Φοιτητής: Παναγιώτης Καλαντζής Επιβλέποντες Καθηγητές: Πολυξένη Μάντζου Δημήτρης Γιουζέπας Νικόλας Θωμάς Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Τμημα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Μάρτιος 2021
POST- GEOGRAPHIES: WAYS OF INHABITING THE WORLD Ερευνητική Εργασία
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στα πλαίσια της ερευνητικής εργασίας πραγματοποιήθηκε μια έρευνα-περιοδεία σε περιβάλλοντα που διαμορφώνουν τις more-than-human γεωγραφίες, σήμερα. Διερευνήθηκε πως ο σχεδιασμός και ο ρόλος του ως γεωγραφικός παράγοντας (geographical agent) έχει εξελιχθεί και έχει καταλήξει να εμπλέκεται στις σύγχρονες εδαφικές πρακτικές του “να υπάρχεις” σήμερα, πλαισιώνοντας τη γεωγραφική κλίμακα ώς το χωροχρονικό στάδιο των “post-” καταστάσεων. Αυτη η προσέγγιση τροφοδοτήθηκε από το γεγονός ότι τόσο η γεωγραφία όσο και ο σχεδιασμός, (ως πειθαρχικά πεδία και χωρικές θεωρήσεις), ιστορικά, υπήρξαν τα μέσα για την οριοθέτηση, αναζήτηση και κατάκτηση “νέων συνόρων”, εξυπηρετώντας έτσι τη φιλοδοξία της ανελέητης ανθρώπινης επέκτασης. Πρόκειται δηλαδή για στρατηγικές σχεδιασμού και γεωγραφικές γνώσεις οι οποίες εφαρμόστηκαν και υπήρξαν καθοριστικής σημασίας καθώς συντέλεσαν στις: εδαφικές κατακτήσεις, την οικονομική εκμετάλλευση, τον μιλιταρισμό, πρακτικές της ταξικής και φυλετικής κυριαρχίας κα. » που χαρακτηρίζουν την ιμπεριαλιστική δύναμη. Κατ’ επέκταση, η γεωγραφική και σχεδιαστική σκέψη αποτέλεσαν ερμηνευτικά εργαλεία τέτοιων “νέων συνόρων”, με σκοπό να αναδείξουν τις συνθήκες που έχουν αποσταθεροποιήσει τη κληρονομημένη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, εκδηλώνοντας χωρικά τους περίπλοκους γεωγραφικούς σχηματισμούς του σύγχρονου δομημένου περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, η περιοδεία αυτή απευθύνθηκε σε ένα ευρύ φάσμα κατασκευασμένων περιβαλλόντων,όπως: - Infrastructural Landscapes: Data Centers, - Industrialized Infrastructures: Sacrifice Zones, - Commercial Landscapes: Logistics Infrastructures, - Landscapes of Sensitive Matter: Invisible Visual Environments, κ.α., ενσωματώνοντας τις πολλαπλές επιπλοκές μεταξύ “human” και “nonhuman”, καθορίζοντας έτσι τις υβριδικές γεωγραφίες του κόσμου όπου υλοποιούνται οι “post-” χωρικές καταστάσεις.
ABSTRACT As part of the research work, a research tour was carried out in environments that shape the more-than-human geographies, today. It was investigated that design and its role as a geographical agent has evolved and ended up being involved in modern territorial practices of “being” today, framing the geographical scale to the Spatio-temporal stage of “post-” situations. This approach was fueled by the fact that both geography and design (as disciplinary fields and spatial considerations) have historically been the means of delimiting, searching for, and conquering “new frontiers”, thus serving the ambition of relentless human expansion. In other words, these are planning strategies and geographical knowledge which were applied and were crucial as they contributed to: territorial conquests, economic exploitation, militarism, practices of class and tribal domination, etc., which characterize the imperialist power. Consequently, geographical and design thinking were interpretive tools of such “new borders”, in order to highlight the conditions that have destabilized the inherited position of man in the world, manifesting the spatially complex geographical formations of the modern built environment. Specifically, this tour addressed a wide range of built environments, such as: - Infrastructural Landscapes: Data Centers, - Industrialized Infrastructures: Sacrifice Zones, - Commercial Landscapes: Logistics Infrastructures, - Landscapes of Sensitive Matter: Invisible Visual Environments, etc., incorporating the multiple entanglements between “human” and “nonhuman”, thus defining the hybrid geographies of the world where the “post-” spatial states take place.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
CHAPTER 1 - INTO THE WOODS: - 1.1 into the... Walden Pond - 1.2 into the... Black Forest - 1.3 into the... Geneva Lake - 1.3.1 the fire - 1.3.2 the monster - 1.3.3 the map - 1.3.4 the posthuman that could have been
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT: - 2.1 Moving in - 2.2 More than Human Geographies - 2.2.1 introduction to the tour - 2.2.2 frontier hunting - 2.2.3 design and conquer - 2.2.4 no refunds - 2.3 Landscapes of the post- _____ - 2.3.1 fill the blank - 2.3.2 Infrastructural Landscapes: Data Centers - 2.3.3 Where the Landscapes of Resource and Data-Extraction Meet - 2.3.4 Data Center is the new Oil Rig - 2.3.5 Industrialized Infrastructures: Sacrifice Zones - 2.3.6 Exposed - 2.3.7 Commercial Landscapes: Logistics Infrastructures - 2.3.8 Do Our Consumption Habits breed Automation? - 2.3.9 Add to Cart or Ethics of Inhabiting? - 2.3.10 Automation of the Everyday - 2.3.11 Landscapes of Sensitive Matter: Invisible Visual Environments - 2.3.12 AI: More than Human - 2.3.13 Outro: Incomplete Landscapes
CHAPTER 3 - WAYS OF INHABITING: - 3.1 Where I Lived, and What i Lived For - 3.2 Hybrid Geographies: Ways of Inhabiting the World - 3.2.1 Latest Landscapes - 3.2.2 the Environment that Could Be - 3.2.3 False Choices - 3.2.4 speculating the post- 3.2.5 i Consume, therefore i am Politics - 3.2.6 nature as design - 3.2.7 where the posthuman dwells (ways of inhabiting)
CHAPTER 1 - INTO THE WOODS [1.1] into the... Walden Pond “When I wrote the following pages, or rather the bulk of them, I lived alone, in the woods, a mile from any neighbor, in a house which I had built myself, on the shore of Walden Pond, in Concord, Massachusetts, and earned my living by the labor of my hands only. I lived there two years and two months. At present I am a sojourner in civilized life again. “[1] Στις 4 Ιουλίου 1845, ένας νεαρός απόφοιτος του Χάρβαρντ εγκαταλείπει την πολιτισμένη ζωή και αποφασίζει να ζήσει στο δάσος, στις όχθες της λίμνης Ουόλντεν, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Για τα επόμενα δύο χρόνια, ο φυσιοδίφης νέος χτίζει μόνος του μια μικρή καλύβα, καλλιεργεί ένα χωράφι με φασολιές και τρέφεται κατά κύριο λόγο με φρούτα και λαχανικά. Τo διάστημα αυτό διαβάζει, γράφει, στοχάζεται και υιοθετεί συνολικά κάτι παραπάνω από ένα τρόπο ζωής. Σε αυτόν αντικατοπτρίζονται τα φιλοσοφικα ιδανικά του, όπως η σημασία της αυτοδυναμίας, η σημασία της αυτάρκειας και η αξία της απλότητας. Καθώς η Βιομηχανική Επανάσταση βρίσκεται στο κατώφλι του νεαρού, φαίνεται πως η σκεψη του γύρω από τη ψευδαίσθηση που δημιουργεί η πρόοδος εντατικοποιείται. Ζώντας σε έναν πολιτισμό συναρπασμένο με την ιδέα της προόδου; τεχνολογική, οικονομική και εδαφική, ο νέος είναι επίμονα σκεπτικός σχετικά με την ιδέα πως οποιαδήποτε εξωτερική βελτίωση της ζωής, δε μπορεί να επιφέρει την εσωτερική ειρήνη και ικανοποίηση που επιθυμεί. Έτσι, ο Henry Thoreau, μαζί με άλλα επιφανή ονόματα της εποχής, όπως ο μέντορας του Ralph Waldo Emerson, η Margaret Fuller κ.α., αποφασίζει να πάρει θέση απέναντι στη τεχνολογική πρόοδο. Ένα τελευταίο οχυρό εναντίον της Βιομηχανικής Επανάστασης που εισήγαγε την έννοια της “προόδου”, κατά την οποία η ανθρώπινη ζωή άλλαξε. Φαινόμενα όπως η αυξημένη παραγωγικότητα, η καπιταλιστική εντατικοποίηση και η ανελέητη αστικοποίηση κατορθώθηκαν λόγω της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας στη φύσης και κατ’ επέκταση στο ίδιο το άτομο. Το άτομο απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τη φύση και τρέφει μια εθιστική σχέση με τη τεχνολογία, μια σχέση καθημερινής επανάληψης, μια εργατική σχέση κατανάλωσης πόρων για ένα τεχνολογικά βελτιωμένο αύριο. Όπως γράφει και ο Albert Camus, Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, στο
[1] Thoreau, Henry David, 1817-1862. Walden ; And, Resistance to Civil Government : Authoritative Texts, Thoreau’s Journal, Reviews, and Essays in Criticism. New York :Norton, 1992.
βιβλίο του “The Myth of Sisyphus”: “rising, streetcar, four hours in the office or the factory, meal, streetcar, four hours of work, meal, sleep, and Monday Tuesday Wednesday Thursday Friday and Saturday according to the same rhythm, this path is easily followed most of the time.”[2]1 H είσοδος στο δάσος και η διαμονή του Thoreau στο Ουόλντεν, είτε ως πολιτική στάση, είτε ως κοινωνικό πείραμα είτε ως παραστατική τέχνη (performing art), πλαισιώνει την φιλοσοφία του υπερβατισμού (transcedentalism), την οποία και ο ίδιος εκπροσωπεί. [3] Αν και το φάσμα του φιλοσοφικού κινήματος φαίνεται να είναι ευρύ, τόσο στη πληθώρα των εκφάνσεων του όσο και αυτά στα οποία αντιτίθεται, ο κεντρικός πυρήνας του κινήματος βρίσκεται στη φύση και στη συνάρτηση της με τον άνθρωπο. Έτσι και ο Thoreau, εκείνο το χρονικό διάστημα έζησε σε συμφωνία με αυτή. Αναλυτικότερα, εμβυθίζοντας τον εαυτό του στη φύση (immersive experience), μέσα από μια διαδικασία προσωπικής ενδοσκόπησης, προσπαθεί να βρει μια αλήθεια, να επιτύχει τους «ανώτερους νόμους», να κατανοήσει την πραγματικότητα και να ζήσει στο παρόν, όπως αναφέρει. Με άλλα λόγια, η φύση είναι για εκείνον ένα εργαλείο για την παρατήρηση και κατανόηση της δομημένης εσωτερικής λειτουργίας του κόσμου. [4] Σε αντίθεση με τις ζωές των εργατικών ανθρώπων, ο Thoreau σε μια επιστολή προς τον Harrison Gray Otis Blake το 1857, έγραψε: “Δεν αρκεί να είμαστε εργατικοί; έτσι είναι και τα μυρμήγκια. Για ποιο πράγμα είσαι εργατικός;”[5] Η λέξη φύση προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα φύω - φύομαι, που σημαίνει φυτρώνω, βλασταίνω. Είναι μια διαδικασία παραγωγής ζωής, μια διαδικασία συνένωσης και αλληλεπίδρασης. Κάθε σώμα ή πράγμα είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας συνδέσεων. Κάθε μορφή ζωής, όπως το σώμα, μια κοινωνική ομάδα, ένας οργανισμός ή ακόμα και μια έννοια, είναι μια δομή διασυνδέσεων, είναι με άλλα λόγια μια πολλαπλότητα. Έτσι, καθένα από τα σημεία της πολλαπλότητας μπορεί να εκταθεί σε μια ευθεία γραμμή, η οποία συμβολίζει την φυγή προς τον μετασχηματισμό τους σε κάτι άλλο. Σύμφωνα με τους Deleuze and Guattari, “Το ρίζωμα συνδέει κάθε σημείο σε κάθε σημείο και τα γνωρίσματα του δεν συνδέονται αναγκαστικά με γνωρίσματα
[2] Camus, A. (2012). The myth of Sisyphus: And other essays. New York, NY: Knopf Doubleday, 2012. [3] A philosophy that emphasizes the a priori conditions of knowledge and experience or the unknowable character of ultimate reality or that emphasizes the transcendent as the fundamental reality. “Transcendentalism.” Merriam-Webster.com Dictionary, Merriam-Webster, https://www.merriam-webster.com/dictionary/transcendentalism. Accessed 29 Apr. 2020. [4] Finseth, Ian. “American Transcendentalism”. Excerpted from “Liquid Fire Within Me”: Language, Self and Society in Transcendentalism and Early Evangelicalism, 1820-1860, - M.A. Thesis, 1995. [5] The Walden Woods Project. (n.d.). Work quotations. Retrieved from https://www.walden.org/quotation-category/wok/
του ίδιου είδους: φέρνει στο παιχνίδι πολύ διαφορετικά καθεστώτα σημείων, ακόμα και με καταστάσεις μη-σημειακές.” Επιπλέον, δεν συντίθεται από μονάδες αλλά από διαστάσεις, ή μάλλον από κατευθύνσεις στην κίνηση. “Το ρίζωμα δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος· βρίσκεται πάντοτε στο μέσον, ανάμεσα στα πράγματα, δι-είναι (inter-être), ιντερμέδιο”. Επομένως, όταν η πολλαπλότητα τέτοιου είδους αλλάζει τη διάσταση, αλλάζει αναγκαστικά και σε φύση, παθαίνοντας μία μεταμόρφωση. Όπως γράφει ο Henry D. Thoreau: “What I have heard of Brahmins sitting exposed to four fires and looking in the face of the sun; or hanging suspended, with their heads downward, over flames; or looking at the heavens over their shoulders until it becomes i possible for them to resume their natural position, while from the twist of the neck nothing but liquids can pass into the stomach” 1[6] Δεν είναι τυχαία η αναφορά του συγγραφέα στους βραχμάνους, καθώς φέρει μαζί της πολλά από τα χαρακτηριστικά του Ινδουισμού που συγκροτούν την υπερβατική θεωρία. Όπως οι ιερείς έτσι και ο Thoreau όταν κατοικεί στο δάσος, κατοικεί στο έξω και όχι κυριολεκτικά στην υλική διάσταση της καλύβας του. Πίστευε ότι ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να περιορίσει τον κόσμο του μέσα σε τείχη, αλλά μάλλον γεννήθηκε για να είναι έξω. [7] Η καλύβα που χτίζει είναι μόλις ο τρόπος για να διανοίξει αυτή τη σχέση, ένα αντίσκηνο. Είναι συνολικά μια κατοικία εξώστρεφη, “ανοιχτή” στη φύση και σε αλλαγές. Καταλήγοντας, ο Thoreau υποστήριξε ότι είμαστε μέρος της φύσης, όχι χωριστά από αυτή. Όταν χάνουμε τη φύση γύρω μας, ξεχνάμε ποιοι είμαστε και ζούμε με ψευδαισθήσεις. Η υλική ζωή δρα ως ένας περισπασμός που μας εμποδίζει να ζήσουμε την πραγματική μας φύση. [8]
[6] Henry David Thoreau, 1854. Walden; or, Life in the Woods. Boston: Ticknor and Fiel [7] Thoreau, H. D. (2006). Walden and civil disobedience. Ann Arbor, MI: Borders Classics. (Original work published 1854). σελ. 37 [8] ο.π. σελ. 65
CHAPTER 1 - INTO THE WOODS [1.2] into the... Black Forest Το καλοκαίρι του 1922, ο Martin Heidegger (1889-1976) μετακόμισε σε μια μικρή καμπίνα που χτίστηκε γι ‘αυτόν, ψηλά στα βουνά του Μέλανα Δρυμού της Νότιας Γερμανίας. Το όνομα που έδωσε στο κτίριο ήταν “die Hütte” (η Καλύβα). Μια μικρή καλύβα με εμβαδόν 6 επί 7 μέτρα. Η χαμηλή της σκέπη κάλυπτε τρεις χώρους: την κουζίνα, το υπνοδωμάτιο και ένα δωμάτιο εργασίας. Αυτός είναι ο χώρος όπου εργάζομαι.” σημειώνει ο Heidegger. Πάνω από πέντε δεκαετίες δραστηριοποιήθηκε στη καλύβα αυτή. Εκεί παρείγαγε τις πρώτες διαλέξεις του, οι οποίες στη συνέχεια θα αποτελούσαν κομμάτια των σημαντικότερων έργων του. Κατα τη διάρκεια αυτή, έκανε ισχυρισμούς για μια οικειότητα, πνευματική και συναισθηματική, τόσο με το κτίριο όσο και με το περιβάλλον τριγύρω . Για τον Heidegger, η περιοχή του Todtnauberg ήταν κάτι περισσότερο από μια φυσική τοποθεσία. Το 1934, μίλησε για το πως τα βουνά ήταν μέρος της σύλληψης του φιλοσοφικού του έργου, τον έβρισκε δηλαδή ένα με το τοπίο. [1]1 Επομένως, η χτισμένη καλύβα του Heidegger στο Todtnauberg, Schwarzwald είναι τόσο ένα φιλοσοφικό γεγονός όσο είναι και αρχιτεκτονικό. [2] Και τα δυο γεγονότα νοηματοδοτούν πεδία δραστηριότητας. Το ερώτημα βέβαια που απορρέει είναι, πως αυτός ο “τόπος” δραστηριοτήτων μπορεί να θεωρηθεί; Αρχικά, με τον τόπο μπορεί να γίνει εμφανής η περίπλοκη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και γεωγραφίας αλλά και η σχέση μεταξύ γεωγραφίας και δημιουργικότητας. Όπως αναφέρθηκε, η λίμνη Walden αναδείκνυε εξίσου έντονα τη σχέση μεταξύ της γεωγραφίας και αντίληψης του Thoreau. Ακόμη, για το πνευματικό μέντορα του Thoreau, Ralph Waldo Emerson, η φύση για αυτόν ήταν περισσότερο φιλοσοφική παρά νατουραλιστική, θεωρώντας πως το σύμπαν αποτελούνταν από την Φύση και την Ψυχή. Πρόκειται για μια πνευματική σχέση. Στη φύση το άτομο βρίσκει το πνεύμα του και το δέχεται ως το Οικουμενικό Όν. [3] Στη Φύση, όπως έγραψε [4], “I become a transparent eye-ball; I am nothing; I see all; the currents of the Universal Being circulate through me; I am part or particle of God.” Αναζητώντας λοιπόν τη δυναμική αυτή της σχέσης, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί το εξής. Η τοποθεσία του Ναού του Απόλλωνα για παράδειγμα, που βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Παρνασσού, προσθέτει περισσότερη
[1] M. Heidegger, “Why Do I Stay in the Provinces?,” trans. T. Sheehan, in T. Sheehan, ed., Heidegger: The Man and the Thinker (Chicago: Precedent, 1981). [2] Adam Sharr, 2006. Heidegger’s Hut. The MIT Press p. xv [3] Ralph Waldo Emerson, 1836. Nature. James Munroe and Company [4] Ralph Waldo Emerson, 1836. Nature. James Munroe and Company
δυναμική στη θεώρηση ενός μαντείου των Δελφών; Άραγε μια τέτοια θεώρηση θα έχει εκδηλωθεί εξαρχής αν το μαντείο είχε βρεθεί σε έναν δρόμο στον Πειραιά; [5] Το σημείο όπου χτίστηκε το μαντείο ήταν ο ομφαλός της γης, ένα τοπίο δυναμικά φορτισμένο με το μύθο κατά τον οποίο όταν ο Δίας άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς την Δύση, συναντήθηκαν στους Δελφούς. Μια αφήγηση που ανήγαγε το τοπίο στο εμβήματικό μαντείο. Εκεί βρίσκοταν και η Πυθία που ως διάμεσο, επικοινωνούσε ο θεός και έδινε τους χρησμούς, που ύστερα καταγράφονταν και ερμηνεύονταν. Έτσι, όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η δυναμική αυτής της φιλοσοφικής - γεωγραφικής σχέσης, αυτής της δια-σύνδεσης άλλαξε τις “διαστάσεις” του θεωρημένου τόπου. [6]1 Η έλξη του Heidegger για το τοπίο του Todtnauberg συνδεόταν λοιπόν με το φιλοσοφικό του έργο. Θεωρούσε ότι το οικείο αγροτικό περιβάλλον ήταν προτρεπτικό για τη σκέψη, και συγκεκριμένα ήταν το περιβάλλον της φύσης που έδινε τροφή για περαιτέρω πνευματική εξερεύνηση. Για τον Heidegger, οι δυνάμεις της φύσης ήταν ηχηρές και ουσιώδης, ήταν κοντά στην ουσία της ύπαρξης και στον όρο “πράγματα”. Παρόλο που επρόκειτο να γράψει για το θέμα αυτό στη μετέπειτα ζωή του, είναι πιθανό ότι είχε ήδη μια διαίσθηση για τέτοιες εκφάνσεις το 1922. [7] Ωστόσο, διατύπωσε το παρακάτω φιλοσοφικό επιχείρημα μέσα από την κατανόησή του για τη ζωή στο βουνό. Σε ένα έγγραφο, το 1951, με τίτλο «Κτίζειν Κατοικείν Σκέπτεσθαι»,[8] υποστήριξε ότι οι διαδικασίες και το λεξιλόγιο της σύγχρονης ανάπτυξης παρενέβησαν μεταξύ “κτίζειν” και “κατοικείν”. Ο Heidegger πρότεινε ότι αυτές οι λέξεις, σε σωστή συσχέτιση, ονόμαζαν δραστηριότητες που είχαν κάποτε, και γι ‘αυτόν θα έπρεπε να γίνουν και πάλι, κατά βάση αδιαχώριστες, συνυφασμένες με ένα “σκέπτεσθαι” ευαίσθητο στις αμεσότητες και τις διαστάσεις της καθημερινής ύπαρξης. Η τεχνολογική πρόοδος και η επιστήμη είναι ζητήματα που απασχόλησαν έντονα το Heidegger και επιχείρησε να εξετάσει τις επιπτώσεις που ενδεχομένως έχουν στη ζωή του ανθρώπου. Στη διάλεξη του τονίζεται η άμεση σχέση της ανθρώπινης ύπαρξης με την κατοικία. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι κατεξοχήν ουσία του κατοικείν, είναι μια ουσία ανεντόπιστη στην τεχνική και κατασκευαστική γλώσσα του βιομηχανικού πολιτισμού. Ένα κατοικείν που δεν έχει να κάνει τόσο με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ή με τον τύπο του κτίσματος, όσο με το βαθμό της οικειοποίησης του χώρου, με το να [6] Claire Colebrook, 2003. Understanding Deleuze, Allen & Unwin [7] M. Heidegger, “The Thing,” in Poetry, Language, Thought, pp. 163–186; T. Kisiel, The Genesis of Heidegger’s Being and Time (Berkeley: University of California Press, 1993), pp. 309ff. [8] The philosopher’s title intentionally avoided commas to emphasize a unity he perceived between the three notions. See A. Hofstadter, introduction to Heidegger, Poetry, Language, Thought, p. xiii.
είσαι μέσα στο χώρο, στο είναι σου. Η ποιητική γλώσσα είναι για το φιλόσοφο, “ο οίκος του είναι”, στο βαθμό μάλιστα που το ποιείν είναι η ίδια η ουσία του κατοικείν μέσα στον κόσμο. [9]1 “Τα κτίρια είναι εκείνα τα πράγματα”, αναφέρει ο Heidegger, “που δημιουργώντας τόπους, παραχωρούν έναν άλλο χώρο, διαθέτουν έναν μεταξύ τους ενδιάμεσο χώρο”. Αυτοί οι ενδιάμεσοι χώροι που αποδίδουν τα πράγματα, επιτρέπουν στη σκέψη να εκθέσει τους δικούς της τόπους, να γεωμετρήσει τα δικά της τοπία, να μαθηματικοποιήσει τα πεδία της, αλλά προπάντων επιτρέπουν αυτή τη βιωματική σχέση που αναπτύσσει ο άνθρωπος μέσα σε αυτά. Μόνο σε αυτή την ενδιάμεση στάση ο άνθρωπος πραγματικά ποιεί, κατασκευάζει, κτίζει. [10] Συνεπώς ο Heidegger, δε μας καλεί σε μια επιστροφή στην αγροικία. Αντίθετα, ως επισκέπτης μιας καλύβας συμφιλιωμένης με τη φύση, ζητά την επικαιροποίηση αυτής της σχέσης και αναλαμβάνει τη συνείδηση μιας ποιητικής κατοίκησης.
[9] Αποστόλης Αρτινός, 2014. Η ετεροτοπία της καλύβας, ΣΜΙΛΗ (Οκτώβριος 2014) [10] ο.π.
CHAPTER 1 - INTO THE WOODS [1.3] into the... Geneva Lake [1.3.1] the fire Στις 14 Μαΐου του 1816, η Mary Shelley, o άντρας της Percy Shelley και ο γιος τους ταξίδεψαν στη Γενεύη. [1] Εκεί σχεδίαζαν να περάσουν το καλοκαίρι παρέα με τη συντροφιά του Λόρδου Μπάιρον, καθώς και μεταξύ άλλων εξεχόντων ονομάτων. Έτσι, στο χωριό της Κολωνίας, κοντά στη λίμνη Γενεύη νοίκιασαν τη Villa Diodati. [2] Καθημερινά ασχολούνταν συνήθως με συγγραφή κειμένων, με βαρκάδες στη λίμνη και συζητήσεις που διαρκούσαν έως αργά τη νύχτα. Συγκεκριμένα, συνήθιζαν να κάθονται γύρω από μια φωτιά και να διαβάζουν ιστορίες φαντασμάτων. Εκεί ο Λόρδος Μπάιρον είχε την επιφανή ιδέα: «κάθε ένας να γράψει μια ιστορία φαντασμάτων». [3][4] Έτσι η Mary Shelley ξεκίνησε να γράφει αυτό που υποτίθεται ότι θα ήταν μια μικρή ιστορία. Με την ενθάρρυνση του Percy Shelley επέκτεινε την ιστορία αυτή στο πρώτο της μυθιστόρημα, Frankenstein ή, The Modern Prometheus, που δημοσιεύθηκε το 1818. [5] Το μυθιστόρημα ενσωματώνει στοιχεία και αναφορές τόσο σε κοινωνικοπολιτικά στοιχεία της εποχής όσο και σε βιώματα από την ανατροφή της συγγραφέα. Αναλυτικότερα, η πλοκή του μυθιστορήματος εξελίσσεται ως εξής: Ένας Γερμανός φοιτητής, ο Βίκτωρ Φρανκενστάιν προσπαθεί να δημιουργήσει ζωή (reanimate the inanimate), συνδέοντας μεταξύ τους άψυχα ανθρώπινα μέλη και εκτελώντας μια σειρά πειραμάτων. Έτσι, καταφέρνει να ενσταλάξει ζωή στην άψυχη ύλη και να δημιουργήσει ένα “τέρας”, που στο τέλος τον μυθιστορήματος τον καταστρέφει. Η αντιληπτική σκοπιά του Βίκτωρ Φρανκενστάιν όσον αφορά τη φύση, συλλαμβάνεται για εκείνον ώς το Άλλο, μια φύση παθητική. Είναι στη διάθεση του, πρόθυμη να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του και να του χαρίσει δύναμη και ζωή. Όπως τονίζει η Anne K. Mellor, «η ερμηνεία της φύσης ως το παθητικό ‘Αλλο οδήγησε […] στην αυξανόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος και στη διαταραχή της ευαίσθητης οικολογικής ισορροπίας μεταξύ της ανθρωπότητας
[1] Gittings and Manton, 31; Seymour, 152. Sometimes spelled “Chappuis”; Wolfson, Introduction to Frankenstein, p. 28-31. [2] Gittings and Manton, 31; Seymour, 152. Sometimes spelled “Chappuis”; Wolfson, Introduction to Frankenstein, 273. [3] Bridgwater, Patrick (2004). De Quincey’s Gothic Masquerade. Rodopi. p. 55. ISBN 9789042018136. [4] Paragraph 7, Introduction to the 1831 edition of Frankenstein; Sunstein, 118. [5] Bennett, An Introduction, 30–31; Sunstein, 124.
και της φύσης.»1[6] Κατ’ επέκταση, ο Βίκτωρ, αδιάφορος ως προς την εξελικτική διαδικασία της φύσης, αποφάσισε να παρακάμψει τη γονική αναπαραγωγή και να δημιουργήσει ένα νέο είδος, προάγοντας έτσι την αντίληψη της επιστήμης ως χειραγωγική και επιβλητική και όχι περιορισμένη στη κατανόηση, τη περιγραφή και την εκτίμηση της φύσης. [7] Τι ήταν όμως αυτό το νέο είδος που δημιούργησε; Στο σημείο αυτό αξίζει να εξεταστεί ο όρος «τέρας». Μια λέξη με μεγάλη σημασία στο έργο. Η λέξη, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 12ο αιώνα, σε μια παλιά διάλεκτο της γαλλικής γλώσσας, και αναφέρεται στον «ταλαντούχο» ή στο «θαύμα». Βεβαια, η σημασία της αργότερα μεταβλήθηκε σε εκείνη του «παραμορφωμένου ατόμου» ή του «δύσμορφου όντος». Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται από το λατινικό monere, που σημαίνει «να προειδοποιεί». «Και εδώ είναι που μας αφήνει ο Φρανκενστάιν: με έναν οιωνό και μια προειδοποίηση σχετικά με τερατώδεις πράξεις και φρικαλεότητες που πραγματοποιήθηκαν στο όνομα της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου και της ευεργεσίας.». [8] Όπως είδαμε γύρω από τη φωτιά ήρθε η σύλληψη του τέρατος. Δεν είναι τυχαίο που ο υπότιτλος του μυθιστορήματος αναφέρεται στον μύθο του Προμηθέα. Τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Φρανκενστάιν έδωσαν ρίζες σε μια νέα ύπαρξη. Ο Προμηθέας μέσα από τις πράξεις του, έδωσε πρόσβαση στους ανθρώπους σε γνώσεις η οποίες ήταν για αυτούς απαγορευμένες, σε επιστήμες, τέχνες κλπ. Η ετυμολογική ανάλυση του ονόματος Προμηθέας, δημιουργεί μια εικόνα των πραγμάτων που έδωσε. Η λέξη Προμηθέας προέρχεται από τη λέξη προμηθής (< πρό + μήτις) και σημαίνει αυτός που «προνοεί», «προβλέπει» και ο «συνετός». Και στις δύο περιπτώσεις παραπάνω, περιγράφεται μια ύπαρξη που συνδέεται άρρηκτα με τη σκέψη. Μια σκέψη που προσπαθεί να υπερβεί τη φύση, επικαλώντας καταστάσεις που είναι εκτός ορίων για τον άνθρωπο. Στο τέλος του μυθιστορήματος το τέρας «χάθηκε στο σκοτάδι και την απόσταση», επιστρέφοντας στην αρχική του θέση: το άγνωστο έδαφος. Η Shelley προσδίδει στο Πλάσμα ιδιότητες υπεροχής, που στόχο έχουν να περιγράψουν την ανθρώπινη αντίδραση καθώς πλησιάζει το άγνωστο, το συντριπτικό, το άπειρο. «Τον αφήνει ελεύθερο ανάμεσα στα αρχέτυπα τοπία της υπεροχής: ανάμεσα στις Άλπεις, στα παγωμένα απόβλητα του Βόρειου Πόλου. Και όπως η ίδια η δύναμη, έχει υπερ-άνθρωπη ισχύ». [9] [6] Mellor K. A. (2003) ‘Making a “monster”: An Introduction to Frankenstein’, in Schor E. The Cambridge Companion to Mary Shelley, Cambridge, Cambridge University Press, 111-12. [7] Mellor, Anne K., ed. Romanticism and Feminism. Bloomington: Indiana University Press, 1988. [8] Van der Laan M. J. (2010), Frankenstein as Science Fiction and Fact, in Bulletin of Science, Technology & Society, 30/4: 298–304. [9] Mellor K. A. (2003) ‘Making a “monster”: An Introduction to Frankenstein’, in Schor E. The Cambridge Companion to Mary Shelley, Cambridge, Cambridge University Press, 22.
CHAPTER 1 - INTO THE WOODS [1.3] into the... Geneva Lake [1.3.2] the monster Το υπέρ-άνθρωπο τέρας, ενσαρκώνει μια υπόσταση που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης, αποκρυσταλλώνει μια posthuman κατάσταση, ενώ παράλληλα ασκεί κριτική για την υπεροχή των ανθρώπων ως το ανώτερο είδος στη φυσική τάξη. Όπως ισχυρίστηκε η Donna Haraway, “είμαστε όλοι χίμαιρες, θεωρημένα και κατασκευασμένα υβρίδια από μηχανή και οργανισμό - εν συντομία σάιμποργκ”. 1[10] Προς τούτο, επανεξετάζει τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων κατοίκων του πλανήτη. Όπως τοποθετείται η φιλόσοφος Rossi Braidotti “η posthuman κατάσταση […] [είναι] μια ευκαιρία για την ενδυνάμωση της αναζήτησης εναλλακτικών σχεδίων σκέψης, γνώσης και αυτο αναπαράστασης. The posthuman μας προτρέπει να σκεφτούμε κριτικά και δημιουργικά για το ποιοι και τι πραγματικά βρισκόμαστε στη διαδικασία του να γίνουμε”. [11] Η έννοια posthuman, αναδύεται σε ένα φιλοσοφικό τοπίο και μια εποχή που αναπαράγει πολλαπλά “post-s” ως απάντηση σε νέα ρεύματα σκέψης, με σκοπό να ανταπεξέλθει στην αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της έννοιας του ανθρώπου. Καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν ενσωματωθεί σε πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής του ανθρώπου, είτε αυτές αναφέρονται στην εργασιακή είτε οικιακή ζωή, έχουν συνολικά σηματοδοτήσει μια προοδευτική αλλαγή στην παραδοσιακή κατάσταση του ανθρώπου, και τείνουν προς ένα μελλοντικό χαρακτηρισμό, πέρα από τον άνθρωπο, τον “posthuman”. Ως εκ τούτου, η προέλευση και η πορεία της έννοιας “posthuman” τρέχει παράλληλα με τις αναδυόμενες τεχνολογικές και βιοτεχνολογικές εξελίξεις καθώς επεκτείνουν διάφορες λειτουργίες και κατακτούν νέα όρια. Βέβαια, η έννοια posthuman δε μπορεί να περιοριστεί μόνο στην ανάλυση της σχέσης μεταξύ του ανθρώπου και της τεχνολογίας ή να περιοριστεί ως μια φιλοσοφική προσέγγιση που ερμηνεύει την τεχνολογική πρόοδο. Αντίθετα, “πρέπει να περιγραφεί ευρύτερα, ως μέρος ενός συνόλου διασυνδεδεμένων διαλέξεων και φιλοσοφικών ισχυρισμών που περιβάλλουν τις έννοιες του νου, του σώματος, της φύσης και της τέχνης”. [12] Ακόμη, έχει μια δυνητικά σημαντική σχέση με το πως κατανοούμε τις σχέσεις από τις οποίες προέρχεται, άνθρωπος, ανθρωπότητα και ανθρωπισμός.
[10] Haraway D. J., 2016. Staying with the trouble: making kin in the Chthulucene, London, Duke University Press. [11] Braidotti R., 2013. The Posthuman, UK, Polity Press. [12] Miah A. (2008) ‘A critical history of Posthumanism’, in Gordijin B., Chadwick R., Medical enhancement and posthumanity, Springer, σελ. 98
Συγκεκριμένα, την ίδια περίοδο που ακμάζει, φαίνεται να κάνουν την εμφάνιση τους διάφορα παγκόσμια φαινόμενα, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση και η κλιματική αλλαγή. Αυτές οι οικολογικές μεταβολές τονίζουν τον ανθρωποκεντρισμό και τις επιπτώσεις του και μετακινούν το κέντρο βάρους της υποκειμενικότητας αυτής. Ιστορικά, λοιπόν η έννοια posthuman μπορεί να δώσει μια απάντηση στην έννοια του Anthropocene1[13][14] , τη γεωλογική περίοδο κατά την οποία οι ενέργειες του ανθρώπου έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη γη. Έτσι, η έννοια του Anthropocene μπορεί να θεωρηθεί ως μια επιπλοκή στη καθολική αντίληψη που συνεχώς ευνοεί και δίνει το προνόμιο στον άνθρωπο. Φέρνει στο προσκήνιο τη ζωή όπως τη γνωρίζουμε, ή όπως θεωρούμε ότι την γνωρίζουμε, “καθώς εισάγει μια διαφορά όχι σε βαθμό αλλά σε είδος”, όπως υποστηρίζει οι Colebrook και Wolfe, και, “πρέπει να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε την αφήγηση (narrative)”. [15]
[13] “Anthropocene,” Merriam-Webster.com Dictionary, https://www.merriam-webster.com/dictionary/Anthropocene. Accessed 4/22/2020. [14] Crutzen P. J., Stoermer E. F. (2000) ‘The ‘Anthropocene’’ Global Change News Letter, 41: 17-18. [15] Cary Wolfe and Claire Colebrook | Dialogue | The Anthropocene Project. An Opening
CHAPTER 1 - INTO THE WOODS [1.3] into the... Geneva Lake [1.3.3] the map Όπως έγινε φανερό και στα προηγούμενα κεφάλαια, η λογοτεχνία συνέβαλε στη δημιουργία και έκφραση τέτοιων ανησυχιών σχετικά με το που οδεύουμε μελλοντικά. Πράγματι, οι όροι «posthuman» και «posthumanism» επινοήθηκαν για πρώτη φορά από το λογοτέχνη και θεωρητικό Ihab Hassan, στο άρθρο του Prometheus as Performer; Toward a Posthumanist Culture? A University Masque in five Scenes (1977), στο οποίο ορίζει τα χαρακτηριστικά της έννοιας posthuman. Σύμφωνα με τον Ihab Hassan, λόγω της μετα-δυαδικής προσέγγισής του, ο όρος posthuman προοιωνίζει νέες μορφές ταυτότητας καθώς και ένα νέο όραμα για τον κόσμο.1[16] Με παρόμοιους όρους, ο Alan W. France αναγνώρισε στην έννοια αυτή μια πιθανότητα απελευθέρωσης από την “παραδοσιακή δυτική δυαδική λογική και τον δυϊσμό που τη συντηρεί: σώμα/ μυαλό; φύση/πολιτισμός; οργανικό/μηχανή “ [17] Έτσι, καθώς η pos human στάση τείνει να ξεπερνά κάθε δυαδική κατασκευή, αποσκοπεί στο να διανοίξει ένα εκτεταμένο υβριδικό εαυτό, ενσωματωμένο σε ένα συνεχές φύσης - κουλτούρας, μια διαδικασία που ορίζεται ως “becoming-animal, becoming-earth and becoming-machine […] [grounded on] our being enviro mentally based, that is to say, embodied, embedded and in symbiosis with other species”. [18] Στα πλαίσια της ανασκόπησης που πραγματοποιείται, θα γίνει μια προσπάθεια λογοτεχνικής χαρτογράφησης του posthuman. Έτσι θα δοθεί έμφαση τόσο στην αλλαγή του τρόπου σκέψης που οδήγησε στην εμφάνιση του όσο και στις λογοτεχνικές εκφάνσεις του. Αναλυτικότερα, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, κατά την περίοδο του κινήματος του Υπερβατισμού, ένα ακόμη λογοτεχνικό κίνημα έκανε την εμφάνισή του, ο Ρομαντισμός. Στην εποχή του Ρομαντισμού ο ρόλος του καλλιτέχνη άλλαξε, από καθρέφτης της φύσης σε καθρέφτη της εσωτερικοτητας του. Σύμφωνα με το Broglio, η εποχή του Ρομαντισμού θεωρείται ως η βάση της posthuman κατάστασης, καθώς αυτή αναγνωρίζει την ποικιλομορφία αυτή καθαυτή, και όχι ως όφελος των ανθρώπων.
[16] Hassan I. (1977) ‘Prometheus as Performer; Toward a Posthumanist Culture? AUniversity Masque in five Scenes’ in The Georgia Review 31/4: 830-850. [17] France A.W. (2001) ‘Historicizing the Posthuman’, in JAC 21/1: 175-183. [18] Braidotti R. (2013) The Posthuman, UK, Polity Press. σελ. 66
Επανεκτιμώντας όλες τις αξίες, “posthuman Romanticism flattens the robust construction of interiority and exposes it to the outside. Rather than lan scapes fashioned through an experience of overly powerful feeling reflected in tranquillity, humans are one of many elements in the land.” [19]1 Στα πλαίσια του Ρομαντισμού, η Mary Shelley έγραψε για δύο είδη ανθρώπων, “a new man” και “a last man”. H εμφάνιση του νέου ανθρώπου είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα στη λογοτεχνία. Είναι η δημιουργία του Dr. Frankenstein, προσπαθούσε να πνίξει ένα κοριτσάκι ενώ στην πραγματικότητα πάσχιζε να το σώσει. Βέβαια, και αρκετά δόλιο ώστε να φορτώσει ένα έγκλημα του σε άλλο άνθρωπο. Το τέρας δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, ακριβώς όπως η ανθρωπότητα έχει δύο πλευρές. Στο τέλος του μυθιστορήματος, δεν υπάρχει κανένα μέλλον για το τέρας. O posthuman δε βρίσκει τη θέση του ανάμεσα στην ανθρωπότητα. Η Mary Shelley, διαιώνισε την ιδέα του απών posthuman στο επόμενο μυθιστόρημα της, The Last Man, το 1826. Εκεί οραματίζεται το τέλος του ανθρώπου, όταν αυτός πλήττεται από μια πανδημία το 2100. Έτσι το “τέλος” του ανθρώπου, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας συνέχειας ή εξέλιξης, δεν υπάρχει μετάβαση και η posthuman σκοπιά απουσιάζει. [20] Η λογοτεχνία είναι μεγάλος εξερευνητής των ορίων της ανθρωπότητας καθώς οραματίζεται πως ο άνθρωπος αντιδρά σε διαφορετικά σενάρια και τονίζει διάφορες πτυχές κατα τις οποίες αλλάζει. Για τέτοιες αλλαγές έχουν γράψει διάφοροι συγγραφείς. Μια πρώτη αναφορά έγινε από τον Friedrich Nietzsche και τη θεωρία του “Übermensch”, που σημαίνει “Beyond-Man,” “Superman,” “Hyperhuman”. Η θεωρία του όπως αυτή αναφέρεται στο βιβλίο: Thus Spoke Zarathustra, το 1883, περιγράφει έναν άνθρωπο που η νοοτροπία του έχει αλλάξει (mindset). Μια στοχοθεσία που αντιμετωπίζει θέματα όπως ο Θεός, η αθανασία και η διττότητα (duality). Ο υπεράνθρωπος επαναπροσδιορίζει τις αξίες και τη στάση του, και τελικά αγκαλιάζει τη Γη ως τη κατοικία του ανθρώπου. [21] Περαιτέρω, η Virginia Woolf είπε κοινώς ότι ο ανθρώπινος χαρακτήρας άλλαξε γύρω στο Δεκέμβριο του 1910, και παρόλο που δεν είναι σαφές τι ακριβώς εννοούσε, αναφερόταν στη λογοτεχνία και όχι τόσο για τον κόσμο, δεν ήταν η μόνη που ενδιαφερόταν για μια πιθανή αλλαγή στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το κόσμο. Έτσι, πρωτοποριακά κινήματα όπως ο Φουτουρισμός ανακήρυξαν την αρχή
[19] Broglio R. (2017) ‘Romantic’ in Clarke B., Rossini M. The Cambridge Companion to Literature and the Posthuman, Cambridge University Press, Kindle Edition [20] Shelley, Mary. The Last Man. Ed. Morton D. Paley. Oxford: Oxford Paperbacks, 1998. ISBN 0-19-283865-2. [21] Nietzsche, Friedrich Wilhelm, 1844-1900. Thus Spoke Zarathustra : a Book for All and None. Cambridge :Cambridge University Press, 2006.
μιας νέας εποχής, ήταν ριζοσπαστικά και η ιδέα του νέου ανθρώπου μετά τις επιρροές του Nietzsche για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, ήταν ένα προοίμιο ρητορικής μιας νέας αντίληψης. Συγκεκριμένα στο βιβλίο της Ορλάντο, που αφορά έναν άντρα που ταξιδεύει στο χρόνο, ξυπνάει ως γυναίκα και υπερβαίνει τα όρια του φύλου μεταξύ άλλων, γράφει: The sound of the trumpets died away and Orlando stood stark naked. No h man being, since the world began, has ever looked more ravishing. His form combined in one the strength of a man and a woman’s grace. [22]1 Η Virginia Woolf, μέσα από το έργο τη εξερευνά την ιδέα του “νέου”, τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και τη σχέση τους με τη κοινωνία και το παρελθόν. Μέσα από αυτές προσπαθεί να ελευθερώσει το υποκείμενο από την απομόνωση του. Έτσι θέτει σε κίνδυνο τόσο την κατασκευασμένη ταυτότητα όσο και τη συγκροτημένη συνοχή της ανθρωπότητας, ενώ ταυτόχρονα δεν βρίσκει καμία απάντηση στο ποια είναι η αληθινή φύση των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η εξελικτική διαδικασία είναι σαν ένα έργο τέχνης, το οποίο όπως και η ίδια, συνδέεται με προγόνους χιλιάδων χρόνων οι οποίοι της χάρισαν ένστικτα. Κατ’ επέκταση, η εξέλιξη μετατρέπεται σε μια συνοχική διαδικασία που δεν υποτάσσεται στην ιδέα ενός δημιουργού εκτός του κόσμου, αλλά σε διαδικασίες εντός του κόσμου. Όταν επαναδιευθετούμε τον εξωτερικό κόσμο, την ίδια στιγμή επανα--προσδιορίζουμε τον εαυτό μας και κατά συνέπεια τον κόσμο στον οποίο ζούμε ενώ ταυτόχρονα επαναπροσδιοριζόμαστε και εμείς από τον ίδιο τον κόσμο στα πλαίσια μιας δυναμικής αλληλεπίδρασης, όπου γίνεται όλο και πιο δύσκολο να προσδιορίσουμε τα όρια μεταξύ των οντοτήτων.
[22] WOOLF, V. (1933). Orlando: a biography. London, Published by Leonard & Virginia Woolf at the Hogarth Press. σελ. 132-133
CHAPTER 1 - INTO THE WOODS [1.3] into the... Geneva Lake [1.3.4] the posthuman that could have been Επιστρέφοντας λοιπόν εκεί όπου ξεκινήσαμε, πρόσφατες ερμηνείες του μυθιστορήματος της Mary Shelley φαίνεται να έχουν υιοθετήσει μια posth man προσεγγιση, καθώς εξετάζει τη σχέση του ανθρώπου με τα τεχνολογικά του επιτεύγματα αλλά θέτει κιόλας ερωτήματα σχετικά με τη θέση του στον κόσμο και τις σχέσεις του με τους άλλους. Αναλυτικότερα, η σχέση μεταξύ του Dr. Frankenstein και του τέρατος είναι προβληματική. Με μια πρώτη ματιά, το τέρας φαίνεται να είναι ο ανταγωνιστής του μυθιστορήματος, ωστόσο φαίνεται να καταλαμβάνει “μια συνοριακή περιοχή μεταξύ των χαρακτηριστικών που συνήθως ορίζουν τους πρωταγωνιστές και τους ανταγωνιστές”.1[23] Αν θεωρήσουμε το Frankenstein ως πιθανό ανταγωνιστή, τότε το τέρας είναι ο πρωταγωνιστής αντίστοιχα. Αυτό γιατί, στις πράξεις του δημιουργού δεν υπάρχει ηθική συμπόνια, καθώς αρνείται οποιαδήποτε ανθρώπινη σύνδεση με το τέρας, αρνούμενος να το συμμεριστεί και να δημιουργήσει ένα σύντροφο γι αυτό. Ένας οντολογικός φόβος τον καταλαμβάνει, ο οποίος διαδέχεται και κρύβει την ηθική του ευθύνη, κάνοντας να ακούγεται σαν να μην υπήρχε ποτέ εναλλακτική λύση, όταν στην πραγματικότητα θα μπορούσε να είχε επιλέξει διαφορετικές ενέργειες σε πολλά σημεία. “We are ethical only insofar as we move away from the assimilating ‘horrors’ of the face, which they tie to an aversion to difference”, αναφέρει η Mary Bunch. [24] Ο Victor Frankenstein μέσα από τις πράξεις του αποτυγχάνει να κάνει τη μετάβαση σε posthuman. Σύμφωνα με του Deleuze και Guattari, η θεωρία του “becoming animal” θα μπορούσε να δώσει μια απάντηση σε αυτή την υπόθεση. Είναι μια διαδικασία μοναδική, μια ευέλικτη και συνεχώς εξελισσόμενη πολλαπλότητα κατα την οποία αποδομείται η ταυτότητα του εαυτού. Η διαδικασια “becoming animal”, ή ακόμη “becoming monster”, δεν έχει ούτε οπισθοδρομικό ούτε προοδευτικό χαρακτήρα. Η παλινδρόμηση και η εξέλιξη υπονοούν ότι ορισμένες μορφές είναι υψηλότερα ή πιο κεντρικά από άλλες. Η έννοια αυτή εξ’ ορισμού απορρίπτει την ιεραρχική και γραμμική δομή. Έτσι,
[23] Carroll, Joseph; Gottschall, Jonathan; Johnson, John A.; Kruger, Daniel J. (2012). Graphing Jane Austen: The Evolutionary Basis of Literary Meaning. London, England: Palgrave Macmillan. ISBN 978-1137002402. [24] Bunch, Mary. 2014. “Posthuman Ethics and the Becoming Animal of Emmanuel Levinas”. Culture, Theory and Critique 55 (1): 34-50.
ο Deleuze και ο Guattari απορρίπτουν ένα μοντέλο ανθρώπου - ζώου που εικάζει ότι οι άνθρωποι είναι «υψηλότερα στο εξελικτικό δέντρο» [25]1 Αν οι παραπάνω posthuman πεποιθήσεις είχαν καθορίσει τις πράξεις του Frankenstein, θα μπορούσε να είχε “become monster”, “other than human”, “posthuman”. Θα είχε συνδιαλλαγεί με το Τέρας, όπως πράγματι θα έπρεπε με όλες τις “other-than-human” φύσεις, ως μέλη μιας «bigger, queer family of companion species» [26] , και θα κοιτούσαμε τον κόσμο με πραγματικούς post-dualistic, post-hierarchical, post-human όρους. Ωστόσο, η κληρονομιά του βιβλίου: “είναι η ελευθερία να φανταζόμαστε πέρα από τα όρια της σύγχρονης κοινωνικής ζωής και τους περιορισμούς της σύγχρονης πολιτικής, και, όπως η Mary Shelley, να ονειρευόμαστε έναν κόσμο στο να υπάρξει”. [27]
[25] Deleuze, Gilles and Félix Guattari. 2007. Becoming Animal. In Linda Kalof and Amy Fitzgerald (eds.), The Animals Reader: The Essential Classical and Contemporary Writings , 37-50. Oxford, UK: Berg. (Summarized by Jessica Bell, Animal Studies Program, Michigan State University) [26] Haraway, Donna. 2003. The Companion Species Manifesto: Dogs, People, and Significant Otherness. Chicago: Prickly Paradigm Press. σελ. 11 [27] Shaw D. (2000) Women, Science and Fiction: The Frankenstein Inheritance, New York, Palgrave Macmillan. σελ. 178
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.1] Moving in “Near the end of March, 1845, I borrowed an axe and went down to the woods by Walden Pond, nearest to where I intended to build my house, and began to cut down some tall, arrowy white pines, still in their youth, for timber. By the middle of April, for I made no haste in my work, but rather made the most of it, my house was framed and ready for the raising. I began to occupy my house on the 4th of July, as soon as it was boarded and roofed, ...I built the chimney after my hoeing in the fall, before a fire became necessary for warmth, doing my cooking in the meanwhile out of doors on the ground, early in the morning: which mode I still think is in some respects more convenient and agreeable than the usual one.” [1]1 Τα δύο χρόνια που διένυσε ο Thoreau στο δάσος ήταν λιγότερο ρομαντικά από ό,τι προσποιείται. [2] Η καλύβα χτίστηκε με ντόπια υλικά, πράγματα τα οποία “δανείστηκε” από το περιβάλλον γύρω του. Κάποιες παλιές σανίδες και ένα δανεικό τσεκούρι αποτέλεσαν τα εργαλεία του. Ακόμη, στο βιβλίο του τονίζει τη σπουδαιότητα της αυτάρκειας. Μέχρι να ολοκληρώσει το έργο του μαγείρευε έξω στην ύπαιθρο. Σε ένα διπλανό χωράφι φύτεψε τις φασολιές του και καλλιέργησε τρόφιμα για τη προσωπική του κατανάλωση. Ωστόσο αυτό μας λέει μόνο ότι ο Thoreau ήταν άνθρωπος. Και η κατοικία που έχτισε δίπλα στη λίμνη Walden ήταν εξίσου ανθρώπινη. Μια μονοχωρη καλύβα, την οποία ο Thoreau έχτισε με τα χέρια του, όπως αναλυτικά περιγράφει στο βιβλίο του, αναφέροντας ακόμη και το ακριβες κόστος για την κατασκευή της.
[1] Thoreau, Henry David, 1817-1862. Walden ; And, Resistance to Civil Government : Authoritative Texts, Thoreau’s Journal, Reviews, and Essays in Criticism. New York :Norton, 1992. [2] David Bouchier, 2004. The Accidental Immigrant: America Observed, Published by: iUniverse (June 24, 2004)
The exact cost of my house, paying the usual price for such materials as I used, but not counting the work, all of which was done by myself, was as follows; and I give the details because very few are able to tell exactly what their houses cost, and fewer still, if any, the separate cost of the various materials which compose them: Όπως αναφέρθηκε και στη προηγούμενη ενότητα χτίζοντας την καλύβα του στη λίμνη Walden, o Thoreau αποφασίζει να κατοικήσει στο έξω, να αφεθεί δηλαδή στην ανεστιότητα του και τη διαθεσιμότητα του σε αυτό το ανοικτό περιβάλλον. Η καλύβα δεν είναι σπίτι, είναι αντίσκηνο, ένα κάθισμα όπως λέει κι ο ίδιος, όχι μια ιδιοκτησία, αλλά ένα κατάλυμα για να διανυκτερεύσει. “Αλίμονο” λέει ο Thoreau, “οι άνθρωποι έγιναν τα εργαλεία των εργαλείων τους. Ο άνθρωπος που μάζευε μόνος του φρούτα όταν πεινούσε, έγινε γεωργός κι εκείνος στεκόταν κάτω από ένα δέντρο για να προφυλαχθεί από τον καιρό, έγινε νοικοκύρης. Τώρα πια δεν κατασκηνώνουμε για να περάσουμε τη νύχτα, αλλά ριζώσαμε στη γη και ξεχάσαμε τα ουράνια”. Αυτή η ρομαντική αντίδραση του Thoreau δεν είναι μια νοσταλγία για ένα παρθένο ‘φυσικό’ κόσμο που χάθηκε, ο λόγος του δεν είναι η ηχώ ενός παρελθόντος , αλλά η αντήχηση ενός αρχετυπικού, εξόριστου είναι. [3]1
[3]
Αποστόλης Αρτινός, 2014. Η ετεροτοπία της καλύβας, ΣΜΙΛΗ (Οκτώβριος 2014)
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.2] More than Human Geographies [2.2.1] introduction to the tour Στη αυτή την ενότητα, θα πραγματοποιηθεί μια έρευνα - περιοδεία σε περιβάλλοντα που διαμορφώνουν τις more-than-human γεωγραφίες, σήμερα. Θα διερευνηθεί πως ο σχεδιασμός και ο ρόλος του ως γεωγραφικός παράγοντας (geographical agent) έχει εξελιχθεί και έχει καταλήξει να εμπλέκεται στις σύγχρονες εδαφικές πρακτικές του “να υπάρχεις” σήμερα, πλαισιώνοντας τη γεωγραφική κλίμακα ώς το χωροχρονικό στάδιο των “post-” καταστάσεων. Αυτη η προσέγγιση τροφοδοτείται από το γεγονός ότι τόσο η γεωγραφία όσο και ο σχεδιασμός, (ως πειθαρχικά πεδία και χωρικές θεωρήσεις), ιστορικά, υπήρξαν τα μέσα για την οριοθέτηση, αναζήτηση και κατάκτηση “νέων συνόρων”, εξυπηρετώντας έτσι τη φιλοδοξία της ανελέητης ανθρώπινης επέκτασης. Πρόκειται δηλαδή για στρατηγικές σχεδιασμού και γεωγραφικές γνώσεις οι οποίες εφαρμόστηκαν και υπήρξαν καθοριστικής σημασίας καθώς συντέλεσαν στις: εδαφικές κατακτήσεις, την οικονομική εκμετάλλευση, τον μιλιταρισμό, πρακτικές της ταξικής και φυλετικής κυριαρχίας κα. » που χαρακτηρίζουν την ιμπεριαλιστική δύναμη. Κατ’ επέκταση, η γεωγραφική και σχεδιαστική σκέψη μπορούν να αποτελέσουν ερμηνευτικά εργαλεία τέτοιων “νέων συνόρων”, να αναδείξουν τις συνθήκες που έχουν αποσταθεροποιήσει τη κληρονομημένη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, εκδηλώνοντας χωρικά τους περίπλοκους γεωγραφικούς σχηματισμούς του σύγχρονου δομημένου περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, η περιοδεία αυτή απευθύνεται σε ένα ευρύ φάσμα κατασκευασμένων περιβαλλόντων, όπως θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, ενσωματώνοντας τις πολλαπλές επιπλοκές μεταξύ “human” και “nonhuman”, καθορίζοντας έτσι τις υβριδικές γεωγραφίες του κόσμου όπου υλοποιούνται οι “post-” χωρικές καταστάσεις.
[2.2.2] frontier hunting Όπως αναλύθηκε και στη προηγούμενη ενότητα, το πρόθημα “post”, αναδύθηκε σε ένα φιλοσοφικό τοπίο μιας εποχής που αναπαράγει πολλαπλά “post-s”, ως απάντηση σε νέα ρεύματα σκέψης με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας, post-industrial, post-imperial, post-modern, post-structuralist και άλλα. Προσθέτοντας το πρόθημα “post” λοιπόν, σε οικείες λέξεις, σηματοδοτεί ένα γεγονός συνείδησης. “In this way the greatest and most dramatic, rapid, and universal social transformation in human history entered the consciousness of reflective minds who lived through it.” [1] 1
Στο βιβλίο του, The Age of Extremes, ο Eric Hobsbawm εξηγεί πως αντιλαμβάνεται το μετασχηματισμό που περιέγραψε. Αναλυτικότερα, η Νεολιθική Επανάσταση (Neolithic Revolution [2]) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες παραγωγικές επαναστάσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τη νομαδική και κυνηγετική τροφοσυλλεκτική συμπεριφορά διαδέχθηκαν πρότυπα ζωής που συμπεριλάμβαναν την εγκατάσταση σε μόνιμους οικισμούς και ένα γεωργικό τρόπο ζωής. [3] Οι κοινωνίες που αναδύθηκαν τροποποίησαν ριζικά το φυσικό τους περιβάλλον μέσα από διαδικασίες όπως η εξειδικευμένη καλλιέργεια για τροφή, δραστηριότητες όπως η άρδευση και η αποψίλωση που έκαναν εφικτή τη παραγωγή επιπλέον αποθεμάτων. Για τον Eric Hobsbawm ο μετασχηματισμός είναι ουσιαστικά το γεγονός «the death of peasantry» που συνέβει το τρίτο τέταρτο του 20ού αιώνα, όταν η Νεολιθική Εποχή, που χαρακτηρίζεται από τη συγκομιδή στη γη και τη θάλασσα, έπαψε να είναι το υλικό και πολιτιστικό θεμέλιο της ανθρώπινης ζωής. [4][5]
[1] Eric Hobsbawm, The Age of Extremes: A History of the World, 1914–1991 (1994; repr., New York: Vintage Books, Random House, 1996), 288. [2] The term ‘neolithic revolution’ was coined by V. Gordon Childe in his 1936 book Man Makes Himself. Childe, Vere Gordon (1936). Man Makes Himself. London: Watts & Company. [3] Jean-Pierre Bocquet-Appel (July 29, 2011). “When the World’s Population Took Off: The Springboard of the Neolithic Demographic Transition”. Science. 333 (6042): 560–561. [4] Eric Hobsbawm, The Age of Extremes: A History of the World, 1914–1991 (1994; repr., New York: Vintage Books, Random House, 1996), 289. [5] New Geographies 09: Posthuman, Edited by Mariano Gomez Luque and Ghazal Jafari. Copublished by the Harvard University Graduate School of Design and Actar, Fall 2017.
Ομοίως, πολλοί ιστορικοί έχουν προσφέρει τη δική τους θεωρία σχετικά με το πότε προέκυψε ο μετασχηματισμός που αναφέρθηκε. Η περίοδος από την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση (τέλη 18ου αιώνα - μέσα 19ου αιώνα) έως και τη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση (τέλη 19ου αιώνα - αρχές 20ού αιώνα) έχει οριστεί ως ένα τέτοιο χρονικό διάστημα, κατά την οποία την αγροτική παραγωγή διαδέχθηκε η βιομηχανική. Υπήρξε μια περίοδος ραγδαίων μεταβολών και ανακατατάξεων, τεχνικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών. Παρουσιάστηκε τεράστια αύξηση στη μαζική παραγωγή, έκαναν την εμφάνιση τους βιομηχανικές πόλεις με ραγδαία αστικοποίηση και γενικότερα χαρακτηρίστηκε ως μια περίοδος ταχείας τυποποίησης και εκβιομηχάνισης που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα με τη λεγόμενη Βιομηχανία 4.0, η οποία χαρακτηρίζεται από την αυτοματοποίηση, την ανταλλαγή δεδομένων κ.α., καθώς και τη διεύρυνση της βιομηχανίας με την εισαγωγή του όρου “smart cities”. Πιο πρόσφατα, άλλοι ιστορικοί δανείστηκαν όρους και έννοιες από τη γεωλογία με σκοπό να χαρακτηρίσουν την αλλαγή, ως την έλευση της εποχής του Anthropocene; τη διακριτή γεωλογική εποχή κατά την οποία οι ανθρώπινες δραστηριότητες είχαν περιβαλλοντικό αντίκτυπο στη Γη. Η λέξη Anthropοcene είναι ο συνδυασμός του anthropo- (anthropos) που σημαίνει άνθρωπος και της λέξης -cene που προέρχεται από το kainos και σημαίνει νέος ή πρόσφατος. Ίσως ο δανεισμός του όρου να είναι δόκιμος στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς προσφέρει την ελευθερία να κατανοήσουμε τη Γη ως είναι σύστημα πολύπλοκο και μη γραμμικό, το οποίο κατοικείται από ετερογενείς δυναμικές και στο οποίο οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι μόνο μέρος της διαδικασίας του μετασχηματισμού. Όλες οι παραπάνω σκοπιές, στη προσπάθεια τους να κατανοήσουν και να αποτυπώσουν το μετασχηματισμό (transformation) και κατ’ επέκταση το γεγονός συνείδησης που αναφέρθηκε στην αρχή, έχουν ένα κοινό: περιγράφουν ως βασικό χαρακτηριστικό τη δημιουργία ενός νέου περιβάλλοντος (habitat) για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ένα τέτοιο γεγονός συνείδησης ήταν και ένα από τα μεγαλύτερα έργα που ανέλαβε η ανθρωπότητα, η χαρτογράφηση του πλανήτη. Οι πρώτοι χάρτες εμφανίστηκαν το 5000π.Χ. και ήταν χαραγμένοι σε πέτρα, για παράδειγμα μια γραφική παράσταση ενός νεολιθικού χωριού σκαλισμένο πάνω σε βράχο στη βόρεια Ιταλία. Ύστερα, o ελληνικός πολιτισμός κατανόησε τη χαρτογραφία ως επιστήμη και είχε τεράστια επιρροή στις επιστήμες του Δυτικού κόσμου, όπως τη γεωγραφία. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, η χαρτογράφηση εξυπηρέτησε στρατιωτικούς και διοικητικούς σκοπούς. Η ανάγκη για έλεγχο και εποπτεία της Αυτοκρατορίας, σε σχέση με οικονομικές, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές πτυχές, κατέδειξαν την ανάγκη κατοχής από χάρτες διοικητικών ορίων, φυσικών χαρακτηριστικών ή οδικών δικτύων. Ο χάρτης Mercator,
του Gerardus Mercator, είναι μια αξιοσημείωτη στάση στην ιστορική αναδρομή, καθώς όχι μόνο είναι μια πρώτη προσπάθεια να αναπαράγει τη στρογγυλή γη σε μια επίπεδη επιφάνεια αλλά ήταν και ο πρώτος που εισήγαγε τη λέξη “άτλας” για τη περιγραφή συλλογής χαρτών. 1[6] Η συνεισφορά του ήταν σημαντική την Εποχή των Ανακαλύψεων (Age of Discovery). Συγκεκριμένα, όταν οι ναυτικοί ξεκίνησαν να εξερευνούν τους ωκεανούς, οι χάρτες του έγιναν ανεκτίμητο εργαλείο για τη θαλάσσια πλοήγηση. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, το μεγάλο έργο της σύγχρονης Δύσης έφτασε στο τέλος του. Στην Αμερική αυτό ονομάστηκε ως “the closing of the frontier”. [7] Σύντομα όλος ο κόσμος θα γινόταν γνωστός και τα σύνορα διαθέσιμα προς όλους. Μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, η διακίνηση και το εμπόριο αυξήθηκαν σημαντικά, και ταυτόχρονα άνοιξαν μαζί τους πολλαπλά εμπορικά δρομολόγια. Παντού σε όλο τον κόσμο, τα κατοικημένα εδάφη τέθηκαν υπό τη δικαιοδοσία αγορών, τεχνολογικών συστημάτων και πολιτικής εποπτείας. Η χαρτογράφηση του πλανήτη συνέπεσε με μια λεγόμενη παγκόσμια εισβολή του δυτικού πολιτισμού. Το τέλος της εποχής της εξερεύνησης άνοιξε μια νέα εποχή γεωγραφίας, όταν ο κόσμος έγινε εξίσου γνωστός και κλειστός. [8]
[6] Crane, Nicholas (2003). Mercator: the man who mapped the planet (paperback ed.). London: Phoenix (Orion Books Ltd). [7] Turner, Frederick Jackson (1920). “The Significance of the Frontier in American History”. The Frontier in American History. p. 293. [8] Rosalind Williams, The Triumph of Human Empire (Chicago and London: University of Chicago Press, 2013): ix–xi, 9–11.
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.2] More than Human Geographies [2.2.3] design and conquer Όσο ο χώρος για περιπέτεια και ανακάλυψη γινόταν μικρότερος, τόσο περισσότερο έδινε τη θέση του σε νέες ευκαιρίες και ανάγκες. Με άλλα λόγια, το “κλείσιμο των παγκόσμιων συνόρων”, παρείχε εύφορο έδαφος για μια καλύτερη οργάνωση του “γνωστού” κόσμου, σύμφωνα με τις ανθρώπινες ανάγκες. Αυτό το γεγονός συνείδησης είναι ένα πλαίσιο ιστορικής σημασίας, για την ανάδειξη του «σχεδιασμού» (design) ως βασική έννοια. [9]1 Ιστορικά, η λέξη “design” εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως ρήμα στα τέλη του 1400, από τη λατινική λέξη designare και η σημασία της ήταν: “mark out, point out; devise; choose, designate, appoint,”. Η χρήση της ως ουσιαστικό εμφανίστηκε στα τέλη του 1500, και σήμαινε: “a scheme or plan in the mind,”. Αργότερα το Ιταλικό ρήμα disegnare, το 1600, ανέπτυξε τις ερμηνείες “to contrive, plot, intend,” και “to draw, paint, embroider, etc.”. Και μόνο στα μέσα με τέλη του 19ου αιώνα, η λέξη design ανέλαβε την τρέχουσα σημασία της, συμπεριλαμβάνοντας το σκίτσο, το σχεδιασμό ως τέχνη, μαζί με διαδικασίες μοντελοποίησης και κατασκευής και γενικότερα τα χαρακτηριστικά σχεδιασμού ενός αντικειμένου, σύμφωνα με αντίστοιχα αισθητικά ή λειτουργικά κριτήρια. [10] Έτσι η εμφάνιση του σχεδιασμού ως συνειδητού έργου, να συμπεριλαμβάνει πια συγκεκριμένους στόχους και μεθόδους προσέφερε νέες ευκαιρίες, “νέα σύνορα” για την εξερεύνηση και απόκτηση ελέγχου στο περιβάλλον.
[9] New Geographies Journal statement of purpose, initially written by the founders of the journal in 2009. www.new-geographies. squarespace.com/about. [10] ό.π.
[2.2.4] no refunds Η νέα γεωλογική εποχή χαρακτηρίζεται από τη ραγδαία εκτεχνίκευση του κόσμου. Η φύση λαμβάνει τα μέτρα της από τον άνθρωπο και γίνεται ένα αντικείμενο μετρήσιμο και αποδοτικό. Η υπερβατολογική διάσταση του Thoreau και το ρομαντικό πρότυπο αγροικίας του Heidegger γίνεται ένα ιστορικό γεγονός πια. Από τον ενταγμένο στο φυσικό κόσμο άνθρωπο περνάμε στην εκρίζωση του και την προοδευτική αντικειμενικοποίηση ολόκληρου του περιβάλλοντος του. Μια τακτική που θα αναχθεί σε δόγμα, μια κοσμοθεωρία που θα οργανώσει και θα εξαρτήσει το ανθρώπινο σκέπτεσθαι. Το νέο περιβάλλον που αναδύεται είναι ένα περιβάλλον μηχανών, ένα ‘designed’ περιβάλλον. Στα πλαίσια αυτής της υπερ-σχεδίασης, ο άνθρωπος ξε ριζώνεται από το “φυσικό” του περιβάλλον, συγκεντρώνοντας και αυτονομώντας ολοένα και περισσότερο τον αστικό του περίγυρο. Ο Heidegger μάλιστα αναφέρει ότι: “Η δυναμική της νεότερης τεχνικής, σε συνδυασμό με την επιστημονική εκβιομηχάνιση του κόσμου, εξαλείφουν κάθε δυνατότητα διαμονής”. Η συνθήκη κατοίκησης του ανθρώπου επηρεάζεται σημαντικά. Ο Le Corbusier, ο κατεξοχήν αρχιτέκτονας του μοντερνισμού, θα μιλήσει με φανατισμό για αυτή τη εκμηχανισμένη κατοικία, “machine a habiter”, όπου “το σπίτι θα είναι μια μηχανή για να κατοικείς και η πολυθρόνα μια μηχανή για να κάθεσαι”. Συνεπώς, η σχέση μεταξύ design και γεωγραφίας εκφράστηκε μέσω μιας διαδικασίας ανθρωποκενικής πλανητικής αστικοποίησης. Μέσω του σχεδιασμού επιτεύχθηκε η κυριαρχία και η “οργάνωση” του κόσμου στη κλιμακα αυτή. Αποτελεί μια καπιταλιστική μορφή αστικοποίησης, μια μορφή που αναδιοργανώνει τις “human” και “nonhuman” συναθροίσεις με άνισο τρόπο, καθώς οι κοινωνικές, τεχνολογικές και περιβαλλοντικές, καθώς και άλλες σχέσεις που δημιουργήθηκαν, αναγνωρίζονται πλέον ως οι βασικοί παράγοντες φαινομένων όπως, η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή, η απώλεια βιοποικιλότητας, κα., αποτελώντας συνολικά τη διακριτή γεωλογική εποχή του Anthropocene.
Η επιστήμη της κλιματικής αλλαγής στην εποχή του Anthropocene μιλά για ένα νέο “agency” των ανθρώπων: ένα geological agency. Είναι συλλογικό και σε πλανητική κλίμακα. Βέβαια δεν είναι άμεσα διαθέσιμο στην ανθρώπινη εμπειρία αν και τα αποτελέσματά του είναι. Είναι ένα υποπροϊόν αυτού που έχουμε θεωρήσει ως πολιτισμό (που χρειάζεται ενέργεια για να είναι διαθέσιμος, σε αφθονία και με μικρό κόστος). 1[11] Μία από τις καθοριστικές δηλώσεις του Dipesh Chakrabarty για την εποχή του Anthropocene, σχετικά με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ήταν ο ισχυρισμός του ότι οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε “geological agents”. Παραδείγματα όπως, οι χερσαίες εκτάσεις που έχουν δημιουργηθεί από ηφαίστεια και κατοικούνται σήμερα, έως και τις ρίζες του πολιτισμού μας στη Νεολιθική τέχνη, φανερώνουν συνολικά ότι έχουμε λάβει την κληρονομιά μας ως άνθρωποι μέσω της σχέσης μας με το λίθινο, το υλικό. Αυτό υποδεικνύει μια αλλαγή στην κατανόησή του τι καθιστά το “ανθρώπινο” στη φύση και πιθανότατα σημαίνει ότι το να είσαι άνθρωπος είχε πάντοτε μια γεωλογική διάσταση. [12] Το επιχείρημα λοιπόν της εποχής αυτής, όχι μόνο αναγνωρίζει τον ενεργό ρόλο των ανθρώπων στη συν-κατασκευή του γεωϊστορικού χρόνου της γης, αλλά εισάγει ενδεχομένως ένα νέο οντολογικό πλαίσιο αναφοράς για τη συσχετιστική ισορροπία μεταξύ των human και nonhuman. Αυτή η συσχετιστική θεώρηση, που αναφέρεται με άλλα λόγια ως more-than-human ή posthuman τροφοδοτεί την πιθανότητα μιας νέας κοσμολογίας [13] , αλλά θα αναλυθεί παρακάτω. Ακόμη, το θεωρητικό τοπίο που αναδύθηκε, εισήγαγε την έννοια της γεω-επιστήμης και μαζί της έφερε διάφορες έννοιες: τη γεωμηχανική, τεχνολογικά συστήματα διαχείρισης της γης με “adaptive” και “resilient” χαρακτήρα, την οικολογική πολιτική, τη βιωσιμότητα κ.α. με σκοπό τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής κλπ. Βέβαια το γενικότερα πλαίσιο φαίνεται να είναι τελικά δομημένο γύρω από οικολογίες του φόβου που αναθρέφουν και καλλιεργούν μια πολιτική στάση αντιδραστική και που υποστηρίζει τεχνο-διαχειριστικές μορφές μιας γεω-κοινωνικής παρέμβασης. [14] Έτσι, η κοσμολογία της Anthropocene είναι μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να καθιερωθεί μια νέα πολιτική ως προς τι είναι θεωρημένη ‘αλήθεια’ της φύσης. [15]
[11] Dipesh Chakrabarty, 2012. Human Agency in the Anthropocene, Published by the newsmagazine of the American Historical Association: Perspectives on History Link: https://www. historians.org/publications-and-directories/perspectives-on-history/december-2012/human-agency-in-the-anthropocene [12] David Farrier, 2019. Anthropocene Poetics: Deep Time, Sacrifice Zones, and Extinction Published by University of Minnesota Press [13] Isabelle Stengers, Cosmopolitiques (Paris: La Découverte, 2003); [14] Chantal Mouffe, On the Political (London: Routledge, 2005) [15] New Geographies Journal statement of purpose, initially written by the founders of the journal in 2009. www.new-geographies. squarespace.com/about.
Ποια φύση αντιλαμβανόμαστε άραγε σήμερα? Σίγουρα δεν αποτελεί έδαφος μόνο για την ανθρώπινη ύπαρξη. “For it is no longer a question simply of man having an interactive relation with nature.” [16] Όπως αναφέρθηκε, έχει ισχυριστεί ότι οι άνθρωποι είναι μια δύναμη της φύσης (force of nature), με τη γεωλογική έννοια. Μια θεμελιώδης υπόθεση της Δύσης και πλέον παγκόσμιας πολιτικής σκέψης έχει αναιρεθεί σε αυτήν την κρίση. [17] Ισχυρόμενοι αυτό, μας τοποθετεί αυτόματα εντελώς εκτός του πλαισίου της διχοτομίας: υποκείμενο/αντικείμενο. Η δύναμη (force) δεν είναι ούτε υποκείμενο αλλά ούτε αντικείμενο. Είναι απλώς “the capacity to do things” (η ικανότητα του να κάνουμε πράγματα). [18]1 Η φύση είναι, στην πραγματικότητα, ίδια με την «ουσία» της αρχιτεκτονικής, με δύο τουλάχιστον τρόπους: “Η Αρχιτεκτονική βασίζεται πάνω σε μια διπλή φύση, τη φύση που στέκεται ως αποθεματικό (reserve), δηλαδή ως υλικό (material) διαθέσιμο προς εκμετάλλευση και αναθεώρηση, αλλά και σε μια φύση που είναι η διαδοχή και ο μετασχηματισμός των ορίων ,και με τον τρόπο αυτό, ξεφεύγει από την παθητικότητα του αποθεματικού ή του πόρου και θεωρείται ως εξέλιξη (becoming or evolution).” [19] Βέβαια, η δεύτερη θεώρηση της φύσης ως εξέλιξη συνήθως αγνοείται, καταστέλλεται ή τη μάχονται στα πλαίσια μιας κουλτούρας που τείνει προς την υπερβολική κατανάλωση και τον έλεγχο. Προκειμένου να ελευθερωθούμε από την ανθρωποκεντρική λαβή, ωστόσο, πρέπει να υιοθετήσουμε την αίσθηση της φύσης ως “becoming”, απροστάτευτοι και χωρίς αυταπάτες ότι βρισκόμαστε εντός φυσικών ή τεχνητών συνόρων. [20] Αποσκοπώντας στη διάνοιξη των λεγόμενων συνόρων προς μια νέα θεώρηση πέρα από τον άνθρωπο, ωστόσο, δεν απορρίπτουμε τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά αποδεσμεύουμε το δόγμα ότι ο άνθρωπος είναι το κυρίαρχος είδος και οι θεωρήσεις που τοποθετούν την υποκειμενικότητα στο επίκεντρο ως το μοναδιαίο και καθολικό πρότυπο αξίας όλων των γεγονότων, υπονομεύονται. Όπως συμπληρώνει και ο Henry David Thoreau λέγοντας: “Man is altogether too much insisted on. The poet says the proper study of mankind is man. I say i study to forget all that - take wider views of the universe. That
[16] Imre Szeman, Dominic Boyer, Energy Humanities: An Anthology, Johns Hopkins University Press (April 22, 2017) [17] Bruno Latour, Politics of Nature : How to Bring the Sciences into Democracy, trans Catherine Porter (1999; repr., Cambridge, MA: Harvard University Press, 2004) [18] Dipesh Chakrabarty, “Brute Force,” Eurozine, October 7, 2010, Link:http://www.eurozine.com/articles/2010-10-07-chakrabarty-en.html. [19] Elizabeth Grosz, Architecture from the Outside: Essays on Virtual and Real Space (Cambridge, Mass.: MIT Press, 2001), 99, 100. [20] Stacy Alaimo, 2016. Exposed: Environmental Politics and Pleasures in Posthuman Times. Published by University of Minnesota Press
is egotism of race”. [21] 1Ο Thoreau ως ένοικος της καλύβας ήταν απρόθυμος κάθε ιστορικής καθολικότητας. Το τελευταίο ίχνος αντίστασης σε μια τεχνολογική πρόοδο, σε μια αλήθεια. Μια αλήθεια της φύσης που θα αναθεωρήσει όλες τις ανθρώπινες εκφάνσεις και συνιστώσες του βίου, μαζί και με τον τρόπο κατοίκησης του ανθρώπου στη γη. Αναδύεται μια νέα πολιτική συνείδηση και μια νέα συνείδηση πραγμάτων, που θα επαναδιατυπώσει τη ζωή και θα υπαγορεύσει εκ νέου τις αρχιτεκτονικές αφηγήσεις. Μια εποχή post-Human, post-Anthropocene. Η επιστροφή μας στη φύση είναι αδύνατη. Το φυσικό δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ. Η φύση δεν είναι φυσική, είναι ιστορική, είναι μια πολιτισμική κατασκευή και έτσι ένα πεδίο ανοιχτό σε ερμηνείες.
[21] Thoreau, Henry D. 1962. The Journal of Henry D. Thoreau, edited by Bradford Torrey and Francis H. Allen. Mineola, NY: Dover.
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.1] fill the blank Στο σημείο αυτό, θα περιηγηθούμε σε τοπία τέτοιων “κατασκευασμένων” φύσεων. Σαν ένας άλλος Thoreau θα γίνουμε θεατές αυτών και του εξόριστου είναι. Η περιοδεία θα πραγματοποιηθεί σε landscapes, που με σημείο αναφοράς τη γεωγραφική κλίμακα, αποτελούν το χωροχρονικό στάδιο ανάδειξης των παραπάνω post- καταστάσεων. Με πρόθεση τη δημιουργία ενός άτλα, τα τοπία θα λειτουργήσουν ως εργαλεία κατανόησης, εξέτασης και κριτικής της συνθήκης του να “υπάρχεις” σήμερα. Αναλυτικότερα, στην εποχή του Post - Anthropocene [1], η συνθήκη που αναδύεται ενσαρκώνεται μέσα από παραδείγματα όπως τα κέντρα δεδομένων, οι server farms, τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, οι αυτοματοποιημένες αποθήκες διανομής, οι εγκαταστάσεις βιομηχανοποιημένης γεωργίας κ.α. Πρόκειται με άλλα λόγια, για τοπία που κατασκευάζονται από και προς τις μηχανές. Ένω είναι τοπία που καθορίζουν την ίδια τη φύση του ποιο είμαστε σήμερα, την ίδια στιγμή είναι μέρη που δεν μπορούμε να επισκεφτούμε. Αντ’ αυτού, καταλαμβάνονται από επεξεργαστές και σκληρούς δίσκους, logistic bots, κινητές μονάδες ταξινόμησης κα. Έτσι τα μηχανικά τοπία (machine landscapes) είναι μια συλλογή από χώρους οι οποίοι είναι γεμάτοι με αυτόνομους nonhuman, ενώ οι άνθρωποι είμαστε εισβολείς σε μια αρχιτεκτονική που μας άφησε πίσω. Ενώ παλιότερα κατανοούσαμε και σχεδιάζαμε τον κόσμο μέσα από συστήματα που τοποθετούσουμε τον εαυτό μας, το ανθρώπινο σώμα, στην εποχή του δικτύου η ανθρώπινη κλίμακα έπαψε να είναι το κυρίαρχο μέτρο και το πρότυπο κατοχής των δομών που σχεδιάζουμε. Αντίθετα, είναι οι μηχανές που πλέον καταλαμβάνουν τέτοιους χώρους και καθορίζουν τις παραμέτρους της αρχιτεκτονικής που τις περιέχει, μια αρχιτεκτονική της οποίας η μορφή και η υλική φύση έχουν διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να προβλέπουν τις ανάγκες και το όραμα των μηχανών και όχι το δικό μας. Τα παρακάτω τοπία θα αναλυθούν και θα συγκεντρωθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποσκοπήσουν στο σχηματισμό έναν άτλα, μια συλλογή από αποσυνδεδεμένες
[1] Benjamin H Bratton, ‘Some Trace Effects of the Post-Anthropocene: On Accelerationist Geopolitical Aesthetics’, E-Flux Journal, 46, June 2013, pp 1–12.
φαινομενικά περιοχές που τελικά θα αποτελέσουν μια συνολική γεωγραφία, ένα περίπλοκο πορτρέτο δηλαδή αυτού του αναδυόμενου κόσμου και της συνθήκης του να υπάρχεις σήμερα. Οι περιπλανήσεις στα παρακάτω landscapes χαρτογραφούν μια εποχή από πολλαπλά posts-, μια νέα εποχή όπου η σχέση ανθρώπου με το περιβάλλον του έχει αλλάξει, μια εποχή μη ανθρώπινων μεταβλητών, όπου οι μηχανές, η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη υπολογίζουν, συνθέτουν και κατασκευάζουν τον κόσμο. Η περιοδεία θα ξεκινήσει στη πολιτεία Oregon, US. Εκεί ηγετικές τεχνολογικές εταιρείες όπως η Google, Facebook, κ.α. έχουν χτίσει τα Κέντρα Δεδομένων τους, συγκροτίζοντας το μεγαλύτερο πολιτιστικό τοπίο της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι εκεί όπου ζει Internet. [2]1
[2] Liam Young, Machine Landscapes: Architectures of the Post-Anthropocene, Architectural Design, January/February 2019 σελ. 8
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.2] Infrastructural Landscapes: Data Centers Prineville, Oregon - 44°18 14 N 120°50 46 W Στη πόλη Prineville, Oregon, πιο πέρα από το δημόσιο πάρκο Ochoco Wayside, βρίσκεται μια σειρά από μονολιθικά κτίρια, χωρίς λογότυπο που προστατεύονται από ασφάλεια. Εκεί στους λόφους ζει ένα μέρος του Facebook. H τοποθεσία αποτελεί σπίτι σε αμέτρητα ράφια διακομιστών του Facebook, ηλιακούς συλλέκτες, συστήματα ψύξης και κυρίως δεδομένα, τα οποία διοχετεύονται σε ρυθμούς και μεγέθη ακατανόητα για τους περισσότερους μη μηχανικούς. Το Prineville είναι μια πόλη που μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια σε δεδομένα, και τα κέντρα δεδομένων της είναι γιγαντιαίες μηχανές που οργανώνουν τον πολιτισμό και την κουλτούρα μας και αρχειοθετούν τις ζωές μας. Όταν κάποιος πληκτρολογεί “facebook.com” σε κάποιο πρόγραμμα περιήγησης ή κάνει κλικ σε ένα άρθρο στη ροή ειδήσεων του, τότε κάτι συμβαίνει βαθιά στο Prineville, μια στιγμιαία αναλαμπή ενός μπλε φωτός. Πρόκειται δηλαδή για ένα landscape που περιέχει τα ψηφιακά μας είδωλά, αλλά την ίδια στιγμή είναι εντελώς κενό από ανθρώπους. Το Κέντρο Δεδομένων του Facebook είναι ένα πρωτότυπο παράδειγμα, μιας από τις νέες τυπολογίες του Post-Human, ένα κτίριο εξαιρετικής σημασίας, που στον πυρήνα του δεσπόζει η σημασία του να υπάρχεις σήμερα, αλλά ταυτόχρονα γυρίζει την πλάτη του σε οποιαδήποτε έκφραση αυτής της σημασίας. [3]1 Ο άνθρωπος ανέκαθεν προσπαθούσε να κατανοήσει άγνωστο μέσα από διάφορους μηχανισμούς που ηταν εξοικειωμένος. Παλαιότερα ήταν μέσω της μυθολογίας και της λαογραφίας η ερμηνεία φυσικών φαινομένων, αργότερα με την αντικειμενικοποίηση και και εκτεχνίκευση του περιβάλλοντος, τη κατάκτηση νέων ορίων κλπ. Τα Μηχανικά Τοπία είναι τυπολογίες χωρίς ιστορία. [4] Αυτού η έλλειψη οικειότητας με τα μηχανικά τοπία μας αναγκάζει να αμφισβητήσουμε πάγιες αντιλήψεις περί αρχιτεκτονικής και αντίστοιχα το ρόλο του αρχιτέκτονα σε σχέση με τον κόσμο. Μας προτρέπουν να επανεκτιμήσουμε τη θέση του ανθρώπου σε σχέση με το χώρο, το σχεδιασμό και κατ’ επέκταση να αναδιαμορφώσουμε την αντίληψη μας για τα περιβάλλοντα
[3] Liam Young, Machine Landscapes: Architectures of the Post-Anthropocene, Architectural Design, January/February 2019 σελ. 8 [4] ο.π. σελ. 13
μας περιτριγυρίζουν. Τα μηχανικά τοπία κατασκευάστηκαν σε ένα φάσμα αόρατο για το ανθρώπινο μάτι, ουσιαστικά θα έλεγε κανείς ότι απλά εμφανίστηκαν. Δεν υπάρχει επαρκής ορολογία για να περιγραψουμε την αναδυόμενη αυτή συνθήκη. Εμφανίζονται σε κλίμακες στις οποίες η πειθαρχική γλώσσα της αρχιτεκτονικής καταρρέει. Η κλίμακα των κτιρίων είναι τόσο μεγάλη που οι εσωτερικοί χώροι δημιουργούν μικροκλίματα (για παράδειγμα η ψύξη των servers στην ιδανική θερμοκρασία των 60 έως 80 βαθμών Fahrenheit), τα τοπία είναι τόσο υπερ-σχεδιασμένα που μοιάζουν με πίνακες κυκλωμάτων, χώροι όπου τα ρομπότ γίνονται τόσο πανταχού παρόντα, που τελικά γίνονται φύση. Μια φύση που απαιτεί την κατανόηση ότι η τεχνολογία ως γεωλογία, είναι ένα σύστημα που έχει αντηχήσει και φανερώσει αποτελέσματα μέσω της βαθιάς ιστορίας (όπως αναφέρθηκαν και στα προηγούμενα κεφάλαια) και μιας ακόμα πιο βαθιάς μελλοντικής ζωής. Καθώς στρέφουμε το ανθρώπινο βλέμμα προς τα μηχανικά τοπία, πρέπει να αγκαλιάσουμε ριζικά και τη θέση μας σε έναν κόσμο όπου δεν είμαστε πλέον στο κέντρο του. Αυτές οι έξτρα ανθρώπινες, more than human τοποθεσίες, είναι οι πρόδρομοι νέων aesthetics, μιας νέας τεχνολογικής μεγαλοπρέπειας. Σε αυτά τα νέα τοπία η ποιητική της ανθρώπινης κατοχής είναι ξένη, η κλίμακα του σώματος είναι άυλη και πρέπει να διερευνήσουμε νέες μορφές παραγωγικής δέσμευσης με τον nonhuman (μη ανθρώπινο) κόσμο. [5]1
[5] Liam Young, Machine Landscapes: Architectures of the Post-Anthropocene, Architectural Design, January/February 2019 σελ. 13
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.3] Where the Landscapes of Resource and Data-Extraction Meet The Dalles, Oregon - 45°36 4 N 121°10 58 W Στη πόλη The Dalles, η Google κατασκεύασε το πρώτο κέντρο δεδομένων της το 2006. Με μια πρώτη ματιά η αρχιτεκτονική του μοιάζει κοινότυπη και συμβατική. Αν το εξωτερικό φαίνεται απροκάλυπτα λειτουργικό, αυτό είναι επειδή έχει σχεδιαστεί να είναι έτσι. Αυτό που μετράει είναι το μέσα. Πρόκειται για ένα κτίριο που σε ελάχιστους ανθρώπους έχει δοθεί πρόσβαση. Συγκεκριμένα, για να εισέλθει κάποιος χρειάζεται να περάσει από πολλαπλά επίπεδα φυσικής προστασίας, όπως κάμερες, βιομετρική ταυτοποίηση, ανιχνευτές και συστήματα εντοπισμού οδηγιών με λέιζερ. Για ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά πεδία της ανθρώπινης ζωής, η πρόσβαση των ανθρώπων μοιάζει σχεδόν αδύνατη. Παρόλο που τα κέντρα δεδομένων σπάνια είναι προσβάσιμα από τον άνθρωπο, το περιεχόμενο αυτών είναι βαθιά προσωπικό για όλους μας. Για μερικούς το κέντρο δεδομένων είναι μια τοποθεσία αποκλειστικά προς ιδιόκτητες μηχανές, για την αποτελεσματική αποθήκευση και επεξεργασία πληροφοριών, ενώ για άλλους είναι μια δημόσια περιοχή, μια οντότητα που μας οφείλει την πρόσβαση. Τα κέντρα δεδομένων δεν είναι ούτε μια μεγάλη βιβλιοθήκη ούτε ένας μεγάλος καθεδρικός ναός. Ωστόσο, σε μια εποχή που η συλλογική ιστορία είναι ψηφιακή αυτή είναι και η πολιτιστική κληρονομιά της. Με τη πάροδο του χρόνου η εταιρεία επένδυσε περισσότερα από 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια στη περιοχή καθιερώνοντας πέρα από μια μακροπρόθεσμη πολιτιστική και οικονομική σχέση, και μια σχέση ενέργειας. Αναλυτικότερα, η επιλογή της τοποθεσίας δεν είναι τυχαία καθώς η πόλη ευνοεί το σωστό συνδυασμό υποδομής, αναπτυσσόμενης γης και διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, ο κυριότερος λόγος είναι η βασική πρώτη ύλη: τα ρυάκια, οι λίμνες, τα ποτάμια, δηλαδή το νερό. Τα κέντρα δεδομένων στεγάζουν ένα τεράστιο αριθμό servers που αποθηκεύουν και διανέμουν δεδομένα. Η διαδικασία αυτή παράγει τεράστια θερμότητα και το νερό στην ουσία χρησιμοποιείται για να ψύξει το κτίριο στη βέλτιστη θερμοκρασία του, τους 80 βαθμούς Fahrenheit. Το συγκρότημα εξασφαλίζει όλο το νερό του απευθείας από το City of The Dalles Public Works και πληρώνει μια τυπική τιμή κατανάλωσης. Παραδόξως, σε αυτήν την εποχή
της δεσπόζουσας κλιματικής αλλαγής και της ξηρασίας, το Dalles Public Works δεν τοποθετεί κάποιο όριο στην ποσότητα νερού που μπορεί να αντλήσει η Google. Ωστόσο, η εταιρεία ισχυρίζεται ότι λόγω της μεγάλης κατανάλωσης, εκτιμά προσεκτικά τις ανάγκες εφοδιασμού της για να αποτρέψει την άντληση μεγαλύτερης ποσότητας νερού από όση είναι τελικά απαραίτητη. Σύμφωνα με ένα άρθρο στο National Public Radio 1[6] , αναφέρεται ότι ένα κέντρο δεδομένων της Google στην κομητεία Douglas, Georgia, χρησιμοποιεί γκρίζα ή ανακυκλωμένα λύματα για τα συστήματα ψύξης τους. Επιπλέον, τα κέντρα δεδομένων είναι από τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις στον κόσμο σε κατανάλωση ενέργειας. Για να καλύψει τις ανάγκες της σε ηλεκτρική ενέργεια, η Google προμηθεύεται ενέργεια από μικρές υδροηλεκτρικές πηγές με συνημμένα πιστοποιητικά ανανεώσιμης ενέργειας, καθώς και με μερική υδροηλεκτρική ενέργεια BPA. Συνοπτικά, η εταιρεία εφαρμόζει ενεργειακά αποδοτικές τεχνολογίες για την επίτευξη του στόχου της να λειτουργεί ως carbon-neutral. Στη περιβαλλοντική της έκθεση το 2017 αναφέρει ότι μέσα από τις εφαρμογές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κάλυψαν το παγκόσμιο αποτύπωμα για τα 15 κέντρα δεδομένων τους, συμβάλλοντας χρόνο με το χρόνο στην εκπλήρωση του οράματος της εταιρείας για βιωσιμότητα. [7][8]
[6] Google Moves In And Wants To Pump 1.5 Million Gallons Of Water Per Day. National Public Radio, May 8, 2017. Link: https://www.npr.org/2017/05/08/527214026/google-moves-in-andwants-to-pump-1-5-million-gallons-of-water-per-day [7] Susanne Wright. Google Unwrapped, Columbia Insight - Independent Environmental Journalism, July 12, 2018. Link: https://columbiainsight.org/google-unwrapped/ [8] Liam Young, Machine Landscapes: Architectures of the Post-Anthropocene, Architectural Design, January/February 2019 σελ. 67
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.4] Data Center is the new Oil Rig Amazon Wind Farm Texas - 32°45 N 100°55 W Το πορτρέτο που αρχίζει να παίρνει μορφή σιγά σιγά, φανερώνει ότι οι υποδομές των κέντρων δεδομένων, και ουσιαστικά οι διαδικτυακές μας δραστηριότητες, μπορεί να έχουν μεγάλο αποτύπωμα άνθρακα (carbon footprint). Ο τρόπος και ο βαθμός στον οποίο καταναλώνουμε τέτοια ηλεκτρονικά προϊόντα και υπηρεσίες καθορίζουν αλλά και καθορίζονται από τα μέσα παραγωγής που είναι διαθέσιμα, τα οποία με τη σειρά τους σχετίζονται με την αρχιτεκτονική. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εταιρεία Amazon. Το 2017 ξεκίνησε η πρώτη φάση του αιολικού της πάρκου στο Τέξας. Η Amazon δεν είναι η μόνη που επένδυσε σε αιολικά πάρκα, οι στρατηγικές της αποφάσεις έγιναν σχετικά αργά. Το 2012, η Greenpeace ξεκίνησε μια πολυετή εκστρατεία απευθυνόμενη στα κέντρα δεδομένων και το ανθρακικό τους αποτύπωμα. Έτσι, εταιρείες όπως η Google, Facebook και η Microsoft έλαβαν δράση ώστε να “καθαρίσουν” το αντίστοιχο υπολογιστικό αποτύπωμα άνθρακα. 1[9] Η προτιμώμενη διαδικασία που επιλέχθηκε για τον “καθαρισμό”, πραγματοποιήθηκε με συμβάσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (PPAs), συμβάσεις που έγιναν με περιφερειακούς παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό επιτρέπει από τη μια πλευρά οι εταιρείες να επενδύσουν στην κατασκευή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και από την άλλη, το αντάλλαγμα ήταν ένα χαμηλό και σταθερό κόστος ισχύος για ένα καθορισμένο αριθμό ετών. Βέβαια, αντί οι συγκεκριμένες εταιρείες να δημιουργήσουν απευθείας μια πηγή ενέργειας αποκλειστικά αφιερωμένη στα κέντρα δεδομένων, μέσω των συμβάσεων τους επιτράπηκαν διάφορες βολικές αλλά και αμφιλεγόμενες αφηγήσεις. Οι αφηγήσεις αυτές έχουν να κάνουν με τα εξής. Πρώτον, το αποτύπωμα άνθρακα της εταιρείας «αντισταθμίζεται», τουλάχιστον σε επίπεδο αφήγησης, με την εισαγωγή τέτοιων συστημάτων ανανεώσιμης πηγής ενέργειας. Δεύτερον, η απόφαση για επένδυση στο περιφερειακό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας παρά σε ένα αυτόνομο έργο που συνδέεται άμεσα με το κέντρο δεδομένων, αφηγείται ότι οι εταιρείες εξυπηρετούν γενναιόδωρα την κοινότητα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Επειδή οι κινήσεις του
[9] 2014
“Your Data Is Dirty: The Carbon Price of Cloud Computing” - Time Magazine. April 2,
ηλεκτρικού ρεύματος στο δίκτυο τροφοδοσίας δεν παρακολουθούνται τόσο εύκολα όμως όσο τα δεδομένα σε κάποιο διακομιστή για παράδειγμα, οι εταιρείες μπορούν να διατηρήσουν την εικόνα αυτή. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι η αιολική φάρμα της Amazon μπορεί να τροφοδοτήσει έως και 90.000 σπίτια [10]1, που είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι ένα μικρό κλάσμα των αναγκών ηλεκτρικής ενέργειας της Amazon για τα κέντρα δεδομένων της, είναι ίσο με τη χρήση ενέργειας 90.000 σπιτιών. Το ερώτημα που προκύπτει επομένως είναι, σε τι βαθμό οι εταιρείες αυτές ξοδεύουν τόση υπολογιστική ισχύ και αν τελικά μια τέτοια ενεργειακή δαπάνη είναι απαραίτητη. Τα τελευταία χρόνια, η περιοχή Ντάλας, στο Τέξας, έχει τοποθετηθεί στο χάρτη ως ένας κεντρικός κόμβος για κέντρα δεδομένων, λόγω της αφθονίας των καλωδιακών διαδρομών από οπτικές ίνες, της φθηνής γης και της φθηνής ενέργειας. Επιπλέον, το Facebook ολοκλήρωσε την κατασκευή ενός κέντρου δεδομένων 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων στη περιοχή το 2016 (επίσης αιολικής ενέργειας) και άλλες εταιρείες ακόμη ακολούθησαν το ίδιο παράδειγμα. Το Ντάλας παραμένει μια περιοχή που ορίζεται κυρίως από τα εξορυκτικά καθεστώτα πετρελαίου οπότε ευνοικα θα παραχωρούσε γη και στα εξορυκτικά καθεστώτα δεδομένων. Συχνά αναφερόμενα ώς “new oil”, τα κέντρα δεδομένων όπως είδαμε κατάφεραν να απαλλαγούν από τις συσχετίσεις τους με τη κλιματική αλλαγή και άλλα αρνητικά πρόσημα. Ωστόσο, θα ήταν θεμιτό να προσθέσουμε σε αυτό το πορτρέτο “βιωσιμότητας” τις τοξικές βιομηχανικές εξόρυξεις που είναι απαραίτητες για την κατασκευή υπολογιστών και άλλων συστημάτων καθώς και το πετρέλαιο που είναι απαραίτητο για την παραγωγή και την τελειοποίηση χημικών ουσιών για τον ίδιο σκοπό. Η εδραίωση και η ουδετεροποίηση του αποτυπώματος άνθρακα των κέντρων δεδομένων, άραγε αποκλείει τη δυνατότητα αμφισβήτησης κατά πόσον τόσο μεγάλο μέρος αυτού του υπολογιστικού μέλλοντος είναι ακόμη απαραίτητο;
[10] “Amazon invests in Texas wind farm - Longview News-Journal - Longview, TX”. News-journal.com. Retrieved 2016-09-18.
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.5] Industrialized Infrastructures: Sacrifice Zones Κεφάλαιο-κεντρικά, εξαιρετικά βιομηχανοποιημένα και πυκνά εξοπλισμένα είναι τοπία που κυριαρχούν σήμερα. Τέτοια τοπία περιλαμβάνουν διάφορους τύπους διαμορφώσεων σε σχέση με τις χρήσεις γης (βιομηχανικές, αγροτικές, εξόρυξης, ενέργειας, logistical, waste management κ.α.), καθώς και οικολογίες (επίγειες, ωκεάνιες, υπόγειες, ατμοσφαιρικές). Αν και είναι ζωτικής σημασίας για τις διαδικασίες της σύγχρονης αστικοποίησης, οι απόμακρες αυτές περιοχές συνήθως αναφέρονται ως δευτερεύουσες καθώς η πόλη, τα πυκνά κοινωνικοοικονομικά της δίκτυα και οι ισχυρές οικονομικές συσσωρεύσεις καταλαμβάνουν το επίκεντρο. 1[1] Η σχέση μεταξύ των δύο, αν και αλληλένδετες, υφίστανται σήμερα σημαντικές μεταλλάξεις που απαιτούν όχι μόνο την επανατοποθέτηση των (απόκεντρων) μηχανικών τοπίων στον πυρήνα της αστικής συνθήκης, αλλά και τη ριζοσπαστική επανανοηματοδότηση τους. Η ακόλουθη εξερεύνηση αυτών των τοπίων θα αναδείξει διάφορες θεωρήσεις που στόχο έχουν να διευρύνουν τη μυωπική εικόνα που επικρατεί για τις πόλεις αλλά και τις σχέσεις μεταξύ αυτών, ενώ παράλληλα να έρθουν στο προσκήνιο οι διάφορες κοινωνικό-υλικές διαδικασίες μέσω των οποίων υποστηρίζεται η ανάπτυξη της πόλης και συν-εξελίσσεται ενεργά με τα απόκεντρα μηχανικά τοπία. Όπως είναι κατανοητό, οι πόλεις δεν είναι αυτό-προωθούμενες. Ενώ η διαδικασία της αστικοποίησης κρυσταλλώνεται εντός των χώρων/ορίων της πόλης, την ίδια στιγμή τους ξεπερνά. [2] Συνεπώς, τα τοπία των πόλεων και των μη πόλεων συμμετέχουν σε μια διαλεκτική διαδικασία συμπαραγωγής, υπό τον σύγχρονο καπιταλισμό. Η διαλεκτικής αυτής της διαδικασίας εκφράζεται ως εξής. Πρώτον, η πρωτογενής παραγωγή προϊόντων έχει παγκοσμιοποιηθεί και εξειδικευτεί σε τέτοιο βαθμό, προκαλώντας τα τοπικά και αποστασιοποιημένα από την πόλη “τοπία προς αναζητηση”, να ενταχθούν σε εξειδικευμένα διεθνή δίκτυα παραγωγής, προσανατολισμένα στις εξαγωγές. Στα τοπία έχει προσδωθεί νέα ζωή και κινητικότητα, από την προσπάθεια του κεφαλαίου να αυξήσει την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού και να επεκτείνει τη χωρική συνδεσιμότητα, συνεπάγοντας την κατασκευή υποδομών και διαμορφώσεων
[1] Ed Wall, The Landscapists, Architectural Design, Wiley; 1 edition (April 6, 2020) σελ. 24 [2] Henri Lefebvre, The Urban Revolution [1970], trans Robert Bononno, University of Minnesota Press (Minneapolis), 2003
μεγάλης κλίμακας.[3]1Ενώ τέτοιες στρατηγικές μπορούν να αυξήσουν προσωρινά τα κέρδη, αυξάνουν επίσης και την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, καθώς το ανθρώπινο δυναμικό αντικαθίσταται από μηχανές, εξοπλισμό και υποδομές. Αυτό οδηγεί όχι μόνο στην απότομη μείωση του εργατικού δυναμικού εκτός της πόλης, αλλά και τη δημιουργία ρομποτικών, “machine landscapes (of monoculture)” και σε φαινόμενα μαζικής οικολογικής καταστροφής, καθώς τα τοπία μετατρέπονται σε “sacrifice zones” (ζώνες θυσίας) για τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής του κεφαλαίου. [4] Ακόμη, τα μηχανικά τοπία χάνουν τη συσχέτιση τους με ζώνες άμεσης κατανάλωσης, αστικές ζώνες και άλλες, και γίνονται μέρος ενός παγκόσμιου δικτύου που εφοδιάζει ένα πλήθος παγκόσμιων μητροπολιτικών οικισμών,και όχι μόνο, οπουδήποτε στον κόσμο. Καθώς τα σημεία αναφοράς και συσχέτισης παύουν να είναι διακριτά, τα ίδια τα τοπία μετατρέπονται σε παραγωγικές υποδομές καλλιέργειας, εξόρυξης, επεξεργασίας και διανομής κα. Για παράδειγμα η μονοκαλλιέργεια φασολιών σόγιας στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, λειτουργεί υποστηρικτικά για ένα ακόμη “δευτερεύων” τοπίο, καθώς τα προϊόντα εξάγονται ως τροφή για την υποστήριξη της κτηνοτροφιας στην Κίνα, το οποίο τοπίο με τη σειρά του θα υποστηρίξει ένα άλλο, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου δικτύου σχέσεων. Επιπλέον, καθώς οι βιομηχανοποιημένες υποδομές παραγωγής εξαρτώνται από τα μη ανθρώπινα συστήματα γης όπως οι εδαφικές και καιρικές συνθήκες, η διαθεσιμότητα νερού, πόρων, υλικών κ.α. έχουν οδηγήσει σε σημαντικές τροποποιήσεις των τοπίων μέσω σημαντικών βιομηχανικών επενδύσεων (λιπάσματα, θερμοκήπια, συστήματα άρδευσης και άλλες κοινωνικο τεχνο-λογικές «επιδιορθώσεις»). Ιστορικά, λόγω της ανελέητης παραγωγής, την εντατικοποίηση της τεχνολογικής εξορυκτικής λογικής και εξάντλησης των πόρων έχουν οδηγήσει στην κατάκτηση νέων “resource frontiers”. [5] Όπως έγινε κατανοητό, οι παραπάνω στρατηγικές έχουν επηρεάσει το σχεδιασμό. Τα μηχανικά τοπία παραγωγής έχουν επανασχεδιαστεί συστηματικά ώστε να εντείνουν και να επιταχύνουν τον χρόνο κύκλου εργασιών του κεφαλαίου, και να μετατρέπονται τελικά σε εδαφικο-τεχνολογικές οικολογίες μηχανημάτων γεωγραφικής κλίμακας.
[3] David Harvey, The Limits to Capital [1982], Verso (London), 2018. [4] Ed Wall, The Landscapists, Architectural Design, Wiley; 1 edition (April 6, 2020) σελ. 28 [5] ο.π.
[2.3.6] Exposed Τα παραπάνω τοπία, αλλά και αυτά που παρατίθενται στις φωτογραφίες, αποκαλύπτουν τους τρόπους με τους οποίους τα κληρονομημένα human και nonhuman landscapes έχουν εμπορευματοποιηθεί, αλλά κυρίως τονίζουν την προοδευτική εξάντληση της ικανότητάς τους να συνεισφέρουν «οικολογικά πλεονάσματα» για την εκκίνηση και διατήρηση της διαδικασίας συσσώρευσης.[6] Ο πολλαπλασιασμός τέτοιων μεταβολικών ρήξεων επιταχύνει περαιτέρω τις στρατηγικές του καπιταλισμού να μηχανοποιεί τέτοιες γεωγραφικές περιοχές, είτε με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών στη παραγωγική διαδικασία είτε με τη κατασκευή τεράστιων τεχνολογικών υποδομών. [7] Καθώς τα “οικολογικά πλεονάσματα” εξαντλούνται, οι μεταβολικές ρήξεις που προκύπτουν απο-σταθεροποιούν σοβαρά τα καθεστώτα συσσώρευσης που επικρατούν. Συνεπώς, τα μηχανικά τοπία παραγωγής καθίστανται παρωχημένα. Τα μηχανικά τοπία του Capitalocene είναι, ως εκ τούτου, χρονικά ασταθή. [8]1 Συμπερασματικά, δημιουργούνται έντονοι προβληματισμοί για τις κοινωνικές επιπτώσεις, το οικολογικό κόστος, τις μελλοντικές μορφές των τοπίων και των εδαφικών τους μετασχηματισμών. Τα τοπία που αποκαλύφθηκαν χρησιμοποιουνται ως εργαλείο για την κριτική της αστικοποίησης και τον δεσμών που δημιουργούνται στον παγκόσμιο ιστό. Μας προτρέπουν να αναρωτηθούμε αν η συνθήκη που έχει αναδειχθεί. μπορεί να αξιοποιηθεί, να ανακατευθυνθεί, να επαναπροσδιοριστεί, μια στάση ανάκλησης, αναίρεσης, που όμως δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο ανοίγει νέα μονοπάτια. Στα μονοπάτια αυτά θα μπορούσαν άραγε να συμβαδίσουν πιο “δίκαιες”, οικολογικά ορθές μορφές συλλογικής ύπαρξης; Θα μπορούσε η διάνοιξη να διαπραγματευτεί ένα νέο είδος κατοίκησης μέσω political agency; Ειδάλλως το μονοπάτι που ήδη δρομολογήθηκε που τελειώνει;
[6] Jason W Moore, Capitalism in the Web of Life, Verso (London), 2015. [7] David Goodman, Bernardo Sorj and John Wilkinson, From Farming to Biotechnology: A Theory of Agro-Industrial Development, Blackwell (New York), 1987. [8] Ed Wall, The Landscapists, Architectural Design, Wiley; 1 edition (April 6, 2020) σελ. 28
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.7] Commercial Landscapes: Logistics Infrastructures Στο προηγούμενο κεφάλαιο περιοδεύσαμε σε τοπία, υποδομές και συστήματα όπου η παρουσία των ανθρώπων δεν ήταν απαραίτητη. Παρακάτω θα αναλυθούν περιβάλλοντα που όμως, για να λειτουργήσουν η απουσία των ανθρώπων είναι απαραίτητη. Η λειτουργία των μεγάλων πόλεών όπως και η καθημερινή μας ζωή εξαρτώνται από τέτοια μέρη. Αυτά είναι τα Commercial Landscapes. H περιοδεία θα συνεχιστεί σε logistics infrastructures, και συγκεκριμένα αυτές των σύγχρονων θαλάσσιων λιμένων. Πρόκειται για αυτοματοποιημένα περιβάλλοντα τα οποία συνδυάζουν μηχανές-ρομπότ σε κλίμακα τοπίου με αυτοματοποιημένες διαδικασίες αποθήκευσης, κατανομής και εφοδιασμού, οι οποίες εκτελούνται σε πραγματικό χρόνο. Σχηματίζονται συνεπώς περιβάλλοντα - λαβύρινθοι, στα οποία η κλίμακα του ανθρώπου έχει ξεπεραστεί τόσο χωρικά όσο και χρονικά. Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά αυτών των λιμένων είναι μηδαμινά. Δεν είναι τοπία τα οποία χαρακτηρίζονται από σταθερές δομές. Αντίθετα, απαρτίζονται από περίπλοκους χωρικούς κανόνες, ικανούς να αναδιατάξουν το τοπίο σε πραγματικό χρόνο. Έτσι, το λιμάνι πρόκειται για ένα αυτοματοποιημένο landscape, προσχεδιασμένο από αλγόριθμους αποστολής και αποθήκευσης. [1]1 Σε αστικό επίπεδο, οι εγκαταστάσεις αυτές αποτελούν ένα είδος περιφερειακών κοινών, ένα κοινόχρηστο, ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο παρασκήνιο, για την πραγματοποίηση και συντήρηση της σύγχρονης πόλης. Είναι το περιθώριο που επιτρέπει το κέντρο, μέρη όπου οι εισαγωγές σαρώνονται και στοιβάζονται, όπου οι συνδρομές προϊόντων εκπληρώνονται και όπου συχνά παραμελημένες υπηρεσίες του κόσμου παρέχονται προς όφελος ενός απασχολημένου πολίτη. Αυτοί είναι χώροι ευθύνης, υπεύθυνοι για την υποστήριξη της καθημερινής ζωής των καταναλωτών, ανταποκρινόμενοι στις πιο εξαντλητικές υλικές ανάγκες αυτών. [2]
[1] Liam Young, Machine Landscapes: Architectures of the Post-Anthropocene, Architectural Design, January/February 2019 σελ. 38-43 [2] ο.π. σελ. 38-43
Τοπία όπως αυτά που απεικονίζονται στις φωτογραφίες είναι τοπία «όπου η ανθρώπινη παρέμβαση είναι η εξαίρεση ». [3]1Αυτά τα λιμάνια λειτουργούν μέσω μιας πυκνότητας υποδομών και μιας ρυθμικής χρήσης του κενού χώρου που αντιστοιχεί αποκλειστικά στις εφοδιαστικές ανάγκες και αρχιτεκτονικά εκφράζεται με τεράστια τεμάχια εξοπλισμού εξωτερικής αποθήκευσης.
[3] Björn Henriksson/ABB Marine & Ports, ‘Automated Container Terminals are Taking Off ’: http://new.abb.com/marine/generations/technology/automatedcontainerterminals-are-taking-off.
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.8] Do Our Consumption Habits breed Automation? 40.224723°N 74.594025°W - Robbinsville Township, New Jersey Ο ακρογωνιαίος λίθος των Commercial Landscapes είναι η κατανάλωση. Όταν αγοράζονται προϊόντα, αυτά τελικά καταλήγουν να εισέρχονται στη καθημερινή μας ζωή. Ωστόσο, η πράξη της αγοράς καθορίζει το τεχνολογικό μας καθεστώς. Ο τρόπος με τον οποίο καταναλώνουμε αλλά και τα ίδια τα πράγματα ή υλικά που επιλέγουμε, τελικά διαμορφώνουν τέτοια landscapes. Οπότε, συμμετέχουμε στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος μας, όχι μόνο ως σχεδιαστές, αλλά και ως πολίτες και κυρίως ως καταναλωτές. Η πορεία μας θα συνεχιστεί στο Robbinsville, New Jersey. Εκεί υπάρχει μια αποθήκη γεμάτη με τις καταναλωτικές μας συμπεριφορές, το Amazon Fulfillment Center. Εάν κάποιος στο σπίτι κάνει κλικ στο κουμπί “αγορά”, από μια τέτοια αποθήκη θα προέλθει. Παρακάτω θα περάσουμε μέσα στο κτίριο και πίσω από το interface του Internet, με σκοπό να τεκμηριώσουμε τη φυσική πραγματικότητα ενός τοπίου, το οποίο έχει δημιουργηθεί με τα κλίκ μας. Η αποθήκη της Amazon είναι ένα μέρος για τα “πάντα”. Κάθε πράγμα που επιθυμήσει κάποιος είναι στιβαγμένο σε ράφια μεγάλων διαστάσεων και πολλών ορόφων. Το αποτέλεσμα που συγκροτείται είναι ένα κτίριο ανοίκειο και τόσο μεγάλων διαστάσεων που το καθιστά εκτός κλίμακας για το τοπίο. Στο εσωτερικό του, δουλεύουν χιλιάδες άνθρωποι και ρομπότ εκτελώντας καθημερινά διαδικασίες διαχωρισμού, αποθήκευσης, συσκευασίας κ.α. Όταν τοποθετείται μια παραγγελία συμβαίνει το εξής: η παραδοσιακή ιδέα της αποθήκης αντιστρέφεται, αντί οι υπάλληλοι να εντοπίζουν τα αντικείμενα στα ράφια, τα ράφια πηγαίνουν στους εργαζόμενους. Με άλλα λόγια, μεταφέρονται με ρομπότ προς αυτούς. Τα ρομπότ κινούνται μέσα σε ένα τεράστιο τοπίο, των οποίων οι κινήσεις καθοδηγούνται από γραμμικούς κώδικες στο πάτωμα. Η Amazon έχει επεκτείνει τη χρήση της ρομποτικής και τώρα χρησιμοποιεί πάνω από 100.000 ρομπότ σε όλες τις εγκαταστάσεις της. Το 2012 απέκτησε τον κατασκευαστή ρομποτικής Kiva που ύστερα μετονομάστηκε ως Amazon Robotics, έτσι ώστε να αναπτύξει μηχανές κατάλληλες ειδικά για την εταιρεία.
Στο Robbinsville, ο αυτοματισμός εμφανίζεται στη πλήρη ισχύ του. Οι υπολογιστές καθορίζουν κάθε πορεία, είτε μηχανής είτε ανθρώπου, και παρακολουθούν την τοποθεσία και πρόοδο κάθε αντικειμένου. Όταν ένα αντικείμενο αποσυσκευαστεί, τότε ένας εργαζόμενος σαρώνει το barcode του και ο αλγόριθμος βρίσκει χώρο για αυτό στο ράφι. Καμία κίνηση δεν είναι εκτός τόπου, όλα οι πορείες βελτιστοποιούνται με ιδιόκτητο λογισμικό ταξινόμησης και το ανθρώπινο σώμα επαναπροσδιορίζεται ως μέρος μιας συλλογικής μηχανής. Μέχρι να φύγει από την αποθήκη, κάθε πακέτο θα έχει χειριστεί από πολλά άτομα, αλλά κάθε φορά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Το 2016, η εταιρεία δήλωσε ότι, μεταξύ της απομάκρυνσης ενός αντικειμένου από το ράφι, της συσκευασίας και της αποστολής του, κάθε αντικείμενο χρειάστηκε συνολικά περίπου ένα λεπτό ανθρώπινης εργασίας, και με την υπόλοιπη δουλειά να γίνεται από ρομπότ και αυτοματοποιημένα συστήματα.
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.9] Add to Cart or Ethics of Inhabiting? Χωρίς το επαυξημένο σύστημα προσανατολισμού, αυτή η γιγάντια γεωγραφία ραφιών θα εμφανίζονταν απλώς ως μια τυχαία ταξινόμηση, ένας σωρός αταίριαστων και αναμεμειγμένων αντικειμένων. Οι δείκτες που συνήθως ορίζουν κλίμακα, απόσταση και κατεύθυνση και θα περίμενε κάποιος να βρίσκονταν σε ένα τέτοιο τοπίο, όχι μόνο απουσιάζουν εντελώς αλλά και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι άσχετοι. Τα ράφια της Amazon δεν είναι οργανωμένα αλφαβητικά ή μέσω του Δεκαδικού Συστήματος Dewey, για παράδειγμα. Αντιθέτως στοιβάζονται με βάση έναν αλγόριθμο ταξινόμησης που έχει σχεδιαστεί γύρω από τις συχνότητες των πωλήσεων και τα περίπλοκα μοτίβα αγορών. [4]1 Πρόκειται για ένα χώρος που οργανώνεται από αλγόριθμους απόδοσης και κατοικείται από τα logistics ρομπότ της Amazon. Αυτή είναι μια εικόνα more than human, Post-Anthropocene, ένα πρώιμο παράδειγμα μιας νέας αρχιτεκτονικής τυπολογίας που δε συμμορφώνεται στα ανθρώπινα πρότυπα προσανατολισμού. Δημιουργείται λοιπόν ένα Machine Landscape που γίνεται ολοένα και πιο αυτοματοποιημένο και θέτει ερωτήματα κατανόησης αλλά και προκλήσεις αναγνώρισης από τους ανθρώπινους ενοίκους αυτών. Ο χάρτης της αποθήκης λοιπόν, είναι μια γεωγραφία των ανθρώπινων συλλογικών καταναλωτικών επιθυμιών και παρορμητικών αναζητήσεων, οι οποίες ερμηνεύονται μέσω της συνθήκης που αναλύθηκε, αλλά και μιας γλώσσας μηχανών που ο άνθρωπος δε μπορεί να διαβάσει. Οι υποκείμενες υποθέσεις, ηθική και αξίες που αφορούν την καταναλωτική κοινωνία πάνω στην οποία χτίστηκε η Amazone, τείνουν να κανονικοποιηθούν μέσω ενός τεχνολογικού συστήματος το οποίο δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ πράξης και συνέπειας. Και αν ο άνθρωπος τείνει να εξαιρεθεί όπως είδαμε και στο παράδειγμα των λιμένων, αυτό δε σημαίνει ότι ο καθένας από εμάς δεν είναι μέρος αυτού του τοπίου. [5]
[4] Liam Young, Machine Landscapes: Architectures of the Post-Anthropocene, Architectural Design, January/February 2019 σελ. 47 [5] ο.π. σελ. 53
[2.3.10] Automation of the Everyday Seattle - 47°36 35 N 122°19 59 W Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθεί κάποιος, εφόσον η κατανάλωση οδήγησε στη δημιουργία νέων μέσων παραγωγής, στη παραγωγή αυτοματοποιημένων τοπίων, και κατ’ επέκταση αυτοματοποιημένων προϊόντων, πως αυτή η συνθήκη μπορεί να διαιωνίσει την post-anthropocene και post-human κατάσταση που εντοπίστηκε; Μπορούμε να δημιουργήσουμε σχέσεις και να καταναλώσουμε τέτοια προϊόντα; Είναι γεγονός πως οι βιομηχανικοί χώροι της καπιταλιστικής παραγωγής αποτέλεσαν το χώρο για την ανάπτυξη αυτής της υπόθεσης, δηλαδή των ρομποτ ως εργαζόμενους, προωθώντας έτσι τη σηματοδότηση ενός post-human οικοσυστήματος. Καθώς περάσαμε από τη βιομηχανία στις logistics υποδομές, έγινε εμφανές πως τα εξελιγμένα συστήματα λογισμικού και οι ψηφιακές υποδομές τοποθέτησαν τις διαδικασίες παραγωγής πέρα από τη σκοπιά και τις αρμοδιότητες των ανθρώπων. Τέλος, το τεχνολογικό logistics know-how πέρασε έξω από τα τείχη των εργοστασίων, των αποθηκών κ.λ.π. και εισήλθε στο σπίτι, για παράδειγμα με τη μορφή τεχνητής νοημοσύνης βοηθών οικιακής χρήσης, καθώς και σε νέα μηχανικά περιβάλλοντα λιανικού εμπορίου που συνολικά μπορούν να αποτελέσουν ένα πρότυπο για το που και το πως τα post-human landscapes μπορούν να εισέλθουν στη δημόσια σφαίρα του αστικού ιστού. Ένα τέτοιο machine landscape της καθημερινότητας, είναι το παράδειγμα της Amazon. Πέρα από τις αυτοματοποιημένα αποθήκες, η Amazon άνοιξε ένα πρότυπο κατάστημα που είναι γνωστό ως Amazon Go στο Σιάτλ στα τέλη του 2017. Η ιδιαιτερότητα αυτού το καταστήματος έγκειται στο ότι δεν υπάρχουν ταμίες. Mε το μότο του καταστήματος να είναι “Just Walk Out”, κάποιος παίρνει απλά ένα αντικείμενο και στη συνέχεια φεύγει από το κατάστημα. Μέσω τη χρήση εφαρμογής, οι καταναλωτές συνδέονται στον Amazon λογαριασμό τους και αυτή είναι η κύρια μέθοδος πληρωμής, παράλληλα με μετρητά σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Όταν κάποιος εισέλθει στο κατάστημα, μέσω περιστροφικών πύλεων που διαθέτει, τότε αυτές σαρώνουν έναν κωδικό
QR που δημιουργείται από το Amazon GO. Έτσι, εάν ένας πελάτης αφαιρέσει ένα αντικείμενο από το ράφι, θα προστεθεί στο εικονικό καλάθι του. Ομοίως, εάν ένας πελάτης τοποθετήσει το αντικείμενο στο ράφι, καταργείται από το εικονικό του καλάθι. Το σύστημα αυτό ολοκληρώνεται με ένα συνδυασμό αλγορίθμων μάθησης, αισθητήρων και φωτογραφικών μηχανών στο ταβάνι που ελέγχουν την επιλογή, τη τοποθέτηση και την αντικατάσταση όλων των προϊόντων.1 Επομένως, το αστικό περιβάλλον μέσω της αυτοματοποιημένης συνθήκης, επεκτείνεται πέρα από την αρχιτεκτονική και ανοίγεται σε νέα υβριδικά είδη χώρου. Στη πόλη αρχίζουν να εισάγονται νέες έξυπνες, δυναμικές και ανταποκρινόμενες οντότητες, οι οποίες έχουν παραχθεί σε ποικίλους κλάδους σχεδίασης. Τα αυτοματοποιημένα landscapes προσδίδουν στο σχεδιασμό του αστικού περιβάλλοντος νέους παράγοντες nonhuman, και κατ’ επέκταση μια νέα σειρά χωρικών τυπολογιών και των αντίστοιχων αποτελεσμάτων τους. [6]
[6] Liam Young, Machine Landscapes: Architectures of the Post-Anthropocene, Architectural Design, January/February 2019 σελ. 107
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.11] Landscapes of Sensitive Matter: Invisible Visual Environments Η εισαγωγή τεχνολογιών όπως η αυτοματοποίηση, οι έξυπνες μηχανές και η έννοιας της τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence) γενικότερα, σε πτυχές της καθημερινής μας ζωής, στην παραγωγή, και την κατανάλωση, έχει διαμορφώσει και έχει τροφοδοτηθεί μέσω της σχέσης μας με την ύλη. Μια ύλη υπερβαίνει τη σφαίρα του φυσικού και του τεχνητού, του ορατού και του αοράτου, δημιουργώντας νέες morethan-human πραγματικότητες. Τα “invisible visual” περιβάλλοντα που σχηματίζονται επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με την ανθρώπινη ματιά. Αναμφίβολα η εικόνα έχει διεισδύσει στις κοινωνικές ζωές, προσδιορίζοντας την ανθρώπινη οπτική. Είτε μέσω υλικών, όπως χρώματα και ακρυλικά για τη δημιουργία φωτογραφιών, πινάκων κ.α. είτε αργότερα μέσω της οθόνης (οθόνη υγρών κρυστάλλων σε συνδυασμό με την εκπομπή φωτός) για την αντίληψη σχημάτων. Ένα είδος οπτικής κουλτούρας (visual culture) αναπτύχθηκε με την πάροδο του χρόνου. Οι άνθρωποι ανέπτυξαν ειδικές έννοιες όπως, η αναπαράσταση, το νόημα, το θέαμα, η σημειολογία, η μίμηση κ.α., με σκοπό την ελεύθερη περιήγηση στον τρόπο λειτουργίας της. Ωστόσο η κατάσταση αυτή φαίνεται να αλλάζει και μαζί της η οπτική κουλτούρα να παίρνει νέα μορφή. Αποχωρίζεται την ανθρώπινη ματιά και γίνεται σχεδόν αόρατη. Μια κατάσταση που περνάει σε άλλη κλίμακα και οι εικόνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία δημιουργούνται τώρα από τις μηχανές και προς τις μηχανές. Το τοπίο που δημιουργείται, συγκροτείται από ένα σύνολο αόρατων εικόνων και μια machine-to-machine οπτική κυριαρχεί. Η συνεχής του επέκταση, αρχίζει να έχει βαθιές επιπτώσεις στην ανθρώπινη ζωή. Οι αόρατες εικόνες παρακολουθούν ενεργά τους ανθρώπους, ασκούν εξουσία, καθοδηγούν τις κινήσεις, προκαλούν συναισθήματα κ.α. Μια σχέση δηλαδή μεταξύ ανθρώπινων θεατών και μηχανικής οπτικής που έχει βαθιές επιπτώσεις στο ανθρώπινο υποκείμενο. Αναλυτικότερα, αυτό που είναι πραγματικά επαναστατικό σχετικά με τις ψηφιακές εικόνες, είναι το γεγονός ότι είναι αναγνώσιμες από τις μηχανές. Για παράδειγμα, μια φωτογραφία που τραβήχτηκε με ένα smartphone δημιουργεί
ένα αρχείο αναγνώσιμο από τη μηχανή. Μια δευτερεύουσα εφαρμογή, όπως ένα πρόγραμμα προβολής φωτογραφιών που βασίζεται σε λογισμικό και ο συνδυασμός με μια οθόνη υγρού κρυστάλλου με οπίσθιο φωτισμό, μπορεί να δημιουργήσει κάτι που μπορεί να δει ο άνθρωπος. Το αρχείο αυτό είναι ορατό στο ανθρώπινο μάτι μόνο με αυτή τη συνθήκη. Ωστόσο, η εικόνα δεν χρειάζεται να μετατραπεί σε μορφή αναγνώσιμη για τον άνθρωπο, ώστε μια μηχανή να κάνει κάτι μαζί της. Το γεγονός ότι οι ψηφιακές εικόνες είναι ουσιαστικά αναγνώσιμες από μηχανή ανεξάρτητα από το ανθρώπινο υποκείμενο έχει τεράστιες επιπτώσεις. Η ευρεία αυτοματοποίηση της όρασης έχει πλέον ενσωματωθεί στο δομημένο περιβάλλον με πολλαπλά παραδείγματα, όπως αυτόματες συσκευές ανάγνωσης πινακίδων, ρύθμιση κυκλοφορίας, καταγραφής κινήσεων πληθυσμού, κ.λ.π. Αυτή η αόρατη οπτική κουλτούρα δεν περιορίζεται μόνο στις βιομηχανικές επιχειρήσεις, την άσκηση ελέγχου και τις «έξυπνες» πόλεις, αλλά επεκτείνεται σε αυτό που παραδοσιακά θα λέγαμε ως οπτική κουλτούρα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Για παράδειγμα, μια πλατφόρμα όπως το Facebook ενώ ξεκίνησε σαν μια αναλογία σε φωτογραφικό άλμπουμ, είναι επίσης και μια αναλογία παραπλανητική. Όταν κάποιος μοιράζεται μια φωτογραφία, ουσιαστικά τροφοδοτεί μια σειρά από ισχυρά συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που σχετίζονται με αλγόριθμους αναγνώρισης ατόμων, προσώπων, ακόμη και αναγνώρισης τόπων, αντικειμένων, συνηθειών, προτιμήσεων, φυλής, τάξης, ταυτοποίησης φύλου, οικονομικών καταστάσεων και άλλων. Ουσιαστικά δε πρόκειται για ένα τοπίο αναπαραστάσεων αλλά για ένα τοπίο ενεργοποιήσεων και λειτουργιών. Οι εικόνες πλέον δεν αντιπροσωπεύουν, αλλά επεμβαίνουν ενεργά στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Δεν βλέπουμε πλέον εικόνες, οι εικόνες κοιτάζουν εμάς. Η οπτική κουλτούρα αποδομεί και πραγματοποιεί ανατομία στην εικόνα του υποκειμένου, κατηγοριοποιώντας, εξετάζοντας και επαναπροσδιορίζοντας το, αυτό και τις ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ τους.
[2.3.12] AI: More than Human Barbican Centre - 51.5202°N 0.0950°W “Η AI: More than Human σας προσκαλεί να εξερευνήσετε τη σχέση σας με την τεχνητή νοημοσύνη.” [1]. Αυτό ήταν το σύνθημα της έκθεσης στο Barbican Centre στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ένα κάλεσμα που ταυτόχρονα θέτει ερωτήματα σχετικά με: Τι είναι ο άνθρωπος; Τι είναι η νοημοσύνη; Τι είναι η συνείδηση; Τι είναι η μηχανή; Τι είναι φυσικό; Τι είναι τεχνητό; Η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης σε μια πληθώρα τομέων, όπως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η οικονομία, η υγεία, η εκπαίδευση κ.α., καθιστά σαφές ότι τα συστήμα αυτά εκφράζονται σε πολλαπλά στρώματα της σημερινής ζωής, και συχνά τα στρώματα αυτά βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο. Δημιουργείται έτσι ένα τοπίο, μέσα στο οποίο, τέτοια συστήματα μας ωθούν, μας διαβάζουν και μας αισθάνονται, αλλά την ίδια στιγμή ωθούν, διαβάζουν και αισθάνονται το ένα το άλλο, διαμορφώνοντας τελικά ένα πολύπλοκο σύστημα σχέσεων. Το σύστημα αυτό στρέφει τη ματιά μας προς τη θεώρηση ενός μελλοντικού δομημένου περιβάλλοντος και μιας μελλοντικής πόλης, ως ένα πυκνό και πιο περίπλοκο τεχνολογικό οικοσύστημα. [2]1 Όπως αναφέρθηκε, τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, μας “βλέπουν” μέσω τεχνολογιών facial recognition, classifiers, κ.λ.π., δημιουργώντας ένα visual landscape ικανό να δημιουργήσει ακόμη και deep fakes [3] και ακόμη πιο ευρεία fake περιβάλλοντα. Ωστόσο, η ΑΙ δεν αφορά μόνο στη δημιουργία virtual realities (εικονικών πραγματικοτήτων). Πρόκειται και για ριζικές παρεμβάσεις στην υλική πραγματικότητα. Ο κόσμος εξελίσσεται αλλά παραμένει και υπόχρεος στη βιολογία του. Συχνά γίνονται αναφορές σε νέα “είδη” τροφής, φυτών, υλικών, προϊόντων κ.λ.π. Αυτό τι σημαίνει; Τι σημαίνει ο άνθρωπος να περιβάλλεται από τέτοια ποικιλία συστημάτων νοημοσύνης και τέτοιες ποικιλίες ειδών; Η απάντηση δεν είναι άμεση. Όμως το κατασκευασμένο μοντέλο εαυτού που τοποθετεί το ανθρώπινο υποκείμενο σε έλεγχο, αυτόνομο, ορθολογικό και ως την υψηλότερη μορφή εξελικτικής ζωής, τίθεται υπό αμφισβήτηση.
[1] AI: More than Human, Exhibition, Barbican Center, City of London Link: https://www.barbican.org.uk/whats-on/2019/event/ai-more-than-human [2] Suzanne Livingston, Future Cities panel. Link: https://www.youtube.com/watch?v=M7eUn3IDcng [3] Deep Fake definition. Link: https://www.merriam-webster.com/words-at-play/deepfake-slang-definition-examples
CHAPTER 2 - HOW THE HUT WAS BUILT [2.3] Landscapes of the post- _____________ [2.3.13] Outro: Incomplete Landscapes Αυτά τα πολύπλοκα και αντιφατικά τοπία είναι πλέξεις τόπων, υποκειμε-νικοτήτων, ενεργειών, human και nonhuman, ακόμη και πολιτών, κατοίκων, καταναλωτών, ταξιδιωτών κ.λ.π. Όπως μας υπενθυμίζει η ανθρωπολόγος Barbara Bender στο βιβλίο της Landscape: Politics and Perspectives (1993),: “Τα τοπία δημιουργούνται από ανθρώπους, μέσω της εμπειρίας τους και της εμπλοκής τους με τον κόσμο γύρω τους”. [4] Η εμπλοκή αυτή, όπως έγινε σαφές, άλλαξε και μαζί της αναδείχθηκαν νέα τοπία, έξτρα ανθρώπινα. Τα posthuman landscapes ναι μεν έχουν ως σημείο αναφοράς τον άνθρωπο και τη σχέση του με το περιβάλλον, αλλά την ίδια στιγμή αποκαλύπτουν πολιτικές ατζέντες πίσω από εδαφικές κατοχές, τρόπους αντιμετώπισης των οικολογικών προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής, περιλαμβάνουν ακόμη, τη διερεύνηση δυνατοτήτων άλλων (τεχνο)οικοσυστημάτων, κριτικές προς διάφορες διαδικασίες αστικοποίησης καθώς και πειραματισμούς με τις οπτικές αναπαραστάσεις. [5] Οι συμπλοκές αυτές εστιάζουν λιγότερο στους πειθαρχικούς ισχυρισμούς για το τοπίο, ως αυστηρά καθορισμένες πρακτικές αρχιτεκτονικής, τέχνης, γεωγραφίας ή οικολογίας, αντίθετα είναι κυρίως μέρος ενός διευρυνόμενου πεδίου που αμφισβητεί, διαμορφώνει και παράγει. Το τοπίο περιγράφεται συχνά ως “a way of seeing”. [6] Όπως όμως αποκαλύπτεται από τα παραπάνω, το τοπίο δεν είναι απλώς ένα οπτικό μέσο. Μπορεί επίσης να κατανοηθεί και ως τρόπος σκέψης, ακόμη και ως τρόπος “να υπάρχεις”.1 Η Donna Haraway, δηλώνει ότι το “view of infinite vision”, όπως ορίζει, που παρέχεται από τις τεχνολογικές βελτιώσεις της ανθρώπινης όρασης μέσω των συστημάτων παρακολούθησης, προβολών βίντεο, γραφικών χειρισμών και χαρτογράφησης, “είναι όλα μια ψευδαίσθηση”. [7] Αν αναγνωρίσουμε ότι η όραση/οπτική που παρέχεται από τους δορυφόρους, τις κάμερες, τις φωτογραφίες κ.λ.π., είναι επιλεκτική και περιορισμένη, τότε σε συνδυασμό με τη μερική κατανόηση που έχουμε για τους εαυτούς μας αλλά και τη
[4] Barbara Bender, Landscape: Politics and Perspectives, Berg (Oxford), 1993, σελ 3. [5] Ed Wall, The Landscapists, Architectural Design, Wiley; 1 edition (April 6, 2020) [6] Denis Cosgrove, ‘Prospect, Perspective and the Evolution of the Landscape Idea’, Transactions of the Institute of British Geographers, 10 (1), 1985, pp 45–62, and John Berger, Ways of Seeing, Penguin (London), 1972. [7] Donna Haraway, ‘Situated Knowledges: The Science Question in Feminism and the Privilege of Partial Perspective’, Feminist Studies, 14 (3), Autumn 1988, σελ. 582.
περιορισμένη γνώση για τα περιβάλλοντα μας, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια κατάσταση “incompleteness” σε όλα τα τοπία. Αυτό συμβαίνει γιατί ο ολοκληρωτισμός της όρασης μπορεί να μας οδηγήσει λανθασμένα σε ισχυρισμούς ότι έχουμε πλήρη κατανόηση της τάξης και του ελέγχου των σχέσεων μεταξύ γεωγραφίας, πρακτικών και εργαλείων. [8] Ο ισχυρισμός αυτός επισημαίνει τον τρόπο με τον οποίο περιηγηθήκαμε στα τοπία σε αυτή την ενότητα αλλά και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για να πραγματοποιηθεί (φωτογραφίες, χάρτες, κλπ.). 1 Συνεχίζοντας, η Haraway δηλώνει: “Το ηθικό δίδαγμα είναι απλό: μόνο η μερική προοπτική υπόσχεται αντικειμενική οπτική” [9] . Υπερασπίζεται την υιοθέτηση απόψεων από κάτω, από τις θέσεις των υποταγμένων δηλαδή, και αναφέρει ότι “υπάρχει καλός λόγος να πιστεύουμε ότι η όραση είναι καλύτερη από κάτω, κάτω από τις λαμπρές χωρικές πλατφόρμες των ισχυρών”. [10] Έτσι, η διαμεσολάβηση μεταξύ διαφόρων προοπτικών, ανακρίνοντας δομές εξουσίας, δομές μιας Post-Anthropocene εποχής, όπως αυτές εκδηλώθηκαν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις (data centers, commercial landscapes κ.λ.π.), παρέχει μια πιο εστιασμένη προσέγγιση. Γενικότερα, για να γίνουν κατανοητές οι σχέσεις μεταξύ τοπίων και πολιτικής αποφάσεων, παγκόσμιων οικονομικών ατζεντων κ.λ.π. και πως αυτές υλοποιήθηκαν και διαμορφώθηκαν, χρειάζεται μια πληθώρα στρατηγικών, εργαλείων και απεικονίσεων. Ωστόσο, μια θεώρηση πολλαπλών, λιγότερα συγκροτημένων θέσεων, στις οποίες μπορούν να εξεταστούν διαφορετικές και συλλογικές προσεγγίσεις είναι καθοριστικής σημασίας για την αμφισβήτηση των εγωκεντρικών τοπίων. [11]
[8] Ed Wall, The Landscapists, Architectural Design, Wiley; 1 edition (April 6, 2020) [9] Donna Haraway, ‘Situated Knowledges: The Science Question in Feminism and the Privilege of Partial Perspective’, Feminist Studies, 14 (3), Autumn 1988, σελ. 583. [10] ο.π. [11] Ed Wall, The Landscapists, Architectural Design, Wiley; 1 edition (April 6, 2020)
CHAPTER 3 - WAYS OF INHABITING [3.1] Where I Lived, and What i Lived For Οι ίδιες οι λέξεις του κεφαλαίου παρέχουν την απάντηση σε μια ερώτηση που τίθεται από τον ίδιο τον τίτλο: «Where I Lived, and What I Lived For.». Το πρώτο μέρος του μπορεί να ερμηνευθεί ως μια πρακτική ανησυχία για έναν τόπο κατοικίας, ενώ το δεύτερο μέρος ως μια βαθιά φιλοσοφική ανησυχία για το νόημα της ζωής. Ο Thoreau έτσι, συνδυάζει το πρακτικό με το φιλοσοφικό στο εγχείρημα του να ζήσει στο Walden. Η ριζοσπαστική στάση του Thoreau, η συμβολική του αντίδραση απέναντι στην ανελευθερία και την αποπνικτική συνθήκη της αστικής ζωής, τον οδήγησαν να ζήσει με τον τρόπο που ο ίδιος γράφει: “ I went to the woods because I wished to live deliberately, to front only the essential facts of life, and see if I could not learn what it had to teach, and not, when I came to die, discover that I had not lived.” [1]1 Η φράση του “the essential facts of life” αναφέρεται τόσο σε πιθανές υλικές ανάγκες (material necessities), όπως το φαγητό και η ανάγκη για καταφύγιο, όσο και στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο πειραματισμός του εγχειρήματος του, εκφράζεται σαν μια ειλικρινή αναγνώρισή από τον ίδιο ότι δοκιμάζει μια ιδέα και όχι να αποδείξει ένα προκαθορισμένο συμπέρασμα. Ακόμη, η μυστικιστική πλευρά του Thoreau, που τον κάνει συχνά να φαίνεται περισσότερο ως οραματιστής από ότι φιλόσοφος, είναι εμφανής στη φράση του “to live deliberately”. Σε ένα κυριολεκτικό επίπεδο, επιθυμεί να επιλέξει τον δρόμο της ζωής του ανεξάρτητα και στοχαστικά, υποκείμενο στη δική του διαβούλευση και κανενός άλλου. Αλλά σε ένα άλλο υψηλότερο επίπεδο, η παραπάνω φράση είναι μυστικιστική και στοιχειώδης, αφού φυσικά κανείς δεν επιλέγει να ζήσει ή επιδιώκει σκόπιμα να υπάρξει. Συνεπώς, όπως και σε ολόκληρο το έργο του, ο Thoreau μας αναγκάζει, με τη συγκεκριμένη φράση, να αναλογιστούμε το υπερβατικό νόημα της ανθρώπινης ζωής (human life), ακόμη και όταν πιστεύουμε ότι αναφέρεται απλώς σε μια καμπίνα στο δάσος. O Thoreau δε θα ζήσει ως οικολόγος στη φύση, όπως το κατανοούμε αυτό σήμερα, ούτε ένας ρομαντικός νοσταλγός της, θα ζήσει ως ποιητής. Το αντίσκηνο του το στήνει, όπως χαρακτηριστικά γράφει, στην άκρη του σύμπαντος και από αυτή την ακρώρεια, θα στρέψει όλο του το είναι σε αυτό το τοπίο της λίμνης που πλέον θα γίνει το τοπίο
[1] Thoreau, Henry David, 1817-1862. Walden ; And, Resistance to Civil Government : Authoritative Texts, Thoreau’s Journal, Reviews, and Essays in Criticism. New York :Norton, 1992.
του δικού του στοχασμού και αποχωρισμού. Επομένως, με το να χτίσει μια καμπίνα στο δάσος, δε παίρνει θέση, δεν εγκαθίσταται. Η εγκατάσταση, όπως υποστηρίζει, κάνει τον άνθρωπο δυσκίνητο, απρόθυμο στη περιπέτεια του ταξιδιού, στην έξοδό του. Μέσα σε αυτό το πνεύμα, το σπίτι δεν μπορεί να είναι ένα αντίσκηνο, ένα αντίσκηνο δηλαδή που να μπορείς εύκολα να το εγκαταλείψεις ή να το σηκώσεις στην πλάτη σου. [2]1
Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια απλή επιστροφή στη φύση αλλά με κάτι παραπάνω, με το ξεπέρασμα της ίδιας της φύσης, με την απόλυτη γυμνότητα του ανθρώπου, την καθολική του αποδέσμευση και διαθεσιμότητα. Διαμένω για τον Thoreau δεν σημαίνει μένω κάπου, στην ανθρωπογενή πόλη ή στη φύση, αλλά διανυκτερεύω και την επαύριον αφήνομαι πάλι σε αυτό που με χαρακτηρίζει βαθύτερα, στην περιπλάνηση μου στην ανοικτότητα του κόσμου. Αυτή η πολιτική του στάση, μας προτρέπει να αναθεωρήσουμε την πολιτική των πραγμάτων και κατ’επέκταση τους τρόπους με τους οποίους κατοικούμε το “περιβάλλον”. [3]
[2] Αποστόλης Αρτινός, 2014. Η ετεροτοπία της καλύβας, ΣΜΙΛΗ (Οκτώβριος 2014) [3] ο.π.
CHAPTER 3 - WAYS OF INHABITING [3.2] Hybrid Geographies: Ways of Inhabiting the World [3.2.1] Latest Landscapes Οι σημερινές υποδομές - super-infrastructures, δε μπορούν να γίνουν αντιληπτές με χαρακτηριστικά που αποδίδονται συνήθως στην αρχιτεκτονική, όπως narratives, user, experience etc. Αντίθετα, ο infrastructural χώρος, είναι ωφελιμιστικός και καθοδηγείται από δεδομένα. Η κλίμακα του δεν είναι σύμφωνη με αυτή του ανθρωπίνου σώματος, αλλά σύμφωνα με αυτή των μηχανών, της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού και κατανάλωσης, της γεωγραφιας και του τοπίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που η άφιξη μιας νέας τεχνολογίας αναδιαμόρφωσε ριζικά το δομημένο περιβάλλον (built environment) και μαζί της τον κλάδο της αρχιτεκτονικής. Η εισαγωγή τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ολοένα ταχύτερη παραγωγή μηχανικού περιβάλλοντος, αποκάλυψαν όπως είδαμε μια νέα εποχή, τη Post-Anthropocene. Τα μηχανικά τοπία (όπως αυτά που αναλύθηκαν), και οι σκοποί που εξυπηρετούν, η μαζική εξόρυξη πόρων για την κάλυψη αναγκών ενέργειας και μαζικής κατανάλωσης προϊόντων, είναι ο βασικός κινητήρας της εποχής αυτής. Η ελλειψη εξοικείωσης, το ανοίκειο, ο αποκλεισμος, η ανθρώπινη αντίληψη για το τεχνολογικό μεγαλείο κ.α., μπορεί να προκαλέσει μια πληθώρα αντιδράσεων. Αυτές οι αντιδράσεις μάλλον μετακινούνται διαλεκτικά από το δέος, την περιέργεια και την επιθυμία, στην κατάπληξη και το φόβο, έως την αποξένωση και την απώλεια ταυτότητας, υποκινώντας μια θεμελιώδη επανεκτίμηση της αίσθησης θέσης του ανθρώπου στον κόσμου. Μια εγγενής ασάφεια εμφανίζεται μεταξύ συνόρων όπως το φυσικό και το τεχνητό, human - nonhuman, και τελικά λειτουργεί ως ένα μέσο διατάραξης των συμβατικών συστημάτων ταυτότητας, ορίων, τάξης και νοήματος. Μια τέτοια επανεκτίμηση επιτυγχάνει τη δυνατότητα παραγωγής νέων μορφών γνώσης, σχεδιασμού και ευαισθητοποίησης για τον κόσμο και τελικά τη θέση μας σε αυτόν. Έτσι, χάρις την περιήγηση που πραγματοποιήθηκε στη προηγούμενη ενότητα, καταβάλλεται μια προσπάθεια για να δούμε πως η παραγωγή τέτοιων μηχανικών τοπίων ή ακόμη, μηχανικών aesthetics, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο από την αρχιτεκτονική με σκοπό την κατανόηση και αντίληψη του κόσμου που σήμερα αλλά και μελλοντικά θα “κατοικήσουμε”.
[3.2.2] the Environment that Could Be Στην εποχή που διανύουμε, οι μεταβαλλόμενες διαδικασίες εμπλοκής του ανθρώπου με το κόσμο έχουν μετασχηματίσει τα τοπία και έχουν αναδιαμορφώσει την αντίληψη μας για αυτά. Νέες υποδομές, αμφιλεγόμενες προσεγγίσεις σχετικά με το τι τελικά παρέχουν καθώς και ποικίλα πρότυπα ολοένα ταχύτερης ανάπτυξης, έχουν κάνει πιο περίπλοκες τις τοπικές γειτνιάσεις με τα βουνά, δάση, χωράφια, πόλεις, ωκεανούς, κ.λ.π. Καθώς άτυπες εγκαταστάσεις διασταυρώνονται με εδαφικά συστήματα, καθώς οι κυβερνήσεις ενισχύουν τα εθνικά σύνορα και καθώς οι πρακτικές σχεδιασμού εφευρίσκουν νέες μορφές για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων οικολογικών κρίσεων, η επανεξέταση των περιβαλλόντων που αναδύθηκαν αλλά και η αμφισβήτηση αυτών που είναι σε αναμονή, έχει καταστεί αναγκαία. [1]1 Η αναγνώριση ότι το “landscape” είναι κάτι περισσότερο από “land”, απαιτεί μια μετατόπιση στα σημεία που εστιάζουμε. Οι όροι “land” και “landscape”, κουβαλούν μαζί τους συνειρμούς για το φυσικό, το γεωργικό, υπαινιγμούς “aesthetics”, ιστορίες με νομικές και εδαφικές αντιλήψεις σε πλαίσια διεθνής πολιτικής, ακόμη και πολιτιστικές ταυτότητες. “customs and culture defined a Land, not physical geographical characteristics” [2] Επομένως, η έννοια “landscape” δεν είναι προσκολλημένη στη γη (land), αλλά κρατείται εντός ενός περιβάλλοντος. Η αναγκαία λοιπόν εξέταση και αμφισβήτηση του περιβάλλοντος είναι ουσιαστικά ένας τρόπος “of being”, “a way of seeing”, και ουσιαστικά ένας τρόπος “inhabiting”. Μια συνεχής διαδικασία εμπλοκής με το περιβάλλον επιτρέπει την εμφάνιση ευκαιριών υλικής, πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής. Μια διαδικασία όπου ο ρόλος του σχεδιασμού είναι κρίσιμος στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε, μετράμε και τελικά “κατοικούμε” τον κόσμο.
[1] Ed Wall, The Landscapists, Architectural Design, Wiley; 1 edition (April 6, 2020) [2] Kenneth Olwig, Landscape, Nature, and the Body Politic: From Britain’s Renaissance to America’s New World, University of Wisconsin Press, Madison (WI), 2002, p 19.
CHAPTER 3 - WAYS OF INHABITING [3.2] Hybrid Geographies: Ways of Inhabiting the World [3.2.3] False Choices Όπως παρατήρησε ο Fredric Jameson, είναι πλέον ευκολότερο για εμάς να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά μια εναλλακτική λύση για τον καπιταλισμό. Ωστόσο, οι εναλλακτικές είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε. Ποιος είναι ο ρόλος του σχεδιασμού ως προς τι αλλαγές; Όταν οι άνθρωποι σκέφτονται το design, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι αφορά την επίλυση προβλημάτων. Αντιμέτωποι με τεράστιες προκλήσεις όπως ο υπερπληθυσμός, η έλλειψη νερού και η κλιματική αλλαγή, οι σχεδιαστές καταβάλλονται με μια συντριπτική ώθηση να συνεργαστούν με σκοπό να τις διορθώσουν, σαν να μπορούν αυτές οι προκλήσεις να αναλυθούν, να ποσοτικοποιηθούν και να επιλυθούν. Η εγγενής αισιοδοξία του design δεν αφήνει καμία εναλλακτική λύση, αντίθετα καθίσταται σαφές ότι πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι αδιευκρίνιστες και ότι ο μόνος τρόπος για να τις ξεπεράσουμε είναι να αλλάξουμε τις αξίες, τις πεποιθήσεις, τη στάση και τη συμπεριφορά μας. 1[3] Η στάση αυτή μας προτρέπει να εστιάσουμε στις εσωτερικευμένες ιδέες μας, τη συμπεριφορά μας, που συνολικά διαμορφώνουν τον κόσμο εκεί έξω, παρά σε δράσεις κατά τις οποίες διοχετεύουμε ενέργεια και πόρους ώστε να παραποιούμε τον κόσμο εκεί έξω. Βέβαια αν και το πεδίο των στρατηγικών ενδεχομένων είναι ευρύ, είναι μάλλον οι λάθος επιλογές που δημιουργούν το πλαίσιο σχετικά με την εμπλοκή μας με τα τα παραπάνω περιβάλλοντα, έχοντας ως σκοπό τη διάνοιξη και τη διεύρυνση του πεδίου ως free agents, αναθεωρώντας τη θέση μας ως προς και μέσα στον κόσμο. Αυτές οι επιλογές περιλαμβάνουν αρχικά την αφελή πεποίθηση ότι η αρχι-τεκτονική και το τοπίο μπορούν και πρέπει να επιφορτιστούν με την επίλυση των προβλημάτων του κόσμου, όπως υποστηρίζει η βιωσιμότητα (sustainability). Επιπλέον, οι επιλογές αυτές εκφράζονται πολλες φορές σαν ένας φαταλιστικός σολιψισμός που θέλει τα περιβάλλοντα να υποχωρούν σε μια πειθαρχική αυτονομία, όπως θα υποστήριζε ο αναγεννημένος Μέτα Μοντερνισμός καθώς και άλλες τέτοιες τυπικές πρακτικές, ή ακόμη και τη παραίτηση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού υπέρ διαφόρων ερευνών που
[3] Anthony Dunne and Fiona Raby, Speculative Everything: Design, Fiction, and Social Dreaming, The MIT Press; 1st edition (December 6, 2013)
διεξάγονται με μεθόδους άλλων επιστημονικών κλάδων, εκτός της αρχι- τεκτονικής και του τοπίου δηλαδή, όπως η γεωγραφία ή η φωτογραφία. Αποφεύγοντας λοιπόν τέτοιες παγίδες, οι αρχιτέκτονες είναι σε θέση να πραγματοποιούν το μοναδικό τους δυναμικό, να εμπλέκουν τον κόσμο με τους δικούς τους όρους και μέσω των δικών τους μέσων. Με τον τρόπο αυτό, η πράξη του σχεδιασμού μεταβολίζεται για να κάνει ορατό και απτό, σε υλικούς, πολιτικούς, χωρικούς και ακόμη και προγραμματικούς όρους, τη σύγχρονη συνθήκη ενός πλανήτη που έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του και βρίσκεται στο χείλος ριζικών μετασχηματισμών. [4]1
[4] Liam Young, Machine Landscapes: Architectures of the Post Anthropocene (Architectural Design), Wiley; 1 edition (February 11, 2019)
CHAPTER 3 - WAYS OF INHABITING [3.2] Hybrid Geographies: Ways of Inhabiting the World [3.2.4] speculating the postO σχεδιασμός μπορεί να προσφέρει πολλές δυνατότητες καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για να υποθέσουμε πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Συγκεκριμένα, ο speculative σχεδιασμός ευδοκιμεί με τη φαντασία και αποσκοπεί στο άνοιγμα νέων προοπτικών, για παράδειγμα σε αυτά που πολλές φορές θεωρούνται προβλήματα, καθώς και στη δημιουργία χώρων για συζήτηση και debate σχετικά με εναλλακτικούς τρόπους ύπαρξης. Τέτοιες προσεγγίσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για το συλλογικό επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας με την πραγματικότητα. Συχνά αναφέρεται πως αν κάτι είναι speculative ή conceptual, είναι μόνο μια ιδέα. Βέβαια, αυτή η αντίληψη χάνει εντελώς το νόημα. Επειδή ακριβώς είναι μια ιδέα, είναι και σημαντικό. Τα εννοιολογικά σχέδια δεν είναι μόνο ιδέες, αλλά και ιδεώδη, και όπως επεσήμανε η φιλόσοφος Susan Neiman, πρέπει να μετρήσουμε την πραγματικότητα ενάντια στα ιδανικά, όχι το αντίστροφο: «Τα ιδανικά δεν μετριούνται από το αν συμμορφώνονται με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα κρίνεται από το αν ανταποκρίνεται στα ιδανικά. Το καθήκον του λόγου είναι να αρνηθούμε ότι οι ισχυρισμοί της εμπειρίας είναι οριστικοί και να μας ωθήσουν να διευρύνουμε τον ορίζοντα της εμπειρίας μας παρέχοντας ιδέες που η εμπειρία πρέπει να υπακούει. “ [5]1 Ενώ έχουμε επίγνωση των υποσχέσεων και των απειλών που φέρει μαζί της η τεχνολογική πρόοδος, δεν έχουμε ακόμη τα διανοητικά μέσα και τα πολιτικά εργαλεία για τη διαχείρισή της. [6] Ο speculative σχεδιασμός ως γλώσσα κατανόησης και επικοινωνίας μπορεί να αμφισβητήσει τέτοιες ιδέες και ιδεώδη, όπως αυτά έχουν πάρει μορφή σήμερα, και να αναδείξει τις συνέπειες των ανθρωποκεντρικών πράξεων. Κατ’ επέκταση μάλλον συντελεί στο να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του αρχιτέκτονα και τι καλείται να επωμιστεί. Αναλυτικότερα, ο σχεδιασμός θα μπορούσε να αναλάβει ένα πολιτικό και
[5] “Ideals are not measured by whether they conform to reality; reality is judged by whether it lives up to ideals. Reason’s task is to deny that the claims of experience are final—and to push us to widen the horizon of our experience by providing ideas that experience ought to obey.” Tim Black, interview with Susan Neiman, Spiked Online. Link:http://www.spiked-online.com/index.php/site/reviewofbooks_article/7214. [6] Anthony Dunne and Fiona Raby, Speculative Everything: Design, Fiction, and Social Dreaming, The MIT Press; 1st edition (December 6, 2013)
κοινωνικό σκοπό, και με αυτόν τον τρόπο να παίξει ρόλο στον “εκδημοκρατισμό” της τεχνολογικής αλλαγής διευρύνοντας τη συμμετοχή και σε άλλους nonhuman παράγοντες. Θα μπορούσαμε ως σχεδιαστές να μετακινηθούμε από το να σχεδιάζουμε applications, στο να σχεδιάζουμε implications, δημιουργώντας conceptual ή fictional προϊόντα και υπηρεσίες που τοποθετούν αυτές τις νέες εξελίξεις στην καθημερινή υλική κουλτούρα (material culture). [7]1 Μια τέτοια εργονομία υπήρχε ανέκαθεν. Για παράδειγμα, εμφανίστηκε πρόσφατα κατά τη διάρκεια της μηχανικής εποχής ώστε να εξασφαλιστεί η καλύτερη φυσική προσαρμογή μεταξύ του ανθρωπίνου σώματος και των μηχανών. Τι σημαίνει αυτό;
[7] Anthony Dunne and Fiona Raby, Speculative Everything: Design, Fiction, and Social Dreaming, The MIT Press; 1st edition (December 6, 2013)
CHAPTER 3 - WAYS OF INHABITING [3.2] Hybrid Geographies: Ways of Inhabiting the World [3.2.5] i Consume, therefore i am Politics Όταν καταναλώνω “είμαι”. Όταν καταναλώνω διαμορφώνω το πως “υπάρχω” στον κόσμο. Μέσα από τη κατανάλωση, παίρνουμε ταυτόχρονα και πολιτική θέση. Μια θέση για το πως ο κοσμος λειτουργεί, και συνολικότερα πως δια-μορφώνεται το περιβάλλον γύρω μας. Με άλλα λόγια, το κοινό ως πολίτες πάντα συμμετείχε σε συζητήσεις, διαμορφώνοντας αξίες, ηθικές και κοινωνικά ζητήματα. Ωστόσο, όταν ενεργούμε ως καταναλωτές, συχνά αναστέλλουμε αυτές τις γενικές πεποιθήσεις και ενεργούμε με άλλες παρορμήσεις. Υπάρχει λοιπόν ένας διαχωρισμός μεταξύ του πως πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι τα πράγματα και του πώς τελικά συμπεριφερόμαστε στην πραγματικότητα. Συνήθως, όταν συζητάμε για μεγάλα ζητήματα, όπως η οικολογική κατα-στροφή, το κάνουμε ως πολίτες, αλλά ως καταναλωτές βοηθάμε την πραγματικότητα να διαμορφωθεί. Έτσι, όταν τα προϊόντα αγοράζονται, εισέρχονται στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου και έχουν το παραπάνω αποτέλεσμα. Συμπερασματικά, η πράξη της αγοράς καθορίζει το τεχνολογικό μας μέλλον. Για το σκοπό αυτό, παρουσιάζοντας στους ανθρώπους fictional προϊόντα, υπηρεσίες και συστήματα μέσω του σχεδιασμού σχετικά με εναλλακτικά μελλοντικά σενάρια, οι άνθρωποι μπορούν να συνεργαστούν κριτικά με αυτά ως πολίτες-καταναλωτές. Η ιδέα για πιθανά εναλλακτικά σενάρια συνιστά ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία για την καλύτερη κατανόηση του παρόντος αλλά και να συζητηθεί το πως θέλουμε να υπάρχουμε στον κόσμο. Ακόμη, αντί να αναλογιζόμαστε την αρχιτεκτονική, τα προϊόντα και το περιβάλλον, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με νόμους, ηθική, πολιτικά συστή-ματα, κοινωνικές πεποιθήσεις, αξίες, και πώς αυτά μπορούν να μεταφραστούν σε υλικές εκφράσεις, ενσωματωμένες σε μια νέα υλική κουλτούρα (material culture). Συνολικά μπορούν να γίνουν κομμάτια ενός άλλου καταναλωτικού κόσμου, ενός μεγαλύτερου συνόλου όπου η δεοντολογία του να καταναλώνεις και κατ’ επέκταση του να “κατοικείς”, θα συμπεριλαμβάνει human και nonhuman παράγοντες, λειτουργώντας μεταξύ τους ως συνεκδοχές. [8]1
[8] Anthony Dunne and Fiona Raby, Speculative Everything: Design, Fiction, and Social Dreaming, The MIT Press; 1st edition (December 6, 2013)
[3.2.6] nature as design Αυτή η κοινωνικοποίηση του σχεδιασμού σε human και nonhuman παράγοντες πως διευρύνεται; Πως ο σχεδιασμός μπορεί να συντελέσει στη δρομολόγησή της; Ο “constructal law” μας επιτρέπει να κάνουμε ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την αναζήτηση. Μας διδάσκει πως οτιδήποτε ρέει, “flows”, που αφορά σχεδόν τα πάντα, είναι “ζωντανό”, γιατί καθώς ρέει εξελίσσεται. [9]1 Όπως αναφέρει ο Adrian Bejan, η ζωή είναι μια επίμονη κίνηση και ένας μηχανισμός κατά τον οποίο τα animate και inanimate συστήματα ροής (flow systems), μεταμορφώνονται έτσι ώστε να προσφέρουν καλύτερη πρόσβαση σε ό,τι ρέει. Όταν μια ροή σταματά, τότε ο σχηματισμός της μετατρέπεται σε “flow fossil” (απολιθωμένη ροή). Διδάσκοντας μας λοιπόν ότι η ζωή είναι ροή, ο constructal νόμος καταρρέει τις ψευδείς διακρίσεις μεταξύ έμψυχου και άψυχου, human και nonhuman, παρέχοντας έναν ενιαίο νόμο για τα σχέδια και τις εξελίξεις στη φύση. Η αντίληψη αυτή ολοκληρώνει την εικόνα στην οποία η ανθρωπότητα δε στέκεται ξεχωριστά από τη φύση, αλλά είναι μια παρουσία που διέπεται από τη φύση. Στην πραγματικότητα, οτιδήποτε στη γη είναι μια εκδήλωση της φύσης. Τίποτα δεν είναι “αφύσικο” ή “τεχνητό”. [10] Συνεπώς, τα μηχανικά τοπία αλλά και γενικότερα οι ποικίλες τεχνολογικές εφευρέσεις αποκαλύπτουν ότι η ιστορία δεν είναι μια σειρά διακριτών αφηγήσεων, αλλά μια μόνο ιστορία που έχει υφανθεί συνολικά από τις διάφορες ροές που ζευγαρώνουν και μορφοποιούν τη Γη. Έτσι η Γη είναι το μεγαλύτερο σύστημα ροής που μας περιβάλλει: είναι η ίδια η φύση. Η φύση φαίνεται περίπλοκη. Ωστόσο, τα σχέδια της δεν είναι τυχαία ή ασυνάρτητα. Όλα τα σχέδια εφαρμόζουν, animate και inanimate, human και nonhuman. Δεν ταιριάζουν τέλεια και ποτέ δεν θα ταιριάζουν. Τείνουν αδιάκοπα να ταιριάξουν, ολοένα καλύτερα με την πάροδο του χρόνου. Το γεγονός ότι οτιδήποτε κινείται είναι ελεύθερο να μεταμορφωθεί, σημαίνει ότι καθετί εξελίσσεται, έτσι ώστε το ολόκληρο να ρέει καλύτερα. [11] Αυτή η θεώρηση μας επιτρέπει να αναγούμε τα human-machine landscapes που είδαμε, αυτές τις more-than-human οντότητες σε επίπεδο κατανόησης ως flows. Όλα αυτά τα flow συνδέονται με τη γεωγραφία καθώς όλα συμβαίνουν στο τοπίο της γης.
[9] Adrian Bejan, Design in Nature: How the Constructal Law Governs Evolution in Biology, Physics, Technology, and Social Organizations. Anchor; Reprint edition (January 8, 2013) [10] ο.π. [11] ο.π.
Μεταμορφώθηκαν με τον τρόπο αυτό, είτε μεταφέροντας και χρησιμοποιώντας ενέργεια είτε για να διαδώσουν περισσότερη μάζα και σε μεγαλύτερη έκταση γης, όπως υποστηρίζει ο constructal νόμος. Ωστόσο είναι σημαντικό να επισημανθεί πως κάθε αλλαγή δε σημαίνει ότι ήταν μια βελτίωση αλλά ότι, σε γενικές γραμμές οι αλλαγές που επέμειναν ήταν αυτές που διευκόλυναν την πρόσβαση στη ροή. Συμπερασματικά, τα εξελισσόμενα σχέδια των more-than-human που δημιουργήθηκαν είναι αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης. “Το κατασκευασμένο ή το τεχνητό είναι η σφαίρα των πραγμάτων που υπάρχουν μόνο επειδή υπάρχουμε. Επειδή είμαστε φυσικοί, οι επεκτάσεις μας είναι φυσικές, όχι αφύσικες.” [12]1 Επομένως, η more than human συνθήκη που ρέει και εξελίσσεται, το κάνεις προς ποια κατεύθυνση; Μάλλον στην ίδια κατεύθυνση με όλες τις διαμορφώσεις των ροών, προς σχέδια που ρέουν ευκολότερα σαν ένα σύνολο. Αυτό υποδεικνύει ότι η παραπάνω συνθήκη θα συνεχίσει να εξελίσσεται. Οι νέες τεχνολογίες, όπως η αυτοματοποίηση, η τεχνητή νοημοσύνη, οι υπολογιστές, έχουν αυξήσει και βελτιώσει τη ροή πληροφοριών, των ανθρώπων και των αγαθών σε όλο τον κόσμο και πρόκειται να συμπληρωθούν με νέες εφευρέσεις που θα επιτρέψουν στη τρέχουσα κατάσταση να ρέει στον κόσμο πιο εύκολα και πιο φθηνά. Οι σύγχρονοι “Thoreau” που θρηνούν τις “dehumanizing” επιπτώσεις τέτοιων φυσικών εξελίξεων, δεν είναι μόνο στη λάθος πλευρά της ιστορίας, αλλά και στη λάθος πλευρά της φυσικής. Στην ίδια πλευρά είναι και αυτοί που απαιτούν από τον παγκόσμιο πληθυσμό να μειώσει τη χρήση της ενέργειας. Η τεχνολογία θα συνεχίσει να εξελίσσεται προς μεγαλύτερη απόδοση, περισσότερη ενέργεια που παράγεται και χρησιμοποιείται, και όχι λιγότερη. Η επιδίωξη υψηλότερης απόδοσης δεν θα οδηγήσει σε λιγότερη κατανάλωση καυσίμων. Τα στοιχεία για αυτό είναι τεράστια, όπως αναφέρει ο Adrian Bejan στο βιβλίο του Design in Nature: How the Constructal Law Governs Evolution in Biology, Physics, Technology, and Social Organizations. “Μore power for more individuals over larger territories, and more power used by every individual.” [13] Συμπερασματικά, γίνεται κατανοητό πως χρήση ενέργειας δεν είναι απλώς ένα πολιτικό ή κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και ένα φυσικό φαινόμενο που διέπει τις ανθρώπινες ενέργειες. Αυτό που ο σχεδιασμός μπορεί να προβλέψει είναι το γεγονός ότι οι καλύτερες διαμορφώσεις ροών, μπορούν να αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες διαμορφώσεις.
[12] Adrian Bejan, Design in Nature: How the Constructal Law Governs Evolution in Biology, Physics, Technology, and Social Organizations. Anchor; Reprint edition (January 8, 2013) [13] ο.π.
CHAPTER 3 - WAYS OF INHABITING [3.2] Hybrid Geographies: Ways of Inhabiting the World [3.2.7] where the posthuman dwells (ways of inhabiting) Στις 4 Ιουλίου 1845 ο Thoreau κατοίκησε για πρώτη φορά σε μια καλύβα στο δάσος δίπλα από τη λίμνη Walden. Το καλοκαίρι του 1922 ο Martin Heidegger μετακόμισε σε μια μικρή καμπίνα στα βουνά του Μέλανα Δρυμού…, γεγονότα που έγιναν αφορμή για διερευνήσουμε τρόπους με τους οποίους μπορούμε να κατοικήσουμε στο κόσμο. Οι γεωγραφίες που αναδύθηκαν, έκαναν φανερές τις ποικίλες και υβριδικές εμπλοκές μας με το περιβάλλον, δείχνοντας προς μια κατοικία. Μια κατοικία ναι μεν κινητή και λίγο χαοτική, αλλά και μια κατοικία λειτουργικά ανοιχτή: ανοιχτή σε μετασχηματισμούς και επαναστάσεις, έτοιμη να καλωσορίσει φύσεις, θέματα και πολιτιστικούς παράγοντες (cultural agents) που καθορίζουν την ύπαρξη του ανθρώπου, που μαζί της φέρει τις βιολογικές και ιστορικές του περιπέτειες. Μια κατοικία όπου “the posthuman dwells.” Είναι μια συλλογική κατοικία “νομαδικών” αφίξεων και φυγών, και πάνω από όλα για μια “ανήκουν-όλα-μαζί” (belonging together) κατάσταση. Μια κατάσταση πολλαπλών μεταμορφώσεων. Έτσι, ο κάτοικος της είναι στην πραγματικότητα “ένα συσχετιστικό υποκείμενο το οποίο αποτελείται εντός και από την πολλαπλότητα, ένα υποκείμενο που βασίζεται σε μια ισχυρή αίσθηση συλλογικότητας, συσχετιστικότητας και επομένως συλλογικής κατοίκησης”, όπως δηλώνει η Rossi Braidotti. Με άλλα λόγια, καθώς η κατοικία του είναι νομαδική και προσβάσιμη σε πολλαπλούς επισκέπτες, το υποκείμενο posthuman είναι ένας αδιάκοπος και κοινωνικός παράγοντας (agent), με αποστροφή στους περιορισμούς και τα όρια, και οντολογικά γεμάτος ιστορίες. [14]1 Η νομαδική κατοικία, έρχεται σε αντιπαράθεση με τη δυτική σκέψη, που στο μεγαλύτερο μέρος της, λειτουργούσε έχοντας ως αρχή της ένα σταθερό και δεδομένο αξίωμα: το αξίωμα του άνδρα είτε του υποκειμένου της ανθρωπότητας. Ακόμη και πέρα από την ανθρώπινη σφαίρα, η ζωή καταφέρνει μέσα από τις σταθερές αντιλήψεις να δημιουργήσει ένα ον που αντιλαμβάνεται αλλά και γίνεται αντιληπτό, ένα εσωτερικό κι ένα εξωτερικό. Ο σκοπός της νομαδολογίας είναι να ελευθερώσει την σκέψη από μία καθιερωμένη οπτική ή κρίση.
[14]
Braidotti Rossi. 2009. “Animals, Anomalies and Inorganic Others”. PMLA
Επιτρέπει στην σκέψη να περιπλανιέται, να κινείται πέρα από κάθε αναγνωρισμένο έδαφος ή περιβάλλον, να δημιουργεί νέα «εδάφη». [15] 1 Επομένως, μια δεοντολογία κατοίκησης που προϋποθέτει τη στροφή του ανθρώπου προς τα έξω, απαιτεί αντίστροφα να προσκαλέσει οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τις πόρτες, μέσα. Αυτή η αντιστροφή δεν προορίζεται να εξισορροπήσει τα πάντα σε μια ανθρωποκεντρική ή ανθρωπομορφική ομοιότητα αλλά, αντίθετα, να δημιουργήσει χώρο για μια «ηθική του Πραγματικού», σύμφωνα με τον όρο της Catriona Sandiland, στην οποία η φύση δεν είναι «ανθρώπινη κατασκευασμένη παρουσία, αλλά μια ενεργή, αινιγματική άλλη». Όπως ρωτά ο θεωρητικός Brian Massumi, «Ποια είναι η ποιοτικά μετασχηματιστική δύναμη που κάνει κοινωνική είσοδο; Δεν είναι η φύση; Τι είναι η φύση «από μόνη της», αν όχι το δυναμικό αποθεματικό έκπληξης του κόσμου; » Η Elizabeth Grosz γράφει ότι τα πιο «δυναμικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής, καθώς και εκείνα της τέχνης, της κοινωνικής και πολιτικής ζωής φιλοδοξούν να γιορτάζουν στην απόλυτη συγκίνηση του άγνωστου». Και, όπως σημειώνει ο Jeffrey Jerome Cohen, με τη φιλοσοφία του agentism: “human και ο nonhuman έχουν τη δυνατότητα να σφυρηλατούν πολλαπλές συνδέσεις, να διατηρούν (ή να σπάνε) μετασχηματιστικές σχέσεις, να επιφέρουν το νέο, να δημιουργούν, να εξαφανίζονται, να εκπλήσουν.” [16] Εγκαταλείποντας λοιπόν την αίσθηση κυριαρχίας μας μπορούμε ανοίξουμε τους εαυτούς μας, τους χώρους διαβίωσης, εργασίας καθώς και τους δημόσιους χώρους μας, στις ενέργειες, τις αναμνήσεις και στο “agency” των nonhuman. Ακριβώς όπως ο Thoreau, που αναφέρει ότι στη καλύβα του “I had three chairs in my house; one for solitude, two for friendship, three for society.”, έτσι και εμείς χρειάζεται να κοινωνικοποιήσουμε τις τεχνολογίες μας.
[15] Claire Colebrook, 2003. Understanding Deleuze, Allen & Unwin, National Library of Australia [16] Stacy Alaimo, 2016, Exposed: Environmental Politics and Pleasures in Posthuman Times. Published by University of Minnesota Press
Να είμαστε παρόντες δηλαδή με τις nonhuman κοινότητες στις οποίες βασιζόμαστε. Είναι σημαντικό μαζί τους να έρθουν διαφορετικές μορφές διακυβέρνησης, διαφορετικές μορφές κατανομής εξουσίας και διαφορετικές μορφές οικονομίας συντελώντας στο να μετασχηματίσουν το φιλοσοφικό τοπίο στο οποίο ζούμε σήμερα, human και nonhuman. Αυτό συνεπάγεται νέες μορφές αφήγησης για τον κόσμο και τη κατοικησιμότητα του. Προς το παρόν βρισκόμαστε σε μια εποχή που όπως ο Bruno Latour αποκάλεσε: “the profound mutation in our relation to the world”, και οι αφηγήσεις που υπάρχουν σε αυτή μας επιτρέπουν να αναδείξουμε όχι μόνο τις “anthropocene” πρακτικές και παγίδες αλλά και αφηγήσεις μιας εποχής που ακόμη δεν υπάρχει. Δεν θα λύσουμε τα προβλήματα του κόσμου. Μπορούμε όμως να αλλάξουμε την αφήγηση για τον κόσμο μας και να αρχίσουμε να την εφαρμόζουμε. Και έτσι τελικά να κατοικήσουμε ανάμεσα σε άφθονα “places of transformation”.