Nεανικά Nεανικά Ἀγκυροβολήματα AγκυροβολήΔ I M H N I A I O Φ Y Λ Λ A Δ I O T H Σ I E PA Σ M H T P O Π O Λ E Ω Σ I E PA Π Y T N H Σ K A I Σ H T E I A Σ Γ I A T O Y Σ N E O Y Σ TEYXOΣ 90 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016
Κ ΑΤΗ ΧΗΤΙ Κ Α Κ Ε ΦΑ Λ ΑΙ Α
Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ λαϊκὸς πολιτισμός Ὁ θεσμὸς τῆς κοινοκτημοσύνης στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἐμπνευστὴς τῶν κοινοτήτων τῆς τουρκοκρατίας καὶ τοῦ θεσμοῦ τῆς ἐνορίας σήμερα.
Προλογικό Ἄν ἀληθεύει ὁ λόγος τοῦ Ἐλύτη ὅτι αὐτὸ «ποὺ λέμε "ἑλληνικότητα" (βλ. πολιτισμός)… δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἕνας τρόπος νὰ βλέπεις καὶ αἰσθάνεσαι τὰ πράγματα …»1, τότε τὸ νὰ βλέπεις καὶ νὰ αἰσθάνεσαι τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας σὲ κάνει μέτοχο ἑνὸς ἄλλου πολιτισμοῦ μὲ ξεχωριστὴ εὐαισθησία καὶ μοναδικοὺς καρπούς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς καρποὺς αὐτοὺς ἦταν ὁ θεσμὸς τῆς κοινοκτημοσύνης στὴν πρώτη Ἐκκλησία. Ὁ θεσμὸς αὐτὸς ἦταν καρπὸς τῆς εὐχαριστιακῆς
ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας καὶ ἐνέπνευσε τὸν κοινοβιακὸ μοναχισμό, τὶς κοινότητες τῆς τουρκοκρατίας ἀλλὰ καὶ τὸν θεσμὸ τῆς ἐνορίας. Ἀλλὰ ἄς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀποκάλυψε ὅτι τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται καὶ συγκροτεῖται ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἰσχυριζόμαστε βέβαια ὅτι τότε γεν-
νήθηκε ἡ Ἐκκλησία, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε πρωτύτερα δηλαδή, ἀλλὰ ἡ πρὸ τῶν αἰώνων ὑπάρχουσα «ἄκτιστη Ἐκλησία» συγκροτεῖται ἀπὸ ᾽δῶ καὶ πέρα ὡς σῶμα Χριστοῦ. Τὸ παραπάνω γεγονὸς ἔχει σχέση μὲ τὸν τρόπο φανέρωσης καὶ γνώσης2 τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ στιχηρὰ ἀναστάσιμα τοῦ Βαρέως ἤχου διαβάζομε τὰ ἀκόλουθα: «Δαυϊτικὴν προφητείαν ἐκπληρῶν, Χριστὸς μεγαλειότητα, ἐν Σιών, τὴν οἰκείαν Μαθηταῖς ἐξεκάλυψεν, αἰνετὸν δεικνὺς ἑαυτόν, καὶ δοξαζόμενον ἀεί, σὺν Πατρὶ τε καὶ Πνεύματι ἁγίῳ, πρότερον μὲν ἄσαρκον ὡς Λόγον, ὕστερον δὲ δι’ ἡμᾶς σεσαρκωμένον, καὶ νεκρωθέντα ὡς ἄνθρωπον, καὶ ἀναστάντα κατ’ ἐξουσίαν ὡς φιλάνθρωπον». Στὸν «σεσαρκωμένον», ταφέντα καὶ ἀναστάντα Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὴ θεωμένη σάρκα Του θεμελιώθηκε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιατὶ «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον (Θεὸ δηλαδή) Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ»(Α΄ Κορ. 12, 3). Ἔτσι ὅλοι ἐμεῖς ποὺ μὲ τὸ βάπτισμα κεντριζόμαστε στὴ θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ συναποτελοῦμε δυνάμει τὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία. Καὶ λέω δυνάμει γιατὶ δὲν εἶναι μαγικὴ ἡ ἔνταξή μας σ’ αὐτὴν ἀλλὰ πραγματοποιεῖται μὲ προϋπόθεση τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν θεῖο φωτισμὸ ποὺ μᾶς χαρίζει τὴ θέωση, τὴν πλήρη δηλαδὴ ἔνταξή μας στὴν
Ἐκκλησία. Μὲ τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα συνάσσεται γύρω ἀπὸ τὸ εὐχαριστιακὸ τραπέζι καὶ γίνεται ὀργανικὰ ἕνα σῶμα μὲ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ καὶ «ἀλλήλων μέλη». Μὲ ὅσα εἰσαγωγικὰ ἀνέφερα παραπάνω προσπαθῶ νὰ διερευνήσω τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις ποὺ εἶχε ἡ πρώτη Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ βλαστήσει ἀπὸ τὰ σπλάχνα της ὁ θεσμὸς τῆς κοινοκτημοσύνης. Διαβάζομε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (2,41-47, 4,3235) ὅτι «…οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ (τοῦ Πέτρου) ἐβαπτίσθησαν… ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς…Πάντες δὲ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε· καθ᾽ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε, κατ᾿ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας…Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ' ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά…οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν
ἀποστόλων· διεδίδοτο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν». Ἀπὸ τὰ παρατεθέντα χωρία δὲν φαίνεται πουθενὰ ὅτι ὑπῆρχε κάποια ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἤ τῶν ἀποστόλων ποὺ νὰ ὑποχρεώνει τοὺς πιστοὺς σὲ κοινοκτημοσύνη. Ὅτι ἦταν ἐλεύθεροι νὰ πράξουν ὅπως αὐτοὶ ἔνιωθαν καλύτερα φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου πρὸς τὸν Ἀνανία. Ὁ Ἀνανίας αὐτὸς (μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του Σαπφείρα) θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὸν Βαρνάβα καὶ ἄλλους μαθητὲς ποὺ πουλοῦσαν τὰ κτήματά τους καὶ ἔφερναν τὰ χρήματα στοὺς ἀποστόλους, πούλησε ἕνα κτῆμα ποὺ εἶχε καί, ἀφοῦ κράτησε μέρος τῶν χρημάτων, ἔφερε τὰ ὑπόλοιπα λέγοντας ψευδῶς ὅτι τὰ χρήματα αὐτὰ ἀντιστοιχοῦσαν στὴ συνολικὴ ἀξία τοῦ κτήματος. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος τὸν ἔλεγξε, ὄχι γιατὶ δὲν ἔδωσε ὅλα τὰ χρήματα στὸ κοινὸ ταμεῖο, ἀλλὰ γιὰ τὸ ψέμα λέγοντας: «Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου; οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ. Ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα» (ὅ. π. 5,3-5). Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ περαστατικὸ μὲ τὸν Ἀνανία ὅτι ὑπῆρχαν μαθητὲς ποὺ ἦταν ἀκόμα ἀνώριμοι πνευματικά, καθὼς ἐπίσης ὑπῆρχαν μαθητὲς ποὺ ἐνεργοῦσαν διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους σ’ αὐτὰ τὰ θέματα, καὶ ἦταν βέβαια ἐλεύθεροι νὰ τὸ κά-
νουν. Στὴν Κόρινθο μάλιστα τὰ πράγματα εἶχαν πάρει ἀκόμα πιὸ ἀκραῖες διαστάσεις, ὅπως φαίνεται στὴν Α΄ ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Κορινθίους. Στὸ 11ο κεφάλαιο ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ψέγει γιὰ τὴ συνήθεια μερικῶν νὰ κρατοῦν τὸ δικό τους φαγητὸ κατὰ τὰ κοινὰ δεῖπνα μὲ ἀποτέλεσμα ἄλλος νὰ χορταίνει, ἀκόμα καὶ νὰ μεθάει, καὶ ἄλλος νὰ πεινᾶ. Στὸ τέλος καταλήγει λέγοντας ὅτι: «εἰ δέ τις πεινᾷ, ἐν οἴκῳ ἐσθιέτω…» (Α΄ Κορ. 11, 20-34) πράγμα ποὺ δείχνει ὅτι ὑπῆρχε ἐλευθερία στὸ θέμα αὐτό, νὰ μετέχουν δηλαδὴ ἤ ὄχι στὸ κοινὸ φαγητὸ πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Μὲ βάση ὅσα γράφτηκαν μέχρι τώρα ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἔζησε στὸ σύνολό της σχεδὸν τὴν ἐσχατολογικὴ ἐμπειρία τῆς ἑνότητας τῶν πάντων γιὰ τὴν ὁποία ἔκανε λόγο ὁ Κύριος λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος· «ἵνα ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17, 11). Τὴν ἐμπειρία αὐτὴ τὴν ἔζησαν γιατὶ μπόρεσαν, ἔστω γιὰ λίγο, νὰ σταθοῦν ἐκεῖ ποὺ στάθηκαν οἱ πραγματικοὶ ἐραστὲς τοῦ Λόγου. Γιατὶ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἐκστατικὴ ἐμπειρία τῆς ἀγάπης στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι τὸ «ὄντως ἐραστὸν» μπορεῖ κάποιος νὰ ζήσει αὐτὴ τὴν πανενότητα ἡ ὁποία μᾶς εἰσάγει στὸν παράδεισο. Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τοῦ Παραδείσου, ἡ γεύση τῶν ἐσχάτων, δὲν ἦταν μιὰ συναισθηματικὴ ἔξαρση. Ἄλλωστε δὲν ἦταν καιρὸς γιὰ συναισθηματικὲς ἐξάρσεις ἀφοῦ τὸ νὰ ὁμολογεῖ κανεὶς πίστη στὸν Χριστὸ ἐπέσυρε τὸ διωγμό, τὴ φυλακὴ ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο. Γι᾿ αὐτό, παρὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔβλεπαν νὰ γίνονται ἀπὸ τοὺς ἀπο-
στόλους καὶ πολλοὶ δι᾿ αὐτῶν ἐπίστευαν στὸν Χριστό, ὑπῆρχαν πολλοὶ ἄλλοι ποὺ δὲν τολμοῦσαν νὰ τοὺς πλησιάσουν3. Ὁ Χριστὸς εἶχε προειδοποιήσει γι᾿ αὐτὸ τοὺς μαθητές του καὶ ἔτσι δὲ ζοῦσαν μὲ αὐταπάτες. Γνώριζαν καλὰ ὅτι ἡ πίστη τους σ’ Αὐτὸν θὰ ἐπέσυρε τὸ διωγμό. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἠχοῦσε καθαρὰ στὰ αὐτιά τους: «Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. Μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν…» (Ἰω.15, 18-20). Καὶ ἦρθε ὁ διωγμός, καὶ δοκιμάστηκαν ὡς «χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ», γιὰ νὰ μείνει καθαρὸ τὸ χρυσάφι. Ἀλλά, ὅπως λέει «ὁ κρατῶν τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας» στὸν ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, «οἶδα τὰ ἔργα σου καὶ τὸν κόπον σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου, καὶ ὅτι οὐ δύνῃ βαστάσαι κακούς, καὶ ἐπείρασας τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς ἀποστόλους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσί, καὶ εὗρες αὐτοὺς ψευδεῖς· καὶ ὑπομονὴν ἔχεις, καὶ ἐβάστασας διὰ τὸ ὄνομά μου, καὶ οὐ κεκοπίακας. Ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ, ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας» (Ἀποκ. 2, 2-4) Παραθέσαμε ὅλα τὰ παραπάνω ὡς θεμέλιο στὴν προσπάθειάς μας νὰ δοῦμε τὸν θεσμὸ τῆς κοινοκτημοσύνης διαχρονικά. Ἄν ἡ παράδοσή μας εἶναι ζωντανὴ θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε στὴ σημερινὴ ἐνο-
ριακὴ πραγματικότητα τὸν αὐθεντικὸ τρόπο ἔκφρασης αὐτῆς τῆς παράδοσης. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ σταθοῦμε κριτικὰ ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας, δηλαδὴ θεραπευτικὰ γιὰ τὶς παραλείψεις καὶ ἀδυναμίες μας, ξέροντας ὅτι τὶς ἀδυναμίες μας αὐτὲς τὶς θεραπεύει καὶ τὶς ἀναπληρώνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅταν ἐμεῖς τὶς ἀναγνωρίζουμε ὡς τέτοιες. Θὰ συνεχίσουμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸ ἑπόμενο τεῦχος τὴν προσπάθειά μας αὐτή. παπα-Νικόλας Ἀλεξάκης 1. Συνέντευξη τοῦ Ὀδ. Ἐλύτη τὸ 1980 στὴν τηλεοπτικὴ παραγωγὴ τῆς Ε.Ρ.Τ. «Ἐδῶ γεννήθηκε ἡ Εὐρώπη» τῶν Γιώργου & Ἠρῶς Σγουράκη. 2. Τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο τῆς γνώσης ἐδῶ πρέπει νὰ τὸ ἀναζητήσουμε σ᾿ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς γιὰ τὴν πίστη. Στὸ ἐρώτημα τί εἶναι πίστη ὁ ἅγιος Μάξιμος λέει ὅτι «ἡ πίστις ἀναπόδεικτος γνῶσίς ἐστιν· εἰ δὲ γνῶσίς ἐστιν ἀναπόδεικτος, ἄρα σχέσις ἐστὶν ὑπὲρ φύσιν ἡ πίστις, δι’ ἧς ἀγνώστως…ἑνούμεθα τῷ Θεῷ…» (Περὶ θεολογίας, ἑκατοντὰς 4η, κεφ. ιβ΄). 3. Πράξεις, 5,13 «τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ’ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός…».
Πν ε ῦ μ α κο ι νο τι κό Κρίση οἰκονομική, κρίση ἠθική, κρίση πολιτική, κρίση πολιτισμική, κρίση πνευματική καί μέσα σέ ὅλα αὐτά πῶς νά μή σέ πιάσει κρίση... Σήμερα ὑποφέρουμε ὡς λαός κυρίως ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονείας μας. Παρασυρθήκαμε ἀπό τόν καταναλωτισμό, ἐγκλωβιστήκαμε στά δάνεια, ζαλιστήκαμε ἀπό τήν τηλεόραση καί τούς ὑπολογιστές, τή γλώσσα μας τήν ἀλλοιώσαμε, τήν πίστη μας σχεδόν τή χάσαμε καί τήν ἱστορία μας κοντεύουμε νά τή ξεχάσουμε. Κι ἔτσι ἐνδέχεται νά βγοῦν ἀληθινά τα λόγια τοῦ Κίσινγκερ: «Νά πλήξουμε τή γλώσσα, τήν πίστη καί τήν ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὥστε νά ἐξουδετερώσουμε τή δυνατότητά του νά ἀναπτυχθεῖ». Ἀφήσαμε λοιπόν περιθώρια σ᾿ ὅλους αὐτούς πού «ἦλθαν ντυμένοι φίλοι μας» νά μᾶς βάλουν στό χέρι. Καί τώρα κλαψουρίζουμε σάν τό καλομαθημένο παιδάκι πού τοῦ πῆραν τή σοκολάτα του. Κι ἀντί νά ἀλλάξουμε νοοτροπία κλαψουρίζουμε. Ἐξακολουθοῦμε νά ἀλληλοσκοτωνόμαστε. Χάσαμε τήν ἀξιοπρέπειά μας, τή δουλειά μας, ζοῦμε σ᾿ ἕνα ἐργασιακό μεσαίωνα κι ἀντί νά ἀναλάβει ὁ καθένας τίς εὐθύνες του κι ὅλοι μαζί νά ἀνασυγκροτηθοῦμε πρῶτα πνευματικά κι ἔπειτα ἐνδεχομένως οἰκονομικά, βρισκόμαστε σέ μιά ἠθική παραζάλη καί μιά πνευματική θολούρα. Μά ἔχει ὁ Θεός… « Ὁ Θεός πού εἶναι φοβερός ὄχι γιά τή δύναμή του μά γιά τήν ἀγάπη του». Κι ὅπως λέει ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς σ’ ἕνα ποίημά του, στό «Δωδεκάλογο τοῦ γύφτου», τό ὁποῖο ἔγραψε τό 1899, μιά
ζοφερή γιά τήν Ἑλλάδα περίοδο, μετά τή χρεοκοπία τοῦ 1893 καί τήν ἐθνική ταπείνωση τοῦ 1899: «Ὅσο νά σέ λυπηθεῖ τῆς ἀγάπης ὁ Θεός, καί νά ξημερώσει μίαν αὐγή, καί νά σέ καλέσει ὁ λυτρωμός, ὤ Ψυχή παραδαρμένη ἀπό τό κρίμα! Καί θ’ ἀκούσεις τή φωνή τοῦ λυτρωτῆ, θά γδυθεῖς τῆς ἁμαρτίας τό ντύμα, καί ξανά κυβερνημένη κι ἀλαφρή, θά σαλέψεις σάν τή χλόη, σάν τό πουλί, σάν τόν κόρφο τό γυναικεῖο, σάν τό κύμα, καί μήν ἔχοντας πιό κάτου ἄλλο σκαλί νά κατρακυλήσεις πιό βαθιά στοῦ Κακοῦ τή σκάλα, γιά τ’ ἀνέβασμα ξανά πού σέ καλεῖ θά αἰστανθεῖς νά σοῦ φυτρώσουν, ὤ χαρά! τά φτερά, τά φτερά τά πρωτινά σου τά μεγάλα!». Κι ὁ νοῦς μας πάει ἐπίσης στούς στίχους τοῦ Ὀδ. Ἐλύτη, ἀναζητώντας διέξοδο σέ ὅλα αὐτά τά ἀδιέξοδα: «Μακριά ἀπ’ τή λοιμική τῆς πολιτείας, ὀνειρεύτηκα στό πλάι της μίαν ἐρημιά, ὅπου τό δάκρυ νά μήν ἔχει νόημα, κι ὅπου τό μόνο φῶς νά ᾿ναι ἀπό τήν πυρά πού κατατρώγει ὅλα μου τά ὑπάρχοντα. Ὦμο τόν ὦμο οἱ δυό μαζί ν’ ἀντέχουμε τό βάρος ἀπό τά μελλούμενα, ὁρκισμένοι στήν ἄκρα σιγαλιά καί στή συμβασιλεία τῶν ἄστρων. Σάν νά μήν κάτεχα, ὁ ἀγράμματος, πώς εἶναι ᾿κεῖ ἀκριβῶς, μέσα στήν
ἄκρα σιγαλιά, πού ἀκούγονται οἱ πιό ἀποτρόπαιοι κρότοι». Νά ἀντέχουμε. Οἱ δύο μαζί. Ὅλοι μαζί, μέ πνεῦμα ἀλληλοβοήθειας καί ἀλληλεγγύης, πνεῦμα ἀδελφικό νά ἀντιμετωπίσουμε τή σημερινή κατάσταση. Μιά κατάσταση πού ὅσο δύσκολη κι ἄν εἶναι, δέν ξεπερνᾶ σέ δυσκολία τήν μαρτυρική περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Κι ὅμως οἱ πρόγονοί μας ἄντεξαν καί σ᾿ αὐτό βοήθησε καί ὁ θεσμός τῶν κοινοτήτων. Ὁ ἑλληνικός λαός µέ βαθύτατες πολιτισµικές ρίζες κατακτήθηκε ἀπό ἕναν ἀλλόθρησκο πολιτισµό, ὁ ὁποῖος τοῦ στέρησε µέ βιαιότητα τήν πολιτική καί ἀτοµική του ἐλευθερία γιά τέσσερις αἰῶνες. Ἔτσι ἀναγκάστηκε νά ἀγωνιστεῖ ψυχικά καί ὑλικά στά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἀντοχῆς καί κατέβαλε κάθε προσπάθεια, προκειµένου νά ἐπιβιώσει ἀλλά καί νά διατηρήσει τή δική του ταυτότητα, τά ἐθνικά πολιτισµικά του χαρακτηριστικά µέσα σέ ἀπίστευτες συνθῆκες βαρβαρότητας. Μετά τήν ἐπικράτηση τῶν Τούρκων, ὅταν τό ἑλληνικό ἔθνος ἔχασε τό µέγιστο ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας καί τήν αὐτονοµία, αὐτό πού τοῦ ἔµενε
τελικά νά περισώσει ἦταν ἡ ἐσωτερική του ἐλευθερία καί συνοχή, ἡ ὁµαδική καί ἐθνική του συσπείρωση, πράγµατα πού ξεκινοῦσαν ἀπό τό κάθε ἑλληνικό σπίτι καί ἐξαπλώνονταν στή συγγενική ὅσο καί τοπική κοινωνία». Πολλοί μελετητές ἀνάγουν τόν θεσμό τῶν κοινοτήτων στήν ἄμεση δημοκρατία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας. Ὅπως σημειώνει ὅμως ὁ πατήρ Γ. Μεταλληνός δέν νοεῖται ἡ κοινότητα δίχως τήν Ὀρθοδοξία: «Χαρακτηριστικό εἶναι, ὅτι ὁ κοινοτικός θεσμός ἀναπτύχθηκε μόνο στό ὀρθόδοξο περιβάλλον καί ὄχι σέ περιοχές, ὅπου ἦταν φανερή ἡ ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ φεουδαρχικοῦ συστήματος. Στή Μύκονο λ.χ. μέχρι τό 1537, πού κράτησε ἡ Φραγκοκρατία, δέν ὑπῆρξε κοινοτική ὀργάνωση, ἀλλά μόνο ἀπό τό 1667, πού ὁ κλῆρος τοῦ νησιοῦ ἀπαλλάχθηκε ἀπό τά φιλοδυτικά στοιχεῖα καί ὀρθοδοξοποιήθηκε. Εἶναι ἐξάλλου γεγονός, ὅτι στίς ἑνετοκρατούμενες περιοχές (π.χ. Ἑπτάνησα) τή θέση τῶν κοινοτήτων-ἐνοριῶν, μέ ἐπίδραση τῆς μητροπόλεως, πῆραν οἱ θρησκευτικές ἀδελφότητες (Scuole), πού ἀναπλήρωσαν κατά κάποιο τρόπο τήν ἐνοριακή-κοινοτική σωμάτωση τῶν τουρκοκρατούμενων περιοχῶν τοῦ Γένους καί ἀνέπτυξαν σημαντική κοινωνική δράση. Κάθε ὀρθόδοξος ναός γινόταν κέντρο κοινοτικῆς ζωῆς, γιατί χρησίμευε ὡς χῶρος σύναξης τῆς κοινότητας, πού ταυτιζόταν ἔτσι ὁριακά, ἀλλά καί λειτουργικά μέ τήν ἐνορία. Στήν Ὀρθοδοξία ἡ διάσταση ἀνάμεσα στή θρησκευτική καί τήν κοινω-
νική σφαίρα εἶναι ἀδιανόητη. Ἡ ζωή ἀντιμετωπίζεται ἑνιαία ὡς μία ἑνότητα καί ὁλότητα»1. Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἀναφέρουμε τό ρόλο τῆς ἐνορίας καί στίς μέρες μας. Ἀρκετές ἐνορίες ἔχουν ἀναπτύξει δραστηριότητα καί καλύπτουν πολλές ἀπό τίς ἀνάγκες ἀπόρων ὅπως σίτισης καί στέγασης. Ἀποδεικνύουν ἔτσι πώς τό ἐνοριακό πνεῦμα μπορεῖ νά στηρίξει τούς συνανθρώπους μας, ὅπως παλιότερα τό κοινοτικό. Ὅπως διαβάζουμε στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους»: «Μέσα σέ συνθῆκες σκλαβιᾶς, τό κοινοτικό πνεῦμα ἔγινε συνείδηση καί ἐθνικό χαρακτηριστικό ὡς πρός τήν ἀλληλοβοήθεια καί τή συνεργασία, τόσο μεταξύ των ἑλληνικῶν οἰκογενειῶν ὅσο καί στίς ἀγροτικές κοινοτικές ἐργασίες. Γενικά, μέσα ἀπό τό κοινοτικό πνεῦμα ἀντιμετωπιζόταν κάθε περιστατικό. Ἡ κοινή εὐθύνη τῆς καταβολῆς τῶν φόρων ὤθησε τούς κοινοτικούς ἄρχοντες καί τά μέλη τῆς κοινότητας νά παρεμβαίνουν μέ συμβουλές καί νουθεσίες ἤ ἐπιπλήξεις καί νά προλαμβάνουν τήν ἀμέλεια καί ὀκνηρία ἄλλων μελῶν πού θά εἶχαν ὡς συνέπεια πρόσθετες ἐπιβαρύνσεις τοῦ συνόλου, ἀφοῦ τά μέλη αὐτά δέν θά ἦταν σέ θέση νά ἀποδώσουν τούς φόρους. Στίς καταπιέσεις τοῦ κατακτητῆ ἡ κοινότητα ἀντέτασσε τήν ἐργατικότητα καί τή λιτή ζωή. Στήν ἔλλειψη κάθε κρατικῆς μέριμνας, τήν ἀλληλοβοήθεια. Στό Μελένικο, σύμφωνα μέ τό καταστατικό τοῦ
1813, οἱ κοινοτικοί ἄρχοντες ὑποχρεώνονταν: νά ἀγοράζουν ξύλα καί κάρβουνα τό καλοκαίρι καί νά τά μοιράζουν τόν χειμώνα στούς ἀπόρους, στίς χῆρες, στά ὀρφανά, στούς γέροντες, στούς ἀρρώστους, νά ἀγοράζουν τά χαρατσόχαρτα τῶν φτωχῶν ἤ ὅσων ἀπό σωματική ἀδυναμία δέν μποροῦσαν νά δουλέψουν, νά ἐπισκέπτονται τούς φυλακισμένους καί νά συστήνουν σχολεῖα. Ἡ κοινότητα θεωροῦσε προδοσία τήν προσφυγή στίς τουρκικές ἀρχές γιά ἱκανοποίηση προσωπικοῦ συμφέροντος πού στρεφόταν κατά τοῦ συνόλου καί ἐπέβαλλε κυρώσεις, ὅπως πρόστιμο, δήμευση περιουσίας ἤ ἀκόμη καί ἀποπομπή ἀπό τήν κοινότητα. Καταδίκαζε τήν ἐπίδειξη πλούτου, γιατί αὐτό μποροῦσε νά γίνει ἀφορμή γιά νέες, αὐθαίρετες φορολογικές ἐπιβαρύνσεις. Ἐξανάγκαζε τό ἄτομο νά προσαρμόζει τίς ἐνέργειές του στά πλαίσια πού ἐπέτασσε τό σύνολο»2. Βλέπουμε λοιπόν ὅτι oἱ Ἕλληνες στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν πολύ πιό δύσκολες καταστάσεις, μά παρόλα αὐτά ὄχι μόνο κατάφεραν νά ἐπιζήσουν, ἀλλά διατήρησαν καί τή φλό-
σπίθες καί κυκλώματα βρέ καί παρέες λαμπερές τό καθρεφτισμά τους στίς ἀκρογιαλιές. Κι εἴτε μέ τίς ἀρχαιότητες εἴτε μέ Ὀρθοδοξία τῶν Ἑλλήνων οἱ κοινότητες φτιάχνουν ἄλλο γαλαξία.
γα τῆς ρωμιοσύνης ἄσβεστη μέσα τους, διατήρησαν τή γλώσσα, τήν πίστη καί παρήγαγαν πολιτισμό. Τή σωματική σκλαβιά τή μετουσίωσαν σέ πνευματική καί ἠθική ἐλευθερία, ὅπως τήν παρουσιάζει καί ὁ Σολωμός στούς «Ἐλεύθερους Πολιορκημένους»: Ἔχοντας μιά τέτοια παρακαταθήκη, θά πρέπει κι ἐμεῖς νά ἀντιμετωπίσουμε τίς δύσκολες μέρες μέ γενναιότητα καί ὁμοψυχία, διατηρώντας τή γλώσσα, τήν πίστη καί τήν ἱστορία μας, ἀφυπνίζοντας τήν ἐθνική μας συνείδηση. Ἔτσι μέ αἰσιοδοξία καί ἐλπίδα νά ἀτενίζουμε τό μέλλον. Κι ὅπως λέει καί ὁ Δ. Σαββόπουλος: Ἄς κρατήσουν οἱ χοροί καί θά βροῦμε ἀλλιώτικα στέκια ἐπαρχιώτικα βρέ, ὥσπου ἡ σύναξις αὐτή σάν χωριό αὐτόνομο νά ξεδιπλωθεῖ. Μέχρι τά οὐράνια σώματα μέ πομπούς καί μέ κεραῖες φτιάχνουν οἱ Ἕλληνες κυκλώματα κι ἱστορία οἱ παρέες. Ὁ οὐρανός εἶναι φωτιές ἀνεμομαζώματα
Τί νά φταίει ἡ Βουλή τί νά φταῖν᾿ οἱ ἐκπρόσωποι ἔρημοι καί ἀπρόσωποι βρέ ἄν πονάει ἡ κεφαλή φταίει ἡ ἀπρόσωπη ἀγάπη πού ᾿χε βρεῖ. Μά ἡ δικιά μας ἔχει ὄνομα ἔχει σῶμα καί θρησκεία καί παππού σέ μέρη αὐτόνομα μέσα στήν τουρκοκρατία. Νά μᾶς ἔχει ὁ Θεός γερούς πάντα ν’ ἀνταμώνουμε καί νά ξεφαντώνουμε βρέ μέ χορούς κυκλωτικούς κι ἄλλο τόσο ἐλεύθερους σάν ποταμούς. Ἀφροδίτη Μακρυνάκη, φιλόλογος Μαρία Βεριγάκη, φιλόλογος 1. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία - Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 116. 2. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, «Ὁ Ἑλληνισμός ὑπό ξένη κυριαρχία. Τουρκοκρατία-Λατινοκρατία», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.