1
2
3
H πριγκίπισσα, η μάγισσα και το μαγικό άρωμα Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία πριγκίπισσα που την έλεγαν Αμαλία. Είχε μακριά μαλλιά και όμορφα μάτια. Η Αμαλία είχε τα πάντα. Υπήρχε κάτι που το ήθελε πολύ, αλλά δεν το είχε. Αυτό που ήθελε ήταν ένα μαγικό άρωμα. Το μαγικό άρωμα, όταν το έβαζε πάνω του κάποιος, μπορούσε να πραγματοποιήσει όλες τις επιθυμίες του. Το είχε φτιάξει μια μάγισσα που την έλεγαν Άννα. Για να μην το βρει κανένας, το έκρυψε πολύ πολύ καλά. Το έβαλε μέσα σε μια σπηλιά που τη φυλούσε ένας δράκος. Η πριγκίπισσα σκέφτηκε πολύ και βρήκε έναν τρόπο για να ξεγελάσει τον δράκο. Ντύθηκε όπως η μάγισσα και πήγε μπροστά στον δράκο. «Είμαι η μάγισσα και σε διατάζω να μου δώσεις το άρωμα.» είπε η Αμαλία. Ο δράκος το έδωσε. Η Αμαλία το πήρε και πήγε βιαστικά στο παλάτι. Η μάγισσα Άννα θύμωσε πολύ, όταν το έμαθε. Ανέβηκε στη σκούπα της και πήγε στο παλάτι. Εκεί η πριγκίπισσα κρατούσε σφιχτά το άρωμα. Η μάγισσα προσπάθησε να της το πάρει. Τότε ο βασιλιάς είπε να κάνουν έναν διαγωνισμό χορού και να πάρει το άρωμα η καλύτερη. «Γιατί να χορέψω; Η Αμαλία έκλεψε το μαγικό άρωμά μου!» είπε η μάγισσα. «Τι ακούω Αμαλία;» είπε ο βασιλιάς. «Εγώ λέω να πάω μία βολτίτσα…» είπε η πριγκίπισσα. «Αμαλία, πες την αλήθεια, τώρα!» είπε ο βασιλιάς. «Έκλεψα το άρωμα και ζητάω συγνώμη.» είπε η Αμαλία. Η μάγισσα συγχώρεσε την πριγκίπισσα, μοιράστηκαν το άρωμα και από τότε έγιναν πολύ καλές φίλες.
4
5
Ο έξυπνος νέος και το γάντι της βασίλισσας
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας έξυπνος νέος που τον έλεγαν Γιάννη. Ζούσε σ’ ένα σπίτι στην εξοχή. Είχε πολλά ζώα. Το αγαπημένο του ζώο ήταν ένα λαίμαργο γουρούνι. Μια μέρα άκουσε κάποιον να λέει: «Η βασίλισσα έχασε το διαμαντένιο γάντι της. Όποιος το βρει θα πάρει χίλιες χρυσές λίρες.». «Θα ήθελα πολύ να βρω εγώ το γάντι και να το δώσω στη βασίλισσα.» είπε ο Γιάννης. Τότε είδε το γουρούνι του να τρέχει στο δάσος. Ο Γιάννης έτρεξε πίσω από το γουρούνι και πήγε κι αυτός στο δάσος. Το δάσος είχε πάρα πολλά δέντρα. Ο Γιάννης κοίταξε ψηλά και είδε ένα δέντρο να λάμπει. «Τι να είναι αυτό που λάμπει πάνω στο δέντρο; Μήπως είναι το γάντι της βασίλισσας;» είπε. Αμέσως σκαρφάλωσε πάνω στο δέντρο. Εκεί υπήρχε η φωλιά ενός πουλιού. Μέσα ήταν το διαμαντένιο γάντι. Το πήρε κι έφυγε. Ο έξυπνος νέος περπατούσε γρήγορα. Από πίσω του έτρεχε το γουρούνι του. Στο στόμα του είχε ένα κόκκινο μανιτάρι. Πάνω από το κεφάλι του πετούσε ένα κοράκι. Το κοράκι προσπάθησε ν’ αρπάξει το γάντι. Όμως δεν είδε καλά. Χτύπησε πάνω σ’ ένα δέντρο κι έβγαλε ένα μεγάλο καρούμπαλο. Μετά έπεσε κάτω και όλα τα φτερά του σκορπίστηκαν στο χώμα. Ο Γιάννης πήγε στο σπίτι του. Φόρεσε τα καλά του ρούχα και πήγε στο παλάτι. Συνάντησε τη βασίλισσα και της έδωσε το γάντι. Αυτή του είπε: «Ευχαριστώ!» και του έδωσε χίλιες χρυσές λίρες. Όλοι ήταν χαρούμενοι και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα..
6
7
To αγόρι και η ελιά
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Έρσι. Του άρεσε πολύ να κάνει βόλτες. Ακόμη πιο πολύ του άρεσε να δουλεύει στη φύση. Το χωριό του Έρσι είχε πολλούς ελαιώνες. Με τον πατέρα του πήγαν μια μέρα να μαζέψουν ελιές. Την ώρα που μάζευε ελιές, ένα δέντρο του είπε: «Κάποτε ήμουν άνθρωπος. Ένας μάγος με έκανε δέντρο. Μπορείς να με βοηθήσεις να ξαναγίνω άνθρωπος;». «Πού είναι ο μάγος;» ρώτησε το αγόρι. «Ο πύργος του είναι πάνω σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό.» είπε η ελιά. Ο Έρσι πήγε να βρει τον πύργο του μάγου. Περπατούσε δύο μέρες και μία νύχτα κι έφτασε στον πύργο. Χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ο μάγος. «Ποιος είσαι; Τι θέλεις εδώ;» ρώτησε ο μάγος. «Είμαι ο Έρσι. Θέλω τη μαγεμένη ελιά να την ξανακάνεις άνθρωπο.». «Εντάξει! Όμως πρέπει να λύσεις ένα δύσκολο αίνιγμα.» είπε ο μάγος. «Ποιο είναι το αίνιγμα;» ρώτησε το αγόρι. Ο μάγος είπε: «Είναι στρογγυλό και τις νύχτες μας φωτίζει. Τι είναι;». Ο Έρσι σκέφτηκε πάρα πολύ και βρήκε τη λύση. «Είναι το φεγγάρι.» είπε. «Πολύ σωστά! Πάρε αυτό το μπλε φίλτρο και να το ρίξεις πάνω στα φύλλα της ελιάς.» είπε ο μάγος. Το αγόρι πήρε το φίλτρο και πήγε στον ελαιώνα τρέχοντας. Έκανε μία μέρα και μια νύχτα. Έριξε το μπλε φίλτρο πάνω στην ελιά και αυτή ξαναέγινε άνθρωπος. Η ελιά χάρηκε πολύ και ευχαρίστησε τον Έρσι για το καλό που της έκανε. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
8
9
O Hλίας, ο ήλιος και ο άνεμος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Ηλία. Ζούσε σε μια όμορφη χώρα που έλαμπε ο ήλιος. Μια μέρα ο Ηλίας πήγε στο δάσος για να κόψει ξύλα. Σ’ ένα δέντρο βρήκε ένα γυάλινο βάζο. Μέσα είχε τρεις ηλιόσπορους. «Ποιος έβαλε εδώ τους ηλιόσπορους;» είπε. «Εγώ τους έκρυψα!» είπε ο ήλιος που ήταν ψηλά στον ουρανό. «Γιατί τους έκρυψες;» ρώτησε ο Ηλίας. «Αυτό πρέπει να το βρεις μόνος σου!» είπε ο ήλιος. Ο Ηλίας πήγε πρώτα στην αλεπού που ήταν πονηρή. «Μήπως ξέρεις γιατί ο ήλιος έκρυψε τους ηλιόσπορους;» είπε. «Ρώτα την κουκουβάγια που είναι σοφή.» είπε η αλεπού. Το βράδυ ο Ηλίας πήγε στο δέντρο της κουκουβάγιας. «Μήπως ξέρεις γιατί ο ήλιος έκρυψε τους ηλιόσπορους;» είπε. «Είδα τον ήλιο να παίρνει κρυφά τους ηλιόσπορους από τον άνεμο.» είπε η κουκουβάγια. «Γιατί;» ρώτησε ο Ηλίας. «Ρώτα τον άνεμο.» είπε η κουκουβάγια. Ο Ηλίας έψαξε πολύ και βρήκε το σπίτι που έμενε ο άνεμος. «Άνεμε γιατί ο ήλιος πήρε τους ηλιόσπορους;» είπε. «Πώς; Τους ηλιόσπορους που είχα εγώ, τους πήρε ο ήλιος;» ρώτησε ο άνεμος. «Ναι. Όμως τώρα τους έχω εγώ.» είπε ο Ηλίας. «Θα μου δώσεις τους ηλιόσπορους;» είπε ο άνεμος. «Ναι. Όμως θέλω πρώτα να μου πεις, γιατί τους θέλεις τόσο πολύ;» είπε ο Ηλίας. «Οι ηλιόσποροι θα με κάνουν δυνατό και θα νικήσω τον ήλιο.» είπε ο άνεμος. «Δώσε μου τους ηλιόσπορους δεν μπορώ να περιμένω άλλο…» Ξαφνικά ο άνεμος φύσηξε δυνατά. Το βάζο έπεσε κάτω, έσπασε και οι ηλιόσποροι χάθηκαν για πάντα. Την ίδια στιγμή έλαμψε ο ουρανός κι εμφανίστηκε ο ήλιος. «Άνεμε ήθελες να νικήσεις με πονηριά. Να θυμάσαι αυτό που θα σου πω. Πάντα νικάει το καλό!».
10
11
O ιππότης και η νεράιδα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ιππότης που τον έλεγαν Ιάσονα. Φορούσε μία πανοπλία και είχε ένα άσπρο άλογο. Ήταν πολύ καλός. Είχε όμως ένα μικρό προβληματάκι. Ξεχνούσε όσα του έλεγαν. Μια μέρα ο βασιλιάς ζήτησε να του φέρει ο ιππότης το νοστιμότερο μήλο. Εκείνος του έφερε ένα στρογγυλό ξύλο! Μια άλλη φορά ήθελε ένα ρόδι. Ο Ιάσονας έφερε ένα βόδι! Ο βασιλιάς νευρίασε πολύ. Ήθελε να τον τιμωρήσει, όμως αποφάσισε να του δώσει μία τελευταία ευκαιρία. Ζήτησε να του φέρει το πιο όμορφο δαχτυλίδι. Ο Ιάσονας έφυγε για να φέρει αυτό που ήθελε ο βασιλιάς. «Πού θα βρω το πιο κόκκινο κεραμίδι;» σκεφτόταν. Τότε εμφανίστηκε μπροστά του μία όμορφη νεράιδα που την έλεγαν Ιωάννα. «Μην ψάχνεις το πιο κόκκινο κεραμίδι. Ο βασιλιάς θέλει το πιο όμορφο δαχτυλίδι.» του είπε. «Πώς θα βρω το πιο όμορφο δαχτυλίδι;» είπε ο ιππότης. «Θα σε βοηθήσω εγώ. Ακολούθησέ με!» είπε η Ιωάννα. Η νεράιδα κούνησε το ραβδί της και βρέθηκαν σε μία λίμνη που είχε πολλά νούφαρα. Πάνω σ’ ένα νούφαρο ήταν ένα πανέμορφο δαχτυλίδι. Ένας βάτραχος άρπαξε με τη γλώσσα του το δαχτυλίδι και πήδηξε στη στεριά. Ο ιππότης έτρεξε αμέσως πίσω από τον βάτραχο. Τον έπιασε από το πόδι, τον κούνησε πάνω κάτω και το δαχτυλίδι έπεσε στο χώμα. Η Ιωάννα έπιασε το δαχτυλίδι και το έδωσε στον Ιάσονα. Μετά κούνησε το ραβδί της και βρέθηκαν στο παλάτι. Ο ιππότης έδωσε το πιο όμορφο δαχτυλίδι στον βασιλιά. Εκείνος ήταν πολύ χαρούμενος και είπε: «Επιτέλους!». Ύστερα η νεράιδα ακούμπησε το ραβδί της στο κεφάλι του ιππότη. Από τότε θυμόταν όλα όσα του έλεγαν. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
12
13
To ροζ λουλούδι
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν πανέμορφο κήπο υπήρχε ένα ροζ λουλούδι. Ήταν διαφορετικό από τ’ άλλα λουλούδια. Όποιος το άγγιζε δεν μπορούσε να ξαναπεί ψέματα. Τα απογεύματα τα παιδιά έπαιζαν κοντά στον κήπο. Ένα κορίτσι που το έλεγαν Λένα συνήθιζε να λέει ψέματα στα άλλα παιδιά. Μια φορά τους είπε ότι έπιασε μια πολύχρωμη πεταλούδα. Τα παιδιά ήθελαν πολύ να τη δουν. Όμως η Λένα δεν τους άφηνε να δουν μέσα στο κουτί που κρατούσε. Κάποια στιγμή το άφησε κάτω για να πιάσει μία μπάλα. Τότε τα παιδιά το άνοιξαν και είδαν ότι ήταν άδειο. Έτσι θύμωσαν πολύ με τη Λένα και δεν την ήθελαν για φίλη τους. Μια μέρα η Λένα πήγε στον όμορφο κήπο με τα πολύχρωμα λουλούδια. «Τι ωραία που είναι εδώ και τι όμορφο που είναι αυτό το ροζ λουλούδι;» είπε κι έσκυψε να το μυρίσει. Μόλις το μύρισε, ζαλίστηκε και λιποθύμησε…… «Ξύπνα!» της είπε μία ψιλή φωνούλα. Η Λένα άνοιξε τα μάτια της και είδε ότι της μιλούσε το ροζ λουλούδι. «Ποια είσαι;». «Είμαι η Λένα.». «Γιατί ήρθες εδώ;» είπε το λουλούδι. «Ήρθα να μαζέψω μερικά λουλουδάκια.» είπε το κορίτσι. «Γιατί είσαι μόνη; Πού είναι οι φίλοι σου; Γιατί δεν είσαι μαζί τους;» ρώτησε το ροζ λουλούδι. «Είναι στον διπλανό κήπο. Δεν παίζουν μαζί μου γιατί τους είπα πολλά ψέματα.» είπε η Λένα. «Γιατί λες ψέματα;» είπε το λουλουδάκι. «Θέλω να με θαυμάζουν τα παιδιά.» είπε το κορίτσι. «Αν λες συνέχεια ψέματα, κανένας δε θα σε πιστεύει. Πρέπει να λες την αλήθεια. Τότε όλοι θα θέλουν την παρέα σου.» είπε το ροζ λουλούδι. Εκείνη την ώρα ακούστηκαν παιδικές φωνές και γέλια. «Σ΄ ευχαριστώ πολύ για τη συμβουλή σου. Σου υπόσχομαι ότι θα σταματήσω να λέω ψέματα.» είπε η Λένα και πήγε χαρούμενη να συναντήσει τους φίλους της. 14
15
Οι δύο νεράιδες Μια φορά κι έναν καιρό σε μία μακρινή χώρα που την έλεγαν Νεραϊδοχώρα ζούσαν δύο νεράιδες. Η μία νεράιδα ήταν καλή και την έλεγαν Νία. Η άλλη ήταν κακιά και την έλεγαν Νόρα. Η Νεραϊδοχώρα ήταν μια πολύ όμορφη χώρα. Τα σπίτια της είχαν κήπους με όμορφα λουλούδια. Στον αέρα πετούσαν πολύχρωμες πεταλούδες. Ένα κάστρο υπήρχε στο ψηλότερο σημείο της. Ήταν το κάστρο της βασίλισσας της χώρας. Μια μέρα η βασίλισσα κάλεσε τη Νία στο κάστρο της και της είπε: «Χάθηκε η χρυσή νεραϊδόσκονη και θέλω να τη βρεις.». «Ποιος την πήρε;» ρώτησε η Νία. «Δεν ξέρω, γι’ αυτό διάλεξα εσένα, για να τη βρεις!» είπε η βασίλισσα. Η κακιά νεράιδα έμαθε ότι η βασίλισσα ζήτησε από τη Νία να βρει τη χαμένη νεραϊδόσκονη και ζήλεψε πολύ. «Πώς μπόρεσε η βασίλισσα να διαλέξει αυτήν και όχι εμένα;» είπε και πήγε κρυφά να παρακολουθήσει τη Νία. Η καλή νεράιδα πήγε σε όλα τα σπίτια της Νεραϊδοχώρας. Έψαξε σε όλα τα δωμάτια. Άνοιξε όλα τα ντουλάπια. Κοίταξε κάτω απ’ όλα τα κρεβάτια. Ανέβηκε ακόμη και στις στέγες των σπιτιών και είδε ένα ένα όλα τα κεραμίδια. Στο τέλος κουράστηκε κι αποκοιμήθηκε πάνω σε μια στέγη. Η Νόρα παρακολουθούσε συνεχώς τη Νία. Όταν την είδε να κοιμάται, ανέβηκε στη στέγη για να την τρομάξει. Όμως σκόνταψε πάνω σ’ ένα σπασμένο κεραμίδι κι έπεσε κάτω. «Αχ! Κάτι έπαθαν τα φτερά μου! Δεν μπορώ να πετάξω! Τι θα κάνω;» είπε και πριν προλάβει να σκεφτεί, ένα κομμάτι από το σπασμένο κεραμίδι έπεσε με δύναμη πάνω στο κεφάλι της. Ζαλίστηκε και πόνεσε πολύ. Έτσι πήγε τρέχοντας στον νεραϊδογιατρό… Η Νία ξύπνησε από τη φασαρία, αλλά δεν είδε κανέναν. «Πού να είναι η νεραϊδόσκονη; Έψαξα παντού. Μόνο στο κάστρο δεν έψαξα.». Πήγε στο κάστρο και έψαξε σε όλα τα δωμάτια. Έψαξε και στο δωμάτιο της βασίλισσας. Η νεραϊδόσκονη ήταν εκεί, μέσα σ’ ένα χρυσό σακουλάκι. Αμέσως φώναξε τη βασίλισσα. «Εδώ είναι η νεραϊδόσκονη; Τώρα που φοράω τα γυαλιά μου, τη βλέπω! Τα είχα χάσει και δεν έβλεπα καλά. Ντρέπομαι πολύ… Συγνώμη!». Όλοι γέλασαν με την αφηρημάδα της βασίλισσας κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. 16
17
Ο Ορφέας, η οδοντόβουρτσα και οι τέσσερις οδοντογλυφίδες Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Ορφέα. Ήταν καλό παιδί, αλλά του άρεσαν πολύ οι σκανταλιές. Πολλές φορές , όταν τον έψαχνε η μαμά του, κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι του. Κάποιες φορές κρυβόταν πίσω από την πόρτα και όταν έμπαινε κάποιος μέσα στο δωμάτιο, τον τρόμαζε. Μια μέρα έφυγε κρυφά από το σπίτι του και πήγε σε μια λίμνη. Πήρε μαζί του ένα καλάμι για να πιάσει ψάρια. Όμως δεν έπιασε κανένα ψάρι. Ψάρεψε μόνο δύο κουτιά. Το ένα κουτί είχε μία οδοντόβουρτσα και το άλλο είχε τέσσερις οδοντογλυφίδες. «Πώς βρέθηκαν εδώ;» σκέφτηκε. Την ίδια ώρα, στο δασάκι που ήταν δίπλα στη λίμνη, ένας λύκος συνάντησε μία αλεπού. «Καλημέρα, κουμπάρα!» είπε. «Καλημέρα, κουμπάρε!» είπε η αλεπού. «Μήπως είδες τις οδοντογλυφίδες μου; Φύσηξε δυνατός αέρας και τις πήρε.» είπε ο λύκος. «Όχι, δεν τις είδα. Τώρα ψάχνω την οδοντόβουρτσά μου που την πήρε κι αυτήν ο αέρας.» είπε η αλεπού. Τότε είδαν τον Ορφέα που κρατούσε τα δύο κουτιά. Τα δύο ζώα πήγαν κοντά στον Ορφέα και τον ρώτησαν: «Μπορείς να μας δώσεις την οδοντόβουρτσα και τις οδοντογλυφίδες γιατί είναι δικές μας;». «Όχι! Είναι δικές μου τώρα.» είπε ο σκανταλιάρης Ορφέας. Η πονηρή αλεπού τότε σκέφτηκε ένα κόλπο για να τον ξεγελάσει. «Θέλεις να σου μάθω να ψαρεύεις ψάρια και όχι κουτιά;» του είπε. «Θέλω!» είπε ο Ορφέας και πήρε το καλάμι του για να ψαρέψει. Την ίδια στιγμή ο λύκος, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, πήρε τα κουτιά κι έφυγε τρέχοντας. Η αλεπού τον είδε και είπε: «Άφησα το φαγητό στη φωτιά και πάω να τη σβήσω. Θα ξανάρθω..». Έτσι έφυγε και πήγε στον λύκο. «Μπράβο, κουμπάρε!» είπε. «Μπράβο και σ’ εσένα κουμπάρα! Καλά τα καταφέραμε.» είπε ο λύκος. Ο Ορφέας περίμενε μέχρι να νυχτώσει. Πουθενά η αλεπού. Στο τέλος άρχισε να φοβάται. Έτσι γύρισε στο σπίτι του και αποφάσισε να σταματήσει τις σκανταλιές για …… μια μέρα!!!
18
19
Η παραμυθοχώρα Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Ρένο. Μια μέρα ο Ρένος πήγε μία βόλτα. Την ώρα που περπατούσε, σκόνταψε. Κοίταξε κάτω και είδε ένα ρολόι. Ο Ρένος φόρεσε αμέσως το ρολόι. Τότε έγινε κάτι πολύ περίεργο. Βρέθηκε στην Παραμυθοχώρα. Την έλεγαν έτσι γιατί ήταν μία χώρα που είχε όλα τα παραμύθια. Τότε είχε μία ιδέα: Να μπει μέσα στα παραμύθια και να τα αλλάξει… Πρώτο είδε το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας. Άνοιξε μία πόρτα και βρέθηκε μπροστά στην Κοκκινοσκουφίτσα που κρατούσε ένα καλαθάκι. Ο Ρένος της είπε: «Τρέξε γρήγορα! Πρέπει να πας στο σπίτι της γιαγιάς πριν από τον λύκο.». Εκείνη έτρεξε και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς της. Εκεί κλείδωσαν αμέσως πόρτες και παράθυρα. Ο λύκος προσπάθησε να μπει, αλλά δεν τα κατάφερε και γύρισε στο σπίτι του νηστικός. Δεύτερο είδε το παραμύθι με τα τρία μικρά γουρουνάκια. Άνοιξε μία άλλη πόρτα και βρέθηκε μπροστά στον λύκο. «Να δέσεις ένα σκοινί σ’ ένα δέντρο και την άλλη άκρη να την κρατάς εσύ. Τα γουρουνάκια θα σκοντάψουν και θα τα πιάσεις.» είπε ο Ρένος που αποφάσισε αυτή τη φορά να βοηθήσει τον λύκο. Όμως τα γουρουνάκια είδαν το σκοινί που έδεσε ο λύκος και πέρασαν από δίπλα. Έτσι και αυτή την φορά ο λύκος δεν κατάφερε να τα πιάσει… Τρίτο είδε το παραμύθι με τα εφτά κατσικάκια. Άνοιξε μία ακόμη πόρτα και βρέθηκε στο δάσος. Εκεί ο λύκος ετοιμαζόταν να πάει να ξεγελάσει τα εφτά κατσικάκια. Ο Ρένος πήγε στο σπίτι τους και τους είπε: «Έρχεται ο λύκος για να σας πιάσει. Να ντυθείτε όπως τα λυκάκια για να τον ξεγελάσετε.». Τα κατσικάκια φόρεσαν μαύρες γούνες, πέρασαν μπροστά από τον λύκο και πήγαν στη μαμά τους. Εκείνος νόμιζε ότι είδε εφτά μικρά λυκάκια κι έτσι τα κατσικάκια γλίτωσαν. Ο Ρένος ήθελε να πάει και σε άλλα παραμύθια, όμως ο χρόνος του είχε τελειώσει και το μαγικό ρολόι που φορούσε τον πήγε στο σπίτι του.
20
21
Τα ταξίδια της Τίνας Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Τίνα. Της άρεσε πολύ να ξεκουράζεται, να παίζει και να ζωγραφίζει. Μια μέρα η Τίνα πήγε να ζωγραφίσει στη φύση. Πάνω σ’ ένα παγκάκι βρήκε ένα τηλέφωνο. Το πήρε και πάτησε ένα κουμπί. Τότε έγινε κάτι πολύ παράξενο. Το τηλέφωνο μίλησε και είπε: «Πού θέλεις να σε πάω;». «Θέλω να με πας στον ουρανό.» είπε το κορίτσι. Το τηλέφωνο ανέβασε την Τίνα ψηλά στον ουρανό. Εκεί είδε από κοντά τον ήλιο που ήταν χρυσός και ζεστός. Μετά ανέβηκε πάνω σ’ ένα σύννεφο και ξάπλωσε. Ήταν πολύ μαλακό. Ύστερα άπλωσε το χέρι της κι έπιασε ένα πουλί που πετούσε κοντά της. Το χάιδεψε και το φίλησε στο κεφαλάκι του. Σε ένα σημείο του ουρανού η Τίνα είδε ένα ουράνιο τόξο. Είχε πάρα πολλά χρώματα και έμοιαζε με τσουλήθρα. Η Τίνα περπάτησε πάνω στα σύννεφα και πήγε κοντά του. Ανέβηκε πάνω του και γλίστρησε μέχρι τη γη. Τα ρούχα της βάφηκαν από τα χρώματά του. Μόλις η Τίνα πάτησε στο χώμα, το τηλέφωνο ξαναρώτησε: «Πού θέλεις να σε πάω;». «Θέλω να με πας στην Παιχνιδούπολη. Χρειάζομαι κάποια παιχνίδια.» είπε το κορίτσι. Στην Παιχνιδούπολη είχε πάρα πολλά παιχνίδια. Δεν ήξερε ποιο παιχνίδι να διαλέξει. Όμως δεν μπορούσε να τα πάρει όλα. Η Τίνα κάθισε πολλές ώρες στην Παιχνιδούπολη. Εκεί βρήκε το αυτοκίνητο και το ποδήλατο της αγαπημένης της κούκλας. Τα πήρε και είπε στο τηλέφωνο: «Θέλω να με πας στο σπίτι μου. Πέρασα ωραία, όμως κουράστηκα πολύ!». Το τηλέφωνο την πήγε αμέσως στο κρεβάτι της. Οι γονείς της κοιμούνταν βαθιά. Ευτυχώς δεν κατάλαβαν τίποτα…
22
23
H φάλαινα και οι φακές Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία μικρή φάλαινα. Της άρεσε πολύ να παίζει με το νερό. Φυσούσε δυνατά και το νερό έβγαινε σαν το σιντριβάνι. Όταν έβλεπε ανθρώπους, πετούσε το νερό ψηλά και τους έβρεχε όλους. Μια μέρα η φάλαινα δεν μπορούσε να πετάξει νερό. Προσπάθησε πολύ, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. «Δεν είμαι καθόλου καλά! Πρέπει να πάω αμέσως στο γιατρό.» σκέφτηκε. Ο φαλαινογιατρός είχε το ιατρείο του πίσω από ένα βράχο με φύκια. Εξέτασε τη φάλαινα και είπε: «Πρέπει να φας φακές, αλλιώς δεν μπορώ να σε γιατρέψω..». Η φάλαινα δεν ήξερε πού να πάει για να βρει φακές. Έτσι άρχισε να κολυμπάει για να σκεφτεί καλύτερα. Την ώρα που κολυμπούσε, είδε ένα ναυαγισμένο πλοίο. Έξω από το πλοίο ήταν ένα χταπόδι που πουλούσε τα πράγματα που υπήρχαν μέσα. Η φάλαινα πήγε κοντά του και το ρώτησε: «Μήπως πουλάς φακές;». «Περίμενε να ψάξω..» είπε το χταπόδι και άπλωσε τα πλοκάμια του μέσα στο πλοίο. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένα πλοκάμι που κρατούσε ένα σακουλάκι με φακές. «Ευχαριστώ πολύ!» είπε η φάλαινα, πήρε τις φακές κι έφυγε. Εκείνη την ώρα περνούσε ένα δελφίνι. Είδε τη φάλαινα με τις φακές και ρώτησε: «Οι φάλαινες τρώνε φακές;». «Όχι! Πρέπει να τις φάω για να γίνω καλά. Το είπε ο γιατρός. Όμως δεν ξέρω να μαγειρεύω φακές.» είπε η φάλαινα. «Θα σε βοηθήσω εγώ.» είπε το δελφίνι που ήξερε τις συνταγές των ανθρώπων. Έτσι μαγείρεψαν μαζί τις φακές. Οι φακές έγιναν πολύ νόστιμες. Η φάλαινα έτρωγε ένα πιάτο φακές κάθε μεσημέρι για εφτά ημέρες. Το απόγευμα της έβδομης μέρας έγινε καλά. Μπορούσε να πετάει το νερό πολύ ψηλά και να πιτσιλάει… το δελφίνι. Από τότε έγιναν πολύ καλοί φίλοι και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
24
25
Η ευχή (2) (Η συνέχεια του παραμυθιού…) Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς. Ένα απόγευμα έπιασε ένα μικρούτσικο ψαράκι. Το λυπήθηκε και το άφησε ελεύθερο. Το ψαράκι για να τον ευχαριστήσει του έδωσε ένα μαγικό κλειδί που μπορούσε να του πραγματοποιήσει μία ευχή. Όμως η τσέπη του ψαρά ήταν τρύπια κι έχασε το κλειδί. Μια χελώνα που περπατούσε πίσω από τον ψαρά είδε το κλειδί και είπε: «Να το πάρω; Μπορεί να μου χρειαστεί..». Έτσι το έβαλε πάνω στο καβούκι της κι άρχισε να προχωράει αργά αργά. Όμως το κλειδί έπεσε κάτω χωρίς να το καταλάβει η χελώνα. Όταν το κατάλαβε, ήταν πολύ μακριά και τεμπέλιαζε να ξαναγυρίσει πίσω. Ένας σκύλος που προχωρούσε στο δρόμο είδε το κλειδί και είπε: «Ωραίο κόκαλο! Πάω γρήγορα να το κρύψω…». Έσκαψε μία λακκούβα, έβαλε μέσα το κλειδί και το σκέπασε με χώμα. Από πάνω έβαλε ένα ξύλο για να θυμάται που το είχε κρύψει κι έφυγε. Ένας τυφλοπόντικας, που είχε το σπίτι του μέσα στη γη, βρήκε το κρυμμένο κλειδί και είπε: «Τι να το κάνω αυτό το κλειδί; Να το κρατήσω ή να το αφήσω;». Στο τέλος αποφάσισε ότι δεν το χρειαζόταν και το πέταξε στο δρόμο. Εκείνη την ώρα περνούσε ο ψαράς και είδε ένα κλειδί να πετάει. «Αυτό είναι το μαγικό κλειδί μου! Επιτέλους το βρήκα!» είπε. «Ήρθε η ώρα να κάνω μία ευχή. Όμως ποια ευχή;». Σκέφτηκε πολύ και είχε μία πάρα πολύ έξυπνη ιδέα. Ο ψαράς ευχήθηκε να γίνουν όλες οι επιθυμίες του. Επιθυμούσε να γίνει βασιλιάς και να παντρευτεί μια όμορφη, έξυπνη και καλή γυναίκα. Το μαγικό κλειδί πραγματοποίησε τις επιθυμίες του. Έτσι ο ψαράς έγινε βασιλιάς και παντρεύτηκε τη γυναίκα που ήθελε. Ήμασταν κι εμείς εκεί και χορέψαμε πολύ και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
26
ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ Α1
Βαφειάδου Αμαλία Βελίτσκοβ Γιάννης Καραστεργίου Παναγιώτα Νικολούδη Στεφανία Πεπούδης Ιάσωνας Πεπούδης Μάριος Πότσι Έρσι Σιδερίδης Χάρης Τάνσαρλης Θανάσης Τζουμαλάκη Άννα Τσακιρίδης Δημήτρης Τσίπη Ιωάννα
Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ Βούλτσου Γιάννα
ΙΟΥΝΙΟΣ 2016
27
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ
Τα παραμύθια που ακούμε ή επινοούμε χρησιμεύουν στα μαθηματικά, όπως και τα μαθηματικά χρησιμεύουν στα παραμύθια. Χρησιμεύουν στην ποίηση, στη μουσική και στο θέατρο. Χρησιμεύουν ακριβώς επειδή, φαινομενικά, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα: όπως η ποίηση, η μουσική και το θέατρο. Χρησιμεύουν όμως στον ολοκληρωμένο άνθρωπο. Τα παιδιά μέσα από τα παραμύθια μαθαίνουν να λύνουν προβλήματα που μπορεί να συναντήσουν στη ζωή τους. Ακόμη μέσα από αυτά γνωρίζουν καλύτερα τον εαυτό τους, μετρούν τις δυνάμεις τους και ξεπερνούν τους φόβους τους. Αποκτούν ηθικές αξίες μέσα από τη μάχη του καλού και του κακού που υπάρχει σε όλα τα παραμύθια. Επιπλέον αναπτύσσουν τη φαντασία τους που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης. Η ενασχόληση με τα παραμύθια οδηγεί στην καλλιέργεια ενός δημιουργικού νου. Το δημιουργικό μυαλό πάντα δουλεύει, πάντα ρωτάει, ανακαλύπτει προβλήματα εκεί που οι άλλοι τα βλέπουν όλα σωστά, δεν αναζητά τη μία και μοναδική λύση αλλά πολλές εναλλακτικές που είναι πρωτότυπες, ευρηματικές και χρήσιμες. Όλες αυτές οι ιδιότητες εκδηλώνονται στη διαδικασία της δημιουργίας. Κι αυτή η διαδικασία έχει ένα χαρακτήρα ψυχαγωγικό… Ας διαβάσουμε λοιπόν και ας δημιουργήσουμε πολλά παραμύθια!!!
28
29