Η ΕρΗΜΗ ΧωρΑ1 (Η ΑΓΟΝΗ ΓΗ) «Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent: Σίβυλλα τί θέλεις; respondebat illa: ἀποθανεῖν θέλω».2
For Ezra Pound il miglior fabbro 3
1. Η μετάφραση ακολούθησε τη δομή και τη στιχοθεσία του ποιήματος, όπως αυτό δημοσιεύτηκε από τον εκδοτικό οίκο Boni and Liveright, New York (1922). Αυτή η πρώτη έκδοση αριθμούσε χίλια αντίτυπα, εξήντα έξι σελίδες έκαστο με τις σημειώσεις του Τ.Σ. Έλιοτ. 2. Από το Σατυρικόν του Πετρώνιου (48.8): «Με τα μάτια μου είδα τότε τη Σίβυλλα στην Κύμη / να κρέμεται μέσα σε κλουβί, κι όταν τ’ αγόρια τη ρωτούσαν: / “Σίβυλλα, τι θέλεις;”, εκείνη απαντούσε: “Θέλω να πεθάνω”». 3. Στον Έζρα Πάουντ, ο καλύτερος τεχνίτης.
I. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚρΟΥ
Ο Απρίλης είναι ο σκληρότερος μήνας, γεννώντας πασχαλιές μέσ’ απ’ τη νεκρή γη, σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία, ανασαλεύοντας ρίζες νωθρές με ανοιξιάτικη βροχή. Ο χειμώνας μάς ζέστανε, σκεπάζοντας τη γη με χιόνι λησμονιάς, τρέφοντας μια ζωή ελάχιστη με ξερούς βολβούς. Το καλοκαίρι μας ξάφνιασε, φτάνοντας πάνω από το Σταρνμπέργκερζεε με μια καταιγίδα· σταματήσαμε στο περιστύλιο, και συνεχίσαμε στη λιακάδα, στο Χοφγκάρτεν, κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιά ώρα. Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.4 Και σαν παιδιά, μένοντας στου αρχιδούκα, στου ξαδέρφου μου, με πήρε σ’ ένα έλκηθρο, και τρόμαξα. Είπε, Μαρί, Μαρί, κρατήσου σφιχτά. Και γλιστρήσαμε. Στα βουνά, εκεί νιώθεις λεύτερος. Διαβάζω, σχεδόν όλη τη νύχτα, και τον χειμώνα πάω στον νότο.
4. Δεν είμαι ούτε κατά διάνοια ρωσίδα, κατάγομαι από τη Λιθουανία, βέρα Γερμανίδα.
35
5
10
15
20
25
30
Ποιες είναι οι ρίζες που γαντζώνονται, ποια κλωνιά θάλλουν μέσ’ απ’ αυτά τα πέτρινα σαρίδια; Υιέ του ανθρώπου, δεν μπορείς να πεις, ή να μαντέψεις, γιατί γνωρίζεις μοναχά μια στοίβα σπασμένων εικόνων, που ο ήλιος χτυπά, και το πεθαμένο δέντρο δεν σου δίνει καταφύγιο, το τριζόνι παρηγοριά, και κανέναν ήχο νερού ο ξερόλιθος. Μόνο σκιά υπάρχει κάτω απ’ τον κόκκινο βράχο (έλα κάτω απ’ τη σκιά αυτού του κόκκινου βράχου), και θα σου δείξω κάτι άλλο από τη σκιά σου, που το πρωί πίσω σου ακολουθεί ή τη σκιά σου που το δειλινό σηκώνεται για να σε συναντήσει· θα σου δείξω τον φόβο σε μια χούφτα σκόνη. Frisch weht der Wind Der Heimat zu, Mein Irisch Kind, Wo weilest du? 5
35
40
«Στην αρχή πριν από έναν χρόνο μού δώρισες υάκινθους· με αποκαλούσαν το κορίτσι των υάκινθων». – Όμως, επιστρέφοντας αργά, από τον κήπο των υάκινθων, γεμάτη η αγκαλιά σου, και τα μαλλιά σου μουσκεμένα, δεν μπορούσα να μιλήσω, και δεν διέκρινα, δεν ήμουν μήτε ζωντανός μήτε πεθαμένος, και τίποτα δεν ήξερα, κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή. 5. Δροσερός φυσά ο αέρας / για την πατρίδα· / παιδί μου από την Ιρλανδία / πού καθυστερείς;
36
Oed’ und leer das Meer.6
Η Μαντάμ Σοζόστρις, διάσημο μέντιουμ, ήταν βαριά κρυωμένη, παρ’ όλα αυτά είναι γνωστή σαν η σοφότερη γυναίκα στην Ευρώπη, με μια τράπουλα διαβολική. Αυτό εδώ, είπε, είναι το χαρτί σας, ο πνιγμένος ναύτης της Φοινίκης (αυτά είναι μαργαριτάρια που κάποτε ήταν τα μάτια του. Δείτε!) Εδώ είναι η Μπελαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων, η κυρά των καταστάσεων. Εδώ είναι ο άντρας με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός, κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορος, κι αυτό το χαρτί, που είναι λευκό, είναι κάτι που κουβαλάει στην πλάτη του, που δεν μου επιτρέπεται να το δω. Δεν βρίσκω τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον θάνατο από πνιγμό. Βλέπω πλήθη ανθρώπων, ολόγυρα να βαδίζουν. Ευχαριστώ. Αν δείτε την αγαπητή κυρία Ικουιτόν, πείτε της πως αυτοπροσώπως θα της παραδώσω το ωροσκόπιο: τέτοιες μέρες πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός. Ανύπαρχτη Πολιτεία, στη σκούρα καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής, ένα πλήθος πλημμύριζε τη Γέφυρα του Λονδίνου, τόσο πολλοί, δεν είχα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε θερίσει τόσο πολλούς. Αναστεναγμοί, κοφτοί και ακανόνιστοι, εξέπνεαν, 6. Έρημη κι άδεια η θάλασσα.
37
45
50
55
60
65
70
75
και καθένας κάρφωνε το βλέμμα του στα πόδια του. Πλημμύριζε ως τον λόφο και κάτω στην Κινγκ Ουίλιαμ Στριτ, εκεί που η Παρθένος του Γούλνοθ μετρούσε τις ώρες με έναν ήχο πένθιμο στο στερνό χτύπημα των εννιά. Εκεί είδα έναν γνωστό, και τον σταμάτησα, κραυγάζοντας: «Στέτσον! Εσύ ήσουν μαζί μου στα καράβια στις Μύλες! Το πτώμα που φύτεψες πέρυσι στον κήπο σου, άρχισε να βλασταίνει; Θ’ ανθίσει φέτος; Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά τάραξε τη σπορά του; ω επομένως κράτα το Σκυλί μακριά, είναι φίλος των ανθρώπων, ειδάλλως με τα νύχια του πάλι θα το ξεθάψει! Εσύ! hypocrite lecteur! – mon semblable, – mon frère!»7
7. Υποκριτή αναγνώστη, — Όμοιέ μου — Αδελφέ μου!
38
ΙΙ. ΜΙΑ ΠΑρΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Το Κάθισμά της, σαν θρόνος στιλβωμένος, έλαμπε στο μάρμαρο, εκεί που ο καθρέφτης στηριγμένος σε σφυρήλατους στύλους με βότρυες απ’ όπου ένας χρυσός Ερωτιδέας κρυφοκοίταζε (ένας άλλος έκρυβε τα μάτια του πίσω απ’ το φτερό του) διπλασίαζε τις φλόγες των επτάφωτων λυχνιών ανακλώντας φως πάνω στο τραπέζι καθώς το στραφτάλισμα των κοσμημάτων της ανέβαινε να το συναντήσει, από μεταξωτές θήκες ξέχειλα σε φιλντισένια γυάλινα χρωματιστά φιαλίδια δίχως πώμα, ελλόχευαν τα παράδοξα συνθετικά της αρώματα, αλοιφές, σκόνες ή υγρά – ταράζοντας, συγχύζοντας και πνίγοντας την αίσθηση στις οσμές· ανάμεικτες στον αέρα που έμπαινε φρέσκος από το παράθυρο, δυνάμωναν τρέφοντας τις επιμήκεις φλόγες των κεριών, σκορπώντας τον καπνό τους στην ξυλοπαγή οροφή, ζωντανεύοντας το σχέδιο στα φατνώματα. Θεόρατα ξύλα θαλάσσης με χαλκό ενισχυμένα πυρακτώνονταν πράσινα και πορτοκαλιά, δεμένα με πολύχρωμες πέτρες, που στο θλιβερό τους φως ένα δελφίνι κολυμπούσε σκαλιστό. Πάνω από την παλιά εστία του τζακιού απεικονιζόταν όπως ένα παράθυρο ανοιχτό σε σκηνή του δάσους 39
80
85
90
95
100
105
110
η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, από τον βάρβαρο βασιλιά τόσο χυδαία βιασμένης· κι όμως εκεί η αηδόνα γέμιζε ολόκληρη την ερημιά με το παρθενικό κελάηδισμά της κι ακόμα θρηνούσε, κι ακόμα ο κόσμος καταδιώκει, «Τζαγκ τζαγκ» σε βουλωμένα αυτιά. Κι άλλα του χρόνου μαραμένα απομεινάρια ιστορούνταν στους τοίχους· προσηλωμένες μορφές έσκυβαν, γέρνοντας, ησυχάζοντας το περίκλειστο δωμάτιο. Βήματα σέρνονταν στη σκάλα. Κάτω απ’ τη λάμψη της φωτιάς, κάτω απ’ τη βούρτσα, τα μαλλιά της άπλωσε σε πύρινες ακίδες. Έλαμψαν στις λέξεις, έπειτα θα έμεναν αγρίως ασάλευτα. «Τα νεύρα μου είναι άσχημα απόψε. Ναι, άσχημα. Μείνε μαζί μου. Μίλα μου. Γιατί δεν μιλάς ποτέ. Μίλα. Τι είναι αυτό που σκέφτεσαι; Τι σκέφτεσαι; Τι; Δεν ξέρω ποτέ τι σκέφτεσαι. Σκέψου».
115
120
Σκέφτομαι πως είμαστε στων ποντικών το πέρασμα εκεί που οι νεκροί έχασαν τα κόκαλά τους. «Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» Ο άνεμος κάτω απ’ την πόρτα. «Τώρα τι είναι αυτός ο θόρυβος; Τι κάνει ο άνεμος;» Τίποτα πάλι τίποτα. «Ξέρεις τίποτε; Βλέπεις τίποτε; Θυμάσαι τίποτε;» 40
Θυμάμαι. Αυτά είναι μαργαριτάρια που ήταν τα μάτια του. «Είσαι ζωντανός, ή όχι; Υπάρχει τίποτε μες στο κεφάλι σου;» Αλλά Ο Ο Ο Ο τούτη η Σαιξπηρική τζαζ – Τόσο φίνα Τόσο έξυπνη «Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω; Θα βγω έξω όπως είμαι, και θα περπατώ στον δρόμο έτσι, με τα μαλλιά μου κάτω. Τι θα κάνω αύριο; Τι θα κάνουμε πάντα;» Το ζεστό νερό στις δέκα κι αν βρέχει, ένα σκεπαστό αμάξι στις τέσσερις. Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκάκι. Πιέζοντας άγρυπνα μάτια και αναμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα. Όταν ο σύζυγος της Λιλ αποστρατεύτηκε, είπα – δεν μάσησα τα λόγια μου, είπα σ’ αυτήν εγώ η ίδια
125
130
135
140
ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑρΑΚΑΛω ΕΙΝΑΙ ωρΑ
Τώρα που ο Άλμπερτ επιστρέφει, κοίτα λίγο να σουλουπωθείς. Θα θέλει να μάθει τι έκανες με τα χρήματα που σου έδωσε να βάλεις λίγα δόντια. Σ’ τα έδωσε, ήμουν μπροστά. Πρέπει να τα βγάλεις όλα, Λιλ, και να βάλεις μια ωραία μασέλα, είπε, τ’ ορκίζομαι, δεν αντέχω να σε βλέπω. Κι εγώ πια δεν μπορώ, είπα, και σκέφτηκα τον καημένο τον Άλμπερτ, 41
145
150
τέσσερα χρόνια ήταν στον στρατό, θέλει καλοπέραση και αν εσύ δεν του τη δώσεις, θα βρεθούν άλλες, είπα. Ώστε έτσι, είπε. Ναι, κάπως έτσι, είπα. Τότε θα ξέρω ποιον να ευχαριστήσω, είπε, και με κοίταξε κατάματα. ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑρΑΚΑΛω ΕΙΝΑΙ ωρΑ
155
160
165
Κι αν αυτό δεν σ’ αρέσει, συνέχισε έτσι, είπα. Αν εσύ δεν μπορείς, άλλες διαλέγουν και παίρνουν. Αλλ’ αν ο Άλμπερτ την κάνει, μην πεις πως δεν σε προειδοποίησα. Θα ’πρεπε να ντρέπεσαι, είπα, να μοιάζεις με μνημείο. (Και είναι μόλις τριάντα ενός.) Τίποτα δεν μπορώ να κάνω, είπε εκείνη, κατεβάζοντας τη μούρη, φταίνε εκείνα τα χάπια που πήρα για να το ρίξω, είπε. (Είχε ήδη πέντε, και κόντεψε να πεθάνει στον μικρούλη Τζορτζ.) Ο φαρμακοποιός είπε πως όλα θα ’ταν μια χαρά, αλλά δεν ξανάγινα η ίδια. Είσαι στ’ αλήθεια τρελή, είπα. Λοιπόν, αν ο Άλμπερτ δεν σ’ εγκαταλείπει, γι’ αυτό είναι, είπα. Γιατί πήγες και παντρεύτηκες αν δεν ήθελες παιδιά; ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑρΑΚΑΛω ΕΙΝΑΙ ωρΑ
Λοιπόν, εκείνη την Κυριακή ο Άλμπερτ ήταν σπίτι, είχαν ζεστό χοιρομέρι, και με κάλεσαν σε δείπνο, να το απολαύσω της ώρας – ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑρΑΚΑΛω ΕΙΝΑΙ ωρΑ ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑρΑΚΑΛω ΕΙΝΑΙ ωρΑ
42
Καληνύχτα Μπιλ. Καληνύχτα Λου. Καληνύχτα Μέι. Καληνύχτα. Τα τα. Καληνύχτα. Καληνύχτα. Καλή σας νύχτα, κυρίες, καλή σας νύχτα, γλυκιές κυρίες, καλή σας νύχτα, καλή σας νύχτα.
43
170
III. ΤΟ ΚΗρΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦωΤΙΑΣ
175
180
185
Διαλύθηκε τ’ αντίσκηνο του ποταμού· τα τελευταία δάχτυλα των φύλλων γαντζώνονται και βουλιάζουν στην υγρή όχθη. Ο άνεμος σκίζει τη σκούρα γη, δίχως βοή. Οι νύμφες έφυγαν. Γλυκέ Τάμεση, κύλα απαλά, μέχρι να τελειώσω το τραγούδι μου. Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδεια μπουκάλια, περιτυλίγματα από σάντουιτς, μεταξωτά μαντίλια, χαρτόκουτα, αποτσίγαρα ή άλλα αποδεικτικά καλοκαιρινών νυχτών. Οι νύμφες έφυγαν. Και οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των διευθυντών του Σίτυ· έφυγαν, δεν άφησαν διευθύνσεις. Στα νερά του Λεμάν κάθισα κι έκλαψα... Γλυκέ Τάμεση, κύλα απαλά μέχρι να τελειώσω το τραγούδι μου, γλυκέ Τάμεση, κύλα απαλά, αφού δεν φωνάζω ούτε φλυαρώ. Μα πίσω στην πλάτη μου σε μια παγωμένη ριπή αφουγκράζομαι το κροτάλισμα των οστών και το χαχανητό να απλώνεται από αυτί σ’ αυτί.
44