Μανώλης Αναστασάκης, Editorial στο GRA Review No 7/2014α, "Μουσεία & Εκθεσιακοί χώροι", σελ. 5.
Οι αρχαιολογικοί και καλλιτεχνικοί θησαυροί στην Ελλάδα επιζητούν χώρους ανάδειξης και φιλοξενίας συγχρονισμένους με τις απαιτήσεις της εποχής. Τις τελευταίες δεκαετίες η σχέση του επισκέπτη με τα εκθέματα και το χώρο του μουσείου γενικότερα έχει αναθεωρηθεί πλήρως και από τον επισκέπτη – θεατή μίας γραμμικής ακολουθίας εκθεμάτων έχουμε περάσει πλέον στον επισκέπτη ο οποίος αναζητά την επιμόρφωση, την έκπληξη, την κοινωνικότητα, την ψυχαγωγία. Το μουσείο, από μονοδιάστατος εσωστρεφής χώρος έχει μεταλλαχθεί σε έναν ανοιχτό, ευέλικτο, δυναμικό και πολυχρηστικό οργανισμό όπου συνυπάρχουν και αλληλοϋποστηρίζονται χώροι εκθέσεων, προβολών, συγκεντρώσεων, εκδηλώσεων, εκπαίδευσης, εργαστηρίων, γραφείων, εστίασης, αναψυχής, καταστημάτων. Το κέλυφος και η οργάνωση των χώρων ακολουθεί βέβαια το αρχιτεκτονικό παράδειγμα κάθε εποχής (νεοκλασικισμός τον 19ο αιώνα, βλ. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας, μοντερνισμός τον 20ο αιώνα, βλ. Εθνική Πινακοθήκη). Η σύγχρονη πολυφωνική αρχιτεκτονική έκφραση καλείται να ενσωματώσει μορφολογικά και λειτουργικά τη νέα πολυπλοκότητα και τις αυξημένες χωρικές απαιτήσεις δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στην ποιότητα του φυσικού φωτός και στη δημιουργία εκθεσιακών χώρων όπου τα έργα τέχνης να είναι οι πρωταγωνιστές.
Το μουσείο όμως, εκτός από κέλυφος φιλοξενίας, αποτελεί και ένα βασικό σημείο αναφοράς στο πολιτιστικό τοπίο μιας πόλης και μερικές φορές την αναφορά για την ίδια την πόλη όπως έδειξε το Guggenheim Museum στο Μπιλμπάο. Στην Αθήνα, το Νέο Μουσείο Ακρόπολης άνοιξε πριν μια δεκαετία το χορό για μια σειρά από παρεμβάσεις οι οποίες θα την τοποθετήσουν με αξιώσεις πλέον στον κεντρικό μουσειακό και πολιτιστικό χάρτη της Ευρώπης. Δημοσιεύουμε σε αυτό το τεύχος το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) στο κτήριο Φιξ, την ολοκλήρωση της Εθνικής Πινακοθήκης και το 1ο βραβείο για το Μουσείο ενάλιων αρχαιοτήτων στον Πειραιά. Το τεύχος συμπληρώνεται με μικρότερα ή μεγαλύτερα έργα και μελέτες εκθεσιακών χώρων στην Αττική και στην περιφέρεια και με το Μουσείο αγροτικής κληρονομιάς στην Κύπρο.
Η τελευταία αυτή συγκομιδή μουσείων και εκθεσιακών χώρων δημιουργεί τις προϋποθέσεις όχι μόνο για αύξηση της επισκεψιμότητάς τους, αλλά και για τη δημιουργία συνθηκών περιήγησης οι οποίες θα κεντρίζουν και θα κινητοποιούν τον επισκέπτη. Από την πλευρά τους, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες αποκτούν χώρους, επίσημους ή εναλλακτικούς, κάποιοι από τους οποίους θα τους είναι ιδιαίτερα πρόσφοροι για την παρουσίαση της δουλειάς τους. Παραθέτω εδώ την απάντηση της Georgia Kotretsos σε ερώτηση της Άρτεμις Ποταμιάνου: «Εάν μιλήσουμε για έναν χώρο που με τραβάει ως χώρος, και όχι αποκλειστικά ως φορέας, θα έλεγα το αμφιθέατρο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, που είναι φτιαγμένο από τσιμέντο. Πρόκειται για μια ωδή στο τσιμέντο, μια σπηλιά
από τσιμέντο. Η επιτομή ενός Αθηναϊκού υπόγειου καταφύγιου. Ένας πολύ αυθεντικός χώρος, που ελπίζω να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Και πάλι, θα ήταν μια εποικοδομητική πρόκληση να δουλέψω με και σε αυτήν την σπηλιά».
Μανώλης Αναστασάκης από το άρθρο αρχισυντάκτη στο GRA Review No 7/2014α.