Nεανικά Nεανικά Ἀγκυροβολήματα AγκυροβολήΔ I M H N I A I O Φ Y Λ Λ A Δ I O T H Σ I E PA Σ M H T P O Π O Λ E Ω Σ I E PA Π Y T N H Σ K A I Σ H T E I A Σ Γ I A T O Y Σ N E O Y Σ TEYXOΣ 86 ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2015
Κ ΑΤΗ ΧΗΤΙ Κ Α Κ Ε ΦΑ Λ ΑΙ Α
Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ λαϊκὸς πολιτισμός Σκέψεις γύρω ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Γένους μας. Ὅσα ἀκολουθοῦν δὲν ἀποτελοῦν συστηματικὴ προσέγγιση τοῦ μεγάλου καὶ σημαντικοῦ θέματος ποὺ ἀφορᾶ στὴν παιδεία τοῦ Γένους. Ὑπάρχουν ἄλλωστε σημαντικὲς μελ έ τ ε ς ἀνθρώπων ποὺ ἔ χο υν ἐργασθεῖ μὲ ἀγάπη καὶ ὑψηλὴ ἐπιστημοσ ύ ν η πάνω στὸ θέμα αὐτό. Ἐδῶ καταθέτουμε μερικὲς σκέψεις, ἕναν μικρὸ ὀβολὸ χρέους καὶ ἀγάπης σὲ ὅσους ἔγιναν φορεῖς αὐτῆς τῆς παιδείας καὶ τὴν κράτησαν ζωντανὴ μέχρι σήμερα. Ὁ λαός μας ἔζησε πολλὰ χρόνια χωρὶς ὀργανωμένη ἐκπαίδευση ἀλλὰ
ποτὲ χωρὶς παιδεία. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ μας ἀγνοοῦσαν γραφὴ καὶ ἀνάγνωση καθὼς καὶ τὰ σύγχρονα ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα. Ἦταν ὅμως κάτοχοι μιᾶς παιδείας ποὺ δὲν μετριέται μόνο μὲ γνωστικὰ κριτήρια, μὲ κριτήρια ἐπιστημοσύνης καὶ α ὐ τ ὴν ὀνομάζουμε «παιδεία τοῦ Γένους τῶν ρωμηῶν», γιὰ νὰ τὴν ξεχωρίζουμε. Τί τὸ διαφορετικὸ ἔχει αὐτὴ ἡ παιδεία ἀπὸ τὶς ἄλλες καὶ γιατὶ τὴν ξεχωρίζουμε. Θὰ ἐπαναλάβω καταρχὴν κάτι ποὺ ἔχει πολλὲς φορὲς εἰπωθεῖ:
ὅτι ἡ παιδεία τοῦ Γένους εἶναι θεανθρωποκεντρική, καὶ πιὸ συγκεκριμένα, «Χριστοκεντρικὴ» ἐνῶ κάθε ἄλλη παιδεία εἶναι ἀνθρωποκεντρική. Δὲν ἔχει σημασία ἄν μιλᾶμε γιὰ τὸν ἀρχαιοελληνικὸ ἀνθρωποκεντρισμό, γιὰ τὸν βουδιστικὸ ἤ τὸν ἀνθρωποκεντρισμὸ τοῦ διαφωτισμοῦ. Σημασία ἔχει ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκδοχὲς ποὺ ἐνδεικτικὰ ἀνέφερα εἶναι δημιουργήματα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὁ φιλοσοφικὸς ἀνθρωπισμός, ποὺ στηρίζεται στὸν «ὀρθὸ λόγο», ἀλλὰ καὶ ὁ θρησκευτικός, ποὺ στηρίζεται στὴ μεταλογικὴ ἐμπειρία εἶναι κατασκευάσματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀνάλογη σὲ ποιότητα εἶναι ἡ διαπαιδαγώγηση ποὺ προσφέρεται στὸ πλαίσιο τῆς ἀνθρώπινης αὐτῆς δημιουργίας. Ἔγραψα πιὸ πάνω ὅτι ἡ παιδεία τοῦ Γένους ἔχει θεανθρωποκεντρικὸ χαρακτήρα. Ὡς τέτοια μοιάζει μὲ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία, ἐκτὸς ἀπὸ ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, ἔχει καὶ χαρακτήρα παιδαγωγικό, μᾶς μαθαίνει δηλαδὴ πῶς νὰ μοιάσουμε στὸν Χριστό. Ἀπὸ μεθοδολογικὴ ἄποψη ἡ παιδαγωγικὴ τῆς Ἐκκλησίας προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχει τὸν παραπάνω στόχο μὲ τρόπο ποὺ τὴν χαρακτηρίζει τελικά. Ἔτσι λέμε ὅτι ἡ λατρεία εἶναι μυσταγωγική, εἶναι
ἀναγωγική, εἶναι λογική κλπ. Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ στοιχεῖα τῆς λατρείας, ἑρμηνευμένα στὸ πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, εἶναι συνάμα χαρακτηριστικὰ τῆς παιδείας τοῦ Γένους. Πρέπει λοιπὸν νὰ σταθοῦμε περισσότερο σ’ αὐτά, ἀφοῦ πρῶτα ποῦμε λίγα πράγματα γιὰ τὸν στόχο ποὺ ἀνέφερα παραπάνω, δηλαδὴ τὴν ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Χριστό. Πρέπει νὰ ξεκαθαρίσουμε ἐξ ἀρχῆς κάτι ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸν τρόπο ποὺ κατανοοῦμε τὴν ὁμοιότητα μὲ τὸν Χριστὸ γιατὶ ἐπηρεάζει ἄμεσα καὶ τὴν οὐσία ἀλλὰ καὶ τὴ μεθοδολογία τῆς ἐν Χριστῷ παιδείας. Ἄν τὴν ὁμοίωση μας μὲ τὸν Χριστὸ τὴν κατανοοῦμε ὡς ἁπλὴ ἠθικὴ βελτίωση, ὅπως τὴν ἑρμηνεύουν οἱ αἱρετικοί, τότε ὁ ἄνθρωπος μένει ὑπαρκτικὰ μετέωρος ἀπὸ τὴ μιὰ ἐνῶ ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία καὶ ἡ ἀγάπη ἐκπίπτουν ἀπὸ ὀντολογικὰ μεγέθη στὴν κατηγορία τῶν ψυγολογικῶν-συναισθηματικῶν καταστάσεων ποὺ ἐλέγχει, ἤ προσπαθεῖ νὰ ἐλέγξει, ὁ ἄνθρωπος. Ἀπὸ τὴν ἔκπτωση αὐτὴ γεννιῶνται ὅλοι οἱ ὁλοκληρωτισμοὶ ποὺ προσπαθοῦν μέσα ἀπὸ τὰ ποικίλα θρησκευτικοκοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ συστήματα νὰ ἐλέγξουν καὶ νὰ κατευθύνουν τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ
στὴ βάση ὅλων αὐτῶν τῶν συστημάτων βρίσκεται ἡ ἀρχέγονη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι Θεὸς χωρὶς τὸ Θεό. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐπιθυμία ἐκφράζουν καὶ οἱ χριστιανικὲς αἱρέσεις καὶ ἄς μιλοῦν γιὰ τὸν Χριστό. Στὴν πραγματικότητα θέλουν νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ θεάνθρωπο Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο Χριστὸ καὶ στὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀναδεικνύεται «μέτρον πάντων». Ἡ μεγαλύτερη αἵρεση τῆς χριστιανοσύνης, ἡ ὁποία κατ’ οὐσία βρίσκεται στὰ θεμέλια τοῦ δυτικοῦ διαφωτισμοῦ καὶ ἐπαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα, εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς στὸ βιβλίο του «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος» τὰ παρακάτω σημαντικά: «Τί εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ ἀρειανισμός; Ἀπὸ ποῦ κατάγεται; -Μὲ τὸ μεταφυσικὸν εἶναι του ριζώνει εἰς τὸν σατανισμὸν καὶ μὲ τὴν ψυχολογικήν του πλευρὰν εἰς τὸν ὀρθολογισμόν. Ὁ ἀρειανισμὸς εἶναι μία ἀπόπειρα νὰ υἱοθετηθοῦν αἱ μέθοδοι καὶ τὰ μέσα τῆς κατὰ ἄνθρωπον φιλοσοφίας ὡς μέθοδοι καὶ μέσα τῆς Χριστογνωσίας καὶ Θεογνωσίας· νὰ τεθῇ ὁ ἁμαρτοποιημένος ἀνθρώπινος νοῦς ὡς μέτρον εἰς τὸ ἐν χάριτι θεανθρώπινον ἔργον τοῦ Χριστοῦ· νὰ ἀντικατα-
στήσουν οἱ ὀρθολογιστικοὶ νόμοι (αἱ κατηγορίαι) τῆς λογικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους τοὺς χριστιανικοὺς νόμους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Καὶ πιὸ κάτω: «Ὁ Ἀρειανισμὸς δὲν ἔχει ἀκόμη ταφῆ· σήμερον εἶναι περισσότερον τῆς μόδας παρὰ ποτὲ ἄλλοτε καὶ ἔχει διαδοθῆ περισσότερον ἀπὸ ἄλλοτε. Ἔχει διαχυθῆ ὡς ψυχὴ εἰς τὸ σῶμα τῆς συγχρόνου Εὐρώπης. Ἐὰν κοιτάξετε εἰς τὴν κουλτούραν τῆς Εὐρώπης, εἰς τὸ βάθος της θὰ ἰδῆτε κεκρυμμένον τὸν ἀρειανισμόν…Μὲ τὴν ζύμην τοῦ ἀρειανισμοῦ ἔχει ζυμωθῆ καὶ ἡ φιλοσοφία τῆς Εὐρώπης, καὶ ἡ ἐπιστήμη της, καὶ ὁ πολιτισμός της, καὶ ἐν μέρει ἡ θρησκεία της…πολλοὶ διανοούμενοί μας συχνὰ λέγουν: Ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, σοφὸς ἄνθρωπος, ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος, ἀλλ’ ὁπωσδήποτε ὄχι Θεός…». Γιὰ νὰ συμπληρώσει παρακάτω ὅτι «εἰς τὸν χριστιανισμὸν ὁδηγεῖ ἡ πίστις, ὁ δὲ νοῦς ὁδηγεῖται· ἡ γνῶσις εἶναι καρπὸς τῆς πίστεως τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης καὶ ἐν ἐλπίδι ἐργαζομένης». Ἤδη ὅμως γράψαμε περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἀρχικὰ εἴχαμε πρόθεση νὰ ἀναφέρουμε γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ συνέχεια σὺν Θεῷ στὸ ἑπόμενο τεῦχος. παπα-Νικόλας Ἀλεξάκης
«Θεοτικά καί ἄθεα γράμματα» Στά προηγούμενα ἄρθρα εἴδαμε πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ἡ παιδεία καί μάλιστα ἡ ἐν Χριστῷ παιδεία στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν, στή διάπλαση τῶν χαρακτήρων τους καί γενικά στήν ἰσορροπία τῆς οἰκογένειας. Ἐπίσης μελετήσαμε τό πῶς ἡ ἐν Χριστῷ παιδεία ὄχι μόνο γαλούχησε καί στήριξε τούς σκλαβωμένους Ἕλληνες ἀλλά ἀνέδειξε καί νεομάρτυρες. Στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας λοιπόν ὑπῆρχαν ἀφενός τά «θεοτικά» γράμματα καί ἀφετέρου τά «ἄθεα». «Ὁ πατέρας τοῦ Ἔθνους, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μᾶς ὁρμήνεψε νά μαθαίνουμε γράμματα, ἀλλά μᾶς δίδαξε ν᾿ ἀκονίζουμε τό μυαλό μας στό ἀκόνι τοῦ Χριστοῦ. Μέ τά ἴδια ψηφία πού εἶναι γραμμένα τά δαιμονικά βιβλία, μέ τά ἴδια καί πιό μεγάλα κι εὐκολοδιάβαστα, εἶναι γραμμένα καί τ᾿ ἁγιοτικά. Γιατί λοιπόν νά μή μάθει τά ψηφία τό παιδί στά κιτάπια πού φώτισεν ὁ Κύριος παρά νά τά μάθει στίς φυλλάδες τοῦ διαβόλου; Γιατί, μαζί μέ τά ψηφία καί τούς κανόνες, νά μή συνηθίσει τό μυαλό τοῦ παιδιοῦ καί στόν τρόπο πού συλλογᾶται ὁ Χριστιανός;»1. Σ᾿ αὐτό τό ἄρθρο θά προσπαθήσουμε νά μελετήσουμε αὐτές τίς δύο παραμέτρους ἀγωγῆς τόσο στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ὅσο καί στή ἐποχή μας κάνοντας ἀναφορά στό δίπολο Ἀνατολή καί Δύση. Ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.
Ὅταν ὁ μοναχός Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, ὁ ἐπονομαζόμενος καί Παπουλάκος, ὁ ὁποῖος φυλακίστηκε γιά τή δράση του στά χρόνια της Τουρκοκρατίας, λέει «Θεοτικά γράμματα» ἐννοεῖ τά γράμματα τοῦ Θεοῦ πού μάθαιναν τά Ἑλληνόπουλα ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τό Ψαλτήρι καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία ἀπό ἱερεῖς καί μοναχούς κυρίως. Προτρέπει τούς Ἕλληνες μέ αὐτά νά μορφώσουν τά παιδιά τους γιά νά ζυμωθοῦν ἔτσι μέ τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, νά τή διατηρήσουν καί νά διεκδικήσουν τή λευτεριά τους. Ἐπίσης τούς συμβουλεύει νά μήν ἐπηρεάζονται ἀπό τά «ἄθεα γράμματα», τά ἐρχόμενα ἀπό τή Δύση. Νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ἐκείνη τήν ἐποχή ἔφταναν στήν Ἑλλάδα τά πρῶτα κηρύγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τά ὁποῖα ἐκτός τῶν ἄλλων ἔδιναν ἔμφαση στόν ἄνθρωπο καί τή λογική του παραμερίζοντας τήν πίστη στό Θεό. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς λοιπόν ἤθελαν νά ἐφιστήσουν τήν προσοχή στόν κίνδυνο ἀλλοίωσης τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος ὄχι μόνο μέ τήν εἴσοδο τῶν δυτικῶν ἰδεῶν ἀλλά καί μέ τόν ἐρχομό τοῦ Ὄθωνα καί τῶν Βαυαρῶν καί τή μεταφορά στοιχείων πού καμία σχέση δέν εἶχαν μέ τήν ἑλληνική φυσιογνωμία. Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ Παπουλάκου: «Τ᾿ ἄθεα γράμματα παραμέρισαν τούς ἁγίους καί τούς
ἀγωνιστές καί βάλανε στό κεφάλι τοῦ ἔθνους ξένους κι ἄπιστους γραμματισμένους, πού πᾶνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τά ἄθεα γράμματα κόψανε τό δρόμο τοῦ ἔθνους καί τ᾿ ἀμποδᾶνε νά χαρεῖ τή λευτεριά του. Εἶναι ντροπή μας, ἕνα γένος πού μέ τό αἷμα του πύργωσε τή λευτεριά του, πού πορπάτησε τή δύσκολη ἀνηφοριά, νά παραδεχτεῖ πώς δέν μπορεῖ νά πορπατήσει στόν ἴσιο δρόμο ἅμα εἰρήνεψε κι ὅτι δέν ξέρουμε ᾿μεῖς νά συγυρίσουμε τό σπίτι, πού μέ τό αἷμα μας λευτερώσαμε, ἀλλά ξέρουν νά τό συγυρίσουν ἐκεῖνοι πού δέν πολέμησαν, ἐκεῖνοι πού δέν πίστεψαν στόν ἀγώνα, ἐκεῖνοι πού πᾶνε νά μᾶς ἀποκόψουνε ἀπό τό Χριστό, καί πασχίζουνε νά μᾶς ρίξουνε στή σκλαβιά ἄλλων ἀφεντάδων, πού ᾿ναι πιό δαιμονισμένοι ἀπό τούς Τούρκους. Γιατί καί κεῖνα πού σεβάστηκεν ὁ Τοῦρκος, τ᾿ ἄθεα γράμματα τά πετᾶνε καί πᾶνε νά τά ξεριζώσουνε»2. Εἶναι γεγονός πάντως ὅτι ἄν οἱ Ἕλληνες ἀγωνιστές κατέχονταν ἀπό τό πνεῦμα τοῦ δυτικοῦ ὀρθολογισμοῦ δέ θά ξεκινοῦσαν τήν Ἐπανάσταση. Γιατί οἱ φορεῖς αὐτῶν τῶν ἰδεῶν, ὅπως ὁ Κοραῆς, πίστευαν ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν ἦταν ἕτοιμοι νά ἐπαναστατή-
σουν καθώς δέν ἦταν «πεφωτισμένοι». Ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Καραϊσκάκης βέβαια ἦταν ἀγράμματοι ἀλλά πνευματικά ὥριμοι, μέ ἀκμαία ἐθνική συνείδηση. Φυσικά δέν εἶχαν εὐρωπαϊκή παιδεία ἀλλά στηριζόταν στήν παραδοσή μας. Ὅλοι ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ ἔκαναν τόν ἀγώνα καί πέτυχαν λόγῳ τῆς ἀκλόνητης πίστης τους. Ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης πρίν ξεκινήσει μιά μάχη γιά νά ἐμψυχώσει τούς πολεμιστές τους ἔλεγε ὅτι στή σημερινή μάχη θά γενεῖ ἀρχηγός ὁ Θεός. Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά παραθέσουμε καί ἄλλη μιά μαρτυρία ἀπό τό Μακρυγιάννη πού δείχνει πώς ἡ δύναμη τῆς πίστης ἀνατρέπει τή λογική. «Ἐκεῖ ὀπούφτιαχνα τίς θέσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνύς νά μέ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτές οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες. Τί πόλεμο θά κάνετε μέ τόν Μπραΐμη αὐτοῦ; Τοῦ λέγω: εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις καί ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεὸς ὅπου μᾶς προστατεύει, καί θά δείξωμεν τήν τύχη μας σ᾿ αὐτές τίς θέσες τίς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τό πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾿ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τούς Ἕλληνες πάντοτε ὀλί-
γους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὡς τώρα ὅλα τά θεριά πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦνε, τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά. Καί ὀλίγοι ἀποφασίζουν νά πεθάνουν, καί ὅταν κάνουν αὐτείνη τήν ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁπού εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη καί θά ἰδοῦμεν τήν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μέ τούς δυνατούς». Μέσα ἀπό τά ἀπομνημονεύματά του φαίνεται ἕνας γνήσιος πιστός μέ ξεκάθαρα ὀρθόδοξα φρονήματα πού ξέρει τί πιστεύει καί τί ζητᾶ ἀπό τόν βασιλέα νά βοηθήση τό λαό τοῦτο «νά δοξάση τόν Θεό του ὀρθοδόξως καί ἀνατολικῶς»3. Ἁπλοί ἄνθρωποι βίωναν ἕνα πολιτισμό τοῦ ὁποίου βάση δέν ἦταν ἡ λογική καί τό δικαίωμα ἀλλά τό φιλότιμο καί τό καθῆκον, ἡ θυσία καί ἡ προσφορά. Αὐτά βέβαια εἶναι γνωρίσματα τῆς ρωμαίϊκης καρδιᾶς πού κατέχεται ἀπό τά ἰδεώδη τῆς ρωμηοσύνης, τῆς συνείδησης δηλαδή τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας. Ὁ πατήρ Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης πού μᾶς ὑπέδειξε τήν ἀξία τῆς ρωμηοσύνης γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ Ρωμηοσύνη δέν ἀποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δέν χρειάζεται ἀπολογητάς. Εἶναι ἁπλῶς
αὐτό πού εἶναι. Τό δέχεται κανείς ἤ τό ἀπορρίπτει. Διά τοῦτο τά παιδιά τῶν Ρωμηῶν ἤ παρέμενον πιστοί καί σκληροί Ρωμηοί ἤ ἐφράγκευον ἤ ἐτούρκευον. Καί σήμερον ἄλλοι παραμένουν Ρωμηοί, ἄλλοι ὅμως ἀμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, ἀγγλεύουν, δηλαδή γραικεύουν. Ὁ Ρωμηός ὀνειροπόλος καί ἀφελής δέν εἶναι. Ἀλλά οὐδέποτε γίνεται πνευματικῶς ἤ σωματικῶς δοῦλος τοῦ συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστός εἰς τά συμπεφωνημένα ἀλλά ἰδεολογικῶς ἀδέσμευτος. Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει πάλιν ὅτι δέχεται μόνον τά ρωμαίϊκα καί τίποτε τό ξένον. Δέχεται ὁ,τιδήποτε τό καλόν καί τό κάμνει ρωμαίϊκον. Ὅπως γίνεται σύμμαχος μέ ὅποιον συμφέρει ἐθνικῶς, κατά τόν ἴδιον τρόπον ἀποκτᾶ ὅλα ὅσα χρειάζονται ἀπό τήν σοφίαν τῶν ἐπιστημόνων τοῦ κόσμου, ἀλλά τά προσαρμόζει εἰς τόν ρωμαίϊκον πολιτισμό του. Οὐδέποτε συγχέει τάς θετικάς ἐπιστήμας μέ τόν πολιτισμόν, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι καί ὁ βάρβαρος δύναται νά ἔχη ἤ νά ἀποκτήσει καί νά προαγάγη τάς θετικάς ἐπιστήμας, διά νά χρησιμοποιήση αὐτάς εἰς τήν ὑποδούλωσιν καί καταστροφή τῶν ἀνθρώπων. Διά τοῦτο ὁ Ρωμηός γνωρίζει ὅτι εἶναι πνευματικός
ἡγέτης καί εἰς αὐτούς πού εἶναι ὡς τεχνοκρᾶται καί ὡς οἰκονομική δύναμις ἠγέται. Ναί μέν ὁ Ρωμηός ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τήν Ρωμηοσύνην του, ἀλλά οὔτε φανατικός οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καί οὔτε ἔχει καμμιάν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τούς ξένους οὐχί ὅμως ἀφελῶς. Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὅλας τάς φυλάς καί ὅλα τά ἔθνη χωρίς διάκρισιν καί χωρίς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηός γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη του κατέχει τήν ἀλήθειαν καί εἶναι ἡ ὑψίστη μορφή τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλά κατανοεῖ ἄριστα τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν Ρωμηόν, ὄχι ὅμως περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν κάτοχον τῆς ἀλήθειας ἀλλ’ ἐξίσου ἀγαπᾶ τόν κήρυκα τοῦ ψεύδους. Ἀγαπᾶ τόν ἅγιον, ἀλλ’ ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ἀκόμη καί τόν διάβολον. Διά τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, καί φιλότιμον καί ὄχι κίβδηλος αὐτοπεποίθησις, ἰταμότης καί ἐγωισμός. Ὁ ἡρωισμός τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθής καί διαρκής κατάστασις τοῦ πνεύματος καί ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καί ἁρπακτικότης. Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν ἁγίων»4. Κι ἔρχεται
ὁ Ἐλύτης γιά νά τονίσει σέ μιά του συνέντευξη ὅτι: «Μιά ἐσωτερική αὐλή νησιώτικου σπιτιοῦ ἤ ἕνας περίβολος μοναστηριοῦ εἶναι πιό κοντά στό πνεῦμα πού ἔκανε τούς παρθενῶνες καί τίς Θεομήτορες παρά ὅλες οἱ κολόνες κι οἱ μετῶπες τῶν εὐρωπαϊκῶν ἀνακτόρων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν συνέχισε κάποιος τήν αἰσθαντικότητα τήν ἑλληνική καί τή διατήρησε εἶναι ἀποκλειστικά ὁ λαϊκός πολιτισμός». Καί τίθεται τώρα τό ἐρώτημα τί γίνεται σήμερα μέ μᾶς; Διασ ώ ζουμε αὐτό τό ρωμαίϊκο λαϊκό πολιτισμό ἤ ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τό δυτικό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι αὐτονόητη. Ἡ ἐξάρτησή μας ἀπό τή δύση δέν εἶναι μόνο οἰκονομική ἀλλά δυστυχῶς, πρωτίστως πνευματική καί πολιτιστική. Ξένες λέξεις κατακλύζουν τό λεξιλόγιό μας, ξένα μουσικά ἀκούσματα κυριαρχοῦν, ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἡ γεύση τῶν φαγητῶν μας καί γενικά ἔχουμε χάσει σέ μεγάλο βαθμό τή φυσιογνωμία μας ὡς ἔθνος. Αὐτή ἡ φθορά βέβαια μᾶς ὁδήγησε σέ ἀδιέξοδο ὄχι μόνο πολιτιστικό ἀλλά καί προσωπικό. Γιατί ὅταν χάνεις τήν ἐπαφή μέ τίς ρίζες σου μένεις μετέωρος. Δυστυχῶς ὅσο κι ἄν οἱ σύγχρονες ἰδεολογίες ἐξυψώνουν τόν ἄνθρωπο σέ ἀτομικό ἐπί-
πεδο, ὅταν δέν ἔχουμε τήν ἀναφορά μας στόν προσωπικό τριαδικό Θεό ἡ προσωπική μας ἑτερότητα καταρρέει καί δέ μπορεῖ νά μᾶς στηρίξει. Βιώνοντας αὐτή τήν ἀνυπόφορη ἀποσύνθεση ἐπιζητοῦμε τήν ὑπαρξιακή μας ἀνασυγκρότηση. Ἀντί ὅμως νά ἀνατρέξουμε στίς ρίζες μας ψάχνουμε παρηγοριά στίς ἀνατολικές θρησκεῖες καί σέ ἄλλα ψευτοδιδάγματα. Ἀλλά ὅπως ἀναφέρει ὁ πατήρ Βασίλειος ὁ Γοντικάκης: «Ἡ ἱστορία, ἡ ἐξέλιξι ὁδηγεῖ στήν Ὀρθοδοξία. Καί ἄν ἔρχωνται σήμερα στό Ὄρος νέοι ἄνθρωποι ἀπ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα, καί ἄν καταφθάνουν ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο, εἴτε γιά νά γίνουν μοναχοί εἴτε γιά νά βαπτισθοῦν στό φῶς τῆς χάριτος, δέν τό κάνουν ἐπειδή κάποιος ἐξωτερικά τούς ὠθεῖ, ἀλλά ἐπειδή μιά προσωπική δίψα τούς ἕλκει». «Ἀπό τήν Εὐρώπη γυρίσαμε πεινασμένοι», ἔγραφε ὁ Σεφέρης. Πάλι τά παιδιά τῆς Εὐρώπης καί ὅλου τοῦ κόσμου μένουν πεινασμένα. Καί δικαιολογημένα ἀντιδροῦν ἐν ὅσῳ πᾶνε νά τά ταΐσουν μέ ψευδαισθήσεις καί ὄπια τεχνητῶν παραδείσων. Καί δικαιώνεται ἡ ὀρθόδοξη πίστι καί ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή μᾶς ἔσωσε, ὅταν ζοῦσε ἡ Πόλις. Αὐτή μᾶς σκέπασε μέ τή χάρη της, ὅταν ἔπεσε ἡ Πόλις. Καί σήμερα πού ὅλος ὁ κόσμος ἔγινε μιά πόλις, ἔστω βαβυλώνια, αὐτή εἶναι ἡ μόνη κατάλληλη νά μᾶς βοηθήση, σώση, ἀδελφώση μέ ὅλους. Ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν σκεπάζει τό λαό καί ὁ λαός εἶναι ὁ φύλαξ τῆς ἀληθείας καί τῆς Ἐκκλησίας (Ἐγκύκλιος Πα-
τριαρχῶν Ἀνατολῆς, 1848)». Ὅπου πάει ὁ λαός, ἀκολουθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ λαός εἶναι ἕνα κομμάτι τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία. «Γι’ αὐτό ὅπου βρεθοῦν στά ξένα, ἀμέσως θά χτίσουν ἕνα ναό καί δίπλα ἕνα ἑλληνικό σχολεῖο. Ἔτσι ζήσαμε στήν Τουρκοκρατία, ἔτσι ζοῦμε σήμερα μέχρι καί στήν Αὐστραλία. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς βοηθᾶ στήν ἐλευθερία καί στή δουλεία, στό χωριό καί στήν οἰκουμένη. Ἀντέχει παντοῦ ἡ Ὀρθοδοξία. Καί ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ λειτουργεῖ ἄνετα καί ἐλεύθερα ἡ ζωή καί ἡ ἀποστολή της. Τό πιό δικό μας, οἰκεῖο, ἁπλό, ἀποδεικνύεται οἰκουμενικό, καθολικό, πού ζητοῦν ὅλοι. Αὐτό τό ἴδιο ὅλους ἐλευθερώνει καί ὅλους ἑνώνει, τόν καθένα διαστέλλει στίς διαστάσεις τοῦ παντός. Καί ὅλους συνάγει στό φῶς τοῦ προσώπου Του»5. Ἀφροδίτη Μακρυνάκη-Συγγελάκη, Φιλόλογος καθηγήτρια Ἑλένη Σαντιμπαντάκη-Τσικαλάκη, Ἐκπαιδευτικός 1. Κωστῆ Μπαστιᾶ, Ὁ Παπουλάκος, ἐκδοτική Ἀθηνῶν, ὄγδοη ἔκδοση, 1987, σελ. 145. 2. Κωστῆ Μπαστιᾶ, ὁ Παπουλάκος, ἐκδοτική Ἀθηνῶν, ὄγδοη ἔκδοση, 1987, σελ. 146. 3. Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας, Κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἅγιον Ὄρος, 1984, σελ. 42. 4. Ἀρχιμ. Ἰεροθέου Βλάχου, Ρωμηοί σέ Ἀνατολή καί Δύση, Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), ἔκδοση Α’, 1993, σελ. 207-209. 5. Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ παιδεία τοῦ Γένους μας, Κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἅγιον Ὄρος, 1984, σελ. 74-75.