Ορισμός του Χρηματιστηρίου
Χρηματιστήριο ονομάζεται η οργανωμένη αγορά, στην οποία πραγματοποιούνται
αγοραπωλησίες αξιών ή αντικειμένων, των οποίων οι τιμές διαμορφώνονται σύμφωνα
με τους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Είναι μια αγορά, η οποία μέσα από
την οργάνωση της, προσφέρει στο κοινό το κατάλληλο περιβάλλον για πραγματοποίηση
αγοραπωλησιών τόσο αντικειμένων όσο και κινητών αξιών.
Η αγορά αυτή μπορεί να έχει φυσική υπόσταση, όπως μια λαϊκή αγορά, ένας εμπορικός
δρόμος ή ένα πολυκατάστημα, μπορεί όμως και όχι, όπως συμβαίνει με τις αγορές
μέσω διαδικτύου
Στο χρηματιστήριο, πέρα από αντικείμενα, πραγματοποιείται και αγοραπωλησία
κινητών αξιών. Μιλώντας για κινητές αξίες, αναφερόμαστε σε μετοχές, ομόλογα, παράγωγα και οποιοδήποτε άλλο «έγγραφο» αποδεικνύει το δικαίωμα του κατόχου του
σε εισόδημα ή ιδιοκτησία. Με αυτού του τύπου τις αγοραπωλησίες δίνεται η δυνατότητα
σε ανθρώπους και επιχειρήσεις που έχουν οικονομικά πλεονάσματα να επενδύουν τα
χρήματά τους και έτσι να παίρνουν μια απόδοση από αυτά, αλλά και στους ανθρώπους
που έχουν έλλειμμα χρημάτων, να βρίσκουν τρόπους να το καλύψουν. Κάθε εταιρία
ανήκει σε έναν ή περισσότερους ιδιοκτήτες. Το τι μερίδιο αυτής της ιδιοκτησίας κατέχει ο
καθένας, χρειάζεται ένα αποδεικτικό στοιχείο που θα το βεβαιώνει. Το ρόλο αυτό τον
παίζουν οι μετοχές
Άνθρωποι που έχουν χρήματα και θέλουν, θα αγοράσουν τις μετοχές αυτές. Εκείνοι θα
κατέχουν πλέον ένα ποσοστό της επιχείρησης και θα έχουν δικαίωμα, κατά το ποσοστό
αυτό, στα κέρδη και τη λήψη των αποφάσεων. Η επιχείρηση απ' τη μεριά της, θα έχει
βρει τα χρήματα που της χρειαζόντουσαν, απλά πουλώντας ένα κομμάτι της ιδιοκτησίας
της. Η παραπάνω αγοραπωλησία μετοχών, γίνεται στο χρηματιστήριο, όπου οι
συναλλαγές έχουν ταχύτητα, αμεσότητα, δημοσιότητα και ασφάλεια, και έτσι έχει
καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια ως η κύρια αγορά τους.
Τα χρηματιστήρια είναι ένας απαραίτητος θεσμός για το παγκόσμιο οικονομικό
σύστημα. Στις πλούσιες οικονομίες του κόσμου συναντάμε και τις πιο ανεπτυγμένες
κεφαλαιαγορές που συνήθως βασίζονται σε ένα χρηματιστήριο αξιών, όπως
το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (NYSE) στη Wall Street (όπου και το
χρηματιστήριο NASDAQ), το χρηματιστήριο του Λονδίνου, του Παρισιού ή
της Φρανκφούρτης.
Η φύση του χρηματιστήριου είναι να παίρνει βραχυπροθέσμα επενδυτικά κεφάλαια και
να τα κάνει μακροπρόθεσμα. Οι εταιρείες από την άλλη έχουν ανάγκη από
μακροπρόθεσμα κεφάλαια. Το χρηματιστήριο είναι ο μηχανισμός που συνδυάζει τις δυο ανάγκες, οι επενδυτές βάζουν τα κεφάλαια και παίρνουν ένα μέρισμα κάθε χρόνο, ενώ η
εταιρεία έχει φτηνά κεφάλαια για επενδύσεις. Μάλιστα όσο περισσότερο πείθει τους
επενδυτές για τα σχέδια της, τόσο πιο φτηνά είναι τα κεφάλαια της. Έτσι
ανεξαρτητοποιείται από τις τράπεζες και τα δάνεια τους που μπορεί να είναι με κακούς
όρους, αν το τραπεζικό σύστημα δεν είναι πλήρως ανταγωνιστικό ή αν οι τράπεζες
φοβούνται υπερβολικά το ρίσκο του να δανείζουν σε αγνώστους. Η ανάγκη για κέρδος
των επενδυτών είναι ακριβώς αυτό που εγγυάται την αξιοκρατία και
αποτελεσματικότητα του μηχανισμού.
Η Ιστορία των Χρηματιστηρίων σε Ευρώπη και Αμερική
Το πρώτο χρηματιστήριο αξιών ιδρύθηκε στη Φλάνδρα, πιθανότατα
στην Αμβέρσα (σημερινό Βέλγιο) το 1460. Ο θεσμός διαδόθηκε γρήγορα στην περιοχή.
Το 1602 στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ εισήχθη η πρώτη πολυμετοχική εταιρεία, η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (Dutch East India Company).
Τα Χρηματιστήρια προέκυψαν μέσα από την ανάγκη ανταλλαγής αγαθών και
εμπορευμάτων στις πρώτες οικονομίες αλλά και αγροτικές κοινωνίες της Ευρώπης.
Αντίθετα, σε χώρες με πλουτοπαραγωγικούς πόρους, όπως στον Καναδά και την
Αφρική, η εμπορία μεταλλευμάτων στάθηκε ως αφορμή για την ίδρυση
χρηματιστηρίων.
Τα χρηματιστήρια ιδρύθηκαν μέσα από τις συγκεκριμένες ιστορικές ανάγκες των
εκάστοτε κοινωνιών και αναπτύχθηκαν διαμέσου των αιώνων χάρη στην πρόοδο των
αντίστοιχων οικονομιών. Καταλυτικός παράγοντας σε αυτήν την πορεία υπήρξε η
αισθητή βελτίωση του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος κατά το δεύτερο ήμισυ
του 20ού αιώνα όπου δημιουργήθηκε παράλληλα το σύγχρονο πλαίσιο λειτουργία τους, με καθοριστική τη συνεισφορά των τεχνολογικών και επικοινωνιακών μέσων.
Η ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησε στην ίδρυση τραπεζών και ασφαλιστικών εταιριών
των οποίων οι μετοχές ήταν από τις πρώτες που διαπραγματεύθηκαν στις ιδρυόμενες
αγορές. Είναι ενδεικτικό ότι στην πρώτη επίσημη χρηματιστηριακή αγορά του κόσμου, εκείνη του Άμστερνταμ κατά το 17ο αιώνα, διαπραγματεύονταν οι μετοχές της εμπορικής εταιρίας Dutch East India Company Αυτή η αγορά αλλά και εκείνη του
Λονδίνου είχαν ήδη πραγματοποιήσει κατά το 17ο αιώνα αξιοθαύμαστη πρόοδο με υψηλές για την εποχή συναλλαγές. Αυτό βελτίωσε επίσης τη δυνατότητα των χωρών να
χρηματοδοτούν πολέμους και να «καλλιεργούν» επεκτατικές πολιτικές.
Στις 17 Μάιου του 1792 ιδρύθηκε το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το οποίο επίσημα
κατέληξε σε θεσμικό σώμα το 1817 ως New york stock and exchange board. Σταθμοί
στην πορεία του χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης, αποτέλεσαν ο πόλεμος του 1812 και η
κερδοσκοπία στις μετοχές των σιδηροδρόμων στη δεκαετία του 1830.Παράλληλα μετά
τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, το εν λόγω χρηματιστήριο αποτέλεσε κίνητρο για την
έναρξη της νέας βιομηχανικής περιόδου.
Τα έτη ιδρύσεως των χρηματιστηρίων του κόσμου:
Αίγυπτος 1883 Αργεντινή 1854 Αυστραλία 1871
1771 Βέλγιο 1801 Βενεζουέλα 1947 Βραζιλία 1850 Γαλλία 1861
Ζιμπάμπουε 1946 Η.Π.Α. 1792
1875.
Ινδονησία 1912 Ιορδανία 1978 Ιρλανδία 1799 Ισπανία 1831 Ισραήλ 1953 Ιταλία 1808
Καναδάς 1817 Κίνα 1990 Κολομβία 1928 Κορέα 1920
Μαρόκο 1929 Μεξικό 1894
Νέα Ζηλανδία 1872 Νιγηρία 1960
Βρετανία 1802 Μαλαισία 1930
Σουηδία
Γερμανία
Δανία
Αυστρία
1775
1808 Ελβετία 1850 Ελλάδα 1876
Ιαπωνία
Ινδία
1878
Νορβηγία 1819 Νότια Αφρική
1886 Ολλανδία 1611
Ουγγαρία 1990 Πακιστάν 1947 Περού 1898 Πολωνία 1991 Πορτογαλία 1891 Ρωσία 1990 Σιγκαπούρη 1930.
1776 Σρι Λάνκα 1896 Ταϊβάν 1962 Ταϊλάνδη 1962 Τουρκία 1866 Τσεχία 1993
Φιλιππίνες 1927 Φινλανδία 1912 Χιλή 1892 Χονγκ Κονγκ 1891.
Χειραγώγηση τιμών και φούσκες
Οι τιμές των μετοχών και άλλων αξιών στα χρηματιστήρια ενδέχεται να μην
αντανακλούν την πραγματική αξία των τίτλων, όπως αυτές θα μπορούσαν να αξιολογηθούν με αντικειμενικά κριτήρια.
Α) Χειραγώγησητωντιμώναπόδυνατούςπαίκτες.
Σε μικρά ή ανώριμα χρηματιστήρια είναι δυνατόν ένας μεγάλος παίκτης να επηρεάζει τις
τιμές για αθέμιτο όφελος. Αυτό προφανώς αναιρεί όλη την επιχειρηματολογία μας, καθώς η ύπαρξη μιας ανταγωνιστικής αγοράς είναι προϋπόθεση για την
αποτελεσματικότητα του μηχανισμού. Για αυτό σκοπός μιας κυβέρνησης είναι να έχει τις
δυνατόν μεγαλύτερες, βαθύτερες χρηματαγορές Αυτό επιτυγχάνεται προφανώς όταν το
θεσμικό πλαίσιο είναι ευνοϊκό για τον ανταγωνισμό, όταν η κυβέρνηση δεν επεμβαίνει
στον χρηματοπιστωτικό τομέα, τα σύνορα είναι ανοιχτά για κινήσεις κεφαλαίου.
Β) Φούσκες.
Όταν οι τιμές πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα και χάνεται η σύνδεση των τιμών με τις
θεμελιώσεις συνθήκες, όπως είναι η παρούσα και η πιθανή μελλοντική κερδοφορία των
εταιρειών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα κεφάλαια να μην παγαίνουν απαραίτητα στις
εταιρείες με τις καλύτερες προοπτικές. Οι λόγοι για μια φούσκα μπορεί να είναι πολλοί. Μικρό βάθος της αγοράς μπορεί να επιτρέπει σε κάποιους να την χειραγωγούν. Άλλοι
τους ακολουθούν και έτσι δημιουργείται μια φούσκα. Άλλος λόγος είναι η ψυχολογία της μάζας, όταν πολλοί επενδυτές ακολουθούν ο ένας τον άλλο και έτσι δημιουργείται μία
χιονοστιβάδα που μπορεί να πάρει την λάθος κατεύθυνση.
Οι παλιότερες γνωστές φούσκες είναι η φούσκα των τουλιπών στην Ολλανδία και η
φούσκα της Εταιρείας Νότιας Θάλασσας.
Χρηματιστήριο Αθηνών
Στην Ελλάδα το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ξεκίνησε τη λειτουργία του το Μάιο του 1880. Την δεκαετία του 1920, το Χρηματιστήριο, είχε ξεκινήσει να λειτουργεί ως φορέας
ανάπτυξης της οικονομίας, ήταν αρκετά εκσυγχρονισμένο σε σχέση με την εικόνα που
είχε σχηματίσει στις τρεις πρώτες δεκαετίες της ζωής του, είχε θεσπιστεί ένα σύγχρονο
για την εποχή, θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, είχαν εισαχθεί οι περισσότερες από τις
“σημαντικές” εταιρίες της εποχής εκείνης, και σημειώνονταν αξιόλογες συναλλαγές
Την περίοδο εκείνη, οι τιμές στο Χρηματιστήριο, με βάση το Ημερήσιο Δελτίο Τιμών, δείχνουν άνοδο στις τιμές και μάλιστα, αξιόλογη. Όμως, όπως φαίνονται και στον παρακείμενο πίνακα, αυτό είναι απατηλό, αφού στο ίδιο διάστημα, ο πληθωρισμός
αυξάνονταν με μεγαλύτερο ρυθμό. Παράλληλα, αυξάνονταν ακόμη περισσότερο η τιμή
της χρυσής λίρας, σε σχέση με τη δραχμή. Στα τέλη του 1919, η τιμή της χρυσής λίρας
κυμαίνονταν γύρω από τις 25 δραχμές, τρία χρόνια αργότερα, μετά την καταστροφή στη
Μικρά Ασία, η τιμή της είχε εκτοξευθεί στις 300 δραχμές.
Στην σύγχρονη εποχή το Χρηματιστήριο αποτέλεσε μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής
οικονομίας για τις υγιείς και κερδοφόρες εταιρείες.
Στις 4 Ιανουαρίου 1988, το Χρηματιστήριο της Αθήνας εισήγαγε ένανέοΓενικόΔείκτη,
ο οποίος περιλάμβανε συνολικά 71 μετοχές, διαφόρων κατηγοριών, από 49 εταιρίες οι
οποίες με τη σειρά τους συνέθεταν τρείς κλαδικούς δείκτες: τον ΔείκτηΤραπεζών, τον ΔείκτηΑσφαλειών & Επενδύσεων και τον Εμπορικό-ΒιομηχανικόΔείκτη
Η βάση των δεικτών ήταν 31-12-1980 = 100 μονάδες. Οι νέοι δείκτες βασίζονταν στην
εκάστοτε τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία (αριθμός μετοχών, επί τη χρηματιστηριακή
τιμή) των εταιριών οι οποίες περιλαμβάνονται σ' αυτούς. Ο δε μαθηματικός τύπος
υπολογισμού των νέων δεικτών είναι ο παρακάτω:
Αριθμός μετοχών σε κυκλοφορία x Τιμή μετοχής
Δείκτης = 100 x
Αριθμός μετοχών σε κυκλοφορία x Τιμή μετοχής (στις 31/12/1980)
.
Ο Γενικός Δείκτης, καθώς και ο Δείκτης Τραπεζών μετά από πολλές μεταβολές στη
σύνθεσή τους εξακολουθούν να ισχύουν έως και σήμερα. Ο Δείκτης Ασφαλειών & Επενδύσεων από το 1990 αντικαταστάθηκε από δύο επιμέρους δείκτες τον Δείκτη
Επενδύσεων και τον Δείκτη Ασφαλειών. Επίσης ο Εμπορικός-Βιομηχανικός Δείκτης
αντικαταστάθηκε, από την 2-8-1993, από δύο ξεχωριστούς δείκτες, το Βιομηχανικό
Δείκτη και το Δείκτη Διαφόρων Εταιριών, εκ των οποίων ο τελευταίος, από την 3-101994, αντικαταστάθηκε από το Δείκτη Εταιριών Συμμετοχών, το Δείκτη Κατασκευαστικών Εταιριών και το Δείκτη Διαφόρων Εταιριών. Από τους δείκτες αυτούς, σήμερα εξακολουθεί να ισχύει μόνον ο Δείκτης Κατασκευαστικών Εταιριών.
Ο Γενικός Δείκτης 1980=100, υπολογίζεται καθημερινά από την ημέρα καθιέρωσής του (4-1-1988) μέχρι σήμερα με βάση τις τιμές που διαμορφώνονται στην χρηματιστηριακή
αγορά της Αθήνας. Στο Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο του Δεκεμβρίου 1987 που
δημοσιεύθηκε στις αρχές του 1988, περιλαμβάνονται οι ετήσιες τιμές του γενικού δείκτη
και των τριών κλαδικών δεικτών για τα έτη 1981-1987, καθώς και οι μηνιαίες τιμές για το
έτος 1987, για τις οποίες έγινε αναδρομικός υπολογισμός.
Μια απόπειρα που έγινε να γίνει αναδρομικός υπολογισμός του Γενικού Δείκτη για κάθε
μέρα, με στόχο να δημιουργεί μία επαρκής βάση δεδομένων για χρήση από τους
χρήστες της μεθοδολογίας της Τεχνικής Ανάλυσης, απέτυχε. Για το λόγο αυτό, σήμερα
δεν υπάρχουν επίσημες τιμές για την περίοδο απο 31/12/1980 έως 31/12/1987, με
βάση το συγκεκριμένο (νέο) Γενικό Δείκτη. Για την περίοδο αυτή υπάρχουν τιμές μόνον
με βάση τον παλαιότερο Γενικό Δείκτη που είχε κατασκευαστεί το 1972 και ο οποίος έχει
καθημερινές τιμές από τον Αύγουστο του 1975.
Ο νέος Γενικός Δείκτης, κατά την πρώτη μέρα της λειτουργίας του (4/1/1988) έκλεισε
στις 275,35 μονάδες. Μερικοί από τους “σταθμούς” στην 32ετή λειτουργία του, είναι:
• Στις 31/12/1989 βρισκόταν στις 459,43 μονάδες.
• Έσπασε το “όριο” των 1.000 μονάδων (τιμή κλεισίματος) στις 4/5/1990,
• Βρέθηκε, για πρώτη φορά, πάνω από τις 2.000 μονάδες, στις 27/3/1998.
• Βρέθηκε πάνω από τις 3.000 μονάδες, στις 7/1/1999.
• Ξεπέρασε το “όριο” των 4.000 μονάδων, στις 7/5/1999.
• Ξεπέρασε τις 5.000 μονάδες, στις 23/8/1999.
• Κατά την ημέρα του φονικού σεισμού στην Αθήνα (7/9/1999), σημείωσε άνοδο κατά 1,48% και έκλεισε στις 5.705,47 μονάδες.
• Στις 17/9/1999 σημείωσε το υψηλότερο κλείσιμο στην ιστορία του, στις 6.355,04 μονάδες.
• Στο τέλος του 1999 βρισκόταν στις 5.535,09 μονάδες.
• Στο τέλος της δεκαετίας του 2000, βρισκόταν στις 2.196,16 μονάδες.
• Βρέθηκε στις 440,88 μονάδες, στις 11/2/2016 (χαμηλό 27 ετών).
• Η διακύμανση του τα επόμενα χρόνια είναι από την τιμή αυτή μέχρι τις 1100 μονάδες πρόσφατα.
Ιστορική αναδρομή κρίσεων Χρηματιστηρίου Αθηνών
Το Χρηματιστήριο Αθηνών διαχρονικά γνώρισε κρίσεις οφειλόμενες σε πολεμικές
συρράξεις, πολιτικά και οικονομικά γεγονότα. H εκκίνηση μιας κρίσης εκδηλώνεται ύστερα
από έναν φρενήρη επενδυτικό ενθουσιασμό, όπως εκείνος που βίωσε το XAA το
διάστημα 1998-1999 ή στις αρχές της δεκαετίας του 1990. H ύφεση ξεκινάει με συστάσεις
για ορθολογικές τοποθετήσεις και προσεκτική επιλογή μετοχών, ενώ αμέσως μετά
ακολουθεί η αδικαιολόγητη απαξίωση των μετοχών.
Η πρώτη χρηματιστηριακή κρίση στην Ελλάδα ξέσπασε πριν ακόμη υπάρξει οργανωμένο χρηματιστήριο. Ήταν τον Απρίλιο του 1884 με τις μετοχές της εταιρείας Μεταλλουργείων
Λαυρίου, η οποία αποτελούσε κατ’ εξοχήν, κερδοσκοπικό «χαρτί» και βρέθηκε στο
επίκεντρο της παιγνιομανίας κατά τη διετία 1882-1884. Τότε η εφημερίδα «Παλιγγενεσία»
συμβούλευε στο κοινό σύνεση και επιφυλακτικότητα.
Η κρίση εκδηλώθηκε τον Ιανουάριο του 1884, με αφορμή ανακοίνωση της εταιρείας για
διανομή σημαντικά μειωμένου μερίσματος, οπότε και η μετοχή της ξεκίνησε την
κατακόρυφη πτώση, ενώ έγιναν συλλήψεις και προφυλακίσεις τραπεζιτών και μεσιτών. H μετοχή του Λαυρίου συμπαρέσυρε στον δρόμο της και τις τιμές των υπόλοιπων μετοχών
που κατέρρεαν μέχρι το τέλος του 1885 και πολλές εταιρείες υπέστησαν ζημίες ή
«βάρεσαν κανόνι», μεταξύ των οποίων και η ναυτική τράπεζα «Αρχάγγελος».
Η ίδια μετοχή, αν και έπεσε από τις 148 δραχμές στις 56, κατά τα επόμενα χρόνια ανακτούσε το απολεσθέν έδαφος, αλλά και τα χαρακτηριστικά της μετοχής του «τζόγου».
Σύντομα έφερε αντιμέτωπες τις δύο ομάδες ομογενών τραπεζιτών, εκείνων των τραπεζών
Κωνσταντινουπόλεως και Πιστωτικής, με την πρώτη να στηρίζει τη μετοχή
προσπαθώντας να καλύψει τις ζημίες που υπέστη το 1884.
Τις εκλογές του 1890 κέρδισε το κόμμα του Θεοδ. Δεληγιάννη που διαδέχθηκε την
κυβέρνηση του Χαρ. Τρικούπη (εξέλιξη που αντιμετωπίστηκε με έντονη δυσαρέσκεια από
τον ξένο Τύπο). Οι τιμές των μετοχών έμειναν ανεπηρέαστες ώς τον Μάιο του 1891,
οπότε άρχισε μία ασυγκράτητη πτώση σαν συνέπεια των οικονομικών ελιγμών της
κυβέρνησης που διήρκεσε ώς τον Φεβρουάριο του 1892. Τότε, η συγκεκριμένη
κυβέρνηση παύθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του βασιλιά, ενώ η Πιστωτική Τράπεζα όδευε
ολοταχώς προς πτώχευση. Ωστόσο, η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, αν και στο
διάστημα αυτό έχασε το μισό περίπου της αξίας της, αντιστάθηκε και ήταν εκείνη που
στήριξε την αγορά στην επόμενη μεγάλη κρίση της τον Σεπτέμβριο του 1912, με αίτιο την
επιστράτευση και τελικά το κλείσιμο της αγοράς μέχρι τις 14 Νοεμβρίου.
Η επόμενη κρίση εκδηλώθηκε μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1914, λόγω της σοβαρής
έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που επισκίασε τη νικηφόρο έκβαση των δύο
βαλκανικών πολέμων. Παρά τη συγκρατημένη αισιοδοξία του χρηματιστηριακού κοινού και τη διακύμανση των τιμών σε φυσιολογικά επίπεδα, αλλά και την απομάκρυνσή τους
από κερδοσκοπικές πράξεις, η άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την ελληνική
κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου οδήγησε τις μετοχές σε νέα «κατηφόρα».
Στις αρχές του 1918 το Χρηματιστήριο έγινε ξανά στέκι κυνηγών πλούτου και η συρροή
ήταν τέτοια που κάλυπτε και τους γύρω δρόμους. Οι μετοχές άγγιζαν ξανά «οροφές», με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στον κλάδο των ατμοπλοϊκών εταιρειών, ενώ με επίσημη
απόφαση της χρηματιστηριακής επιτροπής ήταν υποχρεωτική η εξόφληση των αγορών εντός 24 ωρών.
«Η νόσος ήδη μετεδόθη εις τα πόλεις των επαρχιών. Βλέπει κανείς εις τον περίβολον του
Χρηματιστηρίου οπωροπώλας, παντοπώλας, γυναικούλες των συνοικιών, άσημους και διάσημους αστέρας, αλλά και υπαλλήλους. Αλοίμονο εις τους ευρεθησομένους με «χαρτιά»
την αναπόφευκτον ημέραν της κρίσεως», αναφέρει χαρακτηριστικά το έντυπο «Οικονομολόγος Αθηνών».
Απολύτως όμοια εικόνα με εκείνη που παρουσίαζε η Ελλάδα το 1999, όταν οι ΕΛΔΕ
αποτελούσαν περίπτερα εφήμερου πλούτου με μεγάλη ανάπτυξη στην επαρχία, ενώ ακόμη και οι γιαγιάδες στα χωριά αναζητούσαν τα limit up, αγνοώντας όμως τα limit down.
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να εγκαταστήσει στο
Χρηματιστήριο το πρώτο γραφείο εποπτείας ανώνυμων εταιρειών και να επιβάλει την
αποβολή όσων δεν συμμορφώνονταν με τα μέτρα περί εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς
(δηλαδή όπως περίπου αντέδρασε η ώριμη Σοφοκλέους το 1999). Τέσσερις αποβολές
μελών κατάφεραν να ανακόψουν τον χρηματιστηριακό ενθουσιασμό, σύντομα ξεκίνησε η
καταιγίδα που άγγιξε τα όρια του πανικού και στις 24 Σεπτεμβρίου του 1918 έκλεισε το
Χρηματιστήριο για 15 ημέρες.
Το 1921 ξεκίνησε ο νέος κύκλος της «κερδομανίας», με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στις
διακυμάνσεις του συναλλάγματος και ακολούθως να αποτυπώνεται στις τραπεζικές
κυρίως μετοχές που είχαν έως και πενταπλασιασμό της τιμής τους.
Το καλοκαίρι του 1924 εμφανίσθηκαν ξανά τα κρούσματα κερδοσκοπίας που οδήγησαν
στη νέα κρίση, που διήρκεσε από το 1925 έως το 1926. Μετά την αλόγιστη και φρενήρη
άνοδο όλων των μετοχών, τον Απρίλιο του 1925 εκδηλώθηκε μία νέα κρίση ανάλογης
έντασης με εκείνη του Μαΐου του 1923. Στις 13 του μηνός μία ακόμη «Μαύρη Δευτέρα»
καταγράφεται στην ιστορία του Χρηματιστηρίου. Υποτιμητικές πωλήσεις έδωσαν τη
χαριστική βολή στην αγορά που έκλεισε για πέντε ημέρες, ενώ πολλοί ήταν οι «κόκκινοι»
χρηματιστές. Κατά το 1927 και το 1928, πτώχευσαν πολλές εισηγμένες εταιρείες, πέντε
χρηματιστές και δύο ακόμη πολίτες αυτοκτόνησαν και ο δρόμος για τη νέα μεγάλη κρίση
της περιόδου 1929-1931 άνοιξε.
Τα χρόνια που ακολούθησαν λόγω των αλλεπάλληλων πολιτικών κρίσεων εξασθένησαν
το χρηματιστηριακό ενδιαφέρον. Το 1975 ανεδύθη και πάλι η χρηματιστηριακή ευφορία με
χαρακτηριστικά αντίστοιχα του πρόσφατου 1999.
H εμφάνιση των πρώτων ξένων θεσμικών στην Ελλάδα, το 1987-89 οδηγεί σε
χρηματιστηριακή ευφορία την αγορά, όμως η απώλεια των Ολυμπιακών Αγώνων από την
Ατλάντα το 1989 και η πολιτική αστάθεια έδωσαν την αφορμή για την πτώση. Ακολουθεί ο πόλεμος του Περσικού Κόλπου που έδωσε τη χαριστική βολή, από την οποία διεσώθη
μόνον η μετοχή της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής.
Το 1996 εμφανίζονται τα πρώτα σκάνδαλα σε χρηματιστηριακές εταιρείες, όπως η
ΔΕΛΤΑ. Το 1997 εκδηλώθηκε δειλά μία χρηματιστηριακή ευφορία που κορυφώθηκε με
πρωτοφανή ένταση το 1999. H συνέχεια είναι γνωστή. Οι φούσκες και οι εισαγγελικές
έρευνες προκάλεσαν ένα νέο κύκλο ύφεσης σε συνδυασμό με τα γεγονότα της
δημοσιονομικής κρίσης που κορυφώθηκε το 2009 – 2016.
Παρακάτω το χρονοδιάγραμμα της ιδιωτικοποίησης και μετεγκατάστασης του
Χρηματιστηρίου στην νέα έδρα Λεωφόρου Αθηνών 110.