Η οικονομική ζωή στην Αρχαία Αθήνα

Page 1

Η Οικονομική Ζωή στην αρχαία Αθήνα Εργασία στην Ιστορία Α΄ ΓΕ.Λ.

10 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020 ΑΝΝΑ - ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΙΜΙΛΙΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΗ 3ο ΓΕ.Λ. ΙΛΙΟΥ


Η

συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων στην ανάπτυξη ιδεών, στο θέατρο, στη φιλοσοφία, στον πολιτισμό, αλλά

και στην οικονομική σκέψη είναι αδιαμφισβήτητη. Ακόμη και σήμερα μας εκπλήσσει η πρωτοπορία και η διορατικότητα της σκέψης των προγόνων μας. Η ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με τα οικονομικά θέματα παρουσιάζεται κυρίως κατά τη διάρκεια της Κλασικής Περιόδου με τις πρωτοποριακές οικονομικές ιδέες του Ξενοφώντα (430-355 π. Χ.), του Πλάτωνα (427-347 π. Χ.) και του Αριστοτέλη (384-322 π. Χ.), που σύμφωνα με κορυφαίους επιστήμονες, αποτέλεσαν πρόδρομο


της μικροοικονομικής, της μακροοικονομικής και της νομισματικής πολιτικής. Στην αθηναϊκή οικονομία του 5ου και 4ου αιώνα π. Χ. οι παραδοσιακές και ασφαλείς πηγές εισοδήματος εξακολουθούν να είναι η εκμετάλλευση της εγγείου ιδιοκτησίας και η γεωργία, ενώ συγχρόνως παρατηρείται και μία τυχοδιωκτική διάθεση που εκφράζεται μέσα από την εξέλιξη του εμπορίου και την ανάπτυξη ενός τραπεζικού μηχανισμού. Η καλλιέργεια της γης, τα εμπορικά ταξίδια, το δουλεμπόριο καθώς και οι συμμαχικές εισφορές ενίσχυαν σημαντικά τόσο το ταμείο της πόλης όσο και τις ιδιωτικές περιουσίες. Ο επεκτατισμός και η εδραίωση της Αθηναϊκής ηγεμονίας απέφεραν στην πόλη τεράστια κέρδη


και της επέτρεψαν να υιοθετήσει μία πολιτική κοινωνικής πρόνοιας, παρά το γεγονός ότι βγήκε ηττημένη από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Έτσι εισήγαγε θεσμούς, όπως τα θεωρικά και τους δημόσιους μισθούς, προσφέροντας επιπλέον και μία ευκαιρία σε κάποιους πολίτες της να αυξήσουν τα εισοδήματά τους. Τις σχέσεις των Αθηναίων με την πόλη τους χαρακτήριζε μία διάθεση αλληλοεκμετάλλευσης. Η Αθήνα αύξανε τα έσοδά της μέσω ενός λεπτομερούς φορολογικού συστήματος και αναθέτοντας τις λειτουργίες σε εύπορους πολίτες. Εκείνοι με τη σειρά τους, ενώ συνήθως αναλάμβαναν με ενθουσιασμό τις υποχρεώσεις τους, ενίοτε προσπαθούσαν να τις αποφύγουν μέσω της απόκρυψης μέρους της περιουσίας τους.


Παρατίθεται ένας διαχωρισμός του αθηναϊκού πληθυσμού με βάση τις οικονομικές του υποχρεώσεις.

α) Η λειτουργική τάξη: αποτελούνταν από 300 άτομα περίπου (πιθανώς και λιγότερα στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα), τα οποία στις πηγές αναφέρονται ως πλούσιοι. Τα μέλη της τάξης αυτής αναλάμβαναν το οικονομικό βάρος των λειτουργιών και η περιουσία του καθενός, τον 4ο αιώνα τουλάχιστον, έφτανε τα 3 με 4 τάλαντα. β) Η τάξη των εισοδηματιών: αποτελούνταν από 1200 άντρες, των οποίων η περιουσία δεν ξεπερνούσε το 1 τάλαντο.


γ) Όσοι πλήρωναν εισφορά: υπολογίζεται ότι στα τέλη του 4ου αιώνα δεν ξεπερνούσαν τους 6000 περίπου πολίτες. Καθένας απ' αυτούς είχε περιουσία αξίας τουλάχιστον 2500 δραχμών. δ) Η οπλιτική τάξη: τη συνιστούσαν οι πολίτες που επάνδρωναν το πεζικό. Στο τέλος του 4ου αιώνα ήταν περίπου 9000 άντρες και η περιουσία τους ξεπερνούσε τις 2000 δραχμές. ε) Η τάξη των θητών: πρόκειται για περίπου 11.000 άντρες, στα τέλη του 4ου αιώνα, των οποίων η περιουσία ήταν μικρότερη από 2000 δραχμές. στ Τέλος, οι αναφερόμενοι στις πηγές ως πτωχοί, δηλαδή οι άποροι.


Υποδιαίρεση του Αθηναϊκού νομίσματος 6 οβολοί = 1 δραχμή 100 δραχμές = 1 μνα 60 μναι = 1 τάλαντο ή 6000 δραχμές

Η

Γαιοκτησία - Γεωργία οικονομία των αρχαίων κοινοτήτων βασιζόταν κυρίως στη γη. Και στην Αττική η γεωργία ήταν πρωταρχικής

σημασίας, παρόλο που τονίζεται συνήθως ο ρόλος

του


εμπορίου και των εργαστηρίων. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου η πλειοψηφία των Αθηναίων πολιτών ζούσε έξω από το άστυ και ότι αυτή η κατάσταση δεν άλλαξε μετά το τέλος του πολέμου. Το 403 π. Χ., τα 2/3 των Αθηναίων ήταν ακόμη ιδιοκτήτες εκτάσεων γης. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι από οικονομικής απόψεως δεν εξαρτώνταν αποκλειστικά από την καλλιέργειά της. Αρκετοί εύποροι γαιοκτήμονες επένδυαν αυτήν την περίοδο σε ναυτικά δάνεια, ακίνητη περιουσία, εργαστήρια όπου απασχολούνταν δούλοι ή στα μεταλλεία αργύρου στο Λαύριο. Πριν από το τέλος της Αθηναϊκής ηγεμονίας, ένας φτωχός ιδιοκτήτης γης μπορούσε εύκολα να συμπληρώσει τα έσοδά του αναλαμβάνοντας το


αξίωμα του ενόρκου, υπηρετώντας ως κωπηλάτης στα πλοία του στόλου ή δουλεύοντας στα ναυπηγεία του Πειραιά και σε κρατικές εργασίες ανοικοδόμησης της πόλης. Μετά το 403 π. Χ. εκτός από τα δικαστήρια και την Εκκλησία του δήμου, οι υπόλοιπες ευκαιρίες για αύξηση των εισοδημάτων των φτωχών οικογενειών είχαν χαθεί. Επομένως δεν υπήρχε σοβαρός λόγος για αυτούς τους ανθρώπους να μετακινηθούν στο άστυ των Αθηνών. Εξαιτίας της απώλειας των εσόδων που απέφερε παλαιότερα η ηγεμονία, οι Αθηναίοι στηρίζονταν κυρίως στη γεωργία. Η παραμονή στις αγροτικές περιοχές θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο ασφαλής επιλογή, επειδή επέτρεπε στους άπορους να δουλέψουν είτε ως εποχιακοί


εργάτες είτε ως αγρότες σε χωράφια που τα είχαν νοικιάσει από ισχυρούς γαιοκτήμονες.

Ο

Το εμπόριο Πειραιάς ήταν το κατεξοχήν εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Εκεί έφταναν τα πλοία κάθε μεγάλης

πόλης που συμμετείχε στο εμπόριο της περιοχής από την Καρχηδόνα έως και τις πόλεις της χερσονήσου της Κριμαίας. Η Αθήνα έτσι αποτελούσε το κέντρο εισαγωγής και εξαγωγής ποικίλων προϊόντων.


Διάφορες κοινωνικές ομάδες απασχολούνταν με τη διεξαγωγή του αθηναϊκού εμπορίου: κάπηλοι -μικροπωλητές δηλαδή που πουλούσαν τα αγαθά τους σε πάγκους στην αγοράαχθοφόροι, βαρκάρηδες, ναύκληροι -ιδιοκτήτες πλοίων που εμπορεύονταν δικά τους προϊόντακαι έμποροι που ταξίδευαν με ξένα πλοία. Επίσης, πλούσιοι Αθηναίοι, ιδιοκτήτες γης ή εργαστηρίων με δούλους, συχνά επένδυαν σε προσοδοφόρα εμπορικά ταξίδια, χωρίς ωστόσο ποτέ οι ίδιοι να εμπλακούν άμεσα στις εμπορικές διαδικασίες. Ο ρόλος των μετοίκων και των ξένων στο εμπόριο ήταν σημαντικός αλλά όχι και κυρίαρχος. Μολονότι η πλειοψηφία των εμπόρων και των ναύκληρων αποτελούνταν από μετοίκους,


ξένους και δούλους, εκείνοι που χορηγούσαν τα ναυτικά δάνεια ήταν πολίτες. Υπήρχαν Αθηναίοι που ασχολούνταν με το εμπόριο μέσω τραπεζικών μηχανισμών. Οι τραπεζικές συναλλαγές είχαν ευρεία διάδοση στην Αθήνα, καθώς το εμπόριο βασιζόταν στα δάνεια και στην κίνηση κεφαλαίων. Οι περισσότεροι γνωστοί τραπεζίτες δεν ήταν πολίτες, υπήρχαν μάλιστα και ορισμένοι δούλοι. Αν και ο Δεκελικός πόλεμος επηρέασε αρνητικά τόσο την παραγωγή ελαιόλαδου όσο και την εξόρυξη αργύρου -δύο από τα πιο σημαντικά εξαγόμενα προϊόντα της Αθήνας- δε λειτούργησε καταστροφικά και για το εμπόριο της πόλης. Επιπλέον, την ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι ανάγκες


για την εισαγωγή διάφορων βασικών προϊόντων, όπως το σιτάρι.

Τα μεταλλεία του Λαυρίου

Τ

α μεταλλεία αργύρου (αργυρούχου μολύβδου) στην περιοχή της Λαυρεωτικής, στη νότια Αττική,

αποτελούσαν για την Αθήνα μία σημαντική πηγή πλουτισμού από την εποχή του Θεμιστοκλή έως και τα χρόνια του Δημητρίου Φαληρέως. Άργυρος από το Λαύριο για την κοπή των αθηναϊκών νομισμάτων άρχισε να χρησιμοποιείται μετά τη δεκαετία του 520 π. Χ.


Τα μεταλλεία του Λαυρίου λειτουργούσαν σύμφωνα με ένα σύστημα μισθώσεων δύο κατηγοριών. Η μία αφορούσε όσα ήταν ήδη σε λειτουργία, ενώ η άλλη αναφέρεται σε καινούργιες περιοχές ή σε νέες μισθώσεις. Στην πρώτη περίπτωση, οι απλές εκμισθώσεις γίνονταν για 3 χρόνια με δυνατότητα ανανέωσης. Στη δεύτερη, τα μεταλλεία μισθώνονταν από 7 μέχρι 10 χρόνια. Η έγκριση των δικαιωμάτων μίσθωσης δινόταν από το συμβούλιο των πωλητών. Κάθε χρόνο, στο τέλος της υπηρεσίας τους κρατούσαν αρχείο με τις εκμισθώσεις των μεταλλείων αλλά και με τις πωλήσεις των δημευμένων περιουσιών. Κάθε μίσθωση περιλάμβανε το όνομα του δικαιούχου, την τιμή που πλήρωνε καθώς και το όνομα εκείνου που κατέγραψε την τοποθεσία, την


κατηγορία και τις λεπτομέρειες για τα όρια του μεταλλείου. Τα μόνα έξοδα που είχε ο δικαιούχος ενός μεταλλείου ήταν η μίσθωση των δούλων και η ελάχιστη δαπάνη για τη συντήρησή τους. Με τη χρήση τέτοιου είδους εργατικού δυναμικού το κόστος διατηρούνταν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ επιτυγχανόταν επιστροφή ποσού μεγαλύτερου από το επενδυμένο κεφάλαιο. Με αυτόν τον τρόπο το κέρδος ήταν μεγαλύτερο τόσο για τους πλούσιους ιδιώτες δικαιούχους όσο και για το κράτος που παρείχε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των μεταλλείων και επέβαλλε τους φόρους.


Στην πόλη των Αθηνών ανήκε το 1/24 των εσόδων από το κάθε μεταλλείο, ανεξάρτητα από το χρόνο εκμίσθωσης. Αν και τα οικόπεδα ανήκαν σε ιδιώτες, το μέταλλο από τη διαδικασία εξόρυξης στο Λαύριο ήταν περιουσία της πόλης. Πιθανότατα η ίδια μάλιστα να είχε στην ιδιοκτησία της και κάποιες εκτάσεις εκμεταλλεύσιμης γης. Σε οποιαδήποτε περίπτωση πάντως ένας ιδιώτης δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τα μεταλλεία χωρίς να του έχει δοθεί το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους από την πόλη, το οποίο μάλιστα ήταν δυνατόν να αποκτηθεί και από μία ομάδα ιδιωτών. Όταν ένας δικαιούχος αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, δε διωκόταν τουλάχιστον ποινικά.


Αντίθετα, εάν κρινόταν υπεύθυνος για την απομάκρυνση των δοκών που στήριζαν τις οροφές των στοών ή των στύλων υποστήριξης, κινδύνευε να τιμωρηθεί με θάνατο, ενώ η περιουσία του δημευόταν και μοιραζόταν στους πολίτες. Ο νόμος αυτός είχε εισαχθεί όχι τόσο για να προστατέψει τις ζωές όσων εργάζονταν στις στοές -των δούλων δηλαδή- αλλά για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των μεταλλείων.


Δημόσια οικονομική πολιτική

Η

κλασική Αθήνα ξεχώριζε από όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις για το θεσμό του δημόσιου μισθού, την

πληρωμή δηλαδή ενός συγκεκριμένου ποσού για υπηρεσία σε διάφορες κρατικές θέσεις. Οι πιο γνωστοί μισθοί ήταν οι ακόλουθοι: α) το δικαστικόν: πρόκειται για το μισθό των δικαστών και των ενόρκων· χρονολογείται στην περίοδο μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη, το 462/1 π. Χ. Ο Kλέων το είχε ορίσει στους 3 οβολούς. Μετά όμως τη δαπανηρή εκστρατεία στην Εύβοια περιορίστηκε, το 349/8 π. Χ., καθώς το ταμείο της Αθήνας δεν μπορούσε να συνεχίσει να παρέχει το ίδιο ποσό με πριν.


β) το βουλευτικόν: καταβαλλόταν σε όσους συμμετείχαν στις εργασίες της Βουλής. Ήταν ένα είδος αποζημίωσης -θεωρητικά επειδή αμελούσαν τις δουλειές τους- και ανερχόταν στο ποσό των 5 οβολών συν 1 για εκείνους ειδικά που υπηρετούσαν στην Πρυτανεία. γ) το εκκλησιαστικόν: αφορούσε την πληρωμή για συμμετοχή στην Εκκλησία του δήμου. Το μέτρο αυτό εισήγαγε ο Αγγύριος και το ποσό ήταν αρχικά 1 οβολός. Αργότερα ο Ηρακλείδης από τις Κλαζομενές το αύξησε σε 2 οβολούς και τέλος ο Αγγύριος πάλι το οριστικοποίησε σε 3.


Επιπλέον, όμως, σε περίπτωση μη συμμετοχής είτε στη Βουλή είτε στην Εκκλησία του δήμου επιβαλλόταν πρόστιμο ύψους 3 δραχμών για τους πεντακοσιομέδιμνους, 2 δραχμών για τους ιππείς και 1 δραχμής για τους ζευγίτες. Εκτός από τις παραπάνω δυνατότητες που είχαν οι πολίτες της Αθήνας να αυξήσουν το εισόδημά τους μπορούσαν επίσης να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα ανοικοδόμησης της πόλης. Ακόμη και στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου η Αθήνα ήταν σε θέση να πληρώνει 1 δραχμή την ημέρα στους εργάτες του Ερεχθείου το 409/8-408/7 π. Χ. Επιπλέον, οι Αθηναίοι απασχολούνταν κυρίως ως κωπηλάτες αλλά και δικαιούνταν μερίδιο από τα λάφυρα νικηφόρων εκστρατειών. Τέλος, στις αποβάθρες του Πειραιά υπήρχε η δυνατότητα


απασχόλησής τους ως τεχνίτες και ανειδίκευτοι εργάτες και επιπλέον μπορούσαν να εργαστούν ως φύλακες πεντακόσιοι πολίτες.


Οι λειτουργίες της

Μ

Αρχαίας Αθήνας ία σημαντική πηγή εσόδων για την πόλη και μία μορφή έμμεσης φορολογίας αποτελούσαν οι

λειτουργίες, ένας ενδιαφέρων θεσμός που σύμφωνα με μία άποψη μπορούσε να εμπνεύσει περηφάνια στο φορολογούμενο Αθηναίο, καθώς πρόσφερε ένα μέρος της περιουσίας του σε όφελος της πόλης. Στη θεωρία -αλλά σε μεγάλο ποσοστό και στην πράξη- οι πλουσιότεροι άντρες της Αθήνας ήταν πρόθυμοι να εκτελέσουν όσο το δυνατόν καλύτερα διάφορες υπηρεσίες που όριζε η πόλη τους με ανταμοιβή, σε πρώτη φάση, τη λαμπρότητα και τη φιλοτιμία.


Οι λειτουργίες διακρίνονταν σε τακτικές και έκτακτες και ήταν είτε στρατιωτικής είτε πολιτειακής φύσεως. Έκτακτες ήταν η τριηραρχία και η εισφορά, οι οποίες μάλιστα είχαν και άμεση σχέση με περιόδους πολέμου. Στις τακτικές συγκαταλέγονταν η χορηγία, η γυμνασιαρχία, η εστίασις, η προστατεία, η αρχιθεωρία και η ιπποτροφία. Η τελευταία επιβαλλόταν μόνο στους πεντακοσιομέδιμνους και στους τριακοσιομέδιμνους.


Για ένα χρόνο ένας πολίτης, ο τριήραρχος, οριζόταν -τουλάχιστον κατ' όνομα- κυβερνήτης μίας τριήρους. Δε χρειαζόταν να έχει υπερβεί το τριακοστό έτος της ηλικίας του για να θεωρηθεί υποψήφιος για αυτήν τη θέση. Είχε την ευθύνη της καλής συντήρησης του πλοίου και επιβαρυνόταν μόνο με την πρόσληψη και εκπαίδευση του πληρώματός του και όχι με την πληρωμή και τη διατροφή του. Η τριηραρχία αποτελούσε τη δαπανηρότερη από τις λειτουργίες, καθώς μπορούσε να κοστίσει έως και ένα τάλαντο. Η εισφορά ήταν επίσης δαπανηρή και επιβαλλόταν σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, κυρίως σε καιρό πολεμικής σύρραξης. Ο χορηγός θεωρούνταν ο υπεύθυνος για τη σύσταση, εκπαίδευση, πληρωμή και ένδυση των


15 μελών του χορού σε μία τραγωδία, των 24 σε μία κωμωδία, των 50 σε ένα διθυραμβικό χορό ή τέλος μίας ομάδας χορευτών του πυρίχιου. Κάθε φορά μάλιστα συναγωνιζόταν με τους άλλους χορηγούς για την κατάληψη της πρώτης θέσης στους σχετικούς αγώνες. Ευθύνη του γυμνασίαρχου ήταν η εκπαίδευση και η πληρωμή μίας ομάδας δρομέων για τις λαμπαδηδρομίες που τελούνταν στη διάρκεια των Παναθηναίων, των Ηφαιστείων και των Προμηθείων. Ο εστίαρχος επιφορτιζόταν με την παροχή γευμάτων στα μέλη της φυλής του κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων και των Μεγάλων Διονυσίων. Ο αρχιθέωρος αναλάμβανε την αρχηγία σε περίπτωση αποστολής πρεσβείας σε μαντεία και


στις πανελλήνιες γιορτές στην Ολυμπία, τους Δελφούς, τη Νεμέα, τον Ισθμό και τη Δήλο. Ο ιπποτρόφος αναλάμβανε τη διάθεση και την εκτροφή ίππων είτε για το στρατό είτε για μεγάλες γιορτές και αγώνες.

Η επιλογή των λειτουργών δεν ήταν πάντα σωστή. Ένας Αθηναίος μπορούσε να αποδειχτεί ότι δεν ήταν τόσο εύπορος όσο είχε θεωρηθεί όταν του ανατέθηκε η λειτουργία. Η απαλλαγή του από αυτήν την υποχρέωση γινόταν είτε με την απόφαση δικαστηρίου ενόρκων είτε μέσα από τη διαδικασία της αντίδοσης.


Όταν ένας πολίτης -στον οποίο είχε ανατεθεί μια λειτουργία- θεωρούσε ότι κάποιος άλλος βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τον ίδιο, μπορούσε να ζητήσει την απαλλαγή του από αυτήν την υποχρέωση. Για την ακρίβεια, είχε το δικαίωμα να προκαλέσει το συμπολίτη του είτε να αναλάβει εκείνος τη λειτουργία είτε με την αντίδοση να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους. Εάν, ωστόσο, ο δεύτερος πολίτης δεν ανταποκρινόταν θετικά στην παραπάνω πρόκληση, η υπόθεση εκδικαζόταν.


Η ιδιωτική περιουσία των Αθηναίων

Μ

όνο οι Αθηναίοι πολίτες είχαν το δικαίωμα κατοχής ακίνητης περιουσίας, την οποία μπορούσαν

να εκμεταλλευτούν είτε καλλιεργώντας οι ίδιοι τη γη τους είτε νοικιάζοντας την σε άλλους, εισπράττοντας έτσι μερίδιο από την παραγωγή ή το χρηματικό ποσό για το ενοίκιο. Επίσης μπορούσαν να νοικιάζουν χώρους σε μετοίκους και σε ξένους επισκέπτες που επισκέπτονταν την πόλη και είχαν την ανάγκη εύρεσης στέγης και εξασφάλισης της διατροφής τους. Οι ξένοι που επισκέπτονταν την πόλη αποτελούσαν πηγή κέρδους για τους κατοίκους, καθώς χρειάζονταν στέγη και τροφή κατά την


περίοδο διαμονής τους. Επιπλέον, οι ξένοι ξόδευαν και χρήματα καθώς μίσθωναν δούλους, νοίκιαζαν άμαξες, στήριζαν χρηματικά εμπόρους και επισκέπτονταν πορνεία. Η τελευταία αυτή δραστηριότητα φορολογούνταν. Στην κινητή περιουσία των κατοίκων της Αθήνας συγκαταλέγονταν ζώα, αντικείμενα, πλοία, δούλοι και νομίσματα. Η αθηναϊκή ιδιωτική περιουσία ήταν ιδιαίτερα υψηλή μετά τους Περσικούς πολέμους και την ανάδειξη της Αθήνας σε κυρίαρχη δύναμη ανάμεσα στους συμμάχους

της.


Η ευημερία όμως δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου και ό,τι επακολούθησε. Μελετώντας δύο στατιστικές που συγκρίνουν τις εισφορές των ετών 428/7 και 378/7 π. Χ. φαίνεται ο βαθμός μείωσης της αθηναϊκής ιδιωτικής περιουσίας που σημειώθηκε στη διάρκεια του πολέμου. Είναι γνωστό ότι το 428/7 π. Χ. η πρώτη εισφορά μετά την κήρυξή του απέδωσε 200 τάλαντα. Δεν έχει όμως σωθεί για την ίδια χρονιά το τίμημα της Αττικής, η συνολική δηλαδή αξία των περιουσιών των Αθηναίων ιδιωτών που υπόκεινται στην πληρωμή της εισφοράς. Είναι όμως δυνατόν να υπολογιστεί με βάση τις πληροφορίες που υπάρχουν για το τίμημα του έτους 378/7 π. Χ. Τον 4ο αιώνα π. Χ. ο κανονικός φόρος για εισφορά στις ιδιωτικές περιουσίες ήταν της τάξης


του 1%, ενώ το 2% οριζόταν κατ' εξαίρεση. Με την επιβολή του συγκεκριμένου φόρου, το 378/7 π. Χ., το τίμημα της Αττικής ανήλθε στα 6000 τάλαντα. Εάν τώρα θεωρηθεί ότι η αξία του φόρου δεν ήταν διαφοροποιημένη τον 5ο αιώνα, είναι δυνατόν να υπολογιστεί για τη χρονιά του 428/7 π. Χ. το τίμημα σε 10.000 ή 20.000 τάλαντα. Οποιοδήποτε ποσό και αν επιλεγεί, αυτό που επισημαίνεται είναι μία μείωση στην περιουσία των Αθηναίων της τάξης του 25 ή 40%. Φυσικά θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτού του είδους οι στατιστικές βασίζονται σε παραμέτρους για τις οποίες δεν υπάρχουν απόλυτα εξακριβωμένα στοιχεία. Εκτός όμως από τη μείωση της περιουσίας στα τέλη του 5ου αιώνα παρατηρείται και μία κινητικότητα στις περιουσίες των μελών των


εύπορων τάξεων, η οποία μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της πολιτικής κατάστασης στην Αθήνα το 404/3 π. Χ. Οι Τριάκοντα, που ανέλαβαν την ηγεσία της Αθήνας μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π. Χ.), δήμευσαν τις περιουσίες πολλών πολιτών (403 π. Χ.) και άλλες τις πούλησαν, ενώ άλλες τις ανακήρυξαν περιουσία της πόλης. Με την επάνοδο της δημοκρατίας, όμως, όσες δημευμένες περιουσίες δεν είχαν πουληθεί επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους. Όσον αφορά τις πουλημένες περιουσίες οι νέοι κάτοχοι είχαν το δικαίωμα να κρατήσουν το αφανές μέρος τους, δούλους, χρήματα και έπιπλα, ενώ υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν το φανερό μέρος τους, γη και οικίες.


Βιβλιογραφία: http://photodentro.edu.gr/photodentro/oikonomiki %20zoi%20athinas_spartis_pidx0035939/

Άννα-Μαρία Θεοδωράτου Αιμιλία Μανδηλάρη


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.