O για τον
O Carlo Goldoni για τον Carlo Goldoni
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Χρονολόγιο Γκολντόνι
5-46
GOLDONI: Απομνημονεύματα
6-47
Τα πρώτα χρόνια του Γκολντόνι
8-11
Σπουδές και άλλες περιπέτειες
11-13
Παρ’ ολίγον να τον ...χάναμε
4
14
Επαγγελματικοί προσανατολισμοί
16-17
Ανάθεμα στους κανόνες
18-19
Ο Βελισσάριος επί σκηνής
20-21
Τα πρώτα ίχνη της αναγνώρισης
22-23
Γιατί η Βενετία
24-25
Γάμος αλά Ιταλικά
26-27
Η αναμόρφωση αρχίζει, α. Momolo Cortesan
28-29
β. Ο υπηρέτης δύο αφεντάδων
30-31
γ. Το τίμιο κορίτσι
32-33
δ. Η Λοκαντιέρα
34-35
Το θέατρο, ως ανάσα ζωής,
36-37
Το παλιό μάχεται το νέο
38-39
Για τους εραστές του παλιού
40-43
Τα χρόνια στο Παρίσι
44-46
Θέατρο μέχρι Τέλους
0 47
Βιβλιογραφία-Πηγές και ένας [φωτογραφικός] επίλογος
0 48
Ποιός να ήταν άραγε αυτός ο παράξενος άνθρωπος που έβαλε σκοπό να αναμορφώσει το θέατρο της πατρίδας του, που ανέβασε στη σκηνή και τύπωσε εκατόν πενήντα κωμωδίες, -κωμωδίες χαρακτήρων ή πλοκής, άλλες σε στίχο, άλλες σε πρόζα- και που είδε όσο ζούσε, δεκαοκτώ εκδόσεις του θεάτρου του; Ποιά αναφορά θα ήταν επαρκής, για έναν άνθρωπο που εμπότισε με τις ιδέες του Φωτός το ιταλικό θέατρο; Το «φαινόμενο Γκολντόνι» -που παρότι κατηγορήθηκε από τους συγχρόνους του οτι με τις καινοτομίες του διαλύει την ιταλική κωμωδία- αγαπήθηκε από χιλιάδες ανθρώπους του θεάτρου και εκατοντάδες χιλιάδες θεατές μέχρι σήμερα. Διάλεξα κάποια αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Γκολντόνι αφήνοντας τον ίδιο τον συγγραφέα να μιλήσει για τον ίδιο, το έργο του, την εποχή του. Kαι αν ο αναγνώστης ανακαλύψει κάποιες μικρές ανακρίβειες ή υπερβολές, ας τού τις συγχωρήσουμε. Άλλωστε τί σημασία μπορεί να έχει μια μικρή-μικρούτσικη ανακρίβεια, μπροστά σε έναν συγγραφέα με αχαλίνωτη φαντασία, ευρηματικότητα, πάθος και πηγαίο ταλέντο; Νίκος Στάβερης Μάιος 2014
5
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
6
1707 1712 1715 1719 1720 1721 1723 1725 1726 1727 1728 1729 1732 1734 1735 1736
1738
1730
1731
1739
1740
1743 1745 1748 1749 1750 1752 1753 1754 1755 1756 1757 1758 1759 1760 1761 1762 1763 1764 1765 1769 1784
1771 1775 1776 1780 1791 1792
1793
1707
Στις 25 Φεβρουαρίου γεννιέται στη Βενετία ο Κάρλο Γκολντόνι, γιος του Τζούλιο Γκολντόνι και της Μαργαρίτας Σαβιόνι.
[...] Ο παππούς μου πήγε στην Καράρα και νοίκιασε όλα τα κτήματα που διατηρούσε ο δούκας στην επικράτεια της Βενετίας. Επέστρεψε θριαμβευτής και ξανοίχτηκε ακόμη περισσότερο. Ανέβαζε τώρα κωμωδίες στο σπίτι του, ανέβαζε 7
όπερες, και είχε στις προσταγές του τους καλύτερους ηθοποιούς, τους πιο ονομαστούς μουσικούς. Κόσμος κατέφθανε από κάθε γωνιά. Μέσα σ’ αυτήν την τύρβη γεννήθηκα, μέσα σ’ αυτήν την αφθονία. Πώς θα μπορούσα να περιφρονήσω τα θεάματα, να μην λατρέψω την ευθυμία; [...]
[...] Η μητέρα μου με έφερε στον κόσμο σχεδόν δίχως πόνους, και μ’ αγαπούσε ακόμη περισσότερο γι αυτό. Βλέποντας για πρώτη φορά το φως, δεν ανήγγειλα με τσιρίδες την έλευσή μου, και τούτη η πραότητα θεωρήθηκε τότε προάγγελος του ειρηνικού μου χαρακτήρα, ο οποίος έκτοτε διατηρείται αδιάψευστος. Ήμουν το στολίδι του σπιτιού. 8
Η παραμάνα μου έλεγε πως ήμουνα ξεφτέρι. Η μητέρα μου ανέλαβε τη διαπαιδαγώγησή μου, και ο πατέρας μου την ψυχαγωγία μου. Παρήγγειλε ένα θέατρο με μαριονέτες. Τις κινούσε ο ίδιος μαζί με τρεις-τέσσερις φίλους του, και, στα τέσσερά μου χρόνια, αυτή ήταν η αγαπημένη μου διασκέδαση. [...]
9
[...] Ήμουν πράο, ήσυχο και υπάκουο παιδί. Τεσσάρων χρονών μπορούσα να διαβάζω και να γράφω, ήξερα την κατήχησή μου απ’ έξω κι ανακατωτά, και είχα ήδη οικοδιδάσκαλο. Μου άρεσαν πολύ τα βιβλία: μάθαινα με ευκολία τη γραμματική μου και τις αρχές της γεωγραφίας και της αριθμητικής. Αλλά το αγαπημένο μου ανάγνωσμα ήταν οι κωμωδίες. Υπήρχαν αρκετές από δαύτες στη μικρή βιβλιοθήκη του πατέρα μου, και τις διάβαζα μετά μανίας τις ώρες της σχόλης μου, αντέγραφα μάλιστα τα κομμάτια που μου άρεσαν περισσότερο. Η μητέρα μου, προκειμένου να μην καταγίνομαι με παιδιάστικα παιχνίδια, με άφηνε να διαβάζω ό,τι ήθελα. Από τους συγγραφείς που διάβαζα και ξαναδιάβαζα πολύ συχνά, ο πιο αγαπημένος μου ήταν ο Τσικονίνι . Αυτός ο, άγνωστος σχεδόν στους κύκλους των γραμμάτων, Φλωρεντινός συγγραφέας είχε γράψει 10
αρκετές κωμωδίες πλοκής, στις οποίες το δακρύβρεχτο δράμα έσμιγε με την κωμική κοινοτοπία. Κατάφερνε, παρ’ όλ’ αυτά, να κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τη δεξιοτεχνική ανέλιξη της πλοκής, και να τον ικανοποιεί με τη λύση. Με τραβούσε πολύ και τον μελετούσα αδιάκοπα. Και στα οχτώ μου χρόνια αποτόλμησα να σκαρώσω κι εγώ μια κωμωδία. Την ξεφούρνισα πρώτα στην παραμάνα μου, η οποία ενθουσιάστηκε. Η θεία μου με πήρε στο ψιλό, η μητέρα μου με μάλωσε τρυφερά, και ο δάσκαλός μου αποφάνθηκε ότι η κωμωδία φανέρωνε πνεύμα και σκέψη πολύ προχωρημένη για την ηλικία μου. Αλλά το πιο ωραίο ήταν πως ο νονός μου, ένας δικαστικός πλουσιότερος σε χρήματα παρά σε γνώση, δεν εννοούσε να πιστέψει ότι την είχα γράψει μόνος μου, και επέμενε πως την είχε διορθώσει και σουλουπώσει ο δάσκαλός μου. Εκείνος πάλι θεώρησε προσβλητική την άποψη του νονού μου και λίγο έλειψε ν’ ανάψει γερός καυγάς. Ευτυχώς έφτασε πάνω στην ώρα ένα τρίτο πρόσωπο και τους ηρέμησε.
[...]
11
1712
1715 1719
Στις 10 Ιανουαρίου γεννιέται ο αδελφός του, Τζοβάννι Πάολο. Τον ίδιο χρόνο, ο πατέρας του αναχωρεί για τη Ρώμη, όπου θα σπουδάσει ιατρική. Τέσσερα χρόνια αργότερα, εγγράφεται στον ιατρικό και φαρμακευτικό σύλλογο, αλλά ως «πωλητής αλοιφών, αποσταγμάτων και φαρμάκων εξωτερικής χρήσης». Ο μικρός Κάρλο επιδεικνύει «την ιταμότητα να σκιαγραφήσει μια κωμωδία» (Απομνημονεύματα). Στην πραγματικότητα, η πρώτη εκείνη κωμωδία του χρονολογείται στα 1719. Ο πατέρας του, εγκατεστημένος στο μεταξύ στην Περούτζια, όπου εργάζεται, τον καλεί να ζήσει μαζί του. Ο Κάρλο υποφέρει μακριά από τη μητέρα του. Έτσι, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι ο αποχωρισμός αυτός υπήρξε η πηγή των ψυχικών διαταραχών του: «Ήμουν εύθυμη φύση, αλλά από παιδί με τυραννούσαν κρίσεις υποχονδρίας ή μελαγχολίας, που σκοτείνιαζαν τη σκέψη μου». Παρακολουθεί μαθήματα γραμματικής και ρητορικής στο Κολέγιο των Ιησουιτών.
[...] Με δέχτηκαν λοιπόν, μεσούσης της σχολικής χρονιάς, στην κατωτέρα τάξη, ως μαθητή πολύ προχωρημένο, έτοιμο για την ανωτέρα. Με ρωτούσαν, απαντούσα άλλα αντί άλλων. Μου ζητούσαν να μεταφράσω, ψέλλιζα. Τα λατινικά μου έβριθαν από βαρβαρισμούς και σολοικισμούς. Έγινα ο περίγελως της τάξης. Οι συμμαθητές μου το ‘χαν βρει παιχνίδι να με προκαλούν, κι όσο και να το πάλευα έβγαινα χαμένος. Ο πατέρας μου είχε πέσει σε απελπισία, κι εγώ ένιωθα σαστισμένος, ανίκανος να αντιδράσω. Έφτασα να πιστέψω πως μου είχαν κάνει μάγια. [...] Οκτώ μέρες αργότερα, καλούν τους μαθητές σε συγκέντρωση, για να τους ανακοινώσουν την κρίση του Κολεγίου. Ο Γκολντόνι περνάει πρώτος στην ανωτέρα. Οχλαγωγία στην αίθουσα. Πετάνε διάφορες απρέπειες. Διαβάζουν δυνατά τη μετάφρασή μου, κανένα λάθος, ούτε καν 12
ορθογραφικό. Ο καθηγητής με καλεί στην έδρα. Σηκώνομαι, βλέπω τον πατέρα μου στην πόρτα και τρέχω να τον αγκαλιάσω [...] Ο πατέρας μου, απόλυτα ικανοποιημένος από μένα, έκανε ό,τι μπορούσε για να με ανταμείψει και να με διασκεδάσει στη διάρκεια των διακοπών. Ήξερε πως αγαπούσα το θέατρο κι εκείνος το αγαπούσε. Συγκέντρωσε λοιπόν έναν όμιλο νέων, του παραχώρησαν μια αίθουσα στο μέγαρο των Αντινόρι, και εκεί έστησε μια μικρή σκηνή. Δίδαξε ο ίδιος τους ηθοποιούς και ανεβάσαμε κωμωδία. Στην παπική επικράτεια (εξαιρουμένων των τριών Εξαρχάτων) δεν επιτρεπόταν να εμφανίζονται στη σκηνή γυναίκες. Νεαρός καθώς ήμουν και διόλου άσχημος, μου ανέθεσαν ρόλο γυναικείο, και μάλιστα τον πρωταγωνιστικό, και την εκφώνηση του προλόγου. Τόση εντύπωση μου έκανε εκείνος ο ανεκδιήγητος πρόλογος,που τον θυμάμαι ακόμη... [...]
1720
Σπουδάζει φιλοσοφία στους δομινικανούς μοναχούς, στο Ρίμινι.
1721
Ακολουθώντας ένα θίασο ηθοποιών, το σκάει στην Κιότζα, όπου ξανασμίγει με τη Μαργαρίτα («η λαχτάρα για τη μητέρα μου με κυβερνά») και τον πατέρα του, ο οποίος τον μυεί στους κανόνες της τέχνης. Ωστόσο, ο ίδιος βυθίζεται σε μελαγχολία. Πρόκειται για την πρώτη κρίση κατάθλιψης που αναφέρει στα Απομνημονεύματα. Τότε τον στέλνουν στη Βενετία, στον θείο του, Πάολο Ίντρικ, «έναν από τους πιο διαπρεπείς εισαγγελείς της πόλης».
13
[...] Στo Ούντινε ο πατέρας μου καταγινόταν με τους ασθενείς του, κι εγώ ξανάρχισα τη μελέτη. Ο κ. Μορέλι, διαπρεπής νομοδιδάσκαλος, παρέδιδε στο σπίτι του, για έναν ανηψιό του, μαθήματα αστικού και κανονικού δικαίου. Δεχόταν στα μαθήματά του λίγους ακόμη μαθητές από την πόλη, μεταξύ των οποίων είχα την τύχη να είμαι κι εγώ. Ομολογώ ότι έξι μήνες που κράτησε η μαθητεία μου στον κ. Μορέλι, έμαθα περισσότερα απ’ ό,τι τρία χρόνια που σπούδαζα στην Παβία. Μελετούσα με όρεξη, αλλά ήμουν νέος και είχα ανάγκη κάπου κάπου να ξεδίνω. Έψαξα λοιπόν και βρήκα διάφορους τρόπους για να διασκεδάσω. [...] Μπήκαμε στη σαρακοστή. Την ημέρα των τεφρών πάω στον καθεδρικό ν’ ακούσω τον Πατέρα Κατάνεο, έναν Αυγουστινιανό μεταρρυθμιστή, και βρίσκω το κήρυγμά του εξαιρετικό. Βγαίνω, έχω συγκρατήσει λέξη προς λέξη τα τρία του σημεία. Προσπαθώ να 14
συμπυκνώσω σε δεκατέσσερις στίχους τη θέση, την ανάπτυξη και το δίδαγμά του, και συνθέτω ένα σονέτο που μου φαίνεται αρκετά καλό. [...] Παρακολουθούσα πιστά τον ιεροκήρυκά μου, έκανα κάθε μέρα την ίδια δουλειά, και βρέθηκα την Τρίτη του Πάσχα, να έχω μεταγράψει τριάντα έξι εξαιρετικά κηρύγματα σε τριάντα έξι καλούτσικα σονέτα. Είχα φροντίσει, κάθε φορά που συγκέντρωνα υλικό αρκετό για ένα μονόφυλλο in-quarto, να το στέλνω για τύπωμα, και μέσα στην εβδομάδα του Πάσχα δημοσίευσα τη συλλογή μου, αφιερωμένη στους άρχοντες της πόλης. Δέχτηκα τις ευχαριστίες του ρήτορα και των αρχόντων, και πολλά συγχαρητήρια. Η ιδέα μου τους ενθουσίασε, και η ταχύτητά μου τους κατέπληξε. [...] Το υλικό των Απομνημονευμάτων μου δεν αξίζει νομίζω περισσότερη επιμέλεια ή επιτήδευση. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να επιδιώκουμε υψηλό ύφος, να σεβόμαστε τον αναγνώστη. Εγώ θεωρώ ότι τον σεβόμαστε όταν του εκθέτουμε την αλήθεια χωρίς φτιασίδια.
15
1723
Γίνεται δεκτός στο Κολέγιο Γκισλιέρι της Παβίας και ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα Δικαίου στο Πανεπιστήμιο.
1725
Αποβάλλεται από το Κολέγιο εξαιτίας μιας σατιρικής κωμωδίας που έγραψε σε βάρος δώδεκα δεσποινίδων ευγενούς καταγωγής από την Παβία, και επιστρέφει στην οικογένειά του, στην Κιότζα. Στη συνέχεια, ακολουθεί τον πατέρα του στο Ούντινε, όπου συνθέτει τριάντα έξι σονέτα θρησκευτικού περιεχομένου
[...] Είχα πάρει την απόφασή μου: θα έμπαινα στο τάγμα των Καπουτσίνων. Έγραψα στον πατέρα μου ένα γράμμα καλομελετημένο και ολωσδιόλου απονενοημένο. Τον παρακαλούσα να μου δώσει την άδεια να απαρνηθώ τα εγκόσμια, και να ντυθώ το ράσο. Ο πατέρας μου, που δεν ήταν ανόητος, δεν έφερε καμία αντίρρηση. Μου μιλούσε με τα καλύτερα λόγια, έδειχνε ικανοποιημένος από την αναπάντεχη φώτισή μου, και με παρακαλούσε μόνο να πάω να τον συναντήσω αμέσως μόλις λάβαινα το γράμμα του, διαβεβαιώνοντάς με ότι τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα μου με μεγάλη τους χαρά θα υποστήριζαν την επιλογή μου. [...] Μόλις είδα την απάντηση, ετοιμάστηκα να φύγω. Ο Μπαστία, επειδή ο ίδιος δεν είχε δρομολόγιο, με σύστησε σ’ έναν συνάδελφό του 16
που έφευγε την ίδια κιόλας μέρα. Αποχαιρέτησα την θεοσεβούμενη οικογένεια, τους είπα να προσεύχονται για μένα, και έφυγα συντριμμένος, βαθιά μετανοιωμένος για όλες τις αμαρτίες μου. Στην Κιότζα οι γονείς μου με υποδέχτηκαν με άπειρη στοργή. Τους μίλησα για το σχέδιό μου, κι αφού δεν διαφώνησαν, ζήτησα την ευχή τους και μου την έδωσαν κλαίγοντας. Ο πατέρας μου μού πρότεινε να πάμε μαζί στη Βενετία. Αρνήθηκα με την πυγμή του νεοφώτιστου. Μου είπε τότε ότι σκόπευε να με παρουσιάσει στον ηγούμενο της μονής των Καπουτσίνων, και δέχτηκα με χαρά. Πάμε λοιπόν στη Βενετία, βλέπουμε συγγενείς και φίλους, γεύμα στους μεν, δείπνο στους δε, με καταφέρνουν να πάω και στο θέατρο. Μετά από δεκαπέντε μέρες ούτε λόγος πια για μοναστήρι. [...]
17
1726
Επιστρέφει στην Κιότζα.
1727
Πηγαίνει στη Μόδενα με σκοπό να ολοκληρώσει τις σπουδές του στα νομικά, αλλά μια σοβαρή νευρική κρίση τον αναγκάζει να τις διακόψει. Αφοσιώνεται στη θρησκεία και σκέπτεται να περιβληθεί το σχήμα.
1728
Χάρη στις γνωριμίες του πατέρα του, διορίζεται στην Εισαγγελία της Κιότζα ως βοηθός του αναπληρωτή κακουργιοδίκη – θέση χαμηλή και άμισθη, που του επιτρέπει όμως να μάθει το επάγγελμα.
18
1729
1730 1731
1732
κακουργιοδίκη και, με την Προάγεται σε αναπληρωτή Φέλτρε, όπου γνωρίζεται μ’ ιδιότητα αυτή, πηγαίνει στο ν οποίο συνθέτει δύο ιντερ ένα θίασο ηθοποιών, για το λός πατέρας] και το La Canμέδια, το Il Buon padre [Ο κα tatrice [Η τραγουδίστρια]. ιά του στο Μπανιακαβάλλο. Ξαναβρίσκεται με την οικογένε ίνει ο πατέρας του και ο Στις 29 Φεβρουαρίου πεθα ία μαζί με την μητέρα του. Κάρλο επιστρέφει στη Βενετ Πάντοβα, όπου παίρνει πτυΣτη συνέχεια πηγαίνει στην χίο Νομικής. ορικού συλλόγου της ΒενεΕγγράφεται μέλος του δικηγ μήνες δεν κάνει καμία παρά τίας, ωστόσο επί πολλούς χολείται με τη συγγραφή σταση σε δικαστήριο. Ασ ώτη του λυρική τραγωδία, αλμανάκ και γράφει την πρ Amalasunta [Αμαλασούντα].
[...] Είναι αλήθεια ότι οι υποθέσεις μου τακτοποιούνταν πάντα ως δια μαγείας, και (πρέπει να το ομολογήσω) σχεδόν πάντα προς όφελός μου. Γεννήθηκα τυχερός, κι αν δεν υπήρξα πάντοτε ευτυχής, το σφάλμα είναι δικό μου [...] Ήμουν δικηγόρος, είχα κάνει την εμφάνισή μου στα δικαστήρια, έμενε μόνο να βρω πελάτες. Πήγαινα κάθε μέρα στο Δικαστικό Μέγαρο και παρακολουθούσα επί το έργον τους βιρτουόζους της δικηγορίας, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά με την ελπίδα ότι όλο και κάποιος διάδικος θα έβρισκε συμπαθητική τη φυσιογνωμία μου και θα μου έδινε την ευκαιρία να κάνω το ντεμπούτο μου. Ένας νέος δικηγόρος πολύ δύσκολα θα λάμψει και θα διακριθεί. Μόνο στα ανώτερα Δικαστήρια έχεις τη δυνατότητα να ξεδιπλώσεις τη γνώση, την ευγλωττία, τη φωνή και την προσωπική σου γοητεία, τέσσερα στοιχεία εξίσου απαραίτητα για να γίνεις πρωτοκλασάτος δικηγόρος στη Βενετία. [...] Στο μεταξύ περνούσα τον καιρό μου στο γραφείο μου, άλλοτε μόνος, άλλοτε με κακή παρέα, σκαρώνοντας αλμανάκ. Να φτιάχνεις αλμανάκ, είτε στα ιταλικά, είτε στα γαλλικά, πάει να πει πως ασχολείσαι με φρούδες φαντασίες. Όμως ετούτη τη φορά δεν ήταν έτσι. Το αλμανάκ που έγραψα τυπώθηκε, διαβάστηκε και επιδοκιμάστηκε. Ένιωσα τότε την ανάγκη να επανέλθω στο παλιό μου σχέδιο, κι έκανα το σκαρίφημα κάποιων έργων. Συλλογιζόμενος όμως ότι η κωμωδία δεν παρέπεμπε ακριβώς στη σοβαρότητα της τηβέννου, θεώρησα πιο ταιριαστή στην επαγγελματική μου ιδιότητα την μεγαλοπρέπεια της τραγωδίας και τάχθηκα στις γραμμές της Μελπομένης προδίδοντας την Θάλεια. Μ’ αυτήν την προοπτική συνέθεσα μια λυρική τραγωδία με τον τίτλο Αμαλασούνθα. Πίστευα πως ήταν καλή δουλειά, τη διάβασα μάλιστα σε κάποιους ανθρώπους και φάνηκε να τους ικανοποιεί
19
20
[...] "Καταλαβαίνω, Κύριε, του λέω, μην κουράζεστε άλλο." Τον ευχαρίστησα για άλλη μια φορά, και αποχώρησα. Κατάλαβα τότε πως οι άνθρωποι που με έκριναν στη Μπρέσα είχαν δίκιο. Ο κόμης Τρίσινο στη Βιτσέντσα είχε ακόμη μεγαλύτερο δίκιο. Άδικο είχα μονάχα εγώ. Γύρισα ταπεινωμένος στο δωμάτιό μου, είχα ρίγη, είχα εξάψεις, μου έφταιγαν όλα. Βγάζω από την τσέπη μου το χειρόγραφο, μου ‘ρχεται να το κάνω χίλια κομμάτια. Καταφτάνει το γκαρσόνι του πανδοχείου να πάρει παραγγελία για το δείπνο. "Δεν θα δειπνήσω, μόνο ανάψτε μου το τζάκι." Κρατούσα ακόμη στα χέρια μου την Αμαλασούνθα. Διάβαζα ξανά και ξανά κάποιους στίχους που μου φαίνονταν υπέροχοι. "Ανάθεμα τους κανόνες! Το έργο μου είναι καλό, το ξέρω πως είναι καλό. Σκάρτο είναι το θέατρο, οι πρωταγωνιστές, οι πρωταγωνίστριες, οι συνθέτες, οι σκηνογράφοι... ο διάολος να τους πάρει, κι εσύ καταραμένο, που σ’ έγραψα με τόσο κόπο και γκρέμισες όλα μου τα όνειρα, στις φλόγες να χαθείς! Το ρίχνω στη φωτιά και το κοιτώ να καίγεται, ψυχρά και μ’ ένα είδος ευχαρίστησης. Τόση πικρία, τόση οργή, έπρεπε κάπου να ξεσπάσει. Τιμωρώντας τον εαυτό μου ένοιωσα να παίρνω το αίμα μου πίσω. Είχαν όλα τελειώσει, δε με απασχολούσε πια το έργο μου. Καθώς όμως σκάλιζα τις στάχτες και μάζευα τα αποκαϊδια του χειρογράφου για να ολοκληρώσω την καταστροφή τους, σκέφτηκα ότι ποτέ ως τότε, ό,τι κι αν μου συνέβαινε, δεν είχα μείνει νηστικός από στενοχώρια. Φωνάζω το γκαρσόνι και του λέω να στρώσει το τραπέζι και να σερβίρει αμέσως. Δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ. Έφαγα καλά, ήπια ακόμη καλύτερα και κοιμήθηκα μακαρίως. [...]
21
1733
1734
22
αια το γάμο –μια επιπόλ ει ύγ οφ απ ν’ ου έν Προκειμ ιλάνο, ι–, καταφεύγει στο Μ σε δώ χε εί υ πο ση υπόσχε αμμένου θος του εκεί επιτετρ ου όλ ακ ι τα ίζε ορ δι όπου Μπαρτολίνι. ς Βενετίας, Οράτιου τη ς ία ατ κρ μο Δη ς τη ντε Βιτάλι αρλατάνο Μποναφέ τσ ν το με αι ετ ίζ ωρ Γν ντηρούσε οποίος παράλληλα συ (πλανόδιο γιατρό, ο ιο Il γράφει το ιντερμέδ ο οί οπ ν το α γι , ο) ένα θίασ ς]. νετσιάνος γονδολιέρη βε [Ο no zia ne ve re Gondolie της ου γίνεται μάρτυρας όπ , μα άρ Π ην στ ι Βρίσκετα αται η συνέχεια εγκαθίστ Στ ο. τρ ιέ Π ν Σα υ μάχης το Τζουται με τον θιασάρχη ίζε ωρ γν ου όπ , να ρό στη Βε μέδιο La οίο γράφει το ιντερ οπ ν το για , ερ Ίμ ε ζέππ αματουρροσλαμβάνεται ως δρ Π ]. νή φα ορ [Η lla pi Pu ς και γράΣαμουέλε της Βενετία ]. γός στο θέατρο Σαν sario [Ο Βελισσάριος lis Be Il ία ωδ αγ τρ ρο φει την ιλα
[...] Η οικειότητα που ανέπτυξα μ’ αυτόν τον θίασο στάθηκε αφορμή να καθήσω να γράψω ξανά καμιά σαχλαμαρίτσα για το θέατρο. Δεν προλάβαινα να γράψω ολόκληρη κωμωδία, αφού η συμφωνία με τον Ανώνυμο ήταν μόνο για την άνοιξη και το καλοκαίρι, μέχρι το Σεπτέμβριο, αλλά, επειδή ανάμεσα στους ελεύθερους συνεργάτες του Ανώνυμου ήταν ένας μουσικοσυνθέτης κι ένα ζευγάρι που τραγουδούσε αρκετά καλά, έγραψα ένα ιντερμέδιο για δύο φωνές, με τίτλο Ο βενετσιάνος γονδολιέρης που παίχτηκε με όση επιτυχία μπορούσε να έχει μια παρόμοια σύνθεση. Αυτό λοιπόν ήταν το πρώτο μου θεατρικό έργο που παρουσιάστηκε στο κοινό και εν συνεχεία στον τύπο – εκδόθηκε στον τέταρτο τόμο των θεατρικών μου έργων, στην έκδοση Πασκουάλι της Βενετίας. [...] Λοιπόν, Κύριε, πώς σας φάνηκε ο περίφημος Βελισσάριός μας; - Τέτοιο αίσχος, του λέω, δεν μπορούσα να το φανταστώ. –Αχ, Κύριε, μου λέει, δεν τους ξέρετε καλά τους θεατρίνους. Δεν υπάρχει θίασος που να μην καταφεύγει από καιρού εις καιρόν σε κάτι τέτοια τερτίπια προκειμένου να τα οικονομήσει, κι αυτό, στη γλώσσα του σιναφιού, καλείται arrostita (κρέας ψητό). Εξάλλου δεν έχουν όλοι το δικό σας λεπτό γούστο, και οι αρπαχτές καλά κρατούν, όσο τα θεατρικά μας ήθη δεν αλλάζουν. –Κύριε Καζάλι, του λέω, σας παρακαλώ θερμά να μη με ψήσετε για δεύτερη φορά, και σας συμβουλεύω αντ’ αυτού να κάψετε τον Βελισσάριό σας. Είναι ό,τι απεχθέστερο υπάρχει. –Δεν έχετε άδικο, μου λέει, όμως είμαι σίγουρος πως απ’ αυτό το κάκιστο έργο θα μπορούσε να προκύψει ένα πολύ καλό. –Ασφαλώς, του απαντώ, η ιστορία του Βελισσάριου μπορεί να δώσει θέμα σ’ ένα εξαίρετο έργο. –Τότε λοιπόν, Κύριε, αφού επιθυμείτε να εργαστείτε για το θέατρο, γιατί να μην αρχίσετε απ’ αυτό; -Όχι, αποκρίθηκα, δεν πρόκειται ν’ αρχίσω με τραγωδία. –Κάντε το τραγικωμωδία. –Στο ύφος της δικής σας; -Χωρίς μάσκες και μπουφόνικα αστεία. –Θα δω, θα κάνω μια προσπάθεια. –Μισό λεπτό. Ορίστε ο Βελισσάριος. –Δεν μου χρειάζεται. Θα αντλήσω το υλικό μου από την ιστορία. –Ακόμη καλύτερα. Σας συνιστώ τον αγαπητό μου Ιουστινιανό. –Θα κάνω ό,τι μπορώ. –Δεν είμαι πλούσιος, αλλά θα προσπαθήσω… -Μην κουράζεστε. Δουλεύω από ευχαρίστηση. –Κύριε, θα σας εμπιστευτώ ένα μυστικό. Του χρόνου θα βρίσκομαι στη Βενετία. Αν μπορούσα πηγαίνοντας, να έχω μαζί μου κι έναν Βελισσάριο… Έναν Βελισσάριο coi fiocchi.–Μάλλον θα τον έχετε. –Θέλω να μου το υποσχεθείτε. –Έστω, σας το υπόσχομαι. –Λόγω τιμής; -Λόγω τιμής.»
23
24
[...] Στην Ιταλία δεν συνηθίζουν να καλούν επί σκηνής τον συγγραφέα για να τον δουν και να τον χειροκροτήσουν. Όταν όμως ο πρώτος αμορόζο βγήκε για να αναγγείλει το πρόγραμμα των παραστάσεων, το θέατρο σύσσωμο φώναξε : questa, questa, questa! δηλαδή, το ίδιο, το ίδιο, και έπεσε η αυλαία. Την επομένη έπαιξαν πράγματι το ίδιο έργο, συνέχισαν να το παίζουν κάθε μέρα μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου και έκλεισαν μ’ αυτό τη φθινοπωρινή περίοδο. Ένα τέτοιο ξεκίνημα ήταν για μένα μεγάλη αβάντα, πόσο μάλλον που το έργο δεν ήταν απόλυτα αντάξιο της υποδοχής που του έτυχε, και εγώ ο ίδιος το θεωρώ τόσο αδύναμο που δε σκοπεύω να το συμπεριλάβω στα άπαντά μου. Η καλή λογοτεχνία εκτιμάται και καλλιεργείται στη Βενετία όσο και οπουδήποτε αλλού, παρ’ όλ’ αυτά οι γνώστες δεν δίστασαν να χειροκροτήσουν ένα έργο του οποίου διέκριναν τις ατέλειες. Κι αυτό γιατί έβλεπαν πόσο ανώτερο ήταν το έργο μου από τις φάρσες και τις παιδαριωδίες που συνήθιζαν οι ηθοποιοί, κι ότι η πρώτη αυτή προσπάθεια προοιωνιζόταν μια συνέχεια που θα μπορούσε να κινήσει την άμιλλα και να ανοίξει το δρόμο για την αναμόρφωση του ιταλικού θεάτρου. Η βασική αδυναμία του έργου μου ήταν η εμφάνιση του Βελισσάριου με τα μάτια βγαλμένα και αιμάσσοντα. Πέρα όμως απ’ αυτό, το έργο μου, η τραγικωμωδία μου, όπως την είχα ονομάσει, είχε, νομίζω, κάποιες αρετές. Προκαλούσε το ενδιαφέρον του θεατή αβίαστα και φυσικά. Οι ήρωές μου δεν ήταν ημίθεοι, ήταν άνθρωποι. Τα πάθη τους είχαν βέβαια την ευγένεια που άρμοζε στην κλάση τους, αλλά παρουσίαζαν την ανθρώπινη φύση όπως την ξέρουμε, και δεν εξωθούσαν τις αρετές και τα ελαττώματά τους σε εξωπραγματικές υπερβολές. Το ύφος μου δεν ήταν εκλεπτυσμένο, η ποίησή μου δεν ήταν ποτέ αυτό που θα λέγαμε υψηλή. Αλλά αυτό ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε για να προσγειωθεί σιγά-σιγά στη λογική ένα κοινό συνηθισμένο στις υπερβολές, στις αντιθέσεις και στη γελοιότητα του γιγαντώδους και του μυθιστορηματικού. [...]
25
26
[...] Δείπνησα με τη θεία και τους συγγενείς μου, κι αφού τους καληνύχτισα για να επιστρέψω στο σπίτι όπου με φιλοξενούσαν, πήρα τον πιο μακρινό δρόμο, έκανα το γύρο από τη Γέφυρα του Ριάλτο και την πλατεία του Αγίου Μάρκου, και απόλαυσα τη θέα αυτής της πόλης που τη νύχτα είναι ακόμη πιο θαυμαστή. Ακόμη δεν είχα δει το Παρίσι, αλλά είχα δει τόσες άλλες πόλεις, όπου το βράδυ περπατούσες μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Τα φανάρια της Βενετίας συνθέτουν έναν χρήσιμο και ευχάριστο διάκοσμο, πόσο μάλλον που δεν επιβαρύνουν τους ιδιώτες, μιας και κάθε χρονιά γίνεται μια επιπλέον κλήρωση στη Λοταρία ειδικά για τις δαπάνες του φωτισμού. Πέρα απ’ αυτήν τη γενική φωταγωγία, υπάρχουν και τα φώτα των μαγαζιών, που μένουν πάντοτε ανοιχτά μέχρι τις δέκα το βράδυ, πολλά απ’ αυτά δεν κλείνουν πριν από τα μεσάνυχτα, κι αρκετά άλλα δεν κλείνουν ποτέ. Περασμένα μεσάνυχτα, στη Βενετία βρίσκεις, σα να ’ταν μέρα μεσημέρι, τους πάγκους των εδωδιμοπωλείων γεμάτους, τα καπηλειά όλα ανοιχτά, και φαγητό έτοιμο για σερβίρισμα στα πανδοχεία και στις πανσιόν. Γιατί στη Βενετία δεν συνηθίζουν να καλούν για φαγητό στα σπίτια, αλλά τρώνε, πίνουν και διασκεδάζουν έξω, ρεφενέ, με μεγαλύτερη ελευθερία και πολύ μεγαλύτερο κέφι. Το καλοκαίρι, η πλατεία του Αγίου Μάρκου και τα πέριξ είναι τόσο πολυσύχναστα τη νύχτα όσο και τη μέρα. Τα καφενεία σφύζουν από ωραίο κόσμο, άντρες και γυναίκες κάθε λογής. Στις πλατείες, στους δρόμους, στα κανάλια, παντού ακούς τραγούδια. Οι έμποροι τραγουδάνε διαλαλώντας την πραμάτεια τους, οι εργάτες τραγουδάνε σχολνώντας απ’ τις δουλειές τους, οι γονδολιέρηδες τραγουδάνε περιμένοντας τ’ αφεντικά τους. Η ευθυμία είναι το βασικό χαρακτηριστικό του λαού μας και η βάση της βενετσιάνικης γλώσσας είναι το ευφυολόγημα. [...]
27
28
1735
Ακολουθεί τον θίασο του Ίμερ στις περιοδείες του στην Πάντοβα και το Ούντινε και γράφει γι’ αυτόν το κωμικό μελόδραμα La Fondazione di Venezia.
1736
Μετά την παράσταση του Don Giovanni Tenorio, βρίσκεται στη Γένοβα, όπου γνωρίζει και παντρεύεται την κόρη ενός συμβολαιογράφου, τη Νικολέττα Κόννιο.
[...] ο κ. Κόνιο, που με είχε δει παρέα με τους θεατρίνους, με ρώτησε ποιους ρόλους έπαιζα στο θέατρο. «Κύριε, του απάντησα, η ερώτησή σας δεν με εκπλήσσει. Οποιοσδήποτε στη θέση σας θα υπέθετε το ίδιο.» Του είπα ποιος ήμουν και τι ακριβώς έκανα. Δικαιολογήθηκε, δήλωσε λάτρης του θεάτρου, είχε δει τα έργα μου, ήταν ευτυχής για τη γνωριμία μου κι εγώ για τη δική του. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Συναντούσα συχνά τη δεσποινίδα Κόνιο, και, την έβρισκα κάθε φορά και πιο αξιέπαινη, κάθε φορά και πιο αξιολάτρευτη. Πριν περάσει μήνας ζήτησα ο ίδιος από τον κ. Κόνιο την κόρη του. Δεν αιφνιδιάστηκε. Είχε αντιληφθεί τα αισθήματά μου, και ήταν σίγουρος πως η δεσποινίς δεν επρόκειτο να φέρει αντίρρηση. Εν τούτοις, μου ζήτησε λίγο χρόνο, και έγραψε στον επιτετραμμένο της Γένοβας στη Βενετία για να πάρει πληροφορίες για λογαριασμό μου. Βρήκα εύλογο το διάστημα που μου ζητούσε, και έγραψα κι εγώ στη μητέρα μου. Της ανακοίνωσα την πρόθεσή μου, της έκανα το πορτρέτο της μνηστής μου, και της ζήτησα να μου στείλει το συντομότερο όλα τα πιστοποιητικά που απαιτούνται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Σ’ ένα μήνα έλαβα τη συγκατάθεση της μητέρας μου μαζί με τα χαρτιά που είχα ζητήσει. Λίγες μέρες αργότερα έλαβε και ο κ. Κόνιο τις πιο κολακευτικές συστάσεις για το πρόσωπό μου. Ορίσαμε το γάμο για τον Ιούλιο, συμφωνήσαμε την προίκα και υπογράψαμε το συμβόλαιο. [...] Ήμουν ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου. Αλλά, μέσα στην ευτυχία μου, μπορούσε να μη μου προκύψει και μια αναποδιά; Την πρώτη νύχτα του γάμου μ’ έπιασε πυρετός, και πέρασα για δεύτερη φορά την ευλογιά που είχα ξαναπεράσει μικρός στο Ρίμινι. Υπομονή! Ευτυχώς την πέρασα ακίνδυνα, και δεν μπορώ να πω ότι έγινα πιο άσχημος απ’ όσο ήμουν. Η
δύστυχη
γυναίκα
μου
έκλαιγε
στο
προσκέφαλό
μου.
Ήταν και τότε όπως και πάντοτε, η παρηγοριά μου. Αρχές Σεπτεμβρίου καταφέραμε επιτέλους να φύγουμε για τη Βενετία. Θεέ μου, τι δάκρυα, τι σκληρός αποχωρισμός για τη γυναίκα μου! Άφηνε πίσω της μεμιάς γονείς, αδέλφια, συγγενείς… με τον άντρα της. [...]
Ωστόσο, έφευγε
29
30
1737
Συνθέτει πολλά λιμπρέτα για λογαριασμό του θεάτρου Σαν Τζοβάννι Κριζόστομο.
1738
Γράφει για τον «Πανταλόνε» Φ. Γκολινέττι την κωμωδία του Μomolo cortesan [Ο Μόμολο της Αυλής], ένα σενάριο για αυτοσχεδιασμό, του οποίου ο πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν γραμμένος Επαναλαμβάνει το εγχείρημα γράφοντας τη συνέχεια του Μόμολο: Momolo sulla Brenta [Ο Μόμολο στην Μπρέντα] –έργο από το οποίο μόνον ο ρόλος του πρωταγωνιστή και μερικοί διάλογοι ήταν γραμμένοι. Είναι άγνωστος ο λόγος για τον οποίο εγκαταλείπει το θέατρο και αποδέχεται τη θέση του προξένου της Δημοκρατίας της Γένοβας στη Βενετία. Για δύο χρόνια, δεν θα γράψει τίποτα, εκτός από ένα ιντερμέδιο και ένα σενάριο προς αυτοσχεδιασμό.
1739
1740
[...] Έγραψα λοιπόν μια κωμωδία χαρακτήρα με τίτλο Momolo cortesan. [...] Σκέφτηκα ακόμη ότι, για να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση επί σκηνής ένας οποιοσδήποτε χαρακτήρας, θα πρέπει να τον φέρεις σε αντιπαράθεση με άλλους, αντίθετούς του. Εισήγαγα λοιπόν στο έργο μου έναν βενετσιάνο απατεώνα που εξαπατά τους ξένους. Ο Κορτεζάν μου, χωρίς να γνωρίζει τα πρόσωπα που εξαπατώνται, τα προφυλλάσσει από τις παγίδες και ξεσκεπάζει τον κατεργάρη. Ο Αρλεκίνος δεν είναι σ’ αυτό το έργο ο ελαφρόμυαλος υπηρέτης. Είναι ένας ακαμάτης, που ζει σε βάρος της αδελφής του. Ο Κορτεζάν φροντίζει να αποκατασταθεί η κοπέλα, κι ο τεμπέλης βρίσκεται στην ανάγκη να δουλέψει για να ζήσει. Και τέλος, ως επιστέγασμα στη λαμπρή του πορεία, ο Τέλειος Ανθρωπος, παντρεύεται, διαλέγοντας απ’ όλες τις κοπέλες που γνωρίζει τη λιγότερο φαντασμένη και περισσότερο άξια. [...] Το έργο είχε ανέλπιστη επιτυχία. Ήμουν ευχαριστημένος. Έβλεπα τους συμπατριώτες μου να απομακρύνονται από την παραδοσιακή προτίμησή τους για τη φάρσα. Είχα εξαγγείλει την αναμόρφωση, αλλά ακόμη δε μπορούσα να πω ότι την είχα υλοποιήσει. Το έργο δεν είχε γραμμένους διαλόγους. Γραμμένος ήταν μόνο ο βασικός ρόλος. Όλα τα υπόλοιπα ήταν σε σχεδιάγραμμα. Είχα προετοιμάσει καλά τους ηθοποιούς, αλλά δεν ήταν όλοι σε θέση να γεμίσουν με τέχνη το κενό. Έλειπε αυτή η ενότητα του ύφους που χαρακτηρίζει τους συγγραφείς. Δεν μπορούσα να αλλάξω τα πάντα μεμιάς, δίχως να ξεσηκώσω εναντίον μου τους λάτρεις της εθνικής μας κωμωδίας, και περίμενα την κατάλληλη στιγμή για να τους επιτεθώ κατά μέτωπο με μεγαλύτερη τόλμη και μεγαλύτερη σιγουριά.
31
1743
1745
32
Συνθέτει το δεύτερο κωμικό μελόδραμα La Contessina [Η κοντεσίνα] και την πρώτη του κωμωδία (όπου όλοι οι ρόλοι είναι γραμμένοι): La Donna di garbo [Μια γυναίκα με χαρίσματα]. Για να ξεφύγει από τους πιστωτές του, φεύγει εσπευσμένως από τη Βενετία για το Ρίμινι, όπου θα γράψει μια ωδή. Εγκαθίσταται στην Πίζα, όπου αρχίζει να ασχολείται ξανά με τη δικηγορία και γίνεται μέλος της Ακαδημίας της Αρκαδίας. Γράφει –για τον «Τρουφαλντίνο» Αντόνιο Σάκκι– τον Υπηρέτη δύο αφεντάδων, ένα σενάριο για αυτοσχεδιασμό· στην πρώτη μορφή του έργου ήταν γραμμένοι μόνον οι βασικοί ρόλοι.
[...] Αφοσιωνόμουν λοιπόν όλο και περισσότερο σ’ ένα επάγγελμα που μου προσπόριζε τιμή, ικανοποίηση και υπολογίσιμα κέρδη. Κι όπως ήμουν πνιγμένος στις δουλειές και στις ευθύνες μου, έλαβα ένα γράμμα από τη Βενετία που ήρθε να με περισπάσει, να μου ξυπνήσει το αίμα και όλα μου τα δαιμόνια. Ήταν ένα γράμμα από τον Σάκι. Είχε επιστρέψει στην Ιταλία. Έμαθε πως βρισκόμουν στην Πίζα, και μου ζητούσε μια κωμωδία – μου έστελνε μάλιστα και την υπόθεσή της, πάνω στην οποία με άφηνε ελεύθερο να δουλέψω με τη φαντασία μου. Αυτός κι αν ήταν πειρασμός για μένα! Ο Σάκι ήταν εξαίρετος ηθοποιός, η κωμωδία ήταν το πάθος μου. Ένιωσα να ξαναγεννιέται μέσα μου η παλιά μου κλίση, η ίδια φλόγα, ο ίδιος ενθουσιασμός. Το θέμα που μου πρότεινε ήταν ο Υπηρέτης δύο αφεντάδων. Έβλεπα καθαρά πόσο αβανταδόρικα ήταν και η υπόθεση και ο πρωταγωνιστής του έργου. Και τι δε θα ‘δινα να προσπαθήσω για άλλη μια φορά… Αλλά πώς να κάνω… Οι δίκες, οι πελάτες, με κυνηγούσαν… Μα ο καλός μου ο Σάκι… Ο Υπηρέτης δύο αφεντάδων… Ας είναι, μόνο γι αυτή τη φορά… Όμως όχι… ή μάλλον ναι… Στο τέλος κάθομαι να του γράψω και δεσμεύομαι. Δούλευα την ημέρα για τη δικηγορία και τη νύχτα για την κωμωδία. Τελειώνω το έργο και το στέλνω στη Βενετία χωρίς να το ξέρει κανείς. Μόνο η γυναίκα μου ήταν στο κόλπο, που υπέφερε όσο κι εγώ: ξενύχτι στο ξενύχτι! [...] Λίγο καιρό αργότερα, ο Σάκι μου έγραψε για την επιτυχία του έργου μου. Ο Υπηρέτης δύο αφεντάδων επιδοκιμάστηκε, συνάντησε τη μεγαλύτερη δυνατή απήχηση. Μου έστελνε μάλιστα κι ένα δώρο που πραγματικά δεν το περίμενα. Μου ζητούσε όμως άλλο ένα έργο, και άφηνε σε μένα την επιλογή του θέματος. Ήθελε, ωστόσο, επειδή η τελευταία μου κωμωδία βασιζόταν εξολοκλήρου στο κωμικό στοιχείο, η καινούργια να πλέκεται γύρω από έναν ενδιαφέροντα μύθο, που να δίνει έδαφος σε συναισθήματα και σε όλο το πάθος που μπορεί να χωρέσει μια κωμωδία.
33
34
1748
Επιστρέφοντας στη Βενετία, προσλαμβάνεται από τον θιασάρχη Τζιρολάμο Μεντεμπάκ στο θέατρο Σαντ’ Άντζελο. Η επιτυχία του έργου του La vedova scaltra [H πανούργα χήρα] ανεβάζει το κύρος του. «Τα πρώτα μου βήματα προς την ανανέωση του θεάτρου δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο λαμπρά» (Απομνημονεύματα).
1749
Μετά το La Putta onorata [Το τίμιο κορίτσι], ξεκινά η σφοδρή αντιπαράθεση με τον ανταγωνιστή του αβά Πιέρο Κιάρι.
[...] Ήμουν τόσο ικανοποιημένος απ’ αυτό το κοινό που άρχιζε να δείχνει πως προτιμά την κωμωδία από τη φάρσα, την ευπρέπεια από τη χοντροκοπιά, ώστε, για να αποτρέψω την κακή επιρροή που μπορούσε να έχει αυτό το έργο στα αμφιταλαντευόμενα πνεύματα, έγραψα μια επίσης βενετσιάνικη κωμωδία, αλλά κόσμια και διδακτική, με τίτλο La putta onorata (Το τίμιο κορίτσι), ως αντίδοτο στα κορίτσια τηςγειτονιάς του Καστέλο. Η ηρωίδα του έργου μου δεν ήταν παρά ένα κορίτσι του λαού, αλλά με το ήθος και τη διαγωγή της μπορούσε να σταθεί σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον και να συγκινήσει κάθε τίμια και ευαίσθητη καρδιά. Υπήρχαν στην κωμωδία αυτή αυθεντικές σκηνές με βενετσιάνους γονδολιέρηδες, πολύ διασκεδαστικές για όσους γνωρίζουν τη διάλεκτο και τις συνήθειες της πατρίδας μου. Ήθελα να συμφιλιωθώ μ’ αυτήν την τάξη των υπηρετών, που τους θεωρούσα πραγματικά αξιοπρόσεκτους και, άθελά μου, τους είχα δυσαρεστήσει. Στη Βενετία οι γονδολιέρηδες μπαίνουν στο θέατρο μόνο όταν η πλατεία δεν είναι γεμάτη. Δεν μπορούσαν λοιπόν να μπουν στις κωμωδίες μου, και περίμεναν αναγκαστικά τους αφέντες τους έξω στο δρόμο ή μέσα στις γόνδολές τους. Τους είχα ακούσει με τ’ αυτιά μου να με στολίζουν με διάφορους ευρηματικότατους κωμικούς τίτλους. Φύλαξα λοιπόν ειδικά γι αυτούς μερικές θέσεις στις γωνίες της αίθουσας. Ενθουσιάστηκαν αναγνωρίζοντας τους εαυτούς τους στη σκηνή, και κέρδισα τη φιλία τους. Το έργο είχε όλη την επιτυχία που μπορούσα να ελπίζω, και έκλεισε τη σεζόν με τον πιο λαμπρό και ολοκληρωμένο τρόπο. Η αναμόρφωσή μου βρισκόταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη, προς μεγάλη μου χαρά και ικανοποίηση! [...]
35
36
[...] 1750
1752
Γράφει δέκα έξι κωμωδίες, μεταξύ των οποίων Il Teatro Comico [Το κωμικό θέατρο], La Bottega del caffè [Το καφενείο] και Pamela [Παμέλα], το πρώτο έργο που παίζεται χωρίς προσωπεία. Πρώτη έκδοση των κωμωδιών του Γκολντόνι από τον εκδότη Bettinelli.
Ανοίξαμε λοιπόν το θέατρο στις 26
Συνθέτει πολλές κωμωδίες για την ηθοποιό-σουμπρέτα Μανταλένα Μαρλιάνι, μεταξύ των οποίων η La Serva amorosa [H ερωτευμένη υπηρέτρια] και η La Locandiera [H λοκαντιέρα].
garni. Αν θέλαμε να μεταφράσουμε
Δεκεμβρίου με τη Λοκαντιέρα. Η λέξη προέρχεται από τη locanda, που σημαίνει στα ιταλικά ό,τι και το hotel garni στα γαλλικά. Στη γαλλική γλώσσα δεν υπάρχει ιδιαίτερη λέξη για τον άντρα ή τη γυναίκα
που
διατηρεί
ένα
hotel
το έργο στα γαλλικά, θα έπρεπε να αντλήσουμε τον τίτλο από το χαρακτήρα. Η επιτήδεια είναι δίχως άλλο ο τίτλος που θα ταίριαζε καλύτερα.
1753
1754
Προσλαμβάνεται από τον πατρίκιο Αντόνιο Βεντραμίν και περνά στο θέατρο Σαν Λούκα, όπου γνωρίζει θρίαμβο με το έργο του La Sposa persiana [Η περσίδα νύφη], μια ιλαροτραγωδία σε έμμετρο στίχο. Κανένα άλλο έργο απ’ όσα παρουσιάστηκαν στη Βενετία, στη διάρκεια ολόκληρου του 18ου αιώνα, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αυτήν την επιτυχία (34 παραστάσεις). Η παράσταση του Filosofo inglese [Ο εγγλέζος φιλόσοφος] πυροδοτεί εκ νέου την πολεμική του Κιάρι εναντίον του. Η δίνη αυτής της διαμάχης βυθίζει τον Γκολντόνι σε κατάθλιψη, η οποία επιτείνεται με το θάνατο της μητέρας του.
[...] Το έργο γνώρισε λαμπρή επιτυχία. Θεωρήθηκε ισάξιο, αν όχι ανώτερο, με ό,τι άλλο είχα γράψει πάνω στο θέμα αυτό, της πανουργίας που υπηρετεί το συμφέρον. Δύσκολα πιστεύει κανείς, αν δεν διαβάσει το έργο, ότι όλα μαζί, το σχέδιο, οι στρατηγικές ενέργειες και ο θρίαμβος της Μιραντολίνας, μπορούν να χωρέσουν με αληθοφάνεια μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Ίσως και να με κολάκεψαν στην πατρίδα μου, μ’ έκαναν πάντως να πιστέψω πως σε κανένα άλλο έργο μου δεν είχα πετύχει τέτοια φυσικότητα και τέτοια οικονομία, τόσο άψογα υποστηριγμένη και ολοκληρωμένη δράση.
37
Άρχισαν πάλι να με πιάνουν κρίσεις υποχονδρίας, πολύ σφοδρότερες από άλλοτε. Με τη νέα οικογένεια που συντηρούσα στο σπίτι μου, χρειαζόμουν όσο ποτέ την υγεία μου, και ο φόβος μήπως τη χάσω επιδείνωνε την κατάστασή μου. Οι κρίσεις που πάθαινα ήταν τόσο σωματικής όσο και ψυχολογικής υφής. Άλλοτε ήταν η υπερέκκριση κάποιου υγρού που έκανε τη φαντασία μου να βράζει, άλλοτε πάλι ήταν το άγχος μου που διατάρασσε την οργανική οικονομία. Το πνεύμα μας είναι τόσο άρρηκτα δεμένο με το σώμα που, αν δεν υπήρχε η λογική, το μερίδιό μας στην αθάνατη ψυχή, δεν θα ήμαστε τίποτε άλλο παρά μηχανές. Στην κατάσταση που βρισκόμουν είχα ανάγκη από φυσική δραστηριότητα και διασκέδαση. Αποφάσισα να κάνω ένα ταξιδάκι, παίρνοντας μαζί μου ολόκληρη την οικογένεια. 38
Φτάνοντας στη Μόντενα παθαίνω πνευμονία. Όλοι να φοβούνται για μένα, εγώ να μη φοβάμαι τίποτε. Έτσι ήμουν σ’ όλη μου τη ζωή: μεγάλο κουράγιο όταν βρισκόμουν σε κίνδυνο, και γελοίοι φόβοι όταν δεν είχα τίποτε να φοβηθώ. Ξεπέρασα τον κίνδυνο και ανάρρωσα χωρίς προβλήματα, αλλά δε μου έμεινε καθόλου καιρός να ξεσκάσω. Οι ηθοποιοί μου βρίσκονταν στο Μιλάνο. Πήγα να τους βρω, πάντοτε μαζί με τη γυναίκα μου, τον αδελφό μου και τα δυο μου παιδιά. Δε λογάριαζα τα έξοδα: η έκδοσή μου πήγαινε καλά και το χρήμα έπεφτε απ’ όλες τις μεριές. Εξάλλου, το χρήμα ποτέ δεν έμενε πολύν καιρό στα χέρια μου.
Ο θίασος του θεάτρου Σαν Λούκα είχε ένα νέο απόκτημα, έναν εξαίρετο ηθοποιό, τον Αντζελέρι, που καταγόταν από πολύ ευυπόληπτη αστική οικογένεια του Μιλάνου, είχε μάλιστα έναν αδελφό στο δικαστικό σώμα. Ο Αντζελέρι ήταν υποχόνδριος και είχε τύχει πολλές φορές στη Βενετία να κουβεντιάσουμε για τους παροξυσμούς της ασθένειάς μας. Τον συνάντησα με το που έφτασα στο Μιλάνο, και τον βρήκα σε πολύ κακή κατάσταση. Από τη μια επιθυμούσε διακαώς να δείξει το ανώτερο ταλέντο του, από την άλλη ντρεπόταν να εμφανιστεί στο θέατρο της πατρίδας του, και πάλευε ανάμεσα στα δυο. Υπέφερε ατελείωτα να βλέπει τους συναδέλφους του να χειροκροτούνται κι αυτός να μην έχει μερίδιο στις επιδοκιμασίες του κοινού. Η αδιαθεσία του χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, και, κουβεντιάζοντας μαζί του, άρχισα κι εγώ να μη νιώθω καλά. Στο τέλος παραδόθηκε στο σφοδρό κάλεσμα του ταλέντου. Βγήκε μπροστά στο κοινό, έπαιξε, χειροκροτήθηκε, επέστρεψε στα παρασκήνια και έπεσε νεκρός. Η σκηνή έμενε άδεια, οι ηθοποιοί δεν ξανάβγαιναν, το νέο κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα, κι έφτασε ως το θεωρείο όπου βρισκόμουν. Θεέ μου, πέθανε ο Αντζελέρι! Ο ομοιοπαθής! Πετάχτηκα έξω σαν τρελός. Πήρα τους δρόμους χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Δεν κατάλαβα πώς έφτασα στο σπίτι. Όλοι αντιλήφθηκαν την ταραχή μου και με ρωτούσαν τι συνέβη. «Ο Αντζελέρι πέθανε» είπα φωνάζοντας πολλές φορές, και ρίχτηκα στο κρεβάτι μου.
39
39
40 1755
Συνθέτει δύο κωμωδίες σε έμμετρο στίχο, στη βενετσιάνικη διάλεκτο, Le Massere [Οι μαγείρισσες] και Le Donne de la casa soa [Οι γυναίκες του σπιτιού].
1756
Μετά το Il Campiello [Το σταυροδρόμι], ταξιδεύει στην Πάρμα, όπου διορίζεται ως «ποιητής της Αυλής» του Δούκα, με ετήσιο επίδομα 3000 λιρών.
1757
Δέχεται δριμεία κριτική από τον Κάρλο Γκότσι, ο οποίος διατυπώνει την πολεμική του σ’ ένα λίβελο υπό μορφή αλμανάκ όπου αναγγέλλονται οι προβλέψεις για τον επόμενο χρόνο: La Tartana degl’influssi per l’anno bis-sestile.
1758
Μετά την επιτυχία του έργου Morbinose [Οι γυναίκες διασκεδάζουν], φεύγει για τη Ρώμη, όπου θα συνεργαστεί με το θέατρο Τορντινόνα.
1759
Στην Μπολόνια πλέον, γράφει το Gl’Innamorati [Οι ερωτευμένοι] κι έπειτα επιστρέφει στη Βενετία, όπου παρουσιάζεται το έργο του L’Impresario delle Smirne [Ο ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη].
1760
Παρά την επιτυχία των έργων του La Casa nova [Το καινούργιο σπίτι] και I Rusteghi [Οι αγροίκοι], σκέφτεται να φύγει για το Παρίσι.
[..] Τριγύριζα στις αίθουσες, έβλεπα παντού πηγαδάκια, και παντού μιλούσαν για μένα. «Ξόφλησε ο Γκολντόνι», έλεγαν οι μεν. –«Καμένο χαρτί ο Γκολντόνι», οι δε. Αναγνώρισα την έρρινη φωνή μιας μάσκας που κραύγαζε «στέρεψε ο χαρτοφύλακας». Τον ρώτησαν ποιο χαρτοφύλακα εννοούσε. «Τα χειρόγραφα, τους είπε, που έδωσαν στον Γκολντόνι όλα όσα έχει κάνει μέχρι σήμερα». Παρά τη διάθεσή τους να γελάσουν μαζί μου, βάλθηκαν όλοι να γελάνε με τον ψιττακό. Γύρευα ν’ ακούσω μια σοβαρή κριτική, και δε συναντούσα παρά την άγνοια και την εμπάθεια. Γύρισα σπίτι μου και πέρασα τη νύχτα αναζητώντας έναν τρόπο για να εκδικηθώ αυτούς που με περιγελούσαν. Με την ανατολή του ήλιου ξεκίνησα μια κωμωδία σε πέντε πράξεις και στίχο, με τίτλο: Il festino (η γιορτή). Την έστελνα πράξη προς πράξη στον αντιγραφέα, και οι ηθοποιοί μάθαιναν τους ρόλους τους κομμάτι-κομμάτι. Σε δεκατέσσερις μέρες αναγγέλθηκε και την δέκατη πέμπτη ανέβηκε. Εδώ ταιριάζει το facit indignatio versus. 41 Η υπόθεση του έργου έχει και πάλι να κάνει με την ερωτοτροπία. Ένας σύζυγος υποχρεώνει τη γυναίκα του να δώσει ένα χορό προς τιμήν του θαυμαστή της. Έστησα λοιπόν, μέσα στο έργο, την ακόλουθη σκηνή: σ’ ένα σαλόνι συνεχόμενο με την αίθουσα του χορού, μαζεύονται μερικοί αποκαμωμένοι χορευτές. Κουβεντιάζοντας κάνουν λόγο και για τον Αξιαγάπητο γέροντα. Τους βάζω να επαναλαμβάνουν όλα τα
γελοία
σχόλια
που
είχα
ακούσει
στη
Λέσχη.
Βάζω διάφορα πρόσωπα να μιλούν υπέρ και κατά, και η απολογία μου γίνεται δεκτή από το κοινό με θερμό χειροκρότημα. Να λοιπόν που ούτε ξοφλημένος ήταν ο Γκολντόνι, ούτε καμένο χαρτί, ούτε είχε αδειάσει ο χαρτοφύλακας. Ακούστε με, συνάδελφοί μου: δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εκδικηθούμε το κοινό, παρά να το υποχρεώσουμε να μας χειροκροτήσει. [..]
[..] Οι εραστές της παλιάς Κωμωδίας, βλέποντας τις γοργές προόδους που σημείωνε η νέα, διακήρυσσαν παντού ότι ήταν άπρεπο να μάχεται έτσι ένας Ιταλός ένα είδος κωμωδίας στο οποίο είχε διακριθεί εξαιρετικά η Ιταλία, και το οποίο κανένα άλλο έθνος δεν είχε κατορθώσει να μιμηθεί με επιτυχία. Εκείνο όμως που θεωρούσαν εντελώς αδιανόητο οι δυσαρεστημένοι, ήταν η κατάργηση των μασκών, που φαινόταν να επιδιώκει η δική μου μέθοδος. Έλεγαν ότι αυτοί οι κωμικοί τύποι διασκέδαζαν για δύο ολόκληρους αιώνες τον ιταλικό λαό, κι ότι δεν έπρεπε να στερηθούμε ένα είδος κωμικής ψυχαγωγίας το οποίο εμείς οι ίδιοι είχαμε δημιουργήσει και συντηρήσει. Προτού εκθέσω τις απόψεις μου για το θέμα αυτό, νομίζω πως ο αναγνώστης μου δεν θα έχει αντίρρηση να 42
τον πληροφορήσω με λίγα λόγια σχετικά με την προέλευση, τη λειτουργία και τα παρεπόμενα των τεσσάρων αυτών μασκών. Η Κωμωδία, που υπήρξε ανέκαθεν η πιο δημοφιλής ψυχαγωγία όλων των πολιτισμένων εθνών, ακολούθησε τη μοίρα των τεχνών και των επιστημών, και θάφτηκε στα ερείπια της αυτοκρατορίας και στους καιρούς της πνευματικής παρακμής. Όμως ο σπόρος της κωμωδίας δεν νεκρώθηκε ποτέ εντελώς στο γόνιμο κόρφο της Ιταλίας. Αυτοί που πρώτοι προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν την κωμωδία, επειδή δεν έβρισκαν, σ’ αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς, άξιους συγγραφείς, πήραν το θάρρος να σχεδιάσουν κάποιες πλοκές, να τις χωρίσουν σε πράξεις και σκηνές, και να αυτοσχεδιάσουν δημόσια, πάνω σε λόγια, ιδέες και ευφυολογήματα που προετοίμαζαν από κοινού.
Όσοι ήξεραν να διαβάζουν (κι αυτοί δεν ήταν οι μεγάλοι και οι πλούσιοι) διαπίστωσαν ότι στις κωμωδίες του Πλαύτου και του Τερέντιου υπήρχαν πάντοτε εξαπατημένοι πατεράδες, άσωτοι γιοι, ερωτευμένες θυγατέρες, κατεργάρηδες υπηρέτες και διεφθαρμένες υπηρέτριες. Και καθώς περιδιάβαιναν τις διάφορες επαρχίες της Ιταλίας, πήραν τους πατεράδες από τη Βενετία και τη Μπολόνια, τους υπηρέτες από το Μπέργκαμο, τους ερωτευμένους, τις ερωτευμένες και τις σουμπρέτες από τη Ρώμη και την Τοσκάνη. Δεν πρέπει βέβαια να περιμένει κανείς γραπτά τεκμήρια, από μια εποχή που δεν συνήθιζαν να γράφουν. Μπορώ ωστόσο να αποδείξω τον ισχυρισμό μου ως εξής: Ο Πανταλόνε κατάγεται πάντοτε από τη Βενετία, ο Ντοτόρε πάντοτε από τη Μπολόνια, ο Μπριγκέλα και ο Αρλεκίνος πάντοτε από το Μπέργκαμο. Από τα μέρη αυτά επομένως εμπνεύστηκαν οι θεατρίνοι τους τέσσερις κωμικούς τύπους που ονομάζουμε μάσκες της ιταλικής Κωμωδίας. Όσα ισχυρίζομαι για το θέμα αυτό δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας μου. Έχω στην κατοχή μου ένα χειρόγραφο του δέκατου πέμπτου αιώνα, πολύ καλά διατηρημένο και δεμένο σε περγαμηνή, που περιέχει εκατόν είκοσι θέματα ή σχεδιαγράμματα ιταλικών έργων, που ονομάζονται κωμωδίες ντελ’ άρτε, και στις οποίες τα βασικά κωμικά πρόσωπα είναι πάντοτε ο Πανταλόνε, βενετσιάνος έμπορος, ο Ντοτόρε, νομομαθής από τη Μπολόνια, ο Μπριγκέλα και ο Αρλεκίνος, υπηρέτες από το Μπέργκαμο, εκ των οποίων ο πρώτος είναι επιτήδειος και καταφερτζής, και ο δεύτερος τελείως χοντροκέφαλος. Η αρχαιότητά τους και η αδιάλειπτη παρουσία τους πιστοποιούν την προέλευσή τους
43
Ως προς τη λειτουργία τους, ο Πανταλόνε και ο Ντοτόρε, οι δύο γέροι, όπως τους ονομάζουν οι Ιταλοί, είναι ρόλοι πατεράδων και γενικότερα προσώπων που φορούν μανδύα. Ο πρώτος είναι έμπορος, γιατί τα παλιά χρόνια η Βενετία ήταν η πιο πλούσια και πιο ακμαία εμπορικά χώρα της Ιταλίας. Διατηρεί μέχρι σήμερα την παλιά βενετσιάνικη ενδυμασία. Το μαύρο ένδυμα και ο μάλλινος σκούφος φοριούνται ακόμη στη Βενετία, και το κόκκινο γιλέκο και η βράκα, με τις κόκκινες κάλτσες και τις παντούφλες, αναπαριστούν ακριβώς τη φορεσιά των πρώτων κατοίκων που εγκαταστάθηκαν στα βαλτοτόπια της Αδριατικής. Ο δεύτερος γέρος, που ονομάζεται Ντοτόρε, ανήκει στην τάξη των νομομαθών, έτσι ώστε να αντιπαρατίθεται, ως μορφωμένος άνθρωπος, στον έμπορο. Κατάγεται δε από τη Μπολόνια, γιατί εκεί υπήρχε ένα πανεπιστήμιο το οποίο, παρά την αμάθεια που επικρατούσε εκείνη την εποχή, εξακολουθούσε να διατηρεί τις 44
έδρες και τις αποδοχές των καθηγητών του. Το κοστούμι του Ντοτόρε διασώζει την παλιά ενδυμασία των πανεπιστημιακών και των δικαστικών της Μπολόνιας, που παραμένει περίπου η ίδια και σήμερα. Και η μάσκα που του καλύπτει το μέτωπο και τη μύτη, επινοήθηκε από μια κηλίδα από κρασί που παραμόρφωνε το πρόσωπο ενός νομοδιδασκάλου της εποχής εκείνης. [...] Και οι Αρλεκίνοι έχουν πάρει κατά καιρούς άλλα ονόματα: Τρακανίν, Τρουφαλντίνο, Γκραντελίν ή Μετζετίν. Πρόκειται όμως πάντα για τον ίδιο χοντροκέφαλο από το Μπέργκαμο. Το ρούχο τους είναι μια απομίμηση αυτού που φορά ο κάθε φτωχοδιάβολος, που αναγκάζεται να συνταιριάξει παράταιρα κουρέλια από διάφορα χρώματα για να σκαρώσει τη φορεσιά του. Το καπέλο του ανταποκρίνεται κι αυτό στην κακομοιριά του, και η λαγουδίσια ουρά που του κρέμεται είναι και σήμερα ένα συνηθισμένο εξάρτημα της φορεσιάς των χωρικών του Μπέργκαμο.
Η μάσκα που φορούν αυτά τα πρόσωπα της κομέντια είναι πάντοτε επιζήμια για τη δράση του ηθοποιού, είτε πρόκειται για χαρά, είτε για λύπη. Είτε είναι ερωτευμένος, είτε σε καλή ή σε κακή διάθεση, τα χαρακτηριστικά του παραμένουν αναλλοίωτα. Και όσο κι αν χειρονομεί ή παραλλάζει τον τόνο της φωνής του, δε μπορεί ποτέ να εκφράσει με το πρόσωπό του, που είναι ο καθρέφτης της ψυχής, τα διαφορετικά πάθη που ταράζουν τα σωθικά του. Οι μάσκες των Ελλήνων και των Ρωμαίων αποτελούσαν ένα είδος ηχείων, που είχαν επινοηθεί με σκοπό να διαχέουν τον ήχο σε ολόκληρη την αχανή έκταση των αμφιθεάτρων τους. Το πάθος και το συναίσθημα δεν είχαν φτάσει, την εποχή εκείνη, στο βαθμό της εκλέπτυνσης που σήμερα μας είναι απαραίτητος. Ο ηθοποιός πρέπει στις μέρες μας να έχει ψυχή. Και η ψυχή κάτω από τη μάσκα είναι όπως η φωτιά κάτω απ’ τις στάχτες. Αυτοί υπήρξαν οι λόγοι που με παρακίνησαν να καταπιαστώ με την αναμόρφωση του ιταλικού θεάτρου και να αντικαταστήσω τις φάρσες με κωμωδίες. [...] Αλλά και οι αποδοκιμασίες γίνονταν όλο και πιο έντονες. Με αγανάκτησαν και οι δύο παρατάξεις και βάλθηκα να ικανοποιήσω και τις δυο. Έστερξα να σκαρώνω κάποια έργα που ήταν σκέτοι καμβάδες της κομέντια, χωρίς να πάψω να γράφω κωμωδίες χαρακτήρων. Στα πρώτα χρησιμοποίησα τις μάσκες, ενώ στα άλλα καλλιέργησα μια πιο ευγενική και λεπτοδουλεμένη κωμική αίσθηση. Με το χρόνο και την υπομονή πέτυχα να συμβιβάσω τις αντιθέσεις. Και είχα την ικανοποίηση να νιώσω τελικά πως έχω το δικαίωμα να ακολουθήσω το δικό μου γούστο, το οποίο, σε λίγα χρόνια, έγινε αποδεκτό και επικράτησε στην Ιταλία. [...]
45
1761
Ο Κάρλο Γκότσι ανεβάζει στο θέατρο το L’Amore delle tre melarance [Η αγάπη για τα τρία πορτοκάλια], έργο στο οποίο παρωδείται ο Γκολντόνι στο ρόλο του μάγου Τσέλιο. Ο Γκολντόνι παρουσιάζει την τριλογία La Villegiatura [Ο παραθερισμός], που δεν έχει ιδιαίτερη επιτυχία, και το πιο επιτυχημένο La Scozzese [Η Σκοτσέζα].
1762
Μετά τις παραστάσεις των έργων Sior Teodoro Brontolon [Ο γκρινιάρης κυρ Τεοντόρο], Le Baruffe chiozzotte [Οι καβγάδες της Κιότζα] και Una delle ultime sere di carnavale [Ένα από τα τελευταία βράδια του καρναβαλιού], φεύγει για τη Γαλλία (22 Απριλίου) και στις 26 Απριλίου φθάνει στο Παρίσι, προκειμένου να συνδράμει το Ιταλικό Θέατρο. Μέτρια επιτυχία του έργου L’Amore paterno [Η πατρική στοργή].
1763
Γράφει πολλά, άνισα μεταξύ τους, σενάρια για αυτοσχεδιασμό. Το Il Ventaghio [Η βεντάλια] στην αρχή αποτυγχάνει, αλλά θα γνωρίσει το θρίαμβο δύο χρόνια αργότερα, στη Βενετία. Αποτυχία του έργου του Camille aubergiste [Καμίλλη, η ξενοδόχα], που έχει βασιστεί στη Λοκαντιέρα.
46
1764
1765
Χάρη στην πριγκίπισσα Αδελαΐδα, του απονέμεται ο τίτλος του «δασκάλου της ιταλικής γλώσσας» και εγκαθίσταται στις Βερσαλλίες.
1769
Ο βασιλιάς του απονέμει χορηγία (ιδιαίτερα πενιχρή).
1771
Το έργο του Bourru bienfaisant [Ο καλόκαρδος γκρινιάρης] παρουσιάζεται στην Κομεντί Φρανσέζ, στο Παρίσι, με μεγάλη επιτυχία.
1775
Μετακομίζει και πάλι στις Βερσαλλίες και διδάσκει ιταλικά στις αδελφές του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.
[...] Το Παρίσι είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Έχει τα πάντα σε αφθονία, και τα καλά και τα κακά. Πηγαίνετε στα θέατρα, στους περιπάτους, στα κέντρα ψυχαγωγίας, όλα κατάμεστα. Πηγαίνετε στις εκκλησίες, κόσμος παντού. Σε μια πόλη οκτακοσίων χιλιάδων ψυχών, αναγκαστικά υπάρχουν περισσότεροι αγαθοί άνθρωποι και περισσότεροι φαύλοι απ’ οπουδήποτε αλλού. Δεν έχεις παρά να διαλέξεις. Ο άσωτος θα βρει εύκολα να ικανοποιήσει τα πάθη του, αλλά και ο αγαθός θα βρει ενθάρρυνση στην άσκηση των αρετών του. Δεν ήμουν αρκετά ευτυχής ώστε να συγκαταλέγομαι στους τελευταίους, ούτε αρκετά δυστυχής ώστε να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί στην κραιπάλη. Συνέχισα και στο Παρίσι να ζω όπως συνήθιζα, αγαπώντας τις ευγενικές απολαύσεις και εκτιμώντας τους ανθρώπους που είναι πλασμένοι για να δίνουν το παράδειγμα. Αλλά όσο προχωρούσα, τόσο πιο μπερδεμένος ένιωθα ανάμεσα στις διάφορες τάξεις και κατηγορίες ανθρώπων, τους διαφορετικούς τρόπους ζωής και τις διαφορετικές αντιλήψεις. Δεν ήξερα πια τι ήμουν, τι ήθελα, προς τα πού όδευα. Η δίνη με είχε ρουφήξει ολοκληρωτικά. Ήταν ανάγκη να συνέλθω, το έβλεπα, αλλά δεν έβρισκα, ή μάλλον δεν έψαχνα να βρω με ποιο τρόπο θα το κατάφερνα. [...] Στη διάρκεια του ταξιδιού, οι Ιταλοί ηθοποιοί ανέβασαν το Παιδί του Αρλεκίνου που χάθηκε και ξαναβρέθηκε. Ήταν βασισμένο σε σενάριο, και οι ηθοποιοί είχαν παρεμβάλει διάφορα καλαμπούρια από τον Κατά φαντασίαν κερατά, πράγμα που δεν άρεσε στην Αυλή, και το έργο κατέβηκε. Αυτό είναι το πρόβλημα με τις αυτοσχεδιαστικές κωμωδίες: ο ηθοποιός που αυτοσχεδιάζει λέει συχνά άλλα αντί άλλων, καταστρέφει σκηνές και κατεβάζει παραστάσεις. Το έργο δεν ήταν από τα αγαπημένα μου, αντιθέτως, μάλιστα, όσα έχω πει για αυτό στο πρώτο μέρος των Απομνημονευμάτων μου αποδεικνύουν πως δεν το είχα σε μεγάλη υπόληψη. Αλλά μου ήταν δυσάρεστο να βλέπω το πρώτο δικό μου έργο που ανέβαζαν στην Αυλή να κατεβαίνει άδοξα. Αυτό το ατυχές γεγονός με έπειθε ακόμη περισσότερο για την ανάγκη να δώσω έργα με γραπτούς διαλόγους. Επέστρεψα στο Παρίσι σίγουρος και αποφασισμένος. Όμως δεν είχα να κάνω με τους ηθοποιούς μου της Ιταλίας, και εδώ δεν έκανα κουμάντο εγώ, όπως έκανα στην πατρίδα μου. [...] Βρήκα το εθνικό θέατρο των Γάλλων εξίσου καλά στελεχωμένο τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία. Οι Παριζιάνοι μού μιλούσαν με ενθουσιασμό για διάσημους ηθοποιούς που δεν υπήρχαν πια, κι έλεγαν πως η φύση είχε σπάσει τα καλούπια τους. Είχαν άδικο. Η φύση πλάθει μονομιάς το καλούπι, το μοντέλο και το πρωτότυπο, και τα ανανεώνει όποτε εκείνη θέλει. Αλλά έτσι γίνεται σ’ όλες τις εποχές: πάντοτε νοσταλγούμε το παρελθόν και παραπονιόμαστε για το παρόν. Είναι στη φύση μας.
47
1784
Αρχίζει να γράφει τα Απομνημονεύματά του, που θα ολοκληρωθούν τρία χρόνια αργότερα.
1791
Μεταφράζει στα ιταλικά το μυθιστόρημα της Μαντάμ Ρικομπονί L’Histoire de Miss Jenny.
1792
Η Εθνοσυνέλευση του νέου επαναστατικού καθεστώτος καταργεί όλες τις βασιλικές χορηγίες και ο Γκολντόνι βυθίζεται στην ανέχεια.
1793
Στις 6 Φεβρουαρίου ο Γκολντόνι πεθαίνει σε απόλυτη ένδεια, τη στιγμή ακριβώς που η Εθνοσυνέλευση αποφασίζει, μετά από πρόταση του ποιητή Marie-Joseph Chenier, να του επαναχορηγήσει το επίδομά του.
48
[...] Ο Μολιέρος υπήρξε ο πρώτος που τόλμησε να διακωμωδήσει τα ήθη και τα φαιδρά της επο1776
1780 1784
1791
Το έργο του L’Avare fastueux [Ο φιγουρατζής φιλάργυρος] δεν έχει καμία επιτυχία.
χής του και της πατρίδας του.
Επιστρέφει στο Παρίσι. Αρχίζει να γράφει τα Απομνημονεύματά του, που θα ολοκληρωθούν τρία χρόνια αργότερα.
στην πατρίδα μου. Δεν καταλάβαινα όλα όσα
Μεταφράζει στα ιταλικά το μυθιστόρημα της Μαντάμ Ρικομπονί L’Histoire de Miss Jenny.
θαυμάσω την ακρίβεια, την ευγένεια και τη
Είδα με απεριόριστη ευχαρίστηση να παρασταίνουν στο Παρίσι την κωμωδία αυτή, που είχα τόσες φορές διαβάσει και θαυμάσει έλεγαν οι ηθοποιοί, και κυρίως εκείνοι που διακρίνονταν για μια ευγλωττία, η οποία ενθουσίαζε το κοινό αλλά εμένα με δυσκόλευε πολύ, καταλάβαινα ωστόσο αρκετά για να θέρμη της ερμηνείας των ασύγκριτων αυτών ηθοποιών. «Αχ, έλεγα τότε μέσα μου, ας έβλεπα ένα δικό μου έργο παιγμένο από τέτοιους ηθοποι-
1792
Η Εθνοσυνέλευση του νέου επαναστατικού καθεστώτος καταργεί όλες τις βασιλικές χορηγίες και ο Γκολντόνι βυθίζεται στην ανέχεια.
ούς. Το καλύτερό μου έργο δεν αξίζει όσο το χειρότερο του Μολιέρου, αλλά ο ζήλος και η ενέργεια των Γάλλων θα το αναδείκνυαν ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι στην πατρίδα μου. Εδώ είναι το σχολείο της απαγγελίας: τίποτε το βεβιασμένο ούτε στην κίνηση, ούτε στην
1793
Στις 6 Φεβρουαρίου ο Γκολντόνι πεθαίνει σε απόλυτη ένδεια, τη στιγμή ακριβώς που η Εθνοσυνέλευση αποφασίζει, μετά από πρόταση του ποιητή Marie-Joseph Chenier, να του επαναχορηγήσει το επίδομά του.
έκφραση. Τα βήματα, οι κινήσεις των χεριών, τα βλέμματα, οι βουβές σκηνές, είναι όλα μελετημένα, μόνο που η τέχνη κρύβει τη μελέτη κάτω από μια φαινομενική φυσικότητα.» Βγήκα μαγεμένος από το θέατρο. Ευχόμουν ένα από τα δυο, ή να καταφέρω να δώσω ένα απ’ τα έργα μου στους Γάλλους ή να δω τους συμπατριώτες μου να τους μιμούνται επαξίως. Ποιο από τα δύο ήταν άραγε πιο δύσκολο να συμβεί; αυτό μονάχα ο χρόνος θα μπορούσε να το κρίνει. [...]
49
50
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ: NORBERT JONARD Goldoni: Le Café, Les Amoureux, Flammarion, Paris 2001, Μετ. Λίλη Γιαννακοπούλου Από το πρόγραμμα της παράστασης Η Λοκαντιέρα, θεατρική περίοδος 2009-2010, Εκδόσεις «5η Εποχή», επιμέλεια προγράμματος Αθανασία Γκανά Απομνημονεύματα του Κάρλο Γκολντόνι Μετ. Παναγιώτα Πανταζήυπό έκδοση: Εκδόσεις «5η Εποχή» Φωτογραφίες: Πηγές από το Διαδίκτυιο
51
52
Χωρίς το θέατρο του Γκολντόνι, η φυσιογνωμία της Βενετίας του 18ου αιώνα θα ήταν ανολοκλήρωτη. Όμως το ίδιο το θέατρο του Γκολντόνι δεν νοείται παρά μόνο στο πλαίσιο του αξιοθαύμαστου πολιτισμικού συμπλέγματος της Βενετίας του Τιέπολο και του Βιβάλντι. Οι μικροί πίνακες του Λόνγκι, που απαθανατίζουν πολυάριθμες σκηνές της καθημερινής ζωής, είναι το εικονογραφικό ανάλογο των κωμωδιών του Γκολντόνι. Σε μια εποχή που το Παρίσι αρκούνταν σε τρία θέατρα, η Βενετία αριθμούσε επτά: δύο όπερες, δύο opéra comique, τρία κωμικά θέατρα […]. Εκτός από τα θέατρα, η Βενετία διέθετε αναρίθμητες λέσχες (ridotti) και διακόσια καφέ ανοιχτά μέρα νύχτα. Διαβάζουμε στον Τομ Τζόουνς του Φήλντινγκ (1749): «Όσοι ταξιδεύουν με σκοπό να γνωρίσουν τα διαφορετικά ήθη και έθιμα των ανθρώπων θα μπορούσαν ν’ αποφύγουν πολλές ταλαιπωρίες αν επισκέπτονταν απλώς το Καρναβάλι της Βενετίας: εκεί θα έβλεπαν μεμιάς ό,τι μπορεί ν’ αναζητήσει κανείς στις διάφορες Αυλές της Ευρώπης. »Η Βενετία είναι μια πόλη τόσο εκπληκτική, που δεν μπορείς να τη φανταστείς αν δεν την έχεις δει. Οι χάρτες, τα σχεδιάσματα, οι απεικονίσεις, οι περιγραφές δεν αρκούν: πρέπει να τη δεις. Όλες οι πόλεις του κόσμου μοιάζουν λίγο πολύ μεταξύ τους: αυτή δεν μοιάζει με καμιά. Κάθε φορά που την αντίκριζα ξανά, μετά από μακρόχρονη απουσία, ήταν μια καινούργια έκπληξη για μένα. Όσο τα χρόνια περνούσαν, όσο οι εμπειρίες μου αυξάνονταν και ήμουν σε θέση να κάνω συγκρίσ εις, τόσο ανακάλυπτα καινούργιες ιδιαιτερότητες, καινούργιες ομορφιές. Νίκος Στάβερης »[…] Πήρα τον πιο μακρινό δρόμο, έκανα το γύρο από τη Γέφυρα του Ριάλτο και την Πλατεία Γ΄ Θεάτρου του Αγίου Μάρκου και απόλαυσα τη θέα αυτής της πόλης, που είναι ακόμα πιο θαυμα2014 στή τη νύχτα απ’ ό,τι τη μέρα». Καλλιτεχνικό Σχολείο Δεν είχε δει ακόμη το Παρίσι, είχε δει πολλές άλλες πόλεις όπου το βράδυ περπατάς μέσα στο Γέρακα σκοτάδι. Τα φανάρια της Βενετίας ήταν ένας διάκοσμος χρήσιμος όσο και ευχάριστος. […] «Πέρα απ’ αυτή τη γενική φωταγωγία, είναι κι εκείνη των μαγαζιών, που μένουν πάντοτε ανοιχτά μέχρι τις έξι το βράδυ, πολλά απ’ αυτά δεν κλείνουν πριν από τα μεσάνυχτα κι άλλα δεν κλείνουν καθόλου. […] »Το καλοκαίρι, η Πλατεία του Αγίου Μάρκου και τα πέριξ είναι τόσο πολυσύχναστα τη νύχτα όσο και τη μέρα. Τα καφενεία σφύζουν από ωραίο κόσμο, άντρες και γυναίκες κάθε λογής. Παντού ακούς τραγούδια, στις πλατείες, στους δρόμους, στα κανάλια. Οι έμποροι τραγουδούν διαλαλώντας τα εμπορεύματά τους, οι εργάτες τραγουδούν σχολώντας απ’ τις δουλειές τους, οι γονδολιέρηδες τραγουδούν περιμένοντας τους αφέντες τους. Η βάση του χαρακτήρα αυτού του έθνους είναι η ευθυμία. Η βάση της βενετσιάνικης γλώσσας είναι το αστείο». Στην πραγματικότητα οι αρχές της Βενετίας του 18ου αιώνα φαίνεται πως είχαν κατορθώσει να κατευνάσουν εκ των προτέρων τα ανήσυχα πνεύματα, επιδεικνύοντας τη μεγαλύτερη ανεκτικότητα ως προς τα ήθη και τηρώντας μια πολιτική στο πλαίσιο της οποίας η Βενετία καθιερώθηκε σαν το Μόντε Κάρλο της Ευρώπης των Φώτων, όπου τα πάντα ήσαν επιτρεπτά, αρκεί να μην άγγιζαν την πολιτική και, σε μικρότερο βαθμό, τη θρησκεία. Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται και ο Βολταίρος τον βενετσιάνικο ρυθμό ζωής όταν παρουσιάζει, στο έκτο κεφάλαιο του Candide (1759), ένα συμπόσιο εκθρονισμένων ηγεμόνων που ομολογούν, καθένας με τη σειρά του, πως ήρθαν στη Βενετία για ν’ απολαύσουν τις γιορτές του Καρναβαλιού. Πολυάριθμες είναι οι μαρτυρίες και οι ταξιδιωτικές εντυ-