Βιβλίο "Σε άνιση μάχη"

Page 1

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ

ΣΕ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ...

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012




ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ

ΣΕ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ

Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες. ………………………………….. Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε. Κ. Καβάφης



Στη μνήμη των συναγωνιστών μου που πίστεψαν κι αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο Κόσμο.


© Γιώργος Φαρσακίδης Τηλ. 210 86 47 527 - 2310 20 40 18 Εκτύπωση: Γιώργος Κωστόπουλος Ακομινάτου 69 Αθήνα, τηλ.: 210 8813241 ISBN: 978 - 960 - 93 - 3706 - 9


Πιστεύω πως η ακριβοπληρωμένη πορεία της Δρακογενιάς των συνοδοιπόρων μου μέσα από τις συμπληγάδες της ιστορίας, δεν πρέπει να μείνει στα «αζήτητα». Ας μου συγχωρήσουν οι αναγνώστες κενά και παραλήψεις προσώπων, γεγονότων και όλων εκείνων που η αδυναμία της μνήμης δεν μπόρεσε να βάλει σε πρέπουσα τάξη. Στους στροβιλισμούς του αιώνα που πέρασε, αναρίθμητα τα συμβάντα. Με κάποιους συναγωνιστές μας και φίλους, χέρι - χέρι θα βαδίσουμε το δύσκολο δρόμο και θα βιώσουμε τον απόηχο της ακριβής προσφοράς κάποιων άλλων, στους κοινούς μας αγώνες. Ζήσαμε τη χαρά προσδοκώντας τον ερχομό ενός κόσμου καλύτερου. Και προσμένοντας, νιώσαμε απογοητεύσεις και πόνο πολύ. Χαραχτήκανε πάνω μας πληγές που δε λένε να γιάνουν… Μακάριοι όσοι έχουν πιστέψει ότι «τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη μας ζωή»! Μακάριοι και οι πορευόμενοι, πορεία τραχιά, προς μια Ιθάκη, όπου θα μπορεί «ν’ ανθρωπέψει ο άνθρωπος»! Μια Μάνα Ιθάκη, ασπίδα για τους αδύναμους. Γ.Φ.

7



ΤΟ ΙΔΙΩΝΥΜΟ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ

Αϊ-Στράτης, 1935. Δικτατορία του Κονδύλη. Ο Κώστας Βάρναλης και ο Δημήτρης Γληνός με το Γραμματέα της Ομάδας των εξορίστων, Χρήστο Κανάκη (κέντρο).

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, μετά τη ψήφιση του «Ιδιώνυμου», που θεωρούσε αδίκημα όποια δράση στηρίζεται στην αρχή της ταξικής πάλης, ο Αϊ-Στράτης, η Ακροναυπλία και μια σειρά νησιά μας, γίνονται τόποι κράτησης για τους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος.

Ανάφη, 1939. Οι συγκάτοικοι του «Θαλάμου Τέλμαν». Δώδεκα απ’ αυτούς, που κατάγονταν από τη Μακεδονία και τη Θράκη, εκτελέστηκαν στο στρατόπεδο του «Παύλου Μελά» της Θεσσαλονίκης.

9


ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ’36

«Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;…»

Θεσσαλονίκη 1936. Απεργοί περιφρουρούν νεκρό σύντροφό τους.

10


«…Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη Λεφτεριά».

Επάνω: Απόκριες 1937. Δικτατορία του Μεταξά. Ο Γιάννης Πετρόπουλος (γονατιστός στο πρώτο πλάνο) στους δρόμους της Τρίπολης σατιρίζει τον Ιταλικό Φασισμό και καταγγέλλει την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας κατά της Αβησσυνίας. Κάτω: Το ομοειδές καθεστώς της Ελλάδας δεν θα συγχωρήσει το «ατόπημα» και τον μεθεπόμενο χρόνο θα βρούμε τον Γιάννη Πετρόπουλο εξόριστο στον Αϊ-Στράτη (ο ψηλός στο κέντρο με τον μπερέ.). Ο Γιάννης Πετρόπουλος επέζησε «στην μάχη της πείνας», πήρε μέρος στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο στην Πελοπόννησο, πέρασε στρατοδικείο και εκτελέστηκε.

11


ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ

Στην περήφανη στάση μπροστά στο απόσπασμα αυτού του δημοκράτη αξιωματικού, όλη η περηφάνια της αγωνιζόμενης Δημοκρατικής Ισπανίας.

Η ανοχή των καπιταλιστικών κυβερνήσεων και η απροκάλυπτη βοήθεια του Μουσολίνι και της Χιτλερικής Γερμανίας στον Φράνκο δεν ήταν παρά μια «πρόβα τζενεράλε» της παγκόσμιας σύρραξης που θα ξεσπούσε σε λίγο. Οι όπου γης αντιφασίστες, σχηματίζουν ταξιαρχίες εθελοντών για να βοηθήσουν τον άνισο αγώνα του ισπανικού λαού και σε τούτο το Προσκλητήριο των Καιρών, από τους πρώτους, οι Έλληνες κομουνιστές, αψηφώντας την τρομοκρατία του φασιστικού καθεστώτος της κυβέρνησης Μεταξά, έδωσαν το «παρών». Κι έγινε θρύλος η παλικαριά και η αυταπάρνηση αυτών των σκληροτράχηλων Διεθνιστών, που ματώνανε και πεθαίνανε για τα ίδια πανανθρώπινα ιδανικά στα μετερίζια της «Αδελφής Ισπανίας». Μιας Ισπανίας, που ίσως, πριν λίγο καιρό, μήτε σαν όνομα δεν την είχανε ακουστά!

12


ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ ΙΣΠΑΝΙΑ… «Θάμα το κάνει η αργατιά, Θάμα το κάνει ο κόσμος!... Ο Σακαρέλος έσπασε της Αίγινας τα κάστρα… Κι όλοι ρωτάνε τι έγινε και κάνας δεν το ξέρει… Και κει που συλλογίζονταν γροικάει πουλί να λέει: «Το ’μαθες, Σακαρέλο μου, τι γίνεται στα ξένα; Ο Φράνκο πόλεμο άνοιξε, τα’ αδέλφια μας σκοτώνει». Κι όλοι τώρα συνάζονται, στην Ισπανία πάνε… Σαν το Λιοντάρι χίμηξε, σαν τον Αητό πετάει, Στην Βαρκελώνα πάτησε, στο Αλμπασέτε φτάνει. Βρίσκει συντρόφους διαλεχτούς, τριακόσιους νοματαίους, βαριά ζώνεται τ’ άρματα, το μετερίζι πιάνει… Και μες στην τόση ταραχή, μέσα στην τέτοια μάχη, παιδιά, ξαναζωντάνεψαν Γραβιά και Αλαμάνα. Παιδιά, η Ελλάδα πολεμάει στην αδελφή Ισπανία… Τ’ ακούει η Γαύδο χαίρεται, τ’ ακούει η Ανάφη κλαίει, τ’ ακούει η δόλια Ακροναυπλιά και σειέται απ’ το τραγούδι».*

Πέντε Έλληνες, στελέχη του Ελληνικού Λόχου των Διεθνών Ταξιαρχιών. Από τα αριστερά: Ο Γιάννης Σακαρέλος, Παντελής Παντελιάς, Παναγιώτης Αϊβατζής, Αναγνώστης Δεληγιάννης και Νίκος Βαβούδης. Ο Νίκος Βαβούδης αυτοκτόνησε στο κρησφύγετο του στην Αθήνα, όντας στην παρανομία το 1952, για να μη συλληφθεί από την Ασφάλεια. *Ο στιχουργός μας είναι άγνωστος

13


ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ’40 «…ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα-φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα…» 31 Οχτώβρη 1940, Ν. Ζαχαριάδης

1940. Στα βουνά της Αλβανίας πολεμώντας τον ιταλικό φασισμό

Η κυβέρνηση Μεταξά ήταν, εκ των πραγμάτων, αναγκασμένη να αποδεχτεί τον πόλεμο που είχε κηρύξει η φασιστική Ιταλία. Το πραγματικό, το μεγάλο ΟΧΙ, το επέβαλε στο ομοϊδεάτικο δικτατορικό καθεστώς, η φιλοπατρία και το δημοκρατικό φρόνημα του λαού. Οι «μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων» των στρατηγών του Μεταξά, έγιναν στα βουνά της Αλβανίας, Έπος και απαρχή της Εθνικής μας Αντίστασης. «…Μια επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδος, δεν θα συνήντα την αντίδρασιν της Μεγάλης Βρετανίας…»* *Από γράμμα που είχε στείλει ο Τσώρτσιλ στον Ιταλό δικτάτορα, στην προσπάθεια του να τον αποτρέψει να βγει στον πόλεμο στο πλευρό του Χίτλερ.

14


ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Αϊ-Στράτης. Το μνημείο των νεκρών εξορίστων της κατοχικής περιόδου, που παραδόθηκαν από τους αξιωματούχους του Μεταξά στους Γερμανούς, για να εγκλειστούν σε θάλαμο και να πεθάνουν από την πείνα.

«…για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά…» Με την εισβολή των Γερμανών η κυβέρνηση παραδίδει άθικτα γεφύρια και δρόμους, εργοστάσια και λιμάνια, άθικτες αποθήκες γεμάτες από αγαθά. Παρέδωσε άθικτο τον κρατικό της μηχανισμό μαζί με τους φυλακισμένους κι εξόριστους. Τη μέρα που οι Γερμανοί μπαίνανε στην Αθήνα, η Ασφάλεια έπιασε τον δικηγόρο και διανοούμενο Λαζανά με προορισμό τον Αϊ-Στράτη. Στους Αναγνώστη Δεληγιάννη, Θανάση Λαζανά, Κούλα Σουλιώτου και έντεκα άλλους, συντρόφους μας, που μεταφέρθηκαν απ’ τον Αϊ-Στράτη στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά, έγινε πρόταση από τις βουλγαρικές Αρχές Κατοχής, να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι υπήκοοι και να τους χαριστεί η ζωή. Η πρόταση απορρίφθηκε! Κι αυτοί οι έντεκα Αντιφασίστες-Διεθνιστές προτίμησαν να πεθάνουν σαν Κομουνιστές και σαν Έλληνες ! 15


ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΑΪ-ΣΤΡΑΤΗΣ 1941-1943. Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ* …Αρχές Νοέμβρη του σαράντα ένα, αρχίζει η ζωή μας στον Κεντρικό Θάλαμο, ένα παλιό σαραβαλιασμένο σχολείο. Γύρω στους πενήντα συντρόφους μας, δεν μας ακολούθησαν καν. Όμως οι περισσότεροι μείναμε, παίρνοντας απόφαση να εφαρμόσουμε αιματηρές οικονομίες και να κάνουμε γνωστή προς τα έξω την καινούργια κατάσταση. Κόψαμε το βραδινό ψωμί, και το μεσημεριανό το φέραμε, στα πενήντα δράμια του καθενός. Στη συνέχεια, μια μέρα ψωμί και μια όχι. Αργότερα, δυο μέρες όχι και μια ναι, όσο δεν μας έμεινε άλλο. Άρχισαν οι ζαλάδες, άρχισαν να πέφτουν στο κρεβάτι οι πρώτοι. Άρχισε η μουρμούρα και η «κριτική» των λαθών. Είχε πέσει το Κίεβο, κύκλωσαν το Λένινγκραντ, φτάσανε Με τους καινούργιους αφέντες. στη Μόσχα. Όχι, όχι λέγαμε, δε θα πέσει η Μόσχα. Δε θέλει να το πιστέψει κανένας. Και η Διοίκηση, με την συμπαράσταση της Γκεστάπο, σαν έμπειροι παίχτες, να κρατάνε το παιχνίδι στα χέρια τους. Μισοπεθαμένοι κινήσαμε για τους μπαχτσέδες. Γεμίσαμε σακιά με κουνουπίδια και καρμπολάχανα. Βγάλαμε σπανάκι, μιας σπιθαμής, τα κρεμμύδια, τα πράσα. Την τρίτη μέρα κινήσαμε να βγάλουμε τις πατάτες κι ας ήταν μικρές. Θα σφάζαμε και τις τρεις γουρούνες και τα οχτώ γουρουνάκια, να τα κάνουμε καβουρμά και με οικονομία πολύ, ελπίζαμε να επιβιώσουμε ως την άνοιξη. *Για την «Μάχη της πείνας» θα πρωτομάθω από τα βιβλία του Κώστα Πουρνάρα (Μπόση), Γιώργη Καζάκου, Βάσου Γεωργίου, και Γεράσιμου Αντωνάτου. Προσωπικά θα κουβεντιάσω με τους επιζώντες εκείνης της περιόδου: Χρήστο Κανάκη, Γιάννη Λίππα, Βάσο Γεωργίου, Ορθόδοξο Τοκαλή, Κώστα Σπηλιώπουλο, Μήτσο Μαλαγαρδή, Γιάννη Βαΐτση, Νίκο Βέτση και Κλεονίκη Κιουπτσή.

16


«Ανεμόδαρτη Πλαγιά» Χαρακτικό

Και τότε έγινε «Θαύμα»! Μας ήρθε, σταλμένος από τον Βουδικλάρη, όπως μάθαμε αργότερα, ο πάτερ Αμφιλόχιος. Μπήκε στο θάλαμο ντυμένος με τ` άμφια, με έναν μεγάλο σταυρό στο λαιμό του. Μας χαιρέτισε με «ευλάβεια» και μας «συλλυπήθηκε» για το «μεγάλο κακό» που μας βρήκε. «Ματώνει η καρδιά μου», μας είπε. «Ετούτο το άδικο δεν το θέλει ούτε ο θεός κι ας είστε και μπολσεβίκοι. Θα σας βοηθήσω όσο γίνεται κι ας κρίνει τις πράξεις μου ο Πανάγαθος. Μη χαραμίσετε τις πατάτες, μη σφάξετε τα γουρούνια, αφήστε να μεγαλώσουν τα γουρουνάκια. Θα σας τα φυλάξω εγώ. Να τα πάρετε σε μια δύσκολη ώρα». «Μόνο θα μου υπογράψετε», συνέχισε, «ένα χαρτί, ότι μου τα πουλήσατε προτού παρθούνε τα μέτρα. Να μη βρω και κανένα μπελά για το καλό που σας κάνω». Κι όπως μιλούσε, έτσι μελιστάλαχτα, πλημμύρισαν οι καρδιές μας ευγνωμοσύνη για τον «άγιο άνθρωπο». Να που δεν έλειψε, είπαμε, η ανθρωπιά απ’ τον κόσμο τους. Και υπογράψαμε το χαρτί! Άγριος μπήκε ο πρώτος χειμώνας της κατοχής. Γυμνές οι πλαγιές από πράσινο, με το χιόνι να σκεπάζει και το λιγοστό που είχε φυτρώσει. Δυο φορές την εβδομάδα πάμε για χόρτα κι όλο και λιγοστεύουμε. Παπούτσια οι περισσότεροί μας δεν είχαμε. Κόβαμε κομμάτια προβιές και τις δέναμε σαν τσαρούχια. Σκίζονταν ως το βράδυ, και το νερό, χωρίς δυσκολία τις διαπερνούσε και μας πάγωνε τα ποδάρια. Ντυμένοι όσα μπορούσε ο καθένας κινούσαμε το πρωί. Και οι ανήμποροι, μας καλοτύχιζαν που θα βλέπαμε λίγο φως, που θα μας χτυπούσε λίγο ο αέρας και μαζεύοντας χόρτα, κάτι θα βάζαμε στην κοιλιά μας. Τις πρώτες μέ-

17


ρες, τα βγάζαμε, τα τινάζαμε λίγο και τα τρώγαμε έτσι, άβραστα, κι ύστερα πια γεμίζαμε το σακί. Μαζί μας έρχονται μερικοί για τελευταία φορά. Σε λίγες μέρες θα έχουν πεθάνει. Στο γυρισμό κάποιοι κατάκοιτοι σε κοιτάνε με λαχτάρα στα μάτια, μήπως τους έφερες κανένα χορταράκι στην τσέπη. Αν όχι, τότε έβλεπες ένα παράπονο όλο πίκρα να χαράζει το σκελετωμένο τους πρόσωπο και να γέρνουν σαν μαραμένοι Τη μια μέρα βγαίναμε για χόρτα, την άλλη τα καθαρίζαμε. Όσοι κουνούσαν τα χέρια τους, βοηθούσαν κι αυτοί. Οι πιο γεροί τους ανασηκώνανε στο κρεβάτι στηρίζοντάς τους στον τοίχο. Κι άκουγες τον υπεύθυνο: «Σύντροφοι μην τα τρώτε, δε φτάνουν για το συσσίτιο». Και μόλις γύριζε αλλού το κεφάλι, έβλεπες κάποια χέρια να κρυφαρπάζουν το χορταράκι και να το βάζουν στο στόμα. Προσμέναμε τα Χριστούγεννα, ημέρα αγάπης και καλοσύνης και η ελπίδα ξαναζωντάνεψε στις καρδιές μας. Στείλαμε τους ανθρώπους μας στον καλόγερο, να πάρουμε τις πατάτες μας, να σφάξουμε και κανένα γουρούνι. Επιτέλους, λέγαμε, χάρις στον «άγιο άνθρωπο», θα τρώγαμε, έστω και λίγο, μαγειρευτό φαγητό και με οικονομία πολύ θα πορευόμαστε ως την άνοιξη.

18


«ΜΕΡΕΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ»

«Το μετόχι του καλόγερου». Χαρακτικό

Η απάντηση του καλόγερου έπεσε, λες κι ήταν αστροπελέκι, στο θάλαμο: «Μα τι μου λέτε; Τις πατάτες, τα γαϊδούρια και τα γουρούνια τ’ αγόρασα, να κι η απόδειξη. Και μη μ’ ενοχλείτε, να μη φωνάξω τον αστυνόμο». Χάθηκε και η τελευταία ελπίδα μας κι εμείς, εκατόν τριάντα άνθρωποι, μια γραμμή από σκελετούς, βαδίζαμε προς το θάνατο. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας βράσαμε δυο οκάδες κριθάλευρο, από το ελάχιστο που είχε απομείνει. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο Αμφιλόχιος, ο Βουδικλάρης και η παρέα τους, γλεντούσαν έξω από το θάλαμο, ξεκοκαλίζοντας τα γουρουνόπουλά μας. Έτρωγαν και πίνανε ζητωκραυγάζοντας τους Γερμανούς και το Χίτλερ. Ο Βουδικλάρης χορεύοντας, έριχνε και καμιά πιστολιά κι έστελνε να μας «προσκαλέσουν» για το τσιμπούσι: «Ει, διαόλου ζουρζουβίκοι!», φώναζαν οι μπράβοι του, Τσάρλεστος και Ποθητός, βρίζοντας και βροντώντας την πόρτα του θαλάμου: «Θέτε γουρνόπουλο, θέτε γιουβέτσι; Μια τόση δα υπογραφίτσα να βάλετε μπουνταλάδες και σώνεστε…»

19


Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ Μας πληροφόρησαν ότι ένα μεγάλο καΐκι έχει ποδίσει στου Φράγκου και μόλις κοπάσει η φουρτούνα θα έρθουν να μας πάρουνε. Βρεθήκαμε σε πολύ άσχημη θέση. Και τότε, λες κι ήταν αρχάγγελοι εξ ουρανού δυο μουτζούρηδες μαχητές του ΕΛΑΝ, ο Στράντζαλης και ο Χουρμούζης, ήρθανε για να μας αναγγείλουν πως: «Στ’ όνομα του Κόμματός μας, από αύριο θα είστε ελεύθεροι»! Στην ανταύγεια των λυχναριών με το λίπος της φώκιας, που φώτιζαν τα σκαμμένα πρόσωπα των συντρόφων, ακούστηκε η φωνή του Γραμματέα μας Στέλιου Παπαδομιχελάκη: «Σύντροφοι θα ξεκινήσουμε σε μια ώρα. Φορέστε ότι καλύτερο και μην κάνετε θόρυβο». Δόθηκε εντολή στο διαχειριστή μας το Γιάννη Λίππα να βγάλει ότι καλό από ιματισμό κι από τρόφιμα. Να φάμε όσο θέλαμε και να πάρουμε μαζί μας, αλλά μόνο στις τσέπες. Στις 17 του Ιούνη, νύχτα στις 11, με μια θάλασσα μανιασμένη το καΐκι σήκωσε άγκυρα. «Τα σακιά με το στάρι στη θάλασσα , ν’ αλαφρώσει το σκάφος», ακούμε κάποια φορά να παραγγέλλει ο καπετάνιος. Το ακούς και δε θέλεις να το πιστέψεις. Ύστερα από όσα περάσαμε , να πετάς με τα χέρια σου στάρι στη θάλασσα! Πήρε να ξημερώνει. Ο κόλπος του Άθωνα γεμάτος από πλοιάρια των Γερμανών. Οι πιο ανήμποροι μέσα στο αμπάρι, οι άλλοι κάτω από το καναβάτσο με το δάχτυλο στη σκανδάλη, έτοιμοι να πουλήσουμε ακριβά τη ζωή μας. Στις 18 του Ιούνη του 1943, λεύτεροι κι ανυπόμονοι για καινούργιους αγώνες, πατούσαμε τη γη της Χαλκιδικής. Η απόδραση οργανώθηκε από το Μακεδονικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. Οι πρωταγωνιστές του ριψοκίνδυνου εγχειρήματος ήτανε οι: Βασίλης Υψηλάντης. Ο Νίκος Σοφιάς κυβερνήτης και ιδιοκτήτης του σκάφους (σκοτώθηκε πολεμώντας στο Δ.Σ.Ε.), ένας ναύτης και οι Νίκος Χουρμούζης και Θανάσης Στράντζαλης, φρουρά και υπερασπιστές της αποστολής

20


ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ Ο Αναγνώστης Δεληγιάννης γεννήθηκε στο Γάνο της Θράκης και έζησε στην Καβάλα. Μέλος του Π.Ε. του Κ.Κ.Ε. Καβάλας και Γραμματέας της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας Ελλάδας. Για την όλη αγωνιστική συμπεριφορά του διώχτηκε, φυλακίστηκε κι εξορίστηκε πολλές φορές. Το 1935, δραπετεύοντας από τον Αϊ-Στράτη, πάει στη Σοβιετική Ένωση κι αργότερα μεταβαίνει να πολεμήσει στον Εμφύλιο της Ισπανίας, σαν διοικητής Ελληνικού Λόχου. Μετά την αποχώρηση από την Ισπανία πιάνεται από τις γαλλικές αρχές, παραδίδεται στην κυβέρνηση Μεταξά και ξαναστέλνεται και πάλι στον Αϊ-Στράτη, όπου τις δύσκολες ημέρες της πείνας βρίσκεται επικεφαλής της κομματικής καθοδήγησης. Ο Α. Δεληγιάννης μεταφέρεται από τον Άϊ-Στρατη στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Προερχόμενος από τις τότε βουλγαροκρατούμενες περιοχές, του γίνεται πρόταση να δεχτεί τη βουλγαρική υπηκοότητα για να τον αφήσουν ελεύθερο. Το αρνήθηκε κι εκτελέστηκε το 1944.

Ο Αναγνώστης Δεληγιάννης και ο Νίκος Βαβούδης (αριστερά) με στολές βαθμοφόρων του Δημοκρατικού Στρατού στην Ισπανία. Ο Νίκος Βαβούδης αυτόκτόνησε για να μην πιαστεί από την Ασφάλεια στο κρησφύγετο της παράνομης οργάνωσης του ΚΚΕ στην Αθήνα στα 195…

21


ΚΟΥΛΑ ΣΟΥΛΙΩΤΗ - ΤΣΟΥΡΤΣΟΥΛΗ Η Κούλα Σουλιώτη γεννήθηκε το 1912, στον Ίασμο Κομοτηνής κι έγινε μέλος του ΚΚΕ πριν τη δικτατορία του Μεταξά. Το 1938 η Σουλιώτη δικάζεται σε φυλάκιση και εξορία στον Αϊ-Στράτη. Το 1942 μεταφέρεται στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά, βασανίζεται και στη συνέχεια εκτελείται το 1944, ύστερα από άρνησή της να δεχτεί τη Βουλγαρική υπηκοότητα. Πριν την εκτέλεσή της, η Κούλα Σουλιώτη μπόρεσε να στείλει το παρακάτω γράμμα στο γιο της. Το γράμμα δημοσιεύτηκε στην τότε παράνομη «Λαϊκή Φωνή»:

«Μονάκριβό μου αγοράκι, Γιαννάκη,* Αφήνω γεια, γιόκα μου, για πάντα. Μη λυπηθείς για το χαμό των γονιών σου, παιδί μου. Τράβα το δρόμο σου χωρίς δισταγμούς. Έτσι ταιριάζει σε σένα να κάνεις. Όταν, λεβέντη μου, θα διαβάζεις τις λίγες αυτές γραμμές της μανούλας σου, δεν θα υπάρχω στη ζωή. Μη σε φοβίζει όμως αυτό. Μεγάλη η χαρά για μένα που μου δίνεται η ευκαιρία να σου γράψω για να σου πω: Γιαννάκη, θυμάσαι τι μου υποσχέθηκες; Θυμήσου το και μη το ξεχάσεις ποτέ πια, γιατί δε θα μπορέσω να στο ξαναπώ ποτέ. Θυμάσαι πόσο ανοιχτά σου μίλησα και δεν έπεσα έξω. Πόνεσε τότε η καρδούλα σου και η δικιά μου αρκετά, αλλά πόσο καλό θα σου κάνουν τα τελευταία λόγια της μανούλας σου σε όλη τη ζωή! Τι κι αν ήταν σκληρά και τρανά για την ηλικία σου! Έπρεπε να ειπωθούν και ειπώθηκαν. Έτσι έχω κι εγώ τη συνείδησή μου ήσυχη. Μη σκεφτείς τίποτε άλλο, αγαπούλα μου, και ποτέ ας μη σκοτίσει τη ζωή η ορφάνια σου. Κάνε ό,τι υποσχέθηκες στη μανούλα σου και δε θα μείνεις μόνος ποτές. Συνέχισε λοιπόν, λεβέντη μου, και συμπλήρωσε τα δικά μας κενά. Να η διαθήκη των γονιών σου, Γιαννάκη! Φιλώ το μέτωπό σου για τελευταία φορά και έχε γεια για πάντα, γιε μου. Με άφταστη μητρική αγάπη και στοργή. Η μανούλα σου». * Τον Γιάννη Τσουρτσούλη τον έχω γνωρίσει για λίγο, σαν έναν ώριμο πια γλυκομίλητο άνδρα σε μια επίσκεψη-προσκύνημα στο νησί του Αϊ-Στράτη». Γ.Φ.

22


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΟΥΛΙΩΤΗ «…Ο γιος της αδελφής μου της Κούλας, ο Γιαννάκης», μας είπε ο Παντελής Σουλιώτης, «έμεινε ορφανός κι από τους δύο γονείς, γιατί πριν από την εκτέλεση της Κούλας, είχανε εκτελέσει και τον πατέρα του. Ο Γιαννάκης, μετά την εκτέλεση της μητέρας του, φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα από την οικογένεια Βενέτη κι αργότερα από συγγενείς του στο Βόλο».

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΜΙΧΕΛΑΚΗ «…Πολλά χρωστάμε, εμείς οι εξόριστοι του Αϊ-Στράτη της κατοχικής περιόδου, στην οικογένεια της παπαδιάς με τα τρία κορίτσια και τα δύο παλληκάρια», μας λέει ο Στέλιος Παπαδομιχελάκης.* «Η συντρόφισσά μας, η Κούλα Σουλιώτη-Τσουρτσούλη είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τις κοπέλες της παπαδιάς. Το αγόρι της, ο Γιαννάκης, τότε έξι χρονών, η εκτέλεση του Τσουρτσούλη, του άντρα της, στην Ακροναυπλία, καθώς και η καλοσύνη και η σταθερότητα της ίδιας, ήταν οι ιδιαίτεροι λόγοι της συμπάθειας που της έδειχναν. Ήταν η εποχή που οι Γερμανοί είχαν φθάσει στον Καύκασο και είχαμε ανάγκη από νέα πιο πολύ ακόμα κι από το ψωμί.

Στέλιος Παπαδομιχελάκης. κατά την Κατοχή Γραμματέας της Ομάδας των εξορίστων. του Αϊ-Στράτη

Εκείνη τη νύχτα η Κούλα, πάντα συνεπής στο καθήκον της, μας έφερε ένα δεματάκι στον Κεντρικό Θάλαμο λέγοντας: «Μου τάχει δώσει η παπαδιά…» Κι ήταν για μας το πιο ακριβό και απρόσμενο χριστουγεννιάτικο δώρο. Πολυδιπλωμένη σε μαντηλάκι, ήταν η μπροσούρα του Δημήτρη Γληνού: «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» και μαζί της ένα φύλλο της παράνομης εφημεριδούλας του Μακεδονικού Γραφείου του Κόμματος «Λαϊκή Φωνή».

23


Η ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Μέσα από έρημους δρόμους…

Στις 9 Απρίλη του 1941, οι γερμανικές φάλαγγες μπαίνουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Στις 15 του Μάη του 1941, ιδρύεται η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», η πρώτη εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση στη χώρα μας. Την πρωτοβουλία για τη σύστασή της, παίρνουν τα στελέχη του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, που δρούσε αλώβητο κι ανεξάρτητα από τις άλλες οργανώσεις του ΚΚΕ σε όλη τη διάρκεια της μεταξικής περιόδου.* *Το μόνο ανώτερο καθοδηγητικό όργανο του ΚΚΕ στην Ελλάδα, που κατόρθωσε να γλιτώσει από τα δίχτυα του Μανιαδάκη, ήταν η Περιφερειακή Επιτροπή Σερρών! Έτσι, με πρωτοβουλία της Π.Ε. Σερρών, έγινε στις αρχές του 1940 στο Παγγαίο η ανασυγκρότηση του Γραφείου Μακεδονίας-Θράκης μέσα στο πνεύμα της αποκέντρωσης που εφαρμόστηκε εξαιτίας της Δικτατορίας του Μεταξά. Το δωδεκαμελές Γραφείο Μακεδονίας-Θράκης που εκλέχτηκε αποτελούσαν οι: Γιώργος Δράκος (γραμματέας), Αποστόλης Τζανής, Βασίλης Τσουκαλίδης, Παντελής Τσέγας, Τέγος Αλεξανδρίδης, Θεόφιλος Κρόκος, Μωυσής Πασχαλίδης, Λάμπρος Μαζαράκης, Αργύρης Δαλγαράνης, Στράτος Γαλεάδης, Παντελής Χαμαλίδης, Κώστας Κακρανίδης και ο Σίμος Κερασίδης, που μόλις είχε δραπετεύσει από τις φυλακές της Κομοτηνής.

24


Τις κρούσεις για τη δημιουργία της οργάνωσης τις κάνουν κυρίως ο Γραμματέας του Μακεδονικού Γραφείου, Γ. Παρασκευάς Δράκος, ένας 35χρονος ναυτεργάτης από το Βόλο με το ψευδώνυμο «Μπάρμπας», ο Αποστόλης Τζανής, εκ μέρους της ΟΚΝΕ ο Σίμος Κερασίδης, εκ μέρους του Σοσιαλιστικού Κόμματος ο Γιάννης Πασαλίδης, του Αγροτικού ο Θανάσης Φειδάς και από τη Δημοκρατική Ένωση ο Γ. Ευθυμιάδης και ο ταγματάρχης Δημήτρης Ψαρρός, ο οποίος ανέλαβε σαν στρατιωτικός αρχηγός της οργάνωσης, την οποία ωστόσο σε λίγο θα εγκαταλείψει, κατεβαίνοντας στην Αθήνα. Πέντε μέρες μετά την ίδρυση της οργάνωσης, στις 20 Μάη του 1941, οι κομμουνιστές, με επικεφαλής το Νίκο Χουρμούζη και τον Αναστάση Αναγνωστόπουλο, έναν από τους 12 κομμουνιστές δραπέτες από το σανατόριο Ασβεστοχωρίου, τον οποίο αργότερα θα εκτελέσουν οι Γερμανοί, καταστρέφουν στο Κορδελιό γερμανικά αυτοκίνητα κι ανατινάζουνε στην Επτάλοφο αποθήκη βενζίνης. Στη συνέχεια, από το «ημιστρατιωτικό τμήμα» της οργάνωσης, επικεφαλής της οποίας βρίσκεται ο Σίμος Κερασίδης, ακολουθούν αλλεπάλληλα σαμποτάζ στην ύπαιθρο και στη Θεσσαλονίκη και αναπτύσσεται μια έντονη δραστηριότητα, ιδιαίτερα ανάμεσα στους φοιτητές και στη νεολαία.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ Λ. ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΙΔΗ «…Όταν νύχτωσε», θυμάται ο Λ. Μαυροκεφαλίδης σχετικά με το σαμποτάζ σε σταθμό γερμανικών αυτοκινήτων στην περιοχή της 25ης Μαρτίου, «πλησιάσαμε το σταθμό. Οι τρεις μας πιάσαμε τις γωνιές του μαντρότοιχου με το δάχτυλο στη σκανδάλη και τις χειροβομβίδες στα χέρια, ενώ ο Σίμος, κρατώντας τους δυναμίτες και το καλώδιο, πήδηξε από πάνω μ’ ένα σάλτο που θύμιζε αγριόγατο… Ο Κερασίδης, έρποντας, με φοβερή δεξιοτεχνία συνέδεσε το καλώδιο με τα γερμανικά αυτοκίνητα, βάζοντας από κάτω χειροβομβίδες και μόλις επέστρεψε, άναψε το φυτίλι. Δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε καμιά διακοσαριά βήματα, όταν ακούσαμε ένα τρομακτικό κρότο και είδαμε να ξεπετιέται μια τεράστια λάμψη… Η δουλειά μας είχε πετύχει!»

25


ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΑΧΟΙ Πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα ο Γάλλος υπουργός Παιδείας της Κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, ο Ζαν Ζε, οι φοιτητές διαμαρτυρήθηκαν για τις συλλήψεις και εκτοπίσεις νέων. Έτσι, με προσωπική παρέμβασή του, αφέθηκαν από τον τόπο εξορίας τους ελεύθεροι ένδεκα νεολαίοι και ανάμεσά τους οι: Απόστολος Τζανής, Σίμος Κερασίδης, Νίκος Χουρμούζης και Θανάσης Στράντζαλης. Οι τέσσερις στυλοβάτες του Εθνικοαπελευθερωτικού Κινήματος της Μακεδονίας!

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΖΑΝΗΣ (ΚΩΣΤΑΚΗΣ) Ο Απόστολος Τζανής, δάσκαλος από τη Φλώρινα, σαν στέλεχος της ΟΚΝΕ, από μικρή ηλικία γνωρίζει τις φυλακές και τις εξορίες. Επί δικτατορίας του Μεταξά, εξόριστος στον Αϊ-Στράτη, απολύεται με τους ένδεκα Θεσσαλονικιούς νεολαίους και μετά τη δραπέτευσή του από το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου αναπτύσσει έντονη δράση. Μέλος του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, ο Α. Τζανής στάθηκε από τους ιδρυτές της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 15 του Μάη του 1941 και ο συντάκτης της ιδρυτικής διακήρυξης που δημοσιεύθηκε στην ομότιτλη εφημερίδα. Στη βραχύχρονη αντιστασιακή του δραστηριότητα των έξι μηνών, ο Α. Τζανής μετέχει ενεργά στα απανωτά σαμποτάζ ενάντια στους γερμανικούς στρατιωτικούς στόχους, στη συγκρότηση των πρώτων ένοπλων τμημάτων στην ύπαιθρο. Ο Α. Τζανής, στην προσπάθεια να περάσει το Στρυμώνα, έπεσε σε ενέδρα κοντά στην Προβίστα και εκτελέστηκε μαζί με τους συντρόφους του, με φρικτά βασανιστήρια, από Βούλγαρους φασίστες.

26


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - ΚΟΥΣΗ Η συντρόφισσά μας Λίτσα Παπαδοπούλου-Κούση, συνεργάτρια στην κατοχή του Σίμου Κερασίδης και του Αποστόλη Τζανή. Η Λίτσα Παπαδοπούλου-Κούση θυμάται για τον τελευταίο ότι: «…Εκτός από το αγωνιστικό πάθος και την πίστη του, τον αγαπούσαμε για το μειλίχιο ύφος, τη συμπεριφορά του απέναντι στους συντρόφους, αλλά και για το μορφωτικό του επίπεδο που προκαλούσε το θαυμασμό… Τον άκουγα εντυπωσιασμένη, κάποια φορά, να απαγγέλει απ’ έξω ολόκληρο τον «Προμηθέα Δεσμώτη» το «Βάρναλη!» Και ο Σπύρος Κωτσάκης, αναφέροντας στα γραφτά του τη δραπέτευση από το Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου, μνημονεύει τις άριστες εντυπώσεις που του είχε αφήσει ο Αποστόλης Τζανής κατά τη βραχύχρονη συνάντησή τους.

Απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη. Από το μνημόσυνο των αγωνιστών-θυμάτων της φασιστικής θηριωδίας.

27


ΣΙΜΟΣ ΚΕΡΑΣΙΔΗΣ Ο Σίμος Κερασίδης, έχοντας στο ενεργητικό του έξι αποδράσεις, καταφέρνει την έβδομη φορά, δραπετεύοντας στην Κατοχή από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, να βοηθήσει να δραπετεύσουν μαζί του και ο Λεωνίδας Στρίγγος με τον Χαράλαμπο Νησιάδη. Στις 10 του Απρίλη 1943, στα Ίμερα Κοζάνης, οι Σίμος Κερασίδης, Λάζαρος Ζησιάδης, Π. Τάσιου, Γ. Μέντζιου, Βασ. Τερζόπουλος, Ν. Κουτσαντώνης και ο Μιχ. Μπελούκος, πέφτοντας σε ενέδρα, βασανίστηκαν κατά τον αγριότερο τρόπο και εκτελέστηκαν από τους ταγματασφαλίτες της Υ.Β.Ε.-Π.Α.Ο. Σίμος Κερασίδης. Μέλος της Γραμματείας του Μακεδονικού Γραφείου και της Στρατιωτικής Επιτροπής Μακεδονίας.

Η δολοφονία του Σίμου Κερασίδη και του συντρόφου του, έγινε κατ’ εντολή του Νομάρχη των Γερμανών, Χρυσοχόου.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΛΙΤΣΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΟΥΣΗ «Ο Σίμος Κερασίδης», όπως θυμάται η συναγωνίστρια και συνεργάτριά του στην Κατοχή Λίτσα Παπαδοπούλου-Κούση, «ήτανε πολύ φίλος με τους Κώστα Κακρανίδη, τον «καπετάν-Μαύρο» της Χαλκιδικής και τον δάσκαλο Αποστόλη Τζανή. Ένα δείγμα του απαράμιλλου θάρρους και των στρατηγικών του ικανοτήτων του Σίμου ήταν και η απελευθέρωση από την Ασφάλεια του συντρόφου μας Κακρανίδη. Τον Κακρανίδη τον είχανε βασανίσει σκληρά στην Ασφάλεια και αναγκάστηκαν τελικά, παραμορφωμένο, να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Εκεί τον επισκέφθηκε ο Κερασίδης, κρατώντας ένα καλαθάκι με ρούχα. -Είμαι ο αδελφός του Κακρανίδη,-είπε στο δεσμοφύλακα και, βγάζοντας το περίστροφο που είχε κάτω από τα ρούχα, τον ανάγκασε ν’ ανοίξει το θάλαμο των κρατουμένων και βοήθησε να δραπετεύσει ο φίλος του. Κατά τη διάρκεια της δραπέτευσης αντηλλάγησαν πυροβολισμοί και ένας από τους φρουρούς τραυματίστηκε.

28


Κάποια άλλη, από τις πρώτες του δραπετεύσεις, την είχε κάνει ο Κερασίδης την ημέρα της εθνικής γιορτής των Γάλλων, όπου γιορτάζεται η πτώση της Βαστίλλης. Όταν ξανάπιασαν τον Σίμο στην Κατοχή, το είχαν αναφέρει οι ασφαλίτες στους Γερμανούς και εκείνοι ειρωνευόμενοι τον ρώτησαν αν είχε σκοπό να δραπετεύσει και πάλι την ημέρα της εθνικής μας γιορτής που πλησίαζε. Και πραγματικά, στις 25 του Μάρτη, ο Σίμος Κερασίδης δραπέτευσε!»

Θεσσαλονίκη. Φοιτητική εκδρομή του ΕΑΜ Νέων στο Κουρί.

Σύμφωνα με στοιχεία, πάνω από 400 φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πήραν το όπλο στο διάστημα της κατοχής και πολέμησαν στις τάξεις του αντάρτικου στρατού. Κατά τον ίδιο απολογισμό, οι περισσότεροι καθοδηγητές των ανταρτο-επονιτών ήταν φοιτητές και πάνω από 100 φοιτητές φοίτησαν στη σχολή αξιωματικών του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ και βγήκαν Ανθυπολοχαγοί.

29


ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΤΡΑΝΤΖΑΛΗΣ Ο Θανάσης Στράντζαλης γεννήθηκε το 1904 στην Στράντζα της Ανατολικής Θράκης κι έζησε στην Καβάλα. Δραστήριο μέλος της ΟΚΝΕ ο Στράντζαλης διώκεται για τη δράση του και εξορίζεται στον Αη Στράτη. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής υπήρξε Γραμματέας του ΕΕΑΜ Θεσσαλονίκης κι ο επικεφαλής των ενόπλων ομάδων της συμπρωτεύουσας. Ο Θανάσης Στράντζαλης μετέχει στα πρώτα σαμποτάζ κατά γερμανικών στόχων, την απόδραση κρατουμένων Κομουνιστών και το 1943 στην απελευθέρωση των εξορίστων του Αϊ-Στράτη. Καταδιωγμένος μετά την συμφωνία της Βάρκιζας, ο Στράντζαλης εντάσσεται στο Δημοκρατικό Στρατό και τοποθετείται σαν ταγματάρχης, Πολιτικός Επίτροπος της Θεσσαλονίκης. Το καλοκαίρι του 1949, ο Θανάσης Στράντζαλης, τραυματισμένος βαριά σε συμπλοκή με κυβερνητικό ένοπλο τμήμα, έξω από τη Θεσσαλονίκη, αρνείται να τον μεταφέρουν οι νεαροί συμμαχητές του που επιμένουν, έχοντας του μεγάλη αδυναμία, και αυτοκτονεί, διευκολύνοντας το τμήμα του να απαγκιστρωθεί από την περικύκλωση.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΟΝΙΚΗΣ ΚΙΟΥΠΤΣΗ «…Όταν αποβιβάστηκαν στον Αϊ-Στράτη οι ΕΛΑΝίτες κι έρχονταν να μας βρουν», μου αφηγήθηκε η Κλεονίκη Κιουπτσή, «ένας πιτσιρικάς αϊ-στρατίτης, που φύλαγε τ’ αμπέλι, είδε και αναγνώρισε τον Θανάση τον Στράντζαλη. -Ρε, Στράντζαλη, -τον ρωτάει. Τι θέλεις εδώ; Έτσι δημιουργήθηκε το ενδεχόμενο να προδοθούμε στους Γερμανούς, που καραδοκούσαν στον όρμο του Φράγκου να κοπάσει η θάλασσα για να μας μεταφέρουνε σ’ άλλο στρατόπεδο. Το κουβεντιάσαμε το λοιπόν, πήραμε την απόφαση και πήγε να μιλήσει του πιτσιρικά ο Θανάσης.

30


Άκουσε εδώ, - του είπε εκείνος. Θα μείνεις εδώ έως ότου ο ήλιος ν’ ανέβει πάνω από το βράχο του Λένιν. (Δηλ. θα πήγαινε οκτώ η ώρα το πρωί και φεύγοντας εμείς τα μεσάνυχτα, θα είχαμε απομακρυνθεί αρκετά). Και τότε μονάχα, - συνέχισε ο Στράντζαλης – θα κατέβεις στο χωριό και θα πεις ότι είχε έρθει ένα Εγγλέζικο υποβρύχιο και πήρε όλους τους μπολσεβίκους. Αλλιώς θα ξανάρθω – του λέει, δείχνοντας το αυτόματο – και θα σκοτώσω κι εσένα και όλη την οικογένεια». Πραγματικά, όπως μάθαμε, έτσι ακριβώς κι έγινε. Και στην ώρα που του είπε ο πιτσιρίκος διέδωσε την ιστορία με το υποβρύχιο. Και εμείς, μπαίνοντας το πρωί στον αγιορείτικο κόλπο, είδαμε να ξεκινούν κατά τον Αϊ-Στράτη πολεμικά πλοία και τρία αεροπλάνα των Γερμανών, προφανώς για να κυνηγήσουν το «Εγγλέζικο» υποβρύχιο!»

Η Κλεονίκη Κιουπτσή ( αριστερά) με τον μικρό της τον Μανωλάκη και η συνεξόριστή της Ελένη Αμπατζή στον Αϊ-Στράτη.

31


ΜΑΙΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ - ΣΤΡΑΝΤΖΑΛΗ Η Μαίρη Βασιλειάδου – Στράντζαλη γεννήθηκε στο Νικηφόρο Δράμας. Στην περίοδο της Κατοχής, δουλεύοντας ράφτρα, σαν μέλος του ΚΚΕ, αγωνίζεται μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και της Ε.Α. ενάντια στους κατακτητές. Μετά την απελευθέρωση, συνεχίζοντας την αγωνιστική της δραστηριότητα, πιάνεται και βασανίζεται φρικτά από την Ασφάλεια, όπου της ζητάνε να τους αποκαλύψει που κρύβεται ο άντρας της. Για την όλη ανυποχώρητη στάση της, το στρατοδικείο Θεσσαλονίκης την καταδικάζει σε θάνατο με βάση το νόμο που προβλέπει μόνο ποινή ειρκτής. Στις 16 Ιούνη του 1947 η Μαίρη Βασιλειάδου-Στράντζαλη έδωσε τη ζωή της για ένα καλύτερο μέλλον του λαού και του τόπου μας. Σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία της, πριν την εκτέλεση (όπως μου αφηγήθηκε οικογενειακή της γνωστή) της επέτρεψαν να φιλήσει τη δίχρονη κορούλα της και στη συνέχεια παράγγειλαν στο απόσπασμα «πυρ»!

Η δεκατετράχρονη Σοφία, κόρη της Μαίρης και του Θανάση Στράντζαλη, με τη θεία της στη Βουλγαρία.

«Μη χύσεις δάκρυα για το χαμό μου. Κλείσε βαθιά μες στη ψυχή σου τον λαό. Να είσαι περήφανη για το θάνατό μου». Είναι τα τελευταία λόγια που έγραψε για την κορούλα της η Μαίρη Στράντζαλη.

32


ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΗΣ (Ο «ΝΑΥΑΡΧΟΣ») Ο Νίκος Χουρμούζης, ναυτοξυλουργός στο επάγγελμα, γεννήθηκε το 1917 στη Μικρά Ασία και έζησε στην Καβάλα και στη Θεσσαλονίκη. Από νεαρή ηλικία αγωνίζεται μέσα από τις γραμμές της Ο.Κ.Ν.Ε., διώκεται από την κυβέρνηση Μεταξά κι εξορίζεται στον Αϊ-Στράτη. Από τους πρώτους θεμελιωτές της Εθνικής Αντίστασης στη Μακεδονία, στέλεχος των μαχητικών ενόπλων ομάδων. Ο Νίκος Χουρμούζης είναι από τους ιδρυτές και ο διοικητής του Ε.Λ.Α.Ν. της Χαλκιδικής και του Θερμαϊκού, με πλούσια δράση (απελευθέρωση των εξορίστων του ΑϊΣτράτη, μεταφορά τμημάτων της 10ηςΜεραρχίας, αγορά όπλων από τα παράλια της Μ. Ασίας κλπ). Στάθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου ο Νίκος Χουρμουζής από τους ιδρυτές και διοικητές των «ελεύθερων σκοπευτών» στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Με το βαθμό του ταγματάρχη, παίρνει μέρος σε εξαιρετικά επικίνδυνες αποστολές και σε μια απ’ αυτές, κυκλωμένος από το στρατό και τη χωροφυλακή, σκοτώνεται έξω από το Πανόραμα της Θεσσαλονίκης. «Στη Χαλκιδική», γράφει ο Ν. Χουρμούζης σε σημείωμα του προς την Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας (Ο.Μ.Μ.), «η κατάσταση πάει καλά. Έχουμε επιστρατεύσει 16 σκάφη, έχουμε πιάσει 4 γερμανικά… είμαστε κυρίαρχοι της θάλασσας μέχρι τα Μουδανιά… Το μόνο που τα παιδιά δεν έχουν είναι ο ιματισμός… γιατί σκέψου τι γίνεται στη θάλασσα. Αν μπορείτε να μας δώσετε και κανένα βαρύ πολυβόλο…»

33


ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ «Όταν το ΕΛΑΝ με το Νίκο Χουρμούζη μας είχαν φέρει από τα παράλια της Μικράς Ασίας τα 42 εγγλέζικα «Στεν», σημειώνω (στο ημερολόγιο μου του αντάρτικου), «στην περιοχή μας γίνονταν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, ο δρόμος της Θεσσαλονίκης ήταν κλειστός και έτσι, προσωρινά, τα μοίρασαν στους μαχητές. Τα όπλα αυτά ήταν προχειροκατασκευασμένα και μπελαλίδικα και, όπως έπαιρναν φωτιά μ’ ένα τράνταγμα, τα ασφαλίζαμε δένοντάς τα με σπάγκο». Ο Χουρμούζης μας είχε φέρει από τον Τσεσμέ της Μ.Ασίας, την πρώτη φορά, οπλισμό και πυρομαχικά που κατάφερε να αγοράσει, ενώ τη δεύτερη φορά έφερε τρόφιμα, γάλα, αυγά σε σκόνη και ξερές πατάτες. Τα λιγοστά εγγλέζικα στρατιωτικά ρούχα, που είχε φέρει, φτάνανε για να ντυθεί μόνο η Υποδειγματική Διμοιρία μας.* Όταν αργότερα, μετά το χτύπημα στο Χορτιάτη, με ενέταξαν στην Υποδειγματική, είχαν σωθεί οι στολές. Όμως μας έδωσαν από ένα καινούργιο μακρύκαννο «Μάουζερ» του Γιουγκοσλαβικού στρατού, ξιφολόγχη και κάτι πρωτοφανές, από σαράντα σφαίρες του καθενός!».

*Όταν έγινε δυνατό, τα 42 αυτόματα (όπλα κατάλληλα για οδομαχίες) στάλθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο Νικηφόρο Καλλίνικο, από τον οποίο τα παρέλαβε ο στρατιωτικός υπεύθυνος της οργάνωσης, ο Γιώργος Παπαθανασίου. **΄Όταν ανέβηκε στο Λιβάδι ο διοικητής των Γερμανικών μονάδων από τα Βασιλικά για να διαπραγματευθεί την παράδοση («παρουσία Άγγλων και Αμερικανών»), τα παιδιά της Υποδειγματικής, με τις εγγλέζικες στολές τους, όλο και πέρναγαν και ξαναπέρναγαν έξω από το σπίτι, για να τους βλέπουν και να εντυπωσιασθούν οι Γερμανοί…»

34


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΤΣΕΓΑΣ Παντελής Τσέγας (Θανασάκης) από τη Μεγάλη Παναγιά της Χαλκιδικής. Μέλος του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ και ο μόνος που, χάρη στην πείρα και τις συνωμοτικές του αρχές, σε όλη τη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής κατόρθωσε να παραμείνει ασύλληπτος. Ο Π. Τσέγας στάθηκε από τους πρωτεργάτες των Εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, υπεύθυνος για τις ένοπλες ομάδες της Μακεδονίας και την εξασφάλιση των εξορίστων που δραπέτευσαν από τον Αη Στράτη. Προσωπικά, τον Π. Τσέγα (σαν Θανασάκη) τον είχα γνωρίσει για λίγο, περαστικό από το 2/31 Τάγμα Χαλκιδικής. Τον θυμάμαι γαλανομάτη, ψηλό, καστανό, με τα χαρακτηριστικά μεταλλικά δύο επάνω δόντια του. Ο Παντελής Τσέγας, ο θρυλικός Θανασάκης, πολεμώντας στις τάξεις του ΔΣΕ, σκοτώθηκε το 1949 στη μάχη της Φλώρινας.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΪΤΣΗ «…Στις 18 του Ιούνη του 1943, λεύτεροι και ανυπόμονοι για καινούργιους αγώνες, πατούσαμε τη γη της Χαλκιδικής… Το πρωί βρήκαμε τη βρυσούλα της συνάντησης… Κοντά της, πάνω σε λατσούδια, ψωμιά, τυριά, κρέατα… αλλά άνθρωπος πουθενά. Κι έξαφνα ξεπρόβαλαν από το δάσος οι συγγενείς των εξόριστων από το Νεοχώρι και άλλα χωριά της Χαλκιδικής και χύθηκαν στις αγκαλιές των δικών τους.… Μαζί τους κι ο Παντελής Τσέγας από το Μακεδονικό Γραφείο του Κόμματος… - Το Κόμμα μας σήμερα, θα μας πει, συγκεντρώνει την αγάπη και το σεβασμό όλων των πατριωτών που πυκνώνουνε, όλο και πιο πολύ, τις γραμμές των απελευθερωτικών οργανώσεων… Σύντροφοι, εδώ είναι ο πρώτος σταθμός σας, αλλά και η αφετηρία για καινούργιους αγώνες…»

35


ΔΗΛΑΒΕΡΗΣ ΝΙΚΟΣ Ο Νίκος Δηλαβέρης γεννήθηκε το 1914 στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Έζησε στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε ως μηχανικός στους αλευρόμυλους «Αλατίνη». Ζώντας από μικρός την εκμετάλλευση στο πετσί του ο Νίκος οργανώνεται και παλεύει από τις γραμμές της ΟΚΝΕ που διατήρησε σε όλο το διάστημα της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας ανέπαφο το κομματικό της πυρήνα. Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής, κάτω από την καθοδήγηση του Σίμου Κερασίδη, ο Νίκος Δηλαβέρης παίζει αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση της «Ελευθερίας». Ο Νίκος διαθέτει ικανά προσόντα, που αργότερα, με τη συγχώνευση της «Ελευθερίας» στο Ε.Α.Μ., τον αναδεικνύουν σε Α΄ Γραμματέα του Ε.Α.Μ. Μακεδονίας. Με το φωτεινό, πάντα χαμογελαστό πρόσωπο και τις σπάνιες αρετές του είχε κατακτήσει την εμπιστοσύνη και αγάπη των συνεργατών του. Εκπληρώνοντας κομματική αποστολή, στην προσπάθεια του να μπει παράνομα στη Θεσσαλονίκη, βρίσκεται σε ώρα βομβαρδισμού στο Λαχανά, όπου και σκοτώνεται στις 28 Δεκέμβρη 1948. Ο Νίκος Δηλαβέρης ως το τέλος της ζωής του στάθηκε αποφασιστικός, δραστήριος και αφοσιωμένος στην υπόθεση της επανάστασης.

 36


ΟΙ ΣΤΑΥΡΑΗΤΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Οι πρώτοι αντάρτες στα βουνά της Μακεδονίας.

Από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής φουντώνει στη Μακεδονία και η ένοπλη πάλη με τη συγκρότηση των πρώτων ανταρτοομάδων στη χώρα μας: Με την ανταρτοομάδα «Οδυσσέας Ανδρούτσος» στα Κερδύλια που συγκροτείται τον Αύγουστο του 1941, με επικεφαλής τους έφεδρους ανθυπολοχαγούς Θ. Γκένιο (Λασάνη), Π. Σταματόπουλο (Καραγιώργη) και 75 περίπου ενόπλους. Η ανταρτοομάδα «Αθανάσιος Διάκος» στην περιοχή του Κιλκίς, με επικεφαλής το δάσκαλο και έφεδρο ανθυπολοχαγό Χρήστο Μόσχο και τον Χρήστο Καριοφύλλη (Πέτρο). Επίσης το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, στην περιοχή της Ποντοκερασιάς, συγκροτείται από τον ταγματάρχη του πυροβολικού Βασίλη Μερκουρίου* και η τρίτη ανταρτοομάδα «Ελευθερία» με 10 ενόπλους, η οποία τον επόμενο μήνα παίρνει το βάπτισμα του πυρός, χτυπώντας γερμανικό αυτοκίνητο. * Ο Βασίλης Μερκουρίου, Ταγματάρχης επ’ ανδραγαθία του Πυροβολικού και απόστρατος του 1935, πιάστηκε μαζί με το γραμματέα του ΚΚΕ της Δράμας, Αριστοτέλη Μπούρα (εξόριστου επί Μεταξά κι από τους ιδρυτές της Εθνικής Αλληλεγγύης), δικάστηκαν από το στρατοδικείο Δράμας και εκτελέστηκαν το 1947.

37


Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΥ - ΜΠΟΥΡΑ «Ξημέρωσε. Γύρω από το νεκροταφείο υπήρχαν χωράφια και μερικοί από τους αγρότες, που μάζευαν καπνό, πλησίασαν στον μαντρότοιχο να παρακολουθήσουν. Σε λίγο φάνηκαν και σταμάτησαν κοντά στην εκκλησία δύο αυτοκίνητα. Από το ένα κατέβηκαν τέσσερις βαθμοφόροι στρατιώτες με τα όπλα στο χέρι. Από το άλλο ένας αξιωματικός, ένας με πολιτικά, που κρατούσε έναν φάκελο και δύο πολίτες δεμένοι με χειροπέδες, τους οποίους και οδήγησαν κοντά στους δύο νιόσκαφτους τάφους. Την ώρα που ο στρατοδίκης διάβαζε την απόφαση και το εκτελεστικό απόσπασμα έπαιρνε θέση, ο Μπούρας σιγοσφύριζε έναν σκοπό. Στη συνέχεια τους πλησιάζει με το δισκοπότηρο ο παπάς, αλλά αρνούνται και οι δυο τους να μεταλάβουν. Ο στρατοδίκης τους ρωτάει αν έχουν κάτι να πουν. Ο Μερκουρίου βγάζει το πορτοφόλι του, το δίνει στον παπά και του λέει να δώσει τα χρήματα στους φτωχούς. Το ίδιο ρωτάει και τον Μπούρα. Σηκώνει το βλέμμα του εκείνος και κοιτώντας το εκτελεστικό απόσπασμα λέει: «Αυτοί που εκτελούν σήμερα εμάς, αύριο θα εκτελέσουν και εσάς…» Στην πρόταση του επικεφαλής του εκτελεστικού να τους δέσουν τα μάτια, αρνούνται κι οι δύο και ο αξιωματικός διατάζει «Πυρ»…» Μαρτυρία αυτόπτη

ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΡΑΓΚΙΤΣΗ «Στις αρχές του Μάη του 1941, σε μια παράνομη τριήμερη σύσκεψη σ’ ένα σπίτι στην Κολοκυνθού, από τρεις δραπέτες εξόριστους από την Φολέγανδρο και την Κίμωλο», γράφει στη χειρόγραφη ιστορία της «Εθνικής Αλληλεγγύης» ο Παντελής Καραγκίτσης, «ρίχτηκε η ιδέα για τη συγκρότηση της «Εθνικής Αλληλεγγύης». Ο ένας από τους τρεις, εκτός από εμένα και τον Λευτέρη Αποστόλου», συνεχίζει ο ίδιος, «ήταν ο σεμνός Αριστοτέλης Μπούρας, που αργότερα εκτελέστηκε…».

38


ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 16 Αυγούστου 1944. Νύχτα ξεφύγαμε από τον κλοιό μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης Γερμανών, ταγματασφαλιτών και Βουλγάρων. Ξημερώματα δεκαοχτώ άτομα καταφέραμε να φτάσουμε στα υψώματα κοντά στον Άγιο Πρόδρομο όπου τις πρωινές ώρες δεχτήκαμε επίθεση από βουλγάρικο τάγμα. Κατά την σύγκρουση εκείνη συνολικά είχαμε επτά νεκρούς και δυο τραυματίες. Στη προσπάθεια να ξεφύγω τραυματίστηκα στο κεφάλι και αναγκάστηκα να πετάξω το σακίδιο, όπου είχα τα σκίτσα.* 2 του Σεπτέμβρη 1944. Με το φίλο μου Σταύρο Δήμου χτυπήσαμε στην είσοδο του Χορτιάτη αναγνωριστικό γερμανικό αυτοκίνητο. Ο Γερμανός οδηγός του αυτοκινήτου τραυματίστηκε βαριά. Αλλά οι δύο Γερμανοί ύστερα από ανταλλαγή πυρών, τραυματίες, κατάφεραν να διαφύγουν. Εμείς κάψαμε το αυτοκίνητο και στείλαμε τον βαριά χτυπημένο νεαρό Γερμανό οδηγό για περίθαλψη. Σε μία ώρα περίπου εμφανίστηκε γερμανική φάλαγγα πολλών αυτοκινήτων με κατεύθυνση από Ασβεστοχώρι προς Χορτιάτη. Το χτύπημα του αναγνωριστικού έδωσε τον χρόνο σε εκατοντάδες κατοίκους του χωριού να διαφύγουν. Τα πάνω από 145 άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα, που παρέμειναν δίνοντας πίστη στα λόγια του ιερέα και του προέδρου, σφαγιάστηκαν και κάηκαν ζωντανοί...

Αριστερά: Μεταγενέστερο σκίτσο που εικονίζει την προσπάθειά μου να ξεφύγω τον κλοιό και την στιγμή του τραυματισμού μου Δεξιά: Ένα από τα σκίτσα που βρήκε Βούλγαρος στρατιώτης. *Τα σκίτσα τα βρήκε Βούλγαρος στρατιώτης τα φύλαξε και ύστερα από τριάντα χρόνια τα παράδωσε στην Ελληνική Λέσχη της Σόφιας με την παράκληση, «αν ζει, να βρεθεί ο άγνωστος σκιτσογράφος».

39


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ*

Στις 9 του Σεπτέμβρη έγραψα στο ημερολόγιο για τελευταία φορά με το χέρι μου: «...Νύχτα περάσαμε με προφυλάξεις την δημοσιά κοντά στην Γαλάτιστα....» Ωστόσο πόσες σκέψεις και συναισθήματα, φωλιάζουν σε τούτες τις λέξεις. Πόσες πορείες νυχτιάτικα, και είναι οι περισσότερες, έχει καταγράψει η μνήμη. Όταν είναι πολύ το σκοτάδι βαδίζουμε στα τυφλά. κι έχεις τύχη αν έχει ο μπροστινός σου ανοιχτόχρωμα τσουράπια ή παντελόνι. Τότε πας καταπόδι του, προσπαθώντας να πατήσεις τη δική του πατημασιά ισορροπώντας σε κακοτράχαλο μονοπάτι. Μεγάλος μπελάς στην πορεία τα πληγωμένα ποδάρια. Κάποιο στραμπούληγμα, άξαφνος πόνος, παίρνουν συχνά, διαστάσεις μιας προσωπικής τραγωδίας. Σε πορεία για επιχείρηση πας με χαρά. Είναι όμως και οι άλλες, πορείες φυγής. Τότε βαδίζουμε όλο βουνό, όσο να μη σε κρατάνε άλλο τα πόδια. «Εμπρός συναγωνιστές, όχι στάση». Δεν υπάρχει, λεν όσοι το έζησαν, φοβερότερο από ενέδρα νυχτιάτικα. Η απρόσμενη μπαταριά που ξερνά το σκοτάδι σκίζει τη νύχτα, τη γεμίζει μ’ αρχέγονο τρόμο, με απελπισμένους σπασμούς παγιδευμένου αγριμιού, ρόγχο θανάτου… *Με την έγνοια των τελευταίων σημειώσεων στο προσωπικό ημερολόγιο που κρατούσα στ’ αντάρτικο. Για όσα θα συμβούνε μετά που λόγω του τραυματισμού μου δεν μπορούσα να γράψω ο ίδιος, θα τα υπαγορέψω στις δυο ΕΠΟΝίτισσες που με συνόδευαν ή και σε άλλους αργότερα.

40


Κι είναι θάνατος το ξημέρωμα σ` επικίνδυνα μέρη... Κάμπος σημαίνει και χορτασιά. Όταν όλα πάνε καλά στο χωριό θα βάλουν καζάνι και το συσσίτιο θα είναι πάντα με κρέας. Ελάχιστα τα χωριά που δεν έχουν οργάνωση και είναι το περισσότερο η φροντίδα των άγνωστων μέχρι χθες συνανθρώπων που σε γεμίζει με δύναμη και κάνει τον μύθο του Ανταίου λιγότερο μύθο. Στον κάμπο, την μέρα λουφάζεις στις ρεματιές, τη νύχτα πορεύεσαι αλλάζεις στέκι, στήνεις ενέδρες. Όμως ο κάμπος ο μαυλιστής είναι γεμάτος κινδύνους. Το αεροδρόμιο του Σέδες κοντά, οι δημοσιές κατεβάζουν σ` ελάχιστη ώρα, μηχανοκίνητα και ιππικό κι αλίμονο στο προδομένο αντάρτικο τμήμα που θα ξημερώσει στον κάμπο. Αλλιώς στο βουνό, φίλοι μας τα φαράγγια, το δάσος, οι λαγκαδιές, έτοιμα να σε καλύψουν σε ώρα ανάγκης και τα κατσάβραχα, μετερίζια να πολεμήσεις. Εδώ ο εχθρός δεν μπορεί να ξεδιπλώσει τη δύναμή του και είναι αναγκασμένος να μετριάσει την έπαρση της υπεροχής. … Έχει ώρα που πατήσαμε κάμπο και καθώς πλησιάζουμε σ’ επικίνδυνα μέρη τα νεύρα τεντώνουν. Βγάλαμε εμπροσθοφυλακή και με προσοχή περνάμε τη δημοσιά. Πορευόμαστε σ’ οργωμένα χωράφια, μπαξέδες, πατάμε νερά και οι πατημασιές αναδύουν μυρωδιά καβαλίνας και φρέσκου σανού… Κι άξαφνα κάποιο δεντρί, ένας φράκτης, το νυχτοπούλι που σκούζει παίρνουν στη σκοτεινιά διαστάσεις αφύσικες ενός απροσδιόριστου κινδύνου. Αφουγκράζεσαι, η καρδιά λαχταρά, τα δάχτυλα Σχέδιο από τη ζωή μας στ’ αντάρτικο. ψαχουλεύουνε τη σκανδάλη….»

 41


«...Η ΑΓΑΠΗ ΘΕΛΕΙ ΦΙΛΗΜΑ ΚΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ...» «… Θα πορευτούμε τη νύχτα και ξημερώματα θ’ αράξουμε σ’ ένα μαντρί. Στείλαμε σύνδεσμο και το απόγευμα ήρθαν να μας καλωσορίσουν απ’ το χωριό. οπελιά ντυμένη τα γιορτινά της, με χαμηλωμένο το βλέμμα προσφέρει σύκα, καρύδια, ρακί. Φευγαλέες οι ματιές κρυφαγκαλιάζουν, τα ηλιοκαμένα, σφιχτοδεμένα της μπράτσα, γλιστράνε ένοχες στο λαιμό και τον κόρφο. Ήρθε κοντά, κοντανασαίνεις τη ζεστή μεθυστική ευωδιά του γυναικείου κορμιού. Κι ύστερα ένα σφίξιμο μέσα σου και δεν ξέρεις τι είναι. Κάτι σαν χαρά και πόνος και λύπη μαζί. Μερακλωμένος ο Νικολίνταγας μ’ άλλους μαζί πιασαν τ’ αντάρτικα: «… Η Ελλάς προστάζει, Μάνα πατρίδα…» Από κοντά σμίξανε οι νέοι κι οι μεγαλύτεροι χωριανοί, να τραγουδάμε μαζί μας κι αντιβούιξε η ρεματιά: «Η αγάπη θέλει φίλημα κι ο πόλεμος τραγούδια στη κεφαλή λουλούδια και φλόγα στη καρδιά κι ας έρθει ο Χάρος για να δει με τι κορμιά θα μπλέξει κι ας έρθει κι ας διαλέξει, κι ας μπει σε μαύρη γη» Ασυνήθιστοι στίχοι, για το στερημένο τον έρωτα, ασκητικό μας αντάρτικο. Λόγια για λεβεντιά, γι’ αγάπη, για θάνατο, βάλσαμο και μαχαίρι, αναταράζουνε, κάποιους κρυφούς λογισμούς. Το ακούς και στοχάζεσαι τι είναι τούτο που στέκει πάνω κι απ’ τη ζωή μας ακόμα. Αναμετράς τον εαυτό σου, αν μπορέσεις σαν έρθει η ώρα ν’ απλώσεις το χέρι να χαιρετήσεις το Χάρο, να σύρεις μαζί του την τελευταία στροφή. Δεν γνωρίζεις ακόμα πως στο μονοπάτι της ζωής ο Χάρος κι ο Έρωτας βαδίζουν αντάμα. Πως τούτη, όλο αντιφάσεις πορεία, μπολιάζει και συντηρεί τη ζωή. Ο καταπιεσμένος ερωτισμός των είκοσι χρόνων φόρεσε πανοπλία πολέμου. Το νιώθει μα δεν το ξέρει πως πίσω από την πολεμική ιαχή, την πολεμική αντρίκια μας σχέση, φοβισμένη φωλιάζει στα τρίσβαθα η ανάγκη ν’ αγαπηθείς!

42


«Μάνα πατρίδα», «Λευτεριά πανώρια κόρη…» Ιδανικά και ιδέες, σύμβολα της Ομάδας. Πάντα αχόρταγα για θυσίες και προσφορές. Και μέσα μας ενδόμυχη η προσδοκία μιας αναγνώρισης: «…Να σου μαδάν οι κορασιές λουλούδια στα μαλλάκια». Τι είναι αν όχι λόγος ερωτικός, τούτες οι αρχέγονες καταβολές για θυσία; Αυτές οι δυνάμεις που οδηγούν κάποια έντομα να πέσουν νεκρά μαζί με τον τελευταίο ερωτικό τους σπασμό! Και ίσα μ’ εμάς, τα «λογικά όντα» όταν ενεργούμε ενάντια στη «σώφρονα λογική»» και συμφωνούμε με τον ποιητή που διακηρύσσει πως «η ευτυχία βρίσκεται στο «δόσιμο χωρίς μισθό…» Μη δεν είναι βαθιά ερωτικός ο θρύλος του Ντάνκο, που ξεριζώνει και καίει την καρδιά του. Κι εκείνος του Άδωνη. Κι ο θρήνος για τον Ιησού, με όλες τις υστερικές παρακρούσεις των γυναικών για τον «Σταυρωμένο Νυμφίο» τον άντρα μπροστάρη που θυσιάζεται για την «σωτηρία ημών». «…Επάνω στα ψηλά βουνά αντάρτες επονίτες…» Ο καπετάνιος σέρνει το χορό. «Στον αγώνα στη νίκη… Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ηρωική μας ΕΠΟΝ…»

Εικονογράφηση βιβλίου. Χαρακτικό.

43


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΝΗΣ 11 Σεπτέμβρη 1944. Βγαίνοντας για ανίχνευση στο βουνό «Κατσίκα», έκανα ένα λεπτομερές σχεδιάγραμμα του οχυρωμένου γερμανικού στρατοπέδου. Με βάση το σχεδιάγραμμα, την επόμενη μέρα είχε γίνει η επιχείρηση με πάνω από είκοσι τραυματίες και νεκρούς Γερμανούς. Κατά τη μάχη τραυματίστηκα σοβαρά και στα δυο μου χέρια. «Μεταφορά τραυματία». Χαρακτικό.

«…Τους ζυγώσαμε έρποντας, και ως τα πρώτα συρματοπλέγματα…. Αγουροξυπνημένοι οι Γερμανοί πλένονται αμέριμνοι, πειράζονται, πλατσουρίζουν με τα νερά. Κάποιοι απ’ όλους θα πέσουν σε λίγο νεκροί, μα κανείς τους δεν ξέρει πως ο θάνατος παραμονεύοντας στο σκοτάδι τους έχει βάλει στο στόχαστρο… Έχω ζήσει τους Γερμανούς στο Συγκρότημα Αλατίνη. Γνώρισα «καλούς» και «κακούς». Είδα να κυλάει το δάκρυ τους πάνω σε φωτογραφία με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τον πανικό μέσα στα μάτια όσων κινούσαν για το μέτωπο της Ρωσίας. Τους έχω ακούσει να καταριούνται τον πόλεμο. Μισώ τον πόλεμο, τον Χίτλερ, την αλαζονεία, του φασισμού. Ωστόσο θα ήθελα, αν το μπορούσα, πολεμώντας το φασισμό, να μη βρισκόμουνα στην ανάγκη να σκοτώσω κανένα. Ούτε και τώρα νιώθω μίσος γι’αυτούς με τους οποίους θα αλληλοσκοτωθούμε σε λίγο. Ίσως να αποτελώ την εξαίρεση. Άλλωστε ο Γρηγοράκης μου το ’πε, πως όλοι αυτοί οι «απαράδεκτοι συναισθηματισμοί» έχουν τις ρίζες τους στη μικροαστική μου καταγωγή ….» Από το προσωπικό μου ημερολόγιο

Ο χώρος της μάχης. Στο βάθος ασπρίζουν τα απομεινάρια από τα πολυβολεία των Γερμανών. Δεξιά το βουνό «Κατσίκα».

44


ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΚΑΙ ΛΑΧΤΑΡΑ «Μετά τον τραυματισμό μου στην Κρήνη, με έχουν στεριώσει σ’ ένα μουλάρι, και μου έδωσαν δυο συνομήλικους συνοδούς να με πάνε, από ένα κακοτράχαλο δρόμο στον Βάβδο. Ποτέ μου δεν θα πίστευα ότι έχει τόσο αίμα ο άνθρωπος! Το στρατιωτικό μπουφάν, με το οποίο μου έχουνε επιδέσει τα τραύματα έχει γίνει ένας βαρύς αιμάτινος μπόγος. Κι ο πόνος όλο και πιο δυνατός αντιπαλεύει, νύστα δίψα και κούραση.... Κοντεύουμε... Κοιτάω τα σπίτια και το πράσινο του χωριού με την λαχτάρα ενός χαμένου στην έρημο που θα αντικρίσει μια όαση. Κι άξαφνα: «Συναγωνιστή γύρνα να δεις»! Κι ήτανε λες και μας βρήκε αστροπελέκι… Στη στροφή του δρόμου, ανηφορίζουν δυο Γερμανοί καβαλάρηδες! Νιώθω λιποθυμιά να σκέφτομαι, ότι η «ανάκριση» προσφέρεται να αρχίσει από τα χέρια, να τα στραμπουλάν, να εξαθρώνουν τα κόκαλα και το μόνο παρήγορο είναι ότι με τόσο αίμα που έχασα για πού δεν αντέξω. Ρωτάω τους συνοδούς μου αν έχουν σουγιά, να μου κόψουν τη λουρίδα στο μπράτσο, να τρέξει το αίμα να τελειώνω... Όμως ο νεαρός που πήγαινε πίσω μας τόσκασε κι αυτός που κρατάει τα γκέμια να με ρωτάει τι θα μας κάνουν. «Μη φοβάσαι» του λέω, «θα τους πω ότι σ’ επιστρατεύσαμε με το ζόρι». Τώρα πια οι εργάτες στις μπούκες των μεταλλείων που πριν από λίγο μας κάναν χαρές, λες κι έχουμε γίνει αόρατοι μήτε μας γνέφουν, μήτε μας χαιρετούν. Οι Γερμανοί είναι κοντά, ακούω τις οπλές, το ρουθούνισμα των αλόγων. Γύρισα το κεφάλι και να μη πιστεύω τα μάτια μου. Στα αυστριακά τους πηλήκια κεντημένα τα σήματα του ΕΛΑΣ! «Είμαι ο Φιλώτας*, ο καινούργιος σας καπετάνιος» μου λέει ο ένας, και αρχίζουν να με ρωτάνε, πως είμαι, τι έγινε. «Άσε με καπετάνιο» του λέω, «άσε με πρώτα να το καλοπιστέψω και να συνέρθω από την λαχτάρα που πήραμε...»*

*Ο Κώστας Παπαργύρης (Φιλώτας) ανέβαινε στο Λιβάδι να αναλάβει το τάγμα μας. .

45


ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΡΓΥΡΗΣ (ΦΙΛΩΤΑΣ)

Ο πρωτοκαπετάνιος του 2/31 Τάγματος Κώστας Παπαργύρης (Φιλώτας).*

Ο Κώστας Παπαργύρης (Φιλώτας)*από τον Βάβδο Χαλκιδικής, υπήρξε απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και φοιτητής της Νομικής Σχολής. Μετά τις 12 του Σεπτέμβρη ο Κ. Παπαργύρης αναλαμβάνει πρωτοκαπετάνιος στο τάγμα μας, το /31 (Τάγμα Χορτιάτη). Κατά τον Εμφύλιο ο Κ. Παπαργύρης, επικεφαλής των μονάδων του Δημοκρατικού Στρατού στη Χαλκιδική, σκοτώθηκε πολεμώντας σε μάχη.

* Ο Κώστας Παπαργύρης αδελφός της Μαρίκας Θυμιγιάννη, της μιας από τις δυο κοπέλες που κρατούσαν τα τραυματισμένα μου χέρια κατά τη διάρκεια της μεταφοράς μας από τον Βάβδο. Έχοντας σύνδεση με τα τμήματα της Χαλκιδικής υπήρξα ο κομιστής της είδησης του θανάτου, τόσο του αδελφού της Ελπινίκης Φωκίωνα όσο και του αραβωνιαστικού της, Κ. Παπαργύρη.

46


ΣΤΟ ΒΑΒΔΟ Στο Βάβδο σαν σ’ όνειρο, ο γιατρός, το πλατάνι, η βρύση με το μεγάλο χάλκινο μαστραπά... «Και βέβαια κάνει και πρέπει να πιεις. Ήρθε η Νίκη, η γραμματέας μας, της ΕΠΟΝ», ακούω να λένε οι κοπελιές και νιώθω στα λόγια τους σεβασμό και εκτίμηση. «-Είμαι η αδελφή του Φωκίωνα έχουμε γνωριστεί με θυμάσαι;» Χαμογελάει και τα μάγουλα της σχηματίζουν λακκάκια. «Θα γεμίσουμε ένα κάρο με άχυρα να μη τραντάζονται τα χέρια στη διαδρομή». «Η Αμαλία και η Μαρίκα θα έρθουν μαζί σου. Θα ειδωθούμε το απόγευμα». Θα ήθελα να έμενε ακόμα. Κλείνω τα μάτια και ξαναβλέπω τη ποδιά γυμνασίου, τα κοτσιδάκια. τα μάτια. Ευτυχώς υπάρχει το απόγευμα! …Έξω απ’ το χωριό, από την πλαγιά κατηφορίζουνε ο Φωκίωνας με τη Νίκη. Ο Φωκίωνας φοβάται να με αγκαλιάσει, μου αραδιάζει ανάκατα ευχές, χαιρετίσματα φίλων και νέα του ΒΒC. Του λέω πως δε θέλω να το μάθουν στο σπίτι, αν επιζήσω θα το φροντίσω μονάχος μου. Η Νίκη έφερε καλαθάκι με φρούτα. «Από το αμπέλι μας» λέει, «και ο γιατρός είπε πως κάνει να φας, άντε ρε, σιδερένιος, θα τα πούμε στη γειτονιά». Η φωνή του Φωκίωνα έχει ραγίσει. «Στο καλό, καλή αντάμωση». Τα μάτια της Νίκης γυαλίζουνε βουρκωμένα. Πού να το ήξερε με πόση λαχτάρα θα περίμενα εκείνη τη μέρα. Πού να το ήξερα, πόσο πόνο μας επιφυλάσσει το μέλλον. Μετά τον τραυματισμό μου στη Μάχη της Κρήνης και την μεταφορά μου προς το Χειρουργείο του ΕΛΑΣ, η πρώτη «χειρουργική» επέμβαση είχε γίνει υπαίθρια, από μαιευτήρα γιατρό, τον Μήτσου, χωρίς αναισθητικό, συναρμολογώντας και κόβοντας τις περισσευούμενες σάρκες με μια ψαλίδα ραφτάδικη, για να μου πει τελειώνοντας: «Εκεί που θα πας να σου το κόψουν αμέσως»! Όμως στη Μεγάλη Παναγιά, στο Χειρουργείο των Ανταρτών, δεν υπήρχε χειρούργος, αναισθητικό και χειρουργικά εργαλεία και ο νεαρός παθολόγος γιατρός μου το ξέκοψε: «Και με τι δηλαδή θα στο κόψω! Με το τσεκούρι; Άστο έτσι όπως είναι και βλέπουμε». Αργότερα έπαθα μόλυνση, χαροπάλεψα, αλλά αυτή τη φορά υπήρχαν ένας έμπειρος χειρούργος, χειρουργικά εργαλεία κι αιθέρας!

47


Μακρόνησος, 1949. Με τον Βαγγέλη Παντελάκο, τον καπετάνιο της Υποδειγματικής Διμοιρίας. Τον άνθρωπο που με κουβάλησε τραυματία μέσα από πολυβολισμούς, στην πλάτη του και μου έσωσε τη ζωή.

48


ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ «Με τις εκκαθαριστικές των Βουλγάρων», μας αφηγείται ο καπετάν Βαγγέλης «μας είχαν στριμώξει στον Αρκουδόλακκο , άγριο μέρος, το λέει και τ’ όνομα. Το καλό ήταν που πέσαμε σε μαντρί. Δικός μας, οργανωμένος ο τσέλιγκας. Έσφαξε κάτι τραγιά, και τα περάσαμε στη σούβλα να ψήνονται. Μοναχά που παραείναι το ντουμάνι μεγάλο μας λέει και το φοβάμαι». «Άντε, πάμε παιδιά να ρίξουμε μια ματιά», μας λέει κι ο Κίτσος γιατί δε μας βλέπω καθόλου καλά σε τούτο το διαβολότοπο. Βγήκαμε εγώ κι άλλος ένας μαζί του, και με το που ξεμυτίσαμε, πέσαμε σε περίπολο. Δυο φαντάροι κι ένας αξιωματικός με κάτι άσπρα λουλούδια στο χέρι. Τους ρίξαμε με τ’ αυτόματο, κι ακούμε τον έναν να φωνάζει ελληνικά: «Όχι, αδέρφια, μη μας σκοτώνετε, ήρθαμε να σας σώσουμε». Σταματήσαμε, μα ήταν αργά. Ο αξιωματικός κι ο ένας φαντάρος ήταν νεκροί. Ο τρίτος που μίλησε, με θρυμματισμένο το γόνατο σύρθηκε κι είχε αγκαλιάσει σφαδάζοντας το κορμί, του νεκρού ανθυπολοχαγού. «Σκοτώσατε τους καλύτερους», έλεγε μέσα απ’ τα αναφιλητά του. «Ήταν αντιφασίστες, δικοί σας...» Δεν θέλαμε να πιστέψουμε το κακό που ‘χε γίνει. «Μα γιατί, βρε παιδί μου, ρωτάει ο Κίτσος δε βγάζατε ένα άσπρο μαντήλι, να καταλάβουμε». Θα το βγάζαμε, αλλά ξέραμε πως μας παρακολουθεί με τα κιάλια, ο φασίστας ο ταγματάρχης και αντί για μαντήλι ο υπολοχαγός, μας είχε μαζέψει και κράταγε άσπρα λουλούδια». Βούρκωσαν τα μάτια μου που τους έβλεπα έτσι θερισμένους σα στάχια. Νέα παιδιά κι οι δυο τους, αμούστακα. Ο υπολοχαγός να κοιτάει τον ουρανό μ’ ορθάνοιχτα μάτια και στα μισάνοιχτα δάχτυλα τ’ απλωμένου χεριού του, πιτσιλισμένο με αίμα, το ματσάκι με τ’ άσπρα λουλούδια. Το φαντάρο τον επιδέσαμε πρόχειρα, Βασίλη τον λέγανε. «Θα ‘ρθεις μαζί μας;» τον ρώτησε ο Κίτσος. «Όχι, μπρατίμια, σε λίγο θα ’ρθουν να με πάρουν. Μόνο βιαστείτε να φύγετε απ’ το διάσελο στα μαγέρικα που θα βρείτε είναι όλοι τους μιλημένοι». Πραγματικά, περάσαμε όλοι μας πλάι στις άμαξες κι οι φαντάροι τους, ξεμάκρυναν επίτηδες, κάνοντας πως δεν μας είχανε δει..

49


«Τα άσπρα λουλούδια». Χαρακτικό.

50


ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επάνω: Θεσσαλονίκη. Γιορτάζοντας την απελευθέρωση μπροστά στην Επονίτικη Λέσχη της Καλαμαριάς. Κάτω: Επονίτικη παρέα περιοχής Ντεπώ-Καλαμαριάς σε κάποια ακρογιαλιά του Θερμαϊκού.

Στην κάτω φωτογραφία ο δεύτερος στη επάνω σειρά είναι ο Αρης Μορουχλιάδης. Στο Μπλόκο της Καλαμαριάς, που έγινε λίγο πριν την Απελευθέρωση, οι γερμανοντυμένοι του Πούλου σκότωσαν τον πατέρα και την μητέρα του Άρη. Η πρώτη στην κάτω σειρά η επονίτισα Νίτσα Βεργίδου. Τον αδελφό της Βαγγέλη, μαζί με έναν άλλον συναγωνιστή, οι ταγματασφαλίτες τους βγάλαν μισόγυμνους και τους κρεούργησαν έξω από το σπίτι τους.

51


ΝΟΣΟΚΟΚΟΜΕΙΟ ΑΝΤΑΡΤΩΝ

Γενάρης 1945. Νοσοκομείο του ΕΛΑΣ (Βίλλα Αλαττίνη). Στα αριστερά, πλάι μου, με τη στολή της εθελόντριας, η αδελφή μου Έλλη. Η Έλλη μαθαίνοντας τον τραυματισμό μου, φορτωμένη με φάρμακα, διέσχισε τον Χολομώντα, υπηρέτησε στο εκεί χειρουργείο ανταρτών και τη συνέχεια (πάντα αμισθί) τους τραυματίες αντάρτες στη Θεσσαλονίκη.

Με ανταρτοπούλες και κοπέλες της Καλαμαριάς, εθελόντριες νοσοκόμες και τον γιατρό Πέτρο Καστρινό.

52


ΥΠΟ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ «Μη διστάζετε να ενεργείτε σαν να είσθε εις κατακτηθείσα πόλιν…» Ουίνστον Τσώρτσιλ

Τριάς Ομοούσιος: Ο Τσώρτσιλ, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (που έχει ορκίσει τις τρεις δωσίλογες κυβερνήσεις) και ο Διοικητής των αγγλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, Σκόμπι.

«… Στο νοσοκομείο των ανταρτών, τα όσα μαθαίναμε για το μακελειό του Δεκέμβρη είχαν γεμίσει τις καρδιές μας θυμό και πίκρα, τι ήμασταν οι πιο πολλοί από μας ανήμποροι να ξαναπιάσουμε το όπλο…» «… Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ (τον Δεκέμβρη του 1944) τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων και απόφαση δική μου… Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000… Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε, αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως Σπαής, Υπουργός Στρατιωτικών της κυβέρνησης Παπανδρέου.

ΕΣΤΙ ΔΙΚΗΣ (ΔΩΣΙΛΟΓΩΝ) ΟΦΘΑΛΜΟΣ Μη γνώτο η δεξιά, τι ποιεί η αριστερά. Γελοιογραφία εποχής του Φωκίωνα Δημητριάδη.

53


ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Από τη Συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι το Μάρτη του 1946 διαπράχτηκαν:1.289 δολοφονίες, 6.671 τραυματισμοί, 31.662 βασανισμοί, 18.767 λεηλασίες και φυλακίσεις, 84.931 συλλήψεις, 509 απόπειρες φόνου, 265 βιασμοί. Ο Μονόπλευρος Εμφύλιος έχει αρχίσει!

Γελοιογραφία του Φωκίωνα Δημητριάδη

54


ME «ΣΥΜΜΑΧΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ» Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, όσοι βαριά τραυματίες του ΕΛΑΣ είχαμε απομείνει στην πόλη, μεταφερθήκαμε στο τότε Κεντρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (νυν Γεννηματά). Στην πύλη του νοσοκομείου οι Εγγλέζοι είχανε βάλει φρουρά από ψηλόσωμους Ινδούς με σαρίκια και τους μικρόσωμους Γκούρκας με τα πλατύγυρα καπέλα και τις πλατιές κυρτές τους μαχαίρες – να μη ξεχνάμε ότι διαβιούμε υπό Βρετανική Κατοχή! Κατά τα άλλα, οι σχέσεις μας με τους «αμίκο»*, όπως προσφωνούμε ο ένας τον άλλο, είναι πολύ φιλικές και αμοιβαία η αντιπάθεια για τους «αυτοκρατορικούς» μας «προστάτες». Λίγα μέτρα πιο μακριά από το θάλαμο τραυματιών του ΕΛΑΣ φιλοξενείται στο κρεβάτι του πόνου ο κάθε άλλο παρά ετοιμοθάνατος και λαλίστατος, όσον αφορά τις αποκαλύψεις για τις «κορυφές» της δοσίλογης κοινωνικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, «αιμοσταγής Δάγκουλας», ο οποίος «εν μια νυκτί» με τη βοήθεια μιας ένεσης, θα «υποκύψει στα τραύματα του»!

Θεσσαλονίκη, 1945. Στο προαύλιο του νοσοκομείου «Κεντρικό» με τον φρουρό Ινδό της φρουράς. * Το «αμίκο» το έφεραν οι Ινδοί από την Ιταλία, όπου υπηρετούσαν πριν έρθουν στην Ελλάδα και στα ιταλικά σημαίνει «φίλος».

55


ΜΙΑ «ΑΛΛΗ ΠΑΤΡΙΔΑ» Τον Φλεβάρη του 1945, συνοδεύοντας το φέρετρο με νεκρό- ΕΛΑΣίτη, είχα κάνει την πρώτη μου έξοδο. Η νεκρώσιμη πομπή πορευόταν από τη Λεωφόρο Στρατού. Ο χώρος του Γ΄ Σώματος Στρατού αναδεύει μέσα μου μνήμες της σύντομης μαθητικής μου ζωής. Εδώ, κάνοντας χρήση του γυμνασιακού μου «πάσο» του τραμ, ερχόμουνα να περιεργαστώ τα κανόνια και να διαβάσω, γεμάτος εθνική περηφάνια, τα χαραγμένα στον οβελίσκο ονόματα σταθμούς της πολεμικής ιστορίας του τόπου. Κι αργότερα, τον πρώτο μήνα της Κατοχής, και πάλι ερχόμουν τα βράδια να συνοδέψω την αδελφή μου, που υπηρετούσε ως εθελόντρια στο στρατόπεδο με Έλληνες αιχμαλώτους. Μπροστά στο Ηρώο, πάνοπλοι Ριμινίτες*, σε «θέση μάχης», ουρλιάζοντας, οπλίζουν και στρέφουν το πολυβόλο απάνω μας: «Συναγωνιστές, προχωράτε, μην απαντάτε στην πρόκληση!» Είμαι από τους τελευταίους κι έχω τα δυο μου χέρια δεμένα, σε νάρθηκα. Οι Ριμινίτες ορμάνε, με χτυπάνε στο πρόσωπο κι αρπάζουν το δίκοχο με το ελασίτικο σήμα. Νεαρός ανθυπολοχαγός έχει ακουμπήσει στο στήθος μου το «τόμιγκαν» κι έχουμε σμίξει φάτσα με φάτσα. «Πίσω, κομμούνα! Θα ρίξω!» «Ρίξε, αντράκι, του λέω. Τι κάθεσαι;» «Επέσατε θύματα, αδέρφια, εσείς…», ακούστηκε από τη φάλαγγα. Τον παραμερίζω και προχωρώ να σμίξω με τους άλλους. Κι έχω βουρκώσει, όλο πίκρα και οργή με την «άλλη πατρίδα», τη «μητριά».

* Πραιτωριανή στρατιωτική μονάδα μοναρχικών.

56


ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΕΠΩ

Με τους Επονίτες της γειτονιάς σε εκδρομή στο Πανόραμα (Αρσακλή).

Οι γειτονιές και η ευρύτερη περιοχή του Ντεπώ είχε πληρώσει βαρύ φόρο αίματος προσπαθώντας ν’ αντισταθεί στην καινούργια Βρετανική Κατοχή. Οι σφαγείς συνεργάτες των Γερμανών πρόθυμοι να υπηρετήσουν τα καινούργια αφεντικά με περίσσιο ζήλο αίματοκύλησαν τη χώρα εξωθώντας σε Εμφύλιο. Αδέλφια. Οι νέοι ταγματαλήτες πλαισιωμένοι με τις γνωστές εγκληματικές φυσιογνωμίες των εκτελεστικών αποσπασμάτων του Δάγκουλα, Βανίτα, Κωνσταντινίδη, Πολύβιου, με την προστασία των Εγγλέζικων όπλων άρχισαν να βάφουν τα πεζοδρόμια με το αίμα των ηρωικών αγωνιστών του Ελληνικού λαού…. Προκύρηξη του ΕΑΜ

57


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ (Ο ΤΟΛΙΑΣ)

Αριστερά: με τους Επονίτες της γειτονιάς. (κρύβω τα χτυπημένα μου χέρια). Δεξιά στη φωτογραφία (όρθιος) ο Πασχάλης Πασχαλίδης, ο Τόλιας, Ο Τόλιας σε λίγο θα στρατευθεί στις μαχητικές ομάδες της Αυτοάμυνας, θα συλληφθεί τραυματίας σε μάχη, θα περάσει στρατοδικείο και θα εκτελεστεί στα δεκαεφτά του χρόνια.

Ο Τόλιας, (δεξιά) ακούει την απόφαση του Στρατοδικείου.

«…Με τη Λευτεριά να σηματοδοτεί την κάθε πράξη, ξεπερνώντας ακόμα και τη ζεστή νεανική σάρκα που έπαλλε από ζωντάνια, χαρά, όνειρα και δίψα για τη ζωή…Αναμετρήσεις καθημερινές με το θάνατο…με μόλις το χνούδι να χρυσίζει στο επάνω χείλος τους δρασκέλισαν σταθερά, συνειδητά στην άλλη όχθη, που κυλάει τα μαύρα νερά του ο Άραχθος….» Ευγενία Ζωγράφου

58


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΔΩΡΑΣ ΠΑΡΑΘΥΡΑ Η Δώρα Παραθυρά (αδελφή των εκτελεσμένων από τους γερμανοντυμένους ταγματασφαλίτες Μιλτιάδη και από το κράτος της δεξιάς Ρήγα Παραθυρά μας λέει: «Ο Γιάννης Κόκκαλος, που τον καμαρώναμε για την ομορφιά και το ήθος του, κυνηγημένος από τους συνεργάτες των Γερμανών βγήκε και πάλι στο δεύτερο αντάρτικο και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος και γερμανοντυμένος στην Κατοχή Λεφτέρης Καλαϊτζής, τον πέρασε δεμένο από το σπίτι και φώναξε τη μάνα του: «Έβγα, κυρά Αννέτα, να καμαρώσεις το γιό σου». Βγήκε εκείνη και τους ρώταγε κλαίγοντας πού τον πάνε. «Μην στενοχωριέσαι, κυρά Αννέτα», της λέει ο Καλαϊτζής, «τον πάμε εδώ κοντά και σου δίνω το λόγο μου ότι θα σου τον φέρω πίσω». Επήγανε τον Γιάννη στον Αϊ-Νικόλα τον Σέλιο, τον έδεσαν στο δένδρο, τον βασάνισαν άγρια και του έκοψαν το κεφάλι. Στην επιστροφή ξαναπέρασαν απ’ το σπίτι του Γιάννη. «Πού είναι ο γιος μου;», τους ρωτάει η μάνα του. «Εμείς δεν είμαστε συμμορίτες, κυρά Αννέτα, δεν είμαστε κομουνιστές, είμαστε εθνικόφρονες και κρατάμε το λόγο μας», της απαντάει ο Καλαϊτζής. «Σου υποσχέθηκα να φέρω πίσω το γιο σου και σου τον έφερα» και βγάζει από το ντορβά το κεφάλι του Γιάννη… Συνήθως τα κομμένα κεφάλια τα έβγαζαν στην πλατεία του Πολυγύρου, όμως το κεφάλι του Γιάννη το πέταξαν στο νεκροταφείο. Πήγανε κάποια φορά οι συγγενείς του Γιάννη, θάψανε το κεφάλι και δυο φορές συνέχεια το ξέθαβαν και το πέταγαν από το μνήμα οι άλλοι. Όσο αφορά τη μητέρα του Γιάννη, για μια ζωή δε μπόρεσε να ξαναβρεί το σαλεμένο της λογικό.

59


ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΗ ΘΑΝΑΤΩΣΗ

Η φωτογραφία τραβήχτηκε λίγη ώρα προτού ο Παπαγεωργίου οδηγηθεί στον Κάκαβο και θανατωθεί με φρικτά βασανιστήρια.

Μετά το φόνο του Κώστα Παπαργύρη, επικεφαλής των μονάδων του Δημοκρατικού Στρατού της Χαλκιδικής ανέλαβε ο παλαίμαχος ήρωας του Ελ Αλαμέιν Παπαγεωργίου (στο κέντρο με το άσπρο πουκάμισο). Μετά τη σύλληψή του και τη φωτογραφία που έβγαλαν, θα τον μεταφέρουν στο Κάκαβο, όπου τον βασάνισαν και τον σκότωσαν. Στην ίδια φωτογραφία και ο Λάκης Ζαχαριάδης (δίπλα του), πολιτικός επίτροπος ταξιαρχίας του Δ.Σ.Ε. που πιάστηκε τραυματίας και τον κρέμασαν στην Αρναία.

60


ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥΣ ΑΦΕΝΤΕΣ

Συμβουλεύοντας και οργανώνοντας

ΧΑΛΚΙΔΙΚH 1945. ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΩΝ «ΣΥΜΜΑΧΩΝ»

Εκτελώντας εντολές

61


ΜΕ ΤΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ «ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗΣ»

«…Παρόμοιον φρικιαστικόν τέλος αναμένει όσους μωρούς θα επιμείνουν απ’ εδώ και εμπρός να ορθώνουν το μικρόν τους ανάστημα εναντίον του Κράτους…» Από λεζάντα εφημερίδας της εποχής

«…Σήμερον συμβιβασμός με τους κομουνιστάς και τους συνοδοιπόρους δεν χωρεί…» Ο «Ελέω Θεού» Βασιλεύς Παύλος. Και το «κυνήγι των μαγισσών» έχει αρχίσει!

62


ΟΙ ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΙ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Επίσκεψη του Βασιλικού ζεύγους. Ο ερχομός της Φρειδερίκης προάγγελος ενός νέου κύκλου αίματος.

Για να πιστοποιηθεί η εθνικόφρωνα πίστη προς Βασιλέα, Θρησκεία και Οικογένεια. Ο φακός απαθανάτισε σε δύο φάσεις τον αποκεφαλισμό τραυματία αντιφρονούντα.. Στην πρώτη φωτογραφία, ο τραυματίας προσπαθεί να αμυνθεί. Στη δεύτερη, η πράξη του αποκεφαλισμού (Φωτογραφία από το αρχείο του Χρ. Παραθυρά).

63


1946 ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΕΠΩ

Αριστερά: Αρχές 1946. Η μητέρα και η αδελφή στην αυλή του σπιτιού μας. Το πρώτο εξάμηνο του 1946, για την οικογένειά μας είναι το πιο ήρεμο της μετακατοχικής περιόδου (αν βέβαια εξαιρέσει κανείς τους ξυλοδαρμούς μου)... Με το ξέσπασμα του Εμφυλίου μετέχω σε μαχητική τριάδα της «Στενής Αυτοάμυνας». Στη δίπλα φωτογραφία, από τις σπάνιες περιπτώσεις που φοράω γραβάτα, το περισσότερο, για να παραπλανώ με το γραβατωμένο σουλούπι. τους ασφαλίτες. Κάτω: Μετά την απόλυσή μου από την Ασφάλεια. Γιορτάζουμε την επιστροφή στη ζωή. Είναι η τελευταία φωτογραφία με τον πατέρα. Δεξιά: Δυο από τα δημοσιεύματα για τις απανωτές κακοποιήσεις

64


ΑΝΤΡΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΩΝ

Το μισοκατεστραμένο αρχοντικό στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, όπου στεγάστηκε το Α΄ Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής Ντεπώ. Στα υπόγεια του βασανίστηκαν δεκάδες αγωνιστές και στη συνέχεια στάλθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Στο πρώτο πλάνο η μπετονένια σκοπιά που χτίστηκε μετά το ρίξιμο της χειροβομβίδας από τη μαχητική τριάδα της Στενής Αυτοάμυνας από το παράθυρο αριστερά. (Η χειροβομβίδα κύλησε κάτω από το γραφείο του «Κομμουνιστοφάγου Διοικητή» και… δεν εξεράγη!)*

«...Ο Ερύνης η «αγριόφατσα» ήρθε κοντά μου τρίζει τα δόντια και σουρηχτά μουρμουράει σαν φίδι: «Σ’ έχουνε στα όπα-όπα, ρε πούστη... Έννοια σου, τελατίνι θα γίνεις στα χέρια μου. Θα με παρακαλάς, βρε καριόλη και θα ζηλέψεις τα μαρτύρια του Χριστού». Σφίγγω τα χέρια να συγκρατήσω το τρέμουλο και το έχει προσέξει.... «Μπα, μου το κρύωσαν! Θα σου βράσω αυγουλάκια να ζεσταθείς, καυτά, καυτά για τις μασχάλες και καλαμάκια, στα νύχια». Ή μήπως γουστάρεις «στεφάνι». Θα στο βιδώνω αργά-αργά, να ακούς το κεφάλι σου να τρίζει σαν καρπούζι του Καβαλάρ. Όσο να πεταχτούνε τα μάτια στο κούτελο... Πόσο θ’ αντέξεις ρε πούστιγ, Πόσο μπορεί να τ’ αντέξει ο άνθρωπος...». * Για το ρίξιμο της χειροβομβίδας και τη συμμετοχή μου στη «Στενή Αυτοάμυνα», το 1951, μου κοινοποίησαν στο στρατόπεδο του Αϊ-Στράτη την παραπομπή μου στο Στρατοδικείο. Μάρτυρες κατηγορίας οι δυο συμμαχητές της «τριάδας» και συγκατηγορούμενος μου, ο Νικηφόρος Καλλίνικος, ο «Δάσκαλος».

65


ΣΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ

Στο σπιτάκι στη διάρκεια της Κατοχής λειτουργούσε πολύγραφος και έκρυβε ένα μικρό οπλοστάσιο. Εδώ μεθοδεύτηκε η φυγάδευση Ρώσων αιχμαλώτων και στη διάρκεια του Εμφυλίου έκρυβε μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού.

Τέλη Δεκέμβρη του 1946, στην περιοχή του Χορτιάτη μια ομάδα άοπλων καταδιωκόμενων φίλων μου χτυπήθηκε από το απόσπασμα του Α′ Αστυνομικού Τμήματος με επικεφαλής το μοίραρχο Παπατσώρη. Από τις ριπές τραυματίστηκαν ο Φωκίων Βετλής, ο Σπύρος Κομνηνός και η Σοφία. Οι δυο πρώτοι βασανίστηκαν άγρια και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Η Σοφία αυτοκτόνησε με το μοναδικό τους περίστροφο, ενώ άλλοι τρεις κατάφεραν να διαφύγουν. Τον ένα απ’ αυτούς, το Λευτέρη, (συμπολεμιστή μου και φίλο) η μάνα μου προθυμοποιήθηκε να τον κρύψει στο σπίτι μας κάτι που μπορούσε να οδηγήσει όλους μας στο απόσπασμα. Όταν μάλιστα της είπα να το σκεφτεί, με αποστόμωσε λέγοντας : «Έχεις δίκιο, αλλά αν τον πιάσουν θα τον σκοτώσουν». Και καλά ο πατέρας και η Έλλη αλλά η μάνα με τον καταλυτικό της σκεπτικισμό! Η μάνα που έχει φυλαγμένη με τους αγίους τη φωτογραφία του Τσάρεβιτς που είχαν εκτελέσει οι μπολσεβίκοι και δεν παρέλειπε να το λέει ότι δεν είναι «Κομμουνιστός». Να μπόραγα να την σφίξω επάνω μου , να την γεμίσω φιλιά και μένω με τα χέρια πεσμένα μπροστά σ’ εκείνο το απροσπέλαστο βλέμμα της.* *Στο βιβλίο μου «Έντεκα μέρες και τρεις χρονιές του Εμφυλίου», περιγράφω τα σχετικά γεγονότα, και επώνυμα τους βασανιστές και τα βασανιστήρια.

66


«Καρφωτούς» ιστοράει ο Λευτέρης «μας κύκλωσαν ξημερώματα, άοπλους μέσα στη λούφα κι άρχισαν να γαζώνουν με τα αυτόματα. Πρώτο σκότωσαν τον Λιβαδιώτη, το σύνδεσμο. Μετά λάβωσαν τον Κομνηνό στα ποδάρια και τον Φωκίωνα. Τους έσυραν έξω και τους χτύπαγαν… κι ύστερα τους αποτελείωσαν» Ο Λευτέρης σταμάτησε για λίγο κοντανασαίνοντας, σαν να πνιγόταν. Σφίγγομαι κρατιέμαι καταπίνοντας τον λυγμό μη ξεσπάσω, γυρίζω αλλού το κεφάλι να σκουπίσω το δάκρυ. Και τώρα πως της το λένε, πως θα το αντέξει η Ελπινίκη, η αδελφή του Φωκίωνα. Ασάλευτη με μάτια στεγνά με άκουγε η Ελπινίκη. «Το κατάλαβα», είπε, «όταν με ειδοποίησαν ότι θες να με δεις». Τη συνόδεψα σπίτι της κι ύστερα πήρα τα κακοφωτισμένα δρομάκια, έτσι να περπατήσω. «Δεν μπορεί» κάτι έλεγε μέσα μου «θα τον αντικρίσω και πάλι να περιμένει, όπως πάντα, στη γωνιά της Θερμοπυλών». Κι άλλαξα δρόμο μη δεν τον δω και πονέσω. Πριν πέσω για ύπνο ακούω τη μάνα να παρακαλάει στη προσευχή της: «Μάνα κι εσύ Μεγαλόχαρη που ξεγέλασες τους αντίχριστους του Ηρώδη, τους διώκτες του γιου σου, βόηθα τους να ξεφύγουν, λυπήσου τα νιάτα τους». Προτού φύγει παρήγγειλα του Λευτέρη να πει του Γρηγόρη πως πιάσαν τον Δάσκαλο, κι ας έχουν το νου τους». Στην προσπάθεια να «ανέβει επάνω» πιάστηκε ο Λευτέρης, δεν μπόρεσε να αντέξει το βασανιστήριο και τους είπε πως γνώριζα ποιος είναι και που βρίσκεται ο Δάσκαλος.*

* «Δάσκαλος: το ψευδώνυμο του Νικηφόρου Καλλίνικου. Με τον Νικηφόρο δεν ξαναβρεθήκαμε άλλο. Τον είχαν πιάσει κι εκείνον αλλά τον απέλυσαν, όπως είχαμε μάθει με την μεσολάβηση του θείου του μητροπολίτη Καλλίνικου Ο Νικηφόρος πολέμησε με τον βαθμό του ταγματάρχη του Δημοκρατικού Στρατού και πέθανε σαν πολιτικός πρόσφυγας.

67


ΣΟΦΙΑ «Εμείς οι άλλοι», συνέχισε ο Λευτέρης, «τραβηχτήκαμε πίσω από κάτι πουρνάρια. Μαζί μας και η Τουμπιώτισα, η Σοφία την ξέρεις. Την πήρε ριπή και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Έβγαλε το περίστροφο, το μόνο όπλο που είχαμε. «Δεν θέλω», μας είπε, «να πέσω στα χέρια τους ζωντανή». Με φώναξε και πήγα κοντά της. «Λευτέρη», ψιθύρισε, «μόλις ρίξω κατηφορίστε τη ρεματιά, κι αν γλιτώσετε και δεις τα παιδιά, πες τους πως έγινε». Μας χαιρέτισε έναν- έναν κι έτοιμοι εμείς, ακούγαμε το κλικ της σκανδάλης, μια, δυο, σαν να μας κάρφωνε, όσο που πήρε φωτιά με την τρίτη. Ξαφνιάστηκαν οι μπασκίνες. Δεν το περίμεναν. Βρήκαμε κι εμείς ευκαιρία και ξεγλιστρήσαμε. Βλέπεις ο καριόλης που μας κατέδωσε τους είχε πει πως δεν είχαμε όπλο». Πριν λίγους μήνες Σοφία, νυχτιάτικα, στου Καλού τον μπαξέ, κοριτσάκι ακόμα σε κοιτούσα που είχες βγάλει το «σιδερικό», έτσι λέγαμε, το σκούπισες και το ξαναέκρυψες μεσ’ τον κόρφο σου. Το καινούργιο παιχνίδι της σκέφτηκα και θυμήθηκα πόσο καμάρωνα όταν είχα πρωτοπιάσει όπλο στ’ αντάρτικο. Άραγες τι να σκεφτόσουν Σοφία τα τελευταία λεπτά. Βιαζόσουν μην παραλύσουν τα χέρια και σε προλάβουνε ζωντανή; Τρεις φορές τη σκανδάλη! Ναι... Να μπορείς τρεις φορές να «πεθάνεις», για να επιζήσουνε άλλοι!



68


ΦΩΚΙΩΝ ΒΕΤΛΗΣ Τον είχα γνωρίσει, στους Γερμανικούς φούρνους. Μαζί στη παράνομη οργάνωση του Ντεπώ και στ’ αντάρτικο, στα βουνά της Χαλκιδικής. Τον θυμάμαι λαχανιασμένο να έχει δρασκελίσει βουνά, να με προλάβει τραυματία στο Βάβδο. Αλλά και τις τελευταίες κουβέντες πριν φύγει για το καινούργιο αντάρτικο: «Τουλάχιστον να μπορείς να πεθάνεις με τ’ όπλο στο χέρι...» μου είπε. «Κι όσοι απομένουμε για τις ανάγκες της πόλης» του απάντησα, «θα περιμένουμε τη σειρά μας, σαν τα σφαχτάρια», και γελάσαμε με το «αστείο». Ο Φωκίων στάθηκε παλικάρι και φίλος με όλη τη σημασία που είχαν οι λέξεις εκείνα τα χρόνια, και δεν το λες

τώρα που είναι νεκρός. Βέβαια με πείραζε κάπως, μπορεί και να ζήλευα, την άνεση και τις επιτυχίες που είχε με τις κοπέλες.

Θυμάμαι μετά την απελευθέρωση, σε ένα από τα παρτάκια που κάναμε να κάθομαι στη γωνιά κρύβοντας τα σακατεμένα μου χέρια. Να τον κοιτώ να χορεύει αλλάζοντας ντάμες και να μου πετάει μπηχτές: «Πάρε και καμιά γιαγιά να χορέψετε»! Είναι που του το πρόλαβε η Βούλα. Το προηγούμενο βράδυ είχα βγει μαζί της να γράψουμε συνθήματα για αποχή από τις εκλογές και πέσαμε σε περίπολο. Κρύψαμε μπογιές και το παίζαμε ζευγαράκι. Ωραία κοπέλα η Βούλα! Κι όλο ψιθύριζε: «Φίλα με, σφίξε με, γίνε πιο φυσικός μη μας πάρουν χαμπάρι». Και την επομένη τα μαρτύρησε του Φωκίωνα λέγοντας: «ήτανε σαν να φίλαγε τη γιαγιά του.

69


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΜΝΗΝΏΝ

Αριστερά: Σπύρος Κομνηνός γείτονάς μας. Πιάστηκε άοπλος το 1946 στο Χορτιάτη. Βασανίστηκε και εκτελέστηκε από το απόσπασμα του μοίραρχου Παπατσώρη. Δεξιά: ο Κομνηνός Αντρέας, γεωπόνος και ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο Γράμμο.

Οικογένεια του απόστρατου ταγματάρχη χωροφυλακής Β. Κομνηνού, (από το Άστρος της Κυνουρίας), ο οποίος με την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα είχε προσανατολίσει όλη την οικογένεια του σε πατριωτική αγωνιστική δράση. Τη γυναίκα του Μαρία (δασκάλα), τα τρία αγόρια του, Σπύρο, Αντρέα και Γιώργο και τα δυο κορίτσια Ματίνα και Λέλα, που είχαν προσφέρει πολλά στη διάρκεια της Αντίστασης και του Εμφυλίου! «…Άργησε εκείνο το βράδυ να με πάρει ο ύπνος. Ο Λευτέρης όλη νύχτα στριφογύριζε και βογγούσε… Κλείνω τα μάτια και νάτοι πάλι μπροστά μου. Ο Φωκίων και ο Σπύρος! Λασπωμένοι, αιμόφυρτοι να σφαδάζουν με τις τελευταίες βολές. Ο Παπατσώρης ανάβει τσιγάρο… Τους κλωτσάν, τους πατάν με τις αρβύλες στο πρόσωπο, μήπως και σαλέψει κανένας…»

70


ΣΤΟ ΔΟΚΑΝΟ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Τρεις μέρες μετά την αναχώρηση του Λευτέρη, ο οποίος δεν άντεξε το βασανιστήριο και ομολόγησε που βρίσκεται ο «δάσκαλος». Με συνέλαβαν, με βασάνισαν στο Α΄ Αστυνομικό Τμήμα του Ντεπώ και την τρίτη μέρα με μετέφεραν στην Ειδική Ασφάλεια στη Λεωφόρο Στρατού. Η δοκιμή του καινούργιου βασανιστηρίου της «Πενικιλίνης» (όπως κατ’ ευφημισμό το ονόμασαν), είχε γίνει στον τέταρτο όροφο της Γενικής Ασφάλειας στην οδό Πολωνίας. Οι βασανιστές πρέπει να ανησύχησαν που είχα αργήσει να ξαναβρώ τις αισθήσεις και όταν συνήλθα άκουσα τον Ειρήνη που έξαλλος φώναζε του «γιατρού»: «Να χέσω την επιστήμη σου. Αν τα τινάξει τώρα με τους ΟΗΕδες στα πόδια μας, εγώ θα φορτωθώ την ευθύνη…» Να μετράς τις μέρες που σου απομείνανε, μου είχε πει ο Παπατσώρης, την τελευταία φορά που με είδε (λιγότερες από δέκα ως την εκτέλεση). Το τελευταίο μου πρωινό το φαντάζομαι κρύο και βροχερό. Η πορτάρα της φυλακής, ο παπάς, ο Βασιλικός Επίτροπος, το απόσπασμα κι ένα αύριο όπου δεν θα είναι για μένα. Έχω ζήσει το θάνατο, κατοχή, παρανομία, αντάρτικο και με είχε πείσει ο πατέρας που έλεγε «πως ο θάνατος δεν είναι παρά το σμίξιμο με τη «Μάνα μας Φύση» και ότι όπου υπάρχει εκείνος δεν υπάρχουμε εμείς». Κι ωστόσο όταν η ζωή των είκοσι χρόνων κοχλάζει στο στήθος δεν είναι εύκολο να δεχθείς «λογικές».



71


ΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ Μέχρι πριν από λίγο ακόμα, πολεμώντας να κρατήσεις το στόμα κλειστό, ένιωθες μαχητής στην πιο κρίσιμη φάση μιας προσωπικής αναμέτρησης. Και ήταν στιγμές πού είχες νιώσει σύμμαχό σου το θάνατο. Και τώρα νιώθεις αφοπλισμένος κι ανήμπορος, μπροστά σε δυνάμεις απρόσιτες στην προσωπική σου παρέμβαση, που προδιαγράφουν τη μοίρα σου. Ως και ο Χάρος έχει πάρει την άχαρη όψη μιας τυφλής, αδυσώπητης μηχανής, που κινήσανε επάνω σου. Το τελευταίο μου πρωινό το φαντάζομαι κρύο και βροχερό. Ανοίγει η πορτάρα της φυλακής. Ο παπάς, ο βασιλικός επίτροπος, το απόσπασμα. Και να επαναλαμβάνεται η ίδια η σκηνή, λες και την έχουν γυρίσει ταινία. Έχω ζήσει το θάνατο. Κατοχή, παρανομία, αντάρτικο κι έγιναν πίστη μου τα όσα μου είχε πει κατά καιρούς ο πατέρας. “Ο θάνατος”, τον θυμάμαι να λέει, “είναι απλώς, το ξανασμίξιμο μας με τη Μάνα μας Φύση. Κι ότι είναι θαυμάσιο”, να μπορείς ν’ αγαπάς στη ζωή σου κάτι, πιο πολύ κι από τη ζωή σου ακόμα. Όμως τούτες τις ώρες, προτού δρασκελίσεις το σύνορο της ζωής, αυτή η “αλήθεια” φαντάζει λιγότερο ακλόνητη. Και βέβαια γνωρίζω τον τρόπο να κρατηθώ στη ζωή. Ο Νικηφόρος, ο Μιχάλης, ο Φάνης. Κάποιος απ’ όλους κι ίσως κι οι τρεις τους, να πεθάνουν στη θέση μου. Η μητέρα του Φάνη θα έχει φορέσει τα μαύρα. Θ’ αντικριστούμε στο δρόμο. Έτσι ψηλή και περήφανη στον καημό της, θα με κοιτάξει για λίγο αμίλητη και θα με φτύσει. Η φτυσιά της μου καίει το μάγουλο. Ανοίγω τα μάτια να διώξω τον εφιάλτη. Και νιώθω αδύναμος να μπορώ να τ’αντέξω.

Το πίσω μέρος των φυλακών του Γεντί Κουλέ (Επταπυργίου) υπήρξε «συνήθης τόπος των εκτελέσεων». *Δεν γνωρίζω ακόμα ότι ο Λευτέρης μαθαίνοντας ότι δεν «έσπασα» στο βασανιστήριο, ανακάλεσε τα όσα είπε σε βάρος μου, λέγοντας ότι τα είπε για να γλιτώσει τα απόσπασμα.

72


ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ Ο Γρηγόρης Ελευθεριάδης, παλαίμαχος του κινήματος, υπήρξε μετά την απελευθέρωση Γραμματέας της Κομματικής μας οργάνωσης, του Ντεπώ. Τον χειμώνα του 1943, ο Γρηγόρης ήταν ο κεντρικός ομιλητής σε κομματική παράνομη σύναξη σ’ ένα σπιτάκι της Τούμπας, όπου και πρωτομπήκα στο Κίνημα. Τον θυμάμαι, σαν καθοδηγητή μας αλλά και σαν φίλο, πηγαίνοντας για κουβέντα στο μαγαζάκι, μανάβικο που είχε στη Βασιλίσσης Όλγας και Μαρτίου, (που παραμένει σαν κτίσμα έως σήμερα) Τον θυμάμαι να μας υποδέχεται με χαμόγελο, κάπως ασκητικός στην εμφάνιση, πράος και γλυκομίλητος.

«Επέσατε θύματα, αδέρφια εσείς, σε άνιση μάχη κι αγώνα…» Χαρακτικό του 1952.

73


ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ Κούλα Ελευθεριάδου. Η πρώτη επονίτισα που εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη στα 22 της χρόνια. Για την τελευταία μέρα της Κούλας θα μου μιλήσει η συντρόφισσά μας και συγκρατούμενη της τότε Μαρίκα Θυμιογιάννη.* «Ύστερα από καιρό», θα μας πει, «καταφέραμε να περάσουμε ένα γράμμα του καλού της στη φυλακή. Το διάβαζε εκείνη και ήταν χαρούμενη όλη τη μέρα. Το βραδάκι είχε ζητήσει και της ζεστάναμε νερό να λουστεί. Λουζόταν η Κούλα και τραγουδούσε. Εμείς να μη μπορούμε να συγκρατήσουμε το λυγμό και το δάκρυ και κείνη χτενίζοντας τα μαλλιά της, κι είχε μακριά ωραία μαλλιά, να μας λέει γελώντας: Τι κλαίτε, μωρέ; πήρα το γράμμα και είμαι χαρούμενη. Αύριο είναι η μέρα μου και θέλω να με βρει ωραία ο Χάρος!» «...Αγαπημένες μου.. .Μην κλαίτε για τον χαμό μου, δεν χάθηκα. Πότισα κι εγώ με το αίμα μου το δέντρο της Εθνικής Ανεξαρτησίας , της Λαϊκής Ενότητας και της Λευτεριάς... των ιδανικών που μου έδωσαν την μεγάλη τιμή να πεθάνω για αυτά. Εσύ αγαπημένη μου αδελφούλα Έφη, στέριωσε γερά τα πόδια σου στο έδαφος που πατάς, ακολούθησε τον δρόμο που άνοιξαν χιλιάδες ήρωες...Σου αφήνω το ρολόι μου για να με θυμάσαι για πάντα. Πολλά πολλά φιλιά Κούλα»** * Από το στερνό γράμμα της Κούλας. ** Η Μαρίκα Θυμιογιάννη αδελφή του πρωτοκαπετάνιου μας, του Τάγματος Χορτιάτη, Κώστα Παπαργύρη (Φιλώτα) που μαζί με την Αμαλία ταλαιπωρήθηκαν κατά τη μεταφορά μου κρατώντας τα τραυματισμένα μου χέρια. Οι δυο κοπέλες έχουν γράψει τις τελευταίες σελίδες στο ημερολόγιο που κρατούσα, το έραψαν σε πανί και μου το κρέμασαν στο λαιμό.

74


Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ Από το φίλο και συγκρατούμενό μου, της εξορίας Νίκο Ζαχόπουλο (που παραβρέθηκε εκεί σαν δημοσιογράφος εφημερίδας) θα πρωτακούσω την περιγραφή της εκτέλεσης : Οι πρώτες εκτελέσεις έχουν γίνει στο μικρό νεκροταφείο του συνοικισμού όπου από πριν είχαν ανοίξει τους τάφους. Οι αρχές θέλησαν να προσδώσουν στην εκτέλεση επίσημο, συμβολικό χαρακτήρα και είχαν καλέσει εκπροσώπους του τύπου. Μαζί με την Κούλα Ελευθεριάδου θα εκτελούσαν και τον συνεπώνυμό της Γρηγόρη Ελευθεριάδη. Τους έφεραν και τους έστησαν με τις πλάτες προς τους νιόσκαφτους τάφους. Στους παραβρισκόμενους μίλησε η Κούλα. Για τα ιδανικά μας, τους ξένους που μεθόδεψαν το διχασμό, το αίμα που χύνεται άδικα και αποτεινόμενη στο απόσπασμα, είπε: «Είσαστε παιδιά του λαού και δεν έχουμε τίποτε να μοιράσουμε. Κάντε ότι είστε υποχρεωμένοι να κάνετε» και τελειώνοντας ευχήθηκε να είναι το αίμα τους το τελευταίο, που χύνεται. Μονάχα που όταν έπεσε η μπαταριά, κανένα από τα φανταράκια δεν είχε πυροβολήσει την Κούλα και πέφτοντας ο Γρηγόρης, την παρέσυρε ζωντανή μες το λάκκο. Ένα φανταράκι* μετά τη βολή μαρμάρωσε με σηκωμένο το όπλο προκαλώντας την οργή του Βασιλικού Επιτρόπου Ταμβακά, ο οποίος έσπευσε να εκτελέσει την Κούλα στον τάφο πυροβολώντας με το πιστόλι. Την επόμενη της εκτέλεσης η ακροδεξιά εφημερίδα το «Φως» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο «Η Κούλα»! Το 1958 με την Έφη, αδελφή της Κούλας και το Λεωνίδα Δούκα, μετά την επίσκεψη φεύγοντας από το νεκροταφείο βρεθήκαμε με μια γριούλα γειτόνισσα που μας είπε: «Έφυγαν όλοι και δεν είχαν έρθει ακόμα οι νεκροθάφτες. Είχα πλησιάσει το λάκκο και κοίταξα, κι αν δεν με γέλασαν τα μάτια μου, είδα παιδιά μου το χέρι της κοπελιάς να σαλεύει.»

* Στο εξής οι εκτελέσεις που ακολούθησαν θα γίνονται σε χώρους πίσω από το Επταπύργιο και τα εκτελεστικά απόσπασμα θα επανδρωθούν με παλιούς ταγματασφαλίτες.

75


ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ «Η Ειδική Ασφάλεια Δίωξης Κομμουνισμού» στεγάζεται στο παλιό τριώροφο της Λεωφόρου Στρατού. Στην κακοφωτισμένη αίθουσα του πρώτου ορόφου, αντικριστά, ανάμεσα σε πόρτες γραφείων, ξύλινοι πάγκοι. «Κάθισε και περίμενε» μου είχε πει ο ένας από τους δυο ασφαλίτες. Στον απέναντι πάγκο μια όμορφη μαυροντυμένη κοπέλα και σκέφτομαι, για να την έχουν χωρίς χειροπέδες, δεν θα είναι για κάτι το σοβαρό.... Οι ασφαλίτες ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες μπαινοβγαίνουν σε γραφεία να μας καλοκοιτάξουν για αναγνώριση, ή μήπως πιάσουν κανένα νεύμα, καμιά κουβέντα. Θυμήθηκα και τα λόγια του Νικηφόρου: «Όσο σε ιδούνε λιγότεροι κι όσο λιγότερο πεις...» και ξανάσκυψα το κεφάλι... Κάποιες μέρες αργότερα στην επιστροφή, μετά τα βασανιστήρια, με έσυραν αμίλητοι και με πέταξαν στο κελί. Σε λίγο ζήτησα να με βγάλουν για την «τουαλέτα». Δυο ασφαλίτες με πήγανε σηκωτό κρατώντας απ’ τις μασχάλες και με στήσανε όρθιο να κατουρήσω. Στην αυλή όπως πάντα κάνει βόλτες η κοπελιά. Στον πηγαιμό καθώς διασταυρωθήκαν οι ματιές μας, μου είχε γνέψει κουράγιο. Επιστρέφοντας την βλέπω με ένα πακέτο στο χέρι, να κουβεντιάζει με ασφαλίτη. «Για τον συναγωνιστή...», την ακούω να επιμένει και μου το έδωσαν! Κούρνιασα μέσα στα ρούχα και το άνοιξα. Και μέσα, μισή φραντζόλα, ζεστή ακόμα και δυο κομμάτια χαλβά. Έγνοια και προσφορά από χέρι συντρόφισσας! Με βουρκωμένα μάτια το σφίγγω απάνω μου, τα ακουμπάω στα μάγουλα, τα γεμίζω φιλιά. Συναγωνίστρια, μουρμουράω, συντρόφισσα… Δεν ξέρω πια είναι, πως λέγεται. Κάποιους μήνες αργότερα θα διαβάσω το όνομα της πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα. Κούλα Ελευθεριάδου! Η ηρωίδα της Αντίστασης, στέλεχος του Κινήματος. Η πρώτη επονίτισσα που εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη στα είκοσι δύο της χρόνια! Γ.Φ.

 76


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ

Άνοιξη του 1956. Ο Παναγιώτης Χαριτόπουλος (πρώτος από τα δεξιά, όρθιος πλάι στον Γρηγόρη Παπαδημητρίου)

1946 Παρέα με φίλους στις γειτονιές του Ντεπώ. Σε λίγο ο Γρηγόρης μαζί με τον Παναγιώτη θα επανδρώσουν το καινούργιο αντάρτικο. Στα πρόσωπά τους ο Δημοκρατικός Στρατός θ’ αποκτήσει δυο επίλεκτους μαχητές, ο κύκλος μας, της μελέτης του Διαλεκτικού Υλισμού και των «φιλοσοφικών» μαθημάτων, θα χάσει για πάντα το δάσκαλο του και η γειτονιά μας δυο λαμπρά παλικάρια. Ο Παναγιώτης Χαριτόπουλους, ο μικρότερος αδελφός του συνεργάτη, συμμαχητή, και φίλου μου Γιάννη Χαριτόπουλου. Ο Γιάννης από τους πρώτους καταδικάστηκε σε πολλά χρόνια κάθειρξης για… «κατασκοπεία»! Για την τύχη του Παναγιώτη δεν μάθαμε τίποτα.

77


Ο ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟΣ Στις 9 και 10 Φλεβάρη 1947, τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού, με επικεφαλής τον Νίκο Τριανταφύλλου έφτασαν από απόσταση 8 χιλιομέτρων. Είχε κανονιοβολήσει τη Θεσσαλονίκη. Μέσα στον πανικό που ακολούθησε πολλοί από τους επώνυμους κρύφτηκαν αλλάζοντας σπίτια και κάποιοι άλλοι μπήκαν σε αυτοκίνητα και σε πλοία να φύγουν.

Η Δεξιά εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς» είχε γράψει: «Χθες στις 2:30’ το πρωί, 10 βλήματα εξερράγησαν τας πρωινάς ώρας εις Θεσσαλονίκη. Εφονεύθη εις Άγγλος στρατιώτης, μια γυνή και ετραυματίσθησαν δυο Άγγλοι και δυο ιδιώται. Η Θεσσαλονίκη ευρίσκετο επί ποδός πολέμου. Θωρακισμένα άρματα, αυτοκίνητα με ένοπλους στρατιώτες και χωροφύλακες διασχίζουν την πόλη, καταλαμβάνουν επίκαιρα σημεία και εγκαθιστούν πολυβόλα».

Στα γραφεία των εφημερίδων άρχισαν να κολλάνε ανακοινωθέντα. Βγήκε κι ο «Ελληνικός Βοράς» ολοσέλιδος: «... Οι θρυλικοί αετοί μας κατέβαιναν έως και τρία μέτρα πάνω από τα κεφάλια των συμμοριτών και ...τους αφαιρούσαν τις βρωμερές τραγιάσκες...»!

Και στο επόμενο φύλλο: «Ακριβώς το μεσημέρι, 103 μισθοφόροι των Σλάβων, -βρωμεροί αλήται- θα εισέρθουν εις την Θεσσαλονίκην υπό... συνοδείαν δια να εγκλεισθούν εις τας φύλακας! Οι συλληφθέντες του Δημοκρατικού Στρατού του Μάρκοβιτς θα οδηγηθούν δια των οδών Εγνατίας, Βενιζέλου, Μεγάλου Αλεξάνδρου...Ρακένδυτοι, ψειραλέοι, ψωραλέοι, άνδρες και γυναίκες με φυσιογνωμίας εγκληματικάς, τύπου Αομπρόζο με όλα τα στίγματα του εκφυλισμού. Και φυσικά για να θανατωθούν: δεν χρειάζονται ανακρίσεις, καταθέσεις, δικογραφίες και παρόμοια γραφειοκρατικά μπιχλιμπίδια...»

78


ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΝΟΣ

Περήφανες κι αδούλωτες

Ο ανταποκριτής της Γιουνάιτεν Πρες, Θαρπ, απέστειλε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης και Χέραλντ Τριμπιούν αναφέροντας ότι: «Επικεφαλής των αιχμαλώτων μια γυνή με χακί εβάδιζε περηφάνως χωρίς να τρομάζει εν μέσω δυο ανδρών με ματωμένα πιγούνια. Μερικοί πέταξαν φιάλες και κακοποιούσαν τους αιχμαλώτους με αιχμηρά αντικείμενα, χωρίς να παρεμβαίνει η αστυνομία η οποία προέβαινε σε συλλήψεις».

79


ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ο Γρηγοράκης! Ο σεμνός, ο σωστός, το παλικάρι. Τον είχα γνωρίσει τέλη του 1942 στον αλευρόμυλο Αλλατίνη, στους φούρνους των Γερμανών. Κάποια χρόνια μεγαλύτερος από μένα, με γυμνασμένο κορμί κι όμορφο πρόσωπο, πλαισιωμένο με σκουρόξανθες μπούκλες. Τον γλυκοκοίταγαν θυμάμαι οι εργάτριες του Μύλου και είχε κι εκείνος τον τρόπο του να φαντάζει πάντοτε φροντισμένος με τα φτωχικά του ρούχα. Τον έζησα στην οργάνωση του Ντεπώ και είχα ακουστά για εκείνες τις αποδράσεις! Από την Γκεστάπο η πρώτη, από τα χέρια των γερμανοντυμένων του Πούλου η δεύτερη. Μαζί πολεμήσαμε στο πρώτο

αντάρτικο στο Τάγμα Χορτιάτη. Θυμάμαι με τις Εκκαθαριστικές των Βουλγάρων, στις παρυφές του Χολομώντα, βρεθήκαμε σε κλοιό. Του είχαμε φωνάξει πως μας κυκλώνουν, μας άκουσε, αλλά εξακολουθούσε κρατώντας το σαραβαλάκι «Στεν», να κατηφορίζει τελείως ακάλυπτος, καταπάνω στο ακροβολισμένο βουλγάρικο τάγμα! Τον είχαμε κλάψει και κάποιες μέρες αργότερα δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε τα μάτια μας που τον βρήκαμε ζωντανό. Και να μας λέει «Ήθελα να τους ζυγώσω σε απόσταση βολής, να δοκιμάσω το αυτόματο!» Το 1945 μετά την «αποστράτευση» του ΕΛΑΣ και την έξοδό μου απ`τα νοσοκομεία, βρεθήκαμε και πάλι μαζί. Αυτή τη φορά με τον Γρηγοράκη «υπεύθυνο» της κομματικής μας οργάνωσης. Ο πατέρας του, ο κυρ Σταύρος, χορτοφάγος, φυσιολάτρης, είχε ένα μικρό τσαγκαράδικο στη Λαϊκή Αγορά του Ντεπώ. Σαν να τον βλέπω, κοκκινισμένο από τον ήλιο, ξεγυμνωμένο από την μέση και πάνω κι ο Γρηγοράκης, φοιτητής της φιλοσοφίας, με το τσαγκαροσούβλι στο χέρι, να δουλεύει στο πλάι του.

80


Πόσες πολιτικές αναλύσεις, πόσες συζητήσεις, παθιασμένες, πολύωρες, έχει ακούσει τούτο το μαγαζάκι. Έλα πες τα φιλόσοφε» να του πετάω τη σπόντα. «Παράτα τις μπηχτές» να μου λέει «και πρόσεχε...» Και να μας κατηχεί στους δαιδαλώδεις νόμους της Διαλεκτικής και του Ιστορικού Υλισμού. Ο κυρ Σταύρος ν` ανασηκώνει τα μάτια του, πάνω από τα δεμένα με σπάγκο γυαλιά και να μας κοιτάει με αγάπη. Αντικείμενο της μελέτης, στο μικρό μας, το άναρχο κύκλο της αυτομόρφωσης, η «Κομέπ» και η «Μόρφωση», αλλά κι ο Τολστόι, ο Ένγκελς, ο Νίτσε, ο Σοπενάουερ: «Σωστός ιδεολογικός αχταρμάς», όπως έλεγε κι ο πατέρας του Γρηγοράκη. Με το που πλήθυναν οι εκτελέσεις κι οι διώξεις, ο Γρηγοράκης από τους πρώτους, σαν επίλεκτο στέλεχος στις μαχητιΜε το Γρηγόρη στο χώρο των αλευρόμυλων Αλατίνη. κές ομάδες της «Αυτοάμυνας». Θυμάμαι, κρατώντας τσίλιες, τον έβλεπα μεσημεριάτικα σε κάποια γωνιά του Βαρδάρη, να μασουλάει ένα μήλο, χαζεύοντας με ύφος αγαθιάρη επαρχιώτη, φωτογραφίες του σινεμά. Η πλατεία γεμάτη χαφιέδες, καμιόνια με μπουραντάδες ν` ανεβοκατεβαίνουν την Εγνατίας και Εσατζήδες με τα αυτόματα να φρουρούν το κόκκινο κτίριο, το στρατοδικείο-σφαγείο της Θεσσαλονίκης. Ποιος θα το έλεγε, ότι ετούτο σε εμφάνιση παιδαρέλι, έκρυβε στο μπουφάν του χειροβομβίδα έτοιμη να κυλήσει στα ποδάρια του αρχιμακελάρη στρατοδίκη, τον Ταμβακά που είχε στείλει τόσους στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Σαν παράσφιξαν τα πράγματα, ο Γρηγόρης βγαίνοντας στο καινούργιο αντάρτικο επί κεφαλής σαμποτέρ σε ομάδα κρούσης, μπαινόβγαινε στην πόλη μας. Είχε λυσσάξει η Ασφάλεια, τον είχε επικηρύξει, και το όνομα του έγινε θρύλος. Γρηγόρης Παπαδημητρίου από τους πιο ανιδιοτελείς μαχητές για ένα καλύτερο αύριο. Από τους πιο σεμνούς, τους πιο ωραίους νεκρούς του εμφυλίου σπαραγμού.

81


ΕΛΠΙΝΙΚΗ ΒΕΤΛΗ

Με τον Πρόδρομο και την Ελπινίκη στην τελευταία φωτογραφία της.

Σε μια Θεσσαλονίκη κυκλωμένη, στρατοκρατούμενη, με την Ελπινίκη κάνουμε σχέδια, για το πως και πότε θα βγούμε στο αντάρτικο. Ο Γρηγοράκης, σπάζοντας τον κλοιό, δύο φορές μου έστειλε μήνυμα, αλλά δεν μπόρεσε να μας πάρει. Πρέπει να βάραιναν οι αντιρρήσεις που μας ήθελαν στις οργανώσεις της πόλης. Το Μάρτη ο σύντροφος μας Πρόδρομος, είχε πιάσει δουλειά σε συνεργείο συντήρησης των γραμμών του σιδηροδρόμου. και είχαν φύγει για το βουνό και μια σειρά στελέχη της πόλης. Με την τελευταία, «αποστολή» είχε φύγει η Ελπινίκη και με την επόμενη θα έφευγα με τον Πρόδρομο. Την προηγούμενη μέρα, βολτάροντας, είχαμε βγάλει φωτογραφία και το ίδιο βράδυ είχα μεταφέρει από το σπίτι της τα όσα θα έπαιρνε η Ελπινίκη μαζί της. Είχα πει στους δικούς που θα έφευγα και είχα παρακαλέσει τη μάνα να μου πλύνει το χοντρό μου πουλόβερ. Την ακούω να μπουγαδιάζει και σαν να έπιασε το αυτί μου λυγμό. Κοιτάω από τη χαραμάδα και τη βλέπω να κλαίει. «Να

82


σου φέρω και τις μάλλινες κάλτσες» της λέω. Το είπα έτσι, θέλοντας να πιάσω κουβέντα μαζί της, που από τότε που τους το είπα, δεν έβγαλε λέξη και μου είχε στοιχίσει. Η μάνα σκούπισε με το μανίκι τα μάτια και ξαναπήρε το απροσπέλαστο ύφος της. Μόνο που δεν κρατήθηκε για πολύ: «Την πρώτη φορά» ξέσπασε «όπως μας τα είχανε πει γευτήκαμε τον καημό του χαμού σου. Σε φύλαξε η Παναγιά και μας γύρισες με σακατεμένα τα χέρια, ας είναι. Όμως τώρα φοβάμαι, φοβάμαι πολύ μη δε σε ξαναδούνε τα μάτια μας». Και ήρθε η σειρά μου να κρυφοσκουπίσω το δάκρυ και να ψάχνω να βρω τα λόγια που θα ’λεγα. Μεγαλοβδομαδιάτικα έπιασαν τον Πρόδρομο να τον περάσουν στρατοδικείο. Με τους δικούς του μαζί, του έχω κάνει επισκεπτήριο στις φυλακές του Κιλκίς. Ανθυπολοχαγός, επί κεφαλής της φρουράς, ο Στελάκης κατά την Κατοχή επονίτης, γείτονας, συμμαθητής μας και φίλος. Και τώρα, βλοσυρός και απρόσιτος να σου πουλάει αγριάδα. Την δεύτερη φορά που είχα πάει, με απέτρεψαν, λέγοντας ότι ο Στελάκης ορκίστηκε να με γδάρει και το ταξίδι της επιστροφής υπήρξε από τα ζοφερότερα που έχω ζήσει. Η «Ελπινίκη σκοτώθηκε», είπανε, «στα Αμάραντα του Κιλκίς»! Από την εξορία επέστρεψα μετά οκτώμισι χρόνια και έμαθα ότι η μητέρα της δεν παραλείπει τα βράδια να μη κλειδώνει την πόρτα, ελπίζοντας να γυρίσουνε ο Φωκίων κι η Νίκη. Και να κρατάει αναμμένο το καντηλάκι!



83


«…Ελπίδα. που σε σκότωσαν στην άκρη του χωραφιού το αίμα σου ανασταίνει κάθε άνοιξη η παπαρούνα…» Από το «Μικρό Θρήνο» της Σμαρώς.Α. Γαϊτανίδου»

Πριν χρόνια είχα ανακαλύψει σε βιβλιοπωλείο το ποίημααφιέρωμα της Σμαρώς Γαϊτανίδου, ανηψιάς της, «στην μικρή ανταρτοπούλα επονίτισα Ελπίδα Βετλή». Στο εξώφυλλο η φωτογραφία της αξέχαστης μικρής επονίτισας με τα κοτσιδάκια και τη ποδιά γυμνασίου (όπως την θυμάμαι κατά το σύντομο πέρασμά μετά τον τραυματισμό μου από τον Βάβδο). Με τη Σμαρώ, ηθοποιό του Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, και τη μητέρα της βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη και με την ίδια στην Αθήνα αργότερα, και είχαμε, για τα τότε να πούμε πολλά. Και για να μου πούνε και πάλι, πως στο χαροκαμένο σπιτικό διατηρείται ακόμα η ελπίδα, να ξαναδεί τα παιδιά του.

84


ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΛΗΔΗΜΟΥ Το καμάρι της γειτονιάς και τις Επονίτικής μας παρέας. Ο Αντρέας ως επονίτης μαχητής του ΕΛΑΣ και επονίτικο στέλεχος υπήρξε από τους διαλεχτούς της Δέκατης Μεραρχίας και του πρωτοκαπετάνιου Κικίτσα. Από τους πιο αγαπητούς στη παρέα μας με το κύρος του φοιτητή, τις γνώσεις αλλά και την απαράμιλλη αίσθηση χιούμορ. Από αγωνιστική οικογένεια εργαζομένων στους Αλευρόμυλους Αλλατίνη, ο Αντρέας έμενε στην «επάνω» γειτονιά με το γήπεδο του «Μεγαλέξανδρου», τα «Καμινίκια». Με τον αδελφό του Γιώργο, μυλεργάτη (και παλληκάρι με τ’όνομα) ήμασταν φίλοι και συμπολεμιστές στο Τάγμα Χορτιάτη. Ο Αντρέας με πειραγμένα τα πνευμόνια από τις κακουχίες του αντάρτικου, δεν έβγαινε πολύ και θυμάμαι που πήγαινα σπίτι του να κουβεντιάσουμε και να παίξουμε σκάκι. Ο Αντρέας έφυγε με την πίκρα της προδοσίας από σύντροφο, φίλο και γείτονα.

Για το στρατοδικείο. Η τελευταία φωτογραφία, από εφημερίδα της εποχής.

85


ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Αριστερά: Ο αδελφός του Σταύρου καθηγητής Γιώργος Δημητράκος με το Γερμανό ταγματάρχη Δρ. Έκαρτ, καθοδηγητή στην κατοχή της Αντιφασιστικής Ομάδας. Δεξιά: Ο Σταύρος Δημητράκος, αδελφός του καθηγητή, σύνδεσμος με τους Γερμανούς αντιφασίστες. Εκτελέστηκε από τη δοσίλογη εμφυλιοπολεμική κυβέρνηση το 1947.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ. Ο αρχηγός της σατανικής οργανώσεως των κατασκόπων. Από εφημερίδα του 1947.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής την αντιχιτλερική διαφώτιση στο γερμανικό στρατό, αλλά και τα προβλήματα των Γερμανών αιχμαλώτων στη Μακεδονία, τα χειριζόταν ο φίλος και σύντροφος μας Σταύρος Δημητράκος.Ο Σταύρος γνωστός για το ήθος, τη μόρφωση και την αγωνιστική του συνέπεια, υπήρξε μια από τις πιο ευγενικές και αξιόλογες μορφές του απελευθερωτικού μας αγώνα. Κατά την περίοδο του μετακατοχικού διωγμού της Αντίστασης, ο Σταύρος στάθηκε, ο επικεφαλής της ομάδας που συγκέντρωνε στοιχεία για την Επιτροπή Ερεύνης του ΟΗΕ σχετικά με το όργιο της τρομοκρατίας. Η παροχή στοιχείων στον Ο.Η.Ε. βαφτίστηκε «κατασκοπεία» και οκτώ αγωνιστές της Αντίστασης (οι τρεις φίλοι προσωπικοί) οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.

86


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ

Αγαπημένη μου μανούλα κι αδέλφια. Το έγκλημα έγινε. Συγχωρώ όλους τους αίτιους. Σε εξορκίζω να κάνεις κουράγιο. Πρέπει να ζήσεις και να παντρέψεις γρήγορα τα αδέλφια μου. Γρήγορα θα σου κάνουν έναν άλλον Σταύρο, τον οποίο θα αγαπάς σαν εμένα. Αγαπούσα όλο τον κόσμο. Δεν έβλαψα ποτέ κανένα. Πεθαίνω για την Πατρίδα. Την ευγνωμοσύνη μου στην οικογένεια Δεριχάνη και ιδιαίτερα στην Ντόρα που μου έδειξε τόση αγάπη. Σας παραδίδω την βαφτισιμιά μου. Για σας, ζήτω η ζωή! Χαιρετισμούς σ’όλους. Σταύρος

87


ΟΙ ΑΞΕΔΙΨΑΣΤΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Γεμίσατε τις φυλακές και στείλατε στο θάνατο αγνούς ονειροπόλους μονάχα που θελήσανε να ζήσουν κι οι φτωχοί και δίκια τ’ αγαθά της γης να μοιραστούνε σ’ όλους.

Κοτζιούλας

Εκτέλεση. Τέσσερις νεαροί μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στο απόσπασμα.

ΠΕΣΑΤΕ ΕΣΕΙΣ ΣΕ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ… Σταύρος Δημητράκος - Ανδρέας Δεληδήμου - Χρήστος Εμμανουηλίδης - Παναγιώτης Πρασσάς - Θεόδωρος Τσομπανίκος - Δημήτρης Βαλμάς - Κλήμης Υετίων Δημήτρης Ξενιτίδης - Δημήτρης Σαμαράς - Ιωάννης Μυλωνίδης – Αλίκη Βέτα.

88


ΑΛΙΚΗ ΒΕΤΑ Τη νεαρή δικηγόρο Αλίκη Βέτα την είχα γνωρίσει αρχές του 1944, στην προσπάθεια που είχα κάνει να βγω στο αντάρτικο. Μετά την απελευθέρωση, με την Αλίκη συνεργαστήκαμε σε νόμιμες ΕΛΑΣίτικες οργανώσεις και με το συνομήλικό μου μικρότερο αδελφό της, το Λέανδρο, υπήρξαμε φίλοι και συγκρατούμενοι το 1948 στον Αϊ -Στράτη. Καλογραμμένο, γεμάτο μνήμες και τρυφερότητα για την περιοχή του Ντεπώ, το βιβλίο «Ξεράθηκε η μπλε βυσσινιά» του Μανώλη Γκουνάγια. Και μέσα στις τόσο γλαφυρά δοσμένες αναμνήσεις μιας εποχής και η μορφή της Αλίκης, της αντιστασιακής «αμαζόνας», όπως έχει καταγραφεί στην τρυφερή ψυχούλα ενός παιδιού. Ας με συγχωρήσει ο φίλος μου Μανώλης που μπήκα στον πειρασμό και με πολλή συγκίνηση, να παραθέσω λίγες σειρές από την αναφορά του στην κοινή μας φίλη, Αλίκη Βέτα και τους συντοπίτες συνοδοιπόρους του «Γολγοθά» της. «…Κάτι αγένειοι αντάρτες πέρασαν πάνω στα άλογα. «Είναι οι αμαζόνες», είπε ο «άνθρωπος-άλογο». Μου φάνηκαν σαν τον Αϊ-Γιώργη που έβλεπα μπροστά στο τέμπλο του Αγιολευτέρη. Στητές, με μαλλιά που ξεχείλιζαν από το δίκοχο. Μια αντάρτισσα μου χαμογέλασε και το άλογό της τριπόδισε γρηγορότερα, καθώς του τράβηξε λίγο τα χαλινάρια. Σε κάνα δυο ώρες κατέφθασε με το άσπρο της άλογο. Ξεπέζεψε με άνεση αμαζόνας. Φορούσε χακί στολή, φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, γκέτες δερμάτινες στις κνήμες και φαρδιά κιλότα ιππασίας. Έδεσε το άλογο έξω από την αυλή και χάθηκε στις αγκαλιές των δικών της».

89


Άϊ Στράτης, 1948. Με τους συνεξόριστους της περιοχής του Ντεπώ. Από τα δεξιά, ο αδελφός της Αλίκης, Λέανδρος. Η φωτογραφία τραβήχτηκε τη μέρα που μάθαμε εκείνος την εκτέλεση της Αλίκης κι εγώ το θάνατο του πατέρα μου.

«…Στις 6 Μαΐου 1948, Πέμπτη της Διακαινησίμου, έτριξαν οι κλειδαριές και βροντοκόπησαν οι βαριές κιγκλιδόπορτες του διαδρόμου που οδηγούσε στα κελιά των μελλοθανάτων, για να περάσουν οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας και η φρουρά. Μέσα σε παγερή σιγή κάλεσαν να ετοιμαστούν: Δημητράκο Σταύρο, Χρήσο Εμμανουηλίδη, Ανδρέα Δεληδήμο, Θεόδωρο Τσομπανίκο, Κλήμη Υετίωνα, Παναγιώτη Πρασσά, Δημήτρη Βαλμά, Δημήτρη Σαμαρά, Δημήτρη Ξενιτίδη, Ιωάννη Μυλωνίδη και Αλίκη Βέτα. Τους έβγαλαν έναν – έναν απ’ τα κελιά τους και τους έδεσαν ανά δυο με χειροπέδες. Ξεκινώντας το μαρτύριο του Γολγοθά, τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο, κάτω από τα χειροκροτήματα των λοιπών κρατουμένων…».

90


Κι ύστερα, «…πάνω από το κάτεργο του Γεντί Κουλέ η Αλίκη φτερούγησε σαν αμαζόνα, καβάλα σε κάποιον Πήγασο, πέρασε την πύλη της Άννας της Παλαιολογίνας, τα καλντερίμια του Κουλέ-Καφέ, ξόρκισε τον Πύργο του αίματος, που κατ’ ευφημισμό τον είπανε Λευκό, βούτηξε στο γαλάζιο Θερμαϊκό, που δεν θα ήθελε να καταντήσει βούρκος. Πέρασε από το Ντεπώ, ίσως ν’ ανέβηκε στο τραμάκι και ν’ άκουσε το μελωδικό του καμπανάκι, που δυστυχώς σώπασε αργότερα, έριξε μια τελευταία ματιά στην αυλή μας και, πιθανόν, με είδε πάνω στο μπλε κορμό της βυσσινιάς κι ύστερα, στο βυζαντινό επταπύργιο, δάκρυσε για τελευταία φορά, μπροστά σε κάτι μαύρες… μικρές τρύπες…»

91


ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ Καλοκαίρι του 1947. Λιγοστοί απομείναμε από την παλιά μας παρέα. Άλλοι νεκροί κι άλλοι στις φυλακές, εξορίες, παράνομοι ή και λουφάξανε μπροστά στην απειλή του θανάτου. Τη μέρα τα μηχανοκίνητα και τη νύχτα οι περίπολοι οργώνουν τις γειτονιές σκορπώντας τον τρόμο. Και το κροτάλισμα του αυτόματου κι οι σκόρπιοι πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα σπάζοντας τη σιωπή γεμίζουν τα σκοτάδια φαντάσματα. Τον Αύγουστο μας βρόντηξαν και πάλι την πόρτα νυχτιάτικα. Όπως και την προηγούμενη φορά, με ξύπνησε η μάνα: «Ήρθανε, σήκω...» Μόνο που τώρα οι χωροφύλακες είναι λιγότεροι και περιμένουν τουλάχιστον να βάλω τα ρούχα μου. Είμαι ο τελευταίος, στο φορτηγάκι της χωροφυλακής τρεις γειτονοπούλες μας επονίτισσες, η Αλίκη της κυρά δασκάλας, η Αννούλα του κουρέα του Γιάννη και η Σούλα η «Γαλατσάνα», η ωραία της γειτονιάς! Μαζί μας κι ο μπάρμπα Σταύρος κι ο Κώστας ο φίλος μου. Νιώθω περήφανος για τις κοπέλες μας, ντρέπομαι που δεν είμαι το ίδιο κεφάτος με κείνες και έχω σκεπάσει με το σακάκι, τα χέρια μη δούνε το τρέμουλο. Στο Τμήμα μας περίμεναν δυο νεαροί της ΕΣΑ, που υποδέχονται τις κοπέλες με οικειότητα. Πρώτες φωνάξανε εκείνες και τους δυο νεαρούς να περάσουν στο γραφείο του Παπατσώρη. Ο χωροφύλακας ήρθε ξοπίσω τους να κλείσει την πόρτα κι ένιωσα μέσα μου να αναδεύει η ζήλια. Σε λίγο κάλεσαν να περάσουν ο Κώστας κι ο μπάρμπα Σταύρος. Ο Κώστας βγήκε σε λίγο κρατώντας ένα χαρτί. «Για τον Άϊ Στράτη» μου κάνει αδιάφορα. Ο μπάρμπα Σταύρος καθυστερεί, κι όταν φώναξαν κι εμένα, να μου κοινοποιήσουν την απόφαση της εκτόπισης, ο μπάρμπα Σταύρος πρέπει να βγήκε από την άλλη πόρτα. Ο Κουλουρης, βλοσυρός όπως πάντα ήρθε να μας κατεβάσει στο κρατητήριο. Κατεβαίνοντας πρόλαβα να δω τα κορίτσια, καθώς βγαίνανε από την πύλη του Τμήματος και την «ωραία μας Γαλατσάνα» να την κρατάει αγκαζέ ο νεαρός με την φιγουράτη στολή της ΕΣΑ. Ο Κώστας αμίλητος ζάρωσε καθιστός στη γωνιά κι έκρυψε μες στις παλάμες το πρόσωπό του. «Δεν βαριέσαι…» του είπα, έτσι να σπάσω τη σιωπή. «Ο καθένας το δρόμο του». Όμως, η αλήθεια είναι πως από τον μπάρμπα Σταύρο δεν το περίμενα.

92


Ο Κώστας ανασήκωσε το κεφάλι. «Χτες ρίξανε το Νίκο», μου λέει. Έβγαλε από την τσέπη του και μου έδειξε ένα τσαλακωμένο σημείωμα: «...φίλησε τη μάνα και την Αννούλα μας. Φρόντισέ τες και πες στα παιδιά πως στάθηκα εντάξει». Ακούμπησα το χέρι στον ώμο του. Με κοίταξε για λίγο επίμονα, σκέφτηκα το πόσο έμοιαζαν τα μάτια του με τα μάτια του Νίκου κι ένιωσα ένα κόμπο να μου κλείνει το λαιμό. Έκανε ώρα πολύ εκείνο το βράδυ να με πάρει ο ύπνος. Να σκέφτομαι τον μπάρμπα Σταύρο, τις κοπέλες, τη σύντομη γνωριμία μου με το Νίκο. Δεν είμαι σίγουρος για το πώς νιώθουν ετούτη τη νύχτα οι κοπελιές. Ας είναι κι ας παν στο καλό. Όμως ο μπάρμπα Σταύρος, ο «παλιός», ο «παλαίμαχος», πρέπει κι αυτός να έχει να περάσει μια άσχημη νύχτα. Με το Νίκο είχαμε βρεθεί για κάποια δουλειά της οργάνωσης σ’ ένα πατάρι της αγοράς, στο Καπάνι. Του είχα παραγγείλει και μου μαστόρεψε ένα ζευγάρι παπούτσια κι όταν μου τα έδινε κάποιες μέρες αργότερα, αστειευόμενος είπε: «Όσο για γερά μη σε νοιάζει, θα τα βρει ακόμα καινούργια η λευτεριά»! Το πρωί ο πατέρας μου είχε φέρει μαζί με τα ρούχα και τα καινούργια παπούτσια. Του είπα να τα φυλάξει, να τα φορέσω, όταν γυρίσω. Τώρα κάπου θα βρίσκονται στο πατάρι προσμένοντας μια «λευτεριά που δεν ήρθε». Άλλωστε με τα χρόνια που πέρασαν δεν θα είναι πια και της μόδας

93


ΚΑΤ’ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ εκτέλεση από την κυβέρνηση ΣΟΦΟΚΛΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ- ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Εκτελέστηκαν μετά τη λήξη του Εμφυλίου (μαζί με το Νίκο Νικηφορίδη), έξι ανταρτόπουλα που πιάστηκαν λαβωμένα. Ήταν οι:

Νίκος Νικηφορίδης Θ. Ορφανίδης, Μόσχος Στογιάννης, Κων/νος Σπρίντζος, Κων/νος Μήτσας, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος Ρήγας Παραθυράς. Πριν την εκτέλεση, (κατά μαρτυρία παραβρισκόμενου χωροφύλακα), μίλησαν ο Νικηφορίδης, ο Ρήγας και οι άλλοι πέντε μελλοθάνατοι για την σκοπιμότητα της καταδίκης, ζητωκραύγασαν και στάθηκαν μόνοι τους όρθιοι μπροστά στο απόσπασμα.

«Στον συνήθη τόπον…» Χαρακτικό.

94


ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ 1949-1950

Το Πολιτικό Σύρμα όπως ήτανε στην αρχή. Στην πρώτη βασάνιζαν, η δεύτερη άδεια και στην τρίτη μέναμε μαζί με τους τρελούς και μουγκούς, άτομα εικοσιεφτά. Χαρακτικό από σχέδιο του 1949.

ΝΙΚΟΣ ΜΑΛΙΚΗΣ Συγκρατούμενός μας στο «Σύρμα», φοιτητής και γλωσσομαθής, πάντα με το χαμόγελο και τη σεμνότητά του ο Νίκος Μαλίκης, ο Νικολάκης μας, υπήρξε ο ξεχωριστός μέσα στους φίλους και συγκρατούμενους. Κάποια μέρα που είχανε «ξεστρατίσει» κατά το Σύρμα μας ξένοι δημοσιογράφοι, πετάχτηκε ο Νίκος και μιλώντας στη γλώσσα τους τους κάλεσε να περάσουν και να «θαυμάσουνε!» Δυο άντρες, μια γυναίκα και μερικοί αλαφιασμένοι αλφαμίτες από κοντά. Ο Κουμπάρος μας, ο Θέμος Κορνάρος, τους καλωσόρισε λέγοντας: « Ήρθατε σε μια κόλαση που οι φωτιές της μόλις έχουνε σβήσει».

95


Είναι η ώρα του ερχομού των βασανιστών και ο συγγραφέας Θέμος Κορνάρος ηθελημένα, λυτρωτικά, ξεστρατίζει τη σκέψη μας με απίθανες αφηγήσεις. Ο δεύτερος από τα αριστερά είναι ο Νίκος Μαλίκης. Σχέδιο εκ του φυσικού του 1949.

Τους μίλαγε ο Κουμπάρος και τα μετέφραζε ο Νικολάκης. Κι από τις σκηνές βγήκανε τα «πολλαπλά κατάγματα», χέρια στραβοκολημένα, σπασμένα κεφάλια, σβησμένα μάτια. Από την κάτω σκηνή των φυματικών ανέβηκαν οι «χτικιάρηδες». Ήρθε κι Νιόνιος, μια πληγή όλος από εγκαύματα. Χέρια σηκώθηκαν να δείξουν τους αλφαμίτες, όσους σακάτεψαν, τρέλαναν, σκότωσαν. Και να τους τα μεταφράζει στη γλώσσα τους, λέξη προς λέξη, ο Νίκος. Δεν του το συγχώρησαν οι ξένοι «προστάτες» μας και οι εδώ ξενόδουλοι εκτελεστές εντολών. Τις επόμενες μέρες πήραν τον Νίκο «να τον περάσουν στρατοδικείο». και να τον στήσουν στο απόσπασμα σαν… «ανυπότακτο»! «Καταδικάστηκα σε θάνατο, στέκομαι στο πλευρό σας όρθιος». Νίκος. Το τηλεγράφημα που μας έστειλε ο Νίκος Μαλίκης πριν την εκτέλεση

96


ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΙΔΗΣ Συγκρατούμενός μας, σύντροφος, φίλος. Το παλικάρι της Μακρονήσου! Από τους τελευταίους νεκρούς του Εμφυλίου, ο πρώτος του Κινήματος της Ειρήνης. Ο Νίκος εκτελέστηκε τον Μάρτη του 1951 γιατί... μάζευε υπογραφές για την «Έκκληση της Στοκχόλμης», για την Ειρήνη! Δυόμιση μήνες μετά την εκτέλεση, σύμφωνα με την πάγια τακτική που ακολουθούσε η Φρειδερίκη, του απονεμήθηκε… «Βασιλική χάρη»! Ο Νίκος Νικηφορίδης έζησε και μεγάλωσε στην Αθήνα σε μια προσφυγική οικογένεια με δημοκρατικές παραδόσεις, και παρ’ όλο που είναι ο μικρότερος, είναι ο πρώτος που συλλαμβάνει τα μηνύματα μιας ταραγμένης για την χώρα μας εποχής. Από τους πρώτους και στους αγώνες για μια πιο δίκαια φιλολαϊκή κοινωνία, ο Νίκος «ανταμείβεται» από τις ξενόδουλες κυβερνήσεις με εκτοπίσεις στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Μετά την μεταφορά των «στρατεύσημων» στο Α.Ε.Τ.Ο. και τα βασανιστήρια που ακολούθησαν, νοσηλεύεται στο «Τρελάδικο» του στρατοπέδου με παράλυτο το δεξί του πόδι, και έντονες κρίσεις από χτύπημα στο κεφάλι (από το οποίο για καιρό είχε χάσει το φως του). Για την μόρφωση, το ήθος, το υψηλό φρόνημα αλλά και τον ευπροσήγορο χαρακτήρα του Νίκου Νικηφορίδη έχουν να λένε όσοι τον έζησαν τόσο στις ξέγνοιαστες ώρες, όσο και σε στιγμές της μεγάλης δοκιμασίας. Την Έκκληση της Στοκχόλμης, που απαιτούσε την απαγόρευση του ατομικού όπλου την έχουν υπογράψει σε έναν περίπου χρόνο 200 εκατομμύρια άνθρωποι.

97


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ Ένα «παρών» ακριβοπληρωμένο με αίμα! Αριστερά: Ο Μιλτιάδης Παραθυράς. Δεξιά: ο μικρότερος αδελφός του ο Ρήγας. Στην κάτω φωτογραφία: Κρατητήριο στον Πολύγυρο. Από αριστερά: Οι δυο αιχμάλωτοι μαχητές του Δ.Σ.Ε. Γραμμένος Αθανασιάδης και Ρήγας Παραθυράς. Η πρώτη από τα δεξιά η αδελφή του Ρήγα Τασσούλα η οποία θα πληρώσει την αγωνιστική προσφορά της με εγκλεισμούς σε γερμανικά στρατόπεδα και εδώ στη Μακρόνησο. Ο Μιλτιάδης και ο Ρήγας Παραθυράς

Ο Μιλτιάδης γεννήθηκε το 1923. Γραμματέας της ΟΚΝΕ στο Γυμνάσιο Πολυγύρου. Στέλεχος της ΕΠΟΝ και ανταρτοεπονίτης εκτελέστηκε από τους Γερμανούς και Έλληνες συνεργάτες τους, στις 23 Φλεβάρη του 1944 μαζί με άλλους 30 αγωνιστές στη Βάλτα Χαλκιδικής. Ο Μιλτιάδης ήταν ένας από τους τρεις αγωνιστές που εκτελέστηκαν με απαγχονισμό.

Ο Ρήγας Παραθυράς γεννήθηκε το 1928 και τελείωσε το γυμνάσιο το 1946. Την ίδια χρονιά βγαίνοντας στο βουνό αναλαμβάνει καθήκοντα μέλους του Αρχηγείου. Τραυματίζεται σε μάχη τον Μάρτη του 1950, πιάνεται αιχμάλωτος και μετά την άρνηση και των έξι να αποκηρύξουν τα πιστεύω τους, εκτελούνται, μαζί με τον Νίκο Νικηφορίδη τον Μάρτη του 1951.

98


ΑΪ-ΣΤΡΑΤΗΣ 1951-1962

Ο «Ηγέτης της αγροτιάς» αφιέρωμα στον Κώστα Γαβριηλίδη. Σχέδιο με σινική. Δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα της εποχής

Μετά τη δοκιμασία της Μακρονήσου, γευόμενοι τις συνέπειες μιας ήττας, θα περάσουν άλλα έντεκα χρόνια ζωής σε στρατόπεδο. Είμαστε οι ηττημένοι, μα απροσκύνητοι. Το μέλλον, η μοίρα μας, όλα αβέβαια. Πριν από λίγο θάψαμε τον πρώτο νεκρό μας το νεολαίο Λεφούση. Θρηνήσαμε τον ηγέτη της αγροτιάς τον Κώστα Γαβριηλίδη κι ακολούθησε ο θάνατος του άγρια κακοποιημένου στο Μακρονήσι, Κώστα Ρεπέλα.

Άϊ - Στράτης. «Ξεπροβοδόντας νεκρό συντροφό μας». Σινική μελάνι.

99


ΜΕΤΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ

Στη Θεσσαλονίκη μόλις είχαν ξαναρχίσει οι εκτελέσεις, όταν, τον Ιούλη του 1951 μου κοινοποίησαν την παραπομπή μου στο στρατοδικείο:

«...Επειδή αι προκύψασαι ενδείξεις κατά των Νικηφόρου Καλίνικου και Γεωργίου Φαρσακίδη…» Κατηγορίες που προέβλεπαν την ποινή του θανάτου. Βγήκα και μια αποχαιρετιστήρια φωτογραφία με φίλους, συσκεύασα σε κρυψώνα παράνομες σημειώσεις και σχέδια, κουβέντιασα τη νομική πλευρά και επιβιβάστηκα συνοδεία φρουράς στο πλοίο. Στάθηκα για μια ακόμα φορά πολύ τυχερός, με το να είναι η δίκη μου, η πρώτη που βάση διατάγματος, παραπέμπονταν σε ορκωτό δικαστήριο. Ο μάρτυς κατηγορίας είχε ανακαλέσει, το δικαστήριο με αθώωσε παμψηφεί και επέστρεψα στον Αϊ-Στράτη.

100


Στο καράβι «Μαρία Λ.» για τον Αϊ-Στράτη. Από τους καθιστούς τέταρτος από τα αριστερά ο Χρήστος Κανάκης.

101


ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ Ο Χρήστος Κανάκης από νεαρή ηλικία, στρατεύεται στις γραμμές του ΚΚΕ και με την ασταμάτητη αγωνιστική του δραστηριότητα στο πλευρό της εργατικής τάξης, αναδεικνύεται στη θέση του Γενικού Γραμματέα των Σιδηροδρομικών Μακεδονίας Θράκης και μέλους της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Σαν κομμουνιστής και σαν εργατικό στέλεχος, ο Χρήστος Κανάκης ήτανε φυσικό να διωχτεί και να περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του κρατούμενος και σε παρανομία. Το 1935 τον βρίσκει εξόριστο στον Αϊ-Στράτη Γραμματέα της Ομάδας των εξορίστων. Από τον Αϊ-Στράτη, με εντολή του Κόμματος θα δραπετεύσει το 1939 για να ενταχθεί σε καινούργιους αγώνες. Στη διάρκεια του Εμφυλίου θα εκτοπιστεί στην Ικαρία, Μακρόνησο και πάλι στον Αϊ-Στράτη. Σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’50, τον «μπάρμπα Χρήστο» τον είχαμε ζήσει και αγαπήσει σαν ένα από τα πιο σεβάσμια, αγαπητά και ικανά καθοδηγητικά στελέχη της Ομάδας εξορίστων του Αϊ-Στράτη. Μετά την κατάργηση των στρατοπέδων, τιμώντας την αγωνιστική προσφορά του Χρήστου Κανάκη και το Κόμμα που εκπροσωπούσε, ο λαός της Επταλόφου Θεσσαλονίκης τον εκλέγει δήμαρχο. Ο Χρήστος Κανάκης σκοτώθηκε (κατά την εκδοχή των αρχών) μαζί με το σύντροφό μας Μιχάλη Σκουπακίδη κατά την επιστροφή τους από το Β΄ Συνέδριο της ΕΔΑ το 1964, όταν ένα πούλμαν με παρακρατικούς, κατά ένα πολύ «παράδοξο» τρόπο, είχε πέσει επάνω τους. «Το 1934 είχαν γίνει μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις με αίτημα τη μονιμοποίηση των 470 έκτακτων σιδηροδρομικών». Μου είχε πει ο Γιώργος Τσιτσέλας, άντρας της κόρης του Χρήστου Κανάκη. «Είχαν κινητοποιηθεί σε ένδειξη αλληλεγγύης και άλλα πολλά εργατικά σωματεία και οι αρχές τρομοκρατημένες κάλεσαν στρατό. Και καθώς είχαν περικυκλώσει τους απεργούς είχε ανέβει όλο το συμβούλιο σε μια ατμομηχανή. Σαν κύριος

102


ομιλητής ο πεθερός μου, αποτεινόμενος στους φαντάρους, σαν σε παιδιά του λαού, τους μίλησε για το τρίμηνο δράμα που ζούνε οι οικογένειες των απεργών και τους ζήτησε, συμπαράσταση. Συγκινημένοι οι στρατιώτες τοποθέτησαν τα όπλα σε ‘πυραμίδα’ κι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και ν’ αγκαλιάζονται με τους απεργούς και η κυβέρνηση τελικά βρέθηκε αναγκασμένη να αποδεχθεί τα αιτήματα». Θορυβημένες οι αρχές με τις λαϊκές κινητοποιήσεις και την επιτυχία της απεργίας, όπως ήταν επόμενο, συνέλαβαν τον πεθερό μου, τον χτύπησαν άσχημα στην Ασφάλεια και την μεθεπόμενη μέρα τον ξαπόστειλαν στον Αϊ-Στράτη. Από κει και πέρα ζώντας σε παρανομία και από εξορία σε εξορία, την κόρη του μπόρεσε να την δει για λίγο στην Απελευθέρωση και το 1961. Κι αν πεις για την κυρά Μαρία, την πεθερά μου, μαζί με την εννιάχρονη τότε κόρη της, τις τραβολογούσαν για 7 χρόνια, στον Αϊ-Στράτη το Τρικέρι και το Μακρονήσι».

Μεταμακρονησιώτικος Αϊ-Στράτης. Ο Χ. Κανάκης, με φίλους του βετεράνους του κινήματος και τη γυναίκα του κυρά Μαρία που ήρθε σαν επισκέπτρια.

103


ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

Ο μεγαλύτερος γιος του Χρήστου Κανάκη ο Θόδωρος, γεννήθηκε το 1924, υπήρξε στέλεχος της ΕΠΟΝ κι άριστος σπουδαστής στην Τεχνική σχολή του «Ευκλείδη». Σαν ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο, ο Θόδωρος Κανάκης, στην προσπάθεια του να απεγκλωβίσει το τμήμα του από τον κλοιό του Κυβερνητικού Στρατού, σκοτώθηκε στον Χολομώντα το 1949.

Μεγάλη δοκιμασία για τον μπάρμπα Χρήστο Κανάκη, στάθηκε ο χαμός και των δυο παιδιών του.

104


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

Ο Δημήτρης Κανάκης με τη συντρόφισσά του Κωνσταντίνα

Ο μικρότερος γιος του Δημήτρης γεννημένος το 1926, στέλεχος της ΕΠΟΝ και αργότερα στον Εμφύλιο, Πολιτικός Επίτροπος του Δημοκρατικού Στρατού. Το 1956 ο Δημήτρης εκτελώντας πολιτική αποστολή στην Ελλάδα, συλαμβάνεται στη Θεσσαλονίκη και μεταφέρεται στην Αθήνα. Η σύλληψή του αποσιωπείται και επί έξι μήνες ο Δημήτρης Κανάκης υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια. Επί μήνες, καθημερινά, ο ραδιοφωνικός σταθμός η «Φωνή της Αλήθειας» καταγγέλλει την κυβέρνηση ζητώντας να αποκαλύψει την σύλληψη. Στην προσπάθεια της Ασφάλειας, να συγκαλύψει το καινούργιο της έγκλημα, το παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια, κορμί του Δημήτρη Κανάκη, κατά μαρτυρία συγκρατούμενού του στο άντρο της Μπουμπουλίνας, τεμαχίζεται κυριολεκτικά, τοποθετείται σ’ ένα σακί και εξαφανίζεται.

105


ΜΕ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ Το φθινόπωρο του 1956 μου χορήγησαν «τρίμηνη άδεια» παραμονής εις Θεσσαλονίκη. Περνώντας από την Αθήνα ο διευθυντής της «Αυγής» Βασίλης Εφραιμίδης θα με προσλάβει στη δημοσιογραφική οικογένεια σαν σκιτσογράφο. Κι απρόσμενα λίγες μέρες μετά από τη θαυμάσια επαγγελματική προοπτική, θα με προσγειώσει μια κομματική εντολή. «Με έγκριση του Πολιτικού Γραφείου» μου είπαν «Θα μπεις στη Θεσσαλονίκη επικεφαλής μιας καινούργιας οργάνωσης». Και επειδή το να αρνηθείς σε συνθήκες τρομοκρατίας όπου παίζονταν το κεφάλι σου, ισοδυναμούσε με λιποταξία, δεν μου έμεινε παρά να παραπέμψω το όνειρο της σκιτσογραφικής μου σταδιοδρομίας στις ελληνικές καλένδες και να ευχαριστήσω τους συντρόφους για την τιμή που μου έκαναν. Σύμφωνα με την λιγόλογη ενημέρωση, ο Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης της Θεσσαλονίκης «έσπασε», αλλά εξακολουθούσε να την «καθοδηγεί» για λογαριασμό της Ασφάλειας! Για τη συγκρότηση της καινούργιας οργάνωσης οι οδηγίες που δόθηκαν ήταν ρητές: «Η καθοδήγηση θα ασκείται από την Αθήνα με προσωπική επαφή. Δεν θα χρησιμοποιηθούν στελέχη και μέλη της προηγούμενης Οργάνωσης ούτε όσοι σήμερα δουλεύουνε στην ΕΔΑ». Κι εμείς στη Θεσσαλονίκη συγκροτήσαμε το τετραμελές κομματικό μας γραφείο, ανασκουμπωθήκαμε και στρωθήκαμε στη δουλειά.



106


ΑΔΕΙΟΥΧΟΣ ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ Την επομένη του ερχομού πήγα στην Ασφάλεια να θεωρήσω την άδεια παραμονής. Διοικητής της τώρα ο Παπατσώρης και δεν είναι λίγο να ξαναδείς κάποιον που σε είχε βασανίσει προσωπικά, είχε εκτελέσει τους καλύτερους φίλους σου και είχε στείλει τόσους στο απόσπασμα. Και τώρα μπροστά σου ένας γραφειοκράτης κίτρινος και στεγνός. Κοιταχθήκαμε για λίγο στα μάτια κι ο Παπατσώρης αμίλητος σφράγισε και υπέγραψε το χαρτί. Από τα πιο μαζικά και δυνα- Θεσσαλονίκη 1956. Με την Έφη, μια φίλη μας και μικά προπύργια του κινήματος το Λεωνίδα Δούκα. (δεξιά) στάθηκε η Λέσχη Εμποροϋπαλλήλων, ένας γόνιμος χώρος για την παράνομη κομματική μας δραστηριότητα. Από τους πρώτους μήνες αποκτήσαμε τον έλεγχο σε επτά εργατικά σωματεία, πραγματοποιήσαμε επαφές και στρατολογία μελών. Χαίρομαι τις καινούργιους μου γνωριμίες, τους φίλους και τους φίλους των φίλων μου. Αποφυλακίστηκαν η αδελφούλα της Κούλας Ελευθεριάδου η Έφη και ο Λεωνίδας, συγκατηγορούμενος του Νίκου Νικηφορίδη, οι οποίοι λόγω του νεαρού της ηλικίας θα αποφύγουν το απόσπασμα. Μαζί τους θα ανηφορίσουμε τις πάνω γειτονιές να αποθέσουμε λίγα λουλούδια στους τάφους της Κούλας, του Γρηγόρη και των τελευταίων εκτελεσμένων. Νιώθεις παράξενα να ξέρεις ότι μπροστά σου, κάτω από το χώμα, στο χέρσο χωράφι βρίσκονται τα κορμιά τριακοσίων συντρόφων σου! Να βλέπεις τα κοντινά χωράφια σπαρμένα κριθάρι και όπου η άγνοια ή η πλεονεξία είχε παραβιάσει τα όρια, το κριθάρι σε σχέση με τα άλλα χωράφια να έχει τριπλάσιο μέγεθος.

107


Ο «ΣΩΤΗΡΑΣ» ΚΑΙ ΤΟ «ΝΙΑΝΙΑΡΟ» Η Έφη κλείνοντας τα δεκάξι της, με το ρολογάκι της Κούλας στο χέρι ανέβηκε στο βουνό. Την τελευταία χρονιά του Εμφυλίου, θα την περιμαζέψει τραυματισμένη βαριά ο στρατός. Μετά την αποφυλάκισή της η Έφη, πηγαίνοντας στη Μόσχα θα «συγκολλήσει», όσο γίνονταν, το θρυμματισμένο της χέρι. Με την απόλυσή μου το 1961, από τον Αϊ-Στράτη, με την Έφη, τον άντρα της και τον πολύ φίλο μου Μιχάλη, θα ανταμώσουμε στην Αθήνα και θα μου προτείνουν να πάμε να μου γνωρίσουν το «σωτήρα» της Έφης! Και να τι μου αφηγήθηκε ο «σωτήρας» της Έφης, άνθρωπος καλλιεργημένος και άνετος: «Τη συμμαζέψαμε τελικά να την βάλουμε στο φορείο και με τα τόσα τραύματα που είχε δεν ξέραμε από πού να την πιάσουμε. Μείναμε μόνοι κάποια φορά και έσκυψα να τη ρωτήσω αν είχε επάνω της κάτι το ενοχοποιητικό να μου το έδινε. Έ λοιπόν δεν μπορούσα να το πιστέψω που βρήκε το νιάνιαρο τόση δύναμη κι ανασηκώθηκε στο φορείο. Στύλωσε τα μάτια της στην κορώνα του δίκοχου και μου πετάει μια φτυσιά κατά πρόσωπο. «Βρε, άι σιχ-τίρ», μου λέει, «από δω κωλόπαιδα της Φρειδερίκης». Τι να σε κάνω βρε συντροφάκι που το αίμα νερό δε γίνεται, και να καμαρώνω για το κουράγιο της. Εκείνη τη μέρα είχαμε περισυλλέξει και άλλους έξη τραυματίες αντάρτες και κινήσαμε να τους παραδώσουμε στην έδρα του τάγματος. Στη διαδρομή, σε μια από τις στάσεις, που ακουμπήσαμε καταγής τα φορεία, νάσου και κάτι «μάηδες», «κυνηγοί κεφαλών». Προθυμοποιήθηκαν να μας προσφέρουν τσιγάρο και ο επικεφαλής τους, μου λέει: « Δεν μας δίνεται τα κομούνια συνάδελφε να τους πάρουμε τα κεφάλια, να οικονομήσουμε κάνα φράγκο κι εμείς. Έτσι κι αλλιώς εσείς δεν μπορείτε. Κι έχουμε τσίπουρο πρώτης και καπνό για στριφτό». «Αν γινόντανε εντάξει», του λέω, «δεν γίνεται όμως. Είναι μετρημένα κουκιά και θα μας ζητήσουν ευθύνες». Μούτρωσαν οι Μάηδες και καθώς κίνησαν για να φύγουν, ο «αρχηγός» τραβάει την κουβέρτα που είχαμε καλύψει το «νιάνιαρο». «Ε, όχι!», βάζει φωνή, «τουλάχιστον αυτή η πουτάνα δε θα πάει ζωντανή!» και τραβάει το πιστόλι του. Ευτυχώς ήμουν κοντά και με την ξιφολόγχη τον έκανα πέρα. Τρόμαξε εκείνος. «Καλά, ρε συνάδελφε», λέει, «να μη σκοτωθούμε κιόλας για ένα τσουλί».

108


Η αδελφή της Κούλας Ελευθεριάδου, η Έφη, με τη μητέρα της στο στρατόπεδο κρατουμένων αιχμαλώτων μαχητών του Δ.Σ.Ε.

Πέρασαν χρόνια. Στο σπίτι μας, σε κουβέντα, ταχτικά αναφερόμασταν στα περιστατικά της εποχής του Εμφυλίου, και φυσικά, σ’ εκείνο της Έφης. Όμως τίποτα δεν είχαμε ακουστά για την τύχη της, μήτε αν είχε επιζήσει. Το 1961 ήμουνα σύνεδρος σε συνέδριο της ΕΔΑ. Κι όπως είχε πέσει η ματιά μου πάνω στην Έφη, που κάθονταν στο προεδρείο, ούτε στιγμή δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου ότι μπορούσε να ήταν το «νιάνιαρο». Και μονάχα όταν ανάφεραν ότι στο προεδρείο βρίσκεται και η αδελφή της Κούλας Ελευθεριάδου, η Έφη, είχα σιγουρευτεί».

109


Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Δουλεύοντας στην κομματική μας οργάνωση, διαπιστώναμε όλο και περισσότερο ότι σε αντίθεση με την Αθήνα, (με τη βιτρίνα της νομιμότητας), στην τρομοκρατούμενη Θεσσαλονίκη η παράνομη κομματική μας δουλειά αποδίδει και μάλιστα σε νόμιμες μαζικές οργανώσεις. Ωστόσο την τελευταία φορά κατεβαίνοντας στην Αθήνα μαζί με τα συγχαρητήρια για τις επιτυχίες της οργάνωσης, είχα επισημάνει έναν δυσοίωνο σκεπτικισμό. Και πραγματικά σε λίγο, προς μεγάλη μας λύπη, ακολούθησε η εντολή της αυτοδιάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων του ΚΚΕ και η ένταξη στην ΕΔΑ! Η τρομοκρατία εντάθηκε και μετά τις εκλογές του 1958, με την ΕΔΑ αξιωματική αντιπολίτευση, με συνέλαβαν και ύστερα από έναν μακρονησιώτικου τύπου ξυλοδαρμό και κατάβρεγμα με νερό, με ξανάστειλαν για άλλα δυόμισι χρόνια στο στρατόπεδο του Αϊ-Στράτη.

Με συντρόφους και φίλους στον επιτυχημένο ετήσιο χορό των εμπορουπαλλήλων.

110


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1957 - 58

Μετά την αυτοδιάλυση των Κομματικών Οργανώσεων πειθαρχώντας στις εντολές του Κόμματος εντάχθηκα στην ΕΔΑ.

Θεσσαλονίκη 1957. Χριστούγεννα με συντρόφους και φίλους στην πλατεία Αριστοτέλους και Τσιμισκή.

Στα γραφεία της ΕΔΑ Θεσσαλονίκης

111


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗΣ Γεννήθηκε το 1937 στις Συκιές της Θεσσαλονίκης, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το 1954 και συμμετέχει δραστήρια στην οργάνωση της ΕΠΟΝ του «Ευκλείδη». Με τη βοήθεια του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, ο Στέφανος συμβάλει αποφασιστικά στη δημιουργία κομματικών πυρήνων στο Μικρό Πολυτεχνείο, στην Τεχνική Σχολή Δημόκριτος, τα νυχτερινά γυμνάσια της Θεσσαλονίκης και πρωτοστατεί (για πρώτη φορά στην Ελλάδα) στους απεργιακούς αγώνες σπουδαστών και στη δημιουργία της Εργατικής νεολαίας της ΕΔΑ. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Τάγμα Ανεπιθυμήτων στον Κολινδρό αγωνίζεται για την κατάργηση των Πειθαρχικών Στρατοπέδων. Την προεκλογική περίοδο είχε ανατεθεί στο Στέφανο το στήσιμο των μεγαφωνικών εγκαταστάσεων στην πόλη της Θεσσαλονίκης και σε ολόκληρη τη Μακεδονία και η Οργάνωση τον είχε απαλλάξει από τα οργανωτικά και άλλα καθήκοντα. Ωστόσο ο Στέφανος επιστρέφοντας το απόγευμα από τις Σέρρες (όπου είχε ματαιωθεί λόγω τρομοκρατίας η συγκέντρωση), βλέποντας τον όγκο του αδιάθετου προεκλογικού υλικού, προσφέρθηκε να βοηθήσει. Ο Στέφανος Βελδιμίρης υπήρξε κομουνιστής με βαθιά ιδεολογική πίστη και προσπαθούσε να την κάνει πράξη με τους καθημερινούς του αγώνες. Μέλος της επιτροπής Πόλης της Νεολαίας ΕΔΑ. Δολοφονήθηκε στις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961. Μετά την δολοφονία του, εξαφάνισαν το νεκρό και τον πήγαν απευθείας στο νεκροταφείο. Όμως δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τις χιλιάδες που είχαν συρρεύσει φωνάζοντας: «Η τρομοκρατία δε θα περάσει», «Ο Στέφανος ζει». Το δικαστήριο, όπως ήταν επόμενο, χαρακτήρισε τη δολοφονία «φόνο εξ αμελείας»! Και ο Γιάννης Ρίτσος θα αφιερώσει το ποίημα του: «Ωδή στον Στέφανο Βελδεμίρη».

112


ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

113


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ Γιώργος Τσαρουχάς βουλευτής της ΕΔΑ και από τους πρωτεργάτες του αγώνα κατά της Χούντας Ο Γιώργος Τσαρουχάς γεννήθηκε το 1912 στην περιοχή της Αδριανούπολης και, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας του Μεταξά, ο Γ. Τσαρουχάς αποβάλλεται από τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης για τη συνδικαλιστική του δράση και τη συμμετοχή του στο ΚΚΕ και αποφοιτά τελικά από τη Νομική Αθηνών. Ο Γ. Τσαρουχάς παίρνει μέρος ως εθελοντής στον πόλεμο του ’40. Μετά τη Γερμανοβουλγαρική Κατοχή, διατελεί γραμματέας του ΕΑΜ Ανατολικής Μακεδονίας και νομάρχης Καβάλας. Στη διάρκεια του Εμφυλίου, καταδικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο σε 12 χρόνια φυλάκιση και μετά την αποφυλάκισή του εξορίζεται στον Αϊ-Στράτη. Ο Γ. Τσαρουχάς, μετά την μετάβαση του στη Μόσχα για θεραπεία επιστρέφει στην Ελλάδα και στις εκλογές του 1961 και εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ. Το βράδυ της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, ο Γιώργος Τσαρουχάς δέχεται επίθεση, τραυματίζεται σοβαρά στο κεφάλι μεταφέρεται στο νοσοκομείο και νοσηλεύεται επί 29 μέρες. Ο Γιώργος Τσαρουχάς υπήρξε ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των δολοφόνων του Λαμπράκη, ενώ στη δικτατορία το 1967 βρίσκεται επικεφαλής του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου (ΠΑΜ) Θεσσαλονίκης και της παράνομης κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ. Ο Γιώργος Τσαρουχάς πέθανε κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων, μετά τη σύλληψή του, στις 9 Μαΐου του 1968.

114


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛΗΣ Ο Παναγιώτης Ελής γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1922. Με την κάθοδο των Βουλγάρων οργανώνεται στην Αντίσταση, συλλαμβάνεται το 1942 και τον επόμενο χρόνο μεταφέρεται για καταναγκαστικά έργα στο Κουμάνοβο της Σερβίας. Στρατιώτης στα τέλη του 1946 λόγω των πολιτικών φρονημάτων μεταφέρεται στη Μακρόνησο. Στον Αϊ-Στράτη ο Παναγιώτης, μας είχε έρθει από το κολαστήριο του Σκαλούμπακα και ήταν απ’ τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός, όπως έλεγαν, «απροσκύνητος» που απόμεινε εκεί. Με το θάνατο του ηγέτη της αγροτιάς Κώστα Γαβριηλίδη είχε φουντώσει η αντιπαράθεση με όσους οπαδούς του Αγροτικού Κόμματος ήθελαν να διατηρήσουν την κομματική τους αυτοτέλεια. Ένας απ’ αυτούς και ο Παναγιώτης Ελής. Και βέβαια δεν θα έλεγα ότι ο Παναγιώτης διατηρώντας την διαφορετικότητα του, σε σχέση με την τότε πλειοψηφία, ένιωθε ευχάριστα. Όσο για μένα είμαι περήφανος που μπορώ να το πω, ότι παρά τις όποιες διαφορές αντιλήψεων, με τον Παναγιώτη ποτέ δεν είχαμε πάψει να είμαστε φίλοι. Με το Χουντικό πραξικόπημα στον Ιππόδρομο της Αθήνας, ξαναζήσαμε το μακρονησιώτικο εφιάλτη. Εκείνο το απόγευμα που μας έβγαλαν έξω, επιστρέφαμε με τον Παναγιώτη από τους τελευταίους. «Προχώρα», μου λέει, «θα πάω για κατούρημα». Η παρέα μου στον Ιππόδρομο, και τη Γυάρο ήτανε με το γιατρό μας τον Άρη Γιαννουλόπουλο και το Στέλιο Κορέ, φίλους απ’ το μακρονησιώτικο Σύρμα.. Δεν πέρασαν δύο λεπτά που είχα καθίσει κοντά τους κι ακούστηκε η πιστολιά και η φωνή: « Ένα γιατρό, χτύπησαν τον Ελή, τρέξε γιατρέ». Σε ένα πεντάλεπτο επέστρεψε κατσούφης ο Άρης. «Τέλειωσε», το μόνο που είπε. Βούιξε ο χώρος με εκατοντάδες μιλιές. Κι άξαφνα τρέχοντας μπήκανε Εσατζήδες, παρατάχθηκαν κι έστρεψαν τα αυτόματα πάνω μας. Παραδίπλα η παρέα του Στάθη Τσεκούρα, παλαίμαχου της Αντίστασης. Τον βλέπουμε να πετάγεται όρθιος και να φωνάζει μέσα στη σιγή που επικράτησε πάλι: «Συναγωνιστές! Αν είναι να μας σκοτώσουν, τότε ας πεθάνουμε όρθιοι!». Σηκώθηκαν όρθιοι και τον πλαισίωσε η παρέα του. Σηκωθήκαμε κι οι τρεις μας σταθήκαμε πλάι τους για κάποια δευτερόλεπτα να κοιτάμε το απόσπασμα. Στην είσοδο εμφανίστηκε ένας αξιωματικός, κάτι είπε στους Εσατζήδες και βγήκανε έξω.

115


ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΛΚΙΔΗΣ «… Κι έγινες εκείνο το πρωί κόκκινο κρίνο στην αλάνα…» Γεννήθηκε στη Σφενδάμη Πιερίας. Στις 5 Σεπτέμβρη του 1967, τεσσεράμισι μήνες μετά την επιβολή της δικτατορίας, ο Γιάννης στα 27 του χρόνια, ξεψυχούσε σε μια αλάνα, χτυπημένος από τις σφαίρες των χουντικών δολοφόνων. Οργανωμένος από παλιά στους Λαμπράκηδες, ο Γιάννης Χαλκίδης άρχισε την αντίσταση από την πρώτη μέρα που επιβλήθηκε η δικτατορία και υπήρξε ο πρώτος νεκρός του αντιδικτατορικού αγώνα στη Θεσσαλονίκη, που έδωσε τη ζωή του για τη Δημοκρατία. «Το Γιάννη που ήταν δραστήριο μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη, οι ασφαλίτες τον είχαν πάντα στο μάτι», θυμάται, η αδελφή του Σοφία Πεχλιβανίδου. Με την επιβολή της δικτατορίας από τις πρώτες μέρες ο Γιάννης έφυγε από το σπίτι και πέρασε στη παρανομία. Ο Σύντροφος του Γιάννη Χαλκίδη Νάντης Χατζηγιάννης θυμάται: «Στις 3 Σεπτεμβρίου ο Γιάννης Χαλκίδης μαζί με τον Αργύρη Μπάρα τοποθετούν δυναμίτες σε μία κολόνα της ΔΕΗ κοντά στο Καυταντζόγλειο. Μετά την έκρηξη έσβησαν για 5-10 λεπτά τα φώτα κατά τη διάρκεια των εγκαινίων της Έκθεσης και η πολιτική χροιά της πράξης έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Τη βραδιά της δολοφονίας οι ασφαλίτες μπλοκάροντας το διαμέρισμα πυροβόλησαν χωρίς προειδοποίηση. Οι σφαίρες βρήκαν το Γιάννη στο στήθος, ενώ προσπαθεί να ξεφύγει πηδώντας από το παράθυρο, τον ξαναπυροβόλησαν πισώπλατ, εξ επαφής. Το πιο ανατριχιαστικό είναι ότι ενώ δίπλα μου ο Χαλκίδης ψυχορραγούσε και άκουγα τον επιθανάτιο ρόγχο του, ήρθε ο αστυνομικός που τον πυροβόλησε, τον ποδοπάτησε στην πλάτη, τον γύρισε με το πόδι ανάσκελα και τον ποδοπάτησε πάλι στο στήθος και στην κοιλιά».

116


ΓΥΑΡΟΣ 1967

Στο σκίτσο αυτής της σελίδας, ο παλαίμαχος αγωνιστής, ο μπάρμπα Βασίλης ο Τσίγκος, στο φορείο του. Βαρειά άρρωστος από τις πρώτες μέρες στη Γυάρο, μεταφέρθηκε έξω για να ξεψυχήσει σε λίγο. «Ζωγράφισέ με» μου έλεγε με χαμόγελο, μαντεύοντας το τέλος του, «να το αφήσω στο γιο μου να με θυμάται». Και το αντίγραφο του σκίτσου δόθηκε όπως το ήθελε στο γιο του, συγκρατούμενό μας για χρόνια στη Γυάρο και Λέρο.

«Άποψη των φυλακών στη Γυάρο. Σχέδιο και χρώμα.

117


ΛΕΡΟΣ 1969

Είναι κάποιες συμπτώσεις στη ζωή μας που δυσκολεύεσαι να τις πιστέψεις για γεγονότα. Μια απ’ αυτές, από τις πιο δραματικές συνέβη στο στρατόπεδο πολιτικών κρατούμενων στο Λακκί της Λέρου. Σηκώθηκα το πρωί να σχεδιάσω στο εσωτερικό του θαλάμου μας το κρεβάτι του γείτονα, μια τυπική γωνιά με το χαρακτηριστικό προσωπικό του νοικοκυριού. Άρχισα απ’ την κολόνα με τα ραφάκια, τις βαλίτσες και προχώρησα στο κρεβάτι. Μόλις που πρόλαβα με μερικές μολυβιές να μισοκάνω τα πόδια, ο γείτονάς μου ξύπνησε κι άλλαξε στάση. Το άλλο πρωί σκέφτηκα θα σηκωνόμουν νωρίτερα να το αποτελειώσω. Ήταν μοιραίο το σχέδιο να μείνει ανολοκλήρωτο. Μέσα στη νύχτα ο σύντροφός μας Κώστας Παπαδόπουλος έπαθε καρδιακή προσβολή και ξεψύχησε κυριολεκτικά μέσα στα χέρια μας. Σχεδίασα ένα άλλο μεσημέρι της επόμενης μέρας, με τον σύντροφο μας νεκρό στο ισόγειο της τραπεζαρίας, με τιμητική φρουρά γύρω στο φέρετρο.

118


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ Μέσα Αυγούστου, του 1947, σε καπνομάγαζο της Ολύμπου 2, βρεθήκαμε πάνω από τριακόσιοι Σαλονικιοί κι επαρχιώτες, όλοι με αποφάσεις εκτόπισης. Τον Γιωργάκη, τα δεκαοκτάχρονο ανταρτάκι, τον πιο μικρό από τους 25 τραυματίες αντάρτες αιχμάλωτους, το «φιλοξενεί» η παρέα μας. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων η ζωή στο καινούργιο αντάρτικο. Ρουφάμε την κάθε πληροφορία για τον οπλισμό, τις μάχες, τις δυσκολίες. «Από τους δεκαέξι βαριά τραυματίες μέσα στη λούφα-νοσοκομείο» μας λέει ο Γιωργάκης «επιζήσαμε τέσσερις. Κάποιους τους ξέσκισαν τα σκυλιά και άλλους τους αποτελείωναν με χτυπήματα και τους παίρνανε τα κεφάλια». Σιγοτραγουδάμε να μάθουμε τα καινούργια τραγούδια: «Για σε πατρίδα μας Ελλάδα, ζώσαμε τ’ άρματα ξανά...» Η καρδιά σκιρτά και η σκέψη δραπετεύει για κει όπου τουλάχιστον μπορείς ν’ ανασάνεις ελεύθερα και να πεθάνεις με το όπλο στο χέρι. Στο πεζόδρομο, χωροφύλακες, οι «άνευ θητείας», γλεντάνε με τους «Τσέτνικ» του Μιχαήλοβιτς, ζητωκραυγάζουν τη «μάνα μας Φρειδερίκη» και απειλούν να σουβλίσουν εμάς τους «Βούλγαρους»! Αρχές Σεπτέμβρη μας ανέβασαν σε πλοίο για τον Αϊ-Στράτη. Έξω από το Θερμαϊκό, το πλοίο πήρε σήμα και επέστρεψε στο λιμάνι. Μας είχαν προλάβει εν πλω, τα «μέτρα αποσυμφόρησης» του Σοφούλη! Αποχαιρετήσαμε με συγκίνηση τους τραυματίες αντάρτες που τους μετέφεραν το ίδιο απόγευμα στις φυλακές του Επταπυργίου. Την επόμενη μέρα μας άφησαν. Δυο μέρες αργότερα έκανα επισκεπτήριο στο Γιωργάκη και φρόντισα ο ξάδελφος Ιωνάς να του βρει δικηγόρο. Το πρωινό της μεθεπόμενης Κυριακής που θα πήγαινα να τον δω, διάβασα το όνομα του στη στήλη των εκτελεσθέντων στον «συνήθη τόπο». Για το ήθος του Γιώργου Μπεκιάρη και την αγάπη που του είχαν οι συγκρατούμενοί του, μου μίλησε ο φίλος μου Γιάννης Γιαννάκης. «Κι έτσι όπως τον γνώρισες» μου είπε «σεμνά κι αθόρυβα πήγε και στάθηκε στο απόσπασμα»!

119


ΟΛΥΜΠΟΥ 2 Στο θάλαμο κοπάσαν οι φωνές. Στην πύλη οι χωροφύλακες γλεντώντας πίνανε μπίρες και δεμένες μ’ ένα σύρμα καίγανε γάτες ζωντανές. «Εβίβα», «Γεια, του Βασιλιά» «Να ζήσει η μάνα η Φρειδερίκη» κι η τσίκνα της καμένης σάρκας φρίκη μια σφήνα στην καρδιά το ουρλιαχτό. Φοβέρες, χάχανα, βρισιές: «Βάλε φωτιά», «Βάλε ποτό» «Σύρε τη γάτα στα σκουπίδια», ο παραδίπλα έκανε εμετό κι ο Χάροντας ψαχούλευε βουβός μες στα στρωσίδια. Νωπά ακόμα στα κορμιά τα τραύματά μας σακατιλίκια των μαχών. Εσύ δεκαοκτάχρονο ανταρτάκι κι εγώ «παλαίμαχος» των είκοσι χρονών! Με ρώταγες αν πόνεσα και πίστευα στη μοίρα που είναι από τα πριν για τον καθένα μας γραμμένη. Μου ήρθε ένας κόμπος στο λαιμό. Τι τώρα ήξερα πως νοιώθει ένα παιδί το κάλεσμα του χάρου σαν προσμένει… Γ.Φ.

120


ΟΙ ΑΞΕΔΙΨΑΣΤΟΙ Το ρολόι δείχνει οχτώ. Η Έμυ κοιμάται. Πήρα τα ρούχα μου και βγήκα νυχοπατώντας. Είχα αδειάσει τις τσέπες. Χάρηκα που φτάναν τα κέρματα και κατέβηκα στην ΕΒΓΑ για γάλα και βούτυρο. Έβρασα τον καφέ, βρήκα στα παραπεταμένα και ένα δίσκο αντίκα, να τα σερβίρω κατά πως ταίριαζε στην περίπτωση! Η Έμυ είχε ξυπνήσει κι ανάδευε χαδιάρικα στα σκεπάσματα. Την κοιτούσα γοητευμένος ν’ αλλάζει μ’ ευχέρεια ηθοποιού τόνο, ύφος, εκφράσεις ξεκουμπώνοντας αργά, ένα-ένα, τα κουμπιά της πιτζάμας. «Ουφ! πια κι αυτό το ανόητο» Την έβγαλε τελικά. Και τη φορούσε, Θεέ μου, κατάσαρκα! Και τα μάτια της, εκείνα τα μάτια, σα να σκούραιναν. Είχε απλώσει τα χέρια της.. Έλα, καλέ μου, μου είπε. Και πήγα κοντά της. Κοντανάσαινα ευτυχία. Μάτια κλειστά, σώμα παράλυτο και λίγο λίγο ένιωθα τη συνείδηση να επανέρχεται και πάλι κυρίαρχη. Ήτανε όπως και τότε που το πελώριο κύμα μ’ είχε σκεπάσει και με σβαρνούσε ένα με τ’ αμμοχάλικα του βυθού, προτού με ξεβράσει στην έρημη αμμουδιά του Αϊ-Στράτη. Ένιωθα! Ζούσα! Υπήρχα! Εξουθενωμένος, ανήμπορος, γευόμουνα μ’ όλους τους πόρους του κορμιού μου τη συγκλονιστική αίσθηση της ευτυχίας να ζεις! Μέσα μου κάτι αρνιέται ακόμα να το πιστέψει, πως το έχω κρατήσει στα χέρια μου, το κυνηγημένο, το άπιαστο όνειρο. Κι έχει μορφή και σάρκα και πάθη και ηλικία. Δεκαεννέα χρονών. Και μ’ αγα­πάει! Αχ μάνα, τ’ ακούς; Και το γιατί δεν το ξέρω ακόμα. Δεκαεννέα χρονών! Τόσο ήτανε κι ο Γιωργάκης, το ανταρτάκι που γνώρισα στο Μεταγωγών της Ολύμπου. Τόσο, όταν τον είδα πίσω από τις σιδε­ριές του «Γεντί». Και στα ψιλά της Μακεδονίας εκείνης της Κυριακής, τόσο τον γράφανε: «...Δεκαεν­νέα ετών... στον συνήθη τόπο των εκτελέσεων...» Ποτέ του δεν έγινε είκοσι...

121


Ήτανε ένα ήρεμο απόγευμα του Οχτώβρη. Ζητούσε να του μιλήσω για έρωτα. Εκεί στην ταρά­τσα της φυλακής! Για έρωτα που δε θα γνωρίσει ποτέ. Κόντευε η ώρα να μας κλείσουνε μέσα. Κοιτούσαμε τον ήλιο να χαμηλώνει κατά τη μεριά του Ολύμπου. «Για πόσο ακόμα;» με ρώτησε. Λες να προλάβουν τουλάχιστον να κλείσουν τα τραύματα; Ήταν ωραίο παιδί και τα μάτια του γαλανά, σαν τα μάτια της Έμυ και σκοτείνιαζαν το ίδιο μ’εκείνης, όταν μιλούσε για έρωτα. Ο Πασχαλάκης. Να ’ταν δεκαεφτά; Για τελευταία φορά τον είδα σ’ εφημερίδα, με τα μεγάλα, έξυπνα μάτια του καρφωμένα στους στρατοδίκες. Ο Αντρέας μας έφυγε είκοσι. Έφυγε, με την πίκρα της προδοσίας από φίλο αδελφικό. Κι η παρ­ τίδα σας στο σκάκι έμεινε άπαιχτη! Κοντά στα είκοσι κι ο Φωκίωνας κι η αδελφή του η Νίκη, ο Παναγιώτης, ο Κομνηνός, η Σοφία, ο Γρηγοράκης... Οι αξεδίψαστοι της ζωής! Πόσοι, τελικά, απομείνατε από την επονίτικη παρέα της γειτονιάς; Λογικά έπρεπε, μα δεν είσαι. Μια χούφτα χώμα και συ. Λιγοστές κιτρινισμένες φωτογραφίες κι η χωνεμένη από το χρόνο πίκρα στη θύμηση. Πόσες φορές σου έχουνε πει «κατά τύχη». Κι έμεινες πίσω, μεσοστρατίς, στο μακρινό εκείνο «Ταξίδι του χαμού». Κι επιμένεις να ζεις «κατά τύχη», ό,τι δεν έχουνε ζήσει εκείνοι. Άνοιξα τα μάτια. Είδα την Έμυ που με κοιτούσε. Τί έχεις; με ρώτησε κι άπλωσε τα χέρια να σκουπίσει το μουσκεμένο μου μάγουλο. Δεν είπα τίποτα κι έγειρα το κεφάλι στο στήθος της. Το ’σφίξε πάνω της και με χάιδεψε τρυφερά. Κι ένιωσα μέσα μου να φουντώνει άγρια, παντοδύναμη η χαρά. Γευόμουνα την ευτυχία του έρωτα. Την ευτυχία να νιώθω να υπάρχω, να ζω. Κι ήθελα να γελάσω, να κλάψω, να φωνάξω: Λάμια ζωή, σου την έφερα.

122


Θεσσαλονίκη 1946. Με τους επονίτες της περιοχής του Ντεπώ. Οχτώ επονίτες από τους εικονιζόμενους έδωσαν τη ζωή τους υπηρετώντας τα ιδανικά του απελευθερωτικού μας αγώνα.

123


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

7

ΤΟ ΙΔΙΩΝΥΜΟ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ

9

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ’36

10

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ

12

ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ ΙΣΠΑΝΙΑ

13

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ’40

14

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

15

ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

16

ΜΕΡΕΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ

19

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ

20

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ

21

ΚΟΥΛΑ ΣΟΥΛΙΩΤΗ – ΤΣΟΥΡΤΣΟΥΛΗ

22

Η ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

24

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΑΧΟΙ

26

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΖΑΝΗΣ (ΚΩΣΤΑΚΗΣ)

26

ΣΙΜΟΣ ΚΕΡΑΣΙΔΗΣ

28

ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΤΡΑΝΤΖΑΛΗΣ

30

ΜΑΙΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ – ΣΤΡΑΝΤΖΑΛΗ

32

ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΗΣ

33

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΤΣΕΓΑΣ

35

ΔΗΛΑΒΕΡΗΣ ΝΙΚΟΣ

36

ΟΙ ΣΤΑΥΡΑΗΤΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

37

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΥ – ΜΠΟΥΡΑ

38

ΑΠΌ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

39

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ

40

Η ΑΓΑΠΗ ΘΕΛΕΙ ΦΙΛΗΜΑ ΚΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

42

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΝΗΣ

44

ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΚΑΙ ΛΑΧΤΑΡΑ

45

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΡΓΥΡΗΣ (ΦΙΛΩΤΑΣ)

46

ΣΤΟ ΒΑΒΔΟ

47

ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

49

124


ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

51

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ

52

ΥΠΟ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

53

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

54

ΥΠΟ «ΣΥΜΜΑΧΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ»

55

ΜΙΑ «ΑΛΛΗ ΠΑΤΡΙΔΑ»

56

1946. ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΕΠΩ

57

ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ (Ο ΤΟΛΙΑΣ)

58

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΔΩΡΑΣ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

59

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΗ ΘΑΝΑΤΩΣΗ

60

ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΚΑΝΟΥΡΓΙΟΥΣ ΑΦΕΝΤΕΣ

61

ΜΕ ΤΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ «ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗΣ»

62

ΟΙ ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΙ ΤΗΣ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

63

ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΕΠΩ

64

ΑΝΤΡΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΩΝ

65

ΣΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ

66

ΣΟΦΙΑ

68

ΦΩΚΙΩΝ ΒΕΤΛΗΣ

69

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

70

ΣΤΟ ΔΟΚΑΝΟ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

71

ΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ...

72

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ

73

ΚΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ

74

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

75

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ

77

Ο ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟΣ

78

ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΝΟΣ

79

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

80

ΕΛΠΙΝΙΚΗ ΒΕΤΛΗ

82

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΛΗΔΗΜΟΥ

85

ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

86

125


ΟΙ ΑΞΕΔΙΨΑΣΤΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

88

ΑΛΙΚΗ ΒΕΤΑ

89

ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

92

ΚΑΤ’ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ

94

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ 1949 - 1950 ΝΙΚΟΣ ΜΑΛΙΚΗΣ

95

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΙΔΗΣ

97

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

98

ΑΪ ΣΤΡΑΤΗΣ 1951 – 1962

99

ΜΕΤΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ

100

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

102

ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

104

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

105

ΜΕ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ

106

ΑΔΕΙΟΥΧΟΣ ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

107

Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΙΑΝΙΑΡΟ

108

Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

110

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1957-58

111

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗΣ

112

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ

113

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ

114

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛΗΣ

115

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΛΚΙΔΗΣ

116

ΓΥΑΡΟΣ 1967

117

ΛΕΡΟΣ 1969

118

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ

119

ΟΛΥΜΠΟΥ 2

120

ΟΙ ΑΞΕΔΙΨΑΣΤΟΙ

121

126




Ας μην ήρθατε πίσω κι ας μη φτάσατε πουθενά Ο δρόμος μας αρχινά από κει που ο δικός σας τελειώνει Μέσα στο κάτασπρο χιόνι μια ματωμένη γραμμή το δρόμο μας δείχνει. Ας ρίχνει σκοτάδι τριγύρω η νύχτα, ας ρίχνει. Ακολουθούμε πιστά τα ματωμένα σας ίχνη. Φώτης Αγγουλές


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.