---------------------------------
-
----------
-------ΚΑ
--
-----
,
-----
--
Α
Τ) θΙ ΑΝΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ
ΠΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ
αποτελεί Ε
Συγγραφέν Γερμανιστί ΥΠΟ ΦΙΛΙΠΠΟΥ CHAFP,
ΚΛΕΙΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, A Μεταφρασθέν ελληνιστί ΥΠΟ ΓΡ. Τ. ΓΩΓΟΥ ΤΟΥ ΛΕΣΒΙΟΥ,
και έκδοθέν τη φιλοτιμω δαπάνη της Εφορίας τής εν Σμύρνη Ευαγγελικής Σχολής, επ' ωφελεία του εκπαιδευτικού τούτου καταστήματος,
ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ,
Εκ του τυπογραφείου της Αμαλθείας. 1869.
εί,
1 και
-
--
- - - ---------
---------------------------------------------------------------------------
: και κόπος και ΣΑΣ-Ο Ο:ς
και και
καιρία
ΤΩ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΩ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΣΜΥΡΝΗΣ
ΧΡΥΣΑΝΘΟ, ΤΟ ΛΕΣΒΙΟι THN ΒΙΒΛΟΝ ΤΑΥΤΗΝ
ΕΙΣ ΑΙΔΙΟΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΕΥΛΑΒΩ Σ Α Ν Α Τ Ι ΘΗΜΙ,
Φιλόχριστε"Ιεράρχα, Από πεντήκονται ήδη έτων
λειτουργών
Χριστώ τώ Θεώ έν οσιότητι και δικαιοσύ νη, ου μην αλλά και ποιμαίνων θεαρέστως και διδάσκων τούς χριςιανούς έν πίστει και
αγάπη τον σωτήριον λόγον της αληθείας και
της χάριτος, συμπληρος νυν εν άγια χαρά και αγαλλιάσει, και πρεπόντως έρτάζεις την σεμνήν και κλεινήν πεντηκονταετη ρίδα των υπέρ της ορθοδόξου ήμων πίστεως
και εκκλησίας ερων αγώνων και άλλων σου.
Ευεργετηθείς δέκαγώ συν πολλοίς άλλος παρά της Σης αγαθότητος, κα οφελών εν τη χαρμοσύνη ταυτη περιστασει τα τε εμα
συγχαρητήρια και την εγκάρδιον ευγνωμο
σύνην μου διερμηνεύσα, άνατίθημι εύλα βώς την βίβλον τήνδετο σεπτό Σου ονόμα τι, υπόμνημα με των λαμπρών αρετών ν
-
-
ν
-
ν
ν
-
σου, τεκμηρονοετων προς εμε ευεργεσιών Ο Ο Ο.
Χαίρε δέμο, Ιεράρχα Θεσπέσιε, και ζή θι έπι πλείστους έτι ένιαυτούς, εις δόξαν Χρι στού και επ' αγαθώ της των φιλοκάλων και
ευσεβών Σμυρναίων έκκλησίας, Της υμετέρας πατρότητος υιός εν Χριστο τω Θεώ ευγνωμονεστατος
ΓΡ. Τ. ΓΩΓΟΣ ΛΕΣΒΙΟΣ
« Εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ήν προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο λόγος, « Και ο λόγος σάρξ εγένετο, και εσκήνωσεν εν ημίν,πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. ά. 11, 4) ----------------------------------------------------------------------
« Και ομολογουμένως μέγα έστι το τής ευσεβείας μυστή ριον. Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, έκηρύχθη έν έθνεσιν, έπιστεύθηέν κόσμω, άνελήφθη
ενδόξη» (ά, Τιμοθ. γ΄, 16).
« Απεκρίθη ούν αυτώ Σίμων Πέτρος Κύριε, προς τίνα απε λευσόμεθα; βήματα ζωής αιωνίου έχεις και ήμες πεπιστεύ καμεν και έγνώκαμεν ότι σύ είδΧριστός ο υιός του Θεού του ζώντος » (Ιωάν. σ', 68).
Η ΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ.
Α". ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ.
Η άπλουτέρα γνώσις του ανθρώπου και των πραγ μάτων αρκεί όπως καταδείξη την σπουδαιότητα της επιτυχούς λύσεως του μεγάλου προβλήματος, όπερ ά νέκαθεν προβάλλει εις την ανθρωπότητα μία λέξις πλήρης αινιγμάτων, ή λέξις Πρόοδος, Η λέξις αύτη, είπερ τις και άλλη, οφείλει πρό πάντων να φωτισθή υπό του θείου φωτός, και να όδη γηθή υπό γνώμονος αλανθάστου, καθότι αύτη παρου σιάζεται έντώ άνθρωπίνω βω ή νομίμωτέρα, ή άπο τελεσματικωτέρα και ήθελκτικωτέρα όρμή, και φέρει έν έαυτή την δαψιλεστέραν ενέργειαν, την γονιμωτέ - -
ν
ν
--
--
-
ν
-
ραν oυναμιν και την επικινουνωοεστεραν γοητειαν.
Αλλά τι σημαίνει ή λέξις πρόοδος; Ετυμολο γικώς εξεταζομένη σημαίνει βάδισμα προς τα εμπρός, θεωρουμένη δε έντή μάλλον γενική και στοιχειώδει αυτής έννοία σημαίνει αύξησιν. Η πρόοδος, τουτέ, στι κίνησης προς τα βελτίω, μετάβασης από του άτελεστέρου εις τό εντελέστερον, από του μικροτέρου εις το μεγαλήτερον, έκτασης, ανάπτυξης, ύψω
σις και τελειοποίησης, και εν εν λόγω μεγά λωμα τού όντος, "Η πρόοδος εφαρμοζομένη εις την ζωήν, εκφράζει την φυσικήν εκείνην κίνησιν, μεθ' ής τα έμψυχα όντα
σπεύδουσιν αυξηθώσι και να τελευτήσωσιν ή μάλλον ειπείν, πρόοδος ενταύθα είναι αυτή ή ζωή, ήτις προ χωρεί, εκτείνεται και εφαπλούται από τών εντός προς τα έξω, όπως κατακτήση πασαν την σφαίραν, ην ο 1-
β'.
Θεός παρέχει εις αυτήν εν τώ διαστήματα και εν τη διαρκεία Αλλ' ή πρόοδος θεωρουμένη σχετικώς π, ίς τον άνθρωπον, δημιούργημα πεπροικισμένον υπό νοός και ελευθερίας, εστιβάδισμα ελεύθερον προς το τέλος αυτού, όρμή λογική προς το ιδεώδες αυτού, κίνησις εκ των κάτω προς τα άνω αναβιβάζουσα αύ, τόν από βαθμίδος εις βαθμίδα και χειραγωγούσα εις
το άκρον άγαθόν, πρός ο αείποτε αποβλέπει, άγα πά και προσπαθεί όλας δυνάμεσι να φθάση. Τούτων δ ούτως εχόντων, ή πρόοδος επί το α ναγκαιότερον και νομιμώτερον στοιχείον της τών έμ
ψύχων όντων υπάρξεως Πάσα δημιουργηθείσα ζωή ευρίσκεται ένακαταπαύ στω ενεργεία τε και κινήσει, ή μιμουμένη, όσον δύνα ται, τον αιώνιον αυτής τύπον και σπεύδουσα διά της
βαθμιαίας αυξήσεως και εν τω πληρώματα της άνα πτύξεως να φθάση το τελευταίον όριον, όπερ ό Θε ός δίδωσιν αυτή, αλλ' ή ανάγκη αύτη της υψώσεως και της έκτάσεως, ούσα ή φυσική φιλοδοξία πάσης δημιουργηθείσης ζωής, προ πάντων και εξόχως είναι ή ακόρεστος φιλοδοξία του λογικού και ελευθέρου όν τος, όπερ καλείται άνθρωπος ό άνθρωπος φύσει ών επιδεκτικός ακαταπαύστου τελειοποιήσεως, το δε
βλέμμα και την καρδίαν έχων αείποτε εστραμμένα προς το άπειρον, από του βάθους της αθλιότητος αυ τού αισθάνεται έαυτόν ικανών και άξιον τελειότητος,
ήν φαντάζεται, ήν επιδιώκει και ήν ουδέποτε επί της γης αποκτά επί δε του κατωφλίου της ζωής έτι ευ ρισκόμενος και από της πρώτης αυγής του Λογικού έλλαμπόμενος, διορά εις το βάθος απομεμακρυσμένου όριζοντος την περιπόθητον εικόνα της τελειότητος, θέλγουσαν αυτόν και ισχυρώς έλκύουσαν την εικόνα προς έαυτήν ή τελειότης αύτη, ής την ιεράν αποκά λυψιν φέρει ό άνθρωπος εις το άδυτον της ψυχής του, καθίσταται αυτώ ώθησης και προτροπή ισχυρά, άδια
-
ν
γ
-
λείπτως αυτόν ώθουσα και προτρέπουσα προς τα ύ ψηλότερα, τα τελειότερα και τα θειότερα, καθότι ή ώθησις αύτη είναι πόθος της ζωής, ζητούσης το πάγ καλον ιδεώδες και προσπαθούσης να το μιμηθή, το άφραστον τούτο θέλγητρο, όπερ διηνεκώς θέλγει και ευφραίνει τον άνθρωπον, είναι το πρόσωπον του Θεού, ζών και ακτινοβολούν έν τη ψυχή αυτού, ή δε --
-
ν
ν
ν
-
ν
--------
κίνησις, ήν έκ τούτου λαμβάνει, είναι ή έντύπωσις τού
άπείρου, όπερχθήψατο του θάνθρώπου ό Θεός, άληθώς, ήψατο του βάθους της ανθρωπινης ψυχής, και έβριψεν έν αυτή το απαύγασμα και τό θέλγητρον της θείας αυτού δόξης και ώραιότητος. Όθεν ό άνθρωπος παν ταχού και εν παντί ζητεί το άπειρον τούτο, ούτινος φέρει εν εαυτώ την αναλλοίωτον ύπαρξιν και το άκα ταμάχητον μεγαλείον, το προσκαλεί δι' όλων τών μέ - 1
--
ν
ν
ι
--
ν
σων και των δυνάμεων αυτού, το επιδιώκει δι' όλων
των ενεργειών και κινήσεων, και εις τας μάλλον φρι κτάς αυτού αποπλανήσεις και εξαχρειώσεις ακόμη ό νειρεύεται και ζητεί το άπειρον τούτο, θηρεύων πάντο τε αυτό και όταν απομακρύνεται απ' αυτού!
Ιδού λοιπόν ό άνθρωπος, φύσει επιδεκτικός τελειό τητος, αδυνατών άρνηθήνα την φιλοδοξίαν του είναι τέλειος, και όσω μάλλον άξιος της άνθρωπίνης αυτού ν
ν.
-
ν
--
ν
ν
η
άξίας, τοσούτω άγαπών και επιδιώκων την τελειότη τα. Οντως, ιδού ό άνθρωπος και έκαστος έξ ημων ου ναται ειπείν, αναγνωρίζων έν τους λόγους τούτοις την ν
και -
-
ν
-
ν
ν
-
--
ΥΝ -
εικόνα αυτού, « εγώ είμ ό τοιούτος άνθρωπος, εγώ εμ δν επιδεκτικών τελειότητος, άκαταπαύστως ζητώ το ιδεώδές μου εμι άνθρωπος και έχω την φιλοδοξί αν να μιμηθώ τον Θεον, αισθάνομαι έμαυτον ατελή, άλλ’ επιθυμώ να εύρω την έμην τελειότητα και κα θώς το στήθος μου ποθεί και αναπνέει τον αέρα, ούτω και η ψυχή μου αναπνέει την έαυτής αθλιότητα και -
ποθεί την έαυτής τελειότητα, αναπνέει το ανθρώπι
νον και ποθεί το θείον είμι μικρός, πεπερασμένος
δ'.
-
και ταλαίπωρος, αλλ' αισθάνομαι την ανάγκην νά ύ ψωθώ και ν' αναβώ μέχρι του απείρου, και ούτω να γίνω θεός κατά χάριν. Αιχμάλωτος επί της γης του χρόνου και της εκτάσεως, αποβλέπω πάντοτε προς το αιώνιον και το ατελεύτητον. άχ! θέλω να προχων ρήσω, ουδείς ας μη μ’ εμποδίση, δεν ζω αρκούντως, θέλω να ζήσω αιωνίως και να φθάσω το άπειρον, όπερ
αείποτε με προσκαλεί. » « Έσεσθεούν ύμείς τέλειοι, ώσπερ ό πατήρ υμών ό εν τοις ουρανούς τέλειός έτι »
(Ματθ. έ, 48) είπεν ό Θεός και Σωτήρ μου. Τοιούτον αισθάνομαι έμαυτόν, ώς και πάντες οι άν θρωποι, κατά το μέγεθος της ψυχής και το εύρος της καρδίας, όπερ εκάστω έδωκεν ο Θεός. Όθενό του α πείρου πόθος, όστις ουδέν άλλο έτινή αγάπη της προ -
-
ν
-
r
ν
ν
--
σοου, είναι το αγωτερον και νομίμωτερον στοιχειον
της ανθρωπίνης φύσεως και ουσίας, είναι το ευγενές πάθος των μεγαθύμων, ή φιλοδοξία των ηρώων, ή ύ ψηλή κλήσης του ανθρώπου, αυτός ο άνθρωπος, ακο λουθών την θεοτέραν αυτού όρμην και βαδίζων υπό την χειρα του Θεού προς τον ένδοξον αυτού
προορι
σμόν. Ούχι, ουχι, ή ανάγκη αύτη του τελειοτέρου και
ή φιλοδοξία του καλητέρου δεν είναι εν τώ ανθρώπω αγoνόν τι παιγνιον της προνοίας,
αλλά τουναντίον τό
μέγα τεκμήριον της αποστολής και κλήσεως, ήν ή του θεού πάνσοφος πρόνοια ώρισεν εις τον άνθρωπον, ά νοιξασα ενώπιον αυτού της θαυμαστές απόψεις του ά πείρου, κλήσεως αληθώς μυστηριώδους και προσκυνη της, διής ό Θεός καλεί τον άνθρωπον όπως μεγαλυν
θη παντοιοτρόπως, και υπερβάς τα άλλα δημιουργή ματα άναβη μέχρι του θρόνου της χάριτος αυτού, όσο τις λοιπών εμποδίση τον άνθρωπον εν τη πορεία αυτού και καταδικάση αυτόν εις βαθυμίαν και ακινησία, λέ γων «ανθρωπε έως αυτού, ουκ επιτρέπεται σοι πλέον να προχωρήσης », ό τοιουτος παραβιάζει τον ανθρώ πινον προορισμών, δολοφονεί τον άνθρωπον και παρα
έ
κούει εις το θέλημα του Θεού, Αλλ' ήδη οφειλομεν παρατηρήσαι ότι όσονή προς την πρόοδον βοπή του ανθρώπου έστιν ισχυροτέρα, το σούτον έχει ανάγκην αγαθής διευθύνσεως, και όσον ά γεωτέρα, τοσούτον χρήζει φωτός θείου και γνώμονος ασφαλούς. Αι νομιμώτερα βοπα εισι δυστυχώς αι μάλλον γόνιμοι εν καταστροφους, όταν αποπλανώνται έντή πορεία αυτών. Ιδέαι ουσιωδώς ψευδείς και τά σες φύσει διεφθαρμένα προξενούσι τον όλεθρον και την καταστροφήν, όλεθρον ανάλογον της πλάνης και της διαφθοράς ήν εμπεριέχουσιν άλλ’αι αληθείς ιδέα και αι ιερα τάσεις αποπλανηθείσα, εισι διπλασίως ό λεθριώτερα. Ούτως ή θρησκεία, τουτέστι το έντώ άν θρώπω θεότερον και άγιώτερον αίσθημα, όταν παρα συρθή υπό του πνεύματος της πλάνης και των ανθρω πίνων παθών, τότε γεννά τον σκληρότερον φανατισμών και την μάλλον αποτρόπαιον δεισιδαιμονίαν, και καθι σταται το χειριστον τραύμα της ανθρωπότητος, καίτοι καθ' εαυτήν είναι το βέλτιστον και αναγκαιότερον ά γαθόν. Η ιστορία βρίθει εγκλημάτων και συμφορών, άς παρήγαγαν αι άγιώτερα τάσεις, διαφθαρείσαι ύπο των παθών! οι κατά καιρούς αιρεσιάρχαι δεινώς ετά ραξαν την έκκλησίαν του Χριστού και άνιλεώς εθυσί ασαν τα παντα, οπως κορεσωσι τον εγωισμον και την
φιλοδοξίαν αυτών, ής ένεκα και μέχρι της σήμερον έ τι τα εις Χριστόν πιστεύοντα έθνη στερούνται των α γαθών της ενότητος, της πίστεως και της όμοδοξίας,
αχρις oύ πληθυνθη ή γνώσις, οι δε χριστεπώνυμοι λα οι της γης αισθανθώσι την γλυκύτητα του εν Χριστώ αδελφικού ασπασμού, και ο καιρός του χριστιανικού
τούτου θριάμβου ουκ έστι μακράν Αλλά το όν τούτο, όπερ ποθεί το τέλειον και επιδί
ώκει το άπειρον, εσμέν εγώ και σύ, φίλε αναγνώστα, και πάσα ή άνθρωπότης ή πρόοδος, ιδού ή κινησις
της καρδίας ημών και το θέλγητρον της ψυχής ημών.
ν
-.
ή πρόοδος είναι ό της ανθρωπότητος προορισμός και ή ισχυροτέρα δύναμις, ήτις υπάρχει έντώ ανθρώ πω. Αλλ' άρά γεδιατί; διότι ή προς την πρόοδον αύ τη τάσις είναι ή όρμή της ψυχής προς το ιδεώδες, τι δέ έστι το ιδεώδες, το ιδεώδές έστινή προσφιλεστάτη τελειότης, ής ό άνθρωπος φέρει την ιδέαν ή την παρά τασιν έγκεχαραγμένην εις το βάθος της ψυχής αυτού, το ιδεώδες έστι τό έράσμιον άγαθον, ούτινος ό άνθρω πος φαντάζεται μόνον την εικόνα, και το ωραιότερον,
το μείζον και τελειότερον παντός άνθρωπίνουάριτουρ γήματος. Ο άνθρωπος βλέπει το ιδεώδες πέραν και έ κείθεν των έργων αυτού, και όσον το επιδιώκει, τόσον αυτό φεύγει και βυθίζεται εις τα βάθη του απείρου. Το ακόλουθον παράδειγμα σαφηνίσει βέλτον τόν του δε ώδους όρισμόν μέγας καλλιτέχνης εξετέλεσε το έρ -
-
-
ν
η
-
-
-
γον αυτου το αριστουργημα φαίνεται εν παση αυτου
τή ώραιότητι, οίον εξήλθεν εκ της καλλιτεχνικής χά ριτος, το πλήθος των θεατών βλέπον και θαυμάζοντό
αριστούργημα, κραυγάζει. « αληθώς το έργον τούτο έστι το ιδεώδες », ό αριστοτέχνης βλέπει ώσαύτως το θαυμαζόμενον αυτού καλλιτέχνημα και το αγαπά ώς ένδοξον τέκνον της μεγαλοφυίας αυτού. Αλλ' εν τη έκστάσει και έντώ θαυμασμώ τών άλλων αυτός περί λυπος στενάζει, και οιονεί ζητών εκείθεν του έργου αυτού τέλειό» Τι, όπερ βλέπει απομακρόθεν, λέγει, βί πτων βλέμμα, θλιβερό επί του αριστουργήματος, « ουχι, τουτο ουκ εστι το ιδεώδες, πολλού γε και δεί!» Λοιπόν αόρατόντι και παντέλειον, ού το απαύγασμα έρχεται εις αυτόν ουρανόθεν ιδού το ιδεώδες, χειρα γωγούν αυτόν προς την απόλυτον τελειότητα, προς
το άπειρον, πρός τόν Θεόν διότι το ιδεώδες είναι αυ τός ο θεός, και αύτη ή πτήσης της ψυχής πρός τό -
δεώδες είναι έντώ ανθρώπω το μέγιστον ελατήριον της ενεργείας και δυνάμεως. Το άλογον ζώον ουδέ --
-
--
- -
ν
ν
ν
-
-
- - -
--
ποτε εισε το ιδεώδες, επομένως αγνοεί την ορον της
ζ"
προόδου, ζη και αποθνήσκει εγκεκλεισμένον εν τη αν υπερβλήτω φυλακή του παρόντος, αλλ' ό άνθρωπος δών το ιδεώδες, σπεύδει και διηνεκώς προχωρεί, όπως μίαν ημέραντο φθάση, ανελθών επί των υψηλοτέρων κορυφών, θέλει ν' αναβή υψηλότερα, και ώς αετός ά νοίγει τις πτέρυγας αυτού, όπως πετάξη προς τον ή λιον, ούτινος ή θέα θέλγει και έλκύει αυτόν υπερπη δών δε ακαταπαύτως τα ενώπιον αυτού προσκόμματα, και εκτοπίζων διά της επιμονής το όριον του δυνατού, βαδίζει υπό την χάριν του ενανθρωπήσαντος Θεού προς τα λαμπρότερα και θειότερα έργα. Εντεύθεν οι περιών νυμοι καλλιτέχναι, οι αθάνατοι ποιηται, οι δεινοί βή τορες, οι μεγάλοι και περικλεείς άγιοι, και, εν ένι λό γω, ό θαυμάσιος άνθρωπος, όστις είδε το ιδεώ δες και είπε παρατηρών το αριστούργημα αυτού « δύ ναμαι να πράξω καλήτερον, θ' άναβώ υψηλότερον εί δοντό ιδεώδές μου, θα βαδίζω διηνεκώς προς αυτό. και είναι μεν αδύνατον να το φθάσω, άλλ’ αισθάνομαι ότι δύναμαι να το πλησιάζω πάντοτε έπι μάλλον και μάλλον. » Ούτω λοιπόν ό άνθρωπος σπεύδων προς το
ιδεώδες, ευρίσκει καθ' όδον άλλο μυστήριον δυνάμεως και ενεργείας, την ελπίδα αλλά και τι ισχυρότερον και γλυκύτερον της έλπιδος; ή έλπίς έστιν έντώ άν θρώπωθέλγητρονάμα και δύναμις. Ο άνθρωπος άνευ ελπίδος, μεθ' όλων των θαυμασίων αυτού δυνάμεων, σβύνει, ούτως ειπείν, και μαραίνεται, ουδέποτε ουδένα καρπόν αποφέρων! αφαίρεσαν απ' αυτού την ελπίδα, είπε αυτώ « ου δύνασαι », και ευθέως ό άνθρωπος ά πονεκρούτα. ό ουδέν έλπιζων, ουδέν άληθώς δύναται
Όπως επιχειρήσωμέντι, πρέπει να ελπίζωμέν τι και όστις θέλει να πράξη πολλά, οφείλει να ελπίζη περισ σότερα ή ελπίς δίδωσε την πεποίθησιν του δύνασθαι, ή δε πεποίθησις αύτη είναι αυτή ήδύναμις possunt
quia posse videntur. Όταν ό άνθρωπος, όστις επεν είδον, ηδυνήθη να επη δύναμαι, δύναται αληθώς
εγείρεται ώπλισμένος προς την κατάκτησιν, και έγει ρόμενος λέγει τον λόγον του ατρομήτου κατακτητου δεύτε, άγωμεν.
Σύμπασα ή άνθρωπότης καθωπλισμένη σπεύδει προς την κατάκτησιν, και βαδίζει άκαμάτως την όδόν
της προόδου λέγουσα αγωμεν πάντοτε, και μη θέλουσα να σταματήση έντή κατακτήσει, ώς ο Μέγας Αλέξανδρος, ουδέποτε λέγει ικανό ν τούτο, επειδή ακούει την φωνήν του Θεού, λέγουσαν από του βάθους της άνθρωπίνης ψυχής και καρδίας « προχώρησον, έ τι και έτι προχώρησαν, ακόμη μακρύτερα και ακόμη ύ
ψηλότερα, μακρύτερα εις την κατάκτησιν, και υψηλό τερα εις την τελειότητα βάδιζε από προόδου εις πρόο δον, άχρις ού φθάσης εις το υπέρτατον μεγαλειόν σου.» Τοιαύτη είναι ή κίνησις της προόδου, θεωρουμένη έντή δυνάμει αυτής, τουτέστιν όρμή προ το ιδεώδες, ενέργεια της ελπίδος, ώθησις προς κατάκτησιν, πάσα ή άνθρώπινος δύναμης, πάσα ή της ημετέρας ζωής κίνησης, ή μάλλον αυτή ή ζωή, ζωή ουχί στάσιμος, άδρανής και ακίνητος, αλλά ζωή, ήτις βαδίζει, ένερ γεί και κινεί πάντα τα ελατήρια, όπως παράξη κλεινά μεγαλεία ή ελεεινά ερείπια κατά την ευθείαν ή στρε βλην όδόν, ήν ακολουθεί,
"Ιδού λοιπόν ή απαράμιλλος δύναμις, ήν ή άνθρω πότης φέρει έντή όρμή αυτής προς την πρόοδο ν. άλλ’ ουδείς άγνοεί ότι πάσα δύναμις, έκκλίνουσα της ευθείας οδού, προξενεί καταστροφήν ανάλογον αυτής της δυνάμεως. Οι μεγάλοι αφανισμοί εισιν ή κατά χρησις τών μεγάλων δυνάμεων, εντεύθεν ευκόλως κα ταλαμβάνομεν τους φοβερούς κινδύνους, οίτινες απει λούσι πάσαν την ανθρωπότητα, εάν η δύναμις αύτη εξέκλινεν ή απεπλανάτο, και επομένως την απόλυτον ανάγκην κανόνος αλανθάστου και ασφαλούς, όπως και νονιση την προς την πρόοδον ακάθεκτον όρμην του αν θρώπου, και λύση επιτυχώς τα μεγάλα προβλήματα,
θ'.
τα προβαλλόμενα εις το ανθρώπινον πνεύμα, Το όνομα της προόδου έχει όλας τας καλλονάς και τάς χάριτας, αλλά και όλους τους κινδύνους ή γοη τεία του αγνώστου, τα θέλγητρα του μέλλοντος και ή συμπαθής κλίσης προς τας υψηλοτέρας όρμάς της άνθρωπίνης φύσεως, ιδού ότριπλούς λόγος της μεγάλης ισχύος, ήν ή λέξις αύτη εξασκεί επί των ψυ χών.
"Η πρόοδος φαίνεται ανεπίδεκτος ορισμού και
σαφηνείας, διό υπό το όνομα τούτο, το πλήρες μαγεί ας, έκαστος υπονοεί παν ό,τι θέλει, και ανακαλύπτει
πάν ό,τι φαντάζεται. Η γοητεία του άγνώστου, δού ό πρώτος και μέγιστος κίνδυνος της προόδου, το άγνωστου υπήρξεν ο πρώτος και όλεθριώτερος πειρα σμός της άνθρωπότητος. Ο άνθρωπος έντώ παραδεί σω της Εδέμ ήν μέγας, αλλ' έφερεν εν τη τελειότητι αυτού το όρμέμφυτον τελειότητος μείζονος, όρμέμφυ τον πάντως θείον και υψηλόν, όπερ έχειραγώγει αυτόν πρός τόν Θεόν, ούτινος ήνεικών λαμπρά και θαυμάσι ος άλλ’ ό άγγελος Σατάν την έντώ ανθρώπω έμφυ τον ταύτην βοπήν προς το μεγαλείον μετεχειρίσθη δο λίως, όπως δι' αυτής καταστρέψη τον άνθρωπον « και είπεν ό όφις τη γυναικι, ού θανάτω αποθανείσθε ήδει γαρ ό Θεός ότι ή άν ήμέρα φάγητε απ' αυτού, διανο χθήσονται ύμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ώς θεοί, γι νώσκοντες καλών και πονηρόν » (Γεν. γ. 5) Ιδού ή πρόοδος ή επαγγελθείσα τους πρωτοπλά στοις, και δόλω του διαβόλου περικαλυφθείσα υπό τών θελγήτρων του αγνώστου και άνθρωποι! εάν φάγητεά πό του καρπού του ξύλου, ό έστιν εν μέσω του παρα δείσου, διανοιχθήσονται ύμών οι οφθαλμοι και έσεσθε ώς θεοί ». Αλλ'αράγε ποιος έσται ό άνθρωπος, γενό μενος ώς θεός; άγνωστον γινώσκοντες καλών και πο
νηρόν αλλά τί έτι το καλόν και το πονηρόν τούτο: α γνωστον. Ούτω λοιπόν πανταχού το αόριστον, το ά Ο -
ί.
βέβαιον, το άγνωστον! άλλ' ή ανθρώπινος περιέργεια προσωποποιηθείσα εν τη γυναικι, ύψωσε τους οφθαλ μούς όπως δη το άγνωστον τούτο, τοσούτον ισχυρόν και προσφιλές τη όψει και τη φαντασία, παρετήρησε τον καρπόν εκείνον, όστις έφαίνετο κρύπτων υπό τον
φλοιόν αυτού και εν τη μυστηριώδει αυτού γεύσει θεία πράγματα. « Και είδεν ή γυνή ότι καλών το ξύλον εις βρώσιν, και ότι άρεστών τους οφθαλμοίς ιδειν, και ώ ραϊόν εστι του κατανοήσαι και λαβούσα από του καρ πού αυτού έφαγε, και έδωκε και τώ άνδρι αυτής μετ' αυτής, και έφαγαν και δηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και έβαψαν φύλ λα συκής, και έποίησαν εαυτούς περιζώματα » (Γεν. γ. 6). Ο δόλος και η απάτη εξετελέσθη, ή ανθρώπι νος περιέργεια άπτεται τού απηγορευμένου καρπού,
και ζητεί έντώ άγνώστω την πρόοδον άλλ’ ό ά παταιών ούτος καρπός, όστις ύπέσχετο τώ ανθρώπω θείόν τι μεγαλείον, αφαιρεί απ' αυτού και το ανθρώπι νον μεγαλείον. Και έκτοτε ενώ το πονηρόν αποκαλύ πτεται πάντοτε εις τους άνεωγμένους αυτού οφθαλ μούς, το καλόν και ή άλήθεια περικαλύπτονται ενώ πιον της ψυχής του υπό καλυμμάτων λίαν πυκνών!
ή καρδία αυτού πληρούται όρμών μοχθηρών και διε φθαρμένων, αίτινες ώθουσιν αυτόν προς το πονηρόν, και καθιστώσιν αυτώ δυσχερή την πράξιν του αγαθού! “Η φοβερά λοιπόν αύτη δύναμις του αγνώστου, ήν με τεχειρίσθη ό αρχέκακος όφις, όπως εξαπατήση τον Α δάμ και την Εύαν, έβριψεν αυτούς και τους απογόνους αυτών εις το βάραθρον δεινής και διηνεκούς συμφοράς από δε της απάτης και της πτώσεως ταύτης ή πρόοδος κατέστη διά παντός το γόητρον και ό κίνδυνος της άν θρωπότητος,
Αλλ' ή πρόοδος, ώς εκ της φύσεως αυτής, διπλασι άζει πάντοτε την ισχύν της, επειδή προσκαλεί τα έθνη ουχί προς την απόλαυσιν ή την βελτίωσιν τού ενεστώ
ιά.
τος, αλλά προς την δόξαν και την ευημερίαν του μέλ λοντος. "Ακουσον τι λέγει εις τους λαούς, ούς θέλει να δελεάση « το παρελθόν έστι πλήρες ολέθρου και ά φανισμού, το ενεστώς έστι πλήρες άθλιότητος, μόνον
το μέλλον φέρει πάντα τα θέλγητρα και πάσαν την ευ
τυχίαν αύριον όπλούτος, αύριον ή ελευθερία, αύριον ή αδελφότης, το μεγαλείον και ή ευδαιμονία ». Αύρι ον, πάντοτε αύριον, αλλά το αύριον τούτο ουδέποτε α νακαλύπτει την πλάνην του σήμερον. Αι γενεαί τών ανθρώπων θελγόμενα υπό τοιούτων φαιδρών υποσχέ σεων, και θεωρούσα μετ’ ενθουσιασμού τας χρυσάς του μέλλοντος ημέρας, συντέμνουσι τον χρόνον και εγκαταλείπουσι τό ενεπώς, όπως βιφθώσιν εις τας πα τρικάς αγκάλας του μέλλοντος, ένθα ή πρόοδος ενό
λίγας ημέρας εκτελέσει πάντα τα θαυμάσια έργα, ό σα προλέγει και υπόσχεται εις τα έθνη. Επομένως διά των βιβλίων, των δημηγοριών και των υποσχέσεων αυτής έξυπνά τας ελπίδας, διεγείρει τους πόθους και εξάπτει τας φαντασίας. Και όμως ή πρόσκλησις εις το ενεστώς δεν δύναται ούτε ν' άπατήση ούτε ν’ απο
πλανήση ήμας, το ενεστώς βλέπομεν πρόσωπον πρός πρόσωπο», παρίσταται ενώπιον ήμων εν πάσητή άλη θεί αυτοί μορφή και λέγει ήμύν α Ιδού εγώ μετά του πλούτου και της πτωχείας μου, ιδού εγώ μετά του ύ
ψους και της πτώσεώς μου ». Και ήμείς το βλέπομεν,
το ψηλαφώμεν, το κρίνομεν και δυνάμεθα να είπωμεν εις αυτό; « σε γνωρίζω, μοί λέγεις πάσαν την αλήθει αν και άλλα το μέλλον ούτε φαίνεται ούτε δοκιμάζεται Νομίζομεν ότι δυνάμεθα να το ψηλαφήσωμεν, άλλ’ αυ τό έστι φάντασμα απατηλών και ευθέως άφανίζεται και φεύγει. Όθεν ή πρόοδος, θέλγουσα την ανθρώπινον καρδίαν, δημιουργεί εν τω μέλλοντα κόσμον χαράς και ευφροσύνης, αν οι λαοί χαιρετώσιν από μακρόθεν και πρός δν σπεύδουσιν ενθουσιωδώς, κράζοντες « Ιδού ή πρόοδος ». Αλλά τούτο ουδόλως έστι παράδοξον ρ
εβ".
διότι ενώ η πρόοδος διά των θελγήτρων του άγνώ στου και διά της γοητείας του μέλλοντος εξασκεί
ήδη επί των άνθρωπίνων καρδιών ύψισον κράτος, ταυ τοχρόνως ευρίσκεται έν τελειοτάτη άρμονία μετά των ευγενεστέρων όρμών της ανθρωπινης ψυχής το προσ
φιλές και εράσμιον αυτής όνομα άντηχεί ενήμύν συμ παθώς, και θίγει και κρούει μελωδικώς πάσας τάς χορδάς της ημετέρας καρδίας. Όταν τα έθνη ακούωση την μελιχράν αυτής φωνήν, έξυπνούσιν από τούλη
θάργου και σπεύδουσε προς τα μεγάλα, τα ευγενή και τα υψηλά έργα, οι λαοί ακολουθούσαν αυτήν καταγοη τευμένοι, ώς ακολουθούσε την ελευθερίαν, ακού οντες μόνον το γλυκύτατον αυτής όνομα. Και βαδίζει λοιπόν ή πρόοδος ένδόξως και νικηφόρως, συνοδευομέ νη και υπό τών σοφών, των θερμοτέρων αυτής προμά χων και υπερμάχων, αλλ' άράγε που υπάγουσι πάντες ούτοις πρός τό μεγαλείον και την ευημερίαν ή προς την παρακμήν και την συμφοράν; ενδεχόμενον! Πρέπει να ομολογήσωμεν ότι ή άνθρωπότης επιδί ώκουσα την πρόοδον, δύναται να πλανηθή και κα θώς εις άνθρωπος καλεί τάς πλάνας αυτού αληθείας και τάς κακίας αυτού ονομάζει άρετάς, τοιουτοτρό πως και ή άνθρωπότης κινδυνεύει να καλέση πρόο δοντό παλίνδρομον αυτής βήμα. Ουχί ή πρόοδος καθ' εαυτήν, άλλ’ ή προς την πρόοδον τάσις καθίσταται πολλάκις κινδυνώδης τη άνθρωπότητα. Το αγαπάν, ζητεΐν και επιδιώκειν παντί σθένει την πρόοδον, τούτό
έστι το καθήκον και ή άνάγκη της ανθρωπότητος αλ λά το επιτυχεϊν ή αποτυχειν, το άναβηναι εις το ύψος της ολβιότητος ή καταβηναι εις το βάθος της κακο
δαιμονίας, τουτό έστιν ή ελευθερία της ανθρωπό τητος. Η ανθρωπότης, ούσα φύσει ελευθέρα, φέρει τον προορισμών αυτής εν τη χερι της ελευθερίας της, έ λευθερία λίαν επικίνδυνος, διής ό άνθρωπος δύναται νά
παρασκευάση
τό
μεγαλείον
ή την πτώσιν αυτού,
Αν
-
την πρόοδον ή την παρακμήν, την ζωήν ή τον θάνατον. « Η γάρ αποκαραδοκία της φύσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται τη γαρ ματαιότητι ή κτίσις υπετάγη, ουχ έκούσα, αλλά διά τον υποτάξαν τα, έπ’ ελπίδα ότι και αυτή ή κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Όίδαμεν γαρ ότι πάσα ή κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι τού νυν » (Ρωμ.
ή, 19). Ο δε Κύριος το πνεύμά έστιν, ουδέ τό πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία (Β. Κορινθ. γ΄, 17). Υμείς γαρ έπ’ ελευθερία έκλήθητε, άδελφοι, μόνον μή την έ λευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκι, αλλά διά της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις, ο γαρ πάς νόμος εν εν λόγω πληρούται, εν τω αγαπήσεις τον πλησίον σου ώς σε αυτόν είδε αλλήλους δάκνετε και κατεσθετε, βλέπε τεμή υπάλλήλων αναλωθήτε (Γαλ.έ, 13). Ως ελεύ θεροι και μή ώς επικάλυμμα έχοντες της κακίας την ελευθερίαν, άλλ’ώς δούλοι Θεού πάντας τιμήσατε,
την άδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βα σιλέα τιμάτε (Α, Πέτρ. β, 16). Ιδού ή χριστιανική ελευθερία, ή μόνη αληθής και σωτήριος ελευθερία μακάριος ό άνθρωπος και όλαός, όστις εμπνέεται και ποδηγετείται υπό της χαριτοβρύτου ταύτης ελευθερί ας. Oιμοι! όταν είς λαός, υφιστάμενος πάσαν την γο ητείαν της προόδου, απατάται κατά την αληθή αυτής έννοιαν και σημασίαν, και απατώμενος καλεί πρόοδον πάν ό,τι έξαχρειοι και εξευτελίζει αυτόν! Ο λαός ού τος ζαλίζεται και στρέφει καθ' εαυτού πάσαν ζωήν και ενέργειαν όλαός ούτος ποιήσει μεγάλα βήματα, άλ λά βήματα εκτός της βασιλικής και σωτηρίου όδου, κατά την ώρα αν έκφρασιν του ιερού Αυγουστίνου: Magni passus extra vion. Κρατών δε ανά χείρας την
σημαίαν της ψευδούς προόδου, και εστεμμένος υπό δό
ξης όλεθρίου και μεγαλείου επιπλάστου, κατέρχεται γοργώ τώ βήματι την κατωφέρειαν της παρακμής
και
ιδ.
ρίπτεται εις την άβυσσο», εξής οι λαοί δεν εξέρχονται πλέον !
Λοιπόν, εάν και ημείς οι νεώτεροι Έλληνες δεν θέλωμεν νά κρημνισθώμεν εις την παρακμήν, και έκτης παρακμής εις την καταστροφή», ανάγκη κατεπείγου
σα να διευθύνωμεν προς την αληθή ευημερίαν και πρός την εθνικήν ήμών δόξαν και σωτηρίαν τον πανίσχυρον τούτον πόθον, όστις καλείται πρόοδος προς τούτο προσκαλεί ήμας ή φύσις τού ανθρώπου και ή φύσις τών πραγμάτων ναι, απολύτως χρήζομεν διευθύνσεως πεφωτισμένης, βεβαίας και άλαθήτου, όπως εντρυφή σωμεν εις τα αγαθά της αληθούς προόδου και ανταπο κριθώμεν εις τάς αξιώσεις της άγιας και χριστιανικής ήμών πίστεως και εις τους θερμούς πόθους πάσης έλ
ληνικής καρδίας. Επί πολλούς αιώνας ταπεινωθέντες, εξευτελισθέντες και δουλεύσαντες εις πολλούς και δι
αφόρους κατακτητας, και φοβερά ναυάγια κατά και ρούς χαλεπούς οι πανέλληνες υποστάντες, περιεσώ σαμεν όμως, χάρις τώ Σωτήρι ήμών Θεώ, τούς δύο ά κηράτους θησαυρούς και τα δύο άσβεστα ζώπυρα της εθνικής ημών ευκλείας και ζωής, τουτέστι την αθάνα τον γλώσσαντών πατέρων ημών και την εις Χριστόν
ορθόδοξον πίστιν. "Η ελληνική γλώσσα της άγιας ή μών Εκκλησίας και ή ζώσα και ορθόδοξος πίστις εις τον υιον του Θεού και Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν
Χριστόν, έσωσαν το ταλαιπωρον και αιχμάλωτον έθνος των Ελλήνων από του κινδύνου της εξωμόσεως και της εκλατινίσεως! Οι δε μάρτυρες και οι άθλοφόροι ν
-
-
-
-
-
- -
ν
ν
-
πατερες ημών, υπο των ουο τουτων πυρήνων στηλων
φωτιζόμενοι και οδηγούμενοι, διήλθον άνευ εθνικής ά πωλείας τα πυκνά σκότη και τας άσελήνους νύκτας
της δουλείας και της βαρβαρότητος, και μετά αγώνας περικλεείς έφθασαν εις την γην της επαγγελίας, ότε ενεπιστεύθησαν την παρακαταθήκην και την κιβωτόν της διαθήκης εις τας χείρας των τέκνων αυτών. Α
ιέ,
σχος και όνειδος αιώνιονείς ήμας τα τέκνα αυτών, έ αν πιθηκίζοντες γελοίως πρός τά τών ξένων μεμπτά και απεκδυόμενοι τον ελληνοπρεπή χαρακτήρα, προ δώσωμεν την ιεράν παρακαταθήκην της πίστεως και της εθνικής συνειδήσεως τών μαρτύρων και ήρώων πατέρων ημών!
Εκ πάντων δε των προβηθέντων συνάγεται, ότι ο αιών, όστις προσεγγίζει εις τόν υψηλότερον προορι σμών ή εις τας όλεθριωτέρας καταστροφάς, έστιν όαι ών εκείνος, καθ' όν ή πρόοδος έσχε το ισχυρότερον κράτος υπέρ πάντας τους άλλους αιώνας. Όθεν οΐαι και άν ώσιν αι αληθείς αιτία του συγχρόνου φαινο μένου, ουδέποτε, ούτε εις την αρχαίαν ούτε εις την νεωτέραν ιστορίαν, ή λέξις πρόοδος δεν απέκτησε μεταξύ των εθνών επιρροήν τοσούτον μεγάλην και κυ ριαρχίαν τοσούτον καθολικήν, όσον εις τον ημέτερον αιώνα. Συνήθως εις έκαστον αιώνα μία παντοδύναμος λέξις δεσπόζει επί των πνευμάτων, συγκινεί τάς καρ δίας και ενισχύει τις θελήσεις. Εις τόνισ’ αιώνα αι δέα, τα πάθη και αν θελήσεις των ανθρώπων εβάδιζον την αυτήν πορείαν, λέγουσα ή μεταρρύθμισης εις τόν ή αιώνα αι ιδέαι, τα πάθη και αν θελήσεις έ
κραύγαζαν ή ελευθερία, αι δύο αυται λέξεις εκτός τών άγλαών καρπών επροξένησαν και ζημίας άχρι τούδε άνεπανορθώτους! Σήμερον πανταχού αι ιδέα,
τα πάθη και αν θελήσεις ενθουσιωδώς κράζουσιν ή πρόοδος και εν τούτω ενυπάρχει ή φυσιογνωμία, ή πρωτοτυπία, ήδύναμις και ό κίνδυνος του ημετέρου αιώνος. Και εις τούς αιώνας
συμβαίνει αυτό τούτο, ό
περ συμβαίνει και εις τους ανθρώπους, μεταξύ τών δεών, των παθών και των αποφάσεων, αίτινες διευθύ
νουσι και κυβερνώσι την ανθρώπινον ζωήν, ό άνθρωπος συνήθως συγκεντροί τάς ιδέας αυτού εις μίαν ιδέαν, τα πάθη αυτού εις έν πάθος και τάς θελήσεις αυτού
εις μίαν θέλησιν, και ούτως αποτελεί και κατασκευάζει
-
ίς -
τον προσωπικών αυτού χαρακτήρα, όστις διακρίνει αύ τον από των άλλων ανθρώπων, και την δύναμιν ύφ' ής ενισχύεται πάντοτε και πανταχού άλλα χαρακτήρα τίμιον ή άτιμον, και δύναμιν του αγαθού ή του πονη ρού, αναλόγως της εκλογής μεταξύ άληθείας ή πλά νης, και μεταξύ τάξεως ή άταξίας. Αλλ' ούτω πράτ τει και ή άνθρωπότης καθ' έκαστον αιώνα από τούβά θους πασών αυτής τών ιδεών, των παθών και των άπο
φάσεων, μία ιδέα, έν πάθος και μία θέλησις άνακύ πτουσιν, υπερέχουσι και δεσπόζουσι, τα δε τρία ταύτα βεύματα του αιώνος συναπαντώνται εις μίαν και την αυτήν διεύθυνσιν και αποτελούσε τό ένεστώς αυτό
τούτο έπραξε και πράττει και ο ημέτερος αιών μετά δόξης, σοφίας και δυνάμεως, ήτις περικοσμεί αναντιβ βήτως και καταγλαΐζει το ιστορικών αυτού πρόσωπον εις τας παρούσας και τάς επερχομένας γενεάς. Και εν πρώτοις ό ήμέτερος των μεγαλουργημάτων και τών
ό: αιών, : εις ε: :ποθεί
περιπαθώς προσφιλέστατόν τι αγαθών, έχει μιαν ιδέαν επικρατούσαν. Αφότου οι άνθρωποι συγγράφουσί, συ ζητούσε και εξερευνώσι τα της διανοίας μυστήρια, ού δέποτε, ώς εις τας παρούσας ημέρας, επεχείρησαν να επιδιώξωσι τούθ’ όπερ έκ συνθήκης καλείται ιδέα. Μέχρι τού νυν, μεθ όλας τάς φιλολογίας και τας φι
λοσοφίας, οι άνθρωποι ώμίλησαν περί ιδεών, περί της άρχης και γενέσεως των ιδεών, περί της πορείας και περί της δυνάμεως των ιδεών, αλλά δεν είπον, ώς ή μείς λέγομεν, « ή ιδέα, ιδού ή ιδέα, εύρομεν την ιδέαν. » Δεν έγινωσκον ή ολίγον έγινωσκον ταύτην την μυστηριώδη δύναμιν, ηνό ημέτερος αιών καθ' εκάστην πρωίαν και εσπέραν χαιρετά, ώς την με γάλην θεαν του μέλλοντος, και ήτις προεξήκοντα ήδη έναυτών απολαμβάνει το σέβας των χριστιανών, την πίστιν των απίστων και την λατρείαν των αθέων Αλλ' άράγε ποια είναι η ιδέα αύτη, ήτις κατέστη
ιζ.
το είδωλον και ή θρησκεία του ημετέρου αιώνος; μή πως ή ιδέα της άδελφότητος; ουχί της ελευθερίας; ουχί της δημοκρατίας, ουχί ούτε αυτή ή ώραία ιδέα της Αμερικανικής ή της Ελβετικής δημοκρατίας, 'Ανδρες σοφοί και βαθύνοες συγκεφαλαιούσιν έντή δέα ταύτη πάσαν την σύγχρονον κίνησιν βεβαίως ή δέα αύτη εξασκεί επί τον νεώτερον κόσμον κράτος άπε ριόριστον. Η δημοκρατία, ώς είπέ τις πολιτικός εις τους καθ' ημάς χρόνους, έξώκειλε και έβυθίσθη αύταν δρος άλλ’ ή δημοκρατία δεν αντιπροσωπεύει την κα θολικήν και δεσπόζουσαν ιδέαν. Τις λοιπόν έστιν ή ζη
τουμένη αύτη ιδέα: μήπως είναι ό ορθολογισμός (ra tionalisme), ό άρνούμενος τα υπερφυσικά θαύματα της πανσθενούς δεξιάς του Υψίστου και το χαριτόβρυτον της θείας οικονομίας μυς ήριον, και ούτω φέρων εις μαρασμόν και απόγνωσιν την ανθρώπινον ψυχήν και
καρδίαν; Βεβαίως ό ορθολογισμός προςαται έντήμο χθηρά χώρα της αντιχριστιανικής πλάνης, και είναι, ώς γε μή ποτ’ ώφελεν, δέα ικανώς επικρατούσα! Λ άλλ’ εάν συγκεφαλαιοί πάσας τάς όλεθρίας πλάνας του ημετέρου αιώνος, ουχι, ευτυχώς, και πάσας τάς τάσεις και τους πόθους, υπάρχει μεγίστη, ευγενής και σοφωτάτη μερίς της ανθρωπότητος, μη ούσα δρθολογι τική (rationaliste), αλλά πρεσβεύουσα την έκθείας ά ποκαλύψεως άγιωτάτην ήμών θρησκείαν, και θέλουσα και ελπίζουσα την αληθή πρόοδον της ανθρωπότητος διά του χριστιανισμού της άρχετύπου και αποτολικής του Χριστού Εκκλησίας. Ο δρθολογισμός αντιπρο σωπεύει σήμερον την καθολικότητα της αντιχριστιανι κής πλάνης, ή δε πρόοδος αντιπροσωπεύει την κα θολικότητα της συγχρόνου έννοιας όθεν ή ιδέα της προόδου έτίν αληθώς έντώ ημετέρω αιώνι ή άρχουσα και επικρατούσα ιδέα, ή μεγαλουργός αυτοκράτειρα. Αλλά πώς οφείλει να πραγματοποιηθή ή παμπόθη τος βασιλεία της συγχρόνου και καθολικής ταύτης 2"
ν
ί η.
δέας; εις τι συνίσταται ή πρόοδος; ποιον είναι το
άντικείμενον, ό νόμος, ή διεύθυνσις, ή αρχή και το τέλος της προόδου; Προς λύσιν τών ζητημάτων τούτων παρουσιάζεται διαφορά και ποικιλία γνωμών, πάλη σφοδρά, άντίφασις, και επί πάσιν αμάθεια εί ναι περίεργον, ότι έντώ κόλπω της θαυμασίου ταύτης
ενότητος υπάρχει ή μάλλον απερίγραπτος σύγχυσις. Τι είναι λοιπόν ή π ρόοδος, ην ονομάζουσι μετ' αγάπης και πόθου πάσης τάξεως και κατατάσεως άν
θρωποι, και περιής όμιλουσιν εις τάς άκαδημίας, εις τα σχολεία, εις τα δικαστήρια, εις τάς πολιτικάς λέσ χας, εις τά έργας ήρια, εις τάς δημοσίους αγορεύσεις, εις τάς πλατείας, εις τούς περιπάτους, εις τας συνα ναστροφάς, πάντοτε και πανταχούς τις ετινή φύσις και
ή ουσία της προόδου; Ο μεν λέγει «πρόοδός έτινή μεταβολή, ήδέ ουσία αυτής συνίσταται έν τη άρνήσει του άπολύτου». Τούτο είναι ψευδέστατον, λέγει ό άλ λοτ ή άρνησις του απολύτου έστιν ή της καταστροφής άΐδότης ή πρόοδος συνίσταται εν τη μονιμότητα του άπολύτου και έντη ποικιλία του σχετικού. Ο πρώτος λέγει «τό νέον, πάντοτε τό νέον» όδεύτερος, «το νέ ον και το αρχαίον», καθότι πρόοδός έτιν ή μεταξύ των δύω όμοφωνία και ή τελειότης του αρχαίου διά τού νέου.
Αλλά ποιόν έστι το της προόδου αντικείμενον; Οι μέντών σοφών τιθέασιν αυτό έν τη αναπτύξει της ύ
λης, οι δε, έντή τελειότητι του πνεύματος, οι δε εν τη εκτάσει και τη βασιλεία της αγάπης, και άλλοι, εν τη μεταρρυθμίσει των θεσμοθεσιών και έντή ριζική άνα μορφώσει των ανθρωπίνων κοινωνιών, Αράγε υπό ποίαν μορφήν οφείλει να φανή ή πρόο δος, και εις τι συνίσταται ή κοινωνική αναμόρφωσις, ήν υπόσχεται εις την ανθρωπότητα; Και ενταύθα διχογνω μία και διαίρεσις, οι μεν λέγουσιν ότι συνίσταται εις την έντελή κοινοκτημοσύνην οι δε, εις την απόλυτονιά
θ'.
τομίκευσιν, και άλλοι, εις την ισορροπίαν άμφοτέρων, ισορροπιαν μυστηριώδη, ήν οι αιώνες έζήτησαν πάντοτε -
-
αν
φ
-
χωρίς ποτε να ευρωσιν αυτην.
Κατά ποίον νόμον αναπτύσσεται ή πρόοδος ποία είναι ή πορεία αυτής εν τη ιστορία, και ό προορισμός
αυτής εις τους μέλλοντας αιώνας, άλλο πρόβλημα δυσχερές, κατασκευάζον άλλα φιλοσοφικά συστήματα, "Η πρόοδός έστη πορεία διηνεκής, πρεσβεύει το έν σύ στημα ουχι, λέγει το άλλο, έστι πορεία διαλείπουσα. Το δε τρίτον σύστημα αποφαίνεται, ότι η πορεία της προόδου δεν είναι ούτε ακριβώς διηνεκής, ούτε ακριβώς διαλείπουσα, άλλ’ είναι ώς ή παλίρροια, ήτις προχω
ρεί και αποσύρεται, αλλά προχωρεί πάντοτε μάλλον, ή όσον αποσύρεται.
Κατά ποίαν διεύθυνσιν βαδίζει ή πρόοδος; "Η πρό οδος, λέγουσιν οι μεν, είναι γραμμή ευθεία ουχι, λέ γουσιν οι δέ ή πρόοδος είναι γραμμή καμπύλη Παντάπασι, δογματίζουσιν οι άλλοι ή πρόοδος είναι γραμμή σπειροειδής άπατάσθε, λέγουσιν οι τε λευταίοι ή πρόοδος είναι κύκλος, κύκλος αιωνίως κεκλεισμένος, εν ώ ή άνθρωπότης πορεύεται από της προόδου εις την παρακμή, και από της παρακμής εις
την πρόοδον, όπως επανέλθη διά των περιοδικών εξε
λιγμών εις το σημείον άφ ού ανεχώρησεν. Αλλά πόθεν άρχεται ή πρόοδος, και πού οφείλει να φθάση; ποια είναι ή αρχή και το τέλος αυτής; Εις το ζήτημα τούτο οι μεν αποκρίνονται: ουδέν περί τούτου γνώσκομεν ή πρόοδος είναι βάδισμα μεταξύ δύο μυ στηρίων, του μυστηρίου της αρχής και του μυστηρίου του τέλους, οι δε, όπως λύσωσι το αίνιγμα προβάλλουν σε τρόπον άπλούστερον, λέγοντες ή πρόοδος δεν έχει ούτε αρχήν, ούτε τέλος είναι άνευ σημείου αναχωρή σεως, και άνευ σημείου αφίξεως ουδέποτε αναχωρεί και ουδαμού φθάνει, αλλά πάντοτε βαδίζει, και τούτό ΕΟΤ Υ
Λ Ο Υ ΟΥ,
-
Χ. -
Τοιαύτη είναι ή πρόοδος εις τας φιλοσοφικάς σχο λάς της άνθρωπίνης επιστήμης και γνώσεως χαμαι λέων διηνεκώς άλλοιoς, καίτοι πάντοτε ό αυτός. Έκα
στος φιλόσοφος τον βλέπει και ύφ’ όλα τα βλέμματα
μεταβάλλει το χρώμα αυτού, έκαστος λέγει βλέπων αυτόν, « ιδού ή πρόοδος » άλλ’ όταν πρόκητα
να ορισθή ή φύσις, το αντικείμενον, οι νόμοι, ή αρχή αυτής και το τέλος, πάντοτε διάστασης και ανταγωνι σμός, Αλλ' εν τούτοις ή ιδέα της προόδου διαμένει πάντοτε το ύψιστον και κεντρικών σημείον πάσης φι λοσοφικής διαμάχης και αντιφάσεως. Εις τας διανοη
τικάς τρικυμίας, ένθα οι μάλλον υπερήφανοι των σο
φών είδαν το ναυάγιον των θεωριών και συστημάτων αυτών, μόνη ή ιδέα αύτη της προόδου πάντοτε έσώθη
επιπλέουσα ή δε της αμφιβολίας θάλασσα, έν ή το σαύτα διδασκαλία της πλάνης άποπνίγονται, άνα βράζουσα έπι την άκτηντά συντρίμματα αυτών λέγει,
« ή πρόοδος είναι ή αληθής ιδέα του αιώνος ». Αλλ' ή πρόοδος προς τους άλλοις έστι τό πάθος, ή απόφασις και ή θέλησις προ πάντων του ή μετέρου αιώνος την πρόοδον ζητεί και θέλει ό πτωχός, όπλούσιος, όσοφός, ό άμαθής, ο βασιλεύς, όλαος, ή Ελλάς, ή Ευρώπη, όλος ο κόσμος. Η πρόοδος έχει υπέρ αυτής, δός ειπείν, την καθολικήν ψηφηφο ρίαν, και εάν δεν ήναι ακόμη ο βασιλεύς του ενεστώ τος, άνηγορεύθη όμως και επευφημίσθη όβασιλεύς του μέλλοντος άλλά τι λέγω, δεν υπάρχει σήμερον θέ λησις ούτε βασιλέως ούτε αυτοκράτορος, ήτις βασι
λεύει προσφορώτερον εις το κράτος αυτού, ειμή ή θέ λησις αύτη των εθνών, ή πρόοδος, Αλλά, τέλος πάντων, που να ζητήσωμεν και πού
να εύρωμεν τα αληθή και προσφιλή αγαθά της αλη θους και πεποθημένης προόδου, τις θρησκευτική διδα σκαλία δύναται να οδηγήση την ταλαίπωρονέτι άν
--------------
-----------------------------------
-
-
Α
θρωπότητα εις τον πάγκαλον και δροσερών της ευημε ρίας παράδεισον; Οι πρώην χριστιανοί και ήδη αποστάται από της ά γίας και χριστιανικής ημών πίστεως υλιστα, ορθολο γιστα, θεσται και πανθεϊσται, οίτινες φιάσκοντες είναι σοφοι έμωράνθησαν και έματαιώθη σ α ν έ ν τους δ ιαλογι σμούς αυτών, και έ σκοτίσθη ή ασύνετος αυτών καρδία, βαρυ τάτην ύβριν προσάπτουσιν εις ημάς τους χριστιανούς, εν ονόματι μάλιστα της προόδου, λέγοντες ύμείς έστε οι άνθρωποι του παρελθόντος, υμείς δεν δύνασθε πλέον να παρουσιασθήτε ώς άνθρωποι του ευτυχούς μέλλον τος αφήσατε να προχωρήση ή πρόοδος, ή πρόοδος, ή τις του λοιπού οφείλει να βαδίση άνευ ύμών και ίσως εναντίον ύμών!
Μετά οίκτου αποκρούομεν την ύβριν ταύτην, ήν ή πλάνη και ήμωρία του αιώνος τούτου προσάπτει εις την θείαν και αιώνιον αλήθειαν του Ευαγγελίου της ειρήνης, της χάριτος και της σωτηρίας των ανθρώπων, Αναντιρρήτως εσμέν οι άνθρωποι του παρελθόντος διότι από δύω χιλιάδων περίπου ετών όνύν πεπολιτι σμένος και πεφωτισμένος κόσμος ζή, προκόπτει και κραταιούται διά της ημετέρας ζωής, αλλ' ήμες έσμέν και οι άνθρωποι του ενες ώτος, διότι, εάν προς στιγμήν άποσυρθώμεν άπό τού κόσμου, φέροντες μεθ' ημών την Καινήν Διαθήκην της βασιλείας και της ά γάπης του Θεού, άμα δε και τάς άγιας και ζωηφόρους άναμνήσεις της Βηθλεέμ και του Γολγοθά, ή υμετέρα κοινωνία του Μαμωνά, ώσοφώτατο, μετά της άλα ζωνείας, της πλεονεξίας, της φιληδονίας, της πολυ τελείας, των θεάτρων, των παντοίων παθών και των άνακαλύψεων αυτής βεβαίως σήπεται, καταπίπτει και συντρίβεται άνευ άμφιβολίας και χωρίς τού ζωηφό ρου της χριστιανωσύνης χυμού, όστις προ εκατοντά δων κυκλοφορεί ήδη έναυτών εις τας φλέβας της ευ
κ6.
ρωπαϊκής κοινωνίας, ό κόσμος ούτος, έστερημένος ή
θικής και πνευματικής ζωής, περιπεσείται εις σηψιν και μαρασμόν. Και δή, ήμείς οι άνθρωποι του παρελ θόντος και του ενεστώτος, έσμέν προ πάντων και οι άν θρωποι του μέλλοντος, διότι εσμέν και εσόμεθα μετά του Χριστού, πάντοτε ζώντος εν τη ανθρωπότητι, του Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού, όστις υπήρξεν ή πρόοδος από δεκαοκτώ ήδη αιώνων, υπάρχει μέχρι της σήμερον και υπάρξει μέχρι της συντελείας του κόσμου ό καθηγητής και διδάσκαλος της αληθούς προόδου, «φώς εις άποκάλυψιν έθνών, ή όδός, ή άλήθεια και ή
ζωή», διότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ό αυ τός και εις τους αιώνας (Εβρ. ιγ. 8). Ουαί και τρίς ουαί εις τον ημέτερον αιώνα της προόδου, έαν ούτος εν τη άκαθέκτω αυτού προς τα πρόσω φορά δεν οδηγήται υπό διδασκαλίας σωτηρίου και υπό γνώμονος αλανθάστου άνευ τοιούτου οδηγού ή άνθρώπινος κοινωνία εποχεται, ίσως, έπι άρματος μεγαλοπρεπούς, άλλ' όμως το άρμα τούτο φέρει εις την άβυσσον της άπολείας!
Αλλά δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρή νη, έν άνθρώποις ελπίς και ευδοκία! ό όδηγός και ο γνώμων της αληθούς προόδου υπάρχει χορηγηθείς ύπο του Θεού, και αυτός έστινό χριστιανισμός! ή ό
δός, ή άγουσα από της γης εις τον ουρανόν, από της άθλιότητος εις την μακαριότητα, και από του θανά του εις την ζωήν, έστιν έμπροσθεν ήμών διά της ό
δου ταύτης ή άνθρωπότης ένουμένη μετά του Ι ησού Χριστού, οφείλει να βαδίσει από μεγαλείου εις μεγαλείον, και από ύψους εις ύψος μέχρι τών υπερ τάτων κορυφών της άνθρωπίνης δόξης, άξίας και τε λειότητος. Ο χριστιανισμός, ιδού ή θεοδώρητος διδα Ι. σκαλία της προόδου όχριστιανισμός, ιδού ό αιώνιος δ νόμος της προόδου όχριστιανισμός, ιδού ή ιστορία της προόδου ό χριστιανισμός, ιδού αυτή ή πρόοδος, -
------------------------------------ ----------------------------------------------
, --
-
------------------------------------------------------------ ---- π------------------- --
κγ, Ο Ιησούς Χριςός ζών έντώ ανθρώπω, ο Ιησούς Χρι στός ένσαρκούμενος εν τη ανθρωπότητι, ιδού ο τύπος της χριστιανικής προόδου, τουτέστι προόδου, εκτελου μένης εν τώ Ιησού Χριστώ και διά του Ιησού Χρι στού ή χριστιανική πρόοδος είναι αυτός ο Ιησούς Χριστός, όστις έφαπλούται και υψούται επί μάλλον και μάλλον εις τά διαστήματα και εις τούς αιώνας, και διά ταύτης της υψώσεως και της εκτάσεως πάντο τε αυξανομένης, φέρει μεθ' εαυτού την ανθρωπότητα εις την θείαν και αληθή πρόοδον, "Ναι, Ιησούς ό εσταυρωμένος είναι ο αληθής θεός της προόδου, διότι αυτός μόνος πραγματοποιεί πάν ό,τι άγαθόν ποθούμεν, χορηγεί πάν ό,τι αγαπώμεν, και θεοποιεί πάν ότι λατρεύομεν, «ότι εν αυτώ κατοικεί πάντό πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς –έν αύ
τώ εισι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώ σεως απόκρυφοι–ός έστινή κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας (Κολοσ. β. 3) – ώστε είτις εν Χριστώ, και νή κτίσις, τα αρχαία παρήλθεν δού γέγονε καινά τα πάντα» (β. Κορινθ, ε, 17). Προ δέκα και εννέα αιώνων ο μέγας απόστολος της χριστιανικής αληθείας, «το σκεύος της εκλογής, του βαστάσαι το όνομα Κυρίου ενώπιον εθνών και βασι λέων», ευηγγελίζετο τον Ιησούν Χριστόν και την ά
νάστασιν αυτού εις τας κλενας Αθήνας, την περίβλε πτον της ανθρωπίνης σοφίας μητρόπολιν, ήτις παρεί εν άσυλον εις πάσας τας φιλοσοφίας, τας τέχνας, τάς διδασκαλίας, και εις πάσας τάς θεότητας έπι
λαβόμενοί τε αυτού οι Αθηναίοι, επί τον Αρειον πά γον ήγαγον λέγοντες, δυνάμεθα γνώνα, τίς ή καινή αύτη ή υπό σού λαλουμένη διδαχή; σταθείς δε ό Παύλος εν μέσω του Αρείου πάγου έφη « Ανδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ώς δεισιδαιμονεστέρους ύ μάς θεωρώ διερχόμενος γάρ και αναθεωρώντά σε
βάσματα ύμών, εύρον και βωμών, ενώ έπεγέγραπτο,
κδ.
αγνώστω Θεώ, δν ούν άγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξ. ιζ, 22). Εν τη παγκοσμείω εκθέσει του παρελθόντος έτους διήλθον τάς των Γάλλων Αθήνας και έθεώρησα κα τείδωλον ούσαν την πόλιν ήλθον εις τάς δη
μοσίους πλατείας και είδαν τα σεβάσματα των νεωτέ ρων Θεών, Θεών της επιθυμίας, της σαρκός, τής έπι θυμίας των οφθαλμών και της αλαζονείας του βίου
άλλ' εν τω μέσω του πανθέου τούτου, ενώ λατρεύον τα τοσαύται ψευδείς Θεότητες, εύρον και βωμόν μυ στηριώδους Θεότητος επί δε του μετώπου του μεγα λοπρεπούς άνακτόρου, ενώ ήσαν εκτεθειμένα τα νεώ τερα και θαυμασιώτερα έργα των εθνών της γης, ανέ γνων την επιγραφήν, άγνώστω Θεώ ό Θεός ού τος επί τω υψηλώθρόνω της δόξης αυτού καθεζόμε νος έλατρεύετο υπό πάντων ηρώτησα το όνομα αυτού, και μοί είπον οι γνώσκοντες αυτόν, ότι καλείται ή πρόοδος, Και λοιπόν τόν Θεόν τούτον, εν πολλοί αγνοούσι, κάγώ γινώσκω και αγαπώ και λατρεύω και καταγ γέλλω τους μη γνώσκουσιν ο Ιησούς Χριστός είναι δΘεός της αληθούς προόδου, «όποιήσας τόν κόσμον και πάντα τα εν αυτώ ούτος ουρανού και γης κύριος υπάρχων, δίδωσι πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα, έποίησέ τε έξι ένός αίματος πάν έθνος ανθρώπων, κα τοικείν έπι πάντό πρόσωπον της γης, εν αυτώ ζώμεν
και κινούμεθα και έσμέν· πάντες γάρ υιοί Θεού έσμέν διά της πίστεως εν Χριστώ Ιησού, όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και άκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γάρ ήμες εις έσμέν εν Χριστώ Ιησού και τα πάντα και εν πάσι Χριστός » (Κολασ. γ΄, 11). Α ληθεύοντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα,ός έστινή κεφαλή, ό Χριστός μέχρι καταντή σωμεν εις μέτρον τού πληρώματος τού Χριστού, ΤΟΙΑ
κέ.
τέστιν εις άνδρα τέλειον, εις το ιδεώδες της προόδου και της ημετέρας τελειότητος (Εφεσ. δ, 13).
Β'
ΤΟ ΑΦ' ΟΥ ΣΗΜΕΙΟΝ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ.
Δύω εισιν αι βάσεις, εφ’ών ή διδασκαλία της αλη θούς προόδου ερείδεται: τουτέστιν ή αρχή και το τέ. λος, το σημείον τής άναχωρήσεως και τό ση
μείον τής αφίξως λοιπόν πάσα φιλοσοφία ή θεολο γία ή αντιποιουμένη την τιμήν του διδάξαι τους άν
θρώπους την της προόδου διδασκαλίαν, οφείλει το κατ' άρχάς νά άπαντήση εις τά δύω ταύτα σπουδαιότατα
ζητήματα: πόθεν έρχόμεθα; και πού υπάγομεν; ποιόν
εστ το σημείον της αναχωρήσεως, και ποιόν έστι το τέρμα της άνθρωπίνης προόδου; Τα δύω ταύτα αρχικά ζητήματα, άπερ προβάλλει εις έκαστον άνθρωπονό όρθός λόγος και ο κοινός νους, αι ανθρώπιναι φιλοσοφία αδυνατούσε να τα λύωσιν
οι τολμηρότεροι των θεωρητικών φιλοσόφων ώμολό γησαν την αδυναμίαν τών μεταφυσικών θεωριών και συστημάτων προς λύσιν τών δύο τούτων ζητημάτων,
λέγοντες: « ή άνθρωπότης βαδίζει μεταξύ δύω μυστη ρίων, του μυστηρίου της αρχής, και τούμυτηρίου του τέλους, διό, καθ’ ημάς, ουκ έστιν άλλο ή άνθρώπινος
πρόοδος, ειμή κίνησις των ανθρώπων διηνεκής, άνευ σημείου αναχωρήσεως και άνευ ώρισμένου σκοπού,
πρόβλημα αδιάλυτον, τεθέν μεταξύ δύω άγνώστων». Αλλά δόξα τω Θεώ, μόνος όχριστιανισμός άνακα φωτίζει διά του άγιου και ιλαρού φωτός τών δογμάτων αυτού τα δύω ταύτα άγνωστα της άνθρωπίνης σοφίας, και ούτω τίθησι τα δύω πρώτα θε λύπτει και
3
κτ".
--
μέλια της διδασκαλίας περί της προόδου, επικαλούμαι την ευμένειαν τού φίλου άναγνώστου, όπως συνεξε
τάσωμεν και συμμελετήσωμεν την σπουδαιοτάτην ταύ την αλήθειαν.
-
Και εν πρώτοις όχριστιανισμός διά τού δόγματος της δημιουργίας δείκνυσι και φωτίζει το σημείον της αναχωρήσεως της άνθρωπίνης προόδου, επειδή μό νος αυτός λέγει σαφώς πόθενό άνθρωπος έρχεται, Όπως λύσωμεν φιλοσοφικώς το μέγα ζήτημα της του ανθρώπου καταγωγής, έχομεν μόνον να εξετάσω μεν δύω θεωρίας: την θεωρίαν τού πανθεϊσμού, και τήν της δημιουργίας,
"Αράγειό άνθρωπος έστιν όν ελεύθερον, δημιουργη θέν εκ του μηδενός υπό της ελευθέρας ενεργείας του Θεού κατά τύπον ώρισμένον; ή έστι τυχαίον αποτέ
λεσμα έν τη σειρά των θείων άναπτύξεων; τοιούτον είναι το αρχικόν ζήτημα, όπερ ό ορθολογισμός κινεί περί το λίκνον του ανθρώπου. Οι πρεσβεύοντες την αντιχριστιανικήν διδασκαλίαν της προόδου, πολεμούσιν εμφανώς την ελευθέραν γέ νεσιν του ανθρώπου διά της δυνάμεως του Θεού, και άρνούνται την εκ του μηδενός δημιουργίαν τού ού ρανού και της γης ούτοι εισιν οι άληθώς πανθεϊσται, "Εάν δέ τις έρωτήση αυτούς πόθεν έρχεται ό άνθρωπος; άποκρίνονται: « ό άνθρωπός έστι θείος, εξέρχεται εκ του Θεού, καθώς το φυτόν εκ της βίζης, το άνθος έκ τού καυλού, ή ευωδία έκτού άνθους». Ο άνθρωπος τοί νυν, κατά την πανθεϊστικήν ταύτην διδασκαλίαν, έστι
βλάστησης, άνθισμα και απόρροια του Θεού, καρπός πεπρωμένος αναγκαίας προόδου, παραχθείς έκθείας βλαστήσεως έν τινι ώρα, κεκαλυμμένη διά παντός εις τα όμματα της επιστήμης ή πρόοδος, κατά τάς θεω ρίας του νεωτέρου πανθεϊσμού, έστιν ό Θεός, όστις γί νεται, καθίσταται και φανερούται έκτός έαυτού,
έν τινι κινήσει άνευ άρχής και άνευ τέλους, κυλινδών
–
- --α---------------------------------------------------------------------------------------- ----- , ----------------------------------------------------------------------
--------------------- ---μα -
-
κζ.
το κύμα της ζωής αυτού, ζωής αιωνίως μεταβλητής και αιωνίως μεταβαλλομένης, "Ο άνθρωπος εξήλθεν εκ των αναπτύξεων του άνα πτυσσομένου τούτου Θεού, λέγει ό παραδοξολόγος πανθεϊσμός, αλλά πότε και έντίνι σημείω του χρόνου; μυστήριον εις ποίαν τάξιν της ιεραρχίας των όντων ετέθη κατ' αρχάς ό άνθρωπος, γενόμενος βραδύτερον τοσούτον μέγας; μυστήριον εις ποιον βαθμόν έντη τάξει της αισθητικότητος, του όρμεμφύτου, του αισθή ματος και της διανοίας; μυστήριον υπό ποίαν αρχές τυπον μορφήν ό άνθρωπος, εξελθών εκ του παναρχαί
ου τούτου έκλεπισμού, έφάνη κατά πρώτον εις την ζω ήν; και έντίνι ακτινοβολία της δυνάμεως, της ώραιό τητος και της άρμονίας μυστήριον, πάντοτε μυστή ριον. Και εν τούτοις ή φιλοσοφία αύτη έναβρυνομένη εις τα επιστημονικά αυτής φώτα, όταν πρόκειται διά των χειρών αυτής να ανασηκώση τα προ αιώνων έπι της καταγωγής του ανθρώπου ευρισκόμενα καλύμμα τα, ουδέν άλλο βλέπει ή ανακαλύπτει, ειμή μόνον μυ στήρια, άτινα περιβάλλει διά των χρωμάτων της ποι ήσεως, ή άλλως περικαλύπτει διά των ανθέων της φι λολογίας την πενίαν της διδασκαλίας της «ή ζωή, λέγει, την επαύριον της τελευταίας γενέσεως ήν ευρυ τάτη μετεμψύχωσης, επιδιώκουσα τον τελευταίον και τελειότερον αυτής τύπον, αφού πρότερον δήλθε ποι κλας μορφάς»!
» Η ώρα του τελευταίου μυστηρίου ελήλυθεν! ή Γή ήν έντή προσδοκία και ιδού φαίνεται ό άνθρωπος κρατών από της χειρός την γυναίκα αυτού, και φέρων
επί του μετώπου ώς αυγήν ροδοδάκτυλον την βασιλεί αν και την μεγαλειότητα του πνεύματος και της δια
νοίας», αλλά πώς εγεννήθη κατά πρώτον ό άνθρωπος εις την ζωήν, διά τίνος γεννήσεως αυτομάτου; διάτι νος μυστηριώδους έπωασμού; εν τίνι σκώληκι; ύπό ποιαν χρυσαλίδα ηύξανε μυστηριωδώς περικεκαλυμ
- , ----- , -------------------------------------
-----------------------------------
, ----- , --
κή.
μένος, άχρι της ημέρας εκείνης, καθ’ ήν ηδυνήθη νά βαδίση υπό το λαμπρόν φώς του ήλιου; "Η φιλοσοφία αύτη άποκρινομένη εις τα ζητήματα ταύτα λέγει, ότι μόνος ό πρώτος άνθρωπος, όστις έθραυσε την μήτραν της πρώτης δημιουργίας, γινώσκει πάντα ταύτα. Ούτω λοιπόν οι νέοι ούτοι Μωϋσεις διηγούνται πε ρι της γενέσεως τών όντων και της γενέσεως του άν θρώπου!μή καταγελάσωμεν τους Ιεροφάντας τούτους της παραδόξου ταύτης κοσμογονίας, αλλά μάλλον θρηνήσωμεν τας θλιβεράς ταύτας αποπλανήσεις του άνθρωπίνου πνεύματος! Είναι γνωστόν, ότι άλλη φιλοσοφία παρουσιάζεται εις τον ήμέτερον αιώνα, όπως εξηγήση την καταγω γήν του ανθρώπου και προσδιορίση το σημείον της ά ναχωρήσεως της προόδου, οι οπαδοί της φιλοσοφίας ταύτης λέγουσιν: « όμολογούμεν ότι ούκέσμενχριστι ανοί, αλλά διά τούτο ουδόλως εσμέν και πανθεϊσταί αρνούμεθα την πεπρωμένην ανάπτυξιν και την ανθρώ πινον χρυσαλίδα, και άνευ της Μωσαϊκής αποκα λύψεως αναγνωρίζομεν την γένεσιν και παραδεχό μεθα την δημιουργίαν». Οι φιλόσοφοι ούτοι καλούνται ορθολογισταί καθότι απορρίπτουσε την θείαν αποκάλυψιν και τας υπερφυσικάς ενεργείας της παντοδυναμίας του Θεού, και πιστεύουσι μόνον εις τας του ορθού λόγου ύ παγορεύσεις, αδόκιμοι όντες περί την πίτιν, και συλα γωγούντες τους άπλουστέρους διά της ψευδούς φι λοσοφίας και κενής απάτης, κατά τα στοιχεία του κό σμου, και ού κατά Χριστόν. Οι δρθολογιστα δεν θέ λουσι να ώσιν ούτε υλιστα ούτε πανθεϊσται ούτε ά
θεοι και όμως επιχειρούντες να λύσωσι το μέγα πρό βλημα περί της καταγωγής του ανθρώπου, άμφιβάλ λουσι, διστάζουσι και πάντοτε καταφεύγουσιν εις ύπο
θέσεις και εικασίας, στερούμενοι συμβόλου, καταφά
σεως και ιστορίας. Η των ορθολογιστών φιλοσοφία
-----------------------
κθ.
πρεσβεύει, ότι ή άνθρωπότης έστιν έν τη προόδω, άλ λά περί της αρχής του ανθρώπου και περί του τέλους αυτού, ουδέν γνώσκει μετά βεβαιότητος,
Αλλά μόνος ό χριστιανισμός ορίζει και ένταύθα σαφέστατα την αρχήν του ανθρώπου και τίθησι το σημείον της αναχωρήσεως της ανθρωπίνης προόδου ή χριστιανική θεολογία, υπερτερούσα και εν τούτω πάσαν άλλην φιλοσοφίαν και θεολογίαν, διδάσκει ευκρινές α τα περί της δημιουργίας του ανθρώπου και περί του νόμου της ζωής αυτού. Η δημιουργία, ιδού το άφ’ ού σημείον της άνθρωπίνης προόδου ό άνθρωπος έ πλάσθη εκ του μηδενός υπό της ελευθέρας ενεργείας του Θεού κατ' εικόνα και όμοίωσιν αυτού, άφ’ ού ό παντοδύναμος δημιουργός παρεσκεύασε την πε ρικαλλή και θαυμάσιον κατοικίαν του ανθρώπου, τότε φαίνεται ό άνθρωπος εν ήμέρα και έν μορφή ώρισμένη εξέρχεται εκ των χειρών του Θεού το σώμα αυτού, έκ δε του έμφυσήματος του Θεού ή ψυχή αυτού. « και έ πλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και έ γένετο ό άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 6, 7). Αλλά και έδωκεν αυτώ την δύναμιν του άρχειν επί της γης, έδωρήσατο αυτώ την κρίσιν και τον λόγον, όφ θαλμούς του βλέπειν και ώτα του ακούειν, διάνοιαν του έννοείν και καρδίαν του αγαπάν, και έθετο ένμέν τη διανοία το πλήρωμα της επιστήμης, έν δε τη καρ δία το πλήρωμα της αγάπης έδειξεν αυτώ τό αγαθόν και το κακόν, και άφηκεν αυτόν ελεύθερον και ένχε ρι διαβουλίου αυτού, όπως εκλέγη το έν ή το άλλο.
Ιδού ό άνθρωπος εν τη πρώτη αυτού εμφανίσει, κατά την άγιαν άποκάλυψιν του Θεού, περικοσμείται υπό τελείας ώραιότητος, φέρει πάντα τα χαρίσματα της φύσεως και της χάριτος, και πάσαν την ανθρώπιν νoν τελειότητα, ζωογονουμένην υπό της ζωής του Θε
λ".
ού. Όθεν δεν είναι το αποτέλεσμα μυστηριώδους κατερ γασίας των δυνάμεων της φύσεως, ώς φρονεί ό παν θεσμός, αλλά πάγκαλον δημιούργημα της παντοδυ ναμίας του Υψίστου, και άνθρωπος τέλειος, ουχί έκ πιθήκων (ώς λέγουσιν οι νεώτεροι δρθολογισται), άλλ' έκ του Θεού καταγόμενος
Ούτω λοιπόν ό χριστιανισμός διά του δόγματος της δημιουργίας διαφωτίζει και εξηγεί παρά τώ λίκνω της ανθρωπότητος το μυστήριον της του ανθρώπου καταγωγής,
Αλλά το πρώτον τούτο δόγμα της χριστιανικής πί στεως δεν εξαρκεί όπως παράσχη το απαιτούμενον φώς εις το άφ’ ου σημείον της προόδου, το παρελθόν μεγα λείον του ανθρώπου και ή ενεστώτα αυτού αθλιότης εισιν ασυμβίβαστα ή εν Εδέμ λαμπρότης και ό μετ' έπειτα ζόφος μένουσιν αίνιγμα ανεξήγητον. Αλλ' ιδού όχριστιανισμός, συμπληρών την αποκάλυψιν του μυ στηρίου της του ανθρώπου καταγωγής, διδάσκει ήμας περί της πτώσεως του άνθρώπου, ήτις έστι μυστή ριον, όπερ εξηγεί πολλά άλλα μυστήρια. Ο άνθρωπος έπεσεν από της πρώτης αυτού δόξης, άξιας τε και μακαριότητος έπεσεν, επειδή παρέβη την εντολήν του Θεού, «και είπεν ο Θεός τη γυναικί πληθύνων πληθυνώ τάς λύπας σου και τον στεναγμόν σου έν λύπας τέξη τέκνα και πρός τόν άνδρα σου ή αποστροφή σου και αυτός σου κυριεύσει τώ δε Αδάμ είπεν ότι ήκουσας της φωνής της γυναικός σου, και έφαγες από του ξύ λου, ού ένετε λάμην σοι τούτου μόνου μή φαγείν, απ' αυτού έφαγες, επικατάρατος ή γη έντος έργος σου έν λύπας φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φαγή τον χόρτον του αγρού, εν ιδρώτι του προσώπου Ο ΟΟ φαγή τον άρτον σου, έως του επιστρέψα σε εις την
γην εξής ελήφθης ότι γη εί, και εις γην απελεύση» (Γεν. γ, 16). Και έπεσε λοιπόν ό άνθρωπος πτώσιν με
λά.
γάλην, ό δε θάνατος και ή άμαρτία εισήλθον εις την ανθρώπινον φύσιν «διά τούτο, λέγει ό θεοββήμων Παύλος, ώσπερ δι' ενός ανθρώπου ή άμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε, και διά της άμαρτίας ό θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ό θάνατος διήλθεν, έφ' ώ πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. ε, 12). Το σπέρμα του θα νάτου ένεκεντρίσθη εις άπαντό άνθρώπινον γένος, και μετά του σπέρματος του θανάτου ή αρχή και αιτία πά σης άσθενείας, άμαρτίας και φθοράς ή σαρκική έ πιθυμία, το φοβερόν τούτο απήχημα της πτώσεως, εξεμάνη έν τώ ανθρώπω, και γενομένη δύναμις τυ φλή και εξαχρειούσα τό λογικών τέλος των παθών της σαρκός, προσπαθεί να παρασύρη τον άνθρωπον εις το βάραθρον της απωλείας! ένδετώ κέντρω της άνθρω πινης ζωής έδρεύουσα, άρχει του ανθρώπου δεσποτι κώς, και ταυτοχρόνως πλανώσα και θέλγουσα, άφησε κατ' αυτού, ώς θηρία άνήμερα, τα σαρκικά πάθη «έ καστος δε πειράζεται, υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκό μενος και δελεαζόμενος, είτα ή επιθυμία συλλαβούσα τίκτει άμαρτίαν ή δε άμαρτία αποτελεσθείσα άπο κύει θάνατον (Ιακώβ. » α, 14), μεταξύ των δύω τού των όρων, της πεπτωκυίας ζωής και του θανάτου της
άμαρτίας, ευρίσκεται ή ολέθριος κλίσης προς πάν έρ γον πονηρόν!
Τοιουτόν έστι το δεύτερον δόγμα, όπερ όχρίς ια νισμός τίθησι παρά τη κοιτίδι του άνθρώπου, όπως διαφωτίσητό άφ’ ού σημείον της άνθρωπίνης προ όδου. Η πτώσης των πρωτοπλάστων, ή ώς λέγει ή Εκκλησία, το προπατορικ όν άμιά ρτημα, λύει πάντα τα μεγάλα προβλήματα, όσα προβάλλει το ζή τημα της προόδου. Του δόγματος τούτου άπαξ τεθέντος παρά τους σπαργάνοις της άνθρωπότητος, ή ψευδής θεωρία της τυχαίας και μοιραίας προόδου άφανίζεται, ώς το νέφος ενώπιον των ήλιακών ακτίνων. Ο άνθρω πος πρό της άμαρτίας και το έζη βίον υπερφυσικών -
η
-
Λ.
ν
λό".
--
και συμμετείχε, τη χάριτι, της ζωής του Θεού, ήδύνα το όμως να πέση, ώς και έπεσε, πραγματικώς, από του ύψους της θείας ζωής, διά πτώσεως ελευθέρας και αυτοσυνειδήτου, και αυτογνωμόνως έβριψεν έαυτόν εις τον κατήφορον της δυστυχίας! Αδύνατον λοιπόν να πρός τώ βαρυτάτω φορτίω της έκουσίου πτώσεως βα στάζη συνάμα τον νόμον τυχαίας προόδου και αναγκα στικής τελειοποιήσεως, άπόλοιτο τοίνυν διά παντός ή
διδασκαλία της πεπρωμένης προόδου, τό ήμέτερον δόγμα της πτώσεως τιτρώσκει θανασίμως την θεο μάχον εκείνην φιλοσοφίαν, ήτις θεοποιεί την ύλην και άρνείται την προσωπικότητα του πανσόφου δημιουργού, και εάν, κατά καιρούς, έγειρη την κεφαλήν ή πνευμα
τοκτόνος αύτη φιλοσοφία, αλλά τάχιστα καταπίπτει υπό το ανάθεμα των λαών και υπό τους κεραυνούς της Εκκλησίας και της Αληθείας το χριστιανικόν δόγμα εν τη θεία αυτού άπλότητι κατασυντρίβει τα φιλοσο φικά εκείνα συστήματα, άτινα διαφθείρουσι την γνώ σιν και έννοιαν της άνθρωπίνης προόδου, επειδή μήπα ραδεχόμενοι την πτώσιν του ανθρώπου, αγνοούσι τους αληθείς νόμους της ανθρωπότητος, Αλλά σύν πάσι τούτοις εν τώ αποκεκαλυμμένω
τούτω δόγματι το ζήτημα του ηθικού κακού εύρε την λογικήν και όλοσχερή αυτού λύσιν. Το κακόν, ό περ ενυπάρχει έντή άνθρωπότητι, δεν είναι σχετικόν, άλλά καθ' εαυτό και απόλυτον, επομένως αποπλάνη σις τού τέλους, ζωή παρεκτραπείσα, ανταγωνισμός της προόδου, το κακόν τούτο ου μόνον ζη εν τη κοινωνία και εις πάσας τάς άνθρωπίνους σχέσεις και καταστά σεις, αλλά και εμφωλεύει προ πάντων εις την καρδίαν
του ανθρώπου το πυριφλεκτον τούτο ήφαίστιον, εξού το κακόν ποιεί εις τήν άνθρωπότητα της περιοδικάς αυτού εκρήξεις. Όθεν ό ύψιστος νόμος της αληθούς προόδου εμφανώς απορρέει από του προπατορικού ά μαρτήματος ή κατά του εγώ διηνεκής πάλη και ο
-
λγ.
γενναίος ανταγωνισμός κατά των τυφλών και όλεθρί ων παθών της σαρκός, ιδού ή διά τόν παραπεσόντα άν θρωπον Σωτήριος συνθήκη της αληθούς προόδου «έ πεφάνη ή χάρις τον Θεού ή σωτήριος πάσιν ανθρώ πος, να άρνησάμενοι την ασέβειαν και τάς κοσμικάς επιθυμίας, σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιων, τριεχόμενο την μακαραν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σω τήρος ημών Ιησού Χριστού, ός έδωκεν έαυτόν υπέρ ή μών, να λυτρώσητα ήμας από πάσης άνομίας, και καθαρίση αυτώ λαόν περιούσιον, ζηλωτήν καλών έρ γων» (Τίτ. β, 11). Ιδού το παντέλειον σύνταγμα της Χριστιανικής πολιτείας, ιδού ο θείος κώδηξ της κοινω νικής προόδου. Τοιαύτην πρόοδον, γινομένην μετά κό που, άγώνος και μάχης, ζητεί παρά του ανθρώπου και -
-
-
* -
-
ν
ν
-
-
-
ο Θεός, και μετ' αυτήν έτι την πτώσιν των πρωτοπλά
στων ή δε ανθρώπινος ζωήβλεπομένη εν τω φωτί του δόγματος τούτου έστι μάχη και πόλεμος κατά του πο λυμόρφου κακού «πότερον ουχί πειρατήριόν έτινό βί ος ανθρώπου επί της γης και ώσπερ μισθίου αυθημε ρινού ή ζωή αυτού; (Ιώβ ζ, 1). Αδιαλείπτως παλα ειν και αγωνίζεσθαι μετά καμάτου και οδύνης πολλής
κατά τών όρμεμφύτων, των διαφθαρέντων υπό της προ πατορικής πτώσεως, τοιουτός έστιν ό νόμος της προ όδου, ό γεγραμμένος εν τη ανθρωπίνη φύσει και μαρ τυρούμενος υπό της παγκοσμίου ιστορίας, ό δέχρι στιανισμός έμπνέων θάρρος και ενέργειαν εις τον αγω νιζόμενον άνθρωπον, εγχειρίζει αυτώ, ώς τεκμήριον ελπίδος και νίκης, την νικηφόρον και αιματοσταγή ση μαιαν της αναστασεως. ν ν
"Η Ανάστασις έστι το τρίτον αποκεκαλυμμένον οΟ δόγμα, δι' ού ή χριστιανική διδασκαλία όριζει και έξ ηγεί θεοπνεύστως τό άφ ού σημείον της άνθρω πίνης προόδου. Ο Αδάμ και η Εύα οι πρωτόπλαστοι, παραβάντες την θείαν εντολήν έπεσαν εις τον όλεθρον 3-
λδ.
της αμαρτίας, συμπαρασύραντες και σύμπαν το από γονον ανθρώπινον γένος, άλλ’ ευλογητός ό Θεός νέος Αδάμ και νέα Εύα, ό Χριστός και ή Θεοτόκος, άνε γερουσι τη πεσούσαν άνθρωπότητα, την χειραγωγού σιν εις τόν υψηλών αυτής προορισμών και έκπληρούσι
τάς θείας επαγγελίας ή κεφαλή του άρχεκάκου όφεως συνετρίβη, ή του εχθρού δύναμις ένικήθη, ό άνθρωπος ανέστη εκ του μνήματος της ηθικής άπονεκρώσεως «άρα ούν ώς δι’ ενός παραπτώματος, εις πάντας άν θρώπους, εις κατάκριμα ούτω και δι' ενός δικαιώμα τος, εις πάντας ανθρώπους, εις δικαίωσιν ζωής ώσπερ γαρδιά της παρακοής του ενός άνθρώπου άμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ούτω και διά της ύπακοής του ενός δίκαιοι κατασταθήσονται οι πολλοί, ού δε έ
πλεόνασεν ή άμαρτία, υπερεπερίσσευσεν ήχάρις να
ώσπερ έβασίλευσενή άμαρτία έντώ θανάτω, ούτω και ή χάρις βασιλεύση διά δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον,
διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ. έ, 18). Λοιπόν ή ζωή του Θεού άνακαινισθείσα έντώ άμαρτω λώ ανθρώπω διά του Θεανθρώπου, ιδού το αφ' ου
σημείον, όπερ όχριστιανισμός τίθησιν εις την αληθή της ανθρωπότητος πρόοδον. Το τέρμα της χριστιανι κής ταύτης προόδου έσεται έντή αιωνιότητι, ήδέπο ρεία αυτής έντώ χρόνω, ό δε Ιησούς Χριστός, ό Σω τήρ ημών Θεός, έσεται ή όδός, ή αλήθεια και ή ζωή της προόδου, Δεν αποδεικνύω τό χριστιανικόν τούτο δόγμα, αλλά
μόνον το προβάλλω εν τη αιωνίω αυτού αληθεία, λέ γων, ιδού το σημείον, άφ ού πάσα ή άνθρωπότης δ φείλει να αναχωρήση, όπως φθάση μέχρι του Θεού, πο ρευομένη την όδόν των αιώνων. «Δεύτε πρός με, λέγει ό Σωτήρ του κόσμου, προς τους μη γνώσκοντας έτι αυτόν, και διά τούτο ταλαιπωρουμένους έν τη χώρα της ανομίας, του σκότους και της βαρβαρότητος «δεύ τε πρός με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι,
λέ.
καγώ αναπαύσω υμάς, άρατε τον ζυγόν μου έφ' υμάς, και μάθετε απ' έμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και εύρήσετε άνάπαυσιν ταις ψυχαίς ύμών ό γάρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν έστιν» (Ματθ. ιά,28), εγώ είμιό Χριστός ό λυτρών και σώζων τόν άνθρωπον, και ένέμοί ανακεφαλαιούνται τα πάντα, τάτε εν τοις ουρανούς και τα επί της γης εγώ ειμί ή ζωή και η ανάστασις, εγώ ειμί ή άληθής της ανθρωπότητος πρόοδος ελευθερία, ισό της, άδελφό της και άγιό της, ιδού τα σωτήρια και χαρμόσυνα έμβλήματα της θείας σημαίας μου, ύφ’ ήν προσκαλώ πάντα τα έθνη και τους λαούς της γης, ό πως ζώσιν έν χαρά και ειρήνη, και αποθνήσκωσιν έπ' έλπίδι της αιωνίου ζωής και μακαριότητος,
Τοιούτός έστινό θείος νόμος της προόδου έν τη άν θρωπίνω ζωή. Προοδεύειν ουδέν άλλο σημαίνει, εμή άναβαίνεν προς την κορυφήν της δόξης και της μακαριότητος, ένθα ό άνθρωπος ετέθη εν τη πρώτη δημιουργία, και έχαιρε καταυγαζόμενος υπ' αρχής ύ περφυσικής, τουτέστιν υπό της ζωής και της χάριτος του Θεού. Όθεν όπως ανέλθη ό άνθρωπος εις το πρώ τον αυτού μεγαλείον και βαδίζη άπροσκόπτως πρός τον θείον αυτού
προορισμών, απαιτείται όπως ή ζωή
του Θεού επανέλθη εις την ζωήν του ανθρώπου. Και τούτό έστι το μέγα μυστήριον, όπερ άρχεται εις την
Βηθλεέμ, τελειούται επί του Γολγοθά και διαιωνίζεται έντώ χριστιανισμώ πρός άνάστασιν, φωτισμόν και σωτηρίαν της ανθρωπότητος. Η δε φάτνη της Βη θλεέμ, τό πάνσεπτον λίκνον του χριστιανισμού, έξυ μνήθη και προσηγορεύθη υπό τών πεφωτισμένων έ θνών της γης τόζωηφόρον λίκνον της αληθούς προό. δου, καθότι έντώ λίκνω τούτω, ένθα εγεννήθη ό λυ τρωτής του γένους των ανθρώπων, ό Θεός και ό άν θρωπος συναντώνται, ή δε θεία ενέργεια εισέρχεται έντη άνθρωπίνω ένεργεία. Από δε της ευλογημένης
λς".
εκείνης ημέρας, έν ή εγεννήθη υπό της παρθένου Μα ρίας ό"Εμμανο υήλ, μεθ' ημών ο Θεός, ή πρό οδος ήρξατο τό γενναίον και ακατάσχετον αυτής βά δισμα Εμμανουήλ, ό έστι μεθερμηνευόμενον, ο Θεός εν τη ανθρωπότητα. Ο δε άνθρωπος γέ γονεν άξιος θείας ύψώσεως και μεγαλειότητος, και κληρονόμος βασιλείας άτελευτήτου και αιωνίων αγα
θών, ά όφθαλμός ουκ είδε, και ούς ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ήτοίμασενό Θεος τους αγαπώσιν αυτόν (ά. Κορ). Αναντιρρήτως ή νέα και θαυμάσιος πρόοδος εγεννήθη εν τη φάτνη της Βηθλε έμ, και έδεξατο επί του Γολγοθά, σύντώ βαπτίσματι του αίματος, την καθιέρωσιν της θυσίας. Από της ά πείρου θυσίας του Γολγοθά αναχωρήσασα ή πρόοδος, πορεύεται αδιαλείπτως επιτρέφουσα, φωτίζουσα, έγεί ρουσα, ελευθερούσα και εξευγενίζουσα τα έθνη των αν θρώπων, προτρεπομένη και λέγουσα « έγειρα ό καθ εύδων, και ανάστα έκτών νεκρών, και επιφαύσει σοι ό
Χριστός» (Εφ.έ, 14). Ιησούς ο Χριστός, από του ύ ψους του σταυρού θεωρούμενος και λατρευόμενος, έτί το κέντρον πάσης χαράς και αρμονίας, πάσης ώραιό τητος, παντός μεγαλείου, και εν ενί λόγω, πάσης
προόδου, γενομένης τε και γενησομένης έντη άνθρω πότητι. Όσα έστιν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, ό σα άγνά, όσα τέλεια και όσα προσφιλή, εξέρχονται απ' αυτού και επιστρέφουσιν εις αυτόν, διότι αυτός έ
στινή αρχή και το τέλος και ή όδός, ή άγουσα εις την ζωήν της προόδου, Τοιούτος έσεται του λοιπού ό μέγας νόμος της άν
θρωπίνης κοινωνίας, πας λαός, όστις αγαπά τον Χρι στον και ποιεί τας εντολάς αυτού, όλαός ούτος μεγα λυνθήσεται, δοξασθήσεται και πορεύσεται από προόδου εις πρόοδον πας λαός, όστις απομακρύνεται από του
Χριστού, ταπεινωθήσεται και γενήσεται νεκρός και πτωχος και δουλεύσει έθνει άλλοτρίω. Ιδού το α ν
--------------------------- ------------------------------------------------------------------
---------------
- -
-
--------
-
λζ.
σφαλές κριτήριον και ό άλάνθαστος κανών της προό δου των εθνών, αλλ' αυτό τούτο ρητέον και περί εκά στου των ανθρώπων, καθότι ό άνθρωπος αυξάνει ηθι κώς και γίνεται θαυμαστός, ζών και πολιτευόμενος έν Χριστώ φθίνει δε και κακοδαιμονεί, διατελών μακράν της θείας χάριτος και του πνεύματος του Χριστού. « Ο χριστιανός έστιν άλλος Xριτος », έδιδασκον μά λα ευλόγως οι πατέρες της Εκκλησίας ειμί χριστια νός, ή δε χριστιανική τελειότης μου συνίσταται εις το γενέσθαι έπι μάλλον και μάλλον "Ιησούς Χριστός, Ειμι χριστιανός, ή δε πρόοδός μου έστιν ένταυτώ έ λάττωσης και αύξησις ελάττωσις μεν του εγώ μου έν τώ Ιησού Χρις ώ, αύξησις δε του Ιησού Χριστού ενέ μοί. Μακάριος, εάν δυνηθώ να είπω ώς ό Πρόδρομος και Βαπτιστής εκείνον δεν αυξάνειν, έμε δε έλαττούσθαι ( Ιωάν. γ', 30'). Ναι, ή αύξησης του Χριστού εν εμοί, ιδού ο νόμος της μακαρίας ζωής, ιδού το σύμβολον της προόδου, ιδού ή ομολογία της πίστε ως, ήτις σώζει την ανθρωπότητα. « Χριστώ συνες αύ ρωμα, ζώ δε ουκ έτι εγώ, ζή δε έν έμοι Χριστός, ο δε νυν ζω ένσαρκί,έν πίστει ζώτη του υιού του Θεού, του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ έ μου » (Γαλάτ. β, 19. Ιδού ή υψίστη χριστιανική πρόοδος, ήν περιέγραψενό απόστολος των εθνών! ό δρθολογισμός, ό πανθεϊσμός, ό υλισμός και πάσα γή ίνος και εγωιστική φιλοσοφία ζητεί την πρόοδον απο κλειστικώς εν τώ ασθενεί και πεπτωκότι άνθρώπω, ό δε χριστιανισμός, ή θεία σοφία της ειρήνης, της έ ευθερίας, της αγάπης και της άδελφότη τος, από είκοσι ήδη αιώνων εξετέλεσε και εκτελεί τα
θαυμάσια έργα της προόδου εν τη διδασκαλία και εν τώ πνεύματι του ένανθρωπήσαντος Θεού, Χριστού του
Σωτήρος ημών,
"Γ". ΤΟ ΤΕΡΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ.
Πού έστι το τέρμα της ανθρωπίνης προόδου; Εις το σπουδαιότατον τούτο ζήτημα ή άντιχριστιανική φιλο
σοφία άπαντώσα λέγει « άνθρωπε, πορεύου από αιώ νος εις αιώνα και άπό μεταμορφώσεως εις μεταμόρ ωσιν, άκολούθει την άγνωστον φοράν του μέλλοντος και βάδιζε τας αιωνίους οδούς της άτελευτήτου προό δου ή πορεία σου δεν έχει τέρμα!» ή τοιαύτη λύσις του μεγάλου τούτου ζητήματος είναι όντως οδυνηρά, απάνθρωπος και αντίθεος. Και πώς; ό Θεός, όστις έ χάραξε το όριον πάσης κινήσεως, την όδόν πάσης ζω ης, τάς τροχιάς των άναριθμήτων αστέρων, άφηκενά νευ τελικού τέρματος τον άνθρωπον, όστις φύσει και άκαταπαύστως ζητεί το έσχατον αυτού τέλος; Ο άν
θρωπος, όστις είναι το θαυμαστόν κέντρου, περί δ τρέ φεται ό ημέτερος κόσμος, όπως φθάση δι' αυτού εις το έσχατον τέλος, ό άνθρωπος, όστις οφείλει να βαδίζη έ πί κεφαλής των αστέρων, των ήλων και πασών των ουρανίων σφαιρών, όπως έκπληρώση την έαυτού απο στολήν και θαυμάση επαξίως τον δημιουργών και την δημιουργίαν, ήτις συγκεφαλαιούται εν αυτώ, ό άνθρω πος, έρωτώ, έτίν άνευ τέρματος, περιπλανώμενος και ώς ζών πλανήτης έντώ σύμπαντι κόσμω: Aλλως τε, ιδού πώς έκαστος ήμών των ανθρώπων φρονεί και αι σθάνεται συμφώνως προς τας έμφύτους υπαγορεύσεις του νοός και της καρδίας: « Ο βίος μου έστιν όδοι πορία άλλ’ όδοιπόρος του χρόνου, έχω τον πόθον και την φιλοδοξίαν να φθάσω μίαν ημέραν εις έν τέλος βέβαιον και ώρισμένον ό βίος μου έστι κίνησης και ταραχή, άλλ' όμως αισθάνομαι την ανάγκην της άνα παύσεως. Η ψυχή μου ταρασσομένη και έγειρομένη
λθ'.
υπό παντοίων πνευμάτων, και αποκάμνουσα επί της γης, προσδοκά χαρμοσύνως την ημέραν της αιωνίουά ναπαύσεως. Ο βίος μου έστιν αποχωρισμός, έκαστον βημά μου έστιν αποχαιρετισμός, αυτή η πρόοδός μου είναι τις ρήξις και όμως έντώ μέσω των άναποφεύ
κτων τούτων αποχωρισμών ακούω φωνήν άπό τούβά θους της καρδίας μου λέγουσαν «ελεύσεται ώρα, καθ' ήνέρoύσιν. Ιδού το τέλος, ιδού το τέρμα, ιδού ή αιώ νιος άνάπαυσης και ή ένωσις στώμεν, άναπαυθώμεν!» "Η πρόοδος άνευ τελικού τέρματος έστιν αντίφασις και σύγχυσις διηνεκής, ή επίγειος ζωή άνευ τέλους χαρ μοσύνου είναι θάνατος συνεχής και οδυνηρός, ή δε έλ
πις ή ματαία και δύσπιστος είναι απελπισία σπαραξ κάρδιος!
-
"Ω πόσον ο χριστιανισμός είναι και ένταύθα θαυμά σιος και χαριτόβρυτος και μετά πόσης θείας σοφίας και άπλότητος λύει τα μεγάλα ζητήματα, εν οις ή πλάνη και ή ψευδώνυμος γνώσις ρίπτει την ψυχήν του άνθρώπου εις ταραχήν άσεβή, βλάσφημον, και εις άν τιφάσεις όλεθρίους! Η φιλοσοφία του Χριστιανισμού, τουτέστιν ή αιώνιος σοφία του Λόγου της αληθείας και της ζωής, ουδέποτε αντιμάχεται προς τον δρθόν λόγον του ανθρώπου, τα φιλοσοφικά συστήματα θάσσον ή βράδιον πίπτουσε και αποθνήσκουσιν, ώς αντιφάσκοντα συνήθως προς τον κοινόν και υγιάνουν της ανθρωπό τητος άλλ’ ή χριστιανική φιλοσοφία, ούσα λογική και σύμφωνος προς την καρδίαν και το πνεύμα του ανθρώ που,ζή από τοσούτων ήδη αιώνων και ζήσεται διά παν τός, ποδηγετούσα και φωτίζουσα τα έθνη της γης, ιδού δε πως αύτη αποφαίνεται και πώς λύει θαυμασίως και το προκείμενον ζήτημα, περί του τέρματος της άν θρωπίνης προόδου, Ο άνθρωπος, δημιουργηθεις υπό του Θεού, οφείλει να επιστρέψη εις τόν Θεόν και καθώς πάντοτε ποθεί
και αγαπά τον Θεόν, ούτως οφείλει να φθάση εις τον
ν
Ρ.
--
Θεόν, επειδή μόνος ό Θεός έστι το τέλος του άνθρώ που, καθώς έτι και ή άρχή αυτού. Όταν ό Θεός έπλα σε τον άνθρωπον και είπεν αυτώ πορεύου, τότε ό άνθρωπος εκίνησεν εξ αυτής βαλβιδος του ανθρωπίνου σταδίου και εκ του άλφα της προόδου. άλλ’ όταν ό άν θρωπος φθάση εις τόν Θεόν, τότε αφικνείται εις το τέρμα του σταδίου, εις το ωμέγα της προόδου, ή πρό οδος άρχομένη διά της ελευθέρας ενεργείας του Θεού, έμπνεύσαντος έντώ ανθρώπω τόν περισπούδαστον πό θον του άπειρου ή πρόοδος τελειουμένη διά της έπι τεύξεως του πόθου τούτου έντώ Θεώ, εισί τά δύω
τέρματα, άτινα συνυποστηρίζονται ώς αι δύω άντηρί δες του οικοδομήματος της προόδου. "Ο Θεός πολυτρόπως καλεί τον άνθρωπον προς την δόξαν και την αιωνιότητα αυτού, άνοιγει ενώπιον αυ
του τον κόλπον της άπειρου αγαθότητος και δείκνυσιν αυτώ την χώραν της αιωνίου μακαριότητος, αλλά και εξαρτών αυτών απ' αυτού ώς διά τριών θείων άλύσεων, διά της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης, προσκαλεί αυτόν ακαταπαύτως λέγων «Eλθε πρός με", εγώ είμαι το Α και το Ω έλθε, καθώς εμι ή αρχή σου, ειμί και το τέλος σου, άρχή και τέλος έλθε, και από προόδου εις πρόοδον αφίχθητι μέχρι του υπερ τάτου τέρματός σου, διότι η πρόοδός σου άναχωρήσα σα άπι έμού, οφείλει να φθάση και να τελειωθή εν εμοί, εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος (Απο κάλ κ6, 13), και μετ' εμέ ουκ έστιν άλλος μόνος έ γώ ό δημιουργός σου, έσομαι και ό βραβευτής σου έλθε λοιπόν πρός με βάδιζε, όπως φθάσης εις τό ά πειρον, ζήτει, όπως εύρης το άπειρον, ανάβαινε προς το ιδεώδες και το άπειρον τούτο και το ιδεώδες είμι εγώ, ναι, εγώ, τέκνον μου, εγώ, στέφανος αιώνιος
της έν χρόνω προόδου σου, εγώ σε αναμένω μετ’ άγά πης πατρικής. Σήμερον επί της γης με βλέπεις διά της πίστεως, με καλείς διά της ελπίδος, και με ποθείς,
μά,
διά της αγάπης, αλλά θάρρος, βάδιζε έν τη δροσερά σκιά της πίστεώς σου, και γίνου άξιος, ένεκα τού πι στεύειν, τού δεν το πρόσωπόν μου βάδιζε έρειδόμε νος επί τών άψευδών επαγγελιών μου και επί της ελ πίδος σου, και γίνου άξιος τών άκηράτων στεφάνων μου βάδιζε έντώ ιερώ πυρί της πρός έμε αγάπης σου, άγνιζόμενος έντας δοκιμασίας, και θυσιαζόμενος και πάσχων και αίρων άγογγύστως τον σταυρόν σου, γί νου άξιος της αιωνίου βασιλείας μου. «Και ιδού έρχο μα ταχύ, και ο μισθός μου μετ' εμού, αποδούναι έ κάστω ώς το έργον αυτού έσται» (Αποκαλ. κβ., 12), έλπιζε, πίστευε, αγάπα και μη φοβού έγώ ειμί ή ά πειρος και ατελεύτητος ανταμοιβή σου χαίρε πιστεύ ων, και ό μισθός σου πολύς έσται σφόδρα (Γέν. ιέ, 1). "Ο Θεός τοίνυν δρώμενος αιωνίως πρόσωπον προς πρόσωπον, ό Θεός αγαπώμενος υπό άγάπης αιωνίου, ό Θεός θαυμαζόμενος μετά χαράς αιωνίου θεωρία του άπειρου εποπτική, έχουσα μέτρον έντώ ουρανώ την ημετέραν πίστιν επί της γης, αγάπη του άπειρου, έ χουσα μέτρον έντώ ουρανώ την ημετέραν ελπίδα έπι της γης απόλαυσης πανευφρόσυνος του άπείρου, έχου σα μέτρον έντώ ουρανώτας ήμετέρας θυσίας επί της γης ό Θεός έντώ ουρανώ διδόμενος απείρως εκάστω ανθρώπω, κατά το μέτρον της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης αυτού, ιδού ό παράδεισος! Ιδού τότε λικόν τέρμα και το πλήρωμα της άνθρωπίνης ευτυχίας και τελειότητος ό άνθρωπος ένταύθα ίσταται λέγων, «ό προορισμός μου τετέλεσται, και πάσα ή πρόοδος
του βίου μου λήγει ενταύθα εν τη θεωρία, εν τη αγά πη και εν τη απολαύσει του απείρου Θεού». Τοιαύτη έστι, φίλε αναγνώστα, κατά την χριστια
νικήν διδασκαλίαν ή λαμπροτάτη κορωνίς πάσης προό δου της ημετέρας επιγείου ζωής άλλ' ακούσωμεν ήδη
τι λέγουσι και τί φρονούσε περί τούτου οι πρός τό φώς 4
μβ
της θείας αποκαλύψεως κλείοντες τους οφθαλμούς σύγχρονοι φιλόσοφοι, « Ο άνθρωπος, λέγουσιν, όπως έκπληρώση επί της γης τον αληθή αυτού προορισμών, έχει απόλυτον ανάγ κην πίστεως και έλπίδος αιωνίου, ένταυτώ δέ και κι
νήσεως ατελευτήτου εν τη αιωνίωζωή». Και ούτως οι φιλόσοφοι ούτοι μη θέλοντες να πι στεύσωσιν εις τα μυστήρια της πίστεως ήμών, άπα τούσιν να ήμες πιστεύωμεν εις το ιδεώδες και εις μέλ λουσαν ζωήν, ήν ουδέποτε οψόμεθα! Και πώς τούτο, ώ βέλτιστοι;ύμείς οι μη υποφέροντες πρός καιρόντας δροσεράς αύρας της χριστιανικής ήμών πίστεως, ύμείς ζητείτε διά τόν άνθρωπον πίστιν αιώνιον;ύμείς οι καυ χώμενοι, ότι βλέπετε τα πάντα επί της γης γυμνά και φωτεινά, και οι επιθυμούντες να σχισητε τα ιερά καλύμματα, τα καλύπτονται το βάθος των ημετέρων μυστηρίων, ύμείς αυτοί απαιτείτε την αιωνιότητα της πίστεως, πρός τό πιστεύειν εις τό μάλλον άνεξερεύνη τον τών μυστηρίων, και άρνείσθε την έντώ ουρανώ
θεωρίαν του άπειρου πρόσωπον προς πρόσωπον; Την πίστιν επί της γης, την σκιάν επί της οδού, καταλαμ βάνω και αγαπώ και αποδέχομαι άλλ’ έντώ ουρανώ τίς ή ανάγκη της πίστεως, αφού βλέπω τόν Θεόν μου και ό Θεός μου με βλέπει, και άντλώ την ουράνιον μα
καριότητα έντώ αιωνίω βλέμματα του παντεπόπτου δημιουργού; «Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου ένα νίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον άρτι γι νώσκω εκ μέρους, τότε δε έπιγνώσομαι καθώς και έπ πεγνώσθην» (ά, Κορινθ. ιγ, 11). "Ιδού, χριστιανέ, το ήμέτερον τέρμα, ό π α ν άγα θος Θεός, ή αγάπη, ή χαρά και ή αιώνιος μακαριό της βαδίζωμεν λοιπόν πάντοτε άκαμάτως, όπως φθά σωμεν το παμπόθητον και χαρμόσυνον τούτο τέρ μα, όδηγούμενοι πάντοτε υπό του φωτός της χριστια νικής ελπίδος και πίστεως και φρουρούμενοι υπό της --
ν
μγ.
χάριτος και υπό των εντολών του Σωτήρος ημών Ιη σού Χριστού,
Φαντάσθητι σπήλαιον άφεγγες, ένθα επικρατεί ζο φερά νύξ και παντελής σκοτία πυκνοτάτη όμίχλη έμ ποδίζει το φώς να εισδύση εις αυτό, ενιαχού φαίνονται πτερυγίζοντες όλίγοι σπινθήρες έρχόμενοι και παρερ χόμενοι, ινδάλματα φωτοειδή και απατηλά, θέλγοντα μεν την όψιν, φεύγονται δε ήμας και μη άνεχόμε
να, να συλλάβωμεν αυτά άφεγγες σπήλαιον είναι ή ημετέρα διάνοια, το εν αυτώ επιπολάζον σκότος είναι ή αμάθεια ήμων ή ομίχλη ή εμποδίζουσα την είσοδον του φωτός εισε τα πάθη, ή υπεροψία και ή ευπιστία, έ νί λόγω αι ήθκαι ήμών άσθένεια, τα φωτοειδή ινδάλ ματα του εξωτερικού φωτός εισιν αι ημέτεραι προλή ψεις και αι πλάνα, αι επέχουσαι τόπον τών ήθικών άρ χών και των κανόνων του βίου, και από τών όποιων πρέπει όσον τάχιον να απαλλάξωμεν ήμάς αυτούς άλ λά τίνι τρόπω και διά τίνων μέσων; Ανάγκη πάσα να καταπολεμήσωμεν, παντί σθένει, την ήμετέραν άμάθει αν και τα ημέτερα πάθη έν χρηστότητι, εν γνώσει, έν μακροθυμία, εν αγάπη άνυ ποκρίτω, έν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, διά τών όπλων του φωτός και της δικαιοσύνης των δεξιών και αριστερών (6. Κορινθ. ς', 6). Την δε αμάθειαν αυτού νικά μόνος ό συναισθανόμενος αυτήν μεγάλη σοφία, μεγάλη επιστήμη είναι, κατά τον θείον Σωκράτην, τό «ειδέναι ότι ουδέν οίδεν» ό γινώσκων και όμο λογών, ότι δεν έπίσταται ουδέν, φυλάσσεται τουλά χιστον έναντίον οιαςδήποτε παρατόλμου και άπερ σκέπτου γνώμης, και παροτρύνεται να αναζητήση και άνεύρη την άγνωστον ποθητην αλήθειαν περί δε τών
παθών, όφειλομεν–διά το συμφέρον της αληθείας και της ημετέρας διανοίας, διά το συμφέρον της ήμετέρας
καρδίας και της καθόλου ανθρωπίνης υπάρξεως και άξιοπρεπείας– όφειλομεν αναποφεύκτως να τα κατα
μδ.
πολεμήσωμεν διά του θυρεού της πίστεως και της αλ λης χριστιανικής πανοπλίας και να γίνωμεν κύριοι αυ τών, ουχί βεβαίως όπως τα έκριζώσωμεν, τουθ όπερ ούτε δυνατόν ούτε έλλογόν έτιν, άλλ' όπως κανονίσαν
τες αυτά συναρμολογήσωμεν την λειτουργίαν αυτών πρός τόν ιερόν και ύψιστον σκοπόν της τε φύσεως και της πανσόφου προνοίας του Θεού,
Κατά τούτον μόνον τον τρόπον ή ημετέρα διάνοια, καθαιρομένη από παντός βύπου και πάσης κηλίδος του ανομήματος, καθίσταται πιστότατον και διαυγέστατον κάτοπτρον της χριστιανικής ειρήνης και αληθείας, και κέντρον φαεινότατον της ηθικής ήμων ουσίας, ούτω
στεφανούνται και ανταμείβονται αι προσπάθεια και ό ζήλος ήμών περί την γνώσιν και την σοφίαν. Οι θείοι ούτοι θησαυροί εισε τότε κτήμα αναφαίρετον πά σης καρδίας καθαράς, οι δε κατέχοντες τούς θησαυ ρούς τούτους της ευαγγελικής γνώσεως και σοφίας βεβαίως όψονται την αλήθειαν των αληθειών, τον Χρι στόν, και ούτως άφιχθήσονται ευτυχώς εις το τέρμα της προόδου, λέγοντες ένχαρά άφάτω και αιωνίω «τε τέλεσται, ή ημετέρα πρόοδος πεπλήρωται ό Θεός εν ήμίν, και ήμες έντώ Θεώ».
Το ζήτημα τοίνυν της προόδου λύεται, ώς δομεν, εν τώ χριστιανισμών το άφ ού σημείον της προόδου είναι το Ευαγγέλιον του Χριστού, το δε τέρμα της προ «η
-
-
-
--
α
η
η
-
η
η
ν
--
--
ν
-
Α Ν . . γο
--
»
Χριστός. λΠρος απόδειξιν άναντ β θ βητον της τριπλής ταύτης αληθείας εχομεν περιπλέον
όδου είναι αυτός ό α
-
-
ν
-
ν
-,
ν
το πέμπτον Ευαγγέλιον της ειρήνης, της χάριτος και της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον. Αναμφιβό λως εκτός των τεσσσάρων άγιων Ευαγγελίων έχομεν
και πέμπτον Ευαγγέλιον του Χριστού, όπερ γράφεται από δέκα εννέα ήδη αιώνων και ευαγγελίζεται εις πάν
μέ,
τα τα έθνη την ειρήνην, την αγάπη, την αδελφότητα το Ευαγγέλιον τούτο εστί το έργον του Χριστού εν
τη νεωτέρα άνθρωπότητα και έντούτω αναγινώσκομεν θαύματα τοσούτον μεγάλα και εξαίσια, όσον τα θαύ ματα των τεσσάρων πρώτων Ευαγγελίων. Το θείον και σωτήριον έργον τού Χριστού βλέπομεν πανταχού, έν θα εγένετό τις πρόοδος έντώ άγαθώ, έν τη πρός άλ λήλους αγάπη, έν τη θεοπρεπει λατρεία, εν τη αξία και έντη ηθική υψώσει των ανθρώπων, ουδεμία ζωη φόρος επανάστασις έντη ιστορία του άνθρωπίνου γέ νους δύναται να παραβληθή προς την χριστιανικήν έπ ανάστασιν, ήτις έθετο τον σταυρόν ώς όριον σεπτόν
και ασάλευτον μεταξύ δύω βασίλειών όλοσχερώς άντι θέτων, της βασιλείας του θανάτου και του σκότους, και
της βασιλείας της ζωής και του φωτός, ενώ καιρώ ή από του Γολγοθά βεύσασα πηγή ύδατος, άλλομένου εις ζωήν αιώνιον, καταρδεύει και δροσίζει τάς τών αγαθών και τιμίων ανθρώπων ψυχάς και καρδίας, Ο νεώτερος πολιτισμός και πάσα ή ανθρώπινος πρό οδος οφείλεται εις τό φώς και εις τόν λόγον τού Χρι στού, το δε θαυμαστόν μεγαλείον και ή ένδοξος ύπερο χή των λαών της Ευρώπης και της Αμερικής, ώς και το ακάθεκτον βήμα της προόδου και εις αυτά τα έθνη τα μη πιστεύοντα εις Χριστόν, άλλ' όμως συγκατοι κούντα μετά τών χριστιανών, ή αναπνέοντα από μα
κρόθεν την ζωογόνον αύραν της ευαγγελικής χάριτος, εισί καρποί ώραίοι και άγλαοί τού θεοφυτεύτου δέν δρου της χριστιανωσύνης. Η ταλαίπωρος Ασία και ή δύστηνος Αφρική έτι κοιμώνται ύπνον βαρύν και όλέ θριον, καταδαπανώμενον εις όνειρα αποτρόπαια και
διακοπτόμενον υπό κρίσεων αιμοσταγών, άχρις ού και έν αυταίς άνατελη ή λαμπρά και χαρμόσυνος της χρι στιανικής σωτηρίας και ελευθερίας ήμέρα. Το ευαγγέ λιον της βασιλείας του Θεού όσημέραι γράφεται έν τας καρδίας των ανθρώπων και καρποφορεί θαυμασί
μς -
ως ανακαινίζει πάντοτε το παρελθόν της θείας οικο νομίας και καθίστησιν αυτό παρόν, επειδή αυτό έστιν αιώνιον, « ό ουρανός και ή γη παρελεύσονται, οι δε
λόγοι μου ού μή παρέλθωσιν» (Λουκ.κά, 33), είπεν ό άρχηγός και τελειωτής της πίστεως ήμών. Τον Ιη σούν Χριστόν τών άγιων Ευαγγελίων μέχρι της σήμε ρον προσκυνούμεν και γνώσκομεν ήμες οι τού παρ όντος αιώνος χριστιανοί, ώς έγινωσκον και προσεκύ νησαν οι ασθενείς και οι άμαρτωλοί, ούς έθεράπευσε και ήλέησενέντε τη Γαλιλαία και εν τη Ιουδαία. Η όμολογία του εκ γενετής τυφλού, εν οίδα, ότι τυ φλός ών άρτι βλέπω (Ιωάνν. θ΄, 48), και ή φω νή του θεανθρώπου προς την γυναίκα την άμαρτωλόν, άφ έων ταίσου αι άμαρτίαι ή πίστις σου
σέσω κέ σε πορεύου εις ειρήνην (Λουκ. ζ', 48), και σήμερονέτι μαρτυρούσε την τού Σωτήρος θεί αν δύναμιν και φιλανθρωπίαν. Και καθώς εις την κώ μην “Εμμαούς μετά το κυριακών δείπνον διηνοίχθη σαν οι οφθαλμοί του Κλεόπα και του άλλου μαθητού και έπέγνωσαν τον εκ νεκρών αναστάντα Ιησούν, ή δε καρδία άμφοτέρων καιομένη ήν εν αυτοίς, ώς ελαλεί αυτος ο Κύριος εν τη οδώ, και ώς διήνοιγεν αυτοίς τάς γραφάς, ούτω και μέχρι της σήμερον έντώ μυςη
ρίω της θείας ευχαριστίας διανοίγονται οι οφθαλμοί των πιστών, και επιγνώσκουσε την χάριν και το έλεος του φιλανθρώπου Σωτήρος. Ο Ιησούς Χριστός στα τα παρά την κλίνην της ασθενείας και του θανάτου,
ένθα στενάζουσιν οι εις αυτόν πιστεύοντες, και πληροί αυτούς υπομονής και ουρανίου χαράς και έλπίδος, άλ λά και εισέρχεται εις την πενιχράν κατοικίαν του πέ νητος, όπως εύλογήση τον άρτον της έντιμου αυτού πτωχείας, προστατεύει και ενθαρρύνει την χήραν και τόδρφανόν, περιφρουρεί και διασώζει την απροστάτευ τον και επιβουλευομένην παρθένον, παραμυθεί και φα δρύνει οιονδήποτε δυστυχή και ταλαίπωρον άνθρωπον
μζ. και ή χριστιανική καρδία τού ήμετέρου αιώνος άντα ποκρίνεται εις την φιλόχριστον καρδίαν τών άγιων ά ποστόλων και των πρώτων χριστιανών και ή αυτή θεία ζωή κυκλοφορεί εις το μέγα σώμα της του Χρι στού Εκκλησίας, ανακαινίζει και καθαίρει την άνθρω πότητα και συνάπτει λαούς, φυλάς και γλώσσας εις την λατρείαν του υιού της παρθένου. Αναρίθμητοι
μάρτυρες και όμολογηται είδον διά των οφθαλμών της πίστεως την θείαν δόξαν του Σωτήρος του κόσμου, και έκήρυξαν ενώπιον σκληρού θανάτου και φρικτών βα σάνων την δύναμιν της θεότητος αυτού. Απειροπλη θείς καρδία ήρώων, ανδρών, γυναικών, νέων και νεα **
-
-
-
- -
-
-- -
-
*
-
-
.. .. .
. ..
. .-
νιοων εν τη σειρα των αιωνων, εν τω κρυπτω και εν τω
φανερώ προσήνεγκαν θυσίας ευλογημένας εις την ά γάπην του Χριστού, και ούτως έτίμησαν και έδόξασαν τον χριστιανισμών και την ανθρωπότητα. Αλλά και μέχρι του νυν εις πάσας τάς τάξεις της κοινωνίας και εις πάντας τους βαθμούς της πνευματικής καλλιεργεί ας και του πολιτισμού, καθ' άπασαν σχεδόν την ύφή λιον, έκλάμπουσι τα καλά έργα της εις Χριστόν πι στεως, και ψάλλεται ό ύμνος της λατρείας εις τιμήν και δόξαν του έσταυρωμένου Λυτρωτού, Σίγησάτωσαν τοίνυν και οι της ημετέρας εποχής άπιστοι και παυσάτωσαν βλασφημείν το μυστήριον της πίς εως και του Ευαγγελίου, «το αποκεκρυμμένον από τών αιώνων και από τών γενεών, και φανερωθέν τοις άνθρώποις, ότε ήλθε το πλήρωμα του Χρόνου (Κολοσ. ά, 26). Και ου μόνον οίκτείρομεν τους ανθρώπους τού τους, άνθισταμένους τη αληθεία, κατεφθαρμένους τον νούν και άδοκίμους περί την πίστιν διόου προκόψουσιν επι πλείονή γαρ άνοια αυτών έκδηλος έσται πάσιν (Β. Τιμ. γ΄, 9), αλλά και εξάδελφικής αγάπης υπομιμνή σκομεν αυτοίς τα θεσπέσια έκείνα βήματα του υιού
της βροντής, λέγοντας: «δέωράκαμεν τους οφθαλμούς ήμών, ο έθεασάμεθα, και αι χείρες ήμών έψηλάφησαν
μή,
περί του Λόγου της ζωής, απαγγέλλομεν υμίν, ότι ο πατήρ απέσταλκε τόν υιον Σωτήρα του κόσμου, ός άν όμολογήση ότι Ιησούς έστιν ο υιός του Θεού, ό Θεός έν αυτώ μένει, και αυτός εν τω Θεώ» (Ιωάν.δ, 14). Αλλά και άκουσάτωσαν μετά προσοχής, προς επιστρο φήν και μετάνοιαν, την προς τον διώκτην Σαύλον φω νην του θεανθρώπου: «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις; είπα δε, τις εί, Κύριε, ό δε Κύριος είπεν, εγώ ειμι Ίη σούς, δν σύ διώκεις σκληρόν σοι προς κέντρα λακτί ζειν» (Πράξ. θ΄, 4). Ό,τι άν λέγωσε και ό,τι άν γράφωσιν από τοσούτων ήδη αιώνων οι εχθροί του σταυρού και του μεγάλου της --
-
-
-
-- -
η
- -
-
--
-
η
ο
ευσεβείας μυστηρίου, ταχέως ανασκευάζεται και ψευ
δέστατον εξελέγχεται υπό της τών πραγμάτων άλη θείας, και φαίνεται αποτρόπαιος βλασφημία κατά του ζώντος και μόνου θαυμάσια ποιoύντος Θεού. Ο Γαμα λήλ, νομοδιδάσκαλος τίμιος παντί τω λαώ του Ισραήλ, αναστάς έν τώ συνεδρίω των Ιουδαί ων, βουλευομένων ανελεϊν τους αποστόλους του Χρι στού, είπε προς αυτούς άνδρες Ισραηλίται, προς έχετε εαυτούς, απόστητε από των ανθρώπων τού των και εάσατε αυτούς «ότι εάν ή εξ ανθρώπων ή βου λή αύτη ή το έργον τούτο, καταλυθήσεται είδε έκΘε ού έστιν, ου δύνασθε καταλύσαι αυτό, μήποτε και θεο
μάχοι ευρεθήτε» (Πράξ. έ,38). Οι λόγοιούτοι του πε πνυμένου Γαμαλήλ, πλήρεις αληθείας και δυνάμεως, διέρχονται τους αιώνας σεπτοί και ακήρατοι, λέγοντες εις τους κατά καιρούς Φαρισαίους και Γραμματείς,
«είδε εκ Θεού έστιν, ου δύνασθε καταλύσαι αυτό, μή ποτε και θεομάχοι ευρεθήτε». Ο επί σοφία και πίστει περικλεής και φιλόχριστος συγγραφεύς του ανά χείρας πονήματος Φίλιππος Schaft, τούς τε άρχαίους και νεωτέρους απίστους άνα σκευάζων, και πανταχόθεν αποδεικνύων την θεότητα του Χριστού, κυρίως αναπτύσσει και βεβαίοι διά της
μθ'.
"Ιστορίας την φαεινήν και θείαν αλήθειαν των λόγων τούτων του Γαμαλήλ.
Ο δε Γυιζώτος, όσοφος και κλεινός της Γαλλίας άνήρ, εις τό πρό μικρού δημοσιευθέν τρίτον τεύχος των « περί της χριστιανικής θρησκείας μελετών» αυ τού, ήλιου λαμπρότερον αποδείκνυσιν ότι: «Η χριστια νική θρησκεία και ή ελευθερία ου μόνον συμβιβάζονται και συναρμολογούνται προς άλλήλας, άλλ’ υπάρχου σιν εκατερα απαραιτήτως αναγκαία εις την ετεραν η
ήθικότης συνδέεται άδιασπάστως μετά της θρησκείας τού Χριστού ή χριστιανική θρησκεία και ή επιστήμη ουδέν έχουσι να θυσιάσωσιν, ουδέν να φοβηθώσιν ή μία από της άλλης. Εξετάζοντες τας αρχάς και το τέλος της χριστιανικής πίστεως απέναντι της ελευθερίας, της φιλοσοφικής ηθικής και της άνθρωπίνης επιστή μης, άνευρίσκομεν τον μεταξύ των ιδεών υφιστάμενον αγώνα και τον φυσικών και απαραίτητον νόμον αυτών
τουτέστι την ανάγκην, να αι ιδέαι γνωσι πράγματα άλλ’ έάν τις έρωτήση, τίνι τρόπω ή θεωρία μεταβάλ λεται εις πράξιν; αποκρινόμεθα, ότι μόνος ό Χριστια νισμός υφίσταται αισίως πάσαν δοκιμασίαν και θριαμ βεύει επί τέλους. Ο χριστιανικός λοιπόν βίος είναι ή τρανωτάτη της χριστιανικής πίστεως απόδειξις». Πε ραίνει δε την εισαγωγήν του ώδέ πως όσοφώτατος ά
νήρ. « Εν τώ μακρώ βω μου είδαν πολλά, έπραξα δέ τινα ολίγα και εγώ μετέσχον της διοικήσεως τών κοι
νών πραγμάτων έγκατέλιπον τόν κόσμον και ήδη φι λοσοφώ περί αυτού εικοσαετίαν όλην εργάζομαι πλη σίον του τάφου μου εις τον τάφον μου εισήλθον έτι
ζών, χωρίς να αποπειραθώ όπως εξέλθω εξ αυτού σή μερον έχω και πειραν και άφιλοκέρδειαν, εάν επετρέ
πετό μου να φανώ εισέτι χρήσιμος εις τους δύω μεγά λους αγώνας, οίτινες ενώπιόν μου παρίστανται ώς εις μόνος άγών, εις τον αγώνα της χριστιανικής πίστεως περί τών άνθρωπίνων ψυχών, και εις τον αγώνα της Αν
ν
ΥΦΕ,
Και τις άράγεέστινό ουσιώδης και πρώτιστος της θρησκείας σκοπός; Ουδείς άλλος, αναμφιβόλως, ειμή νά ένώση τους ανθρώπους μετά του παναγίου και παν αγάθου Θεού δια της αληθείας και της δικαιοσύνης να φωτίζη δε τα πνεύματα διά των φαεινών ακτίνων της αιωνίου σοφίας και ενισχύητάς καρδίας διά της αγάπης του άκρου αγαθού, ιδού ή της χριστιανικής θρησκείας σωτήριος αποστολή προς την καλλιέργειαν ταύτην της ψυχής και της καρδίας αι ανθρώπινα έπι στημα εισιν όργανον και μέσον άπολύτου ανάγκης και χρήσεως, ώς πάνυ σοφώς λέγει ό Μέγας Βασίλει ος, καθότι αύτα παρασκευάζουσιν, ενισχύουσι και πο δηγετούσε τον νούν προς την παραδοχήν και την εφ κτην κατάληψιν τών άγιων διδασκαλιών και των μυ στηρίων της πίστεως,
Αλλ' όπως αποδείξωμεν, ότι πάσαι αι ανθρώπινα επιστημαι και γνώσεις εισί βοηθοί και συναντιλήπτο ρες έντη ανατροφή των ψυχών, ήρκεί μόνον να κατα δείξωμεν εκάστης το τέλος και τον σκοπόν, όστις έτίν ή μόρφωσης και ύψωσις του νοός, και επομένως ή προσ έγγισης αυτού πρός τόν Θεόν.
Όταν ύμείς οι της νεολαίας παιδευτα και διδάσκα λοι έν κόπω και μόχθω πολλώ μυήτε τους νεανίσκους την γνώσιν τών λέξεων, και διά της γνώσεως τών λέ ξεων την τών έννοιών και ιδεών, πιστεύετε, ότι ή ύψη
λή και ευγενής ύμών λειτουργία ίσταται μόνον μέχρις ένταύθας απαγε! το έργον ύμών έστι τιμιώτερον και θεότερον. Καθότι ύμείς εργάζεσθε μετά του Θεού εν τη μορφώσει της αθανάτου ψυχής ύμείς αναπτύσσετε και τελειοποιείτε το θαυμάσιον έργον του Δημιουργού α κτίνα της θεότητος ελευθερούτε από του περικυκλούν τος αυτήν σκότους, και σπέρμα της αθανασίας άρδεύε τε και γονιμοποιείτε έντώ μέλλοντιπρός δόξαν Θεού και επ' αγαθώ της κοινωνίας. Υμείς βαθύνετε την αύ λακα, εις ήν ό Θεός βίψει τον σπόρον του άγιου αυτού
νβ.
λόγου ύμείς ευθύνετε και καθαίρετε το στέλεχος, εφ' ου οφείλει να εξανθήση και να καρποφορήση τό μυρί πνοον άνθος της χριστιανικής άγιότητος, υμείς άνάπ
τετε την λαμπάδα, εξής όλόγος του Θεού ανάψει το γλυκύτατον αυτού φώς ύμείς πρωτοσχεδιάζετε τον πί νακα, έφ' ού ή χειρ του Θεού γράψει την πάγκαλον ηθικήν μορφήν του ανθρώπου και παν ό,τι καλόν δια σώζετε από του ναυαγίου της άμαθείας και της άπα
δευσίας, ύμείς τό προσφέρετε εις την θρησκείαν, και μορφούντες άνθρώπους, συγχρόνως παρασκευάζετε και καταρτίζετε χριστιανούς. Διό, λίαν ευλόγως Κλήμης ο Αλεξανδρεύς εκάλει τάς επιστήμας «βοηθούς και θεραπαινίδας της πίτεως» ό δε Οργένης ο θαυμάσιος και κλεινότατος αυτού μαθητής, συμπληρών την έν νοιαν του διδασκάλου, ώνόμαζεν αυτάς «προοίμιον και προεισαγωγήν του χριστιανισμού» και δεν έπλανήθη σαν βεβαίως οι μεγαλώνυμοι ούτοι καθηγηται της τε θείας και άνθρωπίνης επιστήμης και γνώσεως, Όταν καλλιεργήτε τα πνεύματα διά της διδασκαλί ας των επιστημών, τότε αναμφιβόλως συνεργάζεσθε μεθ ήμών, των λειτουργών της πίστεως και της έκ κλησίας, και τελείτε, το καθ' υμάς, λειτουργίαν ιερα τικήν διότι, όταν ήμες θέλωμεν ν’ άναβιβάσωμεν την ψυχήν μέχρι του θείου και υψηλού αυτής προορι σμού, όταν οφείλωμεν να εξυπνίσωμεν εν αυτή τον πόθον προς τα αιώνια αγαθά και να καταδείξωμεν αυ τη τα μεγαλεία της θείας οικονομίας, αναπτύσσοντες προ πάντων το « ούτως ηγάπησεν ό Θεός τόν κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, να πάς ό πιστεύων εις αυτόν μή απόλητα, άλλ’ έχη ζωήν αιώ νιον» (Ιωάν. σ', 16), τότε έστιν επάναγκες όπως εύ ρωμεν εν τη ψυχή γενναία και αγαθά φρονήματα, ά
γάπην των ουρανίων πραγμάτων, λογικόν υγιές και εχθρών του ψεύδους και των σοφισμάτων. Η αθρησκεία και ή περί τα θεία άνευλάβεια κυρίως πηγάζει εκ της
-----------------------------------------Γ --------
ν
γγ . Α
πτωχείας του νοός και εκ της στρεβλής αναπτύξεως του λογικού, άλλ’ ύμείς οι ευσεβείς, οι φρόνιμοι και ευπαίδευτοι διδάσκαλοι, διά των διδαγμάτων της αλη θούς παιδείας τε και φιλοσοφίας προκαταβάλλετε εις τάς νεαράς ψυχάς και καρδίας τάς θεμελιώδεις εκείνας γνώσεις, έφ’ ών στηρίζεται άπαν το οικοδόμημα των θεολογικών ήμών γνώσεων. “Υμείς έν τη διδασκαλία της Ιστορίας εκτυλίσσετε το θαυμάσιον ύφασμα των
γεγονότων, ών το νήμα κρατεί ή πανσθενής χειρ του Κυρίου ύμείς διά της έρμηνείας των άριτουργημάτων, του άνθρωπίνου πνεύματος, και εξόχως τών ελληνικών άριστουργημάτων, έμπνέετε εις τας ψυχάς την λατρεί αν του θείου και την αγάπην του ώραίου, το αίσθημα του τιμίου, τον έρωτα του καθήκοντος και το σύνολον
της αληθείας και της δικαιοσύνης, εν οις ή θρησκεία έρχεται να ζητήση των φυσικών αυτής φίλον και πρό μαχον, και ευρίσκει το άββαγές και ασάλευτον αυτής -
ν
υποστηρίγμα.
Λοιπόν δεν είπομεν ματαίαν μεταφοράν, ονομάσαν τες ιερωσύνην την τών επιστημών αποστολήν και χρησιμότητα, ούτως έθεώρησαν αυτάς τα υψηλότερα πνεύματα, όσα τιμώσι και διηνεκώς ευεργετούσε την άνθρωπότητα. Ο θείος Πλάτων έλεγεν, ότι ή σοφία και ή επιστήμη του ανθρώπου οφείλει να κατακτήση τον ουρανόν δεν σπουδάζω άπλώς τόν κόσμον, έγρα φενό Γαληνός, αλλά μάλλον συντάσσω τον ύμνον της δόξης και της δυνάμεως του Θεού. Εάν ό Κοπέρνικος επιχειρή τούς αθανάτους αυτού υπολογισμούς, οίτινες μεταβάλλουσε την όψιν της αστρονομίας, τούτο ποιεί, έλεγεν, όπως δοξολογήση τον ύψιστον Δημιουργών, δει κνύων άρδηλότερον τα έργα της σοφίας και της άγα θότητος αυτού. Μέγας ο Κύριος ήμών και μεγάλη ή ισχύς αυτού, έκραζενό Κέπλερος, βλέπων τους θαυμα σίους εκείνους νόμους, ών τό μυστήριον ανεκάλυψεν
ή μεγαλοφυία αυτού ό δε περιώνυμος Νεύτων απέδει
νδ.
ξεν, ότι πάσαι αι προσπάθεια και τα μεγάλα έργα ή μών τών ανθρώπων κυρίως ανούσι και γεραίρουσι τον Θεόν και τας άπειρους αυτού τελειότητας, Αλλά και πώς οι μεγάλοι ούτοι μύστες της άν θρωπίνης προόδου ήδύναντο να παραγνωρίσωσι την ά ληθή λειτουργίαν και τον θρησευτικών χαρακτήρα πα σών τών επιστημών, τάς όποιας δέν άγιος Γρηγόριος ό Νεοκαισαρείας ονομάζει ιεράς επιστήμιας;
Τα έργα Κυρίου παντοκράτορος, έλλόγιμοι φίλοι, χορηγούσε τις υποθέσεις και τας άφορμάς τών υμετέ ρων λόγων τε και σπουδών, όταν σπουδάζετε και έρευ νάτε τα εν ουρανώ και τα επί της γης, άπερ αυτός έ
ποίησεν εν σοφία και εν δυνάμει άρρήτω το δε άπαύ γασμα της σοφίας αυτού και το εκμαγείον της δυνά μεως αυτού βλέπετε εις έκαστον βήμα της πορείας των τε φ φυσικών και των μεταφυσικών επιστημών. Αλλά μ. ημ.
κατανενυγμένοι την καρδίαν εις την θεωρίαν τοσούτων θαυμασίων, άράγε ουκ έστε τότε ήμες οι έρμηνευτα τού πανθαυμάστου βιβλίου, ούτινος εκάστη σελίς απο τελεί ένα κόσμον, του βιβλίου της φύσεως, όπερ έγρά φη υπό της χειρός του Θεού, αι δε γλυκύταται και έν αρμόνιοι φωνα, αι απο τών υψωμάτων της επιστή
μης έξυμνούσαν τον δημιουργών Λόγον, συντάττουσιν ένταυτώ το μεγαλοπρεπές προοίμιον εις τον ύμνον της
ευγνωμοσύνης και της λατρείας, ον ψάλλει ή Εκκλη σία εις δόξαν του Λόγου, «όστις σάρξ εγένετο, και έσκήνωσεν εν ημίν, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. ά., 3). Μή φοβήσθε, ή του Χριστού άγιωτάτη θρησκεία δεν έμποδίζει τις προόδους της επιστήμης, διότι άλλως αντιφάσκει εις έαυτήν. Ευρύνατε τοίνυν τον κύκλον των φώτων, κηρύξατε πόλεμον άσπονδον κατά της άμαθεί
ας, καλλιεργείτε τον ενδιάθετον λόγον, την ύψιστην ταύτην δύναμιν του ανθρώπου μορφούτε γενεάς "Ελ
λήνων, οι του Ελληνικού έθνους παιδευτα, αλλά γε
νέ
-
νεάς υγιείς και ενδόξους, γενεάς αγαπώσας πόν ό,τι έστιν ευγενές, υψηλόν, γενναίον και ελευθέριον και ταύτα πράσσοντες γίνεσθε, άναμφιβόλως, οι χρησιμώ τατοι της θρησκείας λειτουργοί τάς δε ψυχάς τάς ού τω παρ’ υμών παρασκευασθείσας διά της σπουδής τών μεγάλων συγγραφέων, διά της αναλύσεως τών νόμων της διανοίας και διά της άλλης ηθικής και νοεράς ά ναπτύξεως, ήμες οι της Εκκλησίας διάκονοι οφείλο μεν καταστήσα, λόγω τε και παραδείγματι, ισχυρω τέρας και άνδρικωτέρας, και μάλλον πεφωτισμένας ώς πρός τήν φύσιν και την αληθή σημασίαν της παρούσης και της μελλούσης ζωής, όθεν έαν αι ανθρώπινα έπι στημα ευθείας ποιούσι τας τρίβους της θρησκείας, ή
θρησκεία τό κατ' αυτήν συμπληροί και στεφανοί το έργον των άνθρωπίνων επιστημών χρυσώ και ακηρά -
-
ν
-
-
-
-
-
-
-
τω στεφανω.
Ουχι, ό άνθρωπος δεν διαιρείται, είναι σύνθετος ά ληθώς, άλλ' όμως είναι εις όθεν ουδέποτε πρέπει να αποχωρίζη τό πνεύμα από της καρδίας αυτού, και ά πoκτών γνώσεις και ιδέας, οφείλει ταυτοχρόνως να πληρούται και αισθημάτων υψηλών όδε ανθρώπινος βίος ουκ έστι ξηρά θεωρία, αλλά πράξις διηνεκής, και ό άνθρωπος ενεργεί εν αυτώ πάντοτε συμφώνως πρός τάς εαυτού άρχάς και πεποιθήσεις. Η ψυχή μορφούται, κατά την καλήν ή κακήν της παιδικής ηλικίας ανατρο φήν, και διατηρεί άνεξαλείπτους τάς πρώτας άγαθάς ή πονηράς εντυπώσεις, διό, οι παιδαγωγοί και διδάσ καλοι, ουχ ήττον δε και οι γονείς, έχουσιν όντως ε ράν και θειαν αποστολήν, οφείλοντες να φωτίσωσι το πνεύμα των μαθητών και μαθητριών, να παιδαγωγή σωσι την καρδίαν και να κανονίσωσι την ζωήν αυτών, τουτέστι να διδάξωσιν εις αυτούς την επιστήμην και το
μυστήριον του γινώσκειν, εξουσιάζειν και κυβερνάνε αυτούς. Αλλά δεν υπάρχει ούτε άνα
τροφή καλή και καρποφόρος, ούτε βίος ήμερος, ευτυ
ν
νς.
άς αυτού όφειλομένου σεβασμού, διότι ο έντώ κόσμω, και ουδείς σώας έχων τας φρένας δύνα ται να αρνηθή αυτόν. κυβερνά εν σοφία και αγαθότητι τους ανθρώπους, και εις μάτην και έπι ιδίω ολέθρω οι μωροί και ασύνετοι αρνούνται την θείαν αυτού πρόνοι αν έχάραξε το πανάγιον αυτού όνομα εις τετάς καρ δίας και εις τάς συνειδήσεις ήμών, οι δε αντίθεοι ού δέποτε δύνανται να το εξαλείψωσιν. Η φύσις, ή ουσία και ύπαρξις του ανθρώπου, τα πάντα, ενί λόγω, όμολο γούσε περί του Θεού, το δε πρόβλημα του ανθρωπίνου προορισμού, όπερ συνοδεύει τον άνθρωπον πάντοτε και πανταχού, και ύψούται, ούτως ειπείν, εις πάντας τους ορίζοντας του πνεύματος αυτού, λίαν ασφαλώς όδηγεί αυτόν πρός τόν Θεόν, την αρχήν και το τέλος αυ του, τον πατέρα, τον νομοθέτη ν και κριτήν αυτού. Ναι, ο άνθρωπός έστι θρησκευτικός, καθώς έξι λογικός και ελεύθερος, έστι προ πάντων θρησκευτικός, και σχετίζεται μετά του Θεού διά της ιεράς λατρείας, και ιδίως διά της προσευχής και ό Θεός άκούει την έγκάρδιον και θεοπρεπή προσευχήν και καθώς ή έργα σία του γεωργού γονιμοποιεί την γην, ή δε σπουδή και ή μελέτη γονιμοποιούσε και αναπτύσσουσι την διάνοι αν, ούτω και ή προσευχή καλλιεργεί και γονιμοποιεί την ανθρώπινον καρδίαν, και πληροί αυτήν αισθημάτων άγνών και αποφάσεων μεγαλοφρόνων. «Τιμή και δόξα τη νεωτέρα επιστήμη και τώ νεω τέρω πολιτισμώ διά τα κλεινά και σεμνά αυτών έργα, άλλ' ουχ ήττον και κίνδυνος φοβερός και ολέθριος έ πικρέμαται εις τους κακώς εννοούντας την επιστήμην και τον πολιτισμόν οφείλομεν επιμελείσθαι διηνεκώς
τα ηθικά και θρησκευτικά συμφέροντα, και φέρειν αυτά εις άρμονίαν και ισορροπίαν προς την άπειρον ανάπτυ ξιν και επιμέλειαν τών υλικών συμφερόντων, άλλως, έξαχρειωθέντες ήθικώς, πεσούμεθα εις την άβυσσο»
νζ.
της απωλείας», ούτως έγραφε πρό τινων ημερών ο Γάλλος υπουργός της παιδείας, ανήρ όμολογουμένως σοφός, παραινών και προτρεπόμενος δι' έγκυκλίου τούς διδασκάλους και καθηγητάς της Γαλλίας. Τιμή άλη θώς τώ νεωτέρω πολιτισμώ, τώ ευαγγελιζομένω το Ευαγγέλιον του Χριστού, τουτέστιν ελευθερίαν, δι καιοσύνην, σωτηρίαν ισότητα ενώπιον του νό μου και άδελφότητα, και δόξα τη επιστήμη, ήτις σέβεται την θρησκείαν και τιμά την αρετήν έπαινος τη επιστήμη και τώ πολιτισμώ, όστις διαχέει το φώς της γνώσεως εις πάσαν τάξιν άνθρώπων άνεξαιρέτως, φρον τίζει και μεριμνά υπέρ της άνέσεως και της ευημερίας τών ταλαιπωρουμένων λαών, και αγωνίζεται καρτερ κώς, όπως θεμελιώση επί της γης το σωτήριον και μα κάριον κράτος της βασιλείας του Χριστού, τιμή και κλέος τη επιστήμη, ήτις έφευρίσκει τα χρήσιμα, τε λειοποιεί και ευεργετεί την ανθρωπότητα, αλλά συγ
χρόνως και κίνδυνος μέγας τη επιστήμη, όταν καρδία ζητούσα τους γλυκυτάτους καρπούς της παιδείας φαρ μακεύωνται υπό δηγμάτων ιοβόλων, ή όταν ψυχα, πρότερον άγνα και άνδρικα, υφίστανται τον πειρα
σμών ενώπιον των σαρκικών θελγήτρων, συστέλλουσε τάς θείας αυτών πτέρυγας και καταπίπτουσιν εις τον βόρβορον! Και δή ήτων ηθικών και θρησκευτικών συμφερόν των ακατάπαυστος έπιμέλεια και ανάπτυξις έστι τών ών ουκ άνευ και κατεπείγουσα αλλά τίς είναι ο πιστός και άγρυπνος φύλαξτών μεγάλων τούτων συμφερόν των της ψυχής; τις ό περιθάλπων και προστατεύων την αξίαν και την ευγένειαν της ημετέρας φύσεως κα τά της επαναστάσεως των τυφλών όρμεμφύτων και πο ταπών ορέξεων, τις δ τρέφων και διατηρώνεις τάς ά γαθάς καρδίας την ιεράν φλόγα της προς τον πλησίον αγάπης και της αυταπαρνήσεως υπέρ της δόξης του
Θεού, υπέρ της δικαιοσύνης ή του καθήκοντος, τις ο 5
γή.
έμπνέων και διεγείρων το θαυμαστόν εκείνο θάρρος, έ νώπιον του όποιου ή κακία ίσταται ανίσχυρος και κα τησχυμμένη; τις διέπαναφέρων των σφοδρών χείμαρ βον των παθών εις την κοίτην αυτού, πριν ή θραύση το πρόχωμα και έπιφέρη καταστροφάς; τις ό διδούς τό ΐαμα της καρδίας και του νοός έντώ μέσω των άνθρω πίνων γενεών, κλινουσών προς την γήν; Και τις άλ λος θαυματουργεί ταύτα πάντα και πλείω τούτων ει μή ή του ενανθρωπήσαντος Θεού άγιωτάτη θρησκεία, ήτις έντέλλεται και κηρύσσει την κυριαρχίαν του πνεύ ματος επί της σαρκός, τον σεβασμόν του ηθικού νό μου, την ιερότητα του καθήκοντος, το κύρος της συν ειδήσεως, το μεγαλείον της αυταπαρνήσεως, και εν ένι λόγω, όσα αποδεικνύουσι την αξίαν και τον προ ορισμών του ανθρώπου, και ών άνευ ή επιστήμη μηδε νίζεται και κοπιά επί ματαίω,
Εντεύθέν έστιν αναντίρρητον, ότι η πίστις είναι ο απαραίτητος της επιστήμης βοηθός ή μεν επιστήμη
τίθησιν εις τας χείρας του ανθρώπου το ισχυρότατον όπλον της γνώσεως, ή δε χριστιανική πίστις διδάσκει αυτόν, όπως ουδέποτε το όπλον τούτο στρέψη καθ’ εαυ του. Η πίςις ουδέποτε έσχε την αξίωσιν να υπαγορεύ ση εις τας άνθρωπίνους επιστήμας τάς μεθόδους ήτας θεωρίας αυτών, εν όσω αι επιστημαι περιορίζονται έν τη σφαίρα αυτών, ουδείς έχει το δικαίωμα να προσβά λη την αυτονομίαν και την ελευθερίαν αυτών, βεβαίως μωρών και γελοίον τόνα θέλη της να λύση προβλήμα τα της Φυσικής ή της Χημείας διά των αρχών της πί στεως. Η θρησκεία ενώπιον των επιστημών έστι φάρος τηλαυγέστατος, δεικνύων τους σκοπέλους, σώζων έκ ναυαγείων και όδηγών εις τον λιμένα τους χειμαζομέ νους ή, ώς έλεγε μέγας της Αγγλίας φιλόσοφος, ή θρησκεία έστι το ευωδέστατον άρωμα της επιστήμης, όπερ προφυλάττει αυτήν από της σήψεως, και ό άγα θώτατος αυτής σύμβουλος, ό προτρέπων αυτήν, να
νθ".
διατελή υπάρχουσα δύναμης προς το άγαθών, και ουδέποτε μέσον και όργανον πρός τό κακόν. "Αλλ' ή θρησκεία προς τούτοις τελειοι και στεφανοι το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, ούτινος τάς βάσεις έθε το ή ανθρώπινος επιστήμη. Όταν φθάσης, φίλε αναγ νώστα, εις τά μεθόρια του κόσμου τούτου και ευρεθείς έγκαταλελειμμένος ύποπάντων, μόνη ή θρησκεία παρ ουσιάζεται όδηγός και συνοδοιπόρος προθυμοτάτη, ό πως σε όδηγήση μακρύτερα, ένθαρρύνουσα και φωτί ζουσα την ενώπιον του θανάτου τρέμουσαν καρδίαν σου και σκοτιζομένην διάνοιάν σου μεταξύ γης και ουρα νού υπάρχουσι μυστήρια, άπερ ουδόλως γινώσκει ή άν θρώπινος σοφία, άλλ’ ή πίστις εις Χριστόν, ούσα δι δάσκαλος των υπερκοσμίων αληθειών, εύρύνει τον κύ κλον τών γνώσεων εκείθεν του ορατού τούτου κόσμου, και ενώ καιρώ ή επιστήμη βλέπει μόνον αινίγματα, ή χριστιανική πίστις χορηγεί τάς λύσεις τών αινιγμά των τούτων,
Η πίστις παραλαμβάνει το ανθρώπινον λογικόν ή μιφωτισμένον υπό του φυσικού φωτός, και ρίπτουσα έν αυτώ τάς θείας ακτίνας των αιωνίων αληθειών, καταυ γάζει και λαμπρύνει τα πρότερον σκοτεινά αυτού μέ
ρη, αλλά και έξυμνεί και θαυμάζει την δημιουργίαν
του παντοκράτορος, και εν χαρά άρρήτω βλέπει τον άνθρωπον επί της υπερτάτης περιωπής, ένθα ανεβίβα σεν αυτόν ή ανερμήνευτος και προσκυνητή του αιωνίου Λόγου ενσάρκωσις. Εις την ιστορίαν, ζητούσαν την κλείδα τών γεγονότων, ή πίστις ερμηνεύει το μυστη ριώδες τούτο δράμα, ούτινος ή γή έστι το θέατρον εις
την φιλοσοφίαν, ερωτώσαν τον Θεόν και την ανθρώ πινον ψυχήν, ή πίστες του Χριστού εξηγεί τα μυστή ρια της ζωής, της σοφίας και της δυνάμεως του Θεού, και αποκαλύπτει τους κεκρυμμένους νόμους της ζωής του ανθρώπου, και τοιουτοτρόπως ανάγουσα ενώπιον
του άνθρωπίνου πνεύματος νέους ορίζοντας και υψηλο
ξ'
τέρας σκοπιάς, σύρει όπισθεν αυτής το σύνολον των επιστημών και σχετίζει ταύτας μετά του Θεού, ώς ά λυσον χρυσήν κρεμαμένην έντώ άπείρω. Και ταύτα λέγοντες, φίλτατε αναγνώστα, λαλού μεν την γλώσσαν της χριστιανικής παραδόσεως διότι ήχαριτόβρυτος αύτη αρμονία των επιστημών μετά της
θρησκείας έστιν αρχαιοτάτη και μάλιστα εν Ελλάδι. Από δεκαεννέα περίπου αιώνων τρεις φοράς ό κόσμος είδε και έθαύμασεν ότι ό δαιμόνιος Πλάτων προείπε διά τών προαισθημάτων της μεγαλοφυίας, τουτέστι την φιλίαν και συμμαχία» της θείας και ανθρωπίνης Ο Ο φίας" κα πρωτη φορα ο κοσμος εχειροκρότησε την συμμαχίαν ταύτην εις τον τέταρτον μετά Χριστόν αι ώνα, καθ' όν έθριάμβευσε και έβασίλευσεν όχριστι ανισμός, ανεγεννήθη και έδοξάσθη ή άνθρωπότης, πρό πάντων διά τών Ελλήνων πατέρων, μαρτύρων και ή
ρώων της πίστεως, ο δε εθνισμός και ο Ελληνισμός έγένοντο μαθηταί και απόστολοι Ιησού του εσταυρω
μένου. Βεβαίως ό αιών του Περικλέους και Σοφοκλέους ήν μέγας, άλλ’ ό αιών του Κωνσταντίνου, του Χρυσο στόμου, του Βασιλείου και Αυγουστίνου, ήν μείζων ύ πό ηθικήν, θρησκευτικήν και κοινωνικήν έποψιν ιδίως εξεταζόμενος. Δευτέραν φοράν ό κόσμος είδε και έπευ φήμησε την συμμαχίαν της πίστεως και της επιστήμης τον δέκατον πέμπτον αιώνα, καθ' όν μετά πολυώδυνον
έγκυμνησιν εγεννήθησαν τα νεώτερα έθνη της Ευ ρώπης και άνετράφησαν υπό των Ελληνίδων μουσών και των σοφών φυγάδων της δουλωθείσης Ελλάδος, άπερ όσημέραι αυξανόμενα και μεγαλυνόμενα έντώ θείω φωτί και εν τη ουρανίω τροφή του Ευαγγελίου, άρδήλως αποδεικνύουσι την ακαταμάχητον δύναμιν του χριστιανισμού, και εν τώ χριστιανισμώ την άξιαν και το μεγαλείον της ανθρωπίνης φύσεως. Τρίτην δε και τελευταίαν φοράν, εις τόν δέκατον έβδομεν αιώνα,
ο κόσμος είδε τάς τέχνας και τάς επιστήμας συνερ
ξά χομένας ευλαβώς περί την θρησκείαν τού Χριστού, ό πως λάβωσιν εξ αυτής ευλογίαν, ζωήν, έμπνευσιν και δύναμιν. Η ένεστώσα ηθική, πολιτική και κοινωνική κατάστασις της ανθρωπότητος αναντιρρήτως όφειλε τα εις τάς τρεις ταύτας μεγάλας εποχάς άληθώς «αύτη έστινή νίκη ή νικήσασα τόν κόσμον, ή πίστις ήμών» (ά. Ιωάν, έ, 4) πίστις αείποτε φωτίζουσα και χειραγωγούσα την επιστήμην, πίστις σώζουσα και έν ισχύουσα τον φύσει ασθενή και ταλαίπωρον άνθρωπον. Αλλ’ έντούτοις όμολογητέον, ότι από ένός ήδη αι ώνος φωναι ασύνετοι, βλάσφημοι και ολέθριοι έτάρα ξαν πολλαχού την θείανάρμονίαν την μεταξύ της πί στεως και της επιστήμης υπάρχουσαν! Αϊ άγρια και θηριώδεις αύται φωνα εξέρχονται από του στόματος τού δρθολογισμού και του υλισμού, του μεν πολεμούντος τον χριστιανισμών και αρνουμένου τό σω τήριον και παρήγορον μυστήριον της του Θεού έναν θρωπήσεως, του δε μη παραδεχομένου την αθανασίαν της ψυχής, και ούτω καταβιβάζοντος τον άνθρωπον εις την τάξιν των αλόγων και θνητοψύχων τετραπόδων! Αλλ' ουδείς φόβος από της τετυφωμένης και μια ανθρώπου ψευδοσοφίας, όπως εις τούς πρώτους αι ώνας κατησχύνθησαν ενώπιον της χριστιανικής άλη θείας οι Ιουλιανοί, οι Κέλσοι, οι Πορφύριοι και τόσοι άλλοι φοβεροί και δεινοί διώκτα του Ευαγγελίου της χάριτος, ούτω και εις τους καθ' ημάς καιρούς καται σχυνθήσονται ενώπιον της των πραγμάτων αληθείας, και της θρησκευτικής και ηθικής ανάγκης της κοινω νίας και της οικογενείας ο Βολταίροι, οι Στράους, οι "Ρενάν και τόσοι άλλοι αντίχριστοι, «περίπατούντες έν ματαιότητα του νοός αυτών, έσκοτισμένοι τη
δια
νοία, όντες απηλλοτριωμένοι της ζωής του Θεού, διά
την άγνοιαν τήν ούσαν εν αυτοίς, διά την πώρωσιν της καρδίας αυτών» (Εφεσ.δ, 19). Εν τη σοφή Ευρώπη και έντή φιλοχρίστω και με
ξ6.
γαλουργώ Αμερική, οι άληθώς σοφοί, συνετοί και πε παιδευμένοι, και πάντες οι άγαθοί και τίμιοι άνθρωποι πιστεύουσιν ειλικρινώς εις τόν υιόν του Θεού, τόν Κύ ριον ημών Ιησούν Χριστόν, και όμολογούσε μετά του άποστόλου των εθνών ότι « έπεφάνη ή χάρις του Θεού ή σωτήριος πάσιν άνθρώποις, παιδεύουσα ήμάς, να άρ νησάμενοι την ασέβειαν και τάς κοσμικάς επιθυμίας, σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν έντώνύν αιών, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και έπιφά νειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τιτ. β, 6). Αναμφιβόλως, ήθεια και πανσθενής φωνή της αληθείας θάσσον ή βράδιον κατασιγάσει και έντας ήμέρας ήμών τάς θεομάχους φωνάς τών άπιστων και άλαζόνων άνθρώπων, οίτινες « επαγγελλόμενοι τάς βεβήλους κενοφωνίας και άντι θέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως, περί τήν πίστιν ήσό χησαν και έναυάγησαν» (ά. Τιμ. ά., 20). Ο ημέτερος ή ό επερχόμενος αιών, βεβαίως, όψεται τάς επιστήμας έστεμμένας και γονιμοποιουμένας ύπο της πίτεως, και
όαιών ούτος έσται τώ όντι χρυσούς διότι οι χριστια νοι και αύθις έννοήσουσιν, ότι ή πίστις οφείλει να υπ άρχη σοφή, ή δ’ επιστήμη οφείλει να μένη πιστή. Εν τώ προσδοκωμένω τούτω αιώνι του μεγίστου χριστια νικού θριάμβου, τάς τολμηράς υποθέσεις, τάς ψευδείς και βλαβεράς θεωρίας και τα κατεσπευσμένα συμπερά σματα των ημετέρων χρόνων διαδέξoνται ή σώφρων και λελογισμένη μελέτη των γεγονότων, ή έν τη στορία υψηλοτέρα εποπτεία και ή ευρυτέρα κατάλη ψις της φύσεως, του πνεύματος και της άνθρωπίνου κοινωνίας, 'Ανδρες δε μεγαλοφυείς ώφεληθέντες από της πρό εκατόν ήδη ετών θαυμασίας προόδου, συγκεν τρώσουσι περί το αυτό σημείον πάσας τάς θείας και άνθρωπίνους γνώσεις, και ούτω συμβιβάσουσι την γην πρός τον ουρανόν, και ανακηρύξουσι την αναγκαιότη τα και την βασιλείαν της πίστεως και της επιστήμης
ξγ. προς την αληθή της ανθρωπότητος πρόοδον. Βεβαίως και διαιών ούτος έσται μέγας και κλεινός έντή ιστο ρία του άνθρωπίνου γένους, Η δε πότνια μήτηρ Ελλάς, ή φιλτάτη ήμών πα τρις, ή προ αιώνων περικλεής και περίβλεπτος διδά σκαλος της τε φυσικής και αποκεκαλυμμένης θρησκεί ας, και πάσης έπις ήμης και γνώσεως πάνσεπτος πρύ τανις, είθε και έντώ αιώνι τούτω, εις τάς ένδόξους
μητροπόλεις του Ελληνισμού, εις τας Αθήνας και εις την Κωνσταντινούπολιν, είθε να λάμψη το άγιον και λαρόν φώς της δρθοδόξου πρακτικής πίστεως, της άλη
θούς σοφίας και της χριστιανικής ελευθερίας, Από πολλών ήδη αιώνων ήμες οι πολυτλήμονες Έλληνες έκαθήμεθα έν χώρα θανάτου, διά τάς άμαρ τίας των πατέρων ημών! Αλλά δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν και επί τούτω το φώς της ελευθερίας, της ζω ης και της επιστήμης ήρξατο ανατέλλειν αύθις και εν ήμύν. Ως Έλληνες τοίνυν και χριστιανοί οφείλομεν και
δυνάμεθα νά άνεύρωμεν την αρχαίαν και πρέπουσαν ή μίντάξιν μεταξύ των εθνών της γης άλλ’ άράγε πώς και τίνι τρόπω; Εργαζόμενοι διηνεκώς, μανθάνοντες τας χρησιμους επιστήμας και τέχνας, σπουδάζοντες κατά βάθος την θείαν γλώσσσαν και το υψηλόν και μεγαλουργον πνεύμα των προγόνων ήμών, ανατρέφον τες και εκπαιδεύοντες τα τέκνα ήμών έν παιδεία και
νουθεσία Κυρίου και εν τη σπουδή και τη αναγνώσει της άγιας Γραφής, του Χρυσοστόμου, του Ομήρου,
του Πλάτωνος, του Σοφοκλέους και του Πινδάρου ά γαπώντες την πατρίδα μέχρις αυταπαρνήσεως, όμο νοούντες προς άλλήλους, εκτελούντες τάς χριστιανι κάς άρετάς, ζηλούντες και μιμούμενοι μόνον τα καλά και τα σεμνά των ξένων, αλλ' ουχί και τα άσεμνα και
βλαβερά, συντελούντες εις την μόρφωσιν και την έκ παίδευσιν του ιερού ημών κλήρου, εξού πολλά καλά δύναται να ελπίση το έθνος, έμπις.ευόμενοι την εκπαί
ξε".
δευσιν της νεολαίας εις διδασκάλους και καθηγητάς
φρονίμους, ευσεβείς και ευπαίδευτους, και μένοντες ακλόνητοι εις την ορθόδοξον πίστιν και εις την Εκκλη σίαν του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, «να
δώη ήμύν κατά τον πλούτον της δόξης αυτού, δυνάμει κραταιωθήναι διά του πνεύματος αυτού εις τον έσω άνθρωπον, κατοικήσαι αυτόν διά της πίστεως εν ταις καρδίας ημών εν αγάπη έβριζωμένοι και τεθεμε λιωμένοι, να εξισχύσωμεν καταλαβέσθαι συνπάσι τους άγιος, τι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, γνώνατε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού, να πληρωθώμεν εις πάν το πλήρωμα τού Θεού,
« Ειρήνη τους αδελφούς και αγάπη μετά πίστεως από Θεού πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού, « Η χάρις μετά πάντων των αγαπώντων τόν Κύρι ον ημών Ιησούν Χρις όνεν άφθαρσία» (Εφεσ. ς, 24). Εγραφον εν Εϊδελβέργη της Γερμανίας, τη 16 Αυγούσου 1868. ΓΡ. Ι. ΓΩΓΟΣ Λέσβιος,
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ.
--
« Τί υμίν δοκεί περί του Χριστού; τίνος υιός έστι ; » (Ματθ. κβ., 42) Ιδού, και πάλιν, το χριστολογικών ζήτημα του ήμετέρου αιώνος εξ όλης ψυχής και δι ήμες οι εις Χριστόν πιστεύοντες θ »
-
ν
-
ν
ν
--
η
-
ν
καρδίας χαίρομεν και αγαλλόμεθα επί τούτω το αποτέλε σμα της νέας ταύτης πάλης βεβαίως ουκ άκαρπον και θε Σ έσεται ή άνωφελές. Εις πάσας τάς θεολογικάς έριδας επί τέλους ή χρι -,
-
--
ν
-- Σ
ν
ν
η
ν
-
στιανική αλήθεια θριαμβεύει από καιρού εις καιρόν προση λούσιν αυτήν επί τού σταυρού, και πολλάκις την θάπτουσιν οι -
--
Σ
ν
Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, αλλ' όμως αύτη εγείρεται εκ νεκρών αείποτε ζώσα και τροπαιούχος, και ου μόνον κατακτά Χ.ΑΣ., αιχμαλωτίζει τους διώκτας και πολεμίους αυτής, αλλ έ ίδ - - να πιστρέφει και μεταβάλλει τους αδιαλλάκτους εχθρούς, ώς Σαύ ν
η
ν
ν
ν
ν
-
ν
-
*
ν
η
ν
-,
ν
-
λον τον Ταρσέα. φίλους πιστους τους και αρσεα, εις εις φιλους και θερμούς. θερμους. --
-
Ο ημέτερος μετερος
-
Goethe είπε λίαν ευλόγως « το μέγιστον θέμα, το σπουδαι ότερον θέμα της ιστορίας του κόσμου και του ανθρώπου ήν, -
-
--
έστι και έσεται διά παντός ή μεγάλη μονομαχία μεταξύ της πίστεως και της απιστίας ». Το χριστολογικών ζήτημα είναι το κεντρικών σημείον της ατελευτήτου ταύτης μονομαχίας. ν
ν
-
-ν
--
Αναντιρρήτως, το ζήτημα του Χριστού έτι το ζήτημα του Χριστιανισμού, όστις είναι ή εν τω κόσμω αποκάλυψις της θείας αυτού ζωής και διδασκαλίας, και ή φανέρωσις της αγά πης του Θεού προς τον άνθρωπον. Το ζήτημα του Χριστού είναι το ζήτημα της Εκκλησίας, ήτις ερείδεται και θεμελι ούται επ' αυτών, ως επί θεμέλιον αρραγές και ακράδαντον, Το ζήτημα του Χριστού είναι το ζήτημα της Ιστορίας, ήτις -
-
ς
-
ν
-ν
-
-
--
ν
ν
ν
Σ
ν
-
ν
--
-
--
-
-
--
-
-
-
η
-
-
-
--
--
ν
α
ν
περίτρέφεται περί αυτόν, ώς περί τον λαμπρότατον ήλιον του ήθικού και πνευματικού κόσμου. Τελευταίον, το ζήτημα τού Χριστού είναι το ζήτημα παντός ανθρώπου, όστις μετά χα --
--
--
--
ράς και εμφύτου βοπής σπεύδει προς τον Χριστόν και ευρίσκει εν αυτώ το σύνολον των ευγενεστέρωνκαι οκαι άγνοτέρων αυτού -
Ν.
-
-
- Ν.
-
ν
--
ελπίδων και πόθων. Ιδού το μέγα πρόβλημα της προσωπικής Α
--------------------------------------------------------------------------------------------------------- , ----- , ----- , ----- , ----- ,
-----
, -------------------
β".
ήμων σωτηρίας, την οποίαν αδύνατον, άλλως να έπιτύχωμεν, εμή πιστεύοντες εις το όνομα του θεανθρώπου Σωτήρος, το αιωνίως ευλογημένον και δεδοξασμένον Το θεότευκτον οικο
δόμημα του χριστιανισμού ίσταται τώ ονόματι, τη χάριτι και τη δυνάμει του ένανθρωπήσαντος Θεού, και επειδή πρόκειται νά διαρκέση εις τους αιώνας, καθώς ήμες πιστεύομεν, τούτο οφείλεται εις εκείνον, όστις έστι χθες και σήμερον ό αυτός και εις τούς αιώνας (Εβρ. ιγ. 8), και όστις επεν, « ό ουρα νός και ή γήπαρελεύσονται, οι δε λόγο μου ούμή παρ έλθωσι » (Ματθ. κδ', 35). Όπως διαφωτίσωμεν τό περισπούδασον τούτο ζήτημα και τού ημετέρου αιώνος, προτιθέμεθα ν' αποδείξωμεν ότι το θε
ανδρικών πρόσωπον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εστι το θαύμα της Ιστορίας και ή τού χριστιανισμού λαμπροτέρα και ισχυροτέρα απόδειξις και επομένως, ότι ή θαυμάσιος και
αναμάρτητος ανθρωπότης του Χριστού εν μέσω του άμαρτω λού κόσμου τελεσθείσα, υποχρεοι ήμας ν' αναγνωρίσωμεν
λο
γικώς και να ομολογήσωμεν αναγκαίως την θεότητα αυτού. "Η μόνη ικανοποιούσα λύσις τού αινίγματος, όπερ παρουσιά ζει ημίν ο θείος χαρακτήρ του Χριστού, αναμφιβόλως ευρίσκε τα εις ταύτα τα λόγια, ή αληθέστερον ειπείν, εις τούτο το γεγονός, « ότι εν αυτώ κατοικεί πάντό πλήρωμα της θεό
τητος σωματικώς» (Κολοσ. β., 9). Από του θεανδρικού προσώπου του Ιησού Χριστού αποβ βέoυσιν, ως συνέπεια ασφαλής, τα θαυμάσια αυτού έργα αυ τός καθ' εαυτόν θαύμα υπάρχων, εκτελεί και ενεργεί τα θαύ ματα τοσούτον ευχερώς, όσον ήμες οι άνθρωποι τα συνήθη ή μών έργα. Η ουσία του δένδρου χαρακτηρίζει την ουσίαν του καρπού « πιστεύετέ μο, ότι εγώ εν τώ πατρι, και ο πατήρ έν έμοί έστιν, ειδεμή, δια τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι » (Ιωάν. δ. 11). Πιστεύω εις τον Χριστόν, έπομένως πιστεύω και εις το Ευαγγέλιον, όπερ εμπεριέχει τους θείους λόγους και
τα θαυμάσια έργα του Χριστού. Επί την ασάλευτον ταύτην πέτραν της πίστεως ιστάμενος, ειμί πάντη ακλόνητος και κα
λώς προφυλαγμένος από των παντοίων της απιστίας προσβο λών. Το θεανδρικών πρόσωπον του Χριστού είναι δι' εμε το μέγιστον και βεβαιότερον πάντων των γεγονότων, και μάλλον αληθές και αναμφίβολον, ή όσον ή προσωπική ύπαρξις μου
ν
Υ.
διότι ο Χριστός ζή εν εμοί, και είναι ή τιμιωτέρα και τιμαλ φεστέρα μερίς της έμής φύσεως και ουσίας, Ουδέν εμι άνευ τού Σωτηρός μου μετ' αυτού εμιτά πάντα, και δεν ανταλ λάσσω την έν Χριστώ ζωήν μου ουδε άντι πάντων των κό
σμων του παντός. "Ο αρνούμενος την εις Χριστόν πίστιν συγ χρόνως ού πιστεύει και εις την ανθρωπότητα εις τοιούτος ά πιστος τελειώνει την άθλιαν αυτού ζωην υπο της αθυμίας και απελπισίας αείποτε καταβασανιζόμενος! Θλιβερών και ολέθριον συμβαίνει εις τάς παρούσας ημέρας! Χριστιανοί Θεολόγοι της ημετέρας Εκκλησίας των Διαμαρ τυρομένων και της χριστιανικής Θεολογίας Καθηγηται, παρά
πάσαν ελπίδα και προσδοκίαν, υπό του πνεύματος του εγωι σμού, της πλάνης και της κενοδοξίας μάλλον παραφερόμενοι, έτόλμησαν να φαντασθώσι Xριστον ανθρώπινον και ούτω νά
έννοήσωσιν αυτών κατά τις αντιχριστιανικάς θεωρίας της άρ χαίας αιρέσεως των Σικυνιανών, και όλως εναντίον της πί στεως και της διδασκαλίας των Θεοπνεύστων άποστόλων, τών αποστολικών πατέρων και συμπάσης της οικουμενικής
Εκκλησίας, αρνούνται την προ πάντων των αιώνων ύπαρξιν τού ήμετέρου Σωτήρος και περιορίζουσι την θεότητα αυτού ις άπλήν και έκτακτον κατοικίαν τού Θεού έν αυτώ, είτε εις την ανυπόστατον ιδέαν βαθμιαίας θεοποιήσεως! άλλ’ ή άρνη
σις της αδίου υπάρξεως συνεπάγει αναγκαίως ου μόνον την άρνησιν της τού λόγου ενσαρκώσεως, του πρωτίστου και θεμελιώδους τούτου δόγματος της Εκκλησίας, ού χάριν αύτη
ζή και υπάρχει και σώζει τον κόσμον, αλλ' εμπνέει και την ο λέθριον άπιστίαν εις την του Θεού αγάπην και απόρρητον συγκατάβασιν, εξής, ώς από πηγής αφθόνου και μελιβύτου, άρύεται ο άμαρτωλός τά της ελπίδος και παραμυθίας γλυκύ τατα νάματα, καθότι ήμείς οι φύσει ασθενείς και ταλαίπωροι
άνθρωποι προ παντός άλλου έχομεν ανάγκην Θεού, όστις κλίνει τους ουρανούς και συγκαταβαίνει μέχρις ημών, και ού
χι μόνον ανθρώπου, όστις υψούται μέχρι του Θεού. Η εν Χαλ άγια και οικουμενική Σύνοδος στηλιτεύσασα την πλάνην της αιρέσεως, ώμολόγησε και έδογμάτισε την τού χρι στιανισμού φαεινήν αλήθειαν, ην ματαίως οι ολιγόπιτοι προσ παθούσε να σκοτίσωση. Και δεν έδωκε μεν, αλλ' ούτε ήθέλη σε να δώση ή τών άγιων πατέρων Σύνοδος ψυχολογικήν εξής κηδόνι
δ΄.
γησιν εις το μέγα μυτήριον του Θεανθρώπου, αλλ' ήρκέσθη άπλώς νά δογματίση και να στηρίξη την αλήθειαν της εν τώ προσώσω τού Χριστού άσυγχύτου ένώσεως της θείας και άνθρωπίνης φύσεως, τουθ' όπερ ήν αναγκαίον και ικανών εις τε την Εκκλησίαν και εις την χριστιανικήν πίστιν, Ας αναλάβη και αύθις την λύσιν του προβλήματος ή καθ' ήμας Θεολογική επιστήμη, ας προσπαθήση να τελειοποιήση το διανοητικών της νεωτέρας συνειδήσεως, και ιδίως ας σπου
δάση να κατανοήση την ανθρώπινον ανάπτυξιν του Χριστού, ουδείς φθόνος, τύχη αγαθή! πλην αλλ' όμως και ούτω ουδό λως το πρόβλημα λύεται" όσω επισταμένως τούτο εξετάζει ται, τοσούτω καταφαίνεται ή απόλυτος ανάγκη του σπουδά
σαι εμβριθέστερον και ευλαβέστερον την θεότητα του Σωτή
ρος, ένταυτώ δε και τον απόρρητον τρόπον, καθ' ον αδύω φύσεις, ήτεθεια και ή άνθρωπίνη, ασυγχύτως ήνώθησαν έντώ
θείω αυτού προσώπωνήμες εσμέν πεπεισμένοι, ότι εις το τέ λος όλων τούτων των θεολογικών συζητήσεων, οι πάντες ευ
λαβώς και προθύμως κύψουσι τον αυχένα ενώπιον του μεγά λου μυστηρίου της ευσεβείας, τού εν σαρκι φανερωθέντος
Θεού, και ειλικρινώς ομολογήσουσιν, ότι τούτο ουκ έστι το θέμα ξηρών θεωριών και σχολαστικών αναλύσεων, αλλά προ πάντων και υπέρ πάντα το σεμνών και υψηλών αντικείμενον της πίστεως, της ζωής και της λατρείας. Η αληθής και όν τως χριστιανική ορθόδοξος Θεολογία έσεται πάντοτε ή θε
ολογία των υπό της πίστεως αναγεγεννημένων, ήτις έξό χως ερείδεται επί της Θείας Αποκαλύψεως, έπι τής συνει δήσεως της αμαρτίας, και επί της ανάγκης της θείας άπο
λυτρώσεως, και ήτις χειραγωγεί τον άνθρωπον ουχί διά της αποκρήμνου και επισφαλούς ατραπού της αυθαιρέτου θεωρίας και κριτικής, αλλά ποδηγετεί αυτόν εις την αλήθειαν διά της βασιλικής και ασφαλεστάτης οδού του ορθού λόγου, της φιλοσοφικής μελέτης και της ακραιφνούς αποδείξεως Εν τω παρόντι πονήματα παραρτώμεν τελευταίον και
μαρτυρίας εξωτερικάς περί της θείας τελειότητος του ημετέ ρου Λυτρωτού το ήμέτερον έργον είναι μεν πρωτοφανές ώς προς το είδος αυτού, αλλ' όμως ουχί και τέλειον. Και μήπως
πάντα τα ανθρώπινα έργα δεν είναι σμικρά και ατελή μέρη ενός όλου τελείου και ιδανικούς
έ.
Τους άπιστους και σκληροκαρδίους σπανίως συγκινούσε και πείθουσι και αυτά τά μάλλον αναντίρρητα και ακαταμάχητα επιχειρήματα της Ιστορίας και της Λογικής αίθολερα και ν
ν
ν
-
ν
ν
--
ν
πικρα πηγαι της απιστίας άναβρύουσι συνηθέστερον εν τη καρδία ή έντή κεφαλή, άλλοι αγαθοί και τίμιοι ερευνητα, ν
-
-
-
--
Υ:
- -
ν
1.
-
-
-
-
- Ν.
-
η
Ν
-
1
ώς ό Ναθαναήλ, και οι ευσυνείδητοι και σπουδαίοι σκεπτικοί, --
-
-
--
, --
ν
ώς ο Θωμάς, αγαπώντες την αλήθειαν και αδιαλείπτως ζη τούντες νά εύρωσε το ακράδαντον υποστήριγμα της ασθενούς αυτών πίστεως, μετά χαράς και ευγνωμοσύνης αποδέχονται πάντοτε τάς έξ αγάπης χριστιανικής παρεχομένας αυτούς ά
ποδείξεις, και λίαν προθύμως, εάν επί τέλους πεισθώσι, λα δι' ν
-
-
-
ν
ν
ν
ν
τρεύουσι τον Θεόν, τον δι, ήμας τους ανθρώπους άνθρωπον γε
νόμενον! Μακάριοι οι αγαπώντες και ζητούντες την αλήθειαν έν καρδία ευθεία και ειλικρινεί βεβαίως ούτοι εύρήσουσιν αυτήν και χαρήσεται ή καρδία αυτών μετ' αυτής χαρά άρρήτω και δεδοξασμένη, ν
ν
-
ν
--
--
η
-
Ο Συγγραφεύς,
-
-
Τ) θΜΑΝΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΙΩΝ
ΠΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Όταν ο άγγελος του Κυρίου ώφθη εις τον Μωυσήν εν πυρί φλογος εκ της βάτου, είπεν αυτώ. « Μωυσή, Μωϋσή, ο δε είπε τί έστιν, ό δε είπε, μή έγγισης ώδε, λύσαι τό ύ πόδημα έκτών ποδών σου όγάρ τόπος, ενώ σύ έστηκας,
γή αγία εστί». (Εξοδ. γ΄, 3) Ημείς δε μετά πάσης ευλαβείας και ταπεινώσεως οφείλομεν να προσέλθωμεν προς το πανθαύ μαστον γεγονός, ούτινος το όραμα του Μωυσέως υπήρξε μόνον
σκιά και τύπος, ναι, σκιά και τύπος τού εν σαρκί φανερω θέντος Θεού. (1) Αληθώς, ο βίος και το πρόσωπον του Ιησού Χριστού συγ κροτούσε το ερών θυσιαστήριον της Ιστορίας δεκαοκτώ αιώ νες ήδη παρήλθον, αφ' ου ο υιός του Θεού έπι της γης ώφθη και τους ανθρώποις συνανεστράφη, όπως λυτρώση από της ά (1) Fra beato Αngelico de Fiesole, μοναχός και ζωγράφος, γεν νηθείς το 1587 εις Fiesole, πλησίον της Φλωρεντίας, και αποθανών
το 1455 εν “Ρώμη έξοχος και περιώνυμος επιτή τέχνη και τη ώραιό
τητι, μεθ' ής έκαλλιτέχνει τάς εικόνας των αγγέλων και των αγίων, εφ' ώ και μακάριος και αγγελικός έκλήθη, εζωγράφιζε πάν τοτε το πρόσωπον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Θεοτόκου Μαρίας γονυκλιπώς και προσευχόμενος. “Ο "Ρενάν, Μελέτ α ι τής θρησκευτικής
Ιστορίας,
σελ. 155, λέγει περί αυτού. « ευχής έργον εάν και ή κριτική επιστή μη έπραττεν ώσαύτως, και δεν έσκότιζε τάς λαμπράς ακτίνας τινών προσώπων, άπερ οι αιώνες έλάτρευσαν και προσεκύνησαν». Δυστυχώς ο Γάλλος ούτος φιλολόγος ομιλεί ένταύθα περί τής πανθεϊστικής λα
τρείας των Ηρώων. Ημείς όμως πιστεύομεν ότι είς μόνος άνθρωπος έστιν άξιος θείας τιμής και λατρείας, ο θεάνθρωπος Ιησούς, ο από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας.
- 2 -
μαρτίας και του θανάτου την πεσούσαν ανθρωπότητα, και αν ποκαλύψη την ανεξάντλητον π. γήν τής χάριτος, της δικαιο τύνης και της ζωής. Προ της εμφανίσεως αυτού τα έθνη έστέ
ναζαν και επόθουν την σωτήριον αυτού έλευσιν, διότι αύτη έ μελλε να πληρώση τάς ελπίδας πάντων των λαών. τούτου δε γενομένου, ανήγγειλαν οι λαοί της γης εξ ευγνωμοσύνης την θείαν αυτού δόξαν και άπαύστως ύμνολογούσε και γεραίρουσι την ουράνιον αυτού βασιλείαν αι έξοχώτερα και ευγενέστερα
ψυχαι ολοκλήρου του κόσμου προσήνεγκαν αυτώ αγάπην ειλι
κρινή και λατρείαν εγκάρδιον, και μέχρι τούδε προσφέρουσιν αυτώ αίνον και δόξαν θεοπρεπή. Το όνομα αυτού έστι το υπέρ πάν όνομα ονομαζόμενον ου μόνον εν τώ αιώνι τούτω, αλλά και εν τώ μέλλοντ δι' αυτού μόνου ο άμαρτωλός δύναται σωθήναι αυτός έστιν ο δημιουργός τής δευτέρας δημιουργίας –ή οδός, ή αλήθεια και η ζωή - ο προφήτης –ό αρχιε ρεύς- ο βασιλεύς της αναγεννηθείσης ανθρωπότητος αυτός έστιν ο Εμμανουήλ, ο Θεός μεθ ήμών, ο αιώνιος Λόγος, σάρξ γενόμενος - ο αληθής Θεός και αληθής άνθρωπος, ο Σωτήρ τού κόσμου! Ιδού ή πίστες της καθ' όλου χριστιανικής Εκκλησίας, της Εκκλησίας των Ελλήνων, των Λατίνων και των Διαμαρτυρομέ νων χριστιανών, εις άπάσας τάς χώρας του πεπολιτισμένου κόσμου α τρεις αύτα Εκκλησία διακρίνονται μεν και διαφέ ρουσι κατά τα δόγματα και τας τελετάς, αλλ' όμως συμφω
νούσι και συνασπίζονται, ν’ αγαπώσι και λατρεύωσε τον υιόν της Παρθένου Μαριάμ εγκαταλείπουσι πάσαν σχολαστικήν διαφωνίαν και περιπτύσσονται, ώς πεφιλημένα αδελφα, έ νώπιον της έν Βηθλεέμ φάτνης, ένθα εγεννήθη ο Κύριος ημών "Ιησούς Χριστός, και ομοφωνούσιν εν πίστει και έν αγάπη ε νώπιον του Γολγοθά, ένθα εσταυρώθη διά τας αμαρτίας ήμών και υπέρ της του κόσμου ζωής, καθότι αυτός έστιν ή θεία άρ μονία πασών των αιρέσεων και των εκκλησιών, το γενικόν
κέντρον της ζωής των απανταχού χριστιανών, και η καθο λική εστία, ένθα συναπαντώνται αν καιόμενα των πιστών καρδία, την αυτην αγάπη, την αυτήν λατρείανκαι τας αύ τάς προσευχάς και ελπίδας ομολογούσα. Aισοφαί διδασκα λία και αίθεσμοθεσία, τα ού 2. άνια δόγματα και αι τελεται ν
αι επιστήμια, ο πολιτισμός, τ α φώτα και αι τέχνα της νι
–3– -- , ----- ,
κηφόρου χριστιανοσύνης, ιδού οι λαμπροί και έ άει ανεξία τηλοι χαρακτήρες της θείας σφραγίδος, ήν ο Χριστός επί των -ο
---
κόσμον επιθηκε, οι δε πανταχού της γης μεγαλοπρεπέστατοι ναοί εισιν ένδοξα μνημεία, ανεγερθέντα εις το προσκυνητών αυτού όνομα υπο της ευγνωμοσύνης και της πίστεως των ε θνών ώς και τα αναρίθμητα άσματα και αίθεοπρεπείς προσ
ευχα, δι’ ών καθ' εκάστην ημέραν ύμνολογείται και γεραίρε τα ήθεια αυτού δόξα και το άπειρον έλεος ή πίστες και βα σιλεία του Χριστού αδιαλείπτως καταγγέλλεται εν όλω τώ κόσμω, αχρισου πάντα τα έθνη της οικουμένης κλίνωσε γό νυ λατρείας ενώπιον αυτού και περιπτυχθώσι το θείον αυτού σκήπτρον της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφότητος, της ειρήνης και της μακαριότητος, και ούτω γενήσεται μία ποίμνη, είς ποιμήν. Μακάριος ο δυνάμενος πιστεύειν εξ όλης της καρδίας, ότι ο Ιησούς έστιν ο μονογενής υιός του Θεού και ο χορηγός πάντων των επιγείων και ουρανίων αγαθών ή χριστιανική πίστις ουκ έστι δώρον της φύσεως, αλλ' έργον του Θεού, τελούμενον εις τας ψυχάς διά πνεύματος άγιου. Το πανάγιον πνεύμα αποκαλύπτει ημίν την υπερφυσικήν αξίαν τού Χριστού, καθώς ο Χριστός απεκάλυψεν ήμην τον πατέρα,
όταν ο απόστολος Πέτρος έκήρυξε την υψηλήν ταύτην ομολο γίαν της πίστεως, Σύει ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος, ο κύριος είπεν αυτώ, Μακάριος εί, Σίμων Βαρ "Ι
ωνά, ότι σαρξ και αίμα ούκ απεκάλυψέσοι, αλλ' ο πατήρ μου δεν τους ουρανούς (Ματθ. ιτ, 16) ή πίστις δικαιούσα, άγιάζουσα και τον άνθρωπον μακάριον καθιστώσα, είναι της
επιστήμης ανεξάρτητος ή εις Χριστόν άγια πίστις δύναται να ανάψη το ερών αυτής πυρ εις την καρδίαν αγραμμάτου νεάνι
δος, μικρού παιδιου, ανθρώπου αγροίκου και άμαθούς ή υπερ οχή και η δόξα του Θεανθρώπου Λυτρωτού και της Ιεράς αυτού θρησκείας, εν τούτω κυρίως συνίσταται, ότι αυτός προσ καλεί πάντα άνθρωπον εις την ουράνιον αυτού βασιλείαν, άνευ διακρίσεως φυλής, φύλου, ηλικίας, έθνους ή άλλων τοιούτων
ή σωτήριος αυτού χάρις δωρείται εις πάντα ειλικρινώς μετα νοούνται και εγκαρδίως πιστεύονται 1 1 Εν τούτοις ουδόλως παραδεχόμεθα, ότι ή σωτήριος αύτη πίστις αρνείται την αναγκαιότητα της σκέψεως και της απο
δείξεως αναμφιβόλως ήθεια αποκάλυψις υπέρκειται του λό η,
– 4 –
γου και της φύσεως, αλλά διά τούτο αύτη δεν είναι έναντία ούτε εις την φύσιν ούτε εις τον λόγον. Το φυσικών και το ύ περφυσικών αποτελούσε την ενότητα της θείας αποκαλύψεως και της κυβερνήσεως του Θεού (1), ο χριστιανισμός ικανο ποιών πληρέστατα πάσας τάς ήθικάς και θρησκευτικάς ανάγ
κας, ανταποκρίνεται ούτω και εις πάσας τάς πνευματικάς και υψηλάς επιθυμίας του ανθρώπου, πλασθέντος κατ' εικόνα και όμοίωσιν Θεού και εις δόξαν Θεού, ο ριστιανισμός έστιν ή
αποκάλυψις της αιωνίου αληθείας και ο διδάσκαλος της άγιας και μακαρίας ζωής ή πίστις και η επιστήμη δεν διαφωνούσι προς άλλήλας είναι δύω φίλα, δύω δυνάμεις συμπληρούμε να αμοιβαίως, είναι δύω αχώριστοι σύντροφοι, εάν ή πίστις προηγείται της επιστήμης, ουχ ήττονή επιστήμη, ώς αγαθή ακόλουθος, αναγκαίως συνοδεύει και πολλάκις ποδηγετεί την πίστιν και εάν ή αληθής επιστήμη ανέκαθεν έσχε το θεμέλι ον αυτής έντή πίστει, και αργή σοφίας φόβος κυρίου, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν, ότι ή πίστις βεβαιούται και στηρί ζεται υπο της αληθούς επιστήμης αμφοτέρας ευρίσκομεν συν
υπαρχούσας έν τη λαμπρά ομολογία του αποστόλου Πέτρου, αποκριθέντος εν ονόματι πάντων των αποστόλων «Και ήμείς πεπιστεύκαμεν και έγνώκαμεν ότι σύ είό Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ιωάν. σ', 69) (2), διότι η πίστις -
(1) Ο Καθηγητής Horace Bushnell, Αμερικανός Θεολόγος λίαν διακεκριμμένος, εν τώ αξιoλόγω αυτού συγγράμματη Nature and the supernatural as together constituting the one system of God (New York, 1858), διά πολλών αποδείκνυσιν ότι το φυσικών και το υπερφυσικών συλλειτουργούσιν εις την κυβέρνησιν τού κόσμου,
“Ο δε κλεινός συγγραφεύς John W. Nevin, The mystical presence (Philadelphie 1846), εκτίθησι την αυτήν θεωρίαν ώδε πως «η φύσις και ή αποκάλυψις, ο κόσμος και ο χριστιανισμός προκύπτουσιν εκ του αυτού θείου νοός, και επομένως ουκ εισίν άπλώς δύω τάξεις πραγμά των παράλληλοι και εξωτερικαί ή μία ώς προς την άλλην άλλ’ απο τελούσιν εν όλον πάντοτε αρμονικόν ή έννοια τού ενός αναγκαίως συν
επάγει την τού ετέρου, το μυστήριον της νέας ηθικής δημιουργίας εμ περιέχει το μυστήριον της αρχαίας δημιουργίας ή δε κλεις ήτις άνοι γενείς ήμάς την σημασίαν και την αξίαν τής πρώτης, οφείλει ώσαύ
τως να αποκαλύψη ημίν το απόρρητου της δευτέρας. (2) Και ήμ ε ί ε π ε π ι σ τ εύκ α μ ε ν και έγνώκα μεν ή αντίστροφος τάξις τών λέξεων ευρίσκεται εν "Ιωάν. 1. 58, “I να γνώ
τε και πιστεύση τε, ότι εν εμοί ο πατήρ, κ α γ ώ εν
-
- 5 -
και ή επιστήμη είσι τοσούτον στενώς συνδεδεμένα, ώστε δυ
νάμεθα ειπείν λίαν αδιαφόρως, η πίστις προηγείται της γνώ σεως (1), ώς και τ' ανάπαλιν, ή γνώσις προηγείται τής πί στεως, καθότι αληθώς είναι αδύνατον να πιστεύσωμεν οιον δήποτε πράγμα, χωρίς να έχωμεν προηγουμένως ισορικήν τινα γνώσιν της υπάρξεως και της ουσίας αυτού του πράγματος
ή πίστις και έντή άπλουστέρα αυτής μορφή, καθ' ήν ορίζεται υποταγή της θελήσεως εις το θείον κύρος, και συγκατάθεσις
του νοώς και της καρδίας εις την αποκεκαλυμμένην αλήθειαν, και τότε είναι πράξις του πνεύματος και του λόγου, και λει τουργία τής καρδίας και της βουλήσεως διο και ο αρχαίος όρισμός της πίστεως σύγκειται εκ των τριών τούτων όρων γνώσις, συγκατάθεσις και πεποίθησις άνθρωπος έστερημέ νος του ορθού λόγου δεν δύναται να πιστεύη ή θεία ήμων θρησκεία δεν ζητεί πίστιν τυφλήν, αλλά πίστιν λογικήν, και
όσω ή πίστις αύτη είναι ενεργός και θερμή, τοσούτω ασφαλέ στερον στηρίζει τον πιστεύοντα εις τας υψηλάς αυτής διδα σκαλίας και τά άχραντα μυστήρια.
καθώς ή ζώσα πίστις εις Χριστόν είναι ή ψυχή και το κέν τρον του πρακτικού χριστιανισμού και πάσης ευσεβείας, ούτω και η αληθής διδασκαλία του Χριστού είναι το κέντρον και η ψυχή της ορθοδόξου χριστιανικής θεολογίας ή άρνησης της ενσαρκώσεως του υιού του Θεού είναι το σημείον του αντι
χρίστου, κατά την μαρτυρίαν του ευαγγελιστού Ιωάννου, το αληθές λοιπόν γνώρισμα του χριστιανισμού είναι αναντιρρή τως ή εγκάρδιος πίστις εις την κεντρικήν ταύτην αλήθειαν. Η ενσάρκωσις του αιωνίου λόγου και ήθεια δόξα, ήτις ακτι νοβολεί διά του καλύμματος της ανθρωπότητος του Χριστού, ιδού το μεγαλοπρεπές θέμα του κατά Ιωάννην άγιου ευαγ
γελίου, μαθητής και φίλος ήγαπημένος του Χριστού ο υιός
της βροντής έγραψε το θείον ευαγγέλιον με τον κάλαμον ένος
άγγελου βεβαμμένον εις αυτήν την καρδίαν του Χριστού. Το αυτών, και αλλαχού Α". "Ιωάν έ, 15 « “I να ειδήτε ότι ζω ή ν έχετε αιώνιον, και να πιστεύη τ ε εις το όνομα τού υί ο ύ τ ο υ Θεού ».
(1) Ο Ανσελμος εκφράζεται σαφέστερον που θέλω και ου ζητώ έννοεΐν, να πιστεύω, αλλά πιστεύω να εννοώ ο μη πιστεύων ουδές ποτε πειράτα, ο δε μήπειρώμενος ουδέποτε έννοεί».
- 6 -
λεγόμενον σύμβολον των αποστόλων εξηγεί ιδίως το άρθρον της πίστεως το άπαβλέπονταν Χρισον, και τίθησιν αυτό με ταξύ του άρθρου του αφορώντας τον Θεόν πατέρα και του
άρθρου του αφορώντας τον Θεόν, το άγιον πνεύμα. Η τής Εκ
κλησίας αρχαία και ορθόδοξος θεολογία αναχωρεί και αφικνεί τα εις το λαμπρόν και έπακρον σημείον, υπερασπιζομένη πάντοτε νικηφόρως την αληθή θεότητα του Χριστού, και πο εμούσα τάς αιρέσεις των Ιουδαϊζόντων και Έβωνητών, οίτι τες την ηρνούντο, και ένταυτώ στηρίζουσα την αληθή αυτού ανθρωπότητα κατά των εθνικών Γνωστικών, οίτινες μετεποί ουν αυτήν εις φάντασμα ακατάληπτον, ή αληθής χριστιανική
θεολογία είναι προ πάντων χριστολογική ο Θεός και άν θρωπος, ιδού ή θαυμαστή αλήθεια ή εν αυτή βασιλεύουσα ή Εκκλησία ίσταται και ζη εν ταύτη τη υψηλή ομολογία άνευ ταύτης αναντιρρήτως πίπτει και αποθνήσκει εν ταύτη προσ έτι συναπαντώνται και συνενούνται αι δύω θεμελιώδεις τού χριστιανισμού διδασκαλία, τουτέστιν ή διδασκαλία περί του ύπερτάτου κύρους της θείας Γραφής, και ή διδασκαλία περί
της δικαιώσεως και σωτηρίας διά της πίστεως και των κα λών έργων, ό λόγος του Χρυσού είναι ο μόνος τελεσφόρος και αλάθητος
οδηγός προς την αλήθειαν και την σωτηρίαν, τα δε
έργα του Χριστού, ή μοναδική πηγή της ειρήνης και του ά
γιασμού, πηγή ανεξάντλητος και χαριτόβρυτος ο Χριστός
τα πάντα εν πάσιν, ιδού η αρχή της ειλικρινούς και αρχετύ που πίστεως,
όπως θεολογήση τις περί του θείου προσώπου του Χρισού, δύναται συμφώνως προς τον ευαγγελιστην Ιωάννην να αρ
χιση από της αιωνίου Θεότητος, και να κατέλθη διά της δη μιουργίας και των προπαρασκευαστικών αποκαλύψεων της πα λαιάς Διαθήκης μέχρι της του Αόγου ενσαρκώσεως και της ανθρωπίνου αυτού ζωής διά την απολύτρωσιν του ημετέρου γένους αλλ' όμως είναι δυνατόν ώσαύτως συμφώνως προς τους άλλους ευαγγελιστές να αναχωρήση από της άγιας αύ
του γεννήσεως υπό της αειπαρθένου Μαρίας, και δελθών ευλα βώς την επίγειον αυτού ζωήν, τους λόγους αυτού και τα θαύματα, να υψωθή ακολούθως μέχρι της θείας και ένδοξου εισόδου εις την ουράνιον εκείνην δόξαν, αν είχεν ακόμη και προτού τόν κόσμον είναι εις αμφοτέρας τας περιστάσεις
- 7 -
το αποτέλεσμά έστινεν και το αυτό, διότι πάντοτε και παν
ταχού ευρίσκομεν τον Ιησούν Χριστόν ένούνται έντώ προσώ πω αυτού, το πλήρωμα της θεότητος και το πλήρωμα της άνθρωπότητος, διαμενούσης ταύτης άσπίλου και αμώμου. ο
Οι αρχαίοι θεολόγοι απεδείκνυον αμέσως την Θεότητα του
"Ιησού διά των θαυμάτων, όσα έποίησε, διά των προφητειών και των τύπων, ους έπλήρωσε, διά των θείων ονομάτων, δι' ών όνομάζεται, διά των θείων ιδιοτήτων, αίτινες απεδόθη σαν αυτώ, και διά των θείων τιμών, άς αυτός άξιοι, οι δε μακάριοι απόστολοι και σύμπασα ή χριστιανική Εκκλησία ανέκαθεν απένειμεν αυτώ και απονέμει μέχρι της σήμερον, Και όμως διά να αποδείξη τις και να στηριξη την αυτήν αλήθειαν της του Κυρίου Θεότητος, δύναται ακολουθήσαι την
αντίθετον όδον, μελετών και εξετάζων την μόνην και αξιο θαύμαστον τελειότητα της ανθρωπότητος του Χριστού, τελει
ότητα ασυγκρίτως υπερτερούσαν πανανθρώπινον μεγαλείο, προγενέστερον και μεταγενέστερον αυτής, κατά την σύμφω νον όμολογίαν πιστών και απίστων, και την οποίαν διά νά ε
ξηγήσωμεν
λογικώς, οφείλομεν νά ομολογήσωμεν την ουσιών
δη ένωσιν του Χρυσού μετά του Θεού, καθώς αυτός περί τού του μαρτυρεί και οι απόστολοι αυτού επίστευσαν και έκήρυ
ξαν όσω προσεκτικώτερον παρατηρούμεν διά του καλύμμα τος της ιεράς αυτού ανθρωπότητος, τοσούτω εμφανέστερον
βλέπομεν την θείαν δόξαν του μονογενούς υιού του Θεού, υι ου πλήρους χάριτος και αληθείας (1) -
-
-
-
- -
(1) Ο Clmann, « περί τής αναμ αρτησίας του Ιη σού», κεφ. δ΄, λέγει, « όταν την παντέλειον άνθρωπότητα τού Χρι στού παραβάλωμεν προς πάντα τα πρόσωπα της του ανθρωπίνου γέ νους " Ιστορίας, αναγκαίως αναγνωρίζομεν εν τώ Χριστώ την παρουσί
αν και τον χαρακτήρα της θεότητος ». Ο δε Dorner, εν τώ σοφώ αυτού συγγράμματα - ι σ τ ορία της αναπτύξεως τής δι
δα σ κ α λ ί α ς περί του προσώπου τού Χριστού» λέγει τα ακόλουθα: •ή άγιότης και η σοφία του Ιησού αποδεικνύουσι την ύ περφυσικήν αυτού καταγωγήν, και παριστώσιν αυτών π ρ ό σ ω π ο ν
θεον, εν μέσω των αμαρτωλών και πεπλανημένων ανθρώπων, όπως έννοήση της το γεγονός τούτο μεταξύ κόσμου διεφθαρμένου, οφείλει να
ίδη έντώ Χριστώ την ενσάρκωση της θείας αγάπης, ή να πιστεύση εις το Θεανδρικών πρόσωπον, εν ό ο Θεός και η ανθρωπότης ή ώθη σαν αφράστως και άκαταλήπτως. »
-
-
– 8 –
Και ή νεωτέρα χριστιανική θεολογία ευσεβώς αποδίδωσιν εις τον Σωτήρα την οφειλομένην θείαν τιμήν και λατρείαν αι των συγχρόνων απίστων προσβολαι κατά του κύρους της ευ αγγελικής ιστορίας ώς καπνός διαλύονται και παρέρχονται, ή δε άρχαία και ζώσα πίστις της εκκλησίας εις τον θείον αυ
της Αρχηγών κερδίζει νέας νίκας και λαμπρούς θριάμβους εκ τών άσυνέτων τούτων της απιστίας προσβολών. Εν τούτοις ή ημετέρα δύσπιστος και μάλλον φιλόκοσμος
ή φιλόθεος εποχή κάλλιον δύναται να φθάση και να πιστεύση εις την θεότητα τού Χριστού έκ της ανθρωπότητος αυτού ά
ναχωρούσα, ή ακολουθούσα την αρχαίαν δογματικήν μέθο δον. "Ως ο Θωμάς, ο μεταξύ των αποστόλων αντιπρόσωπος
του τιμίου δισταγμού, πολλοί των ανθρώπων ένθλίψει διστά ζουσινά πιστεύωσιν εις την θεότητα του Σωτήρος, επειδή, ώς λέγουσι, στερούνται της μαρτυρίας των αισθήσεων και των ά καταμαχήτων λόγων του λογικού. Και αυτοί επίσης θέλουσι να βάλωσε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, και την χείρα εις την πλευράν τού Χριστού, και τότε να πιστεύσωσι
και να κράξωσιν εν ταπεινώσει λατρευτική « ό Κύριός μου και ό Θεός μου ». Βεβαίως δεν είναι εύκολον διά
μεταφυσι
κάν θεωριών ή δι’ αποδείξεων σχολαστικών νά πείση τις αυ τους, όπως πιστεύωσιν εις το μυστήριον της θείας ένανθρωπή σεως και ούτως άξιωθώσι του μακαρισμού του Κυρίου, ε"
πόντος, « ότι έωρακάς με, Θωμά, πεπιστευκας" μακάριοι οι μή ιδόντες και πιστεύσαντες » (Ιωάν. κ. 28. Αλλ’ εάν οι δύσπιστοι ούτοι ήδύναντο άπαξ να δωσι το
μέγα ηθικών θαύμα της ιστορίας, το γενόμενον έντώ προσώ πω τού Χριστού, τότε ή πίστις εις τά θαύματα αυτού δεν θα παρείχε πλέον εις αυτούς ουδεμίαν δυσκολίαν, καθότι το ύ περάνθρωπον δν αναγκαίως εκτελεί έργα υπεράνθρωπα, και εν πρόσωπον θαυμάσιον και εξαίσιον εργάζεται θαυμάσια και εξ αίσια έκαστον δένδρον παράγει και φέρει τον εαυτού καρ π“ν ήμείς πιστεύομεν τα θαύματα του Χριστού, επειδή πι στεύομεν εις το πρόσωπον αυτού, και έσμέν πεπεισμένοι, ότι αυτός έστιν ο θεάνθρωπος, και το αληθές θαύμα, έφ’ ουδή θικός κόσμος στηρίζεται.
“Υπό τοιαύτην έποψιν προτιθέμεθα να εξετάσωμεν την άν θρώπινον προσωπικότητα του Κυρίου ημών διά μεθόδου λίαν
δημώδους και ευκαταλήπτου, καθ’ όσονή σπουδαιότης και ή αξία της υποθέσεως επιτρέπουσι, προτιθέμεθα να δείξωμεν"Ι ησουν τόν από Ναζαρέτ, καθώς αυτός φαίνεται εις ημάς, κα τά τάς άπλάς και αφελείς διηγήσεις τών άλιέων της Γαλιλαί
ας, και καθώς αυτός ζή και βασιλεύει έντη πίστει της χρι στιανωσύνης καθ' όλας τας περιστάσεις της επιγείου αυτού ζωής, της τε ιδιωτικής και δημοσίου, θα τον δωμεντοσούτον υπερέχοντα τους ανθρώπους και τοσούτον παντέλειον, ώστε ή τελειότης αύτη, απέναντι ενός κόσμου ατελούς και άμαρ τωλού, χορηγήσει ήμύν την ακαταμάχητον απόδειξιν της θε ότητος αυτού.
Ιλεως δέ μο, Κύριε ο Θεός μου, ότι διανοία σμικρά και γλώσση πενιχρά επιχειρώ ήδη εξετάσαι την σην άνθρωπός τητα, εξής αυγάζει το φώς της ένδόξου Θεότητός Σου και ουχί πάντως δι' έμε ή ιερά αύτη εξέτασης και μελέτη, αλλά
διά τους αδελφούς μου, τους μη πιστεύοντας εις το μυστήρι ον της θείας οικονομίας Σου, και ταλαιπωρουμένους ούτω
μακράν της Σωτηρίου χάριτός Σου και της φαιδράς βασιλείας Σου.
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
- Α. -
-
-
".-
-
-
--
-- -
--
-
-
-
-
- -- -
-
-
-
-
-
------------
11
-
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α.
Η παιδική και νεανική ηλικία του Χριστού, Απο της παιδικής μέχρι της ανδρικής ηλικίας ο Χριστός δήλθε τάς φάσεις της ανθρωπίνης ζωής και ενέκάστη τούτων
εξεπλήρωσε το ιδεώδες πρότυπον, όπως λυτρώση και άγιάση ήμάς τους ανθρώπους, και συγχρόνως παράσχη ήμύν τον παν τέλειον υπογραμμόν παιδίον, νέος, ανήρ αυτός είναι πάντο
τε το ημέτερον θείον παράδειγμα απέθανεν υπέρ ημών και ανέστη εκ των νεκρών και ζή διά παντός εις τάς καρδίας των πιστών πλήρης ισχύος και δυνάμεως και δόξης, ήν ουδείς
ουδέποτε θα δυνηθή να αφαιρέση απ' αυτού, Εν πρώτοις εξετάσωμεν ευλαβώς την παιδικήν του Σωτή ρος ήμων ηλικίαν. Η ιστορία του ανθρωπίνου γένους άρχεται από του εν Εδέμ παραδείσου, εν μέσω των χαρίτων της ακά κου και αθώας νεότητος του Αδάμ και της Εύας, οίτινες ή σαν αίλαμπρα εικόνες του πανσόφου δημιουργού, και δέν δοξος στέφανος των θαυμαστών αυτού έργων, Αλλ’ ο δεύτε ρος Αδάμ, ο Κύριος εξ ουρανού, δΛυτρωτής του πεπτωκότος γένους των ανθρώπων, έλθών όπως ανεγειρη και φωτίση την άνθρωπότητα, παρουσιάζεται ημίν το κατ' αρχάς εις τάς ευαγ.
γελικάς διηγήσεις παιδίον γεννηθέν εκ πτωχής παρθένου, εν φάτνη πενιχρά, έν τη χώρα της άμαρτίας και του θανάτου, και ουχί έντώ παραδείσω της αθωότητος, αλλ' όμως παιδί ον θείον και ουράνιον εν τω μέσω της υμνωδίας των αγγέλων
και της λατρείας των ανθρώπων. Ιδωμεν δε τώρα και θαυμά σωμεν τα αποτελέσματα του Ευαγγελισμού και της προσδο κίας της του Σωτήρος γεννήσεως ή παρθένος και ή μήτηρ αύ " --------
τ
-
ού, ή μεμνηστευμένη τώ Ιωσήφ, πτωχώ τέκτονι, γίνεται
προφίτης πλήρης σοφίας και πνεύματος Θεού, οι γέροντες γο νείς τού Προδρόμου και Βαπτιστού προαγγέλλουσιν έν χαρά και ευφροσύνη την προσεγγίζουσαν απολύτρωσιν, το δε παι διον, το προωρισμένον ετοιμάσαι τις οδούς του Κυρίου, και δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ αυτού, σκιρτά έν άγαλλι
άσει έντή κοιλία της μητρός αυτού Ελισάβετ. Τα θεοπρε 2
- 12 -
πή και αθάνατα άσματα της Ελισάβετ, της Μαρίας και του
Ζαχαρίου, συνενούσι τα ακαταμάχητα θέλγητρα της ποιήσε προπαρασκευάζουσιν επαξίως την έλευσιν τού Λυτρωτού και της ευαγγελικής Σωτηρίας, ενώ
ως και της αληθείας, και
καιρώ ή υψηλοτέρα ποίησις της σοφίας και της αγάπης του
Θεού επρόκειτο να γίνη αλήθεια, και η αλήθεια αύτη έμελλε να υπερβη το ύψιστον δεώδες της ανθρωπίνης ποιήσεως! και όταν το ουράνιον βρέφος έγεννήθη, ο ουρανός και ή γή συν αγάλλονται. «Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη εις τους ποιμένας της Βηθλεέμ, αγραυλούντας και φυλάσσοντας φυλα κάς της νυκτός έπι την ποίμνην αυτών και δόξα Κυρίου πε
ριέλαμψεν αυτούς και είπεν αυτοίς ο άγγελος
Ιδού ευαγγε
λίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τώ λαώ ό τι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ός έστι Χριστός Κύριος. Και έξαίφνης εγένετο συντώ αγγέλω πλήθος στρατιάς ούρα νίου, αινούντων των θεών και λεγόντων, δόξα εν ύψίστοις Θε ώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία" άλλ’ ιδού και
μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις "Ιεροσόλυμα λέγοντες, που έστινό τεχθείς βασιλεύς τών Ιουδαίων; είδομεν γάρ αύ του τον αστέρα έντη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυ
τώ, ο δε Ηρώδης ο βασιλεύς έταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ' αυτού» (Ματθ. β., 3) αλλά ταυτοχρόνως οι φοβούμενοι τον Θεόν του Ισραήλ προσδοκώσι την σωτηρίαν οι εθνικοί ζητούσε τον άγνωστον Θεόν, και οι μεν και οι δε συνέρχον τα έπι τέλους, όπως λατρεύσωσι το παιδίον Ιησούν, τον Θε άνθρωπον Λυτρωτήν.
Εν τη θαυμαστή ιστορία του Χριστού ευρίσκομεν την μο ναδικήν συμφωνίαν τού μεγαλείου και της ταπεινώσεως, του Θείου και του ανθρωπίνου, άτινα ιδίως χαρακτηρίζουσι και διακρίνουσιν αυτήν από πάσης άλλης άνθρωπίνου ιστορίας, ο Χριστός έρχεται εις τον κόσμον παιδίον πτωχών και αφανές, γεννάται εις Βηθλεέμ πόλιν μικράν και ασήμαντον (1) εις την ευτελεστέραν κατοικίαν της πόλεως ταύτης, εις σταύλον, εις (1) "Ο προφήτης Μιχαίας ρητώς περί τούτου προεφήτευσε λέγων,
«Και συ Βηθλεέμ, οίκος Eφραθά, λιγοστός είτού είναι εν χιλιάσεν "Ιούδα εκ σου μοι εξελεύσεται του είναι εις άρχοντα του Ισραήλ, και έξοδοι αυτού απ' αρχής εξ ημερών αιώνος» (Μιχ. στ". 1).
- 13 –
φάτνην, και ευθύς καταδιώκεται υπό αρχόντων και βασιλέως. ιδού οι λίθοι του προσκόμματος και αι πέτρα του σκανδά λου ενώπιον της πίστεως ημών αλλ' αφ' ετέρου, ή εμφάνισης του αγγέλου, αίθεόπνευτοι ώδα του Ζαχαρίου και της παρ
θένου Μαρίας, ή άγια χαρά και τα θεσπέσια βήματα της Ε λισάβετ, της Αννης και του Συμεών, αι χριστολογικα προ φητεία της θείας γραφής, ή θεολόγος σοφία των γραμματέ ων τής Ιερουσαλήμ, ή σκοτεινή υπόνοια του Ηρώδου, ο αστήρ της Βηθλεέμ, οι από Ανατολών μάγοι, ένύπνιον σπουδαιότα τον, και επί πάσινή του Θεού πρόνοια ή άρδήλως φαινομένη και ενεργούσα, αποτελούσε την λαμπροτέραν σειράν των απο δείξεων περί της θείας και ουρανίου καταγωγής του πτωχού
και αφανούς τούτου παιδίου! Ο ουρανός και ή γή κινούνται περί το μικρον τούτο παιδίον, καθώς κινούνται περί την έ τίαν αυτών, όποια καταπληκτική αντίθεσης παιδίον εν φά τνη πενιχρά ανακείμενον, και το παιδίον τούτο είναι ο σωτήρ του κόσμου! παιδίον μισούμενον και απειλούμενον, και έν τούτοις προσδοκώμενον και αγαπώμενον! παιδίον πτωχών και περιφρονημένον, και όμως περικυκλούμενον ύπο θείων τιμών και υπό θείας λατρείας! παιδίον εκτεθειμένον εις κινδύνους, και θαυμασίως σωζόμενον! παιδίον όπερ συγκινεί τους αστέ
ρας και τους αγγέλους έντώ ουρανώ, την πόλιν Ιερουσαλήμ, τους ποιμένας της Ιουδαίας, τους σοφούς της Ανατολής. Η αντίθεσις αύτη συνάπτουσα τά μάλλον αντίθετα πράγματα, ούχι δε και αντιφατικά, υπάρχει τοσούτον έξοχος και θαυμα
στή, ώστε είναι όλως μωρών και παράλογον να υποτεθή ώς έφεύρεσις αγραμμάτων τινών άλιέων, Και όμως, μεθ' όλα ταύτα τα τεκμήρια της θεότητος, το παιδίον Ιησούς δεν παρίσταται υπο των ευαγγελιστών Ματ θαίου και Λουκά ώς θαύμα εναντίον της φύσεως, άλλ’ άπλώς
ώς παιδίον αληθώς ανθρώπινον, αναπαυόμενον και ήδιστα ύ πογελών εις τους παρθενικούς κόλπους της άχράντου αυτού
μητρος, « αυξάνον και κραταιούμενον πνεύματι και πληρού μενον σοφίας, και χάρις Θεού ήν επ' αυτο» (Λουκ. β. 40), και υποκείμενον εις τους νόμους φυσικής αναπτύξεως, αλλ' εν διάφορων όλων των άλλων παιδιων, ένεκα της αυτού γεννήσεως και της έντελούς απαλλαγής από της άμαρ
τούτοις πάντη
τίας, του προπατορικού τούτου βύπου των ανθρώπων. Ο Ιησούς
- 14 -
εμφανίζε τα έν ουρανίω λάμψει άσπίλου αθωότητος, άνθος του παραδείσου αποπνέον ευωδίαν πνευματικήν, ο προσδοκώμενος «άγιος και υιός υψίστου, ο βασιλεύσει εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος », κατά τον ευαγγελι σμών του αρχαγγέλου Γαβριήλ (Λουκ. ά., 35), θαυμαζόμενος και προσκυνούμενος υπό τών θεοπέμπτων Μάγων, οίτινες α νοιξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα,
χρυσον και λίβανον και σμύρναν, δώρα μυστηρι ώδη, εις βασιλέα, εις νεκρών και εις θεο προσφερόμενα, αλλ' ούχ ήττον και διεγείρων τάς υπονοίας του βασιλέως Ηρώδου
όστις εγένετο το σύμβολον των εχθρών του Χριστού, Τις δύναται να έπαριθμήση της ιεράς και ευφροσύνους συγ κινήσεις έντή λαμπρά ήμέρα των γενεθλίων του Σωτήρος, έν
ή δοξάζεται και λατρεύεται το παιδίον Ιησούς, συγκινήσεις χαριτοβρύτους, αίτινες εξευγενίζουσιν, άγνίζουσι και ύψούσι τας καρδίας νέων και γερόντων, ανδρών τε και γυναικών, εις πάσας τάς χώρας και εις πάντα τα έθνη της χριστιανωσύνης. Η απώλεια της αθωότητος των πρωτοπλάστων ανακατέστη επαξίως διά της αθανάτου αθωότητος του άνευρεθέντος και
επανακτηθέντος παραδείσου! Ολίγα γνωρίζομεν περί της νεανικής ηλικίας του θεανθρώ που. Και εν ταύτη, κατά τον θεσπέσιον ευαγγελιστην Λου κάν, διασώζει το θείον θέλγητρον της παιδικής ηλικίας, και αναγγέλλει ταυτοχρόνως την δόξαν της δημοσίου αυτού ζωής,
της αφιερωθείσης εις την διακονίαν του ουρανίου αυτού πατρός και εις την διδασκαλίαν και την σωτηρίαν της ανθρωπότητος,
Δωδεκαετή ευρίσκομεν αυτόν εν τω ερώ, καθεζόμενον εν μέ σω των διδασκάλων, και ακούοντα αυτών, και επερωτώντα αυτούς εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέ
σε και ταις αποκρίσεσιν αυτού (Λουκ. β. 47). Ουδέν άωρον και άκαιρον υπάρχει ενταύθα, ουδέν βεβιασμένον και ανάρμο στον εις την ηλικίαν αυτού, και όμως δεικνύει τοσαύτην σοφί
αν και τοιούτον μεγαλείον θρησκευτικού αισθήματος, ώστε εί ναι αδύνατον ν' απαντήση τις ταύτα εις άλλον νεανίσκον, έν
τοιαύτη ηλικία ευρισκόμενον. « Και 1ησούς προέκοπτε σο φία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις » (Λουκ. β. 52) ήν υποτασσόμενος εις τους γονείς αυτού, και εξήσκει όλας τας αρετάς υιού αγαθού και ευπειθούς. Αλλ' εν
-π---------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-
- 15 -
τούτοις έπλήρου αυτούς ιερού σεβασμού, όταν έλεγε προς αυ τούς « τί ότι έζητείτέ με, ούκ ήδειτε ότι εν τοις τού πα
τρός μου δεν είναι με ; » (Λουκ.), και αυτοί δεν ηδύναντο ακόμη να εννοήσωσι το βήμα, ο ελάλησεν αυτοίς ή δε Θεο μήτωρ
α
διετήρει
πάντα τα
βήματα ταύτα εν τή καρδια
αυτής » ώς ιερών μυστήριον, πεπεισμένη ούσα ότι ούτως έξη γείται το θαύμα της ανάνδρου συλλήψεως και της υπερφυσι κης γεννήσεως τού υπό του ευαγγελιστού αγγέλου κληθέντος υιού τού Θεού.
Ουδέποτε επήλθεν εις τον νούν βιογράφου, ποιητού ή φιλο σόφου να γράψη τον πίνακα παιδικής ηλικίας αθώας, άσπίλου
και ουρανίου, ήτις αυξάνει μενώς ή ημετέρα, αλλά ταυτοχρό νως εξαστράπτει καταπληκτικήν και πανθαύμαστον σοφίαν, ήναληθώς ευρίσκομεν εν τη ευαγγελική ιστορία. Εις ουδένα
των εξόχων και εκτάκτων ανδρών της ιστορίας το μεγαλείον και το ύψος του χαρακτήρος απετέλεσαν έναρμόνιον και τε
λείαν ώραιότητα, ήτις δυνάμει ή εν σπέρματι ενυπήρχεν εν τη νεότητα αυτών. Εν γένει οι μεγάλοι και θαυμαστοί ούτοι χαρακτήρες μορφούνται και τελειοποιούνται, δοκιμαζόμενοι ώς χρυσός εν χωνευτηρίω, ένθα εγκαταλείπουσε πολλάς άτε
λείας και πολλάς ελλείψεις, ενώ καιρώ ή αληθής και ακριβής γνώσις τών πραγμάτων περιορίζει τις νεανικάς πλάνας, ο δρ θός λόγος μετριάζει τάς παραφοράς, ή δε πείρα φωτίζει τον τυφλών ζήλον. όθεν συνήθως οι βιογράφοι αποδεικνύουσιν ότι ή μόρφωσις των σοφών, των δικαίων και ηρωικών τούτων χα ρακτήρων, μετά τινας αποπλανήσεις της νεότητος, κυρίως έ
γένετο δ’ αυστηράς πειθαρχίας και χρηστής αγωγής. Εάν οι οσδήποτε συγγραφεύς οιουδήποτε αιώνος επεχειρεί να περι γράψη παιδικήν ηλικίαν ου μόνον άσπιλον, αλλά και υπεραν θρώπινον και ουράνιον, χωρίς να έχη υπ' όψιν το αληθές ταύ, της πρότυπον, αναμφιβόλως τότε αυτός έπρεπε να ήναι πλεί ονή άνθρωπος, όπως μη επισωρεύση χρώματα επί χρωμάτων και υπερβολάς επί υπερβολών, ώστε ούτε ο ουρανός ούτε ή γη
να μη δύνανται ν' ανεύρωσιν ουδένα αληθή χαρακτήρα εις το έργον αυτού, ο Τοιαύτην ύπερ ολήν, εις ην αναποφεύκτως περιπίπτει πάς ο επιχειρών να δ "ημιουργήση υπεράνθρωπον παιδικήν ή νεανι --
η
ν
--
ν
ν
ν
-
ν
-
-
-
-
α
-
κηνήλικίαν, ευρισκομεν λίαν περιέργως εις τον μύθον του Η
- 16 -
ρακλέους, όσες βρέφος δίμηνον έπνιξε δύο μεγάλους δράκον τας αλλ' ουχ ήττον τοιαύτας ψευδείς διηγήσεις ευρίσκομεν εις τα απόκρυφα ευαγγέλια περί των θαυμάτων του παιδίου "Ιησού. Τα ξένα και ψευδή ταύτα ευαγγέλια, παραβαλλόμενα προς τα ημέτερα τα αληθή και θεόπνευστα, εισί και φαίνονται ώς νόμισμα κίβδηλον απέναντι του αληθούς και γνησίου, ή ώς
άχαρς γελοιογραφία ενώπιον του αμιμήτου υποδείγματος. Η αντίθεσις αύτη μαρτυρεί την αλήθειαν της ευαγγελικής ιστο ρίας, και είναι τοσούτον ισχυρά και αναντίρρητος, ώστε και δι' αυτής οι ορθόδοξοι θεολόγοι επολέμησαν την θεωρίαν τών μύ θων, ήν ιδίως εφεύρεν ή απιστία και ή έπαρσις τού ημετέρου Στράους! Ενώ τα αληθή ευαγγέλια της βασιλείας του Θεού περι γράφουσε τα θαύματα του θεανθρώπου, άτινα έποίησε κατά την περίοδον τής ανδρικής ηλικίας και της δημοσίου αυτού ζωής, τουναντίον τα ψευδή και απόκρυφα διηγούνται τα μάλ λον αλλόκοτα θαύματα, όσα δήθεν ο Σωτήρ ημών εξετέλεσεν έντή παιδική και νεανική αυτού ήλικία. Κατά τας πλαστάς και ψευδείς αυτών μαρτυρίας, τα άφωνα είδωλα, τα άλογα ζώα και τα άψυχα δένδρα κλίνουσι και προσκυνούσιν, εις ση μείον λατρείας, ενώπιον του παιδίου Ιησού, απερχομένου ή έ. πιστρέφοντος εξ Αιγύπτου επί τούτοις παριστώσι τον ήμέ τερον λυτρωτήν, ενήλικία πέντε ετών, ζυμούντα μικρούς βώ λους γής και μεταβάλλοντα αυτούς εις πτηνά, όπως αρέση εις τους ομήλικας αυτού φίλους. Ιδού εφεύρεσης πλήρης ψεύδους και απάτης, ενώ τουναντίον ή Καινή Διαθήκη, δ αληθής και
σωτήριος λόγος του ένανθρωπήσαντος Θεού, χορηγεί εις ημάς εν πάση αληθεια και χάριτι ιστορίαν υπερφυσικήν μεν άναμ φιβόλως, αλλ' όμως πραγματικήν και αναντίρρητον, ήτις το
σούτο μάλλον λάμπει και ακτινοβολεί το γλυκύτατον φώς της θείας αληθείας, όσον παραβάλλεται προς τα ψυχρά μυθολογή ματα,
ή προς τας πεπλανημένας θεωρίας της απιστίας και ολι
γοπιστίας!
– 17 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄, "Η
ανατροφή τού Χριστού,
γένει ή νεανική ηλικία του Χριστού, ώς και ή προπαρα σκευή αυτού προς το δημόσιον υπούργημα της Σωτηρίας του κόσμου, καλύπτονται υπό σεβαστής και μυστηριώδους σιγής γνωρίζομεν μόνον τας εξωτερικάς καταστάσεις και περιστά σεις, ένας άνθρωπίνως ηύξησε και ήλικιώθηό της ημετέρας Έν
πίστεως αρχηγός και τελειωτής αλλ' εν τούτοις ουδόλως δυ νάμεθα να εξηγήσωμεν την θαυμάσιον αυτού ανάπτυξιν, εάν
δεν παραδεχθώμεν εν τη ζωή αυτού στοιχείον θείον και υπερ άνθρωπον.
Ηλικιώθη εν τω μέσω λαού άφανούς και ασήμου, μετά πε ριφρονήσεως πάντοτε μνημονευομένου υπό τών αρχαίων κλα σικών συγγραφέων, και στενάζοντος υπό τον βαρύτατον ζυ
γων ξένου κατακτητού ηυξήνθη έν έπαρχία ευτελεστάτη, έν αγνώστω σχεδόν μέρει της Παλαιστίνης, ένμικρά τινι κώμη, ής ή άσημότης κατέστη παροιμιακή (1), έντώ κόλπω της έν (1) “Ο Ernest Renan εν τώ γλαφυρώ αυτού μυθιστορήμα τι, όπερ ασεβώς έπέγραψε Vie de Jésus, περιγράφων τα φυσικά κάλλη της Ναζαρέτ, προσπαθεί να αποδειξη, ότι εις ταύτα οφείλεται
το ύψος και το μεγαλείον τού Χριστού. Και όμως ή ποιητική αύτη περιγραφή ουδόλως μετριάζει την σμικρότητα και την παροιμιακήν
ασημότητα τής άφανούς ταύτης πόλεως. « Η Ναζαρέτ, λέγει ο φαν τασιοκόπος ούτος βιογράφος του Χριστού, ήν μικρά μεν αλλά
χαριε
στάτη πόλις, θαυμασίως κειμένη επι ώραίας κορυφής τερπνοτάτων ορέων σήμερον κατοικείται υπό τεσσάρων περίπου χιλιάδων ψυχών ή περίχωρος είναι θελκτικωτάτη, και ουδέν άλλο μέρος του κόσμου εί ναι τοσούτον πρόσφορον εις τα όνειρα τής ουρανίου μακαριότητος και μέχρι τής σήμερον ακόμη ή Ναζαρέτ διατηρεί την αρχαίαν ευφρόσυ νον καλλονήν, και είναι ο μόνος τόπος της Παλαιστίνης, ένθα ή ψυχή ανακουφίζεται μικρών απο τού καταθλίβοντος αυτήν φορτίου, οι κάτοι κοι αυτής εισι προσφιλείς και χαρίεντες, οι δε περικείμενοι κήποι αληθώς χαριτόβρυτοι ή ώραιότης των γυναικών, καθ' εκάστην έσπέραν επί το αυτό συνερχομένων, ωραιότης παρατηρηθείσα και κατά τον στ". αιώνα και αναπολούσα το ιερόν κάλλος της Παρθένου Μαρίας, διατηρείται και μέχρι τούδε αναλλοίωτος και εις τοιαύτας πάντοτε μυθιστορικάς πε ριγραφάς ενασμενίζεται ο βέλτιστος “Ρενάν, και παίζει εν ου παικτοίς.
– 18 -
δείας και πενιχρότητος, αφανής τεχνίτης έντώ σμικρώ έρ αστηρίω πτωχού τέκτονος ενταύθα διήλθε τά έτη η; Tς χι και νεανικής αυτού ήλικίας, μακράν πανεπιστημίων και -
ε:
ακαδημιών, μακράν πλουσίων βιβλιοθηκών, σοφών διδασκά λων, και πάσης κοινωνίας λογίου τε και πεπαιδευμένης αντι πάντων δε τούτων ο υιός του ανθρώπου είχε τάς διδακτικάς καλλονές της φύσεως, τα θεσπέσια βιβλία της Παλαιάς Δια θήκης, τας ιεράς τελετάς του Σαββάτου έντή συναγωγή της Ναζαρέτ (Λουκ. 4,6), τας έτησίους έορτάς έντώναώ της Ιε ρουσαλήμ (Λουκ. 2, 48) και την κοινωνίαν του θείου αυτού πνεύματος μετά του ουρανίου αυτού πατρός. Και μήπως ταύ
τα πάντα δεν είναι οι τελειότεροι και χρησιμώτεροι ανατρο φείς της καρδίας και του νοός; Το βιβλίον της φύσεως και της είας αποκαλύψεως εμπεριέχει τας υψηλοτέρας και σοφωτέρας διδασκαλίας, παρά πάντα τα έργα της τέχνης και της επιτή μης. Και όμως αμφότερα τα θαυμάσια ταύτα βιβλία, άτινα οι Ιουδαίοι συγ ρόνως και ανεγνω και πάντες έγινωσκον να 'ναι -- 7ουν και δεν ήδί -Z ν
σκον, δεν ηδύναντο να χορηγησωσι μείζονα ας αν και υπερο
χήν εις τον υιόν της παρθένου, πτωχότερον υπάρχοντα των
γειτόνων αυτού και ασημότερον των συμπολιτών του »
--
-
-
Εντεύθεν ή του Ναθαναήλεόλογος απορία και ερώτησις: εκ ν
»
ν
-
-
-
-
Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθών είναι; (Ιωάν. β. 47) εντεύθεν -
ν
-
--
--
--
ή των Ιουδαίων φυσική έκπληξις, οίτινες καλώς έγινωσκον την
οικογενειακήν κατάστασιν και όλας τας ανθρωπίνους σχέσεις του Χριστού και εθαύμαζαν οι Ιουδαίοι, λέγοντες, πώς -
ν
--
(Ιωάν. ούτος γράμματα οίδε, μη-- μεμαθηκώς; ίδ ζ. 15) Και ,-
ν
ν
--
-
-
-
- Νιν
έν άλλη περιπτώσει, όταν έλθών εις την πατρίδα αυτού έδι
ασκεν αυτούς έν τη συναγωγή αυτών, οι πάντες εξεπλήσ σοντο λέγοντες, πόθεν τούτω ή σοφία αύτη και αι δυνάμεις;
ούχ ούτός έστινό του τέκτονος υιός; ουγιή μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ, και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιω σής και Σίμων και Ιούδας και αι άδελφαί αυτού ουχί »
-
-
-
(Ματθ. πάσα προς ημάς εισι; πόθεν ούν τούτω πάντα ταύτα; - 3 ν
ν
-
-
-
-
ν
ν
ιγ.54). (1) Τα ζητήματα ταυτά εισι λογικά και αναπόφευ (4) - Oύχ αυτός έστιν ο τέκτων, ο υιός Μαρίας: πόθεν τούτω ταυ τα; και τις ή Σοφία ή δοθείσα αυτό, ότι και δυνάμεις τοιαύται διά
των χειρών αυτού γίνονται; » (Μάρκ. στ' 5) εντεύθεν φαίνεται, ότι και ο Χριστός εξήσκει το επάγγελμα του Ιωσήφ ή αρχαία παράδοσις
– 10 –
κτα, και ουδείς ουδέν δύναται να απαντήση, εάν θεωρη έντώ Χρισώ άπλούν μόνον άνθρωπον, διότι έκαστον αποτέλεσμα και γεγονός έχει πάντοτε αιτίαν ανάλογον Ας μη επη τις, όπως λύση το δυσχερές τούτο πρόβλημα, ό
τι πολλοί έξοχοι άνδρες, και ίσως οι περισσότεροι των λειτουρ γων της Εκκλησίας, υψώθησαν και διεκρίθησαν διά της ατο μικής αυτών αξίας και επιμονής, θριαμβεύσαντες έντή σκληρά πάλη κατά της πτωχείας και των μυρίων προσκομμάτων, βε βαίως αναγνωρίζομεν ταύτα πάντα, αλλ' όμως είναι εύκολον να αποδείξωμεν, ότι οι θαυμάσιοι ούτοι άνδρες κυρίως οφεί λουσι την έξοχον αυτών ανάπτυξιν και το πνευματικών και ηθικών αυτών μεγαλείον εις τας σχολας και εις τα βιβλία, εις τους προστάτας και εις τους φίλους, καθώς και εις πολλάς
άλλας ευμενείς περιστάσεις, πάντοτε εύρισκομεν εν αυτοίς άν θρώπινον και φυσικήν αιτίαν, ή αλληλουχίαν γεγονότων, ό πως εξηγήσωμεν το τελικών αποτέλεσμα. Ο Λούθηρος, παραδείγματος χάριν, ήν υιος πτωχοτάτων ονέων, και διήλθεν εν κόπω και μόχθω τα έτη της νεότητας ε τούτοις έμαθήτευσεν εις τάς σχολής του Mansfeld, του Magdeburg, του Eisenach, και έφοίτησεν εις το πανεπι στήμιον του Erfurth εμορφώθη υπό της αυστηράς και άσκη τικής πειθαρχίας του μοναστηρίου, διετέλεσε περιστοιχούμε νος υπό καθηγητών, φοιτητών και βιβλιοθηκών, και ούτως ει πείν, άνευ σκοπού και προμελέτης, αλλά μάλλον τυχαίως και
εναντίον της ιδίας θελήσεως εφάνη ο μέγας αναμορφωτής της παπικής και ρωμαϊκής αθλιότητος, αναγκασθείς εις τούτο υπό εκτάκτων συμβεβηκότων και υπό της ακαθέκτου φθοράς του χρόνου και των πραγμάτων,
Θεωρούσε συνήθως τον Shakespeare ώς το μάλλον θαυμα και τα έθιμα τών “Ραββίνων βεβαιούσι τούτο δ μέγας άπόστολος των
έθνών ήν σκηνοποιός την τέχνην (Πράξ. ιη'. 5). Το επάγγελμα του τέκτονος ουδόλως ήν ταπεινόν εθεωρείτο μάλιστα ώς έντιμον και ώ
φίλιμον ή ερώτησις τών Ναζαρινών, ουχ ούτός έ σ τ ι ν ό του τέκτονος υιός; εκφράζει μάλλον έκπληξιν και θαυμασμών ή πε ριφρόνησιν ηρνούντο ότι ο Ιησούς υπερείχεν αυτούς κοινωνικώς, και διά τούτο, ειδότες την καταγωγήν αυτού και την συγγένειαν, δεν ήδύναντα να εννοήσωσι, πόθεν προήρχετο ή καταπληκτική αυτού υπεροχή, και τα θαυμάσια έργα, άτινα πανσθενώς εξιτέλει, 2*
- 20 –
στον παράδειγμα ανθρώπου αυτοδιδάκτου, όστις άνευ ουδε μιάς διδασκαλίας των σχολών έγένετο δ μέγιστος των δρα ματικών ποιητών, αλλά θα ήτο πάντη μωρών και παράλογον να παραδεχθώμεν, ότι ο υιός χωρικού έκWarwick, άμοιρος πάσης μαθήσεως και παιδεύσεως, δι' ενός μόνου ένθουσιώδους
πηδήματος εύρέθη εις την ύψιστην κορυφήν της ποιήσεως και της φιλολογίας, γνώμην, ήτις προ πολλού άνεσκευάσθη υπό των αρμοδίων ιστορικών, είναι βεβαιότατον ότι ο περιώνυμος ποιητής διέτριψε πολλά έτη εις την σχολήν του Stratford επί του Avon, ένθα έσπούδασεν « όλίγα λατινικά και ολίγα ελληνικά », άτινα, καίτοι μικρού λόγου άξια φαίνονται εις τον σοφών Ben Jonson, άλλ' όμως ήσαν ικανά όπως δώσωσιν εις αυτών τάς γενικάς γνώσεις της ελληνικής και ρωμαϊκής άρ χαιότητος, Επομένως, όσον ατελής και άν ήτο ή κλασική αυ του ανατροφή, ευκόλως ήδύνατο ν' αναπληρώση ταύτην διά των κατ’ ιδίαν σπουδαίων μελετών, και διά της βαθείας και εσκεμμένης παρατηρήσεως των ανθρώπων και των πραγμά τών. Εις τα δράματα αυτού ευρίσκομεν τάς ακριβεστέρας και ευρυτέρας γνώσεις της ανθρωπίνης φύσεως, υφ’ όλους αυτής τους τύπους και χαρακτήρας, καίτοι εις τινα εξ αυτών, ώς έν τώ Περικλεί και έντώ ένυπνίω εαρινής νυκτός, παρατη
ρούνται μικραίτινες χρονολογικα, γεωγραφικα και ιστορικα πλάνα. Βαθέως έμελέτησε και έσπούδασε τον Βορράν και την Μεσημβρίαν, τον ιέ. αιώνα και την εποχήν του Καίσαρος, υπό
την επιρροήν του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και του εθνι σμού κατέχει γνώσεις πλουσίας τε και ποικίλας, άς αναντιβ ήτως απέκτησε διά κόπου ενδελεχούς και επιμελούς φιλο μαθείας, Αλλως τε έζησεν εν Λονδίνω ώς κωμωδός, διευθυν
της του θεάτρου, συγγραφεύς εν τη κλασική εποχή της Ελι σάβετ, μεταξύ των σοφωτέρων και ευφυεστέρων ανδρών, κατά τάς τελευταίας φάσεις της θαυμασίου λαμπρότητος, ήν το άγ
γλικών πνεύμα επεδείξατο από της εισαγωγής του χριστιανι, σμού,
Αλλ' ουδείς δύναται να δώση φυσικήν τινα εξήγησιν περί
του θαυμαστού προσώπου του Ιησού Χριστού. Είναι λογικώς και ηθικώς αδύνατον να παραβάλλωμεν τον Χριστόν προς άν θρώπους μορφωθέντας έντας σχολαΐς, ή προς ανθρώπους, οί τινες αυτοί μόνο έμόρφωσαν και ανέπτυξαν εαυτούς διά των
- 21 –
μέσων της λογίου ανατροφής, της αναγνώσεως σπουδαίων συγγραφών, της έμβριθούς μελέτης των ανθρώπων και των πραγμάτων και της δραστηρίου εκμεταλλεύσεως της φυσικής αυτών ικανότητος, οίοι, λόγου χάριν, ο Σακεσπηρος, Ιάκωβος Boehne και Βενιαμίν Φραγκλίνος. Αι παρά των απίστων κα ταβληθείσα προσπάθεια, όπως σχετίσωσι τον Χριστών μετά της σοφίας των Αιγυπτίων, μετά της θεοσοφίας των Εσσαίων, τη μετ' άλλης τινος πηγής άνθρωπίνης γνώσεως και παιδείας, φαίνονται λίαν παράλογο, να μη είπωμεν άλλο τι. Ο Ιησούς διδάσκων την θείαν και ουράνιον επιστήμην εν μόνον βιβλίον αναφέρει, την Ιεράν Γραφήν της Παλαιάς Διαθήκης ουδέποτε έχρήσατο ή έμνημόνευσε της ιστορίας, της ποιήσεως, της βη τορικής, των μαθηματικών, της αστρονομίας, των ξένων γλωσ σών ή άλλου τινός κλάδου της άνθρωπίνης γνώσεως και σοφί
ας. Περιωρίσθη αυστηρώς εν μόνη τη θρησκεία, αλλ’ εκ του κέντρου τούτου διαχέει το λαρών φώς της άγιας δόξης και της θεοπρεπούς δυνάμεως επί πάντα τον κόσμον του ανθρώ που και επί πασαν την φύσιν! Πάντη απαράμιλλος και διά φορος όλων των εξόχων ανδρών της ιστορίας, ώς και των προ φητών και των αποστόλων, φαίνεται όλως πρωτότυπος και απολύτως ανεξάρτητος διδάσκει τον κόσμον χωρίς να μάθη τι έκ του κόσμου, και επομένως χωρίς να οφείλη τι εις τον κό, σμον όμιλεί γλώσσαν Θεού και αποδεικνύει ότι ουχί μόνον γνωρίζει και λέγει την αλήθειαν, αλλ' ότι αυτός είναι η αλή
θεια ομιλεί και διδάσκει ώς εξουσίαν έγων, και ουχί ώς οι
γραμματείς, απαιτεί δε απόλυτον υποταγήν, προς ήν δύναται τις να δυστροπήση, ουχί όμως και ν’ αποδείξη αδιαφορίαν η περιφρόνησιν. Ο χαρακτηρ και ο βίος του Χριστού παρουσιά ζονται και θριαμβεύουσι κατά τοιούτων περιστάσεων, καθ’ ών ουδεμία ανθρώπινος και επίγειος δύναμις θα ήταν ικανή ν’ αν τίπαλαση, όθεν αναγκαίως συνάγεται ότι ο Χριστός ενήργησε και ενεργεί διά θείας δυνάμεως.
Την θεότητα του Χριστού αναγνωρίζοντες, ευκόλως δυνά, μεθα να δωμεν ότι διά της ταπεινώσεως αυτού ύψωσε την εκ γενετής άφανή και πτωχήν κατάστασιν των ανθρώπων, έτίμη σε την εργασίαν των χειρών και τας ταπεινάς τάξεις της κοι νωνίας, και ούτως ανεβίβασεν αυτά εις το ύψος της αξίας και
της άγιότητος, όπερ ουδείς πρότερον ούτε καν εφαντάσθη. Ο
– 22 -
θεάνθρωπος κατήργησε διά παντός τον άδικον και ψευδή εκεί νον κανόνα, όστις κρίνει και εκτιμά την αξίαν τού ανθρώπου και των πραγμάτων έκ της εξωτερικής αυτών επιφανείας, και
διεχώρισε τα διακεκριμένα ταύτα πράγματα, έξοχος τάξις κοινωνική και ηθικόν μεγαλείο, ευτέλεια ηθική και πενι χρόν, επάγγελμα,
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
Ο δημόσιος βίος τού Χριστού, Ο Χριστός άρχεται της κοσμοσωτηρίου αυτού αποστολής έν ηλικία τριάκοντα ετών, αφού προηγουμένως ανεγνωρίσθη ώς ο προσδοκώμενος Μεσσίας διά του βαπτίσματος του προ φήτου και προδρόμου Ιωάννου, του αντιπροσωπεύοντος την παλαιάν Διαθήκην, και αφού έπεράσθη εν τη ερήμω, ώς ο πρώτος Αδάμ έντώ παραδείσω. Ο δημόσιος αυτού βίος διήρκεσε μόνον έτη τρία πριν φθά ση την ώριμον άνδρικήν ήλικίαν, απέθανεν αυτεξουσίως έν πάσητή ανθηρά ακμή του ανθρώπου, χωρίς να γνωρίση τάς ασθενείας του γήρατος, καθώς έπρεπεν εις τον κύριον της ζωής
και τον λυτρωτήν του ανθρωπίνου γένους, διετήρησε πάντοτε την λαμπρότητα της νεότητος, και ουκ έγνω τι σημαίνει γη ράσκειν. Το θείον αυτού πρόσωπο, τα θαυμάσια αυτού έργα,
έκαστος λόγος δν επεν, έκάστη πράξςην εξετέλεσε, φέρουσε την ιεράν σφραγίδα της θείας λάμψεως, της ουρανίου δυνάμε ως και, εν ένι λόγω, της αγήρωνεότητος, και θα φέρωσι ταύτην ανεξίτηλον εις πάντας τους αιώνας. Επί της γης τα πάντα έρ
χονται και παρέρχονται μετά του χρόνου. Τα βιβλία, τα υπό των ανθρώπων γεγραμμένα, χάνουσι το θέλγητρον και την ά ξαν αυτών μετά συνεχή ανάγνωσιν μόνον το Ευαγγέλιον του Χριστού ουδέποτε απαυδα ή βαρύνει τον αναγνώστην εξέ ναντίας, όσον τις το αναγνώσκει, τοσούτον το ευρίσκει προσ
φιλέστερον και γλυκύτερον, το δε βάθος αυτού και το ύψος τοσούτω μάλλον αυξάνουσιν, όσο επιμελέστερον προσπαθεί
τις να το καταμετρήση, ο Ναπολέων εις την νήσον της Αγί
– 23 –
ας Ελένης είπε, δεικνύων το Ευαγγέλιον κείμενον επί της τρα πέζης αυτού, « ουδέποτε αποκάμνω αναγινώσκων την θεό
πνευστον ταύτην βίβλον, καθ' εκάστην ημέραν την αναγνώ σκω μετά νέας χαράς και προθυμίας το Ευαγγέλιον δεν είναι ώς τα συνήθη βιβλία του κόσμου, αυτό μόνον είναι ζώσα δύ ναμις, ήτις καταδαμάζει πάν ό,τι ανθίσταται εις αυτήν ή ψυχή ενθουσιά έν τη ευαγγελική αναγνώσει, και δεν ανήκει πλέον ούτε εις έαυτήν, ούτε εις τον κόσμον, αλλ' εις μόνον τον Θεόν ». Πόσον ώραία μαρτυρία περί της θεότητος του
Χριστού! "ο Χριστός, πάντα διάφορος των άλλων ανθρώπων κατά την διάρκειαν της επιγείου ζωής, συντή ακμή, τη ενεργεία και τη δημιουργώ δυνάμει της νεότητος συνήπτε την σοφίαν, την μετριότητα και την πεφωτισμένην πείραν της πρεσβύτιδος ή λικίας τα τρία έτη του ουρανίου αυτού υπουργήματος, και ύ
πιο ιστορικήν έποψιν μόνον εξεταζόμενα, εισί θαυμαστότερα και πλουσιώτερα παρ’ όσον άπας ο βίος των επιφανεστέρων ανθρώπων συμπάσης της ανθρωπότητος. Τα τρία ταύτα παν θαύμαστα έτη εμπεριέχουσι πασαν την σοφίαν τού θείου θε λήματος και τον υψηλών προορισμών του ανθρωπίνου γένους!
αυτά είναι ο ώριμος και γλυκύς καρπος και ο άρτος ο ζών, ο τρέφων την ανθρωπότητα, το χαρμόσυνον πλήρωμα των ελπί δων και των πόθων των Ιουδαίων και των εθνικών, και το σω τήριον ζώπυρον των επερχομένων γενεών ή τριετής αύτη δη
μόσιος ζωή του Χριστού εμπεριλαμβάνει τα ελατήρια των υ ψηλοτέρων και άγιωτέρων ιδεών και των ευγενεστέρων πρά ξεων μέχρι συντελείας του κόσμου αυτή είναι το τέρμα του παρελθόντος, το κέντρον του ένεσώτος και το αφ' ού σημείον
του μέλλοντος! αξιοθαύμαστος ή αντίθε σις μεταξύ τής βραχυχρονίου διαρκείας και της απείρου απο τελεσματικότητος του δημοσίου υπουργήματος του Χριστού! εις νέος άνθρωπος, ο Σωτήρ του κόσμου! Η διάνοια και ο χαρακτηρ των ανθρώπων έχει ανάγκην μας ή πόσον είναι καταπληκτική και
κόσμον λαμπράν και συνεχή έντύπωσιν. Βεβαίως γινώσκομεν και τις εξαιρέσεις του κανόνος τούτου, ο Μέγας Αλέξανδρος, ν
τ
ό
τ Ελ ΕΟ τ2.ή ΟΥν
Χ.ζ, ι
λ 2.μ. πρ ό τΕΕ Ογ άΥ θΟ ς
τ
ή ς αρ χαιας έλλιήνιλ.ής
– 24 -
εθνικότητος, απέθανε νέος, ενήλικία τριάκοντα και τριών ετών,
άλλ’ είχεν ήδη κατακτήσει την Ανατολήν μέχρι τών οχθών του Ινδού ποταμού. Και όμως τις ήθελε συλλάβει κατά νουν να συγκρίνη τον φιλόδοξον κατακτητήν, θύμα επί τέλους γενόμενον διαβεβλημένων παθών, προς τον άχραντον φίλοντών άμαρτωλών; ή τις τολμά νά θέση εν παραλλήλω τάς αίματο σταγείς νίκας του νέου βασιλέως, άς ομολογουμένως έπέρανεν άτιμος ήττα εν μέσω της μέθης τών ήδονών, και τους ιερούς θριάμβους τού Χριστού, οίτινες όσημέραι καθίστανται ένδο
ξότεροι; Τις δύναται να αντιπαραβάλη αφ' ενός μεν μέγα κράτος στρατιωτικών, όπερ συνετρίβη άμα ενεφανίσθη, και αφ' έτέρου, την πνευματικήν βασιλείαν της αληθείας και της αγά
πης, ήτις διήρκεσε μέχρι της σήμερον και διαρκέσει εις τους αιώνας; 'Αλλως τε δεν πρέπει να λησμονήσωμεν, ότι ή αληθής
σημασία και ή αξία των κατακτήσεων του μεγάλου βασιλέως
υπήρξαν ολοσχερώς ανεξάρτητοι της φιλοδοξίας και του δια γράμματος της διανοίας αυτού, καθότι αύται προπαρεσκεύα σαν θεοβουλήτως την οδόν της άγιας θρησκείας τού Χριστού,
μετέφερον εις την βάρβαρον Ασίαν την αθάνατον γλώσσαν και τον πολιτισμών των Ελλήνων, και ήνωσαν την Ανατολήν και την Ευρώπην. Ο Ναπολέων συνδιαλεγόμενος μετά τού
τρατηγού Βerdrand, εις την Αγίαν Ελένη, ποιεί την εξαίρε τον ταύτην παρατήρησιν «Ενθουσιώσιν εις τάς διηγήσεις των Αλεξάνδρου και όμως, ιδού θαυμάσιος κα
κατακτήσεων τού
τακτητής, όστις οικειοποιείται και κατακτά ουχί μόνον πολ
λά έθνη, αλλ’ άπαν το ανθρώπινον γένος ήλικον θαύμα!ή ανθρώπινος ψυχή μεθ' όλων αυτής των δυνάμεων γίνεται μέ ρος συμφυές και ουσιώδες της υπάρξεως του Ιησού Χριστού!» – Η ζωή και ή επιρροή του Χριστού έχουσιν αξίαν ιστορι κήν και καθολικήν, κατ’ έννοιαν απόλυτον, καθόσον πάσα ή
αρχαιότης είναι ή τούτων προπαρασκευή, ο δε μέσος αιών και δ νεώτερος κόσμος, ή ανάπτυξις και η εφαρμογή εντεύθεν ύ περβαίνουσιν ασυγκρίτως την ζωήν και την επιρροήν πάντων των ανθρώπων, οιοδήποτε και αν ώσιν
Αλλ' υπάρχει προσέτι μεταξύ του Χριστού και των Ηρώων της Ιστορίας ουσιωδεστάτη διαφορά, ήν οφείλομεν να μη δι
έλθωμεν ένσιγή. Είναι λίαν φυσικών να υποθέση της, ότι πρός ωποντοσούτον έκτακτον, όπερ εξέφρασε τάς μάλλον έκπλη
- 25 -
κτικάς αξιώσεις, και εξετέλεσε τα μάλλον θαυμάσια έργα,
περιεστοιχετο υπό εξαιρετικών περιστάσεων, και ήθέλησε να
διακριθή εκ των επιλοίπων ανθρώπων διά της λάμψεως και του μεγαλείου της υψηλής αυτού θέσεως ή ότι υπήρχε θαυ μαστόντι και εξαίσιον γνώρισμα εις το θείον αυτού βλέμμα, εις την συμπεριφοράν, εις την ενδυμασίαν, εις τους τρόπους τού όμιλείν και του ζήν, καθώς και εις την αναστροφήν των μαθητών αυτού και αποστόλων.
Και όμως ουδέν τούτων εγένετο. Το μεγαλείον του Χρι στού είναι το μοναδικών παράδειγμα μεγαλείου άνευ φιλο
δοξίας και άνευ επιδείξεως αντί να απομακρύνη τον παρατη ρούντα και θαυμάζοντα, τουταντίον, προσκαλεί αυτόν να πλησιάση μετά θάβους, αγάπης και έμπιστοσύνης, "Ο δημόσιος βίος του Σωτήρος ημών δεν εκτυλίσσεται επί της επιδει
κτικής οδού της φιλοδοξίας και του έγκοσμίου Ηρωισμού,
άλλ’ έντώ σεμνώ και μετριόφρονικύκλωτών καθημερινών έργων, και τών άπλών και ιερών σχέσεων του υιού, του αδελ φού, του πολίτου, του διδασκάλου και του φίλου. Δεν διεσώ θη μέχρις ήμών ουδέν αξιόπιστον απεικόνισμα της θείας αύ τού μορφής, της πλήρους χάριτος και αληθείας τα βλέμματα
τών ευαγγελιστών διευθύνοντο προ πάντων προς την ουράνι ονώραιότητα του πνεύματος αυτού ή δε δύναμις των λόγων και των έργων αυτού υπεχρέωσεν αυτούς να αμελήσωσι το έ ξωτερικών του θεανδρικού προσώπου. Δεν είχεν ούτε στρατούς να διοικήση, ούτε βασίλειον να κυβερνήση, ούτε υπουργήματα υψηλά να χορηγήση, ούτε εύνοιας και αξιώματα, ούτε αμοι βάς έγκοσμίους να διανείμη άνθρωπος άφανής, άνευ ισχυρών φίλων και προστατών ούτε εις το Συνέδριον ούτε εις την αυ
λην του βασιλέως Ηρώδου, και ουδέποτε θηρεύσας τάς σχέ σεις των πνευματικών και πολιτικών αρχόντων του Ισραήλ, ούς εξέπληξε δωδεκαετής διά των ερωτήσεων και αποκρίσε
ων αυτού, εκλέγει μαθητές μεταξύ των αγραμμάτων άλιέων ουδεμίαν άλλην αμοιβήν έν τώ κόσμω τούτω υπόσχεται, ειμή μέρος τού πικρού ποτη, της Γαλιλαίας, εις τους οποίους
ρίου των άγιων αυτού παθών. έτρωγε μετά τών τελωνών και άμαρτωλών και συνανεστρέφετο τον λαόν άνευ ηθικής κατα
πτώσεως ήν τοσούτον πτωχός, ώστε ουκ είχε πού την κεφα λήν κλίναι τα προς το ζην, λίαν πενιχρά και ολιγαρκή, έ
- 26 -
πορίζετο εκ της έκουσίου προσφοράς ευσεβών γυναικών, το βαλάντιον αυτού έβάσταζενό κλέπτης και προδότης μα θητής. Ουδέποτε έσπούδασεν ούτε επιστήμας ούτε ώραϊας τέ
δε
χνας ούτε ρητορικήν, και εστερείτο απολύτως πάντων των μέ
σων της δυνάμεως, δι’ ών οι μεγάλοι άνδρες εφελκύουσι την προσοχήν και διεγείρουσι τον θαυμασμών του κόσμου. Οι Ελ ληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς ουδέν έγινωσκον περί της ύ, πάρξεως αυτού, μόλις μετά τον επονείδιστον αυτού θάνατον
επί του σταυρού, και μετά το αποτέλεσμα της διδασκαλίας και τον αείποτε αυξανόμενον πληθυσμών των χριστιανών, μό λις ήρξαντο να μνημονεύωσιν αυτού περιφρονητικώς και να μάχωνται έμμανώς κατά της Σωτηρίου αυτού πίστεως. Και όμως ο "Ιησούς ούτος ο από Ναζαρέτ άνευ όπλων και άνευ στρατών κατέκτησε περισσότερα εκατομμύρια ανθρώπων,
ή ο Αλέξανδρος και ο Καίσαρ, ο Μωάμεθ και ο Ναπολέων άνευ επιστημονικών γνώσεων και άνευ πολυμαθείας εξέχεενέ πί των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων περισσότερον και φαιδρότερον φώς, παρ' όσον πάντες ώμού οι τού κόσμου σοφοί και φιλόσοφοι, άνευ της ευγλωττίας των σχολών εδίδαξε βή ματα ζωής αιωνίου, οια ουδείς των ανθρώπων ούτε προ
αυτού ούτε μετ' αυτόν πλέον ελάλησε, και των οποίων το αποτέλεσμα υπερέβη πασαν την δύναμιν των σοφών, των ποι ητών και ρητόρων χωρίς να γράψη ούτε μίαν μόνην γραμ μήν, έθετο εις κίνησινμυρίους καλάμους, και έδωκε
περισσο
τέρας υποθέσεις και αφορμάς εις λόγους, εις πραγματείας, εις συγγράμματα σοφά, εις έργα της τέχνης, εις άσματα θεοπρε πή και εναρμόνια, ή σύμπαν το πλήθος των μεγάλων ανδρών, των αρχαίων και νεωτέρων χρόνων. Γεννηθείς εν φάτνη και σταυρωθείς ως κακούργος, προϊσταται της τύχης του πεπολι τισμένου κόσμου και βασιλεύει ήδη εντός κράτους πνευματι
κού, όπερ εμπεριλαμβάνει το τρίτον μέρος των κατοίκων της γης, μεχρισού βασιλεύσει επί πάντων των εθνών της οικου μένης, άπερ βεβαίως εν καιρώ τω προσήκοντι ακούσουσι της φωνής αυτού και γεννήσεται μία ποίμνη, είς ποιμήν, κατά
την θείαν αυτού πρόβδησιν. Ουδέποτε εφάνη άλλη ζωή ανθρώ πινος, τοσούτον γυμνή αξιώσεων, τοσούτον μετριόφρων και ταπεινή εξωτερικώς, αλλ' ήτις επροξένησεν εκτάκτους συν επείας δι' όλους τους χρόνους, διά πάντας τους λαούς, και διά
πάσας τας τάξεις των ανθρώπων. Η Ιστορία δεν παρέχει ού δεν άλλο παράδειγμα επιτυχίας τοσούτον πλήρους και θαυ μαστής, γενομένης εν παντελεί ελλείψει και απουσία όλων έ κείνων των μέσων, υλικών, κοινωνικών, φιλολογικών και καλ
λιτεχνικών, άτινά εισιν αναπόφευκτα εις τον άνθρωπον, όπως έπιτύχη ένδοξον και μέγαν σκοπόν τούτων ούν ούτως έ χόντων, το πρόσωπον τού Χριστού παρουσιάζεται μοναδι κόν και παράδοξον έντώ μέσω των Ηρώων τής Ιστορίας αί νιγμα όντως ακατανόητον, εάν δεν θέλη της να αναγνωρίση έν αυτώ πλείον ανθρώπου, τον Μονογενή υιόν του Θεού,
Προσπαθήσωμεν ήδη να διαγράψωμεν τον ηθικών και θρη σκευτικών χαρακτήρα του ημετέρου Aυτρωτού, καθώς εύρι σκομεν αυτόν εις τάς ευαγγελικάς διηγήσεις τής δημοσίου αυτού ζωής, και επομένως εξετάσωμεν την μαρτυρίαν, ήν παρέχει περί εαυτού ο Θεάνθρωπος, και ήτις χορηγεί ήμίν την μόνην και λογικήν λύσιν του μεγάλου και μυστηριώδους τούτου προβλήματος,
ΚΕΦΑΛΑΙΟN Δ. "Η
αναμαρτησία του Χριστού,
-
Η παντέλειος άγιωσύνη και ή άσπιλος ζωή εν τώ κόλπω τού ημετέρου κόσμου, πεπληρωμένου άμαρτημάτων και βύ πων, εισί τά μάλλον καταπληκτικά φαινόμενα, άπερ παρα τηρεί κατά πρώτον ό μελετών τον βίον τού Σωτήρος της άν θρωπότητος. Αυτός μόνος διετήρησε την άκηλίδωτον άγνό δι δ δ τητα του παιδός, δελθών την νεανικήν και άν ρικηνήλικίαν ν
ν
-
Σ
ν
»
ν
P
-
ή περιστερά και ο αμνός εισιτα ζώντα αυτού σύμβολα! Αναμφιβόλως επεράσθη, ώς ήμες, καθο και τέλειος άν *
ν
-
Ν.
-
-
θρωπος, αλλ' όμως ουδέποτε υπέκυψεν εις τον πειρασμόν. Εί " - Να , , Σ. " ναι αδύνατον ν ανακαλύψη τις εις τον ήθικών αυτού χαρακτη ν
η
--
ρα ούτε καν σκιάν παραπτώματος « ώς έχρισε αυτόν ο Θεός πνεύματι αγίω και δυνάμει,ν δς διήλθεν ευεργετών Υ ν
Σ
ε
--
και ιώμενος πάντας τούς καταδυναστευομένους υπό του -
γ
-
-
διαβόλου, ότι ό Θεός ήν μετ' αυτού » (Πράξ. ί,38). Πάν
– 28 -
τοτε και πανταχού ευρίσκομεν εν αυτώ ύψος και μεγαλείον ύ περάνω των πραγμάτων, τών δοξασιών και των ατελειών του κόσμου τούτου, ένταυτώ δε και απόλυτον ολιγωρίαν παντός πλούτου και πομπής, πάσης ματαίας δόξης και κοσμικής α
πολαύσεως. Ουδείς δύναται να προσάψη τώ ημετέρω λυτρω τή, ούτε καν κατά διάνοιαν, οιονδήποτε ελάττωμα ονομαζό μενονέν τους ανθρώπους, Η μάλλον επιδέξιος και λεπτολόγος κακία επί ματαίω ήθελε ζητήσει το σμικρότατον ίχνος του εγωισμού εις τα ελατήρια των πράξεων αυτού ή μέμψις όπι σθοδρομεί αιδήμων ενώπιον της ουρανίου αυτού άγιότητος το
ψεύδος αναγκάζεται να αφήση άχραντον εκείνον, όστις είναι αυτή ή αλήθεια, ή σεσαρκωμένη θεία αλήθεια. Η άναμάρτη
τος αυτού δικαιοσύνη υποχρεοι ήμας να λησμονήσωμεν την άδικίαν, και μόνον άπλώς ή ιδέα της ιδιοτελείας εκλείπει έ
νώπιον της αγαθότητος και της προς τον πλησίον αγάπης αύ, τού, ενώ ή της φιλαυτίας εξαφανίζεται ενώπιον της θείας σο
φίας και της ολοσχερούς αυτού αυταπαρνήσεως,
κατά την ευαγγελικήν διήγησιν εισελθών εις το ερών του αγοράζοντας έν τώ ιερώ, και τάς τραπέζας των κολλυβιστών κατέτρεψε, και τάς καθέδρας των πωλούντων τάς περιστεράς, και λέγει αυτούς έγραπται, ό οικός μου οίκος προσευχής κληθήσεται, υμείς ε: αυτον εποιήσατε σπήλαιον ληστών (Ματθ. κά, 12) Αλ λά μήπως ή πράξις αύτη αντίκειται προς την δογματικήν ά
Θεού εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και
λήθειαν, ότι ο Χριστός ήν παντη απηλλαγμένος των διαβε
βλημένων παθών, μη γένοιτο το γεγονός τούτο, ουδόλως φέρον τον χαρακτήρα κινήσεως εμπαθούς, βεβαίως υπάρχει πράξις δικαστική αναμορφωτού της θρησκείας, όστις ύπο ζή λου δικαίου και άγιου ορμώμενος, υπερασπίζεται την θείαν δόξαν του παντοκράτορος. Η πράξις αύτη, ήκιστα ούσα άδυ ναμία έμ παθής, απέδειξε την αξίαν και το μεγαλείον τού Σω τήρος και επέβαλε σιγήν επί τούς βεβηλούντας των ναών, ού
τινες, καίτοι πολυάριθμοι και υπερέχοντες φυσικώς, ηναγκά σθησαν όμως να υπομείνωσιν αγογγύστως την πρέπουσαν ποι
νην, καταληφθέντες υπό θάμβους ιερού ενώπιον της υπεραν θρώπου δυνάμεως του υιού του Θεού. Το αυτό ρητέον και περί της ακάρπου συκής, ην κατηράσθη ο Σωτήρ ή κατάρα αύτη είναι αναντιρρήτως πράξις συμβολική, παριστώσα την
– 29 –
άκαρπίαν της συναγωγής και την φοβεράν καταδίκην τούα
μετανοήτου Ιουδαϊσμού εν τη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, Εμείς κάλλιστα έννοούμεν τάς δύο ταύτας πράξεις του Θεαν θρώπου, πιστεύοντες και ομολογούντες, ότι αυτός είναι ο κύρι ος του ιερού και της φύσεως, Αλλ' επί πάσι τούτοις, ή απόλυτος άγιότης και αναμαρ
τησία του Χριστού ου μόνον αποδεικνύεται αρνητικώς εκ της απουσίας πάσης ελλείψεως εις τε τους λόγους και εις τάς πράξεις αυτού, αλλά και δηλούται θετικώς εκ της όμοθύμου μαρτυρίας Ιωάννου του Βαπτιστού και των Αποστόλων, οίτι νες προσπίπτουσι μετά σεβασμού απεριορίστου ενώπιον του μεγαλείου του θείου αυτού χαρακτήρος και κηρύττουσιν αυτών «δίκαιον, άγιον, αναμάρτητον. « "Υμείς δε τόν άγιον και δικαιον ήρνήσασθε, και ήτήσασθε άνδρα φονέα η αρισθήναι
ύμν" τόν δε αρχηγόν της ζωής άπεκτείνατε, δν ό Θεός ή γείρεν εκ νεκρών, ού ήμες μάρτυρές εσμεν » (Πράξ. γ΄, 14), έλεγεν ο θείος απόστολος Πέτρος δημηγορών προς τον λαών του Ισραήλ. «Εν φόβωτόν της παροικίας ύμών χρόνον αναστράφητε ειδότες ότι ούφθαρτους, άργυρίω ή χρυσίρ, έλυτρώθητε εκ της ματαίας ύμών αναστροφής πατροπαρα δότου, αλλά τιμίω αίματι ώς άμνού άμώμου και άσπίλου Χριστού» (6,22). Και άλλαχού « εις τούτο γαρ εκλήθη τε, ότι και Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, υμίν ύπο.λιμπάνων
υπογραμμών, να επακολουθήσητε τους έγνεσιν αυτού δε αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδε ευρέθη δήίος εν τω στόματι αυτού » (γ, 18) όρ. β. κορ, έ, 21. ά. Ιωάν β, 26 γ, 5, 7. Εβρ.δ, 15.ζ, 26 (1). Αυτό τούτο ομολογούσε και οι εχ (1) “Οταν τις παρατηρήση την απαράμιλλον υπεροχήν της φιλα ληθείας και ηθική των ιερών Αποστόλων απέναντι τής των αρχαίων
Ελλήνων, είναι αληθώς παράλογον να επιχειρήση, όπως εξασθενίση την δύναμιν της δυοφώνου ταύτης αποστολική μαρτυρίας, προβάλλων την περί του Σ.τά ου κρίσιν του Ξενοφώντος, ο έπραξεν ο Strauss, « Χριστιανική Δογματική » τόμ β', σελ. 192, και ο Hase, ο Ιβιος
του Ιησού. σελ. 6 « Ουδείς, λέγει ο Ξενοφών, ουδείς πώποτε Σω κράτους ουδέν ασεβές ουδε ανόσιον ούτε πράττοντος είδεν, ούτε λέγον τος ήκουσεν - Απομν Α΄. 2 Και όμως ενταύθα ουδέν άλλο κατα φαίνεται, ειμή αρνητική κρίσις επί της εξωτερικής διαγωγή του Σω κράτους και ουδόλως επί της εσωτερικής καταστάσεως της καρδίας -
η -η
-
ν
1 -1
Σ
ν
-
Σ.
--
αυτού, άλλως τε, είναι πολύ διάφορον να λέγη τις οτι εις άνθρωποι
– 30 –
θροί τού Χριστού, ο Πόντιος Πιλάτος αντιπροσωπεύει το βω μαϊκών δίκαιον και την δικαιοσύνην, όταν τρέμη έκ τού φό ύδωρ απενίύατο τας χείρας απέναντι του όγλου, λέγων, αθώος ειμι από τού αίματος τού δικαίου τούτου, υμείς όψεσθε, ή δε γυνή αυτού απέστειλε προς αυτόν βου και λαθών
λέγουσα, μηδέν σοι και το δικαίω εκείνω (Ματθ. κζ', 19). ώ δε έκατόνταρχος και οι μετ' αυτού δόντες τον σεισμών και τά γινόμενα, έφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες, « αληθώς Θεού υιός ήν ούτος ο (52), ο δε Ιούδας, ο προδότης μαθητής, μάρτυς αυτόπτης της άγιας ζωής του Κυρίου, μεταμεληθείς
επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τους αρχιερεύσι, λέγων, ή μαρτον παραδούς αίμα αθώων και βίψας τα αργύρια έντώ ναώ, ανεχώρησε και απελθών απήγξατο (Ματθ. κζ. 3). Η φύσις τελευταίον, έντή μυστηριώδει αυτής συμπαθεία, παρ ουσιάζει την μαρτυρίαν αυτής ο ουρανός διά του σκότους και ή γη διά του σεισμού ανακηρύττουσι και ευλαβούνται την
θείαν άγιότητα του Κυρίου αυτών και δημιουργού, εκπνέον τος επί του σταυρού! Αλλ' εν τούτοις οι άπιστοι λέγουσιν, ότι οι ευαγγελιστα έλανθάσθησαν και παρεγνώρισαν το πρό σωπον του Χριστού ή γνώμη αύτη είναι βλάσφημος και παρά λογος, διότι εκτός της ευαγγελικής μαρτυρίας, ήμες γνώ σκομεν, ότι αυτός ο Ιησούς Χριστός ήν εντελώς πεπεισμένος περί της τελείας αυτού απαλλαγής από παντός άμαρτήματος και από πάσης αδικίας. Ωστε αναγκαίως οφείλομεν να παρα
δεχθώμεν ενέκ των δύο: ή την απόλυτον αυτού ηθικήν άγι ότητα, ή την απόλυτον υπόκρισιν, υπόκρισιν ήτις βεβαίως θα ήτο το μέγιστον τών θαυμάτων και ή μάλλον τερατώδης ή θική "
-
-
-
ο
ν
1
-
ν
-A
Α.
-
π υπήρξεν απηλλαγμένος του άμαρτήματος και της πλάνης, ή να απο Σ δεικνύη έν τή πρακτική αυτού ζωή χαρακτήρα άσπιλοι, όστις ουδέ
διεψεύσθη. “Ο άγιώτερος των ανθρώπων, όστις έφαντάζετο να πλάση τοιούτον χαρακτήρα, αναποφεύκτως θα προσήπτεν αυτώ και τινας γραμμής ανθρωπινης ατελείας, ή άλλως δι' αναποδιά των υπερ βολών θα ανεββαζεν αυτών υπέρ την σφαίραν των ανθρώπων, αλλ' ή το τε
θεοπρεπής εικών του Χριστού, ήν έχάραξαν οι προξενεί η μεν την ζωηράν και ακαταμάχητο πλήρους αληθείας και χάριτος, πρωτοτυπία,
ευαγγελιστα, εντύπωσιν προσώπου, ολοσχερώς υψίστης
θεσπέσιοι
κ. Χ. :
αξίας, προσώπου, ούτινος ή παναμώρητος αγιότης αντανακα λάμπει εις πάσας τάς περιστάσεις του μερικού και δημοσίου βίου.
και
– 31
-
Εκτός τούτου ή άρχαία πίστις, ότι ο Χριστός ήλθεν εις τον
κόσμον, να λυτρώση και σώση τους άμαρτωλούς, απονέμει αυτώ τον μοναδικών χαρακτήρα της αναμαρτησίας αλλά και δέπι της γης πανάγιος αυτού βίος και ή άμεμπτος αναστρο φή στηρίζουσι την αλήθειαν ταύτην, ήν ουδείς δύναται να άρ νηθή.
-
Ουδέποτε δεικνύει ο
Θεάνθρωπος ουδε την ελαχίστην μέ
ριμναν περί της εαυτού σωτηρίας, και καλώς γνώσκει, ότι
ουδεν δύναται να διαταράξη την θείαν ενότητα μετά του ού ρανίου αυτού πατρός, ενώ διά φωνής ουρανίου προσκαλεί τάς ψυχάς εις μετάνοιαν, αυτός δεν έχει ανάγκην ούτε επιστροφής, ούτε αναγεννήσεως. Εις το πέμπτον αίτημα της θεσπεσίου αυ τού προσευχής προτρέπει πάντας τους εις αυτόν πιστεύοντας να αιτώσι καθ' εκάστην ημέραν παρά του ουρανίου πατρός την άφεσιν τών έαυτών άμαρτιών, ενώ αυτός ουδέποτε επικαλεί
τα την θείαν χάριν ή συγχώρησιν δι' εαυτόν, ειμή επί τη σωτηρία των άλλων και ούτω μόνος μεταξύ πάντων των υι ών των ανθρώπων αντί να ικετεύη τον πολυέλεον Θεόν, οι κειοποιείται την δύναμιν του αφιέναι άμαρτίας, όταν λαλή μετά τών άμαρτωλών, πάντοτε λαλεί μετά συμπαθείας, α γάπης και δυνάμεως, πρεπούσης εις τον Σωτήρα Θεόν. Τοιαύτη υπήρξενή επίγειος αυτού αναστροφή τούτο είναι γεγονός της Ιστορίας, γεγονός αναμφισβήτητον, όπως και αν θεωρηθή αλλ' να εξαλείψωμεν πασαν περί τούτου αμφιβολίαν, αναφέρομεν ταύτην την ακαταμάχητον και θεοπρεπή αποτρο φήν τού Χριστού προς τους Ιουδαίους « τίς εξ υμών ελέγχει
με περί αμαρτίας;» (Ιωάν. η, 46). Η ερώτησις αύτη, προς ην ουδείς ακόμη απεκρίθη, καταφατικώς μαρτυρεί περί αυτού εξαίρεσιν, τοσούτον αναντίρρητον, όσον και μοναδικήν, και τί θησιν αυτών εκτός της αμαρτίας, του κοινού τούτου χαρακτή
ρος του ανθρωπίνου γένους, εν τω στόματι ενός άλλου ανθρώ που ή ερώτησις αύτη αρκεί να αποκαλύψη το βάθος υποκρι σεως αναιδούς ή το τεκμήριον πλάνης, απάτης και μωρίας, και έκ θεμελίου να καταστρέψη πάσαν ανθρώπινον τιμιότητα αλ
λ' όμως από των χαριτοβρύτων χειλέων του Σωτήρος Χρισου αποδεχόμεθα αυτήν ασμένως και εξ εμφύτου όρμης, ως νικη φόρον ύπεράσπισιν και απολογίαν εκείνου, όστις εστίν ή αυ τοαλήθεια,
-
- 32 –
Το φρονείν, ότι ο Χριστός ήν μέτοχος άμαρτίας, και το αυτός βητώς έβεβαίωσε το εναντίον, οι δε φίλοι και οι έχθροί
πάντες ομοφώνως ώμολόγησαν την άναμαρτησίαν αυτού, το
ασεβές τούτο φρόνημα μαρτυρεί κακίαν και δόλον, και δια φθοράν καρδίας έλεεινήν. Εάν ο Χριστός ήν ένοχος άμαρτίας,
βεβαίως έσχεν, ώς πάντες οι άλλοι, την συνείδησιν των εαυτού άμαρτιών, επομένως ήν ο μέγιστος των υποκριτών, όταν έδει κνυεν εις τον χαρακτήρα αυτού τοσούτον θείαν ώραιότητα, και
διετήρει αμετάβλητον την θεοπρεπή άρμονίαν και τα ουράνια θέλγητρα, ενώ το πνεύμα έπλανάτο εις τα σκότη της διπρο
σωπίας, και ή καρδία διεφθείρετο εις τα ψεύδη της αρετής! (ήμαρτον Κύριε). Τοιαύτη ύπόκρισης, τοσούτον γόνιμος εις πανθαύμαστα και πανάγια αποτελέσματα, έπρεπε να ήναι το παραδοξότερον των γεγονότων, όσα ποτέ ο κόσμος είδεν ή ή κουσεν! (1), (1) "Ο Strauss εις τα αντίχριστα και ολέθρια αυτού συγγράμμα τα ο άas Leben Jesu και ο βίος του Ιησού, « Dogmatik in Kamp fe mit der modermen Wissenschaft και δογματική μαχομένη προς την νεωτέραν επιστήμην, « Ιοι Christus des Glaubens und der Jesus der Geschichte» ο Χριστός της πίστεως, και ο Ιησούς της στορίας, Βερολ. 1865, αρνείται την άναμαρτησίαν τού Χριστού δι
ότι, λέγει, αύνη είναι θανατηφόρο υπόθεσις εις πάσαν ιστορικήν με λέτη». Το μόνον αυτής επιχείρημα είναι ή εκ των προτέρων φιλοσο φική προυπόθεσης, ότι η αναμαρτησία είναι αδύνατος, και εν άλλας λέξεσιν, ή πανθεϊστική γνώμη, ότι το αμάρτημα είναι αχώριστον πά σης πεπερασμένης υπάρξεως. Η μόνη δ΄ εξηγητική απόδειξις, ήν
προβάλλει εις τούτο, είναι ο λόγος του Χριστού προς τον νέον πλούσι ον, τον έρωτήσαντα και διδάσκαλε αγαθέ, τί αγαθών ποιήσω, να έχω ζωήν αιώνιον; ο δε είπεν αυτώ, τί με λέγεις αγαθόν και ουδείς αγαθος,
εμή εί, ο Θεός και Ματθ. ιθ' 16) Ιδού, λέγει ο Strauss, βλέπετε; ο Ιησούς ένταύθα βητώ, αρνείται και δεν παραδέχεται το επίθετον ά γαθός, διότι κατά την μαρτυρίαν αυτού, τούτο ανήκει εις μόνον τον
Θεόν. Και όμως πολύ απατάται και λανθάνεται ο καλός καθηγητής δ Χριστος απαντά ενταύθα εις προηγούμενον ζήτημα και εις την ψευ δή σύλληψιν της ιδέας του αγαθος, ήν το ζήτημα τούτο εμπεριείχε δεν αποποιείται το επίθετον τού άγαθος, ώς τοιούτον, αλλά μόνον κατά την ανάρμοστον και επιπόλαιον έννοιαν του νέου πλουσίου, όστις
δεν έβλεπεν άλλο τι εν τώ Χριστώ, ειμή διακεκριμένον βαββί και α για θόν και εξαίρετον άνθρωπον, και ούτε επίσ, ευεν, ότι ούτος ήν έν με τα του Θεού. Ο Χριστός δεν είπεν, ούκ ε ι μ αγαθος, αλλ' ουδείς άνθρωπός έστιν αγαθός καθ' εαυτόν και δι' αυτού, ενώπιον του Θεού,
άλλως ειπείν, δεν αποκρούει τον τίτλον του αγαθού διδασκάλου,
- 33 -
Είναι λοιπόν αναντίρρητον ότι ο Χριστός αμαρτίαν ουκ έ ποίησεν, ουδέ εύρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού την δε αλήθειαν ταύτην ουδόλως άλλως δυνάμεθα νά έννοήσωμεν, ει μη πιστεύοντες και ομολογούντες, ότι εν αυτώ κατώκησε πάν τό πλήρωμα της θεότητος σωματικώς,
Η θεία Γραφή, ή συνείδησις και η καθημερινή πείρα όμο φώνως ομολογούσε το παγκόσμιον της άμαρτίας γεγονός ό πως και άν εξηγήσωμεν αυτό, είναι και μένει πάντοτε το ανεξ ερεύνητον και σκοτεινών μυστήριον της ημετέρας υπάρξεως,
δ λίθος του προσκόμματος του ημετέρου λογικού, το πρόβλη μα των προβλημάτων, και ή πικρά πηγή πάσης αθλιότητος αλλά μόνον το πνεύμα και την εσωτερικήν διάθεσιν του φρονούντας, ότι αυτός είναι άπλούν παράδειγμα επιγείου σοφίας και ηθικής, και ουδέν πλέον εξ εναντίας, ο λόγος ούτος του Χριστού εμπεριέχει άμεσον άξι ωσιν επί άγαθότητος υπερανθρώπου. Το δε βάπτισμα του Κυρίου υπό
“Ιωάννου του Βαπτιστού δεν σημαίνει αναγκαίως την τών αμαρτιών εξομολόγησιν, διότι, κατά την μαρτυρίαν τού Ιωσήπου, εν τώ Πορ δάνη τότε ου μόνον εξωμολογούντο τις αμαρτίας, αλλά και απήγγελ λον ιεράς ευχάς τής δικαιοσύνης. "Αλλως τε το βάπτισμα του Προ
δρόμου δεν ήταν αποκλειστικώς βάπτισμα μετανοίας, αλλά και τις προπαρασκευή και καθιέρωσις εις την βασιλείαν τού Μεσσίου, ποσού τον κατεπείγουσαν.
"Ο F. Pec aut εν τώ συγγράμματα αυτού le Christ et la Conscience, ο Χ ρ ι σ τ ό ς κ α ι ή Συνείδη σ ι ς, αμφιβάλλει περί τής αναμαρτησίας του Χριστού. Ως αποδείξεις της ηθικής ατελείας
προβάλλει τα εξής περιστατικά την συμπεριφοράν τού Χριστού προς την αγίαν αυτού μητέρα ενήλικία δώδεκα ετών, και εις τους εν Κανά γάμους – την εκ του ιερού αποβολήν τών πωλούντων και αγοραζόν των – την άκαρπον συκήν, καταρασθείσαν και ξηρανθείσαν - την
καταστροφήν της αγέλης τών βοσκομένων χοίρων - τα κατά των Φαρισαίων δρομέα και επανειλημμένα ο ύαι - και την αποποίησιν του επιθέτου αγαθός. Και όμως αι φαινόμενα αύται δυσκολία λί. αν ευκόλως λύονται, εάν τις προσεκτικώς εξετάση και μελετήση το ευ
αγγελικών κείμενον. "Αλλ' εν τούτοις ο Pe c aut φαίνεται λίαν α συνεπής και αντιφατικός, όταν αποδεικνύη εν τώ αυτώ πονήματα, ότι δήθικός χαρακτήρ του Χριστού ασυγκρίτως υπερβαίνει πάντα χαρα κτήρα της αρχαιότητος, και ότι αυτός ήν εν τω Θεώ, και ο Θεός εν
αυτώ. Αλλ’ ερωτώμεν, πώς είναι δυνατόν να αναγνωρίση τις εν τω Χριστώ τοιαύτην τελειότητα και αγαθότητα, και εν τοσούτω νά θέση εν αμφιβολία την φιλαλήθειαν αυτού, βεβαιούντος ότι αυτός έστιν λεύθερος τή, άμαρτίας και ίσος τω Θεώ; ή ειλικρίνεια, ή φιλαλήθεια και ή τιμιότης εισίν αι βάσεις, εφ'
ών στηρίζεται ο ανεπίληπτος χα
ρακτήρ, και άνευ τούτων εκλείπει και πάσα ήθικότης.
- 34 -
και πάσης άνθρωπίνης ταλαιπωρίας! Η φιλολογία και ιστορία των εθνών της γης μετά φρίκης και οδύνης περιγράφουσε το
ολέθριον γεγονός της αμαρτίας, το μάλλον φοβερών και αδυ σώπητον εξ όλων των γεγονότων οι φιλόσοφοι, οι ιστορικοί και οι ποιηται της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητος βε
βαιούσι την ύπαρξιν αυτού διά των ζωηροτέρων εκφράσεων, «Τα πονηρά πάθη, λέγει ο Πλούταρχος, εισίν έμφυτα τή ήμε
τέρα φύσει, και ταύτα ουκ έρχονται ήμύν έξωθεν και ει μη έ παίδευεν ήμας αυστηρά αγωγή και διδασκαλία, ο άνθρωπος ουκ ήδύνατο ήμερωθήναι ευχερέστερον τού άγριωτέρου θηρίου». οι στίχοι του ρωμαίου ποιητού «Video mellora proboque, deteriora sequor-nitimur in vetitun semper, cupi musque negata: βλέπω και επιδοκιμάζω τα βελτίω, αλλ' όμως ακολουθώ τα χείρω-περιπίπτομεν πάντοτε εις τά ά.
πηγορευμένα και επιθυμούμεν τα αθέμιτα και οι στίχοι ούτοι πολλάκις επανελήφθησαν ώς μαρτυρία αναντίρρητος, προστε θείσα υπό της συνειδήσεως και της πείρας των εθνικών εις την
θλιβεράν εικόνα, ήν ο θείος Παύλος εχάραξε, και δι' ής θαυ μασίως παρέστησε την ηθικήν ταύτην πάλην και σύγκρουσιν, ήτις σπαράσσει πασαν ανθρώπινον καρδίαν (Ρωμ. ζ) ό Σενέ κας, ο Τάκιτος, ο Πέρσιος, ο Ιουβενάλιος άφηκαν εις ημάς, πε ρί της καταστάσεως των ηθών, έντή εποχή του Χριστού και
των Αποτόλων, τις αλγεινοτέρας περιγραφάς, συμφωνούσας ακριβέσατα προς την περιγραφήν τού αυτού θεοπνεύστου συγ γραφέως έντώ πρώτω κεφαλαίω της προς "Ρωμαίους έπιστο λής «τα πάντα εισι πλήρη εγκλημάτων και κακιών, λέγει ο
Σενέκας τα κακουργήματα βαδίζουσι δημοσίως και υψηλώ τώ προσώπω, ή ασέβεια βασιλεύει επί πάσης καρδίας, ή δεία θωότης ουχί μόνον έστι σπανία, αλλ' εξέλιπεν ολοτελώς» ο Μάρκος Αυρήλιος, ο έστεμμένος ούτος στωικός φιλόσοφος και διώκτης των χριστιανών, παραπονείται ότι «ή πίστις, ή τι
μή, ή τιμιότης και η αλήθεια εγκατέλιπον την γην και κατέ φυγον εις τον ουρανόν». Και εάν τοιαύτη είναι η μαρτυρία της εθνικής σοφίας, τί έρoύμενήμες, ήμες οι χριστιανοί, έν οις ή συνείδησις της άμαρτίας και της ενοχής αείποτε αναπτύσ
σεται, καθ' όσον αυξάνει ή γνώσις της του Θεού αγιότητος, και ή απόλαυσης της έλεήμονος αυτού χάριτος; Σύμπας ο χρι στιανικός κόσμος όμοθύμως αναγνωρίζει την διδασκαλίαν της
– 35 -
άγίας Γραφής, περί της καθολικής διαφθοράς της ημετέρας φύσεως, από της πτώσεως των πρωτοπλάστων, ουδείς υπάρ χει όμη ελέγχων έαυτόν διά παραβάσεις και πλημμελήματα
άμαρτίας καθίσταται τοσούτον μάλλον βαθεία και ζωηρά, όσον καλλίτερον γνωρίζομεν εαυτούς και
ή δε συνείδησις της
προκόπτομεν εις την αρετήν και εις την ευσέβειαν. Πάντες οι
άγιοι του Θεού άνθρωποι αναγκαίως διήλθον διά της εξ ύψους αναγεννήσεως και της επιστροφής από της άμαρτίας εις την
άγιότητα, αλλ' ουχ ήττον ήσθάνοντο καθ' εκάστην ημέραν την απόλυτον άνάγκην της μετανοίας και της χάριτος, οι κατά
τούτο επιφανέστεροι εισιν ο θείος απόστολος Παύλος και διε ρος Αυγουστίνος, οίτινες υπέμειναν τους σφοδροτέρους ήθικούς αγώνας και έδοκίμασαν την ουσιωδεστέραν μεταβολήν το θε ολογικών αυτών σύστημα, απαύγασμα της θρησκευτικής αυ
των ζωής, ερείδεται κυρίως επί της αντιθέσεως της αμαρτίας και τής χάριτος,
Μόνος ο Ιησούς Χριστός έπραγματοποίησε μοναδικήν και απόλυτον εξαίρεσιν του καθολικού τούτου κανόνος (1). Σκέπτε ται και αισθάνεται ώς άνθρωπος ομιλεί, ενεργεί, πάσχει και
αποθνήσκει ώς άνθρωπος, πανταχόθεν περιεστοιχετο υπό τών άμαρτιών, ήσθάνετο ζωηράν συμπάθειαν προς τους άμαρτω λους, και ήρξατο της ουρανίου αυτού αποστολής κηρύσσων και
λέγων «Μετανοείτε, ήγγικεγιάρ ή βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ, 17) και όμως μεθ’ όλα ταύτα διέμεινε μακράν των ρύπων του κόσμου ουδέποτε παρέστη ενώπιον του Θεού ώς άμαρτωλός, ουδε εξέχεε δάκρυον μετανοίας ούτε έντή
Γεθσημανή ούτε επί του Γολγοθά ουδέποτε μετεμελήθη διά τους λογισμούς, διά τους λόγους και διά τάς πράξεις αυτού (1) "Ο Schleir m a cher δ μετά τον Καλβίνον μεγαλοφυ έστερος θεολόγος, έντώ συγγράμματα αυτού Der christliche glaube, α ή χριστιανική πίστις και ομολογεί, ότι « ο Χριστός διεκρίνετο εξ όλων τών ανθρώπων διά τής ουσιώδους αυτού αναμαρτησίας και της άπο
λύτου αυτού τελειότητος. - Την αλήθειαν ταύτην ανέπτυξεν ο περιών
νυμος ούτος φιλόσοφος και θεολόγος ου μόνον εις την εαυτού Δογματι κήν, αλλά και εις πολλάς εκκλησιαστικάς ομιλίας, το αυτό φρονεί και ο Karl Hase, « Leben Jesu », ο δε Κei m, κλείνος καθηγητής έν Ζυρίχη, διά λογικής ανάγκης και διαλόγων ακαταμαχήτων, πείθει τον σπουδαίον και τίμιον ορθολογιστήν να ομολογήση επί τέλους την θεότητα τού Χ ρ ι σ τ ού. --
--
3-
– 36 -
μη έχων ανάγκην της θείας συγγνώμης, καθο τέλειος Θεός, ουδέποτε επεκαλέσθη ταύτην άλλ' ούτε έμερίμνησέ ποτε περί της σωτηρίας της έαυτού ψυχής, καθο άναμάρτητος και ώ πλισμένος πάντοτε υπό της θεοπρεπούς ταύτης έρωτήσεως, «τις έξ υμών ελέγχει με περί άμαρτίας;» (Ιωάν η΄, 46), παρουσιάζεται μεγαλοπρεπώς ενώπιον των παρόντων και μελ λόντων απίστων, και αποδείκνυσι την απόλυτον και θείαν αύ τού άγιότητα ζή έντώ λαρώ φωτί της άγιας δόξης, και εν
κοινωνία μετά του ουρανίου και ομοουσίου αυτού πατρός, συγ. χωρεί τάς άμαρτίας έντώ ονόματι αυτού, πάσχει και άπο θνήσκει, θύμα άσπιλον, υπέρ της άμαρτωλού ανθρωπότητος, και κηρύσσεται, ενώπιον του θανάτου, ο μέλλων κριτης τού
κόσμου, ο αδέκαστος κριτής ζώντων και νεκρών!
ΚΕΦΑΛΑΙΟN Ε.
"Η παντέλειος αγιότης του Χριστού, Η εμφάνισις Σωτήρος άναμαρτήτου εν τω μέσω κόσμου ά μαρτωλού και διεφθαρμένου είναι πραγματικώς γεγονός και ταπληκτικών και το μέγιστον ηθικών θαύμα της Ιστορίας Εν τούτοις ή απαλλαγή του Χριστού από της ενοχής, κοινής
ούσης εις άπαν το ανθρώπινον γένος, είναι το αρνητικών μέ ρος του θείου αυτού χαρακτήρος, όστις έτι μάλλον ύψούται και εξαστράπτει τας ζωηφόρους άκτίνας της θεότητος, όταν μελετήσωμεν το θετικών αυτού μέρος, τουτέστι την θρησκευ τικήν τελειότητα και απόλυτον αυτού ηθικήν.
Είναι γενικώς παρά πάντων παραδεδεγμένο, ώς και παρ' αυτών των θεϊστών και ορθολογιστών, ότι ο Χριστός εδίδαξε το άγιώτερον και υψηλότερον σύστημα της ηθικής, ής το γλυ κυ και φερέσβιον φώς θαμβάνει όλα τα ηθικά άξιώματα των έξοχωτέρων και σοφωτέρων ανδρών της άρχαιότητος. Και μό νη ή επί του όρους διδαχή του Σωτήρος ημών είναι ασυγκρί τως ανωτέρα παντός ότι ο Κομφούκιος, δΣωκράτης και ο Σε
νέκας είπον και έγραψαν περί αρετής και καθήκοντος,
Αλλ' ή ουσιώδης διαφορά ή διακρίνουσα τον Ιησούν Χριτο»
- 37 –
από των φιλοσόφων ανθρώπων έτι μάλλον αριδήλως καταφα νεται, εάν εξετάσωμεν τον πρακτικών αυτού βίον Απαντα τα συστήματα της ηθικής φιλοσοφίας απεδείχθησαν ανίκανα, ό πως αναμορφώσωσι και ανακαινίσωσι τον άθλιον κόσμον, οι
λόγοι εις ουδέν ωφελούσιν, εάν αι πράξεις δεν υποστηρίζωσε και δεν ενισχύωσε τους λόγους, ο άμεμπτος και ιερός βίος
παρέχει εις το αγαθών μείζονα ισχύν και δύναμιν, παρ’ όσον αι περί ηθικής υψηλότερα θεωρία και ωραιότερα διατριβα. “Υπό τοιαύτην έποψιν ή διαφορά και ή υπεροχή τού Χριστού
απέναντι των επιφανεστάτων σοφών του κόσμου είναι θαυμα στη και αναντίρρητος. Ο Κικέρων, όστις, εκτός της εαυτού
ματαιότητος, είναι ο ευγενέστερος και ακραιφνέστερος χαρα κτήρ της ρωμαϊκής αρχαιότητος, μαρτυρεί ότι καθ' άπαντα αυτού τον βίον ουδέποτε ευρε σοφόν τέλειον, και ομολογεί ό τι ή φιλοσοφία διδάσκει μόνον όποιος πρέπει να ήναι ο σοφός, εάν ποτε τοιούτος φανή επί της γης. Ουδείς αγνοεί, ότι οι α
γαθώτεροι και επιφανέστεροι άνδρες της Ελλάδος και της Ρώ μης επεδοκίμαζαν την δουλείαν, την καταδυναστείαν, την έκ δίκησιν, τον φόνον ή την έκθεσιν τών βρεφών, την πολυγαμίαν και χειρονας έτι κακίας, ο δε βίος αυτών διέψευδε τάς περί ή θικής ώραίας αυτών θεωρίας, ώς ότου μαλθακού και πλεονέ
κτου Σενέκα (1). Οι μεγαλώνυμοι άγιοι, καίτοι έσχον την (1) Ο Κικέρων, Quaest Tuscul. Π. 22, λέγει, εφαρm in quo erit perfecta sapientia adhuc nos quillem vidimus meminen, sed philosophorun sententis, qualis futurus sit, si modo all
φuando fuerit, exponitur - « ουδένα έτι είδομεν κεκτημένων σοφίαν τελείαν, οι δε φιλοσοφοι εκτιθέασιν εν τους συγγράμμασιν αυτών ό,τι ο άνθρωποι ούτος έσεται, εάν ποτε τοιούτος υπάρξη. » Ο αυτός
συγ
γραφεί, εν τώ αυτώ συγγράμματ, 14, 4, περιγράφει εκφραστικώτε ρον την μεγίστην αντίθεσιν, τήν υπάρχουσαν μεταξύ της διδασκαλίας και της ζωής των φιλοσόφων, ο δε Κυντελιανός κατηγορεί αυτού, δι
ότι κρύπτουσε τις παχυλωτέρας κακίας υπό το όνομα τής αρχαίας φι λοσοφίας (Inst 1, Prooemium). H σωφροσύνη, κατά την χριστιανι κήν αυτής έννοιαν,
ήτοι σχεδον ολοσχερώς άγνωστος μεταξύ των εθνι
κών ή γυνή, κυρίως, ήν αιχμάλωτος τών ευτελών παθών του ανδρός και ενδεής τής αξίας, της τιμής και της ελευθερίας, ήν έδωκεν αυτή
δ Χριστός. Είναι γνωστόν, ότι γυναίκες καλούμενα ε τ α ι ρ α ι (ani «cae, παρά Ρωμαίοις) διέμεναν εν τώ ναώ της Αφροδίτης έν Κοριν θω, ή δε εξάσκησης του εγκλήματος ετελείτο υπό την έγκρισιν τής θρησκείας. Αι ασελγείς και εξηχρειωμένα αυται γυναίκες τιμώντο
- 38 -
συνδρομην της θείας χάριτος, άλλ’ όμως δεν έδυνήθησαν να α ποφύγωσιν ολοσχερώς τάς ανθρωπίνους αδυναμίας και ατελεί ας, όθεν δύναται τις να υποστηρίξη θαρραλέως, ότι οι ευσεβέ στεροι και αγαθώτεροι άνδρες και μεταξύ των χριστιανικών έθνών, ουδέποτε έφθασαν το έπακρον της άγιότητος, άγιότη τος, πάντως, πεπερασμένης και σχετικής. Ο Χριστός μόνος εξετέλεσεν εν τη ζωή αυτού την τελειότητα της διδασκαλίας
αυτού, υπήρξε και έπραξε, ό,τι εδίδαξεν εδίδασκε τον βί ον αυτού, και έζη κατά το κήρυγμα αυτού. Ο Χριστός είναι ή ζώσα ένσάρκωσις του ιδανικού της αρετής και της άγιότη της, και, κατά την πάγκοινον ομολογίαν, δ υπογραμμός και ο ύψιστος τύπος του άγνού, του αγαθού και του ευγενούς ενώ
πιον Θεού και ανθρώπων και αυτοί οι άπιστοι αναγκάζονται
να ομολογήσωσι ταύτα, ό Θεόδωρος Parker, ο Strauss της Αμερικής, ιδού πώς περί τούτου αποφαίνεται « ο Χριστός συνάπτει έν τώ θαυμαστώ αυτού προσώπω τάς υψηλοτέρας έντολάς και τον θειότερον βίον, έκπληρών ούτω το προσφιλές όνειρον των προφητών και των σοφών παραβλέπει τάς προ λήψεις του καιρού του και του έθνους του, και ανοίγει την συνείδησιν αυτού εις την πνοήν του πνεύματος του Θεού έγ καταλείπει τους τύπους, τάς θυσίας και τους ιερείς και διδα πλεότερον των συζύγων, και ήσαν οι αληθείς αντιπρόσωποι της
γυ
ναικείας ανατροφής και των κοινωνικών χαρίτων" ή "Ασπασία, ή Φρύνη, ή Λοις, η Θεοδώρα έφείλκυον τον θαυμασμών και τον σεβα
σμών των μεγάλων φιλοσόφωνοιος ο Σωκράτης, και των μεγάλων πο λιτικών, οιος ο Περικλής. Περίεργος νίκη και δόξα πορνικής ικανότη τος, ή μάλλον κοινωνικής εξαχρειώσεως! "Ο διάλογος του Σωκράτους μετά του Αριστοβούλου αποκαλύπτει η μίν αίσχιστον έθος, όπερ προς τιμήν της γλώσσης και της χριστιανικής αιδούς ούτε κάν όνομάζομεν το κατάπτυστον τούτο έθος έπαινέθη πολλάκις υπό ποιητών και φιλο
σόφων, και οιονεί καθιερώθη εν τώ λαμπρώ, παραδείγματι του πατρός ανδρών τε θεών τε και του Γανυμήδου!! Πάσα ή κοινωνία έμολύνθη υπό του μιάσματος τούτου, ήτις, ούτως ειπείν, το ανέπνεεν ώς αέρα. Ουδείς τών προ Χριστού συγγραφέων διεμαρτυρήθη κατά της ατιμώ σεως ταύτης της άνθρωπίνης φύσεως και αξίας ή τιμή ούτη έπεφυ λασσετο εις το στόμα τού Χριστού, τον θεσπέσιον απόστολου Παύλον
("Ρωμ. ά., 27) "Ιδ. D α 11ing er « Πeidenthum und Juden Illum ». C. Schmidt - Issai historique sur la société dana le monde romain, et sur sa transformation par le christiani
Ene, 1852 και Schall, Histoire de l'έglise apostolique,
---------------------------- , ----- ,
----- , -----, -------------
--------------
,
-----
, ----------------------------
- 39 -
σκάλους του Νόμου, και κηρύττει καινήν διδασκαλίαν, ήτις είναι ώραία ώς το φως, μεγαλοπρεπής ώς ο ουρανός, και άλη,
θης ώς ο Θεός (1). Ο δε Ρενάν, καίτοι παρεξήγησε τον βίον και τον χαρακτήρα τού Χριστού, εντούτοις όμολογεί, ότι ο τής Ναζαρέτ διά τους λόγους, τα έργα, την διδασκα λίαν και την ζωήν αυτού είναι απαράμιλλος και άνευ όμοίου, ή δε δόξα αυτού διαμένει απρόσιτος και ανακαινιζομένη διά
Ηρως
παντός (2). Ο Χριστός παρίσταται ημίν ύφ' όλας τας χαρμο φαιδράς όψεις της ζωής, υιός, άδελφος, πολίτης, φίλος, διδάσκαλος βλέπομεν αυτών σχετιζόμενον μεθ όλων των τάξεων της κοινωνίας, μετά τών άμαρτωλών και των δι σύνους και
καίων, μετά των πτωχών και των πλουσίων, μετά των ασθε (1) Theodore Parker «Discourses of Religion ». (2) "Ο “Ρενάν ενταύθα ομολογεί τίναι αληθείας, αλλ' ουχί άμι κτους του ψεύδους και της πλάνης. «"Η ηθική, λέγει εν τώ έ, κεφ. τού μυθιστορήματος αυτού - Vie de Jesus », σύγκειται εξ αρχών μάλ λον ή ήττον καλώς εκπεφρασμένων. * Η ποίησις του αξιώματος, ή κα θιστώσα αυτό αγαπητόν, λαμβανομένη ώς άφηρημένη αλήθεια, εκφρά ζει πολύ περισσότερον ή αυτό το αξίωμα. “Οθεν ουδείς δύναται ν' άρ νηθή, ότι τα αξιώματα εκείνα, όσα ο Ιησούς παρέλαβε παρά τών
προγενεστέρων αυτού (ο Χριστός ουδέν παρ' ουδενός παρέλαβεν ή έδι δάχθη), εν τώ Ευαγγελίω προξενούσαν αποτέλεσμα πάντη διάφορον ή έντώ αρχαίω νόμω, εν τώ Pirké Aboth και εν τώ Ταλμούθ, ή ευαγγελική ήθικη, καίτοι ολίγον πρωτότυπος καθ' εαυτήν (!), υπάρ χει αναντιρρήτως ή υψηλοτέρα δημιουργία, ή εξελθούσα από της αν θρωπίνης συνειδήσεως, και ο ωραιότερος κώδης τής τελείας ζωής, όν ουδείς προγενέστερος ήθικολόγος εχάραξεν. "Ιησούς, ο υιός του Σιράχ, και ο Χιλλελήψαν το σχεδόν του τέρματος και έκήρυξαν, ότι το κεφά λαιον του νόμου ήν ή δικαιοσύνη, και εξέφρασαν αφορισμούς σχε δών ευαγγελικούς, αλλ' όμως ο Χιλλέλ δεν είναι ο αληθής θεμελιωτής τού χριστιανισμού. Εν τή ηθική, καθώς και εν τη τέχνη, το λέγειν, ουδέν έστι, το πράττειν έστι το πάν ή ιδέα, ήτις κρύπτεται υπό την
εικόνα του Ραφαήλ, ολίγον σημαίνει, μόνη ή εικών φέρει πάσαν την τιμήν και την αξίαν ούτω και εν τή ηθική, ή αλήθεια τιμάται, γι νομένη αίσθημα, και πρεπόντως θαυμάζεται, εφαρμοζομένη έν τώ
κόσμω "Ανθρωποι μετρίας ηθικής έγραψαν αξιόλογα αξιώματα και άνθρωποι λίαν ενάρετοι ουδέν έπραξαν, όπως διαρκή εν τω κόσμω ή παράδοσις τής αρετής ή δάφνη και ο στέφανος ανήκει εις εκείνον, όσ τις ήν δυνατός και εν λόγος και έν έργος, όστις ήσθάνθη το αγαθών και διά του ιδίου αίματος κατώρθωσε τον θρίαμβον αυτού. "Ιησούς ή
από Ναζαρέτ και υπό την διπλήν ταύτην εποψιν είναι άνευ ομοίου ή θεία αυτού άξία διατελεί ολοσχερής, και διηνεκώς έσεται θριαμβεύουσα»,
– 40 -
νών και των υγιών, μετά των παιδιων, των ανδρών και των γυναικών, μετά των άγραμμάτων άλιέων και των σοφών γραμματέων, μετά των περιφρονημένων τελωνών και των τιμωμένων μελών του Συνεδρίου, μετά των φίλων και των εχθρών, μετά των μαθητών και των αποστόλων, οίτινες
θαυμάζουσιν αυτών, και μετά των Φαρισαίων, οίτινες μισούσι και καταδιώκουσιν αυτών, και νυν μεν μετά του Νικοδήμου ή τής Σαμαρείτιδος, νύν δε έν τη χορεία των δώδεκα, ή έντώ μέσω του όχλου και του λαού, ευρίσκομεν αυτόν πανταχού, εις τάς συναγωγάς και εις τον ναόν, εις την οικίαν και εις τάς οδούς, εις τάς κώμας και εις την Ιερουσαλήμ, εις την έ ρημον και επί του όρους, εις τον Ιορδάνην και εις το παραθα λάσσιον της Γαλιλαίας, καθήμενον εις ευφρόσυνον τράπεζαν των γάμων, ή ιστάμενον επί το χείλος του τάφου βλέπομεν αυτόν εν τώ φοβερώ άγών της Γεθσημανής, εις το Πραιτώριον, ενώπιον του μεγάλου αρχιερέως, του Πιλάτου, των ρωμαίων
στρατιωτών και του μανιώδους όχλου, και τελευταίον επί του
Γολγοθά, εις τάς πικράς αγωνίας του σταυρού. Εν τώ μέσω όλων τούτων των σχέσεων, των περιστάσεων και τών καταστάσεων μιας τριετίας, δεικνύει άκαταπαύστως
τον αυτόν θείον χαρακτήρα, χωρίς να υποστή ουδε την έλα χίστην αλλοίωσιν έξεπλήρωσε ακριβώς πάντα τα καθήκον τα προς τον Θεόν και πατέρα, προς τους ανθρώπους και προς εαυτόν, και συνεμορφώθη προς τον νόμον κατά το αληθές
πνεύμα και κατά το γράμμα. Ο βίος αυτού είναι διακονία δι, ηνεκής, υπακοή εις το άγιον θέλημα του Θεού, άπειρος ανά πτυξις της τελειοτέρας αγάπης προς τον Θεόν και τους ανθρώ
πους, θυσία προσωπική διά την δόξαν του ουρανίου αυτού πατρός και διά την απολύτρωσιν της άμαρτωλού ανθρωπότη
τος όσον εξετάζομεν τον βίον του θεανθρώπου, τοσούτον ύ περπερισσώς έκπληττόμεθα και ήμες λέγοντες, « καλώς πάντα πεποίηκε» (Μάρκ. ζ , 34)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄.
“Η εν τω Χριστώ αρμονία της αρετής και τής ευσεβείας, Εν τη μοναδική τελειότητα του χαρακτήρος του Χριστού άνευρίσκομεν προς τους άλλοις και την θαυμάσιον άρμονίαν της αρετής και της ευσεβείας, της ηθικής και του θρησκευτι κού πνεύματος, ή άλλως ειπείν, της αγάπης του Θεού και της αγάπης των ανθρώπων. Ο Χριστός είναι πλεον του ηθικού και πλειον του ευσεβούς είναι άγιος κατά την αληθή και πλήρη
σημασίαν της λέξεως εις τον ουράνιον αυτού χαρακτήρα λάμ πει ή θεία ώραιότης και ή τελειότης εκείνη, ής ή άπλή παρα τήρησις παρέχει εις την ψυχήν άγιότητα, φώς, ειρήνην και χαράν,
έλατήριον της ηθικότητος αυτού, και αύ τη άνεβίβαζεν αυτών υπέρ την σφαίραν της άπλής νομιμότη τος αρχή και αιτία πάσης ηθικής πράξεως ήν ή ειλικρινής αυ του αγάπη προς τον Θεόν, σκοπός δε και τέλος, ή πρόσκαιρος Η ευσέβεια ήν το
και αιώνιος μακαριότης των ανθρώπων. Ο θείος αυτού χαρα
κτηρ έβασίζετο επί της διηνεκούς κοινωνίας μετά του ουρανίου αυτού πατρός τά πάντα είλκεν εξ αυτού, και τα πάντα ανέφε ρεν εις αυτόν δωδεκαετής έτι ήθελε να ήναι έντους του πα τρός αυτού (Λουκ. β, 46), και η καθημερινή αυτού τροφή, να ποιή το θέλημα του πέμψαντος αυτόν και τελειώση αύ, του το έργον (Ιωάν. δ., 34) προς τον πατέρα ανέτεινε τους όφθαλμούς προ πάσης σωτηρίου πράξεως, ώς και την προσευ χήν, ήν εδίδαξεν εις τους αποστόλους, το αιώνιον τούτο πρό τυπον πασών των προσευχών διά την άπλότητα, την βραχυ λογίαν, τον άπειρον πλούτον και την θείαν ευπρέπειαν. Απήρ χετο πολλάκις εις τι όρος ή εις έρημον τόπον, όπως προσευχη θή, και διήρχετο ήμέρας και νύκτας προσευχόμενος τοσούτον ηγάπα την προσευχήν ο υιός και Λόγος του Θεού, ώστε και έν τώ μέσω του πλήθους προσηύχετο, μεταποιών ούτω την πό λιν εις θρησκευτικών αναχωρητήριον ή προσωπική αυτού συν
είδησις ήν διά παντός εξουσιαζομένη, ζωογονουμένη και πε πληρωμένη ύπο της συνειδήσεως του Θεού και εις την απε
ρίγραπτον εκείνην αγωνίαν τού σώματος και της ψυχής άν
– 42 –
εβόησεν επί του σταυρού, «Θεέ μου, Θεέ μου, κατί με έγ
κατέλιπες» (Ματθ. κζ'46). Αλλ' ο δεσμός της ενότητος ούτε έκόπη ούτε έχαλαρώθη, αλλά μόνον έσκοτίσθη παροδικώς, καθώς ο ήλιος ύπο του διαβαίνοντος νέφους διο, αμέσως είπε θριαμβεύων, τετέλεσται και παρέθετο το πνεύμα εις τας χεί ρας του ομοουσίου πατρός. “Η ηθική αύτη ενότης του Χριστού μετά του Θεού ήν τοσούτον σταθερά και τελεία, ώστε ο Χριστός έπραγματοποίησε την θρησκευτικήν ιδέαν, ής το τέλος είναι κυρίως να θεμελιώση ταύτην την κοινωνίαν και έ νότητα, ήτις ταυτοχρόνως είναι και ο αντιπρόσωπος και ή ζω σα ένσάρκωσις του χριστιανισμού, της αληθούς και απολύτου θρησκείας,
Επί τέλους παρατηρούμεν, ότι η ευσέβεια του Χριστού δεν συνίστατο ούτε εις οκνηράν θεωρίαν, ούτε εις τον μυστικισμών,
των εχθρών και πολέμιον της ανθρωπίνης κοινωνίας, ούτε εις έ γωιστικήν απόλαυσιν. "Η ευσέβεια του χρυσού έστι πρακτική, πάντοτε γόνιμος εις τα έργα της αγάπης και προτιθεμένη την αναγέννησιν τού κόσμου και την μεταμόρφωσιν αυτού εις την βασιλείαν του Θεού, αείποτε διήρχετο ευεργετών, ο βίος αυ τού είναι αδιάκοπος σειρά έργων αγαθών, το παν εν αυτώ
ά
πορρέει εκ της ενότητος αυτού μετά του Θεού, εμπνέεται υπό της αυτης αγάπης και επιδιώκει τον αυτόν σκοπόν την δό ξαν του Θεού και την σωτηρίαν των ανθρώπων,
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄.
"Η Καθολικότης του χαρακτήρος τού Χριστού,
Ετερον θαυμαστών γνώρισμα του χαρακτήρος του Χρστού ν
-
-
»
είναι ή θρησκευτική και ηθική καθολικότης και το θείον αυ --
ν
-
ν
τού πλήρωμα, δι' ου πληροί τα πάντα. Εν ώ οι έξοχώτεροι των ανθρώπων έκπληρούσε μικρόν τι μέρος της ιδέας της άρε της και της άγιότητος, μόνος ο Χριστός εκτελεί παν ό,τι κα λείται μέγα, αγαθών και υψηλόν ή θεία αυτού ψυχή είναι λο γικός παράδεισος, πεπληρωμένος χαριτοβρύτων και ακηρατων ανθέων, άτινα εφαπλούσι τα ωραία αυτών χρώματα υπό τον
– 43 –
γαλανόν θόλον του ουρανού, πίνουσι την ευφρόσυνον δρόσον και τάς γλυκείας ακτίνας του ήλιου, διαδίδουσι πανταχού την θελξικάρδιον ευωδίαν, και πληρούσι χαράς εγκαρδίου πάντας
τους προσεγγίζοντας Εύρισκομεν εις την παγκόσμιον ιστορίαν πολλούς ανθρώ πους, πεπροικισμένους υπό πνεύματος ευρέος και κυριαρχι κού, τιθεμένους έπι κεφαλής του αιώνος και του έθνους αύ τών και παρέχοντας τροφήν και ύλην προς πνευματικήν έργα
σαν μιάς γενεάς ή μιας ιστορικής περιόδου, έωσού αντικατα σταθώσιν υπο άλλων
λειτουργών της μεγαλοφυΐας, οίτινες
κατεργάζονται νέαν εποχήν, καθώς οι χείμαρροι αναπηδώ σιν από της κορυφής των ορέων, τοιουτοτρόπως ή ηθική γνώ σις και
δύναμις γεννάται και τρέφεται επί των υψωμάτων
της ανθρωπότητος, Αβραάμ, ο πατήρ των πιστών Μωυσής, ο θεόπνευστος νομοθέτης της Ιουδαϊκής θεοκρατίας Ηλίας με ταξύ των άγιων προφητών Πέτρος, Παύλος και Ιωάννης με ταξύ των θεοκηρύκων αποστόλων Αθανάσιος, Βασίλειος,
Γρηγόριος και Χρυσόστομος μεταξύ των Ελλήνων πατέρων της έκκλησίας Αυγουστίνος και "Ιερώνυμος μεταξύ τών Λα τίνων πατέρων Ανσέλμος και Θωμάς ο Ακινάτης μεταξύ τών σχολαστικών θεολόγων, Λέων ο Α΄ και Γρηγόριος ο Ζ΄ μεταξύ τών παπών Λούθηρος και Καλβίνος μεταξύ τών άνα μορφωτών Σωκράτης, ο πατήρ τών αρχαίων σχολών της φι λοσοφίας "Ομηρος, Δάντης, Σακεσπηρος, Μίλτων, Γκέτης και Σίλλερος, έντή ιστορία της ποιήσεως τών διαφόρων έθνών εις ά ανήκουσε Ραφαήλ, μεταξύ των ζωγράφων Κάρολος ό Μέ
γας, ο πρώτος και ο μέγιστος έντή μακρά σειρά των Γερμα νών αυτοκρατόρων, Ναπολέων, ο θαυμάσιος κυριάρχης τών στρατηγών, οίτινες εμορφώθησαν έντή ένδόξω αυτού σχολή, Βάσιγκτων, ο πρώτος, ο σοφώτερος και ο βέλτιστος των προ
έδρων της Αμερικής, ο άγνότερος και ευγενέστερος τύπος του αμερικανικού χαρακτήρος, – δύνανται να θεωρηθώσινώς έξ οχα και λαμπρά παραδείγματα τών ηρώων της ιστορίας, οί τινες συγκεφαλαιούσι και συγκεντρoύσιν έντώ προσώπω αυ τών την ισχύν και την δύναμιν ολοκλήρων γενεών. Αλλ' όμως οι μεγάλοι ούτοι χαρακτήρες παριστώσι μέρος της ανθρωπό τητος και ουχί πάσαν την ανθρωπότητα ανήκουσιν εις ένα
λαών και εις μίαν εποχήν και συμμετέχουσι σχεδόν πάντοτε 4
- 44 ν
ν
-
πλάνης, τών
Α
ν
-
* -
--
προλήψεων και των σφαλμάτων του αιώνος
και του έθνους αυτών. Ο Μωυσής, τιμώμενος υπό των πιστών »
-
-
-
τριών θρησκειών, ήν αληθής Ιουδαίος κατά τας θεωρίας, τα α ισθήματα, τα ήθη και τα έθιμα και την καταγωγήν ο Σω ν
-
ν
--
η
κράτης μέχρι της στιγμής, καθ' ήν έπιε το κώνειον, διέμεινε ', -
ν
-
και η
α
ν
--
γνήσιος Ελλην ο Λούθηρος ήν πάντοτε Γερμανός ν
ν
ν
Α
-
η
ν
ν
ν
ν
ν
ν
εις τε τας
ν
»
ν
αρετάς και τάς ελλείψεις, εις την ισχύν και εις την ασθένειαν *
- -
-
--
ν
ν
- -
ν
--
αυτού ο Καλβίνος έμεινε Γάλλος, καίτοι εξόριστος της πατρί δος δΒάσιγκτων δεν θα ήτο δι' ουδένα λαών της γης, ό »
ν
*-
-
»
-
--
είναι διά τους Αμερικανούς. Είναι αληθές, ότι ή επιβ
ιι Ο
τώγ
μεγάλων τούτων εκτείνεται πραγματικώς ίδ πνευμάτων -υδέ δί υπέρ τά αν
--
* --
η
ν
-
όρια της πατρίδος αυτών, αλλ' όμως ουδέποτε δύνανται να
γίνωσι τα καθολικά πρότυπα της μιμήσεως είναι άνθρωποι έκτακτοι, αλλά συγχρόνως και ατελείς, εκτεθειμένοι εις την -, πλάνην. Πολλάκις φαίνεται κινδυνώδες ν ακολουθήση τις πα σας τάς θεωρίας και την διαγωγήν αυτών. Τα σφάλματα και ν
ν
»
--
,
ν
ν
τα πταίσματα των μεγάλων ανδρών αναλογούσε προς τας δυ νάμεις και τας αρετάς αυτών, καθώς και τα μεγαλήτερα σώ ματα βίπτουσε τις μεγαλητέρας σκιάς. Και αυτοί οι κορυ φαίοι των αποστόλων, τότε μόνον εισί τά πρότυπα της ευσε βείας και της αρετής,Ν.όταν αντανακλώσι την εικόνα του θείου αυτών διδασκάλου διο και ο θεσπέσιος απόστολος Παύλος, προτρέπων τα πνευματικά αυτού τέκνα έλεγε «μιμηταί μου ν
ν
*
-
ν
-
-
ν
-
-
-
-
ν
-
γίνεσθε, καθώς εγώ Χριστού » (Α. Κορινθ. ιά, 1) Και καθώς πάντες οι μεγάλοι άνδρες ανήκουσιν εις ώρισμέ ν
ν
ν
-
ν
ν
ν
-
-
νους αιώνας, εις ώρισμένους λαούς και εις ώρισμένας αιρέσεις και σχολάς της επιστήμης και της τέχνης, ούτως δ θεάνθρω πος ανήκει εις πάσαν την ανθρωπότητα, εις πάντας τους αιώ νας. Αυτός μόνος είναι ο καθολικός τύπος, ο προκείμενος εις
μίμησιν καθολικήν και λίαν πρεπόντως και άνευ ουδεμιάς ματαιότητος ηδυνήθη να προτρέψη τους ανθρώπους, όπως ά - και
ν
ν
η
-
ν
-ν
γ
-
φήσωσι πάντα και άκολουθήσωσιν αυτώ. ό Χριστός είναι υ
περάνω των ορίων του χρόνου, των σχολών, των αιρέσεων, -
--
-
-
-
-
»
-
ν
ν
των λαών και των φυλών αναμφιβόλως ην Ιουδαίος κατά σαρ δ βί ή κα, έφερε το ένδυμα τούβαββίνου και ουχί τού έλληνος φιλο σόφου, και συνεμορφούτο προς τα έθιμα της Ιουδαϊκής ζωής, αλλ' όμως αι ιδέα και τα έργα αυτού έχουσιν αξίαν καθολι ν
--
-
*
•
-
-
Η
»
--
»
ν
.
-
-
Σ.
--
ν
-
--
-
--
--
--
-
--
--
-
κήν ουδέν Ιουδαϊκών υπάρχει έναυτώ, ουδέν, έχον αποκλει
– 45 -
στικών χαρακτήρα πάν ίδιον και εθνικών εν αυτώ υποτάσσεται εις το καθολικών και ανθρώπινον ουδέποτε ήσπάσθη ταύτην ή εκείνην την αίρεσιν τών συγχρόνων έζησε μακράν της τυ
πικής ξηρασίας των Φαρισσαίων, της ματαίας ελευθεροφροσύ νης των Σαδδουκαίων, και του αδρανούς και οκνηρού μυστι κισμού των Εσσαίων, όθεν ήτο πάντη απηλλαγμένος των προ λήψεων και των δεισιδαιμονιών του καιρού του και του έθνους του ίδου εξαίρεσις υπεράνθρωπος, καίτοι αι προλήψεις ασκού σι την τυραννίαν αυτών επί των ισχυροτέρων και των μαλ
λον ανεξαρτήτων πνευμάτων, Ενθυμήθητη την ελευθερίαν του Σωτήρος ως προς την τήρη, σιν του σαββάτου, ελευθερίαν ήτις έκίνει την αγανάκτησιν τών
τυπικών και μικρολόγων, ενώ ο Χριστός, ώς κύριος του σαβ, εξεπλήρου την αληθή έννοιαν και το πνεύμα του νό μου έντή καθολική και αιωνίω αυτού αξία, ενθυμήθητι πώς βάτου,
απεκρίθη εις τους μαθητάς αυτού, έρωτήσαντας περί τού έκ
γενετής τυφλού και φρονούντας, ότι το δυστύχημα αυτού προέ, κυψεν έκ τινος άμαρτίας «και ήρώτησαν αυτόν, οι μαθηταί αυτού, λέγοντες, Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυ
του, ένα τυφλός γεννηθή, απεκρίθη ο Ιησούς, ούτε ούτος ή μαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού α.1.1 ίνα φανερωθή τα έργα του
Θεού εν αυτώ» (Ιωάν θ΄, 2) παράβαλε την ευγενή και αμερό ληπτον αυτού συμπεριφοράν ενώπιον των Σαμαριτών προς το χρό νιον μίσος και τάς προλήψεις των Ιουδαίων, μη εξαιρουμένων ου
δε των μαθητών αυτού δε τον διάλογον αυτού μετά τη Σαμα, ρίτιδος (Ιωάν.δ. 5) και την παραβολήν του ελεήμονος Σαμα, ρίτου (Λουκ. , 30) ενθυμήθητη την συμπαθή αυτού κρίσιν πε ρι τών Γαλιλαίων, ών το αίμα ο Πιλάτος έμιξε μετά των θυ σιών, και περί των δέκα και οκτώ, εφ' ούς έπεσεν ο πύργος εν τώ Σιλωάμ και απέκτεινεν αυτούς «και αποκριθείς ο "Ιησούς είπεν αυτοίς δοκείτε ότι οι Γαλιλαίοι ούτοι αμαρτωλού πας ρά πάντας τους Γαλιλαίους εγένοντο, ότι τοιαύτα πεπόν θα σιν; ού, ί, λέγω ήμύν αλλ’ εάν μη μετανοήτε, πάντες ώσ
εφ' ούς έπε σεν ο πύργος εν τω Σιλωάμ, και επέκτεινεν αυτού, δοκεί.
αύτως απολεσθεί ή εκείνοι οι δέκα και οκτώ,
τε ότι ούτοι οφείλεται εγένοντο παρά πάντας ανθρώπους τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ, ούγι, λέγω υμίν άλλ" εάν μη μετανοήτε, πάντες ομοίως απολεσθε» (Λουκ. γ΄, 2)
- 46 -
Η μόνη κατηγορία, ήν οι ορθολογιστα παρουσιάζουσιν εις το κριτήριον των νεωτέρων σκεπτικών, είναι αύτη, ότι δΧρι στός απεδέξατο την δημώδη δήθεν πλάνην περί της υπάρξεως του Σατανά και των δαιμόνων αλλά λεγέτωσαν όσα θέλουσιν, όπως κατηγορήσωσι την δόξαν ταύτην ώς παράλογον ή αλή
θεια ανασκευάζει πανταχού τάς θεωρίας αυτών, ενώ αρνούνται την ύπαρξιν ένος δαίμονος, δεν δύνανται συνάμα και νά άρνη θώσιν, ότι πολυάριθμοι δαίμονες παρουσιάζονται υπό μορφήν ανθρώπου, ώστε είναι μάλλον παράλογον να πιστεύωμεν εις την διηνεκή ύπαρξιν ανθρώπων μοχθηρών και διεφθαρμένων, ή να παραδεχώμεθα μίαν βασιλείαν του κακού, κυβερνωμένην ύπο του διαβόλου,
καθώς αι πυραμίδες υψούνται υπεράνω των πεδιάδων της Αιγύπτου, τοιουτοτρόπως ο Χριστός υπερέχει πάντας τους σο φους του κόσμου και πάντας τους θεμελιωτάς τών αιρέσεων και των θρησκειών και διά να μεταχειρισθώμεν ενταύθα την φράσιν του Ρενάν, αυτός είναι ό αίτιος τών κολοσσιαίων δια στάσεων, ή αληθέστερον ειπείν, τών άπειρων και αιωνίων" ευ ρε μαθητάς και λατρευτάς μεταξύ των Ιουδαίων, και το ού
δεμίαν των αιρέσεων και των παραδόσεων αυτών απεδέξατο, εύρε θιασώτας μεταξύ των Ελλήνων, και το ουδέν νέον σύ στημα φιλοσοφίας προεκήρυξεν εύρεν οπαδούς μεταξύ των Ρω μαίων, και το ουδεμίαν μάχην έδωκεν, ουδε βασιλείαν επί γειονέθεμελίωσεν ευρελάτρας μεταξύ των Ινδών, οίτινες πε ριφρονούσι πάντας τους άλλους
ανθρώπους
εύρε προσκυνητάς
μεταξύ των αγρίων μαύρων της Αφρικής και των ερυθροχρόων της Αμερικής, καθώς και μεταξύ τών μάλλον πεπολιτισμένων έθνών των αρχαίων και νεωτέρων χρόνων καθ' άπαντα τα μέ ρη του κόσμου οι λόγοι και αι πε ίξεις αυτού, και το αναφε
ρόμενοι εις τας περιστάσεις, υφ’ ών προεκλήθησαν, διατηρού σιν όμως μέχρι της σήμερον την αυτήν θείαν δύναμιν και εφ αρμόζονται ις πάντας τους αιώνας και εις πάντα τα έθνη της γης. ό Χριστός είναι το παντέλειον και απαράμιλλον πρότυπον μέχρι συντελείας των αιώνων, πρότυπον πάσης α ρετής
διά τους χριστιανούς παντός τόπου, παντός κλίματος,
πάσης αιρέσεως, παντός έθνους και πάσης φυλής.
– 47 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄.
Η έντώ Χριστώ εναρμόνιος ενότης πασών των αρετών, Είναι μεγίστη πλάνη να πιστεύση της, ότι εις πλήρης κα
τάλογος πασών των αρετών του Χριστού δύναται να παρα στήση τον θείον αυτού χαρακτήρα. Ο θεάνθρωπος ου μόνον κατέχει το σύνολον πασών των αρετών, αίτινες διακρίνουσιν αυτών πάντων των άλλων ανθρώπων, αλλά και αποδείκνυσι την έντελεστάτην αναλογίαν και ιεράν άρμονίαν, υπάρχουσαν μεταξύ των θείων τούτων αρετών. Η αλήθεια αύτη συμπλη ροί την υψηλήν εικόνα της άγιότητος και της χάριτος, ήν αυ τός παρέχει εις τον ημέτερον θαυμασμόν την αλήθειαν ταύ την έθαύμασαν και πάντες οι νεώτεροι έξοχοι άνδρες (!), ό (1) “Ορ. Ullmann, ο Sindosigkeit Jesu », σελ. 67. Lange, « Leben Jesu », τομ. ά. σελ. 27-54. Ebrand, ο Dogmatik", τομ. 2, σελ. 25. Ο Hase, «Leben Jesu», σελ. 65, τίθησι την ιδα νικήν ώραιότητα του χαρακτήρος του Χριστού εν τή ώραία ισορροπία πασών των δυνάμεων, και εν τή τελεία αγάπη του Θεού, τή φανερω θείση έντή άγιωτάτη ανθρωπότητα. Ο επίσκοπος Wilson και Eviden Cρs of christianity ο τομ. 2, σελ. 116, παρατηρεί, ότι οι εν τω Χριστώ χάριτες, και αι κατά το φαινόμενον αντίθετοι και αντιφατικαί δραιότητες του χαρακτήρος, ήσαν εν παντελείω άρμονία. W. Ε. Channing a Charakter Christi» λέγει ότι ή ένωσης του πνεύματος
της εσχάτης ταπεινώσεως μετά της θείας και απαράμιλλου δόξης εί να το θαυμασιώτερον γνώρισμα του θαυμασίου τούτου χαρακτήρος.
“Ο Guizot, «Méditations sur l essence de la religion chrétienne, 1864, σελ. 272, γράφει « εν τοις ιερος Ευαγγελίοις εξίσταμαι και
θαυμάζω τον διπλούν χαρακτήρα της αυστηρότητος και της αγάπης, της αυστηρά. άγιότητος και της τρυφεράς συμπαθείας, άτινα διηνε κώς βασιλεύουσιν εις τάς πράξεις και εις τους λόγους του Ιησού Χρι στού ». Dr. Chr. Luthard εν τώ περιωνύμω αυτού συγγράμματα « Apologetische Wortrage iber die Grundwahrheiten des Chri stenthums, Λειψ. 1864, σελ. 204, λέγει, «"Η εικών της ζωής του Χριστού απετελέσθη εκ τής άγιωτέρας και υψηλοτέρας άρμονίας με ταξύ της φυσικής και ηθικής αυτού ζωής. Εις πάντας τους ανθρώπους
ή ένδόμυχος και εσωτερική ζωή ταράσσεται υπό θλιβεράς δυσαρμονίας, οι δύο πόλοι τής πνευματικής ζωής - ή συνείδησις και το αί σθημα, ή κεφαλή και η καρδία, αι δύο δυνάμεις της ηθικής ζωής – ή διάνοια και ή θέλ η σ ι ς, εις τίνα τών ανθρώπων υπ
άρχουσι σύμφωνοι; Εις μόνον τον Ιησούν Χριστόν ή τελειοτάτη άρ
– 48 -
Χριστός ήν ελεύθερος πασών εκείνων των ανθρωπίνων ατελειών,
αίτινες αποδεικνύουσι την ασθένειαν και αυτών των μεγάλων ανδρών δεν υπήρξεν ο αντιπρόσωπος μιας ιδέας, ή μιας έπι κρατούσης αρετής έναυτώ α ήθικα δυνάμεις ήσαν τοσούτον συγκερασμένα, ώστε ουδεμία τούτων έδέσποζεν επί της άλ λης, ή ήλλαττούτο απέναντι της ετέρας το μεγαλείον της μι
άς ώριζε το μεγαλείον της άλλης, και ούτω προεφύλαττεν αυ την της υπερβολής, ο θείος αυτού χαρακτήρ ουδέποτε απώλεσε το μέτρον και την ισορροπίαν, και ουδέποτε έσχε την ανάγκην να μετριασθή ή να επανέλθη εις αρμονίαν ήν ολοσχερώς άγιος,
πάντοτε ο αυτός, εξ αρχής μέχρι τέλους. Είναι δυσχερέσατον να περιγράψη τις διαλέξεων άρμοδίων την ανθρώπινον κρασιν του υιού του Θεού, δεν ήτο ούτε αιματώδης ώς ο Πέτρος, ού τε οξύθυμος ώς ο Παύλος, ούτε μελαγχολικός ώς ο Ιωάννης, ούτε φλεγματικός ώς ο Ιάκωβος, ο Xριτος συνήπτεν έν έαυτώ την ζωηρότητα τού αιματώδους άνευ της αστασίας, την δύνα μιντού χολερικού άνευ της τραχύτητος, και την γαλήνην του φλεγματικού άνευ της νωχελείας ήν επίσης αλλότριος των ύ περβολών τών νομιμοφρόνων, των ευσεβοφρόνων, τών ασκητών.
Αυστηρώς υποτασσόμενος εις τον νόμον, ταυτοχρόνως ενήργει έντώ κόλπω της ελευθερίας καίτοι πλήρης ζήλου, ήν όμως
πάντοτε πραΰς, γαληνιαίος και κύριος εαυτού. Συν πάση τή διηνεκεί και απολύτω αυτού υψώσει υπέρ τα πράγματα του κόσμου τούτου, ελευθέρως συνδελέγετο μετά πάντων, άνευ διακρίσεως τάξεως, ηλικίας και φύλου, Ετρωγε μετά τών τε μονία βασιλεύει εν τή πνευματική αυτού ζωή. Το εσωτερικών αυτού δικαστήριον είναι αυτή ή ειρήνη εν αυτώ ουδεμία δύναμις υπερισχύει τών άλλων πνευματικών δυνάμεων μεταξύ των εσωτερικών αυτού δι αθέσεων επικρατεί παντέλειος αναλογία, ήτις αντανακλά εν τη πραγ ματικότητα και εν τω συνόλω της πνευματικής και ηθικής αυτού ζωής" ή ζωή αυτού είναι αληθώς παναρμόνιο, καθότι μόνος ο Χριστός είναι όλος αγάπη, όλος καρδία, όλος αίσθημα, αλλ΄ ένταυτώ και πνεύμα και λάμψη και ύψωσις διανοητική. Το αίσθημα και ο νους εισιν εν αυ τώ αχώριστα εις αμφότερα ενυπάρχει η μεγίστη ζωηρότης των αι σθημάτων, τών συγκινήσεων, των αποφάσεων και των εννοιών, και όμως ή ζωηρότης αύτη ουδέποτε παρεκτρέπεται εις έξαψιν έμπαθή έν αυτώ και εν τη ζωή αυτού αείποτε παρατηρείται μεγαλείον γαληνών και ουράνιον, γλυκεια απλότης, άρμονία υψίστη, εν ενί λόγω, θεό της σε σαρκωμένη. »
– 49 –
λωνών και των άμαρτωλών, ελάμβανε μέρος εις την τελετήν του γάμου, εξέχει δάκρυα επί του τάφου, ηυφραίνετο εις τα κάλλη της φύσεως, έθαύμαζε την ώραιότητα των κρίνων του αγρού, και εξ όλων των αγροτικών θελγήτρων διέγραφεν εί κόνας διαφανείς τών υψηλοτέρων αληθειών της ουρανίου βα σιλείας. Η αρετή αυτού ήν άγια, άνδρική, ισχυρά, αλλ’ έν ταυτώ εγκάρδιος, κοινωνική, αληθώς ανθρωπίνη, ουδέποτε σκοτεινή και μικρολόγος, Θεού δύναμης και Θεού σοφία υπ άρχων, κατεδέχθη να βοηθήση των εκ της ελλείψεως του οίνου στενοχωρημένον άρχιτρίκλινον εις τον γάμον τον έν Κανά της Γαλιλαίας, και εδίδαξε την
υποδοχήν τού άσώτου υιού έν
τή πατρική οικία, μετά της θυσίας του μόσχου τού σιτευτού
εν τω μέσω χορών και μουσικής, αλλ' οι πεπωρωμένοι την καρδίαν έλεγον περί αυτού « Ιδού άνθρωπος φάγος και οι νοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. ιά, 1 9).
παρεξετράπη εις πάθος, ούτε ή σταθερότης αυτού εις πείσμονήν, ούτε ή ευποιία εις αδυναμίαν, ούτε ή τρυφερότης αυτού εις υπερβολήν ευαισθησίας. Το άγιον αυτού πνεύμα, ελεύθερον του κόσμου, ήγνόει την αδιαφορίαν και την μισανθρωπίαν, ή δε θεία αυτού άξία ουκ έγινωσκε την υπερηφάνειαν και την αξίωσιν, ώς και ή άπειρος αυτού συγκατάβασις την άτοπον εμπιστοσύνην. Η υψηλή αυτού αυτ απάρνησις ουδεν είχε δύστροπον, ή δε ειλικρινής μετριότης Ο ζήλος αυτού ουδέποτε
ουδέν των ασκητικών σκληραγωγών θαυμασίως συνήπτεν έν εαυτώ την αθωότητα του παιδίου και την αξίαν τού άνδρός,
των θερμών ζήλον υπέρ της δόξης του Θεού και την ακάμα τον συμπάθειαν προς πάντας τους ανθρώπους, αγάπην τρυφε ράν προς τον άμαρτωλών και αυστηρότητα αδυσώπητον προς το άμάρτημα, θάρρος ατρόμητον και φρόνησιν πλήρη σοφίας και χάριτος, σταθερότητα ισχυράν και πραότητα θαυμάσιον, Διο λίαν ευλόγως παρέβαλον την δύναμιν αυτού προς την του λέοντος, την δε πραότητα αυτού προς την τού αρνίου άλλ’ είχεν επίσης την φρόνησιν του όφεως και την ακεραιότη τα της περιστεράς. Υψωσε την μάχαιραν κατά του πολυμόρ ου κακού, και έφερεν ειρήνην, ήν ο κόσμος αδυνατεί να δώση. Ηνό μάλλον ενεργός και 6 ήττον θορυβώδης, ο μάλλον έλευ
θερόφρων και δ μάλλον συντηρητικός, ο μάλλον ήσυχος και ό θερμότερος πάντων των αναμορφωτών ήλθε να εκπληρώση έ -
– 50 -
καστον γράμμα του νόμου, και όμως τα πάντα άνεκαινισεν. αυτή παντοδύναμος χερ, ήτις εξέβαλεν έκ τού ιερού πάν τας τους πωλούντας και αγοράζοντας, ηυλόγησε τα μικρά παιδία, έθεράπευσε τους λεπρούς και έβάστασε τον μαθητήν, βυθιζόμενον εις τα κύματα της θαλάσσης. Το αυτό ούς, όπερ ήκουσε την φωνήν της ουρανίου ευδοκίας, ήν συνάμα ήνεωγ μένον εις τάς κραυγάς και εις τους στόνους της τικτούσης γυ ναϊκός. Το αυτό θεσπέσιον στόμα, όπερ έλεγεν εις τους ύπο κριτάς το φοβερών ουαί υμίν, και κατεδίκαζετάς κακάς έπι
θυμίας, την άπλην έννοιαν της άμαρτίας ώς και το έγκλημα, έμακάριζε συγχρόνως τους πτωχούς τω πνεύματι, έδιδε την άφεσιν τών άμαρτιών εις την πόρνην γυναίκα, και ηύχετο επί του σταυρού υπέρ των εαυτού σταυρωτών. Οι αυτοί θείοι δ φθαλμοί, οίτινες εθεώρουν τα μυστήρια του Θεού και έβλεπαν εις τας καρδίας των ανθρώπων, εξέχεον δάκρυα συμπαθείας επί της αχαρίστου και προφητοκτόνου Iερουσαλήμ, και δά
κρυα αγάπης επί του τάφου του φίλου Λαζάρου, Ταύτα πάντα εισί βεβαίως αντίθετα, αλλ' όμως δεν παρου σιάζουσιν αντιφάσεις, ειμή μόνον αποδεικνύουσι τας διαφόρους αποκαλύψεις της θείας δυνάμεως και αγαθότητος, ήτις ατρά πτει εν τη καταιγίδι και εν τη λαμπρότητα του ήλιου, εις τάς Αλπεις τας ύψωμένας μέχρι του ουρανού και εις τά άνθη της κοιλάδος, εις τον άπειρον ωκεανών και εις την δροσεράν στα γόνα της πρωίας. Κεχωρισμένα όντα έντώ άτελεί ανθρώπω, ηνώθησαν έντώ Χριστώ, όστις είναι το καθολικόν και παν τέλειον πρότυπον πάντων των τέκνων του Αδάμ – ό Θεάν θρωπος ήμών Λυτρωτής
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ".
Τα πάθη του Χριστού, Εάν πάσαι αι άρεται της ενεργείας και τού ήρωισμού συν απαντώνται εν τώ Χριστώ, αυτός επί τούτοις συνάπτει και
τας αρετάς της μάλλον παθητικής και άβράς φύσεως, και ού
τω παρέχει ημίν τον ύψιστον χαρακτήρα του αληθούς Μεγα λομάρτυρος Ουδείς φθάνει εις την τελειότητα άνευ αγώνων και άνευ παθημάτων και δοκιμασιών δευγενής θάνατος, είναι δ λαμ προς στέφανος της ευγενούς ζωής ή ύβρις και το όνειδος των πονηρών ανθρώπων είναι συνήθως τα αναγκαία συστατικά πά
σης αληθούς δόξης, ή δε συκοφαντία και ή βλασφημία, τα ουσιώδη μέρη του υπέρ της αληθείας θριάμβου. Οι Ελληνες και οι Ρωμαίοι έθαύμαζον τον ευθή και τίμιον άνδρα και άκλό νητον έν ταϊς δυστυχίας και εν ταις συμφορας, θεωρούντες αυτών συνάμα ώς δώρον πολύτιμον των Θεών, ο θείος Πλάτων περιγράφων τον αντίθετον χαρακτήρα του δικαίου και του άδικου, λέγει: «ούτω και ο άδικος επιχειρών όρθώς τους άδι
κήμασι λανθανέτω, ει μέλλει σφόδρα άδικος είναι... εσχάτη γαρ αδικία δοκεϊν δίκαιον είναι μη όντα τούτον δε τοιούτον θέντες τον δίκαιον, παρ' αυτών ιστώμεν τω λόγω άνδραά πλούν και γενναίον, κατ' Αισχύλον ουδοκεϊν άλλ' είναι αγα θόν έθέλοντα γυμνωτέος δή πάντων πλην δικαιοσύνης, και
ποιητέος έναντιως διακείμενος τώ προτέρω, μηδέν γάρ άδι κών δόξαν εχέτω την μεγίστην αδικίας, να ή βεβασανισμένος εις δικαιοσύνηντώ μη τέγγεσθαι υπό κακοδοξίας και των απ' αυτής γιγνομένων άλλ" τωάμετάστατος μέχρι θανάτου, δο κών μεν είναι άδικος διά βίου, ών δε δίκαιος.» Αλλ' ο μέγας φιλόσοφος οιονεί θεοπνεύστως απεφήνατο «ότι ούτω διακείμε νος ο δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεθήσεται, τελευ τών πάντα κακά παθών ανασχίνδυλευθήσεται» (Πολιτ. Βιβλ. β. σελ. 40). Ουδόλως παράδοξον εάν οι αρχαίοι πατέρες της Εκκλησίας και οι νεώτεροι θεολόγοι εύρον εις το περιώνυμον τούτο χωρίον του Πλάτωνος την του προφήτου Ησαΐου πρό
ρησιν (Ησ.λγ) και την προφητείαν περί του σωτηρίου πάθους τού Χριστού,
Αλλ' εν τούτοις το αφηρημένον τούτο ιδεώδες του Αθηναί ου φιλοσόφου πόσον απέχει της υψηλής εκείνης πραγματικό
τητος, ήτις έφάνη τρεις αιώνας βραδύτερον! Οι μεγάλοι άνδρες τού κόσμου τούτου, εις εξαιρετικάς περιστάσεις ευρισκόμε νοι, συνήθως απογυμνούνται της εξόχου αυτών στάσεως, και αποθαρρύνονται απέναντι των δυσχερειών και περιπετειών της
ζωής ενθυμηθώμεν τον Ναπολέοντα επί κεφαλής των νικη 4*
– 52 -
φόρων λεγεώνων, εις το πηδάλιον της κραταιάς αυτοκρατορία ας, και τον αυτον Ναπολέοντα μετά την μάχην τού Βατερλώ
και εν τη νήσω της Αγίας Ελένης! ή υψηλοτέρα έκφρασις της παθητικής αντιστάσεως, εις ήν ύψώθησαν ο αρχαίος εθνισμός και ο νεώτερος ήρωισμός, ουδέν άλλο έτίν, παρά ή τωϊκή έκεί νη αρετή, ήτις αποδέχεται και υφίσταται την πάλην μετ' αγε ρώχου περιφρονήσεως, μετά ψυχράς αδιαφορίας και άνευ ουδε μιας ευγενούς συγκινήσεως, αρετή, ήτις, ώς έπι το πολύ, είναι μορφή του εγωισμού και της υπερηφανείας,
Ο Χριστός έδωκεν ήμίν, διά της διδασκαλίας και του πα ραδείγματος αυτού, πρότυπον όλως διάφορον, υπόδειγμα α πείρως υψηλότερον, επίσης άγνωστον προ αυτού και μετ' αυ τον, εάν τις εξαιρέση την ατελή μίμησιν τών πιστευόντων εις αυτόν άνεκαίνισε, και ήγίασε την αρχαίανήθικην φιλοσοφίαν, και εδίδαξεν εις τον κόσμον, ότι ή συγχώρησις και η αγάπη
τών έχθρών, ή άγιότης και ή ταπείνωσις, ή υπομονή εις τάς θλίψεις και ή χαρμόσυνος υποταγή εις το σωτήριον θέλημα του Θεού, είναι ο αληθής στέφανος του ηθικού μεγαλείου «έαν δε αμάρτη εις σε ό άδελφός σου, επιτίμησον αυτών και εάν μετανοήση, άφες αυτών και εάν επτάκις τής ημέρας
επιστρέμη επί σε, λέγων, μετανοώ, αφήσεις αυτών (Λουκ. ιζ. 4) «εγώ δε λέγω ημίν, αγαπάτε τους εχθρούς ύμών, εύλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τους μι
σούντας υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων ύ μάς και διωκόντων υμάς» (Ματθ έ, 44). Ιδού, αναντιρρή τως υψηλή και θεία διδασκαλία! αλλ' ή πρακτική αυτής α
πόδειξις και η ζώσα πραγματοποίησις είναι ακόμη υψηλοτέ ρα και θεοτέρα! Την ισχυράν δύναμιν της υπομονής, ήν έκέκτητο ο Χριστός,
δεν πρέπει να θεωρήσωμεν μόνον έκλάμπουσαν εις τας τελευ δημοσίου αυτού βίου έν γένει, ο ανθρώπι νος βίος περιστοιχίζεται εις έκαστον βήμα υπό δοκιμασιών, ύπο μεριμνών και προσκομμάτων, άτινα οφείλουσιν, ώς τόσα μέσα ανατροφής, ν αναπτύξωσι την ικανότητα και να δοκι μάσωσι τάς δυνάμεις αυτού ούτω συνέβη και εις τον βίον του
ταίας σκηνάς τού
θεανθρώπου. Καθ' άπασαν την διάρκειαν της ταπεινώσεως και συγκαταβάσεως αυτού υπήρξε πεφορτισμένος υπό θλίψεων και
μεριμνών (Ησ.λγ, 4), και υπέμεινε την αντιλογίαν των α
- 53 -
μαρτωλών (Εβρ. ιβ, 3) διετέλεσε πτωχος και υπέστη πείναν και κόπον επεράσθη υπό του διαβόλου εξ αρχής το θείον αυ
του στάδιονήν πλήρες δυσχερειών, κατά το φαινόμενον, ανυ περβλήτων, οι λόγοι αυτού και τα θαύματα διήγειρον το π. κρότερον μίσος, μίσος, όπερ προέβη εις την απόφασιν τού φ νου οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι έντη ομοθύμω κατ’ αι
--
αύ
του μανία έλησμόνησαν τάς ζηλοτυπίας και τάς έριδας των απέρριπτον και διέτρεφον την μαρτυρίαν αυτού, διά των
κακεντρεχών έρωτήσεων έπλήθυνον ενώπιον των βημάτων αυ του τάς πέτρας του σκανδάλου έκάλουν αυτόν φάγον και οι νοπότην, φίλον τελωνών και άμαρτωλών, ένεκα της θείας αύ του αγάπης, αγάπης πλήρους συγκαταβάσεως και αγαθότητος, καιώνειδίζον αυτών ώς βεβηλούντα το σαββατον, διότι εύηρ
γέτει έντη ημέρα ταύτη, έκατηγόρουν αυτόν ως βλάσφημον και ώς έχοντα δαιμόνιον, επειδή έλεγεν εγώ και ο πατήρ έν εσμεν και απέδιδαν τα θαύματα αυτού εις τον Βεελζεβούλ, τον άρχοντα των δαιμονίων, Καίτοι πλήρης ήν και άξιος θαυ μασμού διά την σοφίαν και διά τα έργα αυτού, ουχ ήττονό μως ο λαός τού Ισραήλ μετά περιφρονήσεως έβλεπε την κα ταγωγήν αυτού, ή δε πατρίς και ή πόλις αυτού ήρνούντο ν’ α
ποδώσωσιν εις αυτόν την τιμήν, την απονεμομένην εις τους
προφήτας και οι αδελφοί αυτού ουδόλως επίστευαν κατ' άρ χάς εις αυτόν, αλλά κατεχόμενοι υπό του ζωηρού πόθου της επιγείου βασιλείας, εμέμφοντο την ταπείνωσιν της εκείνου δια, γωγής τελευταίον, ή των μαθητών αυτού και αποστόλωνά κακος ολιγωρία περί τους λόγους αυτού, καίτοι βαθέως εσέ
βοντο το θείον αυτού πρόσωπον και εν πίστει ανεγνώριζαν την θείαν αυτού αποστολήν, ήν ισχυρά δοκιμασία μεγάλης υπο Ονης.
Αλλά και η συμπάθεια αυτού προς την αθλιότητα και τα
μυρία δυστυχήματα των ανθρώπων, άτινα έβλεπεν υποδια φόρους μορφας, ηύξανε τά άλγη της φιλανθρώπου αυτού κας δίας ώποία θλίψης και οδύνη, εις τον άγιον, τον φιλάνθρω πον και ευεργέτην Σωτήρα, να αναπνέη τριάκοντα έτη τον πνι γηρον αέρα του άμαρτωλού τούτου κόσμου, νά βλέπη τας φο βεράς έκρήξεις των διαβεβλημένων και ενόχων παθών, να α κούη τους θρήνους και τους κοπετούς της ανθρωπότητος, νά
διατελή εις άμεσον σχέσιν μετά των τυφλών, των παραλυτι
- 54 -
κών, των κωφών, των σεληνιαζομένων και δαιμονιζομένων, και νά ύπομένη πάσας τάς εφόδους τών ασθενειών, τών μεριμνών, των αγωνιών και των κραυγών της άνθρωπίνης ταλαιπωρίας!
Είναι αδύνατον να περιγράψη τις τα πάθη τα σεπτά του κόσμου, ή να παραβάλη ταύτα προς άλλο οιον δήποτε άλγος! Ενταύθα λάμπει υπέρτατον μεγαλείου, όπερ έμφαίνουσιν οι ακόλουθοι λόγοι του προφήτου Ησαίου: «είμα μόνος εν τώ μηνών και των εθνών ουκ έστιν ανήρ μετ' έ Σωτήρος τού
μου» (Ησ. ξγ, 3) εάν οι μεγάλοι άνδρες κατέχουσι διακεκρι μένην θέσιν, πολύ ύπεράνω της κοινής στάθμης, επί τών αι
θερίων υψωμάτων της διανοίας και της πράξεως, τί λεκτέον περί του Ιησού Χριστού, του επί των υψωμάτων του Γολγοθά το ανθρώπινον ήμων γένος φωτίσαντος; όσον ο άνθρωπος εύ ρίσκεται πλησιέστερον της ηθικής τελειότητος, τοσούτο μάλ
λον λεπτότερον και βαθύτερον αισθάνεται την πικρίαν του ά μαρτήματος, των κακών και των στεναγμών του κόσμου τού
του ουδέποτε άνθρωπος έπαθε και υπέμεινεν αναιτίως, αδί κως και σκληρώς ώς ο Ιησούς δ από Ναζαρέτ! Εν τώ βρα χεί διαστήματα λίγων ωρών βλέπομεν εκτυλισσομένην έ νώπιον των ημετέρων οφθαλμών τραγωδίαν καθολικής φρίκης και σπουδαιότητος, έν ή παρίστανται άλληλοδιαδόχως πάσαι αι μορφα της ανθρωπίνης κακίας, της μοχθηρίας, της αχαρι προδοσίας, της χλεύης και της ύβρεως, των βασά νων του σώματος και των αγωνιών της ψυχής, και ής ή λύσις
στίας, της
τελευτά εις τον μάλλον επονείδιστον θάνατον, αν έγινωσκον τότε τα έθνη, τον θάνατον του σταυρού! Ο λαός και οι άρχον τες Ισραήλ ομογνωμονούσε να απολέσωσιν εκείνον, όστις ήλθε να σώση αυτούς, οι μαθηταί αυτού των εγκαταλείπουσιν ο Πέ. τρος τον αρνείται ο Ιούδας τον προδίδει και τον πωλεί! οι άρ χιερείς και οι άρχοντες τον καταδικάζουσιν βωμαίοι στρατι ώτα έμπαίζουσιν αυτών, το δε μανιώδες πλήθος άφησε φωνην
αίματος, κράζον «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν», συλλαμ βάνεται εν καιρώ νυκτός, άγεται και σύρεται από δικαστηρί ου εις δικαστήριον, φέρων στέφανον εξ ακανθών, ύβριζόμενος, κολαφιζόμενος, έμπτυόμενος εις το πρόσωπον, και τελευταίον κρεμάται ως κακούργος μεταξύ δύω ληστών, ο αιώνιος της δόξης βασιλεύς! Αλλά πώς υπέμεινεν ο Χριστός πάντα ταύτα
τα οδυνηρά μαρτύρια, ώς και τον σταυρικόν θάνατον, όστις έστεφάνωσε ταύτα λαμπρώ και ένδόξω στεφάνω; Πολύ διαφόρως των ψυχρών Στωικών και της φαινομένης αυτών αρετής, ήκιστα φυσικής και λίαν αποτροπαίου, ό 1η
σούς Χριστός ήσθάνετο την τρυφερωτέραν συγκίνησιν και την βαθυτέραν συμπάθειαν προς πάντα στεναγμών και προς πάσαν
αγωνίαν του ανθρώπου δό εδάκρυσεν επί τον τάφον του αγα πητού φίλου Λαζάρου και έκλαυσεν ιδών την πόλιν Ιερουσα λήμ, άνθ’ ών ουκ έγνωτά προς ειρήνην ουδέ τόν καιρόν τής επισκοπής, ή αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα
τούς απεσταλμένους προς αυτήν (Λουκ. ιγ,34). Επί δε του σταυρού κρεμάμενος και δυνώμενος παρεσκεύασεν άσυλον εις την Θεοτόκου και παναγίαν αυτού μητέρα! αλλ' εις ταύτην την τρυφερότητα, αληθώς άνθρωπίνην, και εις ταύτην την τών
αισθημάτων άβρότητα, συνήψε αξίαν και μεγαλείον ανέκφρα στον, κατοχήνέαυτού θαυμάσιον και γαλήνην του πνεύματος αναλλοίωτον εις δε το άγιον αυτού πάθος απέδειξε τοσούτον θείον και ακατάληπτον ύψος, ώστε είναι αδύνατον ήμες οι θνητοί να θαυμάσωμεν και να αγαπήσωμεν έπαξίως τον ύπερ ήμών παθόντα και σταυρωθέντα! Πορευόμενου επί των Γολγο
θά, αι άγαθαι και ευγενείς γυναίκες της Ιερουσαλήμ έκόπτοντο και έθρήνουν αυτόν στραφείς δε προς αυτάς ο υιός του Θεού
είπε: «θυγατέρες"Ιερουσαλήμ, μή κλαίετε επ' εμέ, πλην εφ' υμάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ', 28). Τις δεν αισθάνεται την δύναμιν των λόγων τούτων, και το ευρίσ κεται εν πάλη μετά του κόσμου των ασεβών, αλλ' ουδέποτε
λόγος πείσματος ή βίας εξέρχεται από του στόματος αυτού προλέγει σαφώς το σωτήριον αυτού πάθος και το αναγγέλλει πολλάκις εις τους εαυτού μαθητάς. Αλλ' όμως ουδέποτε γογγυσμός, ουδέποτε έκφρασης δυσ μενείας ή λύπης έπλανήθη επί των χειλέων αυτού. Ούτε επί
μίανκάν στιγμήν τον βλέπομεν αποτεθαρρημένον ή ώργισμέ νον είναι πάντοτε πλήρης πεποιθήσεως, διότι καλώς γνώσκει, ότι τα πάντα λίαν καλώς εγένοντο υπό της πανσόφου προνοί
ας του ουρανίου αυτού πατρός. Η γαλήνη και αταραξία αυτού έντώ κλυδωνι του ύδατος, ότε οι μαθητα περίφοβοι και τρέ μοντες έκραύγαζαν λέγοντες, επιστάτα, επιστάτα, άπολύ μεθα (Λουκ. ή, 23), είναι ή προσκυνητή εικών της ουρανίου
καταστάσεως της θείας αυτού ψυχής, Εξετέλει πάντα τα θεο πρεπή αυτού έργα μεθ' άπλότητος και ηρεμίας, ολοσχερώς αντικειμένης εις την ταραχήν και τον θόρυβον τού περικυ κλούντος αυτών πλήθους ουδέποτε έθήρευσε την εύνοιαν του κόσμου, αλλ' ήν πάντη αδιάφορος εις τετάς τιμάς και εις τάς απειλάς αυτού. Και καθώς ο ήλιος πορεύεται υπεράνω τών νεφών, ούτω και ο Σωτήρ έπορεύετο ένθεία γαλήνη και
λαμπρότητα υπεράνω των ανθρωπίνων παθών, των δοκιμασιών και των ταραχών της ένταύθα παροικίας. Περιεκυκλούτο πάντοτε υπό της ατμοσφαιρας της ουρανίου ειρήνης, ώς και έν
αυτή τη θλιβερά ώρα του αποχωρισμού, καθ' ήν είπεν εις τους τεθλιμμένους και αδημονούντας αυτού μαθητάς « ειρήνην ά φίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν ού καθως ό κό σμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν μή ταρασσέσθω ύμών ή
καρδία, μη δειλιάτω » (Ιωάν. δ., 27). Aείποτε πλήρης χαράς, ήθέλησε ν' αφήση την αληθή ταύτην χαράν και εις πάντας τους εις αυτόν πιστεύοντας, όταν είπεν εις τον ομοού στον πατέρα έν τη θεοπρεπεστάτη αυτού προσευχή « να έ χωσι τήν χαράν την έμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς» (Ιω άν. ιζ, 13). Εις τους αυστηρούς και δικαίους αυτού ελέγχους κατά τών Φαρισαίων ουδέποτε εξέκλινεν εις υπερβολήν αντή
μειβε πάντοτε το κακόν διά του αγαθού, έσυγχώρησε τον α πόστολον Πέτρον μετά την άρνησιν αυτού, και βεβαίως ήθελε συγχωρήσει και τον προδότην Iούδαν, εάν και ούτος έκλαιε πικρώς και μετενόει ειλικρινώς. Και επί του σταυρού κρεμά
μενος είπε λόγους αγάπης και συμπαθείας, προσευχόμενος ύ πέρ τών προσηλούντων τους πόδας και τάς χείρας αυτού! « Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Δεν έ
ζήτησε το μαρτύριον, ουδε έδραμεν ενώπιον αυτού, ώς πολλοί των ανθρώπων, μετά φιλοδόξου ενθουσιασμού ο Χριστός άν έμενεν έν αταραξία και υπομονή την ώρισμένην ώραν υπό του ουρανίου αυτού πατρός.
Και όταν ήλθενή κοσμοσωτήριος αύτη ώρα, μεθ’ όποιας ύ περανθρώπου δυνάμεως και μεγαλοπρεπούς αταραξίας, μεθ' ή λίκης ισχύος και ταπεινώσεως, ύψους θεοπρεπούς και πραό τητος ανεκφράσου δήλθε τά σκότη και τα βάσανα! Δέσμιος, και ώς ένοχος θανάτου κατηγορούμενος ενώπιον του Πιλά του, κηρύττει εαυτόν βασιλέα της αληθείας, ο δε αντιπρό
– 57 -
σωπος του αυτοκράτορος των Ρωμαίων τρέμει ενώπιον της δ μολογίας ταύτης, και λαβών ύδωρ, άπενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων, αθωός ειμι άπό τού αίματος
του δικαίου τούτου ύμείς όψεσθε (Ματθ. κζ,24). Δικα ζόμενος ώς εγκληματίας ενώπιον του μεγάλου αρχιερέως, όμ λεί προς αυτόν μετά της αξίας και της μεγαλειότητος του
κριτού του κόσμου « και αποκριθείς ό άρχιερεύς είπεν αύ τώ, έξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος, να ήμύνεϊ πης, εισύ εί, ό Χριστός, ο υιός του Θεού, λέγει αυτώ ό"Ι ησούς, συ είπας, πλήν λέγω υμίν, απ' άρτι όψεσθε τον υί όν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως, και ερχόμενον επί τών νεφελών του ουρανού» (Ματθ. κς, 64). Παλαίων δε μετά του θανάτου και δυνώμενος έπι τού σταυ ρού, ο αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' έμού έση εν τώ παρα δείσω, είπεν εις τον μετανοούνταληστήν και λέγοντα, μνή σθητί μου, Κύριε, όταν έλθης έντή βασιλεία σου » (Λουκ. κγ, 39). Πάσα πράξις και πάς λόγος εν τη ιστορία του ά γίου πάθους είναι θείος και υψηλός, από της έν Γεθσημανή ά γωνίας, ένθα ο υιός του Θεού, ο μόνος δίκαιος και ο μόνος ά γιος, ο αίρων την άμαρτίαν τού κόσμου, προσηύξατο και είπε « Πάτερ μου, ει δυνατόν έστι, παρελθέτω απ' έμού τόπο
τήριον τούτο, πλην ουγ ώς εγώ θέλω, άλλ’ώς σύ» (Ματθ. κτ, 40), μέχρι της θριαμβευτικής αναφωνήσεως από τού ύ ψους του σταυρού α τετέλεσται ». Η καταπληκτική αυτού
σιγή ενώπιον των δικαστηρίων και του παραφόρου λαού, ήσι γή αύτη τού άφώνου άμνού εναντίον του κείροντος αυτόν, είναι εύγλωττοτέρα πάσης υπερασπίσεως ματαίως ήθελε ζη τήσει τις παράλληλον έντή ιστορία των σοφών του παλαιού και του νέου κόσμου. Διο και αυτός ο Ρουσσώ ηναγκάσθη να ομολογήση ότι, « εάν ο βίος και ο θάνατος τού Σωκράτους
είναι σοφού, ο βίος και ο θάνατος του Ιησού είναι θεού. » Sί la vie et la mort de Socrate sont d'un sage, la vie et la mort de Jésus sont d'un dieu.
όσον ευλαβώς μελετώμεν το πάθος του Χριστού, τοσούτον ψυχωφελώς καταλαμβάνομεν, ότι αυτός απέθανε δίκαιος υπέρ
των άδικων, άγιος υπέρ των αμαρτωλών, και διά του πανα γίου αυτού αίματος απέπλυνε τάς άνομίας του κόσμου, αισθα νόμεθα και λατρεύομεν την θυσίαν της καταλλαγής και της
άπειρου αγάπης, Εάν και μόνη ή άπλή ιδέα έλεήμονος λυτρω του, έλθόντος να ελευθερώση το ανθρώπινον γένος από του ζυγού της αμαρτίας, είναι πλήρης ύψους και μεγαλείου ανεκ φράστου έάνεις των πάλαι σοφών ώμολόγησεν, ότι ευχαρί στως ήθελεν ύπομείνη τον μαρτυρικόν θάνατον ύπέρ της ά
πλής ιδέας τοιούτου σωτήρος, τί άρά γε οφείλομεν να αισθα νώμεθα ήμες υπέρ του Ιησού Χριστού, όστις είναι ή αλήθεια και ή πραγματικότης της ιδέας ταύτης! Αναμφιβόλως τούτο είναι μυστήριον ακατάληπτον, μυστήριον άρχής και φύσεως αναντιρρήτως θείας και ουρανίου, μυστήριον τοσούτον πλού σιον εν ευλογίας, ώστε η κεφαλή και η καρδία κλίνουσιν έ νώπιον αυτού, λατρεύουσα και πλημμυρούσαι εξευγνωμοσύ νης και χαράς. Το πάθος και ή ανάστασις του Χριστού εισιν άνευ παραλλήλου και μοναδικά έντη δόξη αυτών, και διαμε νούσε πάντοτε ότι ήσαν έντώ διαστήματα δεκαοκτώ αιώνων, τουτέστι, το άγιώτατον αντικείμενον των ανθρωπίνων μελε
τών, το ύψιστον παράδειγμα της πασχούσης αρετής, το ισχυ ρότερον όπλον κατά της άμαρτίας και ή ζωήβυτος πηγή της αγάπης, της πίτεως, της ελπίδος και της παρηγορίας διά τους
ευγενεστέρους και τιμιωτέρους των ανθρώπων,
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1". Α Ν Α ΚΕΦΑΛΑΙΩΣΙΣ,
Τό πρόσωπον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έστι το θαύμα της Ιστορίας, Τοιούτος υπήρξεν "Ιησούς διάπο Ναζαρέτ αληθής άνθρωπος, και όμως πάντα διάφορος πάντων των άλλων ανθρώπων άν θρωπος απολύτως μοναδικός και πρωτότυπος από της παιδί κής μέχρι της άνδρικής αυτού ηλικίας Εζησε και απέθανεν εν αδιαλείπτω κοινωνία μετά του Θεού και πατρός απέδειξε την άγιωτέραν αγάπην πρός τους ανθρώπους διετέλεσεν αλλότρι ος πάσης άμαρτίας και πάσης πλάνης, δίκαιος και άγιος ώς ο Θεός εδίδαξε και έπραξε πάσας τάς αρετάς έντή τελειοτάτη
– 59 –
αυτών άρμονία έδωκεν εαυτόν υπέρ της του κόσμου ζωής έ σφράγισε τον θείον αυτού βίον διά του ένδοξοτέρου θανάτου, και έκτοτε έκηρύχθη και επιστεύθη ύπο της πεφωτισμένης άνθρωπότητος το μόνον και τέλειον πρότυπον πασών των ά ρετών και πάσης αληθούς άγιότητος! Το ανθρώπινον μεγα λείον συνήθως έλαττούτα, εκ του πλησίον θεωρούμενον και
εξεταζόμενον άλλο χαρακτήρ του Χριστού τοσούτον φαίνε τα άγιώτερος, θαυμασιώτερος και προσφιλέστερος, όσον με λετάται επιμελέστερον και γνώσκεται βαθύτερον. Η ιστορία και ή ποίησις ουδέν παράλληλον παρουσιάζουσιν ήμίν ουδείς θνητος ούτε προ ούτε μετά Χριστόν προσήγγισε την θείαν αυτού τελειότητα, εκτός ατελών μιμήσεων του παραδειγμα τος αυτού,
Τις βιογράφος, τις ηθικολόγος ή τις καλλιτέχνης ήθελενέ πιχειρήσει να ζωγραφήση δεόντως το υπερφυσικών κάλλος και την άγιότητα, ήτις έξαστράπτει από του θεανδρικού προσώ που Ιησού του Ναζαρηνού ; το ανέκφραστον τούτο κάλλος και ή σώζουσα και άγιάζουσα αύτη χάρις και άγιότης απείρως ύ περέχουσε, και ημείς αισθανόμεθα τούτο λίαν καλώς, πάν ό,τι τα κάλλη τού πνεύματος, τά αριστουργήματα της φαντασίας
και τα χρώματα της γλώσσης και της γραφίδος των ανθρώ πων και των αγγέλων δύνανται να εκφράσωση. Τις ήθελεν έ
πιχειρήσει ν' αντλήση έντώ κοιλώματι μικράς κρήνης τάου ρανομήκη κύματα του ωκεανού, ή να περιγράψη διά της με λάνης την λάμψιν του ανατέλλοντος ηλίου, και την λαμπρό τητα και μεγαλοπρέπειαν του έναστρου ουρανού; Ουχί ούτε ή δαιμόνιος χειρ του Ραφαήλ, ούτε ή μεγαλοφυΐα του Ομήρου, του Μίλτωνος ή του Κλοπστοκ ήδύνατο να χαρακτηριση των
Σωτήρα του κόσμου, ώς ή άπλή και άτεχνος διήγησις τών ερών ευαγγελίων, ών ή αλήθεια αποτελεί το μοναδικών και παντέλειον θέλγητρον. Η αλήθεια εν τη αφελεστάτη και ά μερολήπτω Ευαγγελική διηγήσει είναι θαυμασιωτέρα και σχυροτέρα της ποιήσεως όμιλεί άνευ επαίνων και εγκωμίων, Ενταύθα, και μόνον ένταύθα ή υψίστη τελειότης της τέχνης
μένει όπισθεν της ιστορικής αληθείας, ή δε φαντασία δεν ευ ρίσκει χώραν, όπως ποιήση ιδανικήν την πραγματικότητα διότι ενταύθα υπάρχει αυτό το ιδεώδες, το απόλυτον ιδεώδες έντή ζώση πραγματικότητα. Και μόνη ή σκέψις αύτη εξαρ 5
– 60 -
αποδείξη εις έκαστον άνθρωπον λογικών και σκε πτόμενον, ότι το πρόσωπον τού Χριστού ύψούται ύπερ τάς φυσικάς και άνθρωπίνους αναλογίας και ασυγκρίτως υπερέχει τα άγιώτερα και μεγαλήτερα πνεύματα του άνθρωπίνου γέ
κεί, όπως
νους.
Την αλήθειαν ταύτην ώμολόγησαν και οι τού χριστιανι σμού αντίπαλοι, ώς και οι έξοχώτεροι άνδρες τών καθ' ήμάς αιώνων, καθ' όσον έκαστος έβλεπε το φώς της χριστιανικής
αληθείας και την αλήθειαν των πραγμάτων. Ο Ιωάννης Ρουσσώ (Rousseau), σοφος Γάλλος τού ή αιώνος, ομολογεί σαφέστατα (Emile) ότι δεν δύναται πλέον να παραδεχθή και νά έννοήση άλλην παραβολήν μεταξύ Σωκράτους και Ιησού Χριστού, ειμή την μεταξύ σοφού και θεού. Ο Ναπολέων κα λώς είδε διά του βλέμματος αυτού, βλέμματος του αετού, ό τι ο Χριστός είναι πλέον ή άνθρωπος, και ότι παραδεχθείσης άπαξ της θεότητος αυτού, το μυστήριον τού χριστιανισμού καθίσταται αρίδηλον και ώρισμένον ώς πράξις αριθμητική, όGoethe, ο καθολικώτερος και τελειότερος των νεωτέρων ποιητών, καλεί τον Χριστόν άνθρωπον και θεόν και άγιον
των αγίων, και εξυμνεί ως σωτήρα της ανθρωπότητος. Ο 1 ωάννης-Παύλος, ο κλεινότερος δρθολογιστής της Γερμανίας, αποδίδωσιν εις τον Ιησούν τον από Ναζαρέτ υπεράνθρωπον έ παινον « Είναι, λέγει, ο άγιώτερος μεταξύ των ισχυρών, και ό ισχυρότερος μεταξύ των άγιων καθότι διά της θείας αυτού χειρός ύψωσε τάς βασιλείας του κόσμου υπέρ τάς στρόφιγγας αυτών, μετέβαλε την κοίτην του χειμάρρου των αιώνων, και δεσπόζει του χρόνου διηνεκώς. » Θωμάς ο Καρλύλος, ο θαυ μαστής ούτος των ηρώων, δεν εύρεν ουδένα εφάμιλλον του ησού Χριστού εν πάση τη χορεία των μεγάλων ανδρών, άρ χαίων τε και νεωτέρων ονομάζει τον βίον αυτού ποίημα δανικόν και παντέλειον, αυτόν δε, τον έξοχώτερον και θαυμασιώτερον πάντων των ηρώων, χωρίς να προφέρη το μεγαλοπρεπές αυτού όνομα, αλλ' υποχρεών των αναγνώστην να σκεφθή μετά βαθυνοίας επί του ιερού τούτου θέματος. Ο Ρενάν (Reman), ο γνωστός ούτος Γάλλος, όστις μελετά τον Xριστον ώς ορθολογιστής και πανθεϊστής, και επομένως άρ νείται τα θαύματα της ευαγγελικής ιστορίας, αναγκάζεται να βρίση τον Χριστόν, ο άνθρωπον κολοσσαίων διαστάσεων,
άνθρωπον άνευ ομοίου, εις τον όποιον ή καθολική συνείδησις απέδωκε τον ένδοξον τίτλον του υιού του Θεού, διότι έτε λειοποίησε την θρησκείαν ώς ουδείς άλλος έντε τώ παρελθόν
τι και έντώ μέλλοντ. Περαίνων δε τον βίον του Ιησού (Wie de Jésus), έκφέρει την αξιοσημείωτον ταύτην ομολογίαν
« οια και άνιώσι τα απροσδόκητα φαινόμενα του μέλλοντος, ο Ιησούς ουδέποτε παρελεύσεται ή λατρεία αυτού έσεται ακα ταπαύστως άναθάλλουσα και ανακαινιζομένη, ή ιστορία αυ του θα προκαλή δάκρυα ατελεύτητα, τα πάθη αυτού θα κα τανύγωσε τάς αγαθωτέρας καρδίας, πάντες οι αιώνες κηρύξου σιν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων ουδείς εγεννήθη μεί ζων του Ιησού » (1).
όσοφος καθηγητής Βάουρ (Baur), ο θεμελιωτής της εν Τιβίγγη σκεπτικής σχολής και ο επιφανέστερος και σπουδαι ότερος μεταξύ των πολεμίων της βιβλικής και εκκλησιαστι κής πίστεως, μετά πολλάς έρευνας μακράς και φιλοπόνου ζω
ης, έφθασεν έπι τέλους εις τούτο το συμπέρασμα, ότι το πρό
σωπον του Χριστού διαμένει το μέγιστον μυστήριον έντή στορία, και ότι, εν πάση βεβαιότητι, ή καθολική σπουδαιό της τού χριστιανισμού εξαρτάται από του παναγίου και
μυ
στηριώδους τούτου προσώπου (2) (1) Vie de Jesus, p 525. « Ouels que puissent être les phenomenes inattendus de l'avenir, Jésus me sera pas surpas sé. Son culte se rajeunira sans cesse; 8a legende provoquera des larmes sans fin, ses soufrances attendriront les meilleurs
coeurs, tous les siècles proclameront qι entre les fils des
hommes, il n en est pas né de plus grand que Jesus. • Και δ μως πάσας ταύτας τάς ενθουσιώδεις ομολογίας, και όσας άλλας ευρί σκομεν εις το θρησ κ ε υ τ ι κ ό ν τ ο ύ τ ο μυθ ι σ τ ό φ η μ α, ο * Ρενάν εντελώς μηδενίζει διά τής πανθεϊστικής θεοποιήσεως του αν
θρώπου, και διότι παραδέχεται ως ισότιμον τώ Χριστώ τον Gakya Mouni, τον αναμορφωτήν τού Βουδδισμού, πρόσωπον σχετικώς άγνω στον και σκοτεινόν. Παράβαλε το τελευταίον κεφάλαιον του Vie de Jésus προς το συμπέρασμα ετέρου αυτού συγγράμματος, sur les hi storiens critiques de Jésus, ένθα λέγει το θαυματουργός και ο προ φή της αποθανούνται ο άνθρωπος και ο σοφός διαμενούσε και ζήσονται ή αιώνιο: ώραιότη: ζήσεται διά παντός εν τώ θαυμασίω τούτω ονόμα τι και εν πάσιν εκείνος, ούς ή ανθρωπότης εξελέξατο ώς ενθύμημα τής αξίας αυτής και ώς έντρύφημα της εικόνος αυτής. »
(2) Βaur, Das Christenthurm und die christliche Kirche der
– 62 –
Αναντιρρήτως, το πρόσωπον τού Χριστού είναι μέγα και πανευφρόσυνον μυτήριον όσοφώτερος των ανθρώπων δεν δύ
ναται να εξηγήση αυτό διά των ανθρωπίνων αρχών, ουδε να το θεωρήση ώς εξαγόμενον των διανοητικών δυνάμεων της ε ποχής, καθ' ήν αυτό έζησε και έπραξεν επί της γης. Και πάνυ ευλόγως διότι το πρόσωπον του Χριστού παρου σιάζει την αναμφήριστον αντίθεσιν προς τον Ιουδαϊκών και εθνικόν κόσμον, τον κόσμον εκείνον, όστις παρείχε την θλιβε ραν εικόνα παρακμής και εξαχρειώσεως όλεθρίου και ανάτου, και όστις έκρημνίσθη ώς κολοσσαίον ερείπιον, μικρών προ της νέας ηθικής δημιουργίας τού έσταυρωμένου Ναζαρηνού, το ευ λογημένον και χαριτόβρυτον τούτο πρόσωπον είναι μοναδική, απόλυτος και ανέκφραστος εξαίρεσις έντώ μέσω της άλγεινής δοκιμασίας πάσης της ανθρωπότητος. Ο Ιησούς είναι προς τούτοις το μέγα και κεντρικών θαύμα της ευαγγελικής ιστο ρίας, τά θαύματα αυτού εισιν αι φυσικα και αναγκαία άκτι νοβολία του θαυμασίου αυτού προσώπου έποίει δε ταύτα με τά της αυτής ευχερείας, μεθ ής ήμες ποιούμεν τα συνήθη και καθημερινά ήμων έργα το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον καλεί
ταύτα άπλώς και δικαίως τα έργα αυτού παράδοξον αληθώς
θα ήτον, εάν ο Χριστός δεν έποίει αυτά, ο Χριστός, όστις είναι το θαύμα των θαυμάτων,
σαφώς καταφαίνεται ή λογική ασθένεια και ήμω ρία των απίστων εκείνων, οίτινες αναγνωρίζουσι την σφραγί δα του εκτάκτου και παραδόξου εν τω προσώπω του Χρι στού, και όμως αρνούνται τα θεία αυτού έργα ομολογούσε την Ενταύθα
αιτίαν άνευ τού αποτελέσματος αυτής, και τιθέασι το πρόσω
πονες σύγκρουσιν προς τα έργα αυτού, ή τα έργα προς το πρόσωπον. Καθώς ο ήλιος διαχέει το φώς, ούτω και δ Χριτος
ποιεί έργα εξαίσια και θαυμάσια μόνον το πρόσωπον του εξηγεί αριδήλώς τα καταπληκτικά γεγονότα της ι στορίας αυτού, και αυτό είναι ή αρχική και πρωτίστη αιτία των υπερφυών τούτων γεγονότων. Η θεία εκείνη δύναμις, ήν
Χριστού
drei er-ten Jahrhurderte 2. "Ιδίως ή έκτών νεκρών ανάστασις τού
Χριστού έμεινεν εις τον Βάουρ αίνιγμα άλυτον, καθότι το πλήρες θεί ας δόξης, γεγονός τούτο είναι το αρραγές θεμέλιον, εφ' ου ή Εκκλησία ερείδεται, και όπερ μέχρι τής σήμερον και εις τους αιώνας βίπτει και βίψει την νικηφόρον πρόκλησιν εις τας πύλας του άδου.
– 63 –
είχεν ο θεάνθρωπος επί τας ψυχάς, και ήν εξασκεί έτι καθ’ έ κάστην ημέραν έπι τον ηθικόν κόσμον, τί εμπόδιζεν ώστε να μη έκταθή και επί του κατωτέρου κόσμου των σωμάτων; έ κείνος, όστις είναι πνευματικώς ή ανάστασις καί ή ζωή του ή
μετέρου γένους, δεν ήδύνατο άράγε να διατάξη την εκ του τά φου ανέγερσιν ενός σώματος νεκρού; ζωή τοσούτον ουράνιος και θάνατος τοσούτον ζωηφόρος ήδύναντο άλλως να τελειώσω σιν, ειμή διά της εκ νεκρών Αναστάσεως, διά της ένδόξουνί κης κατά του θανάτου και διά της θεοπρεπούς Αναλήψεως εις τον ουρανόν;
Το υπερφυσικών και το θαυματουργικών έντώΧριστώ ουκ ήν προσωρινόν τι χάρισμα, όπερ ό Θεός έδωκεν αυτώ, ουδε περιστατική τις φανέρωσις, ώς έν τους προφήταις και τους ά
ποστόλοις άλλά δύναμις έμφυτος έντή ουσία αυτού και αει ποτε ενεργός δύναμις έσωτερική έζη, ενήργει και έλαμπεν έν
αυτώ, ώστε ήρκει νά έγγιση της το κράσπεδον τού ιματίου αυτού μετά της πίστεως εκείνης, ήτις συνάπτει την ψυχήν
με
τά της ψυχής, και έθεραπεύετο παραχρήμα από της ασθενείας αυτού (Ματθ. θ΄, 20), διό και πάς ό όχλος εζήτει άπτεσθαι αυτού ότι δύναμις παρ’ αυτού εξήρχετο, και άτο πάντας (Λουκ. σ', 19). Αυτός ήν το απαύγασμα της δόξης του Θεού, ήτις έξήστραπτεν εν αυτώ εν πάση τη θεία μεγαλειότητι, ού χι βεβαίως ενώπιον των απίστων Φαρισαίων και Γραμματέων, άλλ’ότε ήν μόνος μετά του ουρανίου πατρός, ή περιεπάτει επί τών κυμάτων της θαλάσσης, καταπραύνων την τρικυμίαν διά
του παντοδυνάμου προστάγματος σιώπα, πεφίμωσο, και έν ισχύων την πίστιν τών δειλών και όλιγοπίστων αυτού μαθη
τών (Μάρκ. δ, 40) ή όταν επί του όρους Θαβώρ μετεμορφώ θη έμπροσθεν των τριών προκρίτων μαθητών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ώς ο ήλιος, τα δε μάτια αυτού έγινε το λευ κά ώς το φώς, και ώφθησαν Mωσης και Ηλίας μετ' αυτού συλ λαλούντες (Ματθ. ιζ,2). Τα πάντα λοιπόν φέρoυσιν ήμάς εις το ασφαλέστατον τού
το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς είναι Θεάνθρωπος ο θαυμάσιος χαρακτήρ του προσώπου αυτού αναγκάζει ημάς να πιστεύσω μεν και να κηρύξωμεν μετά του Αποστόλου των εθνών, ότι εν αυτώ κατοικεί πάντό πλήρωμα της θεότητος σωματικώς
(Κολ. 6, 9). Και ομολογουμένως μέγα εστι το τής εύσε
– 64 -
βείας μυστήριον... Θεός εφανερώθη εν σαρκι, εδικαιώθη εν πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη έν κόσμω, άνελήφθη εν δόξη (ά. Τιμ. γ, 16). Την πρωτίστην και δογματικήν ταύτην αλήθειαν του χρι
στιανισμού βλέπομεν ομολογουμένην και στηριζομένην υπ' αυτού του Χριστού, ώς αποδεικνύομεν εφεξής,
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΑ".
Περί της μαρτυρίας, ήν ο Χριστός δίδωσι περί εαυτού Μία μόνη υπάρχει η λογική εξήγησις και κατάληψις τού υψηλού τούτου μυστηρίου, και ημείς ευρισκομεν ταύτην έντή μαρτυρία, ήν ο Χριστός δίδωσι περί έαυτού, τουτέστι περί της αρχής και της φύσεως του υπερανθρώπου και θείου αυτού προ σώπου. Η
μαρτυρία αύτη έστιν αξία πάσης πίστεως και παν
τός σεβασμού ένεκα της απολύτου φιλαληθείας του μάρτυ ρος, φιλαληθείας, ήν ουδείς ουδέποτε ήρνήθη αυτώ, και ήν βε
βαίως δεν ήδύνατο να αρνηθη χωρίς να ανατρέψη άρδην το θεμέλιον της ηθικής αυτού άγιότητος, την οποίαν οι πάντες
ομοφώνως και πιστοί και άπιστοι ευλαβώς αναγνωρίζουσι δμολογούσιν.
και
όXριστος σαφέστατα εφανέρωσε και εβεβαίωσε την ανθρω πότητα αυτού, και καλεί έαυτόν πολλάκις υιόν του ανθρώ
που. Η έκφρασις αύτη, ενώ αφ' ενός δεικνύει αυτόν όμοιον ήμύν και ποιεί αυτόν σάρκα εκ της ημετέρας σαρκός και όσούν
εκ των ημετέρων οστέων, αφ' ετέρου όμως αποδεικνύει, ότι αυτός είναι πλέον ή άνθρωπος, και ότι δεν είναι μόνον υιός τού ανθρώπου, καθώς πάντες οι απόγονοι του Αδάμ, άλλ’ ό υιός του ανθρώπου, ανθρώπου κατά την ύψιστην σημασίαν της λέξεως, ανθρώπου ιδεώδους, καθολικού, απολύτου–ό δεύτε ρος άνθρωπος, ο Κύριος εξ ουρανού, ότης αιωνίου ζωής Χορη γός, δΛυτρωτής του ανθρωπίνου γένους, ο βασιλεύς του Ισρα ήλ, ο Μεσσίας (1). Αυτό τούτο σημαίνει και ή ανάλογος έκφρα (1) Πάντες οι αρχαίοι και νεώτεροι δρθόδοξοι Θεολόγοι τοιουτοτρό πως εννόησαν την υψηλήν ταύτην έκφρασιν, ο υιός του ανθρώ
– 65 –
σις υιός Δαβίδ, ή συχνάκις έχρήσαντο, όμιλούντες περί του
Χριστού, και δι' ής έδήλουν τον επίσημον τίτλον του έπηγ γελμένου Μεσσίου, και ήν ευρισκομεν εν τω στόματι των δύω τυφλών «ήκολούθησαν αυτώ δύω τυφλοί, κράζοντες και
λέγοντες, ελέησον ημάς, υιε Δαβίδ» (Ματθ. θ΄, 27), έντώ στόματι της χαναναίας γυναικός, ήτις «εκραύγασεν αυτώ λέ
γουσα, ελέησόν με, Κύριε, υιε Δαβίδ ή θυγάτηρ μου κα κώς δαιμονίζεται» (Aυτ. ιέ, 21), και εν γένει παντός του λαού «και εξίσαντο πάντες οι όγλοι και έλεγον, μήτε ού τός έστιν ο υιός Δαβίδ,» (Aυτ. ιβ, 22). Ούτω λοιπόν ή ονομασία αύτη, ο υιός του ανθρώπου, ού
δόλως εκφράζει, ώς πολλοί υπέλαβον, μόνην την ιδέαν της συγκαταβάσεως και της ταπεινώσεως του Χριστού, αλλά μάλ λον εμπεριέχει την έννοιαν της υψώσεως αυτού υπέρ την συν
ήθη στάθμην, ώς και την εκπλήρωσιν του ανθρωπίνου δεώ δους, όπερ έπραγματοποίησεν υπότε ηθικήν και θρησκευτικήν έποψιν. Η ερμηνεία αύτη, ήν ή χρήσις του οριστικού άρθρου καθίστησε γραμματικώς αναγκαίαν, έχει υπέρ αυτής λόγον ιστορικόν καθότι ο όρος ούτος λαμβάνεται από του προφήτου Δανιήλ, λέγοντος «έθεώρουν έν, δράματα τής νυκτός, και ιδού μετά τών νεφελών του ουρανού, ώς υιός άνθρώπου ερχό μενος, και έως του παλαιού τών ημερών έφθασε, και προσ ηγέχθη αυτών και αυτώ εδόθη ή αρχή και ή τιμή και ή βασιλεία, και πάντες οι λαοί, φυλα, και γλώσσα αυτώ δουλεύσουσιν ή εξουσία αυτού εξουσία αιώνιος, ήτις ου που, ιδίως δε ο αρχιεπίσκοπος του Δουβλίνου, Trench λίαν προσφυώς αποφαίνεται λέγων «δ Χριστός έστιν ο υιός τού άνθρώπου, επειδή αυτός μόνος πραγματοποίησε παν ό,τι εμπεριέχει ή ιδέα άν θρωπος, ως δεύτερος Αδάμ, και ως αρχηγός και αντιπρόσωπος πάσης τής άνθρωπότητος και διότι αυτός μόνος είναι το τέλειον και
ωραιότατον άνθος, όπερ εξήλθεν εκ τής βίζης και του στελέχους του
ανθρωπίνου γένους αξιών τον τίτλον τούτον, ώς ιδιοκτησίαν αυτού, λίαν ευκρινώς εξελέγχει τους δύω αντιθέτους πόλους της πλάνης, περί της αξίας και φύσεως του προσώπου αυτού, τουτέστι τον έβιων : -
τι κον, εις δν ή αποκλειστική χρήσις του ονόματος υιός Δαβίδ, ήδύνατο ευκόλως να οδηγήση, και τον γνωστικών, όστις ήρνείτο την αλήθειαν της ανθρωπίνου αυτού φύσεως», δ Φίλων, Θεολόγος και
φιλόσοφος Ιουδαίος, σύγχρονος του Ιησού Χριστού, όνομάζει τον α ώ νιον Λόγον, άνθρωπον αληθή.
-
– 66 –
παρελεύσεται και η βασιλεία αυτού ου διαφθαρήσεται» (Δαν. ζ', 13) δι’ ών ο προφήτης περιγράφει τον Μεσσίαν, ώς αρχηγών καθολικής και αιωνίου βασιλείας, Άλλως τε ή έρμη νεία αύτη καταφαίνεται ώς ή μάλλον φυσική και έκφραστική έντους έπομένος λόγος του Θεανθρώπου: «απ' άρτι όψεσθε τον ουρανόν άνεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού άνα θαίνοντας και καταβαίνοντας επί τόν υιόν τού ανθρώπου» (Ιωάν. ά, 52)-ίνα δε ειδήτε, ότι εξουσίαν έχει ό υιός τού άνθρώπου επί τής γής άφιέναι αμαρτίας, (τότε λέγει τώ παραλυτικών εγερθείς αρόν σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκόν σου (Ματθ. θ΄, 6)–τό σάββατον, διά τόν άν θρωπον εγένετο, ουχ ό άνθρωπος διά τό σάββατον, ώστε κύριός έστιν ο υιός του ανθρώπου και του σαββάτου (Μαρκ.
β, 27)-εάν μή φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώ που, και πίητε αυτού το αίμα, ούκ έχετε ζωην έν εαυτούς (Ιωάν. τ', 53)–ό δε Ιησούς είπεν αυτοίς, αμήν λέγω ύ μίν, ότι εμείς οι ακολουθήσαντές μοι, έντή παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού,
καθίσεσθε και εμείς επί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ (Ματθ. ιθ, 28)-ήλθε γάρ ό υιός του ανθρώπου σώσαι το απολωλός (Aυτ. ιή, 11) ώσπερ γάρ ο πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ, ούτως έδωκε και
τώ υιώ ζωήν έχειν εν εαυτών και εξουσίαν έδωκεν αυτώ και κρίσιν ποιείν, ότι υιός ανθρώπου εστί (Ιωάν, έ, 27). Και αυτά δε τα χωρία, όσα προβάλλουσιν υπέρ της άλλης νώμης, λαμβάνουσί, κατά την ημετέραν εξήγησιν, μείζονα : και ώραιότητα διά της αντιθέσεως, εξ ης άρδήλως καταφαίνεται ή έκούσιος συγκατάβασις και ή κένωσις τού Χρις στου, ούτω, όταν λέγη «αι αλώπεκες φωλεούς έχουσε, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός τού άν
θρώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίναι» (Λουκ. θ΄, 58), και αλλαχού, «και δε, εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έστω ύμών δούλος, ώσπερ ό υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε δια κονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού
λύτρον άντι πολλών» (Ματθ. κ. 27). Ούτω λοιπόν ήή ανθρω ------
-
ν
-
Σ.
-
ν
-
-
ν
υπερανθρώπου αυτης υψωσεως αφ' ενός, και ή τελεία αυτού ταπείνωσις αφ' ετέρου, όπως ποτης -
του
-
Χριστού
μετ
της
1.
-ν
-
θάση μέχρι και λυ ρ του πεπτωκότος ήμών γένους και ύψώση Ψ ν"
-
Α
ν
-
τρώση αυτό, αποτελούσιν ήδη το προσκυνητών πρόσωπον της Θεότητος αυτού.
-
Αλλ' ώσαύτως ονομάζεται και συνεχώς εκλήθη υπό των έ
αυτού μαθητών, ο υιός του Θεού. Ο Ιησούς δεν είναι άπλώς υιός του Θεού, ώς ούτω καλούνται βασιλείς, άρχοντες, δικα σται, και εν γένει άνθρωποι λελυτρωμένοι και δεδοξασμένοι, άλλ’ ο υιός του Θεού, ώς ουδείς άλλος ούτε είναι ούτε δύνα ταινά ήναι, καθότι πάντες οι άλλοι κέκτηνται την θείαν υιό
τητα κατά χάριν και εξ υιοθεσίας, ώς γνώρισμα της πνευμα τικής αυτών αναγεννήσεως, χορηγουμένης παρά της απολύτου
και αιωνίου υιότητος ο Χριστός είναι όμονογενής υιός, ώς καλεί αυτόν ο επιστήθιος μαθητής, ή ώς εκφράζεται ή αρχαία και ορθόδοξος θεολογία, γεννηθείς εκ της ουσίας του πατρός προ πάντων των αιώνων κατά ταύτην την υψηλήν έννοιαν οι μαθηταί αυτού απονέμουσιν αυτώ αυθορμήτως των υψηλών τούτον τίτλον «ύμείς δε τίνα με λέγετε είναι; αποκριθείς
δε Σίμων Πέτρος είπε, Σύει ο Χριστός, ο υιός του Θεού τού ζώντος» (Ματθ. ιτ, 15)–Θεόν ουδείς έώρακε πώπο τε, ό μονογενής υιός, ότών εις τόν κόλπον του πατρός, έ κείνος εξηγήσατο-κάγώ έώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ού τός έστιν ο υιός του Θεού- απεκρίθη Ναθαναήλ και λέ
γει αυτώ, φαββί, σύ εί, ο υιός του Θεού, σύ εί, ο βασιλεύς του Ισραήλ (Ιωάν. ά, 18, 34, 49)- και πάς ό ζών και πιστεύων εις έμε ούμή αποθάνη εις τον αιώνα πιστεύεις
τούτο; λέγει αυτώ, ναι, Κύριε, εγώ πεπιστευκα, ότι σύει ο Χριστός, ο υιός του Θεού, ό εις τόν κόσμον ερχόμενος ταύτα δε γέγραπται, να πιστεύσητε ότι ο Ιησούς έστινό Χριστός, ο υιός του Θεού, και να πιστεύοντες ζωήν έγητε
έντώ ονόματι αυτού (Ιωάν. ιά, 27 κ., 31) ουδέποτε ήρ νήθη τον τίτλον τούτον ο Θεάνθρωπος, αλλά πάντοτε απε δέξατο αυτόν άνευ άντιλογίας. Και Θεός ο πατήρ καλεί τον
Xριστον τώ ονόματι τούτω έντε τώ βαπτίσματα και έντη θεία αυτού μεταμορφώσει. «Και Ιησού βαπτισθέντος και προσ ευχομένου, άνεωχθήνα τον ουρανόν, και καταθήναι το πνεύμα το άγιον σωματικώ είδειώσει περιστερά επ' αυτών, και φωνήν εξ ουρανού γενέσθαι, λέγουσαν, Σύ είο υιός
μου ο αγαπητός, ένσοί ηυδόκησα» (Λουκ. γ΄, 21)-ταύτα δε αυτού λέγοντος, εγένετο νεφέλη και επεσκίασεν αυτούς, 3"
- 68 -
και φωνή εγένετο έκτής κεφέλης λέγουσα, ούτός έστιν ώ υιός μου ο αγαπητός αυτού ακούετε. (Λουκ. θ,34). Και αυ τός μεν όμιλών περί τού Θεού λέγει πάντοτε ο πατήρ μου, ένώ ήμάς διδάσκει να λέγωμεν πάτερ ημών διότι αυτός και
ο πατήρ ένεσιν, ενώ ήμες γινόμεθα τέκνα του Θεού διά της πίστεως, διά της αναγεννήσεως και της χάριτος, όXριστος θεμελιοί πάσαν την διδασκαλίαν και την βασι λείαν αυτού επί του ιδίου αυτού προσώπου το θεανδρικών αυ τού πρόσωπον είναι το διηνεκές αυτού θέμα και ή κυρία και ουσιώδης υπόθεσις της διδασκαλίας αυτού αυτός είναι το Ευ
αγγέλιον ομιλεί και ενεργεί μετά της άπλότητος και της ισχύος αληθείας αναντιρρήτου οι κεχαριτωμένοι αυτού λόγοι ευφραίνουσι τας άγαθάς καρδίας και έπανορθούσε τάς πονη ράς «αμήν, αμήν λέγω υμίν" εάν γάρ μη πιστεύσητε ότι εγώ είμι, άποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις ύμών» (Ιωάν. η,
24). Αλλ' ούτως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν, ειμή μόνος ο Θεός" όποια θεία μεγαλοπρέπεια έν τη θεοπρεπεί ταύτη ά
πειλή! Ο Χριστός λέγει «εγώ ούκ ειμι εκ του κόσμου τούτου» (Ιωάν, ή, 24) και ου μόνον αναγγέλλει την αλήθειαν, καθώς πάντες οι άλλοι απεσταλμένοι του Θεού, άλλ' αυτός λαλών περί έαυτού λέγει «εγώ ειμί το φώς του κόσμου- εγώ είμι ή οδός και η αλήθεια και ή ζωή- εγώ ειμί ή ανάστασις και ή ζωή (Ιωάν. ή, 12). Και άλλαχού μαρτυρεί λέγων «πάντα παρεδόθη υπό του πατρός μου και ουδείς επιγνώσκει τον υιόν, ειμή ο πατήρ, ουδέ τόν πατέρα τις επιγνώσκει,
μοι
εμή ο υιός, και ώ εάν βούληται ο υιός αποκαλύψα» (Ματθ. ιά, 24). Προσκαλεί πάντας τους κοπιώντας έντη πολυμόχθω
δδώ τού εγκλήματος και τους πεφορτισμένους το βαρύτατον φορτίον της αμαρτίας, όπως απέλθωσι προς αυτόν και εύρω σιν εν αυτώ ειρήνην και ανάπαυσιν «δεύτε πρός με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγώ άναπαύσω υμάς ά ρατε τον ζυγόν μου εφ' υμάς και μάθετε απ' εμού, ότι πράός ειμα και ταπεινός τη καρδία και εύρήσετε άνάπαυσινταϊς
ψυχαίς ύμών όγάρ ζυγός μου χρηστός, και το φορτίον μου ελαφρόν έστιν (Ματθ. ιά, 28). Υπόσχεται ζωήν αιώνιον πάσι τους εις αυτόν πιστεύουσιν «ιό πατήρ άγαπά τόν υιόν, και
πάντα δέδωκεν εν τή χειρί αυτού ό πιστεύων εις τόν υιοκ
– 69 -
έχει ζωήν αιώνιον ό δε άπειθώντώ υιώ ούκ όψεται ζωήν άλ ή οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν» (Ιωάν. γ΄, 35) ό" μολογεί και βεβαιοι, ότι αυτός είναι ο Χριστός ή ο Μεσσίας, περί ου μαρτυρούσιν ο Μωυσής και οι προφήται, και ο βασι λεύς του Ισραήλ «λέγει αυτώ ή γυνή, οίδα ότι Μεσσίας έρ χεται (ο λεγόμενος Χριστός), όταν έλθη εκείνος, αναγγε λεί ήμύν πάντα λέγει αυτή ο Ιησούς, εγώ είμ, ο λαλών σου» (Ιωάν. δ., 25). Ο αρχιερεύς εξορκίζει αυτόν κατά του Θεού του ζώντος, και έρωτά ενώπιον τού θανάτου και της
φοβεράς θεοκρατίας, εισύ εί, ό Χριστός, ο υιός του Θεού;
λέγει αυτώ ο Ιησούς, Συ είπας και ούτω κηρύσσεται ο Κύ ριος και ο κριτής του κόσμου έντώ μέσω της εσχάτης ταπει
νώσεως και του φαινομένου θριάμβου των δυνάμεων τού σκό τους. «Συ είπας, πλήν λέγω υμίν, απ' άρτι όψεσθε τον υιόν τού ανθρώπου καθήμενον έκ δεξιών τής δυνάμεως, και έρ
χόμενον επί των νεφελών του ουρανού» (Ματθ. σ', 63) (1) υπάρχει μέσος όρος είναι ανάγκη να εκλέξη τις μεταξύ ένος Θεανθρώπου ή ενός βλασφήμου και απονενοημέ Λοιπόν δεν
νου ό άρχιερεύς εκείνος έννοήσας την επίσημον ταύτην όμο λογίαν τού Χριστού κρείσσον πολλών νεωτέρων έρμηνευτών,
διέρρηξε τα μάτια αυτού, λέγων, ότι έβλασφήμησεν! Αλλ' ο Ιησούς Χριστός είναι και ο νομοθέτης της νέας και τελευ ταίας Διαθήκης «ήκούσατε ότι έβρέθη τους αρχαίους, ούφο νεύσεις δε δ' αν φονεύση, ένοχος έσται τή κρίσει, εγώ δε
λέγω υμίν, ότι πας ό όργιζόμενος τώ αδελφώ αυτού εική, ένοχος έσται τή κρίσει» (Ματθ. έ, 22) ο θεμελιωτής βασι λείας πνευματικής και αιωνίου ο κριτής ζώντων και νεκρών «ουδε γαρ ο πατήρ κρίνει ουδένα, άλλα την κρίσιν πασαν
δέδωκε τώ υιών (Ιωάν, έ, 22) ο μόνος μεσίτης μεταξύ Θε
ου και ανθρώπων και ο Σωτήρ του κόσμου (Λουκ. θ΄, 56), αποχωρίζεται τελευταίοντών έαυτού μαθητών, ειπών αυτούς (1) Ο κλείνος Σλάιερμάχερος παρατηρεί, ότι το βήμα τούτο του
Χριστού Συ είπας, είναι ο μέγιστος και θαυμασιώτερος λόγος, όσ– τις ποτέ εξήλθεν από στόματος άνθρωπίνου, συνάμα δε και ή λαμπρο
τέρα αποθέωσις" και ότι ουδεμία θεότης δύναται να ήναι μάλλον βε βαία και πανσθενής, ειμή μόνη εκείνη, ήτις ούτως εκφράζεται περί έ
αυτής. Schleiermacher, Reden ither die Religion, 4. Αusg. Berlin, 1854.
– 70 –
τους θεοπρεπείς τούτους λόγους, οίτινες και μόνοι αρκούσε να μαρτυρήσωσι την θεότητα αυτού «και προσελθών ό Ίη σούς ελάλησεν αυτούς λέγων, εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης πορευθέντες ούν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις τό όνομα του πατρός και
του υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τη ρεύν πάντα, όσα έχετε λάμην υμίν και ιδού, εγώ μεθ' ύς ών ειμι πάσας τας ημέρας έως τής συντελείας του αιώνος.
Αμήν» (Ματθ. κή, 18). Ο Χριστός επί τούτοις πιστοποιεί, ότι υπάρχει μεταξύ
αύ
του και του Θεού σχέσις, έμφαίνουσα την ταυτότητα της ού σίας και την διαφοράν τού προσώπου, και παραβαλλομένη προς την διδασκαλίαν αυτού περί του αγίου πνεύματος, όδη γεί ήμάς, δι' ανάγκης λογικής, εις την πίστιν και εις την δι δασκαλίαν της άγιας Τριάδος καθότι ή διδασκαλία αύτη βε βαιοι την θεότητα του Χριστού και την του άγιου πνεύματος, χωρίς ουδόλως να παραβλάπτη την θεμελιώδη άλήθειαν τού ένιαίου της θεότητος,
Ο Χριστός διακρίνει εαυτόν του Θεού και πατρός, όστις απέστειλεν αυτόν εις τον κόσμον, ώσαύτως διακρίνει έαυτόν και του άγιου πνεύματος, όπερ υπεσχέθη να πέμψη τους ά ποστόλοις ώς άλλον παράκλητον, ώς το πνεύμα της αληθείας
και της άγιότητος. Καθο υιός του Θεού, βεβαιοί την ύπαρξιν αυτού προτού τον άνθρωπον είναι άλλα τι λέγω, πρό του
τόν κόσμον είναι (Ιωάν. ζ΄, 6), και επομένως προ του τον χρόνον είναι διότι ο χρόνος ήρξατο μετά τού κόσμου (1) και ιδού διά τί ή του Αρείου γνώμη περί της χρονικής προϋπάρ ξεως είναι μεταφυσικώς ψευδής και ανυπόστατος, καθότι άλ λως το δημιούργημα ή κτίσμα θα υπήρχε προ της δημιουρ γίας, και δν πεπερασμένον θα είχε την αρχήν της υπάρξεως προ του χρόνου. Προ της δημιουργίας ουδέν έτερον υπήρχεν, εμή ό Θεός και ή αιωνιότης ό χρόνος είναι ή αναγκαία μορ φή της διαδοχικής του κόσμου υπάρξεως, καθώς το διάστημα είναι ή μορφή της υπάρξεως πάσης υλικής ουσίας, ο χρόνος (1) Συμφώνως προς το αρχαίον και λίαν όρθών αξίωμα ο κόσμος εγένετο ουχί εν τω χρόνω, αλλά μετά του χρόνου,
– 74 –
προ του κόσμου ουδόλως υπήρχεν, ο δε Θεός υπάρχει ουχί εν τω χρόνω, αλλ' εν τη αιωνιότητα
Πριν Αβραάμ γενέσθαι, εγώ είμι, λέγει ο Χριστός (Ιωάν. ή, 58), και μεταχειρίζεται λίαν εμφαντικώς κατ' άρχάς τον παρελθόντα (γενέσθαι), και ακολούθως τον ενεστώτα χρόνον (εμι), όπως χαρακτηριση την ουσιώδη διαφορά», ήτις διαχω ρίζει τον χρονικόν κόσμον της ανθρωπίνης υπάρξεως, από της άχρόνου και αιωνίου αυτού υπάρξεως ζητεί παρά του πατρός
την δόξαν, ήν είχε προκαταβολής κόσμου, «το έργον ετελείως σα διδέδωκάς μοι να ποιήσω και νυν δόξασόν με σύ, πά τερ, παρά σεαυτώ ,τή δόξη ή είγον πρό του τόν κόσμον εί να παρά σοί (Ιωάν. ζ', 5). Αποδέχεται ονόματα και προστ
όντα θεία, καθ' όσον ταύτα συμβιβάζονται μετά της θείας αυτού κενώσεως, και απαιτεί θείας τιμάς, «να πάντες τιμώ σε τόν υιόν, καθώς τιμωσε τον πατέρα ή μή τιμών τόν υί όν, ού τιμά τον πατέρα τον πέμίαντα αυτόν» (Ιωάν, έ,23). Εξασκεί ελευθέρως και επανειλημμένως το θείον προνόμιον του
συγχωρείν τας αμαρτίας εν τω ονόματι αυτού, οι δε Φαρι σαίοι και οι Γραμματείς θεωρούσε τούτο βλάσφημον αξίωσιν «και ιδών την πίστιν αυτών, είπεν αυτώ, άνθρωπε, αφέων ταί σοι αι αμαρτία σου και ήρξαντο διαλογίζεσθαι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντες, τις έστιν ούτος, δις
λαλεί βλασφημίας; τίς δύναται αφιέναι αμαρτίας, ειμή μόνος ό Θεός; (Λουκ.έ,20). Αναλαμβάνει την άπειρον με γαλειότητα του Ιεχωβά και αποφαίνεται πεποιθότως: «το
σούτον χρόνον μεθ' υμών είμ, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιπ πε, ό έωρακώς έμε εώρακε τον πατέρα και πώς συ λέγεις δείξον ήμύν τον πατέρα; (Ιωάν. ιδ΄. 9) εγώ και ο πατήρ έν έσμεν» (Αυτ, ί, 39) (1). Εν τω τύπω του βαπτίσματος συγκαταλέγει έαυτόν μετά του Θεού πατρός και του άγιου πνεύματος, «πορευθέντες ούν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις τό όνομα του πατρός
και τού υιού
και του Αγίου Πνεύματος», και αποδέχεται την εν ονόματι (1) Το χωρίον τούτο διδάσκει αναντιρρήτως πλέον ή την ηθικήνέ νότητα της βουλήσεως βεβαιοί άρδήλως την ενότητα της δυνάμεως, ερειδομένης επί της ενότητος της ουσίας, το μόριον εν εξελέγχει την πλάνην του Aρείου, το δε βήμα έσμέν, την του Σαβελλίου και την τών Πατροπαθητών,
– 72 –
πάντων των Αποστόλων ομολογίαν του Θωμά. «Και άπε κρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ, ο Κύριός μου και ο Θεός μου; λέγει αυτώ ό "Ιησούς, ότι εώρακάς με, Θωμά, πεπί στευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ, 28). "Ιδού αξιώσεις εκπληκτικα και παράδοξοι! άς θεοπρεπώς εκφράζει ο μετριώτερος και ταπεινότερος πάντων ανθρώπων, ενώπιον παντός του κόσμου και έν αυτή τη ώρα του φρικτού εξαγγέλλει ταύτας ουχί διά γλώσσης αλα ζόνος, πομπώδους και μεγαλαύχου, τουθ’ όπερ είναι συνήθως αυτού πάθους, και
το τεκμήριον των ψευδών αξιώσεων, άλλ’ έν αφελεία και ά πλότητα, μεθ ής εις βασιλόπας ήθελε διηγηθή την βασιλικήν αυτού καταγωγήν εν τοις άνακτόρος του πατρός αυτού και
βασιλέως, ουδαμώς αμφιβάλλει ή διστάζει περί τούτων ο υιός του Θεού, ουδε προσπαθεί να δικαιολογήση αυτάς τας εκθέτει ώς αληθείας καθ' εαυτάς αριδήλους, αίτινες προκαλούσε την πίστιν και την υπακοήν τών ανθρώπων, αρκεί μόνον να έκ φρασθώσιν.
Υποθέσωμεν προς στιγμήν, ότι ο μέγιστος και αγαθώτερος των ανθρώπων, ο Μωυσής, παραδείγματος χάριν, ή ο Ηλίας, Ιωάννης ο βαπτιστής, ή ο απόστολος Παύλος έλεγεν: εγώ είμι -
-
-
Υ.
-
το φώς του κόσμου, εγώ είμι ή οδός και η αλήθεια και ή ζωή -
εγώ και ο πατήρ ένεσμεν δεύτε πρός με, ακολουθήσατέμο, και εύρήσετε την ζωήν και την ειρήνην, ήν επί ματαίω ζητεί τε άλλαχού βεβαίως γενικών αισθημα οίκτου και αγανακτή σεως ήθελε διεγερθή πανταχόθεν κατά του παρατόλμου τού του ανθρώπου διο ουδείς άνθρωπος επί της γης ήδύνατο να έκφέρη την ελαχίστην τούτων των αξιώσεων, χωρίς να θεω ρηθή υπο πάντων ώς βλάσφημος και μωρός! (1) Και όμως αι υψηλα αύται αξιώσεις, ερχόμενα από του στόματος του Χριστού, ούτε αγανάκτησιν, ούτε οίκτον διεγεί ρουσιν, ουδε την έλαχίτην υπόνοιαν του απρεπούς ακαταπαύ
στως αναγνώσκομεν και ακούομεν αυτάς άνευ ουδεμιάς έκ (1( Ο Dr. Hengstenberg λίαν ορθώς παρατηρεί, ότι οι άνθρωποι, οι θεοποιούντες έαυτούς, είναι πάντοτε ήμωροί ή απατεώνες τίς λοι πων τολμήσει να κατατάξη τον Ιησούν εν μιά τών δύω τούτων τά
ξεων; ώ! βεβαίως ο αδιάλλακτος εχθρός του Θεού και απάσης τής άνθρωπότητος. «Κommentar Zum Evangelium Johannis ».
– 73 –
πλήξεως, καθότι φαίνονται ήμύν πλήρεις αληθείας και μεγα λοπρεπώς βεβαιούνται υπο ζωής θείας και υπο έργων θαυμα στών. Ενταύθα, ούτε κάν σκιά δραπέτις ματαιότητος, αλαζο νίας ή αυταπάτης φαίνεται εν διαστήματα δέκα και οκτώ αιώς νων, εκατομμύρια ανθρώπων παντός έθνους και πάσης γλώσ– σης, πάσης τάξεως και καταστάσεως, οι σοφώτεροι και ισχυ
ρότεροι, οι άπλούστεροι και αγαθώτεροι ανεγνώρισαν και ώμο λόγησαν, ότι ο Χριστός έστιν όντως και αληθώς ότι αυτός άξιοι είναι: τουτέστινό υιός του Θεού τού ζώντος, και ο Θε ός άνθρωπος γενόμενος,
Και δυνάμεθα λοιπόν ήμες να αρνηθώμεν την θεότητα του Χριστού, χωρίς συνάμα να διαψεύσωμεν την φιλαλήθειαν αυ τού, και χωρίς να ανατρέψωμεν το θεμέλιον της ηθικής αυ τού αγαθότητος και άγιότητος, ήν και αυτοί οι άπιστοι και αιρετικοί ομολογούσε και θαυμάζουσιν; Ο άγιος των άγιων, ο μέγιστος διδάσκαλος και ευεργέτης του ανθρωπίνου γένους, καθά μαρτυρεί ό πεπολιτισμένος κόσμος, κηρύττει έαυτόν εν μετά του Θεού πατρός, και αντιποιείται την βούλησιν, την ού
σαν και τα προσόντα του απείρου Θεού, όπερ ουδείς άνθρω πος, ουδείς άγγελος ή αρχάγγελος ήδύνατο να πράξη άνευ
βλασφημίας και άνευ της εσχάτης μωρίας! όθεν προσπέσω μεν και ημείς εις τους αχράντους αυτού πόδας και κράζωμεν μετά του Θωμά έξιόλης ψυχής και καρδίας ό: Κύριός μου και ο Θεός μου. Αύτη έστιν ή ομολογία τής φύσει χριστιανικής ψυχής, ώς
λέγει ο Τερτυλλιανός (testimonium animae naturaliter Christiance), της ψυχής, ήτις εγένετο διά τον Xριστον, ήτις αναπνέει την ζείδωρον αύραν της θεότητος αυτού, και δεν ευ ρίσκει ουδεμίαν ευχαρίστησιν εις τους ατελευτήτους αυτής πόθους του αληθούς, του ωραίου και τού αγαθού, ειμή όταν
αξιωθή να πιστεύση εις τον Χριστόν, όστις είναι ή όδός, ή ά λήθεια και η ζωή των ανθρώπων, ό Θεός άνθρωπος γενόμε νος, έντώ έναίω και αιωνίω αυτού προσώπω.
- 74 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄.
Εξέτασης των περί του Χριστού ψευδών θεωριών, και αύτη είναι η μόνη λύσις του μεγάλου τούτου προβλή ματος, ήν δύναται να δώση ή ανθρώπινος επιστήμη και οξύ νοια – Θεός εφανερώθη εν σαρκί, πάσαι αι των απίστων και των ολιγοπίστων θεωρία περί του προσώπου του Χριστού αρνούνται τα υπερφυσικά θαύματα και κηρύττουσι ταύτα εναντία της φύσεως. Το λέγειν ψευδή
την τού Χριστού μαρτυρίαν, οιανή καθολική πίστις της χρι στιανώσύνης εννοεί και αποδέχεται, ου μόνον είναι παράδοξον, αλλά συνάμα και κακόηθες και μωρόν. Ο Χούμος (Hume) έν τη περί θαυμάτων περιωνύμω πραγματεία λέγει « εάν τις
έλεγέ μο, ότι είδε νεκρών αναζήσαντα, ευθέως ήθελον σκεφθή και ζητήσει τις εκ των τριών τούτων περιστάσεων είναι ή μάλλον πιθανή: ή ο άνθρωπος ούτος θέλει να με απατήση, ή
αυτός ήπατήθη, ή το γεγονός πραγματικώς συνέβη. Ακολού θως ήθελον εξετάσει επιμελώς τάς τρεις ταύτας περιστάσεις
και σταθμίσει εναλλάξ, κατά δε την φοράν της τάθμης ήθελαν έκφέρει την έμήν απόφασιν, απορρίπτων πάντοτε το μεγαλή
τερον θαύμα, αλλ’ εάν το ψεύδος της μαρτυρίας ήν παραδοξό γεγονότος, τότε ώφειλον να πιστεύσω. » Λίαν κα λώς!ήμες δεν υποχωρούμεν ενώπιον ταύτης της αποδείξεως υποσχόμεθα να καταστήσωμεν ταύτην πασιφανή, ανασκευά ζοντες και διαφωτίζοντες τον κλεινόν Χούμον και πάντας έ κείνους, οίτινες ούβλέπουσι το εξαίσιον θαύμα του προσώπου τερον του
τού Χριστού, Α". -"Ητών Θειστών θεωρία,
Ηήμιαπιστία των αρχαίων Σοκνιανών και των νεωτέρων Θειστών είναι παντη αντιφατική και ασυνεπής. Οι άνθρωποι ούτοι αφ' ενός μεν ομολογούντες την άσπιλον τελειότητα του χαρακτήρος του Χριστού και την αξιοπισίαν της ευαγγελικής
ιστορίας, αλλ' αφ' ετέρου αρνούμενοι την θεότητα αυτού, α ναγκάζονται να προσάψωσιν αυτώ απάτας και υπερβολάς, αϊ
– 75 –
άρδην ανατρέπουσι τάς ομολογίας αυτών περί της ηθικής αυτού τελειότητος, ή βιάζονται να εξασθενήσωσι και να περι κείρωσε την μαρτυρίαν, ήν αυτός δίδωσι περί της όμοουσιότη τος αυτού μετά του Θεού και πατρός ώστε ή εξήγησις αυτών καθίσταται απολύτως ασυμβίβαστος προς τους κανόνας της γραμματικής και της λογικής εξηγήσεως, Ο Κάννιγκ (Channing), όσοφώτερος και ευγενέτερος αντι
τινες
πρόσωπος του νεωτέρου θεσμού, προτιμά να υπεκφύγη την δυσκολίαν ταύτην, μή δυνάμενος να κατανοήση το ταύτης μυς στήριον. Εν τω σοφώ αυτού συγγράμματα περί τού χαρακτή
ρος του Χριστού, αποφαίνεται ώς ορθόδοξος θεολόγος, υπερ ασπιζόμενος και αποδεικνύων την του Σωτήρος απαράμιλλον άγιότητα και θεότητα, αλλ' ίσταται δυστυχώς εν τω μέσω της οδού και τηρεί βαθυτάτην σιγήν περί των θεοπρεπών αξιών σεων του Ιησού, ας αι ανθρώπινα άρχαι και γνώσεις αδυνα τούσε να εξηγήσωσιν αλλ' εν τούτοις φθάνει μέχρι του κατω φλίου της αληθούς πίστεως, ώς φαίνεται εκ των επομένων αύ
τού λόγων, ούς ευλόγως αντιτάσσομεν κατά του συστήματος αυτού. «Όταν, λέγει, δυνηθώνα υπεκφύγω την πείσμονα ισχυν της συνηθείας, και ούτω ελεύθερος ών, αφήσω νά ένεργήση επί
την ψυχήν μου ή πλήρης και αληθής έννοια των ακολούθων βη, μάτων του Σωτήρος: δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες
και πεφορτισμένοι, κάγώ αναπαύσω υμάς (Ματθ. ιά,28) ήλθε γάρ ο υιός του ανθρώπου σώσαι το απολωλός (αυτ. ιή, 11)- πάς ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν τών άνθρώπων, όμολογήσω κάγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πα
τρός μου τού εν ουρανούς (αυτ. , 32)–ό δε άρνησάμενός με ενώπιον των ανθρώπων απαρνηθήσεται ενώπιον τών άγ γέλων του Θεού (Λουκ. ιβ, 11)–έντή οικία του πατρός μου μoναι πολλαί εισαν πορεύομαι έτοιμάσαι τόπον υμίν
(Ιωάν. ιδ',2), όταν κατορθώσω να αισθανθώ ζωηρώς το θεί ον μεγαλείοντών δήσεων τούτων, συναισθάνομαι βαθέως, και διά τί να μη το ομολογήσω; συναισθάνομαι τότε, ότι ακούω εκείνον, όστις ελάλησεν ώς ουδέποτε άνθρωπος ελάλησε, και έπραξενώς ουδείς άλλος ούτε προ αυτού ούτε μετ' αυτόν. Ιε ρά φρίκη με κατέχει, αναλογιζόμενον το υπεράνθρωπον ύψος, όπερ εκφράζουσιν οι αφελείς ούτοι λόγοι και όταν παραβάλλω τά θαύματα τού Χριστού προς το ανέκφραστον τούτο μεγα 6
- 7ύ -
λείον, αναγκάζομαι να ανακράξω μετά του κεντυρίωνος, «ά ληθώς ο άνθρωπος ούτος υιός ήν Θεού» (Μάρκ. ιδ', 39).
Αλλ' ήμες είδομεν, ότι ο Χριστός συγχωρεί τις αμαρτίας έντώ ονόματι αυτού, και βεβαιοί την ύπαρξιν αυτού πρό του τον Αβραάμ και πρό τού τόν κόσμον είναι, και τούτο, ού μόνον έντη ιδεώδει έννοια της υπάρξεως εν τω πνεύματι του Θεού, καθότι άλλως δεν ήθελε διακρίνει εαυτόν ούτε του Α βραάμ ούτε άλλου τινός δημιουργήματος, άλλ’ έντή πραγμα τική έννοια υπάρξεως αυτοσυνειδήτου και προσωπικής ήμες είδομεν, ότι αυτός άξιοι βητώς και εκπεφασμένως τάθεια προσ όντα και τάς θείας τιμάς, ότι αποδέχεται ταύτας και κηρύτ τει εαυτόν ίσον και ομοούσιον τώ Ιεχωβά Και πώς λοιπόν ο άγιος και ο δίκαιος, δ πράος και ταπεινός τή καρδία, ό έντε λώς απηλλαγμένος παντός ίχνους παραφόρου φαντασίας και παραλόγου ενθουσιασμού, ώς ομολογούσαν οι πάντες, πώς, έρω τώμεν, ο τοιούτος δύναται να αξιοί είναι ότι ουκ ήν πραγμα
τικώς, ανάγκη τοίνυν να προβώμεν πέραν της μαρτυρίας του εθνικού κεντυρίωνος, και παραδεχθέντες την ομολογίαν του Πέτρου και την λατρείαν του Θωμά να είπωμεν μετά πίστεως ζώσης «ό. Κύριός μου και ό Θεός μου.» ό θεϊσμός ποιεί τοιαύτας παραχωρήσεις, αίτινες ανατρέπου σι τα ίδια αυτού συμπεράσματα ή δε λογική βάζει αυτόν, δυοίν θάτερον, ή να κρημνισθή εις χριστολογίαν μάλλον άπι
στον, ή να τείνη την χειρα εις την ορθοδοξίαν. Ο Πάρκερ (Par ker) έγνω λίαν καλώς την υποχρέωσιν ταύτην της λογικής αλλά λυπηρόν, ότι επροτίμησε το πρώτον δ δε κλεινός Κάν νιγκ ώς αληθής φίλος και θαυμαστής του Χριστού έκλινε προς το δεύτερον, καθώς γινώσκομενέκ τών έπομένων λόγων, ους
είπεν ολίγον προ του θανάτου αυτού, «ή διδασκαλία του Λό γου σάρκα γενομένου δείκνυσινήμην τον Θεόν, στενώς ενού μετά της φύσεως ημών, και αποκαλυπτόμενονέν μορφή άνθρωπίνη, όπως ποιήση ήμάς κοινωνούς και μετόχους της θεί ας αυτού τελειότητος.» μενον
Αλλοι κλίνουσι πρός τινα άρειανισμών υψηλότερον, αποδί δοντες τώ Ιησού εδός τι ήμιθεότητος, και ομολογούντες την προ του κόσμου ύπαρξιν αυτού, αλλά το σύμβολον της πί στεως ταύτης είναι πάντη παράλογον καθότι ουδέν δημιούρ
γημα ήδύνατοϋπάρξα προ της δημιουργίας, ουδεόν χρονικών
προ του χρόνου ο χρόνος δεν υπήρχε προ του κόσμου, αλλ' έγένετο συγχρόνως τω κόσμω, καθότι υπάρχει ή μορφή της ύ πάρξεως αυτού, Β. - "Η υπόθεσις τού δόλου και της απάτης,
Η ψυχοκτόνος και ολέθριος απιστία των εχθρών του χρίσι ανισμού, αρνουμένη πάν στοιχείον υπερφυσικών, είναι βεβαίως ανυποστήρικτος και παραδοξολόγος εν τη απελπισία αυτής κατέφυγεν εις τάς υποθέσεις τού δόλου, του ενθουσιασμού και της ποιητικής μυθοπλαστίας. Τούτων δ’ ευχερώς άνα σκευαζομένων, ουδέν άλλο υπολείπεται αυτή, ειμή ο απόλυ τος σκεπτικισμός, όστις αδυνατεί να λύση το πρόβλημα, και
ούτω τελευτά έντώ μηδενι και εν τη απογνώσει ή έλλαμ φθείς τώ φωτί της θείας γνώσεως, επιστρέφει εις την θεόσδο τον και παρήγορον πίστιν της χριστιανικής Εκκλησίας!
Η υπόθεσις τού δόλου και του ψεύδους, ην ελεεινώς εφαν τάσθη ο Ρεϊμάρος (Reimarus), τοσούτον διεγείρει εις αγανά κτησιν το ηθικόν αίσθημα και την ορθήν κρίσιν, ώστε αρκεί
και μόνον να την ονομάσωμεν, όπως προκαλέσωμεν την κατα
δίκην αυτής διο ουδέποτε εξετέθη ούτε υπεστηρίχθη εν σπου δαιότητα, και ουδείς των σοφών σεβόμενος εαυτόν και αντι ποιούμενος κοινωνικήν τινα αξίαν, τολμά πλέον την σήμερον να πρεσβεύση αυτήν (1). Αλλά και πώς απαταιών και ψεύ (1) "Η υπόθεσις τού δόλου επενοήθη το πρώτον υπό τών αρχαίων εχθρών του χριστιανισμού υπό τού Κέλσου, τον δεύτερον μ. Χ. αιώ να, και υπό του αυτοκράτορος 'Ιουλιανού του αποστάτου, τον τέταρτον αιώνα, έχθρών της χριστιανικής αληθείας μάλλον σκωπτικών, κούφων και επιπολαίων, ή αυστηρών και σπουδαίων εξεταστών, ο πρώτος θαυ μοσίως ανασκευάσθη υπό του θαυμασίου "Ωριγένους, ο δεύτερος υπό τών περικλεών τής Εκκλησίας πατέρων Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Γρη
γορίου του θεολόγου. Ουδέν λέγομεν περί του Βολταίρου και περί της όλεθρίου σχολής τών αθέων Γάλλων, οίτινες υπήρξαν οι ματαιότεροι και ελεεινότεροι, και ουδέποτε ανεβίβασαν εις το ύψος τού επιστημονι κού επιχειρήματος το κατά του χριστιανισμού παράλογον αυτών μί σος! Ο πρώτος Γερμανός, όστις ανωνύμως έγραψεν υπέρ της γνώμης ταύτης, ήν ο Ερμάνος Σαμουήλ Ρεϊμάρος (Hermann Samuel Rei marus), καθηγητής των ανατολικών γλωσσών εν “Αμβούργω, ένθια και ετελεύτησε το 1786. “Ο Ιε8sing ευρών εν χειρογράφους το αντι χριστιανικών τούτο σύγγραμμα, εδημοσίευσαν αυτό εν αγνοία του συγ
– 78 -
στης, τουτέστιν άνθρωπος πανούργος, ιδιοτελής και διεφθαρ μένος, ερωτώμεν εν ονόματι της λογικής, του ορθού λόγου και της πείρας, πώς ήδύνατο να πλάση τον ευγενέστερον χα
ρακτήρα, εν γνώσκει ή ιστορία, και να εκθέση αυτών απ’ άρ χής μέχρι τέλους μεθ' όλων των τεκμηρίων της αληθείας και τής πραγματικότητος! Πώς ήδύνατο εναντίον των μάλλον
έβριζωμένων προλήψεων του χρόνου και του έθνους αυτού, να συλλάβη και να εκτελέση σχέδιον απαράμιλλον κατά την ευ ποιίαν και το ηθικόν ύψος και μεγαλείον, και τελευταίον να σφραγιση διά του αίματος την μεγαλοπρεπή και υπεράνθρω πον ζωήν;
Αλλ' ουδόλως λύουσι το πρόβλημα, ουδ' έλαττούσε την ά πορίαν, μεταφέροντες την κατηγορίαν από του Χριστού επί τους ευαγγελιστάς και αποστόλους! Τις των ανθρώπων έχων υγιείς τας φρένας ήθελε καλέσει αυτούς ύποκριτάς ή απαται ώνας και ο αναγνώσκων αμερολήπτως τάς χαριτοβρύτους και θεσπεσιους αυτών συγγραφάς, πληρούται χαράς και αγαλλιά
σεως πνευματικής, και ευθέως κηρύττει αυτούς αγίους ανθρώ. πους του Θεού, άπλούς, τίμιους και αδόλους, υπερτερούντας
εν πάσι πάντας τους συγγραφείς των αρχαίων και νεωτέρων χρόνων,
Τέλος πάντων, τίς δύναται να παραδεχθή, έστω και προς στιγμήν, ότι ή χριστιανική εκκλησία, ή έκκλησία των σοφών και πεπολιτισμένων εθνών της γης, και μετ' αυτής τα έξο χώτερα πνεύματα, αι ευγενέστερα καρδια, θεολόγοι, φιλόσο φοι, ποιηται, ρήτορες, πολιτικοί, και οι επιφανέστεροι ευεργέ τα της ανθρωπότητος αφέθησαν ν' απατώνται δεκαοκτώ αι ώνας υπό τού τέκτονος της Γαλιλαίας και υπό των δώδεκα γραφέως το 1774, ουχί ώς αποδεχόμενος τα φρονήματα αυτού, αλλ' όπως διεγείρη, ώς λέγει, το πνεύμα τής εξετάσεως και της ερεύνης, ο
Σέμλερος (Semler), ο πατήρ της γερμανικής νεολογίας, λίαν ευφυώς παραβάλλει τον εκδότην του τον προς τον πυρπολούνται μεγάλην και
ωραίαν πόλιν, όπως δοκιμάση της νέας αντλίας. Eν ταις ημέρας ή μών δΒρούνος Βάουερ (Bruno Bauer), θεολόγος αλλοπρόσαλλος, τυ
χοδιώκτης και αποστάτης, προσπαθησε ν' αναρριπίση την σβεσθείσαν ταύτην θεωρίαν, παριστών τά θεία ευαγγέλια ώς συγγράμματα υπό της μεροληψίας πλασθέντα! Και αυτός ο μισόχριστος Στράους απε στράφη τον πτωχόν τούτον άνθρωπον, και ου κρίνει αυτόν άξιον της
φιλίας και κοινωνίας
αυτού !
- 79 –
άμαθών αλιέων; αληθώς ενταύθα ή απιστία προσβάλλει και -Αγ. -
-
ν
ν
-
-
» -,
ν
-
ν
--
Λ
εξευτελίζει τον δρθόν λόγον ώς και την αξίαν της ανθρωπίνης φύσεως αποστρέφω τούς έμούς οφθαλμούς από της δυσειδούς
και κακεντρεχούς αυτής όψεως! Γ. – Η υπόθεσις τού ενθουσιασμού ή τής προσωπικής αυταπάτης,
Και ή υπόθεσις αύτη της απιστίας είναι λίαν αποτρόπαιος και παράλογος, όταν αναλογισθώμεν την θείαν γαλήνην, την
πραότητα, την μετριότητα, την αξίαν και την υπομονήν του Χριστού. Ο Ιουδαίος της εποχής εκείνης, υπό της πυρετώδους ν
-
αυτού φαντασίας παραφερόμενος, εάν έπιστεύετο ώς ο Μεσσίας και ώς υιός του Θεού, αντί να πολεμή τάς γνώμας και τα φρο
νήματα του λαού, και να αποθαρρύνη πάσας τάς κοσμικάς ν -
-
-
-
--
ν
-
ν
ν
-
ελπίδας τών έαυτού πατριωτών, βεβαίως ήθελεν εξάψει και διευθύνει την επανάστασιν κατά της μεμεσημένης κυριαρχίας των Ρωμαίων, επιχειρών να θεμελιώση- βασιλείαν επίγειον, ώς ν-
»-
--
-η
-
α
--
ν
-
-
*
έπραξεν αργότερον ο υιός του Βαρ-χοβα. Η δε μέθη του ενθου σιασμού, μικρών απέχουσα της μανίας, αντί να υποφέρη μετά -
-
--
-
πραότητος και υπομονής την κακεντρεχή άντενέργειαν τών άρ χόντων του λαού, αναντιρρήτως ήθελεν έκρήξειέβτα βιαιότερα -, ν.
-
Α
-
Α
ν
1.
-
--------
Αν
πάθη και επί τέλους βιφθή εις τά μάλλον παράβολα έργα. Ιδε, τουναντίον, πόσον είναι μεγαλοπρεπής και θαυμασία ή πνευματική αναστροφή του Χριστού! ουδέποτε πλανάται ς
- Ν.
εις τας κρίσεις αυτού περί των ανθρώπων και των πραγμάτων " .. 1 -1
-
-
ν
-
-
ν
ν
*
ν
ι
9
--
ουδεδελεάζεται υπο των εξωτερικών φαινομένων. Το συμπα θές αυτού βλέμμα διερχόμενον την επιφάνειαν, φθάνει πάντο τε τάς καρδίας προβάλλει τα υψηλότερα ζητήματα και δίδω σε τάς σοφωτέρας αποκρίσεις ποσάκις έφίμωσε τους σοφιστάς και πονηρούς Φαρισαίους και Γραμματείς δι, ένος μόνου λό
γου, όστις εισήρχετο ώς λαμπρά και φοβερά αστραπή έντή συνειδήσει αυτών, η συνέτριβε την παγίδα, δι' ήςοιενόμιζον πα δεν του εν λό-νικ 1. " Ηρωδ ν *,
-
-
-
-
,
ν
γιδεύσα αυτόν έν λόγω! Οταν οι Φαρισαίοι και οι Ηρωδιανοί,
περιπλέξωσιν αυτών εις τας πολιτικάς έριδας τής Α 1 β) μέρας, έρωτώσιν αυτών λέγοντες, διδάσκαλε, οίδαμεν ότι αληθής εί, και την όδόν τού Θεού εν άληθεία διδάσκεις, και
θ έλοντες να -
-
Α
η
-
-
η
ν
--
– 80 -
ου μέλει σοι περί ουδενός ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων, είπε ούν ημίν, τί σοι δοκεί, έξεστι δούναι κήν σον Καίσαρι, ή ού; όδεθεάνθρωπος γνούς την πονηραν αυ πειράζετε, ύποκριταί, επιδείξατέ μοι το νο μισμα του κήνσου, οι δε προσήνεγκαν αυτώ δηνάριον και τών είπε, τί με
λέγει αυτούς, τίνος ή εικών αύτη και ή επιγραφή,
λέγον
συν αυτώ, Καίσαρος τότε λέγει αυτούς, απόδοτε σύν τα Καίσαρος Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ, και ακού σαντες έθαύμασαν και αφέντες αυτόν απήλθον (Ματθ. κό 9
47). Αλλά και ήμες θαυμάζομεν τον λόγον τούτον του Σω τήρος ημών, όστις θαυμασίως συμβιβάζει την Εκκλησίαν μετά
του κράτους και λύει το άλλως δυσχερές τούτο ζήτημα. Οταν δε οι Σαδδουκαίοι, οι λέγοντες μη είναι ανάστασιν, επηρώτη σαν αυτόν περί της συζυγικής καταστάσεως εν τη μελλούση ζωή, αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς πλανάσθε, μή ειδότες τας γραφάς, μηδέ τήν δύναμιν του Θεού, Εν γαρ τη ανα στάσει ούτε γαμούσεν, ούτε έκγαμίζονται, άλλ ώς άγγελοι του Θεού εν ουρανώ εισι, περί δε της αναστάσεως των νε κρών, ουκ ανέγνωσε το ρηθέν υμίν υπό του Θεού, λέγον
τος, εγώ είμι ό Θεός Αβραάμ, και ό Θεός Ισαάκ και ό Θε ός Ιακώβ, ουκ έστιν ό Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων (Ματθ. κβ., 23) διά της συντόμου ταύτης εξηγήσεως, ήνου δεις προ αυτού εύρεν εν τη μαρτυρία ταύτη του Θεού, οι μεν Σαδδουκαίοι έσίγησαν, οι δε όχλοι εξεπλήσσοντο επί τη διδα χή αυτού. Όταν δε πάλιν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήγα, γον προς αυτόν γυναίκα εν μοιχεία κατειλημμένην, και στήσαντες αυτήν εν μέσω, λέγουσιν αυτώ, διδάσκαλε, αύ τη ή γυνή κατελήφθη επ' αυτοφώρω μοιχευομένη εν δε τώ νόμω Μωσής ένετείλατο τάς τοιαύτας λιθοβολείσθαι σύ
ούν τί λέγεις; τούτο δε έλεγαν πειράζοντες αυτόν, να έ χωσε κατηγορείν αυτού ό δε Ιησούς κάτω κύψας, τώδα
κτύλω έγραφεν εις την γήν ώς δε επέμενον ερωτώντες αύ τόν, ανακύψας είπε προς αυτούς, ό αναμάρτητος υμών πρώ,
τος τον λίθον επ' αυτή βαλέτω και πάλιν κάτω κύψας, έ γραφεν εις την γην, οι δε άκούσαντες και υπό τής συνειδή σε ως έλεγχόμενοι, εξήρχοντο είς καθείς, άρξάμενοι άπό τών πρεσβυτέρων έως τών έσχάτων και κατελείφθη μόνος ο
"Ιησούς, και ή γυνή εν μέσω έστώσα" άνακύβας δε ό "Ιη
σούς και μηδένα θεασάμενος, πλήν τής γυναικός, είπεν αυτή ή γυνή, πού εισιν εκείνοι οι κατήγοροί σου; ουδείς
σε κατέκρινεν; ή δε είπεν, ουδείς, Κύριε, είπε δε αυτή ό Ιησούς, ουδε εγώ σε κατακρίνω πορεύου και μηκέτι αμάρ τανε» (Ιωάν. ή,3) οια κρίσις θαυμάσιος, και πλήρης οίκτου και συμπαθείας προς την ασθένειαν της ταλαιπώρου άνθρωπό
τητος! Εν ουδεμιά περιστάσει θορυβώδει ή δυσχερεί ουδέποτε απώλεσεν ο Χριστός την ισορροπίαν της θείας αυτού ψυχής, ουδε την λαμπρότητα του ουρανίου αυτού βλέμματος, και ού
δεν των ιερών αυτού αισθημάτων παρηνόχλησέποτε την μάλ λον εύθικτον καλαισθησίαν!
Και λοιπόν, έρωτώμεν τούς συνετούς και αμερολήπτους, το
μέγα τούτο πνεύμα, φαεινών και διαυγές ώς το φώς, ισχυρών ώς ή αλήθεια, οξύ και δίκνούμενον ώς ρομφαία δίστομος, ά χρι ενθυμήσεων και έννοιών καρδίας, άγιον και ιλαρόν και αυτοκράτορ, το τοιούτον πνεύμα του Χριστού, ήδύνατο να περιπέση εις απάτην περί της εαυτού αποστολής, μη γένοιτο!
όθεν μακράν αφ' ημών ή παραλελογισμένη και αποτρόπαιος αύτη ύπόθεσις!
Ακούσωμεν πως περί τούτου αποφαίνεται φιλόχριστος ά νήρ. « Η υπόνοια παραφόρου ενθουσιασμού, λέγει ο σοφός Κάννιγκ, είναι το τελευταίον σημείον, όπερ ερχόμεθα ήδη να εξετάσωμεν, αλλά τις ήδυνήθη να εύρη έν τη ιστορία του Χριστού το σμικρότατον ίχνος; μήπως ανακαλύπτομεν αυτό εις το γαλήνιον κύρος των θείων αυτού άρχών, μήπως εις το γλυκύ και πρακτικών και ευεργετικών πνεύμα της άγιας αυτού θρησκείας; ή εν τη απλότητα της γλώσσης, δι' ής αναπτύσσει τάς υψηλάς και θεοπρεπείς αυτού άρετάς και τάς αιωνίους θρη σκευτικάς αληθείας ή μήπως έντώ όρθώ λόγω και έντήβα θεία γνώσει των ανθρώπων, ην αποκαλύπτει πάντοτε και παν ταχού, εξηγών και, ώς ειπείν, ψηλαφώντας διαφόρους τάξεις της κοινωνίας, άς ήλθε να σώση και να άγιάση; όσον έκτα κτος και θαυμάσιός έστινό χαρακτήρ τού Χριστού, τοσούτον εξόχως διακρίνεται διά της αταραξίας και της ιλαρότητος αυ του το γνώρισμα τούτο διαλάμπει εις τα θεία αυτού προσόντα,
ιλαρά και γαλήνιος ή ευσέβεια αυτού! δείξατέ μο, εάν δύνασθε, το ελάχιστον εμπαθές και βίαιον σημείον του
ή πόσον
θρησκευτικού αυτού αισθήματος ή πανάγιος και θεοπρεπεστά
– 82 -
------
-
τη αυτού προσευχή μήπως αναπνέει ενθουσιασμόν πυρετώδη; ήδιηνεκής αυτού ευποιία πάντοτε ειρηνική και αθόρυβος ή μή πως ή αδελφική και ζωηρά αυτού συμπάθεια παρέφερεν αυτόν
ποτε εις ανυπόμονον υπερβολήν φιλανθρωπίας, ουχι, μυριάκις ούχί. Ο Σωτήρ ημών δήλθεν ευεργετών μετ’ αγάπης, πραό τητος και ειρήνης, όπερ χαρακτηρίζει την πρόνοιαν του Θεού, αλλά και αυτόν τόν Θεόν επί της γης οφθέντα και τους άν
θρώποις συναναστραφέντα.» Δ". Η ορθολογιστική εξήγησις του καθηγητού Παύλου, Οι τής παραδόξου ταύτης θεωρίας πρόμαχοι, ομολογούντες και αποδεχόμενοι πάντα τα προβηθέντα, απονέμουσι την πλά
νην και την απάτην εις τους μαθητάς του Χριστού, οίτινες,
ώς λέγουσιν, έκπλαγέντες και θαμβωθέντες υπό του χαρακτή ό 2. .. " τ, 324 ε
ρος, υπο
-
-
των
-
-
λόγων και υπό των έργων του Ιησού, εξέλα
βοντόν μέγαν και έκτακτον άνθρωπον ώς τον υιόν του Θε ού, τάς δε ιατρικάς θεραπείας ώς θαύματα υπερφυσικά, Τοιαύτη είναι η γνώμη του αρχαίου δρθολογισμού της Γερ ν
-
-
η
-
ν
-
η
μανίας (1), ομοιάζοντος τον εθνικών ορθολογισμών του Ευη μέρου, της Κυρηναϊκής Σχολής, όστις εξήγει τους θεούς της Ελληνικής μυθολογίας, καλών αυτούς σοφούς, ήρωας, βασι λες και ήγεμόνας, οίτινες διά της πνευματικής και επιστη
μονικής αυτών υπεροχής και των μεγάλων έργων, άπερ διε πράξαντο, ήξώθησαν θείων τιμών και της λατρείας των με ταγενεστέρων γενεών, Η δρθολογιστική αύτη εξήγησις, ην πρώτος ο Εϊχόρνος
(Eichhorn) έφήρμωσεν εις τα θαύματα της παλαιάς Διαθήκης, (1) Οι δρθολογιστα διαιρούσι τον ορθολογισμών εις δημώδη ή κοινόν, και εις υπέροχον ή λόγο ν έ ποπ τ ι κ ό ν αλλ' ό μως και εν αμφοτέροις τους συστήμασιν ή διάνοια καθίσταται επί τέλοος τούτ’ αυτό άνοια. "Ο Marheinecke ώριζε τον δρθολογιστήν « πιστεύοντα-σκεπτικών » ή άλλως και άνθρωπον πιστεύονται ότι σκέ
πτεται και σκεπτόμενον ότι πιστεύει ο άλλ’ αμφότερα ίσα τώ μηδενί. " Η σχολή του "Εγέλου επέτυχε να καταστήση γελοίον τον κοινών δρθολογισμών, δι' όν ήσχύνετο και ερυθρία πάς ο έχων φιλοσοφικάς τι νας άξιώσεις, αλλ' εν τούτοις ή ευώνυμος ή άπιστος μερίς της σχολής εξώκειλαν επί τέλους εις τάς αυτάς και έτι χειρονας μ' ω ρ ολο
:
γ ί α ς.
μετηνέχθη και εις την ευαγγελικήν ιστορίαν, εν αξιοθρηνήτω απωλεία πολυμαθείας και όξυνοίας, υπό του Παύλου, καθηγη
του έντώ πανεπιστημίωτης Eιδελβέργης (1). Ο γερμανός ού τος Ευήμερος πιστεύει μεν εις την αλήθειαν της ευαγγελικής
ιστορίας, αλλά διακρίνει εν αυτή αφ' ενός, το γεγονός, και αφ' ετέρου, την γνώμην και την κρίσιν τού αναγνώστου ή τού ιστορικού, και ούτως εξηγεί την θείαν ταύτην ιστορίαν διά λόγων και αιτιών φυσικών, και περιορίζει ταύτην εις γε γονός πάντη σύνηθες και κοινόν! έν άλλαις λέξεσι, τα υπερφυ
σικά συμβεβηκότα, άτινα οι ιεροί ευαγγελιστα διηγούνται με τά τελείας και αγαθής πίστεως, εισιν ή συλλήψεις πεπλανη
μένα, ή αθώα του λόγου ώραΐσματα, η υπερβολα γεγονότων, άπερ ανήκουσιν εις τους κοινούς νόμους της φύσεως πολλάκις
σφάλλει ο αναγνώστης ή ο ερμηνευτής, και τότε το νομιζόμε νον θαυμά έστε πλάνη της ερμηνείας, φέρ' ειπείν το λεγόμενον, ότι ο Χριστός περιεπάτει επί της θαλάσσης, ουδέν άλλο κυρίως σημαίνει, ειμή ότι περιεπάτει επί του πλοίου! (Ματθ. ιδ',25). Και όμως το εξηγητικών τούτο σύστημα, όπερ άξιοι, ότι είναι ορθόν και φυσικών, αποδεικνύεται, πράγματι, εκ διαμέ τρου το εναντίον, και κατεργάζεται αναρίθμητον πλήθος σφαλ μάτων κατά του ιερού κειμένου, κατά των κανόνων της έρμη νευτικής και κατά του ορθού λόγου,
όπως έκαστος πεισθή περί τούτου, αρκεί να αναφέρωμεν παραδείγματά τινα έκ της άλλοκότου ευαγγελικής εξηγήσεως του Παύλου και της Σχολής αυτού. « Η δόξα του Κυρίου, ήτις
περιέλαμψε τους ποιμένας της Βηθλεέμ έντή νυκτί, έν ή έ γεννήθη ο Χριστός, ήν φωτεινών μετέωρον, λέγουσιν οι παρά δοξοι ούτοι ερμηνευτα, ή ίσως φανός φωτοβόλος, λάμπων εις τους οφθαλμούς των ποιμένων! το δε θαύμα, το γενόμενον εις το βάπτισμα του Σωτήρος, ήν άπλώς αστραπή, ή βροντή, ή παρέλευσις αιφνίδιος των νεφών της καταιγίδος! Ο διάβολος, όστις έπείρασεν εις την έρημον τον Ιησούν, ουδέν άλλο ήν, ή : (1) Ο Παύλος εγεννήθη το 1761 εν τω βασιλείω της Βυρτεμβέρ γης, εν τη πόλει Leonberg και εν τή αυτή οικία, ένθα ένδεκα έτη ραδύτερον ο μέγας φιλόσοφος Σελλίγγιος έβλεπε το φώς. "Υπήρξεν αλ ηλοδιαδόχως καθηγητής εις διάφορα πανεπιστήμια, και τελευταίον εις
* Εϊδελβέργην, εν ή ετελεύτησε το 1847 έγραψεν υπομνήματα εις τα θεία ευαγγέλια (1800) και τον « Βίον του Ιησού » (1828), θα
– 84 –
πανουργός τις και δόλιος Φαρισαίος, δν ο ευαγγελιστής έκικα κής συνεννοήσεως εξέλαβεν ώς δαίμονα, ουδαμού βεβαίως υπάρ χοντα, ειμή έν τη φαντασία τών δεισιδαιμόνων ανθρώπων! αι θαυματουργοί άσεις του Σωτήρος ήσαν άπλά έργα φιλανθρω πίας, ιατρικής ικανότητος και ευτυχούς περιστάσεως! Ούτως ή
θεραπεία των δύω τυφλών έγένετο διά κολλουρίου λίαν δρα στικού, οι δε ευαγγελιστα, έραστα όντες των θαυμάτων, έ σιώπησαν την αλήθειαν οι άγγελοι οι φανέντες επί τον τάφον του Κυρίου ενέσθήσεσιν άστραπτούσας, ήσαν τα λευκά σά βανα ή τα όθόνια, άτινα αι γυναίκες υπέλαβον ώς όντα ού
ράνια! » Είναι απώλεια χρόνου το αναγνώσκειν τάς φαντα σμαγορίας των καλών τούτων ανθρώπων, διό και αρκούμεθα εις τα ολίγα ταύτα παραδείγματα της γελοίας έρμηνευτικής αυτών επιστήμης! Αλλ' εν τούτοις παρατηρούμε, ότι αυτοί ούτοι οι ευαγγε λιστα, οι έστερημένοι του κοινού νοός, κατά τους σοφούς τού τους έρμηνευτάς, έγνωσαν όπως περιγράψωσιν ήμύν τον χαρα κτήρα, και συγγράψωσι την ιστορίαν, ήτις υπερβαίνει πάντα
τα αριστουργήματα των περικλεεστέρων ιστορικών του κόσ μου ιστορίαν, λέγω, και χαρακτήρα, όστις από δεκαοκτώ ή
δη αιώνων εξασκεί επί τα σοφά έθνη της γης το μάλλον ακα ταμάχητον θέλγητρον! όθεν, ουδόλως θαυμαστών, εάν οι τών έχθρών της πίστεως παραλογισμοί έπιζώσιν έπι έλάχιστον,
και παρέρχονται ως όνειρον και σκιά. Ο Στράους, τίμιος ένταύ θα φανείς, άρδην ανέτρεψε το αντιχριστιανικόν έργον του προ κατόχου, και έδωκε τραύμα θανατηφόρον εις την νομιζομένην αυτού επιστήμην άλλ’ έν τοσούτω και ή του Στράους αντι χριστιανική θεωρία έσχε το αυτό ολέθριον τέλος ο Γάλλος
Ρενάν απέδειξεν επ' εσχάτων μωράν και γελοίαν την τοσού τον περιώνυμον αυτού θεωρίαν! Ούτω πάντοτε συμβαίνει ο εις άπιστος ανασκευάζει τον έτερον άπιστον, και λίαν ευχερώς υποσκάπτει και κρημνίζει το σαθρον αυτού σύστημα,
Ε. - Η θεωρία της ποιητικής εφευρέσεως Η τελευταία και ή μάλλον εύσχημος των ψευδών θεωριών περί του βίου του θεανθρώπου είναι ή ύπόθεσις της ποιητι κής εφευρέσεως. Αύτη παρουσιάζεται υποδύω μορφάς, υπό την
– 85 -
του μύθου και υπό την του συναξαρίου (έgende). Η πρώτη κυρίως θεμελιούται επί τών άρχαίων μυθικών κύκλων των θεών
και των ημιθέων του εθνικού κόσμου, ή δευτέρα ερείδεται επί των συναξαρίων τών μαρτύρων και των άγιων του μέσου
αιώνος. Η μυθική υπόθεσις επενοήθη και συνεγράφη υπό του Δαβίδ Φρεδερίκου Στράους, μεθ' ερεύνης επιμόνου και μετά βα θυνοίας θεολόγου Γερμανού ή δε των συναξαρίων υπόθεσης έπ
ενοήθη και έδημοσιεύθη υπό του Ρενάν, μετά της λάμψεως, της κομψότητος και της κουφότητος παρισιανού νεολόγου ή πρώ τη εγράφη διά τους σοφούς, ή δευτέρα διά τον λαόν εκείνη
μεν στηρίζεται επί της φιλοσοφικής βάσεως θεωρητικού ή λο γικού πανθεϊσμού, αύτη δε βασίζεται επί του θεμελίου του
αισθηματικού ή ποιητικού πανθεϊσμού. Ο βίος του Ιησού υπό παραβαλλόμενος προς τον βίον του Ιησού υπό του Ρενάν, είναι ώς ή βαρεία πανοπλία ιππότου του μέσου αι ώνος, παραβαλλομένη προς την ελαφράν και κομψην στολήν του καθ' ημάς στρατιώτου, ή ώς άνδριάς έκχαλκού, απέναντι του Στράους,
άγαλματίου έκ κηρού, μάλα καλώς έτολισμένου άλλ' αμφό τερα τα χριστολογικά ταύτα μυθιστορήματα αναχωρούσαν
έκτών αυτών φυσιολογικών προϋποθέσεων και λήγουσιν έπι τέλους εις τά αυτά συμπεράσματα αμφότερα μάχονται το θαυματουργών και υπερφυσικών στοιχείον, τον δε Χριστών των Ευαγγελίων, τον ζώντα και ευλογητόν εις τους αιώνας των
αιώνων, καθιστώσι σκιάν φαντάσματος και caput mortuum!
Α"-"Η μυθική υπόθεσις του Στράους, ό Στράους έγραψε δύω συγγράμματα περί του βίου του Ιησού (über das Leben Jesu), το πρώτον εκ δύω πολυσέλι δων
τόμων συγκείμενον και απευθυνόμενον προς τους σοφούς,
έδημοσιεύθη το 1835, το δεύτερον, σύντομον και προωρισμέ νον διά των λαών, εξεδόθη το 1864 (1). Εις αμφότερα ύπο (1) Δαβίδ Φρεδερίκος Στράους, διδάκτωρ της φιλοσοφίας, εγεννή θη εις Ludwigsburg παρά τη Στουτγάρδη, εν τώ βασιλείω τής Βυρ τεμβέργης, όπερ ανέδειξε κατά καιρούς περικλεείς και εξόχους άνδρας, ποιητας, ώς τον Σίλλερον και τον Ουλάνδον, φιλοσόφους, ώς τον Σελ
λίγγιον και τον Έγελον, αστρονόμους, ώς τον Κέπλερον, και ένδοξον χορείαν θεολόγων ορθοδόξων και ευσεβών, από του Brenz και Bengel
– 86 -
στηρίζει τις αυτάς θεωρίας μετά τροποποιήσεων άσημάντων, Το πρώτον είναι αναντιρρήτως το ισχυρότερον και μοχθηρό μέχρι του Schmid και Beck, αλλά συνάμα ανέδειξεν, ώς μη ώφειλεν, αρχηγούς και προμάχους τού δημώδους και θεωρητικού ορθολογισμού, ώς τον Παύλον, τον Βάουρ και τον Στράους, διδασκάλους τής ψευδ ωνύμου και τετυφωμένης γνώσεως ! "Ο Βάουρ (Baur), καθηγητής τής εκκλησιαστικής ιστορίας έντώ πανεπιστημίωτής Τυβίγγης (αποθα νών το 1860), έθεμελίωσε την ιστορικήν, κριτικήν και αρνητικήν σχολήν της Τυβίγγης, ήτις σκοπών τελικών προέθετο, όπως ανα μορφώση την ιστορίαν τού αρχετύπου χριστιανισμού κατά τάς θεωρίας πανθεϊσμού γνωστικού, ή της εποπτικότητος τού “Εγέλου. "Εξάπάν των τών αντιπάλων του χριστιανισμού ο Βάουρ έστιν ο μάλλον τίμιος
και ικανός υπ' αυτόν κυρίως εμορφώθη ο Στράους, αναδειχθείς δ δο κιμώτερος και πιστότερος τών αυτού μαθητών. Ο Στράους μετά πε ριήγησιν επιστημονικήν έν τη βορείω Γερμανία διορίζεται προγυμνα στης έντώ Σεμηναρίω τής Τυβίγγης, αλλ' αποβάλλεται της θέσεως ταύτης το 1856 και παντός εκκλησιαστικού υπουργήματος, ευθύς με τά την δημοσίευσιν τού πασιγνώστου αυτού συγγράμματος « Βίος τού "Ιησού», διεγείραντος την περιέργειαν έντε τώ θεολογικώ και φιλο λογικό κόσμω, και αποδόντος αυτώ κλέος και όνομα ήκιστα περιπό θητον και ζηλωτόν! “Εκτοτε διάγει βίον περιπλαν ωμένου "Ι ουδαίου, από τόπου εις τόπον μετοικών, ένυμφεύθη την Agnes
Schebest, περιώνυμον κωμωδών, και έδωκεν άφορμήν εις τον Ιουστί
νον Kerner να είπη, ότι ο γάμος ούτος βεβαίως ήν μύθος ευαγ γ ε λ ι κ ό ς, αλλά πάραυτα διεζεύχθη την περικλεή κωμωδών, ουχί ώς ένοχον συζυγικής απιστίας, αλλ' ως μη συμβιβαζομένην προς τον χα ρακτήρα αυτού. Το 1859 προσεκλήθη καθηγητής της δογματικής θε
ολογίας εν τώ πανεπιστημίωτής Ζυρίχης, αλλά μόλις έγνώσθη εν τη πόλει ή έλευσης του νέου καθηγητού, και αυθωρεί επονίσταται ο χρι στιανικός λαός, όστις αυτόν μεν άπεδίωξε της πόλεως ώς άντίχρι σ τ ον διδά σ κ α λ ον και ανατροπέα τής χ ρ ι σ τ ι α ν -
κ ή ς ή θικής, την δε καλέσασαν αυτόν κυβέρνησιν κατήργησεν, ώς έχθραν της εκκλησίας και της πατρίδος. "Ο Στράους έστι σοφός λεπτή και κλασικής καλλιεργείας και άρι στοτέχνης εις την έκθεσιν τών ιδεών, επροικίσθη υπό πνεύματος λαμ πρού και μεθοδικού κέκτηται το σπάνιον δώρον της κριτικής αναλύ
σεως, αλλά συγχρόνως στερείται πάσης δυνάμεως δημιουργού. Ευμοι ρεί εξόχου ικανότητος, αλλ' ουχί και μεγαλοφυΐας γινώσκει να κατα
στρέφη, αλλ' ουχί και να οικοδομή, βλέπει τις δυσκολίας και τις δι αφοράς, αλλ' ουδόλως παρατηρεί ούτε την ενότητα ούτε την αρμονίαν. Είναι άσπλαγχνος δικηγόρος, όστις εκμηδενίζει άνευ φειδούς τους λό γους και τις καταθέσεις των μαρτύρων, αλλ' ενταυτώ είναι ανίκανος να φθάση εις βέβαιόν τι συμπέρασμα, όπως κερδήση την δίκην εν ένι
λόγω, είναι άριστος και δοκιμώτατος εις το παράγειν ερείπια και κα ταστροφάς! Τον ήθικών αυτού χαρακτήρα ευρίσκουσιν ακριβή και μέ
- 87 –
τερον σύγγραμμα, όπερ άχρι τούδε εγράφη κατά του χριστι ανισμού αλλά κυρίως ουδέν άλλο έστιν, ειμή συλλογή πλή τριον, αλλά λίαν φιλόδοξον, ιδιοτελή, εγωϊστικών και άνευ καρδίας. Φοιτητής υπάρχων, εφαίνετο ευμενής και δεισιδαίμων, παραδιδόμενος
εις τας αποκαλύψεις της φαντασιόπληγος von Prevost, και εις τας στορίας τών δαιμονιών των πνευμάτων, άτινα έτάραττον τότε την Βυρ τεμβέργην και συνηθροίζοντο περί τον φίλον αυτού, τον αγαπητών ια τρών και ποιητήν Ιουστίνου Kerner εν Weinsberg. Ενταύθα εύρι σκομεν απόδειξιν ακαταμάχητον της στενής συγγενείας, ήτις υπάρχει μεταξύ της δεισιδαιμονίας και της απιστίας, ώς και της ευκολίας, μεθ' ής μεταβαίνει τις από της μιας εις την άλλην. Ευρισκομεν δε τον αυτόν νόμον, αλλά κατά μείζονα αναλογίαν, εν τή συμμαχία, ήν βλέπομεν σήμερον μεταξύ της απιστίας και του πνευματισμού (spiri tisme), ένασχολουμένου εις την ανάκλησιν τών νεκρών και των πνευ μάτων. Μέσος όρος ουκ έστιν ο άνθρωπος οφείλει να πιστεύη ή εις τον αληθή Θεών, ή εις τα είδωλα τά άλαλα και κωφά ή εις το άγιον πνεύμα, ή εις τά φαντάσματα. "Ο πρώτος και εκτενέστερος βίος του Ιησού», Leben Jesu, υπό Στράους, εδημοσιεύθη εν Τυβίγγη το 1855 και 1856, η δε τετάρτη και τελευταία έκδοσης το 1840 ο Liltré, μέλος της Γαλλικής "A
καδημίας, μετέφρασε τούτον γαλλιστί, ή δε miss Marian Evans, αγ γλιστί. Ο δεύτερος, συντομώτερος και επιγραφόμενος «Leben Jesu, fir das deutsche Volk bearbeitet», έδημοσιεύθη εν Λειψα το 1864 και έσχεν ήδη πολλάς έκδόσεις. Εάν ο πρώτος ήν αποκλειστικώς προωρι
σμένος διά τους σοφούς αναγνώστας, ο δεύτερος απευθύνεται ιδίως προς των λαών, και ποθεί και εύχεται να καταστή διά τους Γερμανούς ό,τι
δ του Ρενάν κατέστη διά τους Γάλλους, αλλ' όσον ούτος υπερέχει και τά την πολυμάθειαν και την Γερμανικήν άκρίβειαν, τοσούτον υπολείπε
τα κατά την Γαλλικήν χάριν, κομψότητα και δημοτικότητα, ο Στρά ους, και το ικανώτατος συγγραφεύς, παραβαλλόμενος όμως προς τον "Ρενάν, είναι πάντοτε βαρύς και δυσκίνητος σοφος του σπουδαστηρίου. διο, και ο νέος αυτού «βίος του Ιησού» παρέχει ανάγνωσιν δυσάρε
στον και κοπιώδη άφιέρωσε τούτον τώ θανόντι αδελφώ, ώς και ο “Ρε νάν τη μνήμη της θανούσης αδελφής. Εκτός όλγίστων διαφορών, ο Στράους και εν τώ δευτέρω τούτω «βιω του Ιησού» κατέχει την άρ χαίαν αυτού θέσιν μόνον ηύξησε το πικρών αυτού μίσος κατά τού ιε ρού κλήρου και κατά της Εκκλησίας του Χριστού, αφίησε τον μεν και την δέ άνευ ελπίδος, στρέφεται προς τον λαόν, και ούτω παίζει το πρό σωπον τού λειποτάκτου θεολόγου και του δημαγωγού. "Εν τώ προλόγω, όπως δικαιολογήση έαυτόν, έσχε την αναίδειαν να μεταχειρισθή το πα ράδειγμα του θεσπεσίου αποστόλου Παύλου, όστις προσέφερε το Ευαγ
γέλιον εις τους εθνικούς, όταν οι Ιουδαίοι απέρριψαν αυτό ελπίζει, ότι ή κατάργησις τής πίστεως εις τά θαύματα, καταργήσει το εκκλησια
στικών υπούργημα, ώς βάρος άνωφελές και βλαβεροντή κοινωνία εν τή παρούση καταστάσει του πολιτισμού «δ θέλων να διώξη τους ιερείς εκ
– 88 –
ης και καλώς διατεταγμένη πάντων των αρχαίων επιχειρη
-άτων όσα οι άπιστοι αντέταξαν κατά της αληθείας και της της Εκκλησίας, λέγει προοιμαζόμενος, οφείλει πρώτον να καθαρίση την θρησκείαν από των θαυμάτων και ver die Pfaffen aus der Kir
che schafen will, der musserst die Wunder aus der Religion schafen. Αλλ’ εάν επιθυμή ο φίλος αναγνώστης να μάθη ποιον είδος θρησκείας ή φιλοσοφίας, προβάλλει ο καλός Στράους αντί του χριστια νισμού, άς άκούση και άς φρξη προβάλλει και υποστηρίζει την άρνη σιν τής αθανασίας της ψυχής! αφιερώντώ αδελφώ την εαυτού συγγρα φήν, επαινεί και θαυμάζει αυτόν ώς ουδέποτε υποκύψαντα, ούτε έπ’ αυτής της κλίνης τού θανάτου, εις τον απατηλών πειρασμόν τού παρα μυθήσαι έαυτόν διά του κενού ονείρου της μελλούσης και αιωνίου ζωής!
«Σύ, αδελφέ μου, λέγει προσφωνών, ουδέποτε, άλλ’ ούτε εις τάς τε λευταίας στιγμάς τής ζωής, καθ' άς πάσα ελπις τού ζήν σβύνει, ουδέ ποτε υπέκυψας, εις τον πειρασμών του απατήσαι σεαυτόν, ερειδόμενος επί του εκείθεν - an hast selbst in solchen Augenblicken, wo jede Lebenshofηung erloschen war, niemals der Versuchung nachgegeben, durch Anlehnen beim Jenseits dich Zu tauschen. Ήδη εν τώ τέλει της Διο γ μ α τ ι κ ή ς αυτού (το 1840) έκήρυξεν, ότι το εκείθεν του τάφου έστιν ο τελευταίος εχθρός, δν ή θεωρητική φιλοσοφία οφείλει να νικήση δ δε κλεινός και ευγενής ποιητής Schwab έποίησε τότε τους επομένους στίχους περί τής όλεθριωτάτης θρησκείας και της θλιβερωτάτης φιλοσοφίας του Στράους. «Ιch bin der Weg, die Wahrheit und das Leben, Sprach der, den Gott zum Führer uns gegeben,
Doch wie spricht der, mit den ihr uns bedroht και Ich bin der Weg, die Wahrheit und der Tod » ("Εγώ ειμι ή αλήθεια, ή οδός και η ζωή, είπεν ο παρά τού Θεού αποσταλείς ήμεν διδάσκαλος. Τί δε κηρύσσει ο Χριστός της Φιλοσο
φίας; εγώ ειμι ή αλήθεια, ή οδός και ο θάνατος!) “Ο πρώτος ο βίος του Ιησού» προεκάλεσεν ολόκληρον βιβλιοθήκην
σοφών απολογιών υπέρ της ευαγγελικής ιστορίας, ήν οι άμαθείς και δ λιγόπιστοι έθεώρησαν ώς επιστημονικώς ανασκευασθείσαν και ταφεί σαν! Εκ τών πολλών σοφών Αγγλων και Γερμανών, Γάλλων και Α μερικανών, οίτινες ανήρεσαν και ακαταμαχήτως ανέτρεψαν το μυθι κόν σύστημα του Στράους, οι επισημότεροι εισι Νέανδρος, Ουλ
μάνος, Τολούκ, Λάγγε, Εβράνδος, Ιούλιος Μύλλερος, Χοφμάνος, Ούγγιο, Μέγερος, Φίσνερος, Πλέκιος και άλλοι "Ο Στράους έπ’ εσχάτων έδημοσίευσε δύω έτερα συγγράμματα, εξ ών το μεν επιγραφόμενον « ο Χριστός της πίστεως και ο Ιησούς τής ιστορίας» (1865) απευθύνεται κατά των « Μαθημάτων περί τού βίου του Ιησού » υπό Σλαϊερμάχερ το δέ, « οι ήμίσεις και οι ολόκλη
ροι», ιδίως αφορά και σκώπτει τον καθηγητήν τής “Ειλδελβέργης, Schenkel.
-
Και ενταύθα, ενώ ματαίως προσπαθεί να συμβιβάση την αλήθειαν
- 89 –
αξιοπιστίας της ευαγγελικής ιστορίας. Οφείλομεν να εξετάσω μεν σπουδαίως, και να ανασκευάσωμεν ακαταμαχήτως το πα ράτολμον τούτο μυθιστόρημα. Ο Στράους εύρεν εύγλωττον ύ περασπιστην έντώ προσώπω τού Θεοδώρου Πάρκερ, οδοιπόρου οξυγουστάτου και φιλοσόφου πεπλανημένου, όστις διήλθεν, ώς λαμπρών μετέωρον, τον αμερικανικών ουρανών, όπως απέλθη και σβύση εις χώρας μακράς
ότι ο Γάπλερος, ο Βάτερος, ο Βέττερος και άλλοι κριτικοί έπραξαν ώς προς τα θαύματα της παλαιάς Διαθήκης και τινα τών της Nέας, ο Στράους αυθεντικώς εφήρμοσε τούτο εις πάντα
τον βίον του Χρισού. Κατά τον παράδοξον τούτον σοφών ή ευ αγγελικήίτορία, όπως και αν θεωρηθή, ανήκει ουσιωδώς εις την τάξιν τών αρχαίων μυθολογιών της Ελλάδος και της Ρώμης! Μύθός έστιν έκθεσις αληθείας ή ιδέας θρησκευτικής υπό προς την πλάνην, λάμπει το κράτος της χριστιανικής πίστεως, άνευ τής θελήσεως αυτού. "Ο Στράους, ώς ο ίδιος ομολογεί, είναι ο μετα φυσικός γάτος, όστις τρώγει το ψητών της ορθοδοξίας, αλλά συγχρό νως είναι και ο άφρων ποντικός, όστις προσπαθεί να υποσκάψη τα τεί χητής του χριστιανισμού ακροπόλεως! Ο Schenkel, ένεκα της α ξιοθρηνήτου αυτού λειποταξίας εις το στρατόπεδον τών τής πίστεως
έχθρών, δικαίως εμπαίζεται υπό του διδασκάλου της αρνητικής κριτι κής, ευχόμεθα αυτώ φωτισμών και επιστροφήν! Αλλ' ο Schleirma cher, και το αριδήλως απεδείχθη, ότι η συνδιαλλαγή της υπερφυσι
κής χριστολογίας μετά της ορθολογιστικής εξηγήσεως είναι ώσαύτως άνυπόστατος, ώς και ή εις Χριστόν πίστις μετά της αυθαιρέτου κριτι κής τής ευαγγελικής ιστορίας, ουχ ήττον όμως υπήρξεν ο πολύτιμος
μύστης της ευαγγελικής θεολογίας, και ο ποντίφης της εγκαρδίου θρησ κείας τουλάχιστον ώδήγησε τους μαθητές αυτού εις τον πρόναον τής αποκαλύψεως και απήλθε τού κόσμου τούτου μετά της ειλικρι νούς πίστεως της νεανικής αυτού ηλικίας και μετά της αγάπης και της ελπίδος εις τον Σωτήρα Χριστόν. Ο δυστυχής Στράους φαντάζεται, ότι ή αποτυχία του Schleiermacher αποδεικνύει εν γένει, ότι ο χρι στιανισμός και ή επιστήμη εισιν ασυμβίβαστα άλλ' οια πλάνη! ώς εάν ο χριστιανισμός εξηρτάτο έκ τού Schleiermacher ή εξάλλου τινός
ανθρώπου, ή ώς εάν αυτός ήν ή σεσαρκωμένη επιστήμη! "Ο Χριστός τής πίστεως είναι ώσαύτως και ο Ιησούς της ιστορίας, όστις υφίστα
ται την εν πυριδοκιμασίαν τών αιώνων και διευθύνει τους τροχούς της ιστορίας του κόσμου, ο Ιησούς του ορθολογισμού και του πανθεϊσμού είναι νεώτερον πλάσμα της φαντασίας, όπερ προξενεί φρικτάς κατα
στροφας διανοιών και καρδιών, και ουκ εις μακράν τεθήσεται και υπάρ. ξει μόνον εν τώ μουσείωτών όλεθρίων αποπλανήσεων του ανθρωπίνου πνεύματος!
μορφήν πλαστής διηγήσεως όμύθος διακρίνεται της παραβο λής, ο μεν μύθος είναι ιστορία πλαστή, προτιθεμένη να θέλξη και να αρέση, ερειδομένη επί του αδυνάτου γενέσθαι, ώς όταν ποιή τα άλογα ζώα να σκέπτωνται και να ομιλώσι, και σκο
πούσα να διδάξη τον αναγνώστην διδασκαλίανήθικη», ή κα νόνα φρονήσεως ή δε παραβολή είναι ιστορία του αυτού
γένους, αλλά βασιζομένη επί του δυνατού γενέσθαι, και έν τεύθεν ιστορία αληθής καθ' εαυτήν, προτιθεμένη να περικο σμήση και να καλλύνη μιαν αλήθειαν. Και ο μύθος είναι ώσαύ τως ιστορία, άλλ’ ιστορία λαβούσα γένεσιν εξ εμφύτου όρμής, άνευ προμελέτης, άνευ προλήψεως, και της οποίας την πραγ ματικήν αλήθειαν παραδέχεται ή άπλή και άδολος πίστες των παιδοφρόνων λαών ή γένεσις και η μόρφωσης των μύθων -και ένταύθα ευρίσκομεν επιχείρημα αναντίρρητον κατά της μυθι κής θεωρίας του Στράους-υποθέτουσι την παιδικήν περίοδον του ανθρωπίνου γένους, και την τελείαν απουσίαν της σκέ
ψεως και της κριτικής, Εντή περιόδω ταύτη ή δημώδης φαντασία εργάζεται και έφευρίσκει, ώς ή φαντασία των παίδων, άτινα θέλγονται α κούονται ιστορίας πλασάς, εις τας οποίας πιστεύουσι, χωρίς ού δόλως να εξετάσωσιν, εάν αυτα εισιν αληθείς ή ψευδείς. Κατά
την γνώμην σοφών Γερμανών, οιος ο Οττφρείδος Μύλλερος, και κατά την δόξαν του Γροτίου, Aγγλου ιστορικού, ούτως έγεννήθη ή Ελληνική μυθολογία, προϊόν αυτόματον και δη μιουργία ασυνείδητος παιδικής φαντασίας, ήτις έπλήρωσε θεο τήτων τον αέρα, την θάλασσαν, τα όρη, τις κοιλάδας, τα δέν δρα και τους θάμνους, μετά της αδιστάκτου πίστεως εις την αληθή αυτών ύπαρξιν κατά τον αυτόν τρόπον οφείλομεν να σπουδάσωμεν πολλά των χριστιανικών συναξαρίων του μέσου αιώνος, χωρίς να ανατρέξωμεν εις τον δόλονή εις την εκ προ θέσεως απάτην αλλ' εν τούτοις ομολογητέον ταύτην την ού
σιώδη διαφορά, ότι τα συναξάρια των μαρτύρων και των ά γίων στηρίζονται επί ιστορικών γεγονότων, ώς και έπι της ψυ χικής καταστάσεως των συγγραψάντων αυτά. Τα περικοσμή ματα του αληθούς γεγονότος βεβαίως προκύπτουσινή έξιά πλών και αγαθών ψυχών, αίτινες έφαντάσθησαν αυτά, ή έκ των ευλαβών μοναχών και των ιερέων, οίτινες έφεύρον ταύτα εν πνεύματι ευσεβείας και χριστιανικής οικοδομής του πλησίον
----------------------------------------
- 91 –
ύπαρξιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών, ώς τινες είπον έξι άμαθείας πάντως η κακίας, τουναντίον, ομολογεί τον Χριστόν, ώς το υπέρτατον πνεύμα της θρησκευτικής μεγαλοφυΐας Αλλ' όμως ό Στράους δεν αρνείται απολύτως την ιστορικήν
φυσιολογικών αυτού προϋποθέσεων, διά της ψυχράς εργασίας της υπερκριτικής αυτού αναλύσεως
διά των πανθεϊστικών και -
ν
-
η
--
των κατα τό φαινόμενο, αντιφατικών
χωρίων
-
της
ευαγγελι, -
κής ιστορίας, αρνείται πάντα τα υπερφυσικά και θαυματουργά στοιχεία του θείου προσώπου και της ιστορίας του Χριστού, άπό τής άγιας αυτού γεννήσεως μέχρι της ένδόξου ανατάσεως και αναλήψεως, και μεταποιεί ταύτα εις μύθους, τουτέστιν εις
εικόνας φαντασιώδεις
ιδεών
θρησκευτικών, περιβεβλημένων
μορφήν και σχήμα συγκεκριμένον και ιστορικών, εις την αλη
θη ύπαρξιν του οποίου οι αυτουργοί αυτών τιμίως και αδόλως επίστευσαν. Τάς ιδέας, ας τα γεγονότα ταύτα συμβολίζουσιν, και ιδίως την της ουσιώδους ενώσεως της θεότητος και της άνθρωπότητος, ο Στράους παραδέχεται ώς αληθείς, είτε εάν
αύτα θεωρηθώσιν αφηρημένως και καθ' εαυτάς, ή εν τη εφ αρμογή αυτών εις τό ήμέτερον γένος. Αρνείται όμως την
συγκεκριμένην αυτών ύπαρξιν, δηλονότι την εφαρμογήν αυτών εις το
πρόσωπον ενός μόνου ανθρώπου, και
αποδίδωσι την
αρχήν τών, κατ' αυτόν, ευαγγελικών τούτων μύθων εις την αρχέτυπον εκκλησίαν, «ήτις εξημμένη υποτών Μεσσιανικών αυτής ελπίδων, και παραφερομένη υπό της εκτάκτου εμφανί σεως Ιησού του από Ναζαρέτ μέχρι της ενθουσιώδους λατρεί ας των ηρώων, εξέλαβεν αυτών ώς τον επηγγελμένον Μεσσί αν, και έστόλισεν αθώως το πρόσωπον και τον βίον αυτού δι’
έφευρέσεων θαυμασίων, κατά το διάστημα τριάκοντα ή τεστ σαράκοντα ενιαυτών μετά τον θάνατον αυτού». Απασα δε ή άστεια αύτη θεωρία του Στράους περιορίζεται τελευταίον εις τον εξής συλλογισμόν υπήρχεν εις τα πνεύματα τών Ιουδαί
ων δέα μόνιμος και άπλανής, ήν παρείχον και ύπεστήριζοντά ιερά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή, ότι ο Μεσσίας έ πρεπε να εκτελέση τινά θαύματα, να θεραπεύση ασθενείς, να αναστήση νεκρούς. Η ακλόνητος πεποίθησις των μαθητών του Ιησού υπήρξεν, ότι αυτός ήν πραγματικώς δέπηγγελμένος και προσδοκώμενος Μεσσίας. Εντεύθεν συνεπέραναν, ότι αυτός ώφειλε να πράξη τα θαύματα ταύτα έκτοτε ή φαντασία, ή γ
– 92 –
δημιουργός αύτη νύμφη του λαού, ήρξατο να πλάττη αφελώς -
ν
-
τάς μυθικάς ταύτας διηγήσεις,
ό Στράους, όπως υποστηρίξη την σαθράν ταύτην υπόθεσιν, κατέφυγεν εις πάσας τάς παρατηρήσεις και τις αντιλογίας, ας Α ή των απίστων οξύνοια από του Κέλσου και Πορφυρίου μέχρι του Ρεϊμάρου και Παύλου κατά καιρούς αντέταξε κατά της άξιοπιστίας της ευαγγελικής ιστορίας. Συλλέγει ταύτας παν -,
»
--
ν
ν
-
-
-
ν
-
--
--
- - -
-
-
ν
ταχόθεν μετά πολλής της ικανότητος, όπως προξενήση αποτέ λεσμά τι έπαγωγών εκτίθησι τας μάλλον πολυπλόκους λε πτομερείας μετά σαφηνείας σπανιωτάτης ποικίλλει τας πα
ρατόλμους αυτού προσβολάς μεταβαίνων από βεβαιώσεως εις βεβαίωσιν, και αιφνιδίως συλλέγων πάσας αυτού τάς πολεμί Οι
ν
-
ν
--
--
ν
--
-
ν
ους δυνάμεις, εφορμά κατά του κεντρικού σημείου και δίδωσι -
-
-
-
--
»
-
η
-
μάχην έμμανή κατά της υψηλής και άγίας εκείνης ακροπόλε
ως, καθ' ής και πύλαι άδου ουδέποτε κατισχύσουσιν. Εξετάσωμεν λοιπόν τα αρχικά στοιχεία, άπερ αποτελούσε την ισχύν ή μάλλον την σαθρότητα του αντιχριστιανικού τούτου συστήματος τού ήμετέρου αιώνος. Εν πρώτοις παρατηρούμεν ότι το φιλοσοφικών θεμέλιον, έφ ού άπασα ή υπόθεσις αύτη στηρίζεται, έστι το υποτιθέμενον ν
-
γ.
»
-
-
»
ν
ν
-
-
1.
ν
-
-
--
-
-
--
-
αδύνατον του θαύματος, αδύνατον, όπερ λογικώς υπάρχει μόνον έντή πανθεϊστική άρνήσει τού έν προσωπική υπάρξει ζώντος ---Θεού και δημιουργού παντοδυνάμου. Αλλ' ή θεμελι λNγν δ --
ν
-
-
Ν.
-
η
ν
Σ.
ν
ώδης αύτη αρχή
ούδέν άλλο -
-
-
ν
-
-
-
-
--
εκφράζει, ειμή άπλην τινα δια -
--
*
-
-
βεβαίωσιν, ήν ο αυτουργός αυτής ουδέποτε έπειράθη ν' απο
δείξη λοιπόν όλον αυτού το άντευαγγελικών συγγραμμα βασί ζεται επί τού εν αρχή αιτείσθαι, και υποτίθησι λελυμένον ζή ό -- Σ' λ γ ι το ζήτημα, όπερ ώφειλε προηγουμένως να συζητήση! Καίτοι ν
-
ν
-
ν
ν
καυχάται υπερβαλλόντως, ότι κατέχεται υπό πνεύματος έ --
--
τ,
η
λευθέρου προϋποθέσεως δογματικής, αλλ ούχ ήττον άρχεται από προλήψεως πείσμονος. Φρονεί και πιστεύει, ώς και ο Ρε ό ν
ν
αν
-
--
η
ν
ν
-
-
φίλος Ρενάν, ότι το θαυμά έστιν αναγκαίως παραβίασης και κατάργησις τών αναλλοιώτων νόμων της φύσεως, και εισάγει την αταξίαν εν τη θαυμασίως άπαξ διαταχθείση τάξει και άρμονία τών όντων. Και όμως το θαύμα ουδέν τών τοιούτων έστι - το θαυμάβέστιν άπλώς ή αποκάλυψις του ύψιστου νό -
ν
-
η
-
-
ν
-
-
--
μου το θαύμα βεβαίως έστιν υπερφυσικόν, αλλ' ουχί όμως και εναντίον της φύσεως. Ο σοφός και πολυμαθής Αγγλος η
,
ν
--
ν
ν
- 93 -
Βύσνελλος, έντώ ώραΐω αυτού συγγράμματα περί της φύσε αριδήλως απέδειξεν ότι, όταν ο Θε ως ενεργή και εργάζητα, τότε ουδεμία αναβολή ή παύσης των νόμων της φύσεως συμβαίνει, καθώς και όταν οι άνθρωποι έν, ως και του υπερφυσικού,
εργώσιν επειδή η φύσις, συμφώνως προς τους νόμους αυτής, είναι υποτεταγμένη εις την χρήσιν του Θεού και του ανθρώ που, και προωρισμένη να κυβερνάται, τροποποιήται και υπη
ρετή τον ανώτερον κόσμον του πνεύματος. Οι νόμοι της φύ σεως ουδόλως εισιν άλύσεις σιδηρα, δεσμεύουσα την θέλησιν και την ευδοκίαν του ζώντος Θεού, καθώς αυτούς φαντάζονται
οι νεώτεροι φυσιολόγοι και υλιστα, αλλ' ούτοι εισι δεσμοί έ λαστικοί, ούς ο παντοδύναμος ποιητής διαστέλλει η συστέλλει κατά την απόλυτον και ύψίστην αυτού βούλησιν.
Η του σύμπαντος δημιουργία εστί το πρώτον θαύμα ή δε πανσθενουργός βούλησης ή καλέσασα αυτήν εις το είναι και ύ
πάρχειν, διατελεί πλήρης ζωής, χωρίς να υποστη ουδε την εν λαχίστην ελάττωσινή εξάντλησιν. Η θεία αύτη και πάνσοφος βούλησις βασιλεύει επί της φύσεως, και ουδεν κωλύει αυτήν ώστε ν’ αποκαλύπτητα απολύτως έντή απείρω αυτής βασι λεία. Αι γεωλογικα ανακαλύψεις λέγουσι περί ζώων και φυ
τών, δημιουργηθέντων εις διαδοχικές περιόδους προ του αν θρώπου, οι βράχοι και οι σκόπελοι βρίθουσι θαυμάτων, ό άν θρωπος αναγκαίως έσχεν αρχήν, και κατά την πανθεϊστικήν θεωρίαν της προόδου, ήν πρεσβεύει ή του Εγέλου και ή τού
Στράους σχολή, είναι αδύνατον να εξηγήση της την καταγω γήν του ανθρώπου, αποδίδους αυτήν τη δυνάμει και τη ένερ γεία βασιλείου κατωτέρου και υποδεεστέρου ή του ανθρώπου θαυμάσιος φύσις αναγγέλλει ύψισον και πάνσοφον δημιουργόν. Καθώς το φυτών, παραβαλλόμενον προς τον λίθον, έστι θαύ
μα, και το ζώον, παραβαλλόμενον προς το φυτό, έστι μείζον θαύμα, ούτω και ο άνθρωπος έστι το μέγιστον θαύμα, προς το άλογον ζώον παραβαλλόμενος, Το δε πνεύμα το έντώ ανθρώ πω, παραβαλλόμενον προς το σώμα, έστί βεβαίως υπερφυσι κόν, και αείποτε διατρανοί την δύναμιν αυτού και την υπερο, χήν επί της φύσεως. Aρά γε τίποιούμεν, όταν εις την πρώτην προσταγήν της ημετέρας θελήσεως ύψουμεν τον βραχίονα και πε ριορίζομεν προς στιγμήν τον νόμον της βαρύτητος, ή, εάν θέ λης, υποτάσσομεν αυτών εις τον ανώτερον νόμον της ημετέρας
– 94 –
ελευθέρας θελήσεως άλλ’ έντοσούτω ου μηδενίζομεν αυτών, ουδε συντρίβομεν αυτόν. Ούτω πάσα αρετή είναι λαμπρά νίκη κατά της αλόγου φύσεως, και όμως η νίκη αύτη δεν κατα στρέφει την φύσιν. Τούτο αναμφιβόλως ουκ έστι θαύμα κατά την κυρίαν σημασίαν της λέξεως, αλλ' όμως εμπεριέχει και λύει πάσας τας θεωρητικάς δυσκολίας του θαύματος, Εάν ο άνθρωπος δύναται να ενεργήση έξωθεν επί της φύσεως και νά δεσπόση αυτής, διατί τάχα ο Θεός να μη δύναται κατά πολύ
ισχυρότερον λόγον, ό Θεός, ο παντελεύθερος και αυτεξούσιος ποιητής των νόμων της φύσεως, ό Θεός, όστις μόνος αυτός έ δωκεν εις τους νόμους τούτους την δύναμιν του ενεργειν; Η πίσις εις το ύπερφυσικόν αντί να ήναι το σημείον πνεύ
ματος μικρού και ασθενούς, ώς λέγουσιν οι άπιτο, τουναντίον ή σωτήριος αύτη πίστις έπρεσβεύθη και υπερασπίσθη, καθ' ά παντας τους αιώνας και μεταξύ πάντων των εθνών, υπό τών ηρώων του πνεύματος. Οι χριστοκήρυκες απόστολοι, οι σοφώ άνδρες και πατέρες της Εκκλησίας, Αθανάσιος, Βασίλει ος, Χρυσόστομος, Γρηγόριος, Αυγουστίνος, Φώτιος, οι σοφοί και φιλόσοφοι, Ανσελμος, Θωμάς, Λούθηρος, Καλβίνος, Βά - α - Οι
κων, Νέφτων, Κέπλερος, Λεβνίτιος, Πασχάλης και οι καθ' ή μάς περιώνυμοι σοφοί, Guizot, Rothe, Lange, Edward, Bushnell, αποτελούσε την ένδοξον και ισχυράν φάλαγγα κατά του Ούμου, του Στράους και του Ρενάν τα δ’ επιχειρήματα αυτών υπέρ του υπερφυσικού εισιν ασυγκρίτως ανώτερα και
ισχυρότερα ή αι αντιλογία των κορυφαίων τούτων του νεω τέρου υλισμού, καθότι παν ό,τι ούτοι αντιτάττουσε κατά πί στεως καθολικής και τοσούτον αρχαίας, όσον και το ανθρώπι νον γένος, συγκεφαλαιούται εις την εκ των προτέρων, a prio ri, υπόθεσιν, ήτις την σήμερον χαίρει μόνον την ιδιότροπον εύνοιαν του συρμού.
Ημείς είδομεν ότι ο Χριστός, παραβαλλόμενος προς πάντας τους προ αυτού και τους μετ' αυτόν, είναι αληθώς θαύμα έξ αίσιον ή διδασκαλία και ο βίος αυτού ύψούνται υπεράνω του χρόνου και του έθνους αυτού, Ουδείς των ανθρώπων ούτε ύ περέβη, αλλ' ούτε καν επλησίασε το θείον μεγαλείον του Κυ ρίου ήμων. Και αυτός ο Στράους, ο Ρενάν και ο Πάρκερ δεν
δύνανται ν' αμφιβάλλωσι περί τούτου, όπερ αναντιρρήτως επί θαύμα, και κατ' αυτήν την περιώνυμον πανθεϊστικην θεωρίαν
-----------------------------
--------------------------------------------------------------
– 95 –
της προόδου, ήτις πρεσβεύει δεόντως την διηνεκή τελειοποί ησιν του ανθρωπίνου γένους. Και αληθώς, τί άλλο έπρεπε να προσδοκά τις ειμή θαύματα παρά του χορηγού της ζωής, του δημιουργού νέας και ηθικής δημιουργίας, του αρχηγού και θεμελιωτού καθολικής και αιωνίου βασιλείας, της βασιλείας ς αληθείας, της δικαιοσύνης και της χάριτος; Πιστεύειν εις
ν Χριστών σημαίνει πιστεύειν εις τα έργα αυτού, καθώς παντοδύναμον Θεών συνεπάγει την πίσιν εις την δημιουργίαν, ήτις έστι και διαμένει το πρώτον και μείζον θαύμα και ό λίθος του προσκόμματος εις τον άφρονα
και ή πίστις εις τον
υλισμόν διάρνούμενος το δυνατόν των θαυμάτων, αρνείται
την ύπαρξιν τού ζώντος Θεού και δημιουργού παντοδυνάμου Αλλ' ή κριτική βάσις της θεωρίας του Στράους είναι ώσαύ τως αβέβαιος και σαθρά, ώς και ή φιλοσοφική αυτού αρχή,
και αποτελεί το ασθενέστερον μέρος της συγγραφής του πα
ρατόλμου τούτου θεολόγου, όν σφοδρώς και δικαίως εμέμφθη δ διδάσκαλος αυτού Βάουρ, λέγων, ότι ετόλμησε να γράψη κριτικήν της ευαγγελικής ιστορίας, χωρίς προηγουμένως να
εξετάση την των Ευαγγελίων αξίαν, όπως δ' υπεκφύγη την βλάσφημον και μωράν ομολογίαν, ότι ο Χριστός και οι από στολοι υπήρξαν απατεώνες, και όπως παρασκευάση τον αναγ καίον χρόνον προς την μόρφωσιν τού μύθου, δΣτράους αναγ
κάζεται να υποθέση ότι τα ιερά Ευαγγέλια εγράφησαν περίπου ένα αιώνα μετά Χριστόν. Και όμως, εις ταύτην την εποχήν,
τα θεία ταύτα βιβλία, αναγινωσκόμενα εις πάσας τας έκκλη σίας, ήσαν πανταχού ανεγνωρισμένα ώς θεόπνευστα και κανο νικά. Ο Στράους ένταύθα πνίγεται και απηλπισμένος ανθίστα τα εις το αναρίθμητον πλήθος της μαρτυρίας των αρχαίων της
Εκκλησίας πατέρων υπέρ της αποστολικής καταγωγής των άγιων τούτων βιβλίων, μαρτυρίας, ής ο αριθμός και η αξία ύ περβαίνει κατά πολλά τάς μάλλον αξιοπιστους μαρτυρίας, ό σας συνήθως προβάλλουσιν υπέρ κλασσικού συγγράμματος έλ ληνικού ή λατινικού όθεν βιασθεις ύπο της
δυνάμεως της όμο
θύμου ταύτης μαρτυρίας της χριστιανικής αρχαιότητος, ώς και υπό του κύρους των σοφών ερευνών της νεωτέρας κριτι κής, ανεγνώρισε και ώμολόγησε μόνον την αξιοπιστίαν του
κατά Ιωάννην άγου Ευαγγελίου, αλλ' όμως ιδών το ολέθριον αποτέλεσμα, όπερ ή ομολογία αύτη επέφερεν επί των αντι
– 90 –
χριστιανικών αυτού αρχών και συμπερασμάτων, επαλινώδησεν έντή τετάρτη έκδόσει του συγγράμματος αυτού, Εκτοτε αι πολλα αποδείξεις περί της αποστολικής καταγωγής του θείου ευαγγελίου ενεδυναμώθησαν και κατέστησαν αναντίρρητο υπό της προ μικρού εύρέσεως των φιλοσοφουμένων του Ιππολύ του, μαρτυρούντων, ότι το κατά Ιωάννην θεσπέσιον τούτο Ευαγγέλιον έγινωσκον και ανεγνωσκον ήδη και αυτοί οι Γνω στικοί εις τα πρώτα εικοσιπέντε έτη του δευτέρου αιώνος. Α
πο της δημοσιεύσεως του βιβλίου του Στράους (1835), ή συ ζήτησις περί της καταγωγής και του χαρακτήρος των ιερών Ευαγγελίων ήρατο τρόπαιον περιφανές υπέρ της χριστιανικής αληθείας, αι δε του ημετέρου κριτικού έρεσχελία περί του βίου
του Χριστού έγήρασαν ήδη ολοτελώς και παρήλθον ανεπιστρε πτεί καθ' όσον δ’ αφορά ιδίως το τέταρτον Ευαγγέλιον, δυ νάμεθα να βεβαιώσωμεν, ότι έν τη παρούση κατατάσει της επι τημονικής έρεύνης δεν υπάρχει άλλη εναλλαγή, ειμή ή έπομέ νη: αλήθεια ή ψεύδος αι τελευταία αναπτύξεις της Τυβίγγείου κριτικής κατέτρεψαν και έθαψαν την υπόθεσιν περί της εν αγ νοία και της ποιητικής καταγωγής των μύθων, ώστε και ο Στράους ομολογεί σήμερον, ότι εν τούτοις υπήρξε ποίησις έν
γνώσει και σκέψις φιλοσοφική, και εντεύθεν εκτείνει την ιερό συλον αυτού χειρα εις την άτιμον θεωρία του ψεύδους! (1) Παραδεχθώμεν προς στιγμήν, ότι το τέταρτον Ευαγγέλιον στερείται κύρους και αξιοπιστίας Αλλ' έχομεν τας πράξεις και τις επιστολάς των Αποστόλων του Χριστού, όπως απο
δείξωμεν τα θαυμάσια γεγονότα του βίου του Θεανθρώπου, και ιδίως την εκ νεκρών αυτού ανάστασιν, το μέγιστον τούτο
θαύμα, όπερ στέφει και επισφραγίζει το Σωτήριον αυτού έρ γον, και άνευ τού οποίου ή αποστολική εκκλησία ουδέποτε
ήδύνατο να γεννηθή, να ζήση και να υπάρξη. Ο Βάουρ, όστις απεπλανήθη, ώς ουδείς άλλος των σκεπτικών, εις τας σκοτει
νάς οδούς της αρνητικής κριτικής, όστις υπεστήριζεν, ότι τα περισσότερα τών βιβλίων της Νέας Διαθήκης ήσαν συγγράμ ματα της πρός τι τάσεως, συγγραφέντα κατά το συμφέρον (1) "Ο Στράους εν τη τελευταία έκδόσει τού « Βίου του Ιησού» συγκεφαλαιών τάς περί τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου εικασίας αυτού
λέγει «το κράμα τής φιλοσοφικής θεωρίας και της λελογισμένης μυθο πλαστίας έστι πλέον η δυνατόν, έστι πιθανόν ν!
– 97 -
των διαφόρων αιρέσεων, των συγκροουμένων μετά την αποτο λικήν εποχήν, -θεωρία, ήτις, ώς εν παρόδω ειπείν, έστινό λοσχερώς ασυμβίβαστος προς την μυθικήν, την ποιητικήν και την εν αγνοία θεωρίαν -και αυτός ο Βάουρ, λέγω, κηρύττει και παραδέχεται, ότι ή αποκάλυψις του ευαγγελιστού Ιωάν νου και αι τέσσαρες επιστολα του αποστόλου Παύλου, ή προς Γαλάτας, αι προς Κορινθίους και ή προς Ρωμαίους, εισί συγ γράμματα αποστολικά, πρωτότυπα και γνησιώτατα. Τούτο αρκεί ήμύν αλλ' ίσως ο ολιγόπιστος ήδύνατο να φαντασθή,
ότι αμαθής άλεύς της Γαλιλαίας υπήρξε τοσούτον άπλούς και αφελής, ώστε έπενόησεν ιστορίας θαυματουργούς και παρέ σχεν ως γεγονότα αληθή τους καρπούς της έαυτού φαντασίας.
Αλλά τούτο είναι λογικώς αδύνατον, και προ πάντων, όταν πρόκειται περί του μαθητού τού Γαμαλήλ, περί τού πεφω τισμένου και διακεκριμένου φοιτητού των σχολών, περί του σοφού, του διαλεκτικού, του οξυνουστάτου και μεγαλοφυούς Ραββίνου, τουτέστι περί του θεσπεσίου εκείνου Παύλου, όστις έπι πολύν χρόνον ήν ο σκληρός και αδιάλλακτος έχθρός του
χριστιανισμού πώς τοιούτος έξοχος και θαυμάσιος νούς και επιφανέστερος πάντων των αρχαίων και νεωτέρων φιλοσόφων
και θεολόγων, πώς, έρωτώ, ο θεσπέσιος ούτος ανήρ ήδύνατο να υποτάξη το διαυγέστατον και ισχυρότατον αυτού πνεύμα εις ποιητικήν μυθοπλαστίαν ή εις όνειρον κενών της διδασκαλίας εκείνης, ήν έδωκεν έμμανώς και μέχρι θανάτου, και εις ην έ πειτα αφιέρωσε πάσας τάς ευγενείς και εξόχους δυνάμεις τής
άπαραμίλλου εκείνης αποστολικής ζωής, ήτις κατέστησεν αυ τον μέγιστον και αοίδιμον ευεργέτην της ανθρωπότητος; Είναι πάντη αδύνατον εις τους απίστους βιογράφους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να θριαμβεύσωσι κατά της δυσ κολίας ταύτης. Το δε περί της αναστάσεως του Χρυσού κεφάλαιον έντώ βιβλίω του Στράους είναι το μάλλον ασθε νές και παράλογον. Ενταύθα κατασυντρίβεται ή μυθική αυτού
υπόθεσις, επειδή εγκαταλείπει την ξηράν και άγονον χώραν του μύθου, όπως εισέλθη εις την τού δράματος αναγκάζεται να ομολογήση, ότι πάντες οι απόστολοι επίστευον εις την θείαν ά νάστασιν του
ημετέρου Σωτήρος, και ότι μόνη αύτη ή πίτες
ενισχύση αυτούς και να υψώση από της καταπτώ σεως και της αθυμίας μετά τον θάνατον τού Χριστού, και έ
ηδυνήθη να
- 08 -
πομένως να έμπνεύση εις τάς περιαλγείς αυτών καρδίας την χαράν εκείνην και τον ενθουσιασμών, δι’ ών έκήρυττον παντα χού το Ευαγγέλιον και έθεμελίουν τις χριστιανικάς Εκκλησί
ας, επί τω κινδύνω της εαυτών ζωής. Εν τούτοις δεν δύναται να εξηγήση ο σοφός καθηγητής την καταπληκτικήν ταύτην μετάβασιν τών μακαρίων αποστόλων από της θλίψεως και της αθυμίας εις την θριαμβεύουσαν ευφροσύνην και αγαλλία σιν, ήτις έξαστράπτει την τρίτην ημέραν από της σταυρώσεως του Χριστού, απορρίπτων το θαύμα, ώς και την υποτεθείσαν φυσικήν έγρήγορσιν απο θανάτου μη αληθούς, παραδέχεται ά νάστασιν τού Χριστού άπλώς ψυχολογικήν, μορφωθείσαν διά της φαντασιόπληγος πίστεως τών εκείνου μαθητών, του απο στόλου Παύλου και τών πεντακοσίων αδελφών, εις ούς ώφθη
εφάπαξ ο Κύριος, αλλ' άρά γεμία οπτασία και ενόραμα ή αιφνιδίως νά μεταβάλωσιν εις τοσαύτα πρόσωπα και ταυτοχρόνως την θλιβερωτέραναθυμίαν εις χα ραν ενθουσιώδη, και εις πίστιν ατρόμητον, και ούτω να θέσω σι τον θεμέλιον λίθον του ακαταλύτου οικοδομήματος της Εκ κλησίας, όστις θέλει ας το πιστεύει, credat Judaeus Apel la ήμες όμως προσπίπτομεν ευλαβώς ενώπιον της δυνάμεως του ενδόξου τούτου γεγονότος. Ο Βάουρ, ο διδάσκαλος του Στράους και ο αρχηγός της νέας κριτικής σχολής, ησθάνθη και αυτός την δυσκολίαν ταύτην, και μετά μακράς και σπουδαίας μελέτας ώμολόγησεν ειλικρινώς και τιμίως, ότι α ή τού απο στόλου Παύλου παράδοξος επιστροφή ομολογουμένως έστι μυ τήριον, όπερ δύναται μόνον να εξηγήση το θαύμα της του Χρι δύναντο τοσούτον
στου αναστάσεως» (1). Ομολογία πολύτιμος, άρδην ανατρέ (1) “Ο Βάουρ, έντή δευτέρα εκδόσει του τελευταίου και σπουδαιο τάτου αυτού συγγράμματος Uber das Christenthum und die christ.
liche Kirchein den ersen drei Jahrhunderten (περί του χριστια νισμού και της χριστιανικής Εκκλησίας εί, τους τρεις πρώτους αιώνας)
δίδωσι την αξιοπαρατήρητον ομολογίαν, ότι η επιστροφή του αποστό λου Παύλου έμεινε πάντοτε εις αυτόν αίνιγμα, όπερ ουδεμία ψυχολογι κή ή διαλεκτική ανάλυσης δύναται να λύση « ουκ έστι, λέγει, ανάλυ σις ψυχολογική ή διαλεκτική, ή δυναμένη καταμετρήσαι το βάθος του μυστηρίου έν τη ευδοκία του Θεού, όπως αποκαλύψη τον υιον αυτού εις τον διώκτην Σαύλον ». σελ. 45. Ακολούθως ομιλεί περί του θαύματος
της αναστάσεως, « ή τις μόνη ήδυνήθη να διασκεδάση τους δισταγμούς
τών πρώτων αποστόλων, δισταγμούς όλεθρίους, οίτινες ήθελαν να ρί
πουσα το μυθολογικών οικοδόμημα, διότι, όταν τις παραδε χθή την ανάστασιν του Χριστού, πάντα τ' άλλα θαύματα πι στεύει ευχερώς. Αλλη ουσιώδης πλάνη της των μύθων υποθέσεως συνίστα τα εις την πρόθεσιν τού ανατρέψαι ολοσχερώς την σχέσιν μεταξύ τής ιστορίας και της ποιήσεως, σχέσιν υπάρχουσαν εις έποχάς ιστορικάς, ώς εις την εποχήν καθ' ήν έφάνη ό Χρι τός. Τα γεγονότα δύνανται να έμπνεύσωσι τούς ύμνους, αλλ' ούχι βεβαίως οι ύμνοι τά γεγονότα αι προφητεία και αι έ
θνικαί προσδοκία δύνανται να χορηγήσωσι τον τύπον των γε γονότων, αλλ' ουχί όμως και να δημιουργήσωσι ταύτα. Το αντικείμενον της εικόνος προϋπάρχει αυτής της εικόνος, καθώς
δήρως προηγείται του ποιήματος, όπερ ανακαλεί αυτόν εις την ζωήν. Ο τού Μίλτωνος απολεσθείς παράδεισος βεβαίως δεν έγέννησε την πίστιν περί της πτώσεως του ανθρώπου, άλ λά βασίζεται επί ταύτης της πίστεως και έπι γεγονότος, όπερ περιγράφει μετά τών λαμπροτέρων θελγήτρων μεγαλοφυΐας ηγιασμένης δ θαυμάσιος ποιητής, Απασαι αι μεγάλα επιχει ρήσεις και επαναστάσεις έσχον ήρωας και αρχηγούς περικλε
εις, ουχί βεβαίως πρόσωπα φαντασιώδη ή μυθικά, αλλά πρό σωπα ζώντα και ενεργούντα, ών ή επιρροή εξισούτο τη ενερ γεία και εξόχω αυτών δυνάμει. Και τοιαύται αναντιρρήτως ή Αμερικανική, ή Γαλλική και Ελληνική επανάτασις, ή ημετέρα Μεταρρύθμισης και ήθεμελίωσης των νεωτέρων βασιλείων του
αύτα, τελευταίον, αι εφευρέσεις τεχνών και αι ανακαλύψεις νέων κόσμων. Πάντα τα θαυμάσια ταύτα γεγονότα αναφέρον
τα εις πρόσωπα ιστορικά, άτινα ήσαν οι κλεινοί αυτών ήρωες και οι περίβλεπτοι αρχηγοί, Και διατί λοιπόν ο χριστιανισμός, όστις επροξένησε την ευεργετικωτέραν και θαυμασιωτέραν πασών των ηθικών έπα
ναστάσεων, πρέπει, κατα τους νεωτέρους απίστους, να εξαιρε θη τού γενικού τούτου κανόνος; Αι ιδέαι άνευ των ανθρώπων, οίτινες αντιπροσωπεύουσι και ερμηνεύουσι ταύτας, ουδέν άλλο ψωσι τήν πίστιν εις την αιώνιον νύκτα του θανάτου. » σελ. 59. Σε
βόμεθα την τιμιότητα του πατριάρχου τούτου των νεωτέρων σκεπτι κών, και ελπίζομεν ότι έσώθη ο σοφος ανήρ εκ τής αιωνίου νυ κ. το α και εκ της φοβεράς απογνώσεως, ήτις αναντιρρήτως έστι τό φρικτον τέλος της απιστίας και του σκεπτικισμού, η
– 100 -
εισινεμή σκια και αφαιρέσεις. Η πανθεϊστική φιλοσοφία, έφ' ής βασίζεται ή ολέθριος κριτική του Στράους και του Ρενάν, αρνουμένη την προσωπικότητα του Θεού, καταστρέφει συγ χρόνως την αξίαν της προσωπικότητος του ανθρώπου και τε
λευτά λογικώς εις την άρνησιν της αθανασίας της ψυχής! Αλλ' εκτός τούτων, αι της απιστίας δυσχέρεια έτι μάλλον πολλαπλασιάζονται, γνωστού όντος ότι ουχί ισχυρά μεγαλο φυΐα, ώς ο όμηρος ή ο Πλάτων, αλλ' αμαθής μας ανθρώπων ασήμων έγραψε τάς ευαγγελικάς διηγήσεις, ών ή άγιότης, ή δύναμις, το ύψος και το απαράμιλλον μεγαλείον υπερέχουσιν απείρως πάσας τάς ανθρωπίνους συγγραφάς. Ο πολυμήχανος Στράους παραδέχεται την ύπαρξιν Μεσσιανικής τινος έκκλησί ας, ην τοποθετεί εν τω μέσω της Παλαιστίνης, και ήτις ένα
γνοία και ανεξαρτήτως των αποστόλων του Χριστού έφαντά σθη την ευαγγελικήν ιστορίαν περί τα τριάκοντα ή τεσσαρά κοντα έτη μετά τον θάνατον του Σωτήρος. Αλλά τούτό έστιν ομολογουμένως πρόδηλος και καθαρά άδολεσχία τού ημετέρου ίλου, καθότι, κατά ταύτην την εποχήν, ο χριστιανισμός ήν ήδη διαδεδομένος καθ’ άπαν το ρωμαϊκών κράτος, ώς βλέπο μεν εις τάς επιστολάς του θείου Παύλου και εις τάς πράξεις των Αποστόλων, αι δε χριστιανικαί έκκλησία διετέλουν ύπο την ποιμαντορίαν τών άγιων αποστόλων και των αποστολι
κών ανδρών, οίτινες ήσαν αυτόπται μάρτυρες των θαυμασίων έργων του Χριστού και ακριβώς έγινωσκον την χριστιανικήν παράδοσιν, Άλλως τετά Ευαγγέλια, εξαιρουμένου τού κατά Ματθαίον, εγράφησαν εκτός της Παλαιστίνης, επί εδάφους έλ ληνικού ή ρωμαϊκού έντεύθεν προκύπτει, ότι αι εραί αύται παραδόσεις ήσαν γνωστα καθ’ άπαν το ρωμαϊκών κράτος, και απετέλουν εν μέρει τον αρχέτυπον χριστιανισμών τών άποσό λων. Ενταύθα τοίνυν ή μυθική υπόθεσης κατασυντρίβεται, διο
και αναγκάζεται να καταστήση τους αποστόλους υπευθύνους ενώπιον της ιστορίας, τουτέστι νά κατηγορήση αυτούς έπι δό λω εάν ο Χριστός δεν έποίησε θαύματα, βεβαίως τα έντους
Ευαγγελίοις θαύματα έφευρέθησαν υπό των πρώτων αυτού μαθητών, είτε αποστόλων, είτε ευαγγελιστών! Ούτω μόνον δύναται τις να εξηγήση την ταχείαν και γενικήν αυτών διά
δοσιν, ώς και την πίστιν μεθ' ης οι εξ Ιουδαίων και οι εξεθνι
- 101 –
κών χριστιανοί τα παρεδέχθησαν και τα επίστευσαν καθ' άπα Ο ΧΥ σχεδόν την ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν. Αλλά και εάν υποθέσωμεν προς στιγμήν, ότι κατά την επο χήν τής δευτέρας χριστιανικής γενεάς υπήρχε μία τοιαύτη μυθοποιητική έκκλησία, πάλιν αι δυσχέρεια του ζητήματος ουδόλως εξομαλύνονται διότι πώς ή Μεσσιανική αύτη έκκλη σία ηδυνήθη να υπάρξη άνευ του Μεσσίου; πώς οι μαθηταί ή δύναντο να πετεύσωσιν εις τον Ιησούν, χωρίς να έδωσε τα αν
αντίρρητα τεκμήρια της μεσσιανικότητος αυτού;
Εάν οι
πρώτοι χριστιανοί έπλασαν τον Χριστόν, τις λοιπόν έδωκε την γένεσιν εις τους πρώτους τούτους χριστιανούς; πόθεν έπ ήλθεν εις αυτούς το υπερτατον τούτο πνευματικών ιδεώδες; ή μήπως αι Μεσσιανικαί ελπίδες και προσδοκία, αιτέρπουσα
και τρέφουσα τους Ιουδαίους τω καιρώ εκείνω, δεν ήσαν μο νομερείς, πολιτικα και σαρκικα, τουτέστι πάντα έναντία
προς εκείνας, ας εδίδασκεν ο Χριστός; Τις ήκουσε ποτέ, ότι ποίημα ή μυθιστόρημα έπιστεύθη ώς αληθής ιστορία υπό τε των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων; πώς οι πεντακόσιοι άδελφοι, έν οίς εφάνη δΣωτήρ μετά την ανάστασιν αυτού, ή δυνήθησαν να ονειρευθώσι το αυτο όνειρον ταυτοχρόνως, και επομένως να πιστεύσωσιν εις αυτό ώς εις αλήθειαν πραγματι κήν, έπι προφανεί κινδύνω της έαυτών ζωής; πώς μία τοιαύ τη πλάνη ηδυνήθη να στηριχθή και να ζήση ενώπιον της όμο θύμου έχθρας και δυσμενείας του ιουδαϊκού και εθνικού κό σμου, και ενώπιον της αυστηράς κριτικής έν εποχή ουχί άπλό τητος και αρχαϊκής αφελείας, αλλά του έλληνικού και ρωμαϊ κού πολιτισμού και της κριτικής σκέψεως, και προ πάντων της πεφωτισμένης απιστίας και της ηθικής διαφθοράς; πώς και τίνι τρόπω πτωχοίτινες και αγράμματοι άλιείς και οι ά
σημότατοι αυτών φίλοι και μαθητα συνέταξαν το Ευαγγέλι ον, το μεγαλοπρεπέστατον και αιώνιον τούτο έργον, και έ
χάραξαν εν αυτώ την υπεράνθρωπον εικόνα του θεανδρικού προσώπου, όπερ και ο Στράους θαυμάζει ώς το πρότυπον της θρησκευτικής μεγαλοφυΐας και της θείας λατρείας! Αρά γε δεν
δυνάμεθα να προτιμήσωμεν τον τέλειον και σεμνων χαρακτή ρατού βαββ, οιος όXιλλελ και ο Γαμαλήλ, ή του προφήτου, οίος ο Ηλίας και Ιωάννης ο Βαπτιστής, αντί του παγκοσμίου -
εκείνου αναμορφωτου, όστις υψούται υπέρ ταμεσότοιχα του
– 102 -
έθνους και της αρέσεως, καλείται υιός του Θεού και φέρει τα τεκμήρια της θεότητος; Αλλ' εν τοιαύτη περιστάσει οι εφευ ρεται θα ήσαν θαυμασιώτεροι του ήρωος ο ευαγγελιστής Ιω άννης θα υπερέβαινε τον Ιησούν, δν παρίστησιν ημίν Θεόν σαρκωθέντα και έντούτοις οι ημέτεροι άπιστοι και σκεπτι
κοί όμολογούσαν, ότι δήρως ούτος ήν ο μέγιστος και άγιώτε ρος πάντων των ηρώων του ανθρωπίνου
πνεύματος
(1).
Αλλά προχωρούμεν εν τη ευαγγελική ιστορία που εισε τα ίχνη φαντασίας θερμής ή ικανότητος ποιητικής και μυθικής;
έξ έναντίας, ή ακραιφνής και αφελής αύτη ιστορία δεν είναι θαυμασίως απογεγυμνωμένη παντος κοσμήματος βητορικού,
πάσης θεωρίας και αισθημάτων προσωποληψίας, και πάσης εκφράσεως συμπαθείας, θαυμασμού και επαίνου; Οι ιεροί αυ της συγγραφείς βεβαίως ήσθάνοντο, ότι αύτη όμιλεί δεόντως αφ' εαυτής, και ότι η τέχνη και ή δεξιότης του ανθρώπου ού δόλως δύναται να μεγαλύνη την θείαν αυτής αξίαν και λαμ εναντιοφάνεια, ουδόλως παραβλάπτουσα
πρότητα, αι έναύτη
την θεανδρικήν εικόνα του Χριστού, αριδήλως αποδεικνύουσε (1) Ο Roussean ανασκευάζων την ψευδή θεωρίαν της εφευρέ σε ω ς, λέγει ο Οουδέποτε οι συνήθεις Ιουδαίοι συγγραφείς ήδύναντο να
έφεύρωσιν ούτε το απαράμιλλον ύφος, ούτε την θεσπέσιον ηθικήν του άγίου Ευαγγελίου, το Ευαγγέλιον φέρει χαρακτήρας της αληθείας το σούτον λαμπρούς, θαυμασίους και άμεμήτους, ώστε ο εφευρετής αυτών
θα ήτο καταπληκτικώτερος του ιστορουμένου ήρωος Emile, γ) Θεό δωρος ο Πάρκερ συμφώνως προς ταύτα αποφαινόμενος λέγει: « Κατα
μέτρησαν τον Χριστόν αναλόγως της δροσεράς σκιάς, ήν έβόψεν έπι τον κόσμον, ή μάλλον καταμέτρησαν αυτόν αναλόγως του ιλαρού και
άπλέτου φωτός, δι' ού έφώτισε τον κόσμον. Tις ήθελε ποτέ τολμήσει να είπη, ότι ο άνθρωπος ούτος ουδέποτε έζησε, και ότι η ιστορία αυτού έστι ψεύδος και παραδεχθώμεν ότι ο Πλάτων και ο Νεύτων ουδέποτε υ πήρξαν, αλλά τίς λοιπόν εξεπόνησε τα αθάνατα αυτών έργα ; ή τις διενοήθη της υψηλάς αυτών δέας , όπως εφεύρη της τον Νεύτωνα, έ πρεπεν δ έφευρετής ούτος να ή το Νεύτων. Τις άνθρωπος ήδύνατο να
επινοήση τον Χριστόν, ουδείς άλλος αναντιρρήτως ήν προς τούτο κα νός, ειμή αυτός ο Χριστός ». Και ο Ρενάν, επιλήσμων ενταύθα της
εαυτού θεωρίας, ομολογεί την αυτήν αλήθειαν λέγων: «“Η «ιστα, πολ λού γε και δεί! ο Ιησούς εδημιουργήθη υπό τών έαυτού μαθητών,
οίτινες, εξαιρουμένου του Παύλου και του Ιωάννου, ήταν άνθρωποι άνευ πνεύματος εφευρετικού και άνευ μεγαλοφυΐας εν ενί λόγω, ο χα ρακτήρ του Ιησού μάλλον έσμικρύνθη ή έκαλλωπίσθη υπό των μαθη τών αυτού ». κεφ. κή, σελ. 450.
– 103 -
την απουσίαν πάσης μεταξύ των ευαγγελιστών μυστικής συμ φωνίας, πάσης προηγουμένης συνεννοήσεως, μαρτυρούσε ταυ τοχρόνως την τιμιότητα της προθέσεως αυτών και βεβαιούσι την αξιοπιστίαν της διηγήσεως, Τα Ευαγγέλια του Χριστού
φέρουσιν εν έκάστη σελίδι τον σεμνότατον χαρακτήρα της πρωτοτυπίας και της άγήρω και αειθαλούς νεότητος αποπνέ ουσι την λαμπρότητα, την αγαθότητα και την χάριν του Θε
ού, και προξενούσιν εις τον τίμιον και δίκαιον αναγνώτην θέλ γητρον ανέκφραστον και πνευματικήν ευφροσύνην ακαταμά χητον αυτή ή τορία όμιλεί προς ημάς εν τοις Ευαγγελίοις αμέσως και οιονεί πρόσωπον προς πρόσωπον άνευ έμμέσων και βεβιασμένων θεωριών τά δ’ έν αυτούς περιστατικά, τα ανα
φερόμενα εις την γεωγραφίαν, την αρχαιολογίαν και την γε νικην τορίαν, χρησιμεύουσιν όπως βεβαιώσωσι την απόλυτον έμπιστοσύνην, ής μόνα τα άγια Ευαγγέλιά εισιν άξια πόσον
τα απόκρυφα ευαγγέλια, τα αχάριτα και ανόητα τούτα προϊ, όντα ασθενούς θρησκευτικής φαντασίας, διαφέρουσε των γνη σίων ευαγγελίων του Χριστού! Εν τούτοις ώφειλεν ό ζηλωτής
Στράους να εξελέγξη την μυθοπλαστίαν, την απάτην και τον
δόλον, ό δε γλαφυρός Pεναν να εύρη τα προσφιλή αυτού συν αξάρια. Έπειτα, ή ευαγγελική αύτη τορία μήπως εξήλθεν εξαφα νούς και σκοτεινής τινος γωνίας της γης, πολλού γε και δεί! Έτελέσθη ενώπιον των όφθαλμών του λαού, ενώπιον των Γραμματέων, τών Φαρισαίων και τών Σαδδουκαίων, του H
ρώδου και του Πιλάτου, των Ιουδαίων και των Ρωμαίων, έν τη Γαλιλαία, έντή Σαμαρεία και έντή Ιουδαία. « Ο ουν άρ χιερεύς ήρώτησε τον Ιησούν περί των μαθητών αυτού, και
περί της διδαχής αυτού απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς, εγώ παρ ρησία ελάλησα τω κόσμω εγώ πάντοτε εδίδαξα εν τη συν αγωγή και εν τω ερώ, όπου πάντοθεν οι Ιουδαίοι συνέρ χονται, και εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν τί με επερωτάς; επ.,
ερώτησον τούς άκηκοότας τί ελάλησα αυτούς δε ούτοι οι δασινά είπον εγώ» (Ιωάν. ιή, 19). Η ευαγγελική ιστορία συνεγράφη μετά τιμιότητος και άπλότητος ύπο ανδρών άγι ων, οίτινες υπήρξαν αυτόπται μάρτυρες και υπηρέτα του Λό γου της ζωής αλλά και εκηρύχθη παρρησία απο Ιεροσολύμων μέχρι Pώμης κα Αθηνών, επιστεύθη υπό χιλιάδων συγχρόνων -
– 104 -
Ιουδαίων και εθνικών, και έπεσφραγίσθη ύπο του αίματος των αποστόλων, των ευαγγελιστών και τών άναριθμήτων Μαρτύ ρων, είπωμεν λοιπών εξόλης ψυχής και διανοίας, ότι β ουδέν έ στιν εν τω κόσμω μάλλον αξιόπιστον και μάλλον βεβαιούμε νον υπό αναντιρρήτων μαρτυριών εσωτερικών τε και εξωτερι κών, ή ή θαυμάσιος και ένδοξος ευαγγελική ιστορία! Το ερών και σωτήριον γεγονός της υπάρξεως της χριστια ν
-
ν
--
-
-
--
νικής Εκκλησίας και της αδιαλείπτου αυτής ιστορίας έντώ »
η
, Ν.
ν
διαστήματα δέκα και οκτώ αιώνων έτίν απόδειξις ακαταμά χητος υπέρ του Χρυσού των Ευαγγελίων. Το άγιον βάπτισμα και ή θεία ευχαριστία ανακηρύττουσιν οσημέραι εις άπαντα τον δύ δ δ κόσμον τάς δύω θεμελιώδεις διδασκαλίας της πίστεως, τουτ ν
ν
ν
ν
Σ
Α
ν
έστι την περί ρ Θεού πατρός, βος, του υιού, και του άγιου πνεύμα μ. γ
τος, της άγιας και ομοουσίου Τριάδος, και την περί του λα σμού των ημετέρων άμαρτιών δια της μεγάλης θυσίας επί του
Γολγοθά. Αλλ' ο Στράους θέλει να πιστεύωμεν εις ποταμών ά νευ πηγής, εις οικιαν άνευ θεμελίου, και εις αποτέλεσμα άνευ αιτίας τα ψευδή και ξηρά γεγονότα, όσα μετά του Ρενάν φρονεί ώς αληθή, ουδόλως αρκούσιν, όπως εξηγήσωσι την θεί αν καταγωγήν και την διηνεκή και φερέσβιον ύπαρξιν της -
ο
-
-
-
» -
Σ
»
αν
--
ν
-
ν
ν
χριστιανικής Εκκλησίας, Η Η αρνητική κριτική, ήν δΣτράους εφήρμοσεν εις τά ιερά ν
ν
·ς
ν
-
η
ν.
η
-
-
Ευαγγέλια, δύναται ενώπιον παντός δικαστηρίου και μετά του αυτού ευλογοφανούς να καταστρέψη τάς ισχυροτέρας μαρτυ ρίας, και να εξατμιση εις διήγημα μυθικών τον βίον τού Σω κράτους του Μ. Καρόλου, του Λουθήρου ή του Ναπολέοντος, Το κεκρυμμένον ελατήριον της ατασθάλου και πανολεθρίου ταύτης κριτικής κείται έντή πανθεϊστική ή αθέω άρνήσει του προσωπικού και ζώντος Θεού, ήτις τελευτά πάντοτε εις την άρνησιν της προσωπικής αθανασίας διότι ή σχετική προσωπι κότης του ανθρώπου βεβαίως εξαρτάται εκ της απολύτου προσ ωπικότητος του Θεού. Η μυθική υπόθεσις έντη λεπτομερεία
αυτής έστε τοσούτον τολμηρά, βεβιασμένη και συγκεχυμένη, ώστε προφανώς αντίκειται εις τον δρθόν λόγον και εις την λο
γικήν υπερπηδά ακαταπαύστως το όριον,22,το διαχωρίζον τον υθ υ-λ -κα εύδ - δι ι μύθον από του ψεύδους, εις δε τα αναντίρρητα γεγονότα, οια το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον και το θαύμα της Αναστάσεως, δεν δύναται να υπεκφύγη εν των δύω, δηλαδή ή να ομολογή -
-
2
- -
ν
ν
- Αν
-
-
-
-
ν
ν
– 105 –
--
ση την χριστιανικήν αλήθειαν, ή να καταφύγη εις την μωράν και αναίσχυντον ύπόθεσιν τού εν γνώσει και λελογισμένου δό νίου, ενώπιον της οποίας και αυτή αποστρέφει το πρόσωπον μετά φρίκης και έντροπής. Το δίλημμα τούτο βλέπομεν μετ' ολίγον ευκρινέστερον, με λετώντες το βιβλίον του Ρενάν, του Γαλάτου τούτου Στρά ους, όστις έφαντάσθη νά οικοδομήση τον νεώτερον θρησκευτι κών σταθμών της ημετέρας εποχής έντη όλεθρία δδώ της άπι στίας, της ψυχικής άπωλείας και ηθικής εξαχρειώσεως!
Β΄-Η των Συναξαρίων υπόθεσης του Ρενάν. Ως προς την δημοτικότητα και την ολιγοχρόνιον εντύπω σιν, ο Ρενάν υπερέβη πάντας τους προγενεστέρους αντιχρίτους βιογράφους τού Χριστού, ο πασίγνωστος αυτού «Βίος τού Ιη σού» (Vie de Jésus, ούτινος ή πρώτη έκδοσις εφάνη το 1863) "έσχε την πλήρη επιτυχίαν μυθιστορήματος αισθηματικού, διο και ήδη σχεδόν παρήλθε και υπέστη την τύχην, ήτις έ πιφυλάσσεται εις το τοιούτον είδος της ελαφράς φιλολογίας. Μετά συντομίας επικρίνομεν το βλάσφημον και αναιδέστατον τούτο βιβλίον διότι ανασκευάσαντες τον Στράους, συγχρόνως άπηντήσαμεν και εις τον Ρενάν (1) (1) Ιωσήφ Ερνέστος “Ρενάν (Joseph Ernest Reman) εγεννήθη την 27 Φεβρουαρίου 1825 έντή Τρεγγια, μικρά πόλει της Γαλλίας, και ανετράφη εν τώ θεολογικώ Σεμιναρίω τού άγίου Σουλπικίου, εν Πα ρισίοις. Προτού εισέλθεν εις τον ρωμαϊκών κλήρον άφηκε το ιεροσπου δαστήριον, ένεκα λόγων θρησκευτικών, και επεδόθη εις την συγκριτι
κήν σπουδήν τών Σημιτικών γλωσσών, δι' ά: προέθετο να πράξη, ό,τι δεν Βερολίνω σοφός καθηγητής Bopp κατώρθωσε μετά τοσαύτης επιτυχίας διά την οικογένειαν τών Ινδο-Γερμανικών γλωσσών. Το 1847 έβραβεύθη ή ιστορία, ήν συνέγραψε περί των Σημιτικών γλωσ– σών, και έφημίσθη ώς εις τών ευρωπαίων σοφών περί τάς ασιατικάς
γλώσσας. Το 1856, εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, και μετά τετραετίαν ο Αυτοκράτωρ ενεπιστεύθη αυτώ αρχαιολογικήν άπο στολήν έν τή Ανατολή, της οποίας, σκοπός ήν ή έρευνα των θέσε ων, ένας έκειντο οι πόλεις της Φοινίκης. Ο Ρενάν ήδυνήθη να εύ ρη και νά απαρτίση πλουσίαν συλλογήν επιγραφών από του χρόνου τής
κυριαρχίας των Ασσυρίων μέχρι της τών Σελευκιδών ακολούθως διω ρίσθη καθηγητής της εβραϊκής γλώσσης εις το Collège de France,
άλλ’ ο εναρκτήριος αυτού λόγος, ενώ προσέβαλε το σεπτόν δόγμα τής
– 106 –
Κυρίως, ως προείπομεν, ο Ρενάν συμφωνεί μετά του Στρα ους, δν θεωρεί ώς το πρώτιστον κύρος, καθ' όσον μάλιστα ά μελέτας τών καθ’ έκαστα και της αποδεί ξΕ(.Σ) 5 Α λλ έ τΟ ύ τΟις τις 2. ο 2.τηη ο Εή λί 2. ν Ε ύ λό γ ΟιΣ διαφωνών προς τον Στράους, ότι ή λέξις μύθος εφαρμόζεται μάλλον εις τους Ινδούς και τους α 2 χαίους Ελληνας παρά εις τάς παραδόσεις --
-
ν
ν
αν
ν
των Εβραίων και εν γένει των Σημιτικών λαών, όθεν αυτός προετίμησε την λέξιν Συναξάριον, όπως πολεμήση των χρι στιανισμόν. Τίθησι την ευαγγελικήν ιστορίαν εις την τάξιν τών διηγημάτων περί του αγίου Φραγγίσκου d' Assise και άλλων θαυματουργών άγιων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και λίαν πα ραδόξως και αντιφατικώς παραλληλίζει το Συναξάριον τού Ιησού! προς τον μύθον του Cakya-Mouni, θεμελιωτούτου Βουδδισμού, και ούτως έκπίπτει εις την μυθικήν θεωρίαν! Φρονεί, ότι το δήθεν χριστιανικών Συναξάριόν έστιν «όκαρ πος μεγάλης αυτομάτου συνωμοσίας, παρασκευασθείσης περί τον Ιησούν, διότι ουδέν μέγα συμβάν της ιστορίας υπήρξε τών μύθων αλλότριον, ο δε Ιησούς δεν ηδυνήθη να περιορίση την δη μώδη φαντασίαν». Εν τούτοις όλως εναντίον της δόξης του θεότητος του Χριστού, εν ονόματι της ελευθέρας επιστήμης, απεστέ
ρησεν αυτόν ταύτης της θέσεως. Τον «Βίον του Ιησού» έγραψεν έν τώ διαστήματα τών εν τη Ανατολή περιηγήσεων αυτού, και εδημο σίευσε το 1865 ώς το πρώτον τών τεσσάρων βιβλίων, άπερ προτίθε
ται να συγγράψη περί της αρχής και καταγωγής του χριστιανισμού, sur les origines du christianisme. Το τερπνόν και γλαφυρόν τούτο μυθιστόρημα του Ρενάν εποίησεν αληθές όνειδος και άλγεινήν εποχήν εις την θρησκευτικήν φιλολογίαν της Γαλλίας και ανεγνώσθη μετά πε
ριεργείας εν Ευρώπη, εν Αγγλία και εν Αμερική. "Εστι κομψόν άρι στούργημα συνθέσεως αισθητικής και ρητορικής και υπερτερεί κατά ταύτα τάς Γερμανικάς συγγραφάς ευμοιρεί άφθόνως πάντων των θελ
γήτρων μυθιστορήματος θρησκευτικού, και διά τών ώραίων αυτού εί κόνων πείθει τον αναγνώστην όπως αναγνώση και σπουδάση το Ευαγ γέλιον του Θεού ούτω και εκ του κακού προκύπτει αγαθόν. Αλλ' υπό την έποψιν της κριτικής και της επιστήμης εξεταζόμενον, δεν έχει ού δεμίαν αξίαν πάντοτε και εν πάση περιστάσει αναφέρει τας γνώμας του Στράους ώς άλλους χρησμούς, αλλ' ουδέν λέγει περί των σοφών και πολυαρίθμων ανασκευών, άς υπέστη ο διδάσκαλος αυτού. Μεταξύ
τών περικλεών ανδρών, οίτινες άριστα ανεσκεύασαν το αντιχριστιανικών τούτο βιβλίον του Ρενάν, διαπρέπουσιν ο de Pressensé έν Γαλλία, ο
Wan OosterZée εν Ολλανδία, ο Luthard εν Γερμανία, και ο Β. Smith εν Αμερική.
– 107 –
Στράους αναγνωρίζει την γνησιότητα πολλών ευαγγελικών πε ρικοπών, και ούτως ανατρέπει την μυθικήν θεωρίαν, όπερ λί αν παρώργισε τον άγαθών Στράους και ήνάγκασεν αυτόν να κηρύξη των πεπνυμένον Ρενάν ώς αμαθή και πεπλανημένον, Και λοιπόν ο Γάλλος αντίχριστος αφίνει τινά γεγονότα εις τον Bίον του Ιησού και προσπαθεί να δώση σάρκα και αίμα εις το αποτρόπαιον και αμαυρών εδωλον του Στράους, εις τον σκελετον του μυθικού Ιησού!
ό Ρενάν εν τη πραγματεία αυτού sur les historiens cri tiques de Jésus αναφέρει και επιδοκιμάζει την κατά του Στράους αξιόλογον ταύτην παρατήρησιν τού Τιμοθύου Gola ni καθηγητού της φιλοσοφίας έν Στρασβούργω «αναμφιβό λως, αφ' ού άπαξ οι απόστολοι επίστευσαν εις τον Ιησούν, ώς εις τον Μεσσίαν, απέδωκαν αυτώ πάντας τους προδιαγε γραμμένους χαρακτήρας υπό τών προφητών, αλλά πώς και
διά τίνας λόγους οι απόστολοι επίστευσαν εις τον Ιησούν, ώς εις τον προσδοκώμενον Μεσσίαν; Ο Στράους σιγά επί του σπου δαιοτάτου τούτου ζητήματος, όθεν ή αλήθεια της ευαγγελι κής ιστορίας αιτιολογεί την ακράδαντον πίστιν τών αποστό λων, οίτινες και μετά τον επί του σταυρού θάνατον του θείου
αυτών διδασκάλου ουδόλως έκλονίσθησαν εις την προς αυτόν αγάπην και θαυμάσιον πίστιν». Αλλ’ εκτός τούτου, ο Ρενάν
μετ’ ενθουσιασμού και αληθούς λατρείας γεραίρει τον Χριστόν και ομολογεί την υπεράνθρωπον αυτού αξίαν πολλά χωρία του
«Είου του Ιησού» εισιν αληθώς χριστιανικώτατα. Εντεύθεν, πολυτίμων τούτων μαρτυριών της χριστιανικής καρ δίας, ο φίλτατος Ρενάν ή ανατρέπει ιδίας χερσι την προσφιλή διά των
αυτώ υπόθεσιν τών Συναξαρίων, ή ψεύδεται και υποκρίνεται και φωνασκεί ασυστόλως! αλλ' όπωςδήποτε, το Γαλλικών του Ρενάν μυθιστόρημα « περί του βίου του Ιησού» εν πολλοίς υπερέβη το του Στράους γερμανικόν, ο δε άπιστος κόσμος εξε τέλεσε χαρμόσυνα βήματα έντη σωτηρίω εδώ της πίτεως και της αληθείας.
Αλλ’ εάν ο Ρενάν διά της διαυγούς αυτού διανοίας, της ζωηράς φαντασίας και της ακριβούς γνώσεως της Αγίας Γής, ην καλεί το πέμπτον Ευαγγέλιον, υπερέχει και υπερτερεί τον φιλόμυθον Στράους, αποδεχόμενος τον ιστορικών χαρακτήρα
των θείων Ευαγγελίων, αλλ' όμως εξισούται αυτώ, δυτυχώς, 8
– 108 -
πολεμών και ανασκευάζων τα Ευαγγελικά θαύματα, άτινα, κατ' αυτόν, εισιν ύφασμα πλάνης και δόλου! Αναντιρρήτως έστιν υποδεέστερος του Στράους κατά την πολυμάθειαν, την λογικήν και την ηθικότητα, ηθικότητα αφορώσαν την θεωρίαν αυτού, και ουχί τον προσωπικών αυτού χαρακτήρα και την ιδιωτικήν ζωήν, περί ής ουδείς λόγος ένταύθα ο Ρενάν παρα βαλλόμενος προς τον Γερμανών αυτού διδάσκαλον έστιν άγύρ της και λαοπλάνος, ουδέποτε αποδεικνύει τάς νέας και αυθ
αιρέτους αυτού διαβεβαιώσεις, αλλά παραπέμπει εις τον
Στράους και εις άλλους ομόφρονας συγγραφείς αγνοεί, υπο κρινόμενος, τάς σοφάς ανασκευάς και τα περικλεή απολογη τικά συγγράμματα των τριάκοντα τελευταίων έναυτών, και
αναλαμβάνων ήθος προφήτου και χρησμολόγου δωρείται εις τον κόσμον τους τερατώδεις αυτού αφορισμούς το βιβλίον αυτού ουδόλως ύψούται εις την αξίαν της επιστήμης είναι αληθές μυθιστόρημα, θέλγον ίσως την παρισιανήν ευτραπε
λίαν και ούτινος ήρως έστιν ο Ιησούς! (1) Κατά τάς βλασφήμους και άντιχρίτους θεωρίας του Ρενάν,
« ο Ιησούς, γεννηθείς έν Ναζαρέτ και ουχί έν Βηθλεέμ, έλαβε τον τίτλον του υιού του Δαβίδ, επειδή ο τίτλος ούτος υπέ
σχετο αυτώβεβαίαν επιτυχίαν. Χωρικός απαίδευτος, αλλά πεπροικισμένος υπό εκτάκτου μεγαλοφυΐας και αρετής αμέμ (1) Πάντες οι αρμόδιοι κριται ομοθυμαδόν αποδοκιμάζουσι και κα ταδικάζουσα το βιβλίον τού "Ρενάν, υπό επιστημονικήν και κριτικήν
έποψιν αυτό εξετάζοντες. Ο καθηγητής Smith εκ νέας Υόρκης εν τή περιωνύμω αυτού Κριτική περί του 6ίου του Ιησού, υπό "Ρενάν, παρατηρεί λίαν ευλόγως, « ότι το Γαλλικών τούτο μυθιστό ρημα, στερούμενον πολυμαθείας, διανοίας και λογικής έστιν αξιοκατα φρόνητον». Ο Γερμανός θεολόγος Fischer αποδεικνύει την αυτήν άλή θείαν λέγων: « Η παρά του Ρενάν προσβολή κατά του χριστιανισμού ουδέν έχει το κινδυνώδες ή άπιστος αυτού διδασκαλία έστι ψευδής και ανεπιστήμων, διο βραχύβιος και μηδαμινή έν και μόνον διαρκές και μόνιμον εκ ταύτης προκύψει η αλήθεια ότι αι μαρτυρία της θείας ά ποκαλύψεως ουδέποτε ανατρέπονται.» Ο δε Μάριος Dods, συγγραφεύς διακεκριμένος, λέγει ότι « το βιβλίον του Ρενάν είναι το αθλιέστερον φιλολογικόν έργον του ημετέρου αιώνος, και ότι, εάν το Γαλλικών δημό στον τυγχάνηόν αμαθέστατον, τότε ίσως αποδώσει αυτώ ενδιαφέρον τι ή αξίαν ».
Παραλείπω, χάριν συντομίας, τις μαρτυρίας τών πολλών άλλων εοφών, οίτινες ανεσκεύασαν τον κερδοσκόπον παρισιανόν.
– 100 -
πτου, ηύξησεν εν τω μέσω των θελγήτρων της Γαλιλαίας ήν διδάσκαλος και βαββ απαράμιλλος, χαριέστατος και ώραιός
τατος καθ' υπερβολήν, κηρύσσων τον άγιώτερον ηθικόν νόμον και θεραπεύων ποικίλας νόσους της ψυχής και του σώματος αλλ' όταν έπίπευσεν ότι ήλθενή στιγμή να συμμορφωθή προς
τάς μεσσιανικάς ελπίδας του λαού, ή ν' άρνηθή την έαυτού α ποστολήν, υπεχώρησεν εις τους φίλους αυτού και υπέκυψεν εις τά τεχνάσματα απάτης άβράς και σωτηρίου! Διά τινος αιφνιδίου και ακαταλήπτου μεταμορφώσεως του χαρακτήρος αυτού, ο άνθρωπος ούτος, ο μέγιστος πάντων των ανθρώπων, όσοι εγεννήθησαν ύπο γυναικός, καθίσταται φανατικός, θαυ ματουργός και λαοπλάνος, ένεκα της λεγομένης αναστάσεως
του Λαζάρου και της άλλης απάτης, ήν έπλήρωσε διά του αί ματος αυτού (λεως ήμίν, Κύριε, και μη στήσης αυτώ την άμαρτίαν ταύτην!) Ο βίος αυτού υπήρξεν έντή αρχή χαρ μόσυνον ειδύλλιον των ποιμένων και του έρωτος, εις δε το τέ λος, φοβερά τραγωδία, ήτις έτελείωσεν επί του σταυρού μετά
της τελευταίας αυτού αναπνοής αλλ' ή έντύπωσις, ήν έπροξέ νησενό θαυμάσιος ούτος ήρως και το ισχυρότατον τούτο πνεύ μα, ήν τοσούτον μεγάλη, ώστε ανέστη εκ του μνήματος εν τή παραλογιζομένη κεφαλή των αμαθών και εύπιστων αυτού μαθητών! Και ιδού πώς ο θάνατος του ανθρώπου Ιησού καθ ίσταται ή αρχή της λατρείας αυτού, ώς Θεού ανθρώπου γενο
μένου. Διά παντός θέλομεν άγνοεί την ακριβή αλήθειαν της ά ναστάσεως, ένεκα των αντιφατικών μαρτυριών, εν τούτοις γι νώσκομεν ότι ή ισχυρά φαντασία Μαρίας της Μαγδαληνής παρέστησεν εν τη περιστάσει ταύτη το πρώτιστον πρόσωπον
ώ θεία δύναμις της αγάπης!ώ στιγμή ιερά, καθ' ην το πάθος παράφρονος γυναικός δίδωσιν εις τον κόσμον Θεόν σταυρωθέν
τα, ταφέντα και αναστάντα! » Ουδείς ήλπιζέ ποτε ότι ο Ρενάν, ο καθηγητής των ασιατι κών γλωσσών, ήθελε τολμήσει ν' ανασκάψη εκ του τάφου της
άτιμίας και του αίσχους, ένταυτώ δε και να προφέρη ώς το τελευταίον βήμα της ψευδούς επιστήμης, την του δόλου πε παλαιωμένην και βδελυράν υπόθεσιν. Αλλ' όταν τις αναγνώ
σκη έντώβλασφήμω αυτού βιβλίω, ότι ή ανάστασις του Λα
ζάρου ήνευσεβής πανουργία, μεταξύ αυτού και των αδελφών αυτού κρυφίως προσχεδιασθείσα, ήν και ο Ιησούς απεδέξατο
– 110 –
και έκύρωσεν, όπως καταπλήξη των λαών και ούτω θριαμβεύ ση επί των εύπιστων Ιουδαίων, τη αληθεια οικτείρει και έλει εινολογεί τον τετυφωμένον τούτον άνθρωπον, όστις έπλασε τοιαύτας φαντασμαγορίας, ών ουδε την άπλήν ιδέαν έσχον
ποτέ οι προκάτοχοι αντίχριστοι Ρεϊμάρος, Παύλος, Στράους και Κέλσος. Ο Ρενάν ουδόλως ήρυθρίασεν, όταν, ύβρίζων
τά
ιερά αισθήματα πάσης της χριστιανωσύνης και ατιμάζων αυ τός εαυτόν, ετόλμησε να βεβηλώση την εν Γεθσημανή άγιαν εκείνην αγωνίαν του Σωτήρος ημών! Ιλεως αυτώ ό Θεός επί τη άμαρτία ταύτη φαντασίας παραφρονούσης, ενώπιον της ό ποίας πάσα ψυχή ευσεβής και ευγενής κατέχεται υπό φρίκης
και αποστροφής. Επρεπε μάλλον, ώς ο Στράους, ν' αρνηθή πασαν ιστορικήν αξίαν τού έντώ κήπω τών ελαιών θαυματου
εκείνου δράματος, παρά να καλύψη, ώς οι Ιουδαίοι, διά των σκωμμάτων της απιστίας, τον προσευχόμενον και γενόμενον έν αγωνία Λυτρωτήν, όταν εν τη απείρω και θεία αυτού αγά πη έφερεν έπι της καρδίας αυτού το βάρος της άμαρτίας του άνθρωπίνου γένους! Διο εκτενέστερον προσηύχετο εγένετο δε ό ίδρώς αυτού ώσει θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. κβ., 44). Ο Ιησούς του Ρενάν έστινό μάλλον αντιφατικός και ο μάλ λον ανυπόστατος και αδύνατος χαρακτήρ, δν ήδύνατό ποτε να φαντασθή άνθρωπος υπάρχουσιν εν τω κόσμω πολλα ασυν έπεια και αντιλογία, και δυνάμεθα μάλιστα να είπωμεν, ότι άνδρες μεγάλοι και έξοχοι παριστάνουσιν έστινότε εν τω χα ρακτήρι αυτών ανωμαλίας παραδόξους, αλλ' όμως δεν πρέπει να συγχέωμεν τας ασυνεπείας μετά των απολύτων αντιφάσε ων όθεν, ενόσω βλέπομεν πάντας τους νόμους της λογικής και της ψυχολογίας καταπατουμένους, ουδέποτε πιστεύσομεν εις ανθρώπους, φρονούντας, ότι εν και το αυτό πρόσωπον δύναται
να ήναι συγχρόνως αγαθών και πονηρον, ειλικρινές και δόλιον! Ο Χριστός των Ευαγγελίων απαιτεί την πίστιν, ο δε Ίη
σούς του Ρενάν ζητεί μόνον την ασύνετον ευπιστίαν ο Xριτος της ιστορίας έστε θαύμα ηθικών, αλλ' ο Χριστός του μυθιστο ριογράφου εστί τέρας ηθικών, αληθής παραλογισμός άπασαι
αι του Ρενάν ψευδείς θεωρία κατά της Ευαγγελικής ιστορίας ώς ιστός αράχνης διαλύονται υπό της των πραγμάτων αλη θείας, ή δε υπ' αυτού πλασθείσα αντιφατική περιγραφή του
– 111 -
Ιησού, απογυμνωθείσα των απατηλών θελγήτρων του λεκτι κού και της αισθηματικής του ήρωος θεοποιήσεως, έστιν όν
τως δεινή προσβολή κατά του ορθού λόγου και ύβρις αναιδε τάτη κατά της αξίας του ανθρώπου, αλλά και προσβάλλει ισ% ή ή 2, 2-4 και - αν τις κιν γενέστερα αισθήματα της ημετέρας φύσεως Διοο ουκ ουκιέέ την αξία ανασκευής σπουδαίας και εμβριθούς αρκεί μόνον νά παρουσιασθη, όπως φανή ή 22 ελεεινή αυτής γυμνότης και έπο μένως καταδικασθή και απορριφθή. Ο Ρενάν ώς αριστοτέχνης θεωρούμενος εποίησεν έργον έλει τά ευγενέστε ν
ν
-
--
--
-
Γ. -
-
ν
»
--
--
ν
-
πέστατον, καθότι απεστέρησε τον ήρωα αυτού των μάλλον ουσιωδών προσόντων, άπερ εισιν, ή αλήθεια της συλλήψεως, ή ένότης και ή άρμονία, το πταίσμα τούτο διεπράξατο ούχι εξ ελλείψεως ικανότητος, αλλ' εκ της αναποφεύκτου λ -2 Δ ά θ τιμωρίας, ην ώφειλε να υποστη, ώς τολμήσας να εισέλθη, ακαθάρτωχει -
-
-
-
ν
ν
". -
-
--
-
--
, -
--
ν
Α
--
η
ν
ρι και διανοία, εις το ερών της ιστορίας, όπως ζωγραφιση την εικόνα του αγίου των αγίων. (1) (1) Ο περικλεής αμερικανός θεολόγος B. Smith μάλα ευλόγως πικρίνει το βιβλίον τού "Ρενάν λέγων: «Όπως έπιφέρη της την δικαίαν
κρίσιν περί τοιαύτης συγγραφής, ουδείται πολλών σκέψεων, ούδε φρά σεων εκλεκτών και ώραίων, το βιβλίον τούτο είναι υβριστικών και μη δαμινόν, δικαιολογεί εαυτό διά τρόπου μωρού και αισχρού προσβάλ λει την τιμιότητα και την αξιοπιστίαν τού Σωτήρος ημών, ακολούθως θεοποιεί αυτόν και καλεί τελειότητα της ανθρωπότητος ή αναιδεστάτη
ανηθικότης πολλών Γαλλικών μυθιστορημάτων δεν προβαίνει απώτε ρον. Ο Ιησούς του Ρενάν έστιν εφεύρεσης του υλισμού, και τερατώ δες προϊόν νοσούσης φαντασίας. Και έχει μεν την εξωτερικήν μορφήν ώς και τους χαρακτήρας της ανθρωπίνης ζωής, άλλ' όμως στερείται
προσωπικής συνειδήσεως και είναι μάλλον σκιά του θανάτου, ιδού το αν ληθές εκμαγείον του υλισμού. Αλλ' ο Ιησούς τών Ευαγγελίων, των "Αποστόλων, των αγίων Μαρτύρων και της Εκκλησίας έστι θ ε άν θρωπος, έστι βασιλεύς και αρχιερεύς βασιλείας αιωνίου έστιν ή ού σ ί α του υπερφυσικού, διο ο μωρός και πανολέθριος υλισμός προσπα -
θεί να αποδιώξη τον Χριστόν εκ της καρδίας και της Εκκλησίας, εκ τής συνειδήσεως και τής ζωής, όπως ύστερον έξορίση και το υπερ
φυσικών από της ανθρωπίνης ιστορίας, και ούτως αποκτηνώση των άνθρωπον ! »
– 112 -
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ,
"Εστε
μικρόν το νέφος και παρελεύσεται ούτως έγραφεν
ο μέγας Αθανάσιος περί του "Ιουλιανού του Παραβάτου, ότις,
μετά το θεομάχον και άσπονδον αυτού μίσος κατά του χρι στιανισμού, απέθανεν οικτρώς λέγων, Γαλιλαϊε νενίκηκας! τα βήματα ταύτα του θεσπεσίου και περικλεούς της Εκκλησί ας πατρός θαυμασίως εφαρμόζονται εις πάσας τάς άνωφελείς προσπαθείας των νεωτέρων αποστατών της Θεοσδότου ήμών πίσεως, προσπαθούντων να σκοτίσωσι την πίστιν της χριστια
νικής ανθρωπότητος εις τον θεάνθρωπον Σωτήρα και Λυτρω τήν αναμφιβόλως, τα νέφη, οια και ανώσι, μικρά ή μεγάλα, ταχέως παρέρχονται, ο δε ήλιος ουδέποτε παύει λάμπων και
ωογονών, το σκότος του ψεύδους είναι εφήμερον, αλλά το φώς της αληθείας έστιν αιώνιον πάντα τα επιχειρήματα τών τυφλών κατά της φαιδράς και μεγαλοπρεπούς ό εως τού ή λίου, πάσαι αι έφοδοι και αι προσβολα κατά της υπάρξεως αυτού, ουδέποτε κατορθώσουσιν, όπως αποδιώξουσιν απο του
ουρανού τον ένδοξον βασιλέα της ημέρας, ουδε κωλύσουσιν αυτόν του
ζωογονεϊν καρποφόρως την ημετέραν γην δ νοερός
όφθαλμός του ανθρώπου και ή φωτεινή αυτού φύσις, ι' ής έστι πεπροικισμένος, ακαταπαύστως χαίρει αποβλέπων προς τον ήλιον των πνευμάτων, και αγάλλεται πληρούμενος θείων άκτίνων, αίτινες καταβαίνουσιν απο του προσώπου του Ιησού
Χριστού, όστις έστι το αιώνιον φώς του κόσμου. « ότι ό Θε ός ό ειπών εκ σκότους φώς λάμψα, δς έλαμψεν εν ταις καρδίαις ήμών, πρός φωτισμόν τής γνώσεως τής δόξης του
Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (β. Κορινθ. δ, 6) Η απιστία μετά τους τελευταίους απηλπισμένους αγώνας και τάς πονηράς επιχειρήσεις εξήντλησεν ολοσχερώς πάντας τούς επιστημονικούς αυτής πόρους και τα βέλη της ψευδωνύ
μου γνώσεως έντώ μέλλοντ έσεται άχαρες και αξιοκαταφρό νητος πάσα αυτής απόπειρα αι ποικίλα αυτής θεωρία έταθ μίσθησαν ήδη επί της στάθμης του ορθού λόγου, της συνειδή
σεως και της καρδίας του ανθρώπου, και ευρέθησαν κούφοι, α σύνετοι και ψευδείς. Το εν αντιχριστιανικόν σύστημα έρχεται
- 113 -
διαδοχικώς, όπως ανασκευάση και ανατρέψη το άλλο, ενώ καιρώ έτι έπιζήδ τούτου πατήρ και πρόμαχος κυρίως ειπείν, αι κατά της πίστεως αύται θεωρία ουδεν εκφράζουσιν, ή έξη γούσιν, ει μη μόνον καθιστώσι τέρας αποφώλιοντό υπερφυ σκόνι θαύμα, και αίνιγμα ανεξήγητον, τό αποκεκαλυμμένον
τής ευσεβείας μυστήριον! πάσαι αι ολέθρια και αντιχριστι νικαί αύται θεωρία ποθούσι και αγωνίζονται να καταστρέ ψωσι την πίστιν εις την πρόνοιαν του Θεού και εις την ιστο ρίαν, και επομένως πάσας τάς ευγενείς άρχάς της αληθείας, της δικαιοσύνης και της αρετής και ούτως απογυμνούσι την ή
μετέραν άθλιαν και ταλαίπωρον άνθρωπότητα έντώ κόσμω τούτω, τώ πεπληρωμένω βύπων, πειρασμών και συμφορών, ά πογυμνούσι, λέγω, αυτήν της μόνης γλυκυτάτης παραμυθίας
και ελπίδος, ην αύτη ευρίσκει εν τη ζωή και έντή ώρα του θανάτου, πιστεύουσα εις τον Χριστόν. Ο Στράους, ο δεινότερος πάντων των απίστων βιογράφων τού Χριστού, αισθάνεται και ομολογεί τα ολέθρια αποτελέσ ματα τού συγγράμματος αυτού ώς και την φοβεράν ευθύνην, ήν έπεσώρευσεν έπι της έαυτού κεφαλής. «Τα αποτελέσματα,
λέγει, των θεωριών μου, φαίνεται, ότι έμηδένισαν το πλείσον και σπουδαιότερον μέρος της εις Χριστόν πίστεως τού χριστι ανού, κατέστρεψαν άπαν το χαρμόσυνονθάρρος και την πεποί θησιν, ήν εύρισκεν εις ταύτην την πίστιν, και επίκραναν τάς
γλυκυτέρας αυτού παραμυθίας. Ο πολύτιμος καρπός της άλη θείας και της ζωής, όστις από δεκαοκτώ αιώνων τρέφει την
άνθρωπότητα, φαίνεται, ότι κατηναλώθη το ένδοξον μεγα λείον μετεβλήθη εις κονιορτών, ο Θεός απεγυμνώθη του ελέους και της χάριτος αυτού, ο άνθρωπος της αξίας αυτού, και δι εσπάσθη ο κεχαριτωμένος δεσμος μεταξύ της γης και του ου ρανού ή χριστιανική ευσέβεια μετά φρίκης αποστρέφει το πρό σωπον αυτής απ' εμού, και εν τη ακλονήτω πεποιθήσει της η
--
ν
α
πίστεως αυτής, αποφαίνεται και διαβεβαιοι, ότι μεθ' όλας
τάς προσπαθείας της απίστου και αλαζόνος κριτικής μου, πάν τι ή Γραφή λέγει και η Εκκλησία πιστεύει περί τού Χρι στού, διαμενεΐ πιστευόμενον εις πάντας τους αιώνας, και "Πώ τα εν ή μία κεραία ούμή παρέλθη απ' αυτού». αν
-
Ο
Μετά ταύτα ο Στράους προσπαθεί ν' ανοικοδομήση φιλο σοφικώς τα ιστορικά γεγονότα της του Θεού ενανθρωπήσεως,
- 114 -
άπερ φαντάζεται ότι κατέστρεψε διά των σοφισμάτων της έ κριτικής! Θέλει να εξηγήση την μυστηριώδη αλήθειαν της ορθοδόξου χριστολογίας, τουτέστι την ενότητα της θείας και ανθρωπίνης φύσεως, αλλ' όμως μετατρέπει ταύτην εις πανθεϊστικών παραλογισμόν! Αρνείται τας θείας τιμάς και τα θεία προσόντα εις τον αιώνιον αρχηγών του ημετέρου γένους, όπως κοσμήση δι' αυτών την άμαρτωλών και πεπλανημένην ανθρωπότητα! Προβάλλει ημίν θεωρίαν μεταφυσικήν αντί της ζώσης αληθείας, προσφέρει ιδέαν άπλην αντί ιστορικού γεγονότος, και άκαρπον πρόοδον εις την φιλοσοφίαν και εις αυτού
την επιστήμην αντι της ηθικής νίκης κατά της άμαρτίας και
του θανάτου. Διδάσκει ημάς την πανθεϊστικήν λατρείαν των ηρώων, ή την θεοποίησιν του άμαρτωλού και πεπτωκότος άν θρώπου, αντί της λατρείας του ενός, του αληθούς και ζώντος Θεού. Αλλά τι λέγω: παρέχει ημίν πέτραν σκληράν και ψυ χράν αντί του έπιουσίου άρτου του στηρίζοντος την καρδίαν του ανθρώπου, και ευαγγέλιον της απογνώσεως και του θανά του αντί του άγιου ευαγγελίου της ελπίδος, της ειρήνης, της αγάπης και της αιωνίου ζωής και βασιλείας, Μετ’ αγανακτήσεως και φρίκης ή χριστιανωσύνη απωθεί και αποκρούει τοιαύτην ελεεινήν διδασκαλίαν, ήτις ουδέποτε παρέσχεν ουδε την ελαχίστην απ δειξιν της δυνάμεως αυτής εις το αγαθών, ουδε συνετέλεσεν εις την τελειοποίησιν και την σωτηρίαν ένος μόνου ανθρώπου, ΙΙ ανθρωπότης έχει ανάγκην αρχηγού ζώντος, Κυρίου παντοδυνάμου και Σωτήρος έλεήμο νος, σώζοντος τον άνθρωπον από της αμαρτίας και του θανά
του. Διο εσμέν πεπεισμένοι ότι η των ανθρώπων άπιστος με ρίς, επιγνούσα τελευταίον τον φοβερών κίνδυνον και την παν ολεθρίαν της άπισίας, εγκαταλείψει τας μωράς ιδέας της ψευδ ωνύμου φιλοσοφίας και πιστεύσει εις τον Χριστών της ιστο ρίας, εις τον επηγγελμένον Μεσσίαν, εις τον Θεόν άνθρωπον γενόμενον, ομολογούσα και λέγουσα μετά του αποστόλου Πέτρου « Κύριε, πρός τίνα απελευσόμεθα; βήματα ζωής αιωνίου έχεις και ημείς πεπιστεύκαμεν και έγνώκαμεν,
ότι σύει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος » (Ιωάν. τ, 68).
Ναι, ζήδιηνεκώς ο θεάνθρωπος, ζή εις τας αιωνίως δροσε ράς και ζωηφόρους σελίδας των Ιερών Ευαγγελίων, εις την Γ
-
- 1 15 –
θαυμάσιον ιστορίαν δέκα και οκτώ αιώνων, ζή και βασιλεύει εις τάς καρδίας και την ζωήν των σοφωτέρων και αγαθωτέρων νδρών αλλά και ζήσεται εις τους αιώνας των αιώνων, το
ι
πρόσωπον και το έργον τού Χριστού εισινή βίβλος της ζωής,
ήτις ουδέποτε γηράσκει ο χριστιανισμός ζή και ζήσεται έν τώ Χριστώ, επειδή «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο
αυτός, και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ, 8). Ο Ιησούς Χριστός έστι το βεβαιότερον, το άγιώτερον και ένδοξότερον πάντων των γεγονότων της Ιστορίας υπάρχει και κυριαρχεί απο τοσούτων ήδη αιώνων, περιβεβλημένος θείαν ώ ραιότητα και μεγαλοπρέπειαν, και εμπνέων εις τας καρδίας ήμων λατρείαν και αγαπην, οσημέραι θάλλουσαν και καρπο φορούσαν λάμπει ώς ο ήλιος έν σταθερά μεσημβρία, και έστε λίαν μέγας, υπερβαλλόντως άγιος και απείρως τέλειος, όπως
επινοηθή υφ' ημών των αμαρτωλών και πεπερασμένων ανθρώ πων! Ο χαρακτηρ και η θεία αυτού τελειότης φέρουσε την σφραγίδα της θεοπρεπούς διδασκαλίας, της άγιας ηθικής, των εξαισίων θαυμάτων, και της αναντιρρήτου πνευματικής βασι λείας, αι δε λαμπρα άρεται και ή θαυμάσιος ύπεροχή πάν
των τών χριστιανών όσοι ζώσιν έντώ πνεύματι και έντώ πα
ραδείγματι του Χριστού διηνεκώς μαρτυρούσε την άγιάζουσαν και ενισχύουσαν χάριν και δύναμιν αυτού, ο Χριστός της ά ληθείας και της ιστορίας προλαμβάνει και ικανοποιεί πάσας τις θρησκευτικας και ηθικάς ήμων ανάγκας όταν αι ψυχαι ημών εγκαταλείπωνται εις τάς ευγενεστέρας βοπάς και εις τους ζωηροτέρους αυτών πόθους, παραυτίκα στρέφονται εξ έμφύτου όρμης προς τον Χριστόν, ώς ή βελόνη προς τον μαγνήτην, ώς το άνθος προς τον ήλιον, και τρέχουσι προς αυτόν ώς ή διψώ σα έλαφος προς τας πηγάς των υδάτων Eπλάσθημεν διά τον Xριτών, και η ημετέρα καρδία τότε μόνον ευρίσκει ανάπαυσιν, όταν αγαπήση αυτών και αναπαυθη εν αυτώ αυτός βασιλεύει επί των ημετέρων αισθημάτων και διανοημάτων, και αναγκά ζει ήμας όπως θαυμάζωμεν, δοξάζωμεν και λατρεύωμεν αυ τόν. Εάν δεν ήμεθα πνευματικώς ευλογημένοι, αδυνατούμεν να βλέπωμεν και να πιστεύωμεν εις αυτόν αλλ' όταν ύψωθώς μεν υπεράνω των ευτελών και χαμερπών πραγμάτων της γης, όταν εξαγνίσωμεν το πνεύμα και την καρδίαν ήμών, τότε μό
νον εσμέν άξιοι ν’ αποβλέψωμεν εν πίστει προς τον Κύριον 8*
- 116 –
της δόξης. Και τα κράσπεδα των ιματίων αυτού θεραπεύουσε τους μετά πίστεως άπτομένους αυτών, μία ώρα μετά του
Χριστού έστιν ασυγκρίτως προτιμοτέρα πάσης επιγείου χαράς και ευφροσύνης, αυτός έστι το ουράνιον και πολύτιμον δώρον, όπερ ο πατήρ των οικτιρμών έδωρήσατο εις τον πτωχών και ταλαίπωρον κόσμον Εν τω Χριστώ εισι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι, αυτός έστιν ή μόνη και βεβαία έλπις, ή μόνη και αληθής παρηγορία εις τε την παρούσαν και εις την μέλλουσαν ζωήν. Η ανθρωπότης δύνα τα νά ζήση ηθικώς και άνευ της φιλολογίας και της σοφίας της Ελλάδος και της Ρώμης, της Γερμανίας και της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Αμερικής, αλλ' ούχι και άνευ τών χαρι ν
τοβρύτων Ευαγγελίων Ιησού του από Ναζαρέτ. Ανευ τού Χρι στού ή ιστορία έστιν έρημος αδιάβατος, άνυδρος και θλιβερά, αίνιγμα ανεξήγητον και χάος γεγονότων άνευ λόγου, άνευ σκοπού, άνευ αλληλουχίας ενώ μετά του Χριστού αύτη καθ
ίσταται ωραία και εναρμόνιος αποκάλυψις του Θεού, και ανά πτυξις οικονομίας, πεπληρωμένης σοφίας και αγάπης άνερμη
νεύτου. Πάσα ή αρχαία ιστορία επόθει και ανέμενε τον θεάν θρωπον, και πάσα ή νεωτέρα ιστορία δέχεται εξ αυτού το φώς και την ζωήν "Ιησούς ο Χριστός έστιν ή δόξα και ο πό θος του παρελθόντος, ή ζωή και ή χαρά του ενεστώτος, ή με γαλουργία, ή έλπις και ή τελειότης του μέλλοντος, Ανευ του
Χριστού αγνοούμεν ήμας αυτούς, διότι κατά την αρχαίαν ουδαϊκήν παροιμίαν « το μυστήριον του ανθρώπου έτί το μυ στήριον του Μεσσίου». Αυτός έστε το μέγα και κεντρικών φως
της ιστορίας της ανθρωπότητος, καθώς και το σωτήριον φώς πάσης ψυχής ανθρωπίνης αυτός μόνος δύναται να λύση το αί νιγμα της ημετέρας υπάρξεως αυτός μόνος δύναται να ικανο ποιήση πάντας τους πόθους της ημετέρας διανοίας προς την αλήθειαν, πάσας τάς επιθυμίας της ημετέρας θελήσεως προς
το άγιον, το δίκαιον και το αγαθών, και πάσας τάς ορμάς της ημετέρας καρδίας προς την ειρήνην, την χαράν και την μακα ριότητα.
Αντι πάντων των θησαυρών και αντί πάσης της δόξης και της σοφίας του κόσμου τούτου, ουδέποτε ήθελαν τολμήσει να ψυχράνω την του ελαχίτου χριστιανού πίστιν εις τον Λυτρω
την αυτού και Σωτήρα. Και εάν ηδυνάμην, τη θεία ευδοκία,
– 117 –
να καταπείσω και ένα μόνον των απίστων, όπως πιστεύση εις
τον υιών του Θεού και Θεών, τον Κύριον ημών Ιησούν Χρισον, όστις εσταυρώθη υπέρ εμού και υπέρ πάντων των αδελφών μου, ή χαρά μου έσεται ανέκφραστος τότε, ότι ουκ έζησα μα ταίως επί της γης!
- 118 -
ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑΙ.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΙ.
Ενταύθα παραρτώμεν συλλογήν χρονολογικήν εξωτερικών μαρτυριών περί του προσώπου του θεανθρώπου Σωτήρος ημών,
ό περικλεής Ναθαναήλ Lardner, γεννηθείς το 1684 και αποθανών το 1768, μάλα καλώς υπερασπίσθη την αποκεκα
λυμμένην θρησκείαν κατά του θεσμού έντώ περιωνύμω αυ του συγγράμματα περί της αξιοπιστίας της ευαγγελικής στορίας, όπερ έδημοσίευσεν εις βιβλία δέκα και επτά από του 1727 μέχρι του 1759, και ενθα συνέλεξε μετ' επιμελείας και κρίσεως παραδε γματικής τάς αρχαίας μαρτυρίας των έ θνικών, των Ιουδαίων και των Χριστιανών υπέρ της ιστορικής αληθείας των θεοπνεύστων συγγραφέων της Καινής Διαθήκης,
Ηδύνατό τις να πράξη αυτό τούτο και υπέρ της ορθοδόξου δι, δασκαλίας περί του θεανδρικού προσώπου του Χριστού, συλλές γων επιμελώς τάς μαρτυρίας, τάς αφορώσας την θεότητα αυ τού, οΐας ευρίσκομεν εις τα σύμβολα και εις τάς ομολογίας της πίστεως, εις τας ιεράς λειτουργίας, εις τας ιεράς διατάξεις και τις θεσμοθεσίας πασών των ιερών Συνόδων και πασών
των χριστιανικών Εκκλησιών, και οΐαι παρίστανται όσημέραι διά των αγλαών καρπών της εις Χριστόν πίτεως, μεταξύ τα σών των τάξεων της κοινωνίας και πασών των άνθρωπίνων
σχέσεων και αναφορών.
Ημείς ένταύθα ήδη καταγράφομεν μόνον τις μαρτυρίας τών πολεμίων της αρχετύπου πίστεως της Εκκλησίας εις τον "θεάνθρωπον, τον αρχηγών αυτής και τελειωτήν. Πολλάκις ή μαρτυρία τού εχθρού έστι προτιμοτέρα της ομολογίας του
φίλου, έκ δε του νεκρού λέοντος δυνάμεθα να τρυγήσωμεν και μέλι γλυκύ (Κριτ. δ) Αι μαρτυρία αυτα, ας προβάλλομεν τώ φιλτάτω ανα γνώστη, εισιν λίαν σπουδαία και διδακτικαί καθότι αριδήλως αποδεικνύουσί, και μάλιστα αι των νεωτέρων, ότι έντώβά
- 119 -
θει της ανθρωπίνης ψυχής και καρδίας υπάρχει έμφυτος, ού τως ειπείν, λατρεία και θαυμασμός εις την θείαν άγιότητα και τελειότητα του Χριστού, του αγίου των άγιων εν τη ιστο
ρία της ανθρωπότητος. Οι άπιστοι εθελοκακούντες δύνανται να άρνηθώσι τα θαύματα αυτού, αλλ' ουχί και την θείαν αυτού δύναμιν και τον ουράνιον αυτού χαρακτήρα άλλως, παραβιά ζουσι τα ευγενέστερα αισθήματα και τας ιεροτέρας κλίσεις της εαυτών καρδίας, και αρνούνται το ηθικόν σέβας, όπερ οφείλου σι τώ πλησίον συναισθάνονται και ομολογούσαν, ότι ο Χριτος υπήρξεν, αναντιρρήτως, ο τελειότερος και άγιώτερος πάντων ανθρώπων, καθότι ή προσβολή κατά του χαρακτήρος αυτού, έστι προσβολή κατά της τιμής και της αξίας του ανθρωπίνου γένους. Το αίσθημα τούτο και η πεποίθησις αύτη κραταιούνται και γενικεύονται, καθ' όσον προοδεύει ή ιστορία και ο πολιτι σμός ή έντύπωσις και η επιρροή, ήν ο Xριτος εξασκεί επί των κόσμον, αείποτε λαμβάνει νέαν δύναμιν και νέαν νίκην εις έ καστον βήμα της αληθούς προόδου, το δε θαυμαστόν, ότι και οι εχθροί της πίστεως άκοντες και μη βουλόμενοι δοξάζουσε και μεγαλύνουσι τον Κύριον της δόξης. Αλλ' αφ' έτέρου, αι μαρτυρία αυτα δεικνύουσιν ήμην τους παραλογισμούς και τάς των απίστων αντιφάσεις εν πάση αυτών τη γυμνότητι δ
μολογούσε μεν ούτοι την απόλυτον άγιότητα και φιλαλήθειαν τού Χριστού, αλλά δυστροπούσε να πιστεύσωσιν εις ό,τι αυτός είπε περί έαυτού εξυμνούσι την θείαν αυτού τελειότητα, αλλ' άρνούνται την Θεότητα αυτού, ήτις μόνη δύναται να εξηγή
ση ήμύν δεόντως το μυστήριον τού Χριστού, Την αντίφασιν ταύτην της απιστίας ανέπτυξεν άριστα ο μέγας και περικλεής ιστορικός της Γαλλίας Γκιζώτος (Gui 2οι), ανασκευάζων ιδίως τον Ρενάν, και αφιερών ούτω την έ σπέραν του λαμπρού αυτού βίου εις την υπεράσπισιν της ά γίας και άμωμήτου ημών πίστεως έξέστω δε ημίν, όπως έ πισφραγίσωμεν τας ημετέρας παρατηρήσεις διά των επομένων λόγων του μεγάλου ιστορικού, ούς λαμβάνομεν μετά χαράς και ευγνωμοσύνης εκ του σοφού αυτού συγγράμματος « Μό
ditations sur l'essence de la religion chrétienne, σελ. 324 – 327.
«Οι μη πιστεύοντες εις τον "Ιησούν Χριστόν, ουδε
παρα
δεχόμενοι τον υπερφυσικών χαρακτήρα του προσώπου, της
- 120 -
ζωής και των έργων αυτού, και επομένως αρνούμενοι έναν τώ τον Θεόν και το θαύμα, οι τοιούτοι και την ιστορίαν του
Χριστού ιστορούσι και εξηγούσαν ώς και πάσαν άλλην ιστο ρίαν ανθρωπίνου ζωής, αλλ' όμως οι ταύτα φρονούντες και γράφοντες περιπίπτουσιν εις μυρίας αντιφάσεις και προσκρού
ουσιν επί σκοπέλων φοβερών! Και τολμώσι μεν να αμφισβη τήσωσι την υπερφυσικήν φύσιν και δύναμιν του Κυρίου ημών, αλλ' ουχί όμως και την θεοπρεπή τελειότητα και υπεροχήν των πράξεων, των αξιωμάτων, του βίου και του ηθικού αυτού νόμου και όντως ου μόνον δεν αμφισβητούσε ταύτα, αλλά και θαυμάζουσι και εξυμνούσι μετ' αγάπης και λατρείας πολι λής φαίνονται, ότι θέλουσι να αποδώσωσιν εις τον Ιησούν Χριστόν (άνθρωπον άπλούν κατ' αυτούς) την αξίαν της θεό τητος, ήν ηρνήσαντο, δυστροπούντες να δωσι τον Θεόν έναύ
τώ. Oια αντιφάσεις και ψεύδος και ηθική διαστροφή εν τη ιστορία του Χριστού, καθώς αυτοί ταύτην διηγούνται! οία πληθύς ύποθέσεων, ασυμβιβάστων προς τα γεγονότα, άτινα παραδέχονται! Ο τέλειος και θαυμάσιος ούτος άνθρωπος έτίν άλληλοδιαδόχως κατ' αυτούς και βεμβώδης ή αγύρτης, άπα των εαυτόν και τους άλλους, πλανώμενος εξ ένθουσιασμού, ό
ταν πιστεύη εις τά θαύματα αυτού, απατεών εν επιγνώσει, ό ταν παρασκευάζη τάς περιστάσεις, όπως πιστεύσωσιν εις αυ τόν! Η ιστορία λοιπόν του Ιησού Χριστού, κατά τους νεωτέ ρους απίστους, ουδέν άλλο έστιν ειμη ύφασμα χιμαιρας και ψεύδους! αλλ' εν τούτοις ο ήρως της ιστορίας ταύτης διαμέ νει παντέλειος, πανθαύμαστος, απαράμιλλος, το μέγιστον πνεύμα και ήμεγίστη καρδία μεταξύ των ανθρώπων, ο τύπος
της αρετής και της ηθικής ώραιότητος, ο ύψιστος και νόμι μος αρχηγός της ανθρωπότητος, οι δε μαθηταί αυτού, θαυ μάσιοι καθ' εαυτούς, ενίκησαν τα πάντα και υπέμειναν τα πάντα, όπως μείνωσι πιστοί εις τον θείον διδάσκαλον και τε
λειώσωσι το έργον και το άγιον τούτο έργον, αληθώς, τετέ λεσται ο σοφώτερος και ευγενέστερος κόσμος έγένετο χρισε
ανός, και σύμπας ο άλλος κόσμος θασσονή βράδιον αποδέξε ται το Ευαγγέλιον του Χριστού και σωθήσεται. » Οίον πρόβλημα αντιφατικών και ανεξήγητον προβάλλει ήμνή κενόδοξος απιστία, αντί του ομολογήσαι την εκλάμ
- 121 -
πουσαν Θεότητα τού Σωτήρος ημών, ήν ματαίως προσπαθεί
να επισκιάση! » Η Ιστορία ερείδεται επί δύω βάσεων ακραδάντων και αύ τα εισιν αι θετικαί αποδείξεις περί των γεγονότων και των
προσώπων, και η ηθική πιθανότης περί της αλληλουχίας των
γεγονότων και της πράξεως των προσώπων. Και αδύω αύται βάσεις ελλείπουσιν επίσης εις την ιστορίαν του Ιησού Χρισού, καθώς ταύτην ιστορούσιν, ή μάλλον καθώς ταύτην κατασκευ άζουσι σήμερον οι καθ' ήμας άπιστοι όθεν αφ' ένός μεν αύτη ευρίσκεται εις άρδηλον αντίφασιν μετά της μαρτυρίας των αποστόλων, οίτινες είδον τον Ιησούν Χριστόν, ή έζησαν με τά των ιδόντων αυτών, αφ' ετέρου δε αντιφάσκει εις τους φυ σικούς νόμους, οίτινες προηγούνται της πράξεως τών ανθρώ πων και της φοράς των πραγμάτων, Αλλα τούτο ουκέτι κρι τική ιστορία, αλλά σύστημα φιλοσοφικών, διήγησις μυθιστο ρική, περιφρονούσα τάς θετικάς αποδείξεις και τάς ήθικάς πι θανότητας τούτό έστιν, αναντιρρήτως, ψευδής και ανύπαρκτος Χριστός, έργον χειρών ανθρώπων, αξιούντων να απογυμνώσω σι της θείας δόξης τον αληθή και ζώντα Ιησούν Χριστόν,
τον υιόν του Θεού! Σύστημα ψεύδους και μυστήριον Θεού, μυθιστόρημα ανθρώπου και πανθαύμαστος οικονομία τού Θεού, ιδού ή μεταξύ της πίστεως και της άπιτίας διάκρισις Σ), Πόντιος Πιλάτος και ή γυνή αυτού, » Καθημένου δε του Πιλάτου επί του βήματος, απέστειλε προς αυτόν ή γυνή αυτού λέγουσα, μηδέν σοι και τώ δικαίω
εκείνων, πολλά γαρ έπαθαν σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν, οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους, να αιτή σωνται τον Βαραββάν, τον δε Ιησουν απολέσωσιν. Αποκριθείς δε ό Ηγεμών επεν αυτοίς, τίνα θέλετε από τών δύω απολύσω υμίν, οι δε είπον Βαραββάν λέγει αυτούς ο Πιλάτος, τί ούν ποιήσω Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αυτώ πάν
τες, σταυρωθήτω ο δε Ηγεμών έφη, τί γάρ κακών εποίησεν; οι δε περισσως εκραύγαζαν λέγοντες, σταυρωθήτω. Ίδών δεό Πιλάτος, ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ύδωρ, απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου, λέ γων, αθωός ειμα από του αίματος του δικαίου τούτου, υμείς
- 122 -
όψεσθε και αποκριθείς πάς ο λαός είπε, το αίμα αυτού εφ' ής μας και επί τα τέκνα ήμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βα
ραββάν, τον δε Ιησούν φραγελλώσας παρέδωκεν να σταυρωθή» (Ματθ. κζ', 24) Είναι λίαν αξιοπαρατήρητον, ότι γυνή εθνική έσχε την τόλ μην να υπερασπισθή την αθωότητα του ημετέρου Σωτήρος, καθ' ον καιρών οι μαθηταί αυτού εγκαταλείπουσιν αυτών, οι δε
άρχοντες τών Ιουδαίων επιμόνως ζητούσε το αθώον αυτού
αίμα, αλλ' ουχ ήττον έστι θαυμαστών, ότι ο Πιλάτος και ή γυνή αυτού, περιβεβλημένοι την εξουσίαν και την δικαιοσύνην εν ονόματι του αυτοκράτορος των Ρωμαίων, καλούσε τον κα ταδικασθέντα δικαιον ή μεν λέγουσα, μηδέν σου και τώ δι
καίω εκείνων, ο δε Πιλάτος, αθωός εμι από του αίματος του δικαίου τούτου. Ο
γνώσκων τάς περί τού Χριστού προφητεί
ας των εθνικών, βεβαίως αναπολεί ένταύθα το περιώνυμονέ κείνο χωρίον του Πλάτωνος, εν ώ ο μέγας και θείος εκείνος της Ελλάδος σοφός περιγράφει αυτόν τούτον τον δίκαιον λέ μηδεν γάρ αδικών δόξαν εχέτω την μεγίστην αδικίας,
γων «
να ή βεβασανισμένος εις δικαιοσύνην τω μή τέγγεσθαι ύ πο κακοδοξίας και των απ' αυτής γιγνομένων αλλ' τω άμε τάστατος μέχρι θανάτου, δοκών μεν είναι άδικος διά βίου, ών δε δίκαιος, ότι ούτω διακείμενος ό δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεθήσεται, τελευτών, πάντα κακά παθών ά
νασχινδυλευθήσεται, και γνώσεται, ότι ουκ είναι δίκαιον, αλλά δοκεϊν δει εθέλεν» (Πολιτ. Β. δ'). Ο δε Αριστοτέλης λέγει περί του δικαίου τούτου, ότι «ύψωθήσεται υπέρ την
τάξιν του κόσμου και τους πολιτικούς θεσμούς, ών θραύσει τότε είδος και την περιφέρειαν ». Αι προφητεία της ελληνι κής σοφίας και ή μεγαλειότης του ρωμαϊκού δικαίου ένούνται ένταύθα εν τω προσώπω κυρίας βωμαίας, γυναικός του αντι προσωπεύοντος τον αυτοκράτορα εν Ιερουσαλήμ, όπως μαρτυ ρήσωσιν ενώπιον των ασεβών ανθρώπων την αθωότητα και την δικαιοσύνην του Χριστού εις τάς φυβερωτέρας ώρας της έ αυτού καταδίκης. Η Κλαυδία Πρόκλα, ώς καλεί αυτήν το από
κρυφον Ευαγγέλιον του Νικοδήμου (κεφ. β') και Νικηφόρος δ Κάλλιστος (Ιστορ. 1, 30), ήν ίσως προσήλυτος της Πύλης ή γυνή εθνική, φοβουμένη τον Θεόν, ήτις χωρίς ν' ασπασθή την
Ιουδαϊκήν θρησκείαν επάθει τον άγνωστον Θεόν, και εζήτει
– 123 –
αυτόν εις το σκότος της ειδωλολατρείας, ο δε Πιλάτος απενί ψατο μεν τας χείρας αυτού, αλλ' ουχί και την καρδίαν και
παραδούς τόν Χριστόν να σταυρωθή, δν έκήρυξεν αθώον και δίκαιον, κατεδίκασεν αυτός εαυτόν.
Ο Εκατόνταρχος υπό τον σταυρόν του Σωτήρος, « Ο δε εκατόνταρχος και οι μετ' αυτού τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα εφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες, αληθώς Θεού υιός ήν ούτος» (Μαρκ. κζ. 54). «Ίδών δεό κεντυρίων δ παρεστηκώς εξεναντίας αυ του, ότι ούτω πράξας εξέπνευσεν, είπεν, αληθώς ό άνθρω πος ούτος υιός ήν Θεού» (Μαρκ. ιέ,36) ό εκατόνταρχος ή κεντυρίων, περί ου ενταύθα ο λόγος, προΐστατο, κατά το ρωμαϊκόν έθος, και διεύθυνε την εις θά νατον καταδίκην ο Σενέκας καλεί αυτόν centurio suppli cio praepositus, ο δε Τάκιτος, exactor mortis. Ο κεντυ ρίων ούτος, δ της Καπερναούμ και δ της Καισαρείας αποτε λούσιν εν τη Καινή Διαθήκη τριανδρίαν Ρωμαίων στρατιω τών, φοβουμένων των Θεών και πιστευόντων εις αυτόν, "Ιούδας ο Προδότης, « Τότε ίδων "Ιούδας ο παραδιδούς
αυτόν ότι κατεκρίθη,
μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τους αρχιε ρεύσι και τους πρεσβυτέρους, λέγων, "Ήμαρτον παραδούς
αίμα αθώον, οι δε είπαν, τί πρός ήμας: σύ όψει και βίας τα αργύρια εν τώ ναώ ανεχώρησε και απελθών απήγξα το» (Ματθ. κζ', 3) -
Εάν ο Ιούδας, όστις επί τριετίανέγνω καλώς τον Σωτήρα,
έγινωσκεν ασθενές τι μέρος του ηθικού αυτού χαρακτήρος, βε βαίως εν τη περιστάσει ταύτη ήθελε δικαιολογήσει εαυτόν και καταπραΰνει την ελέγχουσαν αυτόν συνείδησιν, αλλ' ώμολό γησε, λέγων, ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον, και απελ θών απήγξατο επειδή παρέδωκε τον αναμάρτητον, τον νέο όν τού Θεού τού ζώντος,
- 124 -
Φλάβιος Ιώσηπος.
« Γίνεται δε κατά τούτον τον χρόνον "Ιησούς, ανήρ σοφος, εγε άνδρα αυτόν λέγειν χρή' ήν γάρ παραδόξων έργων ποι ητής, διδάσκαλος ανθρώπων των ήδονή τα αληθή δεχομένων και πολλούς μεν Ιουδαίους, πολλούς δε και του Ελληνικού έπηγάγετο "Ο Χριστός ούτος ήν και αυτόν ενδείξει των πρώ
των ανδρών παρ' ημίν, σταυρώ, επιτετιμηκότος Πιλάτου, ουκ επαύσαντο οίγε πρώτον αυτόν αγαπήσαντες εφάνη γάρ αύ τους τρίτην έγων ήμέραν πάλιν ζών, των θείων προφητών ταύτά τε και άλλα μυρία θαυμάσια περί αυτού ειρηκότων. Εις
έτι νυν των χριστιανών από τούδε ώνομασμένων ούκ επέλιπε το φύλον» (Ιουδαϊκ. αρχαιολ. βιβλ. 18 κεφ. γ΄). σπουδαιοτάτη αύτη μαρτυρία του Ιωσήπου, περικλεούς ιερέως και ιστορικού των Ιουδαίων, ακμάσαντος κατά το δεύ τερον ήμισυ του πρώτου αιώνος, ευρίσκεται εις άπαντα τα γνωστά χειρόγραφα του συγγράμματος αυτού, Ευσέβιος ο
Παμφίλουδις αναφέρει ολόκληρον την μαρτυρίαν ταύτην, άνευ της ελαχίστης υπονοίας περί της γνησιότητος αυτής πάντες
οι σοφοί και ορθόδοξοι θεολόγοι αποδέχονται ταύτην ώς άλη θή και γνησίαν, έχοντες προς τούτο επιχειρήματα ακαταμά χητα. Το
Ταλμούθ.
Το Ταλμουθ, τουτέστι διδασκαλία, βίβλος διδασκαλιών,
corpus doctrinae, ή πλουσία αύτη αποθήκη της Ιουδαϊκής θεολογίας και νομομαθείας, και της ραββινικής παιδείας και μυθολογίας, ολίγιστα έχει να επη ήμύν περί του Χριστού και
περί της διδασκαλίας αυτού, ήτις έστι το πλήρωμα του νόμου και των προφητών, και άνευ της οποίας ή παλαιά Διαθήκη διαμένει βιβλίον έσφραγισμένον και ακατανόητον. Το πρώτον μέρος του Ταλμουθ, όνομαζόμενον Μίσνα, τουτ έστιν επανάληψης του νόμου, εμπεριέχει παραδόσεις και βαβ βινικάς εξηγήσεις του νόμου από του τετάρτου αιώνος προ Χριστού μέχρι του δευτέρου αιώνος μετά Χριστόν ουδέν λέ γει περί του χριστιανισμού, και το αναφέρει πολλά αποφθέγ
---------------------
---------------
------------------------------------------
------------ , -------------
- 125 –
ματα πολλών Ραββίνων του πρώτου αιώνος μ.Χ. και συνε : περί το 230 Σωτήριον έτος εν τη πόλει της Τιβεριά ς, έπι της ακτής της θαλάσσης της Γαλιλαίας, ένθα δ Κύ
ριος ημών πολλάκις εδίδαξε τα της αιωνίου ζωής βήματα, Το δεύτερον μέρος του Ταλμουθ καλείται Γεμάρα, τουτέ στο συμπέρασμα τής ραββινικής σοφίας, αυτό έστε το κυρί ως Ταλμούθ, δηλονότι συλλογή ραββινικών υπομνημάτων της Μίσνας. Υπάρχουσε δύω Γεμάρα ή Ιεροσολυμίτις, αποτελε
σθείσα το 390 Σωτήριον έτος, και ή Βαβυλώνιος, το 500 άμ φότεραι υπαινίττονται τον Κύριον ήμών Ιησουν Χριστόν και τους άγιους αυτού αποστόλους έν βραχυλογία και μετά πι
κρίας και μίσους και ομολογούσε μεν τά θαύματα του Xρτου, άλλ’ αποδίδουσε ταύτα εις την δύναμιν του Βεελζεβούλ, άρ χοντος τών δαιμονίων, ώς οι Φαρισαίοι των ιερών Ευαγγε λίων. Κατά την μαρτυρίαν της Γεμάρας «ό Ιησούς ήν απάτωρ
υιός της Μαρίας, έμαθεν έν Αιγύπτω τας μαγικάς τέχνας και εξετέλεσε ταύτας έν Παλαιστίνη. Και είτε διά τούτο, είτε διό τι διήγειρεν εις στάσιν τους Ισραηλίτας, εσταυρώθη την πα ραμονήν του Πάσχα. » Αναντιρρήτως έχομεν ενταύθα την πα ραποίησιν και την ομολογίαν της υπερφυσικής γεννήσεως, της φυγής έν Αιγύπτω, τών θαυμάτων και της σταυρώσεως του Κυρίου και Σωτήρος ημών, ις εποχήν μεταγενεστέραν το Ιουδαϊκών μίσος κατά του
Χριστιανισμού εξύφανε βιβλίον ευτελέστατον, επιγραφόμενον Θολδότ Γεζού, τουτέστιν ή γέννησης και η ιστορία τού 1
ησού. Και όμως το ελεεινον τούτο βιβλίον μαρτυρεί, «ότι ο Ιησούς Χριστός εποίησε θαύματα, ουχί δυνάμει της τέχνης ήν έμαθεν έν Αιγύπτω (ώς λέγει το Ταλμούθ και ο φιλόσοφος Κέλσος), αλλά προφέρων το άγιον όνομα του Ιεχοβα, μυσή ριον όπερ ο υιός της Μαρίας μόνος έγινωσκεν αναμφιβόλως ο Ιησούς εφανέρωσεν εις τους ανθρώπους το όνομα του ζώντος και αληθινού Θεού, αλλ' όμως κατά την ιδίαν γνώμην και θέ λησιν».
Οι κατά του Χριστιανισμού εθνικοί συγγραφείς, -
ε-
-
-
Οι Ελληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς των πέντε πρώτω αιώνων μόλις γινώσκουσε τον χριστιανισμών, και αγνοούσι σ
– 126 – δόν παντελώς την σημασίαν και την ιστορίαν αυτού. Τάκιτος, Σουετώνιος, Πλίνιος ο νεώτερος, Επίκτητος, Λουκιανός, Αρι στείδης, Γάλλος, Λαμπρίδιος, Δίων ο Κάσσιος, Hμέριος, Λι
βάνιος, Αμμανός Μάρκελλος, Ευνάπιος και Ζώσιμος μνημο νεύουσι τού Χριστιανισμού εν παρόδω και ως επί το πλείσον μετά περιφρονήσεως και μίσους, Εκ των εθνικών συγγραφέων
οι γράψαντες ειδικά συγγράμματα κατά της χριστιανικής ή μών πίστεως εισι Λουκιανός, Κέλσος, Πορφύριος, Ιεροκλής και Ιουλιανός ο αποστάτης Αλλ' οι
υπαινιγμοί των πρώτων και αι προσβολα των τε
λευταίων εμπεριέχουσι γεγονότα, βεβαιούνται το κύρος και την αξιοπιστίαν της Ευαγγελικής ιστορίας και των θαυμά
των του Χριστού, ώς εφεξής αποδεικνύομεν,
-
Τάκιτος και Πλίνιος,
-
Ο Τάκιτος, όστις έζη εις το δεύτερον ήμισυ του πρώτου αι. ώνος και εις το πρώτον τέταρτον του δευτέρου, παρέχει ήμύν έν τους.ς Χρονικούς αυτού (κεφ. αμερόληπτον «Αρ φ, ιέ, ιε, 44) διήγησιν ιηγησιν αμεροληπτ -
-
--
Ν.
-
--
και αφελή περί του διωγμού των χριστιανών έν Ρώμη επί του αυτοκράτορος Νέρωνος, το 64, Σωτήριον έτος. Ο ρωμαίος ισο ρικός παρατηρεί εν τη περιστάσει ταύτη, «ότι ο Χριστός κα τεδικάσθη εις θάνατον έπι της βασιλείας του Τιβερίου Καίσα ρος ύπο Ποντίου Πιλάτου ότι έθεμελίωσε την χριστιανικήν -
η
ν
ν
-
-
--
-
-,
Σ
ν
-
ν
αίρεσιν, ήτις εξελθούσα έκ της Ιουδαίας διεδόθη καθ’ άπαν το Ρωμαϊκόν κράτος, έναντίον του δυσφήμου θανάτου του Χριστού και εις το πείσμα του μίσους και της περιφρονήσεως »
--
ην πανταχού απαντά και ότι μέγας αριθμός χριστιανών έθα νατώθη σκληρώς και απανθρώπως εν Ρώμη. » Ενδετώπέμ πτωβιβλίω της ιστορίας αυτού ο Τάκιτος παρέχει ημίν μαρ, τυρίαν πολύτιμον της έκπληρώσεως των προφητειών του Χρι στου περί τε της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και περί της
ιασποράς των Ιουδαίων. «Όταν δε ίδητε κυκλουμένην ύ πό στρατοπέδων την Ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι ήγγικεν ή ερήμωσης αυτής έσται γαρ ανάγκη μεγάλη και οργή εν τω λαώ τούτων και πεσούνται στόματα μαχαίρας και αιχμα
λωτισθήσονται εις πάντα τα έθνη και Ιερουσαλήμ έσται
- 127 -
παιτουμένη υπό εθνών, άχρι πληρωθώσι καιροί εθνών» (Λουκ.κά, 20). Πλίνιος ο νεώτερος, σύγχρονος και φίλος του Τακίτου, βε
βαιοι, εν τη προς τον αυτοκράτορα Τραϊανών επιστολή αυτού (107 μ.Χ.), την ταχείαν διάδοσιν του χριστιανισμού καθ' άπασαν την μικράν Ασίαν και μεταξύ πασών των τάξεων της κοινωνίας, θαυμάζει την άγιότητα των χριστιανών και την καρτερίαν τών ομολογητών και μαρτύρων εν τω μέσω τών σκληροτέρων και φρικτοτέρων βασάνων και διωγμών, και περιγράφει τον τρόπον, την ημέραν και την ώραν της προσ
ευχής αυτών, έν ή λατρεύουσι τον Χριστόν ώς Θεόν. Κέλσος και Λουκιανός.
Κέλσος, έλλην φιλόσοφος του δευτέρου αιώνος, είναι ο πρώτος εθνικός, όστις έγραψεν εκ προθέσεως κατά του χρίσι ανισμού, το σύγγραμμα αυτού έπεγράφετο αληθής λόγος, ού πολλάς περικοπας διέσωσεν ημίν ο θαυμάσιος Ωριγένης, άνα σκευάσας αυτό μετά σοφίας και λογικής ακαταμαχήτου. Κέλσος, όπως κλονήση την εις τον Χριστόν πίστιν τών χρι στιανών και συγχρόνως όπως καταστήση αυτούς γελοίους, μετ, εχειρίσθη πάντα τα μέσα, όσα παρείχον αυτώ ή καλλιέργεια του πνεύματος, ή πολυμάθεια, ή φιλοσοφία, ή οξύνοια, το σκώμμα, και ύφος λόγου έμπαθούς και δραματικού το ά σπονδον μίσος τών Ιουδαίων και ή κακεντρεχής περιφρόνησις των εθνικών προς την χριστιανικήν πίστιν ήνώθησαν εν τω
προσώπω αυτού προ πάντων ανέπτυξε τα περισσότερα των επιχειρημάτων και των σοφισμάτων του θεσμού και του ύ λισμού. αλλ’ ο δεινός ούτος πολέμιος, σύγχρονος περίπου των αποστόλων του Χριστού, μαρτυρεί, ώς άριστα παρετήρησεν ο θείος Χρυσόστομος, περί της αρχαιότητος και της γνησιότη τος των αποστολικών συγγραφών και περί των γενικωτέρων γεγονότων της Ευαγγελικής ιστορίας, και ούτως εξελέγχει τους νεωτέρους βιογράφους του Χριστού, ώς πεπλανημένους και ψευδολόγους, καθότι εφαντάσθησαν την Ευαγγελικήν ιστο ρίαν ώς άλλην ελληνικήν μυθολογίαν.
ό Κέλσος ομιλεί περί των αγίων Ευαγγελίων του Ματ Ιωάννου, και αναφέρει την Καινήν
θαίου, του Λουκά και του
- 128 -
Διαθήκην
όγδοηκοντάκις γνώσκει ότι ο Χριστός εγεννήθη εκ
Παρθένου, εις μικρόντι χωρίον της Ιουδαίας γνώσκει την λα
τρείαν και την προσκύνησιν των Μάγων, έλθόντων από Ανα βρεφοκτονίαν τού Ηρώδου, την εις Αίγυπτον φυ γήν του Κυρίου, ένθα, κατ' αυτόν, ο Χριστός έμαθε μαγικάς τέχνας, την διαμονήν εις Ναζαρέτ και το εν Ιορδάνη βάπτι σμα, την κάθοδοντού άγιου πνεύματος έν είδει περιστεράς, την εκ του ουρανού γενομένην φωνήν, την εκλογήν των αποστό τολών, την
λων, την αγάπην αυτού προς τους τελώνας και προς τον λα όν, τάς ιάσεις των παραλυτικών και τυφλών, την ανάστασιν
των νεκρών, την προδοσίαν του Ιούδα, την άρνησιν τού Πέ τρου και τινας περιστάσεις του πάθους και της σταυρώσεως.
Και περικείρει μεν, έστιν αληθές, τα πλείω τών ιστορικών τούτων γεγονότων και καταχράται αυτών, αλλά και ή άπλή αυτών έκθεσις βεβαιοι, ότι και οι τότε χριστιανοί έπίστευαν εις αυτά και ήσαν πανταχού εγνωσμένα Ουδόλως αρνείται τα
θαύματα του Χριστού, αλλ’ αποδίδει ταύτα, ώς οι Ιουδαίοι, εις την δύναμιν των πονηρών πνευμάτων, και θεωρεί τον Χρι στον ώς μάγον και θαυματοποιόν αναφέρει επιτροχάδην τάς κυριωτέρας διδασκαλίας των χριστιανών, και τις τελετάς της θείας λατρείας την δ' εις αυτούς αποδιδομένην άνηθικότητα
υπολαμβάνει ώς ανυπόστατον και ψευδή ό Λουκιανός, όξυνούσατος, χαριέστατος, αλλά μάταιος
συγγραφείς, γεννηθείς εν Ιταλία και αποθανών εν Ελλάδι περί το 200 Σωτήριον έτος, έγραψε κατά του χριστιανισμού εν
βίω Περεγρίνου συκοφαντεί τον χριστιανισμών ώς σύγχρονόν τινα μωρίαν και πολεμεί αυτόν διά των ασθενών όπλων της ευφυΐας και του γελοίου ονομάζει τον Κύριον ήμων σοφιστήν ασταυρωμένον, και μεταχειρίζεται την προσηγορίαν ταύτην έν άγαθώ και πονηρώ πνεύματι. Πορφύριος, Πορφύριος, φιλόσοφος νεοπλατωνικός, ακμάσας περί τα τέ
λη του τρίτου αιώνος, εδίδαξενέν Ρώμη, ένθα και απέθανε το 304. Συνέγρανε κατά της χριστιανικής πίστεως μέγα σύγ γραμμα εις βιβλία πέντε, επιγραφόμενον κατά χριστιανών λόγοι, και εγχειρίδιον της εθνικής θεολογίας, επιγραφόμενον
- 129 -
περί της εκλογίων φιλοσοφίας. Εκτός μικρών τινων τεμα χίων, υπό των πατέρων της Εκκλησίας διασωθέντων, αμφότε
ρα τα συγγράμματα ταύτα απωλέσθησαν. Εσχάτως εύρον επιστολήν του Πορφυρίου προς την γυναίκα αυτού Μάρκελλαν
Ο φιλόσοφος ούτος εμπνέεται υπό πνεύματος σπουδαιοτέρου ή ο Λουκιανός και ο Κέλσος και πάντες οι άλλοι εθνικοί συγ γραφείς, μεταχειρίζεται κατά του χριστιανισμού γλώσσανά ιοπρεπή και αιδήμονα. Πολλα των ιδεών αυτού προσεγγί ζουσι τας χριστιανικάς ιδέας, και υφίσταται εν αγνοία την σωτήριον και θαυμάσιον επιρροήν του χριστιανισμού, παντοι οτρόπως επενεργούσαν επί τά λαμπρότερα και σοφώτερα πνεύματα ταύτης της εποχής. Εν τη προμνησθείση επιστολή προς την γυναίκα αυτού εκτίθησι την ηθικήν τριάδα του άπο στόλου Παύλου - νυνι δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα
τρία ταύτα (ά, Κορινθ. ιγ) - γράφων ούτω « τέσσαρα στοιχεία μάλιστα κεκρατύνθω περί Θεού, πίστις, αλήθεια, έ ρως, έλπις », και συνάπτων την πίστιν, την ελπίδα και την αγάπην μετά της αληθείας, ήτις έτίν ή βάσις πάσης αληθούς
ευσεβείας. Αναφέρει πολλάς μαρτυρίας των θείων γραφών, αλλά πάντοτε διαστρέφει αυτάς και καθώς πολλοί δρθολογι σται της ημετέρας εποχής, ούτω και ο Πορφύριος διακρίνει τον αρχέτυπον και καθαρών χριστιανισμών του Χριστού, από
διαφθαρέντος χριστιανισμού των Αποστόλων. Εν τη συγγραφή αυτού περί της εκλογίων φιλοσοφίας λέγει ώ δέ πως περί του Χριστού, « Ως απο τής ενεργείας αυτής συνοράται τους φιλαληθέσιν » ή της περί αυτόν ένθέου άρετης δύναμις. του δήθεν
Χρησμοί περί του Χριστού,
Παράδοξον ίσως δόξε ενάντισιν είναι το μέλλον λέγε σθαι ύφ' ήμών τον γάρ Xριστον οι θεοί ευσεβέστατον απε φήναντο και αθάνατον γεγονότα, ευφήμως τε αυτού μνη μονεύουσι. Περί γούν του Χριστού ερωτησάντων, ει έστι Σ)
Θεός, φησίν
μεν αθανάτη ψυχή μετά σώμα προβαίνει, » Γιγνώσκει σοφίη τετιμημένος, αλλά γε ψυχή » Ανέρος ευσεβη προφερεστάτη έστιν εκείνου, » Επερωτησάντων δε διατί έκολάσθη, έχρησεν » Σώμα μεν αδρανέσιν βασάνος άει προβεβλητα, » όττι
– 130 –
» Ψυχή δ' ευσεβέων εις ουράνιον πέδονίζει. » Αυτός ούν ευσεβής και εις ουρανούς ώσπερ οι ευσεβείς χω » ρήσας, ώστε τούτον μεν ούβλασφημήσεις, ελεήσεις δε των » ανθρώπων την άνοιαν (Ευσεβ. Παμφ. αποδ. Ευαγγ. κεφ.
γ΄, 6) "Ιουλιανός ό Παραβάτης "Ιουλιανός ο αποστάτης και παραβάτης, αυτοκράτωρ τών Pωμαίων από του 361-363, ο δεινότερος και άσπονδότερος εχθρός του χριστιανισμού, έπροσπάθησεν επί ματαίω όπως έπ
αναφέρη εις το ρωμαϊκών κράτος την λατρείαν των ειδώλων, μεταχειρισθείς προς τούτο την αυτοκρατορικήν ισχύν, τηνό
ξύνοιαν αυτού και το παράδειγμα. Η βασιλεία αυτού παρήλ θεν, ώς σκοτεινών φάντασμα δράματος, χωρίς ν' αφήση ίχνη
βασιλικά, αλλ' εν τούτοις εδίδαξε το σπουδαιότατον τούτο μάθημα, ότι ο αρχαίος εθνισμός απέθανε και ετάφη, και ότι
ουδεμία δύναμις του κόσμου ήδύνατο να σταματήση το θρι αμβεύον
και
ένδοξον άρμα της χριστιανικής πίστεως. Εν τώ
συγγράμματα αυτού κατά του χριστιανισμού, ένθα συνέλεξε πάσας τάς προγενεστέρας αντιρρήσεις, προσθείς μόνον το σαρ καστικών αυτού πνεύμα, ιδού τι λέγει περί του Χριστού «όδε » Ιησούς αναπείσας το χείριστον των παρ' υμίν, ώ Γαλιλαίοι, ») ολίγοις προς τους τριακοσίοις ενιαυτους ονομάζεται, έργα γ)
σάμενος προς νέζηχρόνον έργον ουδέν ακοής άξιον, ειμή
» τις οιεται τους κυλλούς και τυφλούς ιάσασθαι, και δαιμο
» νώντας έφορκίζεινέν Βηθσαϊδα και εν Βηθανία ταϊς κώμους, » των μεγίστων έργων είναι ο (Κύριλ. Αλεξανδρ. κατά του λιανού. βιβλ. έ, σελ. 191). Βεβαίως οι λόγοι ούτοι εισι πικροί και περιφρονητικοί και όμως ο Ιουλιανός αναγνωρίζει εν τω Χριστώ την του θαυμα τουργείν δύναμιν, δύναμιν ουδέν άλλο πάντως, ή την θεότη
τα αυτού βεβαιούσαν όσοφος και περικλεής Lardner εν τη συγγραφή αυτού περί της αξιοπιστίας της Ευαγγελικής "1 στορίας ποιεί τας επομένας σοφός σκέψεις επί των λόγων του -
-
ν
ν
αντίχριστου αυτοκρατορος,
Α. “Ο Ιουλιανός ταύτα λέγων, ομολογεί την αλήθειαν της ευαγγελικής ιστορίας, καίτοι δεν αναφέρει κατ' όνομα τα θαύ,
– 131 -
ματα του Χριστού, ουδε τους διαφόρους τόπους, εν οις ταύτα
εγένοντο. Β. Αναγνωρίζει ν
η
--
-
-
ότι ο Ιησούς εδοξάσθη έν διαστήματα
τριών αιώνων, άρα ή δόξα αύτη έθεμελιούτο έπι των θαυμα σίων έργων, άπερ έποίησε κατά τον χρόνον της επιγείου αυ του ζωής. Τα έργα ταύτα έδιηγήθησαν και έμαρτύρησαν οι μαθηταί αυτού και απόστολοι, μάρτυρες αυτόπτα και υπηρέ
ε: τη Λόγου της ζωής, ή δε θεία Γραφή και η ιερά παρά οσιςχρόνων διέσωσαν από της αρχής του χριστιανισμού τών τού αυτά Ιουλιανού, βΧ. χρ μου μέχρι μεχ Γ'. Θεραπεύειν παραλυτικούς, τυφλούς και ασθενείς, παν
τoίας νόσους ασθενούντας, τούτο ουκ έστι ποιείν έργα μεγάλα και θεοπρεπή; Τα έργα ταύτα ένβοπή οφθαλμού και τώβή ματι της θείας δυνάμεως ύπο του Σωτήρος ημών εκτελεσθέντα, βεβαίως εισι, πολλώ μάλλον θαυμασιώτερα, ή ή θεμελίωσης πόλεων, ή μόρφωσης ευρείας μοναρχίας και ή υποταγή έθνών ιά σφαγής και αιχμαλωσίας, άπερ ήξίωσαν να ιστορήσωσι πε
ριώνυμοι ιστορικοί, Δ. Και λίγοι μεν επίστευσαν εις τον Χριστόν όντα έπ της γης, αλλά τούτο προήλθεν εκ της κακίας και της διαφθο ράς τών τότε ανθρώπων. Πρώτον οι τελώναι και οι άμαρτω λοι απεδέξαντο τον λόγον τής χάριτος και σωτηρίας ακολού
θως μαθηταί εμβριθείς και σπουδαίοι, ώς δΝαθαναήλ, ο Νι κόδημος και οι άλλοι, επίστευσαν εγκαρδίως εις τον υιών τού Θεού, καίτοι ήσαν πλήρεις δισταγμού και προλήψεων. Οι δε Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, έμπλεοι αλαζονείας, υποκρίσεως και φιλοδοξίας, έκλεισαν τους οφθαλμούς προς το φώς τών ε θνών και την δόξαν του Ισραήλ, "Ο αυτός συγγραφεύς μετά ακριβή και αμερόληπτον εξέτα σιν πάντων των επιχειρημάτων του Ιουλιανού κατά της θεο πνεύστου Γραφής και τού χαρακτήρος τού Χριστού και τών
αποστόλων, αριδήλως αποδείκνυσιν, ότι τα επιχειρήματα ταύ, τα του Παραβάτου της πίστεως εισί μαρτυρία λαμπρα υπέρ της αληθείας και της αξιοπιστίας της Ευαγγελικής ιστορίας, «“Ο Ιουλιανός (λέγει ο περιώνυμος ούτος ανήρ) έστι μάρ, τυς πολυτιμότατος της αληθείας των ιερών βιβλίων της Νέα τού Θεού Διαθήκης, "Ομολογεί, ότι ο Ιησούς Χριστός έγεννήε θη επί της βασιλείας του Καίσαρος Αυγούστου, και ενήμέρας,
ι
9"
- 132 ά
Σ. -
-
η
ν
-
-
δ
ο
ν
-
-
καθ άς εγένετο ή απογραφή εις την Ιουδαίαν, ηγεμονεύοντος
της Συρίας Κυρηνίου (Λουκ. β) βεβαιοι, ότι ή χριστιανική θρησκεία ήρξατο και διεδόθη επί των αυτοκρατόρων Τιβερίου - ν. και Κλαυδίου μαρτυρεί το κύρος και την αξιοπιστίαν των --
-
-
-
-
-
-
-
τεσσάρων άγιων Ευαγγελίων, των κατά Ματθαίον, Μάρκου, Λουκάν και Ιωάννην, δε ώς και το κύρος των πράξεων βιβ τών Α ν
--
ν
-
ν.
-
ν
αν
- -
--
ν
--
»
--
ν
ν
»
ποστόλων, και αποδεικνύει, ότι ταύτα μόνα τα βιβλία άνα --
-
-ν
,
ν
γνωρίζονται υπό τών χριστιανών ώς αξιόπιστα και περιέχου σι τας αληθείς μαρτυρίας περί του Χριστού και των αποστό λων, εν ταυτώ δε και ότι διδάσκουσε την αληθή και γνησίαν
αυτών διδασκαλίαν. Αναγνωρίζει, ότι τα βιβλία ταύτα συνε ν
-
γράφησαν κατά την αυτήν εποχήν, καθ' ήν και τα εν αυτοίς τορούμενα έγένοντο, και διά πολλών μάλιστα επιχειρεί, όπως »
-
-
στηρίξη την γνώμην ταύτην αναφέρει τις πράξεις των Απο στόλων και τας επιστολάς του θείου Παύλου προς Ρωμαίους,
προς Κορινθίους και προς Γαλάτας. Οι μόνον παραδέχεται τα θαύματα του Χριστού, αλλά και ρητώς λέγει, ότι ο Χριστός έθεράπευσε τυφλούς, παραλυτικούς, δαιμωνιζομένους και κατ επράυνε τάς τρικυμίας της θαλάσσης. Και σμικρύνει μεν, άν βA αμφιβόλως, ταχθεί θεία ταύτα Εκέργα, άαλλ' ό μως-
Στο θ επι ματαιω κα -
-
ότι το εκ τούτων συμπέρασμα έστιν αναντίρρητον ότι το
αύτα έργα αποδεικνύουσι δύναμιν Θεού προσπαθεί να ελατ τώση τον αριθμών των πρώτων χριστιανών, και έν τοσούτω ομολογεί ότι εν Ελλάδι και εν Ιταλία ήσαν πλήθη χριστι ανών πριν ή ο απόστολος Ιωάννης γράψη το κατ' αυτόν Eυ αγγέλιον θέλει να ταπεινώση την ηθικήν και κοινωνικήν κα τάστασιν των πρώτων χριστιανών, αλλ' όμως αναγκάζεται νά -ομολογήση, ότι εκτός των δούλων και των άσήμων ανθρώ πων, ο Κορνήλιος, εκατοντάρχης βωμαίος εν Καισαρεία, και "--
»
ν
»
-,
ν
»
-
-
-
ν
εν
η
ν
ν
ν
--
-
ν
-
ν
-
Σέργιος Παύλος, ανθύπατος Κύπρου, επίστευσαν εις τον Χρι β δί ν
ν
--
-
-
-
-
-
στον περί τα τέλη της βασιλείας του Κλαυδίου συνεχώς όμ
λει μετά πολλής αγανακτήσεως περί του Πέτρου και Παύ λου, των κορυφαίων αποστόλων τού Χριστού και ούτω λοι
πόν εν παρόδω και άβουλήτως μαρτυρεί πολλά γεγονότα της 4. Σ -
ν
ν
-
ν
-
το
2. -
Νέας Διαθήκης. Σκοπός αυτού ήν, όπως ανατρέψη την χριστι ανικήν θρησκείαν, και όμως, το κατ' αυτόν, έστερέωσεν αυ τήν τα κατ' αυτής επιχειρήματα αυτού κινούσε τον οίκτον και ου δύνανται να κλονίσωσιν ουδε τους όλιγοπίσους και ψυ -
--
ν
--
-
»
-
-
– 133 – Σ.- ----
ν
1 --
-
ν
α
εν
-
--
ν
χρούς περί την πίστιν χριστιανούς. Ο άγιος και περικλεής -
»
»
Οι - -
ν Γ. -
Αλεξανδρείας Κύριλλος τη της αληθείας ισχ"J", και χάριτι έφίμωσε την βλάσφημον γλωσσαλγίαν του μισο χιεπίσκοπος
χρίστου αυτοκράτορος Διονύσιος Διδερώτoς.
Ο Γάλλος ούτος φιλόσοφος, γεννηθείς το 1713 και αποθα νών εν Παρισίοις το 1787, συνέστησε και εξέδιδεν επί πολλά έτη την περιώνυμον Γαλλικήν Εγκυκλοπαιδεία, ήτοι σύνο ψιν πάντων των κλάδων των ανθρωπίνων γνώσεων και τεχνών, Ο Διδερώτος ήν δεινός υπέρμαχος των ιδεών της επαναστά σεως και της απιστίας του ιή αιώνος, και έπολιτεύετο ώς ά
θεος κεκηρυγμένος αλλ' εις τα τελευταία έτη του βίου, ένα
πορία μεγάλη των φίλων αυτού, εγένετο χριστιανικώτατος, έμελέτα εν κατανύξει καρδίας τάς θεοπνεύστους γραφάς, προ έτρεπε τους πάντας, και ιδίως την θυγατέρα αυτού, ήν εξό χως ηγάπα, όπως αδιαλείπτως αναγνώσκωσε τον λόγον του
Θεού, και ηυχαριστείτο υπερβαλλόντως δεχόμενος τις επισκέ
ψεις των λειτουργών της Εκκλησίας Εν τινι έφεσπερίδι παρησαν οι μάλλον περίβλεπτοι άπιτοι του καιρού εκείνου σκώπτοντες και διασύροντες τάς δήθεν
μω
ρίας και αντιφάσεις της αγίας Γραφής! ο φιλόσοφος Διδέρωτος αποσδοκήτως λέγει προς αυτούς. « Εξαίρετα, θαυμάσια! Κύ ριοι. Και όμως έσμέν πεπλανημένοι τον νουν και εσκοτισμένοι καρδίαν, τοιαύτα φρονούντες και λέγοντες. Τις εξ ήμών ή
την
τίς των άλλων ανθρώπων ήδύνατο να συγγράψη μίαν και μό διήγησιν, άπλουστάτην άμα και μεγαλοπρεπή και παν θαύμαστον, την διήγησιν περί του πάθους και του θανάτου νην
του Ιησού Χριστού, ήτις ώς δύναμις Θεού συγκινεί από το σούτων ήδη αιώνων τας ευγενείς ψυχάς και καρδίας; » Οι α προσδόκητοι ούτοι λόγοι του προ μικρού αθέου φιλοσόφου εξέπληξαν τους παρόντας και επροξένησαν μακράν και βαθυ
τάτην σιγήν. Ιάκωβος Ρουσσώ
(Rousseau).
Ο περιώνυμος ούτος Γάλλος φιλόσοφος εγεννήθη το 1712
και να
- --
----- , ----- , -----------------
-----
,
--------------
– 134 -
και ετελεύτησε το 1778, ζήσας βίον τεταραγμένον και πλή ρη περιπετειών, συμφορών, πταισμάτων και αντιφάσεων από του Καλβινισμού εξώκειλεν εις τον Ρωμανισμών, από του Ρω μανισμού εις την απιστίαν, και από της άπιστίας εις την ό
λιγοπιστίαν υπήρξε δεινός και εύγλωττος συγγραφεύς, αλλά συνάμα παράδοξος και επικίνδυνος ηγάπα την θρησκείαν και
την αρετήν, αλλ' όμως ηρνείτο πολλάκις διά των πράξεων τάς ύψηλάς και ιεράς περί αυτών θεωρίας αυτού ή μαρτυρία, ήν
έδωκε περί του Χριστού και των Ευαγγελίων έστι και έσεται διά παντός το ώραιότερον προϊόν της εαυτού διανοίας. Ιδού ή λαμπρά αύτη σελίς φιλοσόφου και χριστιανικής ομολογίας, Κί Ομολογώ ότι το θείον ύψος και ή άγιότης του Ευαγγελί ου έστι το ισχυρών και εύγλωττον επιχείρημα, όπερ λαλεί εις
την καρδίαν μου, και καθ' ου αδύνατον ν' αντιτάξω απάντησιν αρνητικήν. ίδε τα συγγράμματα πάντων των φιλοσόφων έν
πάση αυτών τη πομπή και τη ανθρωπίνη λαμπρότητα πόσον
είσι σμικρά και πενιχρά, παραβαλλόμενα προς το Ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού! Βιβλίον τοσούτον άπλούν και τοσού
τον μεγαλοπρεπές, δύναται να ήναι έργον χειρών ανθρώπων, ο δε Χριστός, ού την ιστορίαν εκτίθησι, δύναται να ήναι μόνον άπλους άνθρωπος; αναντιρρήτως αδύνατον. Όία γλυκύτης, οΐα άγιότης εις τά ήθη αυτού! οποία χάρις και δύναμις εις τάς διδασκαλίας αυτού! οποίον ύψος και ώραιότης εις τους τρό πους αυτού! οποία ουράνιος σοφία εις τους λόγους αυτού! ποία παρουσία πνεύματος, όποια λεπτότης και ευθύτης δια
νοίας εις τας αποκρίσεις αυτού! όποιον κράτος θεοπρεπές εις τα πάθη αυτού! Πού έστινό άνθρωπος, που έστιν όσοφος του αρχαίου και νεωτέρου κόσμου, όστις γνώσκει να ευεργετήση, να πάθη και ν' αποθάνη άνευ ασθενείας και άνευ επιδείξεως; όταν ο Πλάτων περιγράφει τον δίκαιον, περιβεβλημένον το ό νιδος του εγκλήματος, και όμως άξιον πάσης τιμής και παν
τες επαίνου, αναμφιβόλως περιγράφει τον Ιησούν Χριστόν μετά καταπληκτικής ακριβείας ή ομοιότης είναι τοσούτον προφα νής και ζωηρά, ώστε και πάντες οι Πατέρες της Εκκλησίας έ γνωσαν ταύτην και δικαίως έθαύμασαν. Ηλίκη ασέβεια και ή λίκη τυφλότης, εάν τις τολμήση να παραβάλη των υιών του Σωφρονίσκου προς τον υιόν της Παρθένου Μαρίας! οια διαφο ρά και άπειρος απόστασης μεταξύ αμφοτέρων! Ο Σωκράτης α
-
- 135 –
άλγηδόνων και άνευ ονείδους και άτιμίας θα νάτου σταυρικού, υπεστήριξεν άχρι τέλους λίαν ευχερώς τον
ποθνήσκων άνευ
προσωπικών αυτού χαρακτήρα και εάν ο ανώδυνος και γλυκύς ούτος θάνατος δεν έκόσμει τον βίον αυτού, ήδύνατό τις να άμ
φιβάλη, εάν ο Σωκράτης, συν πάσητή αρετή και τω πνεύματι αυτού, υπήρξενή ού εις των πολλών σοφιστών. Εφευρε, λέ γoυσι, την ηθικήν και όμως άλλοι προ αυτού εξήσκησαν ταύτην δΣωκράτης είπε μόνον ό,τι οι προγενέτεροι έπραξαν, και μετεσκεύασεν εις διδασκαλίαν τα παραδεί ματα αυτών. Ο Αριστείδης ήν δίκαιος, πριν ή ο Σωκράτης διδάξη τί έστι δι καιοσύνη, ο Λεωνίδας απέθανε μαχόμενος υπέρ πατρίδος, πριν ή δΣωκράτης έπαινέση το καθήκον του αγαπάν την πατρί
δα" ή Σπάρτη ήν σώφρων, πριν ή ο Σωκράτης έγκωμιάση την σωφροσύνην και προτού αυτός να δώση τον ορισμών της άρε τής, ή Ελλάς ήν πλήρης ανδρών έναρέτων, Αλλ' ο Ιησούς Χριστός πόθεν και παρά τίνων έλαβε την άγιαν και ύψιστην ταύτην ηθικήν,ής αυτός μόνος έδωκε τα θεσπέσια μαθήματα και το ζών και απαράμιλλον παράδειγμα; Εκ του κόλπου τού μανιώδους φανατισμού των Ιουδαίων εξέρχεται ή θεία σο φία, ή αγάπη και η αλήθεια, ή δε άπλότης της ήρωικωτέρας
άρετής έξαστράπτει έντώ μέσω του ευτελεστέρου των λαών 1 ιδού το θαύμα! ιδού το μυστήριον τού Χριστού! Ο
της γης
θάνατος του Σωκράτους, φιλοσοφούντος ήσύχως μετά τών φί
λων αυτού, έστιν ο γλυκύτερος θάνατος, δν ήθελέ τις επιθυ μήσει άλλ’ ο θάνατος του Χριστού, εκπνέοντος επί του σταυ ρού και απέναντι λαού άγνώμονος, υβρίζοντος, εμπαίζοντος και βλασφημούντος αυτών, έστιν δ σκληρότερος και φοβερώ τερος θάνατος! Ο Σωκράτης λαβών το κώνειον ευχαριστεί τον προσενεγκόντα αυτό, λυπούμενον και κλαίοντα δ δε Χριστός εν τω μέσω φρικτής αγωνίας κρεμάμενος επί του ξύλου προσ εύχεται υπέρ των αγρίων και έμμανών αυτού σταυρωτών Πάτερ, άφες αυτούς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. Βεβαίως, εάν ό βίος και ο θάνατος τού Σωκράτους εισιν ενός σοφού, ό βίος
και ο θάνατος του Ιησού εισιν ενός Θεού! Αλλ' άραγε δύνα τα τις να υποθέση προς στιγμήν, ότι ή ευαγγελική ιστορία έ πλάσθη και εφευρέθη προς τέρψιν τοιαύτη έφεύρεσις, φίλε
μου, είναι πάντα απαράδεκτος υπό του ορθού λόγου διο, και
αναντιρρήτως, λογικώς και ηθικώς αδύνατος. Η ιστορία του
– 136 –
Σωκράτους, περί ης ουδείς αμφιβάλλει, είναι ήττον αξιόπισος της ιστορίας του Χριστού, ό μη πιστεύων εις τον Χρισον, μό
νον απορρίπτει θρασέως το πανθαύμαστον πρόβλημα του Χριστού, αλλ' ουδέποτε λύει αυτό. Εάν υποθέσης, ότι τινές άνθρωποι συμφωνήσαντες έπλασαν το Ευαγγέλιον της σωτηρί ας του ανθρώπου και της δόξης του Θεού, τότε δή τότε το μυστήριον τού χριστιανισμού καθίσταται φρικτών και όλως ά κατανόητον! ουδέποτε εις τον αιώνα άνθρωποι Ιουδαίοι ήδύ
ναντο να εφεύρωσι τοιούτον ουράνιον ύψος και τοιαύτην ηθι κήν. Το Ευαγγέλιον του Χριστού φέρει χαρακτήρας της θείας αληθείας τοσούτον λαμπρούς και ακραιφνείς, ώστε ο εφευρετης θα ήτο θαυμασιώτερος του ήρωος! Το Ευαγγέλιόν έστι πλήρες θαυμάτων και μυστηρίων, το ανθρώπινον λογικών ίσταται έ νώπιον αυτών έν απορία και έκστάσει, αλλά σύ, τέκνον μου,
πίστευε έν σιγή και σεβασμώ πάν ότι ο Θεός ηυδόκησε να φανερώση τους ανθρώποις» (Emile, ou 1 έducation) Ναπολέων Βοναπάρτης,
Ναπολέων ο Α., αυτοκράτωρ των Γάλλων, εγεννήθη και ήλικιώθηέντή πνιγηρά ατμοσφαίρα της απιστίας του ή αι ώνος. Πεπροικισμένος ύπο ευρείας διανοίας και θαυμασίου με γαλοφυίας, ουδέποτε εφάνη άπιστος ή άθεος μάλα καλώς έ γνωσκεν, ότι ή θρησκεία έστι το ουσιώδες στοιχείον της αν
θρωπίνης φύσεως και το βεβαιότερον στήριγμα της δημοσίου ηθικής και της κοινωνικής ευημερίας, ανεγνωσκε πάντοτε τάς άγίας Γραφάς και εις πάσας τας περιπετείας του πολυκυμάν του αυτού βίου απεδείκνυεν εναργώς τον χριστιανικών αυτού χαρακτήρα εξόριστος εις την νήσον της Αγίας Ελένης και
δυνάμενος εμβριθώς και αταράχως να μελετήση την του αν θρώπου άθλιότητα και την του κόσμου ματαιότητα, εγένετο ευσεβέστερος και χριστιανικώτερος. Συνδιαλεγόμενός ποτε με τά του στρατηγού Bertrand και αφεθείς εις τας περί του Χρι, στού και του Ευαγγελίου θεολογικάς και φιλοσοφικάς αυτού σκέψεις, εγκατέλιπεν ημίν ο μέγας ανήρ την επομένην όμο λογίαν της χριστιανικής αυτού πίστεως, ομολογίαν όντως α
ξαν της δόξης και του μεγαλείου του Ναπολέοντος, «Είναι αληθές, είπεν ο αυτοκράτωρ, ότι ο Χριστός προ
-----------------------
,
------------
-
-
– 137 -
βάλλει εις την ημετέραν πίστιν πληθυν μυστηρίων, και εντέλ λεται μετά κύρους θείου, όπως πιστεύωμεν εις αυτά, λέγων μόνον ήμύν τον καταπληκτικόν τούτον λόγον, εγώ είμ Θεός, λ) Αναμφιβόλως απαιτείται πίστης προς την παραδοχήν τού
άρθρου τούτου, εξ ου απορρέουσε πάντα τα άλλα άρθρα της χριστιανικής πίστεως παραδεχθείσης άπαξ της θεότητος του Ιησού Χριστού, ή χριστιανική διδασκαλία καθίσταται ώρισμέ
νη και έναργής ώς ή άλγεβρα ή δε αλληλουχία και ή ένό της της θείας ταύτης επιστήμης γίνεται τότε πασίδηλος, δι δακτική και σωτήριος,
» Η χριστιανική διδασκαλία, ερειδομένη επί των άγιων Γραφών, εξηγεί άρισα τάς παραδόσεις του κόσμου, και τον σούτον διευκρινίζει και φωτίζει αυτάς, ώστε τα άλλα δόγμα τα συνδέονται μετά τούτων, ώς οι κρίκοι μιας και της αυτής άλύσεως ομολογώ, ότι το πρόσωπον τού Χριστού έστι μέγα μυστήριον αλλ' όμως το μυστήριον τούτο λύει πάσας τάς ά
πορίας των άλλων προσώπων απόρριψον τον Χριστον, και ο κόσμος μένει αίνιγμα φοβερόν! παραδέχθητι και πίστευσον εις τον Χριστόν, και έχεις θαυμασίαν λύσιν της ιστορίας του κό, σμου και του ανθρώπου,
» Ο χριστιανισμός υπερέχει και υπερτερεί πάντας τους φι λοσόφους και πάσας τας θρησκείας. Οι χριστιανοί δεν απα τώνται εις τας περί της αληθούς φύσεως των πραγμάτων κρί, σεις αυτών ουδείς δύναται να προσάψη αυτούς την λεπτολο
γίαν και την αγυρτείαν των ιδεολόγων, και των δρθολογι στών, οίτινες εφαντάσθησαν να λύσωσι το μέγα αίνιγμα του χριστιανισμού διά συζητήσεως
σχολαστικής
και
ματαί
ας. Οι άφρονες ών ή μωρία όμοιάζει προς την του μικρού παιδίου, θέλοντος να ψηλαφήση τον ουρανών διά της χειρός,
ή ζητούντος την σελήνην ώς τι ώραΐον παιγνίδιον! Ο χριστι ανισμός λέγει εν πάση σαφήνεια και άπλότητι: Θεόν ουδείς πώποτε έώρακεν ο Θεός απεκάλυψε τους ανθρώποις περί έ αυτού, ότι ηυδόκησε και όπως ήθέλησεν ή του Θεού αποκά
λυψις έστι μυστήριον, υπό τε του λόγου και του άνθρωπίνου πνεύματος ακατάληπτον, αλλ' επειδή ο Θεός ελάλησεν, οφεί λομεν πίστιν εις τους λόγους ουτού. Τούτο απαιτεί ο ορθός
και υγιής λόγος.
» Το Ευαγγέλιον του Χριστού κέκτηται δύναμιν μυστη
-----------------------------
- 138 –
ριώδη, ενεργών άμα και θερμουργών, ήτις ζωογονεί την διά θέλγει την καρδίαν ότις γνώσκει να το αναγνώσκη, αισθάνεται τον ιερόν εκείνον ένθουσιασμό, δν έμπνέει όλαμ προς και μεγαλοπρεπής έναστρος ουρανός. Το Ευαγγέλιον δεν είναι άπλούν βιβλίων, αλλ' υπόστασις ζώσα, κατακυριεύου
νοι αν και
σα πάν το αντικείμενον εις το αιώνιον αυτής κράτος ιδού,
στρατηγέ μου, το πανάγιον και παντουργών τούτο βιβλίον (ένταύθα ο αυτοκράτωρ ήψατο του Ευαγγελίου μετά σεβα σμού), το αναγνώσκω ακαταπαύστως μετά της αυτής πάντο τε, χαράς και παρηγορίας,
» Ο Χριστός ουδέποτε άλλο ούται ουδε αμφιβάλλει ή δι στάζει έν τη διδασκαλία αυτού και ή έλαχίστη αυτού βεβαί ωσις ή κατάφασις, πλήρης πάντοτε άπλότητος και ζωής, αιχ
μαλωτίζει και θέλγει τον αμαθή και τον σοφών, αρκεί μόνον
ίνα δοθή εις ταύτην ήδέουσα προσοχή και ευλάβεια, » Ουδαμού άλλαχού, ειμή εν τώ Ευαγγελίω ευρισκομενών ραίας και θεσπεσίας ιδέας, πάγκαλα ηθικά αξιώματα, άτινα διαβαίνουν κατα γραμμην ( Δείει ) ως ταγματα στρατείας ν
ν
-
- -
ν
--
ουρανίου, και έμπνέουσιν εις τας ψυχάς ημών άγιωσύνην και ν
σωτηριαν.
» Η Ευαγγελική ανάγνωσις δεσπόζει του ημετέρου πνεύ ματος και δύναται καθαγιάσαι αυτό, 2 -
3
η
εν
--
-
ν
ν
» Αφ' ού άπαξ το Ευαγγέλιον εξουσιάση τον ημέτερον νούν, αγαπά ήμάς πάντοτε, ώς φίλος ειλικρινής και πισός τό τε αυτός ο Θεός έστιν ο ήμέτερος φίλος, δήμέτερος πατήρ και, αληθώς, δήμέτερος Θεός ή ψυχή γοητευθείσα υπό της ώραιότητος του Ευαγγελίου δεν ανήκει πλέον εις εαυτήν. αλ
λά το άγιον θέλημα του Θεού κυβερνά τάς έννοιας και πάσας τάς δυνάμεις αυτής. » Ηλίκη απόδειξις της Θεότητος του Χριστού! το αιώνιον και απόλυτον αυτού κράτος έχει ένα και μόνον σκοπόν: την ήθικην ώραιότητα των ανθρώπων, την ειρήνην της συνειδήσε ως, την έμπνευσιν τού άληθούς και την άγιωσύνην της ψυχής. » Τέλος πάντων, και ιδού το τελευταίόν μου επιχείρημα,
εν υπάρχει Θεός έντώ ουρανώ, εάν εις άνθρωπος απλούς ή συλλάβη και να εκτελέση, μετά πλήρους επιτυχίας, το γιγαντιαίον σχέδιον, όπως υποκλέψη την θείαν λατρείαν, ν σφετεριζόμενος το όνομα του Θεού. Και όμως ο Ιησούς ετόλ ν
ν
ν
ν
ν
η
ν
ν
ν
η
ν
δυνήθη να
Αν
-
--
αν
-
1
-
-
-
– 139 –
μησε και έπραξε τούτο, αυτός μόνος είπε σαφώς και μετά
παρρησίας θεοπρεπούς εγώ είμ Θεός. Λοιπόν, αληθώς έστι
Θεός ή ανθρώπινος ιστορία δεν γινώσκει άλλο τοιούτον παρά δειγμα. Η μυθολογία της Ελλάδος ή της Ρώμης ουδαμου λέ γει, ότι δΖευς και οι άλλοι θεοί έθεοποίησαν αυτοί έαυτούς τούτο βεβαίως θα ήτο μωρών και αναίσχυντονι όθεν οι μετα γενέστεροι έθεοποίησαν τους περικλεείς άνδρας και ευεργέτας βασιλείς της αρχαιότητος πάντες οι άνθρωποι του αυτού γέ νους έσμέν, Αλέξανδρος ο Μέγας ηθέλησε να ονομασθή υιός του Διός, αλλ' άπασα η Ελλάς έγέλασε και έμυκτήρισε την α ξίωσιν του αλαζόνος βασιλέως ή δε αποθέωσις των αυτοκρα
τόρων της Ρώμης ουδέποτε ήν παρά τους Ρωμαίος σπουδαι όντι γεγονός. Ο Μωάμεθ και ο Κομφούκιος έπαρουσιάσθησαν μόνον ώς προφήται και λειτουργοί του Θεού οι δε Θεοί Βράχ μα τών Ινδών εισι
ψυχολογική τις καινοτομία.
» Πώς λοιπόν εις Ιουδαίος, ούτινος το ιστορικών πρόσωπον έστι βεβαιότερον παρά πάντας τους συγχρόνους, αυτός μόνος,
υιός τέκτονος, μαρτυρεί εαυτόν Θεόν και δημιουργών των ά πάντων, απαιτεί και άξιοι θείαν λατρείαν, και οικοδομεί την Εκκλησίαν αυτού ουχί εκ λίθων, αλλ' εξανθρωπίνων ψυχών; Θαυμάζουσι τας κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, αλλ' ιδού παν τοδύναμος κατακτητής, όστις κατακτά τώ λόγω της χάρι τος ουχί έθνη και λαούς, άλλ’ άπαν το ανθρώπινον γένος ώ του θαύματος! ή ανθρώπινος ψυχή καθίσταται παράρτημα της υπάρξεως του Χριστού,
» Αλλά πώς και τίνι τρόπως διά θαύματος, υπερβαίνοντος πάντα τα θαύματα ο Χριστός θέλει και ζητεί την αγάπην
των ανθρώπων, τουτέσι το εν τω κόσμω δυσκολώτατον πράγ μα, όπερ ματαίως ζητεί ο σοφός παρά των φίλων, ο πατη ό άδελφος παρά του αδελφού έν εν λόγω δΧριστός ζητεί την καρδίαν παρά των τέκνων, ή σύζυγος παρά του συζύγου,
ζητείταύτην απολύτως και άνευ ετέρου, και αυτός μόνος την
λαμβάνει! Εντεύθεν λοιπόν συμπεραίνω λογικώς και αναγκαί ως την Θεότητα αυτού. Ο Αλέξανδρος, ο Καίσαρ, ο Αννίβας, Λουδοβίκος ο ιδ, μεθ' όλης αυτών της λάμψεως και της με
γαλοφυίας ουδεν διεπράξαντο κατέκτησαν τον κόσμον, αλλά δεν ηδυνήθησαν να έχωσιν ουδε ένα φίλον ίσως είμι ο μόνος,
όστις ήδη αγαπώ τον Καίσαρα και τον Αλέξανδρον, Λουδο 10
-
- 140 –
βίκος ο Μέγας, ένδοξος και κραταιός καθ' άπασαν την Γαλ λίαν και τον Ευρωπαϊκών κόσμον, δεν είχεν ούτε ένα φιλον εις τε το κράτος και εις τα ανάκτορα αυτού. Είναι αληθές, ότι
αγαπώμεν τα ημέτερα τέκνα, αλλά διά τίς διότι υπακούομεν εις την έμφυτον όρμην της φύσεως, εις τον ηθικόν νόμον, και
εις τινα ανάγκην, ήν και τα άλογα ζώα αισθάνονται και εκ πληρούσιν, αλλά πόσα τών τέκνων μένουσιν αναίσθητα και
ψυχρά εις τας ημετέρας θερμάς θωπείας και εις τας τρυφεράς επιμελείας, άς αυτούς επιδαψιλεύομεν! πόσα τών τέκνων ει σιν αχάριστα και αναίσχυντα προς τους ευεργέτας γονείς! Τά τέκνα σου, στρατηγε Βερτράνδε, άραγε σε αγαπώσι; Πιστεύω αλλά συ βεβαίως τα αγαπάς, μη ών βέβαιος περί της αντα γάπης αυτών, ούτε αι πολλα ευεργεσία σου ούτε ή φύσις δυ νήσονται ποτε να εμπνεύσωσιν εις αυτά την αγάπην, ήναι σθάνονται οι χριστιανοί προς τον θεάνθρωπον Ιησούν, όταν α
ποθάνης, αναμφιβόλως τα τέκνα σου μνησθήσονται σου,
δα
πανώντα ή σπαταλώνται τον πλούτόν σου, αλλ' οι έγγονοι
σου μόλις ενθυμηθήσονται το όνομά σου! » ό Χριστός όμιλεί και εντέλλεται, αν δε γενεαί τών άν θρώπων υποτάσσονται εις αυτόν και συνδέονται μετ' αυτού διά δεσμών στενοτέρων και ισχυροτέρων των του αίματος αν άπτει έντή ανθρωπίνη καρδία την ιεράν εκείνην φλόγα της αγάπης, ήτις κατέπληξε τον κόσμον διά της αυταπαρνήσεως και ανήγαγε την ψυχήν μέχρι του θρόνου του παντοκράτορος » Εις το θαύμα τούτο της του Χριστού δυνάμεως αναγνω ρίζω τον δημιουργόν Λόγον του κόσμου ι » Οι Θεμελιωτα των επί γης ανθρωπίνων θρησκειών δεν έ σχον ουδε την ιδέαν του πνευματικού τούτου έρωτος, όστις εί ναι ή ζωή του χριστιανισμού, υπό το ωραίον και χαριέστατον όνομα τής αγάπης,
» ό φύσει ασθενής άνθρωπος, προς τους άλλοις, φέρει ενέ αυτώ και το βαθύτατον αίσθημα της ανικανότητος εις το κα
ταπείσαι τους άλλους, όπως αγαπώσιν αυτών ειλικρινώς και διηνεκώς,
» Ούτω το μέγιστον θαύμα του Χριστού αναντιρρήτως είναι η βασιλεία της αγάπης, » Μόνος αυτός, καθο Θεός παντοδύναμος, ηδυνήθη να ύ ψώση την καρδίαν των ανθρώπων μέχρι του αοράτου, μέχρι
– 141 –
της θυσίας του χρόνου, μόνος αυτός, καθιερώσας ταύτην την θυσίαν, συνήψε την γην μετά του ουρανού ενδεσμώ ιερώ και γλυκυτάτω. » Πάντες όσοι πιστεύουσιν ειλικρινώς εις τον Χριστόν, αι
σθάνονται εν χαρά και αγαλλιάσει ανεκλαλήτω την θαυμάσι ον, την υπερφυα και υψίστην ταύτην αγάπην, το ερών πυρ το δοθέν εις την γην υπό του νέου τούτου Προμηθέως, πυρ θείον, ούτινος ούτε την δύναμιν ούτε τα όρια της διαρκείας δύναται ουδαμώς να βλάψη ο χρόνος, ο μέγας ούτος και φο βερος καταστροφεύς. «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν εί ρήνην, επί την γην (είπεν ο θεάνθρωπος) ουκ ήλθον βαλεϊν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Ματθ. 1, 34). Μάχαιραν άγά πης και λατρείας, δίκνουμένην άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, και εννοιών καρδίας Εγώ ο Ναπολέων ταύτην προ πάντων την μάχαιραν εθαύμασα και ευλαβώς εξηρεύνη σα, και αύτη μοί αποδεικνύει απολύτως την θεότητα του I ησού Χριστού, » Ενέπνεον ενθουσιασμόν εις τα πλήθη ανδρών ηρώων, οί
τινες απέθνησκον ύπερ εμού αλλά μη γένοιτο! ταύτα λέγων, να παραβάλλω τον ενθουσιασμών του στρατιώτου προς την χριστιανικήν αγάπην.
» Απητείτο η παρουσία μου εν τώ πεδίω της μάχης, δή, λεκτρισμός του βλέμματός μου, ο τόνος της θαλεράς φωνής μου και ο λόγος μου τότε ήναπτον το φιλόδοξον πυρ εις τάς
καρδίας... Βεβαίως κατέχω το μυστήριον της μαγικής ταύ της δυνάμεως, ήτις ύψοί το πνεύμα, αλλ' όμως δεν δύναμα νά το μεταδώσω εις ουδένα όθεν ουδείς των στρατηγών μου έλαβεν αυτό, ουδε ηδυνήθη να το κατανοήση άγνοώ δε παν τελώς το μυστήριον τού να διαιωνίσω εις τας καρδίας τών φί λων μου το όνομά μου, και την προς έμε αγάπην αυτών, ώς
και να εκτελέσω έργα θαυμάσια άνευ της βοηθείας της ύλης, » Τώρα όπου ειμί εις την νήσον της Αγίας Ελένης... τώ ρα όπου ειμί μόνος και προσηλωμένος επί τούτου του βρά χου, τις μάχεται ή τις κατακτά βασίλεια δι' εμέ; Πού εισιν
οι αυλικοί και οι φίλοι της δυστυχίας μου, τις σκέπτεται πε ρι έμούς τις κινείται ύπερ έμού εν Ευρώπη, τις μοι έμεινε πιστός, που είναι οι φίλοι μου; Δύω ή τρεις, ους απαθανατί ν
- 142 –
ζει ή προς έμε αγάπη και φιλία, ύμείς συμμερίζεσθε και ηγορείτε την σκληράν έξορίαν μου. »
παρ
Ενταύθα ή φωνή του αυτοκράτορος έλαβεν ύφος και τόνον
θλιβερών, και μετά στιγμιαίαν σιγήν, πλήρη μελαγχολίας και οδύνης βαθυτάτης, εξηκολούθησε λέγων: «Ναι, ο βίος ήμων έ λαμπε μεθ' όλης της λαμπρότητος του διαδήματος και της βασιλείας και ο βίος σου, Βερτράνδε, απήστραπτε λάμψιν, ώς ο παρ' έμού κεχρυσωμένος θόλος των Απομάχων άντα νακλά τάς του ήλιου ακτίνας άλλ’ επήλθον αι συμφορα, ο δε χρυσός κατά μικρών εξηλείφθη ή δε βροχή της δυστυχίας
και των ύβρεων, δι' ής με βρέχουσι καθ' εκάστην ημέραν, αφ αιρεί βαθμηδόν και τα τελευταία ίχνη του χρυσώματος ή δη εσμέν μόλυβδος, αγαπητε στρατηγέ, και μετά μικρών έσο μαι γη και σποδός.
» Τοιούτον είναι το τέλος των μεγάλων ανθρώπων! τοιού τοντο του Καίσαρος και το του Αλεξάνδρου λησμονούσιν ή μάς οι άνθρωποι το δε όνομα του κατακτητού και του αυτο
κράτορος καθίσταται θέμα των Σχολών, τα ανδραγαθήματα ημών πίπτουσιν υπό την ράβδον σχολαστικού, ύβρίζοντος ή έπαινούντος ημάς.
» όποία αφθονία σκέψεων περί του μεγάλου Λουδοβίκου! μόλις εξέπνευσεν ο ένδοξος βασιλεύς και ευθέως περιεφρονήθη ύπο των αυλικών το νεκρών αυτού σώμα! » Ετι μικρών και τα περί έμε τέλος έχει δολοφονηθείς ύ πο της αγγλικής ολιγαρχίας, αποθνήσκω άκαίρως και το σώ
μά μου έσεται βορά των σκωλήκων. » Ιδού το τέλος του Μεγάλου Ναπολέοντος! Ποια άβυσ– σος μεταξύ της έμής αθλιότητος και της αιωνίου βασιλείας του Χρυσού, διδασκομένου, προσκυνουμένου, αγαπωμένου, λα τρευομένου και ζώντος εις πάντα τον κόσμον! Ιδού, ο θάνα τος του Χριστού, θάνατος του Θεού!» Ο αυτοκράτωρ μετά ταύτα εσιώπησεν αλλ' επειδή ο τρα τηγός Βερτράνδος επίσης έτήρησε σιγήν, «Και λοιπόν δεν κα
ταλαμβάνεις, στρατηγέ, επανέλαβεν ο Ναπολέων, ότι ο Ι ησούς Χριστός είναι Θεός; κρίμα! είχαν άδικον να σε αναγο ρεύσω στρατηγόν!»
– 143 –
Βίλλιαμ Κάνιγγ. ό λαμπρός ούτος φιλολόγος και θεολόγος της Αμερικής (γεννηθείς το 1780 και αποθανών το 1842), καίτοι αιρετικός ώς προς τα δόγματα της πίστεως, δίδωσιν όμως περί τού Χριστού την επομένην θαυμάσιον μαρτυρίαν. « Ο Ιησούς Χριστός έζησε μεταξύ ανθρώπων άμαρτωλών αλλ' όμως μόνος αυτός μετά της συνειδήσεως μεγαλείου αφά
του συνήπτε ταπείνωσιν, αγάπην, φιλανθρωπίαν και συμπά θείαν απαράμιλλον εν τη ιστορία της ανθρωπότητος. Παρα καλώ υμάς, φίλοι μου, όπως θεωρήσητε τον θαυμάσιον τού
τον συνδυασμόν ή υπεροχή και το θείον ύψος του Χριστού υπέρ πάντας τους περί αυτόν ήν εφάμιλλον προς την άγιαν αγάπην, ήν εδείκνυε πάντοτε προς αυτούς. Πιστεύω και ού
δέποτε παύσομαι διδάσκων, ότι τοιουτος χαρακτηρ υπερβαίνει απολύτως την ανθρωπίνην διάνοιαν, το δε φρονείν ότι ο Χρι στός είναι το αποτέλεσμα δόλου ή φανατισμού, έστιν άντι κρυς μωρία, Η ευλάβεια, ήν αισθάνομαι προς τον Χριστόν,
ταυτίζεται μετά του ιερού φόβου, εν οφείλω προς τον Θεόν το προσκυνητών πρόσωπον του ημετέρου Σωτήρος δεν φέρει ουδέν ίχνος ανθρωπίνης έφευρέσεως Αληθώς υπάρχει ο μονο γενής υιός του Θεού, ώς αυτός περί έαυτού εξηγήσατο. « Ισταμαι ένταύθα και αγνοώ, τη αληθεια, τι άλλο οφείλω να προσθέσω, όπως εκφράσω τον θαυμασμών, τον σεβασμών και την αγάπην, άπερ οφείλομεν εις τον Χριστόν. όταν θεω ρήσω αυτόν έχοντα την συνείδησιν απείρου και όντως θείας
μεγαλειότητος, όταν συλλογισθω ότι έπαθε και έταπεινώθη μέχρι θανάτου, όπως υψώση ήμάς τους ανθρώπους και ποιήση μετόχους της ουρανίου αυτού δόξης, πληρούμαι θαυμασμού και αγάπης, κηρύσσων μεγάλη τη φωνή ότι το πρόσωπον τού
Χριστού δεν είναι επινόημα ανθρώπων, ουδέ έκοσμήθη ή συνε τέθη υπό φανατικών, άπαγε της βλασφημίας! Τα ιερά Ευαγ γέλιά εισιν αληθή και θεόπνευστα, συνεγράφησαν κατά το ζών και παντοδύναμον αυτών πρότυπον, και βασίζονται επί της αιωνίου αληθείας. Ο χαρακτήρ του Χριστού δεν είναι μύθος, ώς τινες μυθολόγοι έφαντάσθησαν ο Χριστός έστιν ό,τι αυτός ήξίωσεν είναι, και ό,τι οι μαθηταί αυτού επίστευσαν και ώ
- 144 –
μολόγησαν ότι έστί. Και ου μόνον ήν, αλλά και έστιν ο υιός του Θεού, ό σωτήρ τού κόσμου ζή και εισήλθεν έντώ ούρα νώ, προς ον απέβλεπε πάντοτε διατελών επί της γης. Βλέπω αυτόν μετά πίστεως πεφωτισμένης και αταράχου έν τη δόξη αυτού, και ελπίζω έν πεποιθήσει να δω αυτόν μετ' ολίγον πρόσωπον προς πρόσωπον αμφιβάλλω εάν επανίδω τους άπ όντας φίλους μου, αλλ' εμι πεπεισμένος ότι όψομαι τον Σω τηρά μου. Παρασκευάσωμεν λοιπόν έαυτούς, αγαπητοί, μι
μούμενοι τάς άγίας αυτού αρετάς και υπακούοντες εις τον σε πτών αυτού λόγου, όπως απαντήσωμεν αυτόν εν τη βασιλεία των ουρανών, και συμβασιλεύσωμεν μετ' αυτού εν χαρά αιω νίων (Κάνιγγ, περί του χαρακτήρος του Χριστού, τόμ. δ, σελ. 29). Δαβίδ Φρεδερίκος Στράους, ό
γ.
ν
ν
-
-
-
*
ό
γνωστός ούτος πολέμιος της θεότητος του Χριστού, υπ της αληθείας των πραγμάτων αναγκαζόμενος, απονέμει εις τον ημέτερον λυτρωτην θεία προσόντα, λέγων: « Η ηθικήδ και θρησκευτικήβ τελειότης, ήν έκέκτητο Ιη δι ο δύ σούς, έσεται διά παντός ανυπέρβλητος ή ανθρωπότης δεν δύ i -
--
ν
ν
-
»
ν
-
ν
ν
-
*
-
-
Αν
-
ν
ν
-
--
ναται να ζήση άνευ θρησκείας, αλλ' ούτε άνευ του Ιησού Χρι
στου. Και καθώς μακράν του Ομήρου είναι αδύνατον να αι σθανθή ο άνθρωπος τα θέλγητρα της ποιήσεως, ούτω μακράν και άνευ τού Χριστού αδύνατον ή καρδία και ο νους τού άν θρώπου να εντρυφήση εις τας ιεράς καλλονάς της θρησκείας -
--
-
ν
ν
--------
-
ν
ν
-
και της υψηλής αρετής. Ο Χριστός, ως έκφρασης της θρησκεί ας ύψίστη και θειοτάτη, είναι ιστορικός και ουχί μυθικός, είβ Εθ δ 2 έν ν
-
-
-
ν
ν
--
να πρόσωπον και ουχί σύμβολον. Eθυσίασα υδό πολλάς δοξασίας σ' -
ν
-ν
ν
-
-
του χριστιανισμού, αλλ' όμως τον Χριστόν ουδόλως απώλεσα ή απεμάκρυνα απ' έμού συνέτριψα τάς πέτρας του σκανδάλου, -
»
,
- -
ν
-
ν
όπως μη αρνηθώ ουδέποτε τον Χριστόν μου, άνευ της παρου σίας του οποίου ουδεμία ευσέβεια δύναται να υπάρξη εις την ανθρώπινον ψυχήν. » Θεόδωρος Πάρκερ, ν
Περιώνυμος θεολόγος και φιλόσοφος της Αγγλίας, εγεν
– 145 –
νήθη εν Λονδίνω το 1800, και απέθανεν εν Φλωρεντία το 1860 Eν τω περί της θρησκείας συγγράμματα αυτού, ιδού πώς αποφαίνεται περί του Κυρίου και Σωτήρος ημών : «Σπουδάζοντες ευλαβώς τον χαρακτήρα του Χριστού, ό φείλομεν εν πρώτοις να παρατηρήσωμεν, ότι ο Σωτήρ απέθα νεν υπέρ της ανθρωπότητος έντη τρυφερωτέρα ήλικία αι ύ
ψηλότερα δημιουργία του πνεύματος, τα ώριμώτερα και σο φώτερα έργα του ανθρώπου, και τα έμβριθή και μόνιμα σχέ ια περί της βελτιώσεως του κόσμου, φύσει απορρέουσεν έκ τής περιόδου της ζωής, καθ’ ήν ή πεφωτισμένη πείρα παρέχει ευρύ και ασφαλές στάδιον ενεργείας, ό Σωκράτης έντή ήλι
κία του Χριστού ήν έτι σοφος εν σπαργάνοις οι δε επιζή σαντες ποιηται και φιλόσοφοι προκύπτουσιν εξήλικίας λίαν ώριμου αλλ' ιδού το θαύμα της ιστορίας και το μυστήριον Εμμανουήλ! Ιησούς ο Ναζαρηνός μόλις τριακοντούτης,
τού
άγνωστος και αφανής έν τη συγχρόνω κοινωνία, υιός μητρός πενιχράς, γεννηθείς εν τη πόλει Ναζαρέτ, ής ή ευτέλεια και ή μοχθηρία των κατοίκων ήν παροιμιώδης, ανήκων εις το έθνος των Ιουδαίων, ών ή δεισιδαιμονία, ή υπερηφάνεια, ή φιλαυ τία και ή αποστροφή και περιφρόνησις προς τα άλλα έθνη εισι πασίγνωστα, φανείς εν καιρώ, καθ' ον ή ηθική αχρειότης και διαφθορά ήν φρικαλέα και απερίγραπτος, ή θρησκεία περιε
φρονείτο αναφανδόν, και δεν υπήρχε πλέον ουδε εις τας ψυ χάς τών έαυτής λειτουργών, το δε άμάρτημα επορεύετο έν
θριάμβω εν τω μέσω λαού δεδουλωμένου, φιλοταράχου και καταπατουμένου- Ιησούς ό λεγόμενος Χριστός διδάσκει ή θικήν θείαν και την εν πνεύματι και αληθεία θρησκείαν έκπληρών ούτω τον πόθον και το όνειρον των σοφών της Ελ
λάδος, της Ρώμης, και των προφητών του Ισραήλ, ζή ελεύ θερος των προλήψεων του χρόνου, του έθνους και της πατρί δος αυτού, πληροί τον νόμον τού Μωσέως και ανακαινίζει τους τύπους, τάς θυσίας, των ναών και τους ιερείς, ελέγχει
την υπόκρισιν των Φαρισαίων και κηρύττει διδασκαλίαν και νην, ώραίαν ώς τό φώς, υψηλήν ώς ο ουρανός, και αληθή ώς ό Θεός φιλοσόφους, ποιητας, προφήτας και βαθύι, ύ περέβη εν πάσι τους πάντας. Και εν τούτοις ή Ναζαρέτ πολύ απείχε των Αθηνών, ένθα ανέπνεαν τον αέρα της φιλοσοφίας, ουδε είχε Στοάν και Λύκειον, ουδε μικρόν τι σχολείον των
– 146 -
Προφητών. Λοιπόν ό Θεός ήν εις την καρδίαν τού Ιησού Σ» Αναμφιβόλως το πνεύμα του Θεού, το παντοδύναμον και παντοκράτορ, ενέπνεε τους λόγους και έπεφέρετο επί τών
έργων αυτού και όποιοι κεχαριτωμένοι λόγοι ελέγχου, παρα μυθίας, συμβουλής, προτροπής, επαγγελιών και ελπίδων απ έρθεον κρουνηδόν από του στόματος αυτού και εδρόσιζον τάς ψυχάς, ώς ή πρωινή δρόσος δροσίζει τα άνθη και τα χόρτα!
διδασκαλία απαράμιλλος εν τω πνεύματι αυτής! oία σο φία, αποπνέουσα ζωήν και δύναμιν ακατάβλητον οία θειότης
Οία
και οιον μεγαλείον και ύψος απόρρητον εις τας προσευχάς, εις τάς πράξεις και εις την συμπάθειαν τού Χριστού! » Εξετάσωμεν αυτών, ώς εξετάζομεν τους άλλους σοφούς και διδασκάλους αυτοί λαλούσινώς άνθρωποι, ευρίσκουσιμα θητας, αλλ' οι μαθηταί τελευταίον υπερτερούσινή εγκαταλεί πουσιν αυτούς δού ή τύχη του ιδρυτού σχολής φιλοσοφι κής ή αιρέσεως θρησκευτικής και περεσμεν μικροί, αλλ' όμως γνώσκομεν όσα ο Σωκράτης και ο Λούθηρος ουδέποτε έγνω σαν. Δέκα και έννέα αιώνες παρήλθον, αφ' ού το κύμα της ανθρωπότητος υψώθη μεγαλοπρεπώς εν τω Πνεύματι του Χριστού, αλλά τις άνθρωπος, ποια αίρεσις, ποια Εκκλησία απεδέξατο ειλικρινώς τον λόγον τού Σωτήρος και έφήρμοσεν ολοσχερώς επί τον βίον αυτής; ας απαντήση ο κόσμος εις την ερώτησίν μου διά των γοερών κραυγών της συμφοράς της ά
πιστίας και της αμηχανίας! Οι άνθρωποι διεμερίσαντο
τά. -
μάτια του Χριστού, και επί τον ιματισμών αυτού έβαλον κλή
ρον, αλλ' άραγε κατενόησαν ή κατέχουσι το θείον αυτού πνεύ μα, πνεύμα αγάπης, ειρήνης, δικαιοσύνης τε και άγιωσύνης; άράγε υπάρχει χριστιανική Εκκλησία ευσυνειδήτως αναζητού
σα και διδάσκουσα το σωτήριον τούτο πνεύμα του Θεανθρώ που; ώ πόσον οι άνθρωποι έτι εσμέν σμικροί και ευτελείς έν ώπιον του θείου ύψους του υιού του Θεού!» Β. Ρέcaut.
ό σοφός ούτος ανήρ της Γαλλίας και το έντώ συγγραμ ματι αυτού : Le Christ et la conscience, ελάλησε βήματα ολιγοπιστίας, αλλ' όμως, τελευταίον, ηναγκάσθη ύπο της α ληθείας, όπως εξυμνήση την δόξαν του Χριστού λέγων:
– 147 –
τών θνητών επολέμησεν ανδρικώτερον την κακίαν, τις υπέμεινε θαυμασιώτερον τον κάματον και την αντιλογίαν, ή τις άνεκκίνισε και ύψωσε την πεσούσαν ανθρωπότητα; α ναντιρρήτως, ό Ιησούς Χριστός, ο αιώνιος Λόγος του ά
θανάτου πατρός όντως, ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος, ώς ούτος ο θεάνθρωπος! οιαν αγάπην και συμπάθειαν επεδείξατο προς ημάς τους ανθρώπους! ή ειρήνη του Θεού επέλαμπε και επί τ.ου δακρυβρέκτου αυτού προσώπου! τί πρώτον να θαυμά σως το θείον αυτού μεγαλείον, ή την απαράμιλλον άπλότητα της άγιας αυτού ζωής; Πασχάλης, ο κλεινός και βαθύς φι λόσοφος είδε διά των οφθαλμών της πίστεως και της αληθούς ν
-
σοφίας το θείον πρόσωπον του Σωτήρος, και επιτυχώς εζωγρά φισε τούτο επών «ό Ιησούς Χριστός έστι πράοςρκαι ταπεινός τη καρδία άγιος, άγιος, άγιος ώς ο Θεός, φοβερός εις τους η
-
δαίμονας,
,
ν
--
αν
ν
-
-
ν
αναμαρτητος ώ πόσον
ν
ν
ν
-
-
-
φαίνεται μέγας και υπερέν -
-
ν
Ε
λυτρωσάμενος ήμάς εκ των ανομιών ημών -
ν
Α
ν
ν
-
και λατρεύομεν αυτόν. »
Ερνέστος
"Ρενάν.
γλαφυρός ουτος Γάλλος συγγραφεύς, αφού τοσαύτα ε βλασφήμησε κατά της πίστεως ημών και κατά της θεότητος “Ο
του Σωτήρος, ουχ ήττον όμως υπό του ορθού λόγου βιαζόμε νος απονέμει θείας τιμάς εις τον Κύριον ήμων, λέγων « Ο Ιησούς δεν ανήκει μόνον εις τους μαθητές αυτού, αλλ'
εις πάντα εν γένει άνθρωπον, φέροντα καρδίαν ανθρώπου ή ιστορία άνευ αυτού μένει ακατανόητος, και τούτο αποτελεί
την μείζονα αυτού δόξαν και λατρείαν « Το Ευαγγέλιον, ο λόγος του Ιησού, έτι φάρμακον ακεσ ώδυνον εις τας ηθικάς πληγάς της ανθρωπότητος, διηνεκές
sursum Corda, ισχυρότατον όπλων κατά των ευτελών και χαμερπών παθών της ψυχής και του σώματος, και όντως γλυκυτάτη και σωτήριος παραίνεσις εις το ούς της ματαιό φρονος Μάρθας «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη πε ρε πολλά ενός δέ έστι χρεία. Μαρία δε την αγαθήν μερί δα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ' αυτής» (Λουκ. , 10"
– 148 -
41) Χάρις τώ Ιησού, ή έντιμος και μυκτηριζομένη πτωχεία και ή καταπιεζομένη ηθική εύρον ανάπαυσιν και καταφύγιον εις τινα γωνίαν του ουρανού ή δε χάρις και η αλήθεια των βημάτων αυτού, ώς ή δρόσος του Ερμών, δροσίζει την μαρα
νομένην καρδίαν των ανθρώπων, » Πρώτος και τελευταίος ο Χριστός έθεμελίωσεν έπι της γης θρησκείαν αιώνιον, και εδίδαξε την εν πνεύματα και ά 1ηθεία λατρείαν, λατρείαν λογικήν, θεοπρεπή και άνευ πα τρίδος, και διά τούτο θαυμαζομένην και εξασκουμένην υπό πάσης
ευγενούς και πεφωτισμένης ψυχής μέχρι συντελείας τών
αιώνων. Η θρησκεία του Ιησού ου μόνον έτί σωτήριος θρησκεία της ανθρωπότητος, αλλά και θρησκεία απόλυτος όθεν έαν οι άλλοι ουράνιοι πλανήτα έχωσι κατοίκους, πεπροικισμένους
λόγου και ηθικότητος, βεβαίως ή θρησκεία αυτών ουκ έστι διάφορος εκείνης, ήν ο Χριστός εδίδαξεν εις πόλιν Σιχαρ, παρά τη πηγή του Ιακώβ, επώντή Σαμαρείτιδί «γύναι, πίστευσών μου ότι έρχεται ώρα, και νυν επιν, ότε οι αληθινοί προσ κυνηταί προσκυνήσουσι τώ πατρί εν πνεύματα και άμηθεία" και γαρ ό Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αύ τόν. Πνεύμα ό Θεός, και τούς προσκυνούντας αυτόν εν
πνεύματα και αληθεία δεν προσκυνείν λέγει αυτώ ή γυ νή, οίδα ότι Μεσσίας έρχεται (ο λεγόμενος Χριστός), ό
ταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ήμύν πάντα λέγει αυτή ό Γ. ησούς, εγώ είμαι ο λαλών σοι» (Ιωάν.δ., 3) Οι λόγοι ού τοι τού Χριστού υπήρξαν ώς αστραπή εν τω μέσω βαθυτά της νυκτός, μετά δεκαοκτώ αιώνας μόλις ή άνθρωπότης ή νοιξε τους οφθαλμούς αυτής εις το ουράνιον τούτο φως, αλλ' ή αστραπή της νυκτός γενήσεται σταθερά και λαμπρά με
σημβρία, ή δε ανθρωπότης αφού διατρέξη εν κόπο και μόχθω πάντας τους κύκλους της πλάνης, αναπαυθήσεται τότε παρά τους πόδας του Ιησού, ακούουσα τον λόγον αυτού και όμο λογούσα το ιερών σύμβολον της εις αυτών πίστεως και ελπίδος. » Αναπαύου τοίνυν εν τή ισχύ και εν τη δόξη σου, δυνατέ! το έργον σου τετέλεσται, ή θεότης σου τεθεμελίωτα βα σιλεύς των πνευμάτων και των καρδιών από του ύψους της θείας ειρήνης επιβλέψεις αιωνίως επί τα ατελεύτητα αποτε
λέσματα των λόγων και των έργων σου. Περί Σε, όστις κεϊ,
σαι εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών, και εις σημείον
- 149 -
άντιλεγόμενον (Λουκ. β΄, 34΄), αείποτε ή ανθρωπότης συγ κροτήσει μάχας δεινάς. Χιλιάκις μάλλον ζών και χιλιάκις
μάλλον αγαπώμενος από της ημέρας του σταυρικού σου θα νάτου, ήδη κατέστης ό άκρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότη
τος, το δε όνομά σου συνέχει και ζωογονεί τον ημέτερον κό σμον μεταξύ σού και του Θεού ουκ έστι πλέον ουδεμία διά κρισις νικητής του θανάτου, βασίλευε έντη αιωνίω βασιλεία σου, οι δε
προσκυνούντες και λιτανεύοντες το πρόσωπόν σου
οδεύσουσι την βασιλικήν και μακαρίαν οδών, ήν θαυμασίως
έχάραξας! » (Renan, vie de Jésus).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ,
Εστι δε και άλλα πολλά όσα είπον περί του θεανδρικού προσώπου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, άτινα εάν γρά φητα καθ' έν, ουδε αυτόν ομαι τόν κόσμον, χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία, Μακάριος εί, άδελφε, εάν κλείωντά ώτα εις τάς όλεθρίους της απιστίας φωνάς, και αυξάνων οσημέραι το κεφάλαιον της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης εις τον Θεόν και Σω τήρα ήμών "Ιησούν Xριστον, τηρής ταυτοχρόνως τις άγιας
αυτού εντολάς. Τέλος λόγου, το πάν άκουε, τόν Θεόν φο βού και τας εντολάς αυτού φύλασσε ότι τούτο πάς ό άν
θρωπος (Εκκλησιαστ. ιβ, 13)
ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ,
Προλεγόμενα του Μεταφραστού, Πρόλογος του Συγγραφέως,
ά-ξδ΄.
ά- ε.
Εισαγωγή ΚΕΦ. Α. Η παιδική και νεανική ηλικία του Χρισού.
4 41
ΚΕΦ. Β. Η ανατροφή του Χριστού, δημόσιος βίος του Χριστού.
17 22
ΚΕΦ. Δ. Η αναμαρτησία του Χριστού,
27
ΚΕΦ. Ε. Η παντέλειος άγιότης του Χρυσού ΚΕΦ, σ'. Η έντώ Χριστώ άρμονία της αρετής και
36
ΚΕΦ. Γ. ύ
της ευσεβείας,
41
ΚΕΦ. Ζ. Η καθολικότης του χαρακτήρος του Χρισού
42
ΚΕΦ. Η . Η έντώ Χριστώ έναρμόνιος ενότης πασών των άρετών.
47 50
ΚΕΦ. Θ. Τα πάθη του Χριστού, Λ.
-
-
ΚΕΦ. 1. Ανακεφαλαίωσιςτο πρόσωπον του Κυρίου - ημών Ιησού Χριστού έστι το θαύμα της -ν
-
-
-
"Ιστορίας,
58
ΚΕΦ. ΠΑ. Περί της μαρτυρίας, ην ο Χριστός δίδωσι περί έαυτού.
64
ΚΕΦ. Β. Εξέτασης των περί του Χριστού ψευδών θεωριών. Συμπέρασμα.
74
112
Μαρτυρία εξωτερικαί Παρατηρήσεις προεισαγωγικα. Πόντιος Πιλάτος και η γυνή αυτού ό εκατόνταρχος υπό τον σταυρών του Σωτήρος. Ιούδας ο προδότης. Φλάβιος Ιώσηπος
Η 18 121
423 123 124
Το Ταλμούθ. Οι κατά του χριστιανισμού εθνικοί συγγραφείς,
Κέλσος και Λουκιανός,
424 125 126 127
Πορφύριος,
128
"Ιουλιανός ο Παραβάτης, Διονύσιος Διδερώτος
130 133 133
Τάκιτος και Πλίνιος,
Ιάκωβος Ρουσσώ.
Ναπολέων Βοναπάρτης, Βίλλιαμ Κάνιγγ.
Δαβίδ Φρεδερίκος Στράους, Θεόδωρος Πάρκερ, F. Pecaut,
Ερνέστος Ρενάν,
Επίλογος
136 143 144 144 4 46 147 149
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΟΜΟΥΣΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ,
οι ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ.
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σμύρνης κ. Χρύσανθος Σώματα 20. “Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ξανθουπόλεως Κ.
"Ιγνάτιος Σώμ. 10. ο Ιεροδιδάσκαλος Αρχιδιάκονος Δωρό θεος Χρηστίδης. "Ο Δευτερεύων Παΐσιος Σμυρναίος, “ο “Ιερο
Ιγνάτιος Πάτμιος. “Ο Πρωτοσύγκελλος Νεόφυτος Χουρμούζης. Ο "Ιερομνήμων Μακάριος. Ο Αρχιμανδρίτης διάκονος
Καλλίνικος. “Ο Κύριλλος “Ιερομόναχος έκ Ζαγοράς. "Ο Νεό φυτος “Ιερομόναχος Λεονταράκης. Ο Γρηγόριος Ιερομόναχος
Μπελιβανάκης Κρής. Ο Νεόφυτος Ιεροδιάκονος "Εκκλησιάρ χης Α. Φωτεινής. “Ο "Ανθιμος Προηγούμενος Λαυριώτης, "Ο Αρχιμανδρίτης Χιλιανδαρινός, “Ο Σύγκελλος Ίλα
Νάρκισσος
ρίων Κύπριος. Ο Δικαιοφύλαξ Διονύσιος. Ο Γεράσιμος “Ιε ροδιάκονος Βαρούχας Πάτμιος. Ο Ιάκωβος Ιερομόναχος Κυκκώτης. Ο Ιωαννίκιος “Ιερομόναχος “Αγοραλής Τήνιος, "Ο Έξαρχος Νικόδημος Σάμιος. Ο Παπά Νικόλαος Λέσβιος,
“ο Παπά Νικόλαος Καισαρεύς, ο Μελέτιος Ιερομόναχος Ρό διος ο Πολύκαρπος Ιερομόναχος Σάμιος Ο Μελέτιος “Ιε
ροδιάκονος Σάμιος. ό Κύριλλος Ιεροδιάκονος Εκκλησιάρχης Σάμιος. Ο Μακάριος Ιερομόναχος Σμυρναίος. Ο Συμεών
Ιε
ρομόναχος Σάμιος. ό Κύριλλος Ιερομόναχος Σμυρναίος. Ο ιεροδιάκονος Εκκλησιάρχης Α. Δημητρίου, ό Γρη γόριος Ιεροδιάκονος Θάσιος, Ιωάννης Κορωναίος Λαμπαδάριος Α. Φωτεινής, Παναγιώτης Μαυρουδής Ιεροψάλτης, Ηλίας Α Διονύσιος
κάς, Κωνσταντίνος Δ. Αναστασιάδης, Νικόλαος Ιω. Πούλου, Α. Νορβάς. Αλέξανδρος Α. Βλης Π. Δημητρώφ. Ιωάννης Α
δαμίδης, Ι. Καρακούσης, Αδελφοί Δ. Χαμουδόπουλο, Σώμ. ύ. Ιωσήφ Φωτιάδης Σώμ. 2. Δ. Χρύσης, Αρ. Γ. Κουλμάς, Χ. Βασιλακάκης, Σ. Σ. Ροχπάπης. Μ. Ηλιάδης, Α. Τούντας. Κι
Λουγγής, Ηλ. Τζαμπάζ. Ηλ. Θ. Κουπετζόγλου, Παύλος “Φώσκολος, Μιχαήλ Μινάρδος, Μ. Φώσκολος. Π. Παντολέων. Μ. Κομνηνός. Ν. Κοντόπουλος, Ν. Παστούρας, Ιωάννης Φω τιάδης, Σωκράτης Χ. Ανδρέα. Β. Φωτιάδης. Α. Μπουτούρης, Κ. Αλεξανδρώφ. Γ. Μεϊμάρης, Ι. Γεωργιάδης, Ιωάν. Φαφου λάς, Χαράλαμπος Παλαιολόγος, Αντ. Δ Κορπονέλος, Α. Ν. Κονταξόπουλος, Δ. Κωνσταντινίδης, Α. Π. Ταμπρέας Φραγ γούλης Σκούρσος, Ι. Μιχαλακόπουλος, Ε Σεβαστιανός Κ. Βαχατώρης. Β. Χ. Ευαγγελινίδης, Ιω. Δ. Παντελίδης, Αριστ Ι. Σταματιάδης, Δημ. Χ. Νικολάου, Βασίλειος Χρήστου. Δ. Κασασόπουλος Ν. Κ. Νικολαΐδης, Γ. Φραντζής, Ν. Αθανα
σιάδης, Δ. Κ. Αθανασάκης Βελιώτης, Θ. Π. Κυπρίδης, Συμε ών Κωτιάδης, Καλομοίρης Χ. Κωτιάδου, Μαρία Κασάμπο γλου, Α. Μισθός. Σωφρόνιος Ιερομόναχος Μπουτζά. Ιλαρίων Ιερομόναχος, Διονύσιος Ιερομόναχος Νέστωρ Ιεροδιάκονος Φώτιος Κωνσταντινίδης, Ιωάννης Νίτης, Ανθιμος Ιεροδιάκονος εις Μπουτζά. Α. Αναγνωστόπουλος Γ. Παππαδόπουλος. Χ. Μάκρας Δήμος Μπαρδαξής. Κωνσταντίνος Αναστασιάδης. Βασίλειος Λεβεντιάδης. Σ. Μ. Βιδάκης Κρής, Ιωάννης Αθανα σιάδης κλητήρ της Μητροπόλεως, Εμμανουήλ Ιωάννου αλευ ράς Πασμανόπουλος, Εμμανουήλ Κοψαχείλης, Π. Περικλής Ευαγγελικής Σχολής, Κωνταντίνος Ξανθόπουλος Γυμνασιάρχης Σώματα 2. Κων σταντίνος Ιωαννίδης, Ιωάννης Μ. Μπόσκοβικ, Γεώργιος Φι λιππίδης, Νικόλαος Θεοδώρου, Γεώργιος Γιαννακόπουλος, Α
λέξανδρος Χρηστοφίδου, Μιχαήλ Παππαδόπουλος, Αριστείδης Δ. Ανατασιάδης. Σεραφείμ Παύλου, Κ. Κοντολέων, Δ. Ι. Σας μιωτάκης, Κ. Α. Κωνσταντινίδης. Ν. Α. Δάλλας. Θ. Ν. Σπε ράντζας Ι. Γ. Σκούρσης. Φ. Αβραμίου Χ. Μαγγανιώτης, Γ. Σταυράκογλους. Ιγνάτιος Στυλιανίδης. 1. Τζακίρογλου. Α.
Μιχαήλ, Ν. Ι. Παππάς, Σ. Ν. Κονταξόπουλος, Π. Κοκκινά κης, Ιωάννης Σ. Βερεκέτης. Δημοσθένης Νικολαΐδης. Π. Φραγ
γιας, Αντώνιος Πάντος, Αδελφοί Παππά, Ν. Τύμβας. Μ. Ιωάν. Βαφειάδης, Ανδ. Αντ. Σαββελόπουλος, Παναγ. Λ. "Ε φραιμίδης, Π. Νίνος, Ι. Τούντας, κ. Θεοδώρου, Χρυσάφης Συμεών, Μιλτιάδης Σταυρίδης, Ιωάννης Ευθυμιάδης. Ε Ζα --
ν
-
-
- Ν.
ν
-
- -
-
φειριάδης, Αλέξανδρος Καρύπης, Νικόλαος Βενάκης. Η. Στα ματόπουλος, Μιχαήλ Χατίνογλους. Ιπποκράτης Αργυρόπους λος. Δημοσθένης Παππαδόπουλος, "Αλέξανδρος Νικολαίδης. Ευάγγελος Χαραλαμπίδης, Κίμων Ι. Π. Μιχαηλώφ. Κωνταν τίνος Παππάς. Ξενοφών Θ. Ταχυντζής, Δημήτριος Τερεζό
πουλος, Ξενοφών Γεωργίου, Κουζίνος Κατακουζηνός, Τιμολέν ων Λαθούρης, Μαθηταί του Σχολαρχείου,
Αριστ. Ευσταθόπουλος Ζαγοραίος, Βίκτωρ Προύσαλης, Α. 3,
Ραμπαώνης.
Γ. Μ.
Σεπρούδης, Ιωάν. Α. Βύζιος, Πέτρος
Ψάλτης. Χρήστος Σιμητόπουλος, Δημ. Λ. Ραμπούνης, Ιωάννης
Σταυράκογλους. Ματθαίος Ιω. Δέσποτας, Θωμάς Αντωνίου, Δημοσθένης Αξαρλής, Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Ε. Α. Χ. ορδάνου. Γ. Ι. Γεωργαλάς, Α. Μαυρίκιος, Ν. και Δ. Δευτερεύ οντες. Δημ. Κανέλλης. Αρ. Μ. Λαδοπούλου. Δ. Μιχαηλίδης, Παύλος Αποστολίδης Καισαρεύς. Αριστοτέλης Δ. Κιουρτζου Μάγνης. Αντώνιος Γ. Παμπουξόγλους Μάγνης, Στέφανος Χ. Καρλόγλου Καισαρεύς. Θεόδωρος Σταύρου Καισαρεύς. Ιωάννης
Παππά Α.Σακελλαρίου Ζαγοραίος, Ιωάν και Νικόλ Φωρέντα, Αντ.
Αγγελόπουλος,
Ν. Μαντζαβίνος,
Σχολή Αδελφών Γρηγοριαδών.
Αδελφοί Γρηγοριάδα σώματα 3, Χαράλαμπος Κονιδάρης, Ιωάννης Παππά Ιωάννης, Αθηνά Σταυράκη. Νικόλαος Αγο ραστιάδης, Σταύρος Ι. Κουράγιος, "Αναστάσιος Χ. Οικονομία δης Αίνιος, Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, Μάρκος Παλλαμάρης, Ορέστης Γ. Βορινός. Θεμ. Χ. Ταμβακόπουλος έκ Κασσαμπά. Χρήστος Ι. Ελαφόπουλος Σμυρναίος, Μιλτιάδης Λ. Φραγγού λης.
Αλέξανδρος Γεωργιάδης,
Κωνσταντίνος Ι. Κωνσταντι
νίδης, Ευστράτιος Δ. Σλάβης, Γεώργιος Ι. Χ. Κουράγιος. Νι
κόλαος Λιβέριος, Δημήτριος Δεσίπρης, Γεώργιος Πομόνης, Σπυρίδων Θ. Φόρος, Ιωάννης Ησαΐας. « εμιστοκλής Ευταθίου, Μιχάλης Βαρβέρης εκ Λέσβου,
11
Παρθεναγωγείον Αγ. Φωτεινής, Σαπφώ Αεοντιάς σώματα. 2. Γ. Α. Βορινός, Σοφία Φον τριέ. Κωνσταντία Βαγιανοπούλου. Αικατερίνα Δημητρίου, »
ν
Μαρία Ανδρέου. Καλλ. Δελλοπούλου, Ευανθία Παναγιώτου. Ευριδίκη Αναστασιάδου. »
--
-
Αι μαθήτρια. Καλλιόπη Βόσκοβικ. Μαρία Παρασκευοπούλου. Ζωή Γιαν νακοπούλου, Αναστασία Γεωργίου, Ελένη Κωνσταντίνου. Ε λένη Μπενάκη. Στέλλα Νικολαΐδη. Π. Μεϊμάρογλου,
Σχολή Π. “Αξενφελδ. Ιούλιος Αξενφελδ. Β. Βράνος. Α. Ισηγόνης, ΟΙ ΕΝ ΒΟΥΡΝΟΒΑ.
Γρηγόριος Αρχιμανδρίτης. Δοσίθεος Ιερομόναχος. Παππά Ιωάννης, Λεόντιος Ιεροδιάκονος. Γ. Π. Σιδερίδου Λέσβιος. Νικόλαος Παντολέοντος, Δημήτριος Μιχαήλ Μουσικός. Ι. Α. Αντωνόπουλος, Δημήτριος Κραπούσκης. Θεόδωρος Ι. Λαμπα δίτης. Οι ΕΝ ΣΕΔΗΚΙΟΙ.
--
Αρχιμανδρίτης Παΐσιος, Γρηγόριος Ιεροδιάκονος Πανανός Δημητρίου. Α. Χατζήκος. Ν. Καρακώστας, ωάννης Bίκης. Π. Αντωνόπουλος, ΟΙ ΕΝ ΚΟΥΚΛΟΥΤΖΑ.
Οικονόμος Πέτρος Ιερεύς. Νικηφόρος ιερομόναχος. Κύριλ λος Ιεροδιάκονος Κρής, ΟΙ ΕΝ Π. ΦΩΚΑΙΑ.
-
διάκονος --
ν
Γ.
ν
-
--
--
Ζαήμης, Π. Γερακάκης μετά του υποδιδασκάλου, ο , ν.
*
-
Κυριακος Θεοδώρου Αζάς, Αναστάσιος Τζίβας. Αναγνώστης
Κορωναίος Ψάλτης, Ευαγγέλης Παντοπώλης, Γεωργαντής ν
-
-
-
--
ν
-
Ρεΐζης, Αναγνώστης Χαραλάμπους, Π. Γεώργιος Χίος ιερεύς ν
-
-
-
--
Σουγιουτζουκίου Π. Αθανάσιος ιερεύς Γκερένκο, ΟΙ ΕΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑ.
Σύγκελλος Πανάρετος Λέσβος, Ιωάννης Ν. Σαμαλτάνος
Εφέσιος, Δημήτριος Σάββα Μιχαήλ Ιορδάνου εισπράκτωρ. Ε λένη Κωνσταντίνου Αθηναία Χ. Δημήτριος Χ. Γαβριήλ Λέ σβιος. Γεώργιος Δημητρίου Κάπελα. Χ. Βασίλειος Χρήστου ευταξίας, Παππά Δημήτριος Παναγή Παππά Χρήστος Πανα γή. Ιωάννης Μάλλιος, Εμμανουήλ Ζαμπός. Χ. Α. Ιωαννίδης, Λεωνίδας Ε. Παλαιολόγος Βελισσάριος Νικολαΐδης, Αθανά σιος Παππαδάκης εκ Βώλου. ΟΙ ΕΝ ΜΕΝΕΜΕΝΗ.
Γεώργιος Θεοδώρου Βακαλάκη, Κωνσταντίνος Ζαχαρίου,
Γεώργιος Περτζεκάκη, Ιωάννης Μπακιρτζής, Μιχαήλ Τζολά γλου, Γ. Φρυλείγκας Πέτρος Γεωργίου, Γεώργιος Νικολάου Πουπούλη. Γεώργιος Πέτρου Ζορπά. Κωστής Αθανασίου χα
σάπη. Γεώργιος Δημητρίου Αναγνώτου, Αργύριος Δημητρίου Στηργότη. Αναστάσιος Δημητρίου Κουτρούπα. Γεώργιος Κ. Κωτταρής, Κυριάκος Κωνσταντίνου Πεζεστέτζη. Αντώνιος
Λαπότου, Χρήστος Κωνταντίνου. Ο έλληνοδιδάσκαλος Ιωάν, νης Κωνσταντινίδης. Ο αδέσιμος Π Ζήσης εκ Γράτζανι της Παραμυθίας. Ιεροδιάκονος Ευγένιος Χ. Αντώνιος Π. Παππα Λουίζου Λέσβιος. Δημήτριος Υψηλάντης, Μ. Καρακάσης. Π.
Ιωαννίδης, Ι. Χ. Δημητρίου, Δημήτριος Αντωνίου Φραούγκου, Ι. Ηλιάδης, Ιωάννης Σ. Πέτρου Ευστάθιος Δημητρίου εκ Βώ λου, Γεώργιος Α. Βεδούρα. Ισαάκ Αβραμίδης, Θεμιστοκλής Ψύχας έκ. Σύρου, Γαβριήλ Γεωργίου Γεώργιος Τουλάογλους, ΟΙ ΕΝ ΑΙΔΙΝΙΩ Ο Πανιερώτατος
Αγιος Ηλιουπόλεως κ. Διονύσιος, Ιερο
μνήμων Φιλόθεος Σάμιος Πνευματικός Κωνσταντίνος Μιχαή, λου Χίος Ιερεύς Γεώργιος Ρόδος Ιερεύς Γεώργιος Ηπειρώτης,
ιεροδιάκονος Συμεών Σάμιος Ιεροδιάκονος Αυξέντιος Μιτυλη ναίος,
Γεώργιος Κ. Παππά. Ματθαίος Χ. Ζαχαρίου, Μιμήκος
Μανουήλ. Ιωακείμ Χ. Χαραλάμπους, Κωνστ, Α. Παππαδά κης Εμμ. Χ. Γεωργίου, Κωνστ. Γ. Αδαμόπουλος, Ιωάννης
Ισαάκογλους, Ιωάννης Ανδρέου, Χρήστος Σεβαστόπουλος, Χαράλαμπος Θ. Μάνιαρης, Χριστόδουλος Σ. Βαφεύς, Αθανά σιος Νικολαίδης, Αθανάσιος Πρωίδης, Απόστολος Χ. Αθα νασίου, Κυριάκος Ασλάνογλους, Ν. Α. Τσικιλή. Αντώνιος Π.
Ευμορφόπουλος, Ευστάθιος Αναστασιάδης, Αναστάσιος Παπ πάζογλου, Αναστάσιος Δημητρίου Ηπειρώτης "Ιωάννης Χ. Συμεών, Πέτρος Ιωάννου, Εμμανουήλ Χ. Δήμου, Γεώργιος Ματάς, Μιχαήλ Χ. Λέπου. Ν. Παναγιωτόπουλος, Μιχαήλ Κωνσταντίνου Αζας, Κωνσταντίνος Εμμανουήλ Δ. Μανουήλ Σάμιος, Μιχαήλ Εμμανουήλ, Αντώνιος Χ. Ιω. Τουρμούσο γλου. Αναστάσιος Κοκκόλας Ιωάννης Κοντόπουλος, Κωνστ, Παππακυριακόπουλος, Αθανάσιος Χ. Δήμου. Νεοκλής 1. Ρο δοκανάκης, Χρυσόστομος Βερναρδάκης, Κωνστ. Μιχαήλ Κα ζάζη. Χ. Σταύρος Χ. Ιωάννου, Κωνσταντίνος Χ. Γιάννης Κωνστ. Μ. Κωνσταντινίδης, Μιχαήλ Γεωργιάδης, Σπυρίδων
Ιωαννίδης Φαρμακοποιός. Εμμ. Καλογέρης, Ν. Κιτροέφ, Χ. Ν. Φουρναράκης, Σπυρίδων Βασιλειάδης, Δ. Αβραμάκης Τζι διλής. Ιωάννης Ιορδάνογλου, Γ. Δ Βελεχέρης, Κωνσταντίνος Α. Σπανουδάκη, Κωνσταντίνος Αβράμογλους, Αθανάσιος Ν.
Σπυρίδης, Ιατροί,
Γ. Ιωαννίδης, Γ. Ζαχαριάδης, Σπυρίδων Κοντολέων. Μι χαήλ Χαστάς. ΟΙ ΕΝ ΒΑΓΑΡΕΣΙΩ.
"Ιερόθεος “Ιερομόναχος Σάμιος, Δ. Γ. Ζαφειρογλίδης, Στ. Ζαφειρίδης, Φώτιος Ιω. Παππαχηνόπουλος, Νικόλαος Εφέ τζογλου, Κωνσταντίνος Γ. Μπότη. Αναγνώστης Σταυρίδης, ΟΙ ΕΝ ΓΙΑΜΠΕ. Σ
-
ι
-
-
Ιγνάτιος Παππακυριακόπουλος Ιερομόναχος, Ευστάθιος Γεωργίου,
ΟΙ ΕΝ ΟΔΕΜΗΣΙΩ.
Παρθένιος Ιερομόναχος Καλύμνιος. Μελέτιος Ιεροδιάκονος Σάμιος, Η Αδελφότης τού Αγίου Κωνσταντίνου. Π. Νικολα δης. Επ. Α. Μακρής ιατρός. Ι. Α. Λαδόπουλος, Αντώνιος 1. Μασγανάς. Π. Κυριακίδ ις. Π. Ι. Ζυγομαλάς, Αθανάσιος Σαρ δετάκης. X. Σπυρίδων Χ. Κωνταντή, Χ. Δημήτριος Χριστοφής. ΟΙ ΕΝ ΚΡΗΝΗ (ΤΖΕΣΜΕ). Ο Πανιερώτατος Αγιος Κρήνης Κ. Αμβρόσιος σώμ. 2. Ο Ιεροδιάκονος Κ. Καλλίνικος. Ο Σχολάρχης της Ελ ληνικής Σχολής Σωφρόνιος Γρηγοριάδης, Αρχιμανδρίτης Κύ
τής Α. Π.
ριλλος Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ. Παππά Κωνσταντίνος Σα Θεόδωρος Ζύμαρης, Παππά Κωνσταντίνος Σμαρίδης, Πχ Τετά Ιωάννης Χ. Παρασκευά. Παππά Στέφανος,
κελλάριος, Παππά
Παππά Κωνσταντίνος
Λογοθέτου
Παππά
Λεωνίδας
Παππά
Αγγελίδης Αγαθάγγελος “Ιεροδιάκονος Αγάπιος "Ιεροδιάκονος Γεώργιος Κοκοβιός. Ευαγγελινός Μερίκας, Αν τώνιος Γεωργιάδης, Αντώνιος Δ. Πουλάκης, Μάρκος Κασαπά κης, Ιωάννης Μ. Λαγούρος, Μανουήλ Μακρής. Α. Δ. Καράλης, Οι Έφοροι των εκπαιδευτικών καταστημάτων σώμ. 2. “Η Κρηναϊκή Λέσχη σώμ. 4. Σταματούλα Δ. Ιατρού έκ. Κελεμ
Γεράσιμος
πεσίου, Χαράλαμπος Παππαντωνάκης, Ματθαίος Ιωάννου Ζύμαρη. Γεώργιος Ι. Κώκκαλης, Αντώνιος Κ. Ξενουδάκης,
Κωνσταντίνος Ν. Λογοθέτης, Κυριακός Μ. Λαγούρος, ΟΙ ΕΝ ΑΛΛΑΤΖΑΤΟΙΣ,
Γρηγόριος Ιερομόναχος. Γαβριήλ Ιερομόναχος "Ανθιμος “Ιερομόναχος Παππά Δημήτριος, Ιωακείμ “Ιεροδιάκονος "Ι άκωβος "Ιεροδιάκονος Κωνσταντίνος Χ. Μικεδάκης, Γεώργιος Α. Μολακίδης, Γεώργιος Αθανασιάδης Σάμιος, Διονύσιος Σκο λαρίκας, ΟΙ ΕΝ ΚΑΤΩ ΠΑΝΑΓΙΑ. Παππά Κωνσταντίνος, Παππά, Αντώνιος, Παππά Κωνταν τίνος εξ Οβατζικίου. Μισαήλ “Ιεροδιάκονος. Χριστόδουλος --
- -
Σ
-
-
-
Πανταζίδης, Ηρακλής Πανταζίδης, Γεώργιος Κ. Ι. Μπιτζ, --
εξΑλλατζάτων, Νικόλαος Λιμνούδης, Διονύσιος Δημαράκης,
Ν. Πιπέρας, Μιχαήλ. Ε. Μαυρογορδάτος, Αδελφοί Ν. Ζικάκη, Οι Έφοροι της Σχολής σώμ. 2. Νικόλαος Αντωνιάδης, Ιωάν νης Ν. Φουδενεκάκης, Ιωάννης Αλεξιάδης, Κ. Κύρκος Κωβάκη, ΟΙ ΕΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.
Γεώργιος Τζακίδης, Γ. Ν. Κατερίνης. Α. Λεριάδης,
Δ. Μ.
Τζούμα, Ιωάννης Μ. Σερβετίδης, Ιωάννης Α. Χ. Αργυρού, Γεώργιος Κουμπιάς, ΟΙ ΕΝ ΡΕΪΣΔΕΡΕ.
Παππά Ιωάννης Παρασχάκης, Αναγνώστης Μπουδούρης, "Ιωάννης Σ. Μπιλμές. Δημήτριος Γ. Πολίτης, Ιωάννης Θ.
Παππαδόπουλος, Δημήτριος Ιωάν. Καζάνα, Νικόλαος Μπου τάλης, Ιωάννης Αναγνώστου, ΟΙ ΕΝ ΒΡΥΟΥΛΛΟΙΣ,
Στυλιανός Κωνσταντινίδης, Αθανάσιος Γ. Φλώρος, Σταύρος Ανδρικίδης, Γεώργιος Μ. Μόρτoγλους. Νικόλαος Παναγιωτί δης, Βασίλειος Μ. Σαπλής Γεώργιος Φιλιππίδης, Ανδρέας Χ. Ιωάννου, Ανδρίκος Αντωνιάδης, Κωστής Χ. Βασιλείου, Χρι στόφορος Γεωργιάδης, Νικόλαος Κωνσταντινίδης, Χ. Απότο
Αρμαγανίδης, Απόστολος Κωνσταντίνου, Κωνσταντι νος Σταυρινίδης,
λος Χ.
ΟΙ ΕΝ ΜΟΣΧΟΝΝΗΣΙΟΙΣ,
Ο Πανιερώτατος Αγιος Μοσχονησίων κ. Κύριλλος σώμ. 2. Ηγούμενος της Μονής του Προδρόμου Π. Ευστράτιος
Ο Π.
Βαμβακάς. Ο Π. Ηγούμενος της Μονής Παναγίας του Λέκα Παΐσιος. Ο Π. Ηγούμενος της Μ. Αγίου Δημητρίου Μιχαήλ, Σωφρόνιος Ιερομόναχος. Σύγκελλος Ιωαννίκιος, Χ. Γρηγόριος Ιερομόναχος Μοσχοννήσιος, Παππά Στέφανος Μοσχοννήσιος Οικονόμος Παππά Βασίλειος, Παππά Χρήστος Μοσχοννήσιος
Γρηγόριος Μοναχός, Δημήτριος Γ. Σακουλα, Μιλτιάδης Π. Μαυριδόγλου, Στυλιανός Μεταξάς. Ν. Λουκίδης, Αναστάσιος
Δημητρίου Μόσχος, Ευστράτιος Ιω. Δράκου, Εμμανουήλ Α.
και δη Εμμανουήλ Π. Θ. Κονδώνη. Νικόλαος Κ. Γρηγο ρεζη.
ΟΙ ΕΝ ΚΥΔΩΝΙΑΙΣ.
“Ο Πανιερώτατος Αγιος Ερυθρών κ. Διονύσιος σώμ. 5. “I εροδιδάσκαλος Καλλίνικος Τρικεύς: Νικόλαος Πρωτοιερεύς Αυ
λωνίτης, Έξαρχος Δανιήλ Ζαγοραίος, Αρχιμανδρίτης Γενιτζα ροχωρίου Ευθύμιος Μελέτιος “Ιερομόναχος. Παππά Γεώργιος Σαμαρτζίδης, Σακελάριος Αθανάσιος "Ιερεύς. Ευστράτιος “Ιε ρεύς Χαρατιάδης, Σύγκελλος Νεόφυτος έκ Κεμερίου. Αθανάσι
ος Στεφάνου Καστοριανός, Γεώργιος Βουγιούκας, Νικόλαος Λυμπούσης,
Οι Έλλόγιμοι Διδάσκαλοι, Κύριλλος “Ιεροδιδάσκαλος Παππαδόπουλος σώμ. 2. Κων σταντίνος Πετρίδης, Αριπομένης Σταυρίδης, Δημήτριος Σταυ ρίδης, Σπυρίδων Γ. Φασένης, Αντώνιος Καραγιάννης. Ε. Κο λοιόπουλος, Ι. Γ. Λαγωός. 1. Π. Ιακουμέλης, Ιωάννης Δ. Κέ λύζ.
Οι μαθηταί της αυτόθι “Ελληνικής Σχολής, Αθανάσιος Α. Τάρης Τριγλειανός, Γεώργιος Χ. Αποτόλου Μοσχοννήσιος Γεώργιος Καρακατζάνης, Κωνσταντίνος Αν
δρέου "Ιατρίδης Λέσβος, Ιωάννης Π. Γεωργίου Τριγλειανός, Αλέξανδρος Ν. Αυλωνίτης, Ευστράτιος Σ. Μυλωνάς, Στέφανος Γ. Στεφανίδης, Θεοδόσιος Ν. Πεταλάς. Σοφοκλής Ιωακείμ, έκ Πέτρας, Αθανάσιος Αντ. Κώστογλους. Δημήτριος Παναγιώτου Σάλτα. Νικόλαος Κ. Πετρίδης, Νικόλαος Δ. Σαπουντζόγλους, Ιωάννης Α. Πλέλης, Ιωάννης Δ. Νεραντζή εκ Πανόρμου. Βα σίλειος Ν. Πεταλά. Δημήτριος Ευαγγελίδης, Κωνσταντίνος Σαμβονιός, Αθανάσιος Κατάρας, Μιχαήλ Α. Ζαφείρογλου.
Γεώργιος Π. Χαστάογλους, Γεώργιος Τρικεύς. Νικόλαος Π. Παππαδέλης, ΟΙ ΕΝ ΠΕΡΓΑΜΩ.
Ο Πανοσιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Αγαθάγγελος. Ο Πνευματικός Μακάριος Χίος. Παΐσιος Ιερομόναχος "Αρτέμιος Μοναχός Λαυριώτης. Η Εκπαιδευτική Αδελφότης Περγάμου, Χρηστάκης Στεφάνου Μπακιρτζή, Παναγιώτης Ιωάννου Παπ
παδάκης, Δημήτριος Μάγος, Τζώρτζης Ροζάκης Ιατρός. Aνα
γνώστης Ιω. Ζαγοριανού Moκρίσιος. Λεωνίδας Παύλου Τόπρα. ΟΙ ΕΝ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ (AΛAΣEIP). Καλλίνικος Ιερομόναχος Θάσιος, Ιωαννίκιος Ιεροδιδάσκαλος, Ζ. Βιθυνός. Γρηγόριος Γ. Ελληνοδιδάσκαλος, Γεώργιος Σα ραντίδης Λέσβιος. Πανανός Μαγγόπουλος Σμυρναίος Χ. Σταύ
ρος Χ. Μ. Τουρτόγλου, Γεώργιος Κ. Καρκαρώφ. Ιωάννης Γ. Αϊβαλικλής,
Οι μαθηταί της Ελληνικής Σχολής, Ι Ιωάννης Μ. Τουρτόγλου. Στυλιανός Μηνά. Ευαγγελινός Γ Παλασάνογλου, Κωνσταντίνος Π. Tελέφογλου, εόδωρος Ι. Σασκήνογλου, Χαράλαμπος Μ. Κούρτογλου, Θεμιστοκλής Χ. Δ. Tελέφογλου, ΟΙ ΕΝ ΚΟΛΟΗ (ΚΟΥΛΑ). Χρήστος Μ. Ελληνοδιδάσκαλος, Αθανάσιος Ιωαννίδης, Χρήστος Γρηγοριάδης Αναστάσιος Μ. Σηλελόγλου, Αναστά σιος Κωνσταντινίδης Τριαντάφυλλος Θεοδοσίου. Η διευθύν
τρια του Παρθεναγωγείου Αργυρώ Π. Φ. Βασίλειος Κωνταν τίνου. ΟΙ ΕΝ ΝΙΓΑΗ.
Ο Πανιερώτατος Αγιος Ικονίου κ. Σωφρόνιος σώματα 10. ΩΙ ΕΝ ΡΟΔΩ.
Ο Πανιερώτατος Αγιος Ρόδου Κ. Συνέσιος σώμ. 3. Ι. Bενε τοκλής. Κ.
Κάζηρας,
Ο
Αρχιδιάκονος
τού
Αγίου
Ρόδου Κ.
Γρηγόριος ό της Α. Π Ιεροδιάκονος Μεθόδιος Ν. Παππαδό
πουλος, Γεώργιος Χ. Β. Γεωργαλίδης. Αρχιμανδρίτης Νεό φυτος Ηγούμενος της Μονής του Προφήτου Ηλιού, Αρχιμαν δρίτης Νίκανδρος, Αλέξανδρος Γ. Δημητρόπουλος, Στυλιανός Καζακόπουλος, Σ. Θωμαΐδης, Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Η
γούμενος του Αρταμίτου, Αρχιμανδρίτης Νεόφυτος του Αγίου Φιλήμονος, Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Ηγούμενος της Σκιαθενής.
Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Ηγούμενος της Ελεούσης,
ΟΙ ΕΝ ΚΥΠΡΩ. Αρχιεπισκοπή Κύπρου σώμ. 6. Αρχιμανδρίτης Αρχιεπι σκοπης Χρύσανθος σώμ. 2. Η Επισκοπή Κυρηνείας σώμ. 5. Αρχιμανδρίτης Κυρηνείας Μελέτιος. Η Επισκοπή Πάφου σώμ. 5. Η Επισκοπή Κιτίου σώμ. 5. Η Ιερά Μονή Κύκκου σώμ. 3. ό του Αγίου Μνάσωνος Ιερομόναχος Σωφρόνιος Γιάγκος N. Τοφαρίδας, Μ. Χ. Νικολαΐδης, Χαρίτων Ιερομόναχος Μαχαι ράδος, Θεόδωρος Νικολάου, Ιωαννίκιος Ιερομόναχος Γριπιώ του. Σωφρόνιος Ιεροδιάκονος, Αγάπιος Ιεροδιάκονος. Σωφρόνι ος ιεροδιάκονος Αγίου Αντωνίου, Αριστοτέλης Κ. Παλαιολόγος, Κυπριανός ιεροδιάκονος Αντώνιος Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος Χ. Κυριακού. Χαράλαμπος Οικονομίδης, Ιγνάτιος ιεροδιάκο νος Μαχαιράδος, Χριστοφόρος Οικονόμος, Σπυρίδων άρχιμαν δρίτης. "Αβέρκιος ιεροδιάκονος. Η Ιερά Μονή Μαχαιράδος 2, Η
ΟΙ ΕΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΟΙΣ,
Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Κύριλλος 7. Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Γάζης Κ. Προκόπιος 2. “Ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Βηθλεέμ Κ. Αγάπιος 5. “Ο Σ. Αρ χιεπίσκοπος Σιναίου Κ. Καλλίστρατος 2. Ο Σ. Aρχιεπίσκο πος Φιλαδελφείας κ. Ιωάσαφ. Ο Σ. Aρχιεπίσκοπος Νικη
"Ο
φόρος Γραμ. του Π. Τ. "Ο Σ. Γέρων Δραγουμάνος κ. Ανθιμος, "Ο του Π. Τάφου Σκευοφύλαξ Σεραφείμ 2. “Ο Μ. Αρχιδιάκο νος του Πατριαρ. Θρόνου τών “Ιεροσ. Κ. Φώτιος. Ο κ. Βενι αμιν Ιωαννίδης Καθηγητής της Θεολογίας. Ο κ. “Ιερώνυ
μος Μυριανθεύς Καθηγητής της Θεολογίας. Ο Κ. Γεράσιμος Πρωτοπαππάς Καθηγητής των Μαθηματικών. Ο κ. Νικόλαος Βίγκας Καθηγητής της "Ελλ. Φιλολογίας, Αρχιμανδρίτης "Ανθιμος Ταμίας, Αρχιμ. Νεκτάριος. Αρχιμ. Θεόκλητος. "Ο Καμαράσης Πολύκαρπος, “Ο Παν. "Αγιος Λύδης Κ. Νεόφυτος.
"Αγιος Σεβαστείας Κ. Νικηφόρος. Ο Παν. "Αγιος "Ι ορδάνου Κ. Γρηγόριος. Ο Αρχιμανδρίτης Δαμιανός. Αρχι μανδρίτης Ιωαννίκιος, Γερμανός Κόμης. Ο εν Σμύρνη Αρ “Ο Παν.
χιμανδρ. του Π. Τάφου Κ. Ιερόθεος. “Ιερομόναχος Ιερόθεος Σάμιος, 11"
ΟΙ ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ. Σωτ. Γεωργαλάς σώμ. 3. Θεόδωρος Φ. Βερεκέτης σώμ. 10. Αθανάσιος Στυλιανού Βερεκέτης σώμ. 5. Κωνσταντίνος Α.
Χριστοδούλης, Δημήτριος Βερεκέτης σώμ. 2. Γ. Α. Ράλλης σώμ. 2. Α. Π. Γρυπάρης σώμ. 2. Ξ. Δ. Τσούκος σώμ. 2. Ν. Κάζηρας, Α. Κρίνος Κωνσταντίνος Π. Στα ματίου σώμ. 2. Π. Θ. Γεωργιάδης, Ιωάννης Κωνσταντινίδης,
Παππακαλός. Γ.
Μέντωρ Γ. Κονταξόπουλος, Ιωσήφ Παππαδόπουλος, Αλέξ. Κολονέλος. Ιωάννης Ανδρεάδης. Αριστείδης Θεολόγης, Ιωάννης Ν. Σεραφείμ. Ι. Παπουλόπουλος, Δ. Μ. Τύμπας. Β. Ι. Ανα στασιάδης, Κ. Ζαχαριάδης Ιω. Κηπουρός, Γ. Σ. Καζανόβας. Θεμ. Ουδυνώτης, Ι. Μ. Δημητριάδης, Ν. Παρθένιος. Θ. Σ. Πάγκαλος, Ευστρ. Δ. Πατρινός, Δημοσθ. Α. Bαλτικός. Ν.
Στρίγγος Σταμ. Παππά Οικονόμου, Ιω. Σ. Παππά Ιωάννου, Κωνταντίνος Ξενάκης, Σταμ. Βίγκας σώμ. 2. Ηρ. Σκουφάδης, Θεολόγος Αθανασιάδης, Κωνστ. Πασχαλίδης, Κ. Ζ. Δρομοκα ίτης, Ε. Κ. Μιχελάκης, Αντ. Σίνος. Επ. Βασιλειάδης, ΟΙ ΕΝ ΒΕΡΑΤΙΩ.
Ο Πανιερώτατος Αγιος Βελεγράδων Κ. Ανθιμος σώμ. 5. Ο Ηγούμενος της Μονής Παναγίας Αρδευούσης Γρηγόριος σώμ. 2. Ο Ηγούμενος της Μονής Παναγίας Απολλωνίας Παρθένιος. ό
Ηγούμενος της Μονής Παναγίας Σβερνέτζη Κοσμάς. Πρω
τοπαππάς
Δημήτριος Κάτρου, Πρωτοπαππάς Ιωάννης Μπουμ
πουλμαν Σακελλάριος Παππά Βασίλειος Γορίτζα. Σακελλά
ριος Παππά Αναστάσιος Βακούφ. Στέφανος ιερεύς Κάστρου, Χρύσανθος ιεροδιάκονος Χαράλαμπος Ν. Μπαμίχας εκ Δελβί νου, Κωνσταντίνος ιερεύς Γορίτζα, Ιωάννης Ελ. Κοκοζέλης, Θεμιστοκλής Δ. Κολίας, ΟΙ ΕΝ ΣΑΜΩ.
Ο Πανιερώτατος Αγιος Σάμου κ. Γαβριήλ σώμ. 2. Παπ --
ν
ν
Λ
»
ν
Α
ν
Αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Ψάθας. Σύγκελλος Διονύσιος, Παππά Νικόλαος Καραθανασιάδης, Διο νύσιος ιεροδιδάσκαλος Σταματιάδης, Κύριλλος ιερομόναχος ή γούμενος Μονής Αγίας Ζώνης. Η Ιερά Μονή της Μεγάλης Παν πά Δημήτριος Οικονόμος,
αγίας Χατζή Ματθαίος ηγούμενος αυτής, Ιάκωβος ήγούμενος της Μονής του Τιμίου Σταυρού. Χατζή Ανθιμος, Διονύσιος ερομόναχος Ιερόθεος ιερομόναχος Γρηγόριος ιερομόναχος Ιω. Σταματιάδης, Σπυρίδων Ραζής ιατρός Ιω Χ. Καμπάνης δι κηγόρος Δημήτριος Ιω. Πρωτοπαππάς, Σπυρίδων Ιω. Φωκάς. Νικόλαος Μ. Βουργάνας Θεμιστοκλής Α. Ανδρονίκου Aνατά σιος Σ. Π. Ανδρέου, Δημήτριος Ιω. Φωτιάδου Γεώργιος Ελ. Διακονικολάου, Νικόλαος Μ. Νικολαΐδου, Γεώργιος Α. Κα
τζαρός Λουκάς Ρουμελιώτης Κωνσταντίνος Ν. Μανιάτης, Κωνταντίνος Ιω. Χ. Γεωργίου βαρβέρης, Δανιήλ ιερομόναχος Μ. Γ. Τζίμας δικηγόρος Φίλιππος Γ. Ράμφος Χρήστος Δα γάνδας Κωνσταντίνος Γεωργιάδης Κ. Λ. Σταυρινίδης, Γα βριήλ ιερομόναχος Τρουβάς, ΟΙ ΕΝ ΝΕΩ ΚΑΡΛΟΒΑΣΙΩ ΣΑΜΟΥ. Λαμπρυνός Βονκλής. Αριστοτέλης Κ. Σουβαλτζής, Γιαν νακος Πα. Δημητρίου, Δημοσθένης Ν. Σουβαλτζής, Αλ. Κ. Σταμούλης, Αθανάσιος Αναστασίου Αλέξανδρος Ν. Κατα βανίδης, Κ. Α. Παπ. Κωνσταντίνου Κωνσταντίνος Μητζάς κης, Δημ. Ιω. Σαββής, Ν. Κ. Νικολάου, Σταύρος Γ Λουκάς
Γ. Κ. Νικολάου. "Ιπποκράτης Ζαχαρίου, Ιωάν Πατσμάς, Χαι Δημ. Κυριακού. Αθανάσιος Αδάμ. Πυθαγόρας M. Πανές ρη. Ανδρόνικος Π Εμμανουήλ Αθανάσιος Δ. "Αννούς Ιω άννης Κ. Λουίζου, Παππά Γεώργιος Κ. Καταβανίδης Ιωάν νης Ν. Παππά Ιωάννου Νικόλαος Κ. Πύργιος Αεωνίδας Μ. Ζαχαρίου, Πασχάλης Μ Γρεβελής, Νικόλαος Α Καταβαινί δης. Δημήτριος Γ. Καριότογλους Κ. Δ. Σουβαλτζής. Α Ίγ. -
γλέζος, Α. Ιωαννίδης, Κ. Χρ. Μυλωνάς, Α. Αυγουτίνος Εμμ. Διακοδημητρίου, Βασίλειος Παππά Εμμανουήλ Κ. Διακοδη μητρίου, Εμμ. Λαρδής, ΟΙ ΕΝ ΠΛΑΤΑΝΩ.
Παππά Δωρόθεος Παππά Δημήτριος Ζαφείρης, Παππά Δη μήτριος Παππά Ζαχαρίου. "Ηλίας Αθανασίου Χρήστου, οι EN MITYΛΗΝΗ
ύ Πανιερώτατος Αγιος Μιτυλήνης κ. Μεθόδιος σωμ, 2.
Χ. 1. Λαϊλιος, Γ. Π. Πιτζιλαδής εκ Πλωμαρίου, Βασίλειος Ε.
Μιχαηλίδης εξ Αγιάσου. Κ. Π. Υάκινθος. Ν. Μαυζάλας. Μι χαήλ Ευστρατίου, Βασίλειος Π. Κούμπα, Ευριπίδης Χριστο δούλου. Α. Χλιμίτζας, Ι. Ψακής. Φ. Συμεωνίδης, Γρ. Μάν δρας Γ. Μάνδρας, Θ. Μαρίνου. Αν Γ. Κλεάρχης Μιχαήλ Παππάζογλους. Θ. Αντωνιάδης, Απόστολος Αθ. Βαμβούρης, Οδυσσεύς Συνώδης, Παϊάνος Χ. Βασιλείου, Ν. Γεωργάκα. Μα νόλης Χ. Α. Ζερβήνης, Μελέτιος Π. Παναγιώτου Γανοχωρί της. Παναγιώτης Χ. Αποστόλου Γ. Ιωαννίδης Π. Κόπτζας. Περικλής Ν. Κωδωστ. Απόστολος Π. Ζιρβήνης. Θ. Παλαιολά γος, Νικόλαος Π. Γρημάνης Δ. Π. Γάμπας, Γεώργιος Μανου ήλ. Γρηγόριος Δ. Φωτίου, Η Λέσχη Μιτυλήνης. Δ. Κατσάνης, Μιχαήλος Γούτου. Κ. Σαράφης, Π. Ζάλαρας (;) Γ. Κ. Γλύψης, Β. Καζανέρας, Αρ. Αθανασιάδης, Αντ. Καψικάλης, Δ. Παρα δέλης, Α. Α. Φραντζής, Δημήτριος Π. Χ. Βασιλείου, Παναγιώ της Σίμου Βασιλείου, Παππά Βασίλειος Αντωνίου εκ Μώριων, Ιωάννης Πετρή Σωφρόνιος ιερομόναχος εξ Ηπείρου Πρωτο σύγκελλος Παρθένιος Ασυμάτου Πανάρετος Μ. ιερομόναχος
Παρθένιος Ι. Κωνσταντινίδης εξ Αγιάσου,
-
ΟΙ ΕΝ ΒΑΤΟΥΣΑ ΜΙΤΥΑΗΝΗΣ,
Δημήτριος Γ. Βουγιούκας, Α. Ιωακείμ,
Νικόλαος Παύλου.
"Ιωάννης Α. Παππά. Α. Γ. Λουλουδόπουλος, Σ. Γ. Τάξης, Χρυ
σόστομος Χ. Παυλίδης, Ι. Μ. Καλφαδόπουλος, Ιωσήφ Οικο νομίδης, Παναγιώτης Ευαγγελινού, Εμμανουήλ Π. Φωτιάδης, Ιωσήφ ιεροδιάκονος Αγιοταφίτης σωμ, 2. Δημήτριος Ψακής. Γεώργιος Ι. Καψαλίδης, Κωνσταντής Αργεντής, Γεώργιος Γώγος, OI EN KABAΛΛA.
Εμμανουήλ Παρτίδης, Α. Ναννίτης Ελένη Γ. Κρητικού,
Ί
ωάννης Βερτουμής, Α. 1. Καλέντζης. Α.Μ Σπωλάν. οι EN KAΛΛIΠOΛEI.
Σύγκελλος Νείλος Ροπαλίδης, Ονούφριος Χ. Κωνταντινίδης,
Α. Κ. Σιδερίδης 1. Φωτόπουλος,
-
-π--------
-----
,
----- , -----
,
----- , ----------------------
-
ΟΙ ΕΝ ΑΙΝΩ.
Ο Πανιερώτατος Αγιος Αίνου Κ. Μελέτιος, ΟΙ ΕΝ ΒΩΛΩ.
Νικόλαος Γ. Παππά, Δημήτριος Mετάκου, Νικόλαος Α. Τσοποτού, Ιωάννης Α. Δάμισα. Λεωνίδας Ζ. Χρυσοχού Γ. Π. Παππά. Δημ. Αθανασιάδης, Κωνσταντίνος Χ. Κοτλής. Γ. Δ. Κοκοσλή, Γεώργιος Κανταρτζίδης, Ι. Δ. Τσεκατούρης, "τ
ωάννης Τσιμπούκης, Ζήσης Δ Σαράτζη. Περδίκης και Νικο λαϊδης, Κωνσταντίνος Α. Ζέρβας, Α. Κ. Λαλόπουλος, Δημή. τριος Χ. Γιάννη Γεώργιος Κωνσταντινίδης, Κωνσταντίνος Χ. Νικολάου, Γώγος Κ. Καρπέτης Δημήτριος Α. Παρλαβάτζα, 1. Κ.
Βογιατζής, ΟΙ ΕΝ ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΕΙ.
“Ο Πανιερώτατος "Αγιος Ειρηνουπόλεως κ. Ιγνάτιος σώμ. 2. “Ο Κύριος Μιχαήλ Γκιουμησκερδάνης βέης σώμ. 5. Χρή
στος Αργυρίου Κοϊμτζόγλου σώμ. 2. Γεώργιος Τσουκαλάς,
Δημητράκης Αθ. Τσουκαλά. Οικονόμος Δημήτριος ιερεύς, Πρωτονοτάριος Κωνσταντίνος ιερεύς. Ρεφερενδάριος Παναγιώ της ιερεύς. Νικόλαος Λούσης ιεροδιάκονος Οικονόμος Στέφα νος ιερεύς του Αγίου Διονυσίου. Ο πρωτοψάλτης της Μητρο πόλεως Αναστάσιος Σταυρόπουλος, Έράστης Χρήστου. Χ. Λαμπράκης Π. Μ. ώρολογάς, Μιχαήλ Αργυριάδης, Απόστο λος Αντωνιάδης, Γ. Ν. Καλλισθένης μουσικός, Γεώργιος Τζω ανόπουλος, Σταύρος Χ. Πεντζίδης, Χρήστος Σωτηριάδης, "Ε άκωβος Χ. Μιχαήλ βιβλιοπώλης, Αναστάσιος Μαλιάδης, Νι κόλαος
Αγγέλου, ΟΙ ΕΝ ΞΑΝΘΗ,
“Ο Σεβασ Αγιος Ξάνθης. Κυρ. Ιλαρίων σώμ. 10 “Ο της Α.Σ. Πρωτοσύγκελλος και Αρχιμανδρίτης Κ. Νεκτάριος. "Ο
της Α.Σ. έν Καβάλλα επίτροπος Αρχιμανδρίτης Δανιήλ. "Ο τηςι Α.Σ. γραμματεύς Κ. Πέτρος Γ. Ρούσης. Ο της Α.Σ α νεψιός ψ Β. Κ. Παππαδόπουλος. “Ο της Α. Σ άρχιδιάκονος Κ.
ε
Μελέτιος Σηλυβριανός. Ο Πανσιώτατος Καθηγούμενος της Μονής των Ταξιαρχών Κ. Μελέτιος σώμ. 2. Ο Αρχων Λογο θέτης κ. Αθανάσιος Δ. Κουγιουμτζόγλους, Δ. Αγγελάκης ελληνικός προξενικός πράκτωρ έν Καραγατζω σώμ. 2. Εύ θύμιος Καραμέρος διευθυντής της Ματζνείου Σχολής, Γερμα νός ιερομόναχος "Ηπειρώτης, Ανδρέας Κυριάδης Διαμάντης Κ. Παππά Μονοδενδρίτης Κωνσταντίνος Α. Κυριάδης, Ιω σήφ Καλαράς μοναχός. Οικονόμος Παππά κύρ Ιωάννης Κοζα νίτης, Οικονόμος Παππά κύρ Γεώργιος Δημήτριος Κοϊμτζής Νεβέσκαλης, Γεώργιος Ιωαννίδης φαρμακοποιός, Ιωάννης Δ.
Γούναρης, Νικόλαος Παππαδημόπουλος Ζαγορεύς, Πέτρος Α. Κορέλλης έκ Δοβράς, Απόστολος Μπίνας εκ Δοβράς. Γαβριήλ ώρολογοποιός, Ιάκωβος Ιωάννου Δέβρελης, Αλέξιος Μαλε τζιάδης εκ Δοβράς, Δημήτριος Βέλιου Ξανθαίος Παππά Χρι στόδουλος Ιωαννίτης, Αλέξιος Ευστρατιάδης Μαρωνιεύς. Να ούμ Πέτρου εκ Βιτωλίων, Μιχαήλ Παππάζογλου, Κωνσταν τίνος Αργυριάδης, Κωτάκης Λαλάγκας Γεώργιος Καραμπου ρούνης. Απόστολος Χ. Βλατζιος Ηπειρώτης, Γεώργιος Μα κούσης "Ηπειρώτης Παναγιώτης Γιαννής "Αστέριος Ζωγράφος Κοζανίτης, Γεώργιος Α Ζωγραφίδης, Ευθύμιος Α. Ζωγραφί δης, Ηλίας Α. Ζωγραφίδης, Βασιλική Α. Ζωγράφου. Στέφα νος Λαζαρίδης "Ηπειρώτης Ιωάννης Χρηστίδης "Ηπειρώτης, Ευγένιος ιερομόναχος Στέργιος Τασούδης, Σταύρος Χηκήμο
γλους, Κωνταντίνος Αλεξιάδης Ξάνθος, Αθανάσιος Τ. Τζάνος, ΟΙ ΕΝ ΓΕΝΙΤΖΕ ΚΑΡΑΣΟΥ,
Πανάρετος ιερομόναχος, Παππά Ιωάννης Ιωαννίτης. Πο λύβιος Βροκούμης Ηπειρώτης ΟΙ ΕΝ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΣ,
Καθηγηταί
Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Γλυκάς Αρχιμανδρίτης
Γ. Γρη
γοράς, Οι Μαθηταί
Αγαθάγγελλος ιεροδ. Καστοριάδης, Αθανάσιος ιεροδ. Χ.
Ηλιάδης, Αμβρόσιος ιεροδ. Κασσάρας εκ Καλύμνου, Γρηγό
ριος ιεροδι Δρακόπουλος έκ Μεσημβρίας. Φιλόθεος ιεροδ. Κων σταντινίδης, Νεόφυτος ιεροδ. Μάγνης Θεσσαλός, Βενιαμίν ιε ρομόναχος Σέρβος, Νικηφόρος ιεροδ. έκ Δράμας, Αβράμιος Α. Γερμανός ιεροδ Καλλιγάς Θεολογίτης εκ Κεφαλληνίας, Ζα χαρίας Γ. Μαυρομμάτης εξ Αγχιάλου, Στέφανος Κ. Σουλίδης εκ Κορυτζας, Δημήτριος Αθανασίου Πελοπονήσιος Γεώργιος Ιωαννίδης Ανδριος Αθανάσιος Αναστασιάδης Θεσσαλός. Γε ώργιος Μουσχίδης Γανοχωρίτης, Κλεάνθης Γ. Στέκας, Aάζα ρος Συμεωνίδης εξ Αρμενίας. Καλοιάννης Αλεξάνδρου 40) έκ, κλησιώτης, Κωνσταντίνος Σ Παρίτζης έκ Μαδύτου. Κλεάνθης Γ. Βυζάντιος Βασίλειος Ιωάννου Ιατρόπουλος, Νικόλαος Γε ωργιάδης Κρής, Νικόλαος Σταυρίδης, Μιχαήλ Α. Κλεόβουλος Αδριανουπολίτης, Αθανάσιος Α. Μεγακλίδης, Χριστόδουλος Ευγενίου, “Αλέξανδρος Ιωάννου Παππαδόπουλος, Αριστοτέλης Κ. Μαυρίδης, Κωνσταντίνος Α. Χατζόπουλος. Ο επιστάτης
της Σχολής Γεράσιμος ιερομ, έκ Σμύρνης, ΟΙ ΕΝ ΤΗ ΕΛΛΗΝΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΑΛΚΗΣ.
Οι Καθηγηταί. Αναστάσιος Κωνσταντινίδης, Ματθαίος Κ. Παρανίκας, Ιω άννης Γ. Παραπαντόπουλος, Σταμάτιος Νιώτης, Παναγής Α.
Καλλονάς, Πέτρος Πετρακίδης, Οι Μαθηταί.
Αλκιβιάδης Καραβίας, Παναγής Γ. Αντύπας, Κωνσταντι Σβορώνος έκ Κεφαλληνίας, Παναγής Α. Καπουλίδης, Ανδρ. Ξανθόπουλος, Γεώργιος Σουβατζόγλους. Νικόλαος Α νος Μ.
θανασιάδης, Περικλής Δημητρακόπουλος, Γ. Κάλφας, Ευστά Σταματιάδης, Θεοδόσιος Α. Ζυγομαλάς, Νικόλαος Π. Α δελφίδης Βυζάντιος, Ζήσης Α. Παππανασασόπουλος Χρήστος Βαλούδης, Αλέξανδρος Κουβελάς, Χρήστος Παππαδόπουλος, Κωνσταντίνος Χρήστου Φώτιος Ι. Κάλφογλου, Νικόλαος Μωρόπουλος, Λέανδρος Αναστασιάδης, "Αλέξανδρος Χ. Εύ θιος
αγγελινός, ΒΙΕΝΝΗ.
Ο Πανοσιώτατος Αρχιμανδρίτης τής έν Βιέννη Ελλ. Εκ κλησίας Κ. Αντ. Χαριάτης, σώμ. 25.
-