ΝΕΑΝΙΚΑ ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΗΜΑΤΑ 80

Page 1

Nεανικά Nεανικά Ἀγκυροβολήματα AγκυροβολήΔ I M H N I A I O Φ Y Λ Λ A Δ I O T H Σ I E PA Σ M H T P O Π O Λ E Ω Σ I E PA Π Y T N H Σ K A I Σ H T E I A Σ Γ I A T O Y Σ N E O Y Σ TEYXOΣ 80 ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014

ΚΑΤ ΗΧΗ Τ ΙΚ Α ΚΕΦΑΛ ΑΙ Α

Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ λαϊκὸς πολιτισμός Ἡ θεραπευτικὴ τῶν ἀσθενειῶν στὴ λαϊκὴ καὶ στὴν Ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ οἱ ἐναλλακτικὲς θεραπεῖες (συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο τεῦχος) Θὰ κλείσουμε τὴν ἑνότητα αὐτὴ ποὺ ἀφορᾶ στὶς ἐναλλακτικὲς θεραπεῖες μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀρχίσαμε. Μὲ ἀφορμὴ τὴν εἴσοδό μας στὴν περίοδο τῆς Μεγάλης1 Τεσσαρακοστῆς πού, ὅπως εἴπαμε, τονίζεται περισσότερο ὁ θεραπευτικὸς χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας, βρήκαμε τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς ἐναλλακτικὲς θεραπεῖες καὶ κυρίως γιὰ τὴν ὁμοιοπαθητική. Ὁ λόγος ποὺ μᾶς ὤθησε νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι: α. ἡ ἀμφισβήτηση τῆς κλασικῆς ἰατρικῆς ἀπὸ τὸν χῶρο αὐτὸ καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὴν ὁμοιοπαθητικὴ καὶ β. ἡ ἀπόδοση τῆς θεραπευτικῆς δύναμης τῶν ἐναλλακτικῶν θεραπειῶν καὶ τῶν ὁμοι-

οπαθητικῶν φαρμάκων σὲ μιὰ ἀπροσδιόριστη πνευματικὴ δύναμη. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἐπιστήμης ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἡ σύγχυση γύρω ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς πνευματικότητας ἀπὸ τὴν ἄλλη θέτουν ἕνα θέμα ἀλήθειας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὄχι ἡ πρόθεση νὰ παρέμβουμε σὲ θέματα ἐπιστημονικὰ ἤ σὲ ἄσκοπες φιλοσοφικὲς –«πνευματικὲς» συζητήσεις. Ἡ ἐπιστήμη ἀπ’ τὴν πλευρά της πάλεψε αἰῶνες γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀλήθεια της μέσα ἀπὸ συγκεκριμένες διεργασίες. Ἡ Ἐκκλησία πάλι ἀπὸ τὴ δική της πλευρὰ αἰῶνες ὁλόκληρους πάλεψε ἀνάμεσα «σὲ λαιστρυγόνες καὶ κύκλωπες» νὰ ἐκφράσει τὴν ὀρθὴ


πνευματικότητα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἀλήθεια-Χριστό. Γιὰ τὴν ἀλήθεια, λοιπόν, καὶ ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο γίνεται αὐτὴ ἡ ἀναφορά. Σύγχυση μεγάλη δημιουργεῖ ἡ στάση ποὺ ἔχουν κρατήσει ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσά τους ἱερεῖς καὶ πνευματικοί, μοναστήρια καὶ θεολόγοι, ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὴν ὁμοιοπαθητικὴ ὡς ἐπιστήμη καὶ κατηγοροῦν λίγο πολὺ ὡς σκοταδιστὲς ὅσους θέτουν ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴν ἐπιστημονικότητά της. Οἱ ἴδιοι πάλι εἰσάγοντας θεολογικὰ κριτήρια, ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται θεμελιωμένα στὴν πατερικὴ παράδοση, παραλληλίζουν βασικὰ θέματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ὅπως, τὴν ἔννοια τῆς πνευματικότητας, τῆς ἁμαρτίας, τῆς καθολικότητας καὶ ἑνότητας, ἀνθρωπολογικὰ καὶ κοσμολογικὰ θέματα κλπ., μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὰ ἑρμηνεύει ἡ ἐναλλακτικὴ ἰατρική. Μὲ τὴ βοήθεια ὅμως σύγχρονων ἁγίων πατέρων καὶ μὲ μιὰ προσεκτικότερη δική μας ματιὰ εἶναι εὔκολο νὰ διαπιστώσουμε τὴ μεγάλη διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἐναλλακτικὴ ἰατρικὴ καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν ὁμοιοπαθητικὴ καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία καὶ ἐμπειρία. Τὰ δύο αὐτὰ καίρια θέματα προσπαθήσαμε νὰ προσεγγίσουμε στὰ δύο προηγούμενα τεύχη. Στὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ ζητήσαμε ἀπὸ δύο γιατροὺς νὰ μᾶς μεταφέρουν τὴν ἄποψη τῆς

ἰατρικῆς κοινότητας γιὰ δύο βασικοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς ὁμοιοπαθητικῆς: α. ἄν εἶναι πράγματι ἐπιστήμη, ἔστω καὶ διαφορετικὴ καὶ β. ἄν τὰ ὁμοιοπαθητικὰ φάρμακα εἶναι βότανα, ὅπως λένε, ἤ κάτι ἄλλο. Στὸ δεύτερο τεῦχος προσπαθήσαμε μέσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ τὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ, ὅπως ἔχει καταγραφεῖ ἀπὸ τὸν π. Ζαχαρία Ζάχαρου2, νὰ δοῦμε τί λογῆς πνευματικὴ ἐνέργεια εἶναι αὐτὴ στὴν ὁποία ἀναφέρεται ἡ ὁμοιοπαθητική, ἔχοντας ὑπόψη μας τὴν «ὁλιστικὴ» ἀντίληψη ποὺ υἱοθετεῖ ὁ χῶρος αὐτὸς καὶ ἐπηρεάζει τὴν ἀνθρωπολογία, τὴν κοσμολογία καὶ τὴ θεολογία του. Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γέροντος Σωφρονίου εἶναι καταλυτικὸς καὶ ἀποκαλυπτικὸς γιὰ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ θέμα. Καὶ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸς ὁ λόγος τοῦ Γέροντος γιατί, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία του, γνώριζε ἐκ τῶν ἔνδον τὴν πνευματικότητα τοῦ ἀνατολικοῦ μυστικισμοῦ, στὸ πλαίσιο τοῦ ὁποίου ἀναπτύσσονται οἱ ἐναλλακτικὲς θεραπεῖες3. Στὸ παρὸν τεῦχος γίνεται προσπάθεια σύνοψης τῶν ὅσων γράφτηκαν στὰ δύο προηγούμενα μὲ ἕνα ἐπιπλέον ἐπιστημονικὸ ἄρθρο ἀπὸ μιὰ νέα γιατρὸ4 καὶ ἀπὸ συμπληρωματικὲς διευκρινίσεις γιὰ τὴν πνευματικὴ διάσταση τοῦ θέματος. Κρίθηκε ἀναγκαῖο νὰ ἐπανέλθουμε καὶ νὰ ἐπαναλάβουμε πράγματα καὶ στὰ δύο ἐπίπεδα


(ἐπιστημονικὸ καὶ πνευματικὸ) ἀπὸ τὴ μιὰ γιὰ νὰ ὑπάρχει μιὰ ξεκάθαρη, «εὐανάγνωστη» θέση γιὰ τοὺς σκεπτόμενους καλοπροαίρετους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπειδὴ διαπιστώσαμε μιὰ περίεργη στάση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἐνασχολουμένων μὲ τὴν ὁμοιοπαθητικὴ, οἱ ὁποῖοι μοιάζουν νὰ μὴ θέλουν νὰ ἀκούσουν τίποτα ἔξω ἀπὸ τὴν «ἀλήθεια» τους. Ἐμπειρία πολλῶν φίλων εἶναι ὅτι, ὅσες φορὲς τέθηκε τὸ θέμα αὐτὸ πρὸς συζήτηση καὶ ἐνῶ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε καλὴ διάθεση, μετὰ τοὺς πρώτους προβληματισμοὺς καὶ τὰ ἐρωτήματα ἀκολούθησε σιωπή. Προξενεῖ μεγάλη ἐντύπωση ἡ ἄρνηση πνευματικῶν ἀνθρώπων (ἀνάμεσά τους ἱερεῖς καὶ θεολόγοι) νὰ ἀκούσουν, ὄχι τὸ δικό μας λόγο, ἀλλὰ τὸ λόγο ἁγίων Γερόντων, ὅπως τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, τοῦ Γέροντος Σωφρονίου κ.ἄ. Στὸ πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ὡς ἑνότητα ψυχοσωματικὴ καὶ γι’ αὐτὸ ὅταν ἀσθενεῖ καταφεύγει γιὰ τὴ θεραπεία του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰατρική, στὰ ἁγιαστικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας· τὸ εὐχέλαιο, τὸν ἁγιασμό, τὴν ἐξομολόγηση κ.λπ. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος στὴν καθολικὴ ἐπιστολή του προτρέπει: «…ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτόν, ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος…»5. Ἡ χρήση λαδιοῦ καὶ ἄλλων φυσικῶν ὑλικῶν γιὰ νὰ θεραπεύσουν μιὰ ἀρρώστια ἦταν καὶ παραμένει γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἕνα μέσο. Ποτὲ δὲν ἀπέδωσε στὰ ὑλικὰ δυνάμεις παραπάνω ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ὁ Θεὸς χάρισε σὲ κάθε δη-

μιούργημά του. Ἀντίθετα ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς φιλοσοφίες, οἱ ὁποῖες κινούμενες σὲ ἕνα ὁλιστικὸ πλαίσιο θεοποιοῦν τὰ πάντα ἀφοῦ τὰ πάντα μετέχουν στὴν ἴδια θεϊκὴ φύση, ἡ Ἐκκλησία ξέρει ὅτι ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τῶν οὐσιῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ φύση ἔχει ὅρια. Τὰ ὅρια αὐτὰ τὰ θέτει ἡ κτιστὴ φύση τους σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία διὰ τῶν μυστηρίων μεταβιβάζεται στὰ ὑλικὰ στοιχεῖα καὶ αὐτὴ εἶναι ποὺ ἁγιάζει τοὺς ἀνθρώπους. Ὅπως καὶ ἄλλες φορὲς ἔχομε πεῖ, ἡ διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς γιὰ τὴν κατανόση τοῦ θέματος. Τὸ κτιστὸ εἶναι φθαρτό, ἀφοῦ καθετὶ ποὺ ἔχει ἀρχὴ ἔχει καὶ τέλος. Ἄρα ἡ φύση ὡς κτίση δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν κύκλο τῆς γέννησης, τῆς διατήρησης στὴ ζωὴ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ τὴ λύση τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὸ θάνατο. Μέσα στὴν ἀνακύκληση αὐτὴ οἱ μορφές, οἱ συγκεκριμένες φανερώσεις τῆς φύσης, χάνονται ἐνῶ ἡ ἀπρόσωπη φύση διαιωνίζεται. Ἡ παρατήρηση αὐτὴ ἔκανε καὶ κάνει ἀκόμα κάποιους ἀνθρώπους νὰ ἀποδίδουν τὸ στοιχεῖο τῆς αἰωνιότητας στὴ φύση. Ἡ φύση λοιπὸν ἔχει γι’ αὐτοὺς τὴ ζωτικὴ δύναμη ποὺ χρειάζονται οἱ μορφές, ὡς ὀργανικὰ κομμάτια τῆς φύσης, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ προβλήματα ποὺ ἐκφράζονται ὡς ἀσθένεια, ὡς διατάραξη τοῦ μέρους μὲ τὸ ὅλον. Οἱ ἐναλλακτικὲς θεραπεῖες, καὶ κυρίως ἡ ὁμοιοπαθητική, τὴ ζωτικὴ ἐνέργεια ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τους ἔχει ἡ φύση ἐπικαλοῦνται καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ροή της θέλουν νὰ διασφαλίσουν. Ἄν προχωρήσουμε πιὸ πέρα καὶ θέσουμε τὸ ἐρώτημα, ποιά εἶναι ἡ πραγ-


ματικὴ ὑπόσταση τῆς φύσης ποὺ ἔχει τέτοιες δυνάμεις θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὑπάρχει τάση ἐκπνευματισμοῦ τῆς ὕλης, στὴν πραγματικότητα δηλ. ἄρνησης τῆς ὕλης. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ποὺ χαρακτηρίζει τὶς ἀνατολικὲς φιλοσοφίες-θρησκεῖες ἔρχεται σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ βασικὲς ἀρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ θεμελιώδη πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος «ἵνα θεὸν τὸν ἀδὰμ ἀπεργάσηται». Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ὡς ἕνωση τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ ἄκτιστο, μεταβιβάζει «τῷ τρόπῳ τῆς ἀντιδόσεως» τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάρη» «κοινωνὸς θείας φύσεως» καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ὕψιστος βαθμὸς θεραπείας. Ἐπιστρέφουμε τώρα σ’ αὐτὸ ποὺ λέγαμε πρίν γιὰ τὸ εἶδος τῆς πνευματικῆς ἐνέργειας ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ὁμοιοπαθητική. Λένε οἱ πατέρες μας ὅτι ὑπάρχουν τριῶν εἰδῶν ἐνέργειες: α. ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, β. ἡ κτιστὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ γ. ἡ ἐπίσης κτιστὴ ἐνέργεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς θὰ διακρίνουμε καθεμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες ἀφοῦ, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος

Παῦλος, ὁ διάβολος «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός»; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁ ὁποῖος λέει ὅτι: «ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη…»6. Ἄν τέτοιους καρποὺς ἐπιδιώκουμε στὴ ζωή μας εἶναι βέβαιο ὅτι τὸ «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» θὰ μᾶς ὁδηγήσει ἀπλανῶς «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». παπα-Νικόλας Ἀλεξάκης ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Βλ. τεῦχος 78. 2. Βλ. τεῦχος 79. 3. Ἄν καὶ ἡ ὁμοιοπαθητικὴ ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴ Δύση οἱ πνευματικές της προϋποθέσεις εἶναι ἑδρασμένες στὴν ἀνατολικὴ φιλοσοφία. 4. Ὁ κ. Γκούντρας ποὺ ἔγραψε στὸ πρῶτο τεῦχος εἶναι ἀπὸ τοὺς γιατροὺς ποὺ γνώρισαν τὴν ὁμοιοπαθητικὴ στὰ πρῶτα της βήματα στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ ἡ κ. Σταματελάτου ποὺ γράφει σ᾿ αὐτὸ τὸ τεῦχος εἶναι νέα γιατρός. Σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὑπάρχει σύμπτωση ἀπόψεων, χωρὶς νὰ ἔχουν μιλήσει μεταξύ τους γι᾿ αὐτό, ἐπειδὴ τὰ κριτήριά τους εἶναι καθαρὰ ἐπιστημονικά. Παρόμοιες καὶ πιὸ ἀπόλυτες ἀπόψεις διατυπώθηκαν καὶ ἀπὸ ἄλλους γιατροὺς ποὺ ρωτήθηκαν κατὰ τὴν ἔρευνά μας ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συμπεριληφθοῦν ἐδῶ. 5. Ἰακ. Ε΄,14-15. 6. Γαλ. 5,22.


Ἰατρ ικ ή Ἐπ ιστ ήμη κα ί Ὁμο ιοπαθ ητ ι κή Ἡ Ἰατρική εἶναι ἐπιστήμη καί τέχνη πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἔρευνα καί τήν ἐφαρμογή μεθόδων καί τεχνικῶν γιά τήν πρόληψη, τή διάγνωση καί τή θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἐπιστήμη εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἐπιστητοῦ, δηλαδή ἐκείνου πού μπορεῖ νά γίνει γνωστό μέ τήν παρατήρηση καί τό πείραμα. Ἡ τεκμηριωμένη ἰατρική ἐπιβάλλει τήν ἄσκηση της βάσει στοιχείων, τεκμηρίων, ἐνδείξεων καί ἀποδείξεων. Ἀπαιτεῖ τόν συγκερασμό τῶν καλύτερων ἐρευνητικῶν στοιχείων, τήν κλινική ἀρτιότητα καί τίς μοναδικές γιά κάθε ἀσθενή ἀξίες καί περιστάσεις. Μέ τόν ὅρο καλύτερα ἐρευνητικά στοιχεῖα ἐννοοῦμε τήν ἔγκυρη καί κλινικά σχετική, ἑστιασμένη στόν ἀσθενή ἔρευνα ἀπό τίς βασικές ἐπιστῆμες τῆς ἰατρικῆς καί ἀπό τήν κλινική ἔρευνα. Ἐξετάζοντας τήν ἀκρίβεια τῶν διαγνωστικῶν ἐξετάσεων, τήν ἰσχύ τῶν προγνωστικῶν δεικτῶν καί τήν ἀποτελεσματικότητα καί ἀσφάλεια θεραπευτικῶν καί προληπτικῶν σχημάτων καί θεραπευτικῶν σχημάτων ἀποκατάστασης. Μέ τόν ὅρο κλινική ἀρτιότητα ἐννοοῦμε τήν ἱκανότητα νά χρησιμοποιοῦμε τίς κλινικές μας δεξιότητες καί προηγούμενες ἐμπειρίες γιά τήν ταχεία ἀναγνώριση τῆς μοναδικῆς κατάστασης καί διάγνωσης τοῦ κάθε ξεχωριστοῦ ἀσθενῆ, τῶν ἐξατομικευμένων κινδύνων καί τῶν ὠφελημάτων ἀπό δυνητικές παρεμβάσεις. Μέ τόν ὅρο ἀξίες τοῦ ἀσθενῆ ἐννοοῦμε τίς προτιμήσεις, ἀνησυχίες καί προσδοκίες αὐτοῦ πού πρέπει νά ἐνσωματωθοῦν στίς

κλινικές ἀποφάσεις. Τέλος μέ τόν ὅρο περιστάσεις τοῦ ἀσθενῆ ἐννοοῦμε τήν ξεχωριστή κλινική κατάσταση καί τό κλινικό περιβάλλον αὐτοῦ. Ἡ Ὁμοιοπαθητική, ἀπό τίς λέξεις ὅμοιον καί πάθος, εἶναι μιά μέθοδος ἐναλλακτικῆς ἤ συμπληρωματικῆς ἰατρικῆς πού βασίζεται στήν ἀρχή τῶν ὁμοίων καί τόν κανόνα τῆς ἀπειροελάχιστης δόσης, ἔχοντας ὡς κεντρικό ἀξίωμα πώς «τά ὅμοια θεραπεύονται μέ τά ὅμοια». Βάσει αὐτοῦ τοῦ νόμου ἡ θεραπεία μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μέ χρήση φαρμακευτικῶν οὐσιῶν πού εἶναι ἱκανές νά προκαλέσουν τά συμπτώματα τῆς ἀσθένειας, ὅταν χορηγηθοῦν σέ ἕναν ὑγιή ὀργανισμό καί αὐτό σύμφωνα μέ τούς ὁμοιοπαθητικούς μπορεῖ νά ἐπαληθευτεῖ μόνον ἐμπειρικά. Οἱ βασικές ἀρχές τῆς ὁμοιoπαθητικῆς προτάθηκαν γιά πρώτη φορά τό 1796, ἀπό τόν Γερμανό γιατρό Σάμουελ Χάνεμαν (1755-1843) - 291 «ἀφορισμοί» (4). Τά ἑπόμενα χρόνια, ὁ Χάνεμαν ἐξέλιξε τή θεωρία του εἰσάγοντας τήν ἰδέα πώς χρησιμοποιώντας τίς φαρμακευτικές οὐσίες σέ πολύ μικρές ἕως ἀπειροελάχιστες δόσεις, ἦταν δυνατό νά ἐνισχυθεῖ ἡ δραστικότητά τους μέσα ἀπό μιά διαδικασία «δυναμοποίησής» τους, κατά τήν ὁποία οἱ οὐσίες σταδιακά ἀραιώνονταν, ἐνῶ τό διάλυμα ἀναταρασσόταν βίαια μετά ἀπό κάθε ἀραίωση. Οἱ ὑποστηρικτές της πρέσβευαν καί πρεσβεύουν πώς ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ δυναμοποίηση, δηλαδή ἡ ἀραίωση συνοδευόμενη ἀπό τή βίαιη ἀνατάραξη τοῦ διαλύματος, τόσο αὐξάνει


ἡ θεραπευτική δύναμη τῆς διαλυμένης οὐσίας. H ἐπιλογή τοῦ ποσοστοῦ ἀραίωσης δέν ἀκολουθεῖ κάποιον αὐστηρό κανόνα καί ἡ ἐμπειρία ἤ ἡ παρατήρηση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Ἡ ἰδέα τῆς δυναμοποίησης προτάθηκε περίπου τό 1825 καί καθώς φαίνεται ὑπῆρξε ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό διαδεδομένο δόγμα τοῦ βιταλισμοῦ (ἤ τῆς «ζωτικῆς δύναμης»), τῆς πεποίθησης δηλαδή πώς οἱ λειτουργίες ἑνός ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ καθορίζονται ἀπό μία μή φυσική ἐσωτερική δύναμη. Ὑφίσταται ἡ πεποίθηση πώς οἱ ἀσθένειες ὀφείλονταν σέ «διαταραχές τῆς ἄυλης δύναμης (ἡ ζωτική ἀρχή) πού προσδίδει ζωή στό ἀνθρώπινο σῶμα» καί πώς γιά τήν ὁμοιοπαθητική ἡ θεραπεία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀντίδρασης τῆς ζωτικῆς δύναμης στό κατάλληλα ἐπιλεγμένο φάρμακο. Ὑπάρχει ὁ ἰσχυρισμός πώς ἡ «δυναμοποίηση» μποροῦσε νά ἀπελευθερώσει ἕνας εἶδος ἐνέργειας, πού θεωρεῖται ἄυλη καί πνευματική καί τελικά ἑρμηνεύτηκε ὡς ἐκεῖνο τό χαρακτηριστικό πού διαχωρίζει τά ὁμοιοπαθητικά φάρμακα ἀπό συνήθη διαλύματα. Σύμφωνα μέ τό νόμο τῆς δυναμοποίησης, τά ὁμοιοπαθητικά φάρμακα (προερχόμενα ἀπό ὀρυκτά, τό φυτικό καί ζωικό βασίλειο) ἔχουν μέσα τους μιά ἐσωτερική δύναμη, ἕνα εἶδος μιᾶς κρυμμένης ἐνέργειας, ἡ ὁποία ἀπελευθερώνεται μέ τήν ἀραίωση τῶν μέν διαλυτῶν μέσα σέ

νερό ἤ οἰνόπνευμα, τῶν δέ μή διαλυτῶν σέ ἄμυλο ἤ γαλακτοσάκχαρο. Μέ τήν προοδευτική ὅμως ἀραίωση, σέ ἀρκετά ὑψηλές ἀραιώσεις, δέν ἀναμένεται νά ὑπάρχουν μόρια τῆς ἀρχικῆς δραστικῆς οὐσίας, ὡστόσο ἰσχυρίζονται ὅτι μέσα σέ αὐτά ὑπάρχει μιά νέα μορφή ἐνέργειας, ἡ ὁποία αὐξάνεται ἀκόμα περισσότερο στίς μεγαλύτερες ἀραιώσεις μέ τή δυναμοποίηση καί ἡ ὁποία ὡστόσο δέν μπορεῖ νά τεκμηριωθεῖ ἐπιστημονικά βάσει κανενός γνωστοῦ νόμου φυσικῆς ἤ χημείας. Ἀπό τήν ἄλλη στούς «ἀφορισμούς» ἰσχυρίζονται ὅτι μέ τή δυναμοποίηση «ἐκπνευματίζεται ἡ ὕλη» καί ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀραίωση τῆς οὐσίας, ὥστε νά μήν ὑπάρχει πλέον στό ἀραίωμα οὔτε ἕνα μόριο ἀπό αὐτήν, τόσο πιό ἐλεύθερη, πιό ἄυλη καί αἰθέρια γίνεται, αὐτή ἡ «μαγική ἰαματική δύναμη» τοῦ ὁμοιοπαθητικοῦ παρασκευάσματος. Ἡ ὑπεράσπισή της συνίσταται κυρίως στήν ἰδέα πώς ὑφίσταται ἕνα ἀφηρημένο εἶδος «μνήμης τοῦ νεροῦ», ὥστε μέ κάποιον ἄγνωστο τρόπο ἡ ἀρχική οὐσία «ἐντυπώνεται» στό νερό κατά τή δυναμοποίηση. Γιά περισσότερο ἀπό ἑκατό χρόνια, ἐρευνητές τῆς ὁμοιοπαθητικῆς ἔχουν ἐπιχειρήσει νά ἐξηγήσουν ἐπιστημονικά τήν ὑπόθεση αὐτή, χωρίς ἐπιτυχία. Πράγματι, εἶναι ἐντυπωσιακό πώς σχεδόν μέ ἀνύπαρκτη περιεκτικότητα δραστικῆς οὐσίας καί μόνον μέ τή δυναμοποίηση ἀποκτοῦν θεραπευτική ἰδιότητα τά ὁμοιοπαθητικά


σκευάσματα, τῶν ὁποίων καί τό κόστος δέν εἶναι καθόλου εὐκαταφρόνητο. Θεωρεῖται σχεδόν ἀδύνατον νά διαθέτουν ὁποιαδήποτε θεραπευτική ἰδιότητα, ἀποδίδοντας κατ᾿ ἐπέκταση ὁποιαδήποτε ἐπενέργειά τους σέ γνωστά φαινόμενα, ὅπως ἡ αὐθυποβολή (φαινόμενο placebo), ἤ σέ φυσιολογικές διεργασίες, ὅπως ἡ αὐτόματη ὕφεση τῶν συμπτωμάτων μετά τήν πάροδο ἑνός χρονικοῦ διαστήματος (παλινδρόμηση). Κατά τήν ὁμοιοπαθητική ὡστόσο, τά ὁμοιοπαθητικά διαλύματα χάνουν πλήρως τή δρ αστικότητά τους (ἀντιδότηση), ὅταν ἔρθουν σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τόν ἥλιο ἤ βρεθοῦν σέ ὑψηλή θερμοκρασια (>100-120oF) καί πιθανῶς σέ ἐπαφή μέ ὁρισμένες ἀρωματικές οὐσίες, ὑπόθεση πού θεωρεῖται ὅτι ἐπαληθεύεται ἐμπειρικά χωρίς ὅμως νά ἐξηγεῖται μέ ποιόν τρόπο ὑλοποιεῖται. Τέλος τό τρίτο ἀξίωμα τῆς ὁμοιοπαθητικῆς ἀφορᾶ τήν ὁλιστική ἀντιμετώπιση. Οἱ θεραπεῖες ἐπιλέγονται βάσει τῶν συμπτωμάτων καί ὄχι τῆς ἀσθένειας. Ἡ ἴαση ἀποσκοπεῖ στά διανοητικά, ψυχικά καί σωματικά συμπτώματα τοῦ ἀτόμου, παρά στή νόσο ἤ τίς αἰτίες της. Δέν ἀναγνωρίζονται ἀσθένειες, ἀλλά ἀσθενεῖς ὀργανισμοί. Ἡ θεραπεία εἶναι ἐξατομικευμένη, ὅπως καί στήν συμβατική ἰατρική ἄλλωστε βάσει τῶν ἰδιαίτερων χαρακτηριστικῶν κάθε ἀτόμου. Ὡστόσο διαφέρει ὅτι στήν ὁμοιοπαθητική ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι καθαρά ὑποκειμενική καί

ἐμπειρική, ἐνῶ στή συμβατική ἰατρική βασισμένη σέ ἐνδείξεις (evidence based medicine). Δεδομένου τῶν ἀνωτέρω, καμία ἀπό τίς βασικές ἀρχές τῆς ὁμοιοπαθητικῆς δέν ἔχει τεκμηριωθεῖ ἐπιστημονικά, στά πλαίσια τῶν νόμων φυσικῆς ἤ χημείας, βάσει κάποιας μεθοδολογίας ἤ κάποιου μηχανισμοῦ πού νά ἀκούγονται λογικοί ἤ νά μποροῦν νά ἐπαληθευτοῦν στήν πράξη. Ἡ συμβατική ἰατρική βασίζεται σέ ἔρευνα πού τεκμηριώνεται ἀπό χιλιάδες κλινικές μελέτες, τυχαιοποιημένες διπλές τυφλές (ἰσχυρότερης ἀποδεικτικῆς ἀξίας) κ.ἄ. ἀνασκοπήσεις καί μεταν α λύ σ ει ς, ἐνῶ στήν ὁμοιοπαθητική ἔχουν δημοσιευθεῖ λιγότερες ἀπό 300 ἕως σήμερα μέ ἀμφίβολα ἀποτελέσματα. Ἔχουν δημοσιευθεῖ πολυάριθμες ἀνασκοπήσεις κλινικῶν δοκιμῶν πού ἔχουν πραγματοποιηθεῖ γιά τή μελέτη τῆς ἀποτελεσματικότητας τῆς ὁμοιοπαθητικῆς στή θεραπεία συγκεκριμένων ἀσθενειῶν, ὁρισμένες ἀπό τίς ὁποῖες ἐπιβεβαιώνουν μέ ἐπιφύλαξη ἐνδείξεις θετικῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ὁμοιοπαθητικῆς, ἐνῶ ἄλλες δέν διαχωρίζουν τήν ἐπενέργειά της ἀπό αὐτή πού παρατηρεῖται μέ εικονικά φάρμακα. Περαιτέρω σημαντική εἶναι ἡ ἀμφισβήτηση τῶν ὁμοιοπαθητικῶν ἔναντι τῆς συμβατικῆς ἰατρικῆς, μέ ἀποτέλεσμα νά προβαίνουν σέ διακοπή κάθε φαρμάκου τῆς κλασικῆς ἰατρικῆς, δεδομένου βάσει ὅσων


ἰσχυρίζονται δέν μπορεῖ νά προκύψει ἀποτέλεσμα ἀπό τήν ὁμοιοπαθητική θεραπευτική. Γεγονός πού προκαλεῖ δυνητικό κίνδυνο γιά τήν ὑγεία τοῦ ἀτόμου, ἀφοῦ ἡ νόσος ἐξελίσσεται καί ἔχουν καταγραφεῖ ἀρκετά περιστατικά πρόκλησης ἕως καί θανάτου. Ἐπικριτές τῆς ὁμοιοπαθητικῆς ἐγείρουν εὐρύτερες ἐνστάσεις ὡς πρός τήν ἀσφάλειά της, θεωρώντας πώς εἶναι ἀναποτελεσματική ἔναντι τῶν μεθόδων τῆς σύγχρονης κλασικῆς ἰατρικῆς μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναβάλλει τή δραστική θεραπεία μίας ἀσθένειας μέ κλασικές ἰατρικές μεθόδους, ὅπως γιά παράδειγμα στήν περίπτωση τοῦ ἰσχυρισμοῦ ὁρισμένων ὁμοιοπαθητικῶν γιατρῶν πώς ἡ ὁμοιοπαθητική ἔχει ἀποτελέσματα στήν ἀντιμετώπιση π.χ. τῆς ἐλονοσίας ἤ καρκίνου, γεγονός πού εἶχε ἐπιπτώσεις στήν ὑγεία ἀσθενῶν. Ἀρνητικά ἔχει σχολιασθεῖ ἐπίσης ἡ στάση τῶν ὁμοιοπαθητικῶν γιατρῶν κατά τῆς κλασικῆς ἀνοσοποίησης καί ὑπέρ τῆς χρήσης τῶν ἀποκαλούμενων «ὁμοιοπαθητικῶν ἐμβολίων», τῶν ὁποίων ὅμως ἡ ἀποτελεσματικότητα δέν ἔχει ἀποδειχτεῖ. Σύμφωνα μέ τόν Ἰατρικό Σύλλογο Ἀθηνῶν, µέ πρόσφατο ἐπίσηµο ἔγγραφό του στό Ὑπουργεῖο, τονίζει ὅτι «ἡ Οµοιοπαθητική δέν ἔχει ἀναγνωριστεῖ ὡς ἐπίσηµη Ἰατρική Εἰδικότητα». Ἡ «Ἐπιτροπή Μελετῶν τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου Ἀθηνῶν» σέ ἔκθεσή της γιά τίς ἐναλλακτικές «θεραπεῖες» συµπεραίνει ὅτι: «Ἡ

ἐφαρµογή τῶν µεθόδων αὐτῶν ἀπό ἰατρούς καί µή γίνεται χωρίς ἐπιστηµονική βάση καί χωρίς ἀξιόπιστες κλινικές µελέτες. Ἡ βιβλιογραφία τῶν ἐναλλακτικῶν µεθόδων εἶναι πτωχή, σχετικά χαµηλοῦ ἐπιπέδου, ἐπηρεασµένη (biased) καί ἀτεκµηρίωτη. Εἰδικά ἐπισηµαίνεται ἡ ἀπουσία διπλῶντυφλῶν µελετῶν, ἡ µή ἐπαναληψιµότητα τῶν τυχόν θετικῶν ἀπ οτε λ ε σ µ άτων καθώς καί ἡ δογµατική ἀπόρριψη τῆς σύγχρονης διαγνωστικῆς καί θεραπευτικῆς µἐθοδολογίας. Σέ θεωρητικό καί πρακτικό ἐπίπεδο ὅλες οἱ ἐναλλακτικές µέθοδοι τείνουν στήν ἐπαναφορά θεραπευτικῶν µεθόδων προ-επιστηµονικῆς ἰατρικῆς µέ κύριο χαρακτηριστικό τήν ἐπίκληση µυστηριακῶν ἐνεργειακῶν ἤ ἀποκρυφιστικῶν δυνάµεων… Ἡ ἐπαγγελµατική ἐκµετάλλευση τοῦ φαινόµενου placebo ἀπό τίς ἐναλλακτικές µεθόδους προσλαµβάνει διαστάσεις εὐρείας κοινωνικῆς ἐξαπάτησης». Μαρία Σταματελάτου, Παθολόγος Ἰατρός Πηγές: 1. Wicipedia-Βικιπαίδεια Ἰατρικῆς Ἀθηνῶν. 2. Ἀθανάσιος Ἀβραμίδης, ἄρθρο στόν ἐπίσημο ἱστοτόπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (www.ecclesia.gr). 3. Sharon E. Straus et al. Τεκμηριωμένη Ἰατρική, 3η ἔκδοση –Μετάφραση-Ἐπιμέλεια: Ἀ. Τσάπας. 4. Ἰατρικός Σύλλογος Ἀθηνῶν.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.