1
Περιεχόμενα Εισαγωγή
σελ. 3
Οι Βάραγγοι και οι Ρως
σελ. 4
Οι Βάραγγοι στο Βυζάντιο
σελ. 6
Βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία
σελ. 8
Από το Βυζάντιο στην Ρωσία
σελ. 9
Οι σχέσεις του Βυζαντίου με τη Ρωσία ως τον 14ο αιώνα
σελ. 11
Παιδί του Βυζαντίου και η άφιξη της Βυζαντινής Άννας στους Ρως
σελ. 14
Η Σύνοδος της Φλωρεντίας και η άλωση του Βυζαντίου: Ο απόηχός τους στη Ρωσία
σελ. 15
Βιβλιογραφία - Πηγές
σελ. 21
2
Εισαγωγή Ο ελληνικός κόσμος συνδέεται με μακραίωνες σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τη Ρωσία. Από την εποχή των εμπορικών ταξιδιών των σκανδιναβικών λαών προς το Βυζάντιο μέσω των ρωσικών πόλεων, γνωστών ως «πορείες από τους Βαράγγους στους Έλληνες» ήρθαν σε επαφή οι δύο λαοί και έγιναν οι πρώτες πολιτισμικές ανταλλαγές. Στη συνέχεια, τον 9ο αιώνα ο Πρίγκιπας Βλαδίμηρος και η Πριγκίπισσα Όλγα ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο και αυτό συνέδεσε τους δύο λαούς με κοινές πολιτισμικές και αισθητικές αξίες για ολόκληρη την μετέπειτα ιστορία τους μέχρι τις ημέρες μας. Το κράτος των Ρως, (Ρως: λαός από τη Ρωσία ο οποίος πρωτοεμφανίζεται σε γραπτές πηγές που χρονολογούνται το 839. Η ετυμολογία και προέλευση του ονόματος είναι ακόμη αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των ιστορικών) αν και εκτεινόταν σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της εποχής του αλλά και ένα από τα πιο εξελιγμένα, εν μέρει χάρη και στο συγχρωτισμό του με το Βυζάντιο. Σε μια εποχή που στη Δυτική Ευρώπη μόνο οι ευγενείς ήξεραν να γράψουν το όνομά τους, τα περισσότερα παιδιά του Κιέβου, του Νόβγκοροντ και των άλλων μεγάλων πόλεων ήταν εγγράμματα - έχουν διασωθεί μέχρι και «σκονάκια» για το σχολείο ή ερωτικά σημειώματα προς τους συμμαθητές τους. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα άλλα μεσαιωνικά κράτη, ο νομικός κώδικας του Γιαροσλάβου του Σοφού έθετε φραγμούς στα βασανιστήρια ως μέθοδο ανάκρισης, δεν περιελάμβανε τη θανατική ποινή και μετέτρεπε τις περισσότερες ποινές από φυλάκιση σε πρόστιμο. Παρείχε επίσης στις γυναίκες αστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κληρονομιά, καθώς και συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν η Κιεβινή Άννα Γιαροσλάβνα παντρεύτηκε το Γάλλο βασιλιά Ερρίκο και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ρεμς, οι Γάλλοι θεωρούσαν απίστευτο για μια γυναίκα να είναι τόσο μορφωμένη. Η οικονομική ανάπτυξη αντανακλάται εύγλωττα στα δημογραφικά στοιχεία. Στα τέλη του 12ου αι, ενώ είχε ήδη αρχίσει η παρακμή, το Κίεβο είχε 50.000 κατοίκους, το Νόβγκοροντ 30.000 και το Τσερνίγκοφ επίσης 30.000. Την ίδια εποχή το Λονδίνο είχε 12.000 κατοίκους και η δεύτερη μεγαλύτερη αγγλική πόλη, το Ουίντσεστερ, είχε 5.000. Το κράτος των Ρως άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη. Ενοποίησε διοικητικά και πολιτισμικά μία αναρχούμενη περιφέρεια και τη μετέτρεψε σε ένα δυναμικό βασίλειο. Η εισαγωγή του χριστιανισμού δημιούργησε ένα βυζαντινό - σλαβικό κράμα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον πολιτισμό και τις τέχνες. Αυτός ο πολιτισμός ήταν το υλικό πάνω στο οποίο χτίσθηκε αργότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία. 3
To Βυζάντιο, oi Βάραγγοι και oi Ρως
Οι επισκέπτες από την πέρα θάλασσα, πίνακας του Νίκολας Ρέριχ
Οι Βάραγγοι είναι το όνομα που δόθηκε από τους Βυζαντινούς και τους ανατολικούς Σλάβους στον λαό των Βίκινγκ που κατευθύνθηκε ανατολικά. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ρωσίας αφού μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα δημιούργησαν και εξουσίαζαν το πρώτο μεσαιωνικό κράτος των Ρως και συγκρότησαν τη βυζαντινή αυτοκρατορική φρουρά με σημαντική ισχύ μέχρι τον 13ο αιώνα. Ο ρόλος των Βαράγγων στη ρωσική ιστορία υπήρξε τόσο κομβικός, που ακόμα και το όνομα "Ρωσία" είναι βαραγγικό και όχι σλαβικό. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο. Αρχικά ο χαρακτήρας των Βαράγγων ήταν πολεμικός, όπως των Βίκινγκ συγγενών τους. Κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Δανίας και Σουηδίας, χωρίς να αναπτύξουν αξιόλογο πολιτισμό. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζονται κατά τα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να μετακινούνται προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά ιδρύοντας τις δικές τους πόλεις πάνω στις εμπορικές οδούς του Δνείπερου και του Βόλγα.
Χάρτης που δείχνει τις μεγάλες εμπορικές
διαδρομές
των
Βαράγγων: η διαδρομή του εμπορίου
του
Βόλγα
(με
κόκκινο χρώμα) και η εμπορική διαδρομή των Βαράγγων προς στους Έλληνες (σε μωβ). Άλλες εμπορικές οδοί των αιώνων 8ου-11ου
εμφανίζεται
με
πορτοκαλί χρώμα.
4
Σύμφωνα με τη Νορμανιστική θεωρία οι Ρως ήταν ένα από τα πολλά βαραγγικά φύλα, όμως κατά την περίοδο της εγκατάστασής τους στην ανατολική Ευρώπη κυριάρχησαν επί των ομοφύλων τους σε τέτοιο βαθμό που οι δύο ονομασίες έγιναν πρακτικά ταυτόσημες (Χαγανάτο των Ρως). Ακολούθως απέκτησαν τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής που εκτεινόταν από το Φινλανδικό Κόλπο έως το Μέσο Δνείπερο (ΒΝ) και από τα Καρπάθια μέχρι το Βόλγα (Δ-Α), εγκαθιδρύοντας το Κράτος των Ρως με πρωτεύουσα το Κίεβο (γι' αυτό και συχνά συναντάται η ονομασία Ηγεμονία του Κιέβου). Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό, την πρώτη γραπτή ρωσική ιστορία όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου: οι Βάραγγοι ήταν σκληροί πολεμιστές, που το έτος 6367 (859 μΧ) εισέπραξαν φόρο υποτέλειας από τα φιννικά και σλαβικά φύλα της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας. Το 862 οι υποτελείς εξεγέρθηκαν και τους εξεδίωξαν, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους! Τότε κάλεσαν το βασιλιά Ρούρικ και τους αδελφούς του Τρούβορ και Σινέα, αρχηγούς της βαραγγικής φυλής Ρως - τους προσέφεραν γη και ύδωρ, υπό τον όρο ότι θα έπαιζαν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές τους και θα διασφάλιζαν την ειρήνη. Οι Ρως δέχθηκαν την πρόταση, και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς τους στη Λάντογκα και στην περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ.
Η Πρόσκληση των Βαράγγων: ο Ρούρικ και τα αδέρφια του, φτάνουν στη Στάραγια Λαντόγκα.
Οι ιστορικοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Ρούρικ και την ακρίβεια των παραπάνω ημερομηνιών, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με αυτές των εγκυρότερων βυζαντινών πηγών και των Μπερτινιανών Χρονικών - ειδικά στα τελευταία μαρτυρείται η συνάντηση κάποιων Βίκινγκ που ονομάζονταν Ρως και κατοικούσαν ανατολικά της Βαλτικής με το φράγκο Λουδοβίκο Α΄ το 839, είκοσι δηλαδή χρόνια πριν την άφιξή τους κατά το Πρώτο Χρονικό. Η επιστημονική έρευνα κατατείνει στο ότι η εγκατάσταση των Βαράγγων στα σλαβικά εδάφη έγινε σταδιακά μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα με προγεφύρωμα το Χαγανάτο που 5
εκτεινόταν στη σημερινή ΒΔ Ρωσία, δηλ. έναν αιώνα νωρίτερα απ' ό,τι αναφέρει το Πρώτο Χρονικό. Η πλήρης κυριαρχία τους και η ίδρυση του Κράτους των Ρως, που ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής υπεροχής και της ηγεμονίας τους στο εμπόριο, τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα. Στο νέο κράτος η στρατιωτική και διοικητική αριστοκρατία ήταν βαραγγική και αποκαλούνταν Ρουρικίδες, δηλ. παιδιά του Ρούρικ, ενώ η σύνθεση του απλού λαού κυρίως σλαβική. Αφού σταθεροποίησαν την ηγεμονία τους, οι Ρως προσπάθησαν να μιμηθούν τους πλουσιότερους και πιο ανεπτυγμένους νότιους γείτονές τους, τους βυζαντινούς: εισήγαγαν το χριστιανισμό (μαζί με το γάμο του Βλαδιμήρου του Κιέβου με τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα) και είχαν μόνιμες οικονομικές και πολιτιστικές επαφές με την Πόλη. Γρήγορα όμως, οι Βάραγγοι αφομοιώθηκαν στο πολιτισμικό επίπεδο από το πληθυσμιακά υπέρτερο σλαβικό στοιχείο. Αν και παρέμειναν η άρχουσα τάξη του κράτους, η εθνική τους συνείδηση σταδιακά έγινε σλαβική. Η γλώσσα τους εξαφανίσθηκε το 13ο αιώνα. Αντίθετη με τα παραπάνω είναι η αντινορμανιστική θεωρία, η οποία πρωτοδιατυπώθηκε το 19ο αι. κυρίως από Σλάβους ιστορικούς. Σύμφωνα με αυτήν, οι Ρως ήταν σλαβικό φύλο και οι Βάραγγοι απλοί μισθοφόροι. Δέχεται ότι κάποιοι από τους Βαράγγους ανέλαβαν ανώτερα αξιώματα λόγω της ικανότητάς τους στον πόλεμο, αλλά τίποτα πέραν τούτου. Γενικά πάντως η ιστοριογραφία καταγράφει την άποψή τους ως λανθασμένη και συνδεδεμένη με τον πανσλαβισμό, κυρίαρχη ιδεολογία στο σλαβικό κόσμο κατά το 19ο αιώνα.
Οι Βάραγγοι στο Βυζάντιο Πριν ακόμα κυριεύσουν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ρωσία, οι Βάραγγοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους βυζαντινούς, οι οποίοι τους ονόμαζαν επίσης Αβαρυάγους. Το 839 ο αυτοκράτορας Θεόφιλος στρατολογεί κάποιους ως μισθοφόρους, και από τότε ξεκινά μια σχέση αγάπης και μίσους. Άλλοτε υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, άλλοτε επέδραμαν ως εχθροί. Μεταξύ 860 και 1043 έχουν καταγραφεί επτά εκστρατείες των Ρως εναντίον της Κωνσταντινούπολης - καμία από αυτές δεν ήταν νικηφόρα αφού οι βυζαντινοί υπερτερούσαν στρατιωτικά, τόσο σε στρατό όσο και εξοπλισμό, ιδιαίτερα με το υγρό πυρ. Εμμέσως όμως οι Ρως αποκόμιζαν κάποια οφέλη από την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών που συνόδευαν τις συνθήκες ειρήνης. Το 949 Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρετούν στο στρατό του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της Κρήτης. Συμπεριλαμβάνονται επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρία το 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς.
6
Το 988 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ (Βουλγαροκτόνος) ζήτησε βοήθεια από το Βάραγγο ηγεμόνα Βλαδίμηρο για να υπερασπισθεί το θρόνο του από το σφετεριστή Βάρδα Φωκά. Ο Βλαδίμηρος έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών και σαν αντάλλαγμα έλαβε την Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα - άλλη μία σύζυγος, ανάμεσα σε δεκάδες συζύγους και οκτακόσιες παλλακίδες. Το εκστρατευτικό σώμα αποβιβάσθηκε στη Χρυσούπολη και συνέτριψε τα στρατεύματα των στασιαστών. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό στη θέα των Βαράγγων πολεμιστών, πέθανε επί τόπου και ο στρατός του τράπηκε σε φυγή. Σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής ήταν απίστευτη η αγριότητα των Βαράγγων, οι οποίοι καταδίωκαν τους πολεμιστές του Φωκά και διασκέδαζαν κόβοντάς τους κομματάκια.
H Βαραγγική Φρουρά στο Χρονικό του Ι. Σκυλίτζη
Η δυσπιστία του Βασιλείου προς τους ντόπιους στρατιώτες, οι δεσμοί που δημιούργησε με το Κίεβο (και επιβεβαιώθηκαν με τον εκχριστιανισμό των Ρως) αλλά και η αποδεδειγμένη αξιοπιστία των Βαράγγων μισθοφόρων, οδήγησε τον αυτοκράτορα στη δημιουργία ειδικού τάγματος σωματοφυλάκων που αποκαλέστηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά. Με το πέρασμα των χρόνων, οι επόμενοι αυτοκράτορες στρατολογούσαν νέους μισθοφόρους και από άλλους βίκινγκ λαούς Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί. Σε αυτούς προστέθηκαν και Αγγλοσάξονες πρόσφυγες, μετά τη νορμανδική εισβολή στην Αγγλία. Σε αντίθεση με τους βυζαντινούς στρατιώτες, που ήταν συνήθως επιρρεπείς σε πραξικοπήματα βάσει προσωπικών φιλοδοξιών των στρατηγών, η Βαραγγική Φρουρά είχε το χαρακτηριστικό της απόλυτης πίστης στο θρόνο και όχι στα πρόσωπα. Κύριο όπλο της ήταν το μακρύ τσεκούρι, αλλά ήταν καλή και στη χρήση του σπαθιού και του τόξου. Ίσως οι αναφορές στη μέχρι θανάτου πίστη της Βαραγγικής Φρουράς στο θρόνο να είναι υπερβολικές. Έχει καταγραφεί μέχρι και συμμετοχή της σε πραξικόπημα το 1071, 7
όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε από τον Τουρκμένο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο θετός γιος του αυτοκράτορα Ιωάννης Δούκας. Αυτός χώρισε τους Βαράγγους σε δύο τμήματα - ένα πήγε στο παλάτι και ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα το Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (Παραπινάκη), και το άλλο συνέλαβε την Ευδοκία, σύζυγο του Ρωμανού. Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Ήταν παρόντες στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, ενώ κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) ήταν το μόνο τμήμα του στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του.
Βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία Δεν είναι λίγες οι ευρωπαϊκές χώρες που υιοθέτησαν την Ορθοδοξία από το Βυζάντιο και δέχτηκαν έτσι ως θεμέλιο της φιλολογικής και πνευμα- τικής τους πολιτιστικής παράδοσης ολόκληρη τη βυζαντινή λειτουργία μετα- φρασμένη στα σλαβικά, καθώς και την ιδέα μιας οικουμενικής Αυτοκρατορί- ας που μερίμνα για την ενότητα της Χριστιανοσύνης. Απ' όλες αυτές τις χώρες, μόνο η Ρωσία έμεινε απρόσβλητη από την τουρκική κατάκτηση. Από την ιστορική σκοπιά, επομένως, το πρόβλημα του «Βυζαντίου μετά το Βυζάντιο» είναι διαφορετικό για τη Ρωσία σε σχέση με τα άλλα βαλκανικά κράτη. Ο εκχριστιανισμός της πριγκίπισσας Όλγας (957), και αργότερα του εγγονού της Βλαδίμηρου (988-989), στάθηκε η απαρχή ώστε η «γη των Ρως », που εκτεινόταν από τα Καρπάθια όρη μέχρι τον Βόλγα και από το Νόβγκοροντ μέχρι τις στέπες που κατοικούνταν από τους Χαζάρους και τους Πετσενέγους, να γίνει μέρος της «Βυζαντινής Κοινοπολιτείας», χωρίς όμως και να καταστεί ποτέ τμήμα της Αυτοκρατορίας. Οι Ρώσοι πρίγκιπες αναγνώριζαν την οικουμενική και ηθική υπεροχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα της Ανατολής, όχι όμως και την πολιτική του ανωτερότητα. Παρ' όλα αυτά, η Εκκλησία της Ρωσίας ήταν διοικητικά εξαρτημένη από το Βυζάντιο για αιώνες, από το 988 μέχρι το 1448. Ο μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας ήταν κατά κανόνα Έλληνας και διοριζόταν πάντοτε από την Κωνσταντινούπολη. Μόνο κατά την ύστερη περίοδο -δηλαδή τον 13ο και 14ο αιώνα- υπήρξε ομαλή εναλλαγή Ελλήνων και Ρώσων στην κεφαλή της Εκκλησίας οι Ρώσοι υποψήφιοι όμως έπρεπε να ταξιδέψουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να ενθρονιστούν μητροπολίτες. Η Εκκλησία είχε μεγάλη αίγλη και επιρροή, επειδή αντιπροσώπευε το μόνο διοικητικό οικοδόμημα που υπερέβαινε τα όρια της χώρας. Πράγματι, η Ρωσία του Κιέβου ήταν διαμελισμένη σε εμπόλεμες ηγεμονίες. Αργότερα, μετά την ολέθρια κατάκτηση των Μογγόλων (12371240), οι νοτιοανατολικές ηγεμονίες έγιναν τμήμα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας με κέντρο το Πεκίνο, ενώ τα τμήματα που έγιναν αργότερα γνωστά ως Ουκρανία και Λευκορωσία περιήλθαν υπό λιθουανική και πολωνική κατοχή.
8
Η Κωνσταντινούπολη. Χειρόγραφο του Cristoforo Buondelmonti, 1420.
Από το Βυζάντιο στη Ρωσία Είναι γνωστό ότι ο Βυζαντινός Ελληνισμός από την εμφάνισή του στην «Πόρτα» Ανατολής και Δύσης, στο Βόσπορο, επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο, όπου μια υπερεθνική ιδέα συνέδεσε τους χριστιανικούς λαούς ή όσους επιζητούσαν να γίνουν χριστιανοί και στους οποίους ο βυζαντινός Αυτοκράτωρ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρείχαν παγκόσμια ηγεσία, έστω κι αν ο καθένας από τους λαούς αυτούς ήταν πολιτικά και οικονομικά ανεξάρτητος. Τα Κανονικά Κείμενα, που εδραιώνουν το κύρος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι σαφέστατα· «Τον με τοι της Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής…δια το είναι αυτών Νέαν Ρώμην» . Σαφώς τα προνόμια της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως βασίζονται στην αρχή της παραλληλίας ανάμεσα στην πολιτική και εκκλησιαστική οργάνωση της Χριστιανικής Οικουμένης και το κύρος του Πατριάρχη προερχόταν από το ότι ήταν ο Επίσκοπος της αυτοκρατορικής Πρωτεύουσας, «κοινός πατήρ και διδάσκαλος πάσης της Οικουμένης». Στην «Επαναγωγή» γνωστή νομική επιταγή της μακεδονικής περιόδου, ο μέγας Φώτιος επικυρώνει τον πόλο του Πατριάρχη ως «Εικών ζώσα του Χριστού». «Ο Κωνσταντινουπόλεως θρόνος βασιλεία επικοσμηθείς ταις συνοδικαίς ψήφοις πρώτος ανερήθη». Από τότε, που ήλθε η Πρεσβεία των Ρως στην Βασιλεύουσα, ο βυζαντινός αυτοκράτωρ έθεσε μαζί με την Εκκλησία τις ενέργειές του σ’ ένα κατάλογο υψηλών προτεραιοτήτων της εξωτερικής θρησκευτικής πολιτικής. Έχοντας οι βυζαντινοί συγκρατήσει αποτελεσματικά Άραβες και άλλους επιβουλείς και έχοντας υπερνικήσει την μεγάλη εσωτερική κρίση της Εικονομαχίας, κάτω από την άξια και ένδοξη Μακεδονική Δυναστεία (867-1056) ξεκίνησε μια σταθερή και θεαματική εξάπλωση στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης και εκείνες των Ρώς. Αφού η ηγεμονία του Κιέβου ασπάστηκε τον χριστιανισμό ως θρησκεία του Κράτους, η επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού πάνω στη Ρωσία έγινε καθοριστικός παράγων του Ρωσικού πολιτισμού. «Αυτός καθ’ εαυτόν ο βαθμός και ο χαρακτήρας της επίδρασης πρέπει να κατανοηθεί κάτω από το φως των εξής κύριων συστατικών που η 9
σύνθεσή τους καθόριζε τη ζωή της βυζαντινής κοινωνίας, στην ελληνική φιλολογική κληρονομιά και στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, χωρίς αυτά τα ουσιαστικά στοιχεία ο βυζαντινός τρόπος ζωής στους Ρώσους θα ήταν αδιανόητος», γράφει ο εκ των κορυφαίων βυζαντινολόγων G. Ostrogorsky. Οι επαφές που τόσο ζωντανά περιγράφει ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος στο De administrando Imperio απόκτησαν μια εντελώς νέα σημασία όταν η Ρωσία δέχτηκε από το Βυζάντιο τη θρησκευτική της πίστη, την εκκλησιαστική ιεραρχία, τη φιλολογία σε μετάφραση, την τέχνη, την πνευματική της ιδεολογία, την προβολή του «Αγίου» ως αξία και σκοπό της ζωής, την αξιόλογη συγγραφική και κοινωνική δράση των Πατέρων της Εκκλησίας, τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Ιεροεξεταστές, συγχωροχάρτια και παποκαισαρικές τρομοκρατίες δεν θα βρούμε στο Βυζάντιο. Όποιες κι αν είναι οι σκιές στην ιστορία του, το Βυζάντιο έχει βγάλει χώρες από την βαρβαρότητα και έχει διδάξει την εκλέπτυνση των ηθών. «Για χίλια τόσα χρόνια» υποστηρίζει ο αντικειμενικός και ακριβοδίκαιος Ρώσος βυζαντινολόγος καθηγητής πατήρ Ιωάννης Meyendorf, «η Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο ενός κόσμου πνευματικού φωτός». Το Βυζάντιο ασκούσε πάνω σε όλους τους Σλάβους μια μαγεία, που κανένα χριστιανικό κέντρο της Δύσης δεν μπορούσε να συναγωνιστεί. Η Πριγκίπισσα Όλγα του Κιέβου, μητέρα του Σβιατοσλάβου ασπάστηκε αμέσως τον Χριστιανισμό. Σε μια επίσκεψή της στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτή με τιμές από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ (957). Ο εγγονός της Βλαδίμηρος, γιος του Σβιατοσλάβου, ακολούθησε το παράδειγμά της. Όχι μόνο βαφτίστηκε ο ίδιος προσωπικά, αλλά έκανε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Ρωσίας. Ο Βλαδίμηρος έγινε και γαμπρός του Βασιλείου του Β΄ παίρνοντας σύζυγό του την Άννα αδελφή του βυζαντινού αυτοκράτορα. Παρά τις άστοχες, ανιστόρητες και κακόβουλες θέσεις μερικών «ιστορικών», η προσέλευση των Ρώσων και λοιπών Σλάβων στον Χριστιανισμό και τα δόγματα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής των ίδιων. Στο ρωσικό «Πρωινό Χρονικό», που γράφτηκε στο Κίεβο τον 11ο αιώνα -κύρια πηγή ιστορικής μνείας για την ύπαρξη της Ρωσίας ως έθνος- γενεές Ρώσων διάβαζαν την έκθεση των απεσταλμένων του Βλαδίμηρου στην Κωνσταντινούπολη. Αφού παρακολούθησαν την Ορθόδοξη βυζαντινή Θεία Λειτουργία στον Ι. Ναό της του Θεού Σοφίας, μετέφεραν στον Βλαδίμηρο οι Πρέσβεις τις εντυπώσεις τους· «Μας οδήγησαν σε κτίρια όπου λάτρευαν το Θεό τους -εννοούν την Μεγάλη Εκκλησία της Αγ. Σοφίας- και δεν γνωρίζουμε αν ήμασταν στον Ουρανό ή στην γη. Επειδή στην γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και τέτοια ομορφιά και είμαστε σε αμηχανία πώς να την περιγράψουμε. Γνωρίζουμε μόνο ότι εκεί ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους». Έτσι ο φιλομαθής φιλόθεος και φιλάγιος ιερός Φώτιος πέτυχε, με την ιεραποστολή της Μοραβίας και το έργο των μαθητών -φίλων του Κυρίλλου και Μεθοδίου- οι Ρώσοι να μη αντιμετωπίσουν γλωσσικό φραγμό και να ασπασθούν αμέσως τον Ορθόδοξο Βυζαντινό χριστιανισμό, που διευρύνθηκε γρήγορα όχι μόνο στους Σλάβους της Βαλκανικής, αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη μέχρι τον Αρκτικό Ωκεανό, διατηρώντας την οικουμενική σημασία του. 10
Δεχόμενοι οι Ρώσοι την Βυζαντινή Ορθοδοξία έμαθαν καλά από τους ΈλληνεςΡωμιούς-Βυζαντινούς ότι τα δόγματα είναι δυνατόν να εκφρασθούν με λειτουργικό κάλλος, με μουσική, με ψηφιδωτά και αγιογραφίες. Τις πλευρές αυτές των Βυζαντινών οι Ρώσοι του Κιέβου τις αγάπησαν και τις ανέπτυξαν. Ο Καθεδρικός Ναός που έκτισε ο Ιαροσλάβος στο Κίεβο, το λαμπρό αυτό μνημείο βυζαντινής τέχνης, αφιερώθηκε στην «Αγία Σοφία» και διακοσμήθηκε από τους καλύτερους Έλληνες δασκάλους του είδους, που ήταν δυνατόν να βρεθούν (1037-1046). Η «Μονή των Σπηλαίων» στο Κίεβο, υιοθέτησε το τυπικό της Μονής του Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ρώσοι έγιναν καλοί μαθητές στις όψεις εκείνες της Χριστιανικής Πίστης, που απαιτούν διαισθητική εμπειρία της αλήθειας και της ομορφιάς. Και εφόσον στον χριστιανισμό της Ανατολής η εικονογράφηση και η τιμή των Αγίων Εικόνων προϋποθέτει πολύ σωστά την θεολογία της ενανθρωπίσεως του Σωτήρος, η επιτυχής αυτή εισαγωγή βυζαντινής Τέχνης είχε παραπάνω από αισθητική σημασία. Ο θρίαμβος του «Παλαμισμού» στο Βυζάντιο δημιούργησε έργα λαμπρά στην ορθόδοξη ρωσική ψυχή. Ο Θεοφάνης ο Έλληνας υπήρξε στενός φίλος του Επιφανίου του Σοφού, του συγγραφέα του Βίου του αγίου Σεργίου. Ο Επιφάνιος επαινεί τον Θεοφάνη για το πνευματικό, μεταφυσικό ύφος του. «Όχι μόνο δεν υπάρχει ασυμβίβαστο στις θέσεις του Γ. Παλαμά», γράφει ο Ρώσος ιστορικός της βυζαντινής τέχνης Μ. Alpatov, «την τέχνη του Θεοφάνη του Έλληνα και του Andrej Rubljov, αλλά σαφώς καλλιτέχνες, θεολόγοι, αγιογράφοι και μοναχοί Έλληνες και Ρώσοι βαπτίζονταν και ανήκαν στο ίδιο καλλιτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον». Αλλά και στο κοινωνικό πεδίο, οι Ρώσοι πολιτικοί ηγέτες, μετά τον εκχριστιανισμό τους, έμειναν αφοσιωμένοι στο Βυζάντιο και επιζητούσαν να γίνουν γαμπροί του Βυζαντίου. Ο νεώτερος γιος του Ιαροσλάβου ήθελε επίμονα να γίνει «βυζαντινός», γι’ αυτό και παντρεύτηκε την κόρη του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου (1046). Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Βλαδίμηρος, που θα παίξει σπουδαίο πνευματικό ρόλο στο Κίεβο και θα γίνει το σύμβολο της βυζαντινής αυτοκρατορικής κληρονομιάς στη Ρωσία. Μια πρόσφατη δήλωση του πατρός Τύχωνος, λαμπρού θεολόγου στην Ιερά Μονή Σρίτενσκυ στη Μόσχα αξίζει να αναφερθεί ως κατακλείδα αυτής της περιληπτικής ιστορικής αναδρομής, γιατί δείχνει κατάδηλα αυτό το δεσμό Βυζαντίου και Ρωσίας. «Ο ρωσικός ορθόδοξος λαός, παρά τους φοβερούς διωγμούς, που υπέστη από τους άθεους δεν απώλεσε την πίστη του, δεν πρόδωσε την Ορθοδοξία, που έλαβε από το Βυζάντιο πριν χίλια χρόνια». Αυτό αποδείχνεται στη ζωή και το έργο του κορυφαίου σύγχρονου αγίου και λαμπρού επιστήμονος καθηγητού της χειρουργικής, αρχιεπισκόπου Λουκά Συμφερουπόλεως, του οποίου η μνήμη εορτάζει κατ’ αυτάς κάθε ορθόδοξη ψυχή.
Οι σχέσεις του Βυζαντίου με τη Ρωσία ως τον 14ο αιώνα Στο ιστορικό προσκήνιο του Βυζαντίου το όνομα Ρως εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε δυτική πηγή του 839, όταν μαζί με πρεσβεία του αυτοκράτορα Θεοφίλου προς το Λουδοβίκο τον Ευσεβή ταξίδεψαν και Ρως εφοδιασμένοι με επιστολή του Θεοφίλου. Όμως, σε βυζαντινές πηγές αναφέρονται για πρώτη φορά με αφορμή τη ρωσική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη του 869, όπου και παρουσιάζονται ως έθνος βάρβαρο και απολίτιστο. Ο κίνδυνος, τον οποίον εκπροσωπούσαν, οδήγησε σε προσπάθεια προσεταιρισμού τους δια της θρησκευτικής διπλωματίας. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη 11
Φώτιο, λίγο μετά την επίθεση πρεσβευτές των Ρως ζήτησαν να βαπτισθούν, όπως και έγινε. Η πρώτη προσπάθεια εκχριστιανισμού των Ρώσων δεν οδήγησε στον εκχριστιανισμό όλου του ρωσικού λαού. Όμως, αυτοί οι πρώτοι δεσμοί που δημιουργήθηκαν δεν εξέλειψαν ποτέ ολοκληρωτικά αφού μια χριστιανική κοινότητα, έστω και ολιγάριθμη, επεβίωσε τουλάχιστον στο Κίεβο. Ο τελικός εκχριστιανισμός πραγματοποιήθηκε επί του ηγεμόνα Βλαδίμηρου το 988. Σημαντικό στοιχείο που συνέβαλε στον εκχριστιανισμό των Ρως ήταν ο γάμος του Ρώσου ηγεμόνα με την πορφυρογέννητη αδερφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Άννα αλλά και ο θαυμασμός των Ρώσων για τη λειτουργική και λατρευτική γενικότερα ζωή των Βυζαντινών.
Η Βάπτιση των Ρώσων
Μολονότι ο Βλαδίμηρος και οι διάδοχοί του ήταν ανεξάρτητοι απ’ το βυζαντινό έλεγχο σε πολιτικά θέματα, ο εκχριστιανισμός των Ρώσων αποτέλεσε την έναρξη μιας νέας πνευματικής και πολιτιστικής στροφής του λαού και του κράτους. Ήδη ο Φώτιος τον 9ο αιώνα αναφέρει ότι οι Ρώσοι, αφού βαπτίσθηκαν, έγιναν «υπήκοοι και φίλοι» του Βυζαντίου, πως στο εξής θα υπάγονταν στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί και θα αναγνώριζαν το κύρος του αυτοκράτορα, ως του επικεφαλής όλου του χριστιανικού κόσμου. Οι Ρώσοι ηγεμόνες αναγνώριζαν ότι ο αυτοκράτορας, ως κεφαλή της Χριστιανικής Κοινότητας, κατείχε μια ιδεολογική δικαιοδοσία επί της Ρωσίας. Ήταν μέλη της ιδεατής οικογένειας των ηγεμόνων επί της οποίας προΐστατο ο αυτοκράτορας με μια διπλή ιδιότητα, του paterfamilias και του αντιπροσώπου του Θεού. Η πίστη των Ρώσων προς την αυτοκρατορία διασφαλιζόταν κυρίως μέσω των μητροπολιτών του Κιέβου, οι οποίοι ουσιαστικά αντιπροσώπευαν και την πνευματική εξουσία του πατριάρχη αλλά και τα συμφέροντα του αυτοκράτορα. Τα δεδομένα όμως που ίσχυαν απ’ τα τέλη του 10ου αιώνα μεταβλήθηκαν ριζικά κατά το 13ο αιώνα. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Σταυροφόρους το 1204 και η κατάκτηση των ρωσικών πριγκιπάτων από τους Μογγόλους του Μπακού στο διάστημα 1237-1240 (εγγονού του Τζενγκίς Χαν) επηρέασαν τις βυζαντινό-ρωσικές σχέσεις τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα. Το άμεσο αποτέλεσμα των γεγονότων 12
αυτών ήταν η χαλάρωση των σχέσεών τους. Όμως, ποτέ δεν εξέλειψαν πλήρως και έτσι έγινε δυνατή η αναβίωσή τους στα τέλη του 13ου και στον 14ο αιώνα. Επιπλέον, οι εξελίξεις που πυροδότησαν μετέβαλαν σε μεγάλο βαθμό και τα ίδια τα κράτη και τη φύση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Όσον αφορά το Βυζάντιο, πρέπει να τονίσουμε πως μέχρι το 1204 στο επίκεντρο των διπλωματικών σχέσεων βρισκόταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος ως ο απεσταλμένος του Θεού είχε μια ιδεατή επικυριαρχία στο χριστιανικό κόσμο και ως εκ τούτου στη Ρωσία. Όμως, μετά το 1261 (και ειδικά μετά το 1282) το βυζαντινό κράτος έγινε ένα παρηκμασμένο βαλκανικό κράτος, που επεδίωκε απλώς την επιβίωσή του απ’ την αυξανόμενη επιθετικότητα των εκάστοτε εχθρών του. Έτσι, κύριος φορέας διπλωματικής δραστηριότητας έγινε το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, ενώ η αυτοκρατορική εξουσία δεν μπόρεσε να ακολουθήσει ξανά στην Ανατολική Ευρώπη μια ηγεμονική πολιτική με πολιτικά και διπλωματικά μέσα. Ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης ήταν ο πνευματικός ηγέτης όλων των Χριστιανών και ο κύριος εκπρόσωπος της αυτοκρατορικής ηγεμονικής παράδοσης. Στους ύστερους αιώνες λειτουργούσε ως η ενοποιητική δύναμη των Ορθόδοξων πληθυσμών. Ήταν αυτός που εκδηλώνοντας τη νομιμοφροσύνη του στον αυτοκράτορα ενίσχυε τη φήμη του και εξασφάλιζε το σεβασμό στο πρόσωπό του, αφού «δεν είναι δυνατό οι Χριστιανοί να αποδέχονται την Εκκλησία και να μην αποδέχονται την αυτοκρατορία, γιατί Εκκλησία και αυτοκρατορία έχουν μια μεγάλη ενότητα και ταυτίζονται, ούτε είναι δυνατό να χωρισθούν η μία απ’ την άλλη». Όλοι οι πληθυσμοί που βρίσκονταν υπό την πνευματική εξουσία του πατριάρχη, αν και δεν ήταν όλοι πολίτες του βυζαντινού κράτους, ήταν δυνητικά υπήκοοι του αυτοκράτορα. Μολονότι λοιπόν το Πατριαρχείο φαίνεται να ασκεί ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, σε καμία περίπτωση δε δρα αποσχιστικά αλλά ως ένας ισοδύναμος και ανεξάρτητος φορέας που φροντίζει για τη διασφάλιση του κύρους και της επιβίωσης της Αυτοκρατορίας. Σημαντικό ρόλο για την ενίσχυση του ρόλου του Πατριαρχείου, πέρα απ’ την αδυναμία και συρρίκνωση του κράτους, είχε και το γεγονός πως στον πατριαρχικό θρόνο αναδεικνύονταν απ’ τα μέσα του 14ου αιώνα πατριάρχες απ’ τον κύκλο των Ησυχαστών, οι οποίοι σε διοικητικό επίπεδο πρέσβευαν τη μεγαλύτερη ανεξαρτησία της Εκκλησίας απ’ την αυτοκρατορική πολιτική, τη διατήρηση του εκκλησιαστικού ελέγχου σε υπερεθνικό επίπεδο και συγκεκριμένα στην Ανατολική Ευρώπη και τη διατήρηση του πρωτείου του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Οι επικεφαλής του Πατριαρχείου έγιναν πλέον οι μοναδικοί πρεσβευτές και προστάτες της Βυζαντινής Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας στην Ανατολική Ευρώπη. Απ’ την άλλη, η μογγολική κατάκτηση της Ρωσίας υπήρξε σίγουρα συμφορά για τη Ρωσία και πολιτική ταπείνωση για τους ηγεμόνες της. Όμως, είναι αποδεκτό πως οι κατακτητές άφησαν άθικτη την πολιτική οργάνωση της χώρας ως συνόλου και εδραίωσαν μια κυριαρχία βασισμένη στο φόρο υποτέλειας, τον οποίο οι ηγεμόνες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν. Οι κατακτητές επίσης επεφύλασσαν προνομιακή μεταχείριση στην Εκκλησία και την απάλλαξαν από τους φόρους. Η πολιτική των Μογγόλων είχε ως κίνητρο όχι μόνο την αρχή της θρησκευτικής ανοχής, η οποία τους χαρακτήριζε, αλλά και τις επιδιώξεις τους για σημαντικές διεθνείς επαφές και αναγνώριση. Οι φιλικοί δεσμοί που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στη Χρυσή Ορδή και την Κωνσταντινούπολη είχαν άμεσες συνέπειες στη Ρωσία, που ήταν κάτω από τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο των Τατάρων και υπό την εκκλησιαστική διοίκηση του βυζαντινού Πατριαρχείου. Οι δεσμοί αυτοί εξηγούν πολλά στοιχεία της μετέπειτα εκκλησιαστικής 13
πολιτικής στη Ρωσία και κυρίως την προσπάθεια να διατηρήσει την ενότητα της εκκλησιαστικής διοίκησης στη Ρωσία κάτω από ένα μοναδικό μητροπολίτη με έδρα σε έδαφος κατεχόμενο από τους Μογγόλους και όχι απ’ άλλους ηγεμόνες (π.χ. της Λιθουανίας). Όμως, δε θα πρέπει να θεωρήσουμε πως οι Ρώσοι έβλεπαν την Εκκλησία ως σύμμαχο των μισητών Τατάρων, αλλά μάλλον ως προσφυγή απ’ την αυθαίρετη διοίκηση των εισβολέων. Ήταν το απτό στοιχείο για τη διατήρηση της Χριστιανικής κοινότητας και ένας απ’ τους κυριότερους λόγους διατήρησης των σχέσεων με την Κωνσταντινούπολη. Όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό της ρωσικής επικράτειας μετά τη μογγολική κατάκτηση, πρέπει να τονιστεί ότι είχε διατηρηθεί η διάσπαση σε μια σειρά από ασήμαντα πριγκιπάτα ανεξάρτητα μεταξύ τους και υποταγμένα στη δύναμη της Χρυσής Ορδής. Όμως, όσο προχωράμε προς τα μέσα του 14ου αιώνα κυριάρχησαν δύο πολιτικές δυνάμεις που ανταγωνίζονταν για την κυριαρχία στην περιοχή: το δουκάτο της Λιθουανίας και η ηγεμονία της Μόσχας. Απ’ αυτούς τους σχηματισμούς η Μόσχα ήταν ο παραδοσιακός και αναμφισβήτητος ηγέτης των πριγκιπάτων της κεντρικής Ρωσίας και ενισχυόταν από την παρουσία του μητροπολίτη «πάσης Ρωσίας» στα εδάφη της, ενώ η Λιθουανία έχοντας επεκταθεί και σε παραδοσιακά ρωσικά εδάφη προβαλλόταν ως ο φύλακας της Ορθοδοξίας (αν και επίσημα οι ηγέτες τους δεν είχαν ασπαστεί τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό) απ’ την επέκταση του δυτικού Χριστιανισμού μέσω του κράτους της Πολωνίας και διεκδικούσε την ενοποίηση όλης της Ρωσίας υπό τον έλεγχό της μέσω της μόνης ενοποιημένης διοικητικής δομής, της μητρόπολης «πάσης Ρωσίας». Και οι δύο πλευρές ισχυρίζονταν πως εκπροσωπούσαν ένα «ρωσικό» κράτος και ότι αναγνώριζαν τη συμβολική επικυριαρχία και ηγεσία του Βυζαντίου. Η διαχείριση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης της διαμάχης για την ενοποίηση της Ρωσίας ήταν η μεγάλη πρόκληση που έπρεπε η πατριαρχική πολιτική να αντιμετωπίσει. Το δίλημμα που κυριαρχούσε σχετικά με τη Ρωσία ήταν το εξής: θα έπρεπε η εκκλησιαστική διοίκηση να διεξάγεται μέσω μιας ενιαίας μητρόπολης «πάσης Ρωσίας» (και αν ναι που θα βρισκόταν η έδρα της;) ή η μητρόπολη πάσης Ρωσίας θα έπρεπε να διασπαστεί σε δύο μητροπόλεις ανεξάρτητες μεταξύ τους; Το δίλημμα αυτό απετέλεσε το κορυφαίο ζήτημα της πατριαρχικής πολιτικής σχετικά με τη ρωσική Εκκλησία και για τον 14ο αιώνα η διαχείριση του ήταν κεφαλαιώδους σημασίας τόσο για τις εξελίξεις στη ρωσική επικράτεια αλλά και για το Βυζάντιο.
Παιδί του Βυζαντίου και η άφιξη της Βυζαντινής Άννας στους Ρως Η βασίλισσα των Ρως Όλγα εισέρχεται για πρώτη φορά στην Αγία Σοφιά και συγκλονισμένη γίνεται η πρώτη Χριστιανή του βασιλείου της από τον πατριάρχη Πολύευκτο. Η προσπάθειά της και ο αγώνας της να γνωρίσουν οι υπήκοοί της και κυρίως ο γιος της ο Σβιατοσλάβος τον Χριστιανισμό δεν ευδοκίμησε. Παρόλα αυτά προέβλεψε ότι η Ρωσία θα ακολουθήσει τον Χριστιανισμό και ότι δυστυχώς ο γιος της θα έχει τραγικό τέλος. Χρόνια μετά και ενώ η Αγία Όλγα είχε κοιμηθεί, ο εγγονός της, βασιλιάς των Ρως Βλαδίμηρος, κατάφερνε μετά από διπλωματικό μαραθώνιο να νυμφευθεί την αδερφή του Μεγάλου Αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης, Βασιλείου του Β', προσφέροντας στο βάρβαρο κράτος του ανυπέρβλητο πρεστίζ και κυρίως αυτό, που δεν κατάφερε να πετύχει η γιαγιά του η Αγία Όλγα, τη διάδοση και επικράτηση του Ευαγγελίου στην χώρα των Ρως! 14
Στο βιβλίο του Κ. Κυριαζή, "Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος" διαβάζουμε τα παρακάτω.. ..Είχε αχνοφανεί στο ορίζοντα η Χερσώνα (Κριμαία), όταν ο πρωτοκάραβος έστειλε σπαθάριο να ειδοποιήσει την Άννα ότι στόλος ολόκληρος από μικρά πλεούμενα των Ρως ερχόταν να την προϋπαντήσει. Ντύθηκε η Άννα, φόρεσε το βαρύ χρυσοκέντητο φόρεμά της και με όλη την ακολουθία της ανέβηκε πάνω στο ξυλόκαστρο (του πλοίου). Χρύσισε, λαμπύρισε, γέμισε ασήμια και πολύτιμες πέτρες το κατάστρωμα, καθώς η ακολουθία της, κατεπάνω, τουρμάρχες, ιερωμένοι και πατρικίες, πήραν την σειρά τους. Η Άννα ήταν σοβαρή και αμίλητη, όπως πάντα. Κοιτούσε εμπρός την Χερσώνα, χωρίς να την βλέπει. Ο νους της ήταν αλλού: στη Βασιλεύουσα, στο Ιερό Παλάτιο. Δεν είδε τα μικρά πλεούμενα που, στολισμένα με πολύχρωμα φλάμπουρα, έρχονταν, σε δύο γραμμές, να ενωθούνε με το δρόμωνα και τα χελάνδια που μας ακολουθούσαν. Δεν είδε, ούτε άκουσε τις άναρθρες κραυγές που μπήξανε τα τσούρμα των Ρως, όταν ζύγωσαν το καράβι μας. Και φώναζαν οι Ρως, και χτυπούσαν κύμβαλα, και φυσούσαν σε βούκινα και σε σάλπιγγες, και ούρλιαζαν, και κουνούσαν τα χέρια τους, τα όπλα τους, κι ανέμιζαν πολύχρωμα υφάσματα. Βάρβαρος λαός, βάρβαρα τα έθιμά τους... Πού η σοβαρότητα, πού το αυστηρό τυπικό της Αυλής του Βυζαντίου... Κοιτούσα συνεπαρμένη τα πλεούμενα, τους Ρως με τα παράξενα ρούχα, τα φλάμπουρά τους, όταν μέσα από τα καράβια τους ξεχώρισα ένα, γιατί ήταν το μεγαλύτερο και το ψηλότερο, γιατί τα κουπιά του ήταν βαμμένα κόκκινα ζωηρά, γιατί χρύσιζαν στις άκρες τους. Ερχόταν γραμμή απάνω μας.
Η βασίλισσα των Ρως Όλγα εισέρχεται για πρώτη φορά στην Αγία Σοφιά
Η Σύνοδος της Φλωρεντίας και η άλωση του Βυζαντίου: Ο απόηχός τους στη Ρωσία Η ισχνή Βυζαντινή Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων (1261-1453) δεν ήταν από μόνη της ικανή να επηρεάσει τις εξελίξεις στη Ρωσία, αλλά ασκούσε έμμεση επιρροή μέσω των διπλωματικών δεσμών που είχε με τους Μογγόλους χαγάνους (που ήταν εχθροί των Τούρκων) και μέσω της συμμαχίας της με τους Γενουάτες, που ήλεγχαν το εμπόριο με την ’πω Ανατολή δια μέσου του Ευξείνου Πόντου. Ο «άξονας» Μογγόλων Γενουατών-Βυζαντινών εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, τα διπλωματικά προνόμια που μέσω της Εκκλησίας παραχώρησε το Βυζάντιο στη μεγάλη ηγεμονία της Μόσχας, η οποία ξεκίνησε την πολιτική της άνοδο ως σύμμαχος των Μογγόλων. Οι θρησκευτικοί παράγοντες ωστόσο έπαιξαν κι αυτοί κάποιο ρόλο: οι δυτικές ηγεμονίες, που βρίσκονταν υπό πολωνική και λιθουανική κατοχή, ήταν περισσότερο επιρρεπείς στην πνευματική σαγήνη της λατινικής Χριστιανοσύνης. Γεγονός είναι ότι το 1386 Πολωνία και Λιθουανία, 15
με τον πολυάριθμο ορθόδοξο πληθυσμό τους, ενώθηκαν υπό το στέμμα ενός ρωμαιοκαθολικού βασιλιά. Νωρίτερα όμως κι από αυτή τη χρονολογία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε θεωρήσει πως η Ορθοδοξία ήταν πιο ασφαλής υπό την εξουσία των Μογγόλων και είχε υποστηρίξει τη μεταφορά της μητροπολιτικής έδρας από το Κίεβο στη Μόσχα. Κατά παράδοξο τρόπο, ενώ η Αυτοκρατορία συρρικνωνόταν ολοένα και περισσότερο, οι δεσμοί μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ρωσικού Μητροπολιτικού Θρόνου γίνονταν πιο στενοί. Αυτό οφειλόταν στη δραστηριότητα δυναμικών μητροπολιτών, όπως ο Κυπριανός (1375-1406), που ήταν Βούλγαρος και στενός φίλος και μαθητής του ησυχαστή πατριάρχη Φιλόθεου Κόκκινου, και ο Φώτιος (1408-1431), που ήταν Έλληνας από τη Μονεμβασία. Ο περίφημος κεντητός σάκκος του τελευταίου, μια επισκοπική δαλματική η οποία έφερε περίοπτες τις εικόνες του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Η' και του Μεγάλου Πρίγκιπα Βασιλείου Α' της Μόσχας με τις συζύγους τους, αντιπροσωπεύει σαφώς το πολιτικό και θρησκευτικό πρόγραμμα το όποιο είχε αποστολή να εκπληρώσει ως μητροπολίτης: να εξασφαλίσει τη συνεχή παρουσία της Ρωσίας ως μέλους της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας. Η αποστολή αυτή αποσαφηνίζεται αρκετά καθαρά στη συχνά μνημονευόμενη επιστολή του πατριάρχη Αντωνίου στον Βασίλειο Α', που γράφτηκε το 1393, λίγα χρόνια πριν από το διορισμό του Φωτίου: ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είναι αυτοκράτορας «των Ρωμαίων, δηλαδή όλων των χριστιανών, γιατί για τους χριστιανούς δεν είναι δυνατό να έχουν Εκκλησία και να μην έχουν αυτοκράτορα». Αλλά όπως πρόσθεσε ο πατριάρχης: «Οι χριστιανοί απορρίπτουν μόνο τους αιρετικούς αυτοκράτορες, αυτούς που μαίνονταν κατά της Εκκλησίας και εισήγαν δόγματα διεφθαρμένα και ξένα προς τη διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων». Όταν πέθανε ο μητροπολίτης Φώτιος (1431), οι βυζαντινές αρχές ήταν σοβαρά απασχολημένες με την ετοιμασία μιας ενωτικής Συνόδου, που είχε σκοπό να εξασφαλίσει άμεση δυτική βοήθεια για την αντιμετώπιση της τουρκικής προέλασης. Για να εξασφαλίσει τη ρωσική υποστήριξη και δέσμευση, ένας καλά εκπαιδευμένος διπλωμάτης, ο Ισίδωρος, διορίστηκε μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας, ενώ ο υποψήφιος του Μεγάλου Πρίγκιπα, ο επίσκοπος Ιωνάς του Ρυαζάν -που είχε κιόλας έρθει στην Κωνσταντινούπολη για να παραλάβει το διορισμό του- απορρίφθηκε μάλλον ταπεινωτικά (1437-1438). Η νομιμοφροσύνη της Ρωσίας απέναντι στο Βυζάντιο δεν κλονίστηκε. Ο Ισίδωρος πήρε χρήματα, καθώς και μια μεγάλη ακολουθία από τον Μεγάλο Πρίγκιπα Βασίλειο Β', τον «Τυφλό», και ταξίδεψε μέχρι τη Φλωρεντία για τη Σύνοδο, ως εκπρόσωπος του Ρωσικού Μητροπολιτικού Θρόνου. Διαβάζοντας κάποιους σύγχρονους Ιστορικούς της περιόδου, αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι ο Μοσχοβίτης Μέγας Πρίγκιπας περίμενε πως και πως την ευκαιρία να υποσκελίσει το Βυζάντιο και να αναλάβει τη θέση του αυτοκράτορα μιας «Τρίτης Ρώμης». Τα γεγονότα που αναφέραμε παραπάνω δεν συνηγορούν καθόλου υπέρ αυτής της άποψης. Η μεγάλη ηγεμονία βρισκόταν πάντοτε υπό μογγολική κυριαρχία. Είχε μόλις ξεπεράσει μια μακρά και αιματηρή δυναστική διαμάχη, κατά τη διάρκεια της όποιας ο Βασίλειος Β' τυφλώθηκε από έναν ανταγωνιστή του προτού να αναλάβει εκ νέου το θρόνο του. Η εθνική -και σχεδόν «μεσσιανική»- αυτοεπιβεβαίωση της Ρωσίας ήρθε αργότερα. Προέκυψε ως αντίδραση στη Φλωρεντία και στην ’λωση της Κωνσταντινούπολης που επακολούθησε, και μάλιστα επήλθε με αργό ρυθμό, χωρίς να 16
λάβει ποτέ τη μορφή μιας επίσημης translatio imperii από την Κωνσταντινούπολη στη Μόσχα. Ο Ισίδωρος επέστρεψε στη Μόσχα από τη Φλωρεντία το 1441, ως καρδινάλιος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αφού ταξίδεψε μέσο Ιταλίας, Ουγγαρίας και Πολωνίας. Οι Ρώσοι είχαν πληροφορηθεί και από τους αντιπροσώπους τους στη Φλωρεντία και από κύκλους της Κωνσταντινούπολης τα σχετικά με την αντίσταση του Μάρκου του Ευγενικού στις συνοδικές αποφάσεις και την αποκήρυξη μιας πλειοψηφίας Ελλήνων συμμετασχόντων που επακολούθησε. Η απόφαση του Μεγάλου Πρίγκιπα να απορρίψει τον Ισίδωρο δεν σήμαινε εξέγερση εναντίον του Βυζαντίου· βασιζόταν μάλλον στην προσμονή μιας ορθόδοξης ανασυγκρότησης στο Βυζάντιο. Σε μια επιστολή ενδεικτική του μεγάλου σεβασμού του προς τον πρόσφατα εκλεγμένο πατριάρχη Μητροφάνη -που υποστήριξε κατ' αρχήν τη Φλωρεντία, αλλά δεν ήταν σε θέση να διακηρύξει επίσημα την Ένωση των Εκκλησιών- ο Μέγας Πρίγκιπας ζήτησε την άδεια να εκλέξει μητροπολίτη σε ρωσικό έδαφος: «Ικετεύουμε την πανιερότατη μακαριότητα σας να εξετάσει τους ιερούς και θείους κανόνες της Ελληνικής Εκκλησίας [...] και να εγκρίνει ώστε να πραγματοποιηθεί ορισμός μητροπολίτη στην ίδια του τη χώρα». Καμία απάντηση δεν ήρθε, και οι Ρώσοι περίμεναν επτά χρόνια προτού να προβούν, το 1448, στον ανεξάρτητο διορισμό του Ιωνά του Ρυαζάν ως μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας, δηλαδή του υποψηφίου που είχε προηγουμένως απορριφθεί. Μέσα από μια επίσημη απονομή του τίτλου στον Ιωνά από το βασιλιά Κάζιμιρ Δ', ο διορισμός αναγνωρίστηκε ως νόμιμος όχι μόνο από τη Μοσχοβία αλλά και από τις επισκοπές που βρίσκονταν στην πολωνολιθουανική επικράτεια. Σε μια άλλη επιστολή που απευθύνεται το 1451 στον νέο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο (δεν υπήρχε πατριάρχης τη χρονιά εκείνη στην Κωνσταντινούπολη, αφού ο Ουνίτης κάτοχος του τίτλου, Γρηγόριος Μάμμας, είχε καταφύγει στη Ρώμη), ο Μέγας Πρίγκιπας υποσχέθηκε ότι, από τη στιγμή που θα υπάρξει ορθόδοξος πατριάρχης, «θα είναι καθήκον μας να του γράψουμε [...] και να του ζητήσουμε την ευλογία του σε όλα τα ζητήματα». Τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης που ακολούθησαν είναι πολύ γνωστά: η Ένωση κηρύχθηκε επίσημα στην Αγία Σοφία τον Δεκέμβριο του 1452 και η πόλη έπεσε τον Μάιο του 1453. Απόρριψη της Φλωρεντίας, όπως και λεπτότητα και επιφυλακτικότητα απέναντι στις απελπισμένες και κλονιζόμενες αρχές της Κωνσταντινούπολης, υπήρξαν συνεπώς τα χαρακτηριστικά της επίσημης στάσης των Ρώσων για τα έτη 1439-1453. Οι ανεπίσημες ωστόσο αντιδράσεις έπαιρναν συχνά διαφορετική τροπή. Προέρχονταν κυρίως από τους Ρώσους κληρικούς που είχαν συνοδέψει τον Ισίδωρο στην Ιταλία και είχαν ακολουθήσει τον αρχηγό τους στην αναγνώριση της Ένωσης. Ο Ρώσος επίσκοπος Αβραάμιος του Σούζνταλ είχε πράγματι υπογράψει την απόφαση. Οι Έλληνες, που είχαν επίσης υπογράψει, αλλά τελικά είχαν υπαναχωρήσει, επικαλέστηκαν τις ψυχολογικές και υλικές πιέσεις που δέχτηκαν από τους Λατίνους. Οι Ρώσοι απέδωσαν τις αιτιάσεις στα «πλάγια μέσα» του Ισιδώρου και στην «προδοσία» των Ελλήνων. Ήδη το 1393 ο πατριάρχης Αντώνιος είχε καλέσει τους Ρώσους να επιδείξουν νομιμοφροσύνη απέναντι στο ορθόδοξο Βυζάντιο, αλλά είχε εξίσου αναγνωρίσει την ανάγκη να «απορριφθούν οι αιρετικοί αυτοκράτορες». Το επιχείρημα αυτό φαινόταν τώρα να βρίσκει την πλήρη έκφραση του στην κατάσταση μετά το 1439: «Ω μεγάλε κυρίαρχε αυτοκράτορα», έγραφε ένας πολέμιος της Ένωσης, απευθυνόμενος στον Ιωάννη Η' Παλαιολόγο που την είχε υπογράψει, «γιατί πήγες μαζί τους; [...] Αντάλλαξες φως με σκοτάδι· αντί για Θείο Νόμο, δέχτηκες την πίστη των Λατίνων [...]. Εσύ που πριν ήσουν ο εκφραστής της ευσέβειας, τώρα γίνεσαι σπορέας των σπόρων του κακού». Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρχε 17
άλλος εκτός από τον Μεγάλο Πρίγκιπα της Μόσχας για να θεωρηθεί αναγκαστικά ως ο «νέος Κωνσταντίνος», ο σωτήρας της Ορθοδοξίας. Το ίδιο όμως επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε για να εξυψώσει όχι μόνο τη Μόσχα αλλά και άλλα ρωσικά κέντρα, όπως το Τβερ για παράδειγμα- εκεί ο πρίγκιπας Μπόρις είχε επίσης στείλει αντιπρόσωπο στη Σύνοδο, και τώρα, μετά την απόρριψη της πίστης των Λατίνων, είχε θεωρηθεί από έναν πολέμιο της Ένωσης άξιος του αυτοκρατορικού διαδήματος. Κοντά σ' αυτά, στα χρόνια του αρχιεπισκόπου Γενναδίου (1484-1509), εμφανίστηκε στο Νόβγκοροντ μια περίεργη ρωσική παραλλαγή της Δωρεάς του Κωνσταντίνου, ο θρύλος του λευκού επικαλύμμαυκου. Σύμφωνα με αυτόν το θρύλο, ένα λευκό επικαλύμμαυκο (ρωσ. κλομπούκ ) είχε δωριθεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στον πάπα Σύλβεστρο, ύστερα από το βάπτισμα του. Ο τελευταίος ορθόδοξος πάπας, προβλέποντας την πτώση της Ρώμης στην αίρεση, έστειλε το επικαλύμμαυκο για ασφαλή φύλαξη στον πατριάρχη Φιλόθεο Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος τελικά (προβλέποντας με τη σειρά του την προδοσία της Φλωρεντίας) έστειλε το πολύτιμο κειμήλιο στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ. Έτσι, όχι μόνο η Μόσχα, αλλά και το Τβερ και το Νόβγκοροντ διεκδικούσαν σε ένα βαθμό το δικαίωμα να είναι κληρονόμοι της «Ρώμης» και κέντρα της αληθινής χριστιανικής πίστης. Αλλά, ασφαλώς, η μοίρα της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας ανήκε στη Μόσχα. ’λλωστε, ο μοναχός Φιλόθεος του Πσκοφ (γύρω στα 1510-1540) απηύθυνε την περίφημη επιστολή του στον Μεγάλο Πρίγκιπα: «Όλα τα χριστιανικά βασίλεια θα φτάσουν μια ήμερα σε ένα τέλος και θα ενωθούν στο ένα και μοναδικό βασίλειο του δικού μας ηγεμόνα, δηλαδή το ρωσικό βασίλειο, σύμφωνα με τα βιβλία των προφητών. Και η μία και η άλλη Ρώμη έπεσαν, η τρίτη κρατάει ακόμη, και μια τέταρτη δεν θα υπάρξει». Αλλά όπως έδειξαν ο Γεώργιος Φλορόφσκι και άλλοι, η θεωρία της Μόσχας ως «Τρίτης Ρώμης» διαμορφώθηκε μέσα σε ένα αποκαλυπτικό πλαίσιο: για τον Φιλόθεο η Μόσχα δεν ήταν μόνο η «τρίτη» αλλά, πιο σημαντική, η «έσχατη» Ρώμη, και καλούσε τον Μεγάλο Πρίγκιπα σε μετάνοια και χριστιανική αρετή, προβάλλοντας για κίνητρο των εκκλήσεων του την επικείμενη έλευση της Δευτέρας Παρουσίας. Από πολιτική σκοπιά, οι εκκλήσεις του βρήκαν στην πράξη μικρή ανταπόκριση. Οι Μοσχοβίτες ηγεμόνες είχαν μπει στη διαδικασία της οικοδόμησης μιας εθνικής Αυτοκρατορίας, διαπνεόμενοι ευρύτατα από πρότυπα και ιδέες της Δυτικής Αναγέννησης και μη δίνοντας μεγάλη προσοχή στις αποκαλυπτικές θεωρίες. Η θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», ή εκείνη της translatio imperii από την Κωνσταντινούπολη στη Μόσχα, δεν είχε γίνει ποτέ αποδεκτή ως επίσημη κρατική θεωρία. Το 1472 ο Ιβάν Γ' νυμφεύθηκε την ανιψιά του τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, που είχε ζήσει στην Ιταλία και είχε γίνει μέτοχος της δυτικής παιδείας. Παρόλο που ο γάμος αναμφίβολα ενίσχυσε την αίγλη του, δεν εσήμανε παράλληλα και την ανάληψη του αυτοκρατορικού τίτλου (13). Το πρακτικό αποτέλεσμα του γάμου αφορούσε την ουσιαστική αύξηση της ιταλικής επίδρασης στη Μοσχοβία. Το Κρεμλίνο ξανακτίσθηκε τότε more italico από Ιταλούς αρχιτέκτονες. Το 1547 ο Ιβάν Δ', εγγονός του Ιβάν Γ', στέφθηκε τσάρος (το σλαβικό αντίστοιχο του «καίσαρα»), σύμφωνα με ένα παραλλαγμένο βυζαντινό τελετουργικό, αλλά δεν έλαβε τον τίτλο του «αυτοκράτορα των Ρωμαίων», όπως θα το απαιτούσαν μια translatio imperii και η θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», αλλά τον τίτλο του «τσάρου πάντων των Ρώσων». Επιπλέον, ζήτησε την επίσημη αναγνώριση του τίτλου του από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στέλνοντας πλούσια δώρα στον Οικουμενικό θρόνο. Η απάντηση ήρθε με τη μορφή δύο επιστολών 18
του πατριάρχη Ιωάσαφ (1555-1565). Στην πρώτη, ο πατριάρχης εξέφραζε τις επιφυλάξεις του: μόνο ο πάπας της Ρώμης και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έγραφε, έχουν το δικαίωμα να στέφουν νόμιμα αυτοκράτορες· γι' αυτό και ο τσάρος θα έπρεπε να στεφθεί εκ νέου από τον εκπρόσωπο του πατριάρχη, το μητροπολίτη Ευρίπου και κομιστή της επιστολής. Το δεύτερο έγγραφο είχε τη μορφή συνοδικής πράξης που θα επικύρωνε τη στέψη, από τη στιγμή της τέλεσης της, και θα πρότεινε τη χάραξη ενός πρωτότυπου διαγράμματος που θα αποδείκνυε τη νομιμότητα του Ιβάν : δεν ήταν παρά απόγονος της πριγκίπισσας ’ννας, συζύγου του αγίου Βλαδίμηρου και αδελφής του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β'. Η δεύτερη στέψη του Ιβάν δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ· το επεισόδιο όμως αυτό αποτυπώνει τον διαρκή σεβασμό των αρχών της Μόσχας απέναντι στους παραδοσιακούς δεσμούς που, σε πείσμα της οδυνηρής ρήξης του 1448-1453, υπήρχαν ανάμεσα στη Ρωσία και τη μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Η ίδια νομιμότητα θα επιδειχθεί στις διαδικασίες που σχετίζονται με την ίδρυση του πατριαρχείου της Μόσχας το 1589. Μπροστά στην απελπιστική ανάγκη υλικής υποστήριξης, ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Β' ταξίδεψε το 1588 μέχρι τη Μόσχα. Για τις ρωσικές αρχές αυτή ήταν μια απρόσμενη ευκαιρία για να εξετάσουν την πιθανότητα να διακηρύξουν την εγκαθίδρυση μιας «Τρίτης Ρώμης». Πράγματι, πρόσφεραν στον Ιερεμία μόνιμη εγκατάσταση στη Ρωσία, με έδρα την αρχαία πόλη του Βλαντιμίρ, η οποία κατ' αυτό τον τρόπο θα γινόταν το κέντρο του ορθόδοξου κόσμου. Η απόρριψη αυτής της προσφοράς από τον Ιερεμία οδήγησε στην εύρεση μιας εναλλακτικής λύσης: την ίδρυση ενός νέου πατριαρχείου στη Μόσχα. Η πράξη υπογράφηκε από τον Ιερεμία και επικυρώθηκε αργότερα από Συνόδους του 1590 και 1593, όπου έλαβαν μέρος και οι άλλοι πατριάρχες, ιδιαίτερα ο ευφυής και δυναμικός Μελέτιος Πηγάς Αλεξανδρείας. Το γράμμα αυτών των κειμένων προϋποθέτει σαφώς την παλινόρθωση μιας «πενταρχίας» πατριαρχών, η όποια είχε μειωθεί σε «τετραρχία», λόγω της αποστασίας του επισκόπου της Ρώμης. Το νέο πατριαρχείο της Μόσχας δεν προοριζόταν να γίνει κάτι αντίστοιχο του μακρινού πατριαρχείου της Γεωργίας ή του Πετς ή της Οχρίδας, ή ακόμη της αρχιεπισκοπής Κύπρου (Εκκλησιών που στο σύνολο τους, τουλάχιστον κατ' όνομα, ήταν πάντα υπαρκτές, αλλά που ωστόσο ούτε η γνώμη τους ζητιόταν ούτε μνημονεύονταν στα πρακτικά). Μαζί με την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ, η Μόσχα επρόκειτο να γίνει μία από τις πέντε έδρες, που στη νομοθεσία του Ιουστινιανού είχαν αναγνωρισθεί ως οι «πέντε αισθήσεις» της παγκόσμιας Ορθοδοξίας. Ο πατριάρχης Ιώβ, με τον τίτλο του «πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών και των υπερβορείων μερών», έμελλε να γίνει ο «πέμπτος πατριάρχης», «συναριθμούμενος» με τους άλλους τέσσερις και κρατώντας μερίδιο από την άξια τους. Έμελλε να αναγνωρίσει «και κεφαλήν και πρώτον έχειν και νομίζειν τον αποστολικόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως, ως και οι λοιποί έχουσι πατριάρχαι ». Διακηρύχθηκε επίσης ότι η Κωνσταντινούπολη και τα άλλα πατριαρχεία είχαν τις τάξεις και τα δικαιώματα όπως αυτά ορίζονταν από Συνόδους «ουδέ [...] δι ' άλλον τινά λόγον [...], ειμή προς τα των βασιλειών αξιώματα». Αφετηρία για την υποστήριξη των δικαιωμάτων της Μόσχας στάθηκε, συνεπώς, η ύπαρξη της Ρωσικής «Αυτοκρατορίας», έτσι που το όνομα του «ευσεβέστατου βασιλέως Μοσκόβου και αυτοκράτορος πάσης Ρωσίας και 19
των υπερβορείων μερών» επρόκειτο τώρα να περιληφθεί στις καθιερωμένες περιπτώσεις δεήσεων υπέρ αυτοκρατόρων στα απανταχού λειτουργικά βιβλία. Δεν υπάρχει, συνεπώς, αμφιβολία ότι η ίδρυση του πατριαρχείου της Μόσχας ήταν, αυτή καθεαυτή, μια σοβαρότατη επαναβεβαίωση των βυζαντινών παραδόσεων. Το βυζαντινό «πνεύμα» παρέμενε ζωντανό ακόμη και στο γεγονός ότι στο νέο πατριαρχείο είχε εκχωρηθεί η πέμπτη και όχι η πρώτη θέση μεταξύ των πατριαρχείων. Δεν ήταν η ίδια αίσθηση μιας καθιερωμένης παράδοσης και ενός εθίμου που διατηρήθηκε από τότε που η Κωνσταντινούπολη, η «Νέα Ρώμη», απέφυγε (μέχρι το Σχίσμα) να διεκδικήσει την πρώτη θέση πάνω από την «πρεσβυτέρα αυτοκρατορική Ρώμη»; Έτσι, η «Τρίτη Ρώμη» δεν ξεπέρασε τη «δεύτερη». Ωστόσο, υπήρχε ακόμη μια εξωπραγματική ατμόσφαιρα γύρω από τα γεγονότα του 1589, όχι επειδή οι Ρώσοι ή οι Έλληνες δεν ήθελαν να διατηρήσουν τη βυζαντινή παράδοση στη Ρωσία, αλλά επειδή, στα τέλη του 16ου αιώνα, είχαν προκύψει τόσες πολλές ιστορικές και πολιτιστικές μεταβολές, ώστε οι πολιτικές και νομικές πτυχές αυτής της παράδοσης να έχουν ευρύτατα υπερκερασθεί από τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Ανέφερα προηγουμένως ότι, ήδη από τον 15ο αιώνα, η μεγάλη ηγεμονία της Μόσχας είχε αρχίσει να οικοδομεί μια εθνική Αυτοκρατορία. Ο τσάρος Ιβάν Δ' ο Τρομερός (1533-1584) -η λαϊκή του ονομασία, Γκρόζνυ ,μεταφράζεται καλύτερα «δεινός» (αυτός που εμπνέει δέος)- ήταν ένας αχόρταγος αναγνώστης του Μακιαβέλλι. Εστία των πολιτιστικών και πολιτικών του ενδιαφερόντων ήταν η Ευρώπη, όχι το Βυζάντιο. Τον 17ο αιώνα, με τις πολωνικές και σουηδικές εισβολές κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «περιόδου των αναταραχών» (1598-1613), και επιπλέον μια ολοένα αυξανόμενη πολιτιστική και ιδεολογική επιρροή που ερχόταν από τη Δύση, η «Ευρώπη» συνέβαλε βαθμιαία στη διαμόρφωση της μοσχοβίτικης εθνικοπολιτιστικής συνείδησης. Όλα αυτά προκάλεσαν μια πραγματική κρίση βυζαντινισμού στη Ρωσία, η οποία μπορεί να προέκυψε τον 17ο αιώνα, βρισκόταν όμως σε εκκόλαψη ήδη πολύ νωρίτερα.
969-972 Ρωσοβυζαντινός πόλεμος. 20
Βιβλιογραφία – Πηγές 1. Μαρία Γερολυμάτου, «Οι Ρώσοι μέσα από τη ματιά των Βυζαντινών του 9ου και 10ουαιώνα» στο: Όλγα Κατσιαρδή-Hering, Αθηνά Κόλια Δερμιτζάκη, Κατερίνα Γαρδίκα (επιμ.),Ρωσία και Μεσόγειος. Πρακτικά Α΄Διεθνούς Συνεδρίου (Αθήνα, 19-22 Μαΐου 2005), τόμ. Α΄, σ. 157-162. 2. Α. Α. Ταχιάος, «Η επίδραση του Βυζαντίου στη Ρωσία», στο: Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών (επιμ.), Κωνσταντινούπολη-Ρωσία-Ελληνισμός. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 2009, σ. 40-41) 3. Α. Saltykov, «Ο ρόλος του Βυζαντίου στην ιστορία της Ρωσίας: Η Πολιτιστική-θρησκευτική διάσταση» στο: Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών (επιμ.), ΚωνσταντινούποληΡωσία-Ελληνισμός. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 2009, σ. 25-26. 4. D. Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία. Η Ανατολική Ευρώπη, 500-1453, μετάφραση Γιάννης Τσεβρεμές, Θεσσαλονίκη 1991, τόμ. Β, σ. 366-367. 5. N. Oikonomides, “Byzantine diplomacy, A. D. 1204-1453: means and ends στο : J. Shepard-S. Franklin (επιμ. έκδ.), Byzantine diplomacy. Papers from the 24th Spring Symposium of Byzantine Studies (Cambridge, March 1990), Aldershot 1992, σ. 74-75. 6. F. Miklosich, I. Muller, Acta et diplomata Graeca Medii Aevi Sacra et Profana, t. ΙΙ, Vindobonae 1860-1862, σ. 191, στ. 16-20. 7. Ι. Μέγεντορφ, Βυζάντιο και Ρωσία. Μελέτη των Βυζαντινο-Ρωσικών σχέσεων κατά το δέκατο τέταρτο αιώνα, μτφρ. Νίκος Φωκάς, Αθήνα 1988, σ. 138 και σ. 153. 8. G. Ostrogorsky. Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Αθήναι 1978-81, τόμ. Β΄, σελ. 162 και εξής και Αγγαλ. Λαΐου, Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, Αθήνα 2008, τόμ Α΄68,71 Β΄115,252. 9. Maxime de Sardes, Le patriarchate oecumenique dans l’ eglise orthodoxe, Par;is 197 5, σελ. 97-153 και Φωτίου Επιστολαί p.g. 102, 736-737. 10. D.S.Liakliasher, Povest Vremenny-kh Moskow, 1950 σελ 75. 11. M. Alpatov, Iskustro Feofana Greka,Viz, Vrem, 33,1972 σελ. 190 V.N.Lazarev, Feofan Grec I egoshcola, Moskow 1961,σελ. 27 12. "Slovo izbrano", Andrei Nikolaevich Popov, I storiko - literaturnyi obzor drevnerrusskikh polemicheskikh sochinenii protiv Latinian, (Μόσχα 1875), σ. 372-373.
13. Russkaia istoricheskaia biblioteka , v. I- XXIX (Πετρούπολη 1872-1927) (εφεξήςRIB ), τομ. VI, εκδ. Aleksei Stepanovich Pavlov (1880), 525- 536. 14. Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Πάπυρος Larousse 15. www.google.com και el.wikipedia.org
21
Η βάπτιση του Βλαδίμηρου, Βίκτορ Βασνέτσοφ (1890)
22