Nεανικά Nεανικά Ἀγκυροβολήματα AγκυροβολήΔ I M H N I A I O Φ Y Λ Λ A Δ I O T H Σ I E PA Σ M H T P O Π O Λ E Ω Σ I E PA Π Y T N H Σ K A I Σ H T E I A Σ Γ I A T O Y Σ N E O Y Σ TEYXOΣ 92 ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2016
Κ ΑΤΗ ΧΗΤΙ Κ Α Κ Ε ΦΑ Λ ΑΙ Α
Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ λαϊκὸς πολιτισμός Συμπληρωματικὲς σκέψεις γιὰ τὰ προβλήματα καὶ τὴ λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας σήμερα Προλογικό Στὸ περασμένο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ μας ἐπιχειρήσαμε ἕνα «καθρέφτισμα» τῆς σημερινῆς ἐνοριακῆς κοινότητας στὶς ἐκκλησιολογικὲς καὶ λοιπὲς προϋποθέσεις τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητας. Ὁ χῶρος δὲν ἐπέτρεψε νὰ ἐπεκταθοῦμε σὲ συγκεκριμένα προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε σήμερα ἐξαιτίας τῆς ἀλλοίωσης τῆς ἀρχικῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσ υνειδησίας, γιὰ τὴν ὁποία κάναμε λόγο. Στὸ παρὸν τεῦχος θὰ μιλήσουμε γιὰ προβλήματα ποὺ περισσότερο ἀπὸ ἄλλα πιστεύουμε ὅτι ταλαιπωροῦν τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καὶ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δώσουμε στὸ παραπάνω πλαίσιο καὶ στὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας κάποιες ἀπαντήσεις.
Πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ἐδῶ ὅτι μιλώντας γιὰ ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας δὲν ἐννοοῦμε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ παραπέμψουν σὲ ἀμφισβήτηση τῆς θεσμικῆς ὀργάνωσης τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας ἐκφρ άσ τ ηκ ε διαχρονικὰ καὶ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὀργάνωση τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν μὲ τρόπο ποὺ νὰ διαφυλάσσεται ἡ Παράδοση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Ἡ Παράδοση αὐτὴ δὲν εἶναι κάτι ἀφηρημένο ἀλλὰ ὁ διὰ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ἐγκεντρισμὸς τοῦ πιστοῦ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πνευματική του ἐνηλικίωση ὡσότου φτάσει «…εἰς μέτρον
ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»1. Ἐκκλησιολογικὴ ἀλλοίωση ὑφίσταται ὅταν ἀντὶ νὰ διασφαλίζεται ἡ πνευματικὴ ἐνηλικίωση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ θέωση μέσα ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου, ἡ Ἐκκλησία ἐκπίπτει σὲ θεσμὸ ποὺ λειτουργεῖ σὲ ἕνα ἐπίπεδο κοινωνιολογικὸ καὶ ψυχολογικό. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία χάσει τὴ θεολογία της, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, καὶ ἀντὶ νὰ θεολογεῖ, ἀντὶ νὰ δίνει δηλαδὴ τὴ μαρτυρία τῆς θεώσεως ποὺ εἶναι μαρτυρία ἐλπίδας στὸ σύγχρονο κόσμο, κοινωνιολογεῖ, τότε ἔχει χάσει κάθε λόγο ὕπαρξης. Καὶ ἡ Ἐκκλησία βέβαια ὡς σῶμα Χριστοῦ ποτὲ δὲν ἐκπίπτει καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψει νὰ δίνει τὴ μαρτυρία της, ἐκπίπτουν ὅμως πολλοὶ ἀπὸ τὰ μέλη της, ἀπὸ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς ποιμενόμενους. Πρέπει ἀκόμα νὰ ποῦμε ὅτι ἡ παρουσίαση κάποιων προβλημάτων ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀντιμετωπίζουμε σήμερα γίνεται μὲ ἐξομολογητικὴ διάθεση καὶ μὲ ἐπίγνωση ὅτι δὲν εἶναι προβλήματα κάποιων ξένων ἀλλὰ ὅλων, μιὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία τὰ πάντα εἶναι κοινά. Ἄν δοῦμε τὰ θέματα αὐτὰ πάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιολογικὴ βάση, (βλ. καὶ τεῦχος 91), τότε ἔχουμε πολλὲς ἐλπίδες γιὰ τὴν ἐπίλυσή τους. Θὰ ξεκινήσουμε μὲ κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις καὶ στὴ συνέχεια θὰ προχωρήσουμε ἐξετάζοντας θέματα ποὺ ἀφοροῦν ποιμένες καὶ ποιμενόμενους. Ἀρχικὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μὲν ἁγία ἀλλὰ οἱ εἰσερχόμενοι σ’ αὐτὴν εἶναι ἀσθενεῖς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ εἴσοδός μας στὴν Ἐκκλησία δὲν μᾶς
ὁδηγεῖ μὲ τρόπο μαγικὸ στὴ ἐν Χριστῷ τελείωση ἀλλὰ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ φθάσουμε σ’ αὐτὴν μέσα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ κάθαρση καὶ τὸν θεϊκὸ φωτισμό. Εἶναι σημαντικὸ κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς διακονίας μας οἱ ποιμένες νὰ τὸ ξέρουμε αὐτό, ὅπως εἶναι σημαντικὸ νὰ ξέρει ὁ νεοεισαχθείς φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς ὅτι δὲν εἶναι ἀκόμα γιατρός. Τὸ νὰ μιλᾶμε οἱ ποιμένες ὡς αὐθεντίες ἐπειδὴ ἁπλὰ ἔχομε δεχτεῖ τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης ἤ τὴν εὐθύνη τῆς πνευματικῆς πατρότητας κρύβει μεγάλους κινδύνους. Ἀλλὰ καὶ οἱ ποιμενόμενοι εἶναι σημαντικὸ νὰ ξέρουν ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ δωρεὰ τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς δίδονται κατὰ τὸ βάπτισμα καὶ ἄλλο ἡ ἐνεργοποίηση καὶ οἰκείωση τῶν χαρισμάτων αὐτῶν ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἄσκηση. Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη μας τὰ παραπάνω θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἐρωτήματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δεχόμαστε συχνὰ ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα ποὺ ἔχουμε μέσα μας. Οἱ ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἔχουν σταχυολογηθεῖ ἀπὸ τὶς διδαχὲς συγχρόνων καὶ παλαιοτέρων ἁγίων Γερόντων καὶ ἐλπίζω νὰ μὴν παρεισφρήσει σ’ αὐτὲς τίποτα ξένο ἀλλὰ νὰ μείνει καθαρὸς ὁ λόγος τους. Ἕνα πρῶτο πολυσύνθετο ἐρώτημα εἶναι αὐτὸ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ λειτουργία τῶν χαρισμάτων στὴν Ἐκκλησία. Ἕνα θέμα ποὺ ἀντιμετώπισε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Κόρινθο καὶ ποὺ δὲν παύει νὰ ταλαιπωρεῖ καὶ σήμερα τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι σαφὲς ὅτι τὰ ὅποια χαρίσματα εἶναι δυνατότητες διακονίας τοῦ σώματος καὶ ὄχι μέσα ἀτομικῆς ἀνάδειξης. Παράλληλα ὅμως καθένα
ἀπὸ τὰ πρὸς διακονία χαρίσματα ἀναδεικνύονται μὲ ἕνα τρόπο μοναδικὸ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει. Βλέπομε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπιστολές του τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ ὑπεραμύνεται τοῦ ἰδιαίτερου χαρίσματός του ὡς ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἐλευθερία στὴν ἄσκηση τοῦ χαρίσματος ἀλλὰ ὄχι ἐλευθεριότητα. Τὸ κριτήριο τῆς ἐλευθερίας κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ χαρίσματος, ποὺ κατέχει μὲ τρόπο μοναδικὸ καθένας ἀπὸ μᾶς, εἶναι ἄν λειτουργεῖ ἔτσι ὥστε νὰ ἀναγεννάει ἀνθρώπους στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Σήμερα εἶναι διαδεδομένη μιὰ «ἐπιτελικὴ» ἀντίληψη στὴ διαχείριση τῶν χαρισμάτων ἡ ὁποία δημιουργεῖ πρόβλημα στὴ λειτουργία καὶ ἀξιοποίηση τῶν χαρισμάτων στὴν ἐνορία. Ἡ ἄσκηση τοῦ χαρίσματος μέσα στὸ ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο ποὺ ἀναφέραμε ἔχει ὡς προϋπόθεση τὴν ἐλευθερία καὶ τὸν σεβασμὸ στὸν ἰδιαίτερο τρόπο ποὺ ἀξιοποιεῖ καὶ ὁ ποιμένας καὶ ὁ ποιμενόμενος τὸ χάρισμά του, ἄν πράγματι εἶναι χάρισμα καὶ δὲν εἶναι φαντασίωση καὶ πλάνη. Γι’ αὐτὸ εἴπαμε πιὸ πάνω ὅτι δὲν ἐνεργοῦν μὲ τρόπο μαγικὸ τὰ χαρίσματα, ἐπειδὴ ἁπλὰ βαπτιστήκαμε ἤ δεχθήκαμε τὴν ἱερωσύνη, ἀλλὰ ἐνεργοῦν μέσα στὸ ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο ποὺ μὲ συντομία ἀναφέραμε. Ἡ παράχρηση καὶ παρανόηση τῶν χαρισμάτων καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς (ποιμένων καὶ ποιμενομένων) ἔχει δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων μὲ τὴν ἀνάδειξη «χαρισματικῶν» προσώπων ποὺ θέλουν νὰ κατευθύνουν μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν αὐθεντία τοῦ χαρίσματός τους τὴν Ἐκκλησία. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι δὲν σώζουμε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ ὅποιο «χάρισμα» ἔχουμε ἀλλὰ σωζόμαστε στὴν Ἐκκλησία καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὑπερβολικὴ σημασία μάλιστα ποὺ δείχνουμε σὲ χαρίσματα ὅπως
τὸ προορατικό, τὸ διορατικό, τὸ χάρισμα τῶν ἰάσεων κ.λπ. μᾶς στερεῖ τὸ πιὸ σημαντικὸ χάρισμα ποὺ εἶναι τὸ χάρισμα τῆς διάκρισης τῶν πνευμάτων. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δεχόμαστε πολλὲς φορὲς «χαρίσματα» ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι Πνεῦμα καταλλαγῆς, ἀγάπης, σεβασμοῦ ἀκόμα καὶ πρὸς τὸν ἁμαρτωλό. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἔλεγε ὅτι τὸ κριτήριο ποὺ ἀλάνθαστα μᾶς πείθει γιὰ τὴν αὐθεντικότητα μιᾶς ἐμπειρίας (καὶ ἑνὸς χαρίσματος) εἶναι ἡ μετὰ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Σ’ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ κατάσταση δὲν χωράει ὁ φανατισμός, ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἐπιθετικότητα μὲ στόχο τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ κυριαρχεῖ τὸ πρᾶο καὶ ἡσύχιο Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὁ χῶρος λιγοστεύει πρέπει νὰ συντομεύσω τὸ λόγο καὶ νὰ ἀναφερθῶ σὲ δύο ἀκόμα θέματα. Τὸ πρῶτο ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀσθένεια ποὺ ταλανίζει ὅλους μας καὶ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ μητέρα τῶν παθῶν, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ ἅγιος Μάξιμος, τὴ φιλαυτία. Εἶναι μεγάλο πρόβλημα νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Εἴτε ἱερέας εἶναι, εἴτε ψάλτης, εἴτε ἁπλὸς πιστὸς τὸ πρόβλημα εἶναι τεράστιο. Ἐπιβάλλουμε τὰ κριτήριά μας, τὰ ὁποῖα θεωροῦμε ἀλάνθαστα, στοὺς ἄλλους, χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε τὸ ἐνδεχόμενο λάθους. Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι θεωροῦμε τὰ κριτήριά μας κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ λέμε μάλιστα. Ἡ Ἐκκλησία, λέμε, λέει αὐτὸ γιὰ τὸ τάδε θέμα ἤ αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε στὴ τάδε περίπτωση χωρὶς νὰ λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψη μας τὴν πραγματικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὰ θέματα ποὺ μιλᾶμε. Ἔχομε πλάσει ἕνα κόσμο στὸν ὁποῖο κινούμαστε καὶ ζητοῦμε ἀπὸ ὅλους νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια μας, νὰ αἰσθανθοῦν μὲ τὶς αἰσθήσεις μας καὶ ἄν δὲ γίνει αὐτὸ ξε-
σπάει πόλεμος. Αὐτὸς ὁ πόλεμος ὅμως βλάπτει τὴν Ἐκκλησία γιατὶ τραυματίζει ὅσους ἔχουν ἀσθενικὴ πίστη καὶ δίνει τροφὴ σὲ ὅσους ψάχνουν αἰτίες γιὰ νὰ κατηγορήσουν τὴν Ἐκκλησία. Τὸ πιὸ σημαντικὸ μάθημα, ἴσως, ποὺ πρέπει νὰ μάθουμε εἶναι νὰ χαμηλώνουμε τὸ ἀνάστημά μας ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἴμαστε κέντρο καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς μὲ τὶς γνώσεις ἤ τὴν ἀρετή μας ἐμεῖς ἀλλὰ κέντρο εἶναι ὁ Χριστός, σῶμα τοῦ Ὁποίου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἕνα τελευταῖο θέμα ποὺ καταταλαιπωρεῖ ὅλους μας εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἑρμηνεύεται ἡ ὑπακοή. Αὐτὸ τὸ θεόσδοτο μυστήριο τῆς ὑπακοῆς ἔχει ὑποστεῖ τεράστια διαστρέβλωση καὶ ἐκμετάλλευση καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ποιμένων καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ποιμενομένων. Ἕνα μυστήριο ποὺ δόθηκε στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ συμβάλλει στὴν «ἐν Χριστῷ» ἐλευθερία καὶ ἐνηλικίωση τῶν ἀνθρώπων χρησιμοποιεῖται σὲ πολλὲς περιπτώσεις γιὰ νὰ καλύψει ἐξουσιαστικὲς τάσεις ποιμένων καὶ ἀνώριμες ἐξαρτήσεις ποιμενομένων. Στὸ Γεροντικὸ εἶναι γραμμένο γιὰ τὸν ἀββὰ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ ὅτι πῆγε κάποτε νὰ μείνει σὲ ἕνα Θηβαῖο γέροντα ποὺ ζοῦσε σὲ σκήτη μέσα στὴν ἔρημο. Πῆρε λοιπὸν ὁ γέροντάς του ἕνα ξερὸ ξύλο, τὸ φύτεψε, καὶ εἶπε στὸ νεαρὸ Ἰωάννη νὰ τὸ ποτίζει μέχρι νὰ δώσει καρπό. Γιὰ νὰ πάει στὴν πηγὴ ὁ Ἰωάννης ἔπρεπε νὰ φύγει μὲ τὴ δύση τοῦ ἥλιου καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὸ πρωί. Τρία χρόνια πότιζε τὸ ξερὸ κλαδί φέρνοντας νερὸ μὲ τὸ σταμνὶ καὶ στὰ τρία χρόνια τὸ κλαδὶ βλάστησε καὶ ἔκανε καρπό. Πῆρε τότε τὸν καρπό του ὁ γέροντάς, πῆγε στὴν ἐκκλησία τῆς σκήτης καὶ εἶπε στοὺς ἀδελφούς: πάρετε νὰ φᾶτε καρπὸ ὑπακοῆς. Ἀπὸ τὴ μικρὴ αὐτὴ διήγηση μαθαίνομε ὅτι διὰ τῆς ὑπακοῆς ὁ ἀββὰ Ἰωάννης ἔδωσε ζωὴ σὲ κάτι νεκρό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔδωσε
ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ»2. Ἡ ὑπακοὴ ὡς ἐκ τούτου εἶναι ὄπλο ἐναντίον τοῦ θανάτου ἐπειδὴ μᾶς διδάσκει μιὰ στάση ζωῆς ἀκριβῶς ἀντίθετη ἀπ’ αὐτὴν ποὺ περιγράψαμε πιὸ πάνω, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἴμαστε ἐμεῖς τὸ κέντρο τοῦ κόσμου ἀλλὰ ἡ ζωή μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ἔτσι λοιπὸν ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ ἐξαρτᾶται ἡ ἐλευθερία μας ἀπὸ τὰ ὑπαρκτικὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ ὁδηγούμαστε στὴν ἀγάπη καὶ τὴ ζωὴ ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός. Σ’ ἕνα κόσμο ποὺ παραπαίει μέσα στὴν ἀβεβαιότητα καὶ τὴν ἀνασφάλεια εἶναι γιὰ ὅλους μας πειρασμὸς ἡ διαχείριση τῆς ὑπακοῆς. Εἶναι παγίδα γιὰ τοὺς πνευματικοὺς νὰ ἀσκήσουμε μιὰ μορφὴ ἐξουσίας ξένη πρὸς τὴν πνευματικὴ ἐξουσία ποὺ χάρισε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη, ἐξαιτίας τῆς ἐμπιστοσύνης μὲ τὴν ὁποία μᾶς περιβάλλει ὁ ἐξομολογούμενος. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐξομολογούμενο εἶναι παγίδα νὰ ἐκχωρήσει ἀδιάκριτα τὴν ἐλευθερία του καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐθύνη του γιὰ πράγματα ποὺ ἀφοροῦν στὴ ζωή του. Στὴν πρώτη περίπτωση ἡ κατάχρηση τοῦ θεραπευτικοῦ αὐτοῦ μέσου θέτει σὲ κίνδυνο τοὺς πνευματικοὺς καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ τοὺς ἐξομολογούμενους. Θέτει σὲ κίνδυνο τοὺς πνευματικοὺς ὅταν στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ποὺ θεραπεύει βάλλουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκθέτουμε σὲ πνευματικὸ κίνδυνο τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἐμπιστεύονται γιατὶ μιλᾶμε «ἀπὸ τὸ νοῦ μας», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Λέγεται βέβαια ὅτι στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Θεὸς θὰ παραβλέψει τὴν ἀδυναμία τοῦ πνευματικοῦ καὶ θὰ ἐνεργήσει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀπαλλάσσει τὸν πνευματικὸ ἀπὸ τὴν εὐθύνη του οὔτε διασφαλίζει μὲ
κάποιο τρόπο τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα τοῦ ἐξομολογουμένου ἡ ὁποία θὰ ἀποτρέψει τὸν κίνδυνο. (Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐπαληθεύεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει: «τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται3»). Στὴ δεύτερη περίπτωση καθίσταται ὁ ἐξομολογούμενος ἀνώριμος καὶ ἀδύναμος στὸ νὰ δεχθεῖ τὴν προσωπική του εὐθύνη γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει. «Κάνοντας ὑπακοή», ὅπως λέει, σὲ ἕνα πνευματικὸ ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι τὰ προβλήματα θὰ λυθοῦν μὲ τρόπο μαγικό, χωρὶς τὴ δική του συμμετοχὴ καὶ εὐθύνη. Ἡ ἀποτυχία στὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων του στὴν περίπτωση αὐτὴ βαραίνει τρίτους, ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ ποὺ δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ αἰτήματά του. Μιὰ τελευταία παρατήρηση πάνω στὸ
θέμα τῆς ὑπακοῆς ἡ ὁποία σχετίζεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ αὐτὴ ἐφαρμόζεται στὸ μοναχικὸ βίο καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐφαρμόζεται στοὺς κοσμικούς. Ἄν ἀδιάκριτα ἐφαρμόσουμε τὴ μοναχικὴ ὑπακοὴ στοὺς κοσμικούς, ὅπως γίνεται δυστυχῶς ἀπὸ κάποιους πνευματικούς, θὰ ὑπάρξουν προβλήματα. Ἡ οὐσία βέβαια τῆς ὑπακοῆς ὡς τρόπου πνευματικῆς θεραπείας εἶναι ἡ ἴδια σὲ ὅλους ἀλλὰ ὁ τρόπος ποὺ ἐφαρμόζεται εἶναι διαφορετικός. Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ὁλοκληρώσουμε τὶς σκέψεις μας γιατὶ ἔχουμε ὑπερβεῖ γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὰ ὅρια ἑνὸς ἄρθρου. Τῷ δὲ Θεῷ ποὺ ἀνέχεται τὶς ἀδυναμίες μας καὶ θεραπεύει τὰ πάθη μας Δόξα. παπα-Νικόλας Ἀλεξάκης 1. Ἐφεσ.4,4 2. Φιλιπ. 2, 8 3. Ματθ. 15, 14
Θρησκευτικότητα καί νοσηρή θρησκευτικότητα Στό προηγούμενο τεῦχος εἴχαμε ἀναφερθεῖ στή σημασία τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς γιά τόν πιστό. Λειτουργεῖ πραγματικά ἡ ἐνορία ὡς στήριγμα, καταφύγιο καί παραμυθία. Παρόλο ὅμως πού ζοῦμε ἐκκλησιαστικά, εἴμαστε «καθωσπρέπει» καί καλοί ἄνθρωποι, βρισκόμαστε συχνά «εἰς χώραν μακράν», δηλαδή μακριά ἀπό τό ὀρθόδοξο πνεῦμα καί πλανιόμαστε «πλάνην οἰκτρά». Συγχέουμε γιά παράδειγμα τήν οὐσία μέ τήν ὑποκρισία, τή μετάνοια μέ τήν ἐνοχή, τή χαρμολύπη τοῦ Χριστοῦ μέ ἕνα ἄρρωστο «πένθος» γιά τίς ἁμαρτίες μας. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα διακατεχόμαστε ἀπό ἕνα «ἔνθεο» ζῆλο νά σώσουμε τούς ἄλλους. Εἶναι φυσικό βέβαια ἕνας πνευματικός ἄνθρωπος νά θέλει νά μοιραστεῖ τό βίωμά του μέ τό συνάνθρωπο καί νά τοῦ δείξει τό δρόμο τῆς
σωτηρίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὅμως δέ φερόμαστε πάντα ἐλεύθερα, ὅπως διδάσκει ἡ ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Μιλᾶμε κηρυγματικά μά ὄχι ἀγαπητικά. Προσπαθοῦμε νά πείσουμε μέ φανατισμό γιά τήν πίστη μας σάν νά ἐπρόκειτο γιά τήν ὑπεράσπιση μιᾶς ἰδεολογίας. Πολλές φορές ὁ θυμός ἤ ὁ τόνος μέ τόν ὁποῖο μιλᾶμε δέ συνάδει μέ τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ὑποδεικνύει τή νηφαλιότητα, τήν ἠπιότητα τῶν λόγων μας γιά νά μήν πῶ τή σιωπή. Δέν ταιριάζει τό ὕφος μας μέ τό σεβασμό τῆς ἐλευθερίας στό πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ καί τήν πεποίθηση πώς δέ θά σώσω ἐγώ τόν ἄλλο μέ τό λόγο μου ἀλλά ἐνδεχομένως κάνοντας τήν ἔγνοια μου προσευχή κι ὁ Θεός πού σίγουρα τόν ἀγαπᾶ πιό πολύ ἀπό μένα θά βρεῖ τρόπο ν᾿ ἀγγίξει τήν ψυχή του. Λίγες μέρες πρίν μοῦ τηλεφώνησε ἕνας
φίλος, ὁ ὁποῖος παρά τίς ἄπειρες συζητήσεις πού ἔχουμε κάνει, δηλώνει ἄθεος. Στό πλαίσιο τῶν διακοπῶν του πῆγε ὡς τουρίστας στά Μετέωρα. Μοῦ λέει λοιπόν πώς «πρώτη φορά μέσα σ᾿ αὐτό τό χῶρο ἔνιωσα ὅτι, δέν εἶναι δυνατόν, κάποιος-κάτι ὑπάρχει…». Σκέφτηκα κι ἐγώ πώς «κρίμα» τά λόγια καί τά ἐπιχειρήματά μου μά δόξα τῷ Θεῷ ἡ ἁγιότητα τοῦ χώρου ἄγγιξε τήν ψυχή του. Ὁ χριστιανός δέν εἶναι κατ᾿ ἀνάγκη δάσκαλος, μά ἄν ὁ δάσκαλος ἦταν πραγματικός χριστιανός δέ θά εἴχαμε ἄθεους-πληγωμένους μαθητές. Δέ χρειάζεται κανείς νά ἀποδείξει τή θερμότητα τοῦ ἥλιου γιατί ἁπλά τή νιώθουμε. Εἶναι χαρακτηριστικό τό παράδειγμα πού ἀναφέρει ἡ ἀδελφή Μαγδαληνή: “Μιά ἐρώτηση μέ βάθος μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ ἐπαρκῶς μέ τόν κατάλληλο τονισμό. Ἕνα παιδί ρώτησε κάποιον γέροντα, «Γιατί ὁ Θεός…» [Ἡ ἐρώτηση εἶναι ὑπερβολικά ἀποκαλυπτική, γιά νά γραφτεῖ]. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν μιά λέξη: «Διότι». Καί τό παιδί ἱκανοποιήθηκε. Ἕνας μοναχός πού συνήθιζε νά ἐπισκέπτεται τόν Μέγα Ἀντώνιο μέ δύο συντρόφους του δέν τόν ρώτησε ποτέ τίποτε. Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ζήτησε νά μάθει γιατί, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Μοῦ ἀρκεῖ νά σέ βλέπω, Πάτερ». Εἴθε νά ἀποδείκνυαν τήν ἀξία τῆς παράδοσης τά πρόσωπά μας”. (Ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς, Συνομιλίες μέ παιδιά- Μεταδίδοντας τήν πίστη, ἐκδ. Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2007, σ. 202 κ.ἑ.). Ἕνα ἄλλο θέμα πού ταλαιπωρεῖ τό σύγχρονο Χριστιανό εἶναι οἱ τύψεις καί
οἱ ἐνοχές γιά τό παρελθόν, τό παρόν κι ἐνδεχομένως καί τό μέλλον. Οἱ τύψεις καί οἱ ἐνοχές ἔχουν ὑποκαταστήσει τήν εἰλικρινή μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Ἄλλο μεταμέλεια κι ἄλλο εἰλικρινή μετάνοια. Μεταμελήθηκε κι ὁ Ἰούδας ἀλλά πῆγε καί κρεμάστηκε ἀντί νά τρέξει στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου του. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία κι ὅμως δέ βιώνουμε τή χαρά καί τήν εἰρήνη τῆς συγχωρητικότητας. Μήπως γιατί δέ συγχωροῦμε; Μήπως γιατί δέν ἔχουμε μιά καρδιά ἀνοιχτή καί ἀγαπητική; Μήπως γιατί ἔχουμε ἐγωισμό καί ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι μετάνοια ἀλλά ἕνα πλῆγμα στόν ἐγωισμό πού πονάει; Παλεύουμε νά τά κάνουμε ὅλα τέλεια καί σωστά. Νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές καί ἐλεημοσύνες, ἄν κάτι δέν καταφέρουμε αὐτομαστιγωνόμαστε καί κατακρίνουμε καί τούς ἄλλους. Δέν ἔχουμε τήν ταπείνωση νά ποῦμε: «Δέν μπορῶ νά τό κάνω αὐτό, ὁ Θεός ἄς μέ συγχωρέσει. Ναί, εἶναι μεγάλη γιορτή σήμερα, θά ἦταν καλό νά ἐκκλησιαστῶ ἀλλά δέν τά κατάφερα, Κύριε ἐλέησον», κι ἀπελευθερωνόμαστε, δέν αὐτοτιμωρούμαστε. Ἔχουμε ἄγχος καί εἴμαστε αὐστηροί μέ τόν ἑαυτό μας. Δέν πρέπει κάποτε νά περάσουμε ἀπό τή θέση τοῦ δούλου στή θέση τοῦ παιδιοῦ; Βέβαια ἡ σχέση μέ τό Θεό εἶναι προσωπική, ἄν κάποιος τή βιώνει δουλικά καλῶς, μά ἄν τή βιώνει πατρικά-ἀγαπητικά θαρρῶ πώς εἶναι καλύτερα. Τό θέμα εἶναι νά εἴμαστε καλά μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τό Θεό. Δέν εἶναι δυ-
νατόν νά λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί καί νά ζοῦμε μέσα στό ἄγχος, τή μιζέρια, τήν γκρίνια, τήν ἀπογοήτευση καί τήν κατάθλιψη. Ὑπάρχουν βέβαια παθολογικές καταστάσεις ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ὅλα τά θεραπεύει. Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε γιά νά εἴμαστε χαρούμενοι. Κι ἐμεῖς ἔχουμε μαζοχιστικές τάσεις καί βρίσκουμε μιά ἡδονή στό νά δίνουμε ἔμφαση στόν πόνο καί στίς συμφορές. Νιώθουμε καλά νά βλέπουμε καί τούς ἄλλους χάλια. Κι ἔχουμε τήν πεποίθηση λόγῳ τῆς νοσηρῆς μας θρησκευτικότητας ὅτι σηκώνουμε σταυρό. Παραλύουμε πνευματικά, ψυχολογικά καί βέβαια σωματικά γιατί δέν εἴμαστε δεκτικοί της ὀρθόδοξης «ψυχοθεραπείας». Προβλήματα βέβαια ὑπάρχουν πολλά καί σημαντικά ὅμως εἶναι μεγάλη καί ἡ δύναμη τῆς πίστης στήν ἀγάπη, τό ἔλεος καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ ἁγίου Πορφυρίου: «Γιά πολλούς ὅμως, ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μιά ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι᾿ αὐτό πολλούς ἀπό τούς «θρήσκους» τούς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σέ τί χάλια βρίσκονται. Κι ἔτσι εἶναι πράγματι. Γιατί ἄν δέν καταλάβει κανείς τό βάθος τῆς θρησκείας καί δέν τή ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστια καί μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, πού ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος καί ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καί φέρεται ὑπό τοῦ κακοῦ πνεύματος. Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτή ταπείνωση εἶναι μιά σατανική ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέ-
τοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τή θρησκεία σάν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στήν Ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι», καί μόλις βγοῦνε ἔξω, ἀρχίζουν νά βλαστημᾶνε τά θεῖα, ὅταν κάποιος λίγο τούς ἐνοχλήσει. Φαίνεται καθαρά ὅτι ὑπάρχει στό μέσον δαιμόνιο. Στήν πραγματικότητα, ἡ χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη ὅμως προϋπόθεση γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια» (Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος καί Λόγοι, ἐκδ. Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2003). Πολλές φορές ἔχω τήν αἴσθηση πώς ἐμεῖς οἱ «εὐσεβεῖς» χριστιανοί ἔχουμε στά χέρια μας ἕνα θησαυρό, τόν ὁποῖο ὅμως τόν ἔχουμε θάψει μέ διάφορους τρόπους. Πάντα ἐλπίζουμε στήν ἀγάπη καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού πολλές φορές ἐκδηλώνεται μέ τρόπους διαφορετικούς ἀπό ὅ,τι ὑπαγορεύει ἡ λογική καί ἡ ἠθική μας. [Μήν ξεχνᾶμε τήν ἀντίδραση τῶν Ἰουδαίων μέ ἀφορμή τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε θαύματα τό Σάββατο, πράγμα ἀδιανόητο γιά τήν πνευματικότητά τους]. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ νά μᾶς ξεμπερδεύει ὥστε νά μή σκανδαλίζουμε καί τόν κόσμο. Ἡ ἀδελφή Μαγδαληνή σέ διάλογο μ᾿ ἕνα παιδί ἀναφέρει: Παιδί: «Οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι τώρα ὁ
ἐκλεκτός λαός, ἔτσι δέν εἶναι;» Α.Μ.: «Ὅμως δέν ἔχουμε τίποτε, γιά νά καυχιόμαστε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὁ Θεός ἐξέλεξε τούς ἀδύνατους καί τούς μωρούς, γιά νά δείξει ὅτι ἡ δύναμη καί ἡ σοφία εἶναι δική Του (Α΄ Κορ. 1,26-29). Εἴμαστε τόσο ἀσθενεῖς, ὅσο καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἐγγύηση ἀποτελεῖ τό φάρμακο, ὄχι οἱ ἀσθενεῖς, κι ἄν εἴμαστε στό καλύτερο νοσοκομεῖο ἀλλά δέν ἀκολουθοῦμε τή θεραπεία…». Ἔφηβος: «Δέν μέ πείραξε πού [ἕνας κληρικός] θύμωσε. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θά θύμωναν πολύ περισσότερο. Ζήτησε συγγνώμη κ.τλ., ὡστόσο ἐγώ χάρηκα πού εἶδα τήν ἀνθρώπινη πλευρά του. Ἄν ἕνας ἐκπρόσωπος τῆς Παράδοσης δώσει κακό παράδειγμα, μπορεῖ νά θεραπεύσει τό τραῦμα πού προκλήθηκε, δείχνοντας πώς ἀνάρρωσε ἀπό τόν πειρασμό, μέ ὁρατή μετάνοια, αἴτηση συγγνώμης, ἐπανόρθωση καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Αὐτή ἡ «ἀποκατάσταση τῆς ὑπόληψής μας» μπορεῖ νά εἶναι ἀπαραίτητη, ὄχι ὅμως γιά τήν προσωπική μας ματαιοδοξία, ἀλλά γιά νά μήν ἀμαυρώσει ὁ δικός μας ἐξευτελισμός τήν εἰκόνα πού
ἔχει τό παιδί γιά τήν Ἐκκλησία. Μετανοεῖ βαθιά ἕνας δάσκαλος πού δέν βάζει τά λόγια του σέ πράξη». Ἡ συμπεριφορά μας, ἡ πεποίθηση πώς ὅλα τά ξέρουμε, ὁ φαρισαϊσμός μας, ἀλλοιώνει τό νόημα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ὀρθόδοξης παράδοσής μας. Εἶναι κρίμα καί γιά μᾶς καί γιά τούς ἄλλους πού δέν τούς δίνουμε τήν εὐκαιρία νά ἔλθουν σέ ἐπίγνωση Ἀληθείας ἄν καί πολλοί το ἐπιζητοῦν. Εἶναι κρίμα νά μή χαιρόμαστε τήν ἀλήθεια, τό σεβασμό, τήν ἐλευθερία, τήν ἀγάπη καί τήν ὀμορφιά τῆς ταπεινώσεως, ὅπως ὑπαγορεύει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶναι κρίμα νά εἴμαστε στήν πηγή καί νά μή δροσιζόμαστε ἀπό τό γάργαρο νερό της. Τελειώνουμε μέ ἀναφορά πάλι στόν ἅγιο γέροντα: «Πολλές φορές οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροί προσελκύουν τήν χάρι. Ὑπάρχουν μυστικά. Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φεύγεις ἀπό τόν τύπο καί νά πηγαίνεις στήν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται ἀπό ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νά κάνει θυσίες. Σ᾿ ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, κλωτσάει ἡ ψυχή, ἀντιδρᾶ. Ἡ ἀγάπη ἑλκύει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔλθει ἡ χάρις, ἔρχονται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. “Ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστίν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια”. Αὐτά εἶναι πού πρέπει νά ἔχει μία ὑγιής ψυχή ἐν Χριστῷ». Ἀφροδίτη Μακρυνάκη-Συγγελάκη