ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β΄ ΤΕΥΧΟΣ 84
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2015
Περιεχόμενα σελ. Λόγος Κατηχητήριος ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς 2015, ................................................ 3-4 Μήνυμα τοῦ Σεβ. κ. Εὐγενίου γιά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν 2015, .... 5 Ὁ Λειτουργικός χαρακτήρας τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, Πρωτ. Εὐαγγέλου Παχυγιαννάκη ..................................................................... 6-14 Ἅγιες Μητέρες - Πανάγια Τέκνα, Ἀποστόλου Ν. Μπουρνέλη .................................................................................. 15-22 Μεμέρισται ὁ Χριστός;, Ἀρχιμ. Νικοδήμου Κανσίζογλου ........................................................................... 23-25 Τά σκίτσα τοῦ Μωάμεθ, Γεωργίου Σαμουράκη ............................................................................................ Ἡ βίωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας καί τῆς κοινωνίας μέ τόν πλησίον στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, Πρωτ. Γεωργίου Μαρνέλλου ................................................................................ Οἱ τελευταῖοι ἀσκητές τοῦ Κρητικοῦ Νότου, Ἀντωνίου Ἐμμ. Στιβακτάκη .................................................................................. Χρηστικό Λεξικό τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Γεωργίου Αἰκατερινίδη .......................................................................................... Θρησκευτικά βιώματα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, Κωστῆ Ἠλ. Παπαδάκη .......................................................................................... Τό δράμα τῆς τραγωδίας τοῦ ἱστορικοῦ Σπηλαίου τῆς Μιλάτου, Ἐμμανουήλ Σαβοϊδάκη ..........................................................................................
26-28 39-37 38-44 45 46-47 48-51
Ἀπό τή ζωή τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ........................ 52-55 Ἀπό τή ζωή τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, .................................................................. 56-63
Ἄγκυρα Ἐλπίδος Διμηνιαῖο Ὀρθόδοξο Περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας. Περιόδος Β΄, Τεῦχος 84, Ἰανουάριος - Φεβρουάριος 2015. Ἰδιοκτήτης: Ἱερά Μητρόπολις Ἱεραπύτνης καί Σητείας. Ἐκδότης-Διευθυντής, Ὑπεύθυνος κατά νόμο: Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Εὐγένιος. Ἠλεκτρονική στοιχειοθεσία: Σταῦρος Κακοδειπνάκης, Γραμματεύς Ἱ. Μητροπόλεως. Ἐπιμέλεια ὕλης, ἠλεκτρονική σελιδοποίηση, προετοιμασία ἐκτύπωσης: Ἀρχιμ. Κύριλλος Διαμαντάκης, Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας. Διεύθυνση: Φιλοθέου Α΄ 8, 722 00 Ἱεράπετρα. Τηλέφωνο: 28420 22400/22786, FAX: 28420 89653 / Web Site: www.imis.gr / E-mail: imis@imis.gr Κωδικός Ταχυδρομείου: 6155. Ἐκτύπωση: Γραφικές Τέχνες «ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ», Ἡράκλειο, τηλ. 2810380886. Τό περιοδικό ἀποστέλλεται δωρεάν. Προαιρετικές εἰσφορές καί ἐμβάσματα. Ἐξώφυλλο: Ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ· 18ος αἰ.· φορητή εἰκόνα διαστάσεων 33 Χ24 ἑκ. λαϊκῆς τέχνης, ἀπό τό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Ἀκρωτηριανῆς Τοπλοῦ Σητείας. Τό περιοδικό ἐκδίδεται μέ τήν χορηγία τοῦ Κοινωφελοῦς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ».
Λόγος Κατηχητήριος ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς 2015
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΠΑΡ’ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ ••• Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται· οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε» (στιχηρὸν ἰδιόμελον τοῦ Τριῳδίου, Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς).
Ἀδελφοὶ καὶ Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐγκεντρίζει ἡμᾶς εἰς τὸ σῶμα Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνωμεν ἅγιοι «ὅτι ἐγώ», λέγει, «ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πέτρ. α΄, 16). Ἐπιθυμεῖ ὁ Πλάστης μας νὰ ἔχωμεν κοινωνίαν μαζί Του καὶ νὰ γευθῶμεν τῆς χάριτός Του, νὰ μετάσχωμεν δηλαδὴ τῆς ἁγιότητός Του. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ζωὴ μετανοίας καὶ ἁγιότητος, ἡ δὲ ἀπομάκρυνσις ἐξ Αὐτοῦ, ἡ ἁμαρτία, ταυτίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν «κακίαν τῆς καρδίας». Ἡ «ἁμαρτία οὐκ ἔστι τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς κακῆς προαιρέσεως» (Θεοδωρήτου Κύρου, Διάλογος Α΄- Immutabilis, P.G. 83, 40D) ἢ τοῦ κακοῦ πνεύματος καὶ «οὐδεὶς πίστιν ἐπαγγελλόμενος ἁμαρτάνει», κατὰ τὸν Θεοφόρον Ἰγνάτιον. Ἡ ἁγιότης εἶναι ἰδιότης τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ «προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος». Ὁ κατὰ χάριν ἱερουργὸς τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας προσφέρει εἰς τοὺς πιστοὺς «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, καὶ λαμβάνει ἀμέσως παρὰ τοῦ πληρώματος τῶν Ὀρθοδόξων τὴν ἀπόκρισιν εἰς τὴν προσφορὰν ὅτι: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός», ὁ «ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας ἁγιάζων». Εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιτύχῃ τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μὲ τὸν Θεόν, διὰ τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήθη, τὴν ἁγιότητα δηλαδή, ἡ ἀποβλέπουσα ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία «θεοπρεπῶς ἐδογμάτισε» μίαν περίοδον τοῦ ἔτους ὡς περίοδον ἰδιαιτέρας προσευχῆς καὶ δεήσεως πρὸς κατευνασμὸν τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἡ περίοδος αὕτη εἶναι ἡ ἀρχομένη ἀπὸ τῆς αὔριον σωτήριος προετοιμασία διὰ τὸ «Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον Χριστοῦ». Εἶναι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ βιώσωμεν «δέησιν προσάγοντες καὶ ἄφεσιν αἰτοῦντες», ὥστε νὰ γευθῶμεν ἀληθῶς τὸ Πάσχα «μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων», γινόμενοι «ἅγιοι», διὰ τῆς ὁμολογίας ἐνώπιον Θεοῦ 3
O
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
καὶ ἀνθρώπων ὅτι εἴμεθα «σκεύη κεραμέως» συνθλιβόμενα ὑπὸ τοῦ πονηροῦ καθ᾿ ἡμέραν, «πίπτοντες καὶ ἀνιστάμενοι». Νὰ ὁμολογήσωμεν δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπίνην ἀτέλειαν καὶ ἀδυναμίαν μας καὶ τὴν ἐνώπιον Θεοῦ μηδαμινότητά μας, μετανοοῦντες καὶ ἐπαναλαμβά-νοντες ἐν ἑσπέρᾳ καὶ πρωὶ καὶ μεσημβρίᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ, καίτοι «ἅγιοι» διὰ τοῦ βαπτίσματος, ὅτι «εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Καλοῦμεν, λοιπόν, πάντας τοὺς Ὀρθοδόξους πιστούς, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ μοναχάς, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, νὰ μεταβάλωμεν τὴν ζωήν μας, πάντοτε μέν, ἰδιαιτέρως δὲ κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἰς ἀγαπητικὴν πρὸς τὸν πλησίον προσπάθειαν προπαρασκευῆς διὰ τὴν μετοχὴν ἐκτυπώτερον ἀπὸ τοῦδε εἰς τὴν ἀνέσπερον Βασιλείαν τοῦ Κυρίου, τὸ «καινὸν Πάσχα». Προσκαλοῦμεν τοὺς πάντας εἰς ζωὴν ἁγιότητος καὶ πνευματικοῦ ἀγῶνος διὰ νὰ χαρισθῇ εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς ἡμᾶς ὡς «δόσις ἀγαθὴ» καὶ ὡς «δώρημα τέλειον» ἡ δυνατότης τῆς ὑπερβάσεως τῆς ἁμαρτίας, διότι «πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ [...] καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται» (Α ́Ἰωάν. γ΄, 9-10). Ἂς εἰσέλθωμεν, λοιπόν, μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μας, μὴ σκυθρωπάζοντες, ἀλλὰ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι, εἰς τὸ πνευματικὸν τοῦτο στάδιον τῶν ἀρετῶν καὶ ἂς καθοπλισθῶμεν «ἀγάπης τὴν λαμπρότητα, προσευχῆς τὴν ἀστραπήν, ἁγνείας τὴν καθαρότητα, εὐανδρίας τὴν ἰσχύν», καὶ ἂς συνοδοιπορήσωμεν μὲ τὸν Κύριον, δεόμενοι Αὐτοῦ νὰ μὴ «παρίδῃ ἡμᾶς κινδυνεύοντας τὴν ἀπ᾿ Αὐτοῦ διάστασιν» (Δοξαστικὸν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως), ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ «ὅπως λαμπροφόροι προφθάσωμεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ τριήμερον Ἀνάστασιν, τὴν καταλάμπουσαν ἀφθαρσίαν τῷ κόσμῳ» (ποίημα Θεοδώρου, ἀκολουθία Δευτέρας Α΄ Ἑβδομάδος Νηστειῶν). Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Χριστῷ, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ὡς περίοδος προετοιμασίας καὶ μετανοίας φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας, ἡ ὁποία, ἐσωτερικὴ καὶ ἀνέκφραστος, εἶναι προσωπικὴ κρίσις. Ὅταν μᾶς εὑρίσκῃ σφάλλοντας διαμαρτύρεται ἐντονώτατα, καθότι «οὐδὲν αὐτῆς βιαιότερον ἐν κόσμῳ», κατὰ τὸν βιωματικὸν κήρυκα τῆς μετανοίας Ἅγιον Ἀνδρέαν Κρήτης. Ὅθεν, πρέπει νὰ εἰρηνεύῃ μὲ τὴν συνείδησίν του ἕκαστος, διὰ τῆς μετανοίας, ὥστε «ἐν τῷ πυρὶ τῆς συνειδήσεως νὰ προσφέρωμεν μυστικὴν ὁλοκάρπωσιν», θυσιάζοντες τὰ πάθη μας καὶ προσφέροντες αὐτὰ θυσίαν ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπον, ὅπως ὁ Κύριος ἑαυτὸν ὑπὲρ «τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Τότε μόνον θὰ ἀνατείλῃ καὶ δι᾿ ἡμᾶς ἐκ τοῦ τάφου ἡ συγγνώμη καὶ θὰ ζήσωμεν ὡς ἀνθρωπότης ἐν ἀλληλοσεβασμῷ καὶ ἀγάπῃ μακρὰν τῶν ὅσων βλέπομεν κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας φρικτῶν ἐγκλημάτων νὰ πλήττουν τὴν οἰκουμένην ἅπασαν. Εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἔχομεν συμμάχους καὶ πρεσβευτὰς πάντας τούς Ἁγίους καὶ μάλιστα τὴν Παναγίαν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τὴν διὰ τῶν ἱκεσιῶν της ὡς ἄλλος λουτὴρ «ἐκπλύνουσαν συνείδησιν». Ὅθεν, προτρεπόμεθα καὶ παρακαλοῦμεν, ὡς πνευματικὸς Πατὴρ τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξων πιστῶν μας, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, νὰ δράμωμεν μετὰ σπουδῆς εἰς τὸ ἀπὸ τῆς αὔριον ἀρχόμενον στάδιον τῶν ἀρετῶν, «μὴ ἄτοπα λογιζόμενοι, μὴ παράνομα πράττοντες», ἀλλὰ πορευόμενοι ἐν Χάριτι νὰ ἐκπλύνωμεν τὰς συνειδήσεις «γνώμῃ ἀγαθῇ» διὰ τῆς μετανοίας, ἔχοντες τὴν βεβαιότητα ὅτι οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ καὶ πάντα «τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα» θὰ καταυγασθοῦν ἐν τέλει ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡμεῖς δέ, «πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου» ἱστάμενοι, ἐὰν ἀξίως πολιτευθῶμεν, θὰ περιβληθῶμεν χιτῶνα φωτεινὸν μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀξιωθῶμεν τοῦ «καινοῦ πόματος» ἐκ τῆς Πηγῆς τῆς ἀφθαρσίας, γευόμενοι τῆς χαρᾶς τοῦ ὀλβίου τάφου τοῦ Κυρίου καὶ συνωθούμενοι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου», ἐν τόπῳ ὅπου «τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται». Γένοιτο. Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ιβιε´(2015) † Ὁ Κωνσταντινουπόλεως ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν. 4
Μήνυμα τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Εὐγενίου γιά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν 2015 Ἀξιότιμοι κ. Ἐκπαιδευτικοί καί ἀγαπητά μου παιδιά, Ἡ σημερινή ἑορτή τῆς σύναξης τῶν Τριῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, Βασιλείο τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ γιορτή τῆς Παιδείας τοῦ Γένους μας. Οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναδείχθηκαν ὑποδειγματικοί Διδάσκαλοι καί Παιδαγωγοί πού ἀγαποῦσαν τή μόρφωση, τήν καλλιέργεια δηλ. τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ, καί συνδύασαν τή θεωρία μέ τήν πράξη. Στά πρόσωπά τους τιμοῦμε τήν τρισήλιο Θεότητα πού τούς ἀνέδειξε φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης γιά χάρη ὅλων μας. Πρῶτοι αὐτοί κατανόησαν καί ἐφάρμοσαν αὐτό πού μᾶς παραγγέλνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Γιά νά μπορέσεις νά διδάξεις πρέπει πρῶτα ἐσύ νά διδαχθεῖς, γιά νά φωτίσεις τούς ἄλλους πρέπει πρῶτα ἐσύ νά φωτίσεις τήν ψυχή σου μέ τή γνώση, γιά νά ὁδηγήσεις τούς ἄλλους στό Θεό πρέπει πρῶτα ἐσύ νά ἀνακαλύψεις τόν Θεό καί νά τόν ἀγαπήσεις». Πίστευαν ὅτι «ἡ παιδεία εἶναι ἀγαθό πού πρέπει νά μεταδίδεται» καί ὅτι δέν πρέπει νά παραγνωρίζεται καί νά ἐξοβελίζεται ἡ πατερική παράδοση καί ἡ κλασσική παιδεία, ἀφοῦ σκοπός τῆς ἐκπαίδευσης εἶναι ἡ πνευματική καί ἠθική ἀγωγή τοῦ νέου. Μέ τήν ἴδια τους τή ζωή οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες μᾶς δίδαξαν ἔμπρακτα ὅτι ἡ ἀληθινή σοφία εἶναι ἡ θυσιαστική ἀγάπη στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο. Ὡς φωτισμένοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους «τῆς θεραπείας ὑπηρέτες καί συνεργούς» καί ἔκαναν καθημερινή πράξη τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἡ πίστη τους δέν ἦταν νεκρή ἀλλά γεμάτη ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας. Ἀποτελοῦν πρότυπο κάθε πιστοῦ καί ἀγωνιζόμενου χριστιανοῦ, γι’ αὐτό καί οἱ Τρεῖς εἶναι παρόντες σέ κάθε ἱερή ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μέ τή Θεία Λειτουργία τους καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μέ τήν ποίησή του. Στό πρόσωπο τοῦ ἁπλοῦ, πονεμένου, ταπεινοῦ καί καταφρονημένου συνανθρώπου τους οἱ Τρεῖς Ἅγιοι Ἱεράρχες ἔβλεπαν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ κοινωνική εὐαισθησία τους ἦταν συνώνυμη τῆς αὐταπάρνησης καί τῆς χωρίς ὅρια θυσιαστικῆς προσφορᾶς καί διακονίας στόν κάθε δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο. Ἔκαναν πράξη τήν κοινωνική δικαιοσύνη καί τήν στήριξη τῶν φτωχῶν καί ἀδυνάτων καί ὑπῆρξαν οἱ πιό ρηξικέλευθοι ἀναμορφωτές τῆς κοινωνίας. Στηλίτευσαν τήν πλεονεξία, τή φιλαργυρία καί τά ἄλλα ἀνθρώπινα πάθη καί ἀγωνίσθηκαν γιά νά καθαρίσουν τήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων ἀπ’ αὐτά καί νά τήν στολίσουν μέ ἀρετές. Γι’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος παροτρύνει κάθε χριστιανό «νά πολλαπλασιάσει τό χάρισμα πού θά ἀποδειχθεῖ κατόπιν δοκιμῆς ὅ,τι ἔχει ἀπό τόν Θεό, χρησιμοποιώντας το μόνο γιά ὄφελος τῶν πολλῶν. Διότι κανένας δέν εἶναι ἀμέτοχος τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ, κανείς δέν ἔμεινε χωρίς χαρίσματα». Πατρικά εὐχόμαστε στή δύσκολη ἐποχή πού ζοῦμε οἱ Τρεῖς μεγάλοι Πατέρες καί Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι νά σᾶς ἐμπνεύσουν στόν καθημερινό ἀγώνα τῆς διά βίου μάθησης γιά νά σμιλέψετε σωστά καί μέ ἐπιμέλεια τόν χαρακτήρα σας, γιά νά κατακτήσετε τή γνώση καί τήν καταξίωση, καί νά δώσετε ὅραμα καί ἀληθινό νόημα στή ζωή σας. Ἱεράπετρα, 30 Ἰανουαρίου 2015 Μέ πατρική ἀγάπη καί ἑόρτιες εὐχές Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ † Ὁ Ἱεραπύτνης & Σητείας ΕΥΓΕΝΙΟΣ 5
Η
Ὁ Λειτουργικός χαρακτήρας τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων Πρωτ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Εὐαγγέλου Παχυγιαννάκη, Θεολόγου
Μ
εγάλη καί ἁγία ἡ σημερινή Κυτοιες προεκτάσεις, ἀλλά τό βάρος καί ἡ ριακή, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, οὐσία τοῦ προβλήματος βρίσκονται ἀλλοῦ, Σεβασμιώτατε πάτερ καί δέσποτα, στό βάθος τῆς ὑπαρξιακῆς δομῆς τοῦ ἀνθρώσεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί μου που ὡς θεοπλαστούργητου ὄντος «κατ’ εἰκόἀδελφοί καί ἀδελφές, πού συγκλονίζει τούς να καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ἑπομένως τό ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξους πιστούς, ὄχι μόνο θέμα τῆς εἰκονομαχίας εἶναι θεολογικό καί ἐπειδή ἐξαίρει τήν οἰκουμενικότητα καί τήν ταυτόχρονα ἀνθρωπολογικό. «Ὑπερμαχώντας πατερική παράδοση, τήν ὀρθή πίστη καί τήν γιά τίς εἰκόνες ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», γράὀρθή πράξη τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος φει ὁ Ρῶσος θεολόγος Λεωνίδας Οὐσπένσκη, τῶν πιστῶν, ἀλλά καί κάτι παραπάνω. Προ«δέν ἀγωνιζόταν μονάχα γιά τόν διδακτικό βάλλει ἐμφαντικά μέσα στό λειτουργικόν ἔτος προορισμό τους, οὔτε γιά τόν αἰσθητικό χατίς ἱερές εἰκόνες ὡς στοιχεῖο βασικό τῆς ρακτήρα τους, ἀλλά γιά τό ἴδιο τό θεμέλιο τῆς ὀρθοδόξου λατρείας καί πνευματικότητος. πίστεώς της, πού εἶναι τό δόγμα τῆς ἐνανΓι’ αὐτό ὁ σημερινός πανηγυρικός ἑορτασμός θρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἡ κοσμική τέχνη δέν ἐξαντλεῖται σέ μιά ἁπλή ἱστορική ἀναπαριστάνει τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου πόληση ἤ εὐλαβική μνήμη, οὔτε μόνο στήν τῶν αἰσθήσεων καί τῶν αἰσθημάτων κατά τόν ἀπόδοση τοῦ ὀφειλόμενου φόρου τιμῆς καί τρόπον πού βλέπει κάθε τεχνίτης, ἡ εἰκόνα παεὐγνωμοσύνης στίς ἡρωικές ἐκεῖνες μορφές ριστάνει τήν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας, τῶν προμάχων τῆς ὀρθοδοξίας, ἀλλά πάντοτε πού δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Μέ καλεῖ τούς πιστούς νά ἐμβαθύνουν στό θεοἄλλα λόγια, ἡ εἰκόνα παριστάνει μέ σύμβολα λογικό βάθος τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, αὐτόν τόν ἴδιον κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί τῶν πού συνδέονται μέ τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας συγκινήσεων, ἐλευθερωμένον ἀπό τήν ἁμαρἐνάντια στίς ἀντιθέες δυνάμεις, προκειμένου τία, ἀνακαινισμένον ἐν Θεῷ», (Ἡ εἰκόνα, νά συλλάβομε τίς θεολογικές καί ἀνθρωποἈθήνα 1952, σ. 40). Ὁ δέ ἱερός ὑμνογράφος λογικές προεκτάσεις πού ἔχει αὐτός ὁ ἑορμέ λίγες ἀλλά περιεκτικές προτάσεις ἀποδίτασμός. Νά δοῦμε τίς διαχρονικές διαστάσεις δει τό νόημα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς: «Σαρκός καί τά διαχρονικά βιώματα τά ὁποῖα ἐπετό ἐκτύπωμα ἀναστηλοῦντές σου, Κύριε, σχεκτείνονται στούς ἀνά τούς αἰῶνας πιστούς καί τικῶς ἀσπαζόμεθα, τό μέγα μυστήριον τῆς μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Νά ἀντιοἰκονομίας τῆς σῆς ἐκδηλοῦντες…». ληφθοῦμε τίς σύγχρονες εἰκονοκλαστικές Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορτάζεται ἡ ἀντιλήψεις πού ἀκρωτηριάζουν, ἐκφυλίζουν νίκη τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας ἐναντίον καί ὑποβαθμίζουν τόν ἄνθρωπο, συμβάλκάθε ψεύδους, ἐναντίον κάθε ψευδοθεοῦ, σηλοντας στή σημερινή τραγωδία του. Καί δέν μειώνει ὁ πατήρ Ἰουστίνος Πόποβιτς, σέ εἶναι συμπτωματικό το γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκληὁμιλία του στήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. σία συνέδεσε τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας μέ Εἶναι ἡ νίκη ἐναντίον κάθε ψευδοῦς διδατήν κατάπαυση τῆς εἰκονομαχίας. σκαλίας, ἐναντίον κάθε ψευδοῦς φιλοσοφίας, Οἱ εἰκονομαχικές ἔριδες δέν ἐξηγοῦνται ἐπιστήμης, πολιτισμοῦ, εἰκόνος. Νίκη τῆς μόνο μέ κριτήρια πολιτικά, κοινωνικά καί Ὀρθοδοξίας σημαίνει «ἁγία νίκη τῆς Παναλήθειας». «Ποιός ὅμως εἶναι ἡ Παναλήθεια οἰκονομικά. Ἀναμφίβολα ὑπάρχουν καί τέὉμιλία στόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό, στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἱεραπέτρας, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, 1η Μαρτίου 2015. 6
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
σ’ αὐτόν τόν κόσμο;» ἐρωτᾶ ὁ πατήρ Ἰουστίνος καί ἀπαντᾶ: Εἶναι «Αὐτός πού εἶπε γιά τόν ἑαυτόν Του: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια»! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Θεός ἐν σαρκί. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια στόν γήινο κόσμο μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο - «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Ὁ Κύριος ἔλαβε σῶμα, ὥστε μέ τό σῶμα μας νά εἰπῇ σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τί εἶναι ἀλήθεια, πῶς ζῆ κανείς ἐν ἀληθείᾳ, πῶς πεθαίνει γι’ αὐτήν καί πῶς δι’ αὐτῆς ζῆ αἰωνίως…Ὅταν ὁ Θεός κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, Αὐτός ἔγινε ὁρατός γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἔγινε ὁρατός. Καί ἐμεῖς βλέποντάς Τον, στήν πραγματικότητα βλέπομε τόν Ζῶντα Θεόν. Αὐτός εἶναι ἡ ζῶσα Εἰκών τοῦ Θεοῦ (τοῦ ἀοράτου) στόν κόσμο. Διαφυλάσσοντας τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά βρεῖ σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τήν θεία Εἰκόνα, τήν ζῶσα θεία Εἰκόνα, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε μέ (τήν ἀποστασία), τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη μας, τήν παραμορφώσαμε, τήν χαλάσαμε, τήν ἀσχημύναμε μέ τήν ἁμαρτωλή μας ζωή. Ὅπως λέγεται στούς θαυμάσιους ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, ὁ Κύριος κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα», νά ἀνακαινίσει τή δική Του Εἰκόνα στόν ἄνθρωπο «φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι», πού ἐφθάρη δηλαδή μέ τά καταστροφικά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μία παραμορφωμένη, μία δύσμορφη, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός, κατεβαίνοντας σέ αὐτόν τόν κόσμο σάν καθαρή, ὁλοκάθαρη Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεός, ἔδειξε τί εἶναι ἄνθρωπος, τί εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτό τόν κόσμο», γιά νά εἶναι ὄντως «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ πιό ἁπλή, ἀλλ’ οὐσιαστική προσέγγιση τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ στόν κόσμον ὡς ἀνθρώπου, πού παίρνει τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καί βάσει αὐτῆς εἰκονίζεται στήν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία - «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3.16) - καί αὐτόν τόν «ἐν σαρκί Θεόν» εἰκονίζει ἡ ὀρθόδοξος ἁγιογραφία.
Στήν προσπάθειά της αὐτή, παρ’ ὅτι ὁρισμένοι «θεολόγοι συγγραφεῖς ἤ καί ἐπίσημοι ἐκκλησιαστικοί κύκλοι προσπάθησαν νά καυτηριάσουν καί νά ἐλέγξουν κάποιες ἀκρότητες ἤ ὑπερβολές, σχετιζόμενες μέ τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, δέν μπόρεσαν νά τό ἐπιτύχουν ἀπόλυτα, ἐφόσον ἡ δύναμη τῶν εἰκόνων ἀποδείχθηκε πολύ ἰσχυρότερη ἀπό τόν ὁποιοδήποτε ἔλεγχο τῶν λογίων» (Ἀντουράκης, Χριστιανική Ζωγραφική, σ. 10). Πάντοτε στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὡς πλατωνίζουσα, «εἰδικότερα οἱ Ἕλληνες ἔχουν μπολιαστεῖ ἀπό τήν πατροπαράδοτη ἀγάπη ἤ καί “λατρεία” πρός τίς ἱερές εἰκόνες. Οἱ προσκυνηματικές καί θαυματουργές εἰκόνες ὅπως καί πολλοί λαοφιλεῖς Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἄγγιζαν καί ἐπηρέαζαν πάντοτε τά εὐρύτερα λαϊκά στρώματα, τά ὁποῖα οἱ λόγιοι θεολογικοί κύκλοι δέν μπόρεσαν νά ἐπηρεάσουν ἤ νά ἐλέγξουν» (ὅ.π., σ. 11). Οἱ ἱερές εἰκόνες συνδέονται πάντοτε μέ τήν προσευχή καί ἀποτελοῦν ἕνα ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν· εἶναι λειτουργικά συνδεδεμένες μαζί τους· εἶναι ἕνα σιωπηλό ἐποπτικό κήρυγμα, πού αἰσθητοποιεῖται μέσα στόν λειτουργικό χῶρο τοῦ ναοῦ, ὅπου, μέ τήν ποικιλόμορφη θεία Λατρεία, διδάσκεται, μυσταγωγεῖται καί ὑψώνεται ὁλόκληρη ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου σέ ὕψη πνευματικά ἐκπάγλου ὡραιότητος. Οἱ ἱερές εἰκόνες, εἴτε φορητές εἶναι εἴτε τοιχογραφίες, εἶναι ταγμένες στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Τέχνη τῆς ἁγιογραφίας εἶναι μία ἀπό τίς λειτουργικές Τέχνης, ἡ ὁποία διακονεῖ τήν Ἐκκλησία ἱστορικά, συμβολικά, δογ7
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ματικά καί λειτουργικά. «Ἡ ἐπικράτηση τῶν εἰκόνων ὡς θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας σημαίνει ἐν προκειμένῳ, ὅτι κατόρθωσε μέ καθαρά ζωγραφικά μέσα νά ἀποδώσει τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ καί τούς Ἁγίους νά τούς ἐκφράζει στή μεταμορφωτική τους διάσταση. Βεβαίως καί πρίν ἀπό τήν Εἰκονομαχία εἶχε διαμορφωθεῖ μιά τέχνη μέ ἰδιαίτερο τρόπο στή χρήση τοῦ σχεδίου, τοῦ χρώματος, τῆς προοπτικῆς, τοῦ φωτός, τῆς σύνθεσης. Ὅμως μετά τήν εἰκονομαχία αὐτά τά τεχνοτροπικά ἐπιμέρους στοιχεῖα παίρνουν τόν ὁριστικό τους χαρακτήρα, πού συνιστᾶ τήν ὑπέρβαση τῆς εἰδωλικῆς ἀναπαράστασης καί τήν κυριαρχία τοῦ πνευματικοῦ στοιχείου, πού γενικά θά μποροῦσε νά προσδιοριστεῖ σάν κατάργηση τῆς προοπτικῆς. Σύνθεση ἐλεύθερη ἀπό χρόνο καί τόπο. Ἑνότητα τόπου καί χρόνου. Ἀνασύνθεση τῶν ἀναλογιῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἀδιαφορία γιά τό φυσικό χρῶμα. Θεολογικά θά ὁριζόταν σάν μεταμόρφωση καί ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου», σημειώνει ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Ἱστορίας τῆς Τέχνης, Νικόλαος Ζίας. Θά πρέπει, βεβαίως, ἐξ ἀρχῆς νά συνειδητοποιήσομε ὅτι ἡ Ἐκκλησία προάγει καί καταγράφει τήν Ἱστορία της ἐν χρόνῳ, συνεπῶς ἀπευθύνεται στόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Φυσικό, λοιπόν, εἶναι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νά ἐρωτᾶ: τί νόημα ἔχει σήμερα ἡ ἑορτή τοῦ γεγονότος τῆς νίκης τῶν ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν ποικίλων αἱρετικῶν καί ἰδιαίτερα τῶν εἰκονομάχων; Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολλαπλή, ἄν σκεφθοῦμε ὅτι ὁ πρῶτος εἰκονομάχος εἶναι ὁ Διάβολος καί οἱ ἄγγελοί του, οἱ ἀπαίσιοι δαίμονες. Ἐκεῖνοι εἶναι πού κλέβουν τήν ψυχή μας καί ἀσχημίζουν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού βρίσκεται μέσα μας· τή λερώνουν μέ τά πάθη, τούς ἐφάμαρτους λογισμούς, τήν ἀπόγνωση καί τόν θάνατο. Πρῶτα-πρῶτα, λοιπόν, ἡ ἀπάντηση εἶναι θεολογική καί, ὅπως ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Πατέρες, ἔχει ἀνθρωπολογικές συνέπειες κεφαλαιώδους σημασίας. Μέ ἁπλά λόγια: ἡ χριστιανική διδασκαλία γιά τόν ἄνθρωπο, τήν καθημερινή του ζωή καί τόν τελικό του σκοπό, βασίζεται στήν πίστη τοῦ ἀναφορικά μέ τήν θεανθρώπινη μορφή τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἔχομε σωστή γνώση γιά 8
τό ποιός εἶναι ὁ Χριστός, τότε καταλαβαίνομε σωστά καί ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀποκτᾶ τή μορφή τοῦ Χριστοῦ, ὁ χριστιανός. Ὁ Χριστός εἶναι τό μέτρο συγκρίσεως, ὁ καθρέπτης πού δείχνει τήν ὁμοιότητα καί τίς διαφορές μας μέ τό πρότυπο πού ἀκολουθοῦμε. Καί ἡ πίστη μας γιά τόν Χριστό φαίνεται ἀπό τό πῶς ἀντιλαμβανόμαστε τήν εἰκόνα Του. Ἡ τιμή πού ἀποδίδομε στήν εἰκόνα εἶναι συνέπεια τῆς ὀρθῆς πίστεώς μας καί συνεπῶς θωρακίζομε τήν Ὀρθοδοξία, πρίν προχωρήσομε στήν Ὀρθοπραξία - ξέρομε τί κάνομε, πῶς καί γιατί τό κάνομε -, ἔτσι πού σέ τελευταία ἀνάλυση Ὀρθοπραξία = Χριστοπραξία - «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολοσ. 3.11). Βεβαίως, «Θεόν οὐδείς ἐώρακε πώποτε» (Ἰωάν. 1,18), σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἑπομένως ἡ ἀπεικόνιση τοῦ ἀοράτου Θεοῦ εἶναι ἀδύνατος ἤ καί βέβηλος. Ὅμως, τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, δηλαδή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἀδύνατος. Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ὑπερασπιστής τῶν εἰκόνων Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, μέ τή σάρκωση τοῦ Χριστοῦ «ἐσχηματίσθη ὁ ἀσχημάτιστος» (Ἀντιρρητ. 3ος κατά εἰκονομάχων 1). Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διευκρινίζει: «…εἰκονίζω Θεόν τόν ἀόρατον οὔχ ὡς ἀόρατον, ἀλλ’ ὡς ὁρατόν δι’ ἡμᾶς γενόμενον, μεθέξει σαρκός καί αἵματος. Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ’ εἰκονίζω Θεοῦ τήν ὁραθεῖσαν σάρκα» (Περί εἰκόνων 1.4). Τό Κοντάκιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἑρμηνεύει θαυμάσια: «Ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός, ἐκ σοῦ, Θεοτόκε, περιεγράφη σαρκούμενος, καί τήν ρυπωθεῖσαν εἰκόνα εἰς τό ἀρχαῖον ἀναμορφώσας, τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξεν. Ἀλλ’ ὁμολογοῦντες τήν σωτηρίαν, ἔργῳ καί λόγῳ ταύτην ἀνιστοροῦμεν». Ὁ ὕμνος αὐτός, προφανῶς, ἀπευθύνεται πρός τήν Θεοτόκον, διότι μόνο μέ τήν Γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπό Αὐτήν κατέστη δυνατή ἡ ἀπεικόνιση τοῦ προσώπου Του. Ὁ Πατριάρχης Γερμανός ἑρμηνεύει σχετικά: «…τῆς κατά σάρκα ἀχράντου αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) Μητρός, τῆς ἁγίας Θεοτόκου…τήν ὁμοίωσιν ἀνιστοροῦμεν, δεικνύοντες (μέ τήν εἰκόνα της) ὅτι τόν Θεόν τόν ἀόρατον καί τά πάντα τῇ χειρί περιέποντα (φροντίζοντα) ἐν τῇ ἑαυτῆς γαστρί καί ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντα ἀπεκύησε».
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Ἡ σάρκωση, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τή βάση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Καί ἀπό αὐτό ξεκινάει ἡ «τῶν εἰκόνων ποίησις». Στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ἑνώνονται ὑποστατικά ἡ θεϊκή καί ἡ ἀνθρώπινη φύση καί ἀποκαλύπτεται ὁ τέλειος Θεός καί ὁ τέλειος ἄνθρωπος. Ἔτσι, ἡ ἐνανθρώπηση δίνει νέο περιεχόμενο, σύμφωνα μέ τήν πατερική διδασκαλία στήν «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα», καθώς καί στόν προορισμό του νά πραγματώσει καί νά φθάσει στό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ὁ Χριστός εἶναι τό «ἀρχέτυπον» τοῦ ἀνθρώπου· εἶναι ἡ «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολοσ. 1.15). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου· εἶναι «εἰκών τῆς εἰκόνος», «εἰκών μέν τοῦ Θεοῦ ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεώς ἐστιν…κατ’ εἰκόνα δέ τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος πεποίηται» (Ὠριγ. Κατά Κέλσου). Γι’ αὐτό, προκειμένου νά τελειοποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά «μορφώση» μέσα του τήν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου (Πρβλ. Γαλ. 4.19). Νά γίνει, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «συμμορφος τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»(Ρωμ.8.29) καί νά φθάσει «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4.13). Ὅλη, ὅμως, αὐτή ἡ διαδικασία τῆς μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ δέν πραγματοποιεῖται πουθενά ἀλλοῦ παρά μόνο μέσα στό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητος, πού εἶναι ἡ ἁγία του Χριστοῦ Ἐκκλησία. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος γίνεται «λειτουργημένος». «Ὁ λειτουργημένος ἄνθρωπος», σημειώνει ὁ Γέροντας Βασίλειος, ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους, «ἔχει μιά ἐσωτερική ὅραση τοῦ κόσμου. Παρακολουθεῖ ἕνα συντελεστή ἀμετάβλητο πού ἀποτελεῖται ἀπό τά μεταβαλλόμενα στοιχεῖα ὁρώμενα τριαδικῶς (ἐγώ, ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεάνθρωπος). Μιά τέτοια γραφή, ἀδιάβαστη γιά τόν μή λειτουργημένο ἄνθρωπο, εἶναι καί ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. Ἄλλο εἶναι ἕνας θρησκευτικός πίνακας καί ἄλλο μιά λειτουργική εἰκόνα. Τό ἕνα, εἶναι δημιούργημα μιᾶς καλλιτεχνικῆς ἰδιοφυίας, τό ἄλλο εἶναι βλαστός καί ἀπαύγασμα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς. Τό ἕνα εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, τό ἄλλο φέρνει ἕνα μήνυμα ἁπλό, ἤρεμο, ζωηφόρο, ἄνωθεν κατερχόμενον. Σοῦ μιλᾶ
γιά κάτι πού ξεπέρασε τό χθές καί τό σήμερα, τό ἐδῶ καί τό ἐκεῖ, τό δικό μου καί τό δικό σ ο υ . Μ ι λ ᾶ ἄφωνα μιά ἀείζωη καί ἄτρεπτη πραγματηκότης, πού μέσα σ’ ὅλη τή διακριτικότητα τῆς σιωπῆς ἀνασταίνει ἤρεμα κάτι βαθύ, πού ἑνοποιεῖ τά πάντα στόν ἄνθρωπο». Εἶναι αὐτό πού ἄριστα ὑπομνηματίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Ζωγραφία σιωπῶσα ἐν τοίχῳ λαλεῖ πλείονα καί ὠφελιμώτερα». Ἀλλά, τί εἶναι εἰδικότερα οἱ εἰκόνες; Κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό οἱ εἰκόνες εἶναι «ἀσίγητοι κήρυκες ἐν ἀήχῳ φωνῇ τούς ὁρώντας διδάσκουσαι» (Λόγος Α΄, Ἀπολογ. Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας Εἰκόνας, PG 94, 1268). Ἡ εἰκονογραφία δηλαδή ἐπενεργεῖ μυστικά στήν καρδιά καί στό φρόνημα τῶν πιστῶν, προκαλεῖ βιώματα εὐσεβείας καί θείας χάριτος, μεταδίδοντας μέσα ἀπό τήν ὅραση ἀθόρυβα ὅλα ὅσα ἀδυνατεῖ μερικές φορές νά μεταδώσει ὁ εὔηχος λόγος: «Πρώτη γάρ αἰσθήσεων ὅρασις· ὥσπερ καί τοῖς λόγοις, ἡ ἀκοή· ὑπόμνημα γάρ ἐστιν ἡ εἰκών· καί ὅπερ τοῖς γράμμασι μεμνημένοις ἡ βίβλος, τοῦτο καί τοῖς ἀγραμμάτοις ἡ εἰκών· καί ὅπερ τῇ ἀκοῇ ὁ λόγος, τοῦτο τῇ ὁράσει ἡ εἰκών· νοητῶς δέ αὕτη ἑνούμεθα» (Περί εἰκόνων, Λόγος Α΄, ιζ΄, PG 94, 1248C). Οἱ εἰκόνες δηλαδή εἶναι τό μέσο ἐπικοινωνίας γιά τούς «ἀγραμμάτους» καί τούς «ἰδιώτας» ἀνθρώπους καί δέν ἀπαιτεῖται εἰδική παι9
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
δεία τοῦ πιστοῦ γιά νά ἐκπληρώσουν τήν ἐπικοινωνιακή - παιδευτική λειτουργία τους καί μ έ σ ῳ αὐτῶν νά γίνουν κατανοητές οἱ ἀ λήθειες τοῦ Εὐαγγελίου. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ εἰκόνες χαρακτηρίζονται ὡς «βιβλία τῶν ἀγραμμάτων». Ἀπό αὐτά καί μόνο μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ κανείς τόν λειτουργικό χαρακτήρα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἐπειδή «Στήν εἰκόνα δέν ἔχομε μιά οὐδέτερη ἱστορική πιστότητα, ἀλλά μιά δυναμική λειτουργική μεταστοιχείωση. Στήν εἰκονογραφία τά γεγονότα τῆς σωτηρίας δέν ἑρμηνεύονται ἱστορικῶς, ἀλλά μυσταγωγοῦνται καί ἐνσωματώνονται λειτουργικῶς» σημειώνει ὁ πατήρ Βασίλειος. Κατ’ ἀρχήν ὁ λειτουργικός χαρακτήρας τῶν εἰκόνων συνάγεται ἀσφαλῶς ἀπό τόν τόπον τοποθετήσεώς τους, δηλαδή τόν ναό καί σκοπός τῆς εἰκονογραφίας τῶν ναῶν εἶναι ἕνας, νά διακονήσει τήν Ἐκκλησία ὡς τέχνη λειτουργική. Ἕνας κατάγραφος ναός εἶναι ἕνα ἀνοιχτό βιβλίο, πού διδάσκει στούς πιστούς τήν πίστη, τό ἦθος, τό δόγμα, τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, πού μπορεῖ νά τό διαβάσει ὁ καθένας στή γλώσσα του. Ἡ εἰκόνα μιλάει τή γλώσσα τοῦ ἀσόφου καί ἀγραμμάτου, ὅπως καί τή γλώσσα τοῦ σοφοῦ καί πεπαιδευμένου. Ἡ εἰκονογραφία δέν ἀκολουθεῖ τό δόγμα «ἡ Τέχνη διά τήν Τέχνην», ἀλλ’ ἐξαρχῆς τάχθηκε στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀρχή θέλησε νά κατοχυρώσει τήν πί10
στη της, τά δόγματά της, τή διδασκαλία της. Ὁ ἄμβωνας θά κηρύξει μέ τόν λόγο τήν πίστη καί θά ἑρμηνεύσει τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ὑψηλή θεολογία της, συγχρόνως ὅμως γιά τόν ἁπλό κόσμο θά χρησιμοποιήσει ἐμπειρότερα ὑπομνήματα καί συγχρόνως αὐτόν τόν ἴδιο τόν ναό, ὡς οἰκοδόμημα συνάξεως τῶν πιστῶν, θά τόν διακοσμήσει καί θά προσδώσει σ’ αὐτόν τήν ἔννοια τοῦ «ἐπιγείου οὐρανοῦ ἐν ᾧ ὁ Θεός ἐνοικεῖ καί ἐμπεριπατεῖ», κατά τόν ἅγιο Πατριάρχη Γερμανό (Migne, P.G.,98). Ἀλλά καί ὁ Πατριάρχης Ταράσιος ἑρμηνεύει σχετικά: «ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις, ἐν τοίχοις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καί ἐσθῆσι, καθώς ἐκ τῶν ἀνέκαθεν χρόνων ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ Καθολική Ἐκκλησία παρέλαβε, καί ἐθεσμοθετήθη παρά τῶν ἁγίων πρωτάρχων τῆς ἡμῶν διδασκαλίας, καί τῶν αὐτῶν διαδόχων θεσπεσίων πατέρων ἡμῶν…» (Mansi 13:404 D). To ἴδιο καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού τονίζει τό ἰσοδύναμο τῶν εἰκόνων πρός τόν Τίμιο Σταυρό καί τό ἱερό Εὐαγγέλιο θά πεῖ: «….ἰσοδυναμοῦσιν αἱ τίμιαι εἰκόνες τῷ ἱερῶ εὐαγγελίῳ καί τῷ τιμίῳ Σταυρῷ» (Μansi 13: 40 D). Κατά συνέπεια οἱ εἰκόνες εἶναι οἱ μεσάζοντες ἀνάμεσα στούς πιστούς καί στίς τιμητικά «προσκυνούμενες» μορφές. Οἱ εἰκόνες δέν ἔχουν αὐτοτέλεια, ἀλλά ἁπλῶς λειτουργοῦν ὡς ἀναγωγικό μέσο τῶν πιστῶν πρός τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα. Ἐξασφαλίζουν μιά κοινωνία μέ τό πρωτότυπο, μία μυστική ἐπαφή εἰκόνας καί εἰκονιζομένου, χωρίς ὅμως νά ὑπάρχει καμία ταύτιση μεταξύ τῶν δύο. Γι' αὐτό καί ὁ πιστός πρέπει νά προσπαθήσει νά ἀνυψώσει τό νοῦ του, βλέποντας τήν εἰκόνα πρός τήν ἴδια τήν πηγή της, τό ἀόρατο δηλαδή ἀρχέτυπο. Ὅπως ἀκριβῶς, μέ θεία σοφία, τό ἐκφράζει ὁ Μέγας Βασίλειος: «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει· ὅ οὖν ἐνταῦθα μιμητικῶς ἡ εἰκών, τοῦτο ἐκεῖ φυσικῶς (Περί Ἁγίου Πνεύματος, Ε.Π.Ε. 10, σ. 402)». Ἔτσι, οἱ εἰκόνες γίνονται μιά φωτεινή εἴσοδος πρός τά ἀκατάληπτα τῆς Ἐκκλησίας μυστήρια καί συνιστοῦν τίς «μορφές τῆς λειτουργικῆς ὡραιότητος», τῆς ἀναστάσιμης ἀτμόσφαιρας τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στήν ὁποία ἡ λαϊκή ψυχή νιώθει κυριευμένη ἀπό
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
τό συναίσθημα μιᾶς ἀνέκφραστης παρουσίας. Προγεύεται, δηλαδή, τῶν ἐσχάτων. Ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐκφράζει τήν ἔντονη ἐπίδραση τῶν εἰκόνων στήν ψυχή τῶν πιστῶν, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ θέα καί προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων θέτει σέ λειτουργία τίς πνευματικότερες διεργασίες τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, μέσῳ τῶν ὁποίων συνεγείρεται ἡ ψυχή τοῦ χριστιανοῦ σέ ἄμεση προσωπική κοινωνία μέ τήν ὑπόσταση τῶν εἰκονιζόμενων μορφῶν: «Διά γάρ τῆς αἰσθήσεως φαντασία τις συνίσταται ἐν τῇ ἔμπροσθεν κοιλίᾳ τοῦ ἐγκεφάλου καί οὕτω τῷ κριτικῷ παραπέμπεται καί τῇ μνήμῃ ἐνθησαυρίζεται» (Λόγος Α΄, ια΄, Ἀπολογητικός πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, PG 94, 1241Β. «Καί γάρ δι᾽ αὐτῶν (τῶν εἰκόνων) εἰς ἑνοποιόν τινα καί συναγωγόν ἀναγόμεθα θεωρίαν, καί πρός ἀκρότατον τῶν ὀρεκτῶν δι᾽ αὐτῆς ἀξιούμεθα θείας καί ὑπερφυοῦς συναφείας» (Πρακτικά Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi 13, 495E). Ὁδηγοῦν δηλαδή, οἱ εἰκόνες, τούς πιστούς σέ νέες ἐμπειρίες, τούς φέρνουν σέ ἄμεση σχέση μέ τήν ὑπόσταση καί τή χάρη τῶν εἰκονιζόμενων προσώπων, ἀφοῦ καί ἡ ὕλη ἁγιάζεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀπεικόνισης τῶν ἱερῶν προσώπων, πού ἔχουν ἤδη χωρήσει πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπό μέρους τῶν χριστιανῶν φαίνεται καί ἀπό τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ: «Ἐγώ ἐπεί ἄνθρωπος εἰμι καί σῶμα περίκειμαι, ποθῶ καί σωματικῶς ὁμιλεῖν καί ὁρᾶν τά ἅγια· συγκατάβηθι τῷ ταπεινῷ μου φρονήματι ὁ ὑψηλός...» (Λόγος Α΄, Ἀπολογ. πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, PG 94, 1264 C). Συνεπῶς, ὅλες οἱ εἰκόνες ἀσκοῦν ψυχοσωτήρια ἐπίδραση στούς πιστούς, γι᾽ αὐτό καί δέν πρέπει νά διαχωρίζονται σέ θαυματουργές καί μή. Ὅλες ἀνεξαιρέτως παρέχουν τήν ἁγιαστική ἐνέργειά τους στούς χριστιανούς. Ὁ λειτουργικός χαρακτήρας τῶν εἰκόνων τονίζεται καί ἀπό τόν ἐπίσης σημαντικό ρόλο τῶν εἰκόνων πού ἔχουν, νά ὑπενθυμίζουν πρόσωπα καί πράγματα ἀγαπημένα, πού, μέ τόν ἡρωισμό καί τόν εὐσεβή βίο τους, ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι αἰσθητοποιοῦν τίς θεμε-
λιώδεις ἀλήθειες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀναπαριστοῦν ὅσο πιό πιστά γίνεται τήν ἱστορική πραγματικότητα καί παραπέμπουν μέ τόν τρόπο αὐτό στά πρωτότυπά τους (Λ. Οὐσπένσκη, Ἡ Εἰκόνα, μετάφρ. Φώτη Κόντογλου, Ἀθῆναι 1952). Γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζονται οἱ εἰκόνες ὡς «ἱερά ὑπομνήματα» καί κατά τόν Ἅγιον Φώτιο «...ἡ τιμή τῶν εἰκονισμάτων τιμή γίνεται τῶν εἰκονιζομένων...». Ἀποτελοῦν δηλαδή κατά τούς πατέρες, «ὑπόμνημα σωτήριον» (Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῶν ἀσεβῶν ποιημάτων, PG 99, 456B), χωρίς νά σημαίνει μία ἁπλή ὑπενθύμιση προσώπων καί πραγμάτων τοῦ παρελθόντος, σύμφωνα μέ τούς ψυχολογικούς νόμους τῆς ἀνάπλασης τῶν παραστάσεων, ἀλλά ἀντιστοιχοῦν σέ μία μυστηριακή καί μυστική παρουσία, πού συμβαίνει μέσα στό αἰώνιο παρόν τοῦ ἀπείρου καί ἀκαταλήπτου Θεοῦ. Οἱ εἰκόνες εἶναι ὁ λειτουργικός σύνδεσμος πού δρᾶ ὡς αἰώνιο παρόν καί γεφύρωμα μεταξύ τῆς στρατευομένης καί τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Δέν τονίζεται ἁπλῶς ὁ ἀναμνηστικός χαρακτήρας τῶν εἰκόνων, ἀλλά καί ἡ διατήρηση στή μνήμη τῶν πιστῶν τῆς μορφῆς καί τοῦ παραδείγματος τῶν ἑκάστοτε εἰκονιζομένων ἁγίων, ὥστε νά προβάλλονται οἱ ἀρετές τους, οἱ ἀσκητικοί τους ἀγῶνες, ἡ φλογερή πίστη τους, ἡ καρτερία στά μαρτύρια καί ἡ ἄρση σταυροῦ πρός παραδειγματισμόν καί μίμηση ἡμετέραν. Αὐτή εἶναι ἡ ὀργανική ἑνότητα καί ἡ ἄμεση λειτουργική σχέση τῶν ἱερῶν εἰκό11
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
νων, πού ἑνώνει τούς πιστούς μέ τ ο ύ ς Ἁγίους, ὡς φίλους του Θεοῦ. Εἰδικότερα, ἐπεξηγεῖ ὁ καθηγητής Κ. Καλοκύρ η ς , σ τ ή ν Ἔκφρασή του: «διά τοῦ χρωστῆρος ὁ ὀρθόδοξος ζωγράφος ἐκφράζει τόν θρίαμβο τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν ἱστορική ἀπεικόνιση τῶν Ἁγίων τῆς πίστεως ἁπλωμένο στούς τοίχους τῶν ἱστορημένων ναῶν, μέ τά μαρτύρια καί τά θαύματά τους. Ὁ Σωτήρ καί τά γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ἡ Θεοτόκος, οἱ Ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες ἀποτελοῦν τήν μεγάλη ἐποποιία τῶν ἱστορικῶν γεγονότων πού φιλοξενοῦν οἱ τοῖχοι τῶν χριστιανικῶν ναῶν». Οἱ πιστοί «Ὁρῶσιν, (διά τῶν εἰκόνων τόν Χριστό) γεννηθέντα, βαπτιζόμενον, θαυματουργοῦντα, σταυρούμενον, θαπτόμενον, ἀνιστάμενον, εἰς οὐρανούς ἀνερχόμενον, ἐν οἷς οὐ πλανώμεθα μή ταῦτα οὕτως ἔχειν, συντρεχούσης τῆς ὄψεως τῇ τοῦ νοῦ θεωρίᾳ» (Θεοδ. Στουδίτου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῶν ἀσεβῶν ποιημάτων, PG 99, 456C). Δέν πρέπει συνεπῶς νά παραβλεφθεῖ καί ὁ παιδαγωγικός - διδακτικός χαρακτήρας τῶν εἰκόνων, καθώς καί ἡ συνάρτηση μνήμης τῶν εἰκονιζομένων προσώπων ἐκ πόθου πρός αὐτά, ὅπως ἐπισημαίνεται καί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, στόν δογματικό ὅρο: «Ὅσῳ γάρ συνεχῶς δι᾽ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καί οἱ ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καί ἐπιπόθησιν» (Mansi, τ. 13, 377D, στ. 12
482). Κατά τόν Ἰωάννη τό Δαμασκηνό οἱ εἰκόνες εἶναι «ἀσίγητοι κήρυκες ἐν ἀήχῳ φωνῇ τούς ὁρῶντας διδάσκουσαι». Οἱ εἰκόνες δηλαδή εἶναι τό μέσο ἐπικοινωνίας γιά τούς «ἀγραμμάτους» καί τούς «ἰδιώτας» ἀνθρώπους. Δέν ἀπαιτεῖται εἰδική παιδεία τοῦ πιστοῦ γιά νά ἐκπληρώσουν τήν ἐπικοινωνιακή-παιδευτική λειτουργία τους. Δέν ἀπαιτεῖται διανοητική λειτουργία ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἱερῶν κειμένων γιά νά συλληφθεῖ ἡ πραγματικότητα. Οἱ εἰκόνες δέν ἀπαιτοῦν γραμματικές γνώσεις, ὁπότε ἀποτελοῦν τό μέσο γιά νά γίνουν κατανοητές οἱ ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου. Γιά τό λόγο αὐτό χαρακτηρίζονται ὡς βιβλία τῶν ἀγραμμάτων. Εἶναι οἱ γέφυρες πού περνοῦνε τόν ἔξω κόσμο μέσα μας, τόν μυστικό καί λειτουργικό κόσμο μέ τά θεώμενα καί τελούμενα, τά ἀνερμήνευτα στή λογική, βιούμενα ὅμως διά τῆς μυσταγωγικῆς ἐμπειρίας των. Ἔτσι ἡ πίστη γίνεται προσιτή μέσα στά πεπερασμένα ἀνθρώπινα ὅρια, μέ τή μυστική θέαση καί βίωση τῶν γεγονότων, πού ὁ «ὅλος ἄνθρωπος» καί ἀποκτᾶ συνείδηση τῆς ὕπαρξεως αἰρόμενος σέ χώρους θείας ἐξάρσεως. Ἰδιαιτέρως, ὅμως, πρέπει νά τονισθεῖ ἡ συμβολή τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχει ἄμεση σχέση μέ τή λειτουργική της ζωή, γιά τόν ἁπλό λόγο: Προκειμένου νά λατρεύσει κανείς σωστά τόν Θεό, γιά νά Τόν ὑμνολογήσει καί νά Τόν λειτουργήσει σωστά, νά Τόν ἀγγίσει, νά κοινωνήσει «μετά πίστεως καί ἀγάπης» μαζί Του γιά νά γίνει «σύναιμος καί σύσσωμος» μέ Αὐτόν, πρέπει νά γνωρίζει ποιός εἶναι καί αὐτό θά μᾶς τό ποῦν οἱ Πατέρες, ἑρμηνεύοντας τά κείμενα τῶν Ἁγίων Γραφῶν, κατοχυρώνοντας καί διαφυλάσσοντας ἀνόθευτη τήν ὀρθή διδασκαλία τῆς πίστεως ἀπό τίς ἐπιδράσεις τῶν αἱρετικῶν. Ἡ νίκη τῶν εἰκόνων αὐτό ἀκριβῶς τό νόημα ἔχει. Νά μᾶς πεῖ ποιός εἶναι ὁ Θεός μας. Καί Θεός μας δέν εἶναι ἄλλος ἀπό Ἐκεῖνον τόν Ὁποῖον «ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν», ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Σωτῆρος, εὐαγγελιστής Ἰωάννης (Α΄ Ἰωάν. 1.1). Εἶναι ὁ Θεάνθρωπος
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Ἰησοῦς. Τό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ δόγματος τοῦ ὁμοουσίου, ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Σωτήρ εἶναι «Πατήρ ἅμα καί Υἱός». Ὅταν ὁ ἀπόστολος Φίλιππος λέει στόν Χριστό «δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα…» ὁ Χριστός ἀπαντᾶ: «τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ἡμῶν εἰμι, καί οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα· καί πῶς σύ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί ἐστι;» (Ἰωάν. 14.8-10). Αὐτή τήν ταυτότητα τοῦ ὁμοουσίου εἰκονίζει στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ ὀρθόδοξος ἁγιογραφία. Ὁ βυζαντινός Παντοκράτωρ ζωγραφίζεται μέ τριπλοῦν νόημα: Εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ Σωτήρ, ὁ Κριτής. Ἔχει τό βασιλικό μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ, τήν ἔκφραση τῆς ἐνεργοῦ ἀγαθότητος τοῦ Σωτῆρος, τήν αὐστηρότητα τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ, ἑρμηνεύει ὁ καθηγητής Καλοκύρης. Ξεχωριστό λειτουργικό χαρακτήρα ἔχουν οἱ παραστάσεις πού περιλαμβάνει ὁ λεγόμενος λειτουργικός εἰκονογραφικός κύκλος, πού ἐκτυλίσσεται στό ἱερόν βῆμα: Ἡ Θεοτόκος Βρεφοκρατοῦσα στό τεταρτοσφαίριο τοῦ ἱεροῦ βήματος, κρατάει στούς κόλπους της τό Παιδίον Ἰησοῦν, ὄχι τόν ἄνθρωπον Ἰησοῦν, ὅπως ἰσχυρίζετο ὁ Νεστόριος, ἀλλά τόν Ἐμμανουήλ, δηλαδή τόν «Θεόν μεθ’ ἡμῶν», τόν Θεάνθρωπον, ἑπομένως εἶναι ἡ Θεοτόκος Μητέρα, ὅπως ἐδογμάτισε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Καί συγχρόνως, τά τρία ἀστέρια πού στολίζουν συνήθως τό μαφόριο τῆς Παναγίας ἕνα πάνω ἀπό τό μέτωπο καί ἀπό ἕνα στούς ὤμους συμβολίζουν τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου: «πρίν, ἐν καί μετά τόκον». Ἡ ἀποκαλυπτική σκηνή τῆς Ἑτοιμασίας τοῦ Θρόνου, ἤ τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ (Τύπος τῆς Ἁγίας Τριάδος), βρίσκεται στή μετώπη τοῦ ἱεροῦ Βήματος, πάνω ἀπό τήν Πλατυτέρα· καί κατωθεν τῆς Πλατυτέρας ὑπάρχει ἡ παράσταση τῆς Κοινωνίας τῶν
Ἀποστόλων, μέ ἱερουργόν τόν Κύριον, πού, ὡς «ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος», «ὁ προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος», δίδει τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του στούς Ἀποστόλους, σέ δύο ἑκατέρωθεν παρατάξεις. Οἱ παραστάσεις τῆς Θυσίας τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Δανιήλ καί τῶν Τριῶν Παίδων, τοῦ Μελχισεδέκ, τοῦ Ἀαρών, μάλιστα δέ τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν καί τῶν Διακόνων κι ἀνάμεσά τους ὁ «Μελισμός», δηλαδή ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Κυρίου ὡς βρέφους πάνω στό Δισκάριο, κ.ἄ. (Καλοκύρης, ὅ.π. σ. 66-67), συμπληρώνουν τόν λειτουργικό ἁγιογραφικό κύκλο τῶν ὀρθοδόξων ναῶν. Σημειώνομε ἐπ’ εὐκαιρίᾳ, ὅτι οἱ εἰκόνες μέσα στόν ναό δέν τοποθετοῦνται ὅπως καί ὅπου θέλει ὁ καθένας, ἀλλά βάσει προγράμματος καθορισμένου ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού περιλαμβάνεται σέ τρεῖς εἰκονογραφικούς κύκλους: Τόν Δογματικό, τόν Ἱστορικό καί τόν Λειτουργικό. Εἶναι καί αὐτό μία κατάφαση στόν λειτουργικό χαρακτήρα τῶν εἰκόνων. Ἐπίσης, ὁ κάθε ζωγράφος δέν μπορεῖ νά ἁγιογραφεῖ ὅπως θέλει, μέ δικές του ἐμπνεύσεις τίς εἰκόνες, ἀλλά ὅπως ὁρίζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ὁ Κανών τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου εἶναι προστακτικός: «Οὐ τῶν ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλά τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔγκριτος θεσμοθεσία καί παράδοσις» (Mansi, τ.13,253 Β΄). Ἀγαπητοί μου! Ὁ Θρίαμβος τῶν εἰκόνων κατανοεῖται ὡς θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν ἄποψη ὅτι, ἡ ἐπικράτηση τῶν εἰκόνων συνιστᾶ διατράνωση τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τῆς δυνατότητος τῆς κατά χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό βαθύτερο νόημα τῶν εἰκόνων καί τῆς αἰσθητικῆς μορφῆς τους ἔγκειται στό ὅτι μᾶς ὁδηγοῦν ἀπό τή σάρκωση τοῦ Λόγου στή θέωση τοῦ ἀνθρώπου καί τή μεταμορφωτική προοπτική ὁλοκλήρου τῆς Κτίσεως. Γίνονται λειτουργικοί ἀγωγοί, μέσῳ τοῦ λειτουργικοῦ σώματος 13
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν αἰωνιότητα καί διαπορθμευτές τῶν ἐσχάτων, πού γεφυρώνουν τή Στρατευόμενη μέ τή Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, καθότι δονοῦνται ἀπό μυστικούς παλμούς πνευματικῆς καί ἐσχατολογικῆς ὡραιότητος. Εἶναι προφανές ὅτι, ὁ σεβασμός καί ἡ ἀγάπη πού τρέφει ὁ ὀρθόδοξος εὐλαβής λαός μας πρός τίς ἱερές εἰκόνες τίς καθιστᾶ ἀδιάσπαστα μυσταγωγικά ἐξαρτήματα τῆς πνευματικῆς του ζωῆς καί ζωντανά ὑπομνήματα τῆς νοερᾶς προσευχῆς· τίς φέρει γιά φυλακτό ἐπάνω του, τίς ἔχει γιά προστασία στό εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ του, στό ἐργαστήριό του, στό θερμοκήπιο, στό αὐτοκίνητο, στό πλοῖο, στό δωμάτιο τῶν παιδιῶν του κι ὅταν θά ἔρθει στόν ναό νά ἐκκλησιαστεῖ ἤ νά κοινωνήσει, πρῶτα θά περάσει νά προσκυνήσει τήν εἰκόνα, νά πεῖ τόν πόνο του, νά καταθέσει τά αἰτήματά του, νά πάρει τήν εὐλογία τοῦ εἰκονιζομένου προσώπου κι ὕστερα θά προχωρήσει «μετά φόβου Θεοῦ» νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ἔτσι ὁλοκληρώνεται ὁ λειτουργικός κύκλος τῆς εἰκόνος, πού μυσταγωγεῖ τούς πιστούς στή λειτουργική καί προσευχητική τούς ζωή, καί λειτουργεῖ πάντοτε ὡς φυλακτήριο, καταφυγή, προστασία κι ἐλπίδα. Οἱ πρόγονοί μας στόν ἀλήστου μνήμης ἐκεῖνον ξεριζωμό, φεύγοντας ἀπό τίς παμπόθητες πατρογονικές τους ἑστίες, τίς εἰκόνες πῆραν μαζί τους γιά συντροφιά καί ἐλπίδα καί δέν διαψεύστηκαν· λειτούργησαν ὡς προέκταση τῆς νέας ζωῆς τους στή νέα πατρίδα καί ρίζωσαν καί κάρπισαν καί μεγαλούργησαν μέ τή χάρη τῶν εἰκονιζομένων
14
Ἁγίων, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ξεχωριστά τούτη ἡ Μητροπολιτική περιφέρεια, ὁ τόπος πού μᾶς φιλοξενεῖ σήμερα, ἔχει ἀρκετές περίπυστες εἰκόνες, θαυματουργές νά προσφέρει στή μνήμη μας καί στή ζωή μας, πού ἡ εὐλάβεια τῶν προγόνων μας ἄφησε ὡς ἱερά κειμήλια καί παρακαταθήκη ὀρθοδόξου πίστεως καί βιώματος. Ποιός δέν προσκύνησε μέ ρίγος τίς εἰκόνες τῆς Ὁδηγήτριας, τῆς Ἀμόλυντης καί τῆς Σταυρώσεως στήν Παναγία τῶν Λιθινῶν, ποιός δέν ἔκλαψε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Φανερωμένης, ποιός δέν προσευχήθηκε στήν Ἐλεοῦσα, στήν Παναγία τοῦ Βρυωμένου, στήν Καρυδιανή, στό Ἄξιόν Ἐστι, στόν Τίμιο Πρόδρομο καί τήν Δεξιοκρατοῦσα τοῦ Καψᾶ, ποιός δέν καυχᾶται γιά τήν Παναγία τήν Ἀμίαντον καί ποιός δέν κατέθεσε τόν θαυμασμό του στήν ποικιλόμορφη, ἀνεπανάληπτη σύνθεση τῆς εἰκόνος «Μέγας εἶ, Κύριε»; Ὅλες αὐτές οἱ εἰκόνες καί ἀναρίθμητες ἄλλες λειτουργοῦν μέσα μας ὡς ἀξίες ζωῆς καί μορφοποιοῦν στά ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς μας τήν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου, μεταμορφώνοντας τίς αἰσθήσεις μας, στό νά ἔχομε ἀνοιχτά τα αἰσθητήρια τῶν καρδιῶν μας στήν αἴσθηση ἑνός καινούργιου κόσμου, ἀφοῦ ἡ θεωμένη σάρκα τοῦ ἀνθρώπου ἐπεκτείνεται σέ ὁλόκληρό τό κτιστό σύμπαν, καί ἡ πραγματικότητα τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου» ὁδηγεῖ στήν πραγματικότητα τῆς «καινῆς κτίσεως» (Β΄ Κοριν. 5.17). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσα στά καταλυτικά εἰκονοκλαστικά ρεύματα τῶν καιρῶν μας ἔρχεται καί πάλι, ὅπως αἰῶνες τώρα, προβάλλοντας μέ λαμπρότητα τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καί νά ὑπομνήσει στόν σύγχρονο ἄνθρωπο τήν ἀναστήλωση τῆς δικῆς του εἰκόνος. Ἡ ὑπόμνηση ὅτι ἡ ὀρθόδοξος εἰκόνα διασώζει τήν ὀντολογική ἀλήθεια τοῦ Θεανθρώπου, παρέχει τήν μοναδική ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο νά βρεῖ τόν προορισμό του· νά πάρει μιά γεύση τοῦ οὐρανοῦ, τῆς χαρᾶς, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀναστάσεως, περνώντας μέσα ἀπό τά αἰσθητά στοιχεῖα τῆς εἰκόνος στό ὑπεραισθητό κάλλος τοῦ ἀφθάρτου καί αἰωνίου Θεοῦ.
Ἅγιες Μητέρες - Πανάγια Τέκνα Ἀποστόλου Ν. Μουρνέλη, Καθηγητοῦ Πατριαρχικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Κρήτης
Προλεγόμενα ἶναι ἀλήθεια ὅτι ἕνας ἀπό τούς βασικούς ρόλους1 τῆς γυναίκας ἦταν καί εἶναι ὁ ρόλος τῆς μητέρας. Πολλά προβλήματα τῆς ἐποχῆς θά εἶχαν ἐπιλυθεῖ καί ἄλλα τόσα θά εἶχαν ἀντιμετωπισθεῖ πολύ καλύτερα, ἐάν οἱ σύγχρονες γυναῖκες ἀνταποκρίνονταν στήν ἀποστολή τους. Ἀρκετοί ἐπιστήμονες, σύγχρονοι παιδαγωγοί ὑπογραμμίζουν ὅτι πίσω ἀπό τίς ἀνά αἰῶνες ἰσχυρές προσωπικότητες, κρυβόταν μία γυναίκα καί δή μία μητέρα. Ἀκόμα πολλοί καταξιωμένοι ἄνδρες ἔχουν ὁμολογήσει ὅτι, αὐτό πού πέτυχαν στή ζωή τους, τό ὀφείλουν στή μητέρα τους. Κατόπιν τούτων, ἄς παρακολουθήσομε μέσα ἀπό κείμενα τῆς Πατερικῆς Γραμματείας τίς προσωπικότητες τριῶν γυναικῶν, τῆς Ἀνθούσης, τῆς Ἐμμέλειας καί τῆς Νόννας, προκειμένου νά ἀρυσθοῦμε βιώματα καί μηνύματα καί νά νοηματοδοτήσομε τήν ἄδεια ζωή μας.
Ε
Ἡ Ἀνθοῦσα, μητέρα τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἀπό τήν ἐνάρετη πολιτεία της διασώζονται δύο γεγονότα. Τό πρῶτο ἀφορᾶ στήν ἀπόφαση τοῦ Ἰωάννου νά ἀποτραβηχθεῖ στήν ἔρημο καί νά μονάσει. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι εἶχε χάσει τόν ἄνδρα της Σεκοῦνδο, λίγο χρονικό διάστημα μετά τή γέννηση τοῦ παιδιοῦ της, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται. Ἄν καί ἡ ἴδια δέν εἶχε ἀντίρρηση, θεωροῦσε ὅτι δέν ἦταν τότε ἡ κατάλληλη στιγμή. Μέ περισσή ἀγάπη, μέ πόνο ψυχῆς, μέ νηφαλιότητα καί ὡριμότητα ὁμιλεῖ στό μονάκριβο παιδί της, λές καί ἐγνώριζε ψυχολογία, παιδαγωγική, κοινωνιολογία. Ὁ ἴδιος ὁ χρυσορρήμων καταθέτει τά λόγια της ὡς ἑξῆς: «Μόλις ἐκατάλαβεν αὐτήν τήν ἐπιθυμίαν ἡ μητέρα μου μ’ ἐπῆρεν ἀπό τό δεξιόν χέρι, μέ εἰσήγαγεν εἰς τό
ἰδιαίτερον δωμάτιόν της, μ’ ἔβαλε νά καθήσω δίπλα της εἰς τό κρεββάτι πού μ’ ἐγέννησε καί ἤρχισε νά κλαίει ἀπαρηγόρητα καί νά μοῦ λέγει λόγια συγκινητικότερα καί ἀπό τά δάκρυα. ‘‘Ἐγώ, παιδί μου, δέν ἀπήλαυσα πολύν καιρόν τάς ἀρετάς τοῦ πατέρα σου – αὐτό ἦτο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως μετά τήν γέννησίν σου ἠκολούθησεν ὁ θάνατός του πού ἄφησεν ἐσένα ὀρφανόν καί ἐμένα χήραν καί μοῦ ἔφερεν ὅλας τάς δυστυχίας τῆς χηρείας, τάς ὁποίας γνωρίζουν καλά μόνον ὅσαι γυναῖκες εὑρέθησαν εἰς αὐτήν τήν κατάστασιν. Δέν εἶναι δυνατόν νά παρασταθεῖ μέ λόγια ἡ βαρυχειμωνιά καί ἡ τρικυμία, εἰς τήν ὁποίαν ρίπτεται μία κόρη, πού μόλις ἐβγῆκεν ἀπό τό πατρικόν της σπίτι χωρίς νά γνωρίζει τόν κόσμον καί ἔξαφνα προσβάλλεται ἀπό πένθος ἀνυπόφορον καί ἀναγκάζεται ν’ ἀναλάβει φροντίδας ἀνωτέρας καί ἀπό τήν ἡλικίαν της καί ἀπό τήν γυναικείαν της φύσιν. Διότι νομίζω, πρέπει καί τῶν ὑπηρετῶν τήν ἀμέλειαν καί πονηρίαν νά προσέχει καί τῶν συγγενῶν τάς ἐπιβουλάς ν’ἀποκρούει καί τῶν ἐφόρων τάς ἐνοχλήσεις καί τήν σκληρότητα κατά τήν εἴσπραξη τῶν φόρων νά ὑποφέρει μέ γενναιότητα. Ὅταν δέ τύχει ν’ ἀφήσει καί παιδί ὁ μακαρίτης, ἡ κατάστασις γίνεται χειρότερα. Καί κορίτσι ἀκόμη νά εἶναι, ὑποβάλλει τήν μητέρα του εἰς μυρίας φροντίδας, μολονότι τήν ἀπαλλάσσει ἀπό τά πολλά ἔξοδα καί τόν φόβον. ἄν ὅμως εἶναι ἀγόρι, τήν πλημμυρίζει καθημερινῶς μέ μυρίους φόβους καί πολλάς φροντίδας. ἀφήνω δέ καί τά ἔξοδα εἰς τά ὁποῖα ἀναγκάζεται νά ὑποβληθεῖ διά νά τό ἀναθρέψει καί νά τό μορφώσει, ὅπως ἁρμόζει εἰς ἐλεύθερον πολίτην. Ἐμένα ὅμως δέν μ’ ἔπεισεν ὅλη αὐτή ἡ δυστυχία νά συνάψω δεύτερον γάμον καί νά φέρω ἄλλον ἄνδρα εἰς τό σπίτι τοῦ πατέρα σου. Ἐπροτίμησα νά ζῶ εἰς τήν ἀμφιβολίαν καί τήν 15
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ἀνησυχίαν καί παρέμεινα εἰς τήν σιδηρᾶν κάμινον τῆς χηρείας. Καί τό κατόρθωσα πρῶτον μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. ἔπειτα ὅμως εὕρισκα ἐξαιρετικήν ἀνακούφισιν εἰς τήν δυστυχίαν μου, καθώς ἔβλεπα διαρκῶς τήν μορφήν σου πού μοῦ διετηροῦσεν ἔμψυχον, ἀκριβῆ εἰκόνα τοῦ μακαρίτου. Διά τοῦτο ὅταν ἤσουν ἀκόμη μωρό καί δέν εἶχες μάθει ἀκόμη νά ὁμιλεῖς, εἰς τήν ἡλικίαν πού τά παιδιά δίδουν ἰδιαιτέραν χαράν εἰς τούς γονεῖς των, μοῦ ἐχάριζες πολλήν παρηγορίαν. Καί ἔπειτα ἐσύ δέν ἔχεις τό δικαίωμα νά μέ κατηγορήσεις ὅτι ναί μέν ὑπέμεινα τήν χηρείαν μέ γενναιότητα, ἀλλ’ ἐμείωσα λόγῳ τῶν ἀναγκῶν τῆς χηρείας τήν περιουσίαν σου, πρᾶγμα πού συνέβη, ὅπως ξεύρω, εἰς πολλά ὀρφανά. Ἐγώ καί τήν πατρικήν σου περιουσίαν διεφύλαξα ἀκεραίαν καί ὅσα ἐχρειάζοντο διά τήν προκοπήν σου δέν παρέλειψα νά τά ἐξοδεύσω, χρησιμοποιοῦσα τήν περιουσίαν πού ἔφερα ὡς προῖκα ἀπό τό πατρικόν μου σπίτι. Μή νομίσεις ὅμως ὅτι σοῦ λέγω τώρα αὐτά τά πράγματα διά νά σέ προσβάλλω, ὄχι. σοῦ τά λέγω διά νά σοῦ ζητήσω, δι’ ὅλα ὅσα ἔκαμα, μίαν χάριν. νά μή μ’ἀφήσεις χήραν διά δευτέραν φοράν. νά μή μοῦ ἀνάψεις πάλιν τό πένθος πού τώρα πλέον ἔχει ἀποκοιμηθεῖ. Περίμενε πρῶτα τόν θάνατόν μου - ἴσως ἔπειτα ἀπό ὀλίγον καιρόν ν’ ἀποθάνω. Οἱ νέοι ἔχουν τήν ἐλπίδα νά φθάσουν εἰς βαθύ γῆρας, ἡμεῖς ὅμως οἱ γηρασμένοι δέν περιμένομεν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τόν θάνατον. Ὅταν λοιπόν μέ παραδώσεις εἰς τήν γῆν καί ἀνακατεύσεις τά ὀστά μου μέ τοῦ πατέρα σου, τότε πήγαινε ὅπου θέλεις καί ταξίδευσε εἰς ὅποιαν θάλασσαν θέλεις. τότε δέν θά σ’ ἐμποδίσει κανείς. Ἕως ὅτου ὅμως ἀναπνέω, κάμε ὑπομονήν νά μείνεις μαζί μου, καί μή ἀντιστρατευθεῖς εἰς τόν Θεόν χωρίς λόγον, ρίπτων εἰς τόσην δυστυχίαν ἐμέ πού δέν σοῦ ἔπταισα εἰς τίποτε’’2». Τό δεύτερο γεγονός σχετίζεται μέ τήν μή ἐπιλογή δεύτερου συζύγου ἐκ μέρους τῆς Ἀνθούσης, ἄν καί ἔχασε τόν ἄνδρα της πολύ γρήγορα μετά τό γάμο της καί ἡ ἴδια ἦταν μόλις εἴκοσι ἐτῶν μέ ἕνα μωρό ἀπροστάτευτο. Ὁ φωστήρ τῆς Ἀντιοχείας σέ λόγο του μέ ἀφορμή τή χηρεία διασώζει τό θαυμασμό τῶν εἰδωλολατρῶν διδασκάλων ἀπέναντι στή μητέρα του. «Πράγματι λοιπόν κάποτε, ὅταν 16
ἀκόμη ἤμουν νέος, συνέβηκε νά δῶ τό δάσκαλό μου (ἦταν ἐκεῖνος ὁ πιό φανατικός εἰδωλολάτρης ἀπό ὅλους τούς ἄνδρες) νά θαυμάζει, παρουσία πολλῶν τή μητέρα μου. Ἐρώτησε τότε, ὅπως συνήθιζε, αὐτούς πού κάθονταν κοντά του, ποῖος ἤμουν ἐγώ, καί κάποιος τοῦ εἶπε, ὅτι εἶμαι τέκνο χήρας γυναίκας· στή συνέχεια πληροφορήθηκε ἀπό μένα καί τήν ἡλικία τῆς μητέρας μου καί τό χρόνο τῆς χηρείας της. Ὅταν λοιπόν τοῦ εἶπα, ὅτι εἶναι σαράντα ἐτῶν καί ἔχει εἴκοσι καί πλέον ἔτη ἀπό τότε πού ἔχασε τόν πατέρα μου, ἔμεινε κατάπληκτος, φώναζε δυνατά, καί στρεφόμενος πρός τούς παραβρισκομένους ἐκεῖ, εἶπε. ‘‘Πώ, πώ! Κοιτᾶξτε τί γυναῖκες ὑπάρχουν μεταξύ τῶν Χριστιανῶν!’’ Τόσο πολύ λοιπόν τό πράγμα αὐτό θαυμάζεται καί ἐπαινεῖται, ὄχι μόνον ἀπό μᾶς τούς πιστούς, ἀλλά καί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες»3. Ἡ Ἐμμέλεια, μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Ἡ ἁγία αὐτή γυναίκα ἔπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν της. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειάς της ἀφιέρωσαν τή ζωή τους στό νυμφίο Χριστό καί ὑπηρέτησαν εὐσυνειδήτως τήν Ἐκκλησία του. Μέ τό σύζυγό της Βασίλειο, πού ἦταν καθηγητής ρητορικῆς, ἀπέκτησαν ἐννέα παιδιά. Τό γνωστό σέ ὅλους Μέγα Βασίλειο, ἐπίσκοπο Καισαρείας, τό Γρηγόριο ἐπίσκοπο Νύσσης, τόν Πέτρο ἐπίσκοπο Σεβαστείας, τό Ναυκράτιο καί τή Μακρίνα πού ἐπέλεξαν τή ζωή τῆς ἀσκήσεως, τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τά λοιπά τρία κορίτσια δέν μνημονεύονται ὀνομαστί. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφερόμενος στήν καλλιτεχνία τῆς οἰκογενείας λέγει τά παρακάτω: «Τό νά γίνουν ἕνα ἤ καί δύο παιδιά ἄξια ἐπαίνου ἠμπορεῖ νά τό ἀποδώσει κανείς καί εἰς τήν φύσιν· ἡ τελειότης ὅμως πού ἐξηπλώθη εἰς ὅλα εἶναι σαφές ἐγκώμιον ἐκείνων πού τήν ἐπραγματοποίησαν. Τό δηλώνει ὁ μακαριστός ἀριθμός τῶν ἱερέων καί τῶν μοναχῶν, καθώς καί τῶν ἐγγάμων, πού δέν ὑπεχρεώθησαν νά ὑποστοῦν κάποιαν βλάβην ἀπό τήν συζυγίαν, ὥστε νά μή εὐδοκιμήσουν ἐξ ἴσου εἰς τήν ἀρετήν, ἀλλά πού ἔκαμαν τά πράγματα αὐτά περισσότερον προτιμήσεις διαφορετικῶν βίων παρά τοῦ τρόπου ζωῆς. Ποῖος δέν ἐγνώ-
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ριζε τόν πατέρα του Βασίλειον, ὄνομα μεγάλο εἰς ὅλους, πού ἔτυχε τῆς πατρικῆς εὐχῆς περισσότερον ἀπό τόν καθένα, ἐάν ὄχι μόνος ἀπό ὅλους. Τούς νικᾷ ὅλους εἰς τήν ἀρετήν καί μόνον ἀπό τό παιδί του ἐμποδίζεται νά ἔχει τό πρωτεῖον τῆς ἀρετῆς. Ποῖος ἀγνοεῖ τήν Ἐμμελείαν πού ὠνομάσθη προκαταβολικά δι’ ὅ,τι ἔγινεν ἤ πού ἔγινεν αὐτό διά τό ὁποῖον εἶχεν ὀνομασθεῖ. Ἀληθινά ἔφερε τῆς Ἐμμελείας (δηλ. τῆς κοσμιότητος) τό ὄνομα, πού ἀνεδείχθη μεταξύ τῶν γυναικῶν, ἄν πρέπει νά ἐκφρασθῶ μέ συντομίαν»4. Ὁ Μέγας Βασίλειος συγκρίνοντας τούς πόνους τῆς ζωῆς θεωρεῖ ὡς μεγαλύτερο τήν κοίμηση τῆς μητρός του. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν Εὐσέβιον σημειώνει: «Τάς ἀλληλεπαλλήλους μέν νόσους καί τήν βαρύτητα τοῦ χειμῶνος καί τήν πίεσιν τῶν ἀσχολιῶν, τάς παραλείπω, διότι εἶναι γνώριμα πράγματα καί ἔχουν ἀναφερθεῖ προηγουμένως εἰς τήν τελειότητά σου. Τώρα δέ καί ἐκείνην τήν μοναδικήν παραμυθίαν πού εἶχα εἰς τόν βίον μου, τήν μητέρα, τήν ἔχασα καί αὐτήν διά τάς ἁμαρτίας μου. Καί μή γελάσεις εἰς βάρος μου πού κλαίω τήν ὀρφανίαν εἰς τοιαύτην ἡλικίαν. ἀλλά νά μέ συγχωρήσεις πού δέν ἔχω τήν δύναμιν νά ὑποφέρω εὔκολα τόν χωρισμόν μιᾶς ψυχῆς, πού δέν βλέπω τίποτε ἀντάξιον μεταξύ αὐτῶν πού ἔμειναν ἐδῶ»5. Ὅμως ἡ ἁγία βιοτή τῆς Ἐμμέλειας δέν ἐξαντλεῖται ἐδῶ. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ συμπεριφορά της στήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν καί δή τῆς κόρης της Μακρίνας. «Ἡ μητέρα ἐνδιαφερόταν νά μορφώσει τήν κόρη της, ὅχι ὅμως στήν ἐξωτερική αὐτήν καί ἐγκύκλια μόρφωση, πού συνήθως παίρνουν οἱ πρῶτες ἡλικίες τῶν μαθητῶν μέσῳ τῶν ποιημάτων. Θεωροῦσε πώς ἦταν ντροπή καί τελείως ἀπρεπές νά διδάσκεται μία ἁπαλή κι εὔπλαστη ὕπαρξη ἤ τά τραγικά πάθη ὅσα ἔδωσαν τήν ἀφορμή καί τά θέματα στούς ποιητές ἤ τίς κωμικές ἀσχημοσύνες ἤ τίς ντροπές τῶν δεινῶν τῆς Τροίας καί νά καταμολύνεται κατά κάποιο τρόπο μέ τίς πιό ἄσεμνες ἱστορίες γιά γυναῖκες. Ἀλλά ὅσα ἀπό τίς θεόπνευστες Γραφές φαίνονται στίς πρῶτες ἡλικίες πιό εὔληπτα, αὐτά ἦταν τά μαθήματα γιά τό κορίτσι καί κυρίως ἡ Σοφία τοῦ Σολομώντα, κι ἀπό αὐτήν πιό πολύ ὅσα συντελοῦσαν στήν ἠθική μας ζωή.
Ἀλλά κι ἀπό τά μέρη τῶν Ψαλμῶν δέν ἀγνοοῦσε νά ψάλλει καθένα μέρος στήν κατάλληλη ὥρα. Ὅταν σηκωνόταν ἀπό τό κρεβάτι, ὅταν ἦταν ἀπασχολημένη μέ σπουδαῖα ζητήματα, ὅταν ἀναπαυόταν, ὅταν δεχόταν τροφή ἤ σηκωνόταν γιά νά προσευχηθεῖ, παντοῦ εἶχε τήν ψαλμωδία σάν μιά σύντροφο καλή πού δέν τήν ἐγκατέλειπε ποτέ»6. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ στάση της τόσο στήν ἐπιλογή ἀπό τό Ναυκράτιο τοῦ μοναχικοῦ βίου, ὅσο καί στήν ἀναγγελία τοῦ αἰφνιδίου θανάτου του. «Ὁ δεύτερος μετά τό Μέγα Βασίλειο ἀπό τούς τέσσερες ἀδελφούς μας, ὀνομαζόταν Ναυκράτιος, ξεχώριζε ἀπό τούς ἄλλους ὡς πρός τή δωρεά τῆς φύσης καί στήν ὀμορφιά καί στή δύναμη τοῦ σώματος καί στήν ἐπιτηδειότητα στό καθετί. Ὅταν ἦταν εἴκοσι δύο χρόνων… ἔφυγε γιά τή μοναχική καί χωρίς ἀτομική περιουσία ζωή. δέν πῆρε τίποτε μαζί του, ἀλλά μόνο τόν ἑαυτό του. Τόν ἀκολουθοῦσε κάποιος ἀπό τούς ὑπηρέτες μας πού λεγόταν Χρυσάφιος κι ἐπειδή ἦταν φίλος του κι ἐπειδή εἶχαν κάνει τήν ἴδια ἐκλογή βίου. Ζοῦσε λοιπόν μόνος του, ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε σέ μιά γωνιά κοντά στόν Ἶρι. ὁ Ἶρις εἶναι ἕνα ποτάμι πού διασχίζει στή μέση τόν Πόντο… Εἶχε ξεφύγει τούς θορύβους τῆς πόλης καί ἀπό τίς στρατιωτικές ἀσχολίες καί τή ρητορική τῶν δικαστηρίων. Καί ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκε ἀπό ὅλα ὅσα ζαλίζουν μέ τόν κρότο τους τήν ἀνθρώπινη ζωή, ὑπηρετοῦσε προσωπικά ὁ ἴδιος κάποιους 17
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
γέροντες πού τούς ταλαιπωροῦσε ἡ φτώχεια καί ἡ ἀρρώστια, ἀφοῦ ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νά βάλει σκοπό τῆς ζωῆς του αὐτή τήν ἀσχολία. Κυνηγοῦσε λοιπόν κι ἔπιανε ψάρια ὁ εὐλογημένος καί ἐπειδή ἦταν ἐξαίρετος γιά κάθε κυνηγετική ἐπινόηση ἐξασφάλιζε μέ τό κυνήγι στούς γέροντες τήν τροφή τους καί συνάμα καταδάμαζε τή νεότητά του μέ τους κόπους αὐτούς… Ἦταν τό πέμπτο ἔτος πού ζοῦσε φιλοσοφώντας μέ τόν τρόπο αὐτόν καί μέ τή ζωή του ἔκανε ἄξια γιά καλοτύχισμα τή μητέρα, τόσο γιατί καταστόλιζε τή ζωή του μέ τή σωφροσύνη, ὅσο καί γιατί ἔβαλε ὅλη τή δύναμή του γιά νά ἐκτελεῖ τό θέλημα τῆς μητέρας. Καί νά ἕνα βαρύ καί τραγικό χτύπημα ἀπό τήν ἐπιβουλή, φαντάζομαι, τοῦ ἐχθροῦ μας συμβαίνει στή μητέρα, πού ἔφτασε νά ρίξει στή συμφορά καί τό πένθος ὅλη τή γενιά μας. Ἀναρπάζεται ξαφνικά ἀπό τή ζωή ὁ Ναυκράτιος. δέν μᾶς ἔκανε μιά ἀρρώστια πού προηγήθηκε νά ὑποψιαστοῦμε τί θά συνέβαινε οὔτε μιά συνηθισμένη καί γνωστή αἰτία προκάλεσε τό θάνατο τοῦ νέου. Ἀλλά ἐνῶ εἶχε βγεῖ γιά κυνήγι, μέ τό ὁποῖο εὕρισκε τά ἀπαραίτητα γι’ αὐτούς πού γηροκομοῦσε, τόν φέρουν νεκρό στό σπίτι του, καί αὐτόν καί τό σύντροφο τῆς ζωῆς του Χρυσάφιο. Ἀπό τά διατρέξαντα ἦταν ἡ μητέρα μακριά. βρισκόταν σέ ἀπόσταση τριῶν ἡμερῶν ἀπό τή συμφορά. Ἔρχεται κάποιος σ’ αὐτήν καί τῆς ἔφερε τό μήνυμα. Ἦταν τέλεια σέ κάθε ἀρετή, ἀλλά ἦταν ἄνθρωπος κι αὐτή, ὅπως οἱ ἄλλοι. Τσάκισε ἡ ψυχή της καί τῆς ἔλειψε ἀμέσως πνοή καί μιλιά, ἔχασε τά λογικά της μπροστά στή συμφορά καί ἔπεσε μόλις δέχτηκε τό κακό ἄκουσμα συγκλονισμένη ἀπό τό ἀπροσδόκητο χτύπημα σάν 18
ἕνας γενναῖος ἀθλητής… Δέν παρασύρθηκε λοιπόν ἡ μητέρα ἀπό τό πάθημα οὔτε ἔκανε κάτι ταπεινό καί γυναικεῖο, ὥστε νά βάλει τίς φωνές γιά τό κακό, νά σκίσει τά ροῦχα της ἤ νά θρηνήσει τή συμφορά ἤ νά σηκώσει θρήνους μέ θλιβερά μοιρολόγια. Ἀλλά ἔμεινε ἥσυχη καί καρτερική κι ἀπέκρουε τίς παρορμήσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσης μέ τούς λογισμούς τούς δικούς της»7. Ἀκόμα μετά τήν ἀνατροφή, μόρφωση καί ἀποκατάσταση τῶν παιδιῶν της, ἡ Ἐμμέλεια ἀκολούθησε τόν μονήρη βίο, δίπλα στήν κόρη της Μακρίνα. Μάνα καί θυγατέρα διέπρεψαν στήν ἄσκηση. «Γιατί δέν παρατηροῦνταν σ’ αὐτές θυμός, φθόνος, μίσος, ὑπεροψία, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο. ἡ ἐπιθυμία τῶν μάταιων πραγμάτων, τῆς τιμῆς καί τῆς δόξας, τῆς ἔπαρσης καί τῆς ὑπερηφάνειας καί ὅλων τῶν παρόμοιων εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ. Τρυφή τους ἦταν ἡ ἐγκράτεια καί δόξα τους νά μένουν ἄγνωστες, πλοῦτος τους ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ ἀποτίναξη ἀπό τό σῶμα σάν νά ἦταν σκόνη κάθε ὑλικοῦ περιουσιακοῦ στοιχείου. Ἔργο τους δέν ἦταν τίποτε ἀπό ὅσα ἐπιδιώκονται στή ζωή αὐτή, αὐτά τά εἶχαν γιά πάρεργο, ἀλλά μόνο ἡ μελέτη τῶν θείων, ἡ χωρίς διάλειμμα προσευχή, ἡ ἀσταμάτητη ὑμνωδία πού ἐκτεινόταν ἐξίσου σ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ χρόνου τους, τή νύχτα καί τή μέρα, ὥστε νά εἶναι αὐτό καί τό ἔργο τους καί ἡ ἀνάπαυσή τους ἀπό τό ἔργο… Ἡ ζωή αὐτή κρατοῦσε πολύ χρόνο καί μαζί μέ τό χρόνο αὐξάνονταν καί τά κατορθώματά τους, προκόβοντας ὁλοένα στήν πνευματικότητα μέ προσθῆκες τῶν ἀγαθῶν πού πετύχαιναν»8. Ἡ μνήμη της τιμᾶται στίς 29 Μαΐου ἑκάστου ἔτους. Ἡ Νόννα, μητέρα τοῦ Γρηγορίου θεολόγου Γιά τή Νόννα ἔχομε ἀρκετές πληροφορίες ἀπό τό γιό της Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος σέ διάφορα ἔργα του ἐγκωμιάζει τή μάνα του, ἀναγνωρίζοντας σ’αὐτήν τήν ἐπιστροφή τοῦ πατέρα του9 στήν ὀρθή πίστη, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στήν αἵρεση τῶν Ὑψισταρίων. Αὐτή ἦταν ἕνα κράμα ἀπό Ἰουδαϊκά, ἐθνικά, θρησκευτικά στοιχεῖα καί ἡ λατρεία τοῦ ὕψιστου Θεοῦ συνδυαζόταν μέ τή λατρεία τοῦ πυρός10. Ἀκόμα ὁ ἴδιος θεωρεῖ ὅτι τόσον ἐκεῖνος ὅσον καί τά ἀδέλφια του ἐγεννήθησαν κα-
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
τόπιν θερμῆς προσευχῆς τῆς Νόννας, ἀφοῦ οἱ γονεῖς τους ἀπέκτησαν σέ προχωρημένη ἡλικία, κατά σειρά τή Γοργονία, τό Γρηγόριο καί τό Καισάριο. Γι’ αὐτό τό λόγο παρομοιάζει τούς γονεῖς του μέ τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρρα. Στό ΞΗ΄ ἐπιτάφιο ποίημά του λέγει: «Σοφή ἡ Σάρρα καί τιμοῦσε τόν ἄντρα της. ἀλλά σύ, μητέρα, πρῶτα χριστιανό, ἔπειτα ἄξιο ἱερέα τόν καλό σου σύζυγο ἔκανες πού ἦταν μακριά ἀπ’ τό φῶς. Σάν τήν Ἄννα, γέννησες μέ τάξιμο τόν ἀγαπητό σου γιό καί τόν παρέδωσες στό ναό, τοῦ Σαμουήλ καθαρό ὑπηρέτη. Ἡ ἄλλη δέχτηκε στήν ἀγκαλιά τό Χριστό τό μεγάλο. Ἡ Νόννα πέτυχε τή δόξα καί τῶν δυό. Καί στό τέλος, καθώς προσευχόταν στό ναό, κατέθεσε τό σῶμα της»11. Σέ ἕνα ἄλλο ποίημα σημειώνει: «Ἀπό πατέρα θεϊκό γεννήθηκα κι ὄχι ἀπό ἀσήμαντη μάνα. Ἡ προσευχή της μ’ ἔφερε στό φῶς. Προσευχήθηκε, καί βρέφος μ’ ἀφιέρωσε στό Θεό. κι ἀθανασίας θερμόν ἔρωτα μοῦ στάλαξε τό νυχτερινό ὅραμα»12. Σέ ἐπιτάφιο λόγο πρός τήν ἀδελφή του Γοργονία, ἡ ὁποία ἐκοιμήθη μετά τόν Καισάριο, ὁμιλεῖ γιά τούς γονεῖς του λέγοντας τά ἑξῆς: «Ἰδικός της εἶναι μέ τήν προσευχήν καί τήν καθοδήγησιν της ὁ καλός ὁ ποιμήν. ἀπό αὐτήν προῆλθεν ὁ τύπος ἐκείνου πού ποιμαίνεται καλῶς. Ἰδική του εἶναι ἡ γνησία διαφυγή ἀπό τά εἴδωλα καί ἡ φυγάδευσις ἔπειτα τῶν δαιμόνων. ἐκείνη πάλι δέν συνέφαγε ποτέ μέ εἰδωλολάτρας. Ἦταν μία συζυγία πού ἐμοιράζετο τήν ἰδίαν τιμήν, τό ἴδιο φρόνημα, τήν ἰδίαν ψυχήν, συζυγία τῆς σαρκός ὅσον καί συζυγία πρός ἀρετήν καί οἰκείωσιν τοῦ Θεοῦ. Συνηγωνίζοντο μεταξύ των ἐξ ἴσου εἰς τό μῆκος τῆς ζωῆς καί τά γηρατειά, καθώς ἐπίσης εἰς τήν φρόνησιν καί τήν λάμψιν. ὑπερέβαλλαν ὅλους τούς ἄλλους. Ὀλίγον τούς κατεῖχεν ἡ σάρκα, τούς ἐκυβέρνα τό πνεῦμα καί πρίν ἀπό τόν θάνατον πού τούς ἐχώρισε. Δέν ἐνδιεφέρετο διά τόν κόσμον αὐτόν ἀλλά διά τόν ἄλλον. Ἐπεριφρονοῦσαν τόν πρῶτον καί ἔδιδαν τήν προτίμησίν των εἰς τόν δεύτερον. Ἀπέρριπταν τόν γήϊνον πλοῦτον, ἐπλουτοῦσαν ὅμως ἀπό τό ἐκλεκτόν ἐμπόρευμα. Ἀπέκρουαν τά ἐδῶ καί ἔκαναν τήν ἀγορά τῶν ἐκεῖ… Ἕνα ἀκόμη θά προσθέσω εἰς τούς λόγους μου δι’ αὐτούς. ἀντιστοίχησαν καλά καί δίκαια εἰς τά δύο γένη, ἐκεῖνος εἶναι κόσμημα τῶν ἀνδρῶν καί ἐκεί-
νη τῶν γυναικῶν καί ὄχι μόνον κόσμημα, ἀλλά καί ὑπόδειγμα ἀρετῆς»13. Σέ ἐπιτάφιο λόγο του πρός τόν ἀδελφό του Καισάριο, ὁ ὁποῖος ἐξεδήμησε πρῶτος, ἐπαινεῖ καί πάλι τούς γονεῖς καί ἰδιαιτέρως τή μητέρα του ὀνομάζοντάς την «ἅγιον φύραμα». «Ἡ μητέρα ἀπό παλαιά ἦταν ἀφιερωμένη ἀπό τούς προγόνους εἰς τόν Θεόν, καί ἐκρατοῦσε τήν εὐσέβειαν ἀναπαλλοτρίωτον, ὄχι διά τόν ἑαυτόν της μόνον ἀλλά καί διά τούς ἀπογόνους της. Ἀληθινή ζύμη ἁγία ἀπό ἅγιον προζύμι – πού τήν ἔκαμε τόσον ν’ αὐξηθεῖ καί νά περισσέψει… Φιλότεκνοι καί οἱ δύο καί φιλόχριστοι, πρᾶγμα παράδοξον, ἤ καλύτερα περισσότερον φιλόχριστοι ἀπό ὅ,τι φιλότεκνοι, ἀφοῦ καί ἀπό τά τέκνα τους μίαν ἀπόλαυσιν ἐπερίμεναν, νά ἔχουν τά γνωρίσματα καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί μίαν ἐθεωροῦσαν ὡς προϋπόθεσιν τῆς καλλιτεκνίας, τήν ἀρετήν καί τήν οἰκείωσιν τοῦ καλυτέρου. Εὐσπλαχνικοί, συμπονετικοί, ἔσωζαν, ἥρπαζαν ἀπό τήν φθοράν καί τούς ληστάς καί τόν κοσμοκράτορα καί προητοιμάζοντο ἀπό τήν γῆν τῆς ἐξορίας διά τήν πατρίδα, θησαυρίζοντας διά τά παιδιά τους τήν οὐρανίαν λαμπρότητά τους, ὡσάν τήν πολυτιμοτέραν κληρονομίαν. Διά τοῦτο καί ἔφθασαν εἰς εὐτυχισμένα γεράματα, ἴδια τιμημένοι καί διά τήν ἀρετήν καί τήν ἡλικίαν καί γεμᾶτοι ἀπό τάς ἡμέρας πού παραμένουν καί ἀπό αὐτάς πού περνοῦν»14. Μετά τήν ἀναφορά του αὐτή, ἐπεκτείνει τό λόγο του πρός τή μητέρα παρουσιάζοντας ὁρισμένες πτυχές τῆς ζωῆς της. Μία ἀπό αὐτές ἀφορᾶ τή φιλαδελφία της πρός ὅλους ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, πράξη πού προέτρεπε τά παιδιά της νά τήν μιμηθοῦν. «Ἡ ἑστία της ἦταν κοινόν καταφύγιον δι’ὅλους τούς ἐξ αἵματος συγγενεῖς. Ἡ περιουσία της ἦταν δι’ ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη, ἦταν κοινή δι’ ὅλους ὄχι ὀλιγώτερον ἀπό ὅτι ἦταν διά τόν καθένα ἡ ἰδική του. Ἐσκόρπισεν, ἔδωσε εἰς τούς πτωχούς καί διά τήν σταθεράν καί ἀληθινωτάτην ἐπαγγελίαν πολλά ἀποθήκευσεν εἰς τούς ἐκεῖ ληνούς, συχνά καί εἰς τό πρόσωπον πολλῶν εὐεργετηθέντων ὑπεδέχθη τόν Χριστόν. Καί τό ὡραιότατον εἰς αὐτήν. δέν ἔθετε ποτέ τήν ἐμφάνισιν ἐπάνω ἀπό τήν ἀλήθειαν. εἰς τά κρυφά ἐκαλλιεργοῦσε ὀρθά τήν εὐσέβειαν πρός χάριν ἐκείνου πού βλέπει τά κρυπτά. Ἥρπασε τά 19
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
πάντα ἀπό τά χέρια τοῦ κοσμοκράτορος, μετέφερε τά πάντα εἰς τάς ἀσφαλεῖς ἀποθήκας, τίποτε δέν ἄφησεν εἰς τήν γῆν ἐκτός ἀπό τό σῶμα της. Ὅλων μετέβαλε τάς πρός τά ἐκεῖ ἐλπίδας. εἰς τά παιδιά της ἐκληρονόμησε ἕνα πλοῦτον. νά τήν μιμηθοῦν καί τήν φιλοτιμίαν των διά τοῦτο»15. Ἀναφορικά μέ τό θέμα τοῦ καλλωπισμοῦ, στό ὁποῖο πολλές φορές ἀποτελεῖ ἀφορμή γιά ἐκτροπή ἀπό τήν πίστη, ἡ μάνα τοῦ Γρηγορίου εἶχε τήν παρακάτω στάση: «Ἐκείνην δηλαδή δέν τήν ἐστόλισεν χρυσός δουλεμένος μέ τέχνην πρός ἀπόκτησιν ὡραιότητος οὔτε ξανθαί πλοκαμίδες μισοδιακρινόμεναι καί μισοκρυμμέναι καί βόστρυχοι ἑλικοειδεῖς καί ἄσεμνα τεχνάσματα ὅσων φτιάχνουν διά τό θέατρον τήν σεμνήν κεφαλήν. Οὔτε τήν ἐστόλισεν φόρεμα διάφανον καί πολυτελές πού κυματίζει εἰς τό σῶμα οὔτε λαμπροί λίθοι γεμᾶτοι χάριν πού χρωματίζουν τόν γύρω ἀέρα καί περιλάμπουν τάς μορφάς. Μήτε τά τεχνάσματα καί τά παραπλανήματα τῶν ζωγράφων καί ἡ φθηνή ὀμορφιά, ὁ πλάστης ἀπό τήν γῆν κάτω πού ἀντιδημιουργεῖ καί πού ἐξαφανίζει τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ μέ τά ἐπίβουλα χρώματά του καί προσβάλλει μέ τήν τιμήν πού προσφέρει καί ἐκθέτει ἐμπρός εἰς λάγνα μάτια τήν θείαν μορφήν ὡς εἴδωλον πορνικόν, γιά νά κλέψει ἡ νόθος ὀμορφιά τήν φυσικήν εἰκόνα, πού προορίζεται διά τόν Θεόν καί τόν μελλοντικόν αἰῶνα. Ἀλλά ἐνῷ ἐγνώριζε τά πολλά καί ποικίλα ἐξωτερικά στολίδια τῶν γυναικῶν, δέν ἐθεώρησε τίποτε πολυτιμότερον ἀπό τόν τρόπον της καί τόν ἐσωτερικόν στολισμόν»16. Σχετικά μέ τόν πνευματικό ἀγώνα ἡ Νόννα χαρακτηρίζεται ἀνδρεία, ἄν καί δέν ἦταν ἄνδρας. Ὁ Γρηγόριος δίδει τήν ἑξῆς μαρτυρία: «Οὔτε πάλι κατεπολέμησε τό σῶμα μέ τάς νηστείας μόνον ἐνῷ ἄφησεν εἰς κάποιον ἄλλον τό φάρμακον τοῦ ξαπλώματος εἰς τήν γῆν. Οὔτε πού ἐχρησιμοποίησε μέν τό βοήθημα τοῦτο, τό μέτρον ὅμως πού ἔβαλεν εἰς τόν ὕπνον της ἦτο κατώτερον ἀπό ὅ,τι διά κάποιον ἄλλον. Οὔτε πάλι πού ἐνομοθέτησε τόν ὕπνον της ὡς νά ἦταν ἀσώματος. ἐπλάγιασεν ὅμως ἐκείνη εἰς τήν γῆν τήν ὥραν πού ἄλλοι ἐστέκοντο μέ ὀρθόν σῶμα εἰς τήν ὀλονυκτίαν, πού εἶναι ἀγώνισμα διά πνευματικούς ἄνδρας. Ἤ ὄχι μόνον ἀπό γυναῖκας ἀλλά καί ἀπό ἄνδρας 20
πολύ δυνατούς ἀνεδείχθη πιό ἀνδρική εἰς τοῦτο, ἀλλά καί εἰς τήν φρόνιμον ἔντασιν τῆς ψαλμωδίας ἤ εἰς τήν μελέτην τῶν θεϊκῶν λόγων ἤ τήν ἑρμηνείαν ἤ τήν ἀνάγνωσίν τους εἰς τήν κατάλληλον στιγμήν ἤ εἰς τήν κλίσιν τῶν σκελετωμένων γονάτων πού φαίνονται ὡς κολλημένα εἰς τό ἔδαφος ἤ εἰς τό δάκρυ πού καθαρίζει τήν ἀκαθαρσίαν μέ συντριβήν τῆς καρδίας καί πνεῦμα ταπεινόν καί εἰς προσευχήν πού μεταφέρει εἰς τά ἄνω καί εἰς νοῦν σταθερόν καί μεταρσιωμένων. Εἰς αὐτά ὅλα ἤ εἰς κάτι ἀπό αὐτά ποῖος ἄνδρας ἤ γυναῖκα ἠμπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι τήν ἔχει ξεπεράσει;»17. Πλήν τούτων ἡ μητέρα τοῦ Γρηγορίου ἦταν καί διακόνισσα στό Ναό. Ὁ σεβασμός της ἔναντι τῶν τελουμένων στόν ἱερό αὐτό χῶρο ἦταν δεδομένος. Ὁ μύστης τῆς θεολογίας λέγει, ὅτι «ποτέ δεν εἶδε τίς πλάτες σου ἡ τράπεζα τῆς θυσίας, οὔτε ἀπ’ τό στόμα σου βγῆκε ἄπρεπος λόγος»18, γιά νά δείξει τήν κόσμια συμπεριφορά τῆς Νόννας. Μάλιστα κάποτε πού ἀντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ὑγείας πλημμυρίζοντας μέ διάκρυα τό θυσιαστήριο ἔλαβε τήν ἴαση τῆς ἀσθένειάς της. «Τί ἔκαμε λοιπόν ἡ μεγάλη ψυχή καί ἀξία τῶν πολύ – πολύ μεγάλων καί ποία ἦταν ἡ θεραπεία τοῦ παθήματος; Ἐδῶ πλέον εὑρισκόμεθα εἰς τό ἀπόρρητον. Ἀφοῦ ἀπεγοητεύθη ἀπό ὅλους τούς ἄλλους, καταφεύγει εἰς τόν ἰατρόν τῶν ὅλων καί ἀφοῦ ἐφύλαξε νά ἔλθει ἡ ἀκατάλληλος ὥρα τῆς νυκτός, εἰς μίαν παροδικήν ὑποχώρησιν τῆς νόσου της, προσπίπτει μέ πίστιν εἰς τό θυσιαστήριον καί ἀνακαλοῦσα τόν τιμώμενον ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου μέ φωνήν μεγάλην καί μέ ὅλας τάς ἐπικλήσεις, ἀφοῦ τοῦ ὑπενθύμισεν ὅλας τάς δυνάμεις πού εἶχε κάμει ἕως τότε - ἦταν ἐκείνη σοφή καί εἰς τά παλαιά καί εἰς τά νέα – εἰς τό τέλος διαπράττει ἀναίσχυντα μίαν καλήν ἀναισχυντίαν, μιμεῖται τήν γυναῖκα πού μέ τό ἄγγισμα τοῦ κρασπέδου τοῦ Χριστοῦ ἐσταμάτησε τήν ροήν τοῦ αἵματός της. Καί τί κάμνει; Ἀποθέτει τήν κεφαλήν της εἰς τό θυσιαστήριον μέ τάς ἰδίας φωνάς καί μέ ἄφθονα δάκρυα βρέχουσα τοῦτο, ὅπως παλαιότερα κάποτε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, ἀπειλοῦσεν ὅτι δέν θά σταματήσει ἄν δέν λάβει τήν ὑγείαν της. Ἔπειτα μέ τόν ἰδικόν της αὐτό φάρμακον -τά δάκρυα– ἀλείφουσα ὁλόκληρον τό σῶμα της καί ἄν κάπου κάτι ἀπό τό τίμιον σῶμα καί αἷμα
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
τῆς εὐχαριστίας τό χέρι της ἐθησαύρισε, τοῦτο ἀναμιγνύουσα μέ τά δάκρυά της, ὤ θαῦμα, φεύγει καί ἠσθάνθη εὐθύς τήν σωτηρίαν ἐλαφρά εἰς τό σῶμα καί τήν ψυχήν καί τόν νοῦν, ἔλαβεν ὅ,τι ἤλπιζε καί ὡς μισθόν τῆς ἐλπίδος της καί μέ τήν εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς κερδίζουσα τήν εὐρωστίαν τοῦ σώματος»19. Γιά νά μή φανεῖ ψευδές τό γεγονός αὐτό ἤ φλυαρία ὁ Γρηγόριος λέγει, ὅτι τό ἀποσιώπησε ἐνόσῳ ζοῦσε ἡ μητέρα του καί τό ἀπεκάλυψε μετά τό θάνατό της γιά νά ὠφεληθοῦν πιστοί καί ἄπιστοι. Καρποί τῆς ἔνθερμης προσευχῆς τῆς Νόννας ὑπῆρξαν καί ἄλλοι. Ὁ Γρηγόριος στόν ἐπιτάφιο λόγο πρός τόν πατέρα του λέγει ὅτι, ὅταν ὑπέφερε ἀπό μία σοβαρή νόσο καί οἱ ἰατροί ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν ἀλλά δεν ὑπῆρχε βελτίωση, ἡ μητέρα του συντόνιζε τήν ὁλονύκτια προσευχή ὑπέρ τοῦ ἀνδρός της πού μόλις ἀνέπνεε κοφτά20. Τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μία δύναμις τόν σήκωσε ἀπό τό κρεββάτι τοῦ πόνου καί συμμετεῖχε ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις του στά τελούμενα. Ἀφοῦ εὐλόγησε τό λαό ὡς ποιμένας του, ἀνακλίθηκε καί πάλι στό κρεββάτι, ἔλαβε λίγη τροφή, ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε τόσο, ὥστε τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ νά τελέσει21 τή θεία εὐχαριστία δοξολογώντας τόν Κύριον. Μία ἄλλη θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ χάριν τῶν γονέων του καί δή τῆς μητέρας του, καταγράφει ὁ Γρηγόριος, γεγονός τό ὁποῖο ἐβίωσε κατά τό θαλάσσιο ταξίδι του ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια πρός τήν Ἑλλάδα. «Ἐνῷ ἐταξίδευα λοιπόν, μόλις ἐβγήκαμε λίγο ἀνοικτά, μᾶς εὑρίσκει μία φοβερά κακοκαιρία, τέτοια πού ὅπως ἔλεγαν οἱ συνταξιδιῶται μας δεν ἐθυμοῦντο πολλάς ὁμοίας της ἕως τότε. Ὅλοι ἐφοβοῦντο τόν κοινόν θάνατον ἀλλά ἐγώ ἐφοβούμην περισσότερον τόν θάνατον τῆς ψυχῆς. Ἐκινδύνευα νά χαθῶ ἄθλιος καί ἀβάπτιστος μέσα εἰς τά θανατηφόρα νερά, ἐνῷ ἐποθοῦσα τό πνευματικόν νερό. Καί διά τοῦτο ἐφώναζα, θερμοπαρακαλοῦσα, ἐποθοῦσα μικράν προθεσμίαν. Καί ἐφώναζαν μαζί μου οἱ συνταξιδιῶται μου, ὅπως δέν θά τό ἔκαμναν μήτε μερικοί ἀπό τούς φίλους. ἦσαν ξένοι φιλάνθρωποι πού εἰς τούς κινδύνους ἐξ αἰτίας ἀκριβῶς τῶν κινδύνων εἶχαν μάθει νά συμμετέχουν εἰς τήν λύπην μου. Αὐτό ἦτο πού ἐπάθαινα ἐγώ καί
πού τό ὑπέφεραν μαζί μου καί οἱ γονεῖς μου, μετέχοντας εἰς τήν ἀγωνίαν μέ φαντασίαν νυκτερινήν. Καί μοῦ ἔστελλαν τήν βοήθειάν των ἀπό τήν γῆν, καταπραΰνοντας μέ τήν προσευχήν τους τά κύματα, ὅπως διεπιστώσαμεν ἀργότερα συνδυάζοντας τάς ἡμέρας, ὅταν ἐπέστρεψα. Τό ἐκατάλαβα τοῦτο καί ἀπό ἕνα σωτήριον ὕπνον, πού μέ κατέλαβε μίαν στιγμήν, ὅταν ἐκόπασε κάπως ἡ τρικυμία. Ὑπερίσχυα ἐγώ μιᾶς Ἐρινύος πού ἐκοίταζε ἄγρια καί μέ ἀπειλοῦσε μέ τόν κίνδυνον. Αὐτήν τήν ἄφησε ἡ νύκτα νά διαγραφεῖ ὁλοκάθαρα. Ἄλλος ἀπό τούς ταξιδιώτας ἔβλεπε ἄλλο. Ἦτο ἕνα παιδί πού πολύ ἀγαποῦσα καί συμπαθοῦσα καί πού ἔνιωθε ὑπερβολικήν ἀγωνίαν διά τήν κατάστασίν μου. Εἶδε τήν μητέρα μου νά βαδίζει ἐπάνω εἰς τήν θάλασσαν καί πιάνοντας τό πλοῖον νά τό τραβᾷ εἰς τήν ξηράν, ὄχι μέ πολύν κόπον. Ἐπιστεύαμεν ὅλοι εἰς τό ὄνειρον. Ἐπειδή ἡ θάλασσα ἠρεμοῦσε σιγά σιγά καί ἐπιάσαμε τήν Ρόδον χωρίς νά κακοπαθήσωμεν εἰς τό ἐνδιάμεσον. Τοῦ κινδύνου ἐκείνου ἀποτελῶ καί ἐγώ δῶρον. Ἔδωσα τήν σταθεράν ὑπόσχεσιν, ἐάν ἐσωζόμην, ὅτι θά ἀφιέρωνα τόν ἑαυτόν μου εἰς τόν Θεόν, πρᾶγμα πού ἔκαμα εὐθύς μετά τήν σωτηρίαν μου»22. Ἐπιπροσθέτως ἡ Νόννα προγνώρισε κατά θεία εὐδοκία τό τέλος της καί ἔκανε ἀνάλογη προετοιμασία. Ὁ Υἱός της μαρτυρεῖ: «Ἐποθοῦσε τόν θάνατόν της, διότι εἶχε πολλήν παρρησίαν ἀπέναντι ἐκείνου πού τήν ἐκαλοῦσε καί τό νά εὑρίσκεται μαζί μέ τόν Χριστόν τό ἐπροτιμοῦσε ἀπό ὅλα τά γήινα. Κανένας ἀπό τούς δυνατούς καί ἀσυγκράτητους ἐρωτικούς δέν ἀγαπᾷ τόσον πολύ τό σῶμα, ὅσον ἐκείνη ἐποθοῦσεν, ἀφοῦ ἀπορρίψει αὐτά τά δεσμά καί ἀφοῦ ξεπεράσει τήν ὕλην, μέσα εἰς τήν ὁποίαν ζῶμεν, νά ἐπιτύχει καθαράν ἕνωσιν μέ 21
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
τόν ὡραῖον καί νά ἀπολαύσει τόν ἀγαπημένον ὁλόκληρον, θά προσθέσω δέ καί τόν ἐραστήν. μικρά λάμψις ἀπό τοῦτον μᾶς φωτίζει τώρα καί, ὅσον γνωρίζομεν, εἴμαστε χωρισμένοι ἀπό αὐτόν. Οὔτε εἰς αὐτήν τήν ἐπιθυμίαν της ἠστόχησεν τήν τόσον ἔνθεον καί ὑψηλήν, ἀλλά καί κάτι πού εἶναι μεγαλύτερον ἀπό τοῦτο. προαπελάμβανε τόν ὡραῖον μέ μίαν προγνωριμίαν καί μέ τήν πολλήν ἀγρυπνίαν. Τήν ἀγρυπνίαν της ἀμείβει ἕνας ὕπνος ἀπό τούς γλυκυτάτους καί ἕνα ὄνειρον πού προσδιόρισε τήν ἡμέραν τῆς ἐκδημίας της. Καί ἐγνώρισε τήν ἡμέραν αὐτήν, γιά νά προετοιμασθεῖ καί νά μή ταραχθεῖ μέ τόν ὁρισμόν τοῦ Θεοῦ»23. Σέ ποίημά του ὁ Γρηγόριος μετά τό θάνατο τῆς μητέρας του προσκαλεῖ τούς μάρτυρες νά ὑποδεχθοῦν τήν κοιμηθεῖσα Νόννα. «Στόν οὐρανό ἀνέβηκε φτερωτή ἡ ψυχή τῆς Νόννας, τό σῶμα της ἀπ’ τό ναό τ’ ἀποθέσαμε κοντά στούς μάρτυρες. Μάρτυρες, τό λαμπρό σφάγιο ὑποδεχτεῖτε, τήν πολύμοχθη σάρκα, πού βάδισε στ’ ἀχνάρια τῶν αἱμάτων σας. στά δικά σας ἀχνάρια, ἀφοῦ ἐκείνου πού τίς ψυχές θανατώνει νίκησε τή μεγάλη δύναμη μέ τούς ἀδιάκοπους μόχθους της. Μοσχαριῶν θυσία προτυπωτική ἤ κατσικιῶν ἤ πρωτότοκου παιδιοῦ δέν πρόσφερε στό Θεό ἡ Νόννα. αὐτά ἀνήκουν στούς προηγούμενους νόμους τῶν εἰκόνων. Ἀκοῦστε, αὐτή πρόσφερε σ’ ὅλη τή ζωή της καί τό θάνατο τόν ἴδιο της ἑαυτό»24. Ἡ μνήμη της τιμᾶται στίς 5 Αὐγούστου ἑκάστου ἔτους. Ἐπιλεγόμενα Ἀντί ἑνός δικοῦ μας συμπεράσματος γιά τόν ἀληθινά, πολυσήμαντο ρόλο τῶν μητέρων, θά καταθέσομε τήν ἄποψη ἑνός πανεπιστημιακοῦ μας διδασκάλου, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ φυσική πατρότητα καί μητρότητα ὄχι μόνο δέν αἴρεται καί δέν ὑποτιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἀντίθετα ἐξυψώνεται καί ἐξωραΐζεται. Γίνεται τύπος καί εἰκόνα καί μέσον κατανοήσεως τῆς ὑπερφυσικῆς σχέσεως τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τρόπος ἀποκαλύψεως αὐτῶν τῶν ἐσωτάτων σχέσεων τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἀναδεικνύεται καί ἀποκαθαίρεται καί μεταμορφώνεται σέ ἔργον Θεοῦ, μέ τήν δυνατότητα νά ἀποτελεῖ ὄχι μόνον εἰκόνα καί τύπο καί σύμβολο τῆς θείας πατρότητος, ἀλλά καί οὐσιαστική, πραγματική 22
καί δυναμική συμμετοχή στό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Οἱ κατά σάρκα πατέρες καί οἱ κατά σάρκα μητέρες μεταμορφώνονται ἐν Χριστῷ καί σέ κατά πνεῦμα πατέρες καί μητέρες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πατέρες καί μητέρες ἁγίων καί μεταλαμπαδευτές τῆς φυσικῆς, ἀλλά συγχρόνως καί τῆς ὑπερφυσικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πατέρες καί μητέρες πατέρων καί μητέρων, υἱῶν καί θυγατέρων τῆς Ἐκκλησίας»25. 1
Παραπομπές
Περισσότερα βλ. Μπουρνέλη Ἀ., Ὁ ρόλος τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον, Ἡράκλειο Κρήτης 2004. 2 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης Λόγ. Α΄, ΕΠΕ 28, 57 – 61. 3 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός νεαρή χήρα, ΕΠΕ 30, 19. 4 Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς Μέγαν Βασίλειον, ΕΠΕ 6, 143. 5 Μεγάλου Βασιλείου, Πρός Εὐσέβιον ἐπίσκοπον Σαμοσάτων, ΕΠΕ 1, 247. 6 Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, ΕΠΕ 9, 339. 7 Αὐτόθι, σσ. 345, 347. 8 Αὐτόθι, σσ. 349, 351. 9 Πρβλ. Α΄ Κορ. Ζ΄, 13 – 14. 10 Χρήστου Π., Ἑλληνική Πατρολογία Τόμ. Δ΄, ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσ/νίκη 1989, σσ. 106. 11 Γρηγορίου θεολόγου, Ἐπιτάφια ποιήματα ΞΗ΄, ΕΠΕ 11, 217. 12 Γρηγορίου θεολόγου, Ἔπη εἰς ἑαυτόν Β΄, ΕΠΕ 10, 427. 13 Γρηγορίου θεολόγου, Ἐπιτάφιος λόγος εἰς τήν ἀδελφήν του Γοργονίαν, ΕΠΕ 6, 351, 353. 14 Γρηγορίου θεολόγου, Ἐπιτάφιος λόγος εἰς τόν ἀδελφόν του Καισάριον, ΕΠΕ 6, 387. 15 Αὐτόθι, σσ. 363, 365. 16 Αὐτόθι, σσ. 359, 361. 17 Αὐτόθι, σσ. 365. 18 Γρηγορίου θεολόγου, Ἐπιτάφια ποιήματα ΞΣΤ΄, ΕΠΕ 11, 215. 19 Γρηγορίου θεολόγου, Ἐπιτάφιος λόγος εἰς τήν ἀδελφήν του Γοργονίαν, ΕΠΕ 6, 373. 20 Γρηγορίου θεολόγου, Ἐπιτάφιος λόγος εἰς τόν πατέρα του, ΕΠΕ 6, 315. 21 Αὐτόθι, σσ. 319. 22 Αὐτόθι, σσ. 321, 323. 23 Αὐτόθι, σ. 375. 24 Γρηγορίου θεολόγου, Ἐπιτάφια ποιήματα ΟΣΤ΄, ΕΠΕ 11, 223. 25 Φουντούλη Ἰ., Πατέρες καί Μητέρες τῆς Ἐκκλησίας, (ἀνάτυπο) Κοζάνη 1991, σ. 19.
Μεμέρισται ὁ Χριστός; Ἀρχιμ. Νικοδήμου Γ. Κανσίζογλου, Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας
«Ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε» Α. Σχάση στή σχέση ῞να ἀπό τά κύρια, «ὀψώνια», δηλ. ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ διάσταση καί διάσπαση τῆς σχέσης μας μέ αὐτόν τό Θεό, μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τό συνάνθρωπό μας, ἀλλά καί μέ ὅ,τι μᾶς περιβάλλει (δηλ. μέ τόν ὑλικό κόσμο). Ὅταν ὁ Ἀδάμ παρήκουσε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί ἄκουσε τό Θεό μετά ἀπό λίγο νά «περπατάει» μέσα στόν Παράδεισο καί νά τόν καλεῖ μέ τόν ὄνομά του, φοβήθηκε καί ἔσπευσε νά κρυφθεῖ. Ἐδῶ ἔχουμε τήν πρώτη καί βασική διάσπαση σχέσης πού καταλήγει σέ σχάση, τομή, ἀπομάκρυνση, ἀποξένωση ἀπό τό Θεό. Ὅ,τι συνέβη μέ τόν Ἀδάμ, τόν προπάτορά μας, συμβαίνει καί μέ ἐμᾶς. Ὅταν ἁμαρτάνουμε, παύουμε νά αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ζοῦμε μέ φόβο, ταραχή καί ντροπή. 2. Τό ἄλλο πού συνέβη στόν Ἀδάμ καί στήν Εὔα εἶναι τό ὅτι, ἐνῶ ἕως τότε, ὥσπου δηλ. νά ἁμαρτήσουν, «ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδάμ καί ἡ γυνή αὐτοῦ, καί οὐκ ᾐσχύνοντο», ἐπειδή εἶχαν ἁγνότητα καί ἁπλότητα στήν ψυχή τους, τώρα ἄρχισαν νά αἰσθάνονται «ἄβολα» μέ τόν ἑαυτό τους, μέ τήν ἐμφάνισή τους, «ἔγνωσαν ὅτι γυμνοί ἦσαν». Αἰσθάνθηκαν δηλαδή ξένοι καί ἐχθρικοί πρός τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό. Ἤθελαν νά κρυφθοῦν ἀπό τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό. «Καί ἔρραψαν φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα». Ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀποξενώνεται καί νά διχάζεται ὅσον ἀφορᾶ στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, στά συναίσθήματα, τή βούληση, τή ἐπιθυμία, τήν σκέψη. Σήμερα, ἴσως ὅσο ποτέ ἄλλοτε, μαρτυροῦνται πολλές καί ὀξεῖες σχάσεις στίς ψυχικές μας λειτουργίες (ὅλα αὐτά πού συλλήβδην ὀνομάζουμε «ψυχολο-
Ε
γικά προβλήματα»), πού φανερώνουν μέχρι ποιό βαθμό μπορεῖ κάποιος νά ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν ἑαυτό του. 3. Κατόπιν ὁ Θεός τούς ἀπαρίθμησε καί πιό εἰδικά τούς χαρακτῆρες τῆς ζωῆς πού θά τούς ἀκολουθήσει. Αὐτό ἦταν εὐεργεσία ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ἔτσι, ὤστε νά μήν καταποθοῦν ἀπό τήν ἀπελπισία πού ἀκολουθεῖ τίς σκληρές καί ἄγνωστες δοκιμασίες. Ἀνάμεσα στά ἄλλα τούς εἶπε ὁ Θεός καί πώς οἱ μεταξύ τους σχέσεις θά διαταραχθοῦν. «Καί πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καί αὐτός σοῦ κυριεύσει». Ἡ γυναίκα θά ἐξευτελίζεται πολλές φορές λόγῳ τῆς ἐξάρτησής της ἀπό τόν ἄνδρα καί ὁ ἄνδρας θά γίνει σκληρός καί θά τήν ἐξουσιάζει δυναστικά. Ἡ συζυγία θά καθίσταται πολλές φορές ζυγός σκληρός καί ἀφόρητος. Τήν πραγματικότητα αὐτή πόσο ἔντονα δέν τή μαρτυρεῖ ἡ προχριστιανική ἐποχή, ἀλλά καί κάθε ἀφώτιστη μετά Χριστόν ἐποχή καί περιοχή! Ἡ ἁμαρτία φέρει πάντοτε κατακερματισμό, διαίρεση, διάσπαση, σχάση, διαμερισματοποίηση. Β. Διαιρέσεις στό Ἐκκλησιαστικό Σῶμα 1. Εἶναι παρατηρημένο ἱστορικά πώς εἰδικά οἱ Ἕλληνες στήν κοινωνική καί συλλογική τους ζωή ὑπερτιμοῦσαν τόν προσωπικό παράγοντα. Γι᾿ αὐτό λέγεται πώς οἱ διαιρέσεις, οἱ κομματισμοί καί οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοί ἀποτελοῦν σκοτεινή κηλίδα στήν ἱστορική μας πορεία. Ἡ προσωπολατρεία καί ἡ ἐξ αὐτῆς ἀπόρριψη κάθε ἄλλης ἀντικειμενικῆς αὐθεντίας ἀναπτύχθηκαν καί συνεχίζουν νά ἀναπτύσσονται θλιβερά στή ζωή μας. Ἡ βιβλική παράδοση τῆς ζωῆς στάθηκε ἀντίποδας σέ αὐτή τήν ἑλληνική ἀπολυτοποίηση καί λέγει: «Μή πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας ἐπί υἱούς ἀνθρώπων οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία». Ἀντίθετα, σέ μᾶς εἶναι σύνηθες νά ἀπολυτοποιοῦμε πρόσωπα καί παράδοσεις καί 23
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
νά διασπαζόμαστε, ὅπως στήν Κόρινθο τοῦ Ἀπ. Παύλου, καί νά δημιουργοῦμε φατρίες καί μερίδες ἀκόμη καί στό Ἐκκλησιαστικό μας σῶμα, τόν ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίποδα κάθε διαίρεσης καί φατριασμοῦ. 2. Ἄς δοῦμε πιό εἰδικά τίς ὁμαδοποιήσεις πού συνέβησαν στήν Κόρινθο, μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Ἀπ. Παύλου καί ἄς ἀναζητήσουμε παραλληλισμούς ἀνωριμότητας καί στά καθ᾿ ἡμᾶς. Κάποιοι ἔλεγαν, λοιπόν, «Ἐγώ εἰμί Ἀπολλώ». Ὁ Ἀπολλώς εἶχε κλασική μόρφωση καί ρητορική χάρη. Πολλοί ἐνθουσιάζονταν μέ τά λόγια του καί τήν ἱκανότητά του νά χρησιμοποιεῖ τόν πλοῦτο τῆς Γραφῆς. Ἀλλά καί σήμερα πολύ συχνά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα λυμαίνονται ἐνθουσιασμοί προερχόμενοι ἀπό ἐξωτερικά φαινόμενα, ὅπως διάφορες ἱκανότητες λόγου, διαλεκτικῆς, κηρυκτικῆς τέχνης, πολυμάθειας, θεολογικοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ κ.τ.ὁ. Συμβαίνει ὅμως συνηθέστατα τόν ἐνθουσιασμό νά διαδέχεται ἡ ἀδράνεια, δηλ. ὁ ἄνθρωπος χορταίνει μέ ἐνθουσιασμό καί ἰδέες καί κατόπιν δέν κάνει τίποτε. Ἄλλοι ἔλεγαν: «Ἐγώ εἰμί Κηφᾶ». Αὐτοί ἀνῆκαν σέ ἐκείνους πού προσκολλῶνται σέ πρόσωπα πού φαίνονται νά εἶναι παραδοσιακά, σέ ἐκείνους πού εἶναι συνδεδεμένοι μέ σπουδαῖα πνευματικά πρόσωπα. Ἔλεγαν κάποιοι Κορίνθιοι: «ἐμεῖς ἀνήκουμε στόν Πέτρο (στόν Κηφά), διότι αὐτός εἶδε ἀπό κοντά τό Χριστό καί τόν συνανεστράφη». Ὅπως σήμερα πού πολλοί λένε: «εἶμαι πνευματικό παιδί τοῦ τάδε ἡγουμένου, δεσπότη, φημισμένου πνευματικοῦ» κ.λπ., ἀλλά δέν ἐξετάζουν τούς ἑαυτούς τους ἄν ἐφαρμόζουν αὐτά πού ζεῖ καί διδάσκει ὁ πνευματικός· ἁπλῶς αἰσθάνονται ἀσφάλεια, γιατί ὁ ὁδηγός τους εἶναι παραδοσιακός, αὐστηρός ἤ ἔχει φήμη «Γέροντος». Στήν οὐσία αὐτοί ἀπολυτοποιοῦν κά24
ποιο πρόσωπο, τό προβάλλουν καί τό περιβάλλουν μέ δέος. Τέτοιους πολλούς ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας· εἶναι φανατικοί, στενοκέφαλοι, ἄτεγκτοι, σκληροί, ὅλο μιλοῦν γιά τήν παράδοση καί τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε ἀποσιωποῦν καί ἀγνοοῦν τό μεγαλύτερο κανόνα πού εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἑνότητα καί τό «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε». Κάποιοι ἄλλοι ἔλεγαν: «Ἐγώ εἰμί Χριστοῦ». Ἴσως αὐτή ἦταν καί ἡ πιό ἀνώριμη πνευματικά μερίδα χριστιανῶν. Ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ὑπακούουν σέ κανέναν, ἀλλά νά κάνουν ὅ,τι ἤθελαν, ἔλεγαν πώς αὐτοί ἀνήκουν στό Χριστό ἀπευθείας. Ὅπως εἶπε κάποιος σοφός τῆς Ἐκκλησίας μας: «Αὐτοί εἶναι πού ἔχουν γιά γέροντα τό δικό τους τό κεφάλι». Σέ αὐτούς ἀνῆκαν καί ἀνήκουν καί σήμερα ὅσοι δέ θέλουν νά δεσμεύονται ἀπό κανέναν ἠθικό νόμο καί κανόνα. Χρησιμοποιοῦν σάν σύνθημά τους ὅτι «ἐμεῖς δέν ὑποδουλωνόμαστε σέ ἀνθρώπους, ἀλλά μόνο στό Χριστό» καί τό λένε αὐτό φυσικά, διότι κατά βάθος γνωρίζουν πώς ὁ Χριστός ποτέ δέ θά τούς ἐμφανισθεῖ, γιά νά τούς δεσμεύσει γιά κάποιο ζήτημα. Σήμερα πάρα πολλοί εἶναι αὐτῆς τῆς τάσης. Λένε: «Πιστεύω στό Θεό, καί μάλιστα περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά δέ θέλω νά ἀκούσω γιά ἱερεῖς καί Ἐκκλησία». 3. Σχετικά μέ αὐτή τήν τελευταία περίπτωση («Ἐγώ εἰμί Χριστοῦ») εἶναι ἀναγκαῖο νά σημειώσουμε τά ἑξῆς: πολλές φορές γιά τή στάση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἔχουμε κι ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι μεγάλη εὐθύνη, διότι, ὅταν μᾶς βλέπουν κάποιοι ἀπό τούς συνανθρώπους μας, πού θά ἤθελαν νά γνωρίσουν τό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, νά φατριάζουμε, νά εἴμαστε στενοκέφαλοι καί φανατικοί, προσωπολάτρες καί τυπολάτρες, τότε ἀπορρίπτουν τά πάντα καί ἀκολουθοῦν τή δική τους θρησκευτικότητα καί ἀνωριμότητα. Ἡ δική μας
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
προβληματικότητα γίνεται γι᾿ αὐτούς, ἐπιβοηθοῦντος καί τοῦ διαβόλου, ἄλλοθι γιά τήν παραμονή στήν ἐλευθεριότητα καί στή χαλαρότητα, καθώς καί γιά τήν ἐπιφύλαξή τους νά ἄρουν στή ζωή τους τό ζυγό καί τίς δεσμεύσεις τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Γ. Πότε λυμαίνεται ἡ ἐκκλησιαστική μας ἑνότητα 1. Ἡ ἐκκλησιαστική μας ἑνότητα πλήττεται, ὅταν κάποιοι, ὁποιοιδήποτε, θέλουν νά μᾶς συντηροῦν σέ μία χαλαρή πνευματικότητα, μία ἐλαφρά ἐκκλησιαστική ζωή, ἕναν ἐπιφανειακό χριστιανισμό. Σέ ἕναν ἐνθουσιασμό πού ὅμως δέν ἔχει συνέχεια καί καρποφορία. Ἡ πίεση καί ὁ θρησκευτικός καταναγκασμός εἶναι σοβαρή παραχάραξη τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά καί ἡ μέ χαλαρότητα αὐτοδιαμόρφωση σύμφωνα μέ τά σχήματα τοῦ κόσμου ὁδηγεῖ καί πάλι στόν ἐκφυλισμό τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Συχνά νέα παιδιά πού ἀκολουθοῦσαν ὁδηγούς πού τούς ἄφηναν στά «κέφια» τους, ἔστω «ἐκκλησιαστικά κέφια», ζοῦσαν ἕναν ἐνθουσιασμό, τρέφονταν μέ αὐτόν, γήρασαν μέ αὐτόν, ἀλλά παρέμειναν ἀνώριμοι. Ὁ ἐνθουσιασμός εἶναι καλός. Ὅμως εἶναι μόνον ἡ μυρωδιά ἑνός καλοῦ φαγητοῦ καί ὅποιος μένει μόνον μέ τή μυρωδιά δέ χορταίνει. Θά πεθάνει ἀπό τήν πείνα. Ἀλλά καί μέσα στήν οἰκογένεια, ὅταν ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα ἔχουν «γλώσσα καί τουπέ», ἐνθουσιάζουν πρόσκαιρα τά παιδιά, ἀλλά δέ τούς προσφέρουν τίποτε. Ἡ «γλώσσα» δέ χαλκεύει τήν οἰκογένεια, ἀλλά ἡ σοβαρότητα καί ἡ γνήσια θυσιαστική ἀγάπη. Ὅταν, λοιπόν, εἴτε στήν Ἐκκλησία εἴτε στήν οἰκογένεια εἴτε στήν κοινωνία οἱ ἄνθρωποι δέν ὡριμάζουν, δέν πρέπει νά ἐλπίζουμε σέ καμία ἔννοια, σέ κανένα ὅραμα ἑνότητας. 2. Πρέπει νά ἀπορρίψουμε καί νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς πού αἰσθανόμαστε ὅτι θέλουν νά μᾶς χρησιμοποιήσουν. Αὐτούς πού μᾶς θέλουν δίπλα τους ὡς ἀριθμούς καί ὄχι ὡς πρόσωπα ἀγαπητά, πού ἐπιδιώκουν νά μᾶς κάνουν ὁπαδούς τους ἤ ἀκολούθους τους. Πού μᾶς λένε «ἔλα κοντά μου καί θά βρεῖς τά πάντα. Κοντά μου ὑπάρχει ἀσφάλεια. Εἶμαι παραδοσιακός, κανονικός, γνήσιος ὀρθόδοξος χριστιανός». Ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ δέ θέλει κάποιους νά «τρέχουν ἀπό πίσω του». Κάποτε πήγαν μερικοί ἀδελφοί σέ ἕνα μεγάλο Γέροντα, τόν Μ. Ἀρσένιο, καί τοῦ ζήτησαν νά τούς πεῖ κάτι γιά ὠφέλεια. Αὐτός τούς ἀποκρίθηκε: «Ὅπου ἀκοῦτε Ἀρσένιος νά φεύγετε τρέχοντας...». Αὐτό εἶναι τό φρόνημα τῶν ἁγίων πού δρᾶ πάντοτε ἑνωτικά. 3. Ὁμοίως, πρέπει νά ἀποφεύγουμε αὐτούς πού μᾶς διδάσκουν, μέ τό λόγο ἤ μέ τή στάση τους, ἤ, ἔστω, δέ μᾶς βοηθοῦν νά ἀποδεχτοῦμε τόν «ἄλλον» δίχως προϋποθέσεις ἤ, ἀκόμη περισσότερο, νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας. Ὅταν πάλι δοῦμε κάποιον, εἴτε ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο εἴτε ἀπό τόν κοινωνικό εἴτε ἀπό τόν οἰκογενειακό, νά δυναμιτίζει, νά λυμαίνεται καί νά ἀδυνατίζει τήν ἀγάπη, τήν ἀλληλοεκτίμηση, τήν ἑνότητα, τή συνοχή, αὐτόν νά τόν ἀποφεύγουμε· εἶναι δήμιος τῆς ψυχῆς μας. Ἄν κάποιος, συμβαίνει πολύ συχνά αὐτό, θέλει νά ἀπολαμβάνει ἀποκλειστικά τή φιλία μας, βλ. «νά κάνεις παρέα μόνον μέ ἐμένα, ὄχι μέ ἐκεῖνον», πρέπει νά προσέξουμε πολύ, γιατί μπορεῖ νά καταστεῖ φονεύς τῆς ψυχῆς μας. Ἀκόμη, ἄν σέ ἕνα σπίτι ὁ ἕνας ἀπό τούς γονεῖς λέει στό παιδί «ποιόν ἀγαπᾶς περισσότερο ἐμένα ἤ τόν μπαμπά, ἤ τή μαμά», ἀκρωτηριάζει καί ἀχρηστεύει τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ του. Πολύ ἰσχυρή ἔνδειξη ὅτι κάποιος εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε, ὅταν τόν βλέπουμε νά προσπαθεῖ καί νά κάνει ὅ,τι μπορεῖ, γιά νά προάγεται ἡ ἑνότητα καί ἡ ἀγάπη ἀνάμεσα στούς συνανθρώπους μας, τούς πλησίον, τούς ἐγγύς, τούς ἐχθρούς καί τούς μακράν.
25
Τά σκίτσα τοῦ Μωάμεθ Γεωργίου Ε. Σαμουράκη, ὑπ. Δρ. Θεολογίας Καθηγητῆ Πρότυπου Πειραματικοῦ Γενικοῦ Λυκείου Ἡρακλείου
Α
ὐτό τόν καιρό ἔχει δημιουργηθεῖ ἀναστάτωση στίς χῶρες ὅπου ὑπάρχουν πιστοί τοῦ Ἰσλάμ, σέ ὅλη τήν ὑφήλιο. Τρομοκρατικές ἐπιθέσεις καί θύματα ὑπῆρξαν σέ εὐρωπαικό ἔδαφος. Συζητήσεις γίνονται δημοσίως καί ἰδιωτικῶς. Γράφονται κείμενα καί δημοσιεύονται διακηρύξεις ὀργανισμῶν καί σημαντικῶν προσώπων, μεταξύ αὐτῶν καί θρησκευτικῶν ἡγετῶν. Ἰσλαμιστές πιστοί ἕνωσαν τή φωνή τους καί διαδήλωσαν μέ πιστούς ἄλλων θρησκειῶν κάνοντας ἔκκληση γιά αὐτοσυγκράτηση ὅλων τῶν πλευρῶν. Ἀπαράδεκτες κρίθηκαν οἱ καταστροφές καί ἡ βία καί καταδικάζονται ἀπ’ ὅλους. Ἀφορμή γιά τίς διαμαρτυρίες, τίς διαδηλώσεις, τά βίαια ἐπεισόδια καί τήν τρομοκρατία εἶναι ἡ δημοσίευση κάποιων σκίτσων, σέ ἐφημερίδες βορειοδυτικῶν χωρῶν, ὅπως ἡ Δανία καί ἡ Γαλλία, πού ἀφοροῦν στόν ἱδρυτή τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας, τό Μωάμεθ. Αὐτά προερχόμενα ἀπό ἀνθρώπους κατά τή δική τους ὁμολογία χωρίς πίστη σέ κάτι ὑπερβατικό, προκάλεσαν τό θρησκευτικό αἴσθημα τῶν Μουσουλμάνων. Ἡ σύγκρουση ἦταν ἀναπόφευκτη ἄν λάβουμε ὑπόψη μας καί τή θεωρία τοῦ καθηγητῆ Samuel Huntington γιά τή σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν. Πολύ μελάνι χύθηκε γιά τήν ὑποστήριξη ἤ τήν ἀντίκρουση τῶν ἀπόψεών του καί ἡ συγκυρία φαίνεται νά τόν εὐνοεῖ. Ὡστόσο θά μοῦ ἐπιτραπεῖ νά ὑπενθυμίσω τό διάλογο μεταξύ των θρησκειῶν καί τῶν πολιτισμῶν στόν ὁποῖο πρωτοστατεῖ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί δείχνει ὅτι αἰτία δέν εἶναι ἡ θρησκεία ἀλλά ὁ φανατισμός. Αἰτία εἶναι ἡ ἔλλειψη κατανόησης καί εἰλικρινοῦς διαλόγου, ἡ ἀπουσία ἀρετῆς καί ἡ ἀδυναμία ἀλληλοπεριχώρησης. 26
Τά φαινόμενα ἀπασχολοῦν τόν κόσμο ἐδῶ καί χρόνια. Παλιότερα εἶχε δοθεῖ ἀνάλογη ἀφορμή. Ὁ τότε Γενικός Γραμματέας τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν ἔκανε ἔμμεση ἔκκληση στούς ἐκδότες τῶν δυτικῶν ἐφημερίδων νά μήν ἀναδημοσιεύουν τά σκίτσα, νά μή ρίχνουν λάδι στή φωτιά δηλαδή, κατά τή λαϊκή ἔκφραση. Ζήτησε νά αὐτολογοκριθοῦν καί νά σεβαστοῦν τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις τῶν μουσουλμάνων. Δυστυχῶς ἡ ἔκκληση ἔπεσε στό κενό. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ διάθεση τῶν ἁρμοδίων δέν ἐμφανίστηκε διαλακτική. Πολλοί ξιφούλκησαν ἀρθρογραφώντας γιά τήν ἐλευθερία τοῦ τύπου, τῆς τέχνης, τῆς ἔκφρασης, γιά τή δημοκρατία. Ὁ πολιτισμός τῆς Δύσης ταυτίστηκε μέ τίς οἰκουμενικές ἀξίες καί ἡ θρησκευτική πίστη ἔγινε προσπάθεια νά ταυτιστεῖ μέ τό φανατισμό, τό σκοταδισμό, τόν φονταμενταλισμό. Παραθεωρήθηκε ἡ διαφορετικότητα κάποιου ἄλλου πολιτισμοῦ. Ἄλλωστε ἡ γνώση τῆς εὐαισθησίας καί τοῦ παραπόνου τοῦ Ἄλλου δέ σημαίνει ἀναγκαστικά ἀποδοχή καί υἱοθέτησή τους. Τό πρόβλημα ἀπό τή δημοσίευση αὐτή εἶναι διπλό γιά τούς μουσουλμάνους. Πρῶτον, αὐτή καθαυτή ἡ ἀπεικόνιση τοῦ προφήτη τους. Δεύτερον, ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς εἰκονογράφησης. Στή Δύση δέν ὑπάρχει γενικευμένα ἡ πρώτη ἀντίληψη, ἄλλωστε ὁ Χριστιανισμός (ὑπόβαθρο τοῦ πολιτισμοῦ μας) χρησιμοποιεῖ ὑλικές παραστάσεις τῶν ἱερῶν προσώπων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τίς εἰκόνες, οἱ Λατίνοι ἐπεκτείνονται καί στά ἀγάλματα, ἐνῶ μόνο οἱ Προτεστάντες ἀποφεύγουν τίς εἰκόνες στή λατρεία, ὅμως δέν ἀποστρέφονται τήν τέχνη. Ὡς συνέπεια στόν σύγχρονο πολιτισμό τῆς Δύσης ἡ ζωγραφική γενικά, ἡ προσω-
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
πογραφία εἰδικότερα, ἔχουν κατακτήσει τό χῶρο τους. Ἡ γελοιογραφία μάλιστα ἐκτιμᾶται ἀπό ὅλους, κυρίως τούς πολιτικούς, (μέ αὐτούς συνήθως ἀσχολεῖται) καί θεωρεῖται ὡς μία τῶν τεχνῶν. Ἔτσι εἶναι δύσκολο γιά ὁρισμένους, καί ἰδιαίτερα τούς ἐκκοσμικευμένους, νά καταλάβουν τήν ἀντίδραση τῶν ἰσλαμιστῶν. Ἀντίθετα στήν κατεξοχήν ἀνεικονική θρησκεία τοῦ Ἰσλάμ δέν συνηθίζεται ἡ ἀπεικόνιση τῶν ἱερῶν προσώπων. Μάλιστα σέ παλιά χειρόγραφα πού εἰκονίζουν τό Μωάμεθ ἀποφεύγουν νά σχεδιάσουν τό πρόσωπό του ἤ τό καλύπτουν μέ ὕφασμα. Λόγοι σεβασμοῦ καί πιθανόν ἐπιρροές ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπου ἀπαγορεύεται ὁ εἰκονισμός τοῦ Θεοῦ, συνηγόρησαν στήν ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς συνήθειας. Στό γεγονός αὐτό ὀφείλεται καί ἡ ἀνάπτυξη πολύπλοκων καί ὄμορφων σχεδίων, ἐμπνευσμένα ἀπό τόν φυτικό κόσμο, γιά τή διακόσμηση τῶν χώρων λατρείας τους, τά ὁποῖα εἶναι γνωστά μέ τήν ὀνομασία «ἀραβουργήματα», προερχόμενη ἀπό τούς Ἄραβες καλλιτέχνες. Ἀκόμη στή συγκεκριμένη περίπτωση τῶν σκίτσων τοῦ Μωάμεθ ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο νά κρύβεται κάποια εὔθυμη ἤ καί σατιρική διάθεση τῶν σκιτσογράφων ἔναντι τοῦ εἰκονιζόμενου προσώπου, πράγμα ἀπαράδεκτο γιά τούς ἰσλαμιστές. Στή δική τους παράδοση καί στό πλαίσιο τοῦ πολιτισμοῦ τους δέν εἶναι ἀρκετά ἀνεπτυγμένη ἡ ἰδέα τῆς ἐλευθεροτυπίας καί τῆς ἐλευθερίας τῆς τέχνης, τουλάχιστον στά λαϊκά στρώματα τά ὁποῖα μαστίζονται καί ἀπό τήν ἔλλειψη παιδείας. Παράλληλα οἱ ἔντονες ἀντιδράσεις ἔχουν ὑπόβαθρο στήν ἔννοια τοῦ ἱεροῦ πολέμου καί στήν ἀκραία ἑρμηνεία κάποιων ἀποσπασμάτων τοῦ κορανίου καί ἐντείνονται ἀπό τήν πραγματική κατάσταση τῆς περιοχῆς. Ὑπάρχει καί πιθανό μερίδιο εὐθύνης τῶν θρησκευτικῶν καί πολιτικῶν ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι σέ ὁρισμένες περιπτώσεις εἶναι τά ἴδια πρόσωπα. Ὅλα αὐτά τά γεγονότα ἀναζωπυρώνουν τή συζήτηση σχετικά μέ τά ὅρια τῆς τέχνης καί τό σεβασμό τῶν πεποιθήσεων ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ τέχνη εἶναι ἐλεύθερη, ἀλλά
μέχρι ἀσυδοσίας; Ἄν ἀπό τήν ἄλλη δέν εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερη εἶναι πραγματική τέχνη; Ἡ ἐλευθερία της σταματᾶ ἐκεῖ πού ἀρχίζει ἡ ἐλευθερία τῶν ἄλλων, κατά τό γνωστό ρητό; Ἀπό τήν ἄλλη τί γίνεται μέ τή θρησκευτική ἐλευθερία; Ἡ θρησκευτική συνείδηση εἶναι ἀπαραβίαστη; Ὥς ποῦ προστατεύεται, χωρίς νά θίγει ἄλλες ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς; Τά ἐρωτήματα χρήζουν ἀπαντήσεων πού θά βασιστοῦν σέ σοβαρή ἀντιμετώπιση, σέ θεωρητικό καί πρακτικό πεδίο καί ξεφεύγουν ἀπό τό πλαίσιο τοῦ κειμένου μας. Ὁμολογῶ ὅτι μέ κάποια πίκρα θυμᾶμαι ἀνάλογα σατιρικά σκίτσα γιά τόν Κύριό μας, Ἰησοῦ Χριστό ἤ τήν Ἁγία Τριάδα. Δέν ὑπῆρξαν βίαιες ἀντιδράσεις καί πολύ σωστά, αὐτό ἐπιτάσσει ἡ διδασκαλία Του. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ προσφυγή στή βία. Ὑπάρχει πάντα ὁ πολιτισμένος τρόπος καί ἡ νόμιμη ὁδός. Ὅμως οἱ λίγες (καί μᾶλλον χλιαρές) διαμαρτυρίες ἀντιμετωπίστηκαν μέ χλεύη ἀπό τούς «προοδευτικούς». Ἡ προσφυγή στά δικαστήρια κάποιων πολιτῶν θεωρήθηκε ἀπηνής διωγμός. Ἡ Δικαιοσύνη, ὅταν θέλησε πρωτόδικα νά προστατέψει τή θρησκευτική συνείδηση πού προσβλήθηκε, ἔγινε προσπάθεια νά ἀπαξιωθεῖ μέσα ἀπό τήν ἀρθρογραφία. Ἀντίθετα ὅταν ἀπόφαση δικαστηρίου πού δικαίωνει κάποιο ἀρθρογράφο, καλλιτέχνη ἤ γελοιογράφο ἐκθειάζεται ὡς δημοκρατική καί προοδευτική. Ἔτσι ὅμως κινδυνεύουν ἐξίσου τά ἀνθρώπινα δικαιώματα πιστῶν καί καλλιτεχνῶν. Δέν προστατεύονται οἱ πρῶτοι μέ τή χρήση βίας, οὔτε οἱ δεύτεροι μέ τήν εἰρωνεία καί τήν ἀφ’ ὑψηλοῦ στάση ἀπέναντι στίς εὐαισθησίες, ἔστω καί λίγων. Οἱ θρησκεῖες δέν χρειάζονται δύναμη ἀλλά πνευματικότητα. 27
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά δέν μπορεῖ κάποιοι νά κόπτονται γιά τίς μειονότητες καί νά μήν ὑπολογίζουν τήν μειοψηφία τῶν πραγματικῶν καί συνειδητῶν πιστῶν. Πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ αὐταρέσκεια μᾶς ἐμποδίζει νά κατανοήσουμε τούς «ἄλλους». Εἴμαστε αὐτάρκεις λόγῳ τῆς ὑπεράσπισης τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων!! Ἄλλωστε ὑπερασπιζόμαστε τήν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης!! Ἐρρέτω κάθε ἄλλο δικαίωμα λοιπόν; Ἡ πρόκληση εἶναι ἐπικίνδυνη καί μάλιστα ἄν ἀπευθύνεται σέ ἀνθρώπους μέ ἰδιαιτερότητες, λόγῳ τῶν εἰδικῶν καταστάσεων πού ζοῦν τά προηγούμενα χρόνια, ἐννοῶ τόν πόλεμο καί τίς συνέπειές του. Ἄν εἴμαστε πράγματι πολιτισμένοι καί ὑπερασπιστές τῶν ἐλευθεριῶν (ἄραγε ὅλων καί πάντοτε; Ἀμφιβάλω γιά τήν εἰλικρίνεια μας) ἄς δοῦμε μέ ἄλλο μάτι τίς ἀντιδράσεις καί ἄς περιχωρήσουμε κάθε ἄνθρωπο. Πάντως ἡ ἄποψη ὅτι ὑπάρχει πόλεμος τῶν πολιτισμῶν νομίζω ὅτι δέν εὐσταθεῖ. Εἴδαμε μόνο ἐνέργειες κάποιων φανατικῶν. Αὐτοί πρέπει νά λάβουν ὑπόψη τόν Πατριαρχικό λόγο ὅτι κάθε πόλεμος στό ὄνο28
μα τῆς θρησκείας εἶναι στήν πραγματικότητα πόλεμος ἐναντίον τῆς θρησκείας. Ἄν κάποιοι ὀνειρεύονται ἕναν ἄθρησκο πολιτισμό (σχῆμα ὀξύμωρο) ἐναντίον κάθε πίστης πρέπει νά ξέρουν ὅτι στήν ἱστορία δέν ἔχει ὑπάρξει ἀνάλογο σχῆμα. Καλῶς ἤ κακῶς ἡ πίστη δέν εἶναι μόνο προσωπική ὑπόθεση, ἔχει κοινωνικές διαστάσεις καί διαμορφώνει ἀντιλήψεις καί πολιτισμό. Πρέπει τουλάχιστον νά λαμβάνεται ὑπόψη μαζί μέ ἄλλες παραμέτρους ὅταν ἐνεργοῦμε. Οἱ πιστοί ἄς ζητοῦμε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ φανατικοί δέν ἔχουν τό θεό τους. Σημείωση: Τά παραπάνω γράφονται μέ ἐπιφύλαξη τῆς διαφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τή θρησκεία. Γιά τήν οἰκονομία τῆς συζήτησης εἴδαμε τή θρησκεία γενικά ὡς κοινωνικό φαινόμενο. Ἐνδεικτική βιβλιογραφία γιά ἐμβάθυνση στό θέμα: -ΑΝ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΤΟΣ, Ἰσλάμ, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006. -Κ.Δ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ, «Μουσουλμανισμός», Θ.Η.Ε. τ. 9, σσ. 113-133. -Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, «Τζαμίον», Θ.Η.Ε. τ. 11, σσ. 736-744. -ΗΛ. ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, Τζιχάντ, ὁ ἱερός πόλεμος τοῦ Ἰσλάμ, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2003. -Θ.Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΣΤ. ΦΩΤΙΟΥ, ΑΝ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΤΟΣ, Τρομοκρατία καί πολιτισμός, ἐκδ. Ἁρμός 2013.
Ἡ βίωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας καί τῆς κοινωνίας μέ τόν πλησίον στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας Πρωτ. Γεωργίου Ἐμμ. Μαρνέλλου, Δρ Θεολογίας, τ. Ἀν. Καθηγητῆ τῆς Π.Α.Ε.Α. Κρήτης
H
Ὀρθόδοξη πνευματικότητα βιώνεται στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας «σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις. Ὁ ὀρθόδοξος «μυστικισμός», «ὁ θεῖος ἔρως» ὑπερβαίνει τό αἰσθητό καί τό νοητό, τό «θρησκευτικό» καί κάθε εἴδους ψυχολογισμό1. Ἡ ὀντολογική καί μυστηριακή παρουσία τοῦ Ἀποκαλυφθέντος Κυρίου στόν χῶρο τῆς Ὑγείας καί στήν εὐρύτερη πληγωμένη κοινωνία βιώνεται στήν Ἐκκλησία «σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις». Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ὡς «σῶμα Χριστοῦ» ἀγκαλιάζει τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο, τό χρόνο καί τόν χῶρο, τήν ἱστορία καί τά ἔσχατα, τήν κοινωνία μέ τόν πλησίον μέ τήν κοινωνία τῶν Ἁγίων. Στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ὅπως φανερώνει ἡ ἑνδέκατη εὐχή τοῦ Ὄρθρου, παρακαλοῦμε νά δεχτεῖ ὁ Κύριος «μαζί μέ ὅλα τα κτίσματα» τή δοξολογία καί νά μᾶς ἀνταμείψει μέ τίς δωρεές τῆς ἀγαθότητάς του. Ἡ βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας ὡς μυστηρίου θείας καί ἀνθρώπινης, κάθετης καί ὁριζόντιας κοινωνίας «ἐν Χριστῷ», σίγουρα ἀτονεῖ σήμερα στόν τόπο μας. Ἀντιλαμβανόμαστε τήν Ἐκκλησία ὄχι τόσο ὡς «σῶμα Χριστοῦ» καί «κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὅσο ὡς θρησκεία, ἤ ἵδρυμα ἱκανοποίησης θρησκευτικῶν καί κοινωνιολογικῶν ἀναγκῶν καί σκοπῶν. Τά μυστήρια μετατρέπονται γιά τούς πολλούς, σέ πράξεις ἤ τελετές ἰδιωτικοῦ χαρακτήρα (π.χ. ἰδιωτικές λειτουργίες) καί ὄχι ὡς γεγονότα ἐκκλησιολογικά. Ἡ θεία κοινωνία θεωρεῖται ἀπό πολλούς ὡς μέσο ἀτομικῆς δικαίωσης, ἐφησυχασμοῦ τῆς συνείδησης, καί τελείωσης καί ὄχι ὡς μυστήριο συσσωμάτωσης στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ναοί γιά ὁρισμένους, γίνονται ἄθροισμα ἀτόμων καί ὄχι κοινωνία προσώπων. Ἡ ἑνότητα καί συνεργασία ἀνάμεσα στούς κληρικούς πού ἔχουν τήν εὐθύνη τῆς διαποίμαν-
σης τῶν ἀσθενῶν στόν χῶρο τῆς Ὑγείας, καί στούς Ἰατρούς, Νοσηλευτές, Κοινωνικούς Λειτουργούς καί Ψυχολόγους, ἀποτελεῖ πρώτιστο μέλημα, ἐκκλησιολογικό καί κοινωνικό καθῆκον. Ἐκφράζει, τήν πιό ἀποδοτική ποιμαντική καί ἱεραποστολική μέθοδο καί παράλληλα, τήν τρανταχτή ἀπόδειξη ὅτι ζοῦμε ὅλοι μας, μιά διαρκή «σύναξη προσώπων καί ὄχι ἄθροισμα ἀτόμων». «Οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔχουν βαθειά τήν ἀνάγκη τῆς παραδοχῆς τοῦ προσώπου τους σέ μιά κοινωνία ἀγάπης καί ἀδελφότητας», ἔλεγε, ὁ μακαριστός Ἀρχιμ. Γεώργιος (Καψάνης), Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους. Τόσον οἱ σχέσεις μεταξύ των ποιμαινομένων ὅσο καί οἱ σχέσεις μεταξύ Ἐφημερίων τῶν Νοσηλευτικῶν Ἱδρυμάτων καί ποιμνίου μέσα στά ὅρια τῆς Ἐνορίας τους δέν πρέπει νά εἶναι τυπικές καί ἀπρόσωπες, ἀλλά σχέσεις φιλικές, διαπροσωπικές, ἀλληλοσυμπληρωματικές. Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ τή συνεχή πηγή ἀνανέωσης τῆς κοινωνίας μας μέ τόν Χριστόν καί μεταξύ μας, σέ ὅποιον χῶρο καί ἄν βρισκόμαστε: ἐντός ἤ ἐκτός του Ναοῦ. Στόν ἕνα ἄρτο οἱ πολλοί εἴμαστε ἕνα σῶμα: Ἡ τακτική μετάδοση τῆς θείας κοινωνίας στούς ἀσθενεῖς, καί μάλιστα ἀμέσως μετά τή θεία λειτουργία πού γίνεται στό Παρεκκλήσι τοῦ Νοσοκομείου, ὑποδηλώνει τήν ἐκκλησιολογική καί ποιμαντική ἀντίληψη: ὅτι ἡ κοινωνική ζωή καί ὅλες της οἱ ἐκφάνσεις ἀποτελοῦν προέκταση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, καί τοῦ ἁγιαστικοῦ της ἔργου. Δηλ. τή «λειτουργία, μετά τή θεία λειτουργία». Ἐπίσης, ἡ πρακτική αὐτή ἐκφράζει τή βεβαιότητα ἀλλά καί δείχνει τήν πνευματική ὡριμότητα τοῦ ἀσθενῆ πού βρίσκεται στό κρεβάτι τοῦ πόνου, ὅτι αὐτός παραμένει ἕνα κλῆμα τῆς ἀμπέλου, ἕνα δένδρο τοῦ παραδείσου, τό ὁποῖο καί στίς δύσκολες αὐτές στιγμές, συμμετέχει στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, 29
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ἀρδεύεται, δέχεται χυμούς ἀπό τόν κορμό τῆς ἀμπέλου. «Ἐπειδή ἕνας εἶναι ὁ ἄρτος, ἕνα εἶναι τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό τό ὁποῖο κοινωνοῦμε, αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τή θεία Κοινωνία γινόμαστε ὅλοι, ὅσοι κοινωνοῦμε, ἕνα σῶμα καί μέ τό Χριστό καί μεταξύ μας», διδάσκει στό 10ο κεφάλαιο Α΄ Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἀκόμη ὅλοι οἱ πιστοί ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα, τό «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», καί γιά ἕνα ἄλλο λόγο. Γιατί, σάν δένδρα τοῦ ἴδιου κήπου, τοῦ ἴδιου παραδείσου καί σάν κλήματα τοῦ ἴδιου ἀμπελώνα ἔχομε ποτιστεῖ μέ τή χάρη τοῦ ἴδιου Ἁγίου Πνεύματος. Ἀνυψώνεται ἔτσι, ὁ χριστιανός, στόν χῶρο διακονίας του ἤ στό «ἐργαστήρι τῶν θλίψεων καί δοκιμασιῶν» του, στό ἐπίπεδο τῆς «νέας ζωῆς». Βιώνει τήν εὐεργετική παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν ἐσχατολογική πραγματικότητα μέ τή μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μέσα στή θεία χάρη. Πάνω ἀπό ὅλες τίς φιλοσοφίες καί τίς μαγεῖες τοῦ κόσμου τίθεται ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ὅπως βιώθηκε ἀπό τούς Ἁγίους της Ἐκκλησίας, ἀπό τό σύγχρονο Ἅγιο Νεκτάριο, μέ λόγια καί ἔργα φιλανθρωπίας, μέ μακρά καί ἐπίπονη ἄσκηση, μέ τή μυστηριακή ζωή, τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἑκούσια ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπινου θελήματος στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή διακονία τοῦ πλησίον. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νά δώσει τήν «ἀπάντηση» σήμερα. Ἔχει νά ἐπιδείξει μιά πνευματικότητα περισσότερο «βιβλική», «λειτουργική», «εἰκονογραφική» καί νηπτική, παρά ἐπινοητική ἤ τρόπο τινά, μιά πνευματικότητα πού στηρίζεται στήν ἐννοιολογική διασάφηση ὅρων ἤ τή φιλοσοφική θεώρηση τῆς Θεότητας, ὅπως κάνουν οἱ Ἑτερόδοξοι. Ἡ Δυτική Ἐκκλησία φαίνεται ὅτι μᾶλλον ἔχει ἀποξηράνει τήν αὐθεντική πνευματική ζωή, ἀφοῦ τήν ἔχει οὐσιαστικά ἀποκόψει ἀπό τήν «Αὐτοπληρότητα», τήν «πηγή τῆς ὄντως ζωῆς», τόν Θεόν καί Πατέρα καί ἀπό Ἐκεῖνον τόν ὁποῖο ἀπέστειλε στόν κόσμο, τόν Υἱό τοῦ τόν Μονογενῆ, τόν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, μοναδικό Σωτήρα καί Λυτρωτή μας. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο 30
«δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν» διδάσκει, ὅτι ἦσαν κλειδιά ὄχι σύμβολο δικτατορικῆς ἐξουσίας, ὅπως φρονοῦν οἱ Δυτικοί Θεολόγοι, ἀλλά χάριτος καί δυνάμεως πνευματικῆς «πρός σωτηρίαν τῶν ὁμολογούντων τόν Ἰησοῦν υἱόν τοῦ Θεοῦ»: «Τήν ἐξουσίαν τοῦ εἰσάγειν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὁ Ἰησοῦς ἑαυτῷ ἐπεφυλάξατο. Ἐάν ἡ ἐξουσία ἐδόθη τῷ Πέτρῳ καί τοῖς διαδόχοις αὐτοῦ, δέον ἐστίν αὐτούς νά παρακαλῶμεν, ἀφοῦ οὗτοί εἰσι πληρεξούσιοι αὐτοῦ ἀντιπρόσωποι. Ἀλλ᾿ ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐξωλίσθησεν οὐδέ ἐξέπεσεν εἰς τοιαύτην ἀνθρωπολατρείαν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν «οὐχί ἐκ τοῦ Πέτρου ἡ Πέτρα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς Πέτρας ὁ Πέτρος»2. «Τήν ἐξουσία τῆς εἰσαγωγῆς τῶν ἀνθρώπων στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὁ Ἰησοῦς τήν κράτησε γιά τόν ἑαυτό του. Ἐάν αὐτή ἡ ἐξουσία εἶχε δοθεῖ στόν Πέτρο καί τούς διαδόχους του, τότε θά ἦταν δικαιολογημένο νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς ἀφοῦ θά ἦταν οἱ πληρεξούσιοι ἀντιπρόσωποι τοῦ Κυρίου. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ξέπεσε σέ μιά τέτοιου εἴδους ἀνθρωπολατρεία. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ξεκάθαρα ὅτι ἡ Πέτρα (δηλαδή ὁ Χριστός) δέν προέρχεται ἀπό τόν Πέτρο, ἀλλά ἀντίθετα ὁ Πέτρος ἀπό τήν Πέτρα». Στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἐνθυμηθοῦμε τό λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «...ὁρισμένοι χριστιανοί μετέτρεψαν σέ τεχνύδριον τό μέγα τῆς Ἁγίας Τριάδος μυστήριον». Ἐπίσης, τό λόγο τοῦ κορυφαίου Γάλλου Καθηγητῆ μας, μακαριστοῦ Ὀλιβιέ Κλεμάν, ὁ ὁποῖος ζοῦσε καί δροῦσε στήν καρδιά τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καί σχολίαζε τήν ἐπικρατοῦσα κατάσταση σέ θέματα Ἠθικῆς Θεολογίας καί Φιλοσοφίας. Ἔγραφε λοιπόν: «Ἡ ἐξορία τοῦ Θεοῦ στούς οὐρανούς μετά τό ‘‘θάνατο τοῦ Θεοῦ’’ (ἄποψη τοῦ Νίτσε) ἔγινε ἡ κορυφή τῆς πυραμίδας τῶν ὄντων. Ἡ χριστιανική πίστη ἔγινε γιά τούς περισσότερους μιά ἁπλή δοξασία, κλείστηκε στίς παρωπίδες τῆς Ἠθικῆς. Ἔπαψε νά φανερώνει τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς ‘‘ἐν Χριστῷ’’ καί τῆς ἀποκτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...»3. Ὅλη αὐτή τήν κατάσταση καί τίς ἐπικρατοῦσες θεολογικές ἀπόψεις περιγράφει ὁ «Ἁγιοσεργίτης» σοφός Καθηγητής π. Γεώρ-
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
γιος Φλωρόφσκυ, πού ζοῦσε στίς Η.Π.Α. Στό βιβλίο του «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας», ἀπό ὅ,τι θυμόμαστε, ἔγραφε τά ἑξῆς: «...Ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζεται μᾶλλον ὡς μιά κοινότητα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στόν Ἰησοῦν Χριστόν καί τόν ἀκολουθοῦν ὄχι ὡς Σῶμα Του, στό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὑπάρχει συνεχῶς, ἐνεργητικά καί ἐργάζεται ‘‘διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’ γιά νά ἀνακεφαλαιώσει τά πάντα ‘‘ἐν ἑαυτῷ’’». Ἡ Ἐκκλησία, ὑπογράμμιζε, εἶναι ἀκριβῶς ἡ συνέχεια τῆς παρουσίας τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ στόν κόσμο, πρός τόν ὁποῖο Σωτήρα, προσθέτομε ἐμεῖς: «ὀφείλομε οἱ πάντες -κλῆρος καί λαός- νά κλίνωμεν τάς κεφαλάς καί τά γόνατα». Ὁ «Ἀναστάς καί Ἀναληφθείς» Κύριος δέν ἔχει χωρισθεῖ ἀπό τόν κόσμο, δέν τόν ἔχει ἐγκαταλείψει. Ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τίς ρίζες της ἀκριβῶς στή μυστηριώδη αὐτή παρουσία, πού κάνει τήν Ἐκκλησία «σῶμα Χριστοῦ» καί τόν Χριστόν «κεφαλή της». Ὁ Χριστιανισμός συνεπῶς, ἀκριβέστερα, ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική Ἐκκλησία, δέν εἶναι μιά φιλοσοφική σχολή πού προστίθεται σέ βελτιωμένη ἔκδοση στίς φιλοσοφίες τῶν θρησκειῶν πού ψάχνει νά βρεῖ τόν ἀπρόσωπο Θεό τῆς «αἰτιότητας» τῶν Φιλοσόφων ἀλλά εἶναι, ὅπως φανερώνουν οἱ Ἅγιοί της, κοινωνία μέ τό ζωντανό καί ἀληθινό Θεόν πού φανερώθηκε «ἐν χρόνῳ καί ἐν τόπῳ» καί κοινωνία, «ἐπί τό αὐτό» συνύπαρξη μέ τόν πλησίον. Γί αὐτό οἱ Ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες δέν ὑπέπεσαν στόν κίνδυνο νά ἀντικαταστήσουν τόν ἀληθινό Θεόν τῆς Ἱερᾶς Ἀποκάλυψης, τήν «ἐνυπόστατη ἀλήθεια καί ζωή», δηλ., τόν Χριστόν, μέ τά εἴδωλα καί τίς ἰδέες. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται σήμερα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία νά ξαναβρεῖ τή Χριστολογία της, καί τήν προοπτική πρός τά «Ἔσχατα». Νά ζωογονήσει μέσα ἀπό τίς ἀστείρευτες παραδόσεις καί τά θαύματα τῶν Ἁγίων τήν πνευματική ζωή τῶν Μελῶν της, τή «μυστική ἐμπειρία», τό «θεῖο ἔρωτα», καί τήν ἄσκησή τους, ἐνταγμένη πάντοτε, μέσα στήν εὐχαριστιακή κοινότητα. Ἡ παρουσία τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέα Χριστοῦ καί ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό ἀναγκαῖο πλαίσιο τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας. Τό ὑπογραμμίζω αὐτό, γιατί ἡ «μυστική φιλοσοφία» τῆς Δύσης γιά πα-
ράδειγμα, προσπάθησε νά δημιουργήσει τήν εἰκόνα ἑνός «ἄμορφου Θεοῦ», ὁ ὁποῖος θά ἐκφράζεται ἀπό τή μορφή ἑνός «ἀποσαρκωμένου» Χριστοῦ, ἀπό αὐτή δέ τή βασική ἰδέα ἀπορρέει μιά δευτερεύουσα. Ἡ δυνατότητα νά ἀποσπασθεῖ ἡ «μυστική ζωή», δηλ. τό βάθος τῆς δυναμικῆς πνευματικότητας, ἀπό δόγματα καί Ἐκκλησίες μέσα στά ὁποῖα ἐκφράζονται καί ὁρισμένοι νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί «καθήμενοι ἔξωθεν τοῦ τάφου τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου» νά ἐξελιχθοῦν σέ «παρατηρητές» σάν τόν Γάλλο Φιλόσοφο Μπέργκσον, τῆς «μυστικῆς γνώσης καί ζωῆς». Ἑνός φαινομένου, πού ἐκφράζεται μεμονωμένα, ἐκτός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὁ παραπάνω μακαριστός καθηγητής μας κ. Olivier Clement, ἐπιβλέπων στή διπλωματική μας ἐργασία «Ἡ μυστική γνώση κατά τόν Μπέργκσον…» μᾶς ὑπογράμμιζε: «Tout est mystique dans l’ Eglise orthodoxe», «ὅλα εἶναι ‘‘μυστικά’’ μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». «Ἡ μυστική ζωή ἐκφράζεται μέσα στόν κόσμο καί στόν χῶρο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ», τῆς ὁποίας τό ἀναγκαῖο πλαίσιο εἶναι ἡ Ἱεραρχημένη καί δομημένη «Μιά, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Δέν εἶναι λίγοι, οἱ χριστιανοί σήμερα, πού δέχονται τόν Χριστόν ὡς «τέλειο ἄνθρωπο», ὡς «προφήτη», ὡς «μεγάλο μύστη» καί ἐκεῖνοι πού ὑποστηρίζουν τήν ἄποψη, ὅτι δέν χρειάζεται ἡ συμμετοχή στή θεία Λειτουργία, ἀρκεῖ μόνο ἡ νοερά προσευχή, τό ἄκουσμα τῆς Λειτουργίας ἀπό τά ραδιοτηλεοπτικά 31
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
μέσα. «Ἡ ταυτότητά μου», ἀποδεικνύει, μᾶς εἶπε ἐπίμονα κάποιος πενηντάχρονος ἐπισκέπτης μας στούς Ἁγίους Ἀνάργυρους, κατά τό τρέχον ἔτος, ὅτι «ἐγώ εἶμαι χριστιανός». Καί συνέχισε, βρισκόμενος σέ πλήρη θεολογική σύγχυση: «Ἐγώ, πιστεύω, ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Ἀλλά ὅμως πιστεύω στόν Χριστόν…». Ἡ στάση αὐτή, θεωρητική, φιλοσοφική ἤ «μυστικοπαθής», ἕνας εἶδος «φιλοσοφικῆς» Χριστολογίας ἤ ἀρρωστημένης θρησκευτικότητας, χωρίς συμμετοχή στή λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τήν κοινωνία μέ τόν πλησίον καί τούς Ἁγίους, χωρίς ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο, στούς Συνοδικούς θεσμούς, μοιάζει περισσότερο μέ χριστιανική αἵρεση ἤ μέ κρυφή τεκτονική ὀργάνωση. Τό γεγονός, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμα καί στίς ἡμέρες μας ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, πιό εὔστοχα, «ἀποκεκομμένα ἤ ὑποκρινόμενα ἄτομα», τά ὁποῖα γιά διάφορους ἰδιοτελεῖς λόγους, γράφονται καί συμμετέχουν σέ τέτοιες μυστικές καί σκοτεινές ὀργανώσεις, δείχνει περίτρανα τήν ἐπικρατοῦσα σύγχυση τί εἶναι Θρησκεία, τί εἶναι Ἐκκλησία, τί εἶναι παγανισμός καί τί μυστήρια τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, στό σῶμα τῆς ὁποίας ἔχομε ἐπίσημα ἐνταχθεῖ μέ τό βάπτισμά μας. Γιά μερικούς ἀπό αὐτούς, ἡ «μυστική γνώση καί ζωή» δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά ἕνα χῶρος διαλογισμοῦ, φιλοσοφίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, μιά πρόσβαση στή μυστική φι32
λοσοφία, στίς μυστικές θρησκεῖες, στόν ἀπρόσωπο θεό τῶν φιλοσόφων. Ἕνα κέντρο θρησκευτικῆς καί ψυχολογικῆς ἐνασχόλησης τύπου «στατικῆς» καί ὄχι «δυναμικῆς θρησκείας». Σκοπός: Ἡ ἔρευνα μιᾶς θετικῆς «μεταφυσικῆς» (τά λεγόμενα «μεταφυσικά», «μετά τά φυσικά» δέν ἔχουν καμιά θέση στόν χῶρο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, στόν χῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης), ἤ πιθανόν, ἡ θεραπεία τραυμάτων, νοσογόνων παθῶν καί καταστάσεων, ἡ πλήρωση ὑπαρξιακῶν κενῶν, ἡ κοινωνική καταξίωση καί ἡ δημιουργία δημόσιων σχέσεων. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, τηροῦν στάση ὑποκριτική, σκωπτική ἤ ἐχθρική ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία. Ἀνέχονται τή θρησκευτική πρακτική ἤ δέν θέλουν νά ἀκούσουν γιά τόν Χριστόν τῆς πίστεως, τῶν Εὐαγγελίων, τῆς ἐνσάρκωσης καί τῆς ἀπολύτρωσης. Δέν πιστεύουν στό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Δέν πιστεύουν στήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων στήν Ἐκκλησία καί τόν κόσμο. Χωρίς ὅμως αὐτά, μένει ἀκόμα κάτι, στήν «ἐξ ἀποκαλύψεως» «θρησκεία» ἤ ἀκριβέστερα, στήν Ἱστορία τῆς ἀποκαλυμμένης ἀλήθειας καί «νέας ζωῆς»; Ἕνα σημεῖο θά πρέπει νά προσέξομε τήν ὥρα αὐτή τῆς παγκοσμιοποίησης, τοῦ συγκρητισμοῦ τῶν θρησκειῶν ἀλλά καί τῆς μεθοδευμένης δράσης τῶν παραθρησκειῶν καί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Γιατί, μερικές φορές μεθοδευμένα, ἀπό χριστιανούς ξένων δογμάτων, ἀπό ἑτερόθρησκους ἤ ἄθρησκους καί ἄθεους, καί ἄλλες μυστικές ὀργανώσεις, παρεμβάλλονται ξένα πρός τό χριστιανισμό στοιχεῖα, καθαρά φιλοσοφικά, ἔστω καί ἄν φέρουν τή συναίνεση προοδευτικῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων. Στηρίζονται βασικά, στή μυστική σκέψη ρωμαιοκαθολικῶν ἀσκητικῶν συγγραμμάτων, ἡ ὁποία εἶναι στήν ἀντίπερα ὄχθη τῆς μυστικῆς θεολογίας, τῆς νηπτικῆς Γραμματείας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Μπροστά στόν ἐνδεχόμενο κίνδυνο σύγχυσης, γύρω ἀπό τό τί, πραγματικά, εἶναι ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί τί εἶναι «θρησκεία» ἤ «παραθρησκεία». Τί εἶναι «μυστικισμός» ἤ «μυστικοπάθεια» καί τί εἶναι «θεῖος ἔρως». Τί εἶναι ἡ «θύραθεν φιλοσοφία» καί τί «χριστιανική σκέψη καί φιλοσοφία». Ὁ σο-
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
φός Διδάσκαλος, ὁ ἱερός συγγραφεύς Ἅγιος Νεκτάριος, τό νέκταρ τῆς πίστεως καί τῆς εὐσέβειας, μᾶς διδάσκει μέ τήν «ἐν Χριστῷ» βιοτή του (ζωή, βίος), μέ τήν προσωπική του ἐμπειρία (βίωμα) πού πηγάζει ἀπό τή σχέση του μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τούς ἀνθρώπους κάθε χαρακτήρα. Ἰδιαίτερα, μέ τήν ἐπαφή καί τούς διαλόγους του πού εἶχε μέ τούς θρησκεύοντες ἤ τούς ἄθεους. Ὁ θεόπνευστος Ἅγιος πού πίστεψε καί ἀγάπησε μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη τόν Χριστόν, ἐνσάρκωσε τό μεγαλεῖο καί τό ὕψος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μᾶς διδάσκει μέσα ἀπό τά θεόπνευστα συγγράμματά του, στά ὁποῖα ἀποτύπωσε τή σοφία του, τήν ἔνθεη ζωή του, τά προσωπικά του βιώματά του, ὅτι: Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση, ἡ «παραθήκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως»4, δέν εἶναι μιά ἐξωτερική μαρτυρία πού μπορεῖ νά γίνει δεκτή ἀπό κάποιο πού στέκεται ἀπ’ ἔξω. Μόνο ἀπό τό ἐσωτερικό, μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, μπορεῖ ἡ παράδοση νά γίνει ἀποδεκτή καί νά γίνει αἰσθητή ὡς βεβαιότητα. Πρέπει νά βιώσομε τήν πνευματικότητα ἀπό μέσα, κοινωνώντας μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἡ ζωή τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων, ὁ τόπος κοινωνίας, συν-χώρεσης μέ τόν πλησίον. Νά συμβιώσομε ὡς κοινωνία καί νά βιώσομε τά ἀγαθά του Θεοῦ καί τίς εὐλογίες Του στή λειτουργική σύναξη. Ὅλοι μαζί οἱ πιστοί συναθροισμένοι στό ὄνομα τοῦ Κυρίου, νά ζητήσομε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τά ἀγαθά Του: «Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ περιεστῶτος λαοῦ καί τῶν δι᾿ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων» καί ἐλέησον αὐτούς καί ἡμᾶς, κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου· Τά ταμεῖα αὐτῶν ἔμπλησον παντός ἀγαθοῦ· Τάς συζυγίας αὐτῶν ἐν εἰρήνῃ καί ὁμονοίᾳ διατήρησον· Τά νήπια ἔκθρεψον· Τήν νεότητα παιδαγώγησον· Τό γῆρας περικράτησον· Τούς ὀλιγοψύχους παραμύθησον· τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε· τούς πεπλανημένους ἐπαναγαγε, καί συναψον τῇ Ἁγίᾳ σου, καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ» (εὐχή θείας Λειτουργίας Μεγάλου Βασιλείου). Μέ αὐτή τήν ἔννοια, θεωροῦμε τή σύγχρονη ποιμαντική μεθοδολογία ἐσφαλμένη, νά θέλομε, λ.χ., νά μετατρέψομε σέ βῆμα πειθοῦς γιά τήν ὕπαρξη θαυμάτων πού ἐνεργοῦνται στήν Ἐκκλησία, τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέ-
ρωσης (Μ.Μ.Ε.), δεχόμενοι ἤ ἀνεχόμενοι, οἱ ἐπερωτῶντες, δυστυχῶς νά προέρχονται ἀπό τό ἐχθρικό στρατόπεδο, δηλ. νά εἶναι ἄθεοι. Νά συμπεριφέρονται μέ ἔπαρση καί σκωπτική διάθεση ἀπέναντι σέ ὅ,τι σχετίζεται μέ τήν ὀρθόδοξη αὐθεντική πίστη καί ζωή. Δηλαδή, μέ ἀνθρώπους, συνήθως, διανοούμενους, «κουλτουριάρηδες», οἱ ὁποῖοι ἐπιμελῶς καί ἐπιμόνως, ἀρνοῦνται νά οἰκειοποιηθοῦν ὅλη αὐτή τή μαρτυρία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης καί δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κοινωνία μέ τόν πλησίον βιώνεται κάτω ἀπό ὁρισμένες προϋποθέσεις, μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, «σύν πάσι τοῖς Ἁγίοις» Ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις αὐτές: Προϋπόθεση γιά τήν κοινωνία μέ τόν συνάνθρωπό μας, τόν ἀδελφό μας εἶναι ἡ ἀγάπη στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀποβολή τῶν νοσογόνων στοιχείων τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς ὑπεροψίας. Ἡ ἀποβολή τους εἶναι ἡ πρώτη πράξη θυσίας. Σέ κάθε προσπάθεια χρειάζεται πίστη καί ὀρθόδοξο βίωμα, ἐνατένιση τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς θεί33
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ας Λειτουργίας, ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου καί μίμηση τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων. Ὁ σταυρός ἀποτελεῖται ἀπό δυό ξύλα: Ἕνα κάθετο καί ἕνα ὁριζόντιο. Ὁ συμβολισμός αὐτός δείχνει τή διπλή πορεία τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει ἀπό τή γῆ στά οὐράνια. Ὁ σταυρός ἐκφράζει τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεόν (κάθετη διάσταση), ἀλλά ταυτόχρονα καί τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν πλησίον (ὁριζόντια διάσταση). Προϋπόθεση γιά τήν κοινωνία μέ τόν πλησίον, εἶναι ἡ ἀγάπη στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀποβολή τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς ὑπεροψίας Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἐν Αἰγίνῃ, θέτει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὡς βάση τῶν ἠθικῶν νόμων καί τῆς χριστιανικῆς Ἠθικῆς. Νόμος πρῶτος ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας»5, καί ἡ ἀγάπη τοῦ πλησίον ὡς ἀδελφοῦ. Ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον πηγάζουν οἱ νόμοι τῆς ἀγάπης τοῦ καλοῦ, τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ καί τοῦ ὡραίου. Ὀφείλομε νά ἀγαποῦμε τό καλό γιά τόν ἠθικό καί πνευματικό χαρακτήρα, διότι εἶναι καλό. Τό ἀγαθό διότι εἶναι ἀγαθό, τό ἀληθινό γιά τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο γιά τή δικαιοσύνη. Ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι γραμμένη μέσα στήν καρδιά μας, διότι πηγάζει ἀπό τή θεϊκή ἀγάπη (ὁ Θεός εἶναι αὐταγάπη), ἡ δέ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι νόμος ἔμφυτος στήν ἀνθρώπινη καρδιά, γιατί αὐτή πλάσθηκε, γιά νά γνωρίσει τό θεῖο, αἰσθάνεται τήν παρουσία του, τό ἀγαπᾶ καί τό λατρεύει. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔμφυτη, γιατί ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε λογικό ὅν καί αὐτεξούσιο, ἠθικό, καί ἠθικά ἐλεύθερο καί ἔπρεπε ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» νά ἀγαπᾶ τήν εἰκόνα ἐκείνου, κατά τήν ὁποία αὐτός ἔγινε ὅμοιος, ὥστε ἡ ἀγάπη αὐτή νά ἕλκει τόν ἄνθρωπο στό Δημιουργό του. Ἑπομένως, καί οἱ νόμοι πού προῆλθαν ἀπό τή θεϊκή ἀγάπη, -τό καλό, τό ἀγαθό, τό ἀληθινό, τό δίκαιο- καί αὐτοί νά εἶναι μέσα μας ἔμφυτοι. Κατ’ ἐπέκταση, καί τό θεϊκό θέλημα, εἶναι ἔμφυτο, γραμμένο μέσα στήν καρδιά μας6. Ἡ 34
αὐθόρμητη ἀγάπη, ὁ ἔμφυτος πρός τόν ἠθικό νόμο ἔρωτας μαρτυρεῖ, ἀναφέρει ὁ Ἅγιος: «Ὅτι ὁ θεῖος νόμος ἤτοι τό θεῖον θέλημά ἐστιν ἐν ἡμῖν ἐγγεγραμμένον, ὡς ἡμέτερον θέλημα, διό ἐμφύτως θέλομεν, ὅ,τι θέλει ὁ Θεός»7. Γιατί, θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό καλό, τό ἀγαθό, τό ἀληθινό, τό δίκαιο: «Ὥστε ὁ ἄνθρωπος, γιά νά τελειωθεῖ καί νά γίνει κοινωνός τῆς θείας ἀγαθότητας καί μακαριότητας… ὀφείλει νά τηρήσει τό νόμο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι γραμμένος στήν καρδιά του καί νά προσπαθεῖ νά ὁμοιωθεῖ πρός τό θεῖο, ἀγωνιζόμενος τόν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς σύμφωνα μέ τίς ὑπαγορεύσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου… ἀντιστεκόμενος πρός τό νόμο τῆς σάρκας, τό νόμο τῆς ἁμαρτίας»8. Στήν ἴδια ἐπιστολή μᾶς προτρέπει ὁ Ἅγιος ἀπό ὅλες τίς κακές πράξεις, τίς κοινωνικές ἀδικίες, πού ἐξάλλου ἀποτελοῦν, αὐτή τήν ὥρα, τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς ἀνθρώπινης καταναλωτικῆς κοινωνίας. Γράφει τά παρακάτω: «Μακριά ἀπό ἐμᾶς ἡ ἐργασία τοῦ κακοῦ. Μακριά ἀπό ἐμᾶς ἡ καταπολέμηση τῶν ἀγαθῶν ἔργων. Μακριά ἀπό ἐμᾶς τό πολυσχιδές, πολύμορφο καί πολυώνυμο ψεῦδος, μακριά ἀπό ἐμᾶς ἡ ἀδικία τοῦ πλησίον, τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀδικία καί τό ψεῦδος ἀναστατώνουν τίς κοινωνίες, ταράσσουν τήν εἰρήνη καί φέρουν ποικίλες καί μεγάλες καταστροφές». Στό σημεῖο αὐτό, ἐπικαλεῖται τίς διδαχές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος γράφει πρός τούς Φιλιππησίους: «Ἡ τελευταία συμβουλή, πού ἀπομένει νά σᾶς δώσω, ἀδελφοί, εἶναι ἡ ἑξῆς: Ὅσα εἶναι ἀληθινά καί δέν ἔχουν σχέση μέ τό ψεῦδος, ὅσα εἶναι σεμνά καί ἀξιοσέβαστα, ὅσα εἶναι σύμφωνα μέ τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅσα εἶναι ἁγνά, ἀμόλυντα, καθαρά, ὅσα εἶναι ἀγαπητά στό θεό καί ἀρεστά στούς ἁγίους, ὅσα εἶναι ἐπαινετά καί ἔχουν καλή φήμη, καί ὅποια ἄλλη ἀρετή ὑπάρχει καί ὅποιο ἄλλο ἀγαθό ἄξιο ἐπαίνου, αὐτά νά ἔχετε συνεχῶς στό νοῦ σας καί αὐτά νά σκέφτεστε»9. Νόμος λοιπόν, πρῶτος, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Γαλουχημένος παιδιόθεν μέ τά ζώπυρα τῆς πίστεως καί ἐμποτισμένος ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ὁ Ἅγιος εἶχε συνειδητοποιήσει τήν ἄπειρη ἀγάπη, τή
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
μεγαλοδωρία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, ἔχει τόσο πολύ ἀγαπήσει τούς ἀνθρώπους: «Ὥστε πρός χάρη τους παράδωσε τό Μονογενῆ Του Υἱό, γιά νά μήν χάνεται στόν αἰώνιο θάνατο, ὅποιος πιστεύει σ᾽Αὐτόν, ἀλλά νά ζήσει αἰώνια μαζί Του»10. Ταυτόχρονα ὅμως, ἤξερε ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν, δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει μόνο στήν κάθετη διάστασή της, δηλαδή στή σχέση της μέ τόν Θεόν. Πρέπει νά λειτουργήσει καί ὁριζόντια, μέσα τήν κοινωνία, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον: «Κάθε ἄνθρωπος, πού δέν κάνει ἔργα ἀρετῆς καί δικαιοσύνης, δέν εἶναι τέκνο τοῦ Θεοῦ, ὅπως δέν εἶναι τέκνο τοῦ Θεοῦ καί ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του»11. «Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, …καί μέ τήν ὁποία μᾶς παραγγέλλει νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο»12. Μέ τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, νά θυσιάσει τή ζωή του γιά χάρη μας, ἔχομε μάθει τί εἶναι ἡ ἀγάπη. Καί ἀφοῦ Ἐκεῖνος μᾶς ἔδειξε τήν ἀγάπη του μέ τή θυσία του, καί ἐμεῖς ἔχομε ὑποχρέωση νά θυσιάζομε τή ζωή μας ἀπό ἀγάπη, γιά τούς ἀδελφούς μας. Ἡ ἀγάπη μας πρός τούς ἀνθρώπους εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν: «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἀποτελεῖ καί τό πρότυπο τῆς δικῆς μας ζωῆς, γιατί, ἄν τόσο πολύ μας ἀγάπησε ὁ Θεός, αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο»13. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστόν, σύμφωνα μέ τίς Ἀρχές τοῦ Μεγάλου πατρός καί Διδασκάλου, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, γίνεται καί ρυθμιστῆς τῶν διαπροσωπικῶν καί πνευματικῶν σχέσεων μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τή χριστιανική κοινότητα, μέ τά πνευματικά μας τέκνα. Κριτήριο γνησιότητας τῆς ἀγάπης πού προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους διακονοῦμε καί ἀγαποῦμε «ἐν Χριστῷ», πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μόνο (καμία ἐκτροπή, καμία ἔκπτωση ἐδῶ, καμία ἰδιοτέλεια, κανένα συμφέρον). Μέτρο τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Χριστόν. Ἡ συνάντησή μας, ἡ ἀγαπητική κοινωνία θά γίνεται μόνο «ἐν τῷ Χριστῷ». Γράφει πρός τίς Μοναχές: «Ἐγώ, ἀγαπηταί, ἀγαπῶ ὑμᾶς, ὄχι γιατί μέ
ἀγαπᾶτε, ἀλλά γιατί ἀγαπᾶτε τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Κύριον, ὡς ἀγάπη κοινή θερμαίνει καί πρός ἐσᾶς τήν καρδιά μου. Ὅταν μιά ἀπό ἐσᾶς ἀποσπάσει τήν καρδιά της ἀπό τόν Κύριον καί τήν παραδώσει στή ματαιότητα τοῦ κόσμου καί στά πάθη τῆς ψυχῆς της, τότε ἡ ἀγάπη μου πρός αὐτήν σταματᾶ, γιατί ἡ ἀδελφή αὐτή, μέ τό νά ἀφαιρέσει τήν καρδιά της ἀπό τό Χριστό, ἀπέκοψε τόν σύνδεσμο τῆς μεταξύ μας ἀγάπης. Γιατί ὁ κρίκος, πού συνέδεε ἦταν ἡ κοινή μας ἀγάπη πρός τόν Χριστόν… Γι᾿ αὐτό, ἐπειδή σύνδεσμος τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ Κύριος, πού κυριεύει τίς καρδιές μας, καθεμιά ἀπό τίς ἀδελφές, πού ἔχει στήν καρδιά της τόν Χριστόν, εἶναι καί σέ ἐμένα ἀγαπητή… Ἡ ἀγάπη μου μέτρο ἔχει τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶτε τόν Κύριον τόσο πιό πολύ καί ἐγώ ἀγαπῶ… Ἐκεῖνος πού ἀγρυπνεῖ ἐπί τῆς ἀγάπης του καί τήν τηρεῖ ἁγνή, χωρίς μίξη ἀνθρωπισμοῦ, διαφυλάσσεται ἀπό τίς παγίδες τοῦ πονηροῦ…»14. Βαθυστόχαστες συμβουλές, ποιμαντικοῦ καί πνευματικοῦ χαρακτήρα, πού πηγάζουν ἀπό ἁγιασμένη καρδιά, χρήσιμες ὄχι μόνο γιά τούς μοναχούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τους χριστιανούς. Πρέπει νά τίς προσέξομε ὅλοι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἰδιαίτερα ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται ἤ διακονοῦν ἐθελοντικά καί πνευματικά στόν χῶρο τῆς Ὑγείας. Ἀπαιτεῖται, λέγει ὁ Ἅγιος Πατήρ «προσοχή μεγάλη» στίς διαπροσωπικές καί πνευματικές σχέσεις «ἵνα μή παγιθευθῆτε ὑπό τοῦ πονηροῦ». Καί ἕνα ἀκόμα πράγμα, χρειάζεται νά προσέξομε: Νά ἐφιστήσομε τήν προσοχή μας ἀπό 35
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
κάθε πλάνη νά ζοῦμε στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί ὄχι στήν ἀγάπη τοῦ κόσμου καί τῶν κοσμικῶν πραγμάτων: «Νά ἀποφύγομε τόν ἐγωισμό, τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἀλαζονεία, τήν ὑπεροψία, τό μίσος, ὅταν αὐτό ἀναπτύσσεται μεταξύ των ἀνθρώπων καί νά ἀποκτήσομε τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης». Ἡ «ὑπερηφάνεια, γεννᾶ τήν αὐθάδεια, τήν ὕβρη, τήν καταφρόνηση τῶν ἀδελφῶν, τήν ὀλιγωρία (ἀδιαφορία) τῶν φτωχῶν, τή σκληροκαρδία καί τήν ἀπανθρωπία». «Ἡ ἀλαζονεία εἶναι κάκιστο πάθος καί ἡ αἰτία πολλῶν δεινῶν, γιά τήν κοινωνία. Αὐτή φέρει διαιρέσεις, προκαλεῖ σχίσματα, ἀνατρέπει τά καθεστῶτα, διαταράσσει τήν εἰρήνη, φέρει μάχες, ἀναφλέγει πολέμους, αὐτή προκαλεῖ ὅλα τά δεινά». Γιά νά βρεῖτε τόν Κύριον, ταπεινωθεῖτε μέχρι τοῦ ἐδάφους, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, γιατί ὁ Κύριος: «Βδελύσσεται τούς ὑψηλοκαρδίους, ἀγαπᾶ δέ καί ἐπισκέπτεται τούς ταπεινούς τήν καρδίαν… ἔργον ὑμῶν ἔστω ἡ ἔρευνα τῆς καρδίας ὑμῶν, μή ἐν αὐτῇ ἐμφωλεύῃ, ὡς ὄφις ἰοβόλος, ἡ ὑπερηφανία, ἡ πολύτοκος αὕτη κακία, ἡ τῷ ἰῷ αὐτῆς πᾶσαν ἀρετήν δηλητηριάζουσα καί ἀπονεκροῦσα…»15. Ἡ ἀποφυγή ἀπό τά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ. τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς ὑπεροψίας, ἀποτελοῦν προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τῆς ταπεινοφροσύνης, καί ἡ ἀρετή αὐτή μας ὁδηγεῖ στήν αὐτογνωσία, στήν ἠθική καί πνευματική ἀνύψωση καί στόν λόφο τοῦ Γολγοθᾶ, πάνω στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Χριστός. «Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι: «Δύναμη πού μᾶς ἐξυψώνει, τό ἀρραγές θεμέλιο ὅλων των ἀρετῶν, ὁδηγός ἠθικῆς ἀνύψωσης, κλίμακα ἠθικῆς τελείωσης, μέσο τῆς φιλίας καί ἐπικοινωνίας μας πρός τόν Θεόν, ἀρχή τῆς ἐπίγνωσης καί τέλος τῆς ἀληθινῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ». «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»16. «Ὁ πιστός, πού διέσπασε τά δεσμά τοῦ ἐγωισμοῦ, πού τόν περισφίγγουν … καί τόν ἐμποδίζουν νά δεῖ πέρα ἀπό τόν κύκλο τοῦ δικοῦ του ἐγώ, ξεπήδησε καί ἐλευθερώθηκε ἀπό τόν τυραννικό ζυγό τῆς δουλείας τοῦ ἐγωισμοῦ… Ἐλεύθερος ἀπό δεσμά διατρέχει ὅλη τή γῆ σέ κάθε σημεῖο τοῦ ὁρίζοντα, καί σπεύδει παντοῦ, ὅπου καλεῖ αὐτόν ἡ ἀγάπη τοῦ πλησίον… Τό εἴδωλο τοῦ ἐγωισμοῦ κατέπεσε καί συντρίφτηκε, οἱ θυσίες, οἱ 36
προσφορές καί ὁ λιβανωτός, πού προσφερόταν προηγουμένως στόν ἑαυτό του, ἤδη προσφέρονται μόνο στόν Θεόν τῆς ἀγάπης, τόν ὁποῖο ἤδη μέ ὅλη του τήν ψυχή ἀγαπᾶ καί λατρεύει. Ὅλος ἀφοσιωμένος μέ τήν ψυχή καί τήν καρδιά στόν ἀληθινό καί ζωντανό Θεόν, ξεχνάει τόν κόσμο ἀκόμα καί τό δικό του σῶμα. Τό βλέμμα του ἐνατενίζει τόν Θεόν, καί ἡ καρδιά του ἀκατάπαυστα, τόν ἀναζητεῖ… Ἡ ἀγάπη καί ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ γεμίζουν τήν καρδιά του, ὁ ὕμνος καί ἡ δοξολογία, ἡ εὐχαριστία καί ἡ αἴνεση μέ θερμότητα, ἀναπέμπονται στόν Θεόν… Ζεῖ πάνω στή γῆ, ἀλλά τό πολίτευμά του ὑπάρχει στόν Οὐρανό. Ἡ μέριμνά του στρέφεται στήν ἀκριβή ἐφαρμογή τοῦ θεϊκοῦ νόμου, καί στήν ἐκτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων κάθε φυλῆς καί κάθε ἔθνους εἶναι κοινωνία ἀδελφῶν πού τρέχει μέσα στίς φλέβες τους τό ἴδιο αἷμα, καί ποθεῖ νά ἐπεκτείνει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τίς εὐεργεσίες του. Χαίρεται ὅταν αὐτοί εὐτυχοῦν, καί λυπᾶται ὅταν αὐτοί δυστυχοῦν. Ὅλη τήν ἡμέρα ἐλεεῖ καί δανείζει καί ἡ δικαιοσύνη του μένει στόν αἰώνα…»17. Μέ αὐτή τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης εἶχε κοσμήσει τόν ἑαυτό του ὁ Ἅγιος τῆς σταυρωμένης ἀγάπης. Καθαρός ἀπό τά πάθη, ἐλευθερωμένος ἀπό τά δεσμά τοῦ ἐγώ του, ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν οἴηση, τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἀλαζονεία, τήν πλεονεξία, τή ζήλεια, τό φθόνο, τό μίσος, γεμάτος ἀπό ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιά τόν Χριστόν καί τόν πλησίον, εὕρισκε συχνά, καταφύγιο στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα στό σταυρό τοῦ Κυρίου. Μέ ἐλπίδα καί θάρρος ἀναφωνοῦσε: «Κύριος ἐμοί βοηθός καί οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος»18. Καί συνέχιζε, συνομιλώντας μέ τόν Θεόν, βλέποντας τίς πληγές τῶν συνανθρώπων του, γύρω του: «Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων κάθε φυλῆς καί κάθε ἔθνους, εἶναι συνάνθρωποί μας, εἶναι ἀδελφοί μας (μέσα στίς φλέβες τούς τρέχει τό ἴδιο αἷμα μέ τό δικό μου)… Ὅλη τήν ἡμέρα ὀφείλω νά συμπάσχω μαζί τους, νά τούς ἐλεῶ, νά μοιράζομαι τό καθημερινό ψωμί μαζί τους…». Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ κατ᾿ ἐξοχήν Ἅγιος τῆς ἀγάπης, πάνω ἀπό ὅλα ἀγαποῦσε τό Σταυρό τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἅγιος Γέροντας τῆς Πάρου Φι-
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
λόθεος Ζερβάκος, γράφει γιά τόν Ἅγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως, τόν Αὔγουστον τοῦ 1910, τά παρακάτω: «Δέν θά λησμονήσω ποτέ ἐκεῖνο, ὅπερ εἶδον εἰς τόν Ἅγιον, εἰσερχόμενον εἰς τό Ἅγιον Θυσιαστήριον ἰδίως τήν νύκτα εἰς τόν Ὄρθρον. Ὁσάκις ἔτυχε νά ὑπάγω εἰς τήν μονήν καί παρέμεινα κατά τάς ἀκολουθίας ἐντός του ἁγίου Βήματος, ἔβλεπον τόν Ἅγιον καί εἰσήρχετο καί προσέπιπτε γονυπετής εἰς τόν Ἐσταυρωμένον καί ἐναγκαλιζόμενος μέ τάς χεῖρας του τόν Τίμιον Σταυρόν, προσηύχετο στεναγμοῖς ἀλαλήτοις καί μέ δάκρυα ἔβρεχε τό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ. Τοῦτο δεῖγμα τῆς ὁλοψύχου καί ὁλοκαρδίου αὐτοῦ ἀγάπης πρός τόν Θεόν». Κοινωνοῦσε εὐλαβῶς, μαζί του καί μέ φιλάνθρωπη διάθεση μέ ὅλους τούς συσταυρωμένους πονεμένους καί πληγωμένους ἀδελφούς του. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἔδειξε ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν ἔμφυτη τάση του νά ζήσει ὡς προσωπική ὕπαρξη, ὡς ὕπαρξη πού θά κοινωνεῖ ἀγαπητικά μέ τούς ἄλλους, εἶναι ἡ πίστη πρός τόν Θεόν, ἡ ἔξοδος ἀπό τό ἐγώ του, ἀπό τόν ἀτομισμό του, ἀπό τόν «ὑπερβατικό ἐγωισμό» τῆς ἀτομικῆς σωτηρίας, καί ἡ ἐνασχόλησή του μέ τό διπλανό του, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός καί ὅπως καί ἄν εἶναι. Αὐτό ἀκριβῶς, ἔπραξε ὁ Μεγάλος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, κάθ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του, ὡς Ἐφημέριος στήν Ἀλεξάνδρεια, ὡς Μητροπολίτης Πενταπόλεως, ὡς Ἱεροκήρυκας στήν Εὔβοια καί στή Φωκίδα, ὡς Δ/ντής τῆς Ριζαρείου, ὡς Πνευματικός Πατέρας καί Καθοδηγητής τῶν μοναζουσῶν τῆς Ἱ. Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό ἴδιο ἔργο συνεχίζει νά πράττει καί μετά τήν κοίμησή του μέ τήν διά θαυμάτων διακονία του, βηματίζοντας, ἀκατάπαυστα, «ἐν μέσῳ τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν στά Νοσηλευτικά Ἱδρύματα» καί «ἐν μέσῳ τῶν Σχολῶν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως». Ὁ Περικλῆς, στόν περίφημο «Ἐπιτάφιο» λόγο του, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Θουκυδίδης, χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο πού ἀσχολεῖται μόνο μέ τόν ἑαυτό του καί ὄχι καί μέ τούς ἄλλους -μέ τά κοινά- ὡς ἀχρεῖο. «Οὐκ ἀπράγμονα -λέγει- ἀλλ᾿ ἀχρεῖον τόν τοιοῦτον νομίζομεν». Ἡ ἐνασχόληση ὅμως, μέ τούς ἄλλους, πρέπει νά ἐκδηλώνεται ἀγαπητικά.
Νά εἶναι ἐνασχόληση προσφορᾶς, ὄχι ἀποκλειστικά ὑλικῆς, οἰκονομικῆς, ἀλλά καί ἠθικῆς, διαθέσεως χρόνου γιά συνομιλία καί συμμετοχή στίς ἀνησυχίες, στούς προβληματισμούς, στόν πόνο τῶν ἄλλων. Καί ὁ Χριστός, ἔδωσε ξεχωριστή βαρύτητα στό καθῆκον τῆς προσφορᾶς, λέγοντας «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν»18. ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 1. Μυστικισμός εἶναι τό φιλοσοφικό καί θεολογικό δόγμα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν τέλεια γνώση, στήν ἔσχατη πραγματικότητα, μέσα ἀπό τήν ἔκσταση πού ὁδηγεῖ σέ μιά ἀναγωγική κίνηση τοῦ πνεύματος πρός τό ὑπερβατικό καί τελειώνεται μέ τήν ἄμεση βίωση τῆς ἕνωσης μέ τό θεῖο κατά μυστηριώδη, ἀκατάληπτο καί ἄρρητο τρόπο-ΑΝΤ. Ὀρθολογισμός, νοησιαρχία. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2002. Οἱ Ἕλληνες Πατέρες, ἀντί τοῦ ὅρου «μυστικισμός», προτιμοῦν τή χρήση τοῦ ὅρου «Θεῖος ἔρωτας», μυστική γνώση. Περισσότερα στό Georges Marnellos, La connaissance mystique d’ apres H. Bergson a la lumiere de la Theologie mystique de l’ Eglise Orthodoxe, Centre d’ etudes de la culture orthodoxe, Ayios Nikolaos, Crete, 1994. 2. Ποιμαντική, Ἐκδόσεις Ρηγόπουλος, Θεσ/νίκη 1974, 47-50. 3. Ἡ Θεολογία μετά τό «θάνατο τοῦ Θεοῦ», Ἐκδόσεις Ἀθηνά, 1973, σ. 73-74 καί 106 κ.ἕ. 4. Α΄ Κολασ. 3,11. 5. Μᾶρκ. 12,30. 6. 31η Ἐπιστολή, 15-11-1907, Ποιμαντικές Ἐπιστολές, ἐκδόσεις «Ὑπακοή», Ἀθῆναι 1993, σ. 145147. 7. Ὅπ.π., σ. 147. 8. Ὅπ.π., σ. 147-148. 9. 4,8. 10. Ἰω. 3,16. 11. Α΄ Ἰω. 3,10. 12. Ματθ. 5,43 καί 22,39, Α΄ Ἰω. 3,11. 13. Ἰω. 15,12-17, Α΄ Ἰω., κεφ. 4. 14. Ἐπιστολή 12η, Ποιμαντικές Ἐπιστολές, ὅπ.π., σ. 150-153. 15. Ὅπ.π. σ. 83 καί 154. Ἁγίου Νεκταρίου «Τό Γνῶθι σαὐτόν», Στ΄ ἔκδοση, Νεκτάριος Παναγόπουλος, Ἀθήνα 2003, σ. 192, 194. 16. Ἁγίου Νεκταρίου, Χριστολογία, Ἔκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα, σ. 187, 189. 17. Χριστολογία, ὅπ.π., σ. 29-31. 18. Πράξ. 20, 35.
37
Οἱ τελευταῖοι ἀσκητές τοῦ Κρητικοῦ Νότου Ἀντωνίου Ἐμμ. Στιβακτάκη, ἐκπαιδευτικοῦ-συγγραφέως
Τ
ό Νοέμβριο τοῦ 2000 μ.Χ., λίγες μόνο μέρες πρίν συμπληρωθεῖ ἡ 2η μ.Χ. χιλιετία, «ἔκλεισε» ἡ μακραίωνη ἡρωική πνευματική παράδοση τῶν νοτίων κακοτράχαλων παραλίων τῆς ἁγιοτόκου μεγαλονήσου Κρήτης. Γιατί τή μέρα αὐτή, Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2000, κοιμήθηκε «ὁσιακῶς καί θεαρέστως» τόν ὕπνο τῶν δικαίων ὁ Γέροντας Θεοδόσιος μοναχός, ὁ τελευταῖος ἀσκητής τοῦ Κρητικοῦ Νότου, ὅπως εὔστοχα τόν ὀνόμασε στό «περίπυστον» ἔργο του «Μοναστήρια καί Ἐρημητήρια τῆς Κρήτης» ὁ δημοσιογράφος καί συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης. Κοιμήθηκε σ᾽ ἕνα χρονικό καί μαζί πνευματικό ὁρόσημο, σηματοδοτώντας τό τέλος μιᾶς ὁλόκληρης ἐποχῆς. Μιᾶς ἐποχῆς, πού ἄφησε ἀνεξίτηλα τά ἅγια ἴχνη της στήν ἱστορική μνήμη καί σημάδεψε καταλυτικά τήν ἱστορία ὄχι μόνο τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, ἀλλά καί ὁλόκληρης τῆς χριστιανοσύνης. Λίγα χρόνια πρίν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Γέροντα Θεοδοσίου εἶχαν κοιμηθεῖ τόν ὕπνο τῶν δικαίων τρεῖς ἀκόμη Πατέρες, πού μόναζαν καί αὐτοί στά ἀσκηταριά καί στά ἡσυχαστήρια τοῦ Κρητικοῦ Νότου, «κλείνοντας» ἔτσι τό μνημειῶδες κεφάλαιο τῆς μακραίωνης ἀναχωρητικῆς παράδοσης τῆς περιοχῆς. Πρόκειται γιά τό μοναχό Γεννάδιο Τζεκάκη († 1983), πού ἀσκήτεψε στό ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἄννας στήν Ἀκουμιανή Γιαλιά, τό μοναχό Νεόφυτο Μαρκάκη (†1992), πού ἀσκήτεψε σέ ὅλα σχεδόν τά ἀσκηταριά τῶν Ἀστερουσίων καί τόν Ἱερομόναχο Εὐμιένιο Χαριτάκη (†1995), πού ἀσκήτεψε στό ἀσκητήριο τῶν Τριῶν Ἐκκλησιῶν στά ἀνατολικά Ἀστερούσια. Ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι καί οἱ τέσσερις τελευταῖοι ἀσκητές τοῦ Κρητικοῦ Νότου κατάγονταν ἀπό τά ἀνατολικά χωριά τῆς Ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου Ρεθύμνου τοῦ σημερινοῦ
38
ὁμώνυμου Δήμου (Ἀκτούντα, Πλατανές, Σακτούρια, Ἀκούμια), τῶν ὁποίων οἱ κάτοικοι διακρίνονται γιά τήν ἐμμονή τους στήν παράδοση, γιά τά φιλομόναχα αἰσθήματά τους καί γιά τήν ἀφοσίωσή τους στήν Ἐκκλησία. Βέβαια κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκλείσει τό γεγονός ὅτι πιθανόν νά ὑπῆρχαν κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα καί ἄλλοι «ἄγνωστοι» στούς ἀνθρώπους, ἀλλά γνωστοί στόν Θεό ἀσκητές στά Ἡσυχαστήρια τοῦ Κρητικοῦ Νότου. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ μαρτυρία τήν ὁποία κατέγραψε ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδάκης στό σημαντικότατο ἔργο τοῦ «Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος καί ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ». Ἡ ἐν λόγῳ μαρτυρία εἶναι συγκλονιστική καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁ γράφων ἄκουε διηγήσεις στενῶν συγγενῶν του Γερόντων τοῦ χωριοῦ τῆς καταγωγῆς του (Πρινιᾶς Μονοφατσίου), οἱ ὁποῖοι παραβρέθηκαν στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽50 στήν ταφή τοῦ ἐρημίτη, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄγνωστος καί ἀσκήτευε στό φαράγγι «Ἀμπᾶς», ὅπως τό ὀνομάζουν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Παράνυμφοι Μονοφατσίου. Ὁ ἀσκητής αὐτός ἔχοντας προορατικό χάρισμα, ἀποκαλύφθηκε μόνος του σέ ἕνα βοσκό καί τοῦ εἶπε νά πήγαινε μαζί μέ ἄλλους τήν ἑπόμενη ἡμέρα, διότι θά πέθαινε καί νά ἔπαιρναν τό σῶμα του νά τό κατέβαζαν, γιά νά κηδευθεῖ στίς Τρεῖς Ἐκκλησίες, πού τότε ἦταν Μετόχι τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ μέ μόνιμο Ἱερομόναχο. Πράγματι, τήν ἑπομένη πῆγαν καί τόν βρῆκαν νεκρό μέ τήν ἀνάλογη νεκρική στάση, ἔκαμαν φορεῖο ἀπό κλαδιά καί τόν κατέβασαν ἀπό τόν «Ἀμπᾶ» μέ μεγάλη δυσκολία στίς Τρεῖς Ἐκκλησίες, ὅπου κηδεύθηκε καί ἐτάφη στήν αὐλή τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας. Δυστυχῶς ὅμως οἱ καταπατητές τοῦ χώρου ἔχτισαν σπίτι σ᾽ ἐκεῖνο τό μέρος καί χάθηκε
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ὁ τάφος καί ἑπομένως καί τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου. Ὁ ἀσκητής αὐτός ἔζησε μέ ἄκρα κακοπάθεια, διότι συντηροῦνταν ἀπό ὅσα τοῦ προσέφερε ἡ φύση τῆς ἐρήμου αὐτῆς τῆς περιοχῆς. Ὁ τόπος τῆς ἄσκησης τοῦ «Ἀμπᾶς» εἶναι προφανές ὅτι εἶχε φιλοξενήσει καί παλαιότερα ἄλλο ἐρημίτη καί εἶχε πάρει ἡ περιοχή τό ὄνομα «Ἀββᾶς», πού σημαίνει ἐρημίτης, ἀσκητής, Γέροντας καί μέ τά χρόνια ἐπεκράτησε νά λέγεται Ἀμπᾶς». Στή συνέχεια θά γίνει σύντομη ἀναφορά στούς τέσσερις τελευταίους ἀσκητές τοῦ Κρητικοῦ Νότου καί ἰδιαίτερα στόν τελευταῖο ἀπό αὐτούς, τό Γέροντα Θεοδόσιο μοναχό, τόν ἀσκητή τῆς Ἀκουμιανῆς Γιαλιᾶς, «τόν τελευταῖο των τελευταίων» ἀσκητῶν τοῦ Κρητικοῦ Νότου, τόν ὁποῖο εἶχα τήν εὐλογία νά γνωρίσω ἀπό κοντά, νά τόν ἐπισκεφθῶ πολλές φορές στό ταπεινό καί φιλόξενο ἡσυχαστήριό του καί νά γίνω κοινωνός τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του καί τῶν λόγων του. Μοναχός Γεννάδιος Τζεκάκης (1887 -1983 μ.Χ.) Ὁ μοναχός Γεννάδιος ὀνομαζόταν κατά κόσμιον Ἰωάννης Τζεκάκης καί γεννήθηκε περί τό ἔτος 1887 στό χωριό Ἀκτούντα Ἁγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Ἦταν παιδί πολύτεκνης οἰκογένειας καί οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἐμμανουήλ καί Αἰκατερίνη. Σέ ἡλικία 15 ἐτῶν πῆγε ὡς δόκιμος στή Μονή Κουδουμᾶ καί στή συνέχεια ἔγινε μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Γεννάδιος. Μετά ἀπό 17 ἔτη πνευματικῆς ἄσκησης στή Μονή Κουδουμᾶ, ὑπό τήν ὑπακοή τοῦ Γέροντος Περθενίου καί ἐν συνεχείᾳ τοῦ Γέροντος Εὐμενίου, ἀναχώρησε ἀπό τό μοναστήρι καί πῆγε στό ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἄννας στήν Ἀκουμιανή Γιαλιά, ὅπου συνέχισε τήν πολύχρονη ἀσκητική ζωή του. Ἐδῶ ἔζησε «κατά μόνας» πάνω ἀπό ἑξήντα ἔτη, ζωντας βίον ἀπράγμονα καί διαθέτοντας τό χρόνο του στήν προσευχή, στή νηστεία καί στή διδασκαλία ἐκείνων πού ὁδοιποροῦσαν κι ἔφταναν ἕως τό ταπεινό ἡσυχαστήριό του, γιά νά πάρουν τήν εὐχή του. Κοιμήθηκε τόν ὕπνο τῶν δικαίων στίς 16 Μαρτίου 1983 καί τάφηκε στό Ἡσυχαστήριό
Μοναχός Γεννάδιος Τζεκάκης.
του στήν Ἁγία Ἄννα τῆς Ἀκουμιανῆς Γιαλιᾶς. Οἱ κάτοικοι τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τόν εὐλαβοῦνταν ἰδιαίτερα καί τόν θεωροῦσαν ἰσάξιο παλαιῶν ἀσκητῶν. Μοναχός Νεόφυτος Μαρκάκης (1910 -1992 μ.Χ.) Ὁ μοναχός Νεόφυτος ὀνομαζόταν κατά κόσμον Νικόλαος Μαρκάκης καί γεννήθηκε τό 1910 στό χωριό Πλατανές Ἁγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Μοναχός ἔγινε τό 1936 στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου - Κουδουμᾶ. Στή συνέχεια μόνασε σέ ὅλα σχεδόν τά ἀσκηταριά τῶν Ἀνατολικῶν Ἀστερουσίων (Ἅγιος Νικήτας, Ἅγιος Παῦλος Παρανύμφων κ.ἄ), διάγοντας «κατά μόνας» σκληρή ἀσκητική ζωή, ἀσκώντας βία στόν ἑαυτόν του, παραβλέποντας τό ἴδιον θέλημα, ποθώντας καί ἐπιδιώκοντας «πάση θυσία» τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Συγκεκριμένα μόνασε, μεταξύ ἄλλων ἀσκηταριῶν, καί στόν Ἅγιο Νικόλαο, πού ἦταν Με-
39
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Μοναχός Νεόφυτος Μαρκάκης.
τόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ, στήν Ἁγία Παρασκευή Παρανύμφων, στόν Ἅγιο Παῦλο Παρανύμφων, στόν Ἅγιο Νικήτα Ἀχεντριᾶ, στό Μαριδάκι, στόν Ἅγιο Ἰωάννη καί κατά καιρούς στή Μονή Κουδουμᾶ. Γιά κάποιο χρονικό διάστημα ἀσκήθηκε πνευματικά στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Γνώριζε καί ἀφηγοῦνταν πολλές παραδόσεις καί ἱστορίες ἀπό τή ζωή καί τούς πνευματικούς ἄθλους τῶν παλαιοτέρων, ἀλλά καί τῶν νεότερων ἀσκητῶν τῶν Ἀστερουσίων, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες διέσωσε ὁ Νίκος Ψιλάκης στό μνημειῶδες ἔργο του «Μοναστήρια καί Ἐρημητήρια τῆς Κρήτης». Κοιμήθηκε τόν ὕπνο τῶν δικαίων στίς 3 Μαρτίου 1992 στόν Ἅγιο Γεώργιο Σελινάρη, ὅπου ἐγηροκομεῖτο, καί τάφηκε στή Μονή Κουδουμᾶ. Ἱερομόναχος Εὐμένιος Χαριτάκης (1922 -1995 μ.Χ.) Ὁ Ἱερομόναχος Εὐμιένιος ὀνομαζόταν κατά κόσμον Ἐμμανουήλ Χαριτάκης καί γεννήθηκε τό ἔτος 1922 στό χωριό Σακτούρια Ἁγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γεώργιος καί ἡ μητέρα του Μαρία. Ὁ πατέρας του πέθανε νωρίς καί ἔμεινε
40
ὀρφανός σέ μικρή ἡλικία. Ἡ εὐσεβής μητέρα του εἶχε πνευματική σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ. Μάλιστα μετά τόν πρόωρο θάνατο τοῦ συζύγου της πῆγε στόν Κουδουμᾶ, ἄφησε ἐκεῖ ὡς δόκιμο μοναχό το γιό της καί ἡ ἴδια χειροθετήθηκε μοναχή μέ τό ὄνομα Παρθενία, ἐνδύθηκε τό μοναχικό σχῆμα καί ἐπέστρεψε στό χωριό της, ὅπου διῆγε τό μοναχικό βίο μέ ἐγκράτεια, νηστεία, ἐργασία καί προσευχή. Παράλληλα ἀγωνιζόταν γιά τήν καλή ἀνατροφή καί ἀποκατάσταση τῆς μοναχοκόρης της. Ὁ Ἐμμανουήλ προσῆλθε στόν Κουδουμᾶ πρίν ἀπό τήν Κατοχή, πέρασε ἐπιτυχῶς τό στάδιο τῆς δοκιμασίας καί στή συνέχεια ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Εὐμένιος. Στή Μονή Κουδουμᾶ παρέμεινε ἀρκετά χρόνια τηρώντας μέ ἀκρίβεια τή μοναχική ζωή. Ἀργότερα, τό ἔτος 1948, χειροτονήθηκε ἀπό τόν τότε Ἐπίσκοπο Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Εὐγένιο Ψαλλιδάκη Ἱεροδιάκονος καί τόν ἴδιο χρόνο Πρεσβύτερος. Ἀπό τόν Κουδουμᾶ «μεταφυτεύθηκε» στήν πανέρημη τότε περιοχή τῶν Τριῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπου ἀσκήθηκε πνευματικά «κατά μόνας» τά ὑπόλοιπα χρόνια της ἐπίγειας ζωῆς του. Παράλληλα ἐξυπηρετοῦσε ὡς ἐφημέριος τίς πνευματικές καί λατρευτικές ἀνάγκες διαφόρων χωριῶν τῆς εὐρύτερης περιοχῆς (Καπετανιανά, Πρινιᾶς, Παράνυμφος, Μουρνιά) μεταβαίνοντας σ᾽ αὐτά ἀπό τίς Τρεῖς Ἐκκλησιές μέ τό ὑποζύγιό του, «σκαρφαλώνοντας» στά κακοτράχαλα μονοπάτια, χειμώνα καλοκαίρι, πολλές φορές κάτω ἀπό δύσκολες καιρικές συνθῆκες. Ὅταν πῆγε στίς Τρεῖς Ἐκκλησίες, ὁ Ἱερομόναχος Εὐμένιος ἦταν ἐντελῶς μόνος στήν ἄγρια ἐρημιά τῆς περιοχῆς. Σήμερα δυστυχῶς τό φυσικό περιβάλλον ἔχει ἀλλοιωθεῖ, ἡ περιβαλλοντική ἁρμονία καί ἡ γαλήνη ἔχουν διαταραχθεῖ ἀπό τή δημιουργία ἑνός οἰκισμοοῦ «ἀνάρχως ἀνεπτυγμένου». Ὁ Ἱερομόναχος Εὐμένιος Χαριτάκης, ὁ τελευταῖος ἀσκητής στίς Τρεῖς Ἐκκλησίες, πού εἶχε τήν εὐτυχία νά «ἀπολαύσει» ἐπί πολλά ἔτη τή γαλήνη, τήν ἐρημία, τήν πρωτόγονη ὀμορφιά καί τή γλυκύτατη σκληρότητα τῆς περιοχῆς, κοιμήθηκε τόν ὕπνο τῶν δικαίων στίς 15 Ἰουνίου 1995 καί τάφηκε στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας, τῆς μίας ἀπό τίς Τρεῖς Ἐκκλησίες (οἱ ἄλλες δύο τιμοῦνται στή Με-
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί στόν Ἅγιο Γεώργιο), στόν τάφο πού εἶχε ταφεῖ καί ἡ μητέρα του μοναχή Παρθενία. Μοναχός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (1908 - 2000 μ.Χ.) Τόν γνώρισα μιά πολύ σημαντική μέρα τῆς ζωῆς μου. Ἦταν ἡ μέρα τοῦ γάμου μου μέ τή θυγατέρα τῆς ἀγαπημένης του πρωτεξαδέλφης καί τόν ἀντίκρισα γιά πρώτη φορά μέσα στόν περικαλλή Ναό τοῦ Ἁγίου Τίτου στό Ἡράκλειο νά στέκεται ἀνάμεσα στό πλῆθος εὐθυτενής, μεγαλοπρεπής, σοβαρός, συγκινημένος, δίνοντας τήν ἐντύπωση ὅτι καθ᾽ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου προσευχόταν ἐκ βαθέων. Ἐκείνη τή μέρα ἔμαθα πώς ἦταν ὁ Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης, πρωτεξάδελφος τῆς πεθερᾶς μου, καί ἀσκοῦνταν πνευματικά στήν περιοχή τῆς Κατεβατῆς Ἀκουμίων, ὅπου εἶχε δημιουργήσει μέ πολλούς κόπους καί μεγάλες θυσίες τό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, τόν ὁποῖο ἰδιαίτερα εὐλαβεῖτο. Ὅταν πλησίασε, μεταξύ των πρώτων, νά μᾶς εὐχηθεῖ, θεώρησα ἐκείνη τή στιγμή μεγάλη εὐλογία καί καλό πνευματικό ἐφόδιο γιά τήν ἀρχή τῆς καινούργιας ζωῆς μας. Αὐθόρμητα ἔσκυψα καί τοῦ φίλησα τό χέρι μέ μεγάλο σεβασμό κι αὐτός, βλέποντας τήν πηγαία καί εἰλικρινή ἔκφραση τῶν συναισθημάτων πού εἶχαν πλημμιυρίσει τήν ψυχή μου, μοῦ τό ἀνταπέδωσε στό πολλαπλάσιο, ἀγκαλιάζοντάς με, φιλώντάς με καί λέγοντάς μου νά εἶναι εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό ἡ καινούργια ζωή μου. Ἔκτοτε συνδέθηκα μαζί του στενά καί πάντα, ὅταν πήγαινα στά Σαχτούρια, περνοῦσα ὁπωσδήποτε ἀπό τό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στήν Κατεβατή, γιά νά δῶ τό Γέροντα, νά πάρω τήν εὐχή του καί νά συζητήσουμε. Αὐτή ἡ πολύχρονη, πλέον τῶν δεκαοχτώ ἐτῶν, ἐπικοινωνία μου μαζί του ὑπῆρξε πνευματικῶς καρποφόρα καί ἄφησε τά ἅγια ἴχνη του στή συνείδησή μου. Θά μοῦ μείνει ἀξέχαστη ἡ ἤπια μορφή του, ἡ ἁπλότητά του, ἡ συγκατάβαση μέ τήν ὁποία ἀντιμετώπιζε τό συνομιλητή του, ἡ ἁγνότητά του, ἡ ἀγαθή ψυχή του, ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του στόν Θεό καί ἡ συνεχής ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του. Πολλές φορές συζητώντας μοῦ ἔλεγε: «Τί λές, δάσκαλε, θά σω-
θοῦμε; Θά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός;» Καί τό ἔλεγε αὐτό μέ ἁπλότητα καί ἁγνότητα μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλά καί μέ ἐπίγνωση ὅτι αὐτό ἦταν καί εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου πάνω στή γῆ καί ἰδιαίτερα τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ. Ἐκεῖ, στό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, δημιούργησε ὁ Γέροντας Θεοδόσιος, μέ ἐξαντλητική προσωπική ἐργασία, μιά ἀληθινή ὄαση. Τρεῖς μικρούς κατανυκτικούς ναούς, ἀφιερωμένους στήν Παναγία, στόν Ἅγιο Ἀντώνιο καί στόν Ἅγιο Νεκτάριο. Στό Ναό τῆς Παναγίας ὁ Γέροντας τοποθέτησε μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας μεγάλων διαστάσεων μέ τήν προσωνυμία «Ρόδον τό Ἀμάραντον», πού ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία γιά τό ἡσυχαστήριο καί γιά ὁλόκληρη τήν περιοχή. Κάποτε τοῦ ζήτησα νά μοῦ διηγηθεῖ τήν ἱστορία τῆς ζωῆς του. Δίστασε... Δέν ἔδειξε ἐνδιαφέρον. «Τί σημασία ἔχουν ὅλα αὐτά;», μοῦ εἶπε, «σημασία ἔχει νά μποῦμε στόν Παράδεισο. Θά τά καταφέρουμε;». Μπροστά ὅμως στήν ἐπιμονή μου ὑποχώρησε καί ἱκανοποίησε πολύ συνοπτικά τήν «περιέργειά» μου. Γεννήθηκε στά Ἀκούμια Ἁγίου Βασιλείου τό ἔτος 1908 καί ἦταν τό πέμπτο κατά σειρά ἀπό τά ἕξι παιδιά τοῦ Στυλιανοῦ Δαμβακεράκη καί τῆς καταγόμενης ἀπό τά Σαχτούρια Μαρίας τό γένος Κοτσυφάκη. Ὅταν τόν βάφτισαν, τόν ὀνόμασαν Θεμιστοκλῆ. Ἡ οἰκογένειά του διακρινόταν γιά τήν εὐσέβειά της καί τήν προσήλωσή της στίς θρησκευτικές παραδόσεις. Σέ ἡλικία 14 περίπου ἐτῶν ἕνα θαυμαστό γεγονός, πού συνέβη στό νεαρό Θεμιστοκλῆ στήν Κατεβατή, κοντά στόν παλαιό, ἐρειπωμένο τότε, ναό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὑπῆρξε καθοριστικό γιά τή μετέπειτα ζωή του. Νέος στρατεύθηκε καί πολέμησε στό βορειοηπειρωτικό μέτωπο, στό ὁποῖο, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, διατηρήθηκε «ἀβλαβής καί καθαρός». Ἐπιστρέφοντας ἀπό τό μέτωπο στήν Κρήτη πέρασε ἀπό τήν Καλαμάτα, ὅπου ἔγινε μοναχός σέ μοναστήρι τῆς περιοχῆς, στό ὁποῖο παρέμεινε ἑπτά χρόνια. Μετά ἐπέστρεφε στά Ἀκούμια καί ἄρχισε νά δημιουργεῖ στήν Κατεβατή τό ὑπέροχο ἔργο του. Ἀνοικοδόμησε τόν παλαιό Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, τή στέγη, τό τέμπλο, τόν περίβολο τοῦ ναοῦ. Στή συνέχεια διαμόρφωσε τόν περιβάλλοντα χῶρο, ἔφτιαξε γύρω-γύρω
41
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
μπεντένι, μικρά κελιά, φύτεφε δέντρα καί διαμόρφωσε τό χῶρο γιά τή δημιουργία ἑνός μικροῦ κήπου, γιά νά ἐξασφαλίσει τά ἀναγκαῖα γιά τή λιτή διατροφή του. Στή συνέχεια ἔχτισε τό Ναό τῆς Παναγίας στή θέση ἑνός τεράστιου βράχου, πού ὑπῆρχε στό βορειοδυτικό ἄκρο τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Μέσα σ’ αὐτό τό Ναό τοποθέτησε τή μεγάλη εἰκόνα «Ρόδον τό Ἀμάραντον» μέ κεντρικό πρόσωπο τήν Παναγία καί γύρω ἀπ’ Αὐτήν μικρότερες εἰκόνες, ἐνσωματωμένες στή μεγάλη, σχετικές ἐπίσης μέ τήν ἐπί γῆς ζωή τῆς Θεομήτορος. Ἀργότερα, λίγο ἀνατολικότερα ἀπό τό Ναό τῆς Παναγίας, ἔχτισε καί τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τόν ὁποῖο ὁ Γέροντας εὐλαβεῖτο πολύ. Στό χτίσιμο τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου βοήθησαν σημαντικά καί ἀνιδιοτελῶς οἱ τεχνίτες πού οἰκοδόμησαν τόν Ναό τῆς Παναγίας, ὕστερα ἀπό ἕνα θαυμαστό γεγονός πού ἔγινε κατά τό χτίσιμο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ καί ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες. Ὁ Γέροντας καμάρωνε ταπεινά τό Ἡσυχαστήριό του, αὐτό τό ὑπέροχο δημιούργημα τῶν χειρῶν του, καί κυρίως τῆς πίστεώς του καί τῆς ἀπόλυτης καί χωρίς ὅρους ἀφοσίωσής του στόν Θεό. Ἡ πόρτα τοῦ Ἡσυχαστηρίου ἦταν πάντα ἀνοιχτή καί ἡ φιλοξενία ἀβραμιαία. Τό «τυπικό» της φιλοξενίας του ἦταν χαρακτηριστικό. «Πήγαινε στόν Ἅγιο Ἀντώνιο νά προσκυνήσεις καί θά ἔρθω κι ἐγώ σέ λίγο», ἔλεγε στόν προσκυνητή, ἀφοῦ πρῶτα τόν χαιρετοῦσε καί τοῦ ἔδινε τήν εὐχή του. Σέ λίγο ἐρχόταν καί ὁ ἴδιος στό μικρό, κατανυχτικό ναό. Σοῦ ἔλεγε νά καθίσεις καί καθόταν κι αὐτός στό στασίδι δίπλα στό ἀναλόγιο. Μέ ἀγάπη, μέ ἁπλότητα, μέ ταπείνωση, μέ διάκριση συζητοῦσε μαζί σου καί κυρίως τόν ἄκουγες νά μιλεῖ καί νά ἀπαντᾶ σέ ὅ,τι τόν ρωτοῦσες. Πάντα ἦταν ἐμφανής ὁ πόθος του καί ἡ πνευματική «ἀγωνία» του γιά τή σωτηρία ἔστω καί μιᾶς ψυχῆς. Στή συνέχεια στό μικρό κελάκι του μέ τήν «καλογερική ἀκαταστασία», πού ὅμως ἀνέδιδε πνευματική εὐωδία, συνεχιζόταν ἡ συζήτηση καί ἡ φιλοξενία. Ὅταν ἔφευγες, σοῦ ἔδινε ἀπαραίτητα μοσχοθυμίαμα, φτιαγμένο ἀπό τόν ἴδιο μέ νηστεία, προσευχή καί δάκρυα. Κι ἐσύ ἀναχωροῦσες ἀναπαυμένος ψυχικά καί λαχταροῦσες πότε θά ἐρχόταν ξανά ἡ ὥρα νά τόν
42
συναντήσεις καί πάλι. Ὁ Γέροντας ἐπισκέφθηκε δύο φορές τό πνευματικό προπύργιο τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ, τό Ἅγιον Ὄρος, τό πάντερπνο καί πανεύοσμο Περιβόλι τῆς Παναγίας, στό ὁποῖο ἀσκεῖται πνευματικά καί ἕνας κατά σάρκα ἀνιψιός του, γιός τῆς ἀδελφῆς του Καλλιόπης. Τότε ἐπισκέφθηκε στό Κουτλουμουσιανό Κελί τῆς Παναγούδας τόν Γέροντα Ὅσιο Παΐσιο (1924 - 1994), τό μεγάλο ἀθωνίτη ἀσκητή, καί μίλησαν ἀρκετή ὥρα οἱ δύο τους. Ἡ χαρά του ἦταν ἀπερίγραπτη, ἔκανε πραγματικά σάν μικρό παιδί, ἔπλεε σέ πελάγη πνευματικῆς εὐτυχίας, γιατί ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ ἔδειξε εἰλικρινή ἀδελφική ἀγάπη καί τοῦ εἶπε ὅτι τό ἔργο πού ἐπιτελεῖ στό ἡσυχαστήριό του στήν Κατεβατή Ἀκουμίων εἶναι εὐάρεστο στόν Θεό. Ἔκτοτε, ὅταν τόν ρωτοῦσε κανείς γιά τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἔλεγε: «Γιά νά ὠφεληθεῖς, πηγαίνοντας στό Ἅγιον Ὅρος, πρέπει νά πᾶς μέ πρόθεση καί ἀπόφαση μετάνοιας...» καί συμπλήρωνε πώς «κάθε μοναστήρι, παιδάκι μου, εἶναι κι ἕνα μικρό Ἅγιον Ὄρος, πού μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά σώσομε τήν ψυχή μας». Πῆγε καί στούς Ἁγίους Τόπους τρεῖς φορές. Ἐπισκέφθηκε καί προσκύνησε ὅλα τα μέρη στά ὁποῖα ἄφησε τά ἅγια ἴχνη τῆς παρουσίας Του στή γῆ ὁ Χριστός καί ἔλαβε «ἀνακαινιστικόν βάπτισμα» στά κρυστάλλινα «ρεῖθρα» τοῦ Ἰορδάνη. Λίγο πιό κάτω ἀπό τό Ἡσυχαστήριό του στήν Κατεβατή ἀσκοῦνταν ὁ Γέροντας Γεννάδιος στήν Ἁγία Ἄννα, στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἀκουμιανῆς Γιαλιᾶς. Ἔζησαν μαζί 35 χρόνια, ἐπισκεπτόταν ὁ ἕνας το Ἡσυχαστήριο τοῦ ἄλλου καί τούς ἔδενε ἀδελφικός πνευματικός δεσμός. Ὁ Γέροντας Θεοδόσιος εἶχε «δι’ ἀλληλογραφίας» ἐπικοινωνία μέ πολλούς πιστούς σ’ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα. Ἀπαντοῦσε σ᾽ ὅλες τίς ἐπιστολές πού ἔπαιρνε καί τό ἔκανε αὐτό ὥς τά βαθιά του γεράματα, παρά τή σωματική του ἀδυναμία. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐκδήλωνε γιά ἄλλη μιά φορά τή γνήσια ἀδελφική ἀγάπη του πρός τό συνάνθρωπο, γιατί ὁ γέροντας ἔλεγε συχνά ὅτι τόν Θεό θά τόν ἀγαπήσομε πραγματικά μέ τήν ἀγάπη, τή συγκατάβαση καί τή βοήθεια πού θά προσφέρομε στούς συνανθρώπους μας.
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Εἶχε πάντα στό νοῦ του τούς καλούς λογισμούς, ποτέ δέ σκεφτόταν οὔτε περνοῦσε ἀπό τό μυαλό του τό κακό. Ἡ σκέψη του «ταξίδευε» πάντα στά δροσόλουστα, χλοερά, μυροβόλα λιβάδια τῶν καλῶν λογισμῶν, δεῖγμα κι αὐτό ἀνεξίκακης καί φιλόκαλης καρδιᾶς. Ὅταν ἔπαθε σοβαρή ζημιά ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἀπό φωτιά, πού προκλήθηκε μᾶλλον ἀπό κάποιο ἀναμμένο κερί, μοῦ εἶπε μέ ἁπλότητα, ἁγνότητα καί ἐπιχειρηματολογία μικροῦ παιδιοῦ: «Ἴσως ἦταν ἀπό τόν Θεό νά γίνει αὐτό, γιά νά φτιάξω ἄλλο καμπαναριό, γιατί τό παλιό ἦταν ἑτοιμόρροπο καί ὑπῆρχε σοβαρός κίνδυνος γιά τούς προσκυνητές». Στίς συζητήσεις του μέ τούς κοσμικούς ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τόνιζε πάντα μέ ἔντονο τρόπο τή χοϊκή καταγωγή καί προέλευση τοῦ ἀνθρώπου, τή ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά καί τήν καθοριστική σημασία πού ἔχει γιά τόν ἄνθρωπο ἡ παροῦσα ζωή γιά τήν κατάκτηση τῆς αἰώνιας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀξιοποιήσει στό ἔπακρον καί μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν ἐπίγεια ζωή του, γιά νά κατακτήσει καί νά ἀπολαύσει πνευματικά τήν οὐράνια καί αἰώνια ζωή. Ἔδινε ἰδιαίτερη σημασία στό θέμα τῆς νηστείας, θεωρώντας την βασικό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ. «Χωρίς νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή», ἔλεγε, «δέν πολεμοῦνται τά ἀνθρώπινα πάθη» καί συνιστοῦσε ἰδιαίτερα τήν «πνευματική νηστεία», δηλαδή τή «νηστεία»τῶν παθῶν, τῶν ἀδυναμιῶν, τῶν ἀνθρώπινων λαθῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν. Γιά νά ἐνισχύσει τούς πιστούς, πού τόν ἐπισκέπτονταν καί τοῦ ἐξέφραζαν τόν προβληματισμό καί τήν ἀπογοήτευσή τους γιά τή σημερινή κατάσταση τοῦ κόσμου καί τήν πνευματική κούραση, πού τούς προκαλοῦσε αὐτή ἡ κατάσταση, ἔλεγε μέ πειστικότητα: «Τό τριαντάφυλλο δέ χάνει τήν εὐωδιά του, ἀκόμη κι ἄν πέσει μέσα στή λάσπη...Τό χρυσάφι, ἀκόμη κι ἄν ἀνακατευθεῖ μέ τό χῶμα, δέ χάνει τήν ἀξία καί τή λάμψη του. Ἔτσι καί ὁ πιστός, ὁ ἀληθινά πιστός ἄνθρωπος, δέ χάνει τήν πίστη του καί τήν πνευματικότητά του, ζωντας μέσα στόν κόσμο». Ὁ Γέροντας ἀκολουθοῦσε τό παλαιό ἡμερολόγιο κατά τό ἁγιοταφίτικο καί ἁγιορείτι-
Μοναχός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης ( φωτ. Ν. Ψιλάκη).
κο πρότυπο. Εἶχε κοινωνία καί μνημόνευε κανονικά τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων καί αἰσθανόταν ὀδύνη, γιατί αὐτό τό θέμα ταλαιπώρησε καί ταλαιπωρεῖ ἀκόμη τήν Ἐκκλησία. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν γι᾽ αὐτό τό θέμα, ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Πνευματικά σωστό εἶναι τό παλαιό ἡμερολόγιο, ἐπιστημονικά εἶναι τό νέο ἡμερολόγιο. Ὅμως ἀπό μόνο του τό ἡμερολόγιο δέ σώζει. Χρειάζεται ἀγώνας πνευματικός, αὐταπάρνηση, ἀποταγή τοῦ ἰδίου θελήματος, πίστη καί ὑπακοή». Ὁ ἴδιος ἔκανε ὑπακοή στόν ἑκάστοτε Ἐπίσκοπο Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων μέ ἐπιστέγασμα τήν παραχώρηση τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου του στήν Ἱερά Μητρόπολη Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων. Ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι εἶχε ἄριστες πνευματικές σχέσεις μέ τόν οἰκεῖο Μητροπολίτη Σεβ. κ. Εἰρη-
43
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ναῖο, ὁ ὁποῖος τόν ἐπισκεπτόταν συχνά στό Ἡσυχαστήριό του καί ὁ Γέροντας τόν δεχόταν πάντοτε μέ γνήσια πνευματική χαρά, ἀγάπη καί βαθύτατο σεβασμό. Μάλιστα κατά τήν τέλεση τῆς κηδείας του ἔγινε στό Ἡσυχαστήριό του Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, χοροστατοῦντος τοῦ ἴδιου τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων κ. Εἰρηναίου. Ὁ Γέροντας Θεοδόσιος εἶχε ἐπίσης ἀδελφική σχέση καί πνευματική ἐπικοινωνία μέ τόν Ἱερομόναχο π. Εὐμένιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτη Ἠλία Ρουστίκων, τόν Ἱερομόναχο π. Μακάριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ, τόν Ἀρχιμανδρίτη π. Νεκτάριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καλυβιανῆς καί πολλούς ἄλλους Γέροντες καί Πνευματικούς. Ὁ Γέροντας Θεοδόσιος ὑπηρέτησε τόν Θεό πολλές δεκαετίες μέ πνευματικό ἡρωισμό, αὐτοθυσία καί αὐταπάρνηση καί ἀξιώθηκε νά φθάσει σέ βαθύτατο γῆρας, ἔχοντας «καθαρότητα νοός» καί ζώντας πάντα ἔντονα τήν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ζωή. Τήν Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2000 ἡ ἁγνή ψυχή τοῦ ταπεινοῦ τελευταίου ἀσκητῆ τοῦ ἁγιοτόκου Κρητικοῦ Νότου, ὅπως εὔστοχα ὀνόμασε τό Γέροντα Θεοδόσιο στό περιπυστο ἔργο του «Μοναστήρια καί Ἐρημητήρια τῆς Κρήτης» ὁ διακεκριμένος συγγραφέας καί δημοσιογράφος Νίκος Ψιλάκης, ἔσπασε τά γήινα δεσμά καί πέταξε στήν ἀπεραντοσύνη τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ, στό αἰώνιο φῶς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τήν ἑπόμενη μέρα πλῆθος ἱερέων μέ ἐπικεφαλῆς τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων κ. Εἰρηναῖο καί ἑκατοντάδες πιστῶν προέπεμψαν τό μακαριστό Γέροντα στήν τελευταία ἐπίγεια κατοικία του, στόν «οἶκο του», ὅπως ὁ ἴδιος ὀνόμαζε τόν τάφο του, πού τόν εἶχε φτιάξει πολλά χρόνια πρίν δίπλα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἦταν ὅλοι σίγουροι, εἴμαστε ὅλοι ὅσοι τόν γνωρίζαμε σίγουροι ὅτι ὁ Θεός περίμενε τήν ἁγιασμένη ψυχή του στίς ὄχθες τῆς ἐπουρανίου Τιβεριάδος, γιά νά ἀπευθύνει στόν Γέροντα τό εὐαγγελικόν: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ, ἐπί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σέ καταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου
44
σου». ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ Σ’ αὐτή τή μελέτη προσπαθήσαμε νά κάνουμε μιά σύντομη περιδιάβαση σ' ἕνα θέμα μεγάλης θρησκευτικῆς, πνευματικῆς καί ἱστορικῆς σημασίας, παρουσιάζοντας «ἐν πάσῃ συντομίᾳ» τήν πλούσια πνευματική καρποφορία τοῦ ἁγιοτόκου Κρητικοῦ Νότου. Ἑνός τόπου, ἰδιαίτερα τῆς περιοχῆς τῶν Ἀστερουσίων «πεποτισμένου μέ ὁσιομαρτυρικά αἵματα καί πεποικιλμένου μέ ροάς δακρύων» στό Ὄνομα καί Χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ πνευματική παράδοση ὑπῆρξε ἀνθηρά πλέον τῶν χιλίων ἐτῶν καί ἔφθασε ἕως καί τόν 20ό αἰώνα, ἀποδεικνύοντας κατά τόν πλέον ἐμφανή καί ἀπόλυτο τρόπο ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε σέ διαχρονικό πλαίσιο τό θαυμαστό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητος, ὁ Ἀποστολοπαράδοτος ἀγωγός τῆς Ἁγιοτριαδικῆς Χάριτος, ἡ πατερανάβατη κλίμακα τῆς θεώσεως, ἡ ἀκαταπόντιστη κιβωτός τῆς πολυπόθητης σωτηρίας». Σήμερα δυστυχῶς αὐτή ἡ ὑπερχιλιόχρονη παράδοση τοῦ Κρητικοῦ Νότου ἔχει σχεδόν σβήσει!! Μόνο τά δεκάδες ἐρειπωμένα ἤ καί χωρίς ὑλικά ἴχνη Μοναστήρια, τά ἑκατοντάδες ἔρημα κελιά, ἡσυχαστήρια καί ἐρημητήρια, τά σπήλαια, οἱ σπηλαιώδεις ναοί καί οἱ ὀπές τῆς γῆς, πού φιλοξένησαν στό παρελθόν ἑκατοντάδες ἐρημίτες, ὑπάρχουν ἀκόμη καί διαλαλοῦν μέ τήν παρουσία τους καί τή «βοῶσα» σιωπή τους τήν πνευματική αἴγλη τῶν περασμένων αἰώνων. Βέβαια ὑπάρχουν καί στίς ἡμέρες μας κάποιες πνευματικές ἀναλαμπές, κάποιες πνευματικές ἀσκητικές νησίδες στόν ἁγιοτόκο Κρητικό Νότο. Ὑπάρχουν ἀκόμη κάποια Μοναστήρια στά ὁποῖα ἕνας ἕως δύο, τό πολύ τρεῖς μοναχοί, ἀσκοῦνται πνευματικά καί σηκώνουν στούς στιβαρούς ὤμους τους τήν πνευματική παράδοση αἰώνων. Μακάρι αὐτές οἱ μικρές μοναστικές ἑστίες νά ἀποτελέσουν τή «μικράν ζύμην», πού θά πολλαπλασιαστεῖ καί θά ἀναγεννήσει πνευματικά «ἐν καιρῷ τῷ δέοντι» ὁλόκληρο τόν Κρητικό Νότο.
Χρηστικό Λεξικό τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Δρ. Γεωργίου Ν. Αἰκατερινίδη, τ. Δ/ντῆ Ἐρευνῶν Κέντρου Λαογραφίας Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
Κ
υκλοφόρησε πρόσφατα ἕνα νέο, διαφορετικό ἀπό τά μέχρι τώρα γνωστά, Χρηστικό Λεξικό τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας, ἔκδοση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, σ’ ἕνα Τόμο 1820 σελίδων, 4ου σχήματος, τρίστηλο μέ ἔγχρωμα λήμματα (Ἀθήνα 2014, Ἐθνικό Τυπογραφεῖο). Τό Λεξικό αὐτό ἀποτελεῖ πραγματικό ἐκδοτικό ἄθλο πού καταξιώνει καί ἀξιοποιεῖ ἐπωφελέστατα συλλογική ἐπιστημονική προσπάθεια, παρουσιάζοντας μέ ἐπιστημονικό τρόπο καί ἐπιστημονικά ἐξακριβωμένα τήν πραγματική μορφή τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας, τόν γλωσσικό πλοῦτο της καί τίς θαυμάσιες ἐκφραστικές δυνατότητές της, ὅπως σημειώνει προλογικά ὁ κ. Βασ. Χ. Πετράκος, Γενικός Γραμματεύς τοῦ Ἀνωτάτου Πνευματικοῦ Ἱδρύματος τῆς χώρας. Τά λήμματα καταχωροῦνται σέ μονοτονικό, μέ ἀναγραφή τους, ὅπου χρειάζεται, καί στό πολυτονικό σύστημα, μέ τόν συλλάβισμό τους καί μέ ἰσοδύναμες ὀρθογραφήσεις πού δηλώνται στήν κεφαλή τοῦ λήμματος, ἐνῶ ἀποδεκτές ὀρθογραφήσεις καταγράφονται βάσει ἀλφαβητικῆς σειρᾶς γιά παραπομπή στό κύριο λῆμμα. Ὁμόηχες λέξεις μέ διαφορετική σημασία καταγράφονται ὡς χωριστά λήμματα, ἡ προφορά δηλώνεται ὅταν συνεπάγεται σημασιολογική ἤ ὑφολογική διαφοροποίηση, οἱ σημασίες τοῦ λήμματος κατατάσσονται πρωτίστως μέ βάση τό χρηστικό τους ἀντίκρυσμα καί τή στατική τους συχνότητα, ὁ ὁρισμός εἶναι κατά τό δυνατόν, σύντομοι καί τά παραδείγματα παρατίθενται πρῶτα μέ τήν κύρια καί κατόπιν μέ τή μεταφορική ἤ συνεκδοχική σημασία. Ἀρετές πού καθιστοῦν ὄντως τό Λεξικό αὐτό χρηστικό, ὅπως τονίζει ὁ Γενικός
Συντονιστής τῆς ἔκδοσης, διαπρεπής Ἱεραπετρίτης, κ. Χριστόφορος Γ. Χαραλαμπάκης, καθηγ ητ ή ς Γλω σσολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθ ην ῶ ν, ἐπικεφαλῆς τῆς σύνταξης καί ἐπιμέλειάς του, μέ συνεργάτες πολυάριθμη ὁμάδα φιλολόγων καί μέ Συμβουλευτική Ἐπιτροπή πλειάδα Ἀκαδημαϊκῶν . Ἡ τιμή τοῦ Λεξικοῦ εἶναι 48 Εὐρώ, γιά φοιτητές ὅμως καί ἐκπαιδευτικούς εἶναι 35 Εὐρώ ἀπό τό Βιβλιοπωλεῖο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Πανεπιστημίου 25-29 (Στοά Κοραῆ) τηλ. 210-3239381. 45
Θρησκευτικά βιώματα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας Κωστῆ Ἠλ. Παπαδάκη, Θεολόγου-συνταξ. Φιλολόγου
Δ
έν ὑπάρχει μεγαλύτερη καί ἱερότερη ἑβδομάδα στό λειτουργικό ἔτος ἀπό τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, κατά τήν ὁποία ὁ πιστός λαός μας γεύεται καί βιώνει τό θεῖο Πάθος τοῦ Κυρίου. Εἶναι γεγονός ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς, μέσα ἀπό τίς ἀκολουθίες καί τά τελούμενα στόν ἱερό ναό, οἱ πιστοί ζοῦν μίαν ὁλοζώντανη ἐπανάληψη τοῦ θείου Δράματος, ἀπό τό Μαρτύριο καί τή Σταύρωση μέχρι καί τήν πανηγυρική Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θρησκευτική συγκίνηση ἀνεβαίνει στό ὑψηλότερο δυνατό σημεῖο καί οἱ καρδιές φτερουγίζουν σέ ὕψη θρησκευτικῆς ἔξαρσης δυσανάβατα στίς ὑπόλοιπες ἡμέρες τοῦ χρόνου. Καί ἀξίζει, νομίζω, νά παρακολουθήσουμε τό φαινόμενο αὐτό τῆς πίστης τοῦ ὀρθόδοξου ἑλληνικοῦ λαοῦ, τίς μέρες αὐτές τῆς Μ. Ἑβδομάδας, μέσα ἀπό ὁρισμένα λειτουργικά ἔθιμα καί πατροπαράδοτες ἐκδηλώσεις. Ὅταν, λοιπόν, ἔρθει τό βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, ἡ ἐκκλησία ντύνεται στά μαῦρα. Μαῦρες κορδέλες κρεμιοῦνται ἀπό τά καντήλια καί τίς εἰκόνες, ἡ Ἁγία Τράπεζα σκεπάζεται μέ μαῦρα καλύμματα καί οἱ παπάδες φοροῦν τά πένθιμα ἄμφιά τους. Τό ἴδιο βράδυ, τήν ὥρα τῆς πένθιμης ἀκολουθίας τοῦ Νυμφίου καί ὅταν ἀπό τούς ψάλτες ψάλλεται τό γλυκόηχο τροπάριο «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται», ὁ ἱερέας ἐξέρχεται ἀπό τό ἱερό κρατώντας τήν εἰκόνα τοῦ «ἑλκόμενου πρός τό Πάθος» Χριστοῦ. Εἶναι ἡ στιγμή τῆς ἄφιξης ἐν μέσῳ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Νυμφίου, ἀπό τή γνωστή παραβολή τῶν «Δέκα Παρθένων» τοῦ Εὐαγγελίου. Τήν ὥρα αὐτήν τό ἐκκλησίασμα συνηθίζει νά κρατεῖ ἀναμ46
μένα κεράκια, στήν ἐπιθυμία του νά δείξει καί τή δική του ψυχική ἀνάταση καί ἀγρυπνία, ἀκριβῶς ἀνάλογη πρός αὐτήν τῶν «φρονίμων παρθένων», ἐνῶ τά φῶτα τῆς ἐκκλησίας σβήνουν καί ὅλα βυθίζονται στό κατανυκτικό σκοτάδι τῶν κεριῶν. Ἔτσι κατανυκτικά ζεῖ καί βιώνει ὁ πιστός λαός τά γεγονότα τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, μέχρι τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν ὁ ἱερέας ψάλλοντας τό «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου …» βγάζει τόν Ἐσταυρωμένο καί τόν προβάλλει ἐνώπιον τῶν πιστῶν, στό μέσον τῆς ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά τή στιγμή πού ὁ Κύριος συρόμενος καί ὑβριζόμενος ἀπό τούς Ρωμαίους στρατιῶτες, μέ τόν Σταυρό στόν ὦμο, ὁδεύει τό ἀνηφορικό καί δύσβατο μονοπάτι τοῦ Γολγοθᾶ. Οἱ καρδιές ὅλων χτυποῦν δυνατά, τά μάτια δακρύζουν, καί οἱ πιστοί ἔκθαμβοι γονατίζουν μέ εὐλάβεια μπροστά στό μυστήριο, στό ἀνέκφραστο μεγαλεῖο τῆς ταπείνωσης τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τή στιγμή αὐτήν ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀπό σύμβολο ντροπῆς καί καταισχύνης γίνεται -γιά ὅσους εἰλικρινά καί ἀνυπόκριτα τόν ἀποδέχονται- σέμνωμα καί σύμβολο δόξας καί τιμῆς. Ὁ πιστός λαός μέ δέος παρακολουθεῖ τήν ἀλλαγή αὐτήν, πού προϋποθέτει μία μοναδική καί μεγαλειώδη ἔκρηξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο καί τίς ἀδυναμίες του. Τήν ἄλλη μέρα, τή Μεγάλη Παρασκευή, τό πένθος γίνεται ἀκόμα πιό μεγάλο καί καταλυτικό. Τά πρόσωπα ὅλων εἶναι βαθιά θλιμμένα καί ὅλοι οἱ στοχασμοί τῶν πιστῶν στρέφονται ἀποκλειστικά πρός τό θεῖο δράμα. Στή μέση τῆς ἐκκλησίας γεμάτος ἀνοιξιάτικα λουλούδια «κείτεται»
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ὁ μεγάλος Νεκρός, ὁ δικός τους Νεκρός. Οἱ καμπάνες σέ ὁρισμένους, δυστυχῶς, ναούς σήμερα -σέ ὅλους τους ναούς σέ παλιότερες ἐποχές- χτυποῦν πένθιμα ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ, πού θά γίνει ἡ ἔξοδος καί ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου στούς δρόμους τῆς πόλης ἤ τοῦ χωριοῦ. Πρῶτα-πρῶτα, καί πρίν ἀπό τήν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου, πάνω ἀπό τόν ἀγαπημένο μεγάλο Νεκρό, ἐκεῖ στή μέση τῆς ἐκκλησίας, οἱ πιστοί, ἄντρες καί γυναῖκες, μικροί καί μεγάλοι, θά ψάλλουν τόν ἐπίσημο θρῆνο τῆς Ἐκκλησίας, τά γνωστά σέ ὅλους ἐγκώμια, πού ἀρχίζουν μέ τά ἡμιστίχια: «Ἡ ζωή ἐν τάφῳ», «Ἄξιόν ἐστι» καί «Αἱ γενεαί πᾶσαι». Παράλληλα, πάντως, μέ τόν ἐπίσημο αὐτόν θρῆνο τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν καί τά θρηνητικά λαϊκά μοιρολόγια, πού, ἴσως, τραγουδιοῦνται ἀκόμα καί σήμερα ἀπό τίς γυναῖκες σέ μερικά ἀπομονωμένα χωριά, γύρω ἀπό τόν Ἐπιτάφιο, τήν ὥρα πού ἄλλες νεότερες κοπέλες τόν στολίζουνε. Μετά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου, ὁ κόσμος ὅλος σκυφτός θά περάσει κάτω ἀπό τόν μεγάλο Νεκρό του, γιά νά πάρει κάτι ἀπό τήν εὐλογία καί τή θεία χάρη Του. Καί ἔτσι οἱ πιστοί φτάνουν στό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Σέ παλιότερες
ἐποχές συνήθιζαν νά φτιάχνουν ἕναν ἀχυρένιο ἄνδρα, πού τόν κρεμοῦσαν ψηλά, ἔξω στήν αὐλή τῆς ἐκκλησίας. Τό ὁμοίωμα αὐτό παρίστανε τόν Ἰούδα κρεμασμένο, σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό λόγο καί «ἀπελθών ἀπήγξατο». Στή συνέχεια, μέ ἀνείπωτη χαρά καί ἀγαλλίαση ὁ πιστός λαός παρακολουθοῦσε τό κάψιμο τοῦ μυσαροῦ προδότη ἔξω ἀπό τόν ἱ. ναό. Τό ὄμορφο αὐτό ἔθιμο σήμερα συνεχίζεται, ἴσως, σέ ἀρκετά χωριά, δέν παρατηρεῖται, ὅμως, καθόλου στίς πόλεις. Ἐκφράζει μίαν πράξη δικαιοσύνης πού ὁ λαός, συμμετέχοντας ἐνεργά, τήν περιμένει μέσα σέ ἕνα ζωηρό, αὐθόρμητο καί γνήσιο ξέσπασμα ἐσωτερικῆς χαρᾶς καί ἀγαλλίασης. Τά ἀνθρώπινα στήθη πού ἀπό τό βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων καί πιό πολύ, ἀκόμα, ἀπό τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ζοῦσαν κάτω ἀπό μιά συνεχή καί καταθλιπτική ἀτμόσφαιρα πένθους, τώρα χαίρονται κατάβαθα, μέσα στήν καρδιά τους, τό μέγα γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς δίκαιης τιμωρίας τοῦ μισητοῦ προδότη. Ὅμως, τά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα καί οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ πιστοῦ μας λαοῦ κατά τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς μποροῦν νά ἀποτελέσουν ἕνα ξεχωριστό, ἀπό τό παρόν, ἄρθρο.
47
Τό δράμα τῆς τραγωδίας τοῦ ἱστορικοῦ Σπηλαίου τῆς Μιλάτου Ἐμμανουήλ Σαβοϊδάκη, Συνταξ. Ἐκπαιδευτικοῦ Ὤ τήν πανώρια λευτεριά, κανείς νά μήν ξεχάσει, ποσ᾿ ἀκριβά οἱ πατέρες μας τήν ἔχουνε ἀγοράσει!
Σ
ἕνα ἀπό τούς ἑκατοντάδες βωμούς της, πού ἔχουν στήσει μέ τό αἷμα καί τίς θυσίες τους, τά ἡρωϊκά παιδιά τῆς λενεντογέννας πατρίδας μας Κρήτης, ἐπισκέφθηκε ὁ Ἐκδρομικός Μορφωτικός Σύλλογος Ἡράκλείου, ἕνα Κυριακάτικο, φθινοπωρινό πρωινό τοῦ Ὀκτώβρη, τοῦ γλυκύτατου αὐτοῦ μήνα τῆς ἑλληνικῆς φύσης, τοῦ ἁγιασμένου μέ τή μνήμη τοῦ Μυροβλήτη Ἁγίου Δημητρίου καί δαφνοστεφανομένου μέ τή δόξα τοῦ Σαράντα. Ἔτσι ὕστερα ἀπό μιά θαυμάσια διαδρομή κατά μῆκος τῶν βορείων ἀκτῶν της, πού τίς δέρνουν ἀνελέητα οἱ ἄγριες τραμουντάνες, καί πού ἄλλες εἶναι ἀπότομες καί ἄξενες καί ἄλλες ἤρεμες, φιλόξενες καί γελαστές, ὅλο το φῶς καί τό χρῶμα, φτάσαμε μεσημεράκι στό γραφικό χωριό τῆς Μιλάτου, κουρνιασμένο στήν ἀγκαλία μικρῶν φαλακρῶν γήλοφων, κακοτρόχαλων καί μέ ἀναιμική θαμνώδη χαρουπόμορφη βλάστηση, μέ καρπερά ὅμως γόνιμα καί ὁμαλά ἀμπελοχώραφα καί ξαπλώνονται μέχρι τήν παραλία πού βρίσκεται τό ἐπίνειό της, μέ ὄμορφες κατοικίες, καταστήματα καί ξενοδοχεῖα. Τά γραφικά παραδοσιακά σοκάκια τοῦ χωριοῦ διατηροῦν ἀκόμη καί σήμερα τό χρῶμα τοῦ παλιοῦ Κρητικοῦ ἀρχοντικοῦ, μά καί φτωχόσπιτου, καθαροῦ καί νοικοκυρεμένου, μέ τίς πετρόχτιστες καμαρόπορτες, μέ τήν ἡμερομηνία στό κλειδί καί τό χοντρό σιδερόκλειδο στήν κλειδωνιά τῆς αὐλόπορτας, μέ γλάστρες, ὅλο πολύχρωμα λουλούδια καί βασιλικά στίς αὐλές καί παρτέρια τῶν παραθύρων. Μιά μεγάλη ἐκκλησία κι ἕνα σχολεῖο στήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ χαιρετοῦν τόν ἐπισκέπτη, λαμπροφορεμένα, πεντακάθαρα καί χαμογελαστά. 48
Ἀνάμεσα στό καλόγνωμο αὐτό χωριό καί τήν παραλία πού βρίσκεται σήμερα τό ἐπίνειό του, βρίσκονται τά ἐρείπια τῆς ὁμώνυμης ἀρχαίας πόλης τῆς Μιλάτου, πού τό σημερινό χωριό διατηρεῖ ἀμετάβλητό το ἀρχαῖο ὄνομά του. Μίλητος ἦταν ὁ Δωρικός τύπος τῆς ἀρχαίας Ἰωνικῆς Μιλήτου, τήν ὁποία ἵδρυσαν οἱ κάτοικοι τῆς ἀρχαίας Μινωικῆς Μιλάτου, ὁδηγημένοι ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ Μίνωα Σαρπιδώνα. Εἶχε φαίνεται μεγάλη ναυτική δύναμη, ἄξιους ναυτικούς καί τολμηρούς θαλασσοπόρους γιά νά μποροῦν νά φτάσουν μέχρι τά παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας νά χτίσουν πόλη καί νά κάνουν ἀποικία, μεταφέροντας τό πνεῦμα καί τόν πολιτισμό τῆς ἔνδοξης πατρίδας τους. Πατρίδα τοῦ Πανδάρεω πού ἔκλεψε κατά τήν Μυθολογία τό σκύλο τοῦ Δία καί τόν παρέδωσε στόν Τάνταλο ἦταν ἡ Μίλατος. Γιά τήν πράξη του βέβαια αὐτή τιμωρήθηκε σκληρά ἀπό τόν Δία, σκοτώνοντας αὐτόν καί τή γυναίκα του καί ἀφήνοντας ὀρφανές τίς τρεῖς πανέμορφες κόρες του, τήν Ἀηδόνα, τήν Κλεοθήρα καί τή Μερόπη, τίς ὁποῖες ἀνέλαβε νά προστατέψει ἡ Ἀφροδίτη. Ὅμως καί οἱ ἄλλες Θεές τήν συνέδραμαν φαίνεται σ᾿ αὐτό, ἔτσι ἡ Ἥρα τούς ἔδωκε τή φρόνηση καί τό κάλλος, ἡ Ἄρτεμις τό λιγερόκορμο ἀνάστημα καί ἡ Ἀθηνά τούς δίδαξε τά γυναικεῖα ἔργα. Ὅμως ὅταν ἡ Ἀφροδίτη πῆγε στό Δία γιά νά ζητήσει εὐτυχισμένο γάμο γιά προστατευόμενές της, οἱ Ἄρπυες τίς ἅρπαξαν καί τίς παρέδωκαν στίς Ἐρινύες γιά νά τίς ἔχουν σκλάβες. Αὐτά μᾶς διηγεῖται ὁ Ὅμηρος στό σχετικό μύθο. Τήν Μίλατο τελικά κατέστρεψαν οἱ Λύττιοι τό 3ο π.Χ. αἰώνα καί ἅρπαξαν τά κτήματα τῶν κατοίκων της καί τούς θησαυρούς της. Ἀνασκαφές πού ἔγιναν Ν.Δ. τοῦ χωριοῦ ἀπό τόν Στέφ. Ξανθουδίδη τό 1919 μαρτυροῦν τήν ὕπαρξη τῆς ἀρχαίας αὐτῆς πόλης τῶν Ὑστε-
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ρομινωϊκῶν χρόνων μέ πλῆθος πήλινων ἀγγείων καί ἄλλων ἐπικήδειων κτερισμάτων πού βρέθηκαν μέσα σέ πήλινες λάρνακες. Ἐκεῖνο ὅμως πού καταξιώνει τό χῶρο αὐτό σάν ἐθνικό Θυσιαστήριο καί Βωμό ἀμέτρητης προσφορᾶς στή νεότερη ἱστορία τῆς Κρήτης εἶναι τό, σέ μικρή ἀπόσταση καί Β.Δ. τοῦ χωρίου, ἱστορικό σπήλαιο. Τό ἄγριο τοῦ τοπίου, οἱ αἰχμηροί μαυρόβραχοι, τά κουμπουριασμένα ἀπό τόν ἄγριο βοριά γερασμένα χαρουπίδια, οἱ φτωχοντυμένοι μέ φύλλωμα ἀφιλόξενοι ἀγριωποί θάμνοι, ὁ τραχύς ἀνηφορικός καμπυλόγραμμος δρομίσκος, τό χαῖνον δεξιά ἀγριόμορφο φαράγγι, ἡ ἀναιμική νανώδης βλάστηση, ἡ ἔλλειψη λαλιᾶς πουλιοῦ καί μόνο λίγα ταπεινά ἀγριολούλουδα στά ξέφωτα τῶν ἄγριων θάμνων, δίνουν τήν αὐστηρή ταυτότητα τοῦ τοπίου καί ἑτοιμάζουν τόν ἐπισκέπτη, ἄν πρέπει καί ἀνυπόδητος ἀκόμη νά φτάσει στό χῶρο αὐτό τῆς θυσίας τῶν προγόνων μας. Βρισκόμαστε στίς τελευταῖες μέρες τοῦ Μάη τοῦ 1822 ὅταν οἱ χριστιανοί τῆς Κρήτης ἔβλεπαν μέ τρόμο τό πέρασμα τῶν καραβιῶν μέ μισοφουσκωμένα πανιά νά κάνουν ἐπίδειξη ἀπό τή Σητεία μέχρι τή Σούδα πού ἀποβιβάστηκαν, προερχόμενα ἀπό τήν Κάρπαθο, πού εἶχαν παραδώσει στό αἷμα καί τή φωτιά. Ἦταν ἡ ἁρμάδα τοῦ Χασάν πασᾶ ἀπό τήν Αἴγυπτο, πού ἔσερνε πίσω του σαράντα μεγάλα πολεμικά καράβια καί ὀγδόντα τέσσερα φορτηγά, μέ δέκα χιλιάδες διαλεκτά παλικάρια, Ἀλβανούς, Αἰγύπτιους, Μαμελούκους καί Μπεντουΐνους, μέ 500 καβαλάρηδες, ὅλους μισθοφόρους, ὁπλισμό ἄρτιο καί μέ ἀξιωματικούς Εὐρωπαίους ἐξώμοτες. Σκοπός τους νά πνίξουν στό αἷμα τήν ἀνταρσία τῆς Κρήτης καί νά τήν κάμουν μετά ὁρμητήριό τους, γιά τήν ἐπανάσταση τῆς ἄλλης Ἑλλάδας. Ἔτσι στίς 28 τοῦ Μάη τοῦ 1822 φουντάρισε στή Σούδα καί ἄρχισε νά ἀποβιβάζει μέ βάρκες τούς ἀραπάδες του. Οἱ ἐπαναστάτες τούς χτυποῦν καί βουλιάζουν πολλές ἀπό τίς βάρκες καί τίς φελοῦκες. Ἄλλοι σκοτώνονται μέσα στίς βάρκες καί ἄλλοι πνίγονται στή θάλασσα. Ὁ Χασάν Πασάς ὅμως κατορθώνει νά τούς βγάλει στή στεριά καί ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ἀρχίζει ἡ πορεία τοῦ ὀλέθρου, τῆς φωτιᾶς καί θανάτου, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ
αἱμοσταγής αὐτός πασάς, πού καί αὐτός ὁ Μωχάμετ Ἄλη, πού ἦταν γαμβρός του, τόν εἶχε ἀπομακρύνει ἀπό τήν Αἴγυπτο, γιατί φοβόνταν τόν τραχύ, βίαιο καί φιλόδοξο χαρακτήρα του. Μιά ἦταν ἡ διαταγή: «Νά κάμετε τήν Κρήτη ἁλώνι». Σάν ἀλαφιασμένα ἀγρίμια ὁ πληθυσμός τῆς Κρήτης ἔτρεχε στά βουνά, στά λαγκάδια, στίς σπηλιές καί τίς χαράδρες νά κρυφτεῖ. Τό σπήλαιο τῆς Κρυονερίδας καί τοῦ Ὀρνέρου στόν Ἀποκόρωνα, καί τοῦ Μελιδονίου τά ἀποκαήδια τῆς ἀνθρώπινης σάρκας στό πέρασμά του, γιά νά φτάσει καί στήν ἀνατολική Κρήτη στό Λασίθι. Τό Γενάρη τοῦ 1823 φτάνει στό Μεραμπέλλο. Τά γυναικόπαιδα γεμᾶτα ἀπό φόβο καί ὀδύνη ἔτρεχαν στά βουνά, στό κρύο καί στό χιόνι καί κρυβότανε στίς ἀπόκρημνες χαράδρες καί τά σπηλιάρια καί σάν σπουργίτια κυνηγημένα ἀπό ἄγριο γεράκι μαχεύτηκαν στό Σπήλαιο τῆς Μιλάτου, 3.700 γυναικόπαιδα μέ 150 ὁπλοφόρους, καί κούρνιασαν γιά νά σωθοῦν. Ὅμως ἕνας Βουλισμενιώτης Τοῦρκος Τερζαλῆς, καταγόμενος ἀπό ἐξωμότες Βενετσιάνους Δραγανίγους, τό πληροφορήθηκε καί εἰδοποίησε τόν Πασά. Στέλνει ἀμέσως τόν Χουσεΐν Βέη μέ 5.000 στρατό νά πιάσει ζωντανά τά κλεισμένα γυναικόπαιδα. Ὁ Διαλυνᾶς στά Ἅπαντά του γράφει: «Μ᾿ ἀσκέρια μόνο τακτικά τριάντα δυό χιλιάδες, μέ χωρίς τούς Γενίτσαρους καί τούς ἐντόπιους Τούρκους... τραβᾶ κανόνια ἑκατό καί ἄμετρους τσεπανέδες». Οἱ 2.500 ἐπαναστάτες πού ἦρθαν σέ βοήθεια ἀπό τό Λα49
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
σίθι καί τή Δυτική Κρήτη δέν μπόρεσαν νά κάμουν τίποτα. Ὁ ἀγώνας ἄνισος. Ὁ πασάς εἶχε πολυάριθμο στρατό, κανόνια, πολεμοφόδια καί τρόφιμα, ὅπως χαρακτηριστικά λέει ὁ Διαλυνᾶς. Οἱ πιό πολλοί ὁπλοφόροι τοῦ σπηλαίου ἔφυγαν μιά νύχτα γιά νά ἑνωθοῦν μέ τούς ἄλλους ἐπαναστάτες. Ἔμειναν μόνο αὐτοί πού εἶχαν μέσα γυναῖκες, παιδιά καί γονιούς. Ἡ πολιορκία κράτησε 15 ἡμέρες. Στήν πείνα καί τή δίψα τῶν πολιορκουμένων προστέθηκε τώρα καί ἡ βρῶμα τῶν νεκρῶν. Ὁ Γιάννης Μουρέλλος γράφει χαρακτηριστικά: «Μά ὅσο πήγαινε τά τρόφιμα τά λιγοστά πού εἶχαν μαζί τους τέλειωναν καί τό νερό πού εἶχε στό βάθος τό σπήλαιο δέν ἔφτανε οὔτε γιά πεντακόσιους κι αὐτοί ἦταν τέσσερις χιλιάδες. Πεινοῦσαν καί διψοῦσαν. Φριχτό πάλεμα μπρός στήν ἀδύνατη πηγή γιά ἕνα τάσι νερό καί τό νερό χυνότανε χάμω. Βοῦρκα, λάσπες, μήτε τό μισό δέν ἔπιναν, τ᾿ ἄλλο χυνότανε ἀπό τήν ὁρμή τῶν διψασμένων. Μάταια προσπαθοῦσαν οἱ γεροντότεροι νά τούς βάλουν σέ μιά σειρά καί τάξη. Γιά λίγο πειθαρχοῦσαν μά σέ λίγο ἡ δίψα τους ξεχνοῦσε τήν ἀνάγκη τῆς πειθαρχίας. Ὅποιος προλάβει». Στό σκοτάδι τοῦ σπηλαίου, μιά τρομερή κόλαση κατατυραννοῦσε τέσσερις χιλιάδες γυναικόπαιδα. Πάλευαν μέ τό χάρο μέ ἀπόγνωση. Ὁ θάνατος φτερούγισε πάνω τους. Ἄρχισαν νά πεθαίνουν γέροντες καί γριές ἀπό ἐξάντληση. Μέ τό στέρνο στεναγμό τῶν γέρων πού πέθαιναν, ἑνώνονταν οἱ πρῶτοι κλαθμοί τῶν βρεφῶν πού γεννιοῦνταν. Τίς μέρες αὐτές γεννήθηκαν 40 παιδιά. Πόνος, θρῆνος, οἰμωγές, ὀδύνες, καθμυρισμοί καί ἀγωνία συντάρασε τά φυλακισμένα γυναικόπαιδα. Οἱ Τοῦρκοι χτυποῦσαν ἀπό ἀπέναντι μέ τά κανόνια καί ἡ ἀγωνία μεγάλωνε. Στίς ἐξορμήσεις τῶν Τούρκων οἱ ὁπλοφόροι ἀμίλητοι, στεγνοί, χυμένοι, κι ἀκλόνητοι μπρός στό θάνατο χτυποῦσαν μελετημένα κάθε Τοῦρκο πού πρόβαινε στό ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου. Οἱ Τοῦρκοι ἀπελπισμένοι πιά τούς ἔδιναν ὑποσχέσεις καί τούς παρακινοῦσαν νά παραδοθοῦν. Τούς ἔκαναν ὅρκους φριχτούς νά μήν φοβηθοῦν. Τίποτα δέν θά πάθαινε ὅποιος θά παραδινόταν. Μά δέν πίστευαν τούς ὅρκους τους. Τή μόνη τους ἐλπίδα στήριζαν στούς καπετάνιους μέ τά παλικάρια τους. Μάταια. Οἱ δεκαέξι χιλιάδες στρατός 50
τοῦ Χασάν πασᾶ δέν ἄφηνε περιθώρια στούς ἐπαναστάτες. Ὁ ἀγώνας ἄνισος. Ἡ πείνα, ἡ φριχτή δυσοσμία τῶν νεκρῶν τοῦ σπηλαίου, μά περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα ἡ τρομερή δίψα πού ὅλο μεγάλωνε ἔφερνε σέ ἀπόγνωση τά γυναικόπαιδα. Ἀποφάσισαν νά παραδοθοῦν. Ὁ Χουσεΐν Βέης ἀπό τόν ἀπέναντι λόφο ὁρκιζόταν στόν προφήτη του καί στήν τιμή του, πώς δέν θά πείραζε μήτε μωρό. Ὁ Ἀλβανός αὐτός ἔδωσε ξεφωνητά μπρός σέ χιλιάδες ἄνδρες τήν ἱερή «μπέσα» του. Τήν πίστεψαν. Παραδόθηκαν. Ἄρχισαν νά βγαίνουν. Πρῶτα οἱ ὁπλοφόροι πέταξαν τά ὅπλα τους στά πόδια τῶν Τούρκων. -«Νερό, νερό!», φώναζαν ὅλοι πού ἔκαιγαν τά σωθικά τους ἀπό τή δίψα. -«Μαχαίρι στούς γκιαούρηδες», διατάσσει ὁ Χουσεΐν Βέης καί τά τριάντα παλικάρια ἄτιμα καί μπαμπέσικα σφάζονται μπρός στά μάτια τῶν γυναικόπαιδων. Τό φριχτό θέαμα τῆς παρασπονδίας τό ἀντικρυσε θρῆνος καί ὀδυρμός. Τά γυναικόπαιδα σκορπίστηκαν σάν ξεφρενιασμένο κοπάδι πουλιῶν. Κατάλαβαν ποιά τύχη τούς περίμενε. Ἔτρεχαν παντοῦ, στούς κρημνούς, μά οἱ Τοῦρκοι τά περιμάζεψαν. Ἄρχισαν τό δέσιμο. Τά κορίτσια καί τίς νέες γυναῖκες τίς ἔδεναν μέ τά μαλλιά τους σέ μιά φριχτή τραγική ἁλυσίδα. Τούς λίγους ἀνάπηρους ἄνδρες, τίς γριές καί τούς γέρους ὅλους τούς ἔδεσαν σέ κορδόνι θανατερό. -«Νερό, Νερό!» ἦταν οἱ κραυγές τῶν δύστυχων. Κτυπήματα καί κοντακιές ὅπλων ἦταν ἡ ἀπάντηση τῶν προγόνων τῶν σημερινῶν γειτόνων μας. -«Νερό, Νερό!». Σφαγή καί στραγκαλισμοί ἀπό τούς ἐπίδοξους σήμερα Εὐρωπαίους. Στό δρόμο τους οἰμωγή καί θρῆνος, καί μέσα στόν πόνο τους τό ἄγριο γέλιο τῶν Τούρκων. Ἔσκιζαν τά ροῦχα τῶν κοριτσιῶν καί τῶν γυναικῶν, ἔβγαζαν ἔξω τά στήθια τους, ὅπως τίς εἶχαν δεμένες δέκα - δέκα, εἴκοσι εἴκοσι ἀπ᾿ τά μαλλιά καί ἀσχημονοῦσαν πάνω τους γελώντας. Αὐτός εἶναι ὁ πολιτισμός τους. - «Νερό, Νερό!» φώναζαν σάν μέσα σέ φριχτό κι ἀπαίσιο ὄνειρο. Τρεῖς ἀπό τούς δεμένους ρίχτηκαν στά θολά νερά τοῦ ποταμοῦ Χελιδωνιᾶ ὅταν περνοῦσαν. Οἱ φρουροί τούς ἄφησαν νά πιοῦν ὅσο ἤθελαν καί μετά μέ κλωτσιές, κοντακιές, ραβδισμούς στό στομάχι
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
τούς σκότωσαν. Μιά ὡραιόκορμη κόρη πού ὁ συνοδός της τήν εἶχε μισογυμνώσει καί ἀσχημονοῦσε, ὅρμησε ἀπ᾿ τή γραμμή, ρίχτηκε σέ μιά στέρνα πού βρέθηκε μπρός της καί πνίγηκε. Ἡ νεκρική τραγική πομπή μέ τήν ἀτελείωτη οὐρά ἔφτασε στούς Ἀγόρους. Τά γυναικόπαιδα τά ἔφεραν στό Καινούριο Χωριό τή σημερινή Νεάπολη. Πέρασε μπρός ἀπό τόν Πασά πού στεκόταν στήν πλατεία γιά νά χαρεῖ τό θέαμα! Ὁ Χουσεΐν τοῦ χαρίζει τήν πιό ὄμορφη σκλάβα, τή Σμαράγδα τήν Καινουριοχωρίτισσα. Αὐτός τοῦ δίνει «μπαξίσι» ἑκατόν εἴκοσι φλουριά καί τόν προαγάγει σέ ὑποστράτηγο γιά τό κατόρθωμά του! Χώρισαν μετά τούς γέροντες ἀπό τίς γριές. Πεντακόσιοι σωστοί. Τούς ἔφεραν στή θέση Γραμπέλες. Διέταξε τό ἱππικό σέ μιά ὁρμητική ἐπέλαση τούς ποδοπατᾶ. Μιά ὥρα κράτησε τό ποδοπάτημα. Δέν ἔμεινε οὔτε ἕνας ζωντανός. Ἔκοψαν τά κεφάλια τους καί τά ἔκαμαν πυραμίδα θριάμβου σ᾿ ἕνα ἁλώνι, καί γύρω ἔβαλε τούς αἰχμαλώτους συγγενεῖς τους κι ἔπιασαν χορό. (Ὁ Διαλυνᾶς στήν περιγραφή τῆς τραγωδίας τῆς Μιλάτου ἐπικαλεῖται τή μαρτυρία τοῦ Χατζῆ Ὀσμάν, ἑνός ἀγαθοῦ καί τίμιου Τούρκου). Μέσα στούς αἰχμαλώτους ἦταν καί δεκαοχτώ παπάδες. Τούς ξεχώρισε κι αὐτούς, διέταξε καί τούς ἔκοψαν τά τρία πρῶτα δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ καί τήν Παρασκευή μετά τόν καθιερωμένο Ντοά (προσευχή) στό προφήτη, ἔκαψαν ζωντανούς τούς δώδεκα παπάδες, τούς ἄλλους ἕξι, τούς σκότωσαν στό Καστέλλι τῆς Φουρνῆς. Τά γυναικόπαιδα, ἀφοῦ ἔσφαξαν τά βρέφη, γιά νά μή δίνουν βάρος κι ἐμπόδιο στήν πούληση τῶν μανάδων, τά πούλησαν κι ἔκαμαν τήν εἴσπραξη τρία μερίδια. Ἕνα γιά τόν Χασάν πασά, ἕνα γιά τούς ἀξιωματικούς καί τό τρίτο γιά τό ἀσκέρι. Τίς πιό ὄμορφες κοπέλες τίς πῆρε ὁ Χασάν μέ τούς ἀνώτερους ἀξιωματικούς του καί ὠργίασαν στό κονάκι τοῦ Μαζαλοῦν Καρακάχη. Σκηνές τραγικές καί φρικτές καί φρικτές ἔσπασαν τήν ψυχή τῶν σκλάβων γυναικῶν, σάν τίς ξεχώριζαν ἀπό τά παιδιά τους καί ὁ θρῆνος τους ἀνατάραζε ὁλόκληρο τό χωριό. Αὐτό ἦταν τό τέλος τοῦ δράματος τῆς Μι-
λάτου. Τά ἐγκλήματα τά διέπραξε ὁ Χασάν πασάς στούς ἐγκλείστους τοῦ Σπηλαίου τά πλήρωσε ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες. Φεύγοντας ἀπό τή Μίλατο στρατοπέδευσε στόν κάμπο τοῦ Καστελλίου Παδιάδος, σχεδιάζοντας νά προχωρήσει πρός τή Μεσσαρά. Βγῆκε γιά σεργιάνι στόν κάμπο, τό ἄλογό του ἀφήνιασε καί τόν ἔρριξε κάτω. Δέν πρόλαβε νά πεῖ οὔτε λέξη. Τόν ἔθαψαν στό περίβολο τοῦ Ἁγίου Τίτου (Ἰω. Δ. Μουρέλου, Ἱστορία τῆς Κρήτης, σ. 555). Τό δράμα αὐτό τῆς Μιλάτου μέ τό θάνατο, τή σκλαβιά καί τόν ἐξανδραποδισμό τόσων χιλιάδων γυναικοπαίων ξάπλωσε τό βουβό πόνο, κάθε Τοῦρκο ἤ τουρκικό στρατιωτικό τμῆμα, γιά νά πάρουν πίσω τό αἷμα τῶν ἀδικοχαμένων δικῶν τους, χωρίς νά λογαριάζουν ὑστεροφημία ἤ δόξα. Ἀρκετοί ἀπό τούς ἐκδικητές πολεμιστές αὐτούς ἀναδείχθηκαν ἀργότερα σέ περίδημους ἥρωες. Μέσα στό σπήλαιο κτίσθηκε τά τελευταῖα χρόνια ναΰδριο στό ὄνομα τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, ὅπου κάθε χρόνο ἑτεροχρονισμένα βέβαι ψάλλεται ἐπιμνημόσυνη δέηση στή μνήμη τῶν θυμάτων. Ὁ χρόνος τῆς τραγωδίας μήνας Φεβρουάριος-, τό ὑψόμετρο τοῦ σπηλαίου 200 περίπου μέτρα, ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν κωμόπολη τρία (3) περίπου χλιόμετρα, τό ἀνηφορικό καί δύσβατο τῆς ἀνάβασης τῆς στενωπῆς ἀτραποῦ συντέλεσαν πιθανότατα στή μεταφορά τοῦ ἑορτασμοῦ κατά μήνα Μάϊο, γιά νά εἶναι δυνατή ἡ προσέλευση τῶν προσκυνητῶν στόν ἑορτασμό.
51
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ •Μέ ἐκκλησιαστική εὐπρέπεια καί μέσα σέ πανηγυρικό κλίμα ἑορτάσθηκε στό Φανάρι ἡ εἴσοδος στόν «νέον ἐνιαυτόν τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου». Τήν Πέμπτη 1η Ἰανουαρίου στόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό κατά τήν τελεσθεῖσα Θεία Λειτουργία χοροστάτησε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, συγχοροστατούντων Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου. Ἀκολούθησε ἡ καθιερωμένη δεξίωση στήν Αἴθουσα τοῦ Θρόνου, ὅπου τόν Πατριάρχη προσφώνησε ὁ Διευθυντής τοῦ Ζωγραφείου κ. Ἰωάννης Δεμιρτζόγλου, Ἄρχων Μ. Ρεφερενδάριος τῆς Μ.τ.Χ.Ε. καί ἀκολούθησε ἡ ὁμιλία τοῦ Πατριάρχου. •Τήν Παρασκευή 2/1 ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, συνοδευόμενος ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Καλλιουπόλεως καί Μαδύτου κ. Στέφανο, Πρωτοσυγκελλεύοντα, παρεκάθησε στό γεῦμα πού παρέθεσε σέ φιλική καί ἐγκάρδια συνομιλία στά Ἀνάκτορα Dolmabahçe ὁ Ἐξοχ. κ. Ahmet Davutoğlu, Πρωθυπουργός τῆς Τουρκίας, πρός τιμήν τῶν Θρησκευτικῶν Ἀρχηγῶν, μέ τήν εὐκαι-
ρία τῆς εἰσόδου στό νέο ἔτος. Ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους ἔθεσε στόν Τοῦρκο Πρωθυπουργό τά ἀπασχολοῦντα τήν Ὁμογένεια προβλήματα. •Μέ τή δέουσα τάξη καί λαμπρότητα ἑορτάσθηκαν τήν Τρίτη 6/1 στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τά Ἅγια Θεοφάνεια. Ὁ Οἰκουμενι52
κός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος προέστη τῆς Πατριαρχικῆς Θείας Λειτουργίας στόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγ. Ἁγιασμοῦ ἔγινε κατά τήν Πατριαρχική τάξη μετά τό τέλος τῆς Μ. Δοξολογίας τοῦ Ὄρθρου. Μετά τήν Ἀπόλυση σχηματίσθηκε πομπή ἀπό τόν Πατριαρχικό Ναό πρός τήν ἀποβάθρα τοῦ Φαναρίου, ὅπου ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης, περιστοιχούμενος ἀπό τούς συλ-
λειτουργοῦντες ἁγίους Ἀρχιερεῖς καί μέ χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες προέστη στήν τελετή τῆς καταδύσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν Κεράτιο Κόλπο καί εὐλόγησε τό πλῆθος τῶν παρισταμένων πιστῶν, ἀνάμεσα στό ὁποῖο ἦταν καί ὁ Γενικός Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος στήν Πόλη κ. Νικόλαος Ματθιουδάκης. Τόν Τίμιο Σταυρό ἀνέσυρε ἀπό τή θάλασσσα ὁ κ. Savaş Özbey, Δημοσιογράφος, στόν ὁποῖο ὁ Παναγιώτατος πρόσφερε ἀναμνηστικό μετάλλιο καί στούς ὑπολοίπους 20 κολυμβητές σταυρό. •Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης ἀπέστειλε θερμό Μήνυμα συμπάθειας καί συμπαραστάσεως πρός τόν Ἐξοχ. κ. François Hollande, Πρόεδρο τῆς Γαλλικῆς Δημοκρατίας, μέ ἀφορμή τά τρομοκρατικά γεγονότα στή Γαλλία. Ὁ Πατριάρχης σημειώνει μεταξύ ἄλλων ὅτι «ὁ φονταμενταλισμός ὑψώνει τεχνητά τείχη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τά ὁποῖα
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
μόνον ὁ διάλογος καί ὁ σεβασμός τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας ἠμποροῦν νά κρημνίσουν».
•Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος σέ τακτική συνεδρία της, τήν Τρίτη 13 Ἰανουαρίου 2015, ὁμόφωνα ἀποδέχθηκε εἰσήγηση τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς καί ἀνέγραψε στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην, ἐνῶ στή συνέχεια ἐξέλεξε παμψηφεί τῇ προτάσει τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτη κ. Εἰρηναῖο Ἀβραμίδη, πού διακονοῦσε στό Παρίσι, Βοηθό Ἐπίσκοπο τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ, μέ τόν τίτλο τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ρηγίου. • Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ἐπισκέφθηκε τήν γενέτειρά του νῆσο Ἴμβρο ἀπό 16ης ἕως 19ης Ἰανουαρίου, ὅπου εὐλόγησε τήν πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ καί Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἴμβρου στό ἀνακαινισμένο κτήριο τοῦ ὑπό ἵδρυση Ἑλληνικοῦ Γυμνασίου τῆς
Ἴμβρου (παλαιό Νηπιαγωγεῖο Ἀγριδίων). Στήν ἐκδήλωση μίλησε κατάλληλα ὁ Πατριάρχης καί ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ καί Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἴμβρου κ. Λάκης Βίγκας, Ἄρχων Μ. Χαρτοφύλαξ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, τήν Κυριακή 18 Ἰανουαρίου, ἑορτή τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν Ἀθανασίου καί Κυρίλλου Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, ὁ Πατριάρχης τίμησε μέ τήν παρουσία του τά σεπτά ὀνομαστήρια τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἴμβρου κ. Κυρίλλου. •Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης χοροστάτησε στόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό κατά τόν Μ. Ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου 24ης Ἰανουαρίου καί κατά τή Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς 25/1, ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Ἀγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἀρχιεπισκόπου ΚΠόλεως. Μετά τήν ἀπόλυση χειροθέτησε στό ὀφφίκιον τοῦ Ἄρχοντος Ἐξάρχου τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μ. Ἐκκλησίας τόν Ἐντιμ. κ. Κων/νο Σανταλτζίδη, Πρόεδρο τῆς Κοινότητος Ἁγίων Ἀποστόλων Φερίκιοϊ-Ἐπιχειρηματία, ὁ ὁποῖος ἀπάντησε στήν προσφώνηση τοῦ Παναγιωτάτου καί εὐχαρίστησε εὐγνωμόνως γιά τήν τιμή πού τοῦ ἔγινε. •Ἐπίσημη ἐπίσκεψη στό Βέλγιο καί τό Λουξεμβούργο πραγματοποίησε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ἀπό 29ης Ἰανουαρίου ἕως καί 3ης Φεβρουαρίου, προσεκλημμένος τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Λουβαίνης (KULeuven). Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Πρύτανη καθηγητή κ. Rik Torfs στό φημισμένο Πανεπιστήμιο τῆς Λουβαίνης, τοῦ ὁποίου πρό εἰκοσαετίας ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀνεκηρύχθη Ἐπίτιμος Διδάκτωρ, καί ἔδωσε διάλεξη μέ θέμα: «Ἡ Θέωσις εἰς τὴν
53
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Ὀρθόδοξον Παράδοσιν». Ὁ Πατριάρχης συναντήθηκε μέ τόν Βασιλέα τοῦ Βελγίου Φίλιππο καί στή συνέχεια μέ τόν Ὑπουργό Ἐξωτερικῶν τοῦ Βελγίου κ. Didier Reynders. Ἐπίσης, εἶχε συνάντηση μέ Ρωμαιοκαθολικούς καί Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους στό Βέλγιο. Τήν Κυριακή 1/2 ὁ Πατριάρχης χοροστάτησε κατά τόν Ὄρθρο καί τή Θεία Λειτουργία στόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Βρυξελλῶν καί τό ἑσπέρας κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ στόν Ἱ. Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Λουξεμβούργου. Τή Δευτέρα 2/2 ὁ Πατριάρχης ἐπισκέφθηκε τόν Πρωθυπουργό τοῦ Λουξεμβούργου Ἐξοχ. κ. Xavier Bettel καί τόν Μέγα Δούκα τοῦ Λουξεμβούργου κ. Ἐρρίκο, μέ τόν ὁποῖο εἶχε ἰδιαιτέρη καί μακρά συνο-
μιλία σέ φιλικό κλίμα. Τέλος, τήν Τρίτη 3/2 ἐπισκέφθηκε τήν Ἱ. Ρ/καθολική Μονή Ἁγίου Maurice Clervaux, ἐνῶ στήν ἐπιστροφή του στίς Βρυξέλλες συνηντήθηκε μέ τόν Πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδος κ. Ἀλέξη Τσίπρα. 54
•Τή Σμύρνη ἐπισκέφθηκε ἀπό 5ης ἕως καί 10ης Φεβρουαρίου, ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης, συνοδευόμενος ἀπό Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς τοῦ Θρόνου. Ὁ Πατριάρχης ἀνταποκρίθηκε σέ πρόσκληση τῆς ἐκεῖ Ὀρθοδόξου Κοινότητας, τῶν Δημοτικῶν Ἀρχῶν, τοῦ Ἐμπορικοῦ Ἐπιμελητηρίου τῆς πόλεως καί τοῦ Οἰκονομικοῦ Πανεπιστημίου Σμύρνης. Τήν Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους προέστη σέ Πατριαρχική καί Συνοδική Θεία Λειτουργία στόν ἀνακαινισμένο ναό τοῦ Ἁγίου Βουκόλου Σμύρνης. Ἐπίσης πραγματοποίησε ἐθιμοτυπικές ἐπισκέψεις στό Γενικό Προξενεῖο τῆς Ἑλλάδος στή Σμύρνη, στόν Νομάρχη Ἐξοχ. κ. Mustafa Toprak καί τόν Δήμαρχο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Δήμου Σμύρνης Ἐντιμ. κ. Aziz Kocaoğlu, καί ἄλλων Δήμων τῆς περιοχῆς, κήρυξε τήν
ἔναρξη Ἁγιολογικοῦ Συνεδρίου τοῦ Ἐμπορικοῦ Ἐπιμελητηρίου Σμύρνης, ὅπου μίλησε στά ἑλληνικά καί στά τουρκικά περί τῶν ἐν Σμύρνῃ Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί χοροστάτησε κατά τήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ στόν Ρωμαιοκαθολικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου 8/2 ὁ Πατριάρχης χοροστάτησε κατά τόν Ὄρθρο καί τή Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Φωτεινῆς καί ἀκολούθως ἐπισκέφθηκε ἐθιμοτυπικῶς τή Δήμαρχο Konak, ἐνῶ τή Δευτέρα 9/2 τό Τέμενος Hisar (Βυζαντινόν ναόν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων) στό ἱστορικό κέντρο τῆς Σμύρνης. Τήν ἴδια ἡμέρα τιμήθηκε ἀπό τό Οἰκονομικό Πανεπιστήμιο Σμύρνης μέ τήν ἀπονομή τοῦ τίτλου τοῦ Ἐπιτίμου Διδάκτορος τῆς Κοινωνιολογίας, σέ ἔνδειξη ἀναγνωρίσεως τῆς προσφορᾶς του στήν ἀνθρωπότητα καί τῆς συμβολῆς του στήν προαγωγή τοῦ Διαθρησκειακοῦ Διαλόγου.
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
καιοδοσία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χόνγκ Κόνγκ καί Ἄπω Ἀνατολῆς. •Μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα καί ἱεροπρέπεια ἑορτάσθηκε στό Φανάρι ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας 1η Μαρτίου, κατά τήν ὁποία ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος, προεξῆρχε τῆς καθιερωμένης Θείας Λειτουργίας, στήν ὁποία συλλειτούργησαν Σεβ. Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐνῶ τόν θεῖο λόγο κήρυξε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου κ. Προκόπιος. Μετά τήν Ἀπόλυση ὁ Πατριάρχης Τή Δευτέρα 9/2 χοροστάτησε καί μίλησε κατάλληλα κατά τόν τελεσθέντα Ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Σμύρνης, παρουσίᾳ πλήθους πιστῶν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη κοινότητα τῆς Σμύρνης καί ἀπό τό ἐξωτερικό, ἐνῶ ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς ὁ Πατριάρχης χοροστάτησε στόν πανηγυρίσαντα Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Τσεσμέ. •Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐπισκέφθηκε τίς Φιλιππίνες, ὕστερα ἀπό πρόσκληση τοῦ Προέδρου τῆς Γαλλίας κ. Francois Hollande καί ἐκφώνησε βαρυσήμαντη ὁμιλία στό Συνέδριο, τό ὁποῖο πραγματοποιήθηκε τό διήμερο 25 καί 26 Φεβρουαρίου στό Ἐθνικό Μουσεῖο τῆς Μανίλα, στό πλαίσιο τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου Κορυφῆς γιά τό κλίμα, πού θά λάβει χώρα στό Παρίσι τόν ἐρχόμενο Δεκέμβριο. Ὁ Πατριάρχης παρεκάθησε σέ ἐπίσημο δεῖπνο τό ὁποῖο παρέθεσε ὁ Πρόεδρος τῶν Φιλιππίνων κ. Μπενίνιο Ἀκουΐνο στό Προεδρικό Μέγαρο, ἐνῶ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶχε τήν εὐκαιρία νά συναντηθεῖ μέ τούς Ὀρθοδόξους Κληρικούς καί τίς Μοναχές πού βρίσκονται καί διακονοῦν στίς Φιλιππίνες καί ὑπάγονται στήν πνευματική δι-
ἀνέγνωσε τό καθιερωμένο Τρισάγιο «ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν πάντων τῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως ἀγωνισαμένων καί τελειωθέντων ἐν αὐτῇ» καί σχηματίσθηκε πομπή γιά τή λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στό τέλος τῆς ὁποίας ὁ προεξάρχων Πατριάρχης εὐλόγησε ἀπό τόν ἐξώστη τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἴκου τούς πιστούς. Παρέστησαν Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι, ὁ Πρέσβυς κ. Νικόλαος Ματθιουδάκης, ἡ Γεν. Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος στήν Πόλη, ἡ κ. Θεοδώρα Μπακογιάννη, πρώην Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, Καθηγητές καί μαθητές τῶν Ὁμογενειακῶν Σχολείων, ὅμιλος νέων ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς, καί πολυάριθμοι πιστοί ἀπό τήν Πόλη καί τό ἐξωτερικό.
55
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ Αρχιερατικη Θ. Λειτουργια και Μνημοσυνο για τα 30 χρονια απο την εκδημια του αοιδιμου Μητροπολιτου Πελαγονιας Νικολαου Τήν Κυριακή μετά τά Φῶτα, 11 Ἰανουαρίου, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Εὐγένιος ἱερούργησε στό καθολικό του Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Παντάνασσας Ἡρακλείου καί τέλεσε μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ ἀειμνήστου κτήτορος τῆς Μονῆς, Μητροπολίτου Πελαγονίας καί Ἐνόπλων Δυνάμεων κυροῦ Νικολάου (Ξένου), μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση τριάντα (30) χρόνων ἀπό τήν πρός Κύριον ἐκδημία του. Ὁμιλητής γιά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου κυροῦ Νικολάου ἦταν ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτ. καί Ὑποστράτηγος ἐ.ἀ. π. Νήφων Ἀλεξίου, πρ. Διευθυντής τῆς Θρησκευτικῆς Ὑπηρεσίας τοῦ Γ.Ε.Σ. καί τοῦ Γ.Ε.ΕΘ.Α., ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε στά δύσκολα χρόνια τῆς μεταπολεμικῆς περιόδου πού ὁ μακαριστός Νικόλαος ὡς μαθητής καί φοιτητής ἀρίστευσε στίς σπουδές του στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἀκολούθως φοίτησε στή Σχολή Ὑποψηφίων Ἐφέδρων Ἀξιωματικῶν Σύρου καί στή συνέχεια ἐκάρη Μοναχός στήν Ἱ. Μονή Πεντέλης καί χειροτονήθηκε Διάκονος καί Ἱερέας ἀπό τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ἐνῶ διορίσθηκε Καθητητής στήν Παιδαγωγική Ἀκαδημία Ἡρακλείου καί στή Σ.Ε.Α.Π. Ἡρακλείου καθώς καί Ἱεροκήρυκας στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγ. Μηνᾶ Ἡρακλείου ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Εὐγενίου. Ὅπως τόνισε ὁ π. Νήφων, ὡς Μητροπολίτης τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Πελαγονίας ὀργάνωσε ὑποδειγματικά καί στελέχωσε μέ ἱκανούς Κληρικούς τή Θρησκευτική Ὑπηρεσία Στρατοῦ καί ἐκτός ἀπό τήν πολύπλευρη προσφορά του στίς Ἔνοπλες Δυνάμεις καί στά στρατευμένα νειάτα τῆς πατρίδας μας, ἐργάστηκε ὡς Ἱεροκήρυκας γιά τή νεότητα μέ ὁμιλίες καί ποικίλες δράσεις μέ πλούσια κατηχητική δράση γιά τή μαθητιῶσα καί φοιτητιῶσα νεολαία τοῦ Ἡρακλείου. Τό ἔτος 1972 ἵδρυσε τό γυναικεῖο Ἡσυχαστήριο τῆς Παναγίας Παντάνασης καί δημιούργησε ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο, παιδικό καί νηπιακό σταθμό ἐνῶ παραχώρησε αἴθουσα τῶν κτηριακῶν ἐγκαταστάσεων γιά τή στέγαση τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τῆς περιοχῆς. Ἡ ἐκδημία τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Πελαγονίας τό 1984 σταμάτησε τό ὅραμά του γιά τή δημιουργία μιᾶς σύγχρονης Βασιλειάδας κοντά στήν πόλη τοῦ Ἡρακλείου καί τήν ἐπέκταση τῆς ἄσκησης τοῦ φιλανθρωπικοῦ καί κοινωνικοῦ ἔργου τῆς ἀδελφότητας, ἡ ὁποία συνεχίζει τό ἔργο του στό ἱερό Ἡσυχαστήριο. Τή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου τίμησαν μέ τήν παρουσία τους Καθηγητές, παλαιοί φοιτητές του στήν Παιδαγωγική Ἀκαδημία Ἡρακλείου, πνευματικά του παιδιά καί συνεργάτες του καί πολλοί πιστοί ἀπό τήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ Ἡρακλείου. 56
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Ο Σεβ. Μητροπολιτης κ. Ευγενιος επισκεφθηκε τα σχολεια της Μητροπολιτικης περιφερειας και διενειμε αντιτυπα Καινησ διαθηκησ σε μαθητες Γυμνασιου
Τά σχολεῖα τῆς Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης ἐπισκέφθηκε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Εὐγένιος, προκειμένου νά εὐχηθεῖ σέ ὅλη τή μαθητική κοινότητα καλή καί ἐποικοδομητική χρονιά καί νά διανείμει τό συνοπτικό ἡμερολόγιο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως γιά τό 2015 σέ ὅλους τούς μαθητές καί τό ἡμερολόγιο τσέπης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως στούς τελειόφοιτους μαθητές τῆς Γ΄ Λυκείου καί στούς Καθηγητές, καθώς καί ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔκδοση τοῦ Κοινωφελοῦς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας «Παναγία Ἀκρωτηριανή», στούς μαθητές καί τίς μαθήτριες τῆς Β΄ Γυμνασίου. Εἰδικότερα, ὁ Σεβ. ἐπισκέφθηκε διαδοχικά τήν Τρίτη 13 Ἰανουαρίου ὅλα τά τμήματα τῶν τάξεων τοῦ 1ου καί 2ου Λυκείου Ἱεράπετρας κα-
57
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
θώς καί τοῦ 1ου Γυμνασίου τῆς πόλης, τήν Τετάρτη 14/1 τό 3ο Γυμνάσιο, τό 1ο Ἐπαγγελματικό Λύκειο (ΕΠΑ.Λ.) καί τό 2ο Γυμνάσιο τῆς Ἱεράπετρας, τήν Πέμπτη 25/1 τό Ἐπαγγελματικό Λύκειο, τό Γενικό Λύκειο καί τά δύο Γυμνάσια (1ο καί 2ο) τῆς Σητείας, καθώς τό Γυμνάσιο Τουρλωτῆς, τήν Παρασκευή 16/1 τό Γυμνάσιο Κουτσουρᾶ, τό Λύκειο Μακρύ Γιαλοῦ καί τό Γυμνάσιο Χανδρᾶ, καί τέλος τή Δευτέρα 2/2 τό Γυμνάσιο Παλαικάστρου.
58
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Ο Σεβ. Μητροπολιτης ιεραπυτνησ και σητειασ Κ. Ευγενιος: •Τό Σάββατο 10 Ἰανουαρίου χοροστάτησε κατά την ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε, κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό μνημόσυνο τῶν μακαριστῶν Γεωργίου Παρακατσελάκη καί Ἰωάννου Κωνσταντακάκη στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Τριάδος Ἐνορίας Λιθινῶν Σητείας. •Τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς 11/1 τέλεσε τό Μυστήριο τῆς Βαπτίσεως τῆς θυγατρός τοῦ Αἰδ/του Ἱερέως π. Ἐμμανουήλ Προϊστάκη καί τῆς Πρεσβυτέρας Μαρίας Καραμπατζάκη, πού ἔλαβε τό ὄνομα Καλλιόπη, στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Φωτεινῆς Ἱεράπετρας. •Τήν Παρασκευή 16/1 εὐλόγησε καί ἔκοψε τήν Ἁγιοβασιλόπιτα τοῦ 3ου Κέντρου Ἐλέγχου Περιοχῆς (Κ.Ε.Π.) Ζήρου, παρουσίᾳ τοῦ Διοικητοῦ Σμηνάρχου Νικολάου Μιχαλάκη, τῶν Ἀξιωματικῶν, Ὑπαξιωματικῶν καί Ὁπλιτῶν τῆς Μονάδος. •Τό ἑσπέρας τῆς ἴδιας ἡμέρας, περιστοιχούμενος ἀπό Ἐφημερίους τῆς περιοχῆς, χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου πανηγυρικοῦ Ἑσπερινοῦ, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους καί κήρυξε ἐπίκαιρα γιά τόν θεμελιωτή τοῦ ἀναχωρητικοῦ βίου στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ἐνοριακό Ναό Ἁγίου Ἀντωνίου Μύρτου. •Tό Σάββατο 18/1, μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς ἄρτους καί στή συνέχεια ἱερούργησε καί κήρυξε τόν θεῖο λόγο στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ἐνοριακό Ναό Ἁγ. Ἀντωνίου Καλαμαύκας. •Tήν Κυριακή 18/1, μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς ἄρτους καί στή συνέχεια ἱερούργησε καί κήρυξε τόν θεῖο λόγο στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Εἰρήνης Κουτσουρᾶ. •Τό Σάββατο 24/1 παρέστη συμπροσευχόμενος κατά τήν τελεσθεῖσα Θ. Λειτουργία στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Πάντων Ἁγιασμένου Ἱεράπετρας καί τέλεσε τό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ ἰατροῦ Κων/νου Γαροφαλάκη καί τό τρίμηνο μνημόσυνο τῆς κόρης του Νίκης Γαροφαλάκη. •Τήν Κυριακή 25/1 χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό τεσσαρακονήμερο μνημόσυνο τῶν μακαριστῶν Συμεών Καρεκλάκη καί Δημητρίου Κασσωτάκη στόν Ἱερό Ἐνοριακό Ναό Ἁγίας Τριάδος Καβουσίου Ἱεράπετρας. •Τήν Πέμπτη 29/1 εὐλόγησε καί ἔκοψε τήν Ἁγιοβασιλόπιτα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τοπλοῦ στό Ἀρχονταρίκι τοῦ μοναστηριοῦ, παρουσίᾳ τῆς Ἀδελφότητος τῆς Μονῆς, μελῶν τοῦ Κοινωφελοῦς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱδρύματος «Παναγία ἡ Ἀκρωτηριανή», φίλων καί συνεργατῶν τῆς 59
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
Μονῆς, εὐχόμενος κατάλληλα στόν ἑορτάζοντα Ἡγούμενο Ἀρχιμ. Φιλόθεο Σπανουδάκη. •Τήν Παρασκευή 30/1, ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε στόν φερώνυμο Ἱερό Ναό τῆς Ἐνορίας Πεύκων. •Tήν Κυριακή 1/2 χοροστάτησε κατά την ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε, κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς Αἰκατερίνης Μεταξάκη στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Φωτεινῆς Ἱεράπετρας. •Τό ἑσπέρας τῆς ἴδιας ἡμέρας, περιστοιχούμενος ἀπό τόν Ἱερό Κλῆρο τῆς περιοχῆς, χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους καί κήρυξε κατάλληλα τόν θεῖο λόγο στόν κατάμεστο ἀπό πιστούς φερώνυμο Ἱερό Ναό τῆς πόλεως Σητείας, κάτωθεν τοῦ Ἱεροῦ Ἐνοριακοῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. •Τή Δευτέρα 2/2 χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς ἄρτους καί στή συνέχεια ἱερούργησε καί μίλησε ἐπίκαιρα στό πολυπληθές ἐκκλησίασμα στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ἐνοριακό Ναό Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου Ζάκρου Σητείας. •Τό βράδυ παρέστη στήν ἐκδήλωση κοπῆς τῆς Ἁγιοβασιλόπιττας τοῦ Ἐπιμελητήριου Λασιθίου στήν αἴθουσα ἐκδηλώσεων τοῦ Ἐπιμελητηριακοῦ κτηρίου στόν Ἅγιο Νικόλαο, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας ἔγινε καί ἡ ἀπονομή τῶν Ἐπιχειρηματικῶν Βραβείων 2014 σέ ἐπιχειρήσεις καί ἐπιχειρηματίες πού διακρίθηκαν κατά τή χρονιά πού πέρασε στούς τομεῖς τῶν ἐξαγωγῶν, τῆς καινοτομίας, τοῦ τουρισμοῦ καί τῆς κοινωνικῆς ἑταιρικῆς εὐθύνης, παρουσίᾳ τοῦ Περιφερειάρχου Κρήτης κ. Στ. Ἀρναουτάκη, τῶν Δημάρχων Ἁγίου Νικολάου, Ἱεράπετρας καί Σητείας κ.κ. Ἀ. Ζερβοῦ, Θ. Καλαντζάκη καί Θ. Πατεράκη ἀντίστοιχα καί τοῦ Βουλευτῆ τοῦ Νομοῦ Λασιθίου κ. Κ. Δερμιτζάκη. •Τήν Τετάρτη 4/2, μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου, περιστοιχούμενος ἀπό τόν Πανοσιώτατο Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τοπλοῦ Ἀρχιμ. Φιλόθεο Σπανουδάκη καί ἄλλους κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, χοροστάτησε κατά τήν τελεσθεῖσα Θεία Λειτουργία, κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους στόν φερώνυμο Ἱερό Ναό στό ἀκρωτήριο Κάβο Σίδερο, πού ἀποτελεῖ Μετόχιον τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Ἀκρωτηριανῆς Τοπλοῦ καί βρίσκεται ἐντός της Προκεχωρημένης Ναυτικῆς Βάσης (Π.Ν.Β.) Κυριαμαδίου, παρουσίᾳ τοῦ Διοικητῆ τοῦ Ναυστάθμου Κρήτης Ἀρχιπλοιάρχου κ. Δημοσθ. Χέλμη, τοῦ Διοικητῆ Πλωτάρχη κ. Γ. Καθεκλάκη καί Ἀξιωματικῶν τῆς Π.Ν.Β. Κυριαμαδίου καί πολλῶν προσκυνητῶν ἀπό διάφορα σημεῖα τῆς Κρήτης. Κατά τή διάρκεια τῆς δεξίωσης στή Λέσχη Ἀξιωματικῶν
60
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
της Μονάδος ὁ Διοικητής τοῦ Ναυστάθμου Κρήτης Ἀρχιπλοίαρχος κ. Δημοσθένης Χέλμης ἐπέδωσε στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Εὐγένιο ἀναμνηστική πλακέτα μέ τό ἔμβλημα τοῦ Ναυτικοῦ Ναυστάθμου Κρήτης. •Τήν Παρασκευή 6/2 προέστη στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς μακαριστῆς Ἑλεονώρας Γ. Τσουκάτου στόν Ἱ. Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου. •Τό Σάββατο 7/2, περιστοιχούμενος ἀπό Κληρικούς τῆς περιοχῆς, χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούρηγησε, κήρυξε τό θεῖο λόγο κατάλληλα καί τέλεσε μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κυροῦ Εὐγενίου Ψαλλιδάκη γιά τή συμπλήρωση 37 ἐτῶν ἀπό τήν εἰς Κύριον ἐκδημία του καί τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Ἱερέωςδιδασκάλου π. Ἐμμανουήλ Φασουλάκη, Ἐφημερίου Ἀπομαρμᾶ, στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Τριάδος Κάτω Ἀσιτῶν Ἡρακλείου. •Tήν Κυριακή 8/2 χοροστάτησε κατά την ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε, κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Παναγιώτου Ματθαίου στόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Γεωργίου πόλεως Ἱεράπετρας. •Τήν ἴδια ἡμέρα, παρουσίᾳ τοῦ Δημάρχου κ. Θεοδ. Καλαντζάκη και ἄλλων μελῶν τῆς Δημοτικῆς Ἀρχῆς Ἱεράπετρας, εὐλόγησε καί ἔκοψε τήν Ἁγιοβασιλόπιττα στό Γηροκομεῖο Ἱεράπετρας, καί στή συνέχεια τοῦ Γυμναστικοῦ Συλλόγου Ἱεράπετρας «Λιβυκός» σέ κεντρικό ξενοδοχεῖο τῆς πόλεως, βραβεύοντας ἀθλητές τοῦ στίβου τοῦ σωματείου πού σημείωσαν ἐπιτυχίες σέ πανελλήνιους ἀγῶνες καί ἀθλητές τοῦ τμήματος Ἀντισφαίρησης πού διακρίθηκαν σέ διασυλλογικούς ἀγῶνες τοῦ τένις τό 2014. •Τό ἑσπέρας τῆς Δευτέρας 9/2, περιστοιχούμενος ἀπό πλειάδα Ἐφημερίων της περιοχῆς, χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ της ἑορτῆς, εὐλόγησε τούς προσφερόμενους ἄρτους καί κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ἐνοριακό Ναό Ἁγίου Χαραλάμπους Ἀχλαδίων Σητείας. •Τήν Τρίτη 10/2, ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους τοῦ Θαυματουργοῦ, χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, εὐλόγησε τούς ἄρτους καί στή συνέχεια ἱερούργησε καί κήρυξε ἐπίκαιρά το θεῖο λόγο στόν κατάμεστο ἀπό πιστούς φερώνυμο Ἱερό Ἐνοριακό Ναό τῶν Μαλλῶν Ἱεράπετρας, ὅπου στό τέλος τῆς Ἀρχιερατικῆς Θείας Λειτουργίας ἐτέθη πρός προσκύνηση τεμάχιο ἱεροῦ λειψάνου τοῦ τιμωμένου ἁγίου πού φυλάσσεται στόν πανηγυρίσαντα ναό. •Τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω 15/2 χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τά τεσαρακονθήμερα μνημόσυνα τῶν μακαριστῶν Ἄννης Κα-
61
Ἄγκυρα Ἐλπίδος
ραγιωργάκη καί Ἀνδρέα Σταυρακάκη καί τό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Γεωργίου Σκυβαλάκη στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Αἰκατερίνης πόλεως Σητείας. Τή Δευτέρα 16/2 παρέστη στήν ἐπετειακή ἐκδήλωση πρός τιμήν τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Εἰρηναίου γιά τή συμπλήρωση σαράντα ἐτῶν Ἀρχιερωσύνης του πού πραγματοποιήθηκε στήν Πατριαρχική Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Κρήτης, παρουσίᾳ τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Σεβ. Μητροπολίτου Ἀδριανουπόλεως κ. Ἀμφιλοχίου, Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ἀθήνα. •Tό Σάββατο 21/2 προέστη στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ μακαριστοῦ Ἀλεξάνδρου Κακοδειπνάκη καί ἐκφώνησε ἐπικήδειο λόγο στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Μοιρῶν Ἡρακλείου. •Τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς 22/2 χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο, τέλεσε τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Δημητρίου Πετάση καί ἀπένειμε τό ὀφφίκιο τοῦ Οἰκονόμου τόν Αἰδεσιμώτατο Ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας π. Παντελεήμονα Καββουσανό στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Ἐνορίας Κάτω Χωρίου Ἱεράπετρας. •Τήν Τετάρτη τῆς Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, 25/2, χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καί περιστοιχούμενος ἀπό τούς Ἐφημερίους του ναοῦ, τέλεσε τήν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Φωτεινῆς πόλεως Ἱεράπετρας καί εὐχήθηκε στό ἐκκλησίασμα καλή καί εὐλογημένη Ἁγία Μεγάλη Τεσσαρακοστή. •Τήν Πέμπτη 26/2 δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Γενικοῦ Ἀστυνομικοῦ Διευθυντῆ Κρήτης Ὑποστράτηγου κ. Μιχαήλ Καραμαλάκη, τόν ὁποῖο συνόδευε ὁ Ἀστυνομικός Διευθυντής Λασιθίου Ταξίαρχος κ. Κων. Περάκης. •Τήν Παρασκευή 27/2 προέστη στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς μακαριστῆς Mελπομένης Περστελάκη, κατά σάρκα μητρός τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Παϊσίου Δερμιτζάκη, καί ἐκφώνησε ἐπικήδειο λόγο στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου. •Τό ἑσπέρας χοροστάτησε καί κήρυξε κατάλληλα τόν θεῖο λόγο, κατά τήν Α΄ Στάση τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Ἱεράπετρας. •Τό Σάββατο 28/2, ἱερούργησε, κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό μνημόσυνο τῶν μακαριστῶν Σίλα Κατσιδονιώτη, Δεσποίνης Κρανιδιώτη καί Μαρίας Πανταζῆ, καθώς καί ὑπέρ πάντων τῶν ἀναπαυομένων στό Κοιμητήριο Ἱεράπετρας, ὑπέρ τῶν ὁποίων ἀνέγνωσε συγχωρητική εὐχή, στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Νεκροταφειακό Ναό Ἁγίων Θεοδώρων. •Tήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν 1/3, ἑορτή τῆς
62
Περισσοτερες ειδήσεις καί φωτογραφίες στόν καθημερινά ενημερωμένο ιστοχωρο της ιερας Μητροπολεως: www.imis.gr Ὀρθοδοξίας, χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, προέστη στή λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί στή συνέχεια τέλεσε τή Θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου στόν Ἱ. Μ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Ἱεράπετρας καί τό μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς δασκάλας Ἄννης Μαυροκουκουλάκη. •Τό ἑσπέρας χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ στόν Ἱ. Μ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Ἱεράπετρας, κατά τή διάρκεια τοῦ ὁποίου τέθηκε σέ προσκύνηση τό Ἱερό Λείψανο τῆς Ἁγίας Ἑλένης τῆς Ἱσαποστόλου, πού μεταφέρθηκε ἀπό τήν Ἱ.Μ. Παναγίας Φανερωμένης, καί προλόγισε κατάλληλα τόν Αἰδεσιμολ. Πρωτ. π. Εὐάγγελο Παχυγιαννάκη, ὁ ὁποῖος στή συνέχεια μίλησε μέ θέμα: «Ὁ λειτουργικός χαρακτήρας τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων». •Τήν Τρίτη 3/3 προέστη στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ μακαριστοῦ Νικολάου Λυκάκη στόν Ἱερό Ναό Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου Ζάκρου. •Τήν Παρασκευή 6/3 χοροστάτησε καί κήρυξε ἐπίκαιρα τόν θεῖο λόγο κατά τήν Β΄ Στάση τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί Ἄξιόν Ἐστι Ἱεράπετρας καί ἀκολούθως στόν Ἱερό Ἐνοριακό Ναό Παναγίας Ἐλεούσης Ἱεράπετρας. •Τό Σάββατο 7/3 παρέστη συμπροσευχόμενος κατά τήν τελεσθεῖσα Θεία Λειτουργία στόν Ἱ.Ν. Ἁγ. Νικολάου Παχείας Ἄμμου Ἱεράπετρας καί τέλεσε τό 9ήμερο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς Mελπομένης Περτσελάκη. •Τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν 8/3 χοροστάτησε κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί στή συνέχεια τέλεσε τή Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, κήρυξε τόν θεῖο λόγο καί τέλεσε τό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Ἰωάννου Βοσκάκη στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Πάντων Ἁγιασμένου Ἱεράπετρας. •Tό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς 8/3 χοροστάτησε στήν ἀκολουθία τοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ στόν Ἱ. Κ. Ναό Ἁγ. Φωτεινῆς Ἱεράπετρας καί προσφώνησε κατάλληλα τόν ὁμιλητή Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Πρόδρομο Ξενάκη, Ὑπογραμματέα τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ὁ ὁποῖος μίλησε μέ θέμα «Μηνύματα ἀπό τή ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» καί μετέφερε τεμάχιο τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου ἀπό τήν Ἱερά Μονή τῆς Ὁσίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου Ἡρακλείου, τό ὁποῖο καί τέθηκε πρός προσκύνηση καί ἐνίσχυση τῶν πιστῶν. •Τή Δευτέρα 9/3, ἑορτή τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τέλεσε τήν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία καί μίλησε κατάλληλα στό πολυάριθμο ἐκκλησίασμα στόν πανηγυρίζοντα φερώνυμο Ἱερό Ἐνοριακό Ναό Κουτσουναρίου Ἱεράπετρας.
63
ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ
Ταχ. Γραφεῖο ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ Ἀριθμός Ἄδειας: 5
ISSN 1109-3617