Nεανικά Nεανικά Ἀγκυροβολήματα AγκυροβολήΔ I M H N I A I O Φ Y Λ Λ A Δ I O T H Σ I E PA Σ M H T P O Π O Λ E Ω Σ I E PA Π Y T N H Σ K A I Σ H T E I A Σ Γ I A T O Y Σ N E O Y Σ TEYXOΣ 87 ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015
Κ ΑΤΗ ΧΗΤΙ Κ Α Κ Ε ΦΑ Λ ΑΙ Α
Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ λαϊκὸς πολιτισμός Σκέψεις γύρω ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Γένους μας (β') Προλογικό Μὲ τὸ τεῦχος αὐτὸ ὁλοκληρώνουμε τὴ σύντομη ἀναφορά μας στὴν παιδεία τοῦ Γένους μὲ δύο κείμενα ποὺ ἀκολουθοῦν. Ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας λαὸς ὑπόδουλος γιὰ αἰῶνες σὲ ἕναν σκληρὸ κατακτητή, «κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς καὶ βάν α υ σ ε ς συνθῆκες… στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας»1 παρήγαγε πολιτισμό, ἐνῶ σήμερα ἔχει καταλήξει στὸν μιμητισμό2. Θὰ ἐπαναλάβουμε τὴ μαρτυρία τοῦ Ἐλύτη ποὺ λέει ὅτι ὁ λαϊκὸς πολιτισμὸς ἀπέπνεε «μιὰν ἀρχοντιὰ κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων», ἀλλὰ καὶ τὸ ἐρώτημά ποὺ διατυπώνει λέγοντας· «τί σταμάτησε αὐτὰ τὰ κινήματα ψυχῆς…ποιός καπάκωσε μιὰ τέτοιου εἴδους ἀρετή…»;
Ἕνας ἁγιορείτης ἡγούμενος μᾶς ἔλεγε κάποτε ὅτι ὁ δάσκαλος διδάσκει τοὺς μαθητές του μ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι μ’ αὐτὰ ποὺ λέει. Στοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ πέρασε ὁ λαὸς συχνὰ δὲν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα διδαχῆς, εἴτε γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν σχολεῖα εἴτε γιατὶ δὲν ὑπήρχαν δάσκαλοι. Ὑπῆρχε ὅμως πάντα στὴ λαϊκὴ εὐσέβεια τὸ στοιχεῖο τῆς ἁγιότητας καὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ δίδασκε σιωπηλά. Λέγαμε τὴν περασμένη φορὰ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση στηρίζεται στὸ λόγο, στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης ὅτι ὅταν μιλάει κανεὶς ἀπὸ τὸ νοῦ του κάνει λάθη, καὶ τὰ λάθη αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι μικρὰ ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μεγάλα. Στὴν παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σημάδεψε τὴ λαϊκὴ παράδοση, μιλάει ὁ Λόγος μέσα ἀπὸ τὴ δική μας ἐξωτερικὴ σιωπή. Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται ὅτι κάποτε ἕνας ἀββᾶς εἶπε στὸν ὑποτακτικό του· ἑτοιμάσου, θὰ πᾶμε στὴν Ἀλεξάνδρεια νὰ κηρύξουμε. Ἑτοιμάστηκαν, λοιπόν, βάλανε τὸ ράσο καὶ τὸ κουκούλι τους καί, μπροστὰ ὁ γέροντας πίσω ὁ ὑποτακτικός, γύριζαν ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ στὴν πόλη. Ὅταν ἄρχισε νὰ βραδιάζει λέει ὁ γέροντας στὸν ὑποτακτικό του· πᾶμε τώρα πίσω στὸ κελλί μας. Ἀπορημένος ἐκεῖνος τὸν ρωτάει· μὰ δὲν θὰ κηρύξουμε; ὅλη μέρα γυρίζουμε στοὺς δρόμους χωρὶς νὰ ποῦμε τίποτα καὶ τώρα θὰ φύγουμε ἄπρακτοι; Τοῦ λέει τότε ὁ γέροντας ὅτι ὅλη μέρα ποὺ γυρνούσαμε στὴν πόλη δὲν κάναμε τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ κηρύττουμε. Αὐτὴ ἡ εὔλαλη σιωπὴ χαρακτηρίζει τὴν παιδεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατὰ συνέπεια τοῦ Γένους. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ σιωπᾶ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ μιλήσει ὁ
Θεός. Κάνει χῶρο γιὰ νὰ ἐνεργήσει ὁ Θεὸς στὴ ζωή του, νὰ τῆς δώσει νόημα καὶ προοπτική. Καθετὶ ἀνθρώπινο εἶναι πεπερασμένο, ἔχει πέρας καὶ φυλακίζει τὸν ἄνθρωπο, τὸν καθιστᾶ ἀνελεύθερο μ’ ὅλο ποὺ ὑπόσχεται τὸ ἀντίθετο. Ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἐγκλωβισμὸ πάσχομε σὲ κάθε ἐπίπεδο, πνευματικὸ καὶ ὑλικό, γιατὶ ξεχάσαμε ὅτι εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Σηκώσαμε τὸ ἀνάστημά μας γιατὶ νομίσαμε πὼς εἴμαστε ψηλότεροι ἀπ’ τὸ Θεό, πὼς δὲν τὸν χρειαζόμαστε γιατὶ μόνοι μας τὰ καταφέρνουμε καλύτερα. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ μειονεξία πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ σύγχρονη Ἑλληνικὴ παιδεία γιὰ νὰ δώσει ξανὰ καρποὺς εὔχυμους καὶ νὰ θρέψει τὶς γενιὲς ποὺ ἔρχονται. παπα-Νικόλας Ἀλεξάκης 1. Ὀ. Ἐλύτη, «Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικά», Ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ε΄ἔκδοση 2007, σελ. 25. 2 Τάσου Λιγνάδη, Τὸ Ἄξιόν Ἐστι τοῦ Ἐλύτη, Ἀθήνα 1989, Θ΄ἔκδοση, σελ. 7.
Ἐκπαιδευτική παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης καί Εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός Σ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς περίπου χιλιόχρονης Ρωμαΐικης Αὐτοκρατορίας διαμορφώθηκε σταδιακά μιά ἐκπαιδευτική παράδοση στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας πού ξεκινάει ἀπό τούς Ἀποστόλους, τούς μάρτυρες καί διατυπώνεται ἀπό τούς μεγάλους πατέρες (Ἅγιο Ἀθανάσιο, Καππαδόκες καί ἄλλους μεταγενέστερους). Οἱ κατά κόσμον μορφωμένοι πατέρες γεννήθηκαν σέ ἕνα περιβάλλον ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καί ἀνατράφηκαν μέ ἑλληνική παιδεία, σπούδασαν στά τότε μεγάλα κέντρα τῶν γραμμάτων καί τῶν ἐπιστημῶν. Γνώριζαν ὅμως ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί ἐμπειρία κάτι
πού ἡ φιλοσοφία, οἱ ἐπιστῆμες καί γενικῶς οἱ ἐκτός αὐτῆς τῆς παραδόσεως ἀγνοοῦσαν. Οἱ πατέρες γνώριζαν τή διάκριση ἀνάμεσα στό ἄκτιστο καί τό κτιστό. «Μόνο δυό πράγματα ὑπάρχουν ἡ Θεότητα καί ἡ κτίση. Τούτη εἶναι ἡ πρώτη καί πρωταρχική ὀντολογική διάκριση κατά τρόπο ριζικό. Ἔτσι θεμελιώνεται ἡ ἑτερότητα θεότητας καί κτίσης. Ὡστόσο κατά βάση μονάχα μιά πραγματικότητα ὑπάρχει καί αὐτή εἶναι ἡ θεότητα, γιατί ἡ θεότητα εἶναι τό Ὄν καί ἡ κτίση το μή ὄν. Ἡ κτίση ὑπάρχει ἐπειδή μετέχει στίς ἐνέργειες τῆς θεότητας». Ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Βασίλειος «δύο γάρ λεγομένων πραγμάτων, θεότητός τε καί κτίσεως, καί δε-
σποτείας καί δουλείας καί ἁγιαστικῆς φύσεως καί ἁγιαζομένης». Αὐτή ἡ ἐμπειρία καί γνώση τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶται εἰκονικά καί παραστατικά σέ ὅλα τά βιβλικά κείμενα. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί οἱ ἐπιστῆμες δέν ἔκαναν τέτοιες διακρίσεις διότι δέν εἶχαν τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκοδέσποινα μέσα στό ὅλο οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ διδασκαλία του καί ἡ ἐμπειρία πού ἀποκομίζουν ἀπό αὐτόν οἱ ἀπόστολοι, οἱ πατέρες καί οἱ πιστοί. Οἱ αἱρετικοί ἔκαναν τό ἀντίθετο γιατί τοποθετοῦσαν πάνω ἀπό τό Χριστό τή φιλοσοφία καί τήν ἀνθρώπινη γνώση προσπαθώντας νά βάλλουν τόν ἄκτιστο Θεό σέ κτιστά καλούπια καί προσπαθώντας νά τόν κατανοήσουν καί νά τόν ἑρμηνεύσουν μέ τίς δικές τους ἀποκλειστικά δυνάμεις τῆς σκέψης καί τῆς φιλοσοφίας. Οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου καί ἄλλοι πού προῆλθαν ἀπό τούς κόλπους τοῦ ἀρειανισμοῦ ὑποστήριξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατόν νά γνωρίσει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ μέ τό νοῦ του, μέ τή σκέψη του, ἐνῶ οἱ Μεγάλοι Πατέρες δέν δέχονταν αὐτή
τήν ἄποψη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐνδεικτικά ἀναφέρει «ἀκατάληπτόν τό θεῖον καί ὅτι οὐ δεῖ ζητεῖν καί περιεργάζεσθαί τά μή παραδεδομένα ἡμῖν ὑπό τῶν ἁγίων προφητῶν καί ἀποστόλων καί εὐαγγελιστῶν» «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε. Ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1,18) καί παρακάτω λέει: «Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεός ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ... Διά νόμου καί προφητῶν πρότερον, ἔπειτα δέ διά τοῦ μονογενοῦς Αὐτοῦ Υἱοῦ, Κύριου καί Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τό ἐφικτόν ἡμῖν τήν ἑαυτοῦ ἐφανέρωσε γνῶσιν… Ὡς οὖν πάντα εἰδώς καί τό συμφέρον προμηθούμενος, ὅπερ συνέφερεν ἡμῖν γνῶναι ἀπεκάλυψεν, ὅπερ δέ οὐκ ἐδυνάμεθα φέρειν, ἀπεσιώπησε. Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν καί ἐν τούτοις μείνωμεν μή μεταίροντες ὅρια αἰώνια μηδέ ὑπερβαίνοντες τήν θείαν παράδοσιν». Ἐδῶ, στήν παράδοση τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας, ὑπάρχει καί ἡ αὐτογνωσία ὅτι οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίσει τό ὁ,τιδήποτε εἶναι πεπερασμένες καί ὄχι ἀπεριόριστες καί ἐπίσης ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἐμπειρία πού ἀποκομίζει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή μετοχή της στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο ἡ σχέση καί ἐνασχόληση μέ τίς φυσικές ἐπιστῆμες. Ἑπομένως, στή Ρωμαΐικη αὐτοκρατορία ὑπάρχει μιά ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν, οἱ ὁποῖες ἐρευνοῦν καί
ἀποφαίνονται γιά τή λειτουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου καί τά φαινόμενα καί τούς νόμους πού τόν διέπουν. Χαρακτηριστική ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας τῶν ἐπιστημῶν ὑπάρχει στήν «Ἔκδοσιν ἀκριβῆ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ὅπου, ἀφοῦ κάνει λόγο γιά τήν ὁρατή κτίση καί τόν οὐρανό καί ἀναφέρει διάφορα βιβλικά χωρία πού ἀφοροῦν τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί διάφορες ἐπιστημονικές ἀπόψεις τῆς ἐποχῆς του, καταλήγει στό ἑξῆς: «Ὅμως, εἴτε οὕτως, εἴτε ἐκείνως, ἅπαντα τῷ θείῳ προστάγματι γέγονέ τε καί ἤδρασται καί τό θεῖον θέλημά τε καί βούλημα θεμέλιον ἀσάλευτον κέκτηται». Ὁ χριστιανισμός στή Δύση ἀκολουθώντας ἄλλα μονοπάτια ἀπομακρύνθηκε σταδιακά ἀπό αὐτήν τήν παράδοση πού ἐπηρεάζει τό πῶς ὁ ἄνθρωπος βλέπει τό Θεό καί τήν κτίση. Ὁ δυτικός χριστιανισμός πίστεψε ὅτι μέ τή δύναμη τοῦ λόγου καί τῆς σκέψης καί μέ ἐργαλεῖο τή φιλοσοφία θά ἑρμηνεύσει τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καί τίς θεοφάνειες καί ἔφτασε νά γίνει φιλοσοφικό σύστημα καί πολιτική δύναμη. Ὡς φιλοσοφικό σύστημα ἔλεγχε καί ὅλες τίς ἐπιστῆμες τῆς τότε ἐποχῆς ἀσκώντας καταπίεση στήν ἐξέλιξή τους (ἱερά ἐξέταση, περίπτωση Γαλιλαίου κ.τ.λ). Οἱ Εὐρωπαῖοι φιλόσοφοι καί ἐπιστήμονες προσπαθώντας νά ἀπελευθερωθοῦν ἀπό αὐτή τήν καταπίεση τοποθετήθηκαν ἀρνητικά στό χριστιανισμό πού γνώρισαν καί ἔφτασαν στό Ντεϊσμό, τόν ἀθεϊσμό, τόν ἀγνωστικισμό, τόν ὑλισμό καί ἄλλες θεωρίες καί ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὅμως, οἱ Διαφωτιστές ἀκολουθώντας τήν προγενέστερη ἐκπαιδευτική παράδοση τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ κάνουν τό ἴδιο μέ αὐτόν
σφάλμα, καθώς τό βασικό δόγμα τοῦ Διαφωτισμοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀνάπτυξη τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν καί τόν ὀρθολογισμό, μέ τή δύναμη καί ἐφευρετικότητα τῆς σκέψης του μπορεῖ νά κατακτήσει τά πάντα, οὐσιαστικά νά γίνει θεός. Τό προβάδισμα τῆς γνώσης ὁδήγησε στήν ἀπολυτοποίηση τῆς ἐπιστήμης, π.χ. τῆς φυσικῆς (ἔπρεπε νά ἔλθουν οἱ μεγάλοι φυσικοί τοῦ 20οῦ αἰώνα Ἀϊνστάιν, Χάιζεμπεργκ, Πλάνκ κ.ἄ., γιά νά ἀποδείξουν τίς περιορισμένες δυνατότητές της). Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἔφτασαν οἱ διάφορες πολιτικές, φιλοσοφικές καί ἐπιστημονικές θεωρίες στήν ὑποδουλωμένη ρωμηοσύνη καί ὑπῆρχε ἡ ἐπιτακτική ἐντολή ἀπό τούς ἔξωθεν Ἕλληνες λογίους καί διανοούμενους γιά τή «μετακένωση» καί ἄκριτη πρόσληψη ὅλων αὐτῶν τῶν ἰδεῶν καί θεωριῶν ἀπό τούς ὑπόδουλους, ὥστε νά εἶναι καί αὐτοί ἀκριβῶς ὅπως τά φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης. Ὅμως αὐτή ἡ μεταφορά τῶν ὅποιων ἰδεῶν καί φιλοσοφιῶν δέν μποροῦσε νά γίνει ἄκριτα καί χωρίς προϋποθέσεις διότι στόν ἀρχικά ὑπόδουλο καί ἀργότερα ἐλεύθερο ἑλληνισμό ἐπικρατοῦσαν ἄλλες συνθῆκες καί ἄλλη ἐκπαιδευτική παράδοση. Ἡ πρόσληψη τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων ἑπομένως ἦταν θετική καί ἀπαραίτητη ἀλλά τίθεται ἐρώτημα γιά τήν ἑρμηνεία τους. Τό γεγονός π.χ. ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε στό φεγγάρι δέν τόν ἔφερε πιό κοντά στό Θεό. Οἱ πατερικοί καί αὐθεντικά παραδοσιακοί Ἕλληνες διανοούμενοι ἤξεραν συνεπῶς ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ (Ἄκτιστου) δέν μπορεῖ ποτέ νά ἔλθει σέ σύγκρουση μέ τή γνώση τοῦ κόσμου (κτιστοῦ), γιατί πρόκειται γιά δύο διαφορετικά ἐγχειρήματα. Ἡ πρώτη
γνώση ἔχει ὄργανο τήν καθαρή ἀπό πάθη καί φωτισμένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καρδιά. Ἡ δεύτερη γνώση ἔχει γιά ὄργανο τό λόγο (τή λογική). Εἶναι, συνεπῶς, ἄλλο καί ἄλλο. Ἡ ἐκπαιδευτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ὡς ἄσκηση-ἐμπειρία καί προσπάθεια θεραπείας (θεραπευτική τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης), κατ᾿ ἐπέκταση, τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων, δηλ. τῆς ἐπιστήμης, τῆς τεχνολογίας καί γενικά τοῦ πολιτισμοῦ, τά ὁποῖα θά χρησιμοποιηθοῦν γιά τήν προαγωγή τῆς ζωῆς καί τῆς ποιότητάς της. Αὐτή εἶναι ἡ βασική διαφορά ἀνάμεσα στήν παράδοσή μας καί στήν ἐκπαιδευτική παράδοση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τή θεωρία τοῦ ὑπερανθρώπου-τεχνοκράτη καί αὐτοθε-
οποιημένου πλάσματος ἔφτασε νά αἱματοκυλίσει δύο φορές τόν πλανήτη μέ τά τεχνολογικά καί ἐπιστημονικά του μέσα, καί νά τόν ἀπειλεῖ σήμερα μέ καταστροφή ἐξαιτίας τῆς ρύπανσης καί τῶν ὅπλων πού δημιούργησε. Ἀναστάσιος Παπίδης, Θεολόγος καθηγητής Βιβλιογραφία 1. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002. 2. Νικολάου Ματσούκα, Δογματική, τόμ. 2, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη 1999. 3. π. Γεωργίου Μετα λ ληνοῦ, Το υρ κ ο κ ρ ατ ί α , ἐκδόσεις Ἀκρίτας 1998.
Προσεγγίσεις και προβληματισμοί γύρω ἀπό τήν παιδεία τοῦ Γένους Συνεχίζουμε ἀπό τό προηγούμενο τεῦχος τήν κατάθεση σκέψεων καί προβληματισμῶν γιά τήν παιδεία τοῦ Γένους μας, «τήν παιδεία τοῦ Γένους τῶν Ρωμηῶν», γιά νά σταματήσει ἡ προσπάθεια κατεδάφισης τῶν πνευματικῶν μας ἐρεισμάτων καί ἡ διάλυση τῆς παιδείας καί γιά νά ὑλοποιηθοῦν οἱ ἰδεοληψίες τῆς ἑκάστοτε «ἰδεολογικῆς ἐλίτ» πού προσπαθεῖ
ἐδῶ καί δεκαετίες νά μετατρέψει τήν Ἑλλάδα σ᾿ ἕνα δυτικοῦ τύπου κράτος, χωρίς καμία σχέση μέ τήν παράδοση. Ἡ παράδοση βαπτίζεται ἀναχρονισμός, μεσαίωνας κ.τ.λ. Ἔτσι ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση τό 1821 χαρακτηρίζεται γνήσιο τέκνο τοῦ Διαφωτισμοῦ, οἱ Ἕλληνες τῶν προηγούμενων αἰώνων χαρακτηρίστηκαν ἀνίκανοι νά δημιουργήσουν ἰδέες καί κινήμα-
τα, ἀγνοήθηκαν οἱ Νεομάρτυρες, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ κοινοτικός θεσμός, τό κρυφό σχολειό. Οἱ ἀναθεωρητές ἱστορικοί ὅταν ἀναφέρονται στό κρυφό σχολειό, τό χαρακτηρίζουν ὄχι μόνο μύθο ἀλλά καί ὡς καθαρή ἀνοησία, ἐνῶ δέν διστάζουν νά ἀποκαλέσουν ἐθνικιστές καί σκοταδιστές ὅσους πολεμοῦν καί ὑποστηρίζουν τήν ἱστορική του ὕπαρξη. Καί αὐτό δέν τό κάνουν τυχαῑα. Τό κρυφό σχολειό ἔχει ἐξέχουσα σημασία στά καίρια ἰδεολογικά καί πολιτικά διακυβεύματα, ὅπως ὁ ρόλος τοῦ ἔθνους, τοῦ ἐθνικοῦ κράτους καί τῆς παρεμβατικῆς δυνατότητας τῆς ἐκκλησίας σ᾿ αὐτά. Οἱ ἀναθεωρητές ἱστορικοί ἐδῶ καί 30-40 χρόνια προέβησαν σέ μιά βίαιη ἀλλαγή στήν ἑλληνική ἱστοριογραφική ἐπιστήμη, καταγγέλλοντας τήν προηγούμενη ἱστορική ἑρμηνεία ὡς «ἀναχρονιστική καί ἐθνοκεντρική», ἐπιβεβλημένη ἀπό τήν ὡς τότε «κυρίαρχη ἑλληνοχριστιανική ἰδεολογία». Γι᾿ αὐτό καί τό κρυφό σχολειό ἀπορρίπτεται ἐξ ὁλοκλήρου καί χωρίς καμία ἐξαίρεση, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς αὐτούς δέν ὑπῆρξε ποτέ καί πουθενά ἀναγκαία ἡ ὕπαρξή του. Κατά τήν ἐπίσκεψή μας ὡστόσο στήν ἱστοσελίδα τό «ἀντίβαρον» βρήκαμε μιά ἐξαιρετική διατριβή τοῦ κ. Κε-
καυμένου γιά τό κρυφό σχολειό, πού ἀποδεικνύει ὅτι, ὄχι μόνο δέν ἦταν μύθος τό κρυφό σχολειό, ἀλλά εἰδικά τούς δύο πρώτους αἰῶνες ἦταν ἡ μόνη μορφή σχολείου πού ὑπῆρχε στόν ὑπόδουλο ἑλληνισμό. Γιατί ἐνῶ ὅλη αὐτή τήν περίοδο δέν ἀναφέρονται παρά ἐλάχιστα σχολεῖα σ᾿ ὅλη τήν αὐτοκρατορία, στίς χιλιάδες ἐκκλησίες τῶν ἑλληνικῶν πόλεων καί χωριῶν, παπάδες ὑπῆρχαν πού λειτουργοῦσαν σ᾿ αὐτές, ψάλτες πού ἔψελναν καί γραμματικοί πού συνέτασσαν ὅλα τά ἀπαραίτητα ἔγγραφα τῆς κάθε κοινότητας μέ πρῶτες καί καλύτερες τίς φορολογικές καταστάσεις. Ὅλοι αὐτοί ἤξεραν ἔστω καί στοιχειωδῶς νά διαβάζουν καί νά γράφουν. Καί ἐπειδή δέν ἔχουμε τήν παραμικρή ἀναφορά γιά τά σχολεῖα στά ὁποῖα αὐτοί οἱ χιλιάδες ἄνθρωποι μάθαιναν γράμματα, γίνεται φανερό πώς ἦταν κρυφά σχολειά. Ἔμμεση ἀναφορά στό κρυφό σχολειό ἔχουμε στό βίο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Στά Φάρασα ὁ Θεόδωρος (δηλ. ὁ ἅγιος Ἀρσένιος) ὅταν ἐρχόταν στίς διακοπές του, μάζευε τά παιδιά στό πατρικό του σπίτι καί τά μάθαινε γράμματα ἀπ᾿ αὐτά πού ἤξερε ὁ ἴδιος, φερόταν δέ αὐστηρά, γιά νά μήν τοῦ πάρουν τόν ἀέρα. Τά παιδιά ἦταν πολύ
ἀγριεμένα, διότι δάσκαλο ἔβλεπαν μόνο στή χάση τοῦ τουρκικοῦ φεγγαριοῦ. Ἐνῶ ἐρχόταν ὁ Θεόδωρος στίς διακοπές του νά ξεκουραστεῖ αὐτός ξεκουράζονταν μέ τό νά μαθαίνει τά ἱερά γράμματα στά παιδιά… Ἦταν περίπου εἴκοσι ἕξι ἐτῶν ὅταν κοινοβίασε στήν Ἱ. Μ. Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί μετονομάσθηκε Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δέν χάρηκε πολύ τήν ἡσυχία του ὁ Ἀρσένιος, διότι ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχαν μεγάλη ἀνάγκη ἀπό δασκάλους καί ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β΄πού ζοῦσε ἀκόμη, κατά τίς μαρτυρίες τοῦ Κορτσίνογλου, τόν χειροτόνησε Διάκο καί τόν ἔστειλε στά Φάρασα, γιά νά μάθει γράμματα στά ἐγκαταλελειμμένα παιδιά. Ἔρχεται λοιπόν στήν πατρίδα του ὁ Διάκο-Ἀρσένιος καί ἀρχίζει μέ θεῖο ζῆλο τό ἔργο του, γιά νά διώξει τό σκοτάδι τῆς ἀγραμματοσύνης. Αἰτία τοῦ σκοταδιοῦ ἦταν φυσικά οἱ Τοῦρκοι διότι τά ἕξι ἐκεῖνα χριστιανικά χωριά τῶν Φαράσων, πού ἀποτελοῦσαν ἕνα μικρό ἑλληνικό κομμάτι, τά ἔβλεπαν πάντοτε μέ κακό μάτι. Γι᾿ αὐτό προχωροῦσε ἀθόρυβα τό ἔργο του μέ διάκριση μεγάλη, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν νέος. Εἶχε ἑτοιμάσει αἴθουσα γιά Σχολεῖο καί ἀντί γιά θρανία εἶχε δέρματα ἀπό κατσίκες ἤ ἀπό πρόβατα μέ τό τρίχωμά τους καί ἐπάνω στά δέρματα γονατισμένα τά παιδιά παρακολουθοῦσαν τά μαθήματα. Μέ αὐτό τό σοφό τρόπο δέν ἐρέθιζε τούς Τούρκους καί ὅταν
ἀκόμη τύχαινε νά τά βλέπουν τά παιδιά, διότι νόμιζαν πώς προσεύχονταν. Τίς περισσότερες δέ φορές συγκέντρωνε ὁ πατήρ τά παιδιά στό ἐξωκλήσι τῆς Παναγίας πού ἦταν ψηλά στό βράχο μέσα σέ σπηλιά καί τό εἶχε γιά κρυφό σχολεῖο. Τό τυπικό αὐτό τό ἐξακολουθοῦσε καί ἀργότερα, νά φυλάγεται δηλαδή ἀπό τούς Τούρκους, πού παρ᾿ ὅλο πού εἶχε δοθεῖ μιά σχετική ἐλευθερία στούς χριστιανούς, διότι εἶχε πιέσει τότε τούς Τούρκους ἡ ὀρθόδοξη Ρωσία, ἀλλά στά Φάρασα σχεδόν ἦταν πάντα ὁ ἴδιος φόβος, ἐπειδή ἦταν ξεκομμένα στά βάθη τῆς Καππαδοκίας». Σημαντική μαρτυρία ἐπίσης εἶναι ὅτι στίς παλαιότερες ἐκδόσεις ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων (Ὀκτώηχος), βρίσκουμε στήν ἀρχή τῶν βιβλίων αὐτῶν νά παρατίθενται τό ἀλφάβητο καί βασικοί κανόνες γραμματικῆς. Τό γεγονός αὐτό μας κάνει νά συμπεράνουμε πώς αὐτό γινόταν γιά νά βοηθηθοῦν τά παιδιά, πού λόγῳ ἔλλειψης σχολικῶν βιβλίων κατέφευγαν στά ἐκκλησιαστικά βιβλία γιά τά βασικά (ἀνάγνωση-ὀρθογραφία). Ἡ πνευματική ὑποδομή ἑνός ἔθνους εἶναι σημαντικότερη ἀπό τήν οἰκονομική. Ὅποτε ἐπιβιώσαμε στά δύσκολα ὁ κύριος παράγων δέν ἦταν ἡ ὑλική μας ἰσχύς, ἀλλά ἡ ἐμμονή μας στήν ὀρθοδοξία, στή γλώσσα, στήν ἐθνική συνείδηση, στή μελέτη τῆς ἱστορίας καί στήν πίστη γιά τή διαχρονική ἀξία τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ὡστό-
σο τό ἐρώτημα δέν εἶναι ἄν εἴμαστε ὑπέρ ἤ κατά τοῦ διαφωτισμοῦ. Τό ἐρώτημα εἶναι νά φτιάξουμε ἕνα σύγχρονο, ἀξιοπρεπές κράτος, μιά κοινωνία μέ ἀξιοπρέπεια καί συνοχή, ἀξιοποιώντας τά ὑλικά καί τήν τεχνογνωσία πού ἔχουμε σέ ἄμεση διαθεσιμότητα. Αὐτό προσπαθοῦμε νά ποῦμε ἐδῶ καί πολύ καιρό, μέσα ἀπό τίς γραμμές αὐτοῦ τοῦ περιοδικοῦ. Ὑπάρχει τό ὑλικό καί ὁ τρόπος μέσα στήν παράδοση τοῦ τόπου μας, πού σέ καιρούς πιό δύσκολους ἀπό τούς σημερινούς στήριξε, ἐνέπνευσε καί τελικά δικαίωσε τούς Ἕλληνες. Ἄς δοῦμε ἐπιτέλους χωρίς ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις αὐτή τήν παράδοση, ἄς σταθοῦμε στά πόδια μας καί ἄς μή γινόμαστε, τουλάχιστον στόν πνευματικό τομέα (ἀφοῦ στόν οἰκονομικό μοιάζει μᾶλλον ἀναπόφευκτο), δοῦλοι τῶν μαφιόζων τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ παγκόσμιου συστήματος πού ἐπιβάλλεται σάν ὁδοστρωτήρας στούς λαούς. Τά οἰκονομικά μιᾶς χώρας εἶναι μέν σημαντικά, ἀλλά ἄλλοτε εὐημεροῦν καί ἄλλοτε παρακμάζουν. Ἐξ ἄλλου εἶναι πιό δύσκολη ἡ πνευματική καί ἠθική ἀνόρθωση ἑνός λαοῦ παρά ἡ οἰκονομική. Σήμερα ὅμως, γράφει ὁ Χ. Γιανναρᾶς στήν Καθημερινή τῆς Κυριακῆς 21/10/2013, «διαιωνίζεται ἡ ἐκπαιδευτική ἀστοχία, νεκρώνονται οἱ ρίζες πού γεννᾶνε τόν αὐτοσεβασμό καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ
λαοῦ μας. Ἡ ἑλλαδική κοινωνία ἄγλωσση, ἀνιστόρητη, μέ πουλημένη τή ψυχή της στή λατρεία τοῦ μαμωνᾶ, ἀχρηστεμένο τό σχολεῖο, καταργημένη τήν κοινότητα, τήν ἐκκλησία παγιδευμένη στά στεγανά μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς θρησκείας καί μέ μόνο στόχο τόν καταναλωτισμό. Οἱ Ἕλληνες σημάδεψαν τήν ἀνθρώπινη ἱστορία ἐπειδή αὐτοί γιά π ρ ώ τ η (μᾶλλον καί μοναδική) φορά, ἔδωσαν προτεραιότητα στήν ἀνάγκη τους γιά τήν ἀλήθεια, πρίν ἀπό κάθε ἀναζήτηση τῆς χρησιμότητας. Ὀργάνωσαν τήν πρακτική τοῦ βίου τους (θεσμοί, στοχεύσεις καί βέβαια τίς τέχνες τους) ἀποβλέποντας κυρίως στήν πραγμάτωση καί φανέρωση τοῦ “ἀληθοῦς”, τοῦ “τρόπου τῆς ὄντως ζωῆς”. Καί “ὄντως ὕπαρξη”, “κατ᾿ ἀλήθειαν ὕπαρξη” εἶναι αὐτή πού δέν μεταβάλλεται, δέν φθείρεται, δέν πεθαίνει». Αὐτή τήν ὕπαρξη καί τόν ἑλληνικό τρόπο ζωῆς πρέπει νά ψηλαφίσουμε καί νά ἀναζητήσουμε στή ζωή μας καί στό λαϊκό πολιτισμό τοῦ τόπου μας. Ἕνα τρόπο ζωῆς πού τή χαρακτηρίζει ἡ παρουσία ἁγιασμένων ἁπλῶν καί ταπεινῶν ἀνθρώπων, πού μοσχοβολᾶνε ἀπό τήν πνευματική ἀρχοντιά πού τόσο μᾶς λείπει, ἕνα τρόπο ζωῆς ὁ ὁποῖος βρίσκεται στόν ἀντίποδα τοῦ εὐτελισμοῦ πού ὑφιστάμεθα σήμερα ὡς λαός. Γεώργιος Ζωγραφίνης, Θεολόγος καθηγητής