζοντας κύκλους που έμοιαζαν με ομίχλη. Αν κάποιος έβλεπε εκείνο το χορό τρελαινόταν (νεραιδοχτυπημένος) και δεν μπορούσε μετά να θεραπευτεί με κανένα μέσο, κάτι το οποίο πίστευαν και στην Ελλάδα τη Βυζαντινή περίοδο αλλά και κατά την Τουρκοκρατία. Πρόκειται για μια αντίληψη που έχει τις ρίζες της στα αρχαία χρόνια (νύμφες). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα ξωτικά, από τόπο σε τόπο, έγιναν αντιληπτά ως διαφορετικά αλλά διατήρησαν κάποια κοινά στοιχεία. Άλλοτε παρουσιάστηκαν με ανθρώπινη μορφή (αρσενική ή μόνο θηλυκή), άλλοτε με παιδική και μικροσκοπική, άλλοτε με αέρινη και ακανόνιστη και άλλοτε ως αόρατες και πνευματικές υπάρξεις. Το ίδιο και η φύση τους που τα έκανε πότε να μοιάζουν σκανδαλιάρικα και πότε ευγενικά, επικίνδυνα και φιλικά. Διαφορετική παρουσιάστηκε επίσης η αντίληψη για την κατοικία τους. Στην Ισλανδία πίστευαν ότι κατοικούσαν στις πέτρες και τους βράχους ενώ σε άλλα μέρη στα δέντρα, τα δάση μα πιο πολύ στις λίμνες και στα ποτάμια. Στην ουσία, σε αυτή την φάση τα ξωτικά δεν διαφέρουν από τα φαντάσματα, τα στοιχειά, τους καλικάτζαρους, τους νάνους (ένα ακόμα σπουδαίο κεφάλαιο στη λογοτεχνία του φανταστικού με το οποίο θα ασχοληθούμε σε άλλο τεύχος), τις νεράιδες και τις νύμφες. Και μιας που αναφέρθηκαν οι νύμφες, οι κατά αποκλειστικότητα γυναικείες θεότητες των στοιχείων της φύσης της Αρχαίας Ελλάδας, αξίζει να σημειωθεί ότι η ονομασία elf, η λέξη που αντιστοιχεί στη δική μας λέξη ξωτικό, είναι αγγλοσαξονικής προέλευσης (αολφ, αελφ, ελφ, από alb της λέξης albous δηλαδή λευκό-λευκός) με την οποία οι δυτικοί και βόρειοι λαοί προσπάθησαν να προφέρουν τη λέξη νύμφη και την αντίστοιχη λατινική της. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι τα ξωτικά έχουν κατά κάποιο τρόπο ελληνική προέλευση. Η ομοιότητα άλλωστε των νυμφών με τα ξωτικά των δυτικών, τόσο στη φύση όσο και στις αντιδράσεις, καθώς και ο φόβος, ο σεβασμός και τα μέτρα προστασίας απέναντι τους, δικαιολογεί την προέλευση αυτή. Κι εδώ γεννάται το εξής ερώτημα. Εφόσον οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τα ξωτικά ήταν ανάλογες με αυτές των εχθρικών πλασμάτων, πως κατέληξαν στη μορφή αυτή με την οποία τα γνωρίζουμε σήμερα μέσα από τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο και τα παιχνίδια; Πώς δηλαδή τα elves απέκτησαν οριστική ανθρώπινη μορφή, ομορφιά σαν αυτή των αγγέλων, ιδανικά όμοια με εκείνα των ιπποτών, σοφία σαν αυτή των μάγων και ζωή που θυμίζει Δρυίδες των Κελτών; Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Λόρδος Ντάνσανι και Τζον Ρ. Τόλκιν. Η απάντηση βρίσκεται στο έργο τριών εκ των σπουδαιότερων λογοτεχνικών φυσιογνωμιών όλ-ων των εποχών. Ο λόγος για τους πασίγνωστους Βρετανούς Σαίξπηρ, Λόρδο Ντάνσανι και Τόλκιν οι οποίοι, βασισμένοι στους βορειοδυτικούς λαϊκούς θρύλους, έδωσαν μια διαφορετική λογοτεχνική πνοή στα μυθικά ξωτικά, φέρνοντας τα πιο κοντά στον άνθρωπο με τα γνωρίσματα του. Στο έργο του Σαίξπηρ που φέρει τον τίτλο «Όνειρα Θερινής Νυκτός» γίνεται αναφορά στον αθέα-το κόσμο των ξωτικών, τα οποία κρύβονται από τα μάτια των θνητών αλλά τους παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον. Οι ξωτικοί κόσμοι αποκτούν πια τη χάρη του παραμυθιού και οι κάτοικοί τους ξεφεύγουν από τον χαρακτήρα του φοβερού και του απαγορευμένου. Τα ξωτικά του μεσαίωνα πεθαίνουν και γεννιούνται εκείνα του ονείρου και της γαλήνης. Το έργο αυτό και ο τρόπος με τον οποίο ο Σαίξπηρ δίνει ζωή στα ξωτικά, θα επηρεάσουν τους ρομαντικούς λογοτέχνες και αργότερα τον Λόρδο Ντάνσανι, ο οποίος θα γράψει το μυθιστόρημα «Η Κόρη του Βασιλιά της Χώρας των Ξωτικών», ίσως το πρώτο μυθιστόρημα φαντασίας των νεώτερων χρόνων όπου τα ξωτικά κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Ντάνσανι αξιοποιεί την ατμόσφαιρα και τη μαγεία από το έργο του Σαίξπηρ για να χτίσει την κοινωνία και τον τόπο διαμονής των ξωτικών όπως επίσης και τα γνωρίσματα τους, εσωτερικά (ευδαιμονία, ανεμελιά, αθωότητα, καλοσύνη, αγάπη, έρωτας) και εξωτερικά (νεότητα, χάρη, ομορφιά) με τη διαφορά όμως ότι τα ξωτικά του Ντάνσανι δεν παρουσιάζονται ως μικροσκοπικοί άνθρωποι αλλά έχουν ύψος περίπου όμοιο με αυτό των ανθρώπων. Έτσι, στο έργο του Ντάνσανι, συναντάμε το πρώτο μοτίβο της νέας αντίληψης των ξωτικών. Ανθρώπινη μορφή, ανθρώπινες ιδιότητες (δεν πετούν, δεν εξαφανίζονται, δεν μεταμορφώνονται), αγέραστη ομορφιά, μυτερά αυτιά, χάρη, φιλοκαλία, σοφία και γνώση. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με τα ξωτικά του Τόλκιν. Που ανιχνεύεται, όμως, το αρχέτυπο βάσει του οποίου οι τρεις εκφραστές του φανταστικού σχημάτισαν τα χαρακτηριστικά της ξωτικής φυλής; Γιατί εκείνοι, σε αντίθεση με τους προγενέστερους, δεν τα παρουσίασαν ως όντα μικροσκοπικά ή αερικά; Επειδή από όλους τους μύθους που οι λαοί σχημάτισαν για τα ξωτικά, εκείνοι προτίμησαν περισσότερο αυτούς των Σκανδιναβών. Οι Άλφαρ, τα πρώτα ξωτικά. Για τους Σκανδιναβούς τα ξωτικά ονομάζονταν Άλφαρ. Ζούσαν στο 'Αλφειμ ή Άλφχειμ, τον έναν από τους εννιά κόσμους του Κοσμικού Δέντρου Ιγκντράζιλ. Σύμφωνα με το μύθο οι Άλφαρ, τα ξωτικά δηλαδή, δημιουργήθηκαν από τον Φρέι, το θεό του Φωτός και της Ομορφιάς. Ουδεμία σχέση δεν είχαν τα ξωτικά εκείνα με αυτά των υπόλοιπων ευρωπαϊκών αντιλήψεων. Έμοιαζαν περισσότερο με τους ανθρώπους, μιας και ζούσαν όπως εκείνοι και συμπεριφέρονταν ανάλογα. Ο πόλεμος, για παράδειγμα, δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για αυτά. Ήταν ικανά στα όπλα αλλά και στη μαγεία των ρούνων, ενώ χαρακτηρίζονταν από τη σοφία και την αγάπη τους απέναντι στο δίκαιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τελευταίος βασιλιάς των


ξωτικών είχε το όνομα Γκάνταλφ. Έλνταρ και Σιλμαρίλλιον. Αυτή η αντίληψη περί ξωτικών φαίνεται πως άρεσε ιδιαίτερα στον Τόλκιν, που ήταν φημισμένος για τις μελέτες του πάνω στους αρχαίους πολιτισμούς και τις αρχαίες γλώσσες. Ο Βρετανός λογοτέχνης αξιοποίησε το μύθο των Σκανδιναβών τον οποίο και εμπλούτισε με λίγα ακόμη στοιχεία από τη χριστιανική θρησκεία και τα ιδανικά των ρομαντικών, πλάθοντας έτσι τα ξωτικά που επηρέασαν τους σύγχρονους εκφραστές του φανταστικού. Μια φυλή όμορφη, άφθαρτη, ευγενική, ευαίσθητη για τα προβλήματα του κόσμου, μια φυλή ανώτερη από τον άνθρωπο και τα υπόλοιπα πλάσματα του φανταστικού του κόσμου. Τα ξωτικά του δεν είναι κοντά αλλά ψηλότερα από τους ανθρώπους, δεν μένουν απλώς στα δέντρα αλλά χτίζουν μεγάλες πόλεις στα δάση και τα λαγκάδια, εκπαιδεύονται στα όπλα και στα μέσα του πολέμου, έχουν τους δικούς τους μύθους και τη δική τους σπουδαία θέση στην ιστορία. Μιλούν τη δική τους γλώσσα και σχηματίζουν τους δικούς τους πολιτισμούς. Δεν πεθαίνουν, διότι δεν μπορούν να πεθάνουν (εκτός αν σκοτωθούν ή αν στεναχωρηθούν πολύ- η θλίψη τα σκοτώνει), είναι δηλαδή αθάνατα και όταν «έρχεται η στιγμή να φύγουν» επιστρέφουν με πλοία στο Βάλινορ, το νησί από όπου οι θεοί τους τα δημιούργησαν (κάτι σαν τα νησιά των Μακάρων της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας). Η πρώτη φορά που ο Τόλκιν αναφέρθηκε σε αυτά τα, ίσως, περίεργα ξωτικά για την εποχή εκείνη, ήταν στο έργο «Χόμπιτ» («Εκεί και πίσω ξανά», ήταν η πρώτη ονομασία του βιβλίου). Σε αυτό παρουσιάζονται τα ξωτικά να μένουν σε λαγκάδια και πυκνά δάση, να ντύνονται ανάλογα με το περιβάλλον τους, να έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στο τραγούδι και το χορό, και γενικά να είναι συνδεδεμένα με τη φύση (όπως τα ξωτικά των παλαιοτέρων μύθων) και να παρέχουν βοήθεια ή φιλοξενία στους ξένους που έρχονται με καλό σκοπό. Στα υπόλοιπα έργα του, και κυρίως στο Σιλμαρίλλιον, μαθαίνουμε τα πάντα για τα ξωτικά και ανακαλύπτουμε νέα στοιχεία, όπως τη γέννηση και την κυριαρχία τους επί του κόσμου (τα ξωτικά ήταν τα πρώτα πλάσματα που δημιούργησαν οι θεοί, πριν ακόμα γεννηθεί ο άνθρωπος), την ικανότητα των αρχόντων να δημιουργούν αντικείμενα με την χρήση της μαγείας, τις μεταναστεύσεις, τις διαμάχες και τους εμφυλίους τους, τις προδοσίες, τις συμμαχίες, τις αποστολές, τις μάχες και πολλά ακόμη. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποτέλεσαν τη βάση στην οποία στηρίχθηκαν οι επόμενοι συγγραφείς του φανταστικού.

Έτσι, τα ξωτικά έπαψαν να είναι εκείνα τα μικροσκοπικά πλασματάκια με τα χαρακτηριστικά των ζώων, των εντόμων και των φυτών. Οι περισσότεροι λάτρεις του φανταστικού ασπάστηκαν τις ιδέες του Τόλκιν. Πλέον, τα elves θα ήταν μια φυλή με μορφή ανθρώπινη, με δικό της πολιτισμό, άμεσα συνδεδεμένη με τη φύση και τη μαγεία, το φως και τη σοφία, την επιδεξιότητα στο τόξο και το σπαθί, και φυσικά τους μεγάλους πολέμους και τις επικές περιπέτειες. Κι όπως κάποτε οι δράκοι αποτελούσαν κύρια αναφορά για ένα παραμύθι, το ξωτικό αποτέλεσε και αποτελεί κύρια αναφορά για τις περισσότερες ιστορίες ηρωικής και επικής φαντασίας. Αυτό γίνεται εμφανές στα έργα και τους συγγραφείς που ακολούθησαν τον Τόλκιν. Στα περισσότερα βιβλία και σειρές τα ξωτικά είναι παρόντα και όχι μόνο. Σταδιακά άρχισαν να παίζουν και πρωταγωνιστικό ρόλο με κυριότερο εκφραστή τον Ντριζντ Ντο Έρντεν του Σαλβατόρε. Διότι, αν ο Λόρδος Ντάνσανι (και ο Σαίξπηρ) επηρέασαν κάποιους συγγραφείς, όπως π.χ, τον Πόουλ Άντερσον στο «Σπασμένο Ξίφος», ο Τόλκιν έθεσε τα λογοτεχνικά θεμέλια στα οποία βασίστηκε η θεματολογία των λογοτεχνών της νέας γενιάς. Έπειτα από αυτόν η ξωτική φυλή (διότι στη νεώτερη λογοτεχνία του φανταστικού μιλάμε για φυλή και όχι για κάποιο μεμονωμένο πλάσμα) αλλάζει από συγγραφέα σε συγγραφέα σε ελάχιστα σημεία, όπως τα χαρακτηριστικά του προσώπου, του δέρματος, των σχέσεων με τις άλλες φυλές και την προέλευση. Για παράδειγμα στη σειρά «Σανάρα» του Τέρι Μπρουκς, τα ξωτικά χωρίζονται σε εκείνα της Γης και εκείνα του Ουρανού. Τα πρώτα είναι οι κάτοχοι της μαγείας του κόσμου ενώ τα δεύτερα κατοικούν σε ψηλά βουνά και ιππεύουν τεράστια πουλιά που ονομάζονται Ροκς (πλάσματα ανατολίτικης μυθολογίας). Παρόλο που και οι δυο φυλές ζουν για πολλά χρόνια, δεν είναι αθάνατες ενώ τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους θυμίζουν περισσότερο τους ανθρώπους (τα αυτιά δεν είναι μυτερά, τα σώματα δεν είναι πάντα κομψά, το δέρμα τους συνήθως είναι ηλιοκαμένο ενώ στα πρόσωπα των ανδρών φυτρώνουν γένια). Σύγχρονη Λογοτεχνία, πηγές και εμπνεύσεις.


Όπως και να έχει όμως, στη νεώτερη λογοτεχνία του φανταστικού επικράτησε το μοτίβο του Τόλκιν. Αυτό οφείλεται σε κάποιο βαθμό στα Παιχνίδια Ρόλων (R.P.G) και κυρίως στην αρχική τους μορφή, δηλαδή στα επιτραπέζια βιβλίο-παιχνίδια, που εμφανίστηκαν λίγο μετά το θάνατο του διάσημου συγγραφέα και άνθισαν τη δεκαετία του '80 στην Αμερική. Συντελεστές των παιχνιδιών αυτών εξελίχθηκαν σε συγγραφείς και δημιούργησαν τις κλασσικές πια σειρές Dragonlance και Forgotten Realms, στις οποίες υπάγονται βιβλία με άφθονες ιστορίες όπου τα ξωτικά πρωταγωνιστούν και παίζουν σημαντικότερους ρόλους ακόμα κι από τη φυλή των ανθρώπων. Μέσα στους νέους αυτούς κόσμους των παιχνιδιών-μετέπειτα λογοτεχνικών σειρών, τα ξωτικά χωρίζονται σε φυλές και διαφοροποιούνται από εκείνα του Τόλκιν. Στον κόσμο του Τόλκιν, τα ξωτικά ανήκουν σε διαφορετικούς οίκους, μιλούν διαφορετικές γλώσσες αλλά έχουν κοινά χαρακτηριστικά και καταγωγή. Αντιθέτως, εδώ έχουμε να κάνουμε με διαφορετικά είδη ξωτικών, διαφορετικούς πολιτισμούς, ήθη και έθιμα. Στον κόσμο του Κρυν (Dragonlance) οι συγγραφείς, αν και μιμήθηκαν το διαχωρισμό των οίκων του Τόλκιν διαιρώντας κι αυτοί τα ξωτικά σε τρεις φυλές (Κουαλινέστι, Σιλβανέστι, Καγκονέστι), έπλασαν τα Ξωτικά του Βυθού (Aquatic Elves),. Πρόκειται για ξωτικά που ζουν κάτω από το νερό, έχουν γαλάζιο δέρμα, πράσινα ή λευκά μαλλιά και βράγχια αντί για πνεύμονες, ενώ σπουδαία φυσιογνωμία που συναντάται στις πρώτες τριλογίες της σειράς είναι ο Τάνις το Μισοξωτικό, δηλαδή άνθρωπος με αίμα ξωτικού, κάτι σαν τον Έλροντ άρχοντα του Ρίβεντειλ από το «Χόμπιτ» και τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Τα μισοξωτικά αποτελούν μίξη ξωτικών και ανθρώπων που συνδυάζουν χαρακτηριστικά των δυο φυλών και δεν είναι καθόλου σπάνιο να τα συναντήσει κανείς στις σειρές Dragonlance και Forgotten Realms. Στο δεύτερο, στον κόσμο του Φαερούν, υπάρχει πληθώρα φυλών των ξωτικών. Τα Γκρίζα Ξωτικά (Grey Elves) έχουν συνδεθεί με τη χρήση της μαγείας και τη λατρεία του φεγγαριού. Τα Ξωτικά των Δασών (Wood Elves - Silvan Elves) είναι συνδεδεμένα με τη φύση, τα προσωποποιημένα δέντρα και τα μαγικά θηρία. Η συμπεριφορά τους είναι πιο απότομη και το δέρμα τους χαρακτηρίζεται από μια πρασινωπή απόχρωση. Τα Άγρια Ξωτικά (Wild Elves ή Grugah) ζουν με το βαρβαρικό τρόπο ζωής (βαρβαρικό σύμφωνα με την ηρωική λογοτεχνία και όχι τον πρωτόγονο και απολίτιστο άνθρωπο) και είναι εκείνα που έχουν μεγαλώσει είτε με βάρβαρους (ακόμα και με Ορκς) είτε μόνα τους στα δάση μακριά από τις δικές τους κοινωνίες. Ωστόσο, η πιο συνηθισμένη φυλή και ίσως ή πιο αγαπητή πια στο αναγνωστικό κοινό είναι τα Σκοτεινά Ξωτικά (Dark Elves, γνωστά ως Drow). Μένουν κάτω από τη Γη, σε σκοτεινά υπόγεια, οργανώνονται σε πόλεις, φατρίες και οίκους, δημιουργούν κοινωνίες μητριαρχικές και θεοκρατικές, ενώ λατρεύουν σκοτεινούς θεούς (με πιο γνωστή τη Λοθ, τη θεά-αράχνη) που τους βάζουν να πολεμούν μεταξύ τους με δόλια μέσα και τους θέτουν δοκιμασίες των οποίων η αποτυχία τιμωρείται με φοβερούς τρόπους. Το δέρμα των ξωτικών αυτών είναι σκούρο, τα μάτια τους κόκκινα και τα μαλλιά τους λευκά. Στην αρχή, συγκεκριμένα στη δεύτερη έκδοση του Dungeons and Dragons της εταιρίας TSR, τα Σκοτεινά Ξωτικά παρουσιάστηκαν με μακριές φαβορίτες και μουστάκια. Αργότερα, όμως, οι καλλιτέχνες τα απεικόνισαν όπως και τα υπόλοιπα ξωτικά, δηλαδή όμορφα, και γοητευτικά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα Σκοτεινά Ξωτικά αποτέλεσαν πρωτοτυπία. Εντούτοις, και η δική τους αρχετυπική καταγωγή ανιχνεύεται στους σκανδιναβικούς μύθους από τους οποίους επηρεάσθηκε ο Τόλκιν. Οι Σκανδιναβοί τα ονόμαζαν Σκάλφαρ και τα φαντάζονταν να ζουν κάτω από το έδαφος, να είναι μαύρα και σκοτεινά, ως επί το πλείστον κακά, επιθετικά και δόλια. Συνδέθηκαν με τους νάνους αλλά και με τους Ντάεργαρ ή Ντουέργαρ, τους αντίστοιχους Σκοτεινούς Νάνους της λογοτεχνίας του Φανταστικού. Ίσως λόγω αυτού του συσχετισμού τα πρώτα Ντρόου απεικονίζονταν με γένια και μουστάκια. Όπως και να έχει το θέμα, τα Σκοτεινά Ξωτικά αγαπήθηκαν και προτιμήθηκαν από τους αναγνώστες, κυρίως μέσα από τις ιστορίες του Ντριζντ Ντο Έρντεν, του καλού Ντρόου, ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα που δημιούργησε η πένα του Ρ.Α. Σαλβατόρε. Ο Ντριζντ παρουσιάζει χαρακτηριστικά αντι-ήρωα και εκφράζει ένα λογοτεχνικό πρότυπο που ήρθε στο προσκήνιο έπειτα από την εμφάνιση των έργων του Μ. Μούρκοκ. Βέβαια το πόσο αντί-ήρωας είναι ο Ντριζντ αποτελεί θέμα προς συζήτηση. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ήταν το πρώτο Σκοτεινό Ξωτικό στη λογοτεχνία του φανταστικού που εναντιώθηκε στη φυλή του και ακολούθησε το δρόμο του δικαίου και του καλού. Εντούτοις, όσο αγαπητά κι αν έγιναν τα Ντρόου, τα ξωτικά του Φωτός (Light Elves) δεν έχασαν την αίγλη τους και την προτίμηση του κοινού. Ακόμα και ο Μάικλ Μούρκοκ. Τα ξωτικά δεν άφησαν ανεπηρέαστο ούτε τον Μάικλ Μούρκοκ, γνωστό πολέμιο των στερεοτύπων που έθεσε ο Τόλκιν στη σφαίρα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ο Κόρουμ και η φυλή του, οι Βάνταγκχ, θυμίζουν ξωτικά με το παρουσιαστικό αλλά και τα ήθη που τους χαρακτηρίζουν. Φυσικά δεν ονομάζονται ξωτικά, όμως στο τρίτο βιβλίο της πρώτης τριλογίας που φέρει τον τίτλο «Ο Βασιλιάς των Σπαθιών», όπου ο Κόρουμ ταξιδεύει σε μια άλλη διάσταση, διαβάζουμε τα λόγια του Τζαρί Α Κονέλ: «Η λαίδη Τζέιν Πεντάλιον αναφέρεται στη φυλή των Βάνταγκχ ή τουλάχιστον στους συγγενείς τους, τους Έλντρεν, οι οποίοι δεν διαφέρουν και πολύ, αν εξαιρέσει κανείς τα μάτια, όπως ακριβώς οι Μελνιμπόνιοι και οι Νιλάνριοι είναι παρακλάδια της ίδιας φυλής. Σε αυτόν τον κόσμο τους ονομάζουν ξωτικά». Άλλωστε το όνομα Έλντρεν παραπέμπει στους Έλνταρ, τα ξωτικά του Τόλκιν. Μινιατούρες, βιντεοπαιχνίδια και νουβέλες. Το όνομα αυτό (Έλνταρ) χρησιμοποίησαν και οι συντελεστές του γνωστού βιντεοπαιχνιδιού Warham-mer για τα δικά τους ξωτικά. Οι Έλνταρ δεν διαφέρουν από τα κλασσικά τολκινά ξωτικά εκτός του τόπου προέλευσης τους που είναι ένα νησί όμοιο με


την Ατλαντίδα. Από τον κόσμο του Warhammer φυσικά δεν έλειψαν και τα Dark Elves αλλά ούτε και τα Wood. Για τον κόσμο αυτό, τα γεγονότα και τους ήρωές του έχουν γραφτεί πολλές νουβέλες, καμία όμως δεν έχει μεταφραστεί ακόμα στη χώρα μας, σε αντίθεση με εκείνες του Warcraft, ίσως του δημοφιλέστερου βιντεοπαιχνιδιού όλων των εποχών με εκατομμύρια οπαδούς παγκοσμίως. Αν και στα πρώτα παιχνίδια της σειράς, όταν ακόμα τα γραφικά ήταν δισδιάστατα, τα ξωτικά δεν έπαιζαν κάποιο σπουδαίο ρόλο (υπήρχαν ως μονάδα τοξοτών στη συμμαχία των ανθρώπων, -αντίστοιχοι των πελταστών τρολς από τις ορδές των ορκς- φορώντας μανδύες και μιλώντας με βαθιά φωνή) στο τρίτο μέρος και πιο διάσημο, ανήλθαν στο προσκήνιο. Σε αυτό συναντάμε τα Night Elves, ψηλότερα από ότι τα συνηθισμένα ξωτικά και πιο μυώδη, με πολύ μακρύτερα αυτιά, δέρμα προς το σκούρο μπλε και μαλλιά πράσινα ή αρκετά σκούρα. Τα ξωτικά της νύχτας συνδέονται με την προστασία της φύσης, τη δρυϊδική μαγεία, το φεγγάρι και τα άστρα. Τα θηλυκά φαίνονται να είναι περισσότερο δραστήρια από ότι τα αρσενικά κι αυτό έχει να κάνει σίγουρα με τις αντιλήψεις της εποχής μας. Από τη μια η χειραφέτηση της γυναίκας και η ισότητα των δύο φύλων και από την άλλη ο ακόρεστος αισθησιασμός (οι γυναίκες στο φανταστικό, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε παλαιότερα, επιδεικνύουν συχνά τα κάλλη τους με τολμηρές φορεσιές και πολεμικές εξαρτήσεις) έχουν συμβάλει στην προβολή γυναικείων χαρακτήρων. Στον κόσμο του Warcraft εκτός από τα Night Elves υπάρχουν και τα Blood Elves, των οποίων το δέρμα είναι λευκό και τα μαλλιά ξανθά ή κόκκινα. Η ονομασία τους οφείλεται στη σφαγή που υπέστη ο πολιτισμός τους από τους εχθρούς τους κι έτσι οι λίγοι επιζώντες της φυλής ονομάστηκαν Blood. Κι εμείς οι Έλληνες. Φυσικά τα ξωτικά και ο τρόπος που τα γνωρίζουμε σήμερα μέσα από τη λογοτεχνία και τις υπόλοιπες πολιτιστικές εκφράσεις του φανταστικού, αγαπήθηκαν και από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς που τολμούν, παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα της χώρας μας, να γράφουν επικές ιστορίες. Σε σημειωματάρια, αρχεία υπολογιστών, ανέκδοτα έργα, ανολοκλήρωτες νουβέλες και δημοσιευμένα διηγήματα σε αντίστοιχα περιοδικά και ιστοσελίδες του διαδικτύου, όλο και κάπου θα συναντήσουμε ξωτικά, έτσι όπως τα μάθαμε από τον Τόλκιν και τους συγγραφείς που ακολούθησαν. Οι διαφορές είναι μικρές, σχεδόν ανύπαρκτες, πράγμα που φανερώνει την αγάπη των Ελλήνων αναγνωστών και συγγραφέων για τα μυθικά αυτά πλάσματα των δασών και του φωτός, φύλακες της παράδοσης και των αγνών ιδανικών. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι που δεν θέλουν να ακούν για ξωτικά, τόσο αναγνώστες όσο και συγγραφείς, είτε επειδή έχουν βαρεθεί να τα συναντούν στην ίδια στατική μορφή που παρουσιάζονται στα βιβλία των ξένων λογοτεχνών, είτε επειδή θέλουν να ισοπεδώσουν τα στερεότυπα του επικού αναζητώντας κάτι νέο. Ξωτικά συναντάμε επίσης και στο «Βασίλειο της Αράχνης», τη σειρά επικής φαντασίας του δικού μας Γιάννη Πλιώτα, που ξεκίνησε με το πρώτο μυθιστόρημα (Η περγαμηνή με τους τέσσερις απόκρυφους αποδέκτες εκδόσεις Λιβάνη) τον Απρίλιο του 2008. Αν και θα περίμενε κανείς ότι ο Πλιώτας, ως οπαδός του Τόλκιν, θα έβαζε στον κόσμο του τα ξωτικά όπως τα έχουμε συνηθίσει, πρωτοτύπησε. Στο «Βασίλειο της Αράχνης» τα ξωτικά, αν και φαινομενικά μοιάζουν με τα συνηθισμένα, ήταν στην αρχή άνθρωποι οι οποίοι απαρνήθηκαν τη ζωή στις πόλεις και κατέφυγαν στα δάση. Εκεί ασπάστηκαν τη δύναμη της φύσης κι ένα βαρβαρικό αλλά όχι απολίτιστο τρόπο ζωής. Γέμισαν τα κορμιά τους με τατουάζ και τρύπησαν τα αυτιά τους με αγκάθια για να τα κάνουν μακρύτερα. Κατοικία τους αποτελούν τα δάση, τα οποία και προστατεύουν, ενώ η ζωή μακριά από τους ανθρώπους, τους έχει κάνει να ξεχάσουν ότι και οι ίδιοι κάποτε ήταν μερικοί από αυτούς. Ονομάζονται επίσης Δασογεννημένοι και Άνθρωποι των Δασών.


Ο πολίτης-στρατιώτης στο Starship Troopers Ο Robert Heinlein έγραψε το μυθιστόρημα Starship Troopers το 1959, φτάνοντας στο τέλος μιας περιόδου κατά την οποία είχε ασχοληθεί με έργα εφηβικής λογοτεχνίας και εγκαινιάζοντας την πιο δημιουργική εποχή του, από το 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τα ερεθίσματα που τον οδήγησαν στη συγγραφή αυτού που έχει αποκληθεί ως το πιο αμφιλεγόμενο έργο του δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα, πάντως εικάζεται ότι μπορεί να ανιχνευθούν στην αντίθεσή του με την στάση των Αμερικανών αριστερών της εποχής, που ζητούσαν τον πυρηνικό αφοπλισμό των Η.Π.Α. ενώ εθελοτυφλούσαν στο γεγονός ότι την ίδια ώρα, η Ε.Σ.Σ.Δ. ανέπτυσσε νεώτερα και πιο ισχυρά καταστρεπτικά όπλα. Ο ίδιος ο συγγραφέας, απόστρατος του Αμερικανικού Ναυτικού και πολιτικός υπάλληλος του Υπουργείου Αμύνης κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σίγουρο ότι δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή την υποχωρητικότητα ούτε και την μαρξίζουσα αριστερή κοσμοαντίληψη στο σύνολό της. Οι πολιτικές του ανησυχίες διοχετεύθηκαν στα έργα του και κατατέθηκαν στο αναγ νωστικό κοινό. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα παραμένει αμφιλεγόμενο το τι ακριβώς θέλησε να πει και ποιου πολιτικού και ιδεολογικού πλαισίου υπήρξε υποστηρικτής. Ο Heinlein παρουσίασε μέσα από την λογοτεχνική του δραστηριότητα μια κοινωνία (σε μια απροσδιόριστη χρονική στιγμή στο μέλλον) στην οποία η εξουσία του πλανήτη ανήκει σε βετεράνους στρατιωτικούς, που αντελήφθησαν πως η ισορροπία κατέρρεε και τα κράτη ήταν πια αδύναμα να ελέγξουν την κατάσταση και να προστατεύσουν τους πληθυσμούς τους, μετά από μια σειρά πολεμικών (μάλλον πυρηνικών) συγκρούσεων. Στην αρχή ως ομάδες περιφρούρησης της τάξης και μετά ως παγκόσμια κυβέρνηση, οι άνθρωποι αυτοί αποφάσισαν ότι κανείς δεν μπορεί να αποτελεί πραγματικό μέρος της πολιτικής κοινότητας αν δεν έχει επιδείξει τη διάθεση να «θέτει το κοινό καλό του συνόλου πάνω από το δικό του προσωπικό καλό μετά από δική του ελεύθερη απόφαση». Το αποτέλεσμα ήταν η απονομή των πολιτικών δικαιωμάτων του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε αυτούς που έχουν υπηρετήσει στο στρατό και όχι καθολικά σε όλους τους ενήλικες. Με τον τρόπο αυτό γεννήθηκε η Federal Service, η «Ομοσπονδιακή στρατιωτική θητεία» που είναι το σκαλοπάτι για την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων στην Terran Federation, το παγκόσμιο κράτος που παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα. Η «Ομοσπονδιακή θητεία» είναι ανοιχτή σε όλους τους κατοίκους της Γης και των άλλων ανθρωπίνων πλανητών-αποικιών, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, εθνικής καταγωγής, ακόμα και ηλικίας, με μόνες προϋποθέσεις ο αιτών να είναι άνω των 18 ετών και να έχει διαπιστωθεί από μια ελαφριά ψυχολογική εξέταση ότι καταλαβαίνει το περιεχόμενο του όρκου που καλείται να δώσει. Δεν υπάρχει υποχρεωτική στρατολόγηση, αλλά αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε, μεγάλος βαθμός αποθάρρυνσης εκ μέρους των στρατολόγων. Από τη στιγμή που θα καταθέσει αίτηση και αν πληροί τις δυο παραπάνω προϋποθέσεις, ο εθελοντής γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτός/ή και κατατάσσεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες ικανότητες του -ή την έλλειψη τους- σε κάποια από τις μάχιμες ή τις βοηθητικές μονάδες. Εκεί θα υπηρετήσει για δύο χρόνια και μόνο όταν αποστρατευθεί θα έχει το δικαίωμα να ψηφίσει και να θ έ σ ε ι υποψηφιότητα για εκλογή σε δημόσια θέση. Η όλη φιλοσοφία του συστήματος αυτού παρουσιάζεται από τον Heinlein στην περιγραφή των μαθημάτων «Πολιτικής Αγωγής και Ιστορίας» που λαμβάνει ο πρωταγωνιστής πρώτα στο σχολείο και μετά στη Σχολή Αξιωματικών του Mobile Infantry, του φουτουριστικού σώματος στρατιωτών που χρησιμοποιούν εξωσκελετικές μηχανικές στολές (αυτή δεν είναι η μοναδική διαφορά με την ταινία του 1997 στην οποία όμως δεν αναφερόμαστε στο παρόν άρθρο). Όπως αναφέρει ο βετεράνος συνταγματάρχης καθηγητής, η διαφορά του civilian (του μη έχοντος πολιτικά δικαιώματα) και του citizen (του έχοντος αυτά) είν αι ότι ο citizen με τη θητεία του έχει δείξει ότι αναλαμβάνει προσωπικά τ η ν ευθύνη για την διαιώνιση και την επιβίωση του σώματος των εκλογέων (body politics) και θέτει αυτή του την υποχρέωση πάνω από την ίδια τη ζωή του. Ο citizen παραμένει στρατιώτης ακόμα και μετά την απόλυση του και μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή υπάρξει κάποια κρίση που να το απαιτεί. Στο βιβλίο αυτή η κρίσιμη στιγμή είναι ο πόλεμος με μια φυλή


εξωγήινων εντόμων που οδηγεί στην επιστράτευση του προαναφερόμενου καθηγητή, αλλά και στην κατάταξη του σαρανταπεντάρη πατέρα του πρωταγωνιστή, μέχρι τότε πλούσιου civilian που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποκτήσει τα πολιτικά δικαιώματα, γιατί απλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στις επιχειρηματικές του ενασχολήσεις και στην συσσώρευση κέρδους. Τα παραπάνω συμπληρώνονται από τα λόγια του στρατολόγου που συναντά ο πρωταγωνιστής και ένας φίλος του, καθώς πηγαίνουν να καταταχθούν στο τοπικό στρατολογικό γραφείο. Ο παραπληγικός λοχίας είναι απόλυτα σαφής στο ότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το δικαίωμα σε κάποιον να υπηρετήσει τη θητεία του και να αποκτήσει τα πολιτικά του δικαιώματα, και δεν γίνεται απόρριψη αιτήσεων για ιατρικούς λόγους. Κάθε άνδρας ή γυναίκα θα γίνει δεκτός/ή και θα προωθηθεί στην υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει καλύτερα, ενώ και να κριθεί ακατάλληλος/η μετά από τραυματισμό, απλά θα μετατεθεί σε άλλο πόστο, λιγότερο απαιτητικό και θα συνεχίσει να υπηρετεί μέχρι την προγραμματισμένη απόλυση του. Μάλιστα πολλές φορές, λόγω της υπερπροσφοράς νεοσυλλέκτων και της έλλειψης καθηκόντων, δημι ουργείται προσομοίωση πόστων με την απαραίτητη δόση κινδύνου, ώστε να βιωθεί η εμπειρία της θητείας και της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο και να αποκτηθεί η απαραίτητη από τον μελλοντικό ψηφοφόρο πολιτική αρετή. Αυτή είναι και η ουσία της «Ομοσπονδιακής θητείας». Στο πολιτικό σύστημα που περιγράφεται, το οποίο παρά τα αρνητικά σχόλια είναι δημοκρατικό και όχι στρατοκρατικό καθώς πουθενά δεν αναφέρεται μια κυριαρχία των στρατιωτικών πάνω στην κυβέρνηση, ο κάτοχος του δικαιώματος ψήφου καθώς και ο υποψήφιος για το δημόσιο αξίωμα είναι άτομα που κέρδισαν αυτά τα δικαιώματα και έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα να πάρουν τις σωστές αποφάσεις για το μέλλον της κοινωνίας και της πολιτείας. Αυτή η προετοιμασία έχει γίνει με την αίσθηση του κινδύνου, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θητείας, αλλά και της ζωής του citizen και μέσα από την εξασφάλιση της εκτίμησης εκ μέρους του ατόμου των πολιτικώ ν του δικαιωμάτων, που δεν προσφέρθηκαν από το κράτος και το νόμο αποκλειστικά λόγω του τυχαίου γεγονότος της γέννησης του, αλλά κατακτήθηκαν και εσωτερικεύθηκαν με προσπάθειά του, μετά από δική του πρωτοβουλία, χωρίς εξαναγκασμό. Έτσι έρχεται ως φυσικό επακόλουθο η διάθεση προστασίας αυτών των κεκτημένων με θυσία δικαιωμάτων, πράγμα που ανάγεται σε προσωπική υπόθεση του κάθε πολίτη-στρατιώτη. Η πραγματικότητα αυτή ξετυλίγεται στο ιστορικό φόντο που κινείται το έργο και γίνεται ορατή στην σύγκρουση μεταξύ ανθρώπων και εντόμων. Τελικά, ο πολίτης όχι μόνο θα προστατεύσει το κράτος και την κοινωνία της οποίας είναι μέλος με τη ζωή του σε περίπτωση απειλή, αλλά και δεν θα αδιαφορήσει και για τα πολιτικά θέματα όταν θα έρθει η ώρα να ψηφίσει, δεν θα χαραμίσει την ψήφο που κέρδισε σε πολιτικά παιχνίδια, δεν θα ψηφίσει ελαφρά τη καρδία ούτε θα παρασυρθεί από ρουσφετολογικές υποσχέσεις και συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς. Κατά μια έννοια θα γίνει ο πλέον αδιάφθορος ψηφοφόρος, ένα μοντέλο συμμετοχικού ανθρώπου. Είναι γεγονός ότι η συχνά επαναλαμβανόμενη κατηγορία εναντίον του έργου περί φασισμού και ηρωοποίησης του μιλιταριστικού τρόπου ζωής δεν παίρνει υπόψη της πολλά από τα παραπάνω στοιχεία. Θα ήθελα να κάνω και δύο σύντομες παρατηρήσεις πριν ολοκληρώσω. Πρώτον, είναι αβάσιμη η κατηγορία ότι οι civilians μέσα στο μυθιστόρημα παρουσιάζονται ως πολίτες β΄ κατηγορίας του παγκόσμιου κράτους, χωρίς κανένα δικαίωμα. Στην πραγματικότητα, οι civilians απολαμβάνουν όλα τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του οποιουδήποτε πολίτη σε μια σύγχρονη κοινωνία εκτός από το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Μπορούν άνετα να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα, να μορφώνονται σε ανώτερα ιδρύματα, να συνέρχονται και να έχουν ελευθερία έκφρασης, ενώ μπορούν να πλουτίζουν και να αποκτούν δύναμη πολύ περισσότερη από το μέσο citizen, χωρίς πάλι να έχουν όμως το δικαίωμα να καταλάβουν κάποιο δημόσιο αξίωμα, αν και, στην πραγματικότητα γίνεται απόλυτα σαφές και φαίνεται ολοκάθαρα ότι στελεχώνουν τη δημόσια διοίκηση. Δεύτερον, δεν υπάρχει κάποια μορφή διακρίσεων ανάλογα με τη φυλή ή το φύλο και όλες οι ευκαιρίες σε ζωή και «Ομοσπονδιακή θητεία» είναι ανοιχτές σε όλους. Είναι πολύ


χαρακτηριστικό ότι ο πρωταγωνιστής Juan Rico είναι Φιλιππινέζος (και πάλι δεν αναφερόμαστε στην ταινία) και οι νεοσύλλεκτοι στο στρατόπεδο εκπαίδευσης του Mobile Infantry κατάγονται από όλη τη Γη. Το μόνο που διαχωρίζει τους στρατευσίμους είναι οι ικανότητες τους και η προσωπική τους αντοχή που τους κάνει να στελεχώνουν διαφορετικές μονάδες. Έτσι η πλειοψηφία των σκληροτράχηλων πεζικάριων είναι άντρες και αντίστοιχα των πληρωμάτων (μάχιμων) διαστημικών σκαφών γυναίκες, λόγω της καλύτερης αντοχής των πρώτων και του καλύτερου συντονισμού και ανακλαστικών των δευτέρων. Το Starship Troopers παρουσιάζει μια κοινωνία που δεν έχει και τόσα διαφορετικά στοιχεία από τη δική μας όσο θα θέλαμε ίσως να πιστεύουμε. Κατά μια έννοια, εκσυγχρονίζει το πρότυπο του στρατιώτηελεύθερου πολίτη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας των Κλασσικών Χρόνων και, σε ένα μικρότερο βαθμό, της Σπάρτης και το εντάσσει στο πλαίσιο της ευθύνης που έχει κάθε μέλος μιας κοινωνίας για την αναπαραγωγή και την υπεράσπιση της. Είναι αναμφίβολο, ότι αποτελεί ένα έργο συντηρητικού προσανατολισμού, γραμμένο σε μια εποχή όπου τα πρώτα σημάδια των αντιπολεμικών κινημάτων (με αφορμή τον πόλεμο της Κορέας) εκλαμβάνονταν από τους συντηρητικούς στοχαστές ως αφελή και επικίνδυνα για την ασφάλεια της αμερικανικής κοινωνίας που βίωνε τον Κόκκινο Τρόμο. Δεν είναι όμως ακραία φασιστικό, ρατσιστικό, φαλλοκρατικό κ.α, κατηγορίες που του έχουν αποδοθεί κατά καιρούς από άτομα που αισθάνονται ότι είναι οπισθοδρόμηση η άρνηση της καθολικής ψήφου που παρουσιάζει και που αποκτήθηκε μετά από κοινωνικές αναταραχές και επαναστάσεις. Οι βαθύτατοι προβληματισμοί πάνω στη φύση της κοινωνίας και πολιτικής, της πολιτικής αρετής και της ευθύνης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο που το διατρέχουν, του χάρισαν το βραβείο Hugo το 1960 και δημιούργησαν έναν ολόκληρο κλάδο, την στρατιωτική επιστημονική φαντασία (military science fiction), αλλά και μια σειρά επικριτών και πολεμίων. Η ταινία του 1997, αν και αναμφισβήτητα οπτικά χορταστική, δεν μπόρεσε να αποδώσει σωστά όλα αυτά τα στοιχεία, αναλώθηκε σε αιματοκυλίσματα και όμορφες αντρικές και γυναικείες παρουσίες και αναζωπύρωσε τις επικρίσεις εναντίον της κοινωνίας του βιβλίου αλλά και το γενικότερο ενδιαφέρον για αυτό. Ίσως σε κάποια επόμενη ευκαιρία αναφερθούμε εκτενώς στις σημαντικές διαφορές μεταξύ βιβλίου και ταινίας. Ιωάννης Παπαδημητρόπουλος Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, Μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.


Η

Φανταστική Λογοτεχνία : η πρωταρχική κι αιώνια διήγηση

διήγηση ιστοριών αποτελεί τον ίδιο τον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Είναι κάτι που αφορά στο πώς εξωτερικεύουμε τους εαυτούς μας και στο πώς σχετιζόμαστε με τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, είναι κάτι που κάνουμε καθημερινά. Όταν συναντάμε κάποιον γνωστό στο δρόμο και μας ρωτά πως τα περνάμε, ή όταν καθόμαστε κι ακούμε από κοντινά μας πρόσωπα πώς πέρασαν την ημέρα τους ή ένα περιστατικό που τους συνέβη, εκείνες τις στιγμές συμμετέχουμε στην αφήγηση των ιστοριών. Κι ακόμη και σε αυτές τις καθημερινές συζητήσεις επιμελούμαστε τον λόγο μας και τον διαμορφώνουμε κατάλληλα, χρησιμοποιούμε κι επιλέγουμε λεπτομέρειες, απορρίπτουμε όσα θεωρούμε ότι είναι άσχετα και τονίζουμε όσα θεωρούμε σημαντικά. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε μέρα γράφουμε, έστω κι ασυνείδητα, ένα ακόμη κεφάλαιο στην ιστορία της ζωής μας. Αλλά πόσο πλούσιο υλικό για διηγήσεις μπορεί να μας προσφέρει η καθημερινότητά μας αν την περιγράψουμε επιφανειακά; Κατά κύριο λόγο, είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε ότι η καθημερινότητά μας είναι κοινότυπη και μονότονη, χαρακτηρίζεται συνήθως από μία καθησυχαστική μονιμότητα, κι εμείς ακόμη την έχουμε διευθετήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να χρησιμοποιούμε μόνο συνηθισμένες στάσεις και να κινούμαστε πάνω σε ένα αυστηρό προσχέδιο που έχουμε στο μυαλό μας, που χρειάζεται ελάχιστη προσοχή κι ενέργεια για να διεκπερωθεί. Το μεγαλύτερο μέρος της εμπειρίας μας είναι επαναλαμβανόμενο και τις περισσότερες ώρες η συνείδησή μας είναι παθητική. Κι αν κάτι καινούριο εμφανιστεί, έξω από το πρόγραμμά μας, το αντιμετωπίζουμε με τον παλιό γνώριμο τρόπο ή δεν ξέρουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε. Παρόλο που μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ακόμη κι οι αισθήσεις κι η αντίληψή μας βαθμιαία να περιορίζονται από αυτήν την δεδομένη στενότητα της καθημερινής μας συνείδησης. Κι έτσι ο κόσμος μας να γίνεται όλο και πιο περιορισμένος… Ξαφνικά μπορεί να συνειδητοποιήσουμε ότι ο κόσμος είναι πολύ ευρύτερος και πολύ πιο άγνωστος απ' όσο πιστεύουμε. Θυμάμαι αρκετά χρόνια πριν, μια μέρα στο σχολείο, όταν το μάθημα της Φυσικής είχε παρεκτραπεί σε μία συζήτηση για τα όρια του Διαστήματος. Συζητούσαμε σχετικά με το πού τελειώνει το σύμπαν, μέχρι που επεκτείνεται και πόσους κόσμους περιλαμβάνει, και θυμάμαι πως ήμασταν σοκαρισμένοι συνειδητοποιώντας πως ο καημένος ο καθηγητής δεν είχε καμία ουσιαστική απάντηση να μας δώσει. Ήταν μια αιφνίδια αποκάλυψη : μια μαύρη θάλασσα απείρου μας περιβάλλει από παντού, κι εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτήν. Σαν μικρά παιδιά, είχαμε την αίσθηση πως ο κόσμος μας ήταν γνωστός κι ελέγξιμος και τώρα καταλαβαίναμε πως αυτό δεν συνέβαινε για τα πάντα. Ακόμα κι οι ενήλικες δεν γνώριζαν πολλά πράγματα, περιβάλλονταν από αβεβαιότητα κι ανασφάλεια αλλά συνέχιζαν να ζουν γιατί μόνο αυτό μπορούσαν να κάνουν, ξέροντας πολύ καλά να ξεχνούν όσα αγνοούσαν. Αυτή η ξαφνική συνειδητοποίηση μας έδωσε την αίσθηση ότι είχαμε πληροφορηθεί κάτι φοβερό και τρομερό, κάτι πολύ δυσάρεστο, κι αυτό τότε μας φάνηκε σοβαρότερο από οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό ή ανθρώπινο πρόβλημα. Όταν μερικούς μήνες αργότερα βρέθηκα στην εξοχή, κοντά στην φύση, κι είδα μια προβατίνα να θηλάζει τα αρνάκια της ένιωσα το ίδιο συναίσθημα τα ζωντανά περνούσαν την ζωή τους χωρίς να υποψιάζονται τί τους περιμένει, ούτε για το ποιός ήταν αυτός που τα τάιζε, κι όμως η μοίρα τους ήταν το σφαγείο κι ο φούρνος. Εκείνη την περίοδο πίστεψα πως γνώριζα ένα μεγάλο μυστικό, για το οποίο όμως κανείς δεν μιλούσε. Πολλά χρόνια αργότερα συνάντησα μόνος μου, χωρίς κανένας καθηγητής να μου το διδάξει, στα γραφόμενα ενός συγγραφέα μια παρόμοια αγωνία : «Ο άνθρωπος πρέπει να είναι προετοιμασμένος να ασπαστεί ιδέες για το σύμπαν και για την δική του θέση μέσα στην ιλιγγιώδη δίνη του χρόνου που η αναφορά τους και μόνο παραλύει. Πρέπει επίσης να είναι σε επιφυλακή για έναν συγκεκριμένο κίνδυνο που καραδοκεί κι ο οποίος, παρότι δεν απειλεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, μπορεί να έχει τερατώδεις κι αφάνταστα φρικιαστικές συνέπειες σε ορισμένα ριψοκίνδυνα μέλη του… Το πιο σπλαχνικό πράγμα στον κόσμο είναι η ανικανότητα του ανθρώπινου νου να συσχετίζει όλες του τις γνώσεις. Ζούμε σε ένα γαλήνιο νησί άγνοιας στην μέση μιας μαύρης θάλασσας απείρου και δεν είναι η μοίρα μας να ταξιδεύουμε μακριά…». Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ ήταν ο άνθρωπος που επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον την λογοτεχνία του Φανταστικού στον 20 αιώνα. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του απομονωμένος στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ, γράφοντας την εμπνευσμένη κι εφιαλτική δική του μυθολογία, κι αλληλογραφώντας με πολλούς φίλους, θαυμαστές και συναδέλφους συγγραφείς. Ο Ώγκαστ Ντέρλεθ, ο αγαπημένος φίλος και συνεχιστής του έργου του Λάβκραφτ, θα γράψει με την


σειρά του για την ίδια αγωνία : «Έχει λεχθεί ότι αν ο άνθρωπος μπορούσε να οραματιστεί την απίστευτη απεραντοσύνη του εξώτερου διαστήματος και γνώριζε τί υπάρχει εκεί, αυτό και μόνο θα τον οδηγούσε στην τρέλα. Αλλά υπάρχουν και πράγματα που συμβαίνουν εντός τον ορίων της δικής μας μικρής Γης που δεν είναι λιγότερο τρομακτικά πράγματα που μας συνδέουν με ολόκληρο το σύμπαν, με κολοσσιαία διαστήματα χρόνου και χώρου, με ένα κακό και με μία φρίκη τόσο παλιά, τόσο αρχαία, που μπροστά της ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας δεν ήταν παρά σταγόνα στον ωκεανό». Ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας του Φανταστικού ασχολείται με αυτήν την έξω-κοσμική φρίκη, με εκείνο το χάος του αγνώστου που έχουμε κλείσει έξω από τα τείχη μας, και που όσο κι αν επιμένουμε να το αγνοούμε δεν μπορούμε να το εξαλείψουμε. Κι είναι ένα χάος κι ένα άγνωστο που δεν επεκτείνεται μόνο μακριά, αλλά αγγίζει και τα όρια της δικής μας μικρής Γης, τις μικρές ζωές μας και τον καθένα μας ξεχωριστά. Ένας άλλος, πολύ σημαντικός συγγραφέας της Φανταστικής Λογοτεχνίας, ο Φριτς Λάιμπερ θα υποστηρίξει ότι ουσιαστικά έχουμε φτιάξει τον ανθρώπινο πολιτισμό μας όχι τόσο από πνευματική ανάγκη για γνώση, αλλά, πάνω απ' όλα, για να προστατευτούμε από τον τρόμο της απέραντης κοσμικής νύχτας που μας περιβάλλει. Θα γράψει : «Με απασχολεί εκείνο το είδος της φρίκης εξαιτίας της οποίας ολόκληρο το οικοδόμημα του πολιτισμού μας διαμορφώθηκε ως έχει, προκειμένου να μας προστατεύσει από αυτή και να μας βοηθήσει να την ξεχάσουμε. Την φρίκη εκείνη για την οποία καμία ανθρώπινη γνώση δεν έχει να μας πει τίποτα… Το απόλυτο άγνωστο εξακολουθεί να βασιλεύει, και το φοβερό και το φασματικό να καραδοκούν, τυλιγμένα στο ίδιο μυστήριο όπως πάντα…». Έχουμε άραγε αναρωτηθεί ποιές μπορεί να ήταν οι πρώτες ιστορίες, οι πρώτες διηγήσεις που εξιστορήσαμε στους εαυτούς μας ; Όταν οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες άρχισαν να συγκεντρώνονται μέσα στις σπηλιές, γύρω από τις τρεμάμενες φλόγες κάποιας εστίας, χρησιμοποιώντας χειρονομίες και εικόνες και στοιχειώδεις φθόγγους για να επικοινωνήσουν, τί ιστορίες άραγε να διηγούνταν ; Έφτιαχναν μήπως ιστορίες για το πώς κάποιος φίλος τους υπερνίκησε τελικά τη συστολή του και κατόρθωσε να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του, και πώς οι δύο εραστές στη συνέχεια έζησαν ευτυχισμένοι μαζί για πάντα ; Δημιούργησαν άραγε την ιστορία ενός πλανόδιου καλλιτέχνη που έκλεψε την καρδιά της γλυκιάς τους γειτόνισσας την στιγμή που ο σύζυγός της βρισκόταν σε ένα κυνήγι για μαμούθ, και κατόπιν την άφησε για να ακολουθήσει τη μούσα του ; Φυσικά και είναι πιθανό κάτι τέτοιο, αλλά φαίνεται πολύ πιθανότερο να έλεγαν ιστορίες για το Σκοτάδι, και για το τί θα μπορούσε να βρισκόταν μέσα σε αυτό. Πιθανότατα φοβόντουσαν το Άγνωστο, και μάλλον προσπαθούσαν να δώσουν ονόματα και μορφές σε αυτούς τους φόβους τους, επειδή αυτό είναι το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση και, ίσως, στην υπερνίκηση του φόβου. Οι απαρχές της λογοτεχνίας του Φανταστικού και ίσως της λογοτεχνίας γενικότερα - βρίσκονται στους μύθους και τους θρύλους που ιστορούσε η ανθρωπότητα στον ίδιος της τον εαυτό ώστε να μπορέσει να εξηγήσει το Άγνωστο. Και με τον καιρό, η δομή των ιστοριών αυτών έγινε πιο οικεία τόσο στους αφηγητές όσο και στους ακροατές τους, οι κατάλληλες συνθήκες προέκυψαν, και τα μοτίβα επαναλήφθηκαν: ο ήρωας, η αναζήτηση, και τα εμπόδια, συχνά τερατώδη στη φύση τους, που τελικά ξεπερνιόνται. Έτσι δημιουργήθηκε ο Beowulf, οι ελληνικοί μύθοι, και οι θρύλοι της ανατολής, βρίσκοντας εύφορο έδαφος σε κάθε περίπτωση που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν την πάντα ίδια φύση του κόσμου τους. Γύρω στα 1822 βρίσκουμε του αδελφούς Grimm να γράφουν τα περίφημα παραμύθια τους, ακολουθώντας τις ομοιότητες μεταξύ των ιστοριών από πολύ διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς. Όπως είπαν οι ίδιοι : «Έχουμε καταγράψει προσεκτικά κοινά σημεία ανάμεσα σε ξένες παραδόσεις που είναι συχνά πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους τόσο τοπικά όσο και χρονικά, γιατί αισθανόμαστε ότι πρέπει να αποδώσουμε σημασία σε τέτοιες ομοιότητες, ακριβώς επειδή δεν είναι εύκολα εξηγήσιμες. Σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατό ή ακόμα και πιθανό να υπήρξε άμεση επικοινωνία, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν μπορούμε να το υποθέσουμε αυτό, και το φαινόμενο παραμένει ανεξήγητο και ακόμα πιο αξιοσημείωτο. Τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει μας επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των ίδιων λαϊκών ιστοριών σε διαφορετικές εποχές και μεταξύ διαφορετικών λαών». Κάθε κοινωνία και κάθε εποχή φαίνεται να παράγει τις δικές της εκδοχές των ίδιων ιστοριών, των ίδιων αρχέγονων εικόνων. Αυτές συγκροτούν τα αρχέτυπα του συλλογικού ασυνειδήτου της ανθρωπότητας, που αποτελούν ένα κοινό κτήμα για όλους μας. Κληρονομημένες δυνατότητες της


ανθρώπινης φαντασίας από αμνημονεύτων χρόνων κι εναποθέσεις των συνεχώς επαναλαμβανόμενων εμπειριών της ανθρωπότητας. Χαμένες αναμνήσεις, οδυνηρές ιδέες που έχουν απωθηθεί, υποαισθητηριακές αντιλήψεις, στοιχεία που δεν έχουν ωριμάσει αρκετά για να αναδυθούν στην συνείδηση όλα αυτά μπορεί να αποτελέσουν μία εισβολή του ασυνειδήτου στην συνειδητή προσωπικότητα και να σχηματίσουν μια εικόνα που λειτουργεί αποτελεσματικότερα για την φαντασία, τα συναισθήματα και την κατανόηση του ανθρώπου από οποιαδήποτε άλλη λογική εξήγηση. Είναι η στιγμή που το ψυχολογικό στοιχείο υπεισέρχεται στο Θαυμαστό, εξαφανίζεται κι εκφράζεται πίσω από το παραμυθιακό, μία διαδικασία που συμβαίνει ταυτόχρονα κι αντίστροφα, αποκαλύπτοντας την αιώνια φύση του ανθρώπινου κόσμου, τις αντιφάσεις και του περιορισμούς του, τις θαυμαστές του δυνατότητες. Όλα αυτά τα στοιχεία έρχονται να συνηγορήσουν υπέρ μίας.. εισβολής του Φανταστικού στην Πραγματικότητα. Ο σπουδαίος ψυχολόγος Καρλ Γιούνγκ, που μελέτησε ίσως περισσότερο από κάθε άλλον την φύση των αρχέτυπων εικόνων της ανθρωπότητας, συνοψίζει τα συμπεράσματά του ως εξής : «Τα αρχέτυπα δεν είναι μόνο εντυπώσεις αιώνια επαναλαμβανόμενων τυπικών εμπειριών, αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν και σαν φορείς που τείνουν προς την επανάληψη αυτών των ίδιων των εμπειριών. Ασκούν μια ισχυρή γοητεία στο συνειδητό νου κι έτσι μπορούν να παράγουν εκτεταμένες μεταβολές στο υποκείμενο. Εμφανίζονται συνήθως σαν προβολές και προσκολλούνται μόνο όπου υπάρχει το κατάλληλο ''δόλωμα''. Κι επειδή οι προβολές είναι ασυνείδητες, εμφανίζονται σε άτομα του άμεσου περιβάλλοντος κυρίως με την μορφή αφύσικων εκτιμήσεων που προκαλούν παρεξηγήσεις. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσονται σύγχρονοι μυθικοί σχηματισμοί, δηλαδή φαντασιώσεις, υποψίες, προκαταλήψεις. Στον βαθμό που συμμετέχουμε μέσα από το ασυνείδητό μας στην ιστορική συλλογική ψυχή, ζούμε φυσικά κι ασυνείδητα σε έναν κόσμο λυκανθρώπων, διαμονών, μάγων, κ.τ.λ., γιατί όλα αυτά έχουν φορτιστεί με πολύ έντονα συναισθήματα από αρχαιότερες εποχές…». Και όλα αυτά τα στοιχεία έρχονται να συνηγορήσουν υπέρ της μεγάλης σημασίας των ιστοριών του Φανταστικού. Ιστορίες τόσο παλιές όσο κι η ανθρωπότητα ή ακόμη και παλαιότερες που έχουν επιζήσει επειδή είναι πολύ ισχυρές. Ιστορίες που συνεχίζουν να αντηχούν μέσα μας, ξεπηδώντας μέσα από τα βιβλία που τις περιέχουν. Ιστορίες τόσο παλιές και τόσο παράξενες που φαίνεται να έχουν βρει ένα είδος ύπαρξης ανεξάρτητο από τις σελίδες. Ο κόσμος των φανταστικών ιστοριών ως ένας κόσμος παράλληλος με τον δικό μας, και μερικές φορές ο τοίχος που χωρίζει τους δύο κόσμους μπορεί να γίνει τόσο λεπτός κι εύθραυστος που οι δύο κόσμοι να γίνουν ένας… Ο Άρθουρ Μάχεν, ένας από τους σπουδαιότερους ''Βάρδους'' του Παράξενου, θα γράψει : «Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν ποτέ δυνατόν να συμβούν τόσο παράξενα γεγονότα στην πραγματική καθημερινή ζωή, ή έστω πως υπήρχαν οι δυνατότητες για να δημιουργηθούν. Αλλά από τότε, και μέχρι πρόσφατα, έζησα τέτοιες εμπειρίες στην ζωή μου που με έκαναν να αλλάξω τελείως γνώμη πάνω σε αυτό το θέμα. Από τότε και μετά πείστηκα πως δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί να συμβεί πάνω σε τούτη την Γη. Νομίζω πως ζούμε σε έναν κόσμο που περιβάλλεται από μεγάλο μυστήριο και καθημερινά συμβαίνουν πράγματα απίστευτα κι εντυπωσιακά…». Οι σύγχρονες ιστορίες του Φανταστικού καταπιάνονται με αυτούς τους εσώτερους προβληματισμούς μας και με τα βαθιά μυστήρια του κόσμου μας. Τις διέπει βασικά η ιδέα πως κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής και ούτε θα έπρεπε να αισθάνεται σίγουρος οπουδήποτε κι αν βρίσκεται. Το Θαυμαστό και η Απειλή μπορούν να εισβάλουν στην γειτονιά μας, στο σπίτι μας, μέσα στο υπνοδωμάτιό μας και στα παιδιά μας. Και θέλουν να εξερευνήσουν όλες τις εναλλακτικές δυνατότητες του κόσμου μας, σαν τα ερωτήματα που συνοψίζει ο Μάχεν : «Σοβαρότατα, πώς θα αισθανόσασταν αν ξαφνικά η γάτα ή ο σκύλος σας άρχιζαν να σας μιλούν με ανθρώπινη φωνή ; Αν τα τριαντάφυλλα του κήπου σας άρχιζαν να τραγουδούν ένα παράξενο τραγούδι ; Φανταστείτε τις πέτρες στον δρόμο να αρχίζουν να διογκώνονται και να μεγαλώνουν μπροστά στα μάτια σας κι έπειτα να αρχίσουν να κινούνται και να σας ακολουθούν ; Κι αν τα χαλίκια, που είδατε μπροστά στο σπίτι σας χθες το βράδυ, έχουν ξεπετάξει πέτρινα άνθη το άλλο πρωί ;». Έτσι κι αλλιώς, η πραγματικότητα είναι ένα βήμα πριν από την φαντασία. Κι αυτή είναι η μεγάλη γοητεία του Φανταστικού : ότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα να βρίσκεται ''κάτι'' πέρα από αυτό. Στην λογοτεχνία η έννοια του Φανταστικού νοείται όχι μόνον ως η απλή εξιστόρηση μιας ιστορίας που δεν έχει συμβεί, αλλά ως μία αφήγηση δοσμένη με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο, που βασίζεται πάνω στο εξωπραγματικό, κάτι που αδράχνει την πραγματικότητα και την ίδια στιγμή την μετουσιώνει. Η Φανταστική Λογοτεχνία κυνηγά το παράδοξο και το μυστηριώδες, το θαυμαστό και το μαγικό, την γοητεία του παράλογου και του απίθανου και χρησιμοποιεί συνεχείς μετατροπές κι εκπλήξεις. Είναι μία διέξοδος από τον καταναγκασμό της καθημερινότητας, μία διέξοδος από τα προβλήματα, όχι μόνο ψυχοθεραπευτική αλλά κι ελπιδοφόρα, μία αχτίδα σωτηρίας από το τετριμμένο. Όπως θα γράψουν κι οι μεγάλοι συγγραφείς της : «μία φλογερή επιθυμία για να δραπετεύσει κανείς από αυτήν την φυλακή του γνωστού και του οικείου και να εισέλθει σε εκείνα τα εδάφη της απίστευτης περιπέτειας και των άπειρων δυνατοτήτων που τα όνειρα ξεδιπλώνουν μπροστά μας…». Ο Χ. Λ. Μπόρχες, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα κι ένας ένθερμος υποστηρικτής του Φανταστικού, θα υποστηρίξει ότι η αυθεντική λογοτεχνία ήταν πάντοτε φανταστική κι ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτήν την μεγάλη Φανταστική Παράδοση : «Θα έλεγα ότι η λογοτεχνία υπήρξε πάντοτε φανταστική. Κανένας συγγραφέας δεν ονειρεύτηκε ότι είναι σύγχρονος του εαυτού του. Και πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτήν την φανταστική παράδοση, η οποία είναι η πραγματικά μεγάλη


παράδοση, η κύρια παράδοση της λογοτεχνίας: η άλλη είναι μάλλον δημοσιογραφία, Ιστορία, δεν είναι λογοτεχνία .... Ο ρεαλισμός είναι ένα επεισόδιο, μια στιγμή στη ιστορία της λογοτεχνίας. Η μεγάλη λογοτεχνία δεν υπήρξε ποτέ ρεαλιστική. Ακόμα και ένα βιβλίο που θεωρείται ρεαλιστικό, ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες, ένα βιβλίο που αγαπάω πολύ, περιέχει και τα δύο στοιχεία, το ρεαλιστικό και το φανταστικό, όμως εκείνο που υπερέχει είναι το φανταστικό στοιχείο… Όταν γράφω φανταστική λογοτεχνία, δεν κάνω κάτι το καινούριο, αλλά κάτι που γινόταν πάντοτε, εκτός από μια μικρή περίοδο μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας πρέπει να ξέρει να είναι πιστός στην φαντασία του. Κι αν είναι πιστός σε αυτά που φαντάζεται, αν ονειρεύεται ειλικρινά, αυτή είναι η ειλικρίνειά του. Κι εγώ προσπαθώ να ονειρευτώ ειλικρινά». Ας κλείσουμε αυτό το κείμενο με αυτήν την ευχή του Μπόρχες : να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε ειλικρινά. Δημήτρης Αργασταράς Ε. Μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ

Αγαπητέ αναγνώστη, Αν θες κι εσύ να γίνεις μέλος της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας, Αν θες να ενταχθείς στην ελληνική φοιτητική κοινότητα του φανταστικού, χωρίς να πληρώσεις καμιά συνδρομή και δίχως οικονομικές επιβαρύνσεις, Αν ενδιαφέρεσαι να παρακολουθήσεις από κοντά τις δραστηριότητές της, Αν θες απλά να μιλήσεις με κάποια μέλη της λέσχης και να ανταλλάξεις απόψεις Αν θες να συνεργαστείς με τη συντακτική ομάδα της «Φανταστικής Λογοτεχνίας» ή να δημοσιεύσεις κάποιο δικό σου άρθρο στο περιοδικό, Δεν έχεις παρά να απευθυνθείς στα μέλη της λέσχης. Θα είναι μεγάλη μας τιμή να σε υποδεχτούμε στην παρέα μας. Η πρόσκληση δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε φοιτητές.

Ηλεκτρονική διεύθυνση flefalo@gmail.com


Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας απέκτησε δικτυακό τόπο. Επισκεφθείτε την ηλεκτρονική διεύθυνση www.flefalo.blogspot.com, διαβάστε το σύνολο των άρθρων που έχουν δημοσιευθεί σε όλα τα τεύχη της «Φανταστικής Λογοτεχνίας» και ενημερωθείτε για πολλά ενδιαφέροντα θέματα. Www.flefalo.blogspot.com Η διαδικτυακή πύλη του φανταστικού


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.