The "Liberated" User, The "Polite" Expert, The "Perfect" Machine

Page 1

Ο ‘ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟΣ’ ΧΡΗΣΤΗΣ Ο ‘ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ’ ΕΙΔΙΚΟΣ Η ‘ΤΕΛΕΙΑ’ ΜΗΧΑΝΗ Τεχνολογικές Ουτοπίες Εκδημοκρατισμού του Σχεδιασμού στο Προ-Διαδικτυακό Παράδειγμα

Ιούνιος 2016 Αδαμόπουλος Γεώργιος

Παππάς Φίλιππος1


Στο Δάσκαλο μας, Δημήτρη Παπαλεξόπουλο

Φωτογραφία Εξωφύλλου: Nelson, T., 1974. Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published. Τμήμα από το εξώφυλλο


ΔΙΑΛΕΞΗ

Ο ‘ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟΣ’ ΧΡΗΣΤΗΣ, Ο ‘ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ’ ΕΙΔΙΚΟΣ, Η ‘ΤΕΛΕΙΑ’ ΜΗΧΑΝΗ Τεχνολογικές Ουτοπίες Εκδημοκρατισμού του Σχεδιασμού στο Προ-Διαδικτυακό Παράδειγμα

Αδαμόπουλος Γεώργιος

Επιβλέπων Καθηγητής

Παπαλεξόπουλος Δημήτρης Επιτροπή

Αναστασόπουλος Νικόλαος

Παππάς Φίλιππος

Συνεπιβλέπουσα Καθηγήτρια

Σταυρίδου Αθηνά

Γκανιάτσας Βασίλειος

Ιούνιος 2016 Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο - Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 0. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

5 7

1. Ο “ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟΣ” ΧΡΗΣΤΗΣ | Whole Earth Catalog, Γεωδαιτικοί Θόλοι και Ηθική των Χάκερς 9 Αντικουλτουρα & Νεοι-Κομμουναλιστες Το Whole Earth Catalog Γεωδαιτικοί Θόλοι: Διαμοιρασμος Αρχιτεκτονικης Γνωσης Μεταξυ Των Κοινοβιακων Κοινοτητων Τεχνολογικος Σοσιαλισμος Και Ο “Απελευθερωμενος Χρηστης” Παρενθεση: Από Τους ‘Hippies’ Στους ‘Hackers’ Computer Lib/ Dream Machines Η Κατασκευη Ενος Νεου Κοινωνικου Νοηματος Του Υπολογιστη Τελος Παρενθεσης: Αυτα Τα Αξεχαστα Επομενα Δυο Χρονια

2. Ο “ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ” ΕΙΔΙΚΟΣ | Yona Friedman & Christopher Alexander

Yona Friedman How-To Για Φτωχους Το Αρχιτεκτονικο Βραχυκυκλωμα Η Αρχιτεκτονική Ως Διδάξιμη Επιστημη Τα Παντα (Θα Μπορουσαν Να) Ειναι Μετρησιμα Ενα Πληρες Ρεπερτοριο Αρχιτεκτονικων Λυσεων Γραφομηχανη Χωρων Flatwriter Ο Πρωτος Κρυμμενος Ειδικος Ενα Απόλυτως «Ουδετερο» Hardware Ο Δευτερος Κρυμμενος Ειδικος Christopher Alexander Η Αναγκη Για Λογικη Και Ο Ρολος Του Ειδικου Χωριο Bavra Pattern Language Pattern Language - Ενα Γλωσσολογικο Συστημα Ενας Πατερναλιστικος Οδηγος Ή Μια Ανοιχτη Βιβλιοθηκη Λυσεων; Timeless Way Of Building, O Ειδικος Ως «Μεσσιας»

3. Η “ΤΕΛΕΙΑ” ΜΗΧΑΝΗ | Nicholas Negroponte και Τεχνητή Νοημοσύνη Ο Θανατος Του Αρχιτεκτονα Προς Μια Τεχνητη Νοημοσυνη Μια Μηχανη Που Ξερει Τα Παντα Ή Μια Μηχανη Που Μαθαινει; Urban5, Η Τελεια Μηχανη Ή Ο Τελειος Πατερναλιστης; Μια Γενια Αναπληρωτων Αρχιτεκτονων

4.ΕΠΙΛΟΓΟΣ Βιβλιογραφία Πηγές Εικόνων

10 12 18 24 29 32 36 38

41 42 44 48 50 52 54 56 60 62 66 69 70 72 76 78 80 84

91 93 96 98 104 113

115 125 129


ΠΡΟΛΟΓΟΣ Τον Απρίλιο του 2016, ο Χιλιανός αρχιτέκτονας Alejandro Aravena, δημοσίευσε στο διαδίκτυο πλήρεις φακέλους κατασκευαστικών και αρχιτεκτονικών σχεδίων για 4 συστήματα κοινωνικής κατοικίας που ανέπτυξε το γραφείο του ELEMENTAL μεταξύ 2003-2013. Στο κείμενο που συνοδεύει τα αρχεία, οι ELEMENTAL αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα σχέδια τους1 : “Από εδώ και στο εξής, [τα σχέδια] αποτελούν δημόσια γνώση, μια ανοικτή πηγή (open source) η οποία ελπίζουμε ότι θα μπορέσει να εξαλείψει ακόμα μια δικαιολογία του γιατί οι αγορές και οι κυβερνήσεις δεν κινούνται προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος της ραγδαίας μαζικής αστικοποίησης. Τα σχέδια αυτά ενδέχεται να χρειαστεί να τροποποιηθούν προκειμένου να υπακούσουν σε τοπικές νομοθεσίες, να συμβαδίσουν με τοπικές πραγματικότητες και να χρησιμοποιήσουν συναφή οικοδομικά υλικά. Αλλά είναι γνώση την οποία έχουμε δοκιμάσει, η οποία έχει αποδειχθεί ωφέλιμη σε κοινότητες και έχει εφαρμοστεί εντός πολύ πιεστικών οικονομικών και νομικών περιορισμών» Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε απονεμηθεί στον Aravena το βραβείο Pritzker, ένα από τα κορυφαία αρχιτεκτονικά βραβεία, συχνά αναφερόμενο ως το ‘Νόμπελ Αρχιτεκτονικής’ . Το γεγονός ότι ο αρχιτέκτονας ο οποίος κερδίζει το Pritzker το 2016, φαίνεται να αντιμετωπίζει τα σχέδια τα οποία τον έκαναν διάσημο ως ανοιχτή δημόσια γνώση στην οποία ο οποιοσδήποτε μπορεί να έχει όχι μόνο άνευ-όρων πρόσβαση, αλλά και δικαιώματα τροποποίησης, είναι καταρχήν αξιοσημείωτο.2 Εντός του πλαισίου του σύγχρονου διαδικτυακού παραδείγματος, απόκτα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο χαρακτηρισμός από τον Aravena των σχεδίων του ως ‘open source’, δάνειο ενός πολύ χαρακτηριστικού όρου από την επιστήμη των υπολογιστών, ιδιαίτερα δημοφιλούς μεταξύ των κοινοτήτων ελεύθερου λογισμικού˙ κοινότητες με τις οποίες ο Aravena έχει ελάχιστη έως καθόλου άμεση σχέση. Οι παραπάνω ενέργειες και δηλώσεις των ELEMENTAL, δεν θα είχαν από μόνες τους ιδιαίτερη βαρύτητα, εάν δεν συνέβαιναν σε μια εποχή κατά την οποία έχει ήδη αναδυθεί μια ολόκληρη οικολογία διαδικτυακών σχεδιαστικών κοινοτήτων, στηριζόμενη πάνω σε πρακτικές ανοικτού κώδικα και ψηφιακών σχεδιαστικών κοινών.3 Τα μέλη των κοινοτητών αυτών, επαγγελματίες και ερασιτέχνες μαζί, διαθέτουν ελεύθερη πρόσβαση σε σχεδιαστικές βιβλιο1 ELEMENTAL, 2016. ABC of Incremental Housing. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.elementalchile.cl/en/ projects/abc-of-incremental-housing/ 2 Τρία μόλις χρόνια πριν, μια άλλη νικήτρια του Pritzker (2004), η Zaha Hadid, ενεπλάκη σε μια μεγάλη νομική διαμάχη, διεκδικώντας την πατρότητα ενός κτιρίου της στην Κίνα, του οποίου η όψη αντιγράφηκε σχεδόν αυτούσια σε κάποιο άλλο κτίριο. Συγκρινόμενες οι περιπτώσεις των δύο αυτών σημαινόντων εκπροσώπων της αρχιτεκτονικής ελίτ, γίνονται εμφανείς δύο ριζικά διαφορετικές αντιμετωπίσεις της έννοιας της πνευματικής ιδιοκτησίας του σχεδίου και κατ’ επέκταση των εννοιών του πρωτοτύπου και των αντιτύπων του. Οι συσχετισμοί με την αμφίπλευρη ερμηνεία της ελεύθερης ροής της πληροφορίας εντός του σύγχρονου διαδικτυακού παραδείγματος , είτε ως “πειρατεία”, είτε ως “ισότιμος διαμοιρασμός”, είναι αναπόφευκτοι. 3 Papalexopoulos, D. (2011). Digital Design Commons. In: “Computational Politics and Architecture: From the Digital Philosophy to the End of Work ”, November 30, 2011. [online] Available at: http://atru.arch.ntua.gr/ sites/atru/files/posts/50digital-design-commons/papalexopoulosensapm2011.pdf [Accessed 19 Jun. 2016].

5


θήκες όπου μοιράζονται τα δικά τους σχέδια και χρησιμοποιούν, βελτιώνουν ή χειροτερεύουν, εμπνέονται από ή οικειοποιούνται τα σχέδια άλλων. Αρκετοί από αυτούς προγραμματίζουν οι ίδιοι τα δικά τους μικροεργαλεία για επίλυση σχεδιαστικών προβλημάτων, αφήνοντας τα διαθέσιμα για όποιον άλλο αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα, καλύπτοντας έτσι κενά και ανεπάρκειες των επίσημων, εμπορικών προγραμμάτων. Με άλλα λόγια, η κίνηση του Aravena, συμβαίνει ενώ υπάρχουν ήδη διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το Wikihouse, τα Paperhouses, το Arcbazaar, το Homestyler, το Instructables, το Github, το Thingiverse, το Tinkercad, το Leopoly και πολλές άλλες, καθώς και το ζωηρό φαντασιακό της οικιακής τοπικοποιημένης παραγωγής καθημερινών αντικειμένων μέσω 3d printers και άλλων CNC μηχανών. Υπό αυτό το πρίσμα, η σημασία του ελεύθερου downloading των σχεδίων του Aravena, είναι κατά κύριο λόγο συμβολική. Λειτουργεί ως επιστέγασμα μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας η οποία αναπτύσσεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ως μια κορυφή του παγόβουνου, η οποία στρέφει την προσοχή μας στο πως προσαρμόζεται ο σχεδιασμός εντός του σύγχρονου διαδικτυακού παραδείγματος. Εντός του παραδείγματος αυτού, το σχέδιο εξαϋλώνεται και αποτοπικοποιείται, γίνεται πληροφορία, η οποία σύμφωνα με τον Stewart Brand «θέλει να είναι ελεύθερη», καθώς μπορεί να αναπαραχθεί επ’άπειρον με μηδενικό κόστος, αλλά ταυτόχρονα «θέλει να είναι ακριβή» 1, γιατί είναι πολύτιμη. Εκτιμούμε πως η απάντηση στο αν το σχέδιο, ως πληροφορία, θέλει να είναι ‘ακριβό’ ή ‘ελεύθερο’, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό, αφενός μεν από τη σχέση του δημιουργού με το έργο του, αφετέρου δε από το πως αντιλαμβάνεται το ρόλο του απέναντι στους τελικούς αποδέκτες του σχεδιαστικού του αντικειμένου: -Θεωρεί το έργο του ένα αυθεντικό υπογεγραμμένο πρωτότυπο, ένα εν ανεπαρκεία αγαθό, το οποίο δύναται να αναπαραχθεί μόνον όσες φορές εκείνος επιτρέψει ή/και με το κόστος το οποίο εκείνος θα ορίσει; -Το αντιλαμβάνεται ως ένα εν αφθονία αγαθό, αναπαράξιμο επ’απειρον, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί ή τροποποιηθεί ανεξάρτητα και μακριά από εκείνον, από ανθρώπους οι οποίοι ίσως ποτέ δεν θα τον γνωρίσουν; -Αντιμετωπίζει την ανισοσταθμία γνώσεων και ικανοτήτων μεταξύ αυτού και των αποδεκτών του έργου του ως μια φυσική κατάσταση ή ως μια ανωμαλία την οποία επιθυμεί να εξαλείψει; Λαμβάνοντας ως αφορμές φαινόμενα και πρακτικές του σύγχρονου διαδικτυακού παραδείγματος, θα επιχειρήσουμε στην παρούσα εργασία να συνθέσουμε ερωτήματα σαν και τα παραπάνω σε αφηγήσεις σχετικά με τους ρόλους χρήστη και ειδικού εντός της σχεδιαστικής διαδικασίας, τον έλεγχο που ασκεί ο καθένας τους στη διαμόρφωση του σχεδιαστικού αντικειμένου, την ανισοσταθμία γνώσης μεταξύ αυτών των δύο και τις σχέσεις εξουσίας που προκύπτουν από αυτή.

1 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press, σ. 136

6


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η τάση διαμοιρασμού επιστημονικής γνώσης στο ευρύ κοινό, αποτελεί φαινόμενο με βαθιές ιστορικές ρίζες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Peter Burke στο βιβλίο Social History of Knowledge, ο όρος “popular science” είναι ακόμα φρέσκος στην Αγγλία του 1800 ενώ η φράση “popularizer of science” καταγράφεται για πρώτη φορά το 18481. Ιδρύματα όπως το Conservatoire (1794) και το Society for the Diffusion of Useful Knowledge (1826), βιβλία όπως το Guide to the Scientific Knowledge of Things Familiar (1847) του Ebenezer Brewer και το Common Objects of the Country (1858) του George Wood και περιοδικά όπως το Popular Science (1872) και το Knowledge (1881) υποδεικνύουν τη σημασία της διαμεσολάβησης ή της μετάφρασης της γνώσης, καθώς όλο και περισσότερα εξειδικευμένα επαγγέλματα έκαναν την εμφάνισή τους από το 1850 και μετά 2. Όσο η γλώσσα των ‘ειδικών’ γινόταν όλο και πιο τεχνική, όλο και πιο απομακρυσμένη από τη γλώσσα του ‘κοινού’, τόσο πιο έντονη γινόταν η ανάγκη για νέους θεσμούς, μέσα, επαγγέλματα και πρακτικές, τα οποία θα γεφύρωναν το χάσμα ανάμεσα στους επιστήμονες και στους υπόλοιπους. 3 Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι δύσκολη η θέαση διαδικτυακών εργαλείων και πρακτικών ως σύγχρονων μεθόδων διάχυσης της εξειδικευμένης γνώσης στο ευρύ κοινό. Επιδίωξη μας, εντούτοις, δεν είναι κάποιου είδους τελεολογική ακολουθία των γνωσιακών ανισοσταθμιών ανάμεσα σε ‘ειδικούς’ και ‘μη-ειδικούς’ από τις απαρχές της εκλαΐκευσης της επιστήμης έως την εποχή του διαδικτύου, της wikipedia και των ανοιχτών βιβλιοθηκών σχεδίων. Αντί για αυτό, με το βλέμμα στραμμένο προς τον αρχιτέκτονα-ειδικό, δομούμε την αφήγησή μας γύρω από συγκεκριμένους πρωταγωνιστές, οι οποίοι μιλώντας για ανατροπή των νεωτερικών σχέσεων ανάμεσα στον επαγγελματία, τον απλό χρήστη και τη μηχανή, προσπάθησαν μέσω ορθολογικών εργαλείων μετάδοσης αρχιτεκτονικής γνώσης να εκδημοκρατίσουν τη διαδικασία σχεδιασμού, μετριάζοντας ή εκμηδενίζοντας το στοιχείο της υποκειμενικότητας του “ειδικού”. Εντός αυτής της νέας, ‘αντικειμενικής αρχιτεκτονικής’, ο χρήστης εξυψώνεται ως ‘ενδυναμωμένος’ ή ‘απελευθερωμένος’, ο ειδικός υποχωρεί, γινόμενος από ‘ευγενικός’ έως ‘νεκρός’, και η μηχανή, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, αναδύεται ως ο αμερόληπτος διαμεσολαβητής μεταξύ χρήστη – ειδικού - αντικειμένου, λειτουργώντας άλλοτε ως πολυεργαλείο και άλλοτε ως καλός δάσκαλος· άλλοτε ως μαγικό ραβδί και άλλοτε ως μάγος4. Η περίοδος στην οποία δρουν οι πρωταγωνιστές μας, προσεγγιστικά περικλείεται ανάμεσα στις δεκαετίες του 1960 -1970. Η εποχή αυτή παρουσιάζει για μας ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο ως περίοδος σφοδρής κριτικής στον ρόλο και τις πρακτικές του Μοντέρνου Κινήματος, αλλά εξίσου σημαντικά, ως περίοδος στην οποία το υπολογιστικό παράδειγμα, το συλλογικό φαντασι1 Burke, P., 2012. A Social History of Knowledge II, From the Encyclopedia to Wikipedia. Cambridge: Polity Press. σ. 87 2 Ibid, σ.99 3 Ibid, σ.99 4 “The notion of a “design amplifier” is new and might provide an interim step between the present and the wizard machine, the surrogate human.” Negroponte, N., 1975. Soft Architecture Machines. Cambridge, Massachussets: The MIT Press, σ. 108

7


ακό του τι σημαίνει να χρησιμοποιεί και να κατέχει κανείς έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή μεταβάλλεται δραματικά. Το χωρικό πλαίσιο της αφήγησης, εντοπίζεται γύρω από αμερικανικά πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα (όπως το MIT, το Stanford, το Palo Alto Research Center), τα οποία αποτέλεσαν βασικούς πυρήνες ανάπτυξης του υπολογιστικού παραδείγματος. Εντός και πέριξ των ιδρυμάτων αυτών, άνθρωποι, θεωρίες1 και τεχνολογικά επιτεύγματα2 συμπλέκονταν σε αλληλοτροφοδοτούμενους επιστημονικούς κύκλους, με κοινό τόπο την πίστη σε έναν νέο ορθολογισμό μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ταυτόχρονα, εντός των δύο αυτών δεκαετιών, διαμορφώνεται εντός των κύκλων της Επιστήμης των Υπολογιστών μια υπολογιστική αντι-κουλτούρα, η οποία αντιμετωπίζει πλέον τους υπολογιστές όχι σαν ψυχρές ρασιοναλιστικές μηχανές ελέγχου των μαζών ή Τεϋλορισμού του γραφείου, αλλά ως μηχανές απελευθέρωσης του ατόμου, ως μηχανές απόλαυσης και απρόσκοπτης προσωπικής έκφρασης· αυτό που ο Ted Nelson αποκαλούσε «Dream Machines»3. Κατα τη διάρκεια αυτής της μετατόπισης σκέψης, έννοιες όπως η ισότιμη μη-ιεραρχική οργάνωση της εργασίας, η εξύψωση της ατομικής ιδιαιτερότητας, η ανοικτή πρόσβαση στη γνώση και τα εργαλεία, διαμόρφωσαν μια συγκεκριμένη ηθική γύρω από τους υπολογιστές και την πληροφορία, η οποία απέκτησε το όνομα “Hacker Ethics” (Steven Levy) και σημάδεψε τις αναδυόμενες τεχνολογίες τις δεκαετίες που ακολούθησαν, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα τους εως σήμερα. Σημείο ταύτισης των δύο αφηγήσεων, της τεχνολογικής και της αρχιτεκτονικής, είναι το φαντασιακό της ενδυνάμωσης και απελευθέρωσης του απλού χρήστη από τους «ειδικούς». Στο σύγχρονο διαδκτυακό παράδειγμα, το φαντασιακό αυτό βρίσκει την πραγμάτωση του στα δεκάδες ψηφιακά εργαλεία σχεδιασμού και απόθετήρια γνώσης και στις χιλιάδες πλατφόρμες συζητήσεων. Στο γεγονός ότι ένα 15-χρονο παιδί μπορεί να σχεδιάσει και να συναρμολογήσει τη δική του καρέκλα4, όχι πολύ διαφορετικά από τα 15-χρονα τα οποία πειραματίζονταν με τα σχέδια του Steve Baer για γεωδαιτικούς θόλους του Buckminster Fuller, στους κοινονβιακούς καταυλισμούς των hippies στα 60’s-70’s.

1 Όπως η θεωρία της Κυβερνητικής του Norbert Wiener, η θεωρία της Πληροφορίας του Claude Shannon και η θεωρία της Συνομιλίας του Gordon Pask 2 Όπως το πρώτο πρόγραμμα σχεδιασμού με υπολογιστή SKETCHPAD, γραφικά περιβάλλοντα διεπαφής, οθόνες αφής και ποντίκια. 3 Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now; Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published. 4 Project SketchChair (http://www.sketchchair.cc/)

8


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο “ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟΣ” ΧΡΗΣΤΗΣ Από το Whole Earth Catalog , στους θόλους του Βuckminster Fuller και στην Ηθική των Χάκερς

"We are as gods and might as well get used to it. So far, remotely done power and glory -as via government, big business, formal education, church- has succeeded to the point where gross defects obscure actual gains. In response to this dilemma and to these gains a realm of intimate, personal power is developing- power of the individual to conduct his own education, find his own inspiration, shape his own environment, and share his adventure with whoever is interested. Tools that aid this process are sought and promoted by the WHOLE EARTH CATALOG" (Brand, Whole Earth Catalog, 1968)

9


ΑΝΤΙΚΟΥΛΤΟΥΡΑ & ΝΕΟΙ-ΚΟΜΜΟΥΝΑΛΙΣΤΕΣ Οι αρχές των 1960s βρίσκουν μια νέα γενιά εφήβων να ενηλικιώνεται αντιμετωπίζοντας τον πόλεμο του Βιετνάμ και τα πυρηνικά όπλα από τη μία, και τις θηριώδεις ιεραρχικές γραφειοκρατίες -είτε κρατικές, είτε βιομηχανικές- από την άλλη, ως όψεις του ίδιου απεχθούς νομίσματος. Αν το στρατιωτικό-κρατικό-ακαδημαϊκό σύμπλεγμα των ΗΠΑ προσπαθούσε να απαντήσει στις εσωτερικές και εξωτερικές κρίσεις της χώρας μέσω επιστημονικών προσεγγίσεων της πόλης και της κοινωνίας 1, μια παράλληλη αντι-κουλτούρα διαμορφωνόταν, η οποία εναντιωνόταν με ποικίλους τρόπους ακριβώς σε αυτό το σύμπλεγμα και στην ορθολογική ομογενοποίηση την οποία συμβόλιζε. Στην πραγματικότητα, η αντικουλτούρα αυτή δεν ήταν ποτέ συμπαγής και ενιαία, αλλά αποτελούνταν από διαφορετικά νήματα σκέψης και πράξης. Το ερώτημα για μια μερίδα αυτής της γενιάς, όπως το θέτει ο Fred Turner στο From Counterculture to Cyberculture (2006), ήταν το πώς θα κατάφερναν να αποκτήσουν και να διατηρήσουν ακέραια την ατομικότητα τους, μέσα σε έναν κόσμο σαν και αυτόν; 2,3 «Αν υπάρχει μια μάχη, θα παλέψω. Και θα παλέψω με σκοπό. Δεν θα παλέψω για την Αμερική, ούτε για το σπίτι, ούτε για τον Πρόεδρο Eisenhower, ούτε για τον καπιταλισμό, ούτε καν για τη δημοκρατία. Θα παλέψω για τον ατομισμό και την προσωπική ελευθερία.[…] Θα παλέψω για να αποφύγω να μετατραπώ σε έναν αριθμό – στα μάτια των άλλων και στα δικά μου» Ενώ το κίνημα της Νέας Αριστεράς, με δυναμικές διαδηλώσεις και πορείες, επεδίωκε αλλαγή των συσχετισμών στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, το νήμα εκείνο το οποίο ο Turner ονομάζει «Νέους Κομμουναλιστές», προσπάθησε αντί να εμπλακεί στις υπάρχουσες ιεραρχίες, να τις αποφύγει εντελώς. Στόχος για τους Νέους Κομμουναλιστές ήταν η μεταμόρφωση της ατομικής συνείδησης και όχημα για αυτή τη μεταμόρφωση αποτελούσε η δημιουργία αυτόνομων κοινοτήτων μακριά από τα αστικά κέντρα, απαλλαγμένων από κανόνες και ιεραρχικές δομές.4 Το κίνημα αυτό επιστροφής στη γη και τη φύση («back-to-the-land»), συχνά συγχέεται -όχι αδίκωςμε το ευρύτερο κίνημα των hippies. Αυτό όμως το οποίο ήταν το ειδοποιό χαρακτηριστικό των Νέων Κομμουναλιστών, ήταν ένα συγκεκριμένο ουτοπικό όραμα, μίξης της επιστροφής στη φύση και της υψηλής τεχνολογίας, ένα όραμα το οποίο -αν δεν συγκροτήθηκε- προωθήθηκε ενεργά από τον Stewart Brand μέσα από την θρυλική περιοδική έκδοση, Whole Earth Catalog.

1 Dutta, A. et al., 2013. A Second Modernism, MIT, Architecture, and the ‘Techno-Social’ Moment. s.l.:SA+P Press, The MIT Press, σσ. 436-473 2 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press, σ. 43 3 “If there’s a fight, then, I will fight. And fight with a purpose. I will not fight for America, nor for home, nor for President Eisenhower, nor for capitalism, nor even for democracy. I will fight for individualism and personal liberty. If I must be a fool, I want to be my own particular brand of fool—utterly unlike other fools. I will fight to avoid becoming a number—to others and to myself.” -Stewart Brand, Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press., σ. 42 4 Streeter, T., 2011. The Net Effect, Romanticism, Capitalism, and the Internet. New York and London: New York University Press, σ. 46

10


Εικόνα 1 Το εξώφυλλο του πρώτου Whole Earth Catalog 11


ΤΟ WHOLE EARTH CATALOG Κεντρικό στοιχείο της φιλοσοφίας και της πρακτικής των Νέων Κομμουναλιστών, ήταν η λογική του “Καν’ το-Μόνος-Σου” / “Do-It-Yourself” 1, μια λογική η οποία έδινε αξία στη “[…] δύναμη του ατόμου να πραγματοποιήσει τη δική του μόρφωση, να βρει τη δική του έμπνευση, να διαμορφώσει το δικό του περιβάλλον και να μοιραστεί την περιπέτειά του με όποιον ενδιαφέρεται.” 2 Σκεπτόμενος τους φίλους του να ξεκινούν τον δικό τους πολιτισμό, όπως παραδέχεται στο τελευταίο Catalog, ο Brand φαντάζεται ένα είδος «Κινητής Πρόσβασης», έναν κατάλογο με όλων των ειδών τα υλικά και γνωσιακά αντικείμενα όπως βιβλία, εξοπλισμό κάμπινγκ, σχέδια για σπίτια και μηχανές και συνδρομές σε περιοδικά. 3 Με την έκδοση του πρώτου τεύχους το 1968, με υπότιτλο «Access to Tools» ένας κατάλογος ξεχωριστός σε ύφος και φιλοσοφία, αν συγκριθεί με τη συνήθη πρακτική της παράθεσης τεμαχίων προς κατανάλωση4, θα έφτανε στα χέρια των κοινοβιακών κοινοτήτων της Αμερικής. Ασπρόμαυρο και πλούσιο σε πληροφορία, αποφεύγοντας επίτηδες τη λαμπερή εμφάνιση, το Whole Earth Catalog είχε ως στόχο την κατανόηση και την κατασκευή καθημερινών αντικειμένων από ανειδίκευτους ανθρώπους, μέσω της πρόσβασής σε κατάλληλες γνώσεις και εργαλεία. Διατηρώντας απενοχοποιημένα τη σύνδεση με την αγορά και τα προϊόντα της Αμερικανικής καταναλωτικής κουλτούρας, ο Brand πλέκει μεθόδους επιβίωσης, ψυχεδελικές αφηγήσεις, και πίνακες διαστασιολόγησης γεωδαιτικών θόλων, με τις καλύτερες λάμπες κηροζίνης Alladin, αξεσουάρ για πριονιστήρια ξυλείας Alaskan Mill και καταλόγους εργαλείων Silvo. Όπως αναφέρεται στην αρχή κάθε τεύχους, θέση μέσα στον κατάλογο έχουν τα στοιχεία που: • • • • •

Είναι χρήσιμα σαν εργαλεία, Είναι σχετικά με την αυτο-μόρφωση, Είναι υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους, Δεν είναι ήδη κοινή γνώση, Είναι εύκολα διαθέσιμα μέσω ταχυδρομείου

1 Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η λογική του “Do-It-Yourself”, μέσα στην ιστορική της εξέλιξη συνδέθηκε τόσο με νεοφιλελεύθερες (Sool, 1983) όσο και αριστερές ερμηνείες της ατομικής ελευθερίας (New Communalism, 2016) 2 Brand, S., 1968. Whole Earth Catalog. Menlo Park, CA: Portola Institute, σ. 1 3 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press., σ. 71 4 Μια λογική με μακρά παράδοση από τις εταιρείες προκατασκευών, Alladin, Sears (Smithwick, 2009) που συνεχίζεται και σήμερα σε καταλόγους Ιkea, Blu Homes, Bunky και άλλες διαδικτυακές πλατφόρμες καταναλωτικών προϊόντων.

12


Εικόνα 2. 13 Ο πίνακας περιεχομένων του πρώτου Whole Earth Catalog


Με τον κατάλογο να λειτουργεί παράλληλα ως εγχειρίδιο αρχιτεκτονικών γνώσεων, οι λεγόμενοι «back-to-the-landers», περιηγούνται ανάμεσα σε σχέδια κατασκευών, θόλων, θερμοκηπίων και αρδευτικών συστημάτων, μπλεγμένων με προσεκτικά επιλεγμένα αναγνώσματα Θεωρίας Συστημάτων, Κυβερνητικής και άλλων επιστημονικών θεμάτων. Στις σελίδες του καταλόγου φιγουράρουν φυσιογνωμίες όπως ο πατέρας της Κυβερνητικής Norbert Wiener, ο πανεπιστήμονας-ίνδαλμα του Brand, Buckminster Fuller και ο αρχιτέκτονας Christopher Alexander, το τεύχος του αρχιτεκτονικού περιοδικού AD του 1968, με θέμα «ARCHITECTURE OF DEMOCRACY”, το δημοφιλές “Ανάπτυξη & Φυσική Μορφή» του D’Arcy Thompson και βιβλία ιαπωνικής αρχιτεκτονικής. Συνεπής στην κριτική των Νέων Κομμουναλιστών προς την ιεραρχική οργάνωση και ακολουθώντας αρχές προερχόμενες από την πληθυσμιακή βιολογία και την Κυβερνητική, ο Brand απέφευγε να υποδείξει κάποια μορφή ιεραρχίας όσον αφορά τη σημασία της πληροφορίας. Πέρα από το κεφάλαιο «Κατανοώντας τα Πλήρη Συστήματα» το οποίο καλωσόριζε τον αναγνώστη σε κάθε έκδοση, σχεδόν όλα τα άλλα θέματα στις 7 κατηγορίες του Καταλόγου, ήταν λιγότερο ή περισσότερο ισομεγέθη και ισάξια σε επισήμανση. Ο αναγνώστης μπορούσε να εισέρχεται και να εξέρχεται στον Κατάλογο με όποιον τρόπο ήθελε, χωρίς να χάνεται η αντίληψη του ως σύνολο.1 Η ξεχωριστή σημασία του Καταλόγου έγκειται στο ότι ενέπλεκε τα προϊόντα τα οποία πρότεινε σε μια συγκεκριμένη ελευθεριακή «Κάν’το-Μόνος-Σου» αφήγηση, συνδέοντας συνειρμικά τους cowboys και τους Ινδιάνους του Αμερικάνικου μύθου, με τους Νέους Κομμουναλιστές κατοίκους των κοινοβίων.2 Οι αναγνώστες του Catalog, όπως υπονοούσε η φύση των αντικειμένων που παρουσίαζε, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι εξέχοντα άτομα, μέλη μιας εμπροσθοφυλακής, ικανά να συγκεράσουν την κατανάλωση και την τεχνολογία με το όνειρο της προ-βιομηχανικής κοινότητας. Με ένα σακίδιο στον ώμο και ένα βιβλίο Κυβερνητικής στο χέρι, ο σύγχρονος νομάς μπορούσε να περνάει από καταυλισμό σε καταυλισμό, φαντασιωνόμενος τον εαυτό του ταυτόχρονα ως αρχαίο και σύγχρονο. Ήταν ένας Ινδιάνος· αλλά ήταν επίσης και ένας μηχανικός. Σε συνδυασμό με το τριμηνιαίο συμπλήρωμα του, το Supplement, το Catalog λειτουργούσε σαν κέντρο ανταλλαγής γνώσης καθώς οι συντάκτες του περιλάμβαναν προτάσεις ή αξιολογήσεις προϊόντων και βιβλίων από τους ίδιους τους αναγνώστες καθώς και εμπειρίες τους από την κοινοβιακή ζωή. Το γεγονός αυτό μετέτρεπε τον κατάλογο σε πλατφόρμα αμφίδρομου διαλόγου, στο βαθμό φυσικά που οι συντάκτες έκριναν εποικοδομητικό. H μίξη ετερόκλητου περιεχομένου σε συνδυασμό με την λειτουργία του ως μέσο επικοινωνίας φέρνει τον κατάλογο του Brand σε αναπόφευκτη σύγκριση με το Διαδίκτυο. “ Ήταν κάπως σαν το Google σε έντυπη μορφή, 35 χρόνια πριν την εμφάνιση του: ήταν ιδεαλιστικό και ξεχείλιζε με φοβερά εργαλεία και σπουδαίες έννοιες» 3 H διάχυτη γνώση καθώς και οι προσωπικές απόψεις και εμπειρίες των ‘χρηστών’, 1 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press, p. 89 2 Ibid, σ. 93 3 Jobs, S., 2005. Text of Steve Jobs Commencement Address. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://news.stanford. edu/2005/06/14/jobs-061505/

14


Εικόνα 3. Σχέδια και βιβλία του Buckminster Fuller15 καταλαμβάνουν ολόκληρες σελίδες του Whole Earth Catalog


συγκεντρωνόταν στον κατάλογο και διασπειρόταν στους τελικούς τους αποδέκτες μέσω του ταχυδρομικού συστήματος1, με τις ταχυδρομικές διευθύνσεις των συνδρομητών να αποτελούν το προ-διαδικτυακό ανάλογο των διευθύνσεων του διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP Addresses). Περίπου 25 χρόνια μετά, το 1995, ο εφευρέτης του World Wide Web, Tim Berners Lee, θα φανταζόταν τον παγκόσμιο ιστό ως θάλασσα γνώσεων και ατομικών εμπειριών 2: “Είχα (και ακόμα έχω) ένα όνειρο, ότι το Διαδίκτυο θα μπορούσε να είναι λιγότερο σαν κανάλι τηλεόρασης, και περισσότερο σαν μια διαδραστική θάλασσα κοινόχρηστης γνώσης. Το φαντάζομαι να μας απορροφά σαν ένα ζεστό, φιλικό περιβάλλον φτιαγμένο από πράγματα που εμείς και οι φίλοι μας έχουμε δει, ακούσει, πιστέψει ή ανακαλύψει. Λειτουργώντας ως ‘ευγενικός’ ειδικός, ο Brand προσπαθούσε να υποβαθμίσει τη θέση του, και να μετατρέψει τους αναγνώστες σε ενεργά μέλη του καταλόγου. Κάθε συνδρομητής που συμμετείχε στην προ-διαδικτυακή αυτή θάλασσα πληροφορίας, λάμβανε ως ανταμοιβή 10 δολάρια3. Η πρακτική αυτή ενθάρρυνε την ανάμειξη των απλών αναγνωστών στον Κατάλογο, αλλά ακόμα πιο σημαντικά δημιουργούσε μια αίσθηση ισότητας ανάμεσα στον αναγνώστη και τον διαχειριστή. Το τι θα έβρισκε τελικά τη θέση του στις σελίδες του Καταλόγου και το τι θα έμενε έξω, ήταν όμως απόφαση του Brand. Οι αναγνώστες παροτρύνονταν να συμμετέχουν, αλλά ο ιδιοκτήτης, ο διαχειριστής και ο χρηματοδότης του Whole Earth Catalog ήταν ο Brand, ο οποίος είχε και τον τελικό λόγο για τον κατάλογο ως σύνολο. Το φιλόδοξο έργο της συγκέντρωσης του συνόλου της γνώσης γύρω από την τεχνολογία, τις τάσεις της βιομηχανίας και τις επιστημονικές θεωρίες, αντανακλούσε ένα ιδεώδες άμεσα συνδεδεμένο με τις θεωρίες που ο Brand είχε αποκομίσει από τα βιβλία και τις διαλέξεις του Buckminster Fuller. O Brand, λειτουργώντας σαν ταπεινός παρασκηνιακός οργανωτής του Καταλόγου και αποφεύγοντας την άμεση αυτοπροβολή, ενσάρκωνε την φιγούρα του “Comprehensive Designer”, όπως αυτή εκφράστηκε από τoν Buckminster Fuller στο βιβλίο «Ideas and Intergrities» (1963). Ο Brand, ως ‘Εμπεριστατωμένος Σχεδιαστής’ του Fuller, λειτουργούσε στα πρότυπα του παντογνώστη επιστήμονα-καλλιτέχνη, ο οποίος παρατηρεί με ψυχραιμία ένα σύστημα, μένωντας όμως παράλληλα έξω από αυτό. Μαζεύει πληροφορία γύρω από αυτό, συλλέγει και κατανοεί την τεχνογνωσία που αυτό παράγει, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία εργαλείων για την ανθρώπινη ευτυχία. Δεν πρόκειται για ακόμα έναν εξειδικευμένο κοντόφθαλμο τεχνοκράτη, αλλά για να πολυδιάστατο κράμα καλλιτέχνη, εφευρέτη, μηχανικού, αντικειμενικού οικονομολόγου και διορατικού στρατηγού 4, που μπορεί να αντιλαμβάνεται τη 1 Σε συνέντευξη της Jane Jacobs από τον Stewart Brand: Stewart Brand: Είναι το Διαδίκτυο κάτι το οποίo σε ενδιαφέρει σε σχέση με όλα αυτά; Jane Jacobs: Με ενδιαφέρει ως ένα ακόμα αυτό-οργανωμένο σύστημα, αλλά υπάρχουν πολλά άλλα τέτοια συστήματα. Όταν ξεκίνησε το αστικό σύστημα αλληλογραφίας, ήταν αρχικά αυτό-οργανωμένο και μόνο αργότερα θεσμοθετήθηκε και συστηματοποιήθηκε. Οργανώθηκε από ανθρώπους οι οποίοι πήγαιναν σε ταβέρνες όπου σύχναζαν ταξιδιώτες και προσπαθούσαν να βγάλουν λίγα χρήματα προσφερόμενοι να παραδόσουν τα διάφορα γράμματα των ταξιδιωτών. Μετατρέπονταν έτσι σε ταχυδρόμους (Brand, Vital Cities: an interview with Jane Jacobs, 1998) 2 Galloway, A. R., 2004. Protocol. London, England: The MIT Press, σ. 142 3 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press 4 Fuller, B. R., 1963. Ideas and Integrities: A Spontaneous Autobiographical Disclosure. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall, σ. 176

16


συνολική εικόνα, παρατηρώντας τη ροή της ιστορίας, έχοντας παράλληλα τη δύναμη και τη γνώση να τη διαμορφώνει. Ο Fuller από τη μία προσέφερε στο φαντασιακό των back-to–thelanders το εναλλακτικό προφίλ του Εμπεριστατωμένου Σχεδιαστή που δεν χρειάζεται να φορέσει κουστούμι για να πάει στη δουλειά, από την άλλη σαν συλλέκτης και επεξεργαστής πληροφοριών ήταν ταυτόχρονα και η σύνδεση τους με την ψυχρή κρατική μηχανή και τις θεωρίες συστημάτων Κυβερνητικής1.

Εικόνα 4. Οπισθόφυλλο του τέυχους του 1969: « The flow of energy through a system, acts to organize that system» 1 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press, σσ. 56-58

17


‘ROAM HOME TO A DOME’: ΔΙΑΜΟΙΡΑΣΜΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Με τον πολυμαθή, αρχιτέκτονα, φιλόσοφο, εφευρέτη Fuller και τις θεωρίες συστημάτων του Norbert Wiener και του Marshall McLuhan ως πρότυπο, ο Brand εμπότισε το Whole Earth Catalog με έναν τεχνολογικό ουτοπισμό, μια θετικιστική υπόσχεση για μία νέα κοσμοθεωρία, ή οποία έβρισκε την χωρική της έκφραση στην αρχιτεκτονική των γεωδαιτικών θόλων: «Δεν υπάρχουν γωνίες να κρυφτείς. Στρογγυλοί σαν τον ουρανό» 1 Μέσα από τις σελίδες του Catalog, εντοπίζουμε μια χαρακτηριστική περίπτωση διαμοιρασμού αρχιτεκτονικών σχεδίων μεταξύ των κοινοβιακών κοινοτήτων. Τα φημισμένα, πλέον, σχέδια των γεωδαιτικών θόλων του R. Buckminster Fuller, εμβλήματα της ψυχροπολεμικής εφευρετικότητας, αρχικά προορίζονταν για στρατιωτική χρήση και ως λύση για την μεταπολεμική στεγαστική κρίση. Αφού κατοχυρώθηκαν το 1954 ως ευρεσιτεχνία, άρχισαν να διαδίδονται2, να αντιγράφονται και να βελτιώνονται, αλλά και να προωθούνται από τον Fuller τον ίδιο μέσω βιβλίων και διαλέξεων. Το 1967, οι κάτοικοι του Drop city, της πρώτης χίπικης κομμούνας, λίγο έξω από το Τρινιδάδ του Κολοράντο, μαγεμένοι από τους θόλους του Fuller, ήταν οι πρώτοι που υιοθέτησαν την κατασκευή αυτή ως σύμβολο του ολιστικού τρόπου ζωής τους. Με σύμβολο τους ιθαγενείς Αμερικανούς και την ανάμνηση μιας παλαιότερης και “αθώας” Αμερικής, οι “Droppers” κατασκεύαζαν τα σύγχρονα Teepee του νέου τεχνολογικού παραδείγματος. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι θόλοι του Fuller θα αναδύονταν ως το δόκιμο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο3 των Νέων Κομμουναλιστών, ένα έμβλημα της πολιτιστικής τους επανάστασής, στεγάζοντας καλλιτέχνες, επιστήμονες και άλλους ανθρώπους που μοιράζονταν το όραμα για παγκόσμια ενότητα4. Τα σφαιρικά αυτά καταφύγια πλαισίωναν χρήσεις κοινοβιακού χαρακτήρα, από απλές κατοικίες μέχρι θερμοκήπια, εργαστήρια και χώρους συλλογικού διαλογισμού. Τόσο δια μέσου του Whole Earth Catalog, όσο και χάρη σε βιβλία ‘συνταγών’ όπως το Dome

1 « No corners to hide in. Round like the sky.” Daloz, K., 2016. There’s No Place Like Dome. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.curbed.com/2016/5/11/11645002/buckminster-fuller-back-to-the-land-domehomes [Πρόσβαση 5 11 2016]. 2 Rhine, C. E., 1966. Amazing Sun Dome. Popular Science, σσ. 108-112 3 Αυτό που ο Nicholas Negroponte ονομάζει “καθομιλουμένη” (vernacular) αναφερόμενος στις σχεδιαστικές συμβάσεις και συνήθειες στους παραδοσιακούς οικισμούς. Negroponte, N., 1975. Soft Architecture Machines. Cambridge, Massachussets: The MIT Press, σ. 103 4 « Ήρθαν και άλλοι μετά, και φτιάξαμε αυτά εκεί πέρα τα μικρά γκρί σπιτάκια από κορμούς, και μας βγήκαν τετράγωνα. Είναι ένας κακός τρόπος να ζείς, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει δύναμη, ενέργεια σε ένα τετράγωνο… Έχω ακούσει ότι η Γή είναι στρογγυλή σαν μπάλα και έτσι είναι και όλα τα άστρα. Ο άνεμος, στην μεγαλύτερη ισχύ του, κάνει στροβιλισμούς. Τα πτηνά φτιάχνουν τις φωλιές του στρογγυλές, γιατί η θρησκεία τους είναι η ίδια με τη δικιά μας. Ο ήλιος ανεβαίνει και κατεβαίνει, κάνοντας κύκλους. Το φεγγάρι το ίδιο και πάντα γυρίζουν εκεί από όπου ξεκίνησαν. Η ζωή του ανθρώπου είναι ένας κύκλος, και το ίδιο συμβαίνει με όλα τα πράγματα στα οποία η ενέργεια ρέει.» From Black Elk Speaks, Kahn, L., 1972. Domebook 2. Second Edition. s.l.:Shelter Publications

18


Εικόνα 5. Στρατιωτικό ελικόπτερο μεταφέρει έναν συναρμολογημένο γεωδαιτικό θόλο το 1954 Εικόνα 6. Drop City, ο πρώτος κοινοβιακός καταυλισμών hippies

19


Cookbook (1968) του Steve Baer1 και τα Domebook 1 & 2 (1971) του Lloyd Kahn, η γνώση και τα εργαλεία για την αρχιτεκτονική του νέου τρόπου ζωής διανέμονταν στην αμερικανική επικράτεια. Μακριά από το αμερικάνικο αστικό τοπίο της κρίσης και τα προαστιακά πρότυπα κατοίκησης, τα οποία κατάλογοι προκατασκευής και εξατομίκευσης όπως Αlladin και Sears προσέφεραν μέχρι τότε2, οι κάτοικοι των κοινοβίων, πειραματίζονταν με τα μεγέθη, τα υλικά και τις μορφές των γεωδαιτικών θόλων του Buckminster Fuller: θόλοι αλουμινίου, κεραμικές επικαλύψεις ή νάιλον σεντόνια, ξύλινα κελύφη κρυμμένα σε χιονισμένα δάση ή εκτεθειμένα στον ήλιο της ερήμου, υποδηλώνουν την ευρεία αποδοχή της κατασκευής αλλά και τον βαθμό προσαρμοστικότητας στις προτιμήσεις των διαφορετικών κοινοβίων. Από την στιγμή που αυτή η γνώση διαδόθηκε μέσα από το Whole Earth Catalog, έγινε κτήμα των αναγνωστών του καταλόγου, δίνοντας τους το έναυσμα για την παραγωγή εκατοντάδων μεταλλάξεων μέσα από μια παιγνιώδη διαδικασία δοκιμής-και-λάθους.3 Κατά μία έννοια ο Brand διαχειριζόταν τον κατάλογο σαν ψύχραιμος και καλόβολος “ Θεός ”, όπως άλλωστε δηλώνει στην αρχή κάθε τεύχους, “We are as gods and might as well get used to it.”, ως ‘Εμπεριστατωμένος Σχεδιαστής’ του Buckminster Fuller. Επηρεασμένος από τις σπουδές και εμπειρίες του πάνω στην περιβαλλοντική βιολογία, ο Brand επεδίωκε να θέσει τις αρχικές συνθήκες - “initial conditions” - με σκοπό την αυτορρύθμιση του συστήματος, δηλώνοντας4 : «Αυτό που προσπαθείς να κάνεις είναι να γαλουχήσεις και να σχεδιάσεις έναν οργανισμό ο οποίος μπορεί να μάθει και να μείνει ζωντανός όσο μαθαίνει. Από τη στιγμή που η διαδικασία αποκτήσει το βηματισμό της, μην την πειράξεις, άφησε την να δουλέψει για σένα» Τα αρχικά σχέδια 5 των θόλων λειτουργούσαν σαν μήτρα, βάσει της οποίας, με την τεχνολογική γνώση και δεξιότητα 15-χρονων εφήβων, μπορούσε να ανεγερθεί ο βασικός στατικός σκελετός του θόλου. Ο σκελετός αποτελούνταν από πολλά μικρά και αυστηρώς διαστασιολογημένα στοιχεία τα οποία συμπλήρωναν το σύνολο. Κάθε θεμελιώδης μονάδα έπαιζε ένα ρόλο στη στατικότητα της κατασκευής και μόνο όταν όλα τα στοιχεία βρίσκονταν στη θέση τους ο θόλος αποκτούσε σταθερότητα, διαφορετικά κατέρρεε. Για να είναι επιτυχής η κατασκευή ενός θόλου, απαιτούνταν η ακριβής και με ελάχιστες ανοχές μέτρηση των παρόμοιων αλλά διαφορετικών τριγώνων που θα κάλυπταν τον εξωτερικό σκελετό. Οι ραφές της πολυεδρικής δομής ήταν το αδύνατο σημείο της, με αποτέλεσμα συχνά προβλήματα υγρομόνωσης. 1 Εφευρέτης και επικεφαλής σχεδιαστής του κοινοβίου Drop City 2 Smithwick, D. (2010). Architectural Design 2.0: An Online Platform for the Mass Customization of Architectural Structures.. Master of Science. Massachusetts Institute of Technology. 3 Είναι ενδιαφέρον ότι ο πειραματισμός με παραλλαγές αυτής της δομής και ο διαμοιρασμός της εμπειρίας και των σταδίων κατασκευής με την κοινότητα, είναι μια πρακτική που επιβιώνει μέχρι σήμερα, μέσα στο πλαίσιο διαδικτυακών πλατφορμών όπως το Instructables. 4 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press, σ. 90 5 Έπειτα από την κατάθεση του ποσού των 5 δολαρίων για την απόκτηση άδειας από τον Fuller:«For $5 you can get complete plans, building instructions, and a license from R. Buckminster Fuller, the patent holder, to construct one dome. Send your $5 ( check or money order) to Sun Dome, POPULAR SCIENCE, 355 Lexington Ave., New York, N. Y. 10017. Print your name and address. Plans cover all three dome sizes: 16Jr, 25’, or 30’ diameter.»Rhine, C. E., 1966. Amazing Sun Dome. Popular Science, σσ. 108-112

20


Εικόνα 7. Dome Cookbook (1968), το βιβλίο ‘συνταγών’ για γεωδαιτικούς θόλους του Steve Baer 21


Η απαιτητική και χρονοβόρα αυτή διαδικασία της κατασκευής ενός θόλου, όχι μόνο έφερνε τους συμμετέχοντες σε μία μυστικιστική επαφή με τον εαυτό τους και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, αλλά τους προσέδιδε επίσης μια αίσθηση επιστημονικότητας και επινοητικότητας ενός μηχανικού, την αυτοπεποίθηση ενός «αφέντη της τεχνολογίας»1. Όσο η φαινομενικά λιτή κατασκευή των γεωδαιτικών θόλων ενίσχυε την αυτοπεποίθηση τους, άλλο τόσο απογοήτευε λόγω του χρόνου που απαιτούσε για να καταστεί κατοικήσιμη2. Ο συνήθης εξοπλισμός ενός σπιτιού φαίνεται να ερχόταν σε αντίθεση με την κυκλική κάτοψη αλλά η εικόνα και ιδέα του θόλου παρέμενε ακόμα ως έμβλημα: «Προτιμούμε να ζούμε σε ατελείς θόλους που σχεδιάσαμε και χτίσαμε μόνοι μας, και ας βρεχόμαστε, παρά να ζούμε σε στεγνές κατοικίες του παλιού κόσμου» 3 Αν η φιγούρα του γραφειοκράτη ήταν τετράγωνη, οι θόλοι και οι χρήστες τους ήταν στρογγυλεμένοι. Αν οι ιεραρχικά οργανωμένες κυβερνήσεις και εταιρείες είχαν εκτροχιάσει την ενέργεια της Γης, η αποδοτική κατανομή των επιφανειακών τάσεων του θόλου, συμβόλιζε στην πραγματικότητα την επαναφορά του κόσμου σε ομοιόσταση. Οι θόλοι δεν μπορούσαν ούτε να κατακερματιστούν σε μικρά κλειστοφοβικά γραφειάκια, ούτε να μετατραπούν στους γιγάντιους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, καταστρέφοντας το τοπίο.4 Μέσα από δοκιμές και λάθη, οι κάτοικοι των κοινοβίων, ως «απελευθερωμένοι χρήστες» αποκτούσαν τη γνώση και τη δύναμη να χτίσουν ένα νέο κόσμο, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι από5: • • • •

ειδικούς αρχιτέκτονες και τις αμοιβές τους, εργατικά χέρια άλλων, καθώς η κατασκευή δεν απαιτούσε ιδιαίτερες δεξιότητες, τράπεζες και έντοκα στεγαστικά δάνεια, εργολάβους.

Εν τέλει η δημοφιλία των θόλων λόγω της δημοσιοποίησής τους μέσω του Whole Earth Catalog, δεν οδήγησε και στην γενικευμένη υιοθέτησή τους ως βιώσιμες δομές. Ο Brand μέσα από τον κατάλογό του υποστήριξε την ταχεία διάδοση τους, αλλά οι χρήστες ήταν αυτοί που πειραματίστηκαν, απόκτησαν εμπειρία και ήρθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Οι θόλοι πέρα από τα πολλαπλά κατασκευαστικά προβλήματα που παρουσίαζαν, τα οποία κατέγραψε ο Lloyd Kahn με την έκδοση του Refried Domes6, σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, παρουσίαζαν 1 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press, σ. 95 2 «Η κάτοψη είναι σχεδόν κυκλική. Όπως και να την χωρίσεις, καταλήγεις με γωνίες σε σχήμα σφήνας σε κάποια σημεία. Και αν κάνεις κάποιο δωμάτιο μεγαλύτερο, θα αναγκαστείς να πάρεις χώρο από κάποιο άλλο. Δεν μπορείς απλά να κάνεις το σπίτι μεγαλύτερο. Υπάρχουν σημεία που δεν μπορείς να βάλεις παράθυρα στο ισόγειο, γιατί δεν μπορείς να τρυπήσεις τη βάση του θόλου χωρίς να τον αποδυναμώσεις. Σε όλα τα εγχειρίδια, μας τονίζουν ότι αφού έχεις φτιάξει το θόλο, μπορείς να βάλεις ότι θέλεις μέσα. Στην πραγματικότητα, ενεργείς βάσει ενός συνόλου περιορισμών που επιβάλλει η ίδια η μορφή». Oakes, G., 1989. Domebuilder’s Blues. Domes Refried, Οκτώβριος. 3 Kahn, L. (1971). Domebook. Bolinas, Calif: Pacific Domes. 4 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press, p. 95 5 Kahn, L. (1972). Domebook. Bolinas, Calif: Pacific Domes, σ. 114 6 Kahn, L., n.d. Sheter Publications. domes/#domes-vs-rectangles

22

[Ηλεκτρονικό]

Available

at:

http://www.shelterpub.com/


Εικόνα 8. 23 Λεπτομερείς κατασκευαστικές προδιαγραφές θόλων (Domebook 2, 1971)


επίσης ανεπάρκεια ως προς τους χώρους που παρήγαγαν. Όσο οι ίδιοι μεγάλωναν σε ηλικία και αποκτούσαν οικογένειες, η έλλειψη ιδιωτικότητας άρχιζε να γίνεται κουραστική και η αλλοτινή αίσθηση ομόνοιας και ενότητας που προσέφεραν οι μονόχωροι διαστημικοί θόλοι άρχισε να ξεθωριάζει1. Σε αντίθεση με την πυρηνική οικογένεια του Brand, μέσα στην ησυχία του πλωτού σπιτιού του στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, οι Nέοι Κομμουναλιστές ζούσαν τον τεχνολογικό σοσιαλισμό με τις θεωρίες και τα εργαλεία που αυτός συνέρραπτε. Τίθεται το ερώτημα πως μπορεί κάποιος να “σχεδιάζει” για ένα χώρο στον οποίο δεν ζει. Τι σχέση μπορεί να έχει η ιδεαλιστική ματιά ενός ‘Εμπεριστατωμένου Σχεδιαστή’ με τις πραγματικές ανάγκες αυτών για τους οποίους σχεδιάζει;2

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο “ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΗΣ” Όπως είδαμε, παράλληλα με την πνευματική επιστροφή στο παρελθόν και την αναζήτηση της ισορροπίας μέσα από αυτό, η γενιά που μεγάλωσε στην κοινωνία των μαζικών στρατευμάτων υπό τον φόβο πυρηνικού ολοκαυτώματος, μελετούσε και οικειοποιούνταν τις θεωρίες και έρευνες ανθρώπων όπως του Norbert Wiener, του R. Buckmister Fuller και Marshall McLuhan. Ανθρώπων δηλαδή, οι οποίοι κατά μία έννοια εντάσσονταν στο ίδιο σύστημα από το οποίο η γενιά αυτή ήθελε να δραπετεύσει. Το 1948 ο Norbert Wiener με το βιβλίο του Cybernetics: Or Control and Communication in the Animal and the Machine, έθεσε τις βάσεις της Κυβερνητικής, θεωρητικοποιώντας το πρόβλημα της πρόβλεψης της πορείας ενός αεροσκάφους: Για τον Wiener, κυβερνήτης (ψυχολογικός-βιολογικός παράγοντας) και σκάφος (ηλεκτρονικός-μηχανικός παράγοντας) αποτελούσαν ένα αδιαίρετο αυτορρυθμιζόμενο βιο-μηχανικό (bio-mechanical) σύστημα, το οποίο διαρκώς επιδίωκε την ελαχιστοποίηση του λάθους, την απόκλιση από τον εκάστοτε στόχο. Δύο χρόνια αργότερα, προσπάθησε να ερμηνεύσει την ίδια την κοινωνία ως αυτορρυθμιζόμενο σύστημα, με το εκλαϊκευμένο The Human Use of Human Beings(1950). «Η θέση αυτού του βιβλίου είναι ότι η κοινωνία μπορεί να ερμηνευτεί μόνο μέσω της μελέτης των μηνυμάτων και των επικοινωνιακών της εργαλείων. Και ότι στο 1 Daloz, K., 2016. There’s No Place Like Dome. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.curbed. com/2016/5/11/11645002/buckminster-fuller-back-to-the-land-dome-homes [Πρόσβαση 5 11 2016]. 2 Αντίστοιχο παράδειγμα της αγεφύρωτης αυτής σχέσης ήταν ο λιγότερο “ευγενικός” πατερναλισμός του Stephen Gaskin ως πνευματικός ηγέτης της κομμούνας “The Farm”. Ενώ η καθημερινή ζωή και αυτοδιαχείριση της κοινότητας από τους κατοίκους υποδείκνυε την ανάγκη για αλλαγή, η ηγετική μορφή και δύσκαμπτη ιδεολογία του Gaskin δεν έδινε χώρο για εξέλιξη: John: “No gurus. The worst thing about the Farm was that people learned from experiments, but then the change was not allowed to happen. If there started to be a growing feeling that maybe we shouldn’t all live crammed together, that maybe we shouldn’t keep taking on new people or maybe we should do this or that, then the people that started feeling that would get squeezed out of the Farm and forced to leave, rather than have that create a change in the Farm. Because in spite of Stephen’s embracing of the motto, “Question authority,” we were institutionally not supposed to think for ourselves in some areas. We weren’t allowed to change.”, Rabideau, W. και συν., 1985. Why We Left The Farm [Συνέντευξη] 1985

24


μέλλον, η ανάπτυξη αυτών των μηνυμάτων και εργαλείων, τα μηνύματα ανάμεσα σε άνθρωπο και μηχανές, ανάμεσα σε μηχανές και άνθρωπο και μεταξύ μηχανής με μηχανή, είναι γραφτό να παίξουν έναν ολοένα αυξανόμενο ρόλο» 1 Η επιτυχής συνεργασία ανθρώπων και μηχανών, είχε τη δυνατότητα απελευθέρωσης τους από χειρωνακτικά καθήκοντα, προσφέροντας τους την ευκαιρία να αφοσιωθούν σε πνευματικές ασχολίες υψηλότερου επιπέδου. Άνθρωποι και μηχανές, ως ένας οργανισμός, θα μπορούσαν να ζήσουν σε αρμονία μέσα από μηχανισμούς ομοιόστασης, αυτορρύθμισης και ισορροπίας, όρων δανεισμένων από τις φυσικές επιστήμες. Η συνεισφορά επιστημόνων όπως των αδερφών Eugene και Howard T. Odum στην οικολογία οικοσυστημάτων, αλλά ακόμα και η ίδια η έννοια του «οικοσυστήματος» -διατυπωμένη από τον Arthur Tansley το 1935-, εισήγαγε την ιδέα μιας διαχρονικής λανθάνουσας φυσικής ισορροπίας. Σε ένα αμφίδρομο δανεισμό όρων και παραδειγμάτων, η φύση, από τη μία πλευρά, ερμηνευόταν με όρους μηχανικού αυτορρυθμιζόμενου συστήματος σε ισορροπία, και οι μηχανές, από την άλλη, ως φυσικοί οργανισμοί σε αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Η οικονομία, η κοινωνία, η φύση, τα πάντα γύρω μας ήταν ρυθμισμένα και βαθμονομημένα, με το συνολικό σύστημα πάντα να βρίσκεται ή κλίνει προς μία κατάσταση ηρεμίας. O Adam Curtis στο ντοκιμαντέρ All Watched Over By Machines of Loving Grace (2011), περιγράφει αυτό το νέο φαντασιακό : «Στη δεκαετία του ’60, μια ιδέα διείσδυσε βαθιά στο συλλογικό φαντασιακό, ότι η φύση είναι ένα αυτορρυθμιζόμενο οικοσύστημα, ότι υπάρχει μια φυσική τάξη… Το πρόβλημα είναι, κάτι τέτοιο δεν ισχύει- όπως πολλοί οικολόγοι έχουν δείξει, η φύση δεν είναι ποτέ σταθερή, πάντα μεταβάλλεται. Αλλά η ιδέα αυτή ρίζωσε και διευρύνθηκε- οι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν ότι υπάρχει μια υποβόσκουσα έννοια τάξης σε ολόκληρο τον κόσμο, στην ίδια τη δομή της κοινωνίας. Τα πάντα έγιναν μέρη ενός συστήματος, όπως ένας υπολογιστής- όχι πια ιεραρχίες, ελευθερία για όλους, όχι τάξεις, όχι εθνικά κράτη» 2 Η Αμερική της δεκαετίας του 1960, βάσισε την πολεμική στρατηγική της σε θεωρίες συστημάτων - system analysis - του Alain Einthoven και K. Wayne Smith μέχρι τη λήξη των συρράξεων στο Βιετνάμ, αποσκοπώντας στην διαχείριση του ανταρτοπόλεμου. Παρ’ όλα αυτά, στα μάτια των νέο-νομάδων, οι θεωρίες αυτές, δεν έμοιαζαν καθόλου με όπλα αντιμετώπισης των Βιετκόνγκ ή εργαλεία διαχείρισης του ταραγμένου αστικού τοπίου. Για τον Stewart Brand και το κίνημα των Νέων Κομμουναλιστών, οι θεωρίες συστημάτων έτρεφαν την ελπίδα για παγκόσμια ενότητα και αρμονία ανθρώπων, φύσης και μηχανών. Ποιήματα όπως το “All Watched Over by Machines of Loving Grace”3, του Richard Brautigan, συνόδευαν το πάντρεμα ψυχροπολεμικών τεχνολογιών με την αντιδιαμετρική αγάπη των παιδιών των λουλουδιών για ειρήνη, ερμηνεύοντας την Κυβερνητική ως θεωρία απελευθέρωσης και όχι ως θεωρία ελέγχου των μαζών. Οι θεωρίες συστημάτων του Norbert Wiener και οι τελευταίες αριθμομηχανές της 1 Wiener, N., 1950. The Human Use of Human Beings. US: Houghton Mifflin . 2 All Watched Over By Machines of Loving Grace, Part 1 of 3. 2011. [Φιλµ] Σκηνοθεσία: Adam Curtis. s.l.: BBC. 3 Brautigan, R., 1967. All Watched Over By Machines of Loving Grace. [Τέχνη].

25


Hewlett-Packard παρουσιάζονταν στις σελίδες του Whole Earth Catalog, πλάι στις μεθόδους κατασκευής Ινδιάνικων tipi και οργανικών καλλιεργειών· οι επιστολές από ερευνητές υψηλής τεχνολογίας πλάι στις εμπειρικές αναφορές των χίπηδων της υπαίθρου. Ο Stewart Brand έφερνε έτσι σε επαφή δύο αντιδιαμετρικά αντίθετους κόσμους, αυτόν της ελευθεριακής αντι-κουλτούρας και αυτόν της βιομηχανίας και της επιστήμης. Δημιουργώντας μια σύνδεση η οποία νομιμοποιούσε το προφίλ του ‘hippie τεχνολόγου’, παρουσίαζε τον εναλλακτικό τρόπο ζωής των hippies με την ίδια σοβαρότητα που χαρακτήριζε τις τεχνολογικές καινοτομίες της εποχής, ενώ παράλληλα προσκαλούσε έμμεσα τον επιστημονικό κόσμο των πυκνωτών, των αντιστάσεων και των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων να συμμετέχει στο μετασχηματισμό της ατομικής και συλλογικής συνείδησης της Αμερικής. Όπως ο «Εμπεριστατωμένος Σχεδιαστής» του Fuller, ή ίσως όπως ένας ψυχροπολεμικός στρατηγός, ο αναγνώστης του Brand απολάμβανε τη θεϊκή δύναμη της εποπτείας ολόκληρης της Γης (Whole Earth). Κρατώντας στα χέρια του τον Κατάλογο, ο αναγνώστης γινόταν ενός είδους οραματιστής. Το όραμα όμως αυτό, γινόταν εφικτό λόγω του γεγονότος ότι άνηκε στην πιο τεχνολογικά προηγμένη γενιά της ανθρωπότητας. Στο Whole Earth Catalog, η ψυχροπολεμική τεχνοκρατία είχε χαρίσει στους αρνητές της τη δύναμη να δουν τον κόσμο τους, ως ένα αδιαίρετο σύνολο. « Ο Carpenter το έβλεπε [το παιχνίδι Pong] σαν έναν κόσμο ελευθερίας με τάξη. Αλλά ξαφνικά εγώ το είδα ως το αντίθετο- σαν μια σειρά εργαζομένων του παλιού καιρού να μπαίνουν στη φάμπρικα. Δεν ήταν ελεύθεροι- έμοιαζαν με αποδυναμωμένους σκλάβους κλειδωμένους σε μια τεράστια μηχανή-οθόνη. Το ότι επρόκειτο για ένα βιντεοπαιχνίδι το έκανε διασκεδαστικό, αλλά ακόμα και έτσι, με έκανε να αναρωτιέμαι αν η εξουσία είχε όντως εξαφανιστεί σε αυτά τα αυτό-οργανωμένα συστήματα, ή αν απλά είχε μεταμορφωθεί. Γινόμαστε ευτυχισμένα εξαρτήματα σε συστήματα-και η δουλειά μας είναι να διατηρούμε τα συστήματα αυτά σταθερά.» 1

1 All Watched Over By Machines of Loving Grace, Part 1 of 3. 2011. [Φιλµ] Σκηνοθεσία: Adam Curtis. s.l.: BBC.

26


27


28


(

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: ΑΠΌ ΤΟΥΣ ‘HIPPIES’ ΣΤΟΥΣ ‘HACKERS’

Η πολιτιστική και πολιτική κρίση η οποία έπληττε μεγάλα κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας στον απόηχο του πολέμου του Βιετνάμ, δεν θα μπορούσε να αφήσει αλώβητη την κοινότητα της επιστήμης των υπολογιστών. Ο αδιαμφισβήτητος ενθουσιασμός των 1960s για την ψυχροπολεμική επιστήμη συστημάτων, είχε αρχίσει να φθίνει στη δεκαετία του 1970, καθώς τα υπολογιστικά συστήματα δεν φαίνονταν να οδηγούν στον αποτελεσματικό έλεγχο του χάους που υπόσχονταν1. Όπως αποδεικνύουν ιστορίες της εποχής 2, σημαντική μερίδα μηχανικών και επιστημόνων των υπολογιστών είχαν επηρεαστεί από πολιτικά ρεύματα συσχετιζόμενα με την αντικουλτούρα της εποχής. Το 1972 ο Stewart Brand καλείται από το Rolling Stone Magazine να επισκεφτεί το ερευνητικό κέντρο PARC της Xerox στο Palo Alto της Καλιφόρνια. Στο άρθρο του με τίτλο “Spacewar: Fanatic life and Symbolic Death among the Computer Bums”, παρατηρεί έκθαμβος προγραμματιστές με μακριά μαλλιά και σανδάλια -αντί για γραβάτες και πουκάμισα- να αναπτύσσουν τους πρώτους πραγματικά διαδραστικούς υπολογιστές, όπως τους ξέρουμε σήμερα, με γραφικά περιβάλλοντα διεπαφής, παράθυρα, ποντίκια, και δυνατότητες δικτύωσης.3 Τη στιγμή που η διοίκηση της Xerox 4, αντιμετώπιζε τους υπολογιστές ως εργαλεία ελέγχου ανθρώπων και συμβάντων από απόσταση, η γενική ροπή της έρευνας στο PARC, έγραφε ο Brand, ήταν «μακριά από το γιγάντιο και το κεντρικό, προς το μικρό και το προσωπικό, προς την κατεύθυνση της μέγιστης υπολογιστικής δύναμης στα χέρια οποιουδήποτε ατόμου τη θέλει.» 5 Το φαντασιακό εντός του οποίου οι ερευνητές της Xerox ανέπτυσσαν τους υπολογιστές του μέλλοντος, δεν ήταν αυτό ενός εταιρικού στελέχους, ενός ολιστικού ‘Εμπεριστατωμένου Σχεδιαστή’ ο οποίος εποπτεύει μια γιγάντια επιχείρηση. Ήταν, αντιθέτως, το φαντασιακό απελευθερωμένων χρηστών, οι οποίοι πετυχαίνουν τους προσωπικούς τους στόχους με έναν διαδραστικό υπολογιστή υπό τον απόλυτο έλεγχό τους.

1 Παρά τις πολυετείς κρατικές επενδύσεις σε συμβούλους και υπολογιστικά συστήματα, η εγκληματικότητα και οι αναταραχές αυξάνονταν αντί να μειώνονται, και η ιδέα ότι οι υπολογιστές ίσως να ήταν το κατάλληλο εργαλείο τιθάσευσης της χαοτικής πολυπλοκότητας της αστικής ζωής, φαινόταν ολοένα και πιο αφελής. Streeter, T., 2011. The Net Effect, Romanticism, Capitalism, and the Internet. New York and London: New York University Press., σ. 48 2 Οι περισσότερες αφηγήσεις της ιστορίας των υπολογιστών αναφέρονται σε προγραμματιστές του ARPANET που εμφανίζονταν στις συνεδριάσεις του Πενταγώνου με αθλητικά παπούτσια και αντι-πολεμικές κονκάρδες και σε ένα από τα πρώτα μηνύματα που ανταλλάχθηκαν στο ARPANET, το οποίο ερμηνεύεται πως ζητούσε την παραίτηση του Προέδρου Nixon, Ibid, σ. 49 3 Ibid, σ. 49 4 Όπως και ο αμερικανικός στρατός, χρηματοδοτώντας την ίδια περίοδο την ανάπτυξη της πρώτης μορφής διαδικτύου, του ARPANET. 5 Ibid, σ. 44

29


Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, είχαν καταλήξει να συνυπάρχουν ποικίλα -και συχνά αντικρουόμενα- φαντασιακά του «τι είναι» και του «για ποιο πράγμα προορίζεται» ένας υπολογιστής. Από την πλευρά του εταιρικού κόσμου, κυριαρχούσε το όραμα εφαρμογής των αρχών του Τεϊλορισμού στα «γραφεία του μέλλοντος». Ταυτόχρονα, το στρατιωτικό-ακαδημαΪκό σύμπλεγμα φαντασιωνόταν παγκόσμια συστήματα ελέγχου μέσω της πρώτης μορφής διαδικτύου, του ARPANET και πειραματιζόταν με την έννοια της τεχνητής νοημοσύνης. Και όπως είδαμε, σε μερη όπως το PARC, στο πνεύμα του Διαφωτισμού, οι συνεχιστές του Douglas Engelbart1 εξερευνούσαν το εγκυκλοπαιδικό όραμα των υπολογιστών με ορθολογικούς, επιστημονικούς όρους. Σε αυτό το πλαίσιο, μια μικρή κοινότητα από χομπίστες και ερασιτέχνες αναδυόταν, οι οποίοι, πειραματιζόμενοι με την ιδέα της δημιουργικής χρήσης του υπολογιστή για μη-επιστημονικούς σκοπούς, θα εφεύρισκαν τελικά τον προσωπικό υπολογιστή, φέρνοντας επανάσταση στη δομή και τον χαρακτήρα της βιομηχανίας.2 Η διάχυτη αυτή κοινότητα, θα έμενε γνωστή με το γενικό όνομα hackers, και θα συγκεντρωνόταν για πρώτη φορά κάτω από την ίδια στέγη χάρη στην ιδέα του Stewart Brand για τη διοργάνωση του πρώτου Hacker Conference το 1984. Η εστίαση μας δεν στρέφεται, εντούτοις, στην ιστορική εξέλιξη αυτών των τεχνολογιών, αλλά στο θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλλιεργήθηκαν. Ένα πλαίσιο το οποίο συγκέντρωνε ιδέες όπως η απελευθέρωση του απλού χρήστη από την δυναστεία των ειδικών, το δικαιώμα πρόσβασης όλων των ανθρώπων στην γνώση και την συνειδητοποίηση ότι οι υπολογιστές, μπορούσαν εκτός από μηχανές ψυχρών υπολογισμών, να είναι και εργαλεία ατομικής έκφρασης και δημιουργικότητας. Ιδέες σαν και αυτές καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτήρα τόσο του προσωπικού υπολογιστή όσο και του Διαδικτύου, διατρέχoντας τα σύγχρονα παραδείγματα διαδικτυακών πλατφορμών σχεδιασμού. Κεντρικό ρόλο εντός αυτής της κοινότητας, έπαιξε ο οραματιστής θεωρητικός Ted Nelson, καταφέρνοντας να αρθρώσει την εμπειρία της χρήσης των υπολογιστών με όρους αντικουλτούρας. Προσφέροντας μια εναλλακτική κοσμοθεωρία του ποιος ήταν εκείνος που χρησιμοποιούσε και έφτιαχνε έναν υπολογιστή, διέσπειρε σε μια ευρεία κοινότητα νέων προγραμματιστών, την ιδέα πως οι υπολογιστές είναι δημιουργικές μηχανές οι οποίες επιτρέπουν την προσωπική έκφραση 3. Ήταν πιθανώς ο πρώτος που πρότεινε καθαρά, πως η υπολογιστική εικονικότητα, πιθανώς και να ήταν μια εκστατικά απολαυστική δραστηριότητα.4 1 Στις 9 Δεκεμβρίου του 1968, ο Douglas Engelbart παρουσίασε ζωντανά σε ένα έκθαμβο ακορατήριο προγραμματιστών και μηχανικών στο San Fransisco το πλήρες υπολογιστικό συστήμα oN-Line System (NLS). Η 90λεπτη παρουσίαση αυτή, την οποία βιντεοσκοπούσε ο Stewart Brand, θα έμενε στην ιστορία ως «Mother of All Demos” («Μητέρα όλων των Παρουσιάσεων). Το NLS στην ουσία διέθετε όλα τα θεμελιώδη στοιχεία που θεωρούμε δεδομένα στους συγχρονους υπολογιστες: παράθυρα, hypertext, γραφικά, δυνατότητες βιντεοκλήσης, το ποντικί, επεξεργασία κειμένου, δυναμική σύνδεση αρχείων και ένα σύστημα συνεργατικής εργασίας σε πραγματικό χρόνο. O Engelbart ήταν ο πρώτος που παρουσίασε όλα αυτά τα στοιχεία συνδυασμένα σε ένα σύστημα. https://en.wikipedia.org/wiki/The_Mother_of_All_Demos 2 Streeter, T., 2011. The Net Effect, Romanticism, Capitalism, and the Internet. New York and London: New York University Press., σ. 65 3 Ibid, σ. 65 4 Ibid, σ. 58

30


Εικόνα 9. Εξώφυλλο Dream Machines (1974). «ΜΗΧΑΝΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ- Νέες Ελευθερίες Μέσω της Οθόνης του Υπολογιστή»

31


COMPUTER LIB/ DREAM MACHINES Με το κίνημα των Νέων Κομμουναλιστών να βρίσκεται σε παρακμή, ο Ted Nelson1 εκδίδει το 1974 το βιβλίο Computer Lib/ Dream Machines, αυτό που ο Steven Levy θα ονόμαζε μια δεκαετία αργότερα «το έπος της επανάστασης των υπολογιστών, η βίβλος του χάκερ » 2. Μεταφέροντας το ύφος και την παιγνιώδη αντιδραστικότητα του Whole Earth Catalog στον κόσμο των υπολογιστών, τo Computer Lib/Dream Machines, παρουσίαζε στον αναγνώστη «μια πανοπλία πραγμάτων και ονείρων». Ο χαοτικός αυτός κατάλογος-μανιφέστο, ασκώντας πρωτοφανή επιρροή στους μικρούς, ενεργητικούς κύκλους των ανθρώπων που ασχολούνταν τότε με τους υπολογιστές, έμελλε να δημιουργήσει βαθείς 3 και μακρόχρονους συσχετισμούς ανάμεσα στη διάδραση με έναν προσωπικό υπολογιστή και του φαντασιακού του απελευθερωμένου χρήστη.

Λέγοντας Computer Lib εννοώ πολύ απλά: το να κάνεις τους ανθρώπους πιο ελεύθερους μέσω των υπολογιστών. Αυτό ειν’ όλο. Ο αναγνώστης μπορούσε να βρεί στις σελίδες του Computer Lib/Dream Machines μαθήματα προγραμματισμού, αφοριστικές κριτικές ή θριαμβευτικά εγκώμια βιβλίων και προσώπων του χώρου, καθώς και τις τελευταίες συναρπαστικές εξελίξεις στον τομέα των πολυμέσων. Η πραγματική σημασία όμως του Computer Lib, βρισκόταν στο αιχμηρό και πολεμικό «μινιφέστο» 4 του Nelson εναντίον του Επαγγελματισμού και του αποκρυφισμού που παρατηρούσε ότι χαρακτηρίζε του κύκλους των Ειδικών στους υπολογιστές. Με ευθύ και προσιτό ύφος, απευθυνόμενος στον αναγνώστη σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, διακηρύσσει από την πρώτη σελίδα:

“Το χάσμα ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στους ανθρώπους των υπολογιστών διευρύνεται γρήγορα και επικύνδυνα. ΟΛΟΙ ΘΑ ΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ.» Θεωρώντας τους υπολογιστές απαραίτητο και απολαυστικό κομμάτι της ζωής, όπως το φαγητό και τα βιβλία, προειδοποιεί για τους κινδύνους του υπολογιστικού αναλφαβητισμού. Θέτει στον πυρήνα της ρητορικής του το ζήτημα της ανισομερούς κατανομής της γνώσης ανάμεσα στις κλειστές «κλίκες» των Ειδικών και του απλού κόσμου. Στόχος του δεν είναι οι ειδικοί εν γένει, αλλά οι ειδικοί εκείνοι, οι οποίοι θυμίζοντάς μας τους “gatekeepers” του Peter Burke, προσπαθούν να ανακόψουν τη διάχυση της γνώσης προς το ευρύ κοινό, προκειμένου να διατηρήσουν τη θέση ισχύος τους:

«Η γνώση είναι δύναμη και γι’αυτό τείνει να συσσωρεύται. Οι ειδικοί σε οποιοδήποτε πεδίο, σπάνια θέλουν να καταλαβαίνει ο απλός κόσμος αυτό 1 Ο οποίος μεταξύ άλλων εφηύρε τους όρους hypertext και hyperlink. 2 Levy, S., 1984. HACKERS: Heroes of the Computer Revolution. New york: Dell Publishing., σ. 137 3 «Το βιβλίο αυτό (Computer Lib) έχει χαρακτηριστεί με κάθε σοβαρότητα ως το πιο σημαντικό βιβλίο στην ιστορία των νέων μέσων” Streeter, T., 2011. The Net Effect, Romanticism, Capitalism, and the Internet. New York and London: New York University Press., σ. 57 4 «Further the popular superstitions about computers must be fought—the myths that they are mechanistic, scientific, objectve or independent of human intent and contemlative involvement. Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now; Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published. σ. 58

32


Εικόνα 10. Εξώφυλλο Computer Lib (1974). « Μπορείς και πρέπει να καταλάβεις τους υπολογιστές ΤΩΡΑ»

33


που κάνουν και γενικά τους αρέσει να αποπαίρνουν τους ανθρώπους. Είναι επιτακτικό για πολλούς λόγους να σφραγιστεί το αποκρουστικό αυτό κενό μεταξύ του κοινού και του ειδικού στους υπολογιστές. Η κηδεμονία του υπολογιστή δεν μπορεί πια να αφήνεται στα χέρια ενός ιερατείου. Αυτό το βλέπω ως ακόμα ένα παράδειγμα των δεινών του Επαγγελματισμού, του ελέγχου της κοινωνίας από κλίκες ειδικών. Με κανένα τρόπο δεν καταδικάζω του ανθρώπους των υπολογιστών εν γένει. (Μόνο εκείνους που δεν θέλουν να μάθεις το τι συμβαίνει)» 1 Αντανακλώντας την ιδέα του John Von Neumann για τον υπολογιστή ως «All-Purpose Machine» 2, καταρρίπτει τους μύθους και της προκαταλήψεις της «ψυχρής, άσπιλης, αποστειρωμένης, επιστημονικής, καταπιεστικής μηχανής» 3: Οι υπολογιστές είναι κενοί καμβάδες, ευέλικτα, γενικά πολυεργαλεία, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το οτιδήποτε, με οποιοδήποτε τρόπο, από τον οποιονδήποτε. Όπως ακριβώς ο Stewart Brand, μέσω του Whole Earth Catalog προσέφερε στον κάτοικο του κοινοβιακού καταυλισμού, εργαλεία για να χτίσει τον δικό του μικρο-πολιτισμό στην ύπαιθρο, ο Nelson αντιμετωπίζει τους υπολογιστές ως εργαλεία· εργαλεία πνευματικής δημιουργίας και διασκέδασης.4

«Είναι παιχνίδια, είναι εργαλεία, είναι λαμπρές αφαιρέσεις. Άρα αν σου αρέσει η πνευματική δημιουργία, τα τρενάκια ή οι αφαιρέσεις, οι υπολογιστές είναι για σένα.» Οι υπολογιστές αποτελούν για τον Nelson, “Thinkertoys”, παιχνίδια τα οποία «σε βοηθούν να φανταστείς πολύπλοκες εναλλακτικές».5 Μέσα από την ευρεία χρήση μικρών προσωπικών υπολογιστών με διαδραστική οθόνη 6 και κατάλληλα προγράμματα πίσω από αυτήν, θα μπορούσε κανείς να γράφει κείμενα, να απολαμβάνει και να δημιουργεί πολυμέσα, να επικοινωνεί με άλλους, να παίζει παιχνίδια, ακόμα και να ασχολείται με την αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό.7 Ιδιαίτερη θέση στο Dream Machines του Nelson καταλαμβάνουν οι τελευταίες εξελίξεις στον τομέα των τρισδιάστατων γραφικών, της φωτορεαλιστικής απεικόνισης και του κινουμένου σχεδίου. Μέσω του υπολογιστή, μπορούσε κανείς να φτιάχνει τους φανταστικούς του κόσμους, τα φανταστικά του σενάρια, να σχεδιάζει το μέλλον.

1 Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now; Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published. σ. 2 2 On the contrary, COMPUTERS HAVE NO NATURE AND NO CHARACTER, save that which has been put into them by whoever is creating the program for a particular purpose. Computers are , unlike any other piece of equipment, perfectly BLANK. And that is how we have projected on it so many different faces . Ibid, p.10 3 Ibid, σ.2 4 Ibid, σ.3 5 Ibid, σ.77 6 «Αν δεν έχεις δει διαδραστική οθόνη υπολογιστή, απλά δεν έχεις ζήσει.” Ibid, σ.21 7 Ο Nelson εκθειάζει το πρόγραμμα SKETCHPAD του Ivan Sutherland, το πρώτο ψηφιακό πρόγραμμα σχεδιασμού. (1968) Ibid, σ.23

34


Αν η αρχιτεκτονική, τα βιβλία, οι ταινίες,η μουσική χαρίζουν σε όλους μας συναισθηματικές φορτίσεις, αντίστοιχες συγκινήσεις, κατά τον Nelson, μπορούσε να αντλήσει κανείς μέσα από τη διεπαφή με έναν προσωπικό υπολογιστή1. Οι υπολογιστές θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο: θα μπορούσαν να μετατρέψουν το σχολείο-φυλακή, σε κάτι που ενθουσιάζει τους μαθητές· να δωσουν στους ερευνητές πληρη και άμεση πρόσβαση σε όλα τα γραπτά του κόσμου, παρουσιάζοντάς τα με νέες και πολύπλοκες μορφές· να επιτρέψουν τους ανθρώπους να παίξουν με τη φαντασία τους, επεκτείνοντας το πνεύμα τους. Θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν όλους μας να σκεφτούμε σε πολύ βαθύ επίπεδο σχετικά με πολύπλοκες και σοβαρές εναλλακτικές με τις οποίες βρισκόμαστε απειλητικά αντιμέτωποι:2

«Αν σε ενδιαφέρει η δημοκρατία και το μέλλον της, καλά θα κάνεις να καταλάβεις τους υπολογιστές. Και αν σε απασχολεί η εξουσία και ο τρόπος που χρησιμοποιείται –και ποιόν δεν τον απασχολεί πλέον-, ισχύει το ίδιο.» Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η γνώση γύρω από αυτούς να απελευθερωθεί από τα δεσμά των επαγγελματιών και να γίνει κοινό κτήμα. Μονο ετσι θα μπορουσε ο οποιοσδηποτε από μας να παψει να υφίσταται τις αυθαιρετες –και συχνά λανθασμένες- επιλογές των επαγγελματιών προγραμματιστών και να καταφέρει να χρησιμοποιήσει τον προσωπικό του υπολογιστή με τους δικους του ορους. Ο κόσμος των υπολογιστών, «το πιο τρελό πράγμα που έχει ποτέ συμβεί» 3, ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα και σε κάθε άτομο ξεχωριστά.

1 The same is going to happen with the new media. To work at a highly responsive computer display screen, for instance, can be deeply exciting, like flying an airplane through a canyon, or talking to somebody brilliant. 2 Ibid, σ.3 3 Ibid, σ.3

35


Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ Ο Ted Nelson, πραγματοποιεί ρητά μια πολύ σημαντική διάκριση ανάμεσα στον επαγγελματία των υπολογιστών, αυτόν που χρησιμοποιεί με απόστασιοποιημένο τρόπο των υπολογιστή ώς μέσο για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού, και τον θιασωτή ή φανατικό των υπολογιστών, ο οποίος χρησιμοποιεί τους υπολογιστές ως αυτοσκοπό, για την αυθεντική απόλαυση την οποία του χαρίζει η διάδραση μαζί τους.

«Με αυτό το βιβλίο σταματώ να αποκαλώ τον εαυτό μου ειδικό των υπολογιστών. Είμαι φανατικός των υπολογιστών, και το’ χω βάλει στόχο να σε κάνω και σένα έναν […] Ο φανατικός των υπολογιστών είναι κάποιος ο οποίος εκτιμά τις επιλογές, τη διασκέδαση, τον ενθουσιασμό και τη διαβολική γοητεία των υπολογιστών. Όχι μόνο έχουν πλάκα από μόνοι τους, όπως τα ηλεκτρικά τραινάκια, αλλά επίσης επεκτείνουν τους ορίζοντες σου με μια ευρεία ποικιλία προσωπικών χρήσεων» Σε αντίθεση με τον επαγγελματία, ο οποίος περιμένει από τη μηχανή το προβλέψιμο αποτέλεσμα, τον απόλυτο έλεγχο μιας διαδικασίας, ο φανατικός των υπολογιστών παίζει μαζί τους σαν να παίζει με ένα κομμάτι πηλού, περιμένει εκπλήξεις, περιμένει από τον υπολογιστή να του ερεθίσει την φαντασία. Είναι ένας δημιουργός με όλη την έννοια της λέξης.

«Για κάποιο λόγο είναι διαδεδομένη η ιδεά πως οι υπολογιστικές δραστηριότητες είναι μη-δημιουργικές, σε σύγκριση, για παράδειγμα, με την αγγειοπλαστική. Αυτό είναι κατηγορηματικά λάθος. Οι υπολογιστές εμπλέκουν τη φαντασία και τη δημιουργία σε ύψιστο βαθμό.» 1 Αποδεικνύοντας ότι η χρήση του υπολογιστή θα μπορούσε να είναι παιγνιώδης, εκφραστική, ακόμα και επαναστατική, ο Nelson παρουσίαζε την επαφή με τον υπολογιστή ως αυτοσκοπό, και όχι απαραίτητα ως μέσο επίτευξης κάποιου συγκεκριμενου στόχου. Αυτος ο παιγνιώδης χαρακτηρας του μέσου και η ακαθοριστία του σκοπού κατασκεύαζε κατά τον Streeter μια ηρωική-επαναστατική ταυτότητα.2 Οι υπολογιστές δεν θα ηταν πια απρόσωπες, λογικές μηχανες για συγκεντρωτικές γραφειοκρατίες, για την Τέυλορ-οποίηση του γραφείου ή για τη νίκη πυρηνικών πολέμων. Θα ήταν μηχανές συνδυασμένες με την ατομική μοναδικότητα, το απρόβλεπτο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, την προσωπική έκφραση. Θα ηταν προσωπικές μηχανές, προσωπικοίκαι όχι απρόσωποι- υπολογιστές,3 οχήματα για παθιασμένη εξερεύνηση και έκφραση. O Nelson εξέφραζε επίσης έντονη δυσπιστία για τους επιστήμονες της τεχνητής νοημοσύνης, αποκαλώντας τους “God Builders”. Για εκείνον, ο υπολογιστής δεν ηταν μια μηχανή η οποία μπορεί –ή θα ‘πρεπε να μπορεί- να διαβάζει τη σκέψη μας, ένας μάγος «wizard» ο οποίος δρά 1 Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now; Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published. σ. 3 2 Streeter, T., 2011. The Net Effect, Romanticism, Capitalism, and the Internet. New York and London: New York University Press. σ. 68 3 Ibid, σ. 63

36


αυτόνομα με κρυφούς και ακατανόητους τρόπους, αλλα ενα εργαλειο ή παιχνίδι το οποιο οι ανθρωποι κατανοούν πλήρως και το χρησιμοποιούν για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους- ενα dream machine 1 Παρουσιάζοντας τους υπολογιστές ως μηχανές ονείρων για τον καθένα μας, ο Nelson προσέδωσε ουσιαστικά ένα νέο κοινωνικό νόημα στην χρήση του υπολογιστή. Έπλασε ένα νέο όραμα του τι σημαίνει να κάθεται κανείς πίσω από μια οθόνη υπολογιστή και ποιος είναι καθώς το κάνει, μια νέα ιδέα του εαυτού σε συσχετισμό με τους υπολογιστές. Κατασκεύασε τη νέα ταυτότητα του ατόμου που ασχολείται με τους υπολογιστές, πραγματοποιώντας μια αλλαγή παραδείγματος, απο τον ψυχρό γραφειοκράτη ορθολογιστή επιστήμονα, σε αυτό που ο Streeter ονομάζει «ρομαντική περσόνα, ηρωικό άτομο των ποιημάτων του λόρδου βύρωνα». 2

1 Ibid, σ. 59 2 Ibid, σ. 63

37


ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ: ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΞΕΧΑΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ

)

Τον Απρίλιο του 19771, ο Ted Nelson, εγκαινίασε την έκθεση West Coast Computer Faire στο San Fransisco με την ομιλία του «Αυτά τα Αξέχαστα Επόμενα Δύο Χρόνια»2 :

“Να ‘μαστε λοιπόν, στην αυγή ενός νέου κόσμου. Οι μικροί υπολογιστές πρόκειται να αναπλάσουν την κοινωνία μας, και το ξέρετε.” Στα χρόνια που ακολούθησαν, το Computer Lib/ Dream Machines διαβάστηκε από χιλιάδες νέους προγραμματιστές προσφέροντας τους μια νέα αντίληψη του εαυτού τους. Σύμφωνα με τον Steven Levy, o Ted Nelson, αντιμετωπιζόταν από τις κοινότητες των hackers περίπου ως ευγενής. Εντός αυτών των κοινοτήτων, ένας άγραφος κώδικας είχε αναδυθεί, ένας επτάλογος τον οποίο ο Levy ονόμαζε Hacker Ethic:

• Η πρόσβαση στους υπολογιστές και σε οτιδήποτε άλλο μπορεί να σε διδάξει κάτι για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, πρέπει να είναι απεριόριστη και απόλυτη. • Όλη η πληροφορία πρέπει να είναι ελεύθερη. • Δείξε δυσπιστία στην Αυθεντία, προώθησε την αποκέντρωση. • Οι Χάκερς πρέπει να κρίνονται από αυτά που φτιάχνουν, όχι από άκυρα κριτήρια όπως πτυχία, ηλικία, φυλή ή κοινωνική τάξη. • Μπορείς να δημιουργήσεις τέχνη και ομορφιά σε έναν υπολογιστή. • Οι υπολογιστές μπορούν να αλλάξουν τη ζωή σου προς το καλύτερο. • Όπως το λυχνάρι του Αλαντίν, μπορείς να βάλεις τον υπολογιστή να πραγματοποιήσει τις ευχές σου. Οι κοινότητες αυτές, επρόκειτο να συμβάλλουν τα μέγιστα στη διαμόρφωση όχι μόνο των τεχνικών, αλλά και των φιλοσοφικών θεμελίων του σύγχρονου τεχνολογικού παραδείγματος. Το 1985, ο Stewart Brand θα αναγνώριζε στο πρόσωπο αυτής της κοινότητας, τους γνήσιους συνεχιστές της αντι-κουλτούρας των sixties, τους νέους πιονέρους του τεχνολογικού Αμερικάνικου Ονείρου:

“Νομίζω πως οι hackers, αυτοί οι αφοσιωμένοι, καινοτόμοι, ασεβείς προγραμματιστές, είναι το πιο ενδιαφέρον και δραστικό σώμα διανοούμενων από την εποχή των θεμελιωτών του Συντάγματος των ΗΠΑ… Καμία άλλη ομάδα από αυτές που έχω γνωρίσει, δεν έχει κατορθώσει να απελευθερώσει μια 1 Πέντε χρόνια αργότερα, το 1982, το περιοδικό Time θα ονόμαζε τον υπολογιστή «Πρόσωπο της Χρονιάς» 2 Streeter, T., 2011. The Net Effect, Romanticism, Capitalism, and the Internet. New York and London: New York University Press. σ. 67

38


τεχνολογία. Όχι μόνο το έπραξαν, βρισκόμενοι αντιμέτωποι με την ενεργητική αδιαφορία της εταιρικής Αμερικής, αλλά η επιτυχία τους εξανάγκασε τελικά την εταιρική Αμερική να υιοθετήσει το στυλ τους. Αναδιοργανώνοντας την Εποχή της Πληροφορίας γύρω από το άτομο, μέσω των προσωπικών υπολογιστών, οι hackers, μπορεί κάλλιστα να έσωσαν μόλις την Αμερικανική οικονομία… Η πιο ήσυχη από όλες τις αντι-κουλτούρες των 60’s, αναδύθηκε ως η πιο καινοτόμα και ισχυρή…” 1 Εντούτοις, η πορεία από τις ριζοσπαστικές αυτές μετατοπίσεις της σκέψης, μέχρι το σύγχρονο διαδικτυακό παράδειγμα, είναι μεγάλη, πυκνή και μη-γραμμική. Αναγνωρίζουμε όμως στο σύγχρονο ιδεώδες του «απελευθερωμένου» χρήστη σχεδιαστικών πλατφορμών, τη φιλοσοφία του Ted Nelson για το ποιος είναι αυτός που κάθεται πίσω από έναν διαδραστικό προσωπικό υπολογιστή. Αναγνωρίζουμε την σκιά της ηρωικής απελευθερωμένης φιγούρας του Computer Lib, η οποία είχε όπως είδαμε πρωτοφανή επιρροή στους ανθρώπους εκείνους, που θα δημιουργούσαν το νέο υπολογιστικό παράδειγμα. Η προσέγγιση του Nelson σχετικά με την απελευθέρωση του χρήστη μέσω των υπολογιστών και την ανάγκη απαλλαγής από τον πατερναλιστή ειδικό, μας οδηγεί σε παραλληλισμούς με αντίστοιχες αρχιτεκτονικές αφηγήσεις οι οποίες εκφράζονταν την ίδια εποχή. Από διαφορετικές σκοπιές ο καθένας, οι πρωταγωνιστές αυτών των αφηγήσεων προσπάθησαν μέσω διαφορετικών τεχνολογικών φαντασιακών να φέρουν στο κέντρο της σχεδιαστικής διαδικασίας το χρήστη, ασκώντας ταυτόχρονα έντονη κριτική στον επαγγελματία αρχιτέκτονα. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ή η υπολογιστική λογική, αποτελούσαν πολύτιμα εργαλεία αυτής της επιδίωξης. Υπολογιστικές και αρχιτεκτονικές αφηγήσεις απελευθέρωσης του χρήστη, συμπλέκονται τελικά με τρόπους μη ντετερμινιστικούς, στο σύγχρονο διαδικτυακό παράδειγμα εκδημοκρατισμού του σχεδιασμού, το οποίο εκφράζεται με πληθώρα λιγότερο ή περισσότερο πειραματικών εργαλείων. Και παρότι αδυνατούμε να εξηγήσουμε αν και πως το Whole Earth Catalog του Stewart Brand, το Computer Lib του Ted Nelson, το Flatwriter του Yona Friedman, τα Patterns του Christopher Alexander ή το URBAN5 του Nicholas Negroponte οδήγησαν στα σύγχρονο παράδειγμα σχεδιασμού, εντοπίζουμε σίγουρα μέσα σε αυτό, όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, κομμάτια από όλες αυτές τις θεωρίες.

1 Brand, S., 1985. Keep Designing:How the Information Society Is Being Created and Shaped by the Hacker Ethic. Whole Earth Review 46, 21 May, σσ. 44-55.

39


40


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο “ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ” ΕΙΔΙΚΟΣ Yona Friedman και Christopher Alexander

41


YONA FRIEDMAN Για μια ορθολογική, δημοκρατική αρχιτεκτονική

“ Simple technology might be what you need. [...] A meal, a dress, a house, a cooking pot, a shoe (things which are indispensable for survival) are of better quality if produced by simple technology, and, besides, it is sometimes a pleasure to make them by yourself. […] To build a house, to make a dress, to cook a meal, much knowledge is necessary. You already possess this knowledge: You are a highly skilled technician of simple technology. (even if some complementary information about innovations and improvements could be useful to you) [...] You know how to do it, you have easily the tools you need, and you can use inexpensive materials. Even more important: You have the time to do it. Ιt is easier to make what you need than to buy (for cash that you lack) products of sophisticated technology, which don’t serve your survival. Our first goal should be to satisfy our needs, with simple technology, if possible. Thus we can be independent of machines, of investment, of specialists. Nobody serves you as well as you can do yourself. Simple techniques are reliable. A final advice: Have confidence in your abilities and in your knowledge. Complete your knowledge in simple technology as often as you can. If you use simple techniques, you will be more sure to have enough to eat. To have a roof for yourself, and a satisfied family, a distinguished life. “ (Friedman, 2008) 42


Εικόνα 11. « Η απλή τεχνολογία ίσως και να είναι αυτό που χρειάζεσαι»

Εικόνα 12. « Ήδη κατέχεις αυτή τη γνώση: Είσαι ένας εξειδικευμένος τεχνικός απλών τεχνολογιών»


HOW-TO ΓΙΑ ΦΤΩΧΟΥΣ Μεταξύ 1970-1980, ο Γάλλος αρχιτέκτονας Yona Friedman, 15 χρόνια μεγαλύτερος και με πολύ διαφορετικές καταβολές από τον Stewart Brand, πειραματίζεται -συνεργαζόμενος με την UNESCO και τα Ηνωμένα Έθνη- με την ιδέα της χρήσης μιας λιτής και εύληπτης οπτικής γλώσσας για τη μετάδοση αρχιτεκτονικών και οικοδομικών γνώσεων σε απλούς ανθρώπους και παιδιά. Το 1980 εκδίδει τελικά με τη χορηγία της Ινδικής κυβέρνησης επι Ίντιρα Γκάντι την Λαϊκή Εγκυκλοπαίδεια Επιβίωσης (Popular Encyclopedia for Survival), ένα σύνολο πάνω από 100 διαφορετικών εγχειριδίων επιβίωσης για κατοίκους υποβαθμισμένων περιοχών, τα οποία μέχρι το 1992 είχαν διανεμηθεί σε πάνω από 30 χώρες και είχαν διαβαστεί από περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους. Στα εγχειρίδια αυτά, εξηγεί με απλό τρόπο στους φτωχούς κατοίκους της υπαίθρου τις απαραίτητες τεχνικές για βελτίωση της καθημερινής τους ζωής. Αναλύει μεθόδους εύρεσης, καλλιέργειας και μαγειρέματος τροφής, διαχείρισης υδάτων και καλλιεργειών, παραγωγής και χρήσης ενέργειας, χτισίματος καταλυμάτων, αντιμετώπισης καταστροφών, κανόνες υγιεινής κ.α. Ξεκινώντας από θεμελιώδεις, σχεδόν υπαρξιακές έννοιες φτάνει να προτείνει πρακτικές οικοδομικές επιλύσεις καθημερινών προβλημάτων. Μιλάει για καθολικές αναγκαιότητες της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη Γη και της προσπάθειας του για επιβίωση σε έναν κόσμο όπου η μη αφθονία ύλης & ενέργειας και τα στοιχεία της φύσης είναι τα μόνα δεδομένα. Ο Friedman αντιμετώπιζε την Εγκυκλοπαίδεια του ως πίνακα αναφορών για όλη την κοινότητα, ως επικοινωνιακό εργαλείο διασποράς βασικών γνώσεων ύπαρξης πάνω στον πλανήτη: “Στην Ινδία τα βιβλία είχαν 10 εκατομμύρια αναγνώστες. Όχι κι άσχημα. Είναι μια αυτο-διαδιδόμενη τεχνική. Δεν χρειάζεται να τυπώσεις ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Είναι μια επικοινωνιακή τεχνική. Το Διαδίκτυο κάνει το ίδιο πράγμα, παρεμπιπτόντως.” Οι φτωχές κοινότητες του Τρίτου Κόσμου θα μπορούσαν να αγοράσουν ένα μόνο βιβλίο, και να καρφιτσώσουν τις σελίδες του σε έναν τοίχο ωστε η Εγκυκλοπαίδεια να γίνει κοινόχρηστη. Τα πιο έμπειρα μέλη της κοινότητας θα μπορούσαν να συμπληρώνουν τις συμβουλές του Friedman και η γνώση θα αναπαραγόταν απο στόμα σε στόμα και από χέρι σε χέρι. Λειτουργώντας ως «ευγενικός» ειδικός, παρέδιδε στους φτωχούς πληθυσμούς ένα πλήρες εγχειρίδιο τεχνικών γνώσεων, εκφρασμένων με εύληπτο και αφηγηματικό τρόπο και έπειτα υποχωρούσε, ελπίζοντας πως η γνώση αυτή θα τους βοηθήσει να δομήσουν ένα αξιοπρεπές περιβάλλον. Η ολιστική αντιμετώπιση του Friedman όσον αφορά την ύπαρξη του ανθρώπου σε αρμονία και συνεργασία με τα στοιχεία της φύσης, γεννά συσχετισμούς με το πνεύμα και τη φιλοσφία του Whole Earth Catalog. Τόσο ο Friedman, όσο και ο Brand, ο καθένας μέσω του προσωπικού του επικοινωνιακού εργαλείου, παροτρύνουν τους αναγνώστες τους να φτιάχνουν πράγματα με τα χέρια τους, να έχουν πίστη στις ατομικές τους ικανότητες και γνώσεις και να νιώθουν πε-

44


ρήφανοι για τη διαφορετικότητά τους και τα δημιουργήματά τους. Τους καθοδηγούν προς την ολιστική κατανόηση της φύσης και των κανόνων της και τη χρήση αυτών προς όφελος τους.

Εικόνα 13. Περιγραφή διαδικασίας κατασκευής θόλου από εύκαμπτα κλαδιά δέντρων.

Λειτουργώντας ως «knowledge brokers» 1 του Peter Burke, θεωρούν καθήκον τους να ανοίξουν την πρόσβαση σε εξαιρετικά χρήσιμα και θεμελιώδη γνωσιακά “εργαλεία”, τα οποία θα έπρεπε να είναι κτήμα του καθενός μας, στην κατεύθυνση μιας πιο αυτόνομης και αυθεντικής ζωής. Εντούτοις σημαντικές διαφορές προκύπτουν τόσο όσον αφορά το υποκείμενο των δύο αυτών αφηγήσεων, όσο και τη σχέση αυτού του υποκειμένου με τα προϊόντα της βιομηχανίας. Ο άν1 Burke, P., 2012. A Social History of Knowledge II, From the Encyclopedia to Wikipedia. Cambridge: Polity Press.

45


θρωπος του Friedman, εξαιρετικά φτωχός, άνεργος και άστεγος, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αφιλόξενο παρθένο τοπίο-tabula rasa. Αυτό το περιβάλλον, είναι η μόνη του κληρονομιά, στην οποία καλείται αναπόφευκτα να προσαρμοστεί κατασκευάζοντας μόνος του από το μηδέν τα απαραίτητα για μια αξιοπρεπή ζωή. Ο άνθρωπος του Brand, από την άλλη, Δυτικός, μορφωμένος και σχετικά προνομιούχος, σύγχρονος “πιονιέρος” και Ινδιάνος ταυτόχρονα, αυτοεξορίζεται από επιλογή στην Αμερικανική ύπαιθρο προς αναζήτηση μιας Ανατολικής εσωτερικότητας, μιας πιο αυθεντικής ζωής μακριά από τις γραφειοκρατικές, ισοπεδωτικές για το άτομο νόρμες της ψυχροπολεμικής κοινωνίας. Αν το Whole Earth Catalog, έφερνε τους χίπηδες σε επαφή με τα σημαντικά τεχνολογικά προϊόντα της εποχής, νομιμοποιώντας στις σελίδες του τον συγκερασμό δύο διαφορετικών κόσμων, τα manuals έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Ο Friedman δεν φέρνει τους αναγνώστες του σε επαφή με καταναλωτικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας όπως ο Brand. Δεν κάνει αναφορές σε σύγχρονες ελπιδοφόρες ανακαλύψεις και εφευρέσεις, αλλά αντιθέτως, μιλάει για τα απλά διαχρονικά πράγματα που επέτρεψαν στον άνθρωπο να ζει για χιλιετίες χωρίς ηλεκτρισμό και νεωτερικότητες. Καλεί τους αναγνώστες του να ζήσουν λιτά, προτείνοντας την απαγκίστρωση από περίπλοκα και περιττά βιομηχανικά προϊόντα για εύπορους τα οποία απλώς προσφέρουν ανέσεις. Απέναντι στον τεχνολογικό ηδονισμό των Νέων Κομμουναλιστών, τα εγχειρίδια του Friedman μοιάζουν να προωθούν μια τεχνολογική λιτότητα. Τα manuals του Friedman, μολονότι ξεχωρίζουν αναμφίβολα για την πρωτότυπη γραφιστική τους γλώσσα και την αφηγηματική τους απλότητα, δεν προκαλούν εντύπωση ως οδηγοί επιβίωσης αυτοί καθ’ αυτοί. Εξάλλου ο όγκος οδηγών επιβίωσης που εκδόθηκαν στις δεκαετίες 60-70 είναι εντυπωσιακός.1 Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι η ιδεολογία του Friedman σχετικά με το ρόλο του κάτοικου/χρήστη στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος του, η οποία τα διαπνέει. Στο Pro Domo αναφέρει 2: “[...] Η οικονομική σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν αυτο-αποφασιστεί από τον μέσο κάτοικο και η αυτονομία της απόφασης του δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση” Ο Friedman, ως “ευγενικός” ειδικός ή δάσκαλος, θεωρεί χρέος του να εκπαιδεύσει τον μέσο κάτοικο, ώστε εκείνος με τη σειρά του να απόκτήσει τη δυνατότητα να λαμβάνει αυτόνομες απόφάσεις για το περιβάλλον του. Απευθυνόμενος στο δεύτερο ενικό πρόσωπο στον αναγνώστη του, προσπαθεί να τον εμψυχώσει και να τον κάνει να πιστέψει στις ατομικές του δυνατότητες και γνώσεις. Ο καθένας μας μπορεί να λειτουργήσει ως επιστήμονας του μικρόκοσμού του, μέσω του πειραματισμού του σε μια συνεχή διαδικασία δοκιμής και λάθους. […] Για να φτιάξεις ένα σπίτι, να ράψεις ένα φόρεμα, να μαγειρέψεις ένα γεύμα, απαιτείται πολλή γνώση. Ήδη κατέχεις αυτή τη γνώση: Είσαι ένας εξαιρετικά ικανός τεχνικός απλών τεχνολογιών. Κανείς δεν σε εξυπηρετεί τόσο καλά, όσο μπορείς εσύ ο ίδιος. Έχε εμπιστοσύνη στις ικανότητες και στις γνώσεις σου. Φυσικά μπορεί κανείς να απευθύνεται σε εξειδικευμένους τεχνίτες και η εξωτερική πληροφό1 http://letsremake.info/lrm/the-library-of-radiant-optimism/ 2 Friedman, Y., 2006. Pro Domo. Barcelona: Actar., σ. 41

46


ρηση σχετικά με καινοτομίες δεν αποθαρρύνεται, αλλά στην πραγματικότητα ο Friedman προσπαθεί να μας πείσει ότι μπορούμε μόνοι μας να φτιάξουμε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο οτιδήποτε χρειάζεται για να επιβιώσουμε, χωρίς την παρέμβαση των ειδικών, του κράτους, της βιομηχανίας. Θεωρεί πως η μετατροπή σε χρήσιμα αντικείμενα φτηνών υλικών που υπάρχουν σε αφθονία, είναι πλούτος από μόνη της. Ακόμα, θυμίζοντας τον “Τεχνίτη” του R. Sennett, υπενθυμίζει πως απλά ατομικά μας πράγματα, όπως ένα γεύμα, ένα σκεύος, ένα ρούχο, ένα σπίτι, όχι μόνο είναι καλύτερης ποιότητας όταν παράγονται από απλές τεχνολογίες, αλλά επιπλέον, απότελεί συχνά γνήσια απόλαυση το να τα φτιάχνει κανείς μόνος του, έχοντας την ποιότητα ως φυσικό αυτοσκοπό. Στον ιδανικό μέτα-καπιταλιστικό κόσμο τον οποίο προτείνει ο Friedman, τα όρια μεταξύ των επαγγελμάτων εξαφανίζονται, καθώς ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό και την οικογένεια του. Η οικογένεια ως οντότητα, λειτουργώντας όχι πολύ διαφορετικά από το «Καν’ το – Μόνος – Σου» φαντασιακό των Νέων Κομμουναλιστών, είναι ταυτόχρονα καλλιεργητής, σχεδιαστής και χτίστης, ράφτης, μάγειρας, μαραγκός και εφευρέτης 1.

Ανάμεσα στις γενικές συμβουλές του προς τους φτωχούς ανθρώπους της Ινδίας, για δόμηση οικιών και οικισμών με φτηνά φυσικά υλικά, ο Yona Friedman δεν παραλείπει να εισάγει στη Λαϊκή Εγκυκλοπαίδεια το προσωπικό του όραμα για τη μαζική κατοίκηση, μια πραγματοποιήσιμη τεχνολογική-ουτοπία στην οποία ο οποιοσδήποτε γνωρίζει πως να φτιάξει μόνος του τα σημαντικά ή απαραίτητα για αυτόν πράγματα. Η αξία του εξειδικευμένου παραγωγού ενός αντικειμένου, θα ήταν εκ των πραγμάτων υποβαθμισμένη, αφού σημασία θα είχε πλέον για ποιόν είναι φτιαγμένο ένα αγαθό, και όχι ποιος το έφτιαξε. Θα ήταν μια μη-πατερναλιστική κοινωνία χωρίς διανοητικές ελίτ, αφού το συγκριτικό πλεονέκτημα του «ειδικού», η γνώση, θα ήταν ισότιμα διαμοιρασμένη σε όλους.2 Τα μέσα επίτευξης αυτής της εφικτής ουτοπίας, τα περιγράφει σε μεγάλο βάθος στο βιβλίο του «Προς μια Επιστημονική Αρχιτεκτονική» (1972). Με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και ορθολογικών, αμερόληπτων τεχνικών, οι χρήστες θα αποκτούσαν τις ρητές γνώσεις και τα εργαλεία για να σχεδιάζουν μόνοι τους τις κατοικίες τους, χωρίς να υπάρχει καμία ανάγκη διαμεσολάβησης κάποιου ειδικού μεταξύ των επιθυμιών τους και του τελικού σχεδιασμένου αντικειμένου. Η αρχιτεκτονική, εντός του σύγχρονου παραδείγματος μαζικής κατοίκησης, θα απόσυνδεόταν μια για πάντα από την κλασσική σχέση πελάτη-αρχιτέκτονα, ειδικού- ανειδίκευτου, και θα μετατρεπόταν από εμπειρικό επάγγελμα σε θετική επιστήμη. Όπως τα μαθηματικά και η φυσική, θα ήταν ένα ρητό γνωστικό πεδίο, το οποίο ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να διδαχτεί στο σχολείο και να εφαρμόσει στη ζωή του.

1 Ένα φαντασιακό το οποίο μας θυμίζει έντονα το σύγχρονο maker movement, σε ένα διαφορετικό φυσικά επίπεδο αναγκών: ο maker του 21ου αιώνα, όπως ο πολίτης του Πρώτου Κόσμου ψηλά στην πυραμίδα του Maslow και ο άνθρωπος του Brand, χρησιμοποιεί τη γνώση σαν μέσο αυτοπραγμάτωσης, σε απόλυτη αντίθεση με τον πολίτη του Τρίτου Κόσμου του Friedman, χαμηλά στην πυραμίδα, ο οποίος χρειάζεται τα εργαλεία για να καλύψει βασικές ανάγκες επιβίωσης όπως στέγη και φαΐ. 2 Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition επιµ. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press., σ. 164

47


ΤΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΒΡΑΧΥΚΥΚΛΩΜΑ Στα μάτια αρχιτεκτόνων όπως ο Yona Friedman και ο John Habraken, η πληθυσμιακή έκρηξη της μεταπόλεμικής περιόδου, άλλαζε ριζικά τη φύση του αντικειμένου της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας, θέτοντας ως επιτακτική την ανάγκη μετεξέλιξης τους. Οι χρονοβόρες διαδικασίες γνωριμίας και διαπραγμάτευσης με τον πελάτη, οι οποίες επέτρεπαν παραδοσιακά στους αρχιτέκτονες να λειτουργούν ως μεταφραστές των επιθυμιών του σε δομημένο χώρο -αυτό που ο Friedman ονομάζει hardware- φαίνονταν να μην είναι πια διαχειρίσιμες, όταν ο πελάτης ήταν μια ολόκληρη γειτονιά, συνοικία, ή πόλη. Τόσο ο απαραίτητος χρόνος για την κατανόηση και μετάφραση της επιθυμίας του κάθε ατόμου ξεχωριστά, όσο και ο όγκος της παραγόμενης πληροφορίας, καλούσαν για μια ριζική αναθεώρηση της διαδικασίας σχεδιασμού. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια των κατοίκων -κατά τον Friedman- οι αρχιτέκτονες αντιμετώπισαν την πρόκληση της εποχής, εφευρίσκοντας τον «μέσο χρήστη». Αντιμέτωποι με την ανικανότητα των παραδοσιακών μεθόδων να εντοπίσουν και να ικανοποιήσουν τις συγκεκριμένες ανάγκες των πολλών πραγματικών χρηστών, επέλεξαν να τις αντικαταστήσουν με το μέσο όρο τους. Έτσι χρειαζόταν να σχεδιάσουν πάλι για έναν μόνο χρήστη, πολλαπλασιασμένο οσάκις. Μόνο που ο μέσος αυτός χρήστης, ήταν τώρα ιδεατός, το ίδιο και οι ανάγκες του. Αντανακλώντας το πληροφοριακό και ηλεκτρονικό φαντασιακό της εποχής1 -βρισκόμενος από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 στο ΜΙΤ- o Yona Friedman αντιμετώπιζε τη διαδικασία σχεδιασμού ως κύκλωμα, ως ανατροφοδοτούμενο σύστημα ροής μηνυμάτων από πομπό σε δέκτη: 2 « Κάθε επιστήμη, κάθε επάγγελμα ή σύστημα, βασίζεται ουσιαστικά στην πληροφορία. […] Μπορούμε να συνοψίσουμε τη φύση κάθε επιστήμης ή τέχνης, ορίζοντας τα παρακάτω: 1.Πώς (ή από ποιόν) εστάλη το μήνυμα 2. Πώς μεταδόθηκε το μήνυμα 3. Ποιό είναι το μήνυμα το οποίο έφτασε στον παραλήπτη» Αν ο χρήστης είναι ο σταθμός εκπομπής (transmitting station) και το τελικό κτίριο ο σταθμός λήψης (receiving station), οι επιθυμίες και οι ανάγκες του χρήστη είναι το μήνυμα, το ηλεκτρικό σήμα, και ο αρχιτέκτονας με τον χτίστη παίζουν τον ρόλο του διαύλου επικοινωνίας, μεταφέροντας τη θέληση του χρήστη στο τελικό κτίριο. Το τελικό κτίριο επιστρέφει ως ανατροφοδότηση στον χρήστη, με την ευθύνη της απότυχίας να βαραίνει τον δίαυλο επικοινωνίας -τον αρχιτέκτονα ή τον χτίστη- σε περίπτωση που η μεταφορά του μηνύματος δεν ήταν επιτυχής, πλήρης ή ορθή.

1 Cybernetics-Norbert Wiener, Information Theory-Claude Shannon, flow graphs, Conversation TheoryGordon Pask) 2 Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition επιµ. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press., σ. 6

48


Εικόνα 14. Η παραδοσιακή σχέση αρχιτέκτονα - πελάτη

Όταν την μεταπολεμική εποχή το κύκλωμα αυτό κλήθηκε να υποδεχτεί τον αυξημένο αριθμό μελλοντικών χρηστών, υπερφορτώθηκε: Από τη μία, ο αρχιτέκτονας (δίαυλος) είχε να αντιμετωπίσει και να μεταφράσει την εισροή πολύ μεγάλου αριθμού μηνυμάτων/πληροφορίας (αναγκών των χρηστών). Από την άλλη το κτίριο (δέκτης), καλούνταν να ικανοποιήσει ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών επιθυμιών. Οι νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες απαιτούσαν την κατασκευή μιας νέας διαδικασίας, όπου τα «βραχυκυκλώματα»1 του επικοινωνιακού κυκλώματος χρήστες – ειδικοί - μαζική κατοικία, θα εξαλείφονταν. Σε μια ξεκάθαρη θεώρηση του σχεδιασμού ως ρασιοναλιστικό πληροφοριακό σύστημα, απώτερος στόχος του Friedman ήταν η εξάλειψη της «αναξιοπιστίας του λαμβανόμενου μηνύματος, ο «θόρυβος» («noise»), η «όχληση» («disturbance») του σήματος».2

Εικόνα 15. Το αρχιτεκτονικό βραχυκύκλωμα

1 Αυτό που ο Friedman ονομάζει “short-circuits” του αρχιτέκτονα και του πολεοδόμου, Ibid, σ. 6 2 Ibid, σ. 7

49


Απαραίτητο βήμα για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα ήταν η απόμάκρυνση του αρχιτέκτονα από το ρόλο του μεταφραστή (του διαύλου επικοινωνίας) και η απευθείας μετάδοση των επιθυμιών του χρήστη στο ίδιο το σχεδιαστικό αντικείμενο, με τους ελάχιστους δυνατούς μεσάζοντες. Αντικείμενο της νέας αρχιτεκτονικής του Friedman, είναι ακριβώς οι τρόποι και τα εργαλεία τα οποία θα έδιναν στους κατοίκους τη δυνατότητα να εκφράσουν μόνοι τους τις επιθυμίες τους στο δομημένο χώρο.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΩΣ ΔΙΔΑΞΙΜH ΕΠΙΣΤΗΜΗ Θυμίζοντας την ρητορική του Ted Nelson για την ενδυνάμωση1 του απλού χρήστη και το αναφαίρετο δικαίωμά του στη γνώση, ο Yona Friedman διακυρρήτει: 2 «Η δύναμη της επιλογής ανήκει δικαιωματικά στον μελλοντικό χρήστη.» Στο παραδοσιακό, Πατερναλιστικό σύστημα αρχιτεκτονικής πρακτικής, οι απόφάσεις λαμβάνονται από μια μερίδα ειδικών αλλά επηρεάζουν τελικά κάποιους άλλους, οι οποίοι και φορτώνονται όλο το ρίσκο των απόφάσεων των ειδικών. Όπως εξάλλου όλοι οι ειδικοί 3, οι αρχιτέκτονες δεν είναι απαραίτητα κακοπροαίρετοι 4. Το πρόβλημα για τον Friedman είναι, ότι παριστάνουν πως ξέρουν καλύτερα από τους ίδιους τους κατοίκους, τι είναι σωστό και καλό για αυτούς. Μια τέτοια πατερναλιστική ανισοσταθμία γνώσης, είναι επικίνδυνη, ανεπαρκής και άδικη.5 Αντίθετα, σε ένα μη-πατερναλιστικό σύστημα, οι απόφάσεις λαμβάνονται απευθείας από αυτούς που καλούνται να τις υποστούν αναλαμβάνοντας τα ανάλογα ρίσκα και όχι από ένα απόστασιοποιημένο ιερατείο. Οποιοδήποτε σύστημα «δεν δίνει το δικαίωμα της επιλογής σε εκείνους που τελικά θα βιώσουν τις επιπτώσεις μιας κακής επιλογής, είναι ένα ανήθικο σύστημα» 6. Αντίστοιχα ανήθικο είναι και ένα σύστημα το οποίο αφήνει ελεύθερους τους χρήστες να επιλέξουν, χωρίς να τους έχει προσφέρει την πλήρη γνώση σχετικά με τις επιπτώσεις των ελεύθερων επιλογών τους. Παραφράζοντας τη δημοφιλή ρήση του Francis Bacon «η γνώση είναι δύναμη», για τον Friedman “Η πληροφορία είναι Πολιτική, και βασικά η μόνη αληθινή μορφή Πολιτικής». 7 To κεντρικό ερώτημα, επομένως, στη νέα σχέση αρχιτέκτονα-κατοίκου την οποία προσπαθεί να δομήσει ο Friedman είναι το «Πώς ενημερώνουμε τον μελλοντικό χρήστη; » Πως ο «ευγενι1

«COMPUTER POWER TO THE PEOPLE! DOWN WITH CYBERCRUD!» , Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now; Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published, σ. 2)

2 Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition επιµ. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, σ. 13 3 «In no way do I mean to condemn computer people in general. (Only the ones who don’t want you to know what’s going on)” (Nelson, 1974, σ. 2) 4 Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition επιµ. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, σ. 160 5 Ibid, σ. 160 6 Ibid, σ. 13 7 Ibid, σ. 13

50


κός» ειδικός του νέου αρχιτεκτονικού παραδείγματος, θα δώσει στον χρήστη την απαραίτητη γνώση, την απαραίτητη πληροφορία, τα απαραίτητα εργαλεία για την απελευθέρωση του από το πατερναλιστικό σύστημα παραγωγής του χώρου; Σαν μεσαιωνικοί τεχνίτες του Richard Sennett1, οι αρχιτέκτονες διαχρονικά στήριζαν τη μετάδοση των διαισθητικών τεχνασμάτων τους στη μίμηση του δασκάλου από τον μαθητευόμενο. Η αρχιτεκτονική, για αυτό το λόγο, ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει μια επιστήμη βασισμένη σε ακέραιους κανόνες και επαναλήψιμες μεθοδολογίες, τις οποίες θα μπορούσε κανείς μόνος του να διαβάσει, να εφαρμόσει και έπειτα να μεταδόσει σε άλλους, χωρίς την διαρκή ανάγκη της πα-

Εικόνα 16. Διδασκαλία εναντίον Μαθητείας

ρουσίας ενός αρχιμάστορα, μιας αυθεντίας. Το γνωστικό αντικείμενο της αρχιτεκτονικής δεν είναι ούτε πεπερασμένο, ούτε ρητό, αλλά ούτε και ρητοποιήσιμο, και για τον Friedman κάτι τέτοιο απότελεί εμπόδιο στην προσπάθεια των απλών ανθρώπων να αρχιτεκτονήσουν για τον εαυτό τους. Απαραίτητη συνθήκη για την εξάλειψη της αυθεντίας απότελεί για τον Friedman, η μετατροπή της αρχιτεκτονικής σε θετική επιστήμη, σε αντικειμενικό σύστημα με σαφείς κανόνες, οι οποίοι δεν θα υπάρχουν για να καταδυναστεύουν τους χρήστες, αλλά για να επιτρέπουν την ασφαλή και σίγουρη πρόβλεψη των απότελεσμάτων των εκάστοτε σχεδιαστικών επίλογων.

1 Sennett, R. (2008). The craftsman. New Haven: Yale University Press.

51


Ακριβώς όπως ένα πείραμα φυσικής, ένα αντικειμενικό σύστημα, οφείλει για τον Friedman να παραμένει το ίδιο για κάθε παρατηρητή. Ακόμα, «οφείλει να χαρακτηρίζεται από μια ή περισσότερες σειρές βημάτων, οι οποίες να μπορούν να αναπαραχθούν εφόσον είναι γνωστό το τελικό απότέλεσμα».1,2 Η προσήλωση του Friedman στις θετικές επιστήμες και η εξιδανίκευση της ρητής, κατατμήσιμης και αναπαράξιμης γνώσης, τον οδηγεί στην υποβάθμιση της αξίας της εμπειρικής αρχιτεκτονικής γνώσης, θεωρώντας την αδύνατον να επικοινωνηθεί στους απλούς ανθρώπους. Αν επρόκειτο η αρχιτεκτονική γνώση να γίνει κτήμα των χρηστών, εντός της πραγματοποιήσιμης ουτοπίας του Friedman, θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να ρητοποιηθεί, να δομηθεί ως αντικειμενικό σύστημα: 3 «Το ρεπερτόριο το οποίο προσπαθώ να εγκαθιδρύσω, πρέπει γι’αυτό το λόγο να είναι κατασκευασμένο ως ένα αντικειμενικό σύστημα.”

ΤΑ ΠΑΝΤΑ (ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ) ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΡΗΣΙΜΑ Ο Hubert Dreyfus στο βιβλίο What Computers Can’t Do: A Critique on Artificial Reason, το οποίο εξέδωσε την ίδια χρονιά με το Pour une architecture scientifique του Friedman, παρακολουθεί το ρεύμα της Δυτικής σκέψης το οποίο γέννησε την επιστήμη των υπολογιστών και το φαντασιακό της Τεχνητής Νοημοσύνης. Από τον Πλάτωνα, στον Καρτέσιο, στον Leibniz και στον Boole, ο Dreyfus εντοπίζει την οντολογική υπόθεση4 γύρω από την οποία δομήθηκε η Επιστήμη της Πληροφορικής: Όλα τα φαινόμενα μπορούν να αναλυθούν ως σύνολα ακεραίων, πλήρως καθορισμένων και διακριτών καταστάσεων(states)/γεγονότων (facts), έως το σημείο στο οποίο κάθε πιθανή αμφισημία έχει εξαλειφθεί. Οι καταστάσεις αυτές έχουν καθολική και παντοτινή ισχύ, είναι ικανές δηλαδή να εξαλείψουν το ρίσκο, το άγνωστο από κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Από τη στιγμή που τα συστατικά στοιχεία κάθε κατάστασης είναι πλήρως γνωστά, το απότέλεσμα της εκάστοτε δραστηριότητας θα ήταν απόλύτως προβλέψιμο ή υπολογίσιμο σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Οι συνέχεις επιτυχίες του δυτικού μοντέλου στον τομέα των φυσικών επιστήμων, ενίσχυσαν την πεποίθηση πως το μοντέλο αυτό μπορεί να εξηγήσει πέρα από τον φυσικό κόσμο (το συμπάν δηλαδή),

1 Η λογική της ορθολογικής επαναληψιμότητας μιας σειράς διακριτών και σαφών βημάτων τα οποία οδηγούν σε ένα αναμενόμενο επιτυχημένο αποτέλεσμα μας θυμίζει τις οδηγίες συναρμολόγησης ενός επίπλου ΙΚΕΑ, ή έναν βήμα-βήμα οδηγό στο site Instructables για την κατασκευή ενός μηχανήματος κοπής CNC, ή ακόμα και ένα συναρμολογούμενο σπίτι σχεδιασμένο στην πλατφόρμα Wikihouse 2 «[…] All sciences work this way.” Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition επιµ. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, σ.18 3 Ibid, σ.18 4 Dreyfus, H., 1972. What Computers Can’t Do. New York: Harper & Row, σ.118

52


και τον ανθρώπινο κόσμο1, την ανθρώπινη κατάσταση, το νου και τη συμπεριφορά του ανθρώπου, ιδωμένα και αυτά ως φυσικά συστήματα. Η επέκταση αυτής της οντολογικής υπόθεσης, η οποία κατέχει κεντρική θέση στην ιδεολογία του Friedman, είναι πως η ιδιά η γνώση -επομένως και η αρχιτεκτονική γνώση- είναι στην ουσία ένας τεράστιος αριθμός μεμονωμένων τεμαχίων, διακριτών στοιχείων γνώσης, bits, τα οποία από τη στιγμή που είναι μετρήσιμα2 (χιλιάδες ή εκατομμύρια) είναι και διαχειρίσιμα από έναν υπολογιστή με την αντίστοιχη μνήμη3. Στον αντίποδα, ο Richard Sennett στον Τεχνίτη, παρακολουθώντας υαλουργούς, μάγειρες, κατασκευαστές βιολιών και προγραμματιστές ελευθέρου λογισμικού να αδυνατούν να εκφράσουν με ρητά βήματα γιατί και πώς κάνουν τόσο καλά αυτό που κάνουν, εντοπίζει περισσότερες διαστάσεις της ανθρώπινης γνώσης πέραν της ποσοτικής. Εισάγοντας τις έννοιες της εμπειρίας και της τεχνικής, προσθέτει πλάι στο μονοδιάστατο ερώτημα της οντολογικής υπόθεσης «πόσα ξέρω;» , τα ερωτήματα «πόσο καλά τα ξέρω;» και «πώς τα ξέρω;». Φέρνοντας σαν παράδειγμα τους ριζικά διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκφραστεί από διαφορετικά άτομα μια συνταγή φαγητού, υπενθυμίζει πως υπάρχουν διαδικασίες, ασχολίες, πρακτικές, οι οποίες είτε είναι δύσκολο, είτε αδύνατο, είτε μη απόδοτικό να μεταδοθούν μεταξύ των ανθρώπων με ρητό τρόπο, με αυστηρά ορισμένες μεθοδολογίες, σε σαφή βήματα, μέσω βιβλίων ή βίντεο στο YouTube. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως παρατηρήσαμε στην περίπτωση των θόλων στους κοινοβιακούς καταυλισμούς, η αρχιτεκτονική από τους χρήστες-για τους χρήστες ήταν μια μικτή, ούτε ξεκάθαρα διαισθητική, ούτε ξεκάθαρα ορθολογική διαδικασία. Με τα κατάλληλα ορθολογικά βοηθήματα (Whole earth catalog, Domebooks) και εντός μιας διαδικασίας διαισθητικών δοκιμών και διαδοχικών σφαλμάτων, ανειδίκευτα παιδιά Λυκείου στάθηκαν ικανά να εφαρμόσουν στην πράξη αρχιτεκτονικά σχέδια υψηλής τεχνολογίας και να τα προσαρμόσουν με ανορθόδοξους, διαισθητικούς τρόπους στις ανάγκες και τις αισθητικές τους. Ο αρχιτέκτονας ήταν απών, έχοντας αφήσει στη θέση του ένα εγχειρίδιο κατασκευών.

1 Ibid, σ.144 2 Χιλιάδες ή εκατομμύρια, ανάλογα με την περίπτωση. Για τον Friedman, 11 τοπολογικοί συνδυασμοί 4 χώρων μεταξύ τους, ήταν αρκετοί για να παράξουν οποιαδήποτε διαμόρφωση χώρου θα μπορούσε να συλλάβει ο ανθρωπινος νους. (Friedman, Pour une architecture scientifique, 1972, σσ. 28-29) Για τον Marvin Minsky, έναν από τους σημαντικότερους επιστημονες της Τεχνητης Νοημοσυνης, ένα εκατομμύριο στοιχειώδη τεμάχια γνώσης θα ήταν αρκετά για να παράξουν μια μηχανή «εξαιρετικής νοημοσύνης». Ibid, σ. 121 3 Ibid, σ.121

53


ΕΝΑ ΠΛΗΡΕΣ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΛΥΣΕΩΝ Η λογική του εγχειριδίου οδηγιών και του καταλόγου έτοιμων λύσεων, ως φορέων ενός συνόλου τυποποιημένων, διακριτών στοιχείων γνώσης, μας υπενθυμίζει την οντολογική υπόθεση των σύγχρονων του Friedman στα εργαστήρια πληροφορικής του ΜΙΤ, την αντίληψη πως η «γνώση» υφίσταται ως πεπερασμένη ολότητα, ως άθροισμα υπεράριθμων γνωσιακών τεμαχίων, πληροφοριακών bits. Όπως ένα υπολογιστικό σύστημα της ψυχροπολεμικής εποχής, ένα εγχειρίδιο οδηγιών επιδιώκει να εξαλείψει κάθε αμφισημία εντός της διαδικασίας κατασκευής, οδηγώντας τον χρήστη στην επιτυχή συναρμολόγηση ενός προβλέψιμου, προσχεδιασμένου και πλήρως επαναλήψιμου αντικειμένου. Χρησιμοποιώντας μια επίσημη, ρητή γλώσσα, το εγχειρίδιο επιδιώκει να απόμακρύνει τον χρήστη όσο το δυνατόν περισσότερο από το ενδεχόμενο του απροσδόκητου. Ακολουθώντας πιστά και σωστά τις οδηγίες χρήσης, ο χρήστης δεν θα οδηγηθεί περίπου σε μια προσεγγιστική εκδοχή του αναμενομένου αντικειμένου, αλλά ακριβώς στο αντικείμενο το οποίο σχεδίασε ο συντάκτης του εγχειρίδιου. Αντίστοιχα, διατρέχοντας τα διακριτά στοιχεία ενός καταλόγου έτοιμων λύσεων, ο χρήστης βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ακριβείς προδιάγραφες των στοιχείων αυτών, με απόλυτές και ακέραιες στο χρόνο περίγραφες σταθερών και δοκιμασμένων αντικειμένων, και όχι με προσεγγιστικές, ασαφείς περίγραφες απροβλέπτων αντικειμένων. Συνδυάζοντας τη λογική του καταλόγου και του εγχειριδίου, σε αυτό που ονομάζει repertoire, ο Friedman δομεί την νέα αρχιτεκτονική διαδικασία γύρω από την ιδέα ενός πλήρους ηλεκτρονικού καταλόγου αρχιτεκτονικών στοιχείων και ενός συνόλου οδηγιών και κανόνων για το πως αυτά συναρμόζονται και χωροθετούνται. Η νέα επιστήμη της αρχιτεκτονικής, θα έμοιαζε, σύμφωνα με τον Friedman, με τη διαδικασία παραγγελίας σε ένα εστιατόριο: Μέσα από ένα εύληπτο ηλεκτρονικό ‘μενού’ όλων 1 των πιθανών συνδυασμών θεμελιωδών χωρικών στοιχείων, συνοδευόμενων από τις αντίστοιχες επιπτώσεις τους 2, ο χρήστης θα ήταν ελεύθερος να επιλέξει οποιονδήποτε συνδυασμό ήθελε, χωρίς να παρεμβαίνει στην επιλογή του κάποια άνωθεν αρχή. Ο νέος ρόλος του αρχιτέκτονα-‘εστιάτορα’ 3 θα περιοριζόταν στην ορθολογική σύνταξη του ‘μενού’ των επιμέρους στοιχείων και στην εκπαίδευση των κατοίκων στη χρήση του. Ο ρόλος του συστήματος θα ήταν η ενημέρωση του χρήστη σχετικά με τις επίπτωσεις του συνδυασμού που επέλεξε, με ορθολογικό και σαφή τρόπο, κάνοντας έναν ‘λογαριασμό’. Επηρεασμένος έντονα από τη Θεωρία Γραφημάτων 4, ο Friedman αντιμετώπιζε την κάθε κατοικία ως γράφημα με κόμβους και συνδέσεις. O κάθε κόμβος αναπαριστούσε έναν χώρο της κατοικίας, ένα δωμάτιο 5, και η κάθε σύνδεση μεταξύ κόμβων αναπαριστούσε μια σύνδεση με1 Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition επιµ. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press., σ.8 2 Στην περίπτωση του εστιατορίου, η επίπτωση αναλογεί στην τιμή του κάθε πιάτου. 3 “He will be the new version of the architect or planner: the “redesigned” architect or planner”, Ibid, σ.13 4 Vardouli Theodora, 2015. Open Architectures. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://openarchitectures. com/2015/03/09/phd-proposal-graphing-theory/ 5 Ο μόνος περιορισμός του χρήστη είναι ότι μπορεί να επιλέξει μέχρι 3 δωμάτια στην κατοικία του! Το ορθολογικό

54


ταξύ δωματίων, μια πόρτα. Ο Friedman υπολόγιζε ότι σε ένα γράφημα με τέσσερις (4) κόμβους (τρείς (3) που αντιπροσωπεύουν τα δωμάτια και άλλον έναν που αντιπροσωπεύει τον εξωτερικό χώρο), οι πιθανοί μεταξύ τους συνδυασμοί είναι έντεκα (11). Για κάθε κατοικία του Friedman λοιπόν, υπάρχουν 11 πιθανές λύσεις σύνδεσης των 3 δωμάτιων μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον 1 δωμάτιο συνδέεται με τον εξωτερικό χώρο. «Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς κάποια λύση η οποία δεν περιέχεται σε αυτή τη λίστα, και οποιαδήποτε άλλη λύση είναι αδύνατον να κατασκευαστεί. Έτσι λοιπόν, αυτή η λίστα έντεκα λύσεων στο πρόβλημα είναι πλήρης, εξαντλητική.1

Εικόνα 17. 11 πιθανοί συνδυασμοί χώρων

Εικόνα 18. «Αυτό το γράφημα αντιστοιχεί ακριβώς σε αυτή την κάτοψη» σύστημα του Friedman, επιβάλλει έναν αυθαίρετο κανόνα ο οποίος όχι μονο περιοριζει την ελευθερια του χρήστη, αλλά παρουσιάζεται από τον Friedman περίπου ως χρυσός κανόνας. Ο λόγος αυτού του περιορισμού, είναι μια μείξη τοπολογικής θεωρίας, ανάγκης για απλότητα των παραδειγμάτων και αρχιτεκτονικής ιδιοτροπίας. Ο Friedman αναφέρει ότι σε περιπτωση παραπανω απο 3 δωματιων, θα ηταν αδυνατον να τα συνδεσουμε όλα μεταξυ τους και ταυτοχρονα και με τον εξωτερικό χώρο, χωρις να εισάγουμε καποιο είδος σκάλας ή διαδρόμου ο οποιος θα περναγε μέσα απο καποιο δωματιο. (Friedman, Pour une architecture scientifique, 1972, σ. 39) Στο αφαιρετικό, τοπολογικό πλαίσιο της θεωρίας γραφημάτων, το συμπερασμα αυτό είναι ορθό: σε οποιαδηποτε προσπαθεια μας να αλληλοσυνδεσουμε 5 η παραπανω σημεια μεταξυ τους με γραμμες, θα εμφανιστεί τουλάχιστον 1 διασταύρωση δύο γραμμων μεταξύ τους. Κατα τη μεταφορά όμως αυτης της αυλης αφαίρεσης στον τρισδιαστατο χώρο, η αναγκαιότητα η οποία παράγει αυτό το αδιέξοδο (συνδεση του καθε δωματιου με ολα τα αλλα και με τον εξωτερικο χωρο), δεν ειναι αντικειμενικά επιβαλλόμενη,νομοτελειακή αλλα αυθαίρετη. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να σκεφτεί κατοικίες με πάνω από 3 δωμάτια, χωρίς την ανάγκη της πλήρους διασύνδεσης του κάθε δωματίου τόσο με όλα τα υπόλοιπα, όσο και με τον εξωτερικό χώρο. 1 Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition επιµ. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, σ. 32

55


Ξεκινώντας από την επιθυμητή συνδεσιμότητα των δωμάτιων ο χρήστης θα προχωρούσε στην επιλογή, από αντίστοιχες λίστες, των υπόλοιπων παραμέτρων της κατοικίας του (Εικόνα 18), όπως: • το σχήμα του κάθε δωματίου (ορθογώνιο, τρίγωνο, ημικυκλικό κ.α.) • τη θέση του κάθε δωμάτιου στο χώρο σε σχέση με τα υπόλοιπα. • τον εξοπλισμό που περιέχει το κάθε δωμάτιο, άρα και την κύρια χρήση του. • την χωροθετηση του εξοπλισμού, εντός του δωματίου. Ακόμα μπορούσε να περιστρέψει το κάθε δωμάτιο, και να ορίσει τον προσανατολισμό ολόκληρης της κατοικίας. Το επόμενο βήμα για τον χρήστη, ήταν να ορίσει αριθμητικά τη «σημασία» 1 ή την «βαρύτητα» που είχε για αυτόν το κάθε δωμάτιο. Ο Friedman, στο παράδειγμα χρήσης του, προτείνει ως «σημασία» το πόσες φορές μέσα στη μέρα ο χρήστης επισκέπτεται το δωμάτιο. Με τον κάθε χώρο να χαρακτηρίζεται από την «βαρύτητα» την οποία του προσέδωσε ο χρήστης, το σύστημα θα του παρουσίαζε ανά πάσα στιγμή το «effort», την συνολική επίπτωση που χαρακτηρίζει την οικία του, υπολογισμένο ως το άθροισμα των αποστάσεων του κάθε δωματίου από οποιοδήποτε άλλο, πολλαπλασιασμένο με την επισκεψιμότητα («βαρύτητα») του κάθε δωματίου. Αν το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε, είχε τη δυνατότητα να επιλέξει έναν άλλο συνδυασμό, ή ακόμα και να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο δήλωσε πως χρησιμοποιεί τα δωμάτια! Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ο χρήστης έκρινε αν η ‘επίπτωση’ της οικίας του ήταν κάτι ‘καλό’ ή ‘κακό’. Το σύστημα, ως αμερόληπτος διαμεσολαβητής, απλώς ενημέρωνε, δεν έπαιρνε θέση.

ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ ΧΩΡΩΝ FLATWRITER Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή χρήση του ρεπερτορίου, ήταν για τον Friedman η ύπαρξη ενός κατανοητού και φιλικού προς τον απλό χρήστη τρόπου απεικόνισης των επιλογών του, αυτό που σήμερα θα λέγαμε Graphical User Interface (GUI). Για το σκοπό αυτό, συνέλαβε την ιδέα μιας έξυπνης Γραφομηχανής Διαμερισμάτων, του FlatWriter. Το FlatWriter επεδίωκε με τη χρήση συμβόλων, να οπτικοποιήσει τα διάφορα στοιχεία τα οποία συνέθεταν την απόφαση του χρήστη, ώστε τόσο ο ίδιος, όσο και οι χτίστες και οι γείτονες του, να μπορούν εύκολα να αντιληφθούν ποιες ήταν οι επιλογές του. Μέσω μιας συμβολικής γλώσσας εύληπτων εικονιδίων, το καθένα από τα οποία αντιπροσώπευε μια σχεδιαστική ενέργεια ή μία χωρική οντότητα2, ο χρήστης νοηματοδοτούσε τον κάθε τοπολογικό κόμβο με μια σειρά χωρικών «λέξεων», δίνοντας του χωρική υπόσταση. Κάνοντας χρήση ενός ιδιότυπου πληκτρολογίου, μπορούσε να αρθρώνει σύμβολα/λέξεις στη σειρά, φτιάχνοντας χωρικά κείμενα. Με αυτόν τον τρόπο ο Friedman φανταζόταν τους κατοίκους να “γράφουν” τους χώρους τους και την πόλη να αποτελεί μια συλλογή όλων των ατομικών “κει1 Η σημασία αυτή, θα μπορούσε σε θεωρητικό επίπεδο να είναι το οτιδήποτε. Ενα αυθαίρετο κριτηριο, με μια αυθαίρετη κλίμακα μέτρησης, συνοδευόμενο από ένα αυθαίρετο ηθικό συστημα αξιολογησης του τι ειναι επιθυμητο και τι οχι, διαφορετικά για καθε χρήστη. 2 Επιλογή τοπολογικού συνδυασμού χώρων, επιλογή χωρικής διάρθρωσης δωματίων, επιλογή είδους οικιακού εξοπλισμού, επιλογή σχήματος δωματίου, αριθμητικός ορισμός ‘βαρύτητας’ του κάθε δωματίου κ.α.

56


Εικόνα 19. Το βασικό πληκτρολόγιο του Flatwriter

Εικόνα 20. «Πόσες φορές πηγαίνεις σε κάθε δωμάτιο;»

57


μένων”.Πληκτρολογώντας και επιλέγοντας από το πλήρες “αλφαβητάρι” πιθανών λύσεων, ο χρήστης του FlatWriter πειραματιζόταν γρήγορα και ανέξοδα με τις πιθανές διατάξεις των δωματίων της οικίας του και του οικιακού του εξοπλισμού, με το σύστημα να του εμφανίζει γραφικά την τρέχουσα κάτοψη και τις ορθολογικές επιπτώσεις αυτής της κάτοψης, μαζί με τον προϋπολογισμό της. Όπως είδαμε, η ηθική του σχεδιασμού, το τι είναι σημαντικό και τι όχι, θα ήταν η προσωπική ηθική του χρήστη, καθώς εκείνος θα έκρινε αν οι προειδοποιήσεις του FlatWriter σήμαιναν κάτι αρνητικό ή κάτι θετικό για αυτόν. Η ηθική του αρχιτέκτονα-θεού φαινόταν να εξανεμίζεται, καθώς στο πληκτρολόγιο του FlatWriter, όπως και στο interface ενός διαδικτυακού προγράμματος σχεδιασμού για αρχάριους, το κάθε πλήκτρο, η κάθε σχεδιαστική οντότητα είναι ουδέτερη, ισότιμη με τις υπόλοιπες και απόκτα σημασία και ηθικό ή αισθητικό πρόσημο μόνο στο μυαλό του εκάστοτε χρήστη. Από αυτή την άποψη, η γραφική γλώσσα σύνθεσης κατόψεων του Friedman, αποτελεί σημαντικό παράδειγμα πρωταρχικού περιβάλλοντος διεπαφής (protointerface) χειρισμού χωρικών/αρχιτεκτονικών στοιχείων. Η χρήση ουδετεροποιημένων πλήκτρων-συμβόλων, όπου το καθένα αντιπροσωπεύει μια ενέργεια, ή μια σχεδιαστική/γεωμετρική οντότητα, φαίνεται να αποτελεί πρόγονο του σημερινού παραδείγματος τρισδιάστατου και δισδιάστατου σχεδιασμού1 θυμίζοντας την έννοια της εργαλειοθήκης (toolbar) οιωνεί αντικειμένων και αντικειμενοποιημένων ενεργειών τις οποίες αυτά μπορούν να δεχτούν.

Χάρη στο ρεπερτόριο του Friedman, η τρομακτική πολυπλοκότητα του προβλήματος της μαζικής κατοίκησης, θα γινόταν επιτέλους διαχειρίσιμη. Προκειμένου, όμως, το σύστημα να μην έρθει αντιμέτωπο με εκπλήξεις και αμφίσημες καταστάσεις, το ευρύτερο πρόβλημα του κατοικειν, με όλες του τις υποπεριπτώσεις και τις ιδιαιτερότητες, χρειάζεται να εκφραστεί με όρους που το καθιστούν συστηματοποιήσιμο: το αόριστο και γενικό ερώτημα του «πως θέλω να είναι ο χώρος ζωής μου;», συμπιέζεται στη διακριτοποιημένη μορφή «ποιος συνδυασμός προσχεδιασμένων τεμαχίων έρχεται πιο κοντά στο πως θέλω να είναι ο χώρος ζωής μου;» Υποχρεώνοντας τον να επιλέξει τελικά μία λύση από μια λίστα προτεινόμενων συνδυασμών, το σύστημα διακριτοποιεί την ίδια τη θέληση του χρήστη σε τόσα ακέραια τεμάχια, όσα και οι προτεινόμενες λύσεις. Το τι επιθυμεί από την κατοικία του, δεν μπορεί πια να είναι ασαφές και ρευστό, αφού πλέον εκφράζεται με έναν ρητό κωδικό2.Από τη στιγμή που η αναλογική ασάφεια της σκέψης του εξαλείφεται, εξαιτίας της ψηφιοποίησης της σε πεπερασμένο αριθμό πιθανών μικρο-θελήσεων, μαζί της απομακρύνεται και η ανάγκη ερμηνείας της από κάποιον εξωτερικό παράγοντα. 3 Στη νέα διαδικασία, το ορθολογικό ρεπερτόριο αναλαμβάνει τον ρόλο της διαμεσο1 Γεννωντας παραλληλισμούς με περιβάλλοντα σχεδιασμού για αρχάριους, όπως το Tinkercad, το Homestyler, το Easel, το Sketchchair αλλά ακόμα και σε παιχνίδια όπως το Minecraft 2 “The user indicates his choice by means of a number code, taken from the repertoire” Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, σ. 9 3 “No special channel, no interpreter is necessary in these two loops.”, Ibid, σ.9

58


Εικόνα 21. Το ρεπερτόριο γίνεται πλέον ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σε χρήστη, κτίριο και κοινότητα.

Εικόνα 22. Η συνάρτηση της ‘σημασίας’ κάθε δωματίου

λάβησης ανάμεσα στη θέληση του χρήστη και στο τελικό κτίριο. Το ρεπερτόριο θα περιείχε έναν τεράστιο αλλά πεπερασμένο αριθμό συνδυαστικών επιλογών, οι οποίες θα ήταν διατυπωμένες με σαφήνεια και θα ήταν οι ίδιες για όλους τους χρήστες. Αν κάποιος χρήστης ακολουθούσε σωστά τα σαφή, διδάξιμα και επαναλήψιμα βήματα της σχεδιαστικής αυτής διαδικασίας, θα οδηγούνταν σε ένα προβλέψιμο, αλλά παρ’όλα αυτά εξατομικευμένο αποτελέσμα. Η επιθυμητή ποικιλία και η προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες του κάθε κατοίκου, θα προέκυπτε από το συνδυασμό κοινών για όλους θεμελιωδών τεμαχίων χώρου. Η αρχιτεκτονική διαδικασία θα ήταν επιτέλους διδάξιμη, επαναλήψιμη, σαφής. Με άλλα λόγια, επιστημονική.

59


Ο «παλιός αρχιτέκτονας», δεν θα εξαφανιζόταν, αλλά θα έβρίσκε ένα νέο ρόλο εντός τής νέας διαδικασίας: Θα γινόταν ο αντικειμενικός συντάκτης του ρεπερτορίου, ασκώντας έλεγχο μόνο στα επιμέρους και ποτέ στο συνολικό σχεδιαστικό αντικείμενο. Ακόλουθα, η αρχιτεκτονική θα μετατρεπόταν στην επιστήμη σχεδιασμού ρεπερτορίων, τα οποία περιέχουν όλες τις πιθανές λύσεις σε ένα πρόβλημα: «[οι συνδυασμοί του ρεπερτορίου] επιτρέπουν οποιαδήποτε λύση μπορεί ένας άνθρωπος να φανταστεί, εκτός από αυτές οι οποίες είναι μη-πραγματοποιήσιμες από υλικής άποψης […] Μας επιτρέπουν να κατασκευάσουμε μια λίστα με κάθε πιθανότητα […] Το σύστημα το οποίο προτείνω εδώ είναι πλουσιότερο (προσφέρει περισσότερους συνδυασμούς) από οτιδήποτε έχει παράξει η αρχιτεκτονική μέχρι στιγμής, σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας.1

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΕΙΔΙΚΟΣ Το κριτήριο το οποίο ο Yona Friedman, επέλεξε να ορίσει ως σημασία του κάθε χώρου για τον χρήστη, είναι ένα κριτήριο απόλυτα ορθολογικοποιήσιμο, αφού αποτελείται από έναν ακέραιο αριθμό συμβάντων τα οποία θεωρητικά μπορούν να μετρηθούν με απόλυτη ακρίβεια 2. Προσπαθώντας να φέρει το δισεπίλυτο πρόβλημα της σημασίας ενός χώρου για έναν άνθρωπο, στα μετρά του μηχανήματος, να το μετατρέψει δηλαδή σε ένα μέγεθος διαχειρίσιμο με μαθηματικές πράξεις, αναγκάζεται τελικά να λειτουργήσει ο ίδιος ως μεταφραστής. Αντίθετα με τον παραδοσιακό αρχιτέκτονα-μεταφραστή, πράγματι, δεν μεταφράζει πλέον τη θέληση του χρήστη σε χώρο. Ορίζοντας όμως το πεδίο δυνατοτήτων του χρήστη με μαθηματικούς ορούς, ορίζοντας δηλαδή το τι δύναται να εκφραστεί από έναν χρήστη και πως, σύμφωνα με τον τρόπο λειτουργίας της μηχανής, τελικά καταλήγει σε ένα νέο είδος μετάφρασης. Η οποιαδήποτε δυνητική άποψη ενός χρήστη για κάποιον χώρο, θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι εκφρασμένη με νούμερα, τα οποία μάλιστα -στο παράδειγμα του Friedman- θα αντιστοιχούν συγκεκριμένα στο πόσες φορές επισκέπτεται το χώρο μέσα στη μέρα. Ο κρυμμένος μεταφραστής του Friedman, κατασκευάζοντας το πρωτόκολλο επικοινωνίας χρήστη-μηχανής, μεταφράζει στη γλώσσα της μηχανής όχι απλώς το αρχιτεκτονικό αντικείμενο, αλλά το αρχιτεκτονικό πρόβλημα εν γένει. Δηλαδή όχι απλώς το τι θέλει ο χρήστης 1 Ibid, σσ.28-29 2 Αναποφευκτα γεννάται το ερώτημα , πόσο εύκολα μπορεί ένας χρήστης να προσδιορίσει αυτο τον αριθμό βασει προηγούμενων εμπειριων του; Ακόμα, το κριτήριο αυτό βασίζεται στην υπόθεση οτι ο χρήστης θα μεταφερει τις παλιες του συνηθειες στο νεο σπιτι. Τι εξασφαλίζει ότι αυτή η συχνότητα επισκέψεων θα μεταφερθεί στο νέο σπίτι; Και αν όχι, πως μπορεί ο χρήστης να απαντήσει με σαφήνεια το ποσες φορες θα ήθελε ιδανικά να επισκέπτεται έναν χώρο μέσα στη μέρα;

60


εκείνη τη στιγμή, αλλά το τι θα μπορούσε δυνητικά να θελήσει και να εκφράσει. Στην προσπάθεια του να σκοτώσει τον πατερναλιστη-αρχιτεκτονα και να τον επανασχεδιάσει ταπεινότερο, ο Friedman μετατρέπεται ο ίδιος σε πατερναλιστη-σχεδιαστη συστημάτων, καθώς ο χρήστης απόκτα μεν τον έλεγχο στο πως θα είναι το σπίτι του, αλλά δεν έχει κανέναν έλεγχο στο πως λειτουργεί η μηχανή, η οποία τον περιορίζει σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σχεδιασμού. Με άλλα λόγια, το σύστημα επιτρέπει ευελιξία εντός του, αλλά το ίδιο είναι άκαμπτο. Ως εκ τούτου, ο χρήστης υφίσταται τις επιλογές του σχεδιαστή του συστήματος και τις επιπτώσεις τους, χωρίς να έχει λόγο πάνω σε αυτές ή τρόπο να τις αλλάξει.Η ιδιά η κριτική του Friedman στους ειδικους-αρχιτεκτονες, επιστρέφει τελικά πίσω στον ίδιο, σε ένα διαφορετικό όμως πλαίσιο. Ο νέος κρυμμένος μέτα-ειδικος δεν δεσμεύει τον χρήστη στο τελικό αντικείμενο, αλλά στην άκαμπτη «ορθολογική» διαδικασία την οποία του προδιαγραφεί, μέσω της οποίας θα παράξει μονός του πλέον το τελικό αντικείμενο. Ο έλεγχος του ειδικού πάνω στον χρήστη, κρύβεται πίσω από το ορθολογικό σύστημα. « Ο Flatwriter, επομένως, τοποθετεί μια νέα πληροφοριακή διαδικασία μεταξύ του μελλοντικού χρήστη και του αντικειμένου το οποίο εκείνος θα χρησιμοποιήσει; επιτρέπει σχεδόν απεριόριστες ατομικές επιλογές και τη δυνατότητα άμεσης διόρθωσης σφαλμάτων, χωρίς την παρέμβαση επαγγελματιών μεσαζόντων.» 1

ότι θέλεις

Εικόνα 23.

1 Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, , σ.60

61


ΕΝΑ ΑΠΌΛΥΤΩΣ «ΟΥΔΕΤΕΡΟ» HARDWARE Απέναντι σε αυτό που θεωρεί εγγενή αδυναμία του πολεοδόμου, να κάνει βάσιμες και επιτυχείς προβλέψεις για τη μελλοντική εξέλιξη μιας περιοχής, ο Friedman προτάσσει ως βέλτιστη αντιμετώπιση της ακαθοριστίας του αστικού μέλλοντος, τον «σχεδιασμό μιας υλικής υποδομής όσο το δυνατόν πιο «ουδέτερης» σε σχέση με τις μελλοντικές χρήσεις» 1. Ένα είδος δικτύου κοινής ωφέλειας, παρόμοιο σε λογική με το οδικό, το τηλεφωνικό ή το ηλεκτρικό, το οποίο υπάρχει πριν και ανεξάρτητα από τις μελλοντικές επιμέρους κατασκευές των κατοίκων. Μια τέτοια υποδομή δεν θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις ραγδαίες αλλαγές της πόλης, αλλά θα βρισκόταν εκεί πριν από αυτές, έτοιμη να τις υποδεχτεί όλες. Θα επρόκειτο για έναν κενό, απρόσωπο καμβά, πάνω στον οποίο θα εκτυλισσόταν η πολυπλοκότητα της αστικής ζωής. Εντός της Υποδομής, ο κάθε κάτοικος, απελευθερωμένος από τις δεσμεύσεις που επέβαλε η πατερναλιστική αρχιτεκτονική φιγούρα, θα μπορούσε επιτέλους να σχεδιάσει το δικό του κέλυφος ζωής. Απαραίτητες συνθήκες μιας τέτοιας ουδέτερης Υποδομής θα ήταν 2: 1) [Πρέπει] ο κάθε κάτοικος να μπορεί να έχει την «ιδιωτική πόλη» της προτίμησης του μέσα στην υποδομή, οποία και να είναι η φύση αυτής. 2) [Πρέπει] να ενημερώνεται τόσο για τις επιπτώσεις των δικών του επιλογών, όσο και για τις επιπτώσεις των άλλων κάτοικών στο σύστημα. 3) [Πρέπει] να μπορεί να μεταβάλει την κατοικία του σε μετέπειτα χρονικές στιγμές, αν οι επιθυμίες του αλλάξουν. Η υποδομή πρέπει να επιτρέπει μέγιστη κινητικότητα. Σε εκπληκτική ομοιότητα με την πρόταση του John Habraken, ο Friedman συλλαμβάνει το 1958 την ιδέα της Ville Spatiale, ενός τρισδιάστατου ορθοκανονικού φέροντος οργανισμού, εκτεινόμενου πάνω από τις υπάρχουσες πόλεις. Το μόνο σταθερό στοιχείο της πόλης, θα ήταν ο στατικός σκελετός. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν μεταβλητό και αναστρέψιμο ώστε να προσαρμόζεται εύκολα στις εκάστοτε χρήσεις. Προτείνοντας την ανεξαρτητοποίηση στατικής δομής και κελύφους, έδινε με αυτόν τον τρόπο στους κατοίκους τον πολυπόθητο πλήρη έλεγχο στην μεταβολή της οικίας τους σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες προσωπικές τους ανάγκες. Ο ελεύθερος χώρος ανάμεσα στον σκελετό, αντιμετωπιζόταν, σε μια λογική διακριτοποίησης, ως κατακερματισμένος σε κυβικούς υποχώρους, αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε χωρικά pixels. Το κάθε δωμάτιο της κατοικιας του κάθε χρήστη θα αντιστοιχούσε, έτσι, σε έναν υποχώρο του σκελετού. Με την κατάλληλη τεχνολογία κατασκευής, τα πανέλα πλήρωσης των κατοικιών θα μπορούσαν να είναι κινητά, επιτρέποντας στην κατοικία να αλλάζει σχήμα, αφήνοντας τον σκελετό άθικτο. Κατά αυτή την έννοια, η υποδομή θα επέτρεπε σε οτιδήποτε βρισκόταν πάνω της να μεταβάλλεται επ’ άπειρον, χρησιμοποιώντας ως πλαίσιο αναφοράς τον κάναβο. « Το γεγονός ότι προσφέρουμε στη δυναμική αυτή πόλη μια υποδομή, της επιτρέπει να διατηρήσει τον χαρακτηριστικό ρυθμό αλλαγής ο οποίος είναι κατάλληλος

1 Ibid, σ.116 2 Ibid, σ. 115

62


Εικόνα 24.

για αυτήν.» 1 Αποδεχόμενος την τυχαιότητα και την ακαθοριστία της μελλοντικής εξέλιξης των πόλεων, τις προσκαλεί στο έργο του, ερχόμενος σε συμφωνία και ταυτόχρονα σε ρήξη με τις ιδέες του LeCorbusier: Από τη μία, με την πλήρη ανεξαρτητοποίηση της πλήρωσης από τον φορέα, φτάνει στα άκρα την ιδέα της ελεύθερης κάτοψης. Ταυτόχρονα, όμως, λειτουργώντας ως «ευγενικός» ειδικός αρνείται να πάρει οποιαδήποτε σχεδιαστική απόφαση αφορά την μορφή των επιμέρους κτιρίων, θεωρώντας πως « Όσο λιγότερη προσωπικότητα έχει το ‘ hardware’ μιας πόλης, τόσο πιθανότερο

Εικόνα 25.

1 Ibid, σ.123

63


είναι για τους κατοίκους να αποκτήσουν την δική τους» 1 Θυμίζοντας τον «ευγενικό» ειδικό του Brand, ο οποίος φυτεύει τον σπόρο της αλλαγής, κάνοντας ένα βήμα πίσω και παρατηρώντας τα πράγματα να εξελίσσονται μόνα τους με τυχαίους τρόπους, ο Friedman θέτει τις αρχικές συνθήκες του συστήματος, παραδίδοντας έπειτα τον πλήρη έλεγχο στους κατοίκους. Αρνούμενος να ορίσει εκ των προτέρων οποιοδήποτε μέλλον της πόλης του, βλέπει στη Ville Spatiale την «γέννηση της ακαθόριστης πόλης» 2. Στην ακαθόριστη αυτή πόλη, η υποδομή θα ήταν το όλον, το οποίο θα συγκρατούσε τα επιμέρους, θα τα οριοθετούσε και θα τα τακτοποιούσε στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό της. Θα επέτρεπε το χάος 3 , αλλά θα το πλαισίωνε και θα έλεγχε την έκταση και τη φύση του. Οι λύσεις μπορούν να είναι ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους, απρόβλεπτες ή και τρελές, αλλά όλες υπακούσουν τους κανόνες που θέτει ο κάναβος της υποδομής, και εντάσσονται στα όρια του.

Το τελευταίο βήμα ενός χρήστη του FlatWriter, θα ήταν ο πειραματισμός με την ένταξη της κατοικίας του στην κοινόχρηστη οικιστική υποδομή της Ville Spatiale, η οποία ήταν ικανή να δεχτεί τον κάθε πιθανό συνδυασμό που προέκυπτε μέσω του ρεπερτορίου. Εφόσον ο χρήστης είχε καταλήξει στην επιθυμητή κατοικία, το σύστημα θα του εμφάνιζε στην οθόνη έναν πλήρη χάρτη της συνολικής υποδομής. Με γραφικό και εύληπτο τρόπο, με χρώματα, σκιάσεις και συμβολισμούς επί του ψηφιακού χάρτη, ο υπολογιστής θα τον ενημέρωνε ποια τμήματα του κανάβου ήταν διαθέσιμα, ελέγχοντας ταυτόχρονα αν η κατοικία του μπλοκάρει το φως, τον αέρα ή την πρόσβαση σε κάποια από τις ήδη υπάρχουσες κατοικίες. Ο χρήστης θα μπορούσε να πειραματιστεί ελεύθερα με την θέση και τον προσανατολισμό της οικίας του, με το σύστημα να λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας, αποτρέποντας λύσεις οι οποίες θα επιβάρυναν τους υπάρχοντες κατοίκους. Ο υπολογιστής στην περίπτωση αυτή, διασφαλίζει τη δημοκρατικότητα του σχεδιασμού, αφενός μεν αποτρέποντας την καταπάτηση των ορίων της ελευθερίας του κάθε ατόμου, αφετέρου δε, ενημερώνοντας το σύνολο, ως ακούραστος και αδέκαστος κριτής, για την κατάσταση του συστήματος ανά πάσα στιγμή. Σε αυτή τη λογική, μόλις η τελική θέση της κατοικιας αποφασιζόταν, το σύστημα θα υπολόγιζε την επίπτωσή της σε ολόκληρη την υποδομή (global effort), προειδοποιώντας αυτόματα όλους τους κατοίκους για την νέα κατάσταση η οποία διαμορφώθηκε. Με ποιο κριτήριο όμως προσμετράται η επίπτωση ενός κτιρίου στην πόλη; Στην προσπάθεια του να ρητοποιήσει τις επιπτώσεις των κτιρίων τόσο στο χώρο όσο και στο τοπικό κοινωνικό πλαίσιο, ο Yona Friedman ορίζει ως global effort, ή συνολική επίπτωση, τον αριθμό των ανθρώπων οι οποίοι πιθανολογείται πως θα διέλθουν από κάθε μονάδα του κανάβου4, εντός μιας δεδομένης χρονικής περίοδού. Η εισαγωγή ενός νέου κελύφους, μεταβάλλει 1 Ibid, σ.114 2 Ibid, σ.123 3 “Thus the city will become a sort of random configuration”, Ibid, σ.114 4 Το νούμερο αυτό προκύπτει για κάθε σημείο του καννάβου ως συνάρτηση της απόστασης αυτού του σημείου από οποιοδήποτε άλλο (αυτό που ο Friedman ονομάζει ευκολία πρόσβασης) και της ορατότητας του από οποιοδήποτε άλλο σημείο (αυτό που ο Friedman ονομάζει πιθανότητα επισκεψης του σημείου). Για υπαρκτές πόλεις, ο αριθμός των ανθρώπων που περνούν από ένα σημείο μπορεί να μετράται με αισθητήρες.

64


όπως είναι φυσικό τις συνθήκες ορατότητας και προσβασιμότητας του χώρου και κάτι τέτοιο επηρεάζει -κατά τον Friedman- ποικιλοτρόπως 1 τη συμπεριφορά και την κίνηση των ανθρώπων στον χώρο.

Εικόνα 26. Οι επιτρεπόμενες θέσεις τοποθέτησης τις κατοικίας. [Χρωματική επεξεργασία από τους γραφόντες χάριν ευκρίνειας]

Η λογική της μείωσης ενός προβλήματος στα στοιχεία του εκείνα τα οποία μπορούν να εκφραστούν αριθμητικά προκειμένου να γίνει κατανοητό από τη μηχανή, επανέρχεται. Στην περίπτωση αυτή, το πρόβλημα είναι η επίδραση μιας νέας κατοικίας στη ζωή των κατοίκων μιας πόλης. Στο σύστημα του Friedman, η χαοτική φύση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων μιας πόλης, όλα εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων και των κοινωνιών τα οποία ορίζουν τη φυσιογνωμία μιας περιοχής, παραμερίζονται και προσομοιώνονται από απλές γεωμετρικές μετρήσεις, προκειμένου η πόλη να μπορέσει να εκφραστεί με τη μορφή ενός αριθμού σε κάθε “pixel” της.

Εικόνα 27. Η συνάρτηση της συνολικής επίπτωσης ενός κτιρίου στην υποδομή 1 Η πληροφορία της συχνότητας διέλευσης έχει για τον Friedman μεγάλη αξία: συνδεεται με τον θορυβο κ την ησυχια, με την εμπορικη αξια, με την προσβασιμοτητα καθε σημειου του κανναβου. Βοηθάει κάποιον να επιλέξει τοποθεσία για την κατοικία του, ανάλογα με το ποσο πολυσύχναστο ειναι ενα σημειο.

65


Όπως παραδέχεται, «οτιδήποτε είναι σημαντικό για τη ζωή μιας πόλης, μας είναι αδύνατο να το παρατηρήσουμε βάσει της παρούσας γνώσης μας» 1. Παρόλα αυτά, στο πλαίσιο ενός απενοχοποιημένου ορθολογισμού, « εφόσον δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε ούτε τα κίνητρα των ανθρώπων, ούτε την ταυτότητά τους, ούτε καν τις πορείες τους, μπορούμε τουλάχιστον να μετρήσουμε τον αριθμό των ανθρώπων που καταφθάνουν σε έναν συγκεκριμένο προορισμό, χωρίς να μας απασχολεί ούτε το ποιοι είναι, ούτε οι λόγοι για τους οποίους που βρέθηκαν εκεί ή από πού έρχονταν.» 2 Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Friedman αντιμετωπίζει την συλλογική κατοίκηση και το σχεδιασμό της ως ένα πλήθος ατομικοτήτων, όπου ο καθένας σχεδιάζει για τον εαυτό του, με τη δημοκρατικότητα του συστήματος να εξαντλείται στο ότι ο κάθε κάτοικος ενημερώνεται για τις επιπτώσεις των επεμβάσεων των υπόλοιπων κατοίκων στη συνολική υποδομή. Το σύστημα αναλάμβανε την εξομάλυνση των συγκρούσεων, αφαιρώντας την ανάγκη συλλογικής διευθέτησης των προβλημάτων. Οι χρήστες δρούσαν ως ευτυχείς ατομικότητες, με το σύστημα να λειτουργεί ως ευγενικός δικηγόρος, διατηρώντας σε ισορροπία τα όρια των ελευθεριών τους.

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΕΙΔΙΚΟΣ Σχεδιάζοντας μία όσο το δυνατόν ουδέτερη και κενή ‘σκαλωσιά’, ο Friedman, λειτουργώντας ως ‘ευγενικός’ ειδικός, επιχειρεί μια φαινομενικά πλήρη αποδοχή του απρόβλεπτου, του τυχαίου και του κακόφωνου. Σε ένα επίπεδο ανάγνωσης, η Ville Spatiale, μαζί με το σύστημα Supports του John Habraken, τις μεγαδομές των Archigram, τις κινητικές κατασκευές του Cedric Price, ανήκουν σε μια οικογένεια θεωρητικών φαντασιώσεων οι οποίες φαντάζονταν ένα κόσμο ραγδαία μεταβαλλόμενο, με κέντρο την πτητική ανθρώπινη επιθυμία, έναν κόσμο όπου το αρχιτεκτονικό αντικείμενο δεν μένει ποτέ το ίδιο, αλλά αποτελεί δυναμική έκφραση των αλλαγών που συντελούνται εντός αυτού. Παρατηρούμε, εντούτοις, πως η αποδοχή αυτή του απρόβλεπτου, γίνεται υπό όρους, τους όρους τους οποίους θέτει η ίδια η υποδομή της Ville Spatiale: O Friedman επιμένει να αρνείται να καθορίσει κάποιο συγκεκριμένο μέλλον της πόλης, αλλά καθορίζει αποφασιστικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό το άγνωστο μέλλον θα συμβεί. Για τον Friedman, η υποδομή αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς3, το οποίο οφείλει να είναι πάντα κοινό για όλους τους χρήστες. Για να εξασφαλιστεί η ισοτιμία όλων εντός του συστήματος, η υλική υποδομή είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από τους κανόνες χρήσης της.4 «Από τη στιγμή που οι κοινοί κανόνες χρήσης ενός δικτύου καθοριστούν, ο κάθε χρήστης μπορεί να έχει τους δικούς του κανόνες.»

1 Ibid, σ.73 2 Ibid, σ.73 3 Frame of Reference, αναλογια απο την επιστημη της φυσικής, το πλαίσιο εντος του οποιου μελετω ενα φαινομενο. 4 Ibid, σ.113

66


Όπως λέει και ο John Habraken στο ντοκιμαντέρ Der Dragger: « Οι κανόνες ενεργοποιούν το χρήστη… Οι κανόνες ενσωματώνουν Γνώση, έτσι ώστε ο χρήστης να έχει δύναμη λήψης αποφάσεων ακολουθώντας αυτούς τους κανόνες… Οι κανόνες επιτρέπουν στο χρήστη να ελέγχει το περιβάλλον του… Οι κανόνες είναι εργαλεία…” Όπως είδαμε, ο Friedman αποφεύγει εντός του ρεπερτορίου, να προτείνει στους χρήστες του τι είναι «καλό» και τι «άσχημο» , βολικό ή δυσλειτουργικό. Αντιθέτως, αφήνει την ηθική ερμηνεία των δεδομένων στον ίδιο το χρήστη, ο οποίος κατασκευάζει την έννοια του καλού βάσει προσωπικών κριτηρίων. Αποδεχόμενος τον δημοκρατικό τρόπο σχεδιασμού που προτείνει ο Friedman, ο χρήστης αποδέχεται όμως και την υποχρεωτική ένταξη της κατοικίας του στην ουδέτερη μεν, προσχεδιασμένη δε, υποδομή. Τίμημα της χρήσης των απελευθερωτικών εργαλείων του Friedman είναι η αποδοχή της ίδιας της ύπαρξης της υποδομής, καθώς κατοικία σχεδιασμένη με το ρεπερτόριο, δεν προβλέπεται εκτός της υποδομής. Με άλλα λόγια, αν και ο Friedman αποφεύγει να επιβάλλει στους χρήστες του πως θα ζήσουν καλά, εντούτοις τους ζητά να ζήσουν μέσα στην σκαλωσιά του. Είναι «απελευθερωμένοι» από τον ειδικό, ελεύθεροι να πειραματιστούν και να αρχιτεκτονήσουν για τον εαυτό τους, απόκλειστικά, όμως, εντός των ορίων της μεγαδομής. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη χρήση του υπολογιστικού συστήματος FlatWriter, οι ελευθερίες του χρήστη είναι δυνητικά απεριόριστες, αρκεί να εντάσσονται στο πλαίσιο και τους κανόνες που ο «ευγενικός» ειδικός έχει φτιάξει για αυτούς. Έξω από το σύστημα, έξω από το πρωτόκολλο, οι γνώσεις και οι ελευθερίες του χρήστη βρίσκονται σε αβέβαιη κατάσταση: -Απόκτα κάποια στιγμή ένας χρήστης του FlatWriter τη γνώση να σχεδιάσει με άλλους τρόπους και εργαλεία πέραν του έτοιμου ρεπερτορίου; -Έχει την ικανότητα να εκτιμήσει την ποιότητα ενός χώρου, αν αυτή είναι εκφρασμένη με άλλα κριτήρια πέραν αυτών που προβλέπει ο Friedman; -Διαθέτει τις γνώσεις για να επιφέρει αλλαγές στην κατοικία του, αν αυτή δεν εντάσσεται στην Ville Spatiale; Επιστρέφοντας στη γενικότερη φύση των έτοιμων καταλόγων και των εγχειριδίων χρήσης, ακολουθώντας ο χρήστης πιστά τις οδηγίες συναρμολόγησης ενός αντικειμένου, απόκτα κάποια γνώση για το αντικείμενο πέραν της γνώσης της συναρμολόγησής του; Γίνεται ποτέ ικανός να σχεδιάσει ο ίδιος το δικό του αντικείμενο, η είναι αναγκασμένος να αναπαράγει τις σχεδιαστικές αποφάσεις ενός «ευγενικού» ειδικού; Αν το «εργαλείο» το οποίο καλοπροαίρετα του προσφέρει ο ειδικός, περιέχει τη γνώση σε επίπεδο εφαρμογής, είναι δυνατόν μέσω της εφαρμογής ο χρήστης να αποκτήσει γνώση σε γενικότερο επίπεδο αρχών; Γνώση δηλαδή η οποία θα του δίνει τη δυνατότητα, σαν Τεχνίτης του Sennett, όχι απλά να θυμάται πως να φτιάξει κάτι, αλλά να μπορεί να κρίνει και αν το έφτιαξε καλά. Να μπορεί να σκεφτεί τρόπους βελτίωσής του.

67


68


CHRISTOPHER ALEXANDER Για μια καθολική αρχιτεκτονική Αλήθεια

“I have always felt that the religious picture of the world was probably more accurate than the scientific picture of the world that’s evolved over the past few hundred years….As I got closer and closer to a picture of things that had common sense and seemed to work, I discovered that I felt more and more that the religious point of view — or a religious point of view — is inevitable as an accurate description of matter, if it is going to take into account the empirical facts about architecture. I gradually have come to the conclusion that the presence of God in matter is inevitable”, (Alexander, A glimpse of God in matter, 2005)

69


Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ Ο Christopher Alexander ξεκινώντας τη διδακτορική του διατριβή στο Harvard Graduate School of Design το 1962, όντας ήδη πτυχιούχος του Cambridge με ειδικότητα στα Μαθηματικά και την Αρχιτεκτονική, ήταν από τους ελάχιστους αρχιτέκτονες της δεκαετίας του ‘60, που γνώριζαν πως να προγραμματίσουν έναν υπολογιστή1. Βρισκόμενος σε άμεση επαφή με κέντρα επιστημονικής έρευνας, όπως το Center for Cognitive Research, Joint Center for Urban Studies of MIT and Harvard και το MIT Civil Engineering Systems Laboratory, ο Alexander επηρεαζόταν από θεωρίες Κυβερνητικής, Αντιληπτικής Επιστήμης, Τεχνητής Νοημοσύνης και Γλωσσολογίας. Η θέση του παράλληλα ως βοηθός ερευνητικού στο τμήμα πολιτικών μηχανικών στο MIT του έδινε πρόσβαση στις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα της σχολής. Μέσα από τη διατριβή του “Notes on the Synthesis of Form” (1964), ο Alexander εξέφραζε την έντονη ανησυχία του σε σχέση με την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των σχεδιαστικών προβλημάτων της σύγχρονης εποχής. Η ιδέα μιας επιστημονικής προσέγγισης του σχεδιασμού, ανταποκρινόταν στην ευρύτερη ανάγκη της εποχής για έλεγχο και πρόβλεψη χαοτικών φαινομένων, εν μέσω ανησυχίας για τα μεταπολεμικά αστικά περιβάλλοντα. Εισερχόμενοι στην εποχή της πληροφορίας, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με την ανάγκη διαχείρισης και ερμηνείας ενός τεράστιου όγκου ανοργάνωτων δεδομένων: «Η ανάγκη για ένα συνεκτικό περιβάλλον σχηματίστηκε εν μέρει ως απάντηση στην πεποίθηση ότι η αμερικανική πόλη βρισκόταν σε «κρίση» και ότι η αστική επέκταση σε άλλες περιοχές του κόσμου, ήταν μια αυξανόμενη απειλή για την παγκόσμια σταθερότητα» 2 Ο όγκος, ο ρυθμός μεταβολής και η πολυπλοκότητα της πληροφορίας καθιστούσαν, κατά τον Alexander, τις τυπικές αρχιτεκτονικές πρακτικές της εποχής, απαρχαιωμένες. Η διαισθητική προσέγγιση του σχεδιασμού ήταν πλέον ανεπαρκής3, δημιουργώντας την ανάγκη μιας νέας προσέγγισης, στηριζόμενης στη μαθηματική λογική. «Καθοδηγούμενος από τα ίδια του τα μέσα, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα της πληροφορίας που καλείται να διαχειριστεί και κρύβει την ανικανότητα του σε ένα παροξυσμό καλλιτεχνικής έκφρασης.» 4 Η εισαγωγή σύγχρονων μαθηματικών στη σχεδιαστική διαδικασία, ερχόταν σε αναλογία στα 1 “I joined the first class of Leslie Martin’s tenure as Professor of Architecture. Christopher Alexander was in the same class. We both had migrated from the Mathematical Tripos… Students in the architectural programme became interested in the research activities. Ed Hoskins was the first student to present a computer program as his architectural thesis at Cambridge.” Levin, B., 2000. Obituary : Leslie Martin. Architectural Research Quarterly, pp. 295-308. 2 Steinitz, C. F., 1967. Congruence and Meaning. Massachusetts: s.n, σ.19 3 “He is clearly preoccupied with a strong disaffection of what he calls a “mass psychosis, a half century of lif eless architectural design and construction” , Waguespack, L. J., 2010. Thriving Systems Theory and MetaphorDriven Modeling. London Dordrecht Heidelberg New York: Springer 4 Alexander, C., 1964. Notes on the Synthesis of Form. Massachussets: Harvard University Press, σ.11

70


μάτια του Alexander με την αντικατάσταση των χειροποίητων εργαλείων από τις μηχανές κατά τον 19ο αιώνα1. Οι παραδοσιακές διαισθητικές προσεγγίσεις, οφείλαν πλέον να αιτιολογούν την ύπαρξη τους, καθώς η εισαγωγή της Λογικής στο σχεδιασμό έφερνε ταυτόχρονα και την «απώλεια της αθωότητας»2: Όπως οι τεχνίτες χειροποίητων εργαλείων θα’ πρεπε να έχουν κάποιον καλό λόγο να ασκήσουν τις παλιές πρακτικές μετά την εμφάνιση των μηχανών, αντιστοίχως έπρεπε να ενεργήσουν και οι αρχιτέκτονες. Έχοντας πλέον χάσει τη μονοπωλιακή ισχύ των εμπειρικών πρακτικών τους, οφείλαν να λογοδοτούν για την τυχόν επανάχρηση οπισθοδρομικών και κατώτερων διαισθητικών μεθόδων. Τα Μαθηματικά, θα μπορούσαν να απαντήσουν στο πρόβλημα των μεγεθών και των πολλαπλών διασυνδέσεων που διακατείχαν τα σχεδιαστικά προβλήματα. O σχεδιασμός μιας σκούπας, στα μάτια του Alexander, διέφερε από τον σχεδιασμό μιας πόλης σε σχεδιαστική πολυπλοκότητα, όσο διέφερε σε μαθηματική πολυπλοκότητα μια απλή πρόσθεση αριθμών από την εύρεση της ρίζας ενός πολυψήφιου αριθμού.3 Σε αντίθεση με τη διαίσθηση, η Μαθηματική Λογική, ήταν για τον Alexander πιο ανοιχτή στην κριτική καθώς βασιζόταν σε υποθέσεις κοινώς γνωστοποιημένες, δίνοντας μας παράλληλα τη δυνατότητα να αποκτήσουμε εικόνα των προβλημάτων που μέχρι τώρα δεν αντιλαμβανόμασταν 4. Κατά συνέπεια, η αρχιτεκτονική που βασιζόταν σε έναν εμπειρικό και υποκειμενικό τρόπο ανάγνωσης της πραγματικότητας έπρεπε να αντικατασταθεί από έναν αντικειμενικό και υπεύθυνο τρόπο σχεδιασμού. Απαραίτητο στοιχείο της μαθηματικής του μεθόδου ήταν η ακριβής καταγραφή των δεδομένων και των προβλημάτων του εκάστοτε χωρικού και κοινωνικού περιβάλλοντος (context). Η μορφή για τον Alexander είναι το μόνο κομμάτι του περιβάλλοντος πάνω στο οποίο ο σχεδιαστής μπορεί να έχει έλεγχο, ενώ το περιβάλλον με τη σειρά του θέτει συνεχώς απαιτήσεις από τη μορφή. Στόχος είναι μορφή και περιβάλλον να βρίσκονται σε μια σχέση αμοιβαίας αποδοχής: «Ο σχεδιασμός επομένως είναι η συμφιλίωση μεταξύ «δύο άυλων στοιχείων: μιας μορφής που δεν έχουμε ακόμη σχεδιαστεί και ενός πλαισίου το οποίο δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε σωστά.» 5 Ο Alexander προσπαθούσε να απoφύγει την υποκειμενική ερμηνεία του περιβάλλοντος που 1 “..the discovery of machine tools to replace hand craftsmen. A century ago William Morris, the first man to see that the machines were being misused, also retreated from the loss of innocence . Instead of accepting the machine and trying to understand its implications for design , he went back to making exquisite handmade goods. It was not until Gropius started his Bauhaus that designers came to terms with the machine and the loss of innocence which it entailed.”, Ibid, σ.9 2 “Now we are at a second watershed. This time the loss of innocence is intellectual rather than mechanical. But again there are people who are trying to pretend that it has not taken place. Enormous resistance to the idea of systematic processes of design is coming from people who recognize correctly the importance of intuition, but then make a fetish of it which excludes the possibility of asking reasonable questions.”, Ibid, σ.9 3 Ibid, σσ.1-3 4 Ibid, σ.8 5 Steenson, M. (2014). Architectures of Information : Christopher Alexander, Cedric Price and Nicholas Negroponte & MIT’s Architecture Machine Group. Ph.D. Princeton University, σ.42

71


προέκυπτε ασυνείδητα μέσω της διαισθητικής προσέγγισης1. Πρότεινε ως επιτακτική την κατασκευή μιας καθαρής και αντικειμενικής εικόνας του, μίας ρητής και δομημένης περιγραφής της πραγματικότητας, απαλλαγμένης από προκαταλήψεις και υποκειμενισμούς. Προς την αναζήτηση μιας πλατωνικής υπόστασης του περιβάλλοντος, η εικόνα θα μπορούσε να καθαριστεί από περιττά υποκειμενικά στοιχεία, αφήνωντας πίσω μόνο τα ουσιαστικά δομικά μέρη της. Η μορφή πλέον θα μπορούσε να καθοριστεί από σταθερά και αντικειμενικά δεδομένα. Kάθε σχεδιαστικό πρόβλημα αποτελούσε, κατά συνέπεια, πρόβλημα διαχείρισης πληροφορίας. Βασικό ρόλο στη θεωρία του Alexander είχε η έννοια της ελαχιστοποίησης του λάθους την οποία στηρίζε στις θεωρίες του Kurt Koffka και την ψυχολογία Gestalt2. O σχεδιασμός σαν διαδικασία θα έπρεπε να απόσκοπεί στην ελαχιστοποίηση ή τον εκμηδενισμό στοιχείων που απότρέπουν το σύστημα να ισορροπήσει. Σκοπός δεν ήταν η δημιουργία νέων αναγκών και ποιοτήτων στην πόλη, αλλά η διόρθωση του ήδη υπαρκτού, λειτουργώντας, με αυτό τον τρόπο, σε ένα πεπερασμένο σύνολο παραμέτρων. «...επειδή είναι πιο εύκολο να ορίσουμε τί λειτουργεί βέλτιστα και τί όχι...από το να ορίσουμε μία ανοιχτή λίστα προδιαγραφών : ακόμα κ αν ένας σχεδιαστής γράψει μία λίστα με τις προδιαγραφές που ένα σχεδιαστικό πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπίσει - ένα πεδίο ιδιοτήτων -πώς θα ξέρει ο σχεδιαστής πότε να σταματήσει;»3 Μέσα από την κατασκευή ενός φαινομενικά αντικειμενικού συστήματος στηριζόμενου στη μαθηματική λογική, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα εργαλείο για την ολιστική επίλυση του σχεδιαστικού προβλήματος, με τις θεωρίες της Κυβερνητικής και των Οικοσυστημάτων να του προσδίδουν την ολιστική ματιά ενός ‘Εμπεριστατωμένου Σχεδιαστή’ 4.

ΧΩΡΙΟ BAVRA Πεδίο πιλοτικής εφαρμογής των θεωριών του “Notes on the Synthesis of Form”, αποτέλεσε το Ινδικό χωριό Bavra. Το πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Alexander, ήταν η βελτιστοποίηση αυτού του μικρού χωριού των 600 κατοίκων, αναφορικά με τις υπάρχουσες και μελλοντικές συνθήκες ανάπτυξης της αγροτικής Ινδίας. Στα πλαίσια της αντικειμενικής καταγραφής του προβλήματος, ο Alexander συγκέντρωσε όλες τις ανάγκες ή τις απαιτήσεις για τη ‘βέλτιστη’ λειτουργία του χωριού, δημιουργώντας παράλληλα και μια λίστα των πιθανών σφαλμάτων. Το σύνολο αυτό των προδιαγραφών, δεν δομήθηκε παρ’ όλα αυτά με τη βοηθεία κάποιας αλγοριθμικής διαδικασίας ή κάποιας άλλης ορθολογικής μεθόδου, αλλά σύμφωνα με την προσωπική κρίση του Aexander5. Ο τελικός αριθμός τους ήταν 1 Alexander, C., 1964. Notes on the Synthesis of Form. Massachussets: Harvard University Press, σσ.75-79 2 Ibid, σ.196 3 Steenson, M. (2014). Architectures of Information : Christopher Alexander, Cedric Price and Nicholas Negroponte & MIT’s Architecture Machine Group. Ph.D. Princeton University, σσ.43,44 4 βλ. Κεφάλαιο 1 5 Ενδεικτικά παραδείγματα ‘προδιαγραφών’: #68: Εύκολη πρόσβαση σε νερό #2: Σωστή διαχείριση των νεκρών

72


Εικόνα 28. Ο πραγματικός κόσμος, η υποκειμενική μας εικόνα για αυτόν και η αντικειμενική του περιγραφή

73


ακριβώς εκατόν σαράντα μία (141). Οι προδιαγραφές έπρεπε να καλύπτουν κάποιο απο τα εξής τρία κριτήρια : 1. Να εκδηλώνονται ρητά από τους χωρικούς 2. Να εκφράζουν την εθνική, τοπική οικονομία και το κοινωνικό πλαίσιο, 3. Να υπάρχουν ήδη και να ικανοποιούνται έμμεσα, δηλαδή να χρειάζονται, χωρίς όμως να απαιτούνται από κανέναν. Αλληλοσυσχετιζόμενες μεταξύ τους, συνέθεταν έναν χάρτη αλληλεπιδράσεων, ένα δομημένο σύστημα πληροφορίας, ικανό, κατά τον Alexander, να επιλύσει το οποιοδήποτε μελλοντικό πρόβλημα του χωριού1. Παρόλα αυτά ο Alexander ποτέ δεν προχώρησε σε κάποια σχεδιαστική λύση. Το τελικό στάδιο της πρότασής του ήταν ένα σύνολο διαγραμμάτων τα οποία συνόψιζαν την ουσία του σχεδιαστικού προβλήματος. Αν και τα διάγραμματα αυτά, τα οποία παρουσιάζαν τις ποικίλες διασυνδέσεις των προδιαγραφών, είχαν παραχθεί μέσω υπολογιστή, η ουσία του σχεδιαστικού προβλήματος δεν είχε προκύψει μέσω κάποιου μαθηματικού ντετερμινισμού, αλλά βάσει προσωπικών κριτηρίων.2 Εφόσον τόσο η επιλογή των προδιαγραφών όσο και οι διασυνδέσεις τους, γίνονταν τελικά με βάση την κοινή λογική του σχεδιαστή, γεννάται το ερώτημα της χρησιμότητας της μαθηματικής θεωρίας σε αυτό το πρώιμο έργο του Alexander. Οι 15 σελίδες μαθηματικών υπολογισμών 3 στο κεφάλαιο «Μαθηματική Αντιμετώπιση της Ανοικοδόμησης» προσέδιδαν οπωσδήποτε στο εγχείρημα μια γενικότερη αίσθηση επιστημονικότητας, η επιλογή όμως του τι θεωρούνταν προδιαγραφή και τι όχι, του τι περιλαμβανόταν στο μαθηματικό μοντέλο και τι αγνοούνταν δεν φαινόταν να οδηγείται από κάποια ρητή και κοινώς αποδεκτή μεθοδολογία, αλλά από τη διαίσθηση του ίδιου του Alexander. Επιπλέον η διαδικασία εισαγωγής δεδομένων στον υπολογιστή και εξαγωγής των απότελεσμάτων ήταν κάθε άλλο παρά απλή και σύντομη. Οι τεχνικοί περιορισμοί των πρώιμων συστημάτων της δεκαετίας του ‘60 ελαχιστοποιούσαν την αλληλεπίδραση με χρήστη μηχανής. Ο αρχιτέκτονας εισήγαγε τα δεδομένα και περίμενε για τα απότελέσματα, κάτι το οποίο μετέτρεπε

#3: Κανόνες σχετικά με τον προσανατολισμό της πόρτας #26: Αξιακό σύστημα: να μην επιθυμείτε την καταστροφή του παλιού τρόπου ζωής, να αγαπάτε τις τωρινές συνήθειες γύρω από το μπάνιο, το φαΐ κλπ. #16: Οι γυναίκες κουτσομπολεύουν εκτενώς κατα τη διάρκεια του μπάνιου, στον δρόμο για το πηγάδι ή την τουαλέτα #141: Απότροπή μετανάστευσης νέων στις πόλεις 1 Μέσα σε ένα σύνολο 141 προδιαγραφών η νούμερο 68 θα έπρεπε να αλληλοεπιδρά με τις : 1, 10, 13, 16, 20, 26, 27, 36, 38, 49, 55, 63, 66, 71, 86, 94, 101, 109, 110, 114, 119, 124, 129, 131, 132, 141 και η 2 με τις : 3, 4, 6, 26, 29, 32, 52, 71, 98, 102, 105, 123, 133. 2 “They are not direct and explicit topologies and mappings from set theory; they are instead intuitively derived representations of the forces within a design problem. Alexander promoted this idea of a diagram capturing the essence of a design problem.”, Ibid, σ.49 3 “Alexander provides equations that calculate the probability of encountering a misfit; clearly following the communication theory model derived by Claude Shannon and Norbert Wiener, his model indicates a transfer of information from one misfit to another that he takes from Shannon’s thermodynamic model.”, Ibid, σ.52

74


Εικόνα 29. Προδιαγραφές για ένα πετυχημένο Ινδικό χωριό

75


και την ίδια διαδικασία σχεδιασμού σε μία διαδικασία ‘input-output’ 1, 2. H επιλογή επομένως των συγκεκριμένων 141 προδιαγραφών και όχι μιας εντελώς διαφορετικής λίστας αναγκών, μοιάζει να είναι αδύνατον να αιτιολογηθεί. Ακόμα ο συγκεκριμένος αριθμός τους εγείρει ερωτήματα, καθώς θα μπορούσαν να είναι 10-20 ή 1000 -2000. Μία υπόθεση θα μπορούσε να είναι ότι ο αριθμός 141 ήταν αρκετά μεγάλος για μην μπορεί να τον διαχειριστεί άνθρωπος με το χέρι και αρκετά μικρός για να μπορεί να τον επεξεργαστεί ο IBM 7090 μέσα σε ένα λογικό χρονικό διάστημα3. «.. ήταν η επιθυμία χρήσης του υπολογιστή που οδήγησε στις προδιαγραφές, και όχι οι προδιαγραφές που απαιτούσαν υπολογιστή.» 4

PATTERN LANGUAGE Εφτά χρόνια μετά, στην εισαγωγή της τέταρτης έκδοσης του “Notes on the Synthesis of Form”, ο Alexander έχοντας ήδη επηρεάσει ένα μεγάλο κομμάτι της αρχιτεκτονικής θεωρίας με τη θετικιστική του προσέγγιση, δηλώνει δημοσίως ότι απορρίπτει τη χρήση σχεδιαστικών μεθόδων και τον μαθηματικό ντετερμινισμό τους. Η μελέτη του σχεδιασμού δεν μπορεί να είναι ξέχωρη από την πρακτική του σχεδιασμού 5. Παρόλα αυτά ξεχωρίζει το κομμάτι της θεωρίας του που αφορούσε τα διαγράμματα, μία ιδέα που μέσα στα επόμενα χρόνια έρευνας εξελίσσει στην ιδέα των μοτίβων ή αλλιώς patterns και στο επόμενο βιβλίο του “A Pattern Language”. Τα διαγράμματα αντανακλούν μια βαθιά πεποίθηση στην διακριτοποίηση του περιβάλλοντος, στην ιδέα ότι ο κόσμος μπορεί να αναλυθεί σε τεμάχια, σε ανεξάρτητες οντότητες οι οποίες όταν έρθουν κοντά, συνδεθούν και επικοινωνήσουν, δημιουργούν και πάλι ένα σύνολο που λειτουργεί σαν όλον. Οι μονάδες αυτές σαν σωματίδια φυσικής, συνεργάζονται και δομούν μια ευρύτερη κατασκευή, αλλά παράλληλα έχουν τις δικές τους ιδιότητες και μπορούν να μελετηθούν ξέχωρα από το περιβάλλον τους. 1 Dutta, A. et al., 2013. A Second Modernism, MIT, Architecture, and the ‘Techno-Social’ Moment. s.l.:SA+P Press, The MIT Press, σ.481 2 “A Hungarian mathematician, after he had filled two whole pages with the recursive formulas according to which a Turing machine progresses from I to 2 to 3 , and so on, observed in German as twisted as it was precise: “This appears as an extraordinarily slowed-down film shot of the computation processes of man. If this mechanism of computation is applied to some functions, you start living it, you begin to compute exactly like it, only faster. “”, Ibid, σ.490 3 Keller, S. B., 2005. Systems Aesthetics: Architectural Theory at the University of Cambridge, 1960-1975, σ. 67 4 “Again, it was the desire for the computer that shaped the requirements, not the requirements that demanded a computer.”, Ibid, σ.67 5 “Indeed, since the book was published, a whole academic field has grown up around the idea of “design met ods”-and I have been hailed as one of the leading exponents of these so-called design methods. I am very sorry that this has happened, and want to state, publicly, that I reject the whole idea of design methods as a subject of study, since I think it is absurd to separate the study of designing from the practice of design. In fact, people who study design methods without also practicing design are almost always frustrated designers who have no sap in them, who have lost, or never had, the urge to shape things. Such a person will never be able to say anything sensible about “how” to shape things either.”, Alexander, C., 1964. Notes on the Synthesis of Form. Massachussets: Harvard University Press, preface

76


Εικόνα 30. To pattern νο. 187 (Γαμήλιο Κρεβάτι) «The bed is the center of a couple’s life together: the place where they lie together, talk, make love, sleep, sleep late, take care of each other during illness. But beds and bedrooms are not often made in ways which intensify their meaning, and these experiences cannot take hold.»

“Το να μπορείς εξ άλλου να χωρίζεις τα είδη κατά τις αρθρώσεις, όπως είναι βαλμένες από τη φύση και να μη δοκιμάζεις να σπάσεις κανένα μέρος ακολουθώντας τον τρόπο κανενός κακού μαγείρου... Αυτούς δα τους χωρισμούς και τις ενώσεις κι εγώ ο ίδιος Φαίδρε αγαπάω για να μπορώ να μιλάω και να σκέφτομαι. Και αν καταλάβω κάποιον ικανό να βλέπει τι είναι από τη φύση του ένα και πολλά μαζί, αυτόν τον παίρνω από πίσω πάνω στα χνάρια του σαν να ήτανε χνάρια θεού. Και ιδού, και κείνους που μπορούν να κάμουν τούτο αν τους ονομάζω σωστά ή όχι, θεός ξέρει, τους λέω όμως ως τώρα διαλεκτικούς.”, Πλάτωνας, Φαίδρος, 265d-266c Ολοκληρώνοντας επομένως το “Notes on the Synthesis of From”, το 1964, ο Alexander ανακαλύπτει την ιδέα των patterns. Μέσα από τον νομοτελειακό θετικισμό της σχεδιαστικής του μεθόδου, η λογική των διαγραμμάτων, είναι τελικά η ουσία της διατριβής του που οδήγησε στα βιβλία, “A Pattern Language” και “Timeless Way of Building”. Μέσα από αυτά παρουσιάζει τη γλώσσα των patterns για τον σχεδιασμό και την κατασκευή, τον τρόπο χρήσης των patterns και τη γενικότερη θεωρία γύρω από τον σχεδιασμό. Στο “A Pattern Language”, 1977, παρουσιάζεται μία ανοικτή βιβλιοθήκη αφηρημένων μοτίβων φυσικών σχέσεων, που επιλύουν ένα μικρό σύστημα αντικρουόμενων και αλληλοεπιδρώντων δυνάμεων στον χώρο, ενώ παράλληλα παραμένουν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Τα Patterns ή Μοτίβα, αποτελούν στην ουσία αυτόνομα πακέτα οδηγιών για την επίλυση μεμονωμένων μικρο-προβλημάτων. Συνδυαζόμενα μεταξύ τους, αυτά τα μοτίβα δύνανται να οδηγήσουν σε 77


μεγαλύτερα σύνολα οδηγιών, σε συνολικότερες επιλύσεις μεγαλύτερων προβλημάτων. Το σημαντικό είναι ότι ανα πάσα στιγμή διατηρείται η ανεξαρτησία του κάθε μοτίβου, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο την ξεχωριστή μελέτη και βελτίωση του. Τα patterns που παρέχονται στο βιβλίο του Alexander παρουσιάζονται σαν πακέτα χωρικών συσχετισμών που έχουν παρατηρήσει – ανακαλύψει στον πραγματικό κόσμο. Παρόλα αυτά η δυνατότητα να βελτιώσει κάποιος τα υπάρχοντα patterns ή να δημιουργήσει καινούργια δεν αποκλείεται.

PATTERN LANGUAGE - ΕΝΑ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Το “Α Pattern Language” κυκλοφορεί πέντε χρόνια αφού ο Yona Friedman από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού εισάγει την έννοια του Flatwriter μέσα από το “Pour une architecture scientifique”. Ο Alexander, όπως και ο Friedman, χρησιμοποιώντας μία γλωσσολογική προσέγγιση, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα εργαλείο, μία δομή και οργάνωση της σχεδιαστικής διαδικασίας, που θα “απελευθερώνει” όμως παράλληλα τον χρήστη, δίνοντας του έναν εύκολο τρόπο να εκφράσει τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες, έχοντας τη γλώσσα σαν ένα φυσικό πλέον τρόπο επικοινωνίας. Απαραίτητη προϋπόθεσή είναι φυσικά η οικουμενική αποδοχή της γλώσσας από όλους τους χρήστες σαν κοινή βάση, την οποία θα εξελίσσουν από κοινού. Επηρεασμένος από τις “Συντακτικές Δομές”, του Noam Chomsky1, μεταφέρει την ίδια προσέγγιση και στον σχεδιασμό. Σε μία ένα προς ένα αναλογία της φυσικής γλώσσας με το Pattern Language, ο Alexander αντιστοιχεί τις λέξεις με τα patterns, τους κανόνες γραμματικής με τον τρόπο που τα patterns δομούνται μεταξύ τους και τις προτάσεις με το σχεδιασμένο αποτέλεσμα χώρων, πόλεων , κήπων κλπ. Κάθε pattern είναι δομημένο με τον ίδιο τρόπο έτσι ώστε πριν και μετά την περιγραφή του προβλήματος και της λύσης του να δηλώνονται ρητά οι συνδέσεις με τα υπόλοιπα pattern. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν πάντα σαν σύνολο, σαν μία γλώσσα και ο χρήστης αντιλαμβάνεται την σημασία της αλληλεξάρτησης των pattern, και κατ’ επέκταση τη σημασία των αντίστοιχων χωρικών αλληλεξαρτήσεων για την ισορροπία του ευρύτερου συνόλου.2 Βάσει της δομής τους τα patterns αποτελούν ταυτόχρονα και το ίδιο το συντακτικό. Εμπεριέχουν δηλαδή παράλληλα και τον κανόνα με τον οποίο αρθρώνονται μεταξύ τους. H τεχνητή γλώσσα που κατασκευάζει, πέρα από τη θετικιστική της συνέπεια, όπως και η φυσική μπορεί να αποδώσει ακόμα και ποιητικά στοιχεία στον χώρο, απρόβλεπτες συνδέσεις και δημιουργικούς τρόπους έκφρασης 3. Η νοητική φόρτιση των λέξεων σε ένα ποίημα του William 1 Steenson, M. (2014). Architectures of Information : Christopher Alexander, Cedric Price and Nicholas Negroponte & MIT’s Architecture Machine Group. Ph.D. Princeton University, σ.92 2 In short, no pattern is an isolated entity. Each pattern can exist in the world, only to the extent that is supported by other patterns: the larger patterns in which it is embedded, the patterns of the same size that surround it, and the smaller patterns which are embedded in it. This is a fundamental view of the world. It says that when you build a thing you cannot merely build that thing in isolation, but must also repair the world around it, and within it, so that the larger world at that one place becomes more coherent, and more whole; and the thing which you make takes its place in the web of nature, as you make it., Alexander, C., 1977. A Pattern Language. New York: Oxford University Press, σ. xiii 3 The connection not only illuminates the words, but also illuminates our actual lives...The same exactly, happens in a building… The compression illuminates each of the patterns, sheds light on its meaning; and also

78


Εικόνα 31. Επιμέρους επιλύσεις αρθρώνουν τη συνολική λύση του αρχιτεκτονικού προβλήματος

Blake μπορεί εύκολα να έρθει σε αντιστοιχία με τον δημιουργικό συνδυασμό διαφορετικών pattern σε ένα χώρο. Ο συνδυασμός των 253 pattern του βιβλίου συμπληρώνει μία ολοκληρωμένη γλώσσα η οποία μπορεί να παράγει ανεξάντλητη ποικιλία μορφών σε όλες τις κλίμακες με κάθε λεπτομέρεια. Παράλληλα όμως ο Alexander θεωρεί ως γλώσσα και το συνδυασμό οποιουδήποτε υποσυνόλου των patterns, για το σχεδιασμό ενός μικρότερου κομματιού του περιβάλλοντος, πάρκα, μονοπάτια, σπίτια ή βεράντες. Παρουσιάζοντας ένα παράδειγμα κατασκευής βεράντας στο βιβλίο του, χρησιμοποιεί ένα υποσύνολο 10 patterns για τον σχεδιασμό της1. Η αρχική επιλογή κατασκευής μιας βεράντας υπόκειται στο μοτίβο-PRIVATE TERRACE ON THE STREET (140)και στην θεμελιώδη ανάγκη του ανθρώπου, όπως ορίζεται μέσα στο μοτίβο, για επικοινωνία της αυλής με τον δρόμο, του ανθρώπου με τον έξω κόσμο. Εσωστρεφείς λύσεις, που αποσυνδέουν τον κάτοικο απο την ζωή πέρα από τον φράκτη του, παρουσιάζουν σοβαρή συναισθηματική διαταραχή, ένα σύνδρομο που ο Alexander ονομάζει “autonomy-withdrawal syndrome” ή αλλιώς το σύνδρομο της απόσυρσης. Αντίστοιχα η ανάγκη για έναν χώρο στην ηλιόλουστη πλευρά του σπιτιού καλεί για τη χρήση του μοτίβου-SUNNY PLACE (161) και το μέγεθος της βεράντας καθορίζεται μέσα απο τα patterns-SIX FOOT BALCONY (167) και-CEILING HEIGHT VARIETY (190). Το μοτίβο-PATHS AND GOALS (120)-ορίζει πως τα μονοπάτια που διαμορφώνονται φυσικά μέσα από τις διαδρομές των ανθρώπων θα έπρεπε να διατηρούνται και να ενισχύονται, επομένως ο σχεδιαστής της βεράντας αφήνει το μονοπάτι που οδηγεί στην είσοill minates our lives…You may think of this process of compressing patterns, as a way to make the cheapest po sible building which has the necessary patterns in it. It is, also, the only way of using a pattern language to make buildings which are poems. Ibid, σσ.xli-xliv 1 Ibid, σσ.xxxv-xxxvii

79


δο του σπιτιού του να καθορίσει το σχήμα της κατασκευής του. Χρησιμοποιώντας τo patternRAISED FLOWERS (245)1 ο σχεδιαστής καλείται να δημιουργήσει φυτεμένα όρια, με τα οποία ο περαστικός να μπορεί να έχει επαφή. Η διακοσμητική αντιμετώπιση της φύτευσης και η προστασία της από τους ανθρώπους είναι ανωφελής. Τέλος μέσα από το pattern-DIFFERENT CHAIRS (251)2- εξοπλίζει τον χώρο με μία ποικιλία διαφορετικών καθισμάτων, τέτοια ώστε να εξυπηρετεί κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως μεγέθους και διάθεσης. Επομένως η παρουσία του ‘ευγενικού ειδικού’, μοιάζει να είναι αποκεντρωμένη καθώς δεν εκδηλώνεται φανερά μέσα σε ένα ολιστικό σχεδιαστικό σύστημα, αλλά διασκορπίζεται μέσα σε μικρότερα κομμάτια ελέγχου. Αντίστοιχα με τα διαδικτυακά πρωτόκολλα που αναλύει ο Galloway Alexander3, τα patterns είναι διαδικασίες που μπορείς να παρακάμψεις, αλλά παρουσιάζονται ως ο “σωστός” δρόμος για να πάρεις. Η καλόβουλη οδηγία αντικαθιστά την ολιστική ντιρεκτίβα. «Η αντίθεση στον πυρήνα του πρωτόκολλου είναι ότι πρέπει να τυποποιήσει για να απελευθερώσει. Πρέπει να είναι φασιστικό και μονομερές ώστε να γίνει ουτοπικό. Περιέχει, όπως ο Jameson έγραψε για τη μαζική κουλτούρα, ταυτόχρονα την ικανότητα να φανταζόμαστε μια μη-αποξενωμένη κοινωνική ζωή και ένα παράθυρο στις δυστοπικές πραγματικότητες αυτής της ζωής» 4

ΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΝΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ Ή ΜΙΑ ΑΝΟΙΧΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΥΣΕΩΝ; Ο συγκεκριμένος αριθμός των 253 αρχικών patterns προκύπτει από την έρευνα και τις επιλογές του Alexander και των συναδέλφων του και οι συνδυασμοί που προκύπτουν δεν είναι φυσικά άπειροι, αλλά πρακτικά ανεξάντλητοι. Σε ένα επίπεδο, η κατά κάποιο τρόπο αυθαίρετη πρόταση ακριβώς 253 απαραίτητων μοτίβων, φαίνεται ως πατερναλιστική πρακτική ενός “ευγενικού” ειδικού, ο οποίος ξέρει ακριβώς το σωστό αριθμό προβλημάτων και λύσεων και τις μοιράζεται απλόχερα με τους κατοίκους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, παρατηρούμε πως η επεξεργασία του καταλόγου από τους ίδιους τους χρήστες ενθαρρύνεται από τον Alexander με 1 “Soften the edges of buildings, paths, and outdoor areas with flowers. Raise the flower beds so that people can touch the flowers, bend to smell them, and sit by them. And build the flower beds with solid edges, so that people can sit on them, among the flowers too.”, Ibid, σ.1134 2 “Designers have for years been creating “perfect chairs”- chairs that can be manufactured cheaply in mass. These chairs are made to be comfortable for the average person...lf the chairs are all the same, these differences are repressed, and some people are uncomfortable.”, Ibid, σ.1158 3 In classic Hollywood film, the apparatus is deliberately removed from the image in the same way that the process of production is removed from the commodity. Although computers are very different, a similar logic is at play. Protocol is simply a wrapper. It must conceal its own innards (or at least have a merely quantitative relationship with them via certain mathematical operations like the checksum, content length, etc.). “The job of computers and networks,” writes Berners-Lee, “is to get out of the way, to not be seen. . . . The technology should be transparent, so we interact with it intuitively.”, Galloway, A. R., 2004. Protocol. London, England: The MIT Press, σ.65 4 “The contradiction at the heart of protocol is that it has to standardize in order to liberate. It has to be fascistic and unilateral in order to be utopian. It contains, as Jameson wrote of mass culture before it, both the ability to imagine an unalienated social life and a window into the dystopian realities of that life.”, Ibid, σ.95

80


Εικόνα 32. Κεντρικό, Αποκεντρωμένο και Κατανεμημένο Δίκτυο

απώτερο σκοπό την εξέλιξη και προσαρμογή του στις τοπικές και ατομικές τους ανάγκες1. Υπό αυτή την έννοια, το φάσμα των πιθανών συνδυασμών-και κατ’ επέκταση των εναλλακτικών λύσεων- για κάθε κλίμακα του χώρου, μετατρέπεται σε δυνητικά άπειρο, καθώς, σύμφωνα με τον Alexander, θα μπορούσαν να υπάρχουν τόσες παραλλαγές τις γλώσσας, όσες και χρήστες. Για αυτό το λόγο, ήδη από το 1967 ιδρύει το CES (Center for Environmental Structure), ως κέντρο συλλογής και έρευνας των patterns, λειτουργώντας παράλληλα και σαν ακαδημαϊκό περιοδικό2. Μέσω αυτής της συγκεντρωτικής δομής οι συνδρομητές θα μπορούσαν να υποβάλουν τα δικά τους patterns, τα οποία ύστερα περνούσαν κριτική ή ακόμα και πειραματική εφαρμογή σε αστικά έργα. Στα σχέδια του CES ήταν να δημιουργήσει μία βάση δεδομένων που θα απόθήκευε το προφίλ του κάθε συνδρομητή ξεχωριστά, ανάλογα με τα αγαπημένα του 1 “We hope, of course, that many of the people who read, and use this language, will try to improve these patterns-will put their energy to work, in this task of finding more true, more profound invariants-and we hope that gradually these more true patterns, which are slowly discovered, as time goes on, will enter a common language, which all of us can share.”, Alexander, C., 1977. A Pattern Language. New York: Oxford University Press, σ.xv 2 “Alexander and his colleagues saw the Center as an entity that would collect patterns from anyone who wanted to submit them. The CES would critique patterns, share them with subscribers, and would research and apply the patterns to architectural and urban projects..”, Steenson, M. (2014). Architectures of Information : Christopher Alexander, Cedric Price and Nicholas Negroponte & MIT’s Architecture Machine Group. Ph.D. Princeton University, σ.78

81


patterns, ώστε το μηνιαίο τεύχος που παραλάμβανε να ήταν προσαρμοσμένο στις προτιμήσεις του καθενός. Η αντίθεση που παρουσιάζει η δημιουργία ενός ανοικτού καταλόγου και της έννοιας του “απελευθερωμένου” χρήστη, με την ίδρυση ενός συγκεντρωτικού μηχανισμού φέρνει το CES σε άμεση σύγκριση με το Whole Earth Catalog. Τόσο το CES όσο και το Whole Earth Catalog, όσο ενεθάρρυναν την προσωπική ενδυνάμωση και έκφραση του χρήστη - συνδρομητή, παράλληλα την περιόριζαν με αυτά που ενέκριναν, προωθούσαν ή απέκλειαν. Πέρα από τον κριτικό μηχανισμό του CES, ο Alexander έβλεπε τα patterns μέσα σε ένα σύστημα διαρκούς αξιολόγησης από τους ίδιους τους χρήστες, ένα φαντασιακό το οποίο παραπέμπει παράλληλα στους μηχανισμούς ελαχιστοποίησης του λάθους από το “Notes on the Synthesis of Form”. Η πορεία ενός pattern όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης του, επαφίεται στην συλλογική και άρρητη απόφαση των χρηστών, με τις θεωρίες από το “Timeless Way of Building” ως κοινή βάση. Σαν ομοιοστατικός μηχανισμός η “κοινή γνώμη” θα ρύθμιζε την εξελικτική πορεία των patterns και μέσα από μία δυναμική διαδικασία οι πολίτες, σαν μία δαρβινική μηχανή, θα ενίσχυαν pattern που παραμένουν κατάλληλα και θα απέρριπταν άλλα που δεν τους αντιπροσώπευαν πια1. «Το γεγονός είναι ότι η δημιουργία μιας πόλης και η δημιουργία κτιρίων μέσα σε μία πόλη είναι ουσιαστικά μία γενετική διαδικασία. Κανένας προγραμματισμός ή σχεδιαστική προσέγγιση δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη γενετική διαδικασία. Και καμία προσωπική ιδιοφυΐα επίσης.» 2 Η αναφορά σε μηχανισμούς της βιολογίας μας φέρνει ξανά σε σύγκριση με τον Stewart Brand και το πρότυπο του Comprehensive Designer, καθώς ο Alexander φαίνεται να επιδιώκει ακριβώς αυτό που ο Brand ονόμαζε “initial conditions”. Η γλώσσα που παρουσιάζει στο Pattern Language λειτουργεί σαν αφετηρία, σαν βάση, σαν το καρποφόρο λίπασμα πάνω στο οποίο θα φυτρώσουν όλες οι πιθανές εκφάνσεις των patterns. «Τελικά μέσα στο πλαίσιο μίας κοινής γλώσσας, εκατομμύρια ατομικές σχεδιαστικές ενέργειες θα παράγουν μία ζωντανή πόλη, ολοκληρωμένη και απρόβλεπτη, χωρίς έλεγχο. Αυτή είναι η αργή ανάδυση της ποιότητας χωρίς όνομα. Εκ του μη όντος.» 3 Με το “Α Pattern Language/ Μια Γλώσσα Μοτίβων” να λειτουργεί ως κατάλογος, δάσκαλος ή απλώς ένα πιθανό παράδειγμα συλλογής patterns, όπως άλλωστε υποδηλώνει με τη χρήση του αόριστου άρθρου “A”/ “Μία”4, ο Alexander βάζει τη βάση “για μια εντελώς νέα στάση απέναντι στην αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό”. Mε απώτερο σκοπό η μέθοδος του να αντικαταστήσει τις τρέχουσες πρακτικές, φαντάζεται ένα κόσμο στον οποίο η κάθε κοινωνία θα έχει τη δική της σχεδιαστική γλώσσα και κάθε άνθρωπος το δικό του λεξιλόγιο, με τη δομή όμως που ο ίδιος κατασκεύασε να διαπερνάει όλες τις εναλλακτικές σαν μία πανταχού παρούσα εντολή. Με αφετηρία την ήδη υπάρχουσα δομή της γλώσσας και σαν δεδομένο την αδιαμφισβήτητη 1 “..the evolution of pattern languages will be cumulative. As people exchange ideas about the environment, and exchange patterns, the overall inventory of patterns in the pattern pool keeps changing… Of course, this evolution will never end.”, Alexander, C., 1979. The Timeless Way of Building. New York: Oxford University Press, σ.345 2 Ibid, σ.240 3 Ibid, σ.493 4 Alexander, C., 1977. A Pattern Language. New York: Oxford University Press, σ.xvi

82


εγκυρότητα της, οι παράγωγες λύσεις των χρηστών ανήκουν πάντα στο ίδιο “είδος” λύσεων που ορίζεται μέσα από την κοσμοθεωρία που παρουσιάζει στο Timeless Way. «…είναι η γνώση του προβλήματος, σε συνδυασμό με τη γνώση των ειδών γεωμετρίας που θα λύσουν το πρόβλημα, σε συνδυασμό με την αίσθηση που δημιουργείται από αυτό το είδος γεωμετρικής επίλυσης αυτού του προβλήματος. Είναι πάνω απ’ όλα, ένα συναίσθημα.» 1 Αυτή η προσπάθεια δημιουργίας ενός καινούργιου τρόπου επικοινωνίας θυμίζει τα γλωσσολογικά πειράματα προηγουμένων αιώνων, όπως τις τεχνητές γλώσσες Esperanto, Volapuk, Interlingua, όπου η φωνολογία, η γραμματική και το λεξιλόγιο, έχουν επινοηθεί συνειδητά από ένα άτομο ή μια ομάδα, αντί να έχουν εξελιχθεί φυσικά. H δημιουργία μιας οικουμενικής γλώσσας, έρχεται συνήθως μαζί με μία φιλοσοφική, υποκειμενική βάση, έναν σκοπό, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Jorge Luis Borges στην κριτική του πάνω στη φιλοσοφική γλώσσα του John Wilkins και το βιβλίο του An Essay towards a Real Character and a Philosophical Language 2. Μέσα από τη δομή της γλώσσας, ο δημιουργός έχει παράλληλα εμφυσήσει την κοσμοθεωρία του. Χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου όπως η ομορφιά, η χρηστικότητα του, ενσωματώνονται μέσα στις λέξεις που το περιγράφουν. Η κατασκευή μιας τέτοιας γλώσσας δεν μπορεί παρα να είναι υποκειμενική. Με τον ίδιο τρόπο, ο χρήστης εκφράζοντας τις απόψεις και επιθυμίες του μέσα από τη δομή των patterns, δεν μπορεί παρά να υποκύψει στην μέθοδο και την κοσμοθεωρία του Alexander. Πόσο αφήνεται ελεύθερος τελικά ο χρήστης να κατασκευάσει διαφορετικά σενάρια κατοίκησης, να αμφισβητήσει τους ορισμούς, πόσο πιθανή θα ήταν η δημιουργία κάποιου είδους νομαδικής αρχιτεκτονικής ή γενικότερα η σκέψη πέρα από το κοινωνικό πρότυπο που παρουσιάζεται μέσα από το εγχειρίδιο. Θα μπορούσε να παραχθεί μια κοινωνική δομή εξ’ ολοκλήρου διαφορετική από την ήδη υπάρχουσα, όταν ακόμα και εξωτερικές προσθήκες στον κατάλογο ελέγχονται και φιλτράρονται από τον ίδιο του τον δημιουργό; Μοιάζει σαν η ανάγνωση ενός ανθρώπου να γίνεται η μοναδική ανάγνωση και να χρησιμοποιείται για να αναπαράγει τον εαυτό της. «Δεν υπάρχει άλλος πιθανός τρόπος για να φτιαχτεί ένα κτίριο ή μια πόλη η οποία πραγματικά να ζεί.» 3 Παρά την ολιστική προσέγγιση της θεωρίας και τον τρόπο λειτουργίας των patterns, οι άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο, χρησιμοποιούσαν τελικά το βιβλίο του διαφορετικά απ’ ότι ο ίδιος επιθυμούσε. Στην παρουσίασή του στο 11o συνέδριο αντικειμενοστραφούς προγραμματισμού στην Καλιφόρνια, το 1996, ο Alexander αφηγείται πως οι χρήστες δεν λειτουργούσαν σύμφωνα με το κυβερνητικό όραμα αλληλένδετων συστημάτων αλλά περισσότερο με μια αποσπασματική διάθεση κατασκευής, επιδιόρθωσης ή βελτίωσης χώρων ανεξάρτητα από το περιβάλλον τους. Χρησιμοποιώντας το βιβλίο σαν ένα κατάλογο «καλών» λύσεων, σαν ένα λυσάρι χώρων, 1 Alexander, C., 1979. The Timeless Way of Building. New York: Oxford University Press, σ.265 2 I have registered the arbitrarities of Wilkins, of the unknown (or false) Chinese encyclopaedia writer and of the Bibliographic Institute of Brussels; it is clear that there is no classification of the Universe not being arbitrary and full of conjectures. The reason for this is very simple: we do not know what thing the universe is. Borges, J. (1964). Other inquisitions, 1937-1952. Austin: University of Texas Press. 3 Alexander, C., 1979. The Timeless Way of Building. New York: Oxford University Press, σ.8

83


οι χρήστες παράκαμπταν όλη τη θεωρία και προτιμούσαν μια πιο «επιφανειακή» προσέγγιση, η οποία όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει 1: «..δεν θα διορθωνόταν γράφοντας μερικά μοτίβα ακόμα ή βελτιώνοντας κάποια από αυτά…έμοιαζε να λείπει κάτι πολύ θεμελιώδες…επομένως ξεκίνησα να βρω τι ήταν αυτό..», (OOPSLA, 1996)

TIMELESS WAY OF BUILDING, O ΕΙΔΙΚΟΣ ΩΣ «ΜΕΣΣΙΑΣ» “A building or a town will only be alive to the extent that it is governed by the timeless way.” 2 «Είναι μια διαδικασία που φέρνει τάξη από τίποτα άλλο πέρα απο τους εαυτούς μας δεν μπορεί να επιτευχθεί, αλλά θα συμβεί από μόνο του, αν απλά το επιτρέψουμε.» 3 Δύο χρόνια μετά την έκδοση των Patterns, το 1979, o Alexander ολοκληρώνει τον δεύτερο τόμο της έρευνας του, “The Timeless Way of Building”. Αν το πρώτο βιβλίο ήταν η ανάλυση του εργαλείου και της δύναμης του, το δεύτερο ήταν η φιλοσοφία πίσω από τη διαδικασία σχεδιασμού αλλά ταυτόχρονα και μια πραγματεία κοσμολογικού περιεχομένου, απαραίτητη για την μαθητεία του χρήστη. Σε μία αναζήτηση βαθύτερων αίτιων πίσω από τη μορφή και τις συνθήκες υπό τις οποίες παράγεται, μοιάζει πλέον ο λόγος του Alexander να έρχεται σε αντίθεση με τις ρίζες της πολεμικής του διατριβής στο Notes. Παρόλο που παραμένει πιστός στις έντονα κυριολεκτικές αναλογίες με τη λειτουργία της φύσης ως σύστημα, τις βιολογικές διαδικασίες και τους συμπαντικούς κανόνες της Φυσικής, η ρητορική του αποκτά μία μυστικιστική και ποιητική χροιά. “To you, mind of no mind, in whom the timeless way was born.” 4 Αντικείμενο της ερευνάς του γίνεται η “ολότητα” και τα χαρακτηριστικά “ζωντανών” συστημάτων, δημιουργώντας έτσι μία ολιστική προσέγγιση που περικλείει σχεδιαστικά θέματα κάθε κλίμακας. Η “ολότητα” μιας πόλης καθορίζεται από την “ολότητα” των κτιρίων της, όπως και η “ολότητα” μιας καρέκλας κρίνεται από την “ολότητα” των μερών της. Τι είναι περισσότερο “ζωντανό” και πως το μετράμε; 1 “my belief always was that there really is such a thing and that everybody knows it, but it has been suppressed. That is because of the worldview that we have and the way of looking at things and the nervousness about intellectual rigour, that in a way, people, though they have these judgements within them, somehow are separated from their ability to make these judgements correctly...in other words what i’m trying to say, and this is just a sort of instinct that i had going in , was that this is something childish really that everybody knows, but for some reason we are all so messed up that we can’t see it.”, Alexander, C., 1999. The Origins of Pattern Theory, the Future of the Theory, And The Generation of a Living World. Software, September/October, 16(5), σσ. 71-82. 2 Alexander, C., 1979. The Timeless Way of Building. New York: Oxford University Press, σ.ix 3 “It is a process which brings order out of nothing but ourselves; it cannot be attained, but it will happen of its own accord, if we will only let it.”, Ibid, σ.ix 4 Ibid, εισαγωγή

84


Εικόνα 33. Ο διαχρονικός τρόπος


Μία ενδιαφέρουσα αντίθεση κατασκευής ολιστικών μα ταυτόχρονα απροσδιόριστων συστημάτων, βασισμένα στην επιστημονική πλάνη και την διαισθητική αυθαιρεσία. Η γνώση κατά τον Alexander είναι άρρητη κληρονομιά κάθε χρήστη και δεν μένει παρά να αφυπνιστεί ώστε να αποκτήσει ξανά πρόσβαση. Η εποχή της εξειδίκευσης μπορεί να μας απομάκρυνε από την απλή, σχεδόν παιδική γνώση γύρω από το σχεδιασμό, αλλά μέσα από τα γραπτά του Timeless Way, ο χρήστης μπορεί να ανακαλύψει ξανά τη δική του σχεδιαστική γλώσσα. Όροι όπως “ ο διαχρονικός τρόπος”, “η ποιότητα χωρίς όνομα”, “η πύλη”, “ο δρόμος” και “ο πυρήνας του δρόμου”, αποτελούν τα κεφάλαια και τη βασική αφήγηση του βιβλίου. Ο όρος “timeless way”, ο οποίος διακοσμεί το εξώφυλλο, υποδηλώνει τη γενικότερη κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθεί ο χρήστης στον σχεδιασμό. Δίνοντας την κυριολεκτική σημασία του διαχρονικού, η μέθοδος του είναι με αυτόν τον τρόπο ριζωμένη βαθιά πίσω στον χρόνο και τις κατασκευές του ανθρώπου. Μόνο μέσα από αυτή τη νοοτροπία φανερώνεται “η ποιότητα χωρίς όνομα” και αποτελεί το συστατικό στοιχείο που χαρίζει στις κατασκευές “ζωή” και “ολότητα”. Η ποιότητα αυτή παρόλο που κατά τον Alexander απαντάει στην διαχρονική αναζήτηση αντικειμενικά καλής αρχιτεκτονικής, παραμένει σαν έννοια αόριστη και άπιαστη, σκιά των χαρακτηριστικών που την καθορίζουν. «Για να αναζητήσουμε τον διαχρονικό τρόπο, πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε την ποιότητα χωρίς όνομα. Υπάρχει μία κεντρική ποιότητα που είναι το θεμελιώδες κριτήριο ζωής και πνεύματος σε έναν άνθρωπο, μια πόλη, ένα κτίριο ή στην άγρια φύση. Η ποιότητα είναι αντικειμενική και ακριβής, αλλά δεν μπορεί να ονομαστεί.» 1 Για να καταλήξει κανείς σε αυτό το στοιχείο κλειδί, πρέπει να χρησιμοποιήσει τα patterns. Γεννήτρια σωστών και λειτουργικών λύσεων, η γλώσσα των patterns είναι μία εξίσου έμφυτη και διαχρονική προσέγγιση όσο “ο διαχρονικός τρόπος” και παρουσιάζεται όχι σαν εφεύρεση του Alexander αλλά σαν ανακάλυψη. Κατά μία έννοια δένει τη θεωρία του στη βαρύτητα του παρελθόντος, και καπηλεύεται το αδιαμφισβήτητο κύρος αδιάκοπων διαδικασιών βελτιστοποίησης που μέσα από γενεές κατέληξαν να είναι παράδοση. «Οι άνθρωποι μπορούν να διαμορφώσουν τα κτίρια για τον εαυτό τους όπως έκαναν εδώ και αιώνες, χρησιμοποιώντας γλώσσες που ονομάζω γλώσσες μοτίβων (pattern languages).» 2 Όπως η ύστατη φιλοδοξία ενός δασκάλου προς τον μαθητή του είναι μετά την στυγνή και υπάκουη αποστήθιση, να προχωρήσει στην εσωτερίκευση και εμπέδωση της γνώσης, έτσι και η υπαγόρευση του Alexander, δεν σταματάει στην απλή γνώση του εργαλείου. Αφού ο χρήστης περάσει “τον δρόμο”, εξασκώντας τη γλώσσα των patterns στον πραγματικό κόσμο και παράγοντας λειτουργικά και βιώσιμα αποτελέσματα, τότε για να ολοκληρωθεί η μαθητεία του μένει να ξεχάσει το εργαλείο. Ο χρήστης του Alexander σαν πιστός ακόλουθος οφείλει να αφεθεί στη γνώση που αποκόμισε, να εγκαταλείψει πίσω του τις δικές του ιδέες και απόψεις ώστε τελικά εργαλείο και χρήστης να γίνουν ένα. «..Δεν μας διδάσκουν αλλά μας υπενθυμίζουν αυτό που ήδη ξέρουμε, και αυτό που 1 “To seek the timeless way we must first know the quality without a name. There is a central quality which is the root criterion of life and spirit in a man, a town, a building, or a wilderness. This quality is objective and precise, but it cannot be named.”, Ibid, σ.ix 2 Ibid, σ.xi

86


θα ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά μέσα στον χρόνο, αφού εγκαταλείψουμε τις ιδέες και τις απόψεις μας και κάνουμε ακριβώς αυτό που αναδύεται από μέσα μας.» 1 Αυτή η σχεδόν θρησκευτική2 προσέγγιση, καταργεί τόσο την έννοια του “απελευθερωμένου” χρήστη όσο και την άλλοτε έντονα αντίθετη στάση του απέναντι στην διαισθητική αρχιτεκτονική. Με την ίδια κατεύθυνση που ο Alexander θα συνεχίσει τα επόμενα χρόνια έρευνας ολοκληρώνοντας το έργο τεσσάρων τόμων “Nature of Order”, δεν παρουσιάζει τον εαυτό του ως εμπνευστή και κάτοχο της αλήθειας αλλά μοιάζει να εισάγει περισσότερο τη φιγούρα ενός “ευγενικού” ειδικού, με μία τετράτομη βίβλο στα χέρια του. Η παρουσία του χάνεται ανάμεσα στη βεβαιότητα κυτταρικών διαδικασιών αυτορρύθμισης και στην μυστικιστική αοριστία της άρρητης γνώσης. «Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που χρησιμοποίησα τη γλώσσα μοτίβων με αυτόν τον τρόπο. Βρήκα τον εαυτό μου εντελώς απορροφημένο στην διαδικασία, που έτρεμα. Μία σειρά απλών δηλώσεων επέτρεψε στο μυαλό μου να απελευθερωθεί και να ανοίξει μέσα από αυτές, ενώ το σπίτι που προέκυψε ήταν σχεδιασμένο από μένα, την ίδια στιγμή έμοιαζε να έχει γεννηθεί από μόνο του μέσα από τις δικές μου σκέψεις. Είναι μία τρομακτική εμπειρία, σαν την κατάδυση στο νερό. Ταυτοχρόνως συναρπαστική καθώς χάνεις τον έλεγχο. Εσύ είσαι το μόνο μέσο δια το οποίο τα μοτίβα έρχονται στη ζωή, και από δική τους πρωτοβουλία γεννούν κάτι καινούργιο.» 3

1 “..They do not teach us, they only remind us of what we know already, and of what we shall discover time and time again, when we give up our ideas and opinions, and do exactly what emerges from ourselves.”, Ibid, σ.xv 2 “I have always felt that the religious picture of the world was probably more accurate than the scientific picture of the world that’s evolved over the past few hundred years….As I got closer and closer to a picture of things that had common sense and seemed to work, I discovered that I felt more and more that the religious point of view — or a religious point of view — is inevitable as an accurate description of matter, if it is going to take into account the empirical facts about architecture. I gradually have come to the conclusion that the presence of God in matter is inevitable”, Alexander, C., 2005. A glimpse of God in matter [Συνέντευξη] (1 Νοέµβριος 2005). 3 Alexander, C., 1979. The Timeless Way of Building. New York: Oxford University Press, σ.426

87



Εικόνα 34. «Indeed this ageless character has nothing, in the end, to do with languages. The language, and the processes which stem from it, merely release the fundamental order which is native to us. They do not teach us, they only remind us of what we know already, and of what we shall discover time and time again, when we give up our ideas and opinions, and do exactly what emerges from ourselves.» Timeless Way of Building, p. 531



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η “ΤΕΛΕΙΑ” ΜΗΧΑΝΗ Nicholas Negroponte & Τεχνητή Νοημοσύνη

Θέλουμε οι μηχανές-σύντροφοί μας να έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται εκείνα τα στοιχεία του φυσικού μας κόσμου, τα οποία θα ήταν ημιτελή ή μεροληπτικά αν μεταδίδονταν μέσω άλλων τρόπων (πχ προφορικά) Θέλουμε οι μηχανές να έχουν την ικανότητα να αντλούν πληροφορίες απευθείας και αυτοβούλως από τον πραγματικό κόσμο, παρά να εξαρτώνται από έναν άνθρωπο σχεδιαστή και τις συνειδητές ή υποσυνείδητες του ερμηνείες αυτών των πληροφοριών. Θέλουμε οι υπολογιστές να έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται και να διαχειρίζονται έννοιες και σχέσεις (ακόμα και εμπειρίες) οι οποίες αφορούν εκείνες τις χωρικές/περιβαλλοντικές ποιότητες τις οποίες οι άνθρωποι σχεδιαστές αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται μέσω μεταφορών και συμβόλων.

(Negroponte, 1975, p. 48)

91


Ο Nicholas Negroponte, ένα χρόνο μετά την έκδοση του ‘Notes on the Synthesis of Form’ του Christopher Alexander, παραδίδει το 1965 την πτυχιακή του στο ΜΙΤ με τίτλο «Συστήματα Αστικής Ανάπτυξης» (Systems of Urban Growth), συνεχίζοντας ένα χρόνο αργότερα με τη διατριβή του «Η Υπολογιστική Προσωμοίωση της Αντίληψης Κατά την Kίνηση στο Αστικό Περιβάλλον» («The Computer Simulation of Perception During Motion in the Urban Environment»). Όπως είδαμε, εντός του τεχνοκρατικού πλαισίου το οποίο έβλεπε στα υπολογιστικά συστήματα την απάντηση στο σύνολο των αστικών προβλημάτων, η σχολαστική καταγραφή της πόλης παρήγαγε ένα σώμα πληροφορίας, μη-διαχειρίσιμο από την κλασσική φιγούρα του αρχιτέκτονα ή του πολεοδόμου. Ο όγκος και η πολυπλοκότητα των δεδομένων καλούσαν για ένα κλίμα διεπιστημονικότητας στον αστικό σχεδιασμό, γεννώντας σημαντικά ερωτηματικά ως προς τον νέο ρόλο του αρχιτέκτονα. Το 1967, ο Negroponte με τον συνεργάτη του Leon Groisser, ιδρύουν εντός του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ΜΙΤ, το Architecture Machine Group, ένα εργαστήριο αφιερωμένο ακριβώς σε αυτό το είδος διεπιστημονικότητας το οποίο απαιτούσε η εποχή. Aναμειγνύοντας φοιτητές αρχιτεκτονικής, ηλεκτρολόγους μηχανικούς και προγραμματιστές, το εργαστήριο της «Αρχιτεκτονικής Μηχανής» ενσάρκωνε ένα νέο όραμα αρχιτεκτονικής έρευνας και διδασκαλίας. Εξοπλισμένο με tablets, ψηφιακές γραφίδες, διαδραστικές οθόνες προβολής σχεδίων και εκτυπωτές, όλες εκείνες, δηλαδή, τις ‘μηχανές ονείρων’ που περιέγραφε ο Ted Nelson στο Computer Lib, το ‘ArcMac’ προσέφερε στους φοιτητές του «έναν τρόπο να σκέφτονται γύρω από το σκέπτεσθαι»1,2. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι την μεταμόρφωσή του στο σημερινό MIT Media Lab το 1985, το Architecture Machine Group πειραματίστηκε με πληθώρα τεχνολογιών η οποίες είχαν σαν κοινό τόπο την ενίσχυση τόσο του δομημένου περιβάλλοντος, όσο και της ίδιας της διαδικασίας σχεδιασμού, με έξυπνα μεταβλητά συστήματα τα οποία θα μπορούσαν να κατανοούν τις συνθήκες γύρω τους και αντιδρούν σε αυτές.

1 http://radical-pedagogies.com/search-cases/a13-architecture-machine-group-media-lab-massachusetts-institute-technology-mit/ 2 Στο πλαίσιο της συνεργασίας του αμερικανικού στρατού με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, το μεγαλύτερο τμήμα της χρηματοδότησης του “ArcMac” προερχόταν από την ARPA (την υπηρεσία του αμερικανικού στρατού η οποία χρηματοδότησε την ίδια περίοδο το ARPANET, την πρώτη μορφή διαδικτύου) και το Γραφείο Ναυτικής Έρευνας(μια υπηρεσία η οποία πειραματίστηκε κατά κόρον με τους γεωδαιτικούς θόλους του Buckminster Fuller από το 1954 και μετα). To Ford Foundation, σύμφωνα με το παραδοσιακό σύστημα συνεργασίας “military-industrial-academic complex” (όρος του J. William Fullbright) χρηματοδοτεί το 1967 το νέο πρόγραμμα του MIT, “University Urban Studies”, με 3.000.000$, από τα οποία τα 800.000$ δίνονται το 1968 για την ίδρυση και λειτουργία του Urban Systems Laboratory. Με τον τρόπο αυτό, η έρευνα σχετικά με τον έλεγχο του αστικού τοπίου, ερχόταν σε επαφή με την στρατιωτική έρευνα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου και την αναλυτική προσέγγιση του πεδίου μάχης.

92


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ Στο Soft Architecture Machines (1975), συνοψίζοντας την σχεδόν 10-ετη πορεία του Architecture Machine Group, o Nicholas Negroponte περιγράφει ξεκάθαρα την άποψη του για τον αρχιτέκτονα-ειδικό εντός του σύγχρονου τεχνοκρατικού πλαισίου: «Ο αρχιτέκτονας είναι ένας περιττός και δυσκίνητος μεσάζοντας μεταξύ του ατόμου, των σταθερά μεταβαλλόμενων αναγκών του και της συνεχούς ενσωμάτωσης αυτών των αλλαγών στο δομημένο περιβάλλον.» 1 Απευθυνόμενος στο δευτερο ενικό, όπως ο Friedman στο Popular Encyclopedia of Survival, πείθει τον αναγνώστη πως μπορεί να κάνει το σπίτι του καλυτέρα από τον καθένα. « […] ενώ ίσως δεν είσαι ικανός να σχεδιάσεις ένα καλό νοσοκομείο ή ένα λειτουργικό αεροδρόμιο, μπορείς να σχεδιάσεις το δικό σου σπίτι, καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο άτομο.» 2 Κάνοντας αναφορές στο περιβόητο Architecture Without Architects (1964) του Bernard Rudowski, εντοπίζει την έννοια της ‘Κάν’το-Μόνος-Σου’ αρχιτεκτονικής αιώνες πριν, στην λεγόμενη «ιθαγενή αρχιτεκτονική» (indigenous architecture). Έχοντας προσωπικές προσλαμβάνουσες από τα νησιά του Αιγαίου, ανατρέχει σε ένα εξιδανικευμένο, απλούστερο και αυθεντικότερο παρελθόν, με τους κατοίκους των παραδοσιακών οικισμών να αναλαμβάνουν προσωπικά το ζήτημα της κατοικίας, διαμορφώνοντας μέσω των κοινών τους εμπειριών μια αρχιτεκτονική καθομιλουμένη.

Εικόνα 35. Απανωμεριά Σαντορίνης 1 Negroponte, N., 1975. Soft Architecture Machines. Cambridge, Massachussets: The MIT Press, p. 1 2 Ibid, σ.109

93


«Μερη οπως το Ποζιτάνο, η Μύκονος και η Μοχακάρ είναι γνωστά παραδείγματα αρχιτεκτονικης χωρις αρχιτεκτονες η οποια εχει συναρπασει και εχει διατηρησει τον ενθουσιαμο των αρχιτεκτονων…Πως μπορουμε να προσομοιώσουμε (αν το επιθυμούσαμε) αυτές τις συνθήκες σε μια βιομηχανοποιημένη κοινωνία?» 1 Όχι τόσο διαφορετικά από το ιδεώδες του Brand στο Whole Earth Catalog ή από την αναζήτηση μιας αντικειμενικής διαχρονικότητας στο Timeless Way of Building του Alexander, ο Negroponte κατασκευάζει ένα, κατά κάποιο τρόπο, αντιφατικό φαντασιακό μείξης της νεωτερικότητας με την επιστροφή στις ρίζες, αναφερόμενος σε ένα αφηρημένο παρελθόν όπου οι απλοί άνθρωποι ήταν πιο ελεύθεροι να ελέγχουν το δομημένο περιβάλλον τους.2 Η περιβόητη ποικιλομορφία των παραδοσιακών οικισμών, θα μπορούσε να αναβιώσει στη σύγχρονη εποχή μέσω του τεράστιου αριθμού διαφορετικών διαισθητικών λύσεων που θα προέκυπταν από χρήστες-αρχιτέκτονες του εαυτού τους, αρκεί να μπορούσαν να απελευθερωθούν από τον πατερναλισμό του επαγγελματία αρχιτέκτονα. Αυτό που χρειάζονταν οι απλοί χρήστες για να απεευθερωθούν, ήταν ένα νέο είδος Αρχιτεκτονικής Μηχανής, έναν «σχεδιαστικό ενισχυτή» 3 Για τον Negroponte, δημοφιλείς μορφές ένταξης των κατοίκων στην αρχιτεκτονική διαδικασία, όπως η συλλογή πληροφοριών με τη μορφή ερωτηματολογίου, ή ο συμμετοχικός σχεδιασμός μέσω αντιπροσώπων, δεν αποτελούσαν πραγματικά παραδείγματα συμμετοχικού σχεδιασμού, αλλά στην καλύτερη περίπτωση «δειλές προσπάθειες από-επαγγελματοποίησης» 4, έχοντας σαν κοινό παρονομαστή τη διατήρηση του ειδικού εντός της διαδικασίας σχεδιασμού, αλλά με μια νέα, πιο ήπια μορφή. Αντιμετώπιζε την μαθηματική προσέγγιση του μέντορά του Yona Friedman στο Flatwriter, ως την μόνη εναλλακτική η οποία κατάφερνε να απαλλαγεί από τον αρχιτέκτονα ως μεταφραστή και παρέδιδε τον έλεγχο στον κάτοικο, καθιστώντας τον «αρχιτέκτονα του εαυτού του» 5. Αυτό το οποίο προσθέτει σε σχέση με τον Friedman, είναι η αντίληψη πως ο αρχιτέκτονας θα μπορούσε όχι απλά να παραμεριστεί 6 αλλά να εξαλειφθεί πλήρως από την αρχιτεκτονική διαδικασία. Αν ο υπολογιστής στο Flatwriter του Friedman λειτουργούσε ως αμερόληπτος διαχειριστής ρητών δεδομένων, ο υπολογιστής για τον Negroponte θα μπορούσε να αντικαταστήσει πλήρως τον αρχιτέκτονα. 1 Ibid, σ. 103 2 “his environment was simple and comprehensible, punctuated with limited choices and decisions. He no more needed a professional architect than he needed a psychologist or legal counselor” Ibid, σ. 103 “These local expansions and contractions result from a permanency of home with which most Americans are unfamiliar. In an industrialized society, the pattern is to sell your house and buy a bigger one then later, a smaller one. I can remember (but not reference) the statistic that the average American family moves every three years.“It is quite clear that in faster-moving societies our personal experiences are phenomenally varied. This is why we have a harder (if not impossible) problem.” Ibid, σ. 108 3 Αγγλ. “design amplifier” Ibid, σ. 108 4 Ibid, σ. 101 5 Ibid, σ. 101 6 Γινόμενος απλός συντάκτης ρεπερτορίων, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2.

94


«Οι πρωταρχικές λειτουργίες του αρχιτέκτονα, προτείνω, θα εξυπηρετούνται με τον καλύτερο τρόπο από τους υπολογιστές. Υπό αυτήν την έννοια το βιβλίο αφορά ένα νέο είδος αρχιτεκτονικής χωρίς αρχιτέκτονες.» 1 Σχηματοποιώντας αυτή τη διαφορά, θα μπορούσαμε να πούμε πως αν ο ιδανικός αρχιτέκτονας-ειδικός του Friedman είναι ευγενικός, ο ιδανικός αρχιτέκτονας-ειδικός του Negroponte είναι νεκρός. Αντιμετωπίζοντας τον υπολογιστή ως τεχνολογία προορισμένη για τον απλό χρήστη και όχι απόκλειστικά για τα πανεπιστημιακά εργαστήρια2, πίστευε πως ο καθένας μας είναι πλήρως ικανός να σχεδιάσει μόνος του την κατοικία του με βασικό συνεργάτη τον προσωπικό του υπολογιστή 3: «Η γενική μου θέση είναι πως το κάθε άτομο μπορεί να γίνει αρχιτέκτονας του εαυτού του. Η συμμετοχή επιτυγχάνεται με τη βοήθεια μιας πολύ προσωπικής υπολογιστικής μηχανής» 4

1 Ibid, σ. 1 2 Παρόλο που η έρευνα του ουσιαστικά χρηματοδοτούνταν από το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα. 3 Ενώ άνηκε τυπικά περισσότερο στο στρατόπεδο των ακαδημαϊκών ειδικών, αυτούς που ο Ted Nelson χαρακτήριζε υποτιμητικά “God Builders”, η αναφορά του στο συγκεκριμένο φαντασιακό ενός «πολύ προσωπικού υπολογιστή» αντανακλά ακριβώς την εικόνα του χρήστη που σκιαγραφεί ο Nelson στο Computer Lib/Dream Machines. 4 Ibid, σ. 100

95


ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ Αν ο Yona Friedman ενδιαφερόταν περισσότερο για το πώς θα βγάλει τον αρχιτέκτονα από την αρχιτεκτονική διαδικασία, με ή χωρίς τη βοήθεια του υπολογιστή, ο Negroponte, ενθουσιασμένος από τις δυνατότητες του νέου μέσου, δείχνει να ενδιαφέρεται κυρίως για το πως θα εισάγει τον υπολογιστή όσο το δυνατόν πιο ουσιαστικά στο σχεδιασμό, παραμερίζοντας τον αρχιτέκτονα: «Αντιθέτως, πιστεύω ότι οι υπολογιστές έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν αποκρισιμότητα, ατομικότητα και ενθουσιασμό σε όλες τις πτυχές της ζωής, σε ένα βαθμό μέχρι τώρα πρωτοφανή. Για πρώτη φορά στην ιστορία για παράδειγμα, βλέπουμε την πιθανότητα για τον καθένα να έχει τη δυνατότητα να ζήσει σε ένα ανθρωπογενές περιβάλλον που ανταποκρίνεται σε και έχει νόημα για αυτόν ή αυτήν. Ειρωνικά, η επιστήμη των υπολογιστών γενικώς συσχετισμένη με κάποιου είδους ελίτ και συχνά καταπιεστικές αρχές, μπορεί να προσδώσει σε όλους μια αρχιτεκτονική ποιότητα που προσεγγίζεται καλύτερα στην ιθαγενή αρχιτεκτονική (αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες).» 1 Ενοχλημένος από την ιδέα του υπολογιστή ως ακούραστου σκλάβου-γραφιά ο οποίος εκτελεί τυφλά τις εντολές του αφέντη-σχεδιαστή, όπως έβλεπε να συμβαίνει στα προγράμματα CAD της εποχής του, όπως το SKETCHPAD του Ivan Sutherland 2, θεωρούσε πως αν οι υπολογιστές επρόκειτο να βοηθήσουν στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής, θα έπρεπε να επιδείξουν ευφυή συμπεριφορά. Σε αντίθετη περίπτωση, τα αποτελέσματα μιας βοηθητικής μηχανής η οποία δεν έχει επίγνωση του σε τι βοηθά, θα ήταν τραυματικά για την αρχιτεκτονική. To υπολογιστικό παράδειγμα του δεν είναι αυτό της βάσης δεδομένων ή της επεξεργασίας συμβόλων, αλλά αυτό της νοήμουσας, ευφυούς μηχανής, ικανής για αυθεντικό διάλογο με τον χρήστη. Αναγνωρίζει τρείς σημαντικές δυνητικές προοπτικές μιας τέτοιας ευφυούς μηχανής, η οποία αρχικά θα υποβοηθούσε, στη συνέχεια θα επαύξανε και τελικά θα αντέγραφε πλήρως την αρχιτεκτονική διαδικασία: 3 (1) Ο υπολογιστής ως σχεδιαστής (2) Ο υπολογιστής ως σύντροφος του αρχάριου χρήστη με προσωπικό-ενδιαφέρον (3) Ο υπολογιστής ως υλικό περιβάλλον το οποίο με γνωρίζει

1 Ibid, σ. 1 2 “The term “man-machine partnership” was proliferated and expounded, but I do not believe Coons, Johnson, or Sutherland took the term seriously. They were not proposing a partnership in those early days. Their paradigm was closer to a master-slave re lationship, except that now the slave could draw.” Ibid, σ. 57 3 Ibid, σ. 2

96


Εικόνα 36. Το SKETCHPAD του Ivan Sutherland επί τω έργω (1963)

Βρισκόμενος σε στενή επαφή με σημαντικές προσωπικότητες από το Εργαστήριο Τεχνητής Νοημοσύνης του ΜΙΤ, όπως ο Marvin Minsky και ο Seymour Papert, o Nicholas Negroponte διακατέχεται από την πίστη ότι ένας υπολογιστής ο οποίος θα αντικαταστήσει πλήρως τον αρχιτέκτονα, μπορεί όντως να υπάρξει. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, πρώιμες επιτυχίες στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης είχαν οδηγήσει σε αυτό που ο Hubert Dreyfus χαρακτήριζε επικριτικά «Inflated Expectations”, διογκωμένες προσδοκίες σχετικά με τις ικανότητες των υπολογιστών. Χαρακτηριστικά ο Marvin Minsky, μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στο χώρο της επιστήμης των υπολογιστών, δήλωνε το 1957 πως “υπάρχουν πλέον στον κόσμο μηχανές που σκέφτονται, μαθαίνουν και δημιουργούν. […]Σε 10 χρόνια από τώρα ένας ψηφιακός υπολογιστής θα είναι ο παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι. […] Σε 10 χρόνια από τώρα οι περισσότερες θεωρίες της ψυχολογίας θα έχουν τη μορφή υπολογιστικών προγραμμάτων»1.

1 Παραπομπή σε ομιλία του Marvin Minsky απο το 1957, απο τον Hubert Dreyfus στο What Computers Cant Do, Dreyfus, H., 1972. What Computers Can’t Do. New York: Harper & Row., σ.xxx

97


Παρ ‘ότι θα χρειάζονταν τελικά σαράντα χρόνια1 -και όχι δέκα- μέχρι ο υπολογιστής να νικήσει τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι, ο Minsky έγραφε το 19692, ότι «εντός μιας γενιάς, λίγες μόνο περιοχές της διανόησης θα βρίσκονται εκτός των ικανοτήτων της μηχανής – το πρόβλημα της δημιουργίας «τεχνητής νοημοσύνης» θα έχει ουσιαστικά λυθεί» 3,4 Όπως ομολογεί στο Soft Architecture Machines, ο Negroponte μοιραζόταν το ενδιαφέρον ανθρώπων όπως ο Minsky για την κατανόηση της ανθρώπινης νοημοσύνης καθώς και την πίστη τους στην εφικτότητα κατασκευής μιας μηχανής η οποία μπορεί να επιδείξει αντίστοιχη –αν όχι ανώτερη- νοημοσύνη. Το σημείο στο οποίο ο Negroponte αμφισβητούσε5 την κλασσική θεωρία της Τεχνητής Νοημοσύνης βρισκόταν στο πως ακριβώς η μηχανή αποκτά αυτή τη νοημοσύνη.6 Χαρακτήριζε την προσέγγιση επιστημόνων όπως ο Minsky, ως μια προσέγγιση προσηλωμένη στην Επίλυση Προβλημάτων (problem solving).

ΜΙΑ ΜΗΧΑΝΗ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ Ή ΜΙΑ ΜΗΧΑΝΗ ΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΕΙ; Σύμφωνα με την κλασσική προσέγγιση της Τεχνητής νοημοσύνης, για κάθε σύνθετο πρόβλημα,(όπως το σκάκι, η αναγνώριση φωνής, η μετάφραση κειμένου) υπήρχε μια κατάλληλη περιγραφή των δεδομένων του και μία κατάλληλη διαδικασία επεξεργασίας τους, οι οποίες θα οδηγούσαν έναν υπολογιστή στην επίλυση του. Αν όλα τα φαινόμενα μπορούσαν να αναλυθούν ως σύνολα πλήρως καθορισμένων και διακριτών καταστάσεων, τότε εισάγοντας απευθείας στον υπολογιστή μια πλήρη περιγραφή ενός επαρκώς μεγάλου αριθμού ρητών γνώσεων και αληθειών για τον κόσμο, μαζί με ένα σύνολο μεθόδων για την διαχείριση αυτών των γεγονότων, 1 Anon., n.d. Deep Blue versus Garry Kasparov. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://en.wikipedia.org/wiki/ Deep_Blue_versus_Garry_Kasparov [Πρόσβαση 31 May 2016]. 2 Marvin Minsky, “Descriptive Languages and Problem Solving,” Proceedings of the 1961 Western Joint Computer Conference; reprinted in Semantic Information Processing, Minsky, ed. (Cambridge, Mass.: M.I.T. Press, 1969), σ. 420. 3 Dreyfus, H., 1972. What Computers Can’t Do. New York: Harper & Row. σ.58 4 Η ιδέα της νοήμουσας μηχανής είχε διεισδύσει ήδη μέχρι τα 70s στο συλλογικό φαντασιακό, όπως μαρτυρούν άρθρα σε δημοφιλή περιοδικά της εποχής καθώς και ένα εντυπωσιακό πλήθος ταινιών τρόμου με μηχανές οι οποίες στρέφονταν εναντίον των ανθρώπων: “And in a recent Life Magazine article (Nov. 20, 1970) entitled “Meet Shakey, The First Electronic Person,” the wide-eyed reader is told of a computer “made up of five major systems of circuitry that correspondquite closely to basic human faculties sensation, reason, language, memory [and] ego.” According to the article, this computer “sees,” “understands,” “learns,” and, in general, has “demonstrated that machines can think.” Several distinguished computer scientists are quoted as predicting that in from three to fifteen years “we will have a machine with the general intelligence of an average human being and in a few months [thereafter] it will be at genius level. . . .” Ibid, σ. 58 5 Ας μην ξεχνάμε ότι όταν Negroponte ήρθε σε επαφή με το ΑΙ Lab, εκείνο μετρούσε ήδη 10 χρόνια αποτυχημένων προβλέψεων και μέτριων αποτελσματων: “Unfortunately, the tenth anniversary of this historic talk went unnoticed, and workers in artificial intelligence did not, at any of their many national and international meetings, take time out from their progress reports to confront these predictions with the actual achievements.” Ibid, σ.xxx) 6 Negroponte, N., 1975. Soft Architecture Machines. Cambridge, Massachussets: The MIT Press. preface

98


ο υπολογιστής θα μπορούσε να επιδείξει νοημοσύνη. Το πρόβλημα της νοημοσύνης, μετατρεπόταν στο πρόβλημα του πόσο καλά μπορεί να αναπαραστήσει κανείς τον κόσμο σε γλώσσα μηχανής. Πόσο λεπτομερώς μπορεί κανείς να κατασκευάσει το μοντέλο του κόσμου γύρω του.1, 2 Το γεγονός ότι κάθε πείραμα περιορίζεται από το πόσο πλούσιες είναι οι περιγραφικές του τεχνικές, οδηγεί τον Negroponte στον εντοπισμό δύο σημαντικών τρωτοτήτων3: (1) επειδή είναι στο έλεος της πραγματογνωμοσύνης των σχεδιαστών του, το μοντέλο δεν μπορεί να είναι καλύτερο από ότι αυτοί. (2) Το μοντέλο είναι αναγκαστικά προκατηλλειμένο από αυτά τα οποία περιέχει και από αυτά τα οποία δεν περιέχει, είτε εκ προθέσεως είτε από αμέλεια. Αν η προσέγγιση αυτή απέδιδε γρήγορα και εντυπωσιακά αποτέλεσματα σε προβλήματα τα οποία ήταν εύκολα ρητοποιήσιμα και κατατμήσιμα σε μέρη, (όπως απλά επιτραπέζια παιχνίδια σαν την τρίλιζα, απόδειξη μαθηματικών θεωρημάτων και αναγνώριση σταθερών μοτίβων)4, πόσο καλά μπορούσε να ανταπεξέλθει σε δραστηριότητες όπως ο φυσικός διάλογος ή ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός; Πώς θα μπορούσε ένας υπολογιστής να αντιληφθεί ένα νεύμα, ένα αστείο ή μια κάτοψη κατοικίας εντός του πλαισίου μιας εποχής, μιας κουλτούρας, μιας ιστορίας; Πως θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε δραστηριότητες με μεγάλο βαθμό ασάφειας δεδομένων και ζητουμένων, οι οποίες απαιτούσαν γνώση της περιρρέουσας κατάστασης, των συμφραζομένων και των συνδηλώσεων (context) ;

1 Η αντίληψη αυτή του όλου ως σύνολο αντικειμενικών πεπερασμένων μερών, διαπερνούσε, όπως είδαμε, τις νέες θεωρίες περί αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας εντός των τεχνολογικών κύκλων του ΜΙΤ. Προς την κατεύθυνση της μοντελοποίησης, της πρόβλεψης και του ελέγχου των σύγχρονων χωροκοινωνικών φαινομένων, η πόλη και τα συμβάντα εντός αυτής, κατακερματίζονταν από ερευνητές όπως ο Jay Forrester, σε όσο δυνατόν μικρότερα τεμάχια μονοσήμαντων αιτιάσεων τα οποία επέτρεπαν την εύκολη επιθεώρηση, και την οντολογική καθαρότητα και ακρίβεια. «Συζητώντας την υπολογιστική προσομοίωση των αστικών δυναμικών, ο Jay Forrester καταλήγει πως «θα έπρεπε να είναι ένα μοντέλο το οποίο με τις κατάλληλες αλλαγές στις παραμέτρους θα ήταν καλό για τη Νέα Υόρκη, την Καλκούτα, ένα καταυλισμό χρυσωρύχων ή το Δυτικό Βερολίνο»…Με άλλα λόγια για τον Forrester το πλαίσιο βρίσκεται στα σύμβολα και όχι σε σένα και μένα.» Ibid, σ. 33 2 Σε μια αντίστοιχη κατεύθυνση, ο Christopher Alexander στο Pattern Language, επιχειρούσε την κατάτμηση του αρχιτεκτονικού προβλήματος σε θεμελιώδη διαχειρίσιμα τεμάχια, οι μεμονωμένες λύσεις των οποίων, ανασυντιθέμενες, έδιναν την πλήρη αρχιτεκτονική επίλυση του προβλήματος. Στην ντετερμινιστική αυτή προσέγγιση της Επίλυσης Προβλημάτων, «κάθε στόχος και υπο-στόχος ρητοποιείται στο βάθμο που μπορεί τελικά να εκφραστεί ως εξής: Αν Κ, τότε Δ επειδή Π, όπου Π είναι ένα αναγνωρισμένο πρόβλημα στην κατάσταση Κ, επιλύσιμο από τη δράση Δ» Ibid, p. 38 3 Ibid, σ. 35 4 Dreyfus, H., 1972. What Computers Can’t Do. New York: Harper & Row., σ.204

99


Απέναντι στην προσέγγιση των υπολογιστών οι οποίοι «επιλύουν προβλήματα» (problem solving), ο Negroponte φανταζόταν ένα είδος υπολογιστή ο οποίος «στοχάζεται σχετικά με τα προβλήματα» (problem worrying) Αναφερόμενος στο άτομο και την προσωπική, υποκειμενική εμπειρία του κόσμου, και αντανακλώντας τον φαινομενολόγο φιλόσοφο Hubert Dreyfus στο What Computers Can’t Do (1972) 1 o Negroponte φαίνεται να πιστεύει πως η ανθρώπινη κατάσταση, σε αντίθεση με τον φυσικό κόσμο, δεν μπορεί να αναπαρασταθεί πλήρως από παραμέτρους. Αυτό, διότι περιλαμβάνει παράγοντες όπως οι παραδόσεις, το κοινωνικό πλαίσιο, οι προηγούμενες εμπειρίες, παράγοντες δηλαδή ασταθείς και μη ρητοποιήσιμους, εξαρτώμενους σε μεγάλο βαθμό από τα εκάστοτε συμφραζόμενα. Σύμφωνα με τον Dreyfus, ο άνθρωπος εμπλέκεται διαρκώς σε κάποια κατάσταση, σε ένα πλαίσιο συνδηλώσεων (context), μέσω του οποίου προσδίδει αυτόματα σημασία στο κάθε τι γύρω του. Οι προηγούμενες εμπειρίες του, αυτό που ονομάζουμε ‘διαίσθηση’, του δίνουν την ικανότητα να αντιλαμβάνεται μονομιάς μέσα στο πλαίσιο αυτό, την βαρύτητα που φέρει το κάθε τι ανά πάσα στιγμή2. Βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με το πλήρες πολύπλοκο σύνολο, το οποίο περιλαμβάνει τα συμφραζόμενα3, και όχι με με ένα άθροισμα απομονωμένων αυτόνομων μικρο-γεγονότων τα οποία χρειάζεται να εξετάσει ένα-ένα4 περιμένοντας να εξάγει στο τέλος ένα συμπέρασμα για το όλον. Οι προβληματισμοί αυτοί στηρίζονταν σε μια γενική θεωρία της ανθρώπινης εμπειρίας η οποία έβλεπε τον άνθρωπο μονίμως τοποθετημένο εντός κάποιας κατάστασης (human situation). Η κατάσταση αυτή, εξαρτώνταν από τους εκάστοτε προσωπικούς σκοπούς και εμπειρίες του, τα οποία με τη σειρά τους ήταν παράγωγα του σώματος και των αναγκών του. Το σημαντικό είναι πως οι ανάγκες αυτές δεν ήταν κάτι το σταθερό και το μόνιμο, αλλά ερμηνεύονταν και αποσαφηνίζονταν πάντα εντός κάποιου πλαισίου συμφραζομένων, επηρεαζόμενες από το πως το 1 “H οντολογική υπόθεση πως ο ανθρώπινος κόσμος μπορεί επίσης να αντιμετωπιστεί με όρους συνόλου στοιχείων, αποκτά αληθοφάνεια όταν κάποιος αποτυγχάνει να κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα σε κόσμο και σύμπαν, ή αντίστοιχα, ανάμεσα στην ανθρώπινη κατάσταση (situation) και στην κατάσταση (state) ενός φυσικού συστήματος.» Ibid, σ.125 2

«Ο ανθρώπινος κόσμος, επομένως, είναι δομημένος με όρους ανθρώπινων στόχων και ανησυχιών με τέτοιο τρόπο που ότι θεωρείται αντικείμενο ή σημαντικό στοιχείο ενός αντικειμένου, ενσωματώνει αυτές τις ανησυχίες. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αντιστοιχισθεί από έναν υπολογιστή, διότι ο υπολογιστής μπορεί μόνο να αντιμετωπίσει ήδη καθορισμένα αντικείμενα, και προσπαθώντας να προσωμοιώσει κάποιος προγραμματιστής ένα πεδίο ανησυχιών, το μόνο που πετυχαίνει είναι να αποδώσει στα ήδη καθορισμένα γεγονότα, περαιτέρω καθορισμένα γεγονότα, τα οποία ονομάζονται τιμές (values) Ibid, σ.173

3 Negroponte, N., 1975. Soft Architecture Machines. Cambridge, Massachussets: The MIT Press. σ. 37 4 The only way the machine could zero in on the relevant facts would be to take this broad class, or some other selected on such a broad swoop basis, and test to see whether each one had causal relevance to the outcome of the race, taking it into account if it had, and forgetting it if it hadn’t. But if the machine were to examine explicitly each possibly relevantfactor as a determinate bit of information in order to determine whether to consider or ignore it, it could never complete the calculations necessary to predict the outcome of a single race. If, on the other hand, the machine systematically excluded possibly relevant factors in order to complete its calculations, then it would sometimes be incapable of performing as well as an intelligent human to whom the same information was available. Dreyfus, H., 1972. What Computers Can’t Do. New York: Harper & Row., σ. 171

100


άτομο βλέπει ανα πάσα στιγμή τον εαυτό του μέσα στην κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, δεν υπάρχουν γεγονότα με προ-εγκατεστημένη σημασία, τα οποία κάποιος θα μπορούσε να προγραμματίσει σε μια τεχνητή μορφή ζωής υπό τη μορφή κανόνων αν-τότε-επειδή. 1 Για τον Negroponte, η αρχιτεκτονική ήταν ένα έντονα διαισθητικό επάγγελμα, εξαρτώμενο σε μεγάλο βαθμό από το πλαίσιο εντός του οποίου συνέβαινε, από τα συμφραζόμενα.Για τον Negroponte, σε ισχυρή αντίθεση τόσο με τον Christopher Alexander, όσο και με τον Yona Friedman, δεν υπάρχουν αλήθειες στην αρχιτεκτονική. «Για οποιοδήποτε αρχιτεκτονικό αξίωμα ή κανόνα, υπάρχει τουλάχιστον μια κατάσταση στην οποία το αξίωμα ή ο κανόνας αυτός θα αποτύχει ή θα προκαλέσει καταστροφή, αν εφαρμοστεί τυφλά ως αυτονόητη αλήθεια.[...] Όλες οι αρχές, αξιολογούνται ανάλογα με τα συμφραζόμενα». 2 Αν λοιπόν μια υποθετική ευφυής μηχανή δεν ήταν δυνατόν να έχει εκ των προτέρων αποθηκευμένη τη σημασία του οτιδήποτε, καθώς η σημασία αυτή αποδίδεται ad hoc ανάλογα με την περίσταση, τότε κάθε συνομιλία ανθρώπου-μηχανής ή μηχανής-περιβάλλοντος, θα έπρεπε για τον Negroponte να μπορεί ανταποκρίνεται ανά πάσα στιγμή στα συμφραζόμενα, αντλώντας γνώση από ένα σύνολο προηγούμενων εμπειριών. Αν η μηχανή αδυνατούσε να αντιδράσει στα συμφραζόμενα, ο διάλογος θα κατέληγε μηχανιστικός και όχι πραγματικά ευφυής. «[...] προσπαθούμε να κάνουμε τις μηχανές περισσότερο σαν ανθρώπους, με την έννοια του να μπορούν να επιδείξουν σχεδιαστική συμπεριφορά η οποία να ανταποκρίνεται τόσο στa συμφραζόμενα όσο και στις ελλιπείς πληροφορίες, και με αυτόν τον τρόπο, να μπορεί να θεωρηθεί ως ευφυής συμπεριφορά» 3 Με άλλα λόγια, η μηχανή θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει τη δική της διαίσθηση σε σχέση με το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν. Θα έπρεπε να εμφυσήσουμε στις μηχανές όχι τις -υποτιθέμενες- αντικειμενικές μας γνώσεις για τον κόσμο, αλλά την ικανότητα να μαθαίνουν μόνες τους από τον κόσμο γύρω τους, να μαθαίνουν το πως να μαθαίνουν και ακόμα να έχουν τον πόθο να μάθουν. 4 Οι μηχανές που φανταζόταν ο Negroponte, με τον καιρό θα ωρίμαζαν –σαν βρέφη-, θα αποκτούσαν όλο και πληρέστερη γνώση του κόσμου γύρω τους, όχι μέσω κάποιου προκαθορισμένου μοντέλου του πως είναι ο κόσμος, αλλά μέσω της απευθείας παρατήρησής του, μέσω της χρήσης του κόσμου ως μοντέλο του εαυτού του. “Τα πειράματά μας βασίζονται στην ελπίδα ότι αν στις μηχανές δοθεί η ικανότητα για εκλεπτυσμένες διεπαφές με τον πραγματικό κόσμο, θα μάθουν να αναπτύσσουν τις δικές τους σχεδιαστικές μεθόδους και μεθοδολογίες, ίσως καλύτερες από τις δικές μας.» 5

1 Ibid, σ. 202 2 Ibid, σ. 33 3 Ibid, σ. 34 4 Ibid, σ. 35 5 Ibid, σ. 48

101


Η ‘τέλεια΄μηχανή του Negroponte, δηλαδή, δεν θα λειτουργούσε ως παντογνώστης ο οποίος έχει αποθηκευμένη εκ των προτέρων όλη την γνώση για τον κόσμο γύρω του, αλλά θα παρουσίαζε μια ιδιότυπη διττή φύση: θα ήταν ταυτόχρονα καλοπροαίρετος δάσκαλος και διψασμένος για γνώση μαθητής.1 Αν ο Flatwriter του Friedman, προσέφερε στον χρήστη μέσω ενός πρωτόλειου interface ένα παράθυρο στους άπειρους δυνατούς συνδυασμούς αρχιτεκτονικών στοιχείων τους οποίους είχε ήδη αποθηκευμένους στο repertoire, στο παράδειγμα του Negroponte, μέσω της χρήσης σκίτσων και φυσικού διαλόγου, χρήστης και μηχανή εμπλέκονται σε μια απολαυστική διαδικασία γνωριμίας, με τον ένα να προσπαθεί να διδάξει και να καταλάβει τον άλλο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου γνωριμίας, ο υπολογιστής θα προσπαθούσε να καταλάβει τις προθέσεις του χρήστη, ψηλαφώντας το πρόβλημα, κάνοντας λάθη και παρατηρώντας τον εαυτό του.Δεν θα επέκρινε τον χρήστη ούτε θα λάμβανε αποφάσεις, αλλά θα τον ρωτούσε αποκαλυπτικές ερωτήσεις στην προσπάθεια να καταλάβει τι εννοεί.2 Δεν θα ήταν σκλάβος ή εργαλείο του χρήστη, αλλά συνάδελφος του. Δεν θα ήταν ένα μέσο παραγωγής κατόψεων, όπως ο Flatwriter, αλλά ένας μηχανισμός διαλόγου. Ένας πλοηγός και όχι ένας καθοδηγητής, ο οποίος θα πρότεινε χωρίς να πατρονάρει, θα αναρωτιόταν χωρίς να προκαθορίζει απαντήσεις. Θα ξεκινούσε σιωπηλά, σαν μαθητευόμενος του χρήστη, ακούγοντας τον προσεκτικά και παρατηρώντας τα σκίτσα του, προσπαθώντας να καταλάβει τις αρχικές του προθέσεις. Έπειτα θα επιχειρούσε ταπεινά σχόλια, σαν ευγενικός σύμβουλος, και αν όλα πήγαιναν καλά θα εμπλεκόταν με ζήλο σε μια ενεργή και απολαυστική διάδραση με τον χρήστη, σαν ισότιμος συνάδελφός του. 3 Η έννοια της αυθεντικής απόλαυσης μέσω της στενής επαφής με τον υπολογιστή και τα πολυμέσα, συναντάται, όπως είδαμε, και στο ζωηρό μανιφέστο του Ted Nelson. Εντούτοις, η διαφορά με το φαντασιακό του Negroponte ειναι σημαντική: Ο υπολογιστής για τον Nelson, βρίσκεται στα χέρια του χρήστη, είναι πολυεργαλείο, μαγικό ραβδί, ικανότατο αλλά άψυχο αντικείμενο. Ο υπολογιστής για τον Negroponte, βρίσκεται απέναντι, ή δίπλα στον χρήστη, είναι φίλος του, μάγος (wizard), ευφυές υποκείμενο. «Η έννοια ενός “σχεδιαστικού ενισχυτή” είναι καινοφανής και ίσως αποτελέσει ένα ενδιάμεσο βήμα ανάμεσα στο παρόν και στη μηχανή μάγο (wizard machine), τον αναπληρωτή άνθρωπο.» 4

1 Ibid, σ. 108 2 Ibid, σ. 100 3 Ibid, σ. 121 4 Ibid, σ. 108

102


Εικόνα 37. Το πρόγραμμα αναγνώρισης σκίτσων HUNCH

Εικόνα 38. Το σύστημα SEEK, ένα πείραμα στη διάδραση μηχανής-περιβάλλοντος-χρηστών (στην περίπτωση αυτή, τρωκτικών)

103


URBAN5, Η ΤΕΛΕΙΑ ΜΗΧΑΝΗ Ή Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΠΑΤΕΡΝΑΛΙΣΤΗΣ; Ο Negroponte με τον Groisser ολοκληρώνουν το 1968 σε συνεργασία με την IBM το URBAN5, ένα φιλόδοξο υπολογιστικό σύστημα ενίσχυσης της διαδικασίας σχεδιασμού. Ένα εργαλείο φτιαγμένο από αρχιτέκτονες για αρχιτέκτονες, το οποίο στην πορεία των χρόνων επεδίωξαν –ανεπιτυχώς κατά τον Negroponte- να μετατρέψουν σε ένα εργαλείο για τον κάθε κάτοικο. Η λειτουργία του URBAN5 δεν αφορούσε τη διαχείριση της πολυπλοκότητας της πόλης, ούτε επιχειρούσε να δημιουργήσει μία ολιστική σχεδιαστική κοσμοθεωρία. Το βασικό ερευνητικό πεδίο γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε, ήταν η διεπαφή σχεδιαστή-μηχανής αυτή καθ’αυτή, η επικοινωνία και συνεργασία ανθρώπου-υπολογιστή με στόχο την παραγωγή αρχιτεκτονικής. Πως θα μπορούσε ένας χρήστης, τόσο μέσω προφορικού και γραπτού διαλόγου, αλλά και μέσω ενός γραφικού περιβάλλοντος διεπαφής (με πλήκτρα, οθόνες αφής και γραφίδες) να αξιοποιήσει τον υπολογιστή ως αντικειμενικό βοηθό του, ως κάτι παραπάνω από ακούραστο σχεδιαστή; «…χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή σαν αντικειμενικό καθρέφτη των σχεδιαστικών κριτηρίων του χρήστη, σχηματίζοντας αποφάσεις. Δίνοντας απαντήσεις που έχουν διαμορφωθεί από μία πολύ μεγαλύτερη βάση δεδομένων από την προσωπική εμπειρία του χρήστη.» 1 Το URBAN5 επρόκειτο για ένα ολοκληρωμένο σύστημα υλικού και λογισμικού με στόχο την παρακολούθηση και την υποβοήθηση της διαδικασίας αστικού σχεδιασμού. Αποτελούνταν από μια διαδραστική οθόνη2 και ένα ειδικό πληκτρολόγιο εντολών, τα οποία τροφοδοτούνταν από έναν από τους πιο πετυχημένους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της εποχής.3 Βασική παραδοχή του συστήματος, ήταν η αποκλειστική χρήση κύβων πλευράς 3 μέτρων ως σχεδιαστική μονάδα. Κατασκευάζοντας ένα αφαιρετικό συνθετικό περιβάλλον, έναν μικρόκοσμο, το σύστημα απαλλασσόταν από την πολυπλοκότητα του πραγματικού χώρου, των πραγματικών επιθυμιών των κατοίκων, αλλά και των αστάθμητων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών παραγόντων. Όπως ανέφερε ο Negroponte στο Architecure Machine, το URBAN5 δεν μπορούσε να διαχειριστεί πραγματικά σχεδιαστικά προβλήματα. Ήταν ένα ερευνητικό παιχνίδι, μια εκπαιδευτική εμπειρία για τους ίδιους τους δημιουργούς του.4 Τέτοιου είδους αφαιρετικά περιβάλλοντα, Microworlds όπως τα ονόμαζαν χαρακτηριστικά στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης οι Marvin Minsky και Seymour Papert, ήταν αναγκαία καθώς εξασφάλιζαν στους ερευνητές ένα διαχειρίσιμο πλαίσιο κατάλληλο για εξερεύνηση και πειραματισμούς. Όπως αναφέρει ο Negroponte, δημιουργούνταν με αυτόν τον τρόπο ένα “frictionless vacuum”5, μία θερμοκοιτίδα μέσα στην οποία μπορούσε μια τεχνολογία, μια ιδέα, 1 Negroponte, N. 1970. The architecture machine. Cambridge, Mass.: M.I.T. Press., σ. 71 2 Ο χρήστης μπορούσε να επιλέξει αντικείμενα επί της οθόνης μέσω μιας φωτεινής γραφίδας (light pen), παρομοίως με το συστημα SKETCHPAD του Ivan Sutherland 3 https://en.wikipedia.org/wiki/IBM_System/360 4 Negroponte, N. 1970. The architecture machine. Cambridge, Mass.: M.I.T. Press., σ. 72 5 Ibid, σ. 71

104


Εικόνα 39. Τρισδιάστατη απεικόνιση του ‘μικρόκοσμου’ του URBAN5

Εικόνα 40. To hardware του URBAN5

105


να κάνει τα πρώτα της βήματα. Αυτού του είδους οι απλουστευτικές ‘θερμοκοιτίδες’, οδηγούσαν, κατά τον Dreyfus, στις διογκωμένες προσδοκίες και στις μετέπειτα ηχηρές αποτυχίες των επιστημόνων της τεχνητής Νοημοσύνης : «Το πρόβλημα με τους προγρaμματιστές της Tεχνητής Nοημοσύνης στο ΜΙΤ στη δεκαετία του ’60 και του ’70 ήταν πως περιόριζαν τα προγράμματα τους σε αυτό που ονόμαζαν ‘μικροκόσμους’ – τεχνητές καταστάσεις στις οποίες ο μικρός αριθμός των πιθανώς σημαντικών στοιχείων ήταν προκαθορισμένος. Από τη στιγμή που αυτή η προσέγγιση προφανώς απέφευγε το πραγματικό πρόβλημα, οι διδακτορικοί φοιτητές ήταν αναγκασμένοι να ισχυρίζονται στις διατριβές τους ότι οι μικρόκοσμοι τους θα μπορούσαν να γίνουν πιο ρεαλιστικοί και ότι οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν θα μπορούσαν να γενικευτούν ώστε να καλύπτουν περιπτώσεις κοινής λογικής [εκτός συνθηκών εργαστηρίου]. Παρ’όλα αυτά, δεν υπήρξαν επιτυχημένες συνέχειες. » 1 Όπως αναφέρει η Molly Wright Steenson, αυτοί οι μικρόκοσμοι ήταν χρήσιμοι ακριβώς επειδή αγνοούσαν τους δεσμευτικούς περιορισμούς της πραγματικότητας. 2 Στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από την ARPA, ο Minsky και ο Papert θα πρότασσαν ως πλεονεκτική αυτήν ακριβώς την αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα: «Εξαρτάται κανείς απόλυτα από την ύπαρξη εξελιγμένων μοντέλων διαφόρων φαινομένων. Κάθε μοντέλο, ή αλλιώς μικρόκοσμος όπως το αποκαλούμε, είναι ιδιαίτερα σχηματικό. Αναφέρεται σε ένα παραμυθένιο κόσμο στον οποίο τα πράγματα είναι τόσο απλουστευτικά ώστε σχεδόν κάθε δήλωση που θα κάναμε σχετικά με αυτά θα ήταν κυριολεκτικά ψευδή εφαρμοζόμενα στον πραγματικό κόσμο.» 3 Σε μια διαδικασία που θυμίζει αρκετά το σύχρονο βιντεοπαιχνίδι Minecraft, ο χρήστης του URBAN5 μπορούσε με τη χρήση διαφόρων εντολών και mode σχεδιασμού, να τοποθετήσει κύβους στον ψηφιακό τρισδιάστατο χώρο, ορίζοντας την υλικότητα των πλευρών τους (πλήρες, ελαφρύ χώρισμα, διαφανές, κενό) και την χρήση για την οποία προορίζονταν. Ο κάθε κύβος διέθετε άλλες δέκα υπόρρητες ιδιότητες, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε χωρικές ποιότητες όπως ο βαθμός ηλιασμού, η οπτική και ηχητική απομόνωση των χώρων, η προσβασιμότητα τους κ.α. Το ίδιο το URBAN5 υπολόγιζε εσωτερικά αυτές τις ιδιότητες για κάθε κύβο, καθώς ο χρήστης συνέθετε το αστικό του project, και τον ειδοποιούσε στις περιπτώσεις που η επιρροή κάποιου κύβου έχει σημαντικές επιπτώσεις στους γειτονικούς του. Ο χρήστης μπορούσε ακόμα να πραγματοποιήσει υπολογισμούς και προσομοιώσεις επί του τρισδιάστατου μοντέλου του, όπως την προσωμοίωση της κυκλοφορίας των κατοίκων.

1 Dreyfus, H., 2007. Why Heideggerian AI Failed and how Fixing it would Require making it more. Philosophical Psychology, Issue 20(2), σσ. 247-268. 2 Steenson, M. (2014). Architectures of Information : Christopher Alexander, Cedric Price and Nicholas Negroponte & MIT’s Architecture Machine Group. Ph.D. Princeton University. σ. 189 3 Ibid. σ. 189

106


Εικόνα 41. «Κατάλαβα . Ποιά είναι η σοβαρότητα αυτού του κριτηρίου»;

Εικόνα 42. Το Minecraft του 1970

107


Πέραν από τις εντυπωσιακές για την εποχή σχεδιαστικές λειτουργίες του URBAN5, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η δυνατότητα ελέγχου του συστήματος σε πραγματικό χρόνο για ασυμβατότητες και συγκρουσιακά συμβάντα, αυτό που ο Negroponte ονομάζει Μηχανισμούς Συνέπειας. To URBAN5 διέθετε έναν βαθύ προγραμματιστικό πυρήνα, ο οποίος αποτελούσε το απαράλλακτο ‘DNA’ της μηχανής. Ο πυρήνας αυτός αποτελούνταν από 500 προτάσεις ή διακηρύξεις τις οποίες είχαν συντάξει οι δημιουργοί του, σχετικά με το ποιες σχεδιαστικές ενέργειες ή καταστάσεις του σχεδίου θεωρούνται αποδεκτές ή έγκυρες. Οποιαδήποτε κίνηση του χρήστη ερχόταν σε σύγκρουση με αυτόν τον πυρήνα σηματοδοτούνταν ως ασύμβατη και το μηχάνημα προειδοποιούσε τον χρήστη μέσω «μηνυμάτων λάθους». Ο χρήστης μπορούσε να αγνοήσει κάποιου είδους προειδοποιήσεις και να συνεχίσει το σχέδιο του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το σύστημα δεν του επέτρεπε να συνεχίσει αν δεν διόρθωνε το λάθος του1. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η ικανότητα του υπολογιστή να εντοπίζει σε πραγματικό χρόνο τα σχεδιαστικά λάθη του χρήστη και να τον προειδοποιεί με διάφορους τρόπους ανάλογα με τη σοβαρότητα του λάθους του, φαίνεται πως προσέδιδε στη σχέση σχεδιαστή-σχεδίου μια πρωτοφανή αίσθηση διαδραστικότητας. Το σχέδιο δεν ήταν απλά πληροφορία, αλλά έφερε πληροφορία, γνωρίζοντας πράγματα για τον εαυτό του πιθανώς πριν τα καταλάβει ο χρήστης, κρίνοντας πότε αξίζει να τον ενημερώσει για κάποιο συμβάν και πότε όχι. Σε μια δεύτερη όμως ανάγνωση, η φαινομενική ευφυία του URBAN5, δεν έπαυε να στηρίζεται στη βιβλιοθήκη «σωστών» προσεγγίσεων την οποία εμφύσησαν στο σύστημα οι προγραμματιστές-αρχιτεκτόνες της μηχανής. Τα κριτήρια του συστήματος δεν δημιουργούνταν αυτόματα μέσα από κάποιου είδους «ευφυή» ανάγνωση και κατανόηση του περιβάλλοντος από τη μηχανή, δεν διαμορφώνονταν στατιστικά μέσα από τον διάλογο της μηχανής με έναν μεγάλο αριθμό χρηστών και ούτε προέκυπταν από την αστραπιαία επεξεργασία του συνόλου της γνώσης γύρω από θέματα σχεδιασμού. Το τι θεωρούσε ο υπολογιστής σωστό ή λάθος, η ηθική του συστήματος, ήταν η ηθική των προγραμματιστών του, εγγεγραμένη σε έναν κατάλογο προτεινόμενων προσεγγίσεων ο οποίος θυμίζει αρκετά τις πρώιμες σχεδιαστικές μεθόδους του Christopher Alexander. Oι ενσωματωμένες παραδοχές ήταν κατά τους δημιουργούς του συστήματος αληθινές, γιατί πολλοί σχεδιαστές συμφωνούσαν ότι είναι, ήταν καθορισμένες και μη διαπραγματεύσιμες γιατί και οι υπολογιστές ήταν μη ευέλικτα και άκαμπτα συστήματα(ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν) και ήταν οικουμενικές, γιατί αυτό «θα ήταν ωραίο».2 1 Για παράδειγμα αν ο σχεδιαστής προσπαθούσε να αποδώσει την ιδιότητα «επιφάνεια εισόδου» σε έναν τοίχο στον οποίο δεν μπορούσε κάποιος να έχει πρόσβαση, ο URBAN5 συμβουλευμένος τη βάση δεδομένων, θα αρνηθεί ειδοποιώντας ενοχλητικά τον χρήστη : “Ted many conflicts are occurring.” Παρ’όλα αυτά αν προσπαθούσε να τοποθετήσει έναν κύβο στον αέρα, χωρίς να τον εδράσει σε κάποιον προϋπάρχοντα κύβο, το σύστημα θα του επέτρεπε να συνεχίσει, προειδοποιώντας τον μια στο τόσο, πως το σχέδιο του δεν είναι – ακόμα- τεχνικά υλοποιήσιμο. Negroponte, N. 1970. The architecture machine. Cambridge, Mass.: M.I.T. Press., σ. 95

108


«O URBAN5 ως έχει δεν μπορεί ποτέ να απογυμνωθεί από τις αρχικές προκαταλήψεις που είναι βαθιά, μερικές φορές ασυνείδητα, ριζωμένες στη δομή του : η αρχιτεκτονική είναι προσθετική, οι ετικέτες είναι σύμβολα, ο σχεδιασμός είναι μη ντετερμινιστικός. Ο URBAN5 δεν μπορεί να λειτουργήσει σε αντίθεση με αυτές τις προκαταλήψεις.» 1 Παράλληλα με τους προ-κατασκευασμένους περιορισμούς, ο χρήστης μπορούσε να προσθέσει στο σύστημα, μέσω γραπτού λόγου, και δικά του σχεδιαστικά κριτήρια, όπως για παράδειγμα «Ο αριθμός στοιχείων τα οποία βρίσκονται υπό σκιά να μην ξεπερνάει τα 10». Αν ο υπολογιστής καταλάβαινε τι εννοεί ο χρήστης, αποθήκευε τους περιορισμούς αυτούς, έλεγχοντας στο εξής εάν οι σχεδιαστικοί χειρισμοί του χρήστη έρχονταν σε σύγκρουση με τους κανόνες που ο ίδιος είχε θέσει. Στην περίπτωση που αναδυόταν ένα τέτοιο συγκρουσιακό συμβάν, μια ασυνέπεια λόγων και έργων από την πλευρά του χρήστη, ο URBAN5 τον προειδοποιούσε πως τα κριτήρια του δεν πληρούνται. Ο χρήστης μπορούσε είτε (1) να αλλάξει τη μορφή ώστε να είναι συμβατή με τα κριτήρια, είτε (2) να αλλάξει τα κριτήρια, ώστε να είναι συμβατά με τη μορφή (αν το θέμα που προέκυψε δεν ήταν τόσο σημαντικό), είτε (3) να αναβάλλει την επίλυση του θέματος για αργότερα, είτε (4) να αγνοήσει εντελώς το συγκρουσιακό συμβάν2. Αυτό το είδος παιχνιδιού ανάμεσα σε μορφή και κριτήρια, ανάμεσα σε αρχιτέκτονα και μηχανή, ξεκινά, για τον Negroponte, να θυμίζει διάλογο.3

Εικόνα 43. «Ο αριθμός στοιχείων υπό σκιά δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 10»

Εικόνα 44. «Ted, πολλές συγκρούσεις συμβαίνουν. » 1 Ibid, σ. 95 2 Ibid, σ. 87 3 Ibid, σ. 87

109


Παρά την ύπαρξη του άκαμπτου πυρήνα σχεδιαστικών περιορισμών, ο Negroponte φανταζόταν πως η συμπεριφορά του URBAN5 θα πλαθόταν κατά τη διάρκεια της επαφής με τον χρήστη. ‘Κρυφακούγοντας’ τον, η μηχανή θα προσπαθούσε να κατασκευάσει το μοντέλο του, να τον κατανοήσει. Παρακολουθώντας τις κινήσεις του, τις σχεδιαστικές του προτιμήσεις, τη συχνότητα κάποιων επιλογών του, τον χρόνο που παίρνει για να ολοκληρώσει ένα μέρος της διαδικασίας, τις φορές που διέκοψε τη διαδικασία κ.α ο URBAN5 συνέλεγε στατιστικά στοιχεία, τα οποία αργότερα χρησιμοποιούσε στην προσπάθεια να κάνει ποιοτικό διάλογο με τον εκάστοτε χρήστη. «Αυτός ο καταιγισμός στατιστικών όχι μόνο τροφοδοτεί τον σχεδιαστή με ένα ιστορικό των ενεργειών του αλλά δίνει στη μηχανή υλικό από το οποίο μπορεί να συγκεντρώσει προσωπικές εκδηλώσεις και υπονοούμενα ώστε να εφαρμοστούν αργότερα σε μία προσπάθεια για ευχάριστη συζήτηση με τον σχεδιαστή.» 1 Κατασκευάζοντας το μοντέλο του χρήστη, ο υπολογιστής μπορούσε πλέον να χρησιμοποιήσει αυτή τη βάση δεδομένων προτείνοντας λύσεις, συμπληρώνοντας τις κινήσεις του χρήστη και ενεργώντας αυτόματα σε διάφορα προβλήματα για τα οποία ξοδεύτηκε χρόνος την πρώτη φορά που αντιμετωπίστηκαν. Αν για παράδειγμα ένας σχεδιαστής αλληλεπιδρούσε με το σύστημα μόνο μια-δύο φορές το λεπτό, ο URBAN5, έχοντας επίγνωση του πόσο έμπειρος ήταν ο συγκεκριμένος σχεδιαστής με το σύστημα, μπορούσε να υποθέσει αν εκείνη τη στιγμή ήταν σκεπτικός (επομένως ο URBAN5 θα έπρεπε σταματήσει να τον διακόπτει με παρατηρήσεις ώστε να τον αφησει να σκεφτεί με την ησυχία του), αν είχε μπερδευτεί (οπότε το σύστημα θα προσπαθούσε να του αποσαφηνίσει καλύτερα τον τρόπο λειτουργίας του) ή αν απλά είχε στρέψει αλλού την προσοχή του. 2 Η στατιστική αυτή προσέγγιση προϋπέθετε ότι η συμπεριφορά του χρήστη θα παρουσιάζε έμφαση σε ορισμένες συμπεριφορές και επανάληψιμότητα και επομένως η παρατήρηση εκατό ή χιλίων κινήσεων του ήταν πιθανώς επαρκής για την εξαγωγή του βασικού μοτίβου που τον χαρακτηρίζει. Προκειμένου δηλαδή η μηχανή να λειτουργήσει ως καλός βοηθός, οι κινήσεις του χρήστη έπρεπε να παρουσιάζουν ένα συγκεκριμένο βαθμό συνέπειας. Όπως χαρακτηριστικά προφήτευε ο Vannevar Bush –τρείς δεκαετίες περίπου πριν το URBAN5-, ο υπολογιστής διαμορφώνεται από και συνδιαμορφώνει το περιβάλλον του και την αντίληψή μας για αυτό3. 1 Ibid, σ. 89 2 Ibid, σ. 89 3 “..Our present languages are not especially adapted to this sort of mechanization, it is true. It is strange that the inventors of universal languages have not seized upon the idea of producing one which better fitted the technique for transmitting and recording speech. Mechanization may yet force the issue, especially in the scientific field; whereupon scientific jargon would become still less intelligible to the layman..” ,Bush, V. (1945). As we may think. Ο υπολογιστής δεν μπορεί να διαχειριστεί εύκολα την πολυπλοκότητα της γλώσσας επομένως η στενογραφία θα ήταν ένα μάλλον απαραίτητο βήμα πριν την εισαγωγή των στοιχείων στον υπολογιστή, μία μετάφραση. Η στενογραφία σαν επάγγελμα υπήρχε και μπορούμε να πούμε ότι ήταν πρόδρομος μιας τέτοιας υπολογιστικής διαδικασίας καθώς στόχευε στην γρήγορη και ακριβή καταγραφή και κωδικοποίηση της ομιλίας παρακάμπτοντας την γραφή των ακριβών λέξεων που ο ομιλητής άρθρωνε. Ο στενογράφος μετατρέπεται σε

110


Εικόνα 45.

μια υπολογιστική μηχανή : “..A girl strokes its keys languidly and looks about the room and sometimes at the speaker with a disquieting gaze..”, Bush, V. (1945). As we may think.

111


Αν ο χρήστης λειτουργούσε απρόβλεπτα ή αντιφατικά, χωρίς προφανές μοτίβο, η μηχανή θα αδυνατούσε να εξάγει κάποιο σαφές συμπέρασμα, το μοντέλο του χρήστη θα ήταν ακαθόριστο.1 Όπως το URBAN5 ως σύστημα σχεδιασμού δεν αναφερόταν στην ολότητα του αρχιτεκτονικού προβλήματος αλλά σε μια απλουστευτική της αφαίρεση, σε μια περιχαρακωμένη προσωμοίωση για χάριν ευκολίας, έτσι και ο σχεδιαστής-χειριστής του URBAN5 καλούνταν να προσαρμόσει –αν όχι να μειώσει- τον εαυτό του και τη σχεδιαστική του συμπεριφορά στο μοντέλο που καταλαβαίνε ο υπολογιστής˙με άλλα λόγια στο μοντέλο που είχαν προκαθορίσει οι δημιουργοί του. Στην περίπτωση αυτή, τόσο η ίδια η μηχανή-σύμβουλος, όσο και οι αφανείς προγραμματιστές της, λειτουργούσαν ως κρυμμένοι ‘ευγενικοί΄ ειδικοί. Αν ο αρχιτέκτονας-ειδικός του Negroponte είναι νεκρός, τότε την θέση του παίρνει ο αόρατος προγραμματιστής-ειδικός. Όπως παρατηρήσαμε και στο Flatwriter του Yona Friedman, ο αρχιτέκτονας του υπολογιστικού συστήματος αναπόφευκτα σχεδιάζει τον τρόπο λειτουργίας ή ‘σκέψης’ της μηχανής, προβάλλοντας πάνω της την δική του ηθική, τη δική του υποκειμενικότητα, η όπως αναφέρει ο Ted Nelson, τη δική του ψυχοσύνθεση.2 Tο 1975 ο Negroponte παραδέχεται στο Soft Architecture Machines:

1 Ο URBAN5 εξάγει ένα συγκεκριμένο προφίλ για τον χρήστη-σχεδιαστή από το παρόν και ύστερα το χρησιμοποιεί για να επιταχύνει και να βοηθήσει τη μελλοντική διαδικασία σχεδιασμού. Δηλαδή χρησιμοποιώντας μια βάση δεδομένων από τις ήδη καταγεγραμμένες κινήσεις και προτιμήσεις του χρήστη, προσπαθεί να ενισχύσει μια διαδικασία που δεν σχετίζεται πλέον με τις αποφάσεις και το γενικότερο πλαίσιο γύρω από το οποίο δημιουργήθηκε αυτή η βάση δεδομένων. Αυτή η προσέγγιση θυμίζει τη λογική του “Collaborative Filtering”, μιας αλγοριθμικής διαδικασίας που χρησιμοποιείται σήμερα με σκοπό την προώθηση των κατάλληλων προτάσεων για τον κάθε χρήστη, είτε αυτές είναι διαφημιστικές, είτε αγαπημένα βιβλία και related βίντεο. Ο χρήστης συμπληρώνει κάποια στοιχεία για τον εαυτό του, άμεσα, μέσα από φόρμες (όνομα, ηλικία, τοποθεσία, κλπ.) και έμμεσα μέσα από τις επιλογές του (like, favorite, subscribe, report, views, κλπ.). Ύστερα ο αλγόριθμος συγκρίνει το προφίλ με όλα τα υπόλοιπα προφίλ που είναι ήδη καταχωρημένα στη βάση δεδομένων και ελέγχει για ομοιότητες μεταξύ τους δημιουργώντας έτσι έναν χάρτη συνδέσεων – ποιοι ταιριάζουν με ποιους. Τέλος ο αλγόριθμος προτείνει καινούργιες επιλογές στον χρήστη με βάση την ομάδα στην οποία στατιστικά ανήκει και κατά μία έννοια συμπληρώνει το προφίλ του θεωρώντας ότι εφόσον οι συγκεκριμένοι χρήστες της ομάδας συμφωνούν σε αρκετά θέματα, θα συμφωνούν και στα υπόλοιπα. “What makes this technique so different from other survey-based predictive techniques is the use of powerful algorithms to determine and at the same time inflect the identity of the user. However because collaborative filtering works through a process of interpellation (selecting data interior rather than exterior to a given set), no improvement in the overall data pool is possible. Thus, collaborative filtering ensures structural homogeneity rather than het-erogeneity. While any given user may experience a broadening of his or her personal tastes, the pool at large becomes less and less internally diverse... In this massive algorithmic collaboration, the user is always suggested to be like someone else, who, in order for the system to work, is already like the user to begin with!” , (Galloway, A. R., 2004. Protocol. London, England: The MIT Press, σ.113-114 2 «People who fantasize about wondrous creatures and deities they want to make out of the computer obviously have something interesting in their own heads from which that comes. Perhaps it comes from a desire for imaginary playmates, or an ambivalence toward authority, or goodness knows what; There are so many odd people at different ends of Artificial Intelligence that there may be a lot of different psychological systems at work. Or maybe artifical intelligence is just where the most brilliant, determined and eccentric dreamers go. Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now; Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published., σ. 14

112


«Παρόλα αυτά, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το URBAN5 ήταν ο απόλυτος πατερναλιστής. Μεταξύ άλλων, έπασχε από το γεγονός ότι ήταν καθοδηγημένο να εξυπηρετεί τον αρχιτέκτονα, όχι τον κάτοικο”.1

ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ Μέσα από τους πολυετείς πειραματισμούς τους με τα προγράμματα URBAN5, SEEK, HUNCH, SQUINT κ.α. οι Negroponte και Groisser, εντασσόμενοι στο γενικότερο κλίμα κριτικής στη μαζική κατοίκηση, προσπάθησαν να απαντήσουν σε ένα καίριο ερώτημα: “Μπορεί ο κάτοικος να έχει συμμετοχή ή έλεγχο στο σχεδιασμό του σπιτιού του;” Τα ερωτήματα που θέτει στον εαυτό του και στους αναγνώστες του το 1975 ο Negroponte2 , είναι εξίσου καίρια και στο σύγχρονο διαδικτυακό παράδειγμα, ως κριτική απέναντι στο φαντασιακό που θέλει τον απλό χρήστη να μετατρέπεται από καταναλωτή σε παραγωγό, με τη βοήθεια διαδικτυακών πλατφορμών και οικιακών μηχανών ψηφιακής παραγωγής: • «Θα ήθελαν στα αλήθεια οι άνθρωποι να σχεδιάσουν τα σπίτια τους; •

Ποιά είναι τα πλεονεκτήματα του να σχεδιάζεις σε αντίθεση με το να επιλέγεις απλώς;

• Χάνουμε άραγε θετικές προσλαμβάνουσες παραμερίζοντας τις προσωπικές εμπειρίες του αρχιτέκτονα; • Πως διαφέρουν αυτές οι εμπειρίες από τις αντίστοιχες που θα απόκτούσε σταδιακά η μηχανή; •

Είναι τελικά αυτή μια αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες, ή μήπως υπονοούμε στην πραγματικότητα μια νέα γενιά αναπληρωτών αρχιτεκτόνων;»

Ο Robin Boyd στο άρθρο του ‘Antiarchitecture’ του 19683, κρίνει πως ακόμα και μία ‘ορθολογική’ αρχιτεκτονική η οποία αδιαφορεί για την υποκειμενικότητα και την αισθητική δεν παύει να φέρει την άποψη και το πνεύμα του εμπνευστή της: “Η αντι-αρχιτεκτονική ενθουσιάζεται από την πληθυσμιακή έκρηξη και τη λογική plug-in και την ποπ κουλτούρα, από τον McLuhan φυσικά, και από τα συστήματα και από τα ηλεκτρονικά. Και περιμένει τη μέρα που θα καταφέρει να παραδοθεί 1 Negroponte, N., 1975. Soft Architecture Machines. Cambridge, Massachussets: The MIT Press, σ. 13 2 Ibid, σ. 101 3 Steenson, M. (2014). Architectures of Information : Christopher Alexander, Cedric Price and Nicholas Negroponte & MIT’s Architecture Machine Group. Ph.D. Princeton University. σ. 65

113


πλήρως σε έναν υπολογιστή. “ [...] “Κάθε επιτυχημένο παράδειγμα αντι-αρχιτεκτονικής φαίνεται να είναι καταδικασμένο σε σχεδόν άμεση αυτο-ακύρωση. Τη στιγμή που κάποιος κατορθώνει να πετύχει αντι-αρχιτεκτονική - δηλαδή ένα κτίριο εξαγνισμένο κατά τη δημιουργία του μέσω της απόλυτης και σκόπιμης αδιαφορίας για την εμφάνιση- , την ίδια ακριβώς στιγμή, ή αμέσως μετά, το κτίριο αυτό θα μετατραπεί σε αρχιτεκτονική.”

114


ΕΠΙΛΟΓΟΣ Απολογισμοί και Προεκτάσεις Το 1973, 6 μόλις χρόνια μετά την ίδρυση της πρώτης κοινοβιακής κοινότητας, του Drop City, οι περισσότερες είχαν είτε ήδη διαλυθεί, είτε βρίσκονταν στα πρόθυρα της οργανωτικής και οικονομικής κατάρρευσης. Απ’ ότι φαίνεται, οι κοινότητες χρειάζονταν δομές διοίκησης και οργανωμένες μεθόδους οικονομικής βιωσιμότητας- ακριβώς τα θεσμικά εκείνα στοιχεία της κοινωνικής ζωής, τα οποία ήλπιζαν να αποφύγουν. Χωρίς τις δομές αυτές, παλινδρομούσαν ανάμεσα στην εξάρτηση από χαρισματικούς ηγέτες και στην αναρχία. 1 «Τα πειράματα με αυτά [τα κοινόβια] όλα απέτυχαν, και γρήγορα μάλιστα. Αυτό που τα διέλυσε ήταν ακριβώς αυτό το οποίο υποτίθεται θα εξάλειφαν: Η εξουσία. Κάποιοι άνθρωποι ήταν πιο ελεύθεροι από άλλους - οι ισχυρές προσωπικότητες κυριαρχούσαν πάνω στις πιο αδύναμες, αλλά οι κανόνες δεν επέτρεπαν κάποιου είδους οργανωμένη αντίσταση ενάντια στην καταπίεση, διοτί αυτό θα θεωρούνταν ‘πολτική’. Όπως στο κοινόβιο, έτσι και στον κόσμο, αυτοί ήταν οι περιορισμοί του αυτό-οργανωμένου συστήματος: δεν μπορεί να διαχειριστεί θέματα πολιτικής και εξουσίας. Και τώρα, με όλους εμάς να έχουμε απομυθοποιήσει την πολιτική, αυτή η νέα μηχανο-οργανωτική αρχή έχει αναδυθεί στην κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μας.» 2 O Stewart Brand, ο οποίος ποτέ δεν έζησε στις κοινότητες αυτές, σε άρθρο του το 1975 εξέφρασε την απογοήτευση του για την έκβαση του κινήματος : 3 « η «αυτάρκεια» είναι μια ιδέα η οποία έχει κάνει περισσότερη ζημιά απ’ ότι όφελος. Σε στενή εννοιολογική εξέταση, είναι εσφαλμένη εκ βάθρων. Ακόμα πιο σημαντικά, δουλεύει άσχημα στην πράξη. [...] Η αυτάρκεια είναι μια γοητευτική επέκταση της μοιραίας Αμερικανικής μανίας για ιδιωτικότητα. Ένα καταραμένο ψέμα. Από τη στιγμή που υπήρξαν οι πρώτοι δύο οργανισμοί στη Γη, η ζωή είναι ζήτημα συν-εξέλιξης […] Μπορούμε αν θέλουμε να αναρωτηθούμε τι είδους εξάρτηση προτιμούμε να έχουμε μεταξύ μας, αλλά αυτή είναι η μόνη μας επιλογή.» Η γενιά της αντι-κουλτούρας και εκείνος μέσα σε αυτήν, ήταν «η ‘γενιά του τώρα’, γιατί θεωρούσαμε ότι δεν θα υπάρξει ‘μετά’» 4 Στα χρόνια που ακολούθησαν, βρήκε την νέα έκφραση του πνεύματος της αντικουλτούρας, στην κοινότητα εκείνη η οποία επρόκειτο να αλλάξει ριζικά το συλλογικό φαντασιακό του τι είναι ο ηλεκτρονικής υπολογιστής, την κοινότητα των hackers. 1 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press. σ. 119 2 All Watched Over By Machines of Loving Grace, Part 1 of 3. 2011. [Φιλμ] Σκηνοθεσία: Adam Curtis. s.l.: BBC. 3 Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press. σ. 121 4 Ibid, σ. 129

115


Η ολιστική χωροδομή της Ville Spatiale, η οποία θα επέτρεπε στην πόλη να αλλάζει συνεχώς σύμφωνα με τις επιθυμίες των κατοίκων, παρέμεινε θεωρητικό project. Ο Yona Friedman στράφηκε στην μετάδοση μεθόδων αυτάρκειας και επιβίωσης σε πληθυσμούς του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, υπό τη μορφή κόμιξ. Η πίστη του στην αξία του απλού χρήστη και στην ικανότητα του να παράγει και να μαθαίνει μόνος του αυτά που χρειάζεται, χωρίς να εξαρτάται από τους «ειδικούς», παρέμεινε κεντρική σε όλο του το έργο. Αυτό όμως το οποίο άλλαξε ριζικά με το πέρασμα των δεκαετιών, ήταν η πίστη του στα ορθολογικά συστήματα και συγκεκριμένα στον υπολογιστή, ως μέσα απελευθέρωσης του χρηστη. Στο Pro Domo1, κάνοντας απολογισμό της δεκαετίας του 70 του αναφέρει: «Η ‘ελευθερία’ πάντα έχει τους περιορισμούς της, ένα ‘software’ το οποίο ορίζει το μη-αποδεκτό. Παρόλα αυτά, αυτοί οι περιορισμοί δεν είναι υπόρρητοι κανόνες, αλλά απλές συμβάσεις μεταξύ συνεργατών. [...] Η εμπειρία μου στο MIT με έκανε να καταλάβω ένα θεμελιώδες μειονέκτημα της χρήσης υπολογιστών στο σχεδιασμό: είναι υπερβολικά γρήγοροι. Οι άνθρωποι έχουν τους δικούς τους ρυθμούς σκέψης και η σκέψη του υπολογιστή είναι υπερβολικά γρήγορη και υπερβολικά αδιαφανής για αυτούς. [...] Η λειτουργικότητα από μόνης της, δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή. Αλλά οι λειτουργίες δεν μπορούν να προσδιοριστούν από μαθηματικές συναρτήσεις. Το κάθε άτομο, έχει την δική του ερμηνεία [της λειτουργικότητας]. Ο σχεδιασμός είναι ένα παιχνίδι χωρίς ρητούς κανόνες.» Στη συνέντευξη στην ιστοσελίδα Cosmopolitan Scum2 το 2011, σε ηλικία 88 χρονών συμπεραίνει πως ο υπολογιστής, ακόμα και υπό τις αγνότερες προθέσεις, τείνει να επιβάλλει στον χρήστη τον τρόπο λειτουργίας του: «ο υπολογιστής είναι ένα φανταστικό εργαλείο, αλλά κάνει απλώς ότι του ενσωματώσεις. Έχει προκατασκευασμένες λειτουργίες τις οποίες δεν γνωρίζεις και τις οποίες ούτε ένας μαθηματικός γνωρίζει. Αυτό είναι πρόβλημα. [...] Στα 70’s προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε τους κατοίκους να πολεοδομήσουν, χρησιμοποιώντας υπολογιστή, αλλά αυτό δεν δούλεψε γιατί δεν ήξεραν ποια είναι τα κριτήριά τους και ο υπολογιστής δεν τους βοηθούσε γιατί τους έλεγε αμέσως ποια θα ‘πρεπε να είναι. ‘Αυτό είναι το καλύτερο’ έλεγε ο υπολογιστής. Αλλά δεν ήταν το καλύτερο. Ήταν το καλύτερο για τον υπολογιστή. Οι άνθρωποι χρειάζονται να αναμασήσουν πολλές φορές τις σκέψεις τους, να κάνουν δοκιμές και να βιώσουν αποτυχίες. Ο υπολογιστής είναι πολύ καλός για να σου κλείσει μια θέση στο αεροπλάνο, αλλά όχι και πολύ καλός στο να σε βοηθήσει να ανακαλύψεις πως θες να ζεις.»

1 Friedman, Y., 2006. Pro Domo. Barcelona: Actar, σσ.137-138 2 Abrahams, T., 2011. Interview: Yona Friedman. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://cosmopolitanscum. com/2011/10/10/interview-yona-friedman/

116


Τα patterns του Christopher Alexander, τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ από τους χρήστες ως καθολικό γλωσσικό σύστημα, αλλά ως μεμονωμένες λέξεις για επιμέρους, ασύνδετα μεταξύ τους προβλήματα. Περισσότερο ως εγχειρίδιο οδηγιών παρά ως βαθύς τρόπος σκέψης. Αντίστοιχα μέσα από το σχεδιασμό του Πανεπιστημίου του Oregon, φαίνεται πως η προσπάθεια να δημιουργήσει μία οργανική και αναδυόμενη αρχιτεκτονική ερχόταν τελικά σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Η μακροχρόνια απασχόληση που απαιτούσε ο αργός σχεδιασμός του campus, ερχόταν σε αντίθεση με τους γρήγορους ρυθμούς εναλλαγής των σπουδαστών, και ενώ η αλλαγή στην πολιτική του Πανεπιστημίου καλούσε πλέον για τον εκδημοκρατισμό του σχεδιασμού, η διάσπαση του έργου και η πληθώρα επιτροπών που ορίζονταν για το καθένα καθιστούσε αδύνατη τελικά την πληροφόρηση αλλά και την συμμετοχή των φοιτητών1. Το Oregon Experiment όπως και η γενικότερη φιλοσοφία του Christopher Alexander, παρόλη την απήχηση στους σχεδιαστές της εποχής, μοιαζεi πως έβαινε αντίθετα στο σύγχρονο περιβάλλον προαστειοποίησης στο οποίο εντασσονταν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Peter Eisenman σε δημόσιο διάλογο με τον Alexander, το 1982 στο Πανεπιστήμιο του Harvard : «Δεν κυρήττω τη δυσαρμονία. Προτείνω ότι η δυσαρμονία ίσως είναι μέροςτης κοσμολογίας στην οποία ζούμε σήμερα. Δεν λέω ότι είναι σωστή ή λάθος. Τα παιδιά μου ζούν με τον υποσυνείδητο φόβο πως ίσως δεν καταφέρουν να ζήσουν τα χρόνια που τους αναλογούν. Δεν λέω πως ο φόβος είναι καλός. Προσπαθώ να βρώ έναν τρόπο να διαχειριστώ αυτή την ανησυχία. Μια αρχιτεκτονική η οποία βάζει το κεφάλι της στην άμμο και επιστρέφει στον νεοκλασσικισμό και στον Schinkel και στον Lutyens και στον Ledoux, δεν φαίνεται να αποτελεί τρόπο διαχείρισης της παρούσας ανησυχίας» 2

1 Bryant, G. (1991). The Oregon Experiment after Twenty Years. RAIN, [online] (1). Available at: http://www.rainmagazine.com/archive/1991-1/the-oregon-experiment-revisited [Accessed 24 May 2016]. 2 Alexander, C. and Eisenman, P. (1982). Contrasting Concepts of Harmony in Architecture.

117


Ο ευφυής βοηθός του σχεδιαστή, τον οποίον οραματιζόταν ο Negroponte, δεν υλοποιήθηκε ποτέ1, και τα προγράμματα CAD κατευθύνθηκαν τελικά προς την κατεύθυνση του SKETCHPAD του Ivan Sutherland, ως υπομονετικοί σκλάβοι του σχεδιαστή, οι οποίοι εκτελούν πιστά την κάθε του εντολή. Θα μπορούσε όμως να υπάρξει ποτέ ο τέλειος βοηθός του χρήστη τον οποίο φανταζόταν ο Negroponte; Ο Alan Turing, στο κείμενο Computing Machinery and Intelligence (1950), είχε προβλέψει ότι περίπου μέχρι το έτος 2000, ένας μέσος άνθρωπος θα είχε τουλάχιστον 30% πιθανότητες2 να μην καταλάβει αν συνομιλεί με μηχανή ή άνθρωπο. Πράγματι, τo 2014 ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, με το όνομα Eugene Goostman, έγινε η πρώτη μηχανή η οποία κατόρθωσε, έστω τυπικά, να περάσει το Turing Test. Σε μια σειρά διαδικτυακών διαλόγων με ανθρώπους κριτές, κατόρθωσε να κάνει το 33% αυτών να πιστέψουν ότι συνομιλούσαν με άνθρωπο.3 Από την εποχή του Soft Architecture Machines (1975) του Negroponte, οι υπολογιστές, έπειτα από χρόνια παταγωδών αποτυχιών, κατόρθωσαν μόλις το 1997 να νικήσουν τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι 4, να κερδίσουν το 2011 πανηγυρικά τους δύο κορυφαίους παίκτες του παιχνιδιού γνώσεων Jeopardy5 και το 2015 να επικρατήσουν στο διαβόητα δύσκολο επιτραπέζιο παιχνίδι Go6 , τουλάχιστον 5 χρόνια νωρίτερα από το αναμενόμενο. ‘ Η Καρτεσιανή προσέγγιση των προγραμματιστών τεχνητής νοημoσυνης στα 60’s και 70’s, σύμφωνα με την οποία οι επιμέρους πιθανές καταστάσεις τις οποίες θα αντιμετώπιζε ένας υπολογιστής προσδιορίζονταν εκ των προτέρων, μοντελοποιούνταν και αναλύονταν σε ένα πεπερασμένο σύνολο κανόνων συμπεριφοράς7, έδωσε τελικά τη θέση της στα τέλη της δεκαετίας

1 Συνοδευόμενος από τις συνεχόμενες αποτυχίες του κλάδου της τεχνητής νοημοσύνης την δεκαετία του ’70 να επιτύχει τους υψηλούς στόχους που είχε θέσει μια δεκαετία πριν, οι οποίες οδήγησαν τελικά στη διακοπή της στρατιωτικής χρηματοδότησης το λεγόμενο AI winter.Hans Moravec“Many researchers were caught up in a web of increasing exaggeration. Their initial promises to DARPA had been much too optimistic. Of course, what they delivered stopped considerably short of that. But they felt they couldn’t in their next proposal promise less than in the first one, so they promised more.” Crevier, Daniel (1993), AI: The Tumultuous Search for Artificial Intelligence, New York, NY: BasicBooks, 2 I believe that in about fifty years’ time it will be possible, to programme computers, with a storage capacity of about 109, to make them play the imitation game so well that an average interrogator will not have more than 70 per cent chance of making the right identification after five minutes of questioning. The original question, “Can machines think?” I believe to be too meaningless to deserve discussion. Nevertheless I believe that at the end of the century the use of words and general educated opinion will have altered so much that one will be able to speak of machines thinking without expecting to be contradicted, Turing, A., 1950. Computing machinery and intelligence. Mind, Issue 59, pp. 433-460. 3 https://en.wikipedia.org/wiki/Eugene_Goostman 4 (Deep Blue versus Garry Kasparov, n.d.) 5 (Watson (computer), n.d.) 6 (AlphaGo, n.d.) 7 Dreyfus, H., 2007. Why Heideggerian AI Failed and how Fixing it would Require making it more. Philosophical Psychology, Issue 20(2), σσ. 247-268. σ. 3

118


του 80 σε μια περισσότερο φαινομενολογική Χάιντεγκεριανή προσέγγιση1, σε μια κατεύθυνση παρόμοια με εκείνη του Negroponte. Οι υπολογιστές δεν θα έπρεπε στηρίζονταν σε προκατασκευασμένες αναπαραστάσεις του κόσμου, σε εμφυσημένες από τους δημιουργούς τους γνώσεις. Αντιθέτως θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να μαθαίνουν μέσω της παρατήρησης, να κατασκευάζουν γνωσιακές δομές από το μηδέν, όπως περίπου ένα βρέφος. Να χρησιμοποιούν τον ίδιο τον κόσμο ως “μοντέλο του εαυτού του»2 Η ραγδαία ανάπτυξη αλγοριθμικών μεθόδων από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά,3,4 όπως τα Τεχνητά Νευρωνικά Δίκτυα (Artificial Neural Networks) και η έννοια του Deep Learning, οδήγησε στην επανεμφάνιση του υπολογιστή ως καλοπροαίρετου βοηθού τσέπης5 (Apple Siri, Microsoft Cortana, Google Now), ο οποίος αναγνωρίζει τα λόγια του χρήστη, απαντά στις ερωτήσεις του, του κάνει προτάσεις και μαθαίνει από τα λάθη του. Εντούτοις, παρά τις σημαντικές εξελίξεις στους τομείς αναγνώρισης εικόνας, σκίτσων, τρισδιάστατων αντικειμένων και φωνής, η έρευνα στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν κατευθύνθηκε προς τον καθολικό στόχο της δημιουργίας ενός «design amplifier» όπως τον είχε οραματιστεί ο Negroponte, αλλά περισσότερο προς την εφαρμογή επιμέρους ευφυών μικρο-εργαλείων, εντός προγραμμάτων τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με την κλασσική CAD προσέγγιση.

1 Dreyfus, H., 2007. Why Heideggerian AI Failed and how Fixing it would Require making it more. Philosophical Psychology, Issue 20(2), σσ. 247-268. σ. 5 2 “The key observation is that the world is its own best model. It is always exactly up to date. It always contains everydetail there is to be known. The trick is to sense it appropriately and often enough” Brooks, R., 1990. Elephants Don’t Play Chess. Robotics and Autonomous Systems, Issue 6, σσ. 3-15 3 Σε σημαντικό βαθμό οφειλόμενη στην εκθετική αύξηση της υπολογιστικής ισχύος των επεξεργαστών και της χωρητικότητας των αποθηκευτικών μέσων. Moravec, H. (1998). When will computer hardware match the human brain?. Journal of Evolution and Technology, 1. 4 Yu, D. & Deng, L., 2015. Automatic Speech Recognition: A Deep Learning Approach. London: Springer-Verlag, σ. 1 5 Ibid, σ. ix

119


ΣΗΜΕΡΑ Στις σχεδιαστικές πλατφόρμες του σύγχρονου διαδικτυακού παραδείγματος, συναντούμε το λανθάνον φαντασιακό του «απελευθερωμένου» χρήστη, σύμφωνα με το οποίο ο οποιοσδήποτε μπορεί σχεδιάσει αυτά που χρειάζεται μόνος του ή σε συνεργασία με άλλους χρήστες, σε ένα πλαίσιο ανεμπόδιστης ροής της πληροφορίας και της γνώσης. Η εννοιολογική κατασκευή του απομονωμένου χρήστη ο οποίος αλληλεπιδρά με τον προσωπικό του υπολογιστή, έχει δώσει τη θέση της σε εκείνη των δισεκατομμυρίων ανθρώπων και συσκευών αλληλοσυνδεδεμένων σε ένα παγκόσμιο πολιτισμικό δίκτυο. Εντός της βαθιά ιεραρχικής τεχνικής και διαχειριστικής δομής του Internet, μη-ιεραρχικοί, ισότιμοι τρόποι παραγωγής και συνεργασίας αναδύθηκαν 1 στα χνάρια των Hacker Ethics, μαζί με νέες αντιλήψεις περί της άυλης παραγωγής (Gorz, 2010) και της ελεύθερης πρόσβασης στα πολιτιστικά αγαθά. Η φιλοσοφία των Δημιουργικών Κοινών (Creative Commons), αντιμετωπίζει τα προϊόντα της πνευματικής δημιουργίας ως κοινό κτήμα, ως παγκόσμια πολιτιστικά κεκτημένα, ο ελεύθερος διαμοιρασμός των οποίων, είναι προς όφελος ολόκληρης της κοινότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, κατάλογοι σχεδιαστικών λύσεων και οδηγιών, ανοικτές βιβλιοθήκες σχεδίων, εύχρηστα εργαλεία σχεδιασμού, κοινότητες συζητήσεων και συνεργατικής παραγωγής, εμπλουτίζουν τη συλλογική δεξαμενή σχεδιαστικής γνώσης, διευρύνοντας ταυτόχρονα το πεδίο των κοινωνικών επαφών2· συνθέτουν δηλαδή αυτό που ο Pierre Levy ονομάζει «Συλλογική Νοημοσύνη».3 «Πρόκειται για μια μορφή παγκοσμίως κατανεμημένης νοημοσύνης, η οποία διαρκώς ενισχύεται, συντονίζεται σε πραγματικό χρόνο και συντελεί στην αποτελεσματική κινητοποίηση ικανοτήτων. […] Η βάση και ο στόχος της συλλογικής νοημοσύνης είναι η αμοιβαία αναγνώριση και ο εμπλουτισμός των ατόμων […]»

1 The hypothetical model of mature peer production can arguably be considered a working alternative which can perform better than the current dominant value model while solving a number of systemicproblems. We have attempted to highlight the existence of creative communities who are building the political economy they desire within the confines of the political economy they mean to transcend. Peer production, then, should be seen as a social advancement within capitalism but with various post-capitalistic aspects in need of protection, enforcement, stimulation and connection with progressive social movements. In the midst of a turning point, it is high time we supported a sustainable alternative capable of breaking the shackles of capitalist opportunism and ushering in a new political economy based on the finer aspects of the human spirit. It is high time the accumulation of capital was replaced by a full circulation of the Commons., Bauwens, M. & Kostakis, V., 2014. Network Society and Future Scenarios for a Collaborative Economy. s.l.:Palgrave Macmillan UK, σ. 73 2 Flew, T. (2005). New media. South Melbourne, Vic.: Oxford University Press., σ. 21 3 “It is a form of universally distributed intelligence, constantly enhanced, coordinated in real time, and resulting in the effective mobilization of skills. I’ll add the following indispensable characteristic to this definition: The basis and goal of collective intelligence is mutual recognition and enrichment of individuals rather than the cult of fetishized or hypostatized communities.” , Levy, P., 1997. Collective Intelligence: Mankind’s Emerging World in Cyberspace. Cambridge, MA: Perseus Books, σ. 13

120


Ο προσωπικός υπολογιστής και το Διαδίκτυο, λειτουργούν υπό αυτή την οπτική ως μέσα ενδυνάμωσης ή και απελευθέρωσης του χρήστη, ως μέσα εκδημοκρατισμού του σχεδιασμού, αφού διαχέουν τα σχεδιαστικά μέσα προς όλους, ανεξαρτήτως επιπέδου ειδίκευσης. Ο υπολογιστής στο φαντασιακό αυτό έχει το ρόλο του “Dream Machine” του Nelson, λειτουργεί ως πολύ-εργαλείο, ως «μαγικό λυχνάρι» στα χέρια του χρήστη, επιτρέποντας του να πραγματοποιήσει τις σχεδιαστικές του επιθυμίες. Ο απελευθερωμένος χρήστης του φαντασιακού του Ted Nelson, μπορεί στη συσκευή χειρός του να ζωγραφίζει, να σχεδιάζει, να κάνει γλυπτική, να σχεδιάζει μόνος του την ανακαίνιση του σπιτιού του (Autodesk Homestyler) και την απολύτως εξατομικευμένη καρέκλα του (project Sketchchair), να στέλνει τα σχέδια του στο μηχάνημα κοπής ή τρισδιάστατης εκτύπωσης, χωρίς την άμεση μεσολάβηση κανενός σχεδιαστή- ειδικού. Ταυτόχρονα, δικτυωμένος στον συλλογικό νου του Levy, μέσα από πλατφόρμες συνεργατικής παραγωγής και επίλυσης προβλημάτων, μπορεί να διοργανώνει τους προσωπικούς του αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς επιλέγοντας ο ίδιος τον νικητή αρχιτέκτονα από την άλλη μεριά του κόσμου,(ArcBazaar) να χτίζει τους γεωδαιτικούς του θόλους μοιραζόμενος τις εμπειρίες του με χιλιάδες άλλους χρήστες. Σε αυτό το πλαίσιο διαμοιρασμού των ψηφιακών κοινών, οι χρήστες αναρτούν τις σχεδιασμένες τους επιθυμίες δομώντας ανοικτές βιβλιοθήκες σχεδίων

121 Εικόνα 46.


(project Wikihouse), στις οποίες η ανισοσταθμία γνώσεων μεταξύ των ατόμων, δεν δύναται να τοποθετήσει τoν έναν σε θέση ισχύος ως προς τον άλλο. Για το σύστημα, είναι ισότιμοι. Όλα αυτά τα παραδείγματα, εντούτοις, συνιστούν ένα ετερόκλητο πλήθος, διάσπαρτων τεχνολογιών. Αποτελούν αυτόνομα εργαλεία επίλυσης επιμέρους προβλημάτων, τα οποία δεν συνδέονται σε μια ενιαία αφήγηση «απελευθερωμένου χρήστη». Ο «ευγενικος» ειδικός δεν είναι πλέον η διακριτή πρωταγωνιστική φιγούρα του Friedman, του Brand, του Alexander. Όσο τα εργαλεία και οι εφαρμογές πληθαίνουν, ο «ευγενικος» πίσω από αυτές κατακερματίζεται και διασκορπίζεται, η παρουσία του γίνεται συγκεχυμένη, αόρατη, χωρίς πρόσωπο. Οι ολιστικές τεχνολογικές ουτοπίες φαίνεται να δίνουν τη θέση τους σε πρακτικές εμπορικές εφαρμογές, λιγότερο ή περισσότερο αποσυνδεδεμένες από φιλόδοξα κοινωνικά οράματα. Απέναντι στον χρήστη δεν βρίσκεται τόσο το όραμα κάποιου θεωρητικού, αλλά ένα interface ενός αγνώστου δημιουργού. Οι ειδικοί πίσω από το interface σε πλατφόρμες όπως το Sketchchair ή το Homestyler, όπως και o Friedman στο Flatwriter, δεν παίρνουν θέση επί της αισθητικής του αντικειμένου του χρήστη. Δεν τον κρίνουν για τις επιλογές του, αν είναι όμορφες ή άσχημες, αν θα ζήσει ωραία μέσα σε αυτές ή όχι. Το τελικό αντικείμενο είναι αδιάφορο για την νέα μορφή του ειδικού και

ότι θέλεις ότι θέλεις

ότι θέλεις ότι θέλεις

ότι θέλεις ότι θέλεις

ότι θέλεις ότι θέλεις

ότι θέλεις ότι θέλεις

122

ότι θέλεις Εικόνα 47.


Εικόνα 48.

αυτό γιατί ο ρόλος του δεν είναι ο ρόλος του σχεδιαστή. Ο ευγενικός ειδικός, είναι πλέον σχεδιαστής εργαλείων. Είναι ο σχεδιαστής του πλαισίου στο οποίο ενεργεί ο χρήστης. Κατασκευάζοντας ένα ουδέτερο interface, παρουσιάζει στους χρήστες μια πανοπλία ισότιμων εργαλείων και αντικειμένων, αυτών που εκείνος κρίνει απαραίτητα για την επίλυση του προβλήματος. Χωρίς να παίρνει θέση στο πώς ακριβώς θα χρησιμοποιήσει ο χρήστης αυτά τα εργαλεία, παίρνει εντούτοις θέση στο ποια θα είναι αυτά τα εργαλεία και πως θα λειτουργούν. Αδιαφορεί για το τι τελικά θα φτιάξει ο χρήστης, αλλά σχεδιάζοντας το πλαίσιο των δυνατοτήτων του, καθορίζει έμμεσα ή άμεσα το τι δύναται να φτιάξει. Ο βαθμός στον οποίο ο χρήστης μπορεί να μεταβάλλει το ίδιο το εργαλείο, εξαρτάται -πέρα από τις τεχνικές ικανότητες του χρήστη- από τον βαθμό στον οποίο ο σχεδιαστής του εργαλείου επιτρέπει ή διευκολύνει κάτι τέτοιο. Οι ελευθερίες του χρήστη μέσα στο σύστημα, όπως αναφέρει ο Friedman, είναι σχετικές, είναι επιλογή του σχεδιαστή του συστήματος. Τα όρια του τι μπορεί να κάνει κανείς ή τι μπορεί να κάνει κανείς δωρεάν, τίθενται από τον διαχειριστή του συστήματος και όχι από τον χρήστη. 123


124


Βιβλιογραφία Abrahams, T., 2011. Interview: Yona Friedman. [Ηλεκτρονικό] Available at: https:// cosmopolitanscum.com/2011/10/10/interview-yona-friedman/ Alexander, C., 1964. Notes on the Synthesis of Form. Massachussets: Harvard University Press. Alexander, C., 1977. A Pattern Language. New York: Oxford University Press. Alexander, C., 1979. The Timeless Way of Building. New York: Oxford University Press. Alexander, C., 1999. The Origins of Pattern Theory, the Future of the Theory, And The Generation of a Living World. Software, September/October, 16(5), σσ. 71-82. Alexander, C., 2005. A glimpse of God in matter [Συνέντευξη] (1 Νοέμβριος 2005). Alexander, C. and Eisenman, P. (1982). Contrasting Concepts of Harmony in Architecture. All Watched Over By Machines of Loving Grace, Part 1 of 3. 2011. [Φιλμ] Σκηνοθεσία: Adam Curtis. s.l.: BBC. Anon., 1996. OOPSLA. San Jose, California, s.n. Anon., 2016. New Communalism. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://p2pfoundation.net/ New_Communalism Anon., n.d. AlphaGo. [Ηλεκτρονικό] [Πρόσβαση 31 May 2016].

Available at: https://en.wikipedia.org/wiki/AlphaGo

Anon., n.d. Deep Blue versus Garry Kasparov. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://en.wikipedia. org/wiki/Deep_Blue_versus_Garry_Kasparov [Πρόσβαση 31 May 2016]. Anon., n.d. Watson (computer). [Ηλεκτρονικό] Available at: https://en.wikipedia.org/wiki/ Watson_%28computer%29 [Πρόσβαση 31 May 2016]. Bauwens, M. & Kostakis, V., 2014. Network Society and Future Scenarios for a Collaborative Economy. s.l.:Palgrave Macmillan UK. Borges, J. (1964). Other inquisitions, 1937-1952. Austin: University of Texas Press. Brand, S., 1968. Whole Earth Catalog. Menlo Park, CA: Portola Institute. 125


Brand, S., 1985. Keep Designing:How the Information Society Is Being Created and Shaped by the Hacker Ethic. Whole Earth Review 46, 21 May, σσ. 44-55. Brand, S., 1998. Vital Cities: an interview with Jane Jacobs. [Ηλεκτρονικό] Available at: http:// www.wholeearth.com/issue/1340/article/69/vital.cities.an.interview.with.jane.jacobs Brautigan, R., 1967. All Watched Over By Machines of Loving Grace. [Τέχνη]. Brooks, R., 1990. Elephants Don’t Play Chess. Robotics and Autonomous Systems, Issue 6, σσ. 3-15. Bryant, G. (1991). The Oregon Experiment after Twenty Years. RAIN, [online] (1). Available at: http://www.rainmagazine.com/archive/1991-1/the-oregon-experiment-revisited [Accessed 24 May 2016]. Burke, P., 2012. A Social History of Knowledge II, From the Encyclopedia to Wikipedia. Cambridge: Polity Press. Bush, V. 1945. As we may think. Daloz, K., 2016. There’s No Place Like Dome. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.curbed. com/2016/5/11/11645002/buckminster-fuller-back-to-the-land-dome-homes [Πρόσβαση 5 11 2016]. Dreyfus, H., 1972. What Computers Can’t Do. New York: Harper & Row. Dreyfus, H., 2007. Why Heideggerian AI Failed and how Fixing it would Require making it more. Philosophical Psychology, Issue 20(2), σσ. 247-268. Dutta, A. et al., 2013. A Second Modernism, MIT, Architecture, and the ‘Techno-Social’ Moment. s.l.:SA+P Press, The MIT Press. ELEMENTAL, 2016. ABC of Incremental Housing. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www. elementalchile.cl/en/projects/abc-of-incremental-housing/ Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition επιμ. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press. Friedman, Y., 2006. Pro Domo. Barcelona: Actar. Friedman, Y., 2008. MANUELS volume 2. Bordeaux: CNEAI.

126


Flew, T. (2005). New media. South Melbourne, Vic.: Oxford University Press. Fuller, B. R., 1963. Ideas and Integrities: A Spontaneous Autobiographical Disclosure. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall. Galloway, A. R., 2004. Protocol. London, England: The MIT Press. Gorz, A., 2010. The immaterial. Greenford, UK: Seagull Books London Ltd. Jobs, S., 2005. Text of Steve Jobs Commencement Address. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://news.stanford.edu/2005/06/14/jobs-061505/ Kahn, L., 1971. Domebook 1. s.l.:Pacific Domes. Kahn, L., 1972. Domebook 2. Second Edition. s.l.:Shelter Publications. Kahn, L., n.d. Sheter Publications. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.shelterpub.com/ domes/#domes-vs-rectangles Keller, S. B., 2005. Systems Aesthetics: Architectural Theory at the University of Cambridge, 1960-1975. s.l.:s.n. Levin, B., 2000. Obituary : Leslie Martin. Architectural Research Quarterly, σσ. 295-308. Levy, P., 1997. Collective Intelligence: Mankind’s Emerging World in Cyberspace. Cambridge, MA: Perseus Books. Levy, S., 1984. HACKERS: Heroes of the Computer Revolution. New york: Dell Publishing. Moravec, H. (1998). When will computer hardware match the human brain?. Journal of Evolution and Technology, 1. Negroponte, N. 1970. The architecture machine. Cambridge, Mass.: M.I.T. Press. Negroponte, N., 1975. Soft Architecture Machines. Cambridge, Massachussets: The MIT Press. Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now; Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published. Oakes, G., 1989. Domebuilder’s Blues. Domes Refried, Οκτώβριος. 127


Papalexopoulos, D. (2011). Digital Design Commons. In: “Computational Politics and Architecture: From the Digital Philosophy to the End of Work ”, November 30, 2011. [online] Available at: http://atru.arch.ntua.gr/sites/atru/files/posts/50digital-designcommons/papalexopoulosensapm2011.pdf [Accessed 19 Jun. 2016]. Platt, K. H., 2012. Zaha Hadid vs. the Pirates: Copycat Architects in China Take Aim at the Stars, Beijing: s.n. Rabideau, W. και συν., 1985. Why We Left The Farm [Συνέντευξη] 1985. Rhine, C. E., 1966. Amazing Sun Dome. Popular Science, pp. 108-112. Rudofsky, B. 1964. Architecture without architects. New York: Museum of Modern Art; distributed by Doubleday, Garden City, N.Y. Sennett, R. (2008). The craftsman. New Haven: Yale University Press. Smithwick, D. (2010). Architectural Design 2.0: An Online Platform for the Mass Customization of Architectural Structures.. Master of Science. Massachusetts Institute of Technology. Sool, P. d., 1983. Technologies of Freedom: Free Speech in an Electronic Age. Cambridge: Harvard University Press. Wright Steenson, M. (2014). Architectures of Information : Christopher Alexander, Cedric Price and Nicholas Negroponte & MIT’s Architecture Machine Group. Ph.D. Princeton University. Steinitz, C. F., 1967. Congruence and Meaning. Massachusetts: s.n. Streeter, T., 2011. The Net Effect, Romanticism, Capitalism, and the Internet. New York and London: New York University Press. Turing, A., 1950. Computing machinery and intelligence. Mind, Issue 59, σσ. 433-460. Turner, F., 2006. From Counterculture to Cyberculture. London: The University of Chicago Press. Vardouli Theodora, 2015. Open Architectures. [Ηλεκτρονικό] Available at: https:// openarchitectures.com/2015/03/09/phd-proposal-graphing-theory/

128


Waguespack, L. J., 2010. Thriving Systems Theory and Metaphor-Driven Modeling. London Dordrecht Heidelberg New York: Springer . Weinzapfel, G. & Negroponte, N., 1975. Architecture-By-Yourself, s.l.: s.n. Wiener, N., 1950. The Human Use of Human Beings. US: Houghton Mifflin . Yu, D. & Deng, L., 2015. Automatic Speech Recognition: A Deep Learning Approach. London: Springer-Verlag.

Πηγές Εικόνων Εικόνα 1. [Εξώφυλλο] Brand, S., 1968. Whole Earth Catalog. Menlo Park, CA: Portola

Institute. Εξώφυλλο Εικόνα 2. Brand, S., 1968. Whole Earth Catalog. Menlo Park, CA: Portola Institute. p. 2 Εικόνα 3. Brand, S., 1968. Whole Earth Catalog. Menlo Park, CA: Portola Institute. σ.13 Εικονα 4. Brand, S., 1969. Whole Earth Catalog. Menlo Park, CA: Portola Institute. Οπισθόφυλλο Εικόνα 5. Naval Institute Photo Archive. https://www.navalhistory.org/2016/01/28/the-marine-corps-goes-geodesic Εικόνα 6. Daloz, K., 2016. There’s No Place Like Dome. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.curbed.com/2016/5/11/11645002/buckminster-fuller-back-to-the-landdome-homes [Πρόσβαση 5 11 2016] Εικόνα 7. Baer, S., 1968. Dome Cookbook. Self-published, Εξώφυλλο Εικονα 8. Kahn, L., 1972. Domebook 2. Second Edition. s.l.:Shelter Publications. σ.116 Εικόνα 9. Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now.United States of America: Self-published. Εξώφυλλο Εικόνα 10. Nelson, T., 1974. Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published. Εξώφυλλο Σελ. 32, 39, 41: Αποσπάσματα από τίτλους κεφαλαίων. Nelson, T., 1974. Computer Lib: You Can and Must Understand Computers Now; Dream Machines: New Freedoms Through Computer Screens— A Minority Report. United States of America: Self-published. Εικόνα 11. Friedman, Y., 2008. MANUELS volume 2. Bordeaux: CNEAI. Εικόνα 12. Ibid

129


Εικόνα 13. Ibid Εικόνα 14. Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback

edition. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press. σ. 4 Εικόνα 15. Ibid, σ. 5 Εικόνα 16. Ibid, σ. 12 Εικόνα 17. Ibid, σ. 30 Εικόνα 18. Ibid, σ. 37 Εικόνα 19. Ibid, σ. 55 Εικόνα 20. Ibid, σ. 57 Εικόνα 21. Ibid, σ. 7 Εικόνα 22. Ibid, σ. 42 Εικόνα 23. Σχέδιο των συγγραφέων. Εικόνα 24. Friedman, Y., 1980. Toward A Scientific Architecture. First MIT Press paperback edition. Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, σ. 58 Εικόνα 25. Ibid, σ. 49 Εικόνα 26. Ibid, σ. 58 Εικόνα 27. Ibid, σ. 76 Εικόνα 28. Alexander, C., 1964. Notes on the Synthesis of Form. Massachussets: Harvard University Press. σ.76 Εικόνα 29. Ibid. σ.137 Εικόνα 30. Alexander, C., 1977. A Pattern Language. New York: Oxford University Press. σ. 864 Εικόνα 31. Ibid σ.153 Εικόνα 32. Paul Baran «On Distributed Communications: Introduction To Distributed Communications Networks», 1964 Εικόνα 33. Alexander, C., 1979. The Timeless Way of Building. New York: Oxford University Press. σ.534 Εικόνα 34. Ibid, σ.532-533 Εικόνα 35. Rudofsky, B. 1964. Architecture without architects. New York: Museum of Modern Art; distributed by Doubleday, Garden City, N.Y. σ. 58 Εικονα 36. https://design.osu.edu/carlson/history/images/pages/ivan-sutherland_jpg.htm Εικόνα 37. Negroponte, N., 1975. Soft Architecture Machines. Cambridge, Massachussets: The MIT Press. σ. 84 Εικονα 38. Εξωφυλλο εκθεσης software 1970 Jewish Museum New York https://monoskop. org/images/3/31/Software_Information_Technology_Its_New_Meaning_for_Art_catalogue. pdf Εικόνα 39. Negroponte, N. (1970). The architecture machine. Cambridge, Mass.: M.I.T. Press.σ. 76 Εικόνα 40. Ibid, σ. 80 Εικόνα 41. Ibid, σ. 84 130


Εικόνα 42. Ibid, σ. 78-79 Εικόνα 43. Ibid, σ. 85 Εικόνα 44. Ibid, σ. 85 Εικόνα 45. Ibid, σ. 72 Εικόνα 46 : Εικόνες από τις αρχικές σελίδες των ακόλουθων websites:

http://www.wikihouse.cc/ https://grabcad.com/ http://www.arcbazar.com/ http://www.sketchchair.cc/ https://www.tinkercad.com/ http://streetmix.net/-/397128 http://www.homestyler.com/ Εικόνα 47: Σχεδιο των συγγραφέων. Εικόνα 48: http://www.instructables.com/ (παράθυρο διαλόγου για λειτουργίες που απαιτούν συνδρομή)

131


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.