Βιβλίο Μακρόνησος - Νο1

Page 1

ƮƣƬƳƱƯƩƴƱƴ ȖȚȦȡȖȠȣ ijĮȡıĮțȚįȘ

ƴƪưƴƷƬ ƪƮƩƳƶƬ




ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

«…Δεν έχω μάτια, σύντροφε, να δω τον ουρανόμε τύφλωσαν και μένανε μαζί με τους συντρόφους μας». «Μελέτα το τραγούδι μας μες στην καρδιά σου, σύντροφε. Καρδιά μας μένει μπόλικη. Μελέτα το τραγούδι σου κρυφά στο συρματόπλεγμα, μια μέρα θα το γράψεις το τραγούδι μας μια μέρα θα το τραγουδήσει ο κόσμος το τραγούδι μας…» Από το «ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ


4


ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Α.Ε.Τ.Ο - Ε.Σ.Α.Ι. 1949 - 1950

σχεδια και κειμενα

γιωργου φαρσακιδη


A la derniere page il y a une petite note en Francais. There is an informing notice in English in the last page. In der letzten seite gibt es einen kleinen Inormations vermerk in deutscher Sprache. Nell’ ultima pagina esiste una piccola nota informativa in italiano. ̂ nota explicativa en espanol. ̂ En la ultima pagina existe una pequena

Επιμέλεια-Διόρθωση: Ν. Καρτσάς - Μ. Βλαχοπούλου. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Γ. Φαρσακίδης.


Λίγα λόγια για τούτη την έκδοση Τέλη του 1964 πρωτοπαρουσιάστηκε τούτο το λεύκωμα η πρώτη έκδοση-μαρτυρία, απ’ ότι ξέρω για την Μακρόνησο. Κι ήταν τα χρόνια εκείνα γεμάτα πάθος κι ανάταση. Χρόνια απεγνωσμένης προσπάθειας ενός λαού να κερδίσει τη λευτεριά του. Τους λόγους που μ’ έκαναν να το τυπώσω, θα τους βρείτε στον πρόλογο. Εκεί κι η ευχή κι η ελπίδα, να μη χτυπήσει και πάλι ο φασισμός. Να μη «βαδίσει άλλο αυτό το δρόμο» η χώρα μας. Ωστόσο ο φασισμός ξαναχτύπησε. Κι έγινε η ελπίδα συντρίμμια κάτω από τις ερπήστριες των τανκς και η Ελλάδα των «Ελλήνων Χριστιανών» ένα στρατόπεδο. Βρυκολακιάσανε οι «Παρθενώνες», κι όσοι από μας τους παλιότερους, κι όσοι καινούργιοι είχαμε την… τύχη, ξαναζήσαμε και πάλι τα Μακρονήσια, σ’ όλη την πολύμορφη, την πλουτισμένη με καινούργιες μέθοδες, δοκιμασία. Λίγες μέρες προτού ξεσπάσει το πραξικόπημα, μ’ είχαν καλέσει γι’ ανάκριση. Να με δικάσουν, να κατάσχουν το λεύκωμα. Και πίσω από την εντολή της κατάσχεσης, ο επίδοξος δικτατορίσκος, ο Ιωαννίδης, που ανέβηκε τα σκαλιά της ιεραρχίας, βασανίζοντας στη Μακρόνησο. Ο γραικύλος που δε θα διστάσει να μακελέψει και να προδώσει την Κύπρο. Η Αντίσταση του λαού μας συνεχίστηκε μέσα στη Χούντα, στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, στις φυλακές κι εξορίες, στα πεζοδρόμια και το Πολυτεχνείο. Μερικοί από τους «υψηλά ιστάμενους» παλιούς υμνωδούς της Μακρονήσου, τον καιρό της Χούντας κακοπάθαν κι οι ίδιοι από τους «ασκούς του Αιόλου» π’ ανοίξανε. Και κάποιοι –προς τιμή τους- ντραπήκαν για τα παλιά. Σήμερα με τις κοσμογονικές παγκόσμιες ανακατατάξεις, ασταμάτητος συνεχίζεται και πάλι ο αγώνας και μ’ άλλες μορφές για τα ανεκπλήρωτα ιδανικά του λαού μας. Οι πραγματικές αιτίες του αδελφοκτόνου σπαραγμού έγιναν συνείδηση στο σύνολο σχεδόν του λαού, αίτημα για ένα αντίκρισμα χωρίς προκαταλήψεις της Ιστορίας κι η πολιτεία δεσμεύτηκε με υποσχέσεις για ηθική, υλική και πολιτική αποκατάσταση και ισονομία όλων όσων πήρανε μέρος στην εμφύλια σύραξη. Υποσχέθηκε να διατηρηθεί η Μακρόνησος σαν τόπος λαϊκού προσκυνήματος, να κηρυχθεί μνημείο της νεώτερης ιστορίας μας. Η επανέκδοση αυτή, με τις μαρτυρίες για έναν τόπο και μιαν εποχή που ανήκουν στην Ιστορία, ας είναι ακόμα, μια προσφορά σ’ όσους… δεν τα ʼξεραν. Να μην ξεχνάμε. Γιατί…

«Στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων» Π. Κανελλόπουλος


Καψόνι της πέτρας

8

Από σκίτσο του 1949.


ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ Που οπλισμένος με πίστη σ’ ένα καλύτερο αύριο, ορθώθηκε ενάντια στην ωμή βία. Που συνέχισε και πέρα από τα «Μακρονήσια». Που συνεχίζει και σήμερα τον αγώνα. Για την περιφρούρηση της δημοκρατίας. Για την εθνική μας αξιοπρέπεια. Σπόρος των ξένων τ’ αδελφοκτόνο μακελειό στην Ελλάδα. Τα πάθη θολώνουν, το αίμα χωρίζει. Νερό στο μύλο αυτών που τρομάζουν την εθνική περηφάνια, την προκοπή του τόπου. Το Μακρονήσι όπλο στα χέρια όσων θελήσαν τη χώρα μας, χώρα ραγιάδων, λαό δίχως γνώμη και βούληση. Στάθηκε το πιο ιδιόμορφο απ’ όσα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξέραμε. Καινούργιες μέθοδες ψυχολογικής βίας, πείρα φρικτή, θα μπούνε θεμέλιο στο Κόγιε της Κορέας, στο Βιετνάμ και στο Λίβανο, σε κάθε χώρα που ονειρεύτηκε να ζήσει ελεύθερη. «Τέταρτο», «Β.Ε.Τ.Ο.», «Α.Ε.Τ.Ο.», «Γ.Ε.Τ.Ο.», «Σ.Φ.Α.». Κάθε γωνιά του ξερόβραχου και μια ιστορία με αίμα και πόνο και περηφάνια ανθρώπινη. Μακριά από μας η πρόθεση ν’ ανασκαλέψουμε πάθη σβησμένα. Μπούκωσε ο τόπος μας, δε χωράει άλλα. Κάποιος είπε: «Το άλλο έγκλημα είναι η λησμονιά». Γιατί, ο φασισμός χτυπάει την ώρα που όλοι τον έχουν ξεχάσει. Γι’ αυτό δεν ξεχνάμε. Για να μη βαδίσει η χώρα μας άλλο αυτό το δρόμο.

«…Πεθαμένοι ή τρελοί θα κάνετε δήλωση» Από τα συνθήματα στο Ε.Σ.Α.Ι. 9


Οχτώβρης 1949. Μακρόνησος. Τέταρτο τάγμα. Δικαιοδοσία χωροφυλακής. Στις πλαγιές του νησιού, σε ζυγιασμένες ευθείες, τ’ αντίσκηνα των «κλωβών». Μέσα στους «κλωβούς», αρκετές χιλιάδες οι πολιτικοί εξόριστοι. Απ’ όλες τις γωνιές της χώρας. Πληθαίνανε τελευταία οι φήμες για τη μεταφορά μας σε στρατιωτικά τάγματα. Για το «πότε…». Για το «πού…». Για το «πώς…». Δυο βδομάδες προτού μας πάρουν για το Α.Ε.Τ.Ο., επιδειχτικά περνάν ανάμεσα απ’ τους «κλωβούς», μια φάλαγγα. Οι περσινοί στρατεύσιμοι συνεξόριστοι, «Τα παιδιά μας!» Μιλάμε μαζί τους, ρωτάμε, μαθαίνουμε. «Κρατήσανε;» «Πόσοι;» «Ίσως…» «Δεν ξέρω…» «Κανείς…» Η απάντηση. Φοβερό! Παράδοξο! Ακατανόητο! 10 του Οχτώβρη. Άρχισαν απανωτές οι καταμετρήσεις. Ξεδιαλέγουν στρατεύσιμους, κάτω των τριάντα. Κοντά δυόμισι χιλιάδες. Φεύγουμε για τα «τάγματα». 12 του Οχτώβρη. Ξεκινάμε με την πρώτη αποστολή. Άτομα εξακόσια πενήντα. Πεζοπορία μερικά χιλιόμετρα. Φορτωμένοι το βιός μας. Μ’ ό,τι μπορεί να σηκώσει ο καθένας. Μετά την «υποδοχή», μερικοί νεκροί, κοντά πενήντα οι τρελοί, εκατοντάδες οι χτυπημένοι. «Βαστάνε. Βαστάνε πολλοί». Η διοίκηση ανησυχεί. Το σχέδιο τροποποιείται, οι αποστολές καθυστερούν. Το Μάη του επόμενου χρόνου θα ξαναγυρίσουμε πίσω, μετρημένες δεκάδες. Κι άλλοι τόσοι απολυμένοι φαντάροι του Α.Ε.Τ.Ο. Να σμίξουμε με τους «μεγάλους». Μ’ όσους απόμειναν…

Κεντρικές δεξαμενές νερού στον «Αϊ-Γιώργη». Γεμίζουν με βυτιοφόρο πλοιάριο την «φοντάνα». 10

Από σκίτσο του 1949.


Δρόμος προς το Β.Ε.Τ.Ο., Α.Ε.Τ.Ο. κλπ.

(Σκίτσο του 1950)

Χρόνια ως τα σήμερα φώλιαζε μέσα μου η επιθυμία αυτής της παρουσίασης. Υποχρέωση και υπόσχεση μαζί δοσμένη από παλιά. Στο πρώτο σκιτσάρισμα σπρώχτηκα αυθόρμητα, με μιαν, έμφυτη, θαρρώ, ανάγκη της ανακοίνωσης. Ανάγκη να επικοινωνήσεις με το συνάνθρωπό σου, στην κρίσιμη ώρα. Οι γνώσεις, τα εφόδια τα καλλιτεχνικά λιγοστά, δύσκολες οι συνθήκες, όπως μπορεί να κρίνει από τα παρακάτω κι ο ίδιος ο αναγνώστης. Με την έκδοση αυτή δεν επιχειρείται μια κάποια γενικότερη παρουσίαση του φαινόμενου «Μακρονήσι». Αυτή η δουλειά, η τόσο σοβαρή και υπεύθυνη, ας είναι έργο άλλων. Ας δούμε, λοιπόν, αυτό το λεύκωμα, μονάχα σαν μια μικρή προσφορά γνώσης στα θεμέλιά της. Η σειρά αυτή -από σχέδια και χαρακτικά- δεν προβάλλει φυσικά με αισθητικές αξιώσεις. Είναι απλώς η καταγραφή–μαρτυρία, ενός τόπου και μιας εποχής, όπως τα ʼζησε κάποιος από κοντά. Γιʼ αυτό η αμεσότητα και η ειλικρίνεια αυτής της μνημόνευσης και η κατανόηση του αναγνώστη, ας συμπληρώσουνε τα κενά. Τα περισσότερα από τα σχέδια δίνονται όπως διατηρήθηκαν ως τα σήμερα ή με μια μικρή επεξεργασία –όταν δε γινόταν αλλιώς- μα πάντα με σεβασμό στην αρχική τους μορφή. Μερικά είναι ατελείωτα, άλλα φθαρμένα. Σʼ άλλα μπορείς να ξεχωρίσεις το γδάρσιμο, τις τρύπες των καρφιών, απ’ τις κρυψώνες όπου χώθηκαν να γλιτώσουν την έρευνα. Το κείμενο το ίδιο, από γράμματα και σημειώσεις, απ’ ό,τι απόμεινε στη θύμηση, θέλει να βοηθήσει στο να κατανοηθούνε μια σειρά από ιδιομορφίες και παράξενα, εκείνου του «τρόπου ζωής» και μιας ιδιότυπης «τάξης πραγμάτων». Ακόμα, οι λιγοστοί στίχοι εκείνων που έζησαν τις ίδιες ή και παρόμοιες καταστάσεις, πιστεύω πως βοηθάνε στην όλη προσπάθεια. Θα ʼνιωθα περήφανος αν, έστω και λίγο, αυτό το λεύκωμα γινόταν η αφορμή για στοχασμό πάνω σʼ ό,τι οδήγησε και μπορεί να οδηγήσει και πάλι σε καινούργια «Μακρονήσια».

«Θαυμαστόν το αναμορφωτικόν έργο της Μακρονήσου». Α. Νέζος, πρύτανης Α.Σ.Ο.Ε.Ε.

11


ΜΗ ΣΗΜΑΔΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Αδερφέ μου σκοπέ, αδερφέ μου σκοπέ σʼ ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι σʼ ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά σε γνωρίζω αδερφέ μου και με γνωρίζεις. Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην τσέπη σου. Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια καρδιά. Θυμάσαι; Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά κοντά στο κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απʼ τη σφεντόνα μου στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυα σου στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά παπούτσια σου στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα. Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των υπουργείων. Το βράδυ σταματάει στη γωνιά κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απʼ το καρότσι του πατέρα μου κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε την ώρα που εσύ γεμίζεις τʼ όπλο σου κι ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις. Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μʼ ένα σκληρό ντουφέκι πεινάμε κι οι δυο για ένα χαμόγελο και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο. Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι σε λίγο θα πας να κοιμηθείς, καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε συλλογίζομαι καθώς θ’ ακουμπήσεις τ’ όπλο σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι. Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις χτύπα με αλλού μη σημαδέψεις την καρδιά μου κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο. Δεν θα ʼθελα να το λαβώσεις. ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Μακρόνησος 1950 12

«Αναρρωτήριο» του Α.Ε.Τ.Ο., στο βάθος η πύλη κι ο χώρος με τις σκηνές του Ε.Σ.Α.Ι. Δεξιά κοντά στη θάλασσα χτυπήθηκε η πρώτη «αποστολή». ( Από σκίτσο του 1950 )


Η «υποδοχή» μας, στις πύλες του Α.Ε.Τ.Ο. Ε.Σ.Α.Ι. Οι χωροφύλακες αμίλητοι. Μας μετράνε, παραδίνουν τους καταλόγους κι απομακρύνονται βιαστικοί. Από σήμερα σας παραλαμβάνει ο στρατός! βρυχάται το μεγάφωνο. Θα περάσετε καλά… Όλη η φάλαγγα δέκα βήματα εμπρός. Κλείνατʼ επʼ αριστερά! Στα δεξιά του δρόμου, ως τη θάλασσα, χέρσο, ξερό απλώνεται το ίσιωμα. Μπροστά μας, ξεχωρίζουνε οι επίσημοι κι ένα γύρω σειρές-σειρές αλφαμίτες, ακίνητοι, βλοσυροί. Πλάι σε ρασοφόρο, ο διοικητής Βασιλόπουλος. Ο λόγος του σύντομος, ειρωνικός: Δεν είναι Νταχάου εδώ, όπως σας είπανε… Για όσους θα γίνουνε Έλληνες. Κοιτάει το ρολόι του: Έχετε πέντε λεπτά να σκεφθείτε. Μετά κάποιος μιλάει, ο παπάς νομίζω, για τις «ανοιχτές αγκαλιές της πατρίδος», την «εθνικήν κολυμβήθραν», για μας, τα «παραστρατημένα παιδιά», για το «σκληρό τιμωρό χέρι». Το μεγάφωνο, ξερό, μεταλλικό, ξερνά ανάκατα απειλές κι υποσχέσεις: Όσοι συμφωνούν, να προχωρήσουν τέσσερα βήματα εμπρός. Βγαίνουνε. Δυο, τρεις, τέσσερις. Βαριά γύρω μας η βουβαμάρα. Ακόμα ένας. Τα λεπτά περνούν, η προθεσμία τελειώνει. Κανείς! Κανείς! Οι αλφαμίτες να εκτελέσουν το καθήκον που τους ανέθεσε η πατρίδα. Οι άσπρες ζώνες κινήθηκαν σε παράταξη μάχης. Όπλα τους, κασμαδόξυλα, μπαμπού, σιδηρογωνιές. Οι πρώτοι χτυπημένοι, το πρώτο αίμα. Η μάζα πισωγυρίζει κατά τη θάλασσα. Σιγά στην αρχή, σφιχτοδεμένη. Μετά σπάει, ξεχύνεται αγριεμένο κοπάδι. Ποδοβολητό, ουρλιαχτά, βλαστήμιες μπερδεύουν με θούρια κι οδηγίες. Πασχίζουν να ξεμοναχιάσουν, να διαλύσουνε το μπουλούκι. Σαν το κατορθώσουν, σκορπά ο κόσμος και ξανασμίγει σʼ άλλες ομάδες μικρότερες. Και ξανά και ξανά. Ασυναίσθητα τότε, κολλάς, γαντζώνεσαι σʼ άλλους, να χωθείς μέσα, να γίνεις ένα μαζί τους. Οι ριπές αγριεύουν πιότερο ακόμα. Καμπόσοι πέφτουν στους βράχους, στη θάλασσα. Εκεί μες στα βράχια τους ψαρεύουν και τους τελειώνουνε. Όλο πιο αριές, πιο λιγοστές οι ομάδες. Τρέχεις, πηδάς, σαν τʼ αγρίμι, πέρα-δώθε. Πάνʼ απʼ τα βράχια, τα πεσμένα κορμιά. Για πόσο; Πιάστηκε η ανάσα, τα πόδια κοπήκαν. Κι άξαφνα, συνειδητοποιείς τρομερή την αλήθεια: Έμεινες μόνος! Από τώρα και μπρος νιώθεις την ευθύνη να σε βαραίνει προσωπικά. Θα την αντιμετωπίσεις σαν άτομο, φάτσα με φάτσα. Το χτύπημα από τα πλάγια, απρόσμενο, δυνατό και κάτι στο πρόσωπο σαν ανάσα καυτή. Σκόνταψα, πέφτω… Νιώθω τα δάχτυλά μου γαντζωμένα σʼ ένα κορμί ζεστό, ακίνητο. Τα βήματα τους… Μʼ αναποδογυρίζουνε βλαστημώντας, μʼ ανασηκώνουν τραβώντας απʼ τα μαλλιά. Για λίγο τα μάτια μισανοίγουνε μόνα τους, όσο να προλάβεις να δεις τις ιδρωμένες, αγριεμένες τους φάτσες. Η αρχή του τέλους! Τα χτυπήματα βαριά, στο κορμί, στο κεφάλι. Δεν πονάνε, ζαλίζουν. Ένα, δύο, τρία. Ένα κόκκινο σύννεφο. Ωστόσο ακούω ακόμα, νιώθω, σκέφτομαι: Καλύτερα έτσι –ναι– στο κεφάλι, να τελειώνουμε. Μετά ένας πόνος αβάσταγος τρυπάει τον ώμο. Πονάω, πονάω πολύ… Ζω! Πόση ώρα να ʼχω πεσμένος; Ο ήλιος κατάφατσα τσουρουφλάει. Στο πρόσωπό μου πηγμένο το αίμα, με δυσκολεύει να δω. Με κόπο μισανοίγω τα μάτια. Πλάι μου κι άλλοι, ακίνητοι, αραδιασμένοι στο μήκος του δρόμου. Λίγο πιο μπρος δυο ποδάρια ξυπόλυτα τινάζονται σε σπασμό. Ξεχωρίζω το σκουροκόκκινο με ρίγες μπουφάν. Και βέβαια είναι… το Μανιατάκι της γειτονικής μας σκηνής. Θα πρέπει να ξεψυχά. Έρχονται… Δοκιμάζουν μʼ αναμμένο τσιγάρο, στραμπουλάνε τα χέρια, μερικές στα πόδια, στα πλευρά. Να διαπιστώσουν αν ζω. Μετά κάπου με σέρνουν απʼ τα ποδάρια. Συνέρχομαι στο καμιόνι. Φίσκα από κορμιά, στοιβαγμένα ανάκατα. Μες στον ιδρώτα, τη σκόνη, το αίμα. Μπρούμητα κι ανάσκελα, σπαρταράνε ή μένουν ακίνητα ή βογκάν ή σωπαίνουν. Και συ, ένα μαζί τους, στην «Εθνικήν Κολυμβήθραν!».

13


Ο «Αϊ-Γιώργης» τη νύχτα. (Από σκίτσο του 1950)

Προχειροστημένο, μεγάλο αντίσκηνο. Κοντά πενήντα τα στραπατσαρισμένα κορμιά. στοιβαγμένα κατάχαμα. Χωρίς σκεπάσματα, χωρίς ρούχα. Μέσα στʼ αντίσκηνο, κι οι μουγκοί, κι οι τρελοί, κι οι μισοζώντανοι που δε θα συνέρθουν ποτέ. Ποιος να ʼναι καλά άραγε: Ζέχνει στην κάψα του ήλιου τʼ αντίσκηνο αίμα και κάτουρο, αντηχεί μουγκρητά, τραγούδι, βλαστήμιες. Γιομάτες μύγες και χώματα μπλαβίζουνε οι πληγές της λιωμένης της σάρκας. Από το μισοσκόταδο της γωνιάς, σε καρφώνουν ένα ζευγάρι θολά, ανέκφραστα μάτια. Κάποιος χτυπιέται σε κρίση, άλλος κατάπιε πιρούνι: «Δεν κάνω δήλωση, κύριε χωροφύλακα, πάρ’ το χαμπάρι, δεν κάνω». Πιο πέρα ένας, όλο και ξαναμετράει τα δάχτυλά του, πασχίζοντας κάτι να θυμηθεί. Οι συγκρατούμενοι με τα «σοκ» τινάζονται σε σπασμούς, ανοιγοκλείνουν τα μάτια, κουνάν τα κεφάλια τους σε τρέμουλο ασταμάτητο. Οι μουγκοί χειρονομούν απελπισμένα, ψάχνοντας νάβρουν τρόπο να τους καταλάβεις. Όταν ξεπέσει κάνα τσιγάρο, φέρνει το γύρο. Τότε ησυχάζουνε όλοι, το φουμάρουν αμίλητοι, σοβαροί, με κατάνυξη. Για τις «φυσικές μας ανάγκες» τους πιο βαριά τους μεταφέρουν οι «υπηρεσίες» του Ε.Σ.Α.Ι. Οι υπόλοιποι, κούτσα-κούτσα με συνοδεία, κατηφορίζουν κατά τη θάλασσα. Οι κρατούμενοι του Ε.Σ.Α.Ι. παραμερίζουν στο διάβα μας. Οι ματιές διασταυρώνονται με φόβο ή μʼ αγάπη, ανάλογα. Η εξουσία δε μας ξεχνά. Πάντα παρούσα, πότε με την κλοτσιά του αλφαμίτη, πότε με τους ραφινάτους πειρασμούς του κάθε «καλοθελητή». Οι φήμες οργιάζουν. Άλλοτε… εμπιστευτικά! «Θα καθαρίσετε, να είστε έτοιμοι γιʼ απόψε», κι άλλοτε «…αύριο οπωσδήποτε». Ένας κατάπιε γυαλιά. Μπρος στους αλφαμίτες κρατιέται. Μόλις φύγουν σπαράζει στους πόνους, κυλιέται χάμω, βάζει πέτρες στο στομάχι να… δροσιστεί! Δυο-τρεις φορές τη μέρα έρχεται ο φοιτητής της ιατρικής, Χοτζόπουλος. Ο «γιατρός» όπως τον λένε εδώ. «Παιδέψου ρε πούστη», του λέει. «Κάντηνε να γλιτώσεις. Ούτε νοσοκομείο θα δεις, ούτε και σε σκοτώνουμε. Έτσι λίγο-λίγο, θα σε γλεντήσουμε να ψοφάς». Οι μέρες περνάν, η ζωή κυλάει με το άγχος της προσμονής. «Απ, ένα δύο, τρία. Απ, ένα, δύο, τρία…» φτάνουν απʼ έξω τα ρυθμικά παραγγέλματα στους νεοσύλλεκτους. Τα μεγάφωνα μεταδίνουν, όλη μέρα, λόγους, εμβατήρια, τον ύμνο της Μακρονήσου: «Μακρονήσι σεμνό, σκαπανέων χωριό. Τιμημένος ναός, ανθρωπιάς μεγαλείο…» Ήρθε καινούργια αποστολή. Φοβερός φτάνει στη σκηνή μας, ο αντίλαλος της «υποδοχής». Ξαναζείς την κάθε στιγμή της αγωνίας των άλλων. Μετά, τα φορεία θʼ αραδιάσουν απ’ έξω το ματωμένο φορτίο τους. Τα παραπέτα του αντίσκηνου σηκωμένα ξεπίτηδες, όσο να βλέπεις. Τσακισμένα, ακίνητα κορμιά, ανοιγμένα κεφάλια, θρυμματισμένα κόκαλα. Το σούρουπο πέφτει απαλό. Το μεγάφωνο τώρα σκορπάει μια γλυκιά μελωδία. Το βιολί μιλάει για καταστάσεις ήρεμες, ειρηνικές, γεμάτες αγάπη και νοσταλγία. Και τόσο, μα τόσο μακρινές, τόσο απρόσιτες! Και συ, αφουγκράζεσαι, πετιέσαι σε κάθε θόρυβο. Έτοιμος για την ύστερη, -ποιος ξέρει;- αναμέτρηση.

14


Διοικητής μας ο Α. Βασιλόπουλος. Με δυο καταδίκες, από το 1940, για κατάχρηση και πλαστογραφία. Κατά συγχώνευση, εννιάμισι χρόνια. «Δημοκρατικός» στη Μέση Ανατολή, μόλις γυρίσει ο άνεμος θα γίνει στρατοπεδάρχης σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των συντρόφων του. Στη Σ.Φ.Α. εκτίει την ποινή του, ασκώντας ταυτόχρονα διοικητικά καθήκοντα. Του χαρίζεται η ποινή κι αναλαμβάνει τη διοίκηση του Α' Τάγματος Σκαπανέων (Α.Ε.Τ.Ο.), την παραμονή των γνωστών γεγονότων του 1948. Διοικητής του Ε.Σ.Α.Ι., ο Ιωαννίδης. Έκφυλη, αυτάρεσκη φάτσα βουτυρόπαιδου. Πέρσι τον πιάσανε οι αντάρτες, του βγάλανε το βρακί και τον αφήσαν να φύγει. Φέτος σκίζεται να επανορθώσει το πάθημα. Φιγουράρει για διανοούμενος και σκληρός: Πρότεινα, να ʼβαζα όλους σας σε τρύπια βάρκα και να σας φουντάρω στη θάλασσα. Και μου απάντησαν πως έχει ανάγκη τη βάρκα η πατρίς. Ο ερχομός του ήταν πάντα προμήνυμα καψονιού. Ιεραρχικά, μετά απʼ αυτόν, ο επιλοχίας ο Σπύρος. Ποτέ δε μάθαμε πούθε κρατάει η σκούφια του. Τελευταία αποφεύγει να χτυπήσει ο ίδιος. Πολιτεύεται, «εξυπηρετεί». Ξέρουμε πως σʼ ό,τι καινούργιο και ύπουλο, μέσα και η ουρά του Σπύρου. «Χασάπης» και Κάσσιος. Οι πιο μισητοί και οι πιο αδίσταχτοι. Σαλονικιός ο πρώτος, χασαπάκι. Έκφυλο, θρασύδειλο μούτρο «αγαπητικού». Ηπειρώτης ο δεύτερος. Ξανθός, σωματώδης, παλιά εξόριστος. Κοινό τους γνώρισμα: Βασανίζουν από ευχαρίστηση. Κατσιμίχας. Μελαχρινός, γεροδεμένος. Παλιός αντάρτης, με ιστορία. «Έσπασε» ο ίδιος στη Σ.Φ.Α. κι έστειλε και μερικούς συντρόφους του στο απόσπασμα. Μανιακός στα νέα του καθήκοντα. Όλους σας, λέει, θα σας σπάσω, κανείς δε θα μείνει. «Έσπασε», τρέλανε, σκότωσε, σακάτεψε αρκετούς, δε γλύτωσε κι ο ίδιος από την τρέλα. Το παράξενο είναι πως στα καψόνια προτιμούσαμε τον Κατσιμίχα. Ίσως που δεν ήταν ύπουλος σαν τους άλλους. Ακόμα, έτσι και πέρναγες από τα χέρια του, δε σʼ έδινε εύκολα σʼ άλλον. Θες από φόβο μη σε «σπάσουν» οι άλλοι, θες ξύπναγε μέσα του η μπέσα η αρβανίτικη. «Ασʼ τον αυτόν» έλεγε στους άλλους, γουρουνιού πέτσα έχει στα πόδια του ο πού… Βεζίρης. Διεστραμμένος, πλαδαρός, σωματώδης. Πρησμένο μούτρο και πίσω απʼ τα μυωπικά του γυαλιά, δυο γουρουνίσια ματάκια όλο μίσος. Υποκατάστατο του θηλυκού για τους άλλους, σαν αργήσουν να πάρουν τις άδειες. Ξεσπάει επάνω μας με ξέχωρο μίσος τον αμφισβητούμενο ανδρισμό του. «Μουτσούνας». Όνομα και πράμα. Από κάποιο χωριό της Μακεδονίας. Αγαθιάρης, κομπλεξικός, βαράει όταν του πουν. Σε σακατεύει μηχανικά, χωρίς πάθος. Του κολλάνε οι άλλοι, του κολλάμε κι εμείς. Θα κάνʼς δήλωση λέει σε κάποιον. Χίλιες στους άλλους, σε σένα όχι Μουτσούνα του χώνεται ο Κουλούρης. Γιατί δηλαδής, ιγώ χειρότερους είμι; Κάντηνε Γιώργη, μια φορά μόνο, μικρή, τόση δα, να ιδούνε κι οι άλλοι που ʼσπασα έναν, παρακαλάει όλο παράπονο ο Μουτσούνας.

«Αϊ-Γιώργης». Εκκλησάκι κοντά στο Δ' τάγμα. Πεζούλες πέτρινες, γύρω απομεινάρια της «καραντίνας». Με μια από τις λιγοστές συκιές του νησιού. Από κάτω πηγαδάκι. Το νερό υφάλμυρο, δεν ξεδιψάει. (Από σκίτσο του 1950)

15


ΛΑΕ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ Λαέ αγαπημένε, Δυο μέτρα από την πόρτα της σκηνής μας Είχε πέσει ένας σπόρος. Ύστερα ο σπόρος βλάστησε Κι έγινε σιγά–σιγά ένα μεγάλο λουλούδι Ένα Ηλιοτρόπι Όταν βαρέσουν οι σάλπιγγες της αυγής Και στο ουράνιο διάστημα ξεπροβάλλει Του ήλιου η φωτόσφαιρα, Τότες το λουλούδι Γυρίζει κατά κει τον ωραίο δίσκο του Και τον κοιτάει. Όλη τη μέρα -κάθε μέρα Τον κοιτάει, τον κοιτάει. Και ζει. Κοιτάει – όλο κοιτάει τον ήλιο Και ζει. Έτσι και μεις σʼ αγαπάμε. Έτσι πάνω γυρίζουμε τα μάτια μας Στο φως Σου Και ζούμε Τόσο–δα λίγο αν ξεμακρύνουμε Απʼ την έγνοια Σου Μας κλείνει ο πάγος, Τόσο-δα λίγο αν λείψουμε απʼ τη θέρμη Σου Είμαστε νεκροί. Έτσι, της εξορίας οι καρδιές, Αδερφωμένες σʼ αγαπάνε Πιο πολύ, Απʼ όσο τον ήλιο το ηλιοτρόπι. Όξω από τα σύνορα της ζωής σου Είναι τάφος.

Μακριά από της χαράς σου τη λαχτάρα Είναι απόγνωση Όξω από την πίστη για τη νίκη σου, Μακριά απʼ την ομορφιά σου Είναι κατάρα και σκοτάδι. Λαέ αγαπημένε, Σʼ αγαπάμε και ζούμε. Σʼ αγαπάμε και ξάφνου Το ερημονήσι μας γεμίζει από χρυσάφι. Και κείνοι που πεθαίνουν είνʼ όμορφοι Γιατί πεθαίνουν για σένα. Και κείνοι που λαβώνονται δεν πονάνε Γιατί το αίμα απʼ τις πληγές τους Θρέφει τη Νίκη Σου. Και κείνος Που ʼχασε τʼ απροστάτεφτο παιδί του Από μια αρρώστια ή απʼ όποιο φονικό Δεν κλαίει Είνʼ η θυσία του για Σε. Σʼ αγαπάμε και ζούμε Σʼ αγαπάμε και δεν υποφέρουμε Σʼ αγαπάμε και γράφουμε ωραία τραγούδια. Σʼ αγαπάμε και ξεχάσαμε τον έρωτα. Αυτή ʼναι η εξορία μας Λαέ της πατρίδας Λαέ της γης Λαέ αγαπημένε ΜΕΜΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

«Φούρνοι». Το βορεινό τμήμα του Δ' τάγματος. Δέκα λεπτά απόσταση απ’ τον «Αϊ-Γιώργη». Εκεί και οι φούρνοι του στρατοπέδου. (Από σκίτσο του 1950)

16


Εικονογράφηση σε ποίημα του Μ. Παναγιωτόπουλου.

Χαρακτικό του 1952. Αϊ-Στράτης.

17


Για τον «Γολγοθά»

Από σχέδιο του 1949.


΄Ανω κάτω τα ʼχει κάνει τα σχέδια της Διοίκησης η Πρώτη αποστολή. Σύγχυση κι εκνευρισμός κατέχει τους «από πάνω». Απανωτές οι συσκέψεις, ο Βασιλόπουλος φεύγει για την Αθήνα. Πέρασαν μέρες όσο να βγει η απόφαση. Φορμάρεται, προσαρμόζεται, ο μηχανισμός. Από δω και μπρος, θα εφαρμόσουν καινούργια ταχτική, νέες μέθοδες. Αυτή τη φορά ποντάρουν αλλού, στο ψυχολογικό: «Άσʼ τους δουν με τα μάτια τους…». Τις επόμενες αποστολές θα τις δεχτούν στο Ε.Σ.Α.Ι. με τις χιλιάδες τους «ανανήψαντες». Σκονισμένοι, κατάκοποι, μπήκανε στο στρατόπεδο οι κατοσταριές της καινούργιας αποστολής. Χωρίς σταματημό οι ανακοινώσεις της Διοίκησης, ορίζουν την προθεσμία: «Μιάμιση ώρα, να δείτε, νʼ ακούσετε, να μετανοήσετε…». Αρκετός ο χρόνος να σεργιανίσεις! Δεκάδες τρελοί χτυπιούνται μερόνυχτα. Δεμένα κεφάλια, σπασμένα χέρια, πόδια, τσακισμένα κορμιά. Χιλιάδες μάτια, στόματα, γύρω σου. Κι είναι και οι συγγενείς, οι πατριώτες, οι φίλοι. Κι όλοι τα ίδια σχεδόν: «Δεν κάνουνε «Σύρμα». Λιγοστοί απόμειναν κι αυτοί…». Μπορείς να τριγυρίσεις ελεύθερος, να δεις, νʼ αγγίξεις, να το πάρεις απόφαση: «Σαν δε σκύψεις, δεν περνάς για τʼ απέναντι. Σε περνάνε…Ή τρελό, ή νεκρό». Βραχνάς τα μεγάφωνα στις κολόνες, μετράνε το χρόνο, την τιμή, τη ζωή σου: «Ακόμα δέκα λεπτά απομένουν. Σκεφτείτε! Η πραγματικότητα θα σας πείσει. Σας έπεισε. Η διέξοδος μία και μόνη, η εθνική οδός της μετανοίας». Και τα χέρια τριγύρω, τʼ αμέτρητα χέρια. Ικετεύουν, φοβερίζουν, χτυπούν. Να σε «σώσουν!». «Ακόμα πέντε…». «Τρία λεπτά απομένουν ακόμα…». Τρία λεπτά! Ως την τρέλα, το θάνατο. Σκέψου και πάλι και ξανά και πάλι, όσο προφταίνεις, όσο αντέχεις, όσο μπορείς. Λιγοστές δεκαριές θα ʼπομείνουνε τελικά, ένα νησάκι, καταμεσής της «αρένας». Και τότε, ο ιερέας του τάγματος, ο παπα-Κορνάρος θα σκούξει: «Σκοτώστε τους όλους!». Σʼ αυτή τη χώρα η λευτεριά πληρώνεται ακριβά. Κάποιος την ονομάτισε, τη φώναξε! Τον λυντσάρανε επί τόπου. Τον έσουραν κατά την πύλη και το κεφάλι του, σουρνάμενο πάνω στα βράχια, ματόβρεχτο, άμορφο, να το κλοτσάνε δεκάδες ποδάρια. Η ανθρωπομάζα άφωνη, αγριεμένη, ανοίγει το πέρασμα, ένα και μόνο, για τη «Χαράδρα». Μπροστά πηγαίνουν οι αγγαρείες με τα φορεία. Ακολουθεί ο Καστρίτης, μαστουρωμένος, ράθυμος, μʼ όλη την εξάρτυση. Ξοπίσω του, χασισωμένοι κι αυτοί, με τα στειλιάρια στο χέρι, οι αλφαμίτες. Κι ανάμεσα τους, μέσʼ από τις χιλιάδες του κόσμου, κολλητοί, ώμο με ώμο, πορεύονται οι συνοδοιπόροι του «Γολγοθά». Τέτοιες στιγμές σφιχτοδένει την ομάδα ο φόβος. Μέγγενες σφίγγουν τα δάχτυλα, τα χέρια μπλεχτήκανε, γίνανε ένα. Κι όσο ποτέ άλλοτε, νιώθεις τούτη την ώρα την έννοια. Σύντροφος. Κι ένα το μέλημα: μη σʼ αρπάξουν, μη σε χωρίσουν από τους άλλους. Πολλοί, και για διάφορους λόγους, αυτοί που πασχίζουν να σε «γλιτώσουν». Κι έτσι και το καταφέρουνε τελικά, παραείναι μεγάλο μετά το κουράγιο να τους ξεφύγεις.

19


Φυλάκιο στο δρόμο για το Σύρμα του Α.Ε.Τ.Ο. - Ε.Σ.Α.Ι.

Από σχέδιο του 1949.

Σε ύψωμα, πάν’ απ’ το «Τρελάδικο», ο Ένατος Λόχος, λόχος αλφαμιτών, άντρο του υποδιοικητή Ιωαννίδη. Πλάι στην ασβεστωμένη ξερολιθιά, κάνουνε στάση, ξεχωρίζουν κοντά τους μισούς, να τους οδηγήσουν για τη «Χαράδρα», νʼ αφήσουν επίτηδες να περιμένουν τη σειρά τους οι άλλοι. Δύσκολος ο «Γολγοθάς» στα τελευταία του μέτρα, πριν τη δοκιμασία. Τα νύχια, ματώνουν τη σάρκα από το σφίξιμο. Αβάσταγο φωλιάζει το άγχος μες στην ψυχή κι όλα βαραίνουν, λες κι είναι μολύβι ασήκωτα. Κι οι σταυρωτήδες πολλοί, όρνια γαμψόνυχα, προσμένουν το πρόσταγμα να χυμήξουν. Δε θʼ αργήσουν να γυρίσουν οι πρώτοι, οι τυχεροί. Ακίνητοι μπόγοι, βουτηγμένοι στο αίμα. Τα φορεία κατεβαίνουν αργά, επίσημα, κάνουνε στάσεις. Να χορτάσει το μάτι αυτών που προσμένουνε τη σειρά τους, θρυμματισμένα κόκαλα, λιωμένη σάρκα. Ώρα πολύ θʼ αγωνιούν περιμένοντας όλοι την παρτίδα τη δεύτερη. Τους κατεβάζουν έναν–έναν με τα φορεία. «Το ψυχολογικό πείραμα συνετελέσθη». Τώρα μπορούν να το γλεντήσουνε τα «παιδιά», με το πάσο τους, να δείξουν τη μαστοριά τους! Οι κρατούμενοι ξεγυμνώνονται στη «δουλειά» μπαίνει ρέγουλα. Κι ο Ιωαννίδης, «μαέστρος της κόλασης», με το ρολόι στο χέρι, ορίζει της τρέλας και του θανάτου τα σύνορα: Αρχίστε. Ανάπαυση πέντε λεπτά. Εμπρός λεβέντες, εμπρός. Σʼ όποιον σπάσει κομούνα, μια κούτα τσιγάρα και δεκαήμερη άδεια.

«Δεν υπάρχει διδακτικώτερον σχολείο από το μέγα Εθνικόν Σχολείον Μακρονήσου…» Σ. Μαρινάτος, καθηγητής Πανεπιστημίου.

«΄Ηλθαμε να δούμε… και φεύγουμε με υπερηφάνεια και χαρά…» Γ. Ζώρας, καθηγητής Πανεπιστημίου.

20


Μακελειό στη Χαράδρα.

Από σχέδιο του 1949.

21


Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά εκβιάζουν για «δήλωση»: «Σκύψε κομούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι πουτάνες. Η σειρά του τώρα, καθάριζε...» Σχέδιο του 1949.

Μεθοδεμένο το μακελειό, βαστάει ως το σούρουπο. Τους βαριά χτυπημένους, τους ξέψυχους, τους κουβαλάν στην πρώτη από τις τρεις σκηνές που φιλοξενεί η «Χαράδρα». Τους βάζουνε στην αράδα κοντά στης πόρτας το άνοιγμα. Μετά φέρνουνε έναν-έναν τους άλλους, όσους νιώθουν ακόμα: Σκύψε κουμούνα να δεις, πιάσε τους καλά, να το καταλάβεις. Ψοφήσανε όλοι. Καθάρισε για πάρτη σου, να γλιτώσεις. Κι έξω ο… παπάς που βρέθηκε; Ψέλνει νεκρώσιμα… Ο σαλεμένος νους αρνιέται να δεχτεί την πραγματικότητα: Φτάνει το κάρβουνο, όχι άλλο. Νερό, νερό! Παπά τραβήξου από τις... ράγες, τσουφ, τσουφ, τσουφ… Απομόνωση στο Ε.Σ.Α.Ι. Στη γωνιά, στʼ άνοιγμα του αντίσκηνου, πιάνει το μάτι λίγο το ψήλωμα, στʼ αριστερά, και την ανθρωποθάλασσα ως πέρα, από την άλλη. Κρεμασμένο στα σύρματα τʼ ανθρωπομάνι, χιλιάδες στόματα, κοντανασαίνει. Το πλάτωμα του Ένατου άδειασε. Η πρώτη παρτίδα ξόφλησε, κατέβηκε. Οι άλλοι στη «Χαράδρα» ακόμα. Έρημη η πλαγιά. Πίσω μας ακούγεται φασαρία. Κάτι συμβαίνει! «Ξέφυγε ένας», φτάνουν ως εμάς οι κουβέντες, «πήρε το μονοπάτι του Γολγοθά». Ακουμπισμένος στον πάσσαλο της σκηνής μας, ένας γέρος βουρκώνει: Βάλε στραβά το σκουφί, παλικάρι μου, μουρμουράει. Βιάσου, μη δε προλάβεις. Στο θάνατο πας, στου Χάρου τα δόντια. Κι η μάνα σου καρτεράει… Σκέψου, σταμάτα. Είν’ ο Μανόλης που ξέφυγε απʼ το Ε.Σ.Α.Ι. κι ανέβηκε στη «Χαράδρα» να σμίξει με τους συντρόφους του.

«…Όντως Εθνική Κολυμβήθρα». Σ. Δοντάς, πρύτανης Πανεπιστημίου.

22


ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Άνθρωπε. Γράψε τη λέξη τούτη του αγέρα Κι ως θα μετράς κι ως θα κοιτάς τις συλλαβές τα γράμματα Βάλʼ την ψυχή σου στο βλέμμα. Πρόφερε γρήγορα ψιθυριστά καθώς τα χείλια Των εικοσάχρονων παιδιών που δε γευτήκανε φιλί. Κοίτα καθώς τα μάτια τους φρικιαστικά κοιτούσαν Τα μάτια τους, τα μάτια τους, που μονάχα γελούσαν Κι έγνεφαν λες στο μάγο γυρισμό… Ω, τα τραγούδια, τα τραγούδια τους! Ο άνεμος δεν τα χορεύει πια Κι η θάλασσα πια δεν τα ταξιδεύει. Τους πήραν τα τραγούδια τους, τους πήραν τα χαμόγελα. Σφίξε τη λέξη τούτη σφίξε την Καθώς τη σφίγγει στʼ άδεια στήθια της τρελής μητέρας Που γυρεύει το τρελό της παιδί. Γίνε μονάχα ένα στόμα, γίνε ένα σάλεμα για κραυγή Γίνε η άναρθρη κραυγή των τρελών Που σαρκάζει Φοβερή, θριαμβευτική, νικητήρια! Φώναξε δυνατά ! «Μακρόνησος!». Χίλιες φορές κι αν το φωνάξεις δε θʼ ακούσεις το σκοπό Που στις χαράδρες τραγουδά η φλογέρα του θανάτου. Μα, πάνω από το σπαραγμό Της μάνας, πάνω απʼ την αγκούσα των παιδιών Κι απʼ των τρελών την άναρθρη κραυγή Πάνω απʼ το μίσος και το θάνατο Πολύ πάνω Παρηγορήσου άνθρωπε, στέκεται ακόμα Ένας τοίχος ψηλά κι είναι ακέριος Πέτρα με πέτρα ακριβό κέρδος του πόνου Ένας τοίχος ψηλά, και φυλάει την ψυχή σου! ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ

23


«Από κάθε γωνιά σου Ελλάδα μαζεμένοι σʼ αυτό το νησί, στο μεγάλο σχολειό σου πατρίδα που το λεν Α.Ε.Τ.Ο. - Ε.Σ.Α.Ι.* …………………………………» Ε.Σ.Α.Ι. σημαίνει «Ειδικό Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Ιδιωτών», παράρτημα του Α.Ε.Τ.Ο.: «Πρώτο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών». Γκριζοπράσινες μεγάλες σκηνές σε πυκνή παράταξη, ως πέρα τη θάλασσα. Χωρισμένες σε λόχους. Κάθε λόχος και μια αψίδα με τα συνθήματά της. Κάθε λόχος κι ένα χτιστό πέτρινο παλκοσένικο. Στις σκηνές, στους διαδρόμους, στις αγγαρείες, ζουν και δουλεύουν δώδεκα με δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι. Οι περισσότεροι «προληπτικώς συλληφθέντες» από ανταρτοκρατούμενα μέρη. Η «πειθαρχική διαβίωση» αρχίζει με το εγερτήριο και τελειώνει με την προσευχή και το «σκασμός» της σάλπιγγας. Τη μέρα παρακολουθούνε την «Εθνικήν και Ηθικήν Αγωγήν», βγαίνουνε αγγαρείες. Το βράδυ μπορούν, ως το σιωπητήριο -όσοι τα ʼχουνε- να «κάνουνε κεφάλι» στο κρασοπουλειό της καντίνας. Το κρασί φτηνό, το ρεμπέτικο βαρύ-σέρτικο. Το μεγάφωνο, ο βασικός ρυθμιστής της ζωής. Ο εγκέφαλος του, το Α2 γραφείο και κείνο της «Εθνικής και Ηθικής αγωγής». «Χου… χου… χου…» δοκιμαστικός ο ήχος σπάει τη σιωπή. Η κίνηση σταματά, τα σπασμένα νεύρα τεντώνουν, τα μάτια στυλώνονται ανήσυχα. «Πετρίδης Ιωάννης, Πετρίδης Ιωάννης, να παρουσιαστεί αμέσως στο Α2 γραφείο». Σώπασε. Ξανασαίνει, ζωντανεύει και πάλι η μάζα. Ως το επόμενο «χου…». Η νύχτα πέφτει βαριά, ανήσυχη. Τη σιωπή τη σπάει ο φλοίσβος του κύματος, το Αλτ των σκοπών, ανάρια, μακρινά ουρλιαχτά, πνιχτό κλάμα. «Πότες θα ξημερώσει;… Να φύγεις, να φύγεις, να φύγεις».

Σχέδιο με σινική του 1950. * Από τον ύπνο του Α.Ε.Τ.Ο. - Ε.Σ.Α.Ι. 24


Τις γύρω πλαγιές, κάθε πρωί, τις ζωντανεύουν οι αγγαρείες. Μικρές και μεγάλες ομάδες, οργώνουν τις ανηφόρες. Για πέτρα, γι’ αφάνες ή και καψόνι μονάχα, να μην ξεχνάνε πού βρίσκονται! Πιο πέρα, εκεί που δε ζυγώνει κανένας, πάνω απ’ τον Ένατο Λόχο, μέρες τώρα η «Χαράδρα» φυλάει το μυστικό της. Όσους απόμειναν από την τελευταία αποστολή. Πολλά λέγονται, πολλά ακούγονται: «Κρατάνε ακόμα;» «Πόσοι είναι;» «Τους καθάρισαν τη νύχτα!». «Τους κουβαλήσανε χθες νερό και συσσίτιο!». Πρωί-πρωί, στο ρόφημα, ζωντανέψανε όλα. Σάμπως τίποτα το εξαιρετικό δε συμβαίνει. Στην κορφή, καμιά δεκαριά φορτωμένοι με πέτρες, μερικοί αλφαμίτες, όπως πάντα. Κι όμως. «Το σύρμα, το σύρμα!» ακούγεται ψιθυριστά, από στόμα σε στόμα. Το νέο ηλεκτρίζει, αγκαλιάζει χιλιάδες ανθρώπους. Τα μάτια ατενίζουν μ’ ελπίδα, πνίγεται κάποιος στεναγμός, ένα δάκρυ… Ο δεύτερος στη σειρά, φοράει κάτι κόκκινο. Ναι, μια κόκκινη ρόμπα! Την άλλη μέρα, χιλιάδες μάτια ψάχνουνε τις πλαγιές, την Κόκκινη Ρόμπα. Να ʼτην, φάνηκε… έξι, εφτά, οχτώ, λείπουνε μερικοί. Οι αντιδράσεις καταγράφονται. Το Α2 γραφείο ανησυχεί. Του Στελάρα η κόκκινη ρόμπα του στοίχισε δυο χεριές ξύλο παραπανίσιο. Την τελευταία φορά η ρόμπα βγήκε κρυφά, κάτω απ’ το πουκάμισο. Τη φόρεσε στην κορφή. Για λίγα λεπτά και πάλι ανέμισε, περήφανο φλάμπουρο της Αντίστασης. Μετά χάθηκε. Κι όμως, το Σύρμα υπήρχε! Στέριωσε!

Από το μεγάφωνο του Ε.Σ.Α.Ι. Ανακοίνωση. «Προσοχή, προσοχή. Ο προϊστάμενος του Α2 γραφείου στο μικρόφωνο. Ο ιδιώτης Γαυράς Νικόλαος να παρουσιασθεί απόψε στις οχτώ το βράδυ στο Α2 γραφείο, διότι συνέφαγε εντός της σκηνής ΣΤ8 μετά του Αντωνίου Παπαδοπούλου κονσέρβαν, παρά την ρητήν διαταγήν της διοικήσεως περί της καταργήσεως του κομμουνιστικού τρόπου της ομαδικής συνεστιάσεως, Κολλεκτίβας». Επίσης. Την ίδια ώραν να παρουσιασθεί στο Α2 γραφείο ο ιδιώτης Μαχαιρίδης Κων/νος. Διότι έμπροσθεν της καντίνας απεκάλεσε τον οπλίτην Σακαρέλον Γεώργιον, με την γνωστήν κομμουνιστικήν προσφώνησιν ‘‘φίλε’’».

25


Σύρμα, βαφτίσαν την απομόνωση. Όρος παλιός, μεσανατολίτικος. Κάθε τάγμα έχει το Σύρμα του. Το Α.Ε.Τ.Ο. δύο. Το ένα πολιτικό –το καινούργιο– στρατιωτικό το παλιό. Πάνω από τον Ένατο Λόχο –το λόχο ασφαλείας– η «Χαράδρα», με τα τρία μεγάλα αντίσκηνα Διπλές σειρές οι σιδεροπάσσαλοι και σύρμα αγκαθωτό ζώνουν ένα γύρο απ’ έξω και καθεμιά χωριστά, τις σκηνές. Πίσω απ’ το σύρμα σκοπιά, κι άλλη μια –να μας φυλάνε καλά- φάτσα, στην είσοδο. Πιο πάνω, στην πλαγιά, φυλάκιο λιθόχτιστο, μόνιμο. Στην πίσω σκηνή, την απάνω, κατασταλάξαν όσοι απόμειναν από την τελευταία αποστολή. Η μεσαία μένει αδειανή. Κι η πρώτη, θες απομόνωση να την πεις, θες της υποδοχής! «Προς νερού» πηγαίνεις πιο κάτω, όσο να σε βλέπει ο σκοπός. Κατά το Νοτιά, χαμηλότερα, η χαράδρα στρίβει, κατηφορίζει και χάνεται προς τη θάλασσα. Κακοτράχαλη η μεριά, πέτρα πολύ και σχίνα κι ασφόδελοι. Ο τόπος σπαρμένος τριγύρω μ’ άρβυλα, σκούφους, εσώρουχα… Όλα ανάκατα, πηγμένα στη λάσπη, στο αίμα. Κουρέλια τα ρούχα, πάνω στα σχίνα, στ’ αγκάθια του σύρματος. Κι ακόμα, κομμάτια μικρά, σπιθαμής, ένα γύρω, τσακισμένα στειλιάρια. Τους τρείς χθεσινούς μου συγκάτοικους τους βγάλανε πρωί-πρωί για καψόνι. Για την ώρα δε με πήραν μαζί τους, (παραείναι πρησμένα τα χέρια, ο ώμος… η αιμόπτυση). Μένοντας μονάχος, νιώθεις χειρότερα, σκέφτεσαι, αγριεύεις. Τα μάτια ψαχουλεύουν τ’ αντίσκηνο, από γωνιά σε γωνιά. Κομμάτια από άσπρο λεκιασμένο πουκάμισο, ένα σκισμένο σακίδιο, κουβέρτα… Και μέσα στʼ άλλα σε ξαφνιάζει ένα ζευγάρι παπούτσια γυαλιστερά, ολοκαίνουργια. Τα δάκτυλα ψαχουλεύουν το δάπεδο της σκηνής: κομμάτια κρούστας σαπισμένο ξερόχορτο και αίμα πηγμένο. Όλη μέρα κλειστή η σκηνή, πυρώνει στον ήλιο, όσο που σου κόβεται η ανάσα με την πνιγηρή, αφόρητη μπόχα.

Το πολιτικό Σύρμα όπως ήτανε στην αρχή.

26

Από σκίτσο του 1949.


Στο Σύρμα του Α.Ε.Τ.Ο. - Ε.Σ.Α.Ι. Φαντάρος από το στρατιωτικό Σύρμα βοηθάει χτυπημένο.

Σχέδιο του 1950.

Τρίτη μέρα. Σήμερα έχουμε «ντου». Νωρίς το πρωί, όπως και χθές, βγάλαν τους συνσκηνίτες μου για καψόνι. Από το πάνω αντίσκηνο οι αλφαμίτες μεταφέρανε μερικούς στο μεσιανό και τους χτυπάν από ώρα. Τελικά ξεδιαλέγουν τρεις και τους σέρνουν, χτυπώντας τους, στη σκηνή μου. Με προσωπική επίβλεψη του Ιωαννίδη μας περνούν φάλαγγα στη σειρά, έναν-έναν. Κι αν δε φέρουνε αποτέλεσμα, για δεύτερη, τρίτη φορά. Όταν αποκάμουν οι άλλοι, σαν πιο έμπειρος, δοκιμάζει ο Κατσιμίχας. Το χτύπημά του γερό, ζυγιασμένο. Ο σγρόμπος στην άκρη του βούνευρου, χώνεται βαθιά, ανοίγει τη σάρκα στα πόδια – «γαρούφαλο κόκκινο», όπως το καμαρώνει ο ίδιος –να μην μπορείς να τα πατήσεις για μέρες. Κι αυτά, ρε πούστη, μου λέει στη συνέχεια, ποδοπατώντας τα τραύματα πάνω στα χέρια μου. Αν ζήσεις, κοντά στους Γερμανούς, θα μας θυμάσαι και μας. Τελικά, τους δύο τους πήραν μαζί τους οι αλφαμίτες κι ο τρίτος ξαναγύρισε στη σκηνή του. Νωρίτερα επέστρεψαν σήμερα οι συγκάτοικοι. Στραπατσαρισμένοι, αμίλητοι, συμμαζεύουν τα πράγματά τους. Να τους παραλάβει, ξανάρθε και πάλι ο Ιωαννίδης. Ακούω απ’ έξω τους αλφαμίτες να του δίνουν αναφορά: Έμεινε ένας… Το λάκκο να τον σκάψεις στα σκίνα, δίνει τις εντολές του εκείνος. Τον καθαρίζεις το βράδυ, χωρίς τσαμπουκάδες, στη ζούλα… Ο Γιώργης έμεινε τελευταίος, καθυστερεί επίτηδες, σκύβει πάνω μου, μου σφίγγει το χέρι: Κρατήσου φίλε, με τα δόντια, κρατήσου. Κι αν είναι… Καλύτερα να πεθάνεις! Δεν μπόρεσα, γεια. Για «κάτω» φύγανε πέντε. Πάλι μονάχος, υγρά ακόμα τα μάτια. Η ώρα περνά, περιμένω το «βράδυ». Κι όμως σαν να ξαλάφρωσα. Ένα χέρι, μια λέξη: «Να πεθάνεις!» Η πιο όμορφη π’ άκουσα. Λίγο προτού σουρουπώσει… ήρθανε. Τέσσερις φαντάροι. Απολυμένοι από το Σύρμα του Α.Ε.Τ.Ο. Οι πρώτοι. Φουριόζος, ομιλητικός, ο Παπάς ο Λεόντης, συμμαζεύει τη σκηνή, στρώνει τα ρούχα. Και με τον ερχομό τους, σαν να μπήκε μες στη σκηνή, κι ένας αγέρας αλλιώτικος, όλο σιγουριά. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί: «Χαμούρες… Όλοι έξω». Όσοι μπορούν, αργά, κούτσα-κούτσα, κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα. Να ξεβρομίσουμε. Η πρώτη κατάκτηση, η πρώτη νίκη. Στο γυρισμό, θα σμίξουμε όλοι, σε μια σκηνή. Μαζί με τους φαντάρους, σύνολο, άτομο είκοσι εφτά. 27


Ο Κό κ κ ι ν ο ς ήτανε σκύλος, κόκκινος στο χρώμα. Αϊ-Στρατίτης στη καταγωγή. Στ’ αρματαγωγό για το Μακρονήσι μπάρκαρε μαζί μας, κρυφά. Ως τα μισά φέρθηκε υποδειγματικά. Γλένταγε τη φουρτούνα, μάζευε ορεξάτος ό,τι βγάζαν οι άλλοι… (έκτακτη διανομή Βιτάμ και μέλι). Μετά τα χρειάστηκε, αγρίεψε, έβγαλε τ’ άντερά του και στο νησί ξεμπάρκαρε στο ίδιο χάλι με μας. Όπως και να ’ναι έμεινε φίλος πιστός, μ’ όλα του τα σαλιαρίσματα στις σκύλες των χωροφυλάκων. Την Πρώτη αποστολή τη συνόδεψε ως το Α.Ε.Τ.Ο. Μετά την υποδοχή, με το «ντου» τα χρειάστηκε. Τα ʼχασε με «τ’ ανθρώπινα». Αγρίεψε, έσκουξε και ξαναγύρισε πίσω. Συνόδεψε άλλες δύο αποστολές. Μετά, γύριζε πίσω, όπως πάντα κι ούρλιαζε τις νύχτες λυπητερά, πάνω απ’ τα φυλάκια. Στην τέταρτη στάθηκε άτυχος. Κάπου τον στρίμωξαν, τον βάλανε στόχο. Δε γύρισε. Δεν ξέρω γιατί μέσα στα τόσα και τόσα, με παρακολουθούν συχνά, ακόμα και σήμερα, τα ήρεμα σκυλίσια του μάτια.

Σκηνές στον «Αϊ-Γιώργη» κοντά στο υφάλμυρο πηγαδάκι και το αγκαθόφραχτο υπαίθριο πειθαρχείο. Από σκίτσο του 1950.

«Εις την Μακρόνησον έρχεται η ζωή παλιά για να φύγη νέα».

28

Κ. Ρέντης


Σκαμπανέβασμα σε φουρτούνα στάθηκε η ζωή της γενιάς μας. Κι η χαρά της ακόμα σημαδεμένη. Σε πρωτοφανή έκταση στον καιρό μας οι καταστροφές κι οι ωμότητες. Κάθε τόσο και καινούργιες μέθοδες… Να μπορούν να εξοντώσουν οι άνθρωποι τους ανθρώπους κατά χιλιάδες, ψυχρά, επιστημονικά! Καινούργιοι τρόποι, πιο αποτελεσματικοί, να μπορούν να σπάσουν την αντοχή του ανθρώπου. Δεν έχω ακούσει για άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης με τόσο υψηλό ποσοστό νευροψυχικών διαταραχών όσες, στις δυόμισι χιλιάδες των νέων του Α.Ε.Τ.Ο. στην τελευταία περίοδο. «Η αίσθηση του συγκεκριμένου κινδύνου γεννάει το φόβο, τη συνειδητή αντίδραση… Ο τρόμος παραλύει… Η γνώση ενός κάποιου κινδύνου και η αδυναμία να τον προσδιορίσεις στη συγκεκριμένη του μορφή γεννάει το άγχος…» Έτσι κάπως θυμάμαι να τα ʼχω διαβάσει, σε μια μελέτη ψυχοπαθολογίας για περιπτώσεις της Κατοχής. Ο ένας από τους γιατρούς-συγγραφείς -Μακρονησιώτης αργότερα- πιστεύω πως, κι από πείρα προσωπική, θα ʼχει να προσθέσει πολλά στις μελέτες του. Το άγχος, η πιο φριχτή ψυχική κατάσταση. Πότε φουσκώνει μέσα σου να σε πνίξει. Πότε βράχος ασήκωτος, πλακώνει τα σωθικά. Κι ανακάτωμα μέχρι πόνο μες στο στομάχι. Και διάθεση ώρες-ώρες, να χυμήξεις, να βάλεις τα ουρλιαχτά. Μελετημένες οι μέθοδες στη Μακρόνησο. Άξιοι οι σκηνοθέτες. Και οι συμβουλές των ξένων πιάσανε τόπο. Τα πάντα μυστήριο. Νύχτα, σκοτάδι, άγνωστο. «Κι οι γάτες», ακούς, «αγριεμένες μαζί σου μες στο σακί κι ύστερα με μια πέτρα για τον πάτο της θάλασσας! Όσο να θολώσουν τα πάντα». Είτε νʼ αφουγκράζεσαι -κι είνʼ το χειρότερο- το ουρλιαχτό του συντρόφου σου. Κι άξαφνα, όλα βουβαίνονται κι ένας χτύπος, αργός, ρυθμικός, παράξενος! Κι όλο περιμένεις, περιμένεις να ʼρθει η σειρά σου: «Επιτέλους, νʼ αρχίσει… Να τελειώνουμε». Είναι και κείνο το μεγάφωνο, με τις παύσεις, τα υπονοούμενα, με τη μεταλλική, απόκοσμή του βραχνάδα. Κι ένα γύρω, σαν σε πελώριο σκηνικό, να σε κυκλώνει ο βραχνάς .Τʼ ανθρωπομάνι τʼ αμέτρητο κι οι νεκροί, οι τρελοί, οι σακάτηδες. Πόσοι απομείναν και πού; Κανείς δεν ξέρει. Και πάντα μπροστά σου, την κάθε στιγμή, η ζωή με τους πειρασμούς και το δίλημμα. Πόση παραστατικότητα κι αλήθεια στους σχετικούς με το θέμα στίχους του Αραγκόν! «…Μπορείς να ζήσεις, μπορείς να ζήσεις, μπορείς να ζήσεις όπως κι εμείς. Θε να γλιτώσεις, μόλις μιλήσεις… Μα με κεφάλι σκυφτό θα ζεις… Σκέψου, σκέψου, σκέψου ξανά, πόση έχουν γλύκα τα δειλινά». Κι αντιπαλεύουν, συγκρούονται κόσμοι βουνά μέσα σου, να κατασταλάξεις, να προτιμήσεις. Ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, την τρέλα. Στο πιστεύω σου και το μωρό που σου αρπάξαν. Στο παρελθόν σου και σʼ ένα κενό. Κι η διάθεση να γλιτώσεις, να λυτρωθείς -ποιος ξέρει- σʼ οδηγούν σʼ άλλους κόσμους, πέρʼ απʼ το λογικό, σκοτεινούς. Κι όλα βοηθάνε σʼ αυτό: Τα σπασμένα σου νεύρα, τραυματικές καταστάσεις και οι «περιποιήσεις», οι κάθε λογής, που δε λείπουνε. Α2 Γραφείο. Γραφείο Εθνικής και Ηθικής Αγωγής: Μηχανισμοί άγχους. Έφεραν αποτέλεσμα, εκεί που η ωμή βία δεν τα κατάφερε. Σακάτεψαν νεύρα, όσο να μην μπορείς να κάνεις κουμάντο, μήτε τη σκέψη, μήτε το σώμα. Έσπασαν βράχους πίστης και θέλησης. Αγωνιστές που δώσανε τα πάντα. Πʼ αντίκρισαν αργότερα, χωρίς δισταγμό, τις κάννες στο απόσπασμα.

29


«Τρελάδικο». 30

Από σχέδιο του 1950.


Για τη Χαράδρα

Σχέδιο του 1950.

Στο Σύρμα, το καθένα από τα δύο κατοικημένα αντίσκηνα έχει τον τρελό του. Χώρια οι εκατόν είκοσι του «Τρελάδικου», χώρια κι οι μουγγοί, τρεις-τέσσερις κι οι άλλοι με τα διάφορα «σοκ», που είναι μαζί μας. Έτσι το θέλει η «αναμόρφωση». Τον Παρασκευά τον κουβάλησαν με τους πρώτους, με δυνατό σοκ, μουγκό. Στις αρχές είχε κάπως τα λογικά του, μετά χειροτέρεψε, όσο να μη νιώθει στο τέλος καθόλου. Η πρώτη του κρίση έτυχε να συμπέσει με τις μεγάλες ατσιγαριές στο Σύρμα. Θεριακλής, που λένε, ο Βαβάκος, έτσι τον βάφτισαν στις τρυφεράδες οι «παραμάνες» του, Στελάρας και Παντελής. Το ʼθελε πολύ το τσιγάρο. Μίλησαν μερικοί στο Ε.Σ.Α.Ι. σε ξένους και τους φέραν «καψόνι» στο «σύρμα» όσο να φύγουν οι επισκέπτες. Στυλώθηκε κι ένας αλφαμίτης δίπλα τους κι εμείς κλεισμένοι στʼ αντίσκηνα. Σεκλετισμένα τα παιδιά καπνίζανε τα τσιγάρα απανωτά. Σούρθηκε κι ο Βαβάκος στʼ άνοιγμα της σκηνής να τους κοιτάει, να μυρίζεται τον καπνό. Κοίταζε, κοίταζε, όσο που κάποια φορά ρούφηξε δυνατά, απελπισμένα τον αέρα, έπιασε το κεφάλι του κι άρχισε να χτυπιέται. Από κείνη τη μέρα πήγαινε απʼ το κακό στο χειρότερο. Για κάνα δυο βδομάδες κάτι ξεκαθάριζε στις διαλείψεις του, ως και φωτογραφίες ξετρύπωσε απʼ τη φόδρα του σακακιού του: Μουό… μουό… έδειχνε με το δάχτυλο, ένα Βαβάκο λεβένταρο, ποδοσφαιριστή του «Απόλλωνα». Ύστερα, άλλες δυο δυνατές κρίσεις και κόντεψε να τον χάσουμε. Η πρώτη κρίση του ʼρθε σαν θέλησε να κοιταχτεί στον καθρέφτη, η δεύτερη σʼ ένα «ντου». Από τότε οι κρίσεις γίνανε δυο–τρεις την ημέρα κι ο Βαβάκος δεν ξανάβρε τον εαυτό του. Το τάϊσμά του με το κουταλάκι, το τσιγάρο του το ʼβαζαν στο στόμα. Αν δεν προσέχαμε κι έφτανε η φωτιά στα δάχτυλά του, ούρλιαζε ο Βαβάκος, τίναζε το χέρι του χωρίς να τʼ ανοίγει, να ρίξει τη γόπα. Στην κρίση του άλλος κρατάει το μαξιλάρι από πίσω, μην τσακίσει το κεφάλι του στις πέτρες, άλλος το νερό, κι άλλοι τρεις τέσσερις χέρια και πόδια. Όσο να κοπάσει ο σπασμός, να πέσει ο Βαβάκος, για ώρες, ξερός, αποκαμωμένος. Ως τότε, νηστικός από μέρες, να μας τινάζεται, να μην μπορούμε να τον κρατήσουμε τέσσερα άτομα. Πάνε μήνες που ξεπροβοδίσαμε το Βαβάκο σε κακό χάλι. Κι η θύμησή του δεμένη μαζί μας για πάντα, ένα κομμάτι του εαυτού μας.

«Η Μακρόνησος μακραίνει και πλαταίνει. Σε λίγο θα σκεπάσει όλην την Ελλάδα». Κ. Τσάτσος. 31


Κι ένας απ’ όλους, ψηλός, λιοκαμένος, παλιά αξιωματικός του πυροβολικού, θα παρατάξει τις «πυροβολαρχίες» του, θα συμβουλευτεί το «χάρτη», θα καθορίσει το στόχο με τα «κιάλια του». Μετά θα δώσει το παράγγελμα, θα κάνει μερικά άλματα προς τα μπρος και θα πέσει χάμω, σπαράζοντας, «βαριά χτυπημένος». Η κρίση του, από τις χειρότερες, βαστάει πολύ. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, λες και με το ρολόι, κάνει τη διαδρομή του ένας της Γυμναστικής Ακαδημίας, λεβεντόκορμος, αθλητικός. Αρχίζει πέφτοντας από την κορφή της σκηνής του πάνω στ’ αγκαθωτό συρματόπλεγμα, κι ύστερα, αγκομαχώντας, τροχάδην, κατά τη θάλασσα. Στο διάβα του, λες και για να παραμερίσει τον κόσμο, κουνάει αγριεμένος τα χέρια του. Τα μάτια του σκληρά κοκκινισμένα: «Μεριάστε να διαβώ, δε θα μου φράξετε το δρόμο…». Ύστερα πια θα τον τραβήξουν από τη θάλασσα σε κακό χάλι. Κι ο Κουτσουμπούκης, κάμποσες φορές τη μέρα, στυλώνεται ολόρθος, τεντωμένος κατά το Λαύριο και βάζοντας το χέρι αντήλιο, φωνάζει όσο γίνεται πιο δυνατά: Εεε… σεις, περπατητάδες… Βάλτε μια φωνή, στόμα με στόμα, ν’ ακουστεί σ’ όλη τη γης: Είμαι βιγλάτορας κι η βίγλα είναι μικρή, μα δεν πατιέται. Στο βάθος της πρώτης σκηνής, στο δεξιό της μέρος, μένει ξαπλωμένος, ακίνητος, ένας νεολαίος. Δυο μάτια φωτεινά όλο πραότητα και καλοσύνη. Μόνο που στην κρίση αλλάζει τελείως η όψη του. Τα μάτια θολώνουν, σπαράζει ολόκληρος κι η φωνή του γίνεται άγρια, σαν ξένη: Όχι, όχι φασίστες, όχι δολοφόνοι. Βγάλτε τις πλάκες… τις πλάκες απ’ το κεφάλι μου. Απ’ όπου πέρασε, άφησε τα χνάρια της καλοσύνης, τη θύμιση της παλικαριάς του, ο Νικολάκης. Τον άλλο χρόνο τον εκτελέσανε στη Θεσσαλονίκη. Μάζευε υπογραφές για την «Έκκληση της Στοκχόλμης», για την Ειρήνη. Το ’51, μ’ είχανε φέρει για δίκη, απ’ τον Αϊ-Στράτη. Στις Νέες Φυλακές της Σαλονίκης, αντάμωσα συγκατηγορούμενούς του. Μου ’παν τα τελευταία του λόγια πριν την εκτέλεση. Κι ήτανε λόγια συγχώρεσης για τους δολοφόνους, κουράγιου και δύναμης για όσους απόμειναν. Το ’57, πήγα στη Θεσσαλονίκη και πάλι με «άδεια». Ανεβήκαμε, μ’ άλλους, προσκύνημα ευλαβικό στο μοναχικό του μνήμα. Μόλις το ξεχώριζες πίσω απ’ το τείχος του Επταπύργιου, στο «συνήθη τόπο των εκτελέσεων». Νίκος Νικηφορίδης. Από τα τελευταία θύματα της φασιστικής μισαλλοδοξίας, στην περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού. Το πρώτο στο μεγάλο κίνημα της Ειρήνης.

32


«Μεριάστε να διαβώ, δε θα μου φράξετε το δρόμο...»

Από σχέδιο του 1949.

33


Ο Βαβάκος στην κρίση του.

Μετά άρχισε η περίοδος της «συγκάληψης» και μεταφέρθηκε στη χαράδρα, πίσω από τη βίλα του Βασιλόπουλου. Το «Τρελάδικο» έχει δικό του καθεστώς διαβίωσης, δικούς του άγραφους κανονισμούς, δικά του «απαγορεύεται». Γύρω στις εκατόν είκοσι ψυχές, όλοι νεολαίοι, από τις τελευταίες αποστολές. Χώρια οι άλλοι, στα νοσοκομεία και στην απομόνωση. Για την «περιποίησή» τους επιστρατεύονται κατοσταριές οι εσαΐτες, οι «υπηρεσίες» και το ειδικό μόνιμο προσωπικό, οι «νοσοκόμοι». Για κάθε κρίση που πιάνει τον άρρωστο χρειάζονται τέσσερα-πέντε ζευγάρια μπράτσα γερά. Να τον ακινητοποιήσουν, όσο να ʼρθει ο «νοσοκόμος» με τη βελόνα και τις «σκοπολαμίνες». Να του κάνει την ένεση και νʼ αφήσει ξοπίσω του φεύγοντας, σμπαραλιασμένο, ασάλευτο, το κορμί. Ο θόρυβος τʼ αεροπλάνου, οι άσπρες ζώνες, τα πηλίκια των αλφαμιτών, ερεθίζουν. Τότε, φορές–φορές, η κρίση γενικεύεται κι αναστατώνονται τα πάντα μες στο «Τρελάδικο». Οι τρελοί χτυπιούνται με σπασμούς, τρέχουν, ουρλιάζουν, σχίζουν τη σάρκα στο αγκαθόσυρμα, ρημάζουνε τις σκηνές. Οι αλφαμίτες, θέλουν δε θέλουν, πρέπει να βγάλουν τις ζώνες και τα πηλίκια για να μπουν μέσα. Μοναδική εξαίρεση ο Ιωαννίδης. Αδιαφορώ τελείως, λέει, για τις συνέπειες. Να ψοφήσουνε όλοι. Οι περιπτώσεις πολλές και διάφορες. Ο καθένας με τον καημό του, στον κόσμο του, στʼ όνειρό του. Άλλος καταπιάνεται με τους υπολογισμούς και γράφει, χαράζει αριθμούς μερόνυχτα. Άλλος, ασταμάτητα, σκάβει με τα χέρια το χώμα, γεμίζει τον τόπο λακκούβες και τα δάχτυλά του μαύρα, πρησμένα, όλο λάσπη και αίμα.

34

(Σκίτσο του 1949)


Περιπτώσεις τραυματικής αφωνίας είχαμε τέσσερις μέσα στο Σύρμα κι ο ένας απʼ τους «μουγκούς», μικρός το δέμας κι ο πιο μικρός σε ηλικία μες στη σκηνή μας κι ο Γιάννης. Κι από ξύλο, δεν ήταν μόνο στο Μακρονήσι που τον ρημάξαν, αλλά και στην Αθήνα, απʼ ότι ξέραμε, παραείχε πληρώσει ακριβά τον επονίτικο ζήλο του. Ξέχωρη ήτανε εκείνη την εποχή η φιλία μας κι όπως ήτανε πληροφορημένος και διαβασμένος, στάθηκε για πολλούς η ζωντανή μας εγκυκλοπαίδεια. Όποια πέτρα, λέγαμε κι αν σηκώσεις θα τον βρεις από κάτω, και για όποια άγνωστη ορολογία, πληροφορία, προσωπικότητα, σʼ εκείνον να μας τα γράψει σʼ ένα μπλοκάκι. Κι αν έκανες, έτσι για πλάκα, πως παρανόησες το γραφτό του, άναβε, μούγκριζε ο Γιάννης και χειρονομώντας με πάθος άρπαζε το μολύβι να το ξαναγράψει και πάλι. Πέρασαν μήνες ώσπου να ξαναβρεί τη φωνή του κι όπως το πείραγμα και η πλάκα ήταν το μεγάλο αντίβαρο στη δοκιμασία, κυκλοφόρησαν «φήμες» για το πότε και πως ξαναβρήκε ο άλαλος τη μιλιά του, Κατά κάποια λοιπόν εκδοχή οι δυο «άσπονδοι προστάτες» του, Στελάρας και Παντελής, τον στρίμωξαν εκείνη τη νύχτα, του σκέπασαν το κεφάλι με τη βελέντζα κι επιδόθηκαν σε θεραπεία με... «πορδοσόκ»! Η επώδυνη μέθοδος αποδείχθηκε σωτήρια και προκειμένου να πάει από ασφυξία ο Γιάννης, τινάχτηκε μέσα στην αγωνία του, τους ξέφυγε με μια απεγνωσμένη προσπάθεια και ξανάβρε τη χαμένη λαλιά του. Και λένε ακόμα πως όταν τον ρώτησαν οι αυτόκλητοι θεραπευτές για το πώς νιώθει, τους απάντησε με την πασίγνωστη φράση του Καμπρόν: «σκατά»! Δε θα ʼβαζα το χέρι μου στη φωτιά για το ότι έτσι ακριβώς είχαν τα γεγονότα. Εκείνο όμως που μπορώ να βεβαιώσω, πως η χαρά μας ήταν μεγάλη και η επικοινωνία μας είχε γίνει πιο εύκολη. Κι ήταν παράξενο νʼ ακούς τον αδύνατο μικροκαμωμένο κι άλαλο, όπως τον γνωρίσαμε Γιάννη, να σου μιλάει, το πρώτο διάστημα, με την μπάσα φωνή τεσσάρων βαθύφωνων. Τώρα τελευταία, μου αφηγήθηκε φίλος γιατρός τα «επακόλουθα» μιας περίπτωσης ή και παρόμοιας, που αναφέρω σε τούτα τα κείμενα. «Μέσα στο φοβερό κλίμα που ακολούθησε τη λήξη του εμφύλιου πολέμου» μου λέει «νεοσσός του Ασκληπιού», τότε, υπηρετούσα στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκείνες τις μέρες λοιπόν μας φέραν απʼ τη Μακρόνησο ένα συνομήλικό μας, σʼ άσχημο χάλι μʼ όλα τα ίχνη των βασανιστηρίων επάνω του. Και κοντά σʼ αυτά, η ακτινοσκόπιση εντόπισε μια λαβή πιρουνιού στο στομάχι του. Από κει και πέρα άρχισε για μας ο Μαραθώνιος της αγωνίας. Να παρακολουθούμε και να συζητάμε μέρα προς μέρα την πορεία του μέταλλου στα σωθικά του. Κατά τα άλλα ο προστατευόμενός μας στωικός και αμίλητος έχει κερδίσει ολονών τη συμπάθεια. Έτσι, η καθημερινή μας εργάσιμος άρχιζε με την κουβέντα και το μέλημα για το «αν» και το «πώς» και το πότε επιτέλους θα το χέσει, να ησυχάσουμε. Πέρασαν μέρες, έφτασε κάποτε η πολυπόθητη ώρα της «εκβολής» και τον πήγαμε εν πομπή στην τουαλέτα. Βγήκε κάποτε χαμογελαστός από κει, τα ʼκανες, τον ρωτάμε, εντάξει μας απαντά, ψάχνουμε κι εμείς τη λεκάνη να ʼβρούμε το αίτιο της τόσης μας έγνοιας, τίποτα! Τον ξαναρωτάμε, τι έγινε, μιλιά εκείνος. Όλο ταραχή, άρον-άρον, τον στήνουμε στο μηχάνημα για να ξαναδούμε και πάλι, το πιρούνι μες στο στομάχι του. Δηλαδή το ξανακατάπιε ο αθεόφοβος! Μόνο που τώρα βρέθηκε με την αιχμηρή άκρη του προς τα κάτω και παραείταν επικίνδυνο. Τον βάλαμε αμέσως στο χειρουργείο, τʼ ανοίξαμε αυτή τη φορά το στομάχι και του το βγάλαμε. Και την ίδια τη μέρα, στην απογευματινή επίσκεψη του γιατρού, βρήκαμε το κρεβάτι του άδειο. Ο χειρουργημένος μας το ʼσκασε! Που να το βάζαμε στο μυαλό μας χτυπιούνται οι υπεύθυνοι, μισοναρκωμένος ακόμα, πέντε ώρες μετά την εγχείρηση, με σκισμένο στομάχι! Είπαμε πως δεν μπορεί, δε θʼ αντέξει και περιμέναμε να μας τον φέρουν νεκρό. Και μας τον φέραν πραγματικά… ύστερα από μήνες, δεμένο οι χωροφύλακες. Θρεμμένο, αγνώριστο, κουρεμένο γουλί. Και το μόνο που θύμιζε το «φάντασμα» εκείνο της Μακρονήσου, ήταν, ένα σπινθήρισμα πονηρό μες στα μάτια του καθώς μας λοξοκοιτούσε αμίλητος κι ένα αδιόρατο χαμόγελο όλο «ειρωνεία».

35


Στόχος του Ε.Σ.Α.Ι., η «Αναμόρφωση». Έτσι το θέλει άλλωστε ο Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου, και οι εμπνευστές του, οι «πνευματικοί άνθρωποι». Σημαντικό μέρος της κάθε μέρας, πιάνει η «εθνική και ηθική αγωγή». Τα πρωινά, μʼ οποιοδήποτε καιρό, το βάφτισμα στα εθνικά ιδεώδη. Αραδιασμένοι κατάχαμα στην αρένα, χιλιάδες άνθρωποιγκρίζα στοιχισμένα τετράγωνα. Ασπρίζουν ακόμα οι επίδεσμοι κι οι πατερίτσες, οι χωρίς έκφραση κουρασμένες ματιές. Όρθιοι, πίσω τους, στους διαδρόμους, αλφαμίτες, χαφιέδες. Μήπως πιάσουνε μια ματιά, ένα λόγο. Να προλάβουν την… ανταρσία. Στʼ ασβεστωμένα παλκοσένικα, οι κάθε λογής εκδηλώσεις. Μπροστά στο μικρόφωνο, διαβάζονται ανθολογημένες οι πιο εμπνευσμένες επιστολές, για υπόδειγμα σʼ άλλους. Προς τον παπά, τον αστυνόμο, τις κοινοτικές αρχές…

Πιστέψαμε σε λόγια πλάνα των εχθρών του Έθνους, που μας μιλούσαν για βία και κακομεταχείριση. Στο Α.Ε.Τ.Ο.-Ε.Σ.Α.Ι. βρήκαμε την ανοιχτή ζεστή αγκαλιά τις πατρίδος. Τη στοργική φροντίδα του πατέρα μας διοικητή κ. Βασιλόπουλου και όλης της διοικήσεως. Ξαναβρήκαμε πάλι τʼ αθάνατα ιδανικά της φυλής μας που είχε μολύνει ο ξενοκίνητος κομμουνισμός. Μετανοώ ειλικρινώς και αβιάστως για ό,τι κακό έκανα στην αγαπημένη πατρίδα μου. Διʼ ο και αναφωνώ με εθνικήν υπερηφάνειαν. -Ζήτω το Έθνος. -Ζήτω ο Βασιλεύς». Οι επιστολές είναι το δεύτερο βήμα για να πετύχεις τον αποχρωματισμό. Να μπορείς έπειτα να ρίξεις «μαύρη πέτρα» ξοπίσω σου. Μετά το διάβασμα της επιστολής η απαραίτητη ομιλία και οι συστάσεις του Α2 γραφείου. Καμιά φορά το διάβασμα συμπληρώνεται με καλλιτεχνική εκδήλωση, σκετς, χορωδία. Ύστερα το πλήθος σκορπά. Οι κρατούμενοι θα σύρουν βαριεστημένοι τα βήματά τους στην καθημερινή αγγαρεία. Ώσπου να ʼρθει η ώρα της καραβάνας.

36


Το «Γερμανικό λιμανάκι».

Από σκίτσο του 1949.

Μπρος, μπρος, γαμ… το σταυρό σας πουτάνες, για την ηθική αγωγή. Απʼ την κορφή, παρακολουθούμε το «μεγάλο σχολειό σου πατρίδα»*. Ως την κορφή, κλοτσηδόν στο πέρασμα, η καταμέτρηση -το προσκλητήριο ας πούμε. Στρωνόμαστε καταγής δυο-δυο. Σαν είναι καλοκαιριά, χαιρόμαστε τον ήλιο, τη γαλάζια απεραντοσύνη του Αιγαίου. Όταν φυσάει, τουρτουρίζουμε, βλαστημώντας «δασκάλους» και «γράμματα». Μυρμηγκιά κάτω ο κόσμος, ως τη θάλασσα. Και πέρα, τα βουνά του Λαυρίου, το Σούνιο… Η σκέψη πετάει αστραπή, λεύτερη, δίχως σύνορα. Τα μεγάφωνα στριγκλίζουν, οι αλφαμίτες πίσω μας ξεχάστηκαν, πιάσαν κουβέντα. Στις αρχές μας ζορίζαν πολύ να φωνάζουμε Ζήτω. Δεν το κατάφεραν κι έκαναν υποχώρηση: Για την Ελλάδα, μπάσταρδοι… το βασιλιά μας, γαμώ το… Και δος του η κλοτσιά στα πλευρά, όσο να το πάρουν απόφαση, για την ξεροκεφαλιά και τʼ ανεπίδεκτό μας. Να σταματήσουν τα «μαθήματα», να πάρουμε «διαγωγή κακίστη», να ησυχάσουμε. Άσχημο πράμα να «σούβγει τʼ όνομα». Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα «να σου βγει το μάτι». Σίγουρο όμως, πως στο Μακρονήσι, το να σου βγει τʼ όνομα είναι διπλά άσχημο. Έτσι και το ʼπαθες, πάρʼ το απόφαση και περίμενε. Μαγνήτης η πλάτη σου μετά, στην κλοτσιά και το βούρδουλα. Χωριατάκι ο Γιάννης, Ηπειρωτάκι. Λίγα γράμματα. Βράχος στην αντοχή και την πίστη. Κοντά στʼ άλλα κοντούλης, αδύνατος. «Ήτανε το κλίμα…» που λεν , κάτσιασε κι απʼ το ξύλο, κι έμεινε έτσι. Σκούζει το μεγάφωνο. Απομονώστε αυτούς που σας απομόνωσαν. Θάνατος στους ινστρούχτορες. Πασχίζουν κι οι αλφαμίτες στη Χαράδρα νʼ ανακαλύψουν τους «στρούχτορες», να εκτελέσουν τις διαταγές. Του ʼρθε καποιανού, θες για πλάκα, θες το ʼχει πιστέψει κι ο ίδιος και τον εβάφτισε το Γιάννη, μισοπεθαμένο απʼ το ξύλο. Αυτό ήταν, Στρούχτορας από δω, Στρούχτορας από κει κι όσο να στυλωθεί στα ποδάρια του ο Γιάννης, πάλι μες στην κουβέρτα θα μας τον φέρουν σε λίγο. Του καρφώθηκε του Μουτσούνα το όνομα, πολύ «περιδιαγραμμάτου»: Στρούχτορας! Δεν κρατήθηκε. Σκύβει σε κάποιο δικό μας με τρόπο και τον ρωτάει. Στρούχτορας, θα πει κόκορας», τʼ αμολάει ο άλλος ψιθυριστά. Βγήκε από τη σκηνή ο Μουτσούνας, έκανε τη βόλτα του και ξανάρθε, βαρύς, κορδωμένος. Στρούχτορας, έξω! Καλά σου ʼπανε ωρέ, ίδιος κόκορας είσαι, μονάχα το κεφάλι σʼ απόμεινε. Ύστερα πλησιάζει τον Κατσιμίχα να τον φωτίσει με την… ανακάλυψη. Ο άλλος τον κοιτάει, όλο περιφρόνηση: Άντε γαμ… ρε μαλ… σε δουλέψανε πάλι οι κουμμούνες.

* Ο στίχος από τον ύμνο του Α.Ε.Τ.Ο. - Ε.Σ.Α.Ι.

37


«5ος Λόχος». Κάψιμο με πυρωμένη μασιά...

(Σκίτσο του 1950)

Κάποιες φορές, τη ζωή του ανθρώπου τη χαράζει καυτή η στιγμή της δοκιμασίας. Τέτοιο ορόσημο για πολλούς στάθηκε η Μακρόνησος. Δυνατή η φουρτούνα, το ξάφνιασμα και δεν ήταν λίγοι αυτοί που σκύψανε το κεφάλι. Άλλοι για λίγο, άλλοι για περισσότερο, άλλοι για πάντα. Κορδωμένα Εγώ ποδοπατήθηκαν μέσα στο πλήθος. Άλλοι «της σειράς», άγνωστοι, «ανθρωπάκια» του χθες, στάθηκαν ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Κι οι περισσότεροι; Πιστέψανε στον αγώνα κι ορθώθηκαν πάλι να συνεχίσουν. Σαν πέσεις, δύσκολη ύστερα, διπλή η προσπάθεια να σηκωθείς, να ξαναρχίσεις. Πολύμορφη στάθηκε η αντίσταση στο Ε.Σ.Α.Ι., ποτέ δε σταμάτησε. Απροθυμία, απειθαρχία, σε κάθε βήμα, στο κάθε σχέδιο. Κάθε μέρα και πιο πολλοί αρνούνται να γράψουν «επιστολές». Μερικοί βγήκαν και μίλησαν σε ξένους, δημοσιογράφους, επισκέπτες. Οι λιγοστές ανακλήσεις, μέρα με τη μέρα γίνονται ρέμα ορμητικό. Το Α2 λύσσαξε, ανάστατη η διοίκηση αντιδρά. Στήνεται καινούργιος, ειδικός λόχος απομονωμένων, ο Πέμπτος. Θεμιτά όλα τα μέσα για να τσακίσουν την ανταρσία. Ο Χούλιας και πάλι στις δόξες του, στήνει το επιτελείο του, κάνει «πειράματα», πρωτοτυπεί. Τα ουρλιαχτά σκίζουνε το σκοτάδι. Η πυρωμένη μασιά σφραγίζει για πάντα κι η τσίκνα σάρκας καμένης, ανθρώπινης, απλώνει ένα γύρω τη φρίκη… Όλη τη νύχτα συνέχισαν το «ντου». Κι είνʼ αλήθεια πως δε μείναν πολλοί νʼ ανέβουν επάνω. Η αντίσταση ξανασαίνει, για να ξαναφουντώσει και πάλι μʼ άλλους τρόπους. Μέσα και έξω απʼ τη Μακρόνησο. Στο μέτωπο του εμφύλιου, στους τόπους δουλειάς και στο πεζοδρόμιο, σε πολιτείες και ύπαιθρο.

38


Α.Β.Γ. Τρία μεγάλα γράμματα γραμμένα μʼ ασβέστη στη ραχοκοκαλιά της Μακρόνησος. ……………………………….. Α΄ Τάγμα Β΄ Τάγμα Γ΄ Τάγμα ………………………………… Μιλούσαμε, ναι, για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη………………………………….. (Κι η Παναγιά του Πόντου φλωροκαπνισμένη απʼ το σούρουπο να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών καρφώνοντας μʼ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα). …………………………………………… Α.Β.Γ. (Γαλάζια, η θάλασσα - πολύ γαλάζια Χρυσό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο). …………………………………………….. Α.Β.Γ. Τα συρματοπλέγματα. Τα φυλάκια μαύρα μεσʼ στη νύχτα Κι οι φωνές απʼ τα φυλάκια μαύρες όλη τη νύχτα: ΑΛΤ-ΑΛΤ. ΤΙΣ ΕΙ; ΤΙΣ ΕΙ; ΤΙΣ ΕΙ; ΟΙ ΟΙ ΟΙ ΟΙ ΟΙ

ΚΟΥΤΣΟΙ ΚΟΥΛΟΙ ΤΥΦΛΟΙ ΤΡΕΛΛΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

ΑΛΤ-ΑΛΤ ΑΛΤ ΤΙΣ ΕΙ; ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ Γυρεύουν πίσω το ψωμί που δε φάγανε Γυρεύουν τον ήλιο που τους κλέψανε Γυρεύουν τη ζωή που τους κόψανε ……………………………. Α.Β.Γ. Μια και μάθαμε, σύντροφοι, να πεθαίνουμε Μάθαμε και να ζούμε, σύντροφοι. Η Λευτεριά είναι κοντά. ……………………………………. Αποσπάσματα από το «ΠΕΤΡΙΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ» του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

39


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.