Η μαγεία στο Μεσαίωνα Ο όρος “μαγεία” μπορεί να έχει είτε θετικό είτε αρνητικό περιεχόμενο, ανάλογα με την κουλτούρα αυτού που τον χρησιμοποιεί. Στην μεταχριστιανική Ευρώπη ο όρος έχει συνδεθεί με το κακό ή ακόμη και με τον διάβολο, ενώ σε αρκετές μοντέρνες κουλτούρες μπορεί να θεωρείται προτέρημα και ηθικά αποδεκτό.
Σπυριδούλα Μιγκύρου-Δήμητρα Παρασκευαΐδη 3ο Λύκειο Ιλίου, 2014-15
Εισαγωγή
Ε
ίτε μας αρέσει, είτε το αποδεχόμαστε ή το πιστεύουμε, είτε όχι, το υπερφυσικό παίζει αναμφισβήτητα μεγάλο ρόλο στην ζωή μας. Μας δίνει έμπνευση για πολλές δημοφιλείς μορφές τέχνης όπως η λογοτεχνία και οι ταινίες. Είναι συνδεδεμένη με θρησκευτικές πεποιθήσεις και είναι η μυθολογική βάση κάθε χριστουγεννιάτικης ιστορίας. Το θέμα έχει τις ρίζες του στο υπερφυσικό αλλά επίσης έχει και ως σημείο εστιασμού στην ζωή τον Μεσαίωνα.
Η εικόνα μιας μάγισσας ως γυναίκα καμμένη και δεμένη στον πάσαλο μας υπενθυμίζει την έμφυτη αγριότητα του ανθρώπινου είδους και τον μεσαιωνικό χριστιανισμό. Ωστόσο, η ιδέα της μάγισσας αναμφισβήτητα έχει δυϊστική έννοια λόγω του ότι όχι μόνο μας παρουσιάζει την φρίκη μιας “σκοτεινής” εποχής, αλλά και με αυτό τον τρόπο μας διαχωρίζει από το παρελθόν μας. Εν ολίγης, είμαστε σε θέση να κοιτάμε το παρελθόν και να νιώθουμε καλά για την εξέλιξή μας. Ένα ακόμα ενδιαφέρον γεγονός είναι το ότι δεν κατηγορήθηκαν μόνο γυναίκες για μαγεία, η κύρια ιδέα του κυνηγιού μαγισσών δεν είχε να κάνει με το φύλο, κι όμως η πιο δημοφιλής εικόνα μάγισσας έχει γυναικεία μορφή. Παρόλο που και άντρες δικάστηκαν και εκτελέστηκαν υπήρχε πλειοψηφία σε δίκες κατά των γυναικών.
Το όνομα του ρόδου
Το βιβλίο του Umberto Eco “Το όνομα του ρόδου” (Il nome bella rosa). Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει η αντίληψη ότι οι γυναίκες είναι η ρίζα των αντιχριστιανικών σκέψεων των αντρών και συχνά κατηγορούνται για την φύση του ανθρώπινου είδους. Αυτή η αντίληψη υπήρχε κυρίως ανάμεσα σε ανθρώπους του Θεού, τους μοναχούς του Μεσαίωνα που πάλευαν να μείνουν στον δρόμο του Θεού. Τότε οι γυναίκες απεικονίζονταν σαν μάγισσες σε συνεργασία με τον διάβολο προσπαθώντας να σπείρουν την σύγχυση και την λαγνεία ανάμεσα στους ανθρώπους του Θεού, και ο πρωταρχικός
σκοπός τους ήταν να αποσπάσουν τους άντρες από την λατρεία τους στον Θεό. Γιατί ήταν τόσο εύκολο να κατηγορούν τις γυναίκες με μαγεία και για ανηθικότητα; Αν ένας άντρας είχε τόσο δυνατή πίστη προς τον Θεό, θα έπρεπε να χρειαστεί κάτι περισσότερο από μια γυναίκα για να τους κάνει να αμφισβητήσουν τον σκοπό τους στην ζωή. Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα μαγισσών και αν υπήρχαν διαφορές στις κατηγορίες που τους αποδίδονται, πως δικάζονταν και πως τιμωρούνταν;
Μαγεία Η καθολική Εκκλησία χρησιμοποίησε την Ιερά Εξέταση για την καταπολέμηση των αιρετικών αλλά πολλά από τα θύματα του κυνηγιού μαγισσών κατά τον Μεσαίωνα καταδικάστηκαν σε τοπικά δικαστήρια. Ωστόσο, μία ακόμα οπτική γωνία είναι ότι πιστεύουν στην μαγεία λόγω φιλοσοφίας. Αναμφισβήτητα οι περισσότεροι άνθρωποι που δουλεύουν πάνω σ’ αυτόν τον τομέα δεν πιστεύουν στην ύπαρξη της μαγείας. Όμως ρίχνοντας μια ματιά στο λεξικό Οxford στον ορισμό της λέξης “μαγεία” λέει: “Η δύναμη του να κάνεις να συμβαίνουν αδύνατα πράγματα με το να λες συγκεκριμένες λέξεις ή με το να κάνεις συγκεκριμένα πράγματα”. Η λέξη κλειδί σε αυτόν τον ορισμό είναι η λέξη “αδύνατα” καθώς ως ανθρώπινο είδος έχουμε την ικανότητα να ξεπερνάμε τις δυνατότητές μας και έτσι
θέτουμε τον πήχη πολύ ψηλά για ότι θεωρούμε αδύνατο. Αν ένας στόχος “κατάρας” φοβάται την “κατάρα” τόσο πολύ ώστε να αποκτήσει τα συμπτώματα της “κατάρας” τότε κάποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξη της μαγείας.
Μαύρη μαγεία Συνηθίζεται να ονομάζεται λευκή μαγεία εκείνη που αποσκοπεί να παράγει ένα ευεργέτημα για παράδειγμα την θεραπεία ενός αρρώστου, και μαύρη μαγεία εκείνη που αποβλέπει σε κακούς σκοπούς. Η πρακτική της μαύρης μαγείας είναι διαδεδομένη παγκοσμίως και καταδικάζεται. Υπάρχει μια τυπολογική διαφορά μεταξύ της μαγείας που προαναφέρθηκε και της μαύρης μαγείας με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: 1) η μαγεία όπως εκτέθηκε πιο πάνω είναι η εξήγηση αυτόνομων τελετουργιών, που πιστεύεται ότι δρουν χωρίς την επέμβαση υπερανθρώπινων όντων, ενώ η μαγεία της δεύτερης κατηγορίας ενεργεί στο περιβάλλον ή με τη βοήθεια πνευμάτων και δαιμονικών οντοτήτων. 2) η μαγική τελετουργία της πρώτης κατηγορίας μπορεί να μην απαιτεί εξειδικευμένο χειριστή και κυρίως μπορεί να εκτελεστεί χωρίς να προκαλέσει μεταβολές στην ηθικοκοινωνική προσωπικότητα του υποκειμένου, ενώ αυτός
που ασκεί την μαύρη μαγεία λαμβάνει συνειδητά θέση έξω από την κανονική ανθρώπινη τάξη, και τον αληθινό τόπο ύπαρξής του τον βρίσκει στην εξωανθρώπινη τάξη, που νοείται εχθρική στον άνθρωπο. Η μαύρη μαγεία πραγματοποιείται στα σχήματα μιας οποιασδήποτε δυαρχικής αντίληψης του κόσμου, δηλαδή μιας ιδεολογίας που έχει ως θεμέλιο της τον αγώνα μεταξύ δύο αντιτιθέμενων αρχών. Οι αρχές αυτές μπορεί να είναι προσωποποιήσεις υπερανθρώπινων οντοτήτων (αγαθά πνεύματα εναντίον κακοποιών πνευμάτων, θεότητες εναντίον δαιμόνων κλπ.) και, σε ένα επίπεδο πιο ηθικό, από αντιτιθέμενες αξίες (φως εναντίον σκότους, αρσενικό εναντίον θηλυκού, ουρανός εναντίον γης κλπ.) και, σε ένα επίπεδο πιο ηθικό, από αντιτιθέμενες αξίες (καλό εναντίον κακού, δικαιοσύνη εναντίον αδικίας, αλήθειας εναντίον ψεύδους κλπ.). Μέσα στα σχήματα αυτά η μαύρη μαγεία εμφανίζεται ως ενεργός παράγοντας της πάλης, σε συμμαχία με τις κακοποιές οντότητες, εκφραζόμενη θετικά με τα σύμβολα και τις αξίες εκείνες, τις οποίες η κοινότητα θεωρεί, αντίθετα, κατά παράδοση αρνητικές. Εκείνοι που προσφεύγουν στην
μαύρη μαγεία και εκείνοι που την ασκούν ενεργούν πάντοτε σε αντίθεση προς το ισχύον ηθικοθρησκευτικό σύστημα. Όπου, όπως στον χριστιανικό κόσμο, οι θετικές αξίες είναι θεμελιωμένες στην αξία ενός αγαθού και δίκαιου θεού και οι αρνητικές στην δράση του Διαβόλου, του κυρίως πονηρού, η μαύρη μαγεία ενεργεί σε συμμαχία με τον Διάβολο. Όπου, όπως στην αρχαία Ελλάδα οι θετικές και αρνητικές αξίες είχαν αντίστοιχα δύο πόλους, τους ουράνιους Ολύμπιους θεούς και τους θεούς του Κάτω Κόσμου. Αν η αντίθεση, όπως συμβαίνει σε πολλούς αρχαϊκούς πολιτισμούς, έχει σταθεροποιηθεί σε έναν θετικό κόσμο των ζωντανών και σε έναν αρνητικό των νεκρών, η μαγεία χρησιμοποιεί τον κόσμο των νεκρών.
Σε πολλές πρωτόγονες κοινότητες η επιβουλή κατά της κοινωνικής ζωής μπορεί να εξατομικευτεί άμεσα και ρεαλιστικά στην απειλητική παρουσία άγριων θηρίων: τα ζώα αυτά αποκτούν τότε αντικοινωνικές ιδιότητες και συχνά γεννιέται το γονίδιο του μάγου, ο οποίος τη νύχτα μεταμορφώνεται σε θηρίο που κυνηγά ανθρώπινα θύματα. Η σκόπιμη ανατροπή τω αξιών από την μαγεία εξηγείται ως διαμαρτυρία και εξέγερση εναντίον των συνθηκών της ζωής του ανθρώπου είναι το ίδιο κίνητρο που συναντούμε στην προέλευση των διαφόρων φαινομένων, όπως μερικές ψυχώσεις, ο αλκοολισμός και αυτός ακόμα ο θρησκευτικός μυστικισμός. Μια ιδέα της σχέσης ανάμεσα σε τόσο διαφορετικά μεταξύ τους φαινόμενα παρέχει η ευρωπαϊκή μαύρη μαγεία, έτσι όπως παρουσιάστηκε στις επίσημες δίκες εναντίον μάγων, τουλάχιστον έως τον 17 ο αιώνα στη Δύση. Εκείνοι που
ασκούν μαύρη μαγεία φαίνονται, με τα σημερινά κριτήρια, κυρίως παρανοϊκοί, έτσι που σήμερα η Δυτική Καθολική εκκλησία τείνει να θεωρεί τα επεισόδια της μαύρης μαγείας υπό πρίσμα μάλλον ψυχοπαθολογικό παρά θρησκευτικό. Τονίζονται εξάλλου, ιδιαίτερα τα μεθυστικά αποτελέσματα των φίλτρων που χρησιμοποιούνταν στην μαγεία: ήταν ίσως ουσίες που προκαλούσαν παραληρήματα, κατά τα οποία τα υποκείμενα πίστευαν ότι μετείχαν στις μυστικές διαβολικές συγκεντρώσεις και δεν τους τρόμαζαν οι απειλές ότι θα τους έκαιγαν ζωντανούς. Όσο για τις αναλογίες για το θρησκευτικό μυστικισμό, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Jeanne d'Arc (Joan of Arc) μυστικίστριας και αγίας, η οποία κατηγορήθηκε για μαγεία. Αλλά φυσικά, οι τυπικές και γενετικές αναλογίες δεν αρκούν για να περιληφθούν φαινόμενα τόσο διαφορετικά σε ένα μοναδικό
σχήμα. Ακόμα και όταν όλα προέρχονται από ένα συναίσθημα αποστέρησης, η μαγεία δεν μετουσιώνεται σε βιοψυχική απροσαρμοστικότητα ούτε σε αποφυγή των ατομικών ευθυνών ούτε σε απάρνηση καθετί κοσμικού αλλά σε επίθεση εναντίον των θεμελιωδών αξιών και των φυσικών προσώπων της κοινωνίας.
Εξάλλου η πραγματοποίησής της δίνεται από την ίδια την κοινωνία η οποία, καθορίζοντας ένα πεδίο δράσης της μαγείας, έχει σκοπό να υπερασπιστεί ενεργά τις θεμελιώδεις αξίες της. Όπως προαναφέρθηκε, η άσκηση της μαύρης μαγείας είναι διαδεδομένη παντού και καταδικάζεται παγκοσμίως. Οι αρχαιότεροι ρωμαϊκοί νόμοι προέβλεπαν την τιμωρία εκείνου που θα έβλαπτε με μαγικά μέσα την συγκομιδή του πλησίον. Το “κυνήγι των μάγων” του Μεσαίωνα συναντάται και σήμερα πολλούς πρωτόγονους λαούς, στους οποίους κάθε δυστυχία, αρρώστια, θάνατος αποδίδεται στις ενέργειες ενός μαύρου μάγου. Στους ιθαγενείς της Αυστραλίας είναι τυπική η διαδικασία με
την οποία προσπαθούν να καθορίσουν ποιος μάγος προκάλεσε τον θάνατο κάποιου.
Οι μάγισσες στον μεσαίωνα Παρόλο που συνήθως οι μυθολογικοί μάγοι είναι υπερφυσικά πλάσματα, ωστόσο στην πραγματικότητα, πάρα πολλοί άνθρωποι στο παρελθόν είτε είχαν κατηγορηθεί για μαγεία είτε ισχυρίζονταν πως είναι μάγοι. Αρκετοί άνθρωποι ακόμη και στις μέρες μας πιστεύουν στη μαγεία και μάλιστα υπάρχουν και κάποιοι που ισχυρίζονται πως την εξασκούν. Ο όρος “μαγεία” μπορεί να έχει είτε θετικό είτε αρνητικό περιεχόμενο, ανάλογα με την
κουλτούρα αυτού που τον χρησιμοποιεί. Στην μεταχριστιανική Ευρώπη ο όρος έχει συνδεθεί με το κακό ή ακόμη και με τον διάβολο, ενώ σε αρκετές μοντέρνες κουλτούρες μπορεί να θεωρείται προτέρημα και ηθικά αποδεκτό. Ο όρος «μαγεία» χρησιμοποιείται επίσης και για να χαρακτηρίσει πρακτικές με αποκλειστικά αρνητικό περιεχόμενο που σκοπό έχουν να βλάψουν τον αποδέκτη της «μαγείας». Στις κοινωνίες που η μαγεία είναι αποδεκτή υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στις μάγισσες και στους νόμιμους εφαρμοστές των τελετουργικών-μαγικών πρακτικών. Ο όρος «μάγος» χρησιμοποιήθηκε για να κατηγορηθούν άτομα που θεωρούνταν ότι βλάπτουν την κοινωνία χρησιμοποιώντας υπερφυσικά μέσα. Η πίστη στην ύπαρξη μαγισσών αυτού του είδους εμφανίστηκε σε πολλά μέρη του κόσμου συμπεριλαμβανομένων της Ευρώπης, της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής, οπότε και οδήγησε σε «κυνήγι μαγισσών» Στις μονοθεϊστικές θρησκείες της ανατολικής Μεσογείου, και κυρίως στον Χριστιανισμό και στον Ισλαμισμό, η μαγεία συνδέθηκε με αιρέσεις δίνοντας τροφή σε
έντονες διαμάχες ανάμεσα στους εκπροσώπους της λαϊκής εξουσίας και των εκκλησιαστικών αρχών. Κατά τη διάρκεια των χρόνων η μαγεία μεταφράστηκε ως μορφή λατρείας του σατανά. Οι κατηγορίες για μαγεία συχνά συνδυαζόταν με άλλες κατηγορίες για αίρεση απέναντι σε ομάδες όπως οι Cathars και οι Waldensians Η πίστη στη μαγεία ήταν καθολικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Ο χαρακτηρισμός των μαγισσών στην Ευρώπη δεν προέρχεται από μια μόνο πηγή. Σύμφωνα με νεοπαγανιστικές αντιλήψεις οι μάγοι ήταν άνδρες ή γυναίκες σαμάνοι που μετατράπηκαν σε μοχθηρές φυσιογνωμίες λόγω της χριστιανικής προπαγάνδας. Ωστόσο η λαϊκή άποψη για τους μάγους και τις μάγισσες και η σχετική με αυτούς προκατάληψη είναι αποτέλεσμα πολυάριθμων επιδράσεων. Στην εποχή του πρώιμου Μεσαίωνα τα ξόρκια, η μαντεία και η επίκληση υπερφυσικών πνευμάτων βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη, αλλά μόνο κατά τον 11ο αιώνα η Εκκλησία άρχισε να συλλαμβάνει τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι μάγισσες πετούσαν στον αέρα και ότι τις νύχτες καβαλούσαν ζώα
ως ακόλουθοι της Άρτεμης, της ειδωλολατρικής θεότητας. Η μαγεία ήταν συνδεδεμένη με την επίκληση των δαιμόνων και τη θυσία σε αυτούς. Πολλές θρησκευτικές μεταστροφές ήταν αποτέλεσμα της θέασης του διαβόλου ή διάφορων δαιμόνων σε μια ποικιλία μορφών και διαστάσεων. Ο χαρακτηρισμός ενός μάγου ή μιας μάγισσας ως υπηρέτη του κακού, αναπτύχθηκε με τα χρόνια. Κατά την εξάπλωση του χριστιανισμού, οι υποψήφιοι χριστιανοί όντας αρκετά εξοικειωμένοι με την χρήση της μαγείας στην καθημερινότητά τους, περίμεναν από τους χριστιανούς κληρικού να εφαρμόζουν την μαγεία πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τον παλιό παγανιστικό τρόπο. Η σημασία του θέματος αυτού υποβαθμίστηκε αφού ο χριστιανισμός επικράτησε του παγανισμού στην Ευρώπη. Οι ομοιότητες ανάμεσα στην παλιά παγανιστική λατρεία και τελετουργία και σε αυτήν του χριστιανισμού είναι αρκετές αν θεωρήσει κανείς πως την θέση των παγανιστικών θεοτήτων και φυλαχτών τοποθετήθηκαν άγιοι και ιερά κειμήλια. Αρχικά, η Καθολική Εκκλησία η κοινωνία της Ευρώπης δεν επιδίδονταν πάντοτε σε κυνήγι
μαγισσών ούτε και πάντα τις θεωρούσε πηγή κακού. (Saint Boniface)Η Ιερά Σύνοδος κήρυξε την ύπαρξη μαγισσών μη-χριστιανική. Ο αυτοκράτορας Charlemagne διακήρυξε πως η καύση μαγισσών ήταν ένα παγανιστικό έθιμο που θα τιμωρούνταν με θανατική ποινή. Στα 820 ο επίσκοπος της Λυών και άλλοι αποκήρυξαν την πίστη πως οι μάγισσες μπορούν να προκαλέσουν κακό καιρό, να πετάξουν μέσα στη νύχτα και να αλλάξουν την μορφή τους. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Coloman επίσης αποκήρυξε το κυνήγι μαγισσών γιατί πίστευε πως οι μάγισσες δεν υπάρχουν Ο κλήρος αφόριζε εκείνους που κατέφευγαν στη μαγεία , αλλά πάντα με όρους που φανέρωναν ότι ακόμα και οι πιο νομιμόφρονες πίστευαν ότι οι μάγισσες είχαν υπερφυσικές δυνάμεις στις οποίες έπρεπε να αντισταθούν οι χριστιανοί. Οισχολαστικοί θεολόγοι συνέδεαν ακόμη περισσότερο από ότι πριν τη μαγεία με το γυναικείο φύλο. Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ πίστευε ότι οι εχθροί του προσπαθούσαν να τον βλάψουν καρφώνοντας βελόνες σε κέρινα ομοιώματα. Το 1398 , το Πανεπιστήμιο του Παρισιού έκανε μια διάκριση μεταξύ φυσικής και υπερφυσικής μαγείας: και οι δύο είχαν
αποτέλεσμα , αλλά η δεύτερη ήταν προϊόν συμφωνίας με τους διαβόλους. Το κυνήγι μαγισσών έλαβε τεράστια έκταση μεταξύ του 14ου αιώνα και 1650 και οι Ευρωπαίοι εκτέλεσαν 200.000 με 500.000 ανθρώπους , με την κατηγορία της μαγείας, το 85% των οποίων ήταν γυναίκες. Ο χαρακτήρας και η χρονική επιλογή αυτών των εκτελέσεων σχετίζονται μερικώς από τη μία με τους στόχους της Ιεράς Εξέτασης και από την άλλη αφορούν τις αλλαγές της μεσαιωνικής κοινωνίας. Το γεγονός ότι αυτές οι εκτελέσεις και οι δαιμονολογικές θεωρίες που τις συνόδευαν ήταν τόσο διαδεδομένες μπορεί να εξηγηθεί από την ανομία που διαπότιζε την μεσαιωνική κοινωνία εκείνη την εποχή. Το κυνήγι μαγισσών του Μεσαίωνα μπορεί να αποδοθεί στο πνευματικό σκοταδισμό της εποχής , συνδέεται ωστόσο και με οικονομικές, δημογραφικές αλλαγές στη μεσαιωνική κοινωνία μαζί με τη μεσαιωνική ανάγκη για έναν «στόχο» κάτι που εξηγεί γιατί το κυνήγι μαγισσών προσανατολίστηκε στις γυναίκες.
Πολλοί θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι η έκταση που πήρε το φαινόμενο οφείλεται σε μια σύμπτωση διάφορων παραγόντων. Μια πρώτη αιτία αποδίδεται στα συμφέροντα καθοδηγητικών οργάνων της καθολικής εκκλησίας όπως οι Δομινικανοί και η Ιερά Εξέταση. Μια δεύτερη αιτία για το κυνήγι μαγισσών σχετίζεται με την κατάρρευση του αυταρχικού πλαισίου της θρησκείας και του φεουδαρχικού κοινωνικού συστήματος. Η διάλυση του μεσαιωνικού νοητικού χάρτη, που είχε δώσει ώθηση σε ουτοπικές προσδοκίες , μαγικές πεποιθήσεις, και κενές επιστημονικές αναζητήσεις, οδήγησε σε διαταραχή του κοινωνικού συστήματος στο μεσαίωνα. Η μανία καταδίωξης των μαγισσών εξηγείται και από αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές και δημογραφικές συνθήκες της εποχής αλλά κυρίως από τις αλλαγές που σημειώθηκαν εκείνη την εποχή στο ρόλο της γυναίκαςαλλαγές καταστροφικών διαστάσεων. Αυτά εξηγούν την μανία να βαφτίζονται πολλές γυναίκες ως μάγισσες και να εκτελούνται. Τα βασικά χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής μαγείας πριν από την εποχή του 14ου αιώνα είχαν να κάνουν με πρακτική μαγεία. Εξυπηρετούσε θα λέγαμε η μαγεία
«τεχνολογικούς σκοπούς» με πολύ συγκεκριμένους στόχους όπως μαγικά φίλτρα αγάπης, ξόρκια, και τα σχετικά. Ωστόσο, όταν μιλούσαν για μαγεία εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ένας διαμετρικά αντίθετος υπερφυσικός κόσμος και σε σύγκρουση με τον πραγματικό κόσμο. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής ωστόσο οι μάγισσες είχαν μια ιδιαίτερη σχέση με τους θεούς ή καλύτερα με τους δαίμονες αφού με τα κατάλληλα ξόρκια ή μαγικά φίλτρα μπορούσαν να εξαναγκάσουν τους δαίμονες ή τα πνεύματα να εξυπηρετήσουν δικούς τους σκοπούς.
Την εποχή ωστόσο του ευρωπαϊκού κυνηγιού μαγισσών του 14ου έως τον 17ου αιώνα η
εξάσκηση της μαγείας είχε μεταμορφωθεί σε μια εντελώς σατανική πρακτική που περισσότερο δημιουργούσε προβλήματα παρά τα έλυνε. Από το 1480 και έπειτα η μάγισσες παρουσιάζονται σαν μαριονέτες του Σατανά , τον οποίο υπηρετούν και ικανοποιούν τις επιθυμίες του. Αυτές οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η μεσαιωνική κοινωνία άρχισε να αντιλαμβάνεται τις μάγισσες είναι καθοριστικής σημασίας. Εκείνη την εποχή εκδόθηκαν αρκετά βιβλία τα οποία χαρακτήριζαν την πρακτική άσκησης μαγείας σαν μια «αντιθρησκεία». Και ενώ μέχρι και πριν τον 14ο αιώνα η μαγεία , αφορούσε τεχνολογικές πρακτικές και χωρίζονταν σε καλή και κακή ανάλογα με τον σκοπό που υπηρετούσε από τον 14 αιώνα και έπειτα αναπτύχθηκε μια συστηματική θεωρία επίθεσης εναντίον των μαγισσών ως σατανικών πλασμάτων. Αυτή η επίθεση εναντίον των μαγισσών και η μεταστροφή προς εκλεκτικές δαιμονολογικές θεωρίες διευκόλυνε το έργο των ιεροεξεταστών και νομιμοποίησε τους διωγμούς χιλιάδων γυναικών που πολιτογραφήθηκαν ως μάγισσες.
Από ότι φαίνεται από τις πηγές τα κυνήγια μαγισσών δεν έλαβαν την ίδια έκταση σε όλη την Ευρώπη και δεν ήταν παντού τα ίδια. Στην Αγγλία για παράδειγμα είχαν διαφορετική έκταση από ότι σε άλλες περιοχές ενώ οι διωγμοί μαγισσών πήραν μεγαλύτερη έκταση σε χώρες όπως Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία αλλά με λιγότερο μένος. Γενικά η μανία εναντίον των μαγισσών άρχισε να αποκρυσταλλώνεται στη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 14ου αιώνα. Ένας θερμός πιστός στη δύναμη και στην αλήθεια της μαγείας , ο πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ έδωσε ώθηση στο φαινόμενο καθώς ενθάρρυνε τους ιεροεξεταστές να διώκουν ασταμάτητα μάγους, ταχυδακτυλουργούς και άλλους αιρετικούς εξαιτίας των φόβων του ότι οι πρακτικές μαγείας εξαπλώνονταν. Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν απλά να εξαπλωθούν ακόμη περισσότερο και να ενισχυθούν οι φόβοι απέναντι στην εξάσκηση της μαγείας. Το 1326 εξέδωσε το Super Ilius specula με το οποίο εξουσιοδότησε την Ιερά Εξέταση να χρησιμοποιεί κάθε μέσο για την αποτροπή της μαγείας. Οι προσπάθειες του πάπα είχαν ως αποτέλεσμα ένα κυνήγι
μαγισσών μικρής κλίμακας στις Άλπεις και στα Πυρηναία που διήρκεσε περισσότερο από ενάμισι αιώνα. Παρόλο που στα έτη 1245 και 1275 είχαν διεξαχθεί ήδη δίκες μαγισσών τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αιώνα παρατηρούμε μια τρομακτική αύξηση των προσπαθειών να καταπνιγούν πρακτικές μαγείας , ειδικότερα στη Γαλλία. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το κυνήγι μαγισσών εντάθηκε ακόμα περισσότερο έπειτα από την έκδοση του Malleus Malificarum από τους Δομινικανούς Sprenger και Kramer μεταξύ των ετών 1487-1489. Το Malleus Maleficarum όριζε τις μάγισσες κυρίως ως κακές γυναικείες υπάρξεις. Στο συγκεκριμένο κείμενο δίδονταν οδηγίες για το πώς να ξεχωρίσει κανείς μια μάγισσα, πώς να θέσει κανείς μια μάγισσα σε δοκιμασία(πρακτικές που περιλάμβαναν βασανισμό μέχρις ομολογίας) και πώς να τιμωρήσει κανείς μια μάγισσα. Η μαγεία στην Ευρώπη μεταξύ των ετών 1450 και 1750 θεωρούνταν ως ένα μολυσματικό και επικίνδυνο μείγμα μαγείας και αίρεσης. Η εξάσκηση μαγείας αφορούσε οτιδήποτε στόχευε σε αρνητικά υπερφυσικά αποτελέσματα μέσω της δημιουργίας ξορκιών και μαγικών φίλτρων.
Το δεύτερο συστατικό της μαγείας αφορούσε τις αιρέσεις που περιλάμβαναν τη λατρεία του σατανιστικού Σαββάτου από μάγισσες που εξασκούσαν μια ανεστραμμένη θεία λειτουργία μαύρης μαγείας (Βαλπουργία Νύχτα). Το βασικό χαρακτηριστικό της μανίας των μαγισσών αφορούσε το Σάββατο των μαγισσών. Μέσω αυτής της τελετής νέες μάγισσες μυούνταν στην εξάσκηση της μαγείας. Η τελετή περιλάμβανε την άρνηση της σωτηρίας , λατρεία του πορτρέτου του Σατανά, φτύσιμο στη Βίβλο, κατάρες στο σταυρό κ.α. Μια τέτοια αρνητική εικόνα της μαγείας σε συνδυασμό με τη δημιουργία μιας νέας αντίληψης για την εξάσκηση μαγείας και δαιμονολογίας άλλαξε δραματικά την αντίληψη της μαγείας ως τεχνολογίας. Η μαγεία έχασε τον ουδέτερο τεχνολογικό χαρακτήρα της για χάρη μιας πολύπλοκης και επεξεργασμένης αντιθρησκείας. Ολόκληρη όμως η ιδεολογική μετάλλαξη της αντίληψης για τις μάγισσες αποκρυσταλλώθηκε, νομιμοποιήθηκε και έγινε αποδεκτή στα μέσα του 15ου αιώνα. Εκείνη την εποχή επικρατούσαν οι θεωρίες των Δομινικανών μοναχών σχετικά με τη μαγεία. Οι
θεωρίες τους βασίζονταν σε μια δυιστική αντίληψη για τον κόσμο, ο οποίος ήταν χωρισμένος σε δύο στρατόπεδα . Από τη μια υπήρχε το στρατόπεδο των θεϊκών τέκνων του φωτός και από την άλλη υπήρχαν τα σατανικά τέκνα του σκότους. Τα δύο αυτά στρατόπεδα βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ τους. Οι μάγισσες και ο μύθος τους λοιπόν θεωρήθηκαν το ακριβώς αντίθετο της σύλληψης του Χριστού , και η μαγεία θεωρήθηκε το ακριβώς αντίθετο της Χριστιανοσύνης. Σε αντίθεση με την ιδέα της ιερής σύλληψης του Ιησού, οι Δομινικανοί υποστήριζαν ότι συνέβαινε μια διαστροφική σεξουαλική πράξη ανάμεσα στη μάγισσα και στον Διάβολο. Ο σατανάς με βάση αυτή την αντίληψη έπαιρνε τη μορφή ενός ελκυστικού άντρα ή μιας ελκυστικής γυναίκας και εμφανιζόταν μπροστά σε μια γυναίκα ή σε έναν άντρα για να τους αποπλανήσει. Επίσης, οι
Δομινικανοί υποστήριζαν ότι ενώ οι Χριστιανοί συναντιούνται για να προσευχηθούν Κυριακή πρωί, οι ακόλουθοι του Σατανά προτιμούν να εξασκούν τη λατρεία τους Παρασκευή βράδυ. Και ενώ οι τελετές των Χριστιανών γίνονταν στην Εκκλησία οι τελετές των σατανιστών γίνονταν σε περίεργα μέρη όπως νεκροταφεία. Ακόμη υπήρχε η αντίληψη ότι στις τελετές των σατανιστών χρησιμοποιούνταν ανεστραμμένα σύμβολα του σταυρού, σκοτωμένες γάτες και κατσίκες ενώ για μουσική χρησιμοποιούσαν τους ήχους που έβγαιναν από κόκαλα νεκρών. Γενικά , από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οι αντιλήψεις γύρω από τη μαγεία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας αντικατοπτρισμός, μια αντιστροφή αυτού που ονομάζονταν αληθινή πίστη. Οι διωγμοί των μαγισσών ήταν οργανωμένες, συντονισμένες, πολύπλευρες συστηματικές επιθέσεις. Η Εκκλησία όριζε το πρόβλημα των μαγισσών, οι γιατροί τις εξέταζαν, τις βασάνιζαν και τις καταδίκαζαν, οι νομικοί απήγγειλαν κατηγορίες και επέβλεπαν τις νομικές διαδικασίες και οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι οργάνωναν τις εκτελέσεις.
Στην πιο καταστροφική τους μορφή τα κυνήγια μαγισσών κράτησαν μέχρι το τέλος του Τριακονταετούς πολέμου το 1648. Παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις για σποραδικές δίκες και εκτελέσεις μαγισσών μέχρι και το 1750 , ωστόσο το 1650 σηματοδοτεί το τέλος για τη μανία εναντίον των μαγισσών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εκτελέσθηκαν, κάηκαν, πνίγηκαν, αποκεφαλίστηκαν ή κρεμάστηκαν περισσότερο από 200.000 με 500.000 άνθρωποι με την κατηγορία της μαγείας. Αποδεδειγμένα τα περισσότερα θύματα της μανίας εναντίον των μαγισσών ήταν γυναίκες. Επίσης παρατηρήθηκε ότι στατιστικά τα περισσότερα κυνήγια μαγισσών πήραν μεγάλη διάσταση σε περιοχές όπου η καθολική εκκλησία είχε μικρή επιρροή. Η εξήγηση για την εξάσκηση μαγείας και συνακόλουθα για τα κυνήγια μαγισσών στην Ευρώπη μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τρεις σχολές θεωρητικής ερμηνείας του φαινομένου. Η πρώτη σχολή σκέψης αφορά τη λειτουργική προσέγγιση του φαινομένου της μαγείας σύμφωνα με την οποία η εξάσκηση μαγείας ενέχει κάποιες «χρήσιμες» λειτουργίες όπως ανακούφιση από το άγχος, ενσωμάτωση σε μια ομάδα, και δημιουργία συνεκτικών δεσμών. Η δεύτερη ερμηνεία της μαγείας
σχετίζεται με τη δομική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι κατηγορίες εναντίον των μαγισσών έχουν να κάνουν με ένα δίκτυο σχέσεων ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες μια ταξικής κοινωνίας. Η δομική ερμηνεία της μαγείας υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες εναντίον της μαγείας εντείνονται σε περιόδους έντονων κοινωνικών αλλαγών εξαιτίας κοινωνικών ανισοτήτων, διάφορων αυταρχικών συστημάτων και δεσμών μέσα στις ίδιες τις κοινωνικές δομές. Η τρίτη προσέγγιση εστιάζει στο συμβολικό επίπεδο των μαγικών τελετουργικών δίνοντας βαρύτητα στο νόημα, στην εκμετάλλευση , χρησιμοποίηση και στην παγκοσμιότητα διάφορων συμβόλων στις πρακτικές μαγείας. Άλλοι θεωρητικοί εξετάζουν το φαινόμενο της μαγείας από ιατρική άποψη , υποστηρίζοντας ότι το «πέταγμα» των μαγισσών και άλλες ψευδαισθήσεις επιτυγχάνονταν με την χρήση της χημείας. Ψυχιατρικές προσεγγίσεις εστιάζουν είτε σε ψυχιατρικά συμπτώματα των μαγισσών είτε στις συναισθηματικές ανάγκες των κατηγόρων. Μια άλλη ομάδα θεωρητικών βλέπει τα κυνήγια μαγισσών ως διώξεις εναντίον αποκλεισμένων ομάδων της κοινωνίας. Με βάση αυτή την προσέγγιση οι μάγισσες χρησιμοποιήθηκαν ως
εξιλαστήρια θύματα για πολιτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς σκοπούς. Σύμφωνα με αυτή την άποψη τα κυνήγια μαγισσών μετέθεσαν τα κακώς κείμενα της Εκκλησίας ή του Κράτους και της κρίσης που αντιμετώπιζε η μεσαιωνική κοινωνίας σε φανταστικούς δαίμονες. Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι ενώ στα πρώτα χρόνια της μανίας εναντίον των μαγισσών θανατώνονταν νέες, ανύπαντρες λευκές γυναίκες προς τα τελευταία χρόνια δεν γίνονταν διακρίσεις και θανατώνονταν ακόμα και παντρεμένες. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν εξαιρέθηκε κάποια συγκεκριμένη ομάδα γυναικών από τις εκτελέσεις και τις κατηγορίες για μαγεία, και ότι, οι διώξεις μαγισσών δεν απευθύνονταν μόνο σε περίεργες ή παραμορφωμένες γυναίκες. Αντίθετα, η μανία εναντίον των μαγισσών του 14ου με 17ου αιώνα,
αποτέλεσε ένα μοναδικό ιστορικό συνδυασμό κατηγοριών εναντίον ανθρώπων, κυρίως γυναικών, από τις οποίες ένα τεράστιο ποσοστό ήταν τελείως αθώες, και της δημιουργίας ενός θεολογικού συστήματος στο οποίο η μαγεία έγινε φαινόμενο καίριας σημασίας. Μια ακόμη αιτία των συστηματικών διώξεων εναντίον των μαγισσών αποδίδεται στα επαγγελματικά συμφέροντα των Ιεροεξεταστών. Η καθολική εκκλησία μέχρι τον 13ο αιώνα είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διάφορες αιρέσεις στην Ευρώπη και είχε καταφέρει να καταπνίξει αρκετά κινήματα. Η Ιερά Εξέταση έπρεπε από εκείνη τη στιγμή να αναλάβει έναν νέο ιδεολογικό ρόλο ώστε να συνεχίζει την ύπαρξη της. Αυτό εξηγεί και την στροφή των Ιεροεξεταστών στο κυνήγι μαγισσών. Ωστόσο, η μεταστροφή του ενδιαφέροντος της Ιεράς Εξέτασης σε μια δαιμονολογική θεολογία πραγματοποιήθηκε τον 15ο αιώνα και μόνο τότε το κοινό ενδιαφέρθηκε για τους στόχους της Ιεράς Εξέτασης εναντίον της μαγείας.
Η ερμηνεία αυτών των γεγονότων βρίσκεται σε διάφορες θεσμικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που συνέβησαν μεταξύ του 15ο αιώνα και του 17ου αιώνα. Η μεσαιωνική κοινωνική δομή σε αυτά τα χρόνια διαταράχθηκε αρκετά και οι αλλαγές αυτές μετεξέλιξαν το ευρωπαϊκό κυρίαρχο μοντέλο. Το 13ο αιώνα αναπτύσσονται οι πόλεις και η παραγωγή αρχίζει να μετατρέπεται σε βιομηχανική. Ακόμη την εποχή αυτή ιδρύονται νέα εμπορικά κέντρα όπως η Φλάνδρα ενώ γενικά στην Ευρώπη παρατηρείται δημογραφική αύξηση. Στο οικονομικό πεδίο διαδίδονται οι νομισματικές συναλλαγές, χαρτογραφούνται νέες περιοχές και αναπτύσσεται το εμπόριο. Η οικονομική ανάπτυξη είχε ως συνακόλουθο την ανάπτυξη του εμπορίου, την αστικοποίηση της βιομηχανίας, τις εξαγωγές, τον καταμερισμό εργασίας και την εξειδίκευση. Αυτή η οικονομική ανάπτυξη που μεταμόρφωσε τον κοινωνικό χάρτη της Ευρώπης κορυφώθηκε με τις γεωγραφικές ανακαλύψεις του 14ου αιώνα και 16ου αιώνα.
Αυτές οι τόσο σημαντικές και ταχύτατες αλλαγές προκάλεσαν σημαντικές ρωγμές στην ιεραρχική δομή της φεουδαλικής κοινωνίας, η οποία επικυρώνονταν και νομιμοποιούνταν από την ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Τα ηθικά όρια της μεσαιωνικής κοινωνίας ήταν αυστηρά καθορισμένα. Υπήρχε μια Χριστιανοσύνη η οποία καθοδηγούνταν πνευματικά από τη Ρώμη και ήταν δομημένη σε μια ιεραρχική φεουδαλική τάξη. Η τάξη αυτή βρέθηκε ξαφνικά να απειλείται από την ανάπτυξη μιας αστικής κοινωνίας ξένης στη φεουδαλική κοινωνία . Η αστική αυτή κοινωνία ερχόταν σε επαφή με μη- χριστιανούς και διέθετε μια σχετική οικονομική και πολιτική αυτονομία από την θεολογική καθοδήγηση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Η ένταση και η σύγχυση στους κόλπους της φεουδαλικής κοινωνίας κορυφώθηκε όταν ξέσπασαν στην Ευρώπη διάφορες καταστροφικές επιδημίες όπως χολέρα, πανούκλα που αποδεκάτισαν το 1/3 του πληθυσμού στην Ευρώπη και διήρκεσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Πρόσθετο άγχος την περίοδο εκείνη δημιουργούσαν οι κλιματικές αλλαγές στην Ευρώπη η οποία υπέφερε από δριμύ ψύχος ενώ η εμφάνιση ενός κομήτη το 1528 προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο
φόβο και άγχος. Όταν η Ευρώπη συνήλθε από τις φοβερές επιδημίες που μείωσαν τον πληθυσμό της παρατηρούμε άνοδο των μισθών εξαιτίας της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού. Επομένως , μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο 15ος αιώνα είναι για την Ευρώπη μια εποχή σύγχυσης και ανομίας, μια εποχή όπου τα ηθικά όρια έχουν καταρρεύσει. Νέες φυγόκεντρες δυνάμεις αναπτύσσονται σε οικονομικό , πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο και σπουδαίες αλλαγές ταράζουν τη γηραιά ήπειρο. Η κοινωνική αστάθεια , η διεύρυνση των οριζόντων των ανθρώπων, η Μεταρρύθμιση, η Αναγέννηση, ο ανθρωπισμός όλα χαρακτηριστικά της εποχής καταστρέφουν τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές και δημιουργούν τις συνθήκες για διαφορετικότητα και μεγαλύτερη ελευθερία σε σχέση με αυτήν που χαρακτήριζε το Μεσαίωνα. Οι κοινωνικές αλλαγές του 14ου και 15ου αιώνα επέδρασαν στην καρδιά της συλλογικής συνείδησης της φεουδαλικής κοινωνίας. Με απλά λόγια υπήρχε μια ανάγκη να διατυπωθούν νέες ηθικές νόρμες στην κοινωνίας αφού τα παλιότερα ηθικά όρια είχαν καταρριφθεί. Ωστόσο , με τα κυνήγια μαγισσών η ίδια κοινωνία καθοδηγούμενη από την Εκκλησία προσπάθησε να αναδιατυπώσει
τα ηθικά της όρια. Η ανάλυση αυτή εξηγεί γιατί κατά τη διάρκεια των λεγόμενων σκοτεινών αιώνων δεν υπάρχουν αναφορές για κυνήγια μαγισσών ενώ τον 14ο και 15ο αιώνα παρατηρείται αύξηση. Μόλις έγιναν εμφανείς οι αλλαγές στη δομή της φεουδαλικής κοινωνίας τον 15ο αιώνα και η Εκκλησία άρχισε να χάνει κομμάτι από τη δύναμη της παρατηρούμε ότι η Εκκλησία αναγκάστηκε να ανακαλύψει έναν εχθρό-τις μάγισσες- ώστε να μπορέσει να διατηρήσει το κύρος της. Η ερμηνεία αυτή μας βοηθάει επίσης να καταλάβουμε το λόγο για τον οποίο τα περισσότερα κυνήγια μαγισσών συνέβησαν στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία). Αντίθετα , εκεί οπού το κύρος της Εκκλησίας υπήρξε ισχυρό εμφανίζονται μικρότερα φαινόμενα μανίας εναντίον των μαγισσών. Επομένως , τα κυνήγια μαγισσών μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένας αγώνας αναζήτησης- κατασκευής συλλογικής μνήμης , ηθικές σταυροφορίες στην προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό θρησκευτικό και ηθικό καθεστώς. Μέσα σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας ήταν εύκολο να πειστούν οι μάζες για τον αγώνα ανάμεσα στα «θεϊκά τέκνα του φωτός» και στα «σατανικά τέκνα του σκότους» ώστε να
συμμετάσχουν σε έναν αγώνα κοσμικής πάλης που θα τους έφερνε πιο κοντά στη σωτηρία. Αυτό εξηγεί γιατί τα κυνήγια μαγισσών είχαν τόσο μεγάλο λαϊκό έρεισμα εκείνη την εποχή. Malleus Maleficarum
Το βιβλίο γράφτηκε από τους δύο δομινικανούς ανακριτές Heinrich Kramer και Jacob Sprenger και δημοσιεύτηκε το 1487 στην Speyer της Γερμανίας. Το βιβλίο χρησιμοποιούνταν σαν εγχειρίδιο ή οδηγός για την δίωξη των μαγισσών και είναι χωρισμένο σε τρία μέρη που ασχολούνται με διάφορες ανησυχίες για την μαγεία. Το πρώτο μέρος είναι γραμμένο σε μορφή ερώτησης σαν
ακαδημαϊκή συζήτηση σε σχέση με την ύπαρξη του διαβόλου και με την απειλή που η μαγεία εκθέτει τον χριστιανικό κόσμο. Εκτός από τον ισχυρισμό για την ύπαρξη του διαβόλου και της μαγείας ισχυρίζεται επίσης το ότι να μην πιστεύεις στην ύπαρξη και στους κινδύνου με την παρουσία του διαβόλου θεωρείται αίρεση. Το δεύτερο και τρίτο κομμάτι του βιβλίου προσανατολίζονται κυρίως σε θέματα που αφορούν την μαγεία, για παράδειγμα πως οι μάγισσες εκτελούν τις κακές πράξεις τους, πως να εξουδετερώσουν ένα ξόρκι ή μια κατάρα και τέλος πως να εκτελούν νομικές δίκες κατά μαγισσών βήμα-βήμα. Οι Sprenger και Kramer δεν διέκριναν την διαφορά ανάμεσα σε μαγεία που ήταν τυπικά συνδεδεμένη με τους άντρες και σε μαγεία που ήταν τυπικά συνδεδεμένη με τις γυναίκες, αντίθετα εστιάζουν στην θηλυκή πλευρά της μαγείας. Επίσης, εστίαζαν στις διαβολικές και σατανικές πτυχές της μαγείας. Η εστίαση στον σατανισμό είναι αναμφισβήτητα ένας από τους μείζον λόγους γιατί αυτό το βιβλίο είχε αντίκτυπο σε εκείνες τις κοινωνίες και καθόλου
διάρκεια του 16ου αιώνα και του 17ου αιώνα, γνωστοί και ως “Οι καιροί της πυράς” (“Burning Times”). Στην μετάφραση του Malleus Maleficarum του Christopher S. McKays αναφέρεται ότι χρησιμοποιώντας τον σατανισμό ως μέσο μαγείας συνδέει την χρήση μαγείας και ξορκιών με μία πιο δυσοίωνη απειλή για τον χριστιανικό κόσμο.
Κοινωνικές ρυθμίσεις Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, οι κυρίαρχες απόψεις σχετικά με την αρρενωπότητα επηρεάστηκαν από τα κλασικά κείμενα και τη Βίβλο. Αυτές οι βάσεις έθεσαν την υπεροχή των ανδρών πάνω στις γυναίκες. Προσεγγίσεις οι οποίες λαμβάνονται από την κλασική λογοτεχνία δίνουν μια έννοια του ανδρισμού η οποία στηρίχτηκε στην αρσενική υπεροχή. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης υποστήριξε την βεβαιότητα ότι οι άνδρες ήταν καλύτεροι από τις γυναίκες, γιατί ήταν μεγαλύτεροι και σκληρότεροι.
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι στο μέλλον οι άνδρες θα ελέγχουν τις γυναίκες γιατί αυτό ήταν το πνεύμα της φύσης. Η Βίβλος υποστήριξε επίσης την ίδια ιδέα. Ο φιλόσοφος Φίλων εξέφρασε τις απόψεις του για τα γένη κατά τον Μεσαίωνα. Σύμφωνα με τα λόγια του, οι άνδρες ήταν ανώτεροι από τις γυναίκες, γιατί εμφάνιζαν πιο σημαντικές ιδιότητες του ατόμου, για παράδειγμα συναισθήματα, ενώ οι γυναίκες εξέφραζαν κυρίως τις ανάγκες. Εάν μία γυναίκα είχε την θέληση να αναπτύξει τον εαυτό της, θα έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε προοπτική της γυναικείας της πλευράς. Τον 11ο αιώνα, ο αυξανόμενος αριθμός των κατοίκων δημιούργησε την ανάγκη για νέα επαγγέλματα. Έτσι, η πλειοψηφία των ατόμων που εργάζονταν ήταν άνδρες. Αρχικά, οι άνδρες δεν χρειάζονταν γυναίκες στις νέες ειδικότητες για να δηλώσουν την αρρενωπότητα τους, επομένως, οι γυναίκες θεωρούνταν άχρηστες. Κατά δεύτερον, ο αριθμός των ανύπαντρων ανδρών αυξανόταν μέρα με την μέρα. Σαν αποτέλεσμα, ο αριθμός των ανύπαντρων γυναικών αυξανόταν επίσης, Όμως, αυτές οι γυναίκες ήταν ανασφαλείς και ασυγκράτητες. Έτσι, πολλές από αυτές τις
ανύπαντρες γυναίκες προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο των ζωών τους συμμετέχοντας σ’ αυτά τα νέα επαγγέλματα. Επίσης, είχαν άδεια και δυνατότητα να αποκτήσουν γνώσεις και να γίνουν δασκάλες, ακόμα και ανδρών. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να εξαλείψουν τις γυναίκες από τις ειδικότητες, να τις διαχειριστούν και να τους μάθουν να φοβούνται στην παρουσία των ανδρών. Εστιάζοντας στην ανδρική υπεροχή και στον φόβο της γυναικείας φιληδονίας, οι θρήσκοι άνδρες κατάφεραν να αποκλείσουν τις γυναίκες από το να πάρουν ανώτερες θέσεις στο εκκλησιαστικό πεδίο. Επιπλέον, τα σημαντικά κοινωνικά ιδρύματα ήθελαν να διατηρήσουν τον γάμο, μα μόνο εάν οι άνδρες παρέμεναν το σημαντικότερο άτομοπρόσωπο στην οικογένεια. Σε ότι αφορά την χριστιανική άποψη του ανδρισμού και της αρρενωπότητας, οι γυναίκες είχαν χαρακτηριστεί ως κακόβουλες. Ήταν κοινό πιστεύω ότι τυπικά οι γυναίκες ήταν κακές και οι άνδρες ανώτεροι. Οι μη-θρήσκοι άνθρωποι θεωρούνταν ότι είναι αδύναμοι και συχνά συγκρίνονταν με τις γυναίκες. Εκτός από την χριστιανική άποψη για
τους άνδρες, υπήρχαν επίσης και οι γενναίες και ηρωικές. Οι γενναίοι άνδρες δεν θα έπρεπε να προστατεύουν μόνο τις γυναίκες με την δύναμη τους μα και να ικανοποιούν και να τις εκτιμούν. Αρκετές φορές οι γυναίκες θεωρούνταν ως αντικείμενα προς απόκτηση. Το να έχουν ένα από τα αυτά τα δύο σήμαινε ένα αβέβαιο μέλλον. Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά ενός άνδρα ήταν να αφήνει έγκυο μία γυναίκα, να προστατεύει και να νοιάζεται για τα παιδιά του και να παρέχει για την οικογένεια του γενικά. Οι άνδρες οι οποίοι δεν ήταν ικανοί να κάνουν τα παραπάνω θα στιγματίζονταν ως θηλυκοί και θα αποτύγχαναν να κερδίσουν μια αρρενωπή θέση στην κοινωνία. Οι γυναίκες κατά τον Μεσαίωνα βρίσκονταν στο τελευταίο επίπεδο της κοινωνικής ιεραρχικής πυραμίδας. Σύμφωνα με την θέση της εκκλησίας, οι γυναίκες διακρίνονταν ως ένα εργαλείο του Διαβόλου με την ικανότητα να προκαλέσει βλάβη στους άνδρες. Η πλειοψηφία των ανδρών θεωρούσαν τις γυναίκες ως κατώτερα όντα και αυτό τους έδινε το προνόμιο να προξενούν φυσική βία επάνω τους.
“Χτύπα την για σωφρονισμό” Νόμος και πράξη στον 13ο αιώνα Η επιλογή βασιζόταν στην οικονομική κατάσταση του άνδρα και στην γη που κατείχε. Σε περίπτωση πλήξης, ένας άνδρας μπορούσε να απελευθερωθεί από την σύζυγό του, με την προϋπόθεση ότι θα πλήρωνε για οτιδήποτε χρειαζόταν εκείνη. Οι γυναίκες είχαν επίσης την ευθύνη να διδάξουν στα νεότερα κορίτσια πως να γίνουν σωστές κυρίες. Θα έπρεπε να είναι ευγενικές, σύντομες και ντροπαλές στην παρέα με τους άνδρες. Επιπλέον, εκπαιδεύονταν στον θεραπευτικό σκοπό των αρωματικών φυτών, προκειμένου να παρέχουν τις πρώτες βοήθειες, εάν κάποιος το χρειαζόταν και γίνονταν πολύ επιδέξιες σε αυτό μαζί με μασάζ. Οι γυναίκες της ανώτερης τάξης τον 14ο αιώνα έπρεπε να έχουν γνώση των νόμων, τόσο όσο και οι σύζυγοι τους. Για παράδειγμα, εάν ο συνήγορος ενός άνδρα απουσίαζε, η γυναίκα είχε καθήκον να τον βοηθήσει στο δικαστήριο.
H άνοδος του καπιταλισμού, της εκκλησίας και του κράτους Μεσαίωνας Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (της χρονικής περιόδου από το 12ο ως τις αρχές του 15ου αιώνα περίπου) η ευρωπαϊκή ύπαιθρος χαρακτηριζόταν σε μεγάλο βαθμό από ένα φεουδαρχικό σύστημα, στο οποίο οι χωρικοί είχαν το δικό τους χωράφι για αυτοσυντήρηση, κάποιες κοινές γαίες ενώ επιπλέον έπρεπε να δουλεύουν στα χωράφια των γαιοκτημόνων καταβάλλοντας ενοίκιο και φόρο. Επίσης, στις πόλεις υπήρχε χειροτεχνική παραγωγή και σε κάποια επαγγέλματα εργάζονταν χιλιάδες
μεροκαματιάρηδες.
Οι γυναίκες εξασκούσαν όλα τα επαγγέλματα και τις τέχνες και ανήκαν στις αντίστοιχες συντεχνίες. Η πανούκλα του 1347-1350 αφάνισε το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού, οδηγώντας σε τεράστια έλλειψη εργατικού δυναμικού Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα τα πρώτα σημάδια της αλλαγής εμφανίστηκαν με την εξερεύνηση του «νέου κόσμου» και την εισαγωγή νέων αγαθών στην Ευρώπη. Τότε ξεκίνησε η ανάπτυξη της νέας επιστήμης και φιλοσοφίας. Τα σχίσματα εντός της Εκκλησίας πλήθαιναν και αιρετικές σέχτες, όπως οι Αναβαπτιστές και οι Ταμπορίτες, αμφισβητούσαν την ιεραρχία της Εκκλησίας και αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη απήχηση. Η Εκκλησία εισήγαγε το θεσμό της Ιεράς Εξέτασης για να περιφρουρήσει την εξουσία της. Υπήρξε μια γενική αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου και της δύναμης των εργατικών και αγροτικών τάξεων. Αυτό συνέβη, εν μέρει, εξαιτίας της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Έτσι, οι άνθρωποι μπορούσαν να κάνουν σκληρό παζάρι για την εργασία τους με αποτέλεσμα να κατακτήσουν «ένα βιοτικό επίπεδο, που δεν ξεπεράστηκε παρά μόνο τον 19o αιώνα».
Η κατάσταση διαφοροποιείτο από περιοχή σε περιοχή της Ευρώπης, αλλά γενικά, μετά από ένα πλήθος ανοιχτών και συντονισμένων αγώνων των χωρικών, οι μισθοί αυξήθηκαν ή καθιερώθηκαν, οι χωρικοί απέκτησαν μεγαλύτερη αυτονομία και η δουλοπαροικία σχεδόν καταργήθηκε στις περισσότερες περιοχές. Επίσης υπήρξε μια αξιοσημείωτη δυσαναλογία μεταξύ των φύλων. Κάποιες στατιστικές από τα μητρώα γεννήσεων και θανάτων δείχνουν τις γυναίκες να υπερτερούν αριθμητικά έναντι των ανδρών, με 110 ή 120 γυναίκες ανά 100 άνδρες. Το κυνήγι των μαγισσών κατά τον 16o και τον 17o αιώνα ήταν εν μέρει μια επίθεση της άρχουσας τάξης, μια απάντηση στους έντονους ταξικούς αγώνες του προηγούμενου αιώνα και κατά συνέπεια στην κρίση συσσώρευσης που αντιμετώπιζε η άρχουσα τάξη. Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα πολλές ταξικές εξεγέρσεις καταπνίγηκαν, όπως οι Πόλεμοι των Χωρικών στη Γερμανία ή οι Αγροτικές Εξεγέρσεις στην Αγγλία. Οι διαμάχες εντός της Εκκλησίας εντάθηκαν και περιλάμβαναν τις Μεταρρυθμίσεις, το σχίσμα καθολικών-προτεσταντών και την άνοδο των
λουθηρανών και διάφορων αιρετικών ή ριζοσπαστικών χριστιανικών αιρέσεων. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όλα τα παρακλάδια της επίσημης χριστιανικής Εκκλησίας (καθολικοί, προτεστάντες, λουθηρανοί) είχαν την ίδια εχθρική στάση απέναντι στις μάγισσες. στις μάγισσες. Το κράτος και η Εκκλησία συνδέονταν όλο και περισσότερο μεταξύ τους και αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη δύναμη κάτι που σχετίστηκε με την άνοδο των πανεπιστημίων και των ελεύθερων ή επιστημονικών επαγγελμάτων. Οι γυναίκες μοιραία αποκλείστηκαν από τα νέα αυτά πεδία εξουσίας. Η μάχη που έδινε η Εκκλησία για να αποκτήσει τον έλεγχο επί της ιδεολογίας, των διοικητικών λειτουργιών και της γης δεν περιλάμβανε μόνο τις δίκες των μαγισσών αλλά και τις διώξεις της Ιεράς Εξέτασης ενάντια στους ριζοσπάστες, τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους, τους επιστήμονες που αντιτίθεντο στην Εκκλησία, καθώς και σε κάθε άλλον που θεωρούνταν εμπόδιο στην εξουσία της. Μέσα στα διάφορα δόγματα του χριστιανισμού υπήρχαν πολλές φατρίες και η Εκκλησία έκανε πολλούς πολιτικούς εχθρούς, καθώς και συμμάχους.
Για παράδειγμα μεταρρυθμιστές όπως ο Ερρίκος ο Η΄, δήμευσαν τη γη και περιόρισαν την πολιτική εξουσία της Εκκλησίας. Κατά το 16ο αιώνα εδραιώθηκαν και έγιναν αποδεκτοί μερικοί από τους θεμέλιους λίθους του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι αποικίες εξήγαγαν περισσότερες πρώτες ύλες και σκλάβους, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη του εμποροκρατικού καπιταλισμού και εδραιώνοντας το διαχωρισμό μεταξύ Βορρά και Νότου και την ιδεολογία του ρατσισμού. Η ανάπτυξη της οικοτεχνίας, της μετανάστευσης και της ημερομίσθιας εργασίας όξυναν τόσο το διαχωρισμό μεταξύ πόλης και υπαίθρου όσο και τον καταμερισμό της εργασίας βάσει του φύλου. Επίσης, το χρήμα απέκτησε σημαντικότερο ρόλο στις αναπτυσσόμενες εταιρείες εισαγωγών-εξαγωγών και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ο πληθωρισμός πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, εν μέρει λόγω της εισαγωγής χρυσού και αργύρου από τις αποικίες. Αποτέλεσμα του πληθωρισμού ήταν η αύξηση στις τιμές των τροφίμων και ο λιμός (καθώς και η πρώτη εσκεμμένη αποθήκευση σιτηρών προκειμένου να διατηρηθούν ψηλά οι τιμές των τροφίμων).
Κατά το 17ο αιώνα, ο εμποροκρατικός καπιταλισμός παρουσίαζε εκρηκτική ανάπτυξη, όλο και μεγαλύτερα κομμάτια γης στην Αφρική και την Αμερική αποικίζονταν και οι πόλεις αναπτύσσονταν. Έγιναν τεράστιες αλλαγές στην επιστήμη, την ιατρική και τη φιλοσοφία, ενώ οι γιατροί καθιερώθηκαν ως επαγγελματίες που υπηρετούσαν τις ανάγκες της άρχουσας και της μεσαίας τάξης. Η περίφραξη και η ιδιωτικοποίηση της γης συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς παράλληλα με τους αυξανόμενους αγώνες καθώς οι άνθρωποι έχαναν τα μέσα διαβίωσής τους και το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν την κοινή γη για τη βοσκή των ζώων ή για τη συλλογή ξυλείας και βοτάνων. Οι περιφράξεις ήταν μέρος της ανάδυσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υπό την έννοια ότι οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται για χρήματα και να πουλούν την εργασία τους (δηλ. το σώμα και το χρόνο τους) ως εμπόρευμα. Η γη περιφρασσόταν σε ολόκληρη την Αγγλία από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα εν μέρει εξαιτίας του γεγονότος ότι η μαζική εκτροφή προβάτων ήταν επικερδέστερη από τις καλλιέργειες και απαιτούσε περισσότερη γη και λιγότερη εργασία.
Οι πόλεις μεγάλωναν όπως και οι κοινότητες μεταναστών ή νομάδων που μετακινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο, και καθώς δεν κατάφερναν πάντοτε να βρουν δουλειά, ήταν αναγκασμένοι να βιώνουν ένα χαοτικό μίγμα μισθωτής εργασίας, ζητιανιάς και εκτεταμένης παραβατικότητας. Αυτοί οι «αλήτες» διώκονταν σκληρά με μια πλειάδα διαφορετικών νόμων και υπόκειντο σε διάφορες τιμωρίες όπως το δημόσιο μαστίγωμα και η φυλάκιση. Οι «φτωχοί» που είχαν πολλαπλασιαστεί ως αποτέλεσμα των κοινωνικών αλλαγών ποινικοποιούνταν. Ανάμεσα στους πλάνητες και τους μετανάστες που διέσχιζαν την Ευρώπη ένα μεγάλο ποσοστό ήταν γυναίκες, πολλές εκ των οποίων είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη γη τους εξαιτίας των νομικών αλλαγών που περιόριζαν το δικαίωμα των γυναικών στην κληρονομιά γης ή ιδιοκτησίας. Πολλές μετακόμισαν στις πόλεις προκειμένου να εργαστούν σε βιοτεχνίες ή ως υπηρέτριες, πόρνες, χορεύτριες ή νοσοκόμες.
Ανεξάρτητες γυναίκες Καθώς το χρήμα, η μισθωτή εργασία, τα νέα ελεύθερα επαγγέλματα και η αστικοποίηση αναπτύσσονταν, το κυνήγι μαγισσών ήταν ένας από τους μηχανισμούς ελέγχου και υποταγής των γυναικών, των οποίων η οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία αποτελούσε απειλή για το τότε αναδυόμενο κοινωνικό καθεστώς. Η Mary Daly ισχυρίζεται ότι οι μάγισσες ήταν «γυναίκες, των οποίων η σωματική, διανοητική, οικονομική, ηθική και πνευματική ανεξαρτησία και δράση αποτελούσαν μεγάλη απειλή για το μονοπώλιο των αρσενικών σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής». Καθώς οι γυναίκες αποκλείονταν από την οικονομική και την
πολιτική ζωή, ο εξευτελισμός και η βία χρησιμοποιούνταν για να επιβληθούν και να νομιμοποιηθούν οι νέες σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Οι γυναίκες που δε φοβόντουσαν να πουν δημοσίως αυτό που σκέφτονταν, που είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση ή ήταν πολύ οξύθυμες, καταδικάζονταν. Ο Reginald Scott είχε δηλώσει το 1601 ότι: «Το βασικό παράπτωμα των μαγισσών είναι πως είναι στρίγγλες». Αναφέρεται σε γυναίκες που αντιμιλούν στους συζύγους τους ή κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Στρίγγλες χαρακτηρίζονταν οι «ενοχλητικές και οξύθυμες γυναίκες που διατάρασσαν τη δημόσια ειρήνη... και όξυναν τις δημόσιες διαμάχες». Όντας μέρος της εκστρατείας αποκλεισμού των γυναικών από τους χώρους εργασίας και τα αναπτυσσόμενα ελεύθερα επαγγέλματα, τα στερεότυπα αυτά καθιστούσαν ευκολότερη την επίθεση στις γυναίκες που αντιμάχονταν την τάση αυτή και διεκδικούσαν την οικονομική και κοινωνική τους ανεξαρτησία. Ήταν έγκλημα να είσαι γυναίκα που ασχολείται με το λόγο, που γράφει στίχους ή βγάζει παρατσούκλια στους άλλους,
που φτιάχνει λιβελογραφικές, προκλητικές μπαλάντες. Ένα ποίημα του 1630 λέει: «Άσχημα περνάει η δύσμοιρη οικογένεια που ο κόκορας είναι σιωπηλός και η κότα κράζει. Δεν ξέρω ποιος ζει πιο αφύσικη ζωή, ο υπάκουος άντρας ή η γυναίκα που διατάζει» Κι ένα άλλο: «Αν όμως σαν Αμαζόνες επιτίθεστε στα παλικάρια σας, και μας κάνετε για τη ζωή μας να φοβόμαστε, μπορεί αυτό να είναι καλό για τις αδελφές και τις θείες σας, αλλά πιστέψτε με, δε σας παντρευόμαστε»
Πίσω όμως από αυτά τα κωμικά ποιήματα λάμβανε χώρα ένας πραγματικός και μοχθηρός πόλεμος κατά των γυναικών. Σε όλη την Ευρώπη τα νομικά δικαιώματα των γυναικών καταπατούνταν σε τέτοιο βαθμό που έφτασαν στο σημείο να χάσουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας γης ή κάθε άλλης οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και το δικαίωμα να συνάπτουν ανεξάρτητα νομικά συμβόλαια ή, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και να ζουν μόνες. Ο εξευτελισμός των ανεξάρτητων γυναικών έφτασε στο σημείο να τις εξαναγκάζουν να
φορούν ένα είδος φίμωτρου («χαλινάρι της στρίγγλας») όταν κυκλοφορούσαν στο δρόμο. Αυτή η πολιτιστική εκστρατεία εξευτελισμού και κακοποίησης των ανεξάρτητων γυναικών συνοδευόταν από τον αποκλεισμό τους από τη μισθωτή εργασία. Αυτό δημιουργούσε έναν έμφυλο διαχωρισμό εντός της εργατικής τάξης, καθώς στους άνδρες προσφέρονταν περισσότερες ευκαιρίες εύρεσης εργασίας. Στην πραγματικότητα, πολλές από τις δουλειές που αναλάμβαναν οι άνδρες συχνά γίνονταν κατά ένα μέρος από γυναίκες στα πλαίσια της οικιακής χειροτεχνίας. Το μισθό για τη δουλειά που έκαναν οι γυναίκες τον έπαιρναν οι σύζυγοί τους, ακόμη και για τη δουλειά της παραμάνας. Αναφερόμενη τόσο στον τρόπο που οι αρχές ενθάρρυναν τον αποκλεισμό των γυναικών από τη μισθωτή εργασία όσο και στην οικιακή χειροτεχνική και βιοτεχνική εργασία που έκαναν πράγματι οι γυναίκες, η Silvia Federici εξηγεί: «Αυτή η συμμαχία μεταξύ των συντεχνιών και των αρχών των πόλεων, καθώς και η διαρκής ιδιωτικοποίηση της γης ήταν που επέβαλαν ένα νέο έμφυλο καταμερισμό της εργασίας, ορίζοντας τις γυναίκες ως μητέρες, συζύγους, κόρες, χήρες –όροι που απέκρυπταν
την ιδιότητά τους ως εργάτριες– ενώ συγχρόνως έδινε στους άνδρες ελεύθερη πρόσβαση στο σώμα και την εργασία των γυναικών καθώς και στο σώμα και την εργασία των παιδιών τους». Η Silvia Federici ισχυρίζεται ότι ο καταμερισμός της εργασίας βάσει του φύλου ήταν μια σχέση εξουσίας που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της διαδικασίας της πρωταρχικής συσσώρευσης και της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Το κυνήγι των μαγισσών υπήρξε αρωγός της πολιτιστικής και οικονομικής καταπίεσης με τη διαρκή απειλή της εκτέλεσης όσων δε συμμορφώνονταν.
Κοινωνικός έλεγχος Η έξοδος από τη σφιχτοδεμένη κοινωνία του χωριού μετέτρεψε τον πατριαρχικό κοινωνικό έλεγχο από πολιτισμική καταπίεση, στο επίπεδο του χωριού, σε νομική καταπίεση στο επίπεδο του κράτους.
Η ζωή στο χωριό πριν από το κυνήγι μαγισσών δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένα είδος αγροτικού παραδείσου. Υπήρχε έντονος κοινωνικός έλεγχος και πολλοί έμφυλοι διαχωρισμοί, η σφιχτοδεμένη όμως φύση των κοινοτήτων σήμαινε ότι ο κοινωνικός έλεγχος ήταν εσωτερικό ζήτημα. Η αντικοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπιζόταν με τον εξοστρακισμό ή με τη χλεύη, όπως το να παίζουν τη λεγόμενη «rough music» (άγρια μουσική) έξω από τα σπίτια των διασπαστικών μελών της κοινότητας. Υπήρχε πολύ μικρή ανοχή απέναντι σε αυτούς που δε συμμορφώνονταν και κάθε πλευρά της ζωής ήταν εκτεθειμένη στα μάτια όλων. «Στην Αγγλία κάθε πολίτης είναι ορκισμένος να παρακολουθεί το σπίτι του γείτονά του για να δει αν οι παντρεμένοι άνθρωποι ζουν αρμονικά». Η έντονη οικονομική αλληλεξάρτηση των κοινοτήτων εξασφάλιζε υψηλό επίπεδο κοινωνικής συνοχής και ο γαιοκτήμονας συχνά έπαιζε το ρόλο του παράγοντα επιβολής της τοπικής καθεστηκυίας τάξης. Κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα οι κοινότητες διαλύονταν εξαιτίας των περιφράξεων, της μετανάστευσης, της ανόδου
της ατομικής ιδιοκτησίας (ενισχυμένης από την αυξανόμενη χρήση του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής) και της ανόδου της μισθωτής εργασίας. Οι γυναίκες αποκλείονταν ολοένα και περισσότερο από την οικονομική και κοινωνική ζωή και ο ρόλος τους περιοριζόταν ολοένα και περισσότερο εντός της οικιακής σφαίρας. Ο κοινωνικός έλεγχος μετατοπίστηκε από το επίπεδο του χωριού στη σφαίρα της κεντρικής εξουσίας. Καθώς οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε απομονωμένες οικονομικές μονάδες, η ανάγκη τους να εναρμονίζονται σε κοινωνικό επίπεδο μειώθηκε, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο οργανωμένος κοινωνικός έλεγχος. Κατά την ιστορική αυτή περίοδο, για πρώτη φορά η Ευρώπη βίωνε μια οργανωμένη, δικτυωμένη και εκτεταμένη «εξουσία» με νομικά, οικονομικά, πνευματικά και ηθικά όπλα. Κατά την περίοδο αυτή, μαζί με τη φυσική περίφραξη της κοινοτικής γης, ήρθε και μια σειρά νόμων και αλλαγών στα έθιμα, που εμπόδιζαν ή απαγόρευαν τις παλιές μορφές της κοινοτικής κοινωνικής ζωής, τη διασκέδαση, την ψυχαγωγία ή τις γιορτές που συνηθίζονταν στην κοινοτική γη. Οι παλιές μορφές κοινοτικού
εορτασμού αντικαταστάθηκαν από εκκλησιαστικές τελετουργίες, μετατρέποντας τα ομαδικά πανηγύρια, τις γιορτές, και τους χορούς σε ιεραρχικές, βαρετές εκδηλώσεις όπου κυριαρχούσε η ενοχή και το καθήκον.
Γερμανική γκραβούρα του 1957 που δείχνει τρόπους βασανιστηρίων της εποχής. (
Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Κόρνελ)
Σοφές γυναίκες και θεραπεύτριες Πριν από την περίοδο αυτή, αρμόδιες για την υγεία ήταν οι θεραπεύτριες που προέρχονταν από την τάξη των χωρικών και σε κάθε κοινότητα υπήρχαν γυναίκες με πληθώρα γνώσεων και ικανοτήτων. Το θέμα της υγείας φιγουράριζε σε πολλές από τις δίκες των μαγισσών –για παράδειγμα, σε περιπτώσεις που γυναίκες είχαν θεραπεύσει κάποιον και αυτός είχε αρρωστήσει ξανά ή είχε όντως γίνει καλά. Η μαγεία θεωρήθηκε αρμοδιότητα της Εκκλησίας ενώ η θεραπεία αρμοδιότητα του ιατρικού κατεστημένου. Οι δίκες των μαγισσών κατάφεραν να εξαφανίσουν μεγάλο μέρος των παραδοσιακών γνώσεων αποσπώντας έτσι από τις φτωχές κοινότητες τον έλεγχο επί του ανθρώπινου σώματος. Οι θεραπεύτριες ήταν ικανοί πρακτικοί γιατροί που χρησιμοποιούσαν συσσωρευμένη γνώση γενεών πάνω στην ανατομία και τα βότανα. Αν οι θεραπευτές ήταν γυναίκες, τότε το ίδιο το γεγονός ότι προσπαθούσαν να
θεραπεύσουν, να επηρεάσουν την υγεία κάποιου ή την ίδια τη φύση θεωρείτο μαγεία, ανεξάρτητα αν βοηθούσαν τους ανθρώπους ή όχι. Ήταν αδιάφορο αν η κατάσταση του ασθενή βελτιωνόταν ή χειροτέρευε ή έμενε εντελώς ανεπηρέαστη από τις ενέργειες των κατηγορούμενων γυναικών. Το 1548 ο Reginald Scott είχε πει: «Σήμερα δεν έχει καμία διαφορά όταν λες στα αγγλικά: ‘αυτή είναι μάγισσα’ ή ‘αυτή είναι σοφή γυναίκα’». Κάθε θεραπεία θεωρείτο ένα είδος θαύματος και οι γυναίκες θεραπεύτριες χρησιμοποιούσαν κι αυτές δεισιδαιμονικά ξόρκια και επικλήσεις. Κατά το 16ο και το 17ο αιώνα η μαγεία και τα θαύματα έγιναν μονοπώλιο του Θεού και της Εκκλησίας, ή αλλιώς του Διαβόλου, κι έτσι η μαγεία των ανθρώπων απαγορεύθηκε ή θεωρήθηκε διαβολική. Σε ένα εγχειρίδιο εντοπισμού μαγισσών αναφέρεται: «Στο ίδιο σινάφι συμπεριλαμβάνουμε όλες τις καλές Μάγισσες, που δεν κάνουν κακό αλλά καλό, που δε διαφθείρουν και δεν καταστρέφουν, αλλά σώζουν και ξεγεννούν... Θα ήταν χίλιες φορές καλύτερο για τη χώρα αν όλες οι Μάγισσες, ειδικά δε οι ευλογημένες Μάγισσες, θανατώνονταν». Το έργο των σοφών ανδρών
και των μάγων δυσφημίστηκε ή κατηγορήθηκε, χωρίς όμως οι ίδιοι να θανατωθούν. Ακόμη και σήμερα, η λέξη «μάγος» αναφέρεται σε κάποιον που είναι ειδικός σε κάτι (π.χ. «μάγος της οικονομίας») ενώ η «μάγισσα» θεωρείται προσβλητικός χαρακτηρισμός. Η Εκκλησία εξισορρόπησε σχετικά την αύξηση του αριθμού των γιατρών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που εργάζονταν για τις κυρίαρχες τάξεις, επιβάλλοντας συγκεκριμένους όρους όπως η παρουσία ιερέα. Το αναπτυσσόμενο ιατρικό επάγγελμα απέκλειε σκόπιμα τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών θεραπευτριών που είχαν σπουδάσει στην πόλη, πολύ πριν αρχίσει το κυνήγι των μαγισσών. Οι άνδρες γιατροί πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αυξάνονταν και κάποιοι είδαν το κυνήγι μαγισσών ως μια προσπάθεια εξάλειψης του ανταγωνισμού. Η πίστη στις μάγισσες εξυπηρετούσε επίσης την κάλυψη της ανικανότητας των γιατρών. Για παράδειγμα, λόγω των ελάχιστων γνώσεων που υπήρχαν για τον καρκίνο ή την εγκεφαλική συμφόρηση, ήταν εύκολο για τους γιατρούς να φορτώσουν τους ανεξήγητους θανάτους σε μια μάγισσα. Η
δυναμική μεταξύ Εκκλησίας – γιατρού – μάγισσας εξηγείται με σαφήνεια από τις Ehrenreich και English: «Η συνεργασία μεταξύ Εκκλησίας, Κράτους και ιατρικού επαγγέλματος γνώρισε την πλήρη της άνθιση με τις δίκες των μαγισσών. Ο γιατρός παρουσιαζόταν ως ο ‘ειδήμων’ της ιατρικής, προσδίδοντας μια επιστημονική αύρα στην όλη διαδικασία. Του ζητούσαν να κρίνει εάν κάποιες συγκεκριμένες γυναίκες ήταν μάγισσες και εάν κάποιες ασθένειες είχαν προκληθεί από μαγεία. Στο κυνήγι των μαγισσών, η Εκκλησία νομιμοποίησε ρητώς τον επαγγελματισμό των γιατρών, απορρίπτοντας τη μη-επαγγελματική θεραπεία ως αιρετική: ‘Αν μια γυναίκα τολμήσει να θεραπεύσει χωρίς να έχει σπουδάσει, τότε είναι μάγισσα και πρέπει να πεθάνει’. Η διάκριση μεταξύ ‘γυναικείας’ δεισιδαιμονίας και ‘ανδρικής’ ιατρικής οριστικοποιήθηκε με τους ρόλους του γιατρού και της μάγισσας στις δίκες... Εκείνος τοποθετήθηκε στην πλευρά του Θεού και του Νόμου, ένας επαγγελματίας ίσης αξίας με τους δικηγόρους και τους θεολόγους, ενώ εκείνη τοποθετήθηκε στην πλευρά του σκότους, του κακού και της μαγείας. Ο γιατρός όφειλε το νέο του κύρος όχι στα ιατρικά ή τα επιστημονικά του επιτεύγματα, αλλά στην
Εκκλησία και το Κράτος που τόσο καλά υπηρετούσε... Το κυνήγι των μαγισσών δεν εξάλειψε τις θεραπεύτριες των κατώτερων τάξεων, αλλά τις στιγμάτισε για πάντα ως δεισιδαίμονες και πιθανώς κακόβουλες». Η άνοδος της επιστήμης Ο αφανισμός των θεραπευτριών και των μαιών βάδιζε χέρι-χέρι με την άνοδο της νέας «ορθολογικότητας». Οι νέοι επιστήμονες ήταν εξολοκλήρου συνένοχοι στις δίκες των μαγισσών, οι οποίες, μακράν του να αποτελούν κατάλοιπο της εποχής της μαγείας και της δεισιδαιμονίας, αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό μέρος της εκστρατείας που έκαναν οι ίδιοι αυτοί άνδρες του «διαφωτισμού». Το γενικότερο πλαίσιο ήταν ο αγώνας για την «αλήθεια», η ιδέα του ελέγχου επί της φύσης, η αποδοχή της ιεραρχίας ως «φυσικής» και ο διαχωρισμός σώματος πνεύματος, που ήταν τόσο χρήσιμος για τον καπιταλισμό. Κατά ειρωνικό τρόπο, σε μεγάλο βαθμό η γνώση των θεραπευτών ήταν εμπειρική και είχε αποκτηθεί με πειραματισμό και μέσω της μεθόδου αιτίου– αποτελέσματος, κάτι που τώρα μας λένε ότι είναι αποτέλεσμα της σύγχρονης
επιστήμης και αντιπροσωπεύει την πρόοδο, σε αντίθεση με τα υποτιθέμενα δεισιδαιμονικά συστήματα πεποιθήσεων του Μεσαίωνα. Ένα τεράστιο μέρος της βοτανολογικής γνώσης, η οποία μεταδιδόταν από γενεά σε γενεά, χάθηκε κατά τη διάρκεια των δικών. Αυτή ήταν γυναικεία γνώση και πρακτική αναπτυγμένη κυριολεκτικά σε διάρκεια αιώνων και οι βοτανολόγοι σήμερα δουλεύουν σκληρά προσπαθώντας να ανακτήσουν και να ανακαλύψουν εκ νέου τη γνώση αυτή. Οι άνδρες επιστήμονες και γιατροί του 14ου και 15ου αιώνα βάσιζαν τη γνώση τους σε φιλοσοφικές και ιερατικές σπουδές. Οι θεραπεύτριες από την άλλη πλευρά, είχαν γνώσεις χημείας, βοτανικής, φυσικής, φαρμακολογίας και ανατομίας. Ο Παράκελσος, που συχνά αναφέρεται ως ο πατέρας της σύγχρονης ιατρικής, είπε το 1527 πως «ό,τι γνώριζε το έμαθε από τις μάγισσες». Ο μύθος του διαφωτισμού, σύμφωνα με τον οποίο οι σύγχρονοι άνδρες έφεραν τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό, πρέπει να δεχτεί κριτική ιδωμένος υπό το πρίσμα του κυνηγιού των μαγισσών.
Πολλοί άνδρες που εκθειάζονται ως πατέρες της σύγχρονης επιστήμης ήταν βαθιά αναμεμειγμένοι στο κυνήγι μαγισσών –λόγου χάρη ο Ρόμπερτ Μπόιλ, o Τόμας Χομπς και ο Φράνσις Μπέικον που έγραφε για το κακό που ενσάρκωναν οι μάγισσες στο περιθώριο των περισσότερο γνωστών εκθέσεών του για την «επιστημονική ορθολογικότητα». Η μαγεία και κείμενα όπως το Malleus Maleficarum, τα οποία φαίνονται σήμερα τόσο γελοία, αναλύονταν σοβαρά από αυτούς τους «ορθολογιστές» στους ακαδημαϊκούς κύκλους, έως και το τέλος του 18ου αιώνα. Οι άνδρες που υπερασπίζονταν την πραγματικά εμπειρική επιστήμη, όπως ο Γαλιλαίος και ο Κοπέρνικος, κατηγορήθηκαν ως αιρετικοί. Η θέση της Εκκλησίας ήταν ενάντια στους πρακτικούς θεραπευτές και την κοινή μαγεία, καθώς επίσης και σε κάποιους από τους νέους επιστήμονες: μόνο στην πίστη έπρεπε να στηρίζεται κανείς, αφού «οι αισθήσεις ήταν πεδίο για τις απάτες του διαβόλου» και μόνο οι εκπρόσωποι του Θεού μπορούσαν να κάνουν θαύματα. Πολλοί επιστήμονες και φιλόσοφοι, όπως τα μέλη της Βασιλικής Εταιρείας, κατάφεραν τόσο να ικανοποιήσουν την Εκκλησία, όσο και να
αναπτύξουν σύγχρονες ιδέες, και ήταν εκείνοι που είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο συνενοχής στο κυνήγι των μαγισσών. Περισσότερα στοιχεία για τη θηριωδία της γένεσης της σύγχρονης επιστήμης και ιατρικής αποκαλύπτονται από τη μελέτη των θαλάμων όπου βασανίζονταν οι μάγισσες, οι οποίοι χρησίμευαν ως ιατρικά εργαστήρια και επιβλέπονταν από γιατρούς, καθώς κι από τις ανατομές πτωμάτων. Οι δημόσιοι απαγχονισμοί ακολουθούνταν από μια μικρή μάχη για το πτώμα, καθώς τα μέλη της οικογένειας προσπαθούσαν να το σώσουν από τους χειρούργους και τις εξευτελιστικές δημόσιες νεκροψίες. Η γνώση είναι δύναμη και η δύναμη αυτή ήταν στα χέρια των γυναικών που προέρχονταν από την εργατική τάξη ή την τάξη των χωρικών. Το μονοπώλιο της περίθαλψης και της θεωρίας – και συνεπώς ο έλεγχος επί του σώματος– αμφισβητήθηκε. Οι νέες φιλοσοφίες και επιστήμες της εποχής κατασκεύαζαν μια νέα θεώρηση του σώματος ως μηχανή που πρέπει να ελεγχθεί (από το μυαλό, την εργασία, το κράτος ή τους γιατρούς). Οι νέες μορφές εργασίας και κοινωνικών σχέσεων ήθελαν να ασκήσουν έλεγχο επί των σωμάτων, ειδικά των γυναικών,
οι οποίες έπρεπε να παράγουν τη νέα γενιά από τα σώματά τους, να είναι διαθέσιμες για τους συζύγους τους και να ελέγχονται από αυτούς• έπρεπε να καταστήσουν τα σώματά τους πρόσφορα για την εφαρμογή των νέων συστημάτων χάνοντας τον έλεγχο της γνώσης πάνω στο σώμα τους. Η μισθωτή εργασία εισήγαγε το διαχωρισμό μεταξύ «εργασίας» και άλλων δραστηριοτήτων, καθιστώντας σαφές ότι τα σώματά μας βρίσκονται στη διάθεση του αφεντικού μας κατά τη διάρκεια της εργασίας. Η Silvia Federici γράφει : «Όπως ακριβώς οι περιφράξεις απαλλοτρίωσαν την κοινή γη των αγροτών έτσι και το κυνήγι των μαγισσών απαλλοτρίωσε το σώμα των γυναικών, το οποίο με τον τρόπο αυτό ‘ελευθερώθηκε’ από κάθε πρόσκομμα που το εμπόδιζε να λειτουργεί ως μηχανή για την παραγωγή εργασίας. Διότι η απειλή της θανάτωσης στην πυρά ύψωσε ψηλότερους φράκτες γύρω από το γυναικείο σώμα απ’ όσους ανεγέρθηκαν ποτέ για την περίφραξη της κοινής γης».
Οικονομία Οι δίκες των μαγισσών χρησιμοποιήθηκαν για τη δαιμονοποίηση των γυναικών που ζητιάνευαν, απαλλάσσοντας έτσι τα πλουσιότερα μέλη της ίδιας κοινότητας από τις ενοχές. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των ανύπαντρων γυναικών και για την αντιμετώπιση κάθε μορφής αντίστασης ή εγκλήματος που πραγματοποιείτο ως αντίδραση στην αυξανόμενη φτώχεια. Στα μέσα του 16ου αιώνα, η οικονομική κατάσταση ήταν φρικτή για πολλούς ανθρώπους, καθώς η τιμή του ψωμιού αυξανόταν και οι άνθρωποι εκδιώκονταν από τη γη και αποστερούνταν τα κοινά αγαθά που τους εξασφάλιζαν την επιβίωση. Οι γυναίκες αναγκάζονταν να ζητιανεύουν ή να κλέβουν προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους και την επιβίωση των παιδιών τους. Η σχέση των περιφράξεων με τις δίκες των μαγισσών φαίνεται από το γεγονός ότι στην Αγγλία οι περισσότερες δίκες έγιναν στο Έσσεξ, όπου το
μεγαλύτερο μέρος της γης είχε περιφραχτεί, ενώ στα Χάιλαντς της Σκοτίας, όπου η κοινοτική ζωή συνεχιζόταν, δεν υπάρχουν στοιχεία για κυνήγι μαγισσών. Η αυξανόμενη χρήση του χρήματος όξυνε τις ταξικές διαιρέσεις, εκδιώκοντας κάποιους ανθρώπους από τη γη τους και μετατρέποντας άλλους σε μικρούς επιχειρηματίες. Υπάρχει σαφής συσχέτιση ανάμεσα στον αριθμό των μαγισσών που δικάζονταν και τις αυξήσεις των τιμών των τροφίμων –μια συσχέτιση που θα μπορούσε να εξηγηθεί με δύο τρόπους: είτε οι δίκες ήταν αντίδραση στις εξεγέρσεις για τις τιμές των τροφίμων είτε ήταν αποτέλεσμα του ανταγωνισμού για τα λιγοστά αποθέματα, καθώς η πρόσβαση στα αποθέματα αυτά είχε απαγορευτεί στις κατηγορούμενες. Πολλές από τις γυναίκες που θανατώθηκαν ήταν χήρες. Εκείνον περίπου τον καιρό στην Ευρώπη πραγματοποιήθηκαν αλλαγές στη νομοθεσία σχετικά με τις γυναίκες και την ιδιοκτησία, σύμφωνα με τις οποίες οι χήρες έπαιρναν πλέον το ένα τρίτο της γης του συζύγου τους και όχι ολόκληρη την έκταση. Στην Ιταλία ακόμη και αυτό το ένα τρίτο αφαιρέθηκε από τις χήρες, αναγκάζοντάς τες
να καταφύγουν στην αλητεία και τη ζητιανιά. Η ενοικιαζόμενη ιδιοκτησία δεν περνούσε συνήθως στη χήρα. Οι Αγγλικοί Νόμοι για τους Φτωχούς τούς στιγμάτισαν, απαγόρευσαν την επαιτεία χωρίς άδεια, και αργότερα επέβαλαν μέτρα σύμφωνα με τα οποία η κάθε ενορία ήταν υπεύθυνη για τους φτωχούς της και η διαμονή σε αυτήν έπρεπε να αποδεικνύεται μέσω της γέννησης, του γάμου ή της μαθητείας. Εκείνοι που δεν μπορούσαν να αποδείξουν την διαμονή τους εκδιώκονταν –συχνά εκατοντάδες μίλια μακριά. Αυτό είχε αρνητικές συνέπειες για εκείνους που αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν, καθώς ειδικά οι πλουσιότερες πόλεις έκαναν αυστηρότερους ελέγχους διαμονής. Οι γυναίκες που παραδοσιακά ήταν κομμάτι μιας σφιχτοδεμένης κοινότητας, αναγκάζονταν τώρα να ζητιανεύουν από τους ελαφρώς πλουσιότερους γείτονές τους. Καθώς η ατομική ιδιοκτησία αντικαθιστούσε την κοινή γη, η οικογένεια έγινε μια απομονωμένη οικονομική μονάδα. Οι μάγισσες κατηγορούνταν ότι «πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για ένα δοχείο γάλα, μαγιά ή άλλη βοήθεια, χωρίς την οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να ζήσουν». Το να
κατηγορήσεις κάποια ως μάγισσα μπορούσε να μετριάσει την ενοχή και την ευθύνη υποστήριξης των εξαρτώμενων γειτόνων. Η αίσθηση πως κάποιον τον βαραίνει κατάρα μπορεί να προερχόταν από την ενοχή και την ένταση που δημιουργούσε η εγκατάλειψη και η καταδίκη μελών της κοινότητάς του. Σε πολλές από τις δίκες ο κατήγορος είχε στην πραγματικότητα κακομεταχειριστεί παλιότερα τη γυναίκα που κατηγορούσε, αρνούμενος, π.χ. να της προσφέρει βοήθεια. Να μια ιστορία: «Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε περάσει μπροστά από την πόρτα, όπου ένα νεαρό κορίτσι έτρωγε ένα φρέσκο σταρένιο καρβέλι. Κοίταξε τη Μαίρη αυστηρά, αλλά έφυγε χωρίς να πει τίποτα ωστόσο επέστρεψε μεμιάς και με το ίδιο βλέμμα και την ίδια σιωπή έφυγε. Κάνοντάς το αυτό, το ψωμί που μασούσε η Μαίρη Γκλόβερ έπεσε από το στόμα της και η ίδια έπεσε από το σκαμνί που καθόταν κυριευμένη από έντονους σπασμούς» Οι δίκες επέτρεψαν την ανάπτυξη της καπιταλιστικής νοοτροπίας της ατομικής ιδιοκτησίας και του πλούτου, καθώς αυτοί για τους οποίους πριν υπήρχε μέριμνα όντας μέρος του συνόλου, έγιναν ζητιάνοι εξαρτώμενοι από
τη φιλανθρωπία. Ο αποκλεισμός των χηρών από τις γιορτές και τα συναφή αποτελεί την αφετηρία για παραμύθια όπως η Ωραία Κοιμωμένη. Οι γυναίκες έγιναν τα εξιλαστήρια θύματα για κάθε δεινό: θανάτους, καταστροφή καλλιεργειών, αρρώστιες ζώων κλπ., παρέχοντας τον τρόπο με τον οποίο η ανερχόμενη μεσαία τάξη μπορούσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερο μερίδιο από τα λιγοστά αποθέματα. Οι δίκες μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν και για άλλους σκοπούς, όπως π.χ. για να καταστήσουν δυνατή τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων των γυναικών από τις αρχές, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει το πλήθος των οικονομικά ανεξάρτητων γυναικών που θανατώνονταν. Η Maria Mies ισχυρίζεται ότι τα χρήματα που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο ήταν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι υποθέτουμε και παραθέτει το ακόλουθο γράμμα του επιστάτη Geiss στο Λόρδο Lindheim: «Μακάρι, η ευγένειά σας να ήταν πρόθυμη να ξεκινήσει το κάψιμο των μαγισσών. Τότε θα σας παρείχαμε ευχαρίστως τα καυσόξυλα και θα αναλαμβάναμε όλα τα υπόλοιπα έξοδα, και η ευγένειά σας θα κέρδιζε
τόσα πολλά που θα μπορούσαν να επισκευαστούν καλά και η γέφυρα, αλλά και η Εκκλησία. Επιπλέον θα παίρνατε τόσα πολλά που θα μπορούσατε να πληρώνετε τους υπηρέτες σας με καλύτερους μισθούς στο μέλλον, δεδομένου ότι θα μπορούσε κανείς να κατασχέσει ολόκληρα σπίτια, και ειδικά τα πιο πλούσια». Το κυνήγι των μαγισσών έγινε επιχείρηση – για παράδειγμα, οι κυνηγοί των μαγισσών δωροδοκούνταν για να μην κατηγορήσουν κάποιον ενώ οι δήμιοι, οι κυνηγοί, οι διοικητικοί υπάλληλοι κ.α. πληρώνονταν όλοι. Στα έγγραφα που αναλύονται τα έξοδα των δικών περιλαμβάνονται τα ξύλα, τα εργαλεία βασανισμού, καθώς και οι μπύρες για την ομάδα της δίκης. Στην Ιρλανδία ειδικότερα, όπου θανατώθηκαν κάποιες πλουσιότερες γυναίκες, η άρχουσα τάξη ταρακουνήθηκε και έπαψε να υποστηρίζει τις δίκες.
Οι δίκες των μαγισσών συνθλίβουν την αντίσταση στον καπιταλισμό Οι δίκες είχαν στο στόχαστρο τις επαναστατημένες γυναίκες και τις ομάδες που συμμετείχαν στην υψηλού επιπέδου ταξική αντίσταση ενάντια στην οικονομική αναδιάρθρωση, σε επίπεδο χωριού ή περιφέρειας. Επιπλέον, έσπασαν την ταξική αντίσταση δημιουργώντας το διαχωρισμό ανάμεσα στα δύο φύλα. Το κυνήγι των μαγισσών ενδέχεται να ήταν, εν μέρει, μια επίθεση της άρχουσας τάξης, μια απάντηση στους έντονους ταξικούς αγώνες του προηγούμενου αιώνα και την επακόλουθη κρίση συσσώρευσης που αντιμετώπισε η άρχουσα τάξη. Οι γυναίκες όπως είναι φυσικό αποτελούσαν μέρος ομάδων και δικτύων, τα οποία μοιράζονταν βότανα, γνώσεις, ικανότητες, συντροφικότητα και φιλία. Μία από τις κύριες κατηγορίες εναντίον τους ήταν ότι αποτελούσαν κομμάτι μιας οργανωμένης εξέγερσης και ένα είναι σίγουρο: ότι όντως ήταν. Τα διαβόητα Σάββατα (Sabbath νυχτερινές συναντήσεις, χοροί ή γλέντια) ήταν
οι συναντήσεις και οι γιορτές των επαναστατημένων αυτών κοινοτήτων. Αντιμέτωπα με τη φτώχεια και την καταπίεση, τα δίκτυα αυτά πολιτικοποιήθηκαν και οργανώθηκαν: λόγου χάρη οι γυναίκες που «ρίχνουν φράχτες και περιφράξεις» στο Lincolnshire το 1608, ή οι γυναίκες που «μαζεύονταν τη νύχτα με δική τους πρωτοβουλία για να κατεδαφίσουν τους φράχτες και να ισοπεδώσουν τα χαντάκια» το 1608 στο Warwickshire, ή οι γυναίκες που, αφού κατέστρεψαν μια περίφραξη στο York το 1624, «απόλαυσαν καπνό και μπύρα μετά το κατόρθωμά τους». Οι γυναίκες ξεκίνησαν τις εξεγέρσεις στο Μονπελιέ της Γαλλίας το 1645 και στην Κόρδοβα της Ισπανίας το 1652 οι γυναίκες έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον Πόλεμο των Χωρικών στη Γερμανία τις δεκαετίες του 1520 και του 1530, και πολλές γυναίκες ήταν μέλη των διάφορων αιρετικών σεχτών. Τα στοιχεία σχετικά με τις δίκες δείχνουν πως πολλές γυναίκες κατηγορούνταν για εξέγερση ενάντια στα μέλη της τοπικής άρχουσας τάξης, όπως εκείνες που κατηγορήθηκαν ότι εξεγέρθηκαν ενάντια στον τοπικό χωροφύλακα
του χωριού που προσπαθούσε να αναγκάσει τους γιους τους να γίνουν στρατιώτες, ή ενάντια στον επιτηρητή των φτωχών που έβαζε τα παιδιά τους να κάνουν αγγαρείες. Η Joan Peachy κατηγορήθηκε το 1582 για μαγεία, αφού παραπονέθηκε ότι ο υπεύθυνος συλλογής βοήθειας για τους φτωχούς της έδωσε ψωμί κακής ποιότητας. Στη δίκη της Margaret Harkett το 1585 αναφέρθηκε το εξής: «Το αποστακτήριο του υπηρέτη του William Goodwin στέγνωσε όταν αυτός αρνήθηκε να της δώσει μαγιά. Τη χτύπησε ένας επιστάτης, ο οποίος την έπιασε να παίρνει ξύλα από τη γη του αφέντη ο επιστάτης τρελάθηκε... Ένας κύριος είπε στον υπηρέτη του να μην της δώσει ξυνόγαλα. Μετά από αυτό δεν μπορούσαν πια να φτιάξουν βούτυρο». Άλλες γυναίκες κατηγορήθηκαν όταν αντιστάθηκαν στους τοπικούς τυράννους, στις περιφράξεις και στην άρνηση του δικαιώματος της διέλευσης. Οι πραγματικές ομάδες μαγισσών δεν ήταν παραθρησκευτικές σέχτες που λάτρευαν το διάβολο, αλλά αντιστεκόμενες ομάδες γυναικών (ή μεικτές ομάδες) που δρούσαν στην παρανομία –οργισμένες, αποστερημένες και εξαγριωμένες.
Οι αρχές έτρεμαν τις αυτοοργανωμένες ομάδες και τα αυτοοργανωμένα δίκτυα. Το 1920 ο Montague Sommers, μεταφραστής του Malleus Maleficarum, έγραψε «Οι μάγισσες ήταν ένα τεράστιο πολιτικό κίνημα, μια οργανωμένη κοινωνία, η οποία ήταν αντικοινωνική και αναρχική, ένα παγκόσμιο δίκτυο ενάντια στους πολιτισμούς». Τότε, όπως και τώρα, οι κυνηγοί των μαγισσών ήταν εκείνοι που στην πραγματικότητα ήταν οι αρχιτέκτονες των οργανωμένων αντικοινωνικών τρομοκρατικών συνωμοσιών: «Μια σχεδιασμένη, από την άρχουσα τάξη, εκστρατεία τρομοκράτησης ... καλά οργανωμένη, που ξεκίνησε, χρηματοδοτήθηκε και εκτελέστηκε από την Εκκλησία και το κράτος». Η περίοδος πριν από την κορύφωση των δικών των μαγισσών ήταν μια περίοδος πολιτικών αναταραχών σε όλη την Ευρώπη. Η γένεση της νέας τάξης πραγμάτων ήταν όπως πάντα μια αιματηρή διαδικασία: ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία και η ανάπτυξη και διάλυση των αιρετικών σεχτών ή των ριζοσπαστικών χριστιανικών ομάδων, οι αγώνες ενάντια στις περιφράξεις στην Αγγλία και η εξέγερση των Croquants ενάντια στη
δεκάτη, τους φόρους και την τιμή του ψωμιού στη Γαλλία. Σε όλους αυτούς τους αγώνες οι γυναίκες έπαιξαν βασικό ρόλο. Αποτελούσαν οργανικό κομμάτι των κοινοτήτων που δέχονταν την επίθεση, καθώς και οργανικό κομμάτι του αγώνα ενάντια στην επίθεση αυτή. Οι δίκες ήταν ένας «ταξικός πόλεμος που πραγματοποιήθηκε με άλλα μέσα. Είναι αδύνατο να μη διακρίνουμε τη σύνδεση μεταξύ του φόβου των εξεγέρσεων και την επιμονή των κατηγόρων στο Σάββατο των μαγισσών». Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, κάθε σύναξη χωρικών, κάθε γιορτή ή χορός χαρακτηριζόταν από τις αρχές ως συγκαλυμμένο Σάββατο μαγισσών. Το κυνήγι των μαγισσών συνέθλιψε εκείνους που θυμούνταν τους πολέμους των χωρικών, τους αγώνες για την υπεράσπιση της κοινής γης, τις ταραχές και τις επιδρομές ενάντια στις αυξανόμενες τιμές του ψωμιού, εκείνους που θα είχαν συνεχίσει την αντίσταση. Καθώς οι δίκες συνεχίζονταν, οι κοινότητες στερήθηκαν τις ανεξάρτητες, δυνατές, ριζοσπαστικές, επαναστατημένες γυναίκες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρότυπα και να καθοδηγήσουν την αντεπίθεση.
Σύμφωνα με τη Silvia Federici, «Αυτό που δεν έχει αναγνωριστεί είναι ότι το κυνήγι των μαγισσών ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας και του σύγχρονου προλεταριάτου. Διότι η εξαπόλυση της τρομοκρατικής εκστρατείας ενάντια στις γυναίκες, εκστρατεία που δε συγκρίνεται με κανέναν άλλο διωγμό, αποδυνάμωσε την αντίσταση των αγροτών της Ευρώπης στην επίθεση που δέχονταν από τους ευγενείς και το κράτος... Το κυνήγι των μαγισσών διεύρυνε το διαχωρισμό γυναικών και ανδρών, εκπαιδεύοντας τους άνδρες να φοβούνται τη δύναμη των γυναικών και κατέστρεψε ένα σύμπαν πρακτικών, πεποιθήσεων και κοινωνικών υποκειμένων, των οποίων η ύπαρξη ήταν ασύμβατη με την εργασιακή πειθαρχία του καπιταλισμού».Οι δίκες των μαγισσών κατάφεραν να διαιρέσουν την τάξη βάσει του φύλου, εξαπλώνοντας το φόβο και τη δυσπιστία: «Τα χρόνια της προπαγάνδας και του τρόμου έσπειραν μεταξύ των ανδρών τους σπόρους μιας βαθιάς ψυχολογικής αποξένωσης από τις γυναίκες, η οποία έσπασε την ταξική ενότητα και υπέσκαψε την ίδια τη συλλογική δύναμη της τάξης ... ακριβώς όπως και σήμερα,
καταπιέζοντας τις γυναίκες, η εξουσία καταπίεζε αποτελεσματικότερα ολόκληρο το προλεταριάτο... Αν αναλογιστούμε το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιείτο το κυνήγι των μαγισσών, το φύλο και την τάξη των κατηγορουμένων, και τις συνέπειες των διώξεων, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το κυνήγι των μαγισσών στην Ευρώπη συνιστούσε μια επίθεση στην αντίσταση των γυναικών στην επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων και τη δύναμη που είχαν αποκτήσει οι γυναίκες χάρη στη σεξουαλικότητά τους, τον έλεγχό τους επί της αναπαραγωγής και την ικανότητά τους να θεραπεύουν».
Συμπέρασμα Οι δίκες των μαγισσών επέτρεψαν την επιβολή του καταμερισμού της εργασίας βάσει του φύλου, την περίφραξη της γης και την αποξένωση από το σώμα μας και ιδιαιτέρως από το αναπαραγωγικό μας σώμα. Επέτρεψαν την επιβολή του προτύπου της γυναίκας ως ασθενούς φύλου και τον αποκλεισμό των γυναικών από τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές σφαίρες επιρροής. Εισήγαγαν το διαχωρισμό βάσει του φύλου εντός της τάξης, συμβάλλοντας έτσι στην καταστολή της ταξικής αντίστασης στον ανερχόμενο καπιταλισμό. Η τακτική της δαιμονοποίησης των γυναικών, μαζί με την κακοποίησή τους, χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες σε όλον τον κόσμο. Έχει χρησιμοποιηθεί για τη διάλυση των κοινοτήτων, την καταστολή της αντίστασης στην εκμετάλλευση και την ενίσχυση των ενδοταξικών διαιρέσεων (διαχωρισμοί βάσει φύλου και διαχωρισμοί των κομματιών της τάξης). Η δαιμονοποίηση των «νέγρων» κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της
αποικιοκρατίας είχε μια παρόμοια λειτουργία. Τα στερεότυπα δημιουργούνται και ενισχύονται με τον τρόμο της βίας προκειμένου να πραγματοποιηθεί η απαλλοτρίωση της γης, των αποθεμάτων, των σωμάτων και του χρόνου. Ο επακόλουθος, βαθιά ριζωμένος σεξισμός και ρατσισμός παραμένει μέσα μας για να συνεχίσει να δικαιολογεί τη συνεχιζόμενη εκμετάλλευση και καταπίεση. Ο απόηχος του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού αποκλεισμού που επιβλήθηκε τις περιόδους εκείνες διαρκεί ως σήμερα. Η ιστορία που παρουσιάζεται σε αυτό το φυλλάδιο είναι η ιστορία της ευρωπαϊκής εμπειρίας του 16ου αιώνα, η ίδια όμως ιστορία επαναλαμβάνεται τον καιρό της αποικιοκρατίας στη Νότια και τη Βόρεια Αμερική και στην Αφρική, τόσο τον καιρό της αποικιοκρατίας, όσο και σήμερα –μαζί με το νέο γύρο των περιφράξεων που προώθησαν τα Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τα στερεότυπα των φύλων ακόμη και σήμερα βαδίζουν χέρι-χέρι με την κακοποίηση των γυναικών σε όλον τον κόσμο, με τις δολοφονίες
γυναικών να πραγματοποιούνται με «ιλιγγιώδεις ρυθμούς». Όση έκπληξη και να αισθανόμαστε για τη συνενοχή της κοινωνίας στις δίκες του 16ου και 17ου αιώνα στην Ευρώπη πρέπει να αναρωτηθούμε για τη συνενοχή της σημερινής κοινωνίας στους θανάτους που προκαλούν οι πόλεμοι, ο καπιταλισμός και η πατριαρχία σήμερα –με μορφές της καθημερινότητας, όπως είναι η ενδοοικογενειακή βία, οι θάνατοι λόγω της φτώχειας σε ολόκληρο τον κόσμο ή οι ρατσιστικές δολοφονίες Πρέπει να αναδείξουμε το θέμα αυτό, προκειμένου να κατανοήσουμε το που βρισκόμαστε σήμερα –προκειμένου να κατανοήσουμε τις έμφυλες ρίζες του καπιταλισμού και τις καπιταλιστικές ρίζες της σύγχρονης μορφής πατριαρχίας. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γνώση αυτή για να γίνουμε δυνατότεροι στη μάχη ενάντια στη συνεχιζόμενη καταπίεση και να τιμήσουμε τις γυναίκες αυτές που, στο παρελθόν, παρέμειναν δυνατές και αντεπιτέθηκαν, καθώς κι εκείνες που κάνουν το ίδιο στο παρόν και θα κάνουν το ίδιο στο μέλλον.
Βιβλιογραφία Silvia Federici (2004) Caliban and the Witch: Women, the Body and Primitive Accumulation (Autonomedia). Barbara Ehrenreich and Deirde English (1973) Witches, Midwives and Nurses: A History of Women Healers (Consortium Book Sales and Dist). Keith Thomas (1971) Religion and the Decline of Magic (Penguin). Maria Mies (1986) Patriarchy and Accumulation on a World Scale: Women in the Global Division of Labour (Zed Books). Rosalind Miles (1989) The Women’s History of the World (Paladin). Nicholas David (2000), Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα Carlo M. Cipolla(1974), Before the Industrial Revolution, European Society and Economy, 1000-1700, Menthuen & COLTD, Massimo Montarini (1997), Πείνα και Αφθονία στην Ευρώπη, (Ελληνικά Γράμματα), Αθήνα Jacques Le Goff (1993), Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, (Εκδόσεις Βάνιας), Θεσσαλονίκη Carlo Ginzburg (1994), Το τυρί και σκουλήκια: ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα, (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), Αθήνα Online review of the Malleus Maleficarum http://www.summerlands.com/crossroads/remembrance/_rememb rance/book_reviews.htm Broedel, hans Peter(2003), The Malleus Maleficarum and the Construction of Witchcraft, (Manchester University Press), Manchester & New York
Barry, Jonathan, Hester, Marianne, Gareth, Roberts, (1996), Witchcraft in early modern Europe, Studies in culture and belief, (Cambridge University Press.)