Η εποχή της υποκρισίας - Πέτρος Μάρκαρης

Page 1




Η εποχή της υποκρισίας


Τ ΟΥ   Ι Δ Ι ΟΥ Κ Υ Κ ΛΟ Φ Ο Ρ ΟΥ Ν

Νυχτερινό δελτίο Άμυνα ζώνης Ο φόνος είναι χρήμα Η τέχνη του τρόμου και άλλα διηγήματα ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

J.W. von Goethe, Φάουστ: μια τραγωδία

Ε Τ Ο Ι Μ Α Ζ Ο Ν ΤΑ Ι

Ο Τσε αυτοκτόνησε / Βασικός μέτοχος / Παλιά, πολύ παλιά / Ληξιπρόθεσμα δάνεια / Περαίωση / Ψωμί, παιδεία, ελευθερία / Τίτλοι τέλους / Offshore / Σεμινάρια φονικής γραφής ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

J.W. von Goethe, Φάουστ: πρώτη γραφή

Bertolt Brecht, Ιστορίες του κύριου Κόυνερ Bertolt Brecht, Ποιήματα


Π ΕΤΡΟΣ  Μ ΑΡΚΑΡΗΣ

Η εποχή της υποκρισίας αστυνομική λογοτεχνία νέα έκδοση

εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΘΗΝΑ 2021


Γνωρίστε τις εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ:

www.keimenabooks.gr

facebook: KeimenaBooks

instagram: keimena.books

twitter: KeimenaBooks

YouTube / Spotify / SoundCloud

1η έκδοση: εκδόσεις Γαβριηλίδης, Μάιος 2019 8η έκδοση: Ιούλιος 2021

ISBN: 978-618-85356-5-7

© 2021 για την ελληνική γλώσσα

Πέτρος Μάρκαρης & εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ Ασκληπιού 37, 10680, Αθήνα

τηλ.: 210 8104514 / info@keimenabooks.gr


Den Haien entrann ich Die Tiger besiegte ich Aufgefressen wurde ich Von den Wanzen

(Bertolt Brecht, “Epitaph für M”)

Ξέφυγα από τους καρχαρίες Και νίκησα τις τίγρεις Μ’ έφαγαν όμως Οι κοριοί

(Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Επιτάφιος για τον Μ»)



Στη Φωτεινή και στη Ζοζεφίνα, όπως πάντα



1 Η απόσταση ανάμεσα στις δύο αντικριστές πόρτες είναι κάπου  δέκα  μέτρα.  Τη  διανύει  ακριβώς  με  είκοσι  βή ματα. Εδώ και δύο ώρες τα ίδια είκοσι βήματα, από τη μία πόρτα στην άλλη, ενώ σε κάθε στροφή το βλέμμα της συ ναντάει τον απέναντι τοίχο. Τα μάτια μου έχουν καθηλωθεί στον βηματισμό της. Λίγο πιο πέρα, η Μάνια με τον Ούλι κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Ευχαρίστως θα πήγαινα κοντά τους, για να πνίξω την αγωνία μου στη φλυαρία, αλλά τα πόδια μου έχουν παραλύσει και δεν τολμώ να σηκωθώ από την καρέκλα. Το μόνο κινούμενο σημείο του σώματός μου είναι τα μάτια μου, που παρακολουθούν μαγνητισμένα τα βήματά της. Ο Ζήσης, που είχε έρθει μαζί μας, έχει εξαφανιστεί. Ξαφνικά διακόπτει τον βηματισμό της, παίρνει στροφή  και  με  πλησιάζει.  «Αργούν.  Ξεπεράσαμε  τις  δύο  ώρες» μου δηλώνει ανήσυχη. «Αποκλείεται» επεμβαίνει η Μάνια, που την άκουσε. «Είναι μία ώρα και τρία τέταρτα ακριβώς. Κοίταξα το ρολόι μου τη στιγμή που την πήραν». «Λέτε να της κάνουν καισαρική;» ρωτάει ανήσυχη. «Γιατί να της κάνουν καισαρική;» απορώ. «Ό,τι κι αν της κάνουν, ο Φάνης είναι δίπλα της» μας καθησυχάζει η Μάνια. 11


Η κουβέντα διακόπτεται, γιατί εμφανίζεται ο Ζήσης με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα.  «Μπράβο, Λάμπρο. Κανείς μας δε σκέφτηκε να φέρει λουλούδια στη λεχώνα. Ευτυχώς που το σκέφτηκες εσύ» του λέω. «Τα τριαντάφυλλα είναι για το μωρό ή για την Κα τερίνα;» ρωτάει η Μάνια. «Και για τους δύο» απαντάει ο Ζήσης. Δεν προλαβαίνει να συνεχίσει, γιατί η πόρτα αριστερά  ανοίγει  και  μια  νοσοκόμα  μας  λέει:  «Περάστε.  Να σας ζήσει». Φαίνεται πως τα πόδια μου περίμεναν το ευτυχές γεγονός για να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους. Πετάγομαι αμέσως όρθιος. Τρέχουμε όλοι μαζί στην πόρτα, πλην του  Ούλι,  που  ακολουθεί  διακριτικά. Δεν  ξέρω  πού ακρι βώς έχει ασκηθεί στις διεισδύσεις η Αδριανή, αλλά μπαίνει  πάντα  πρώτη.  Οι  υπόλοιποι  σέβονται  την προτεραιό τητα του παππού και με αφήνουν να περάσω δεύτερος. Στη μέση του προθάλαμου στέκεται ο Φάνης με ένα βρέφος  στην  αγκαλιά  του.  Έχει  τα  μάτια  κλειστά  και σπαρταράει  στο  κλάμα.  «Να  σας  συστήσω  τον Λάμπρο» μας ανακοινώνει γελώντας. «Αγόρι μου, καμάρι μου» φωνάζει η Αδριανή και τον ξεκολλάει  από  τον  Φάνη  για  να  τον  κρατήσει  στην αγκα λιά της. Ο Λάμπρος εξακολουθεί να κλαίει και να σπαρταράει. Η Αδριανή τον ανασηκώνει με τις παλάμες της, για να τον καμαρώσει καλύτερα. «Έλα, μην κλαις. Είσαι ο κανακάρης μας και θα καλοπεράσεις, σ’ το υπογράφω» τον καθησυχάζει και γυρίζει στον Φάνη. «Είναι φτυστός σαν εσένα. Δεν πήρε τίποτα από την κόρη μου». 12


«Μη  βιάζεστε,  κυρία Αδριανή.  Θ’  αλλάξει  άπειρες φορές ώσπου να μεγαλώσει» της λέει η Μάνια.  Η Αδριανή ρίχνει μια τελευταία ματιά στον εγγονό της και ετοιμάζεται να τον παραδώσει σ’ εμένα, αλλά  εγώ κάνω ένα βήμα πίσω. Τρέμω σύγκορμος. Φοβάμαι μη μου γλιστρήσει από τα χέρια. Ξαφνικά θυμάμαι ότι είχα πάθει τον ίδιο πανικό με την Κατερίνα.  «Δώστε τον στη νονά και στον νονό» επεμβαίνει η Μάνια,  για  να  με  βγάλει  από  την  αμηχανία  μου,  και παίρνει το μωρό στην αγκαλιά της.  «Ποια  είναι  η  νονά  και  ποιος  ο  νονός;»  ρωτάει  ο  Φάνης. «Η νονά είμαι εγώ που θα τον βαφτίσω και ο νονός είναι ο θείος Λάμπρος που του έδωσε το όνομα» εξηγεί η Μάνια. Ο Ζήσης δίνει το μπουκέτο στον Ούλι και πλησιάζει τη Μάνια, για να καμαρώσει τον συνονόματό του. «Πώς είναι η Κατερίνα;» ρωτάω τον Φάνη.  Σωπαίνουν και με κοιτούν αμήχανοι, γιατί όλοι είχαν ενθουσιαστεί με το νεογέννητο και κανείς δε σκέφτηκε να ρωτήσει για τη μητέρα. «Είναι μια χαρά. Ήταν πολύ εύκολος τοκετός» απα ντάει ο Φάνης. «Αν θέλετε, μπορείτε να τη δείτε» συμπληρώνει με ένα νεύμα προς την πόρτα στο βάθος. «Έτσι θα πάει και το μωρό στο κρεβατάκι του, ώσπου να μεταφερθεί η μητέρα στο δωμάτιο» λέει η νοσοκόμα και το παίρνει από την αγκαλιά της Μάνιας.  Η Αδριανή ανοίγει την πόρτα. Η Κατερίνα είναι ξαπλωμένη  στο  κρεβάτι,  φαίνεται  λίγο  καταπονημένη, αλλά σε καλή διάθεση. «Πώς σας φάνηκε ο εγγονός;» μας ρωτάει με χαμόγελο. 13


«Ένας  κούκλος»  φωνάζει  η Αδριανή.  Τρέχει  στο κρεβάτι  και  αγκαλιάζει  την  κόρη  της.  «Να  μας  ζήσει, Κατερίνα μου. Να τον χαιρόμαστε και να τον καμαρώνουμε». Δεν μπορεί να συνεχίσει, γιατί την πνίγει η συγκίνηση και βάζει τα κλάματα. «Έλα τώρα, μαμά. Σήμερα είναι μέρα χαράς. Τι τα θέλεις τα δάκρυα;» «Είναι δάκρυα χαράς, κοριτσάκι μου. Δεν ξέρεις πόσο λαχταρούσα ένα εγγονάκι». Απομακρύνεται,  για  να  σκουπίσει  τα  δάκρυά  της. Είναι η σειρά μου ν’ αγκαλιάσω την Κατερίνα. Δεν προλαβαίνω ωστόσο να της πω τα δικά μου γλυκόλογα, γιατί μπαίνει η νοσοκόμα. «Η  κυρία  Ουζουνίδου  θα  μεταφερθεί  στο  δωμάτιό της. Μπορείτε να την επισκεφθείτε εκεί» μας δηλώνει. «Το επώνυμο της γυναίκας μου είναι Χαρίτου. Ουζουνίδης είναι ο γιος μου» τη διορθώνει ο Φάνης. Η νοσοκόμα τον στραβοκοιτάζει και λέει «συγγνώμη» με μισό στόμα. Η παρέα κουβεντιάζει στον προθάλαμο, όλοι με τον ίδιο ψίθυρο και το ίδιο χαμόγελο.  «Πώς είναι;» ρωτάει η Μάνια την Αδριανή. «Καλοδιάθετη. Είχε εύκολη γέννα, όπως είπε ο Φάνης, και δε δείχνει καθόλου ταλαιπωρημένη. Τώρα την ανεβάζουν στο δωμάτιο. Εγώ θα μείνω μαζί της απόψε». «Κανείς δε θα μείνει μαζί της, ούτε εγώ» της το ξεκόβει ο Φάνης. «Πρέπει να κοιμηθεί, για να χαλαρώσει. Αν χρειαστεί κάτι, υπάρχει το νοσηλευτικό προσωπικό. Εμείς θα πάμε να πιούμε ένα ποτήρι, για να καλωσορίσουμε τον Λάμπρο». Ενθουσιαζόμαστε με την πρόταση, μαζί και η Αδριανή. «Πού θα πάμε;» ρωτάει τον Φάνη. 14


«Σε  ένα  μαγαζί  εδώ  κοντά. Δεν  έχει  σημασία  αν  θα είναι το καλύτερο, φτάνει να γιοτάσουμε την άφιξη του  νεα ρού.  Το  κανονικό  τραπέζι  θα  το  κάνουμε  στο σπίτι μας». Μας πηγαίνει σε ένα εστιατόριο, ψηλά στην Κηφισίας, και βγαίνει σωστός. Κανείς μας δε δίνει ιδαίτερη σημασία στο φαγητό. Το έδεσμα είναι ο Λάμπρος. Όλοι εύχονται πρώτα να είναι γερός και αμέσως μετά αρχίζουν  τις  εκτιμήσεις:  πώς  θα  μεγαλώσει  σ’  αυτήν  την κοινωνία,  τι  σπουδές  θα  κάνει. Ακόμα  δεν  άγγιξε  το στήθος της μάνας του κι αυτοί τον στέλνουν για μεταπτυχιακό, λέω μέσα μου. Η  κατάληξη  είναι  στερεότυπα  η  ίδια:  πόσο  ωραία μεγάλωναν τα παιδιά την παλιά εποχή και πόσο χάλια μεγαλώνουν τώρα. «Μα είστε με τα καλά σας;» ξεσπάει κάποια στιγμή η Αδριανή. «Δεν έχετε ιδέα πώς ήταν τότε. Ξέρετε τι θα πει να ζεις με βραστά χόρτα, φακές και φασολάδα; Και να πηγαίνεις ξυπόλυτη στο σχολείο, γιατί έχεις μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια και πρέπει να τα φυλάς για τις βροχές και τα χιόνια;» «Σωστά τα λες, Αδριανή» επικροτεί ο Ζήσης. «Η μόνη διαφορά μας ήταν ότι εσείς περιμένατε τη σωτηρία από τους κομματάρχες και εμείς από την επανάσταση. Δε μας έσωσαν ούτε οι κομματάρχες ούτε η επανάσταση, αλλά εμείς αντέξαμε». Ξαφνικά ο Ούλι αγκαλιάζει τη Μάνια και τη φιλάει με πάθος. «Θα κάνουμε κι εμείς παιδί;» τη ρωτάει. «Πώς σου ’ρθε;» τον ρωτάει έκπληκτη η Μάνια.  «Δεν ξέρω. Ίσως επειδή η συζήτηση είναι τόσο διαφορετική από εκείνες που κάνει η γερμανική οικογένεια». «Δηλαδή, εσείς τι λέτε;» τον ρωτάει η Αδριανή. 15


Ο Ούλι το σκέφτεται. «Δεν ξέρω» λέει πάλι. «Ίσως σ’ εσάς η ανάσφαλεια να βγάζει πιο μπροστά την αγάπη». Φιλάει πάλι τη Μάνια και την ξαναρωτάει. «Λοιπόν; Θα κάνουμε κι εμείς παιδί;» «Να κάνουμε, Ούλι μου, αλλά όχι αμέσως, σε παρακαλώ. Άλλο  ένα  μωρό  και  θα  κλείσουμε  το  γραφείο. Βλέπεις, μας πρόλαβε η Κατερίνα». Ξεσπάμε όλοι σε γέλια και σηκώνουμε πάλι τα ποτήρια στην υγειά του νεογέννητου. «Απόψε δε θα με πάρει ο ύπνος» μου λέει η Αδριανή όταν φτάνουμε στο σπίτι. «Γιατί;» «Θα σκέφτομαι το μωρό μας». Βγαίνει ψεύτρα, γιατί στα τρία λεπτά έχει κοιμηθεί σαν πουλάκι.

16


2

Στη διαδρομή για το γραφείο σταματάω σε ένα ζαχαροπλαστείο, για να πάρω ένα κουτί τρουφάκια. Τα τρουφάκια ήταν ιδέα της Αδριανής. Όταν τη ρώτησα τι γλυκό  να  κεράσω  τους  συναδέλφους  στην  υπηρεσία,  μου είπε αμέσως για τα τρουφάκια. «Γιατί τρουφάκια και όχι μπακλαβαδάκια;» απόρησα.  «Γιατί τα μπακλαβαδάκια είναι για τις γιαγιάδες και τους παππούδες σαν εμάς» μου απάντησε. «Σήμερα όλοι γλυκαίνονται με τρουφάκια». Ακυρώνω το κυλικείο και πηγαίνω κατευθείαν στο γραφείο μου. Ανοίγω το κουτί και αρχίζω τη γύρα από το γραφείο των βοηθών μου. «Κερνάω για τον εγγονό» δηλώνω, ενώ μπαίνω στο γραφείο. Πετάγονται  όλοι  όρθιοι.  Πρώτη  έρχεται  η  Κούλα. Με αγκαλιάζει και με φιλάει στα δυο μάγουλα. «Πότε γέννησε;» με ρωτάει. «Χτες το βράδυ. Όλα πήγαν καλά». Ακολουθούν οι υπόλοιποι με ευχές και συχαρίκια. «Πώς θα τον βγάλετε;» με ρωτάει ο Ασκαλίδης. «Λάμπρο». Ακολουθεί  μια  σιωπή  αμηχανίας,  γιατί  κανείς  τους δεν ξέρει τη σχέση μου με τον Ζήση. «‘‘Λάμπρος” είναι  το  όνομα  του  άλλου  παππού;» ρωτάει ο Δερβίσογλου. 17


«Όχι, καμία σχέση. Είναι ανεξάρτητο». «Γιατί δεν του δίνετε το δικό σας όνομα ή του συμπεθέρου σας;» ρωτάει ο Δερμιτζάκης με γεμάτο στόμα, ενώ μασουλάει το τρουφάκι. Θυμάμαι την κουβέντα που είχαμε όταν αποφασίσαμε το όνομα και τη μεταφέρω. «Τον συμπέθερό μου τον λένε Πρόδρομο. Φαντάζεσαι ένα παιδί να το λένε σήμερα Πρόδρομο; Όσο για το δικό μου, είναι πολύ συνηθισμένο όνομα. Το ‘‘Λάμπρος” έχει κάτι ιδιαίτερο». «Πάντως είναι σωστό να παίρνουν τα παιδιά τα ονόματα των παππούδων και των γιαγιάδων τους» επιμένει ο Δερμιτζάκης. «Δε μου λες, Νίκο. Προορίζεσαι για νονός του Λά μπρου;» τον ρωτάει η Κούλα. «Όχι βέβαια». «Τότε, τι σ’ενδιαφέρει τι όνομα θα δώσουν οι γονείς στο παιδί τους;» Ο Δερμιτζάκης της ρίχνει ένα στραβό βλέμμα, αλλά το βουλώνει. «Εμένα που με είπαν Θανάση, από τον πατέρα της μάνας μου, μου σπάει τα νεύρα» δηλώνει ο Ασκαλίδης.  «Γιατί;» τον ρωτάει ο Δερβίσογλου. «Γιατί μου θυμίζει τις ταινίες του Βέγγου, το Θανάση, πάρε το όπλο σου, ή την άλλη, Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;. Στη Σχολή της Αστυνομίας Βέγγο με ανέβαζαν,  Βέγγο  με  κατέβαζαν.  Ευτυχώς  επέβαλα  το  Θάνος και πήρα ανάσα». Βάζουμε όλοι τα γέλια και η ατμόσφαιρα χαλαρώνει. Με ξεπροβοδίζουν με νέες ευχές και αποχωρώ, για να συνεχίσω  το  κέρασμα.  Σειρά  έχουν  τώρα  ο  Ζωναράς των Εσωτερικών Υποθέσεων, ο Βελλίδης του Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και ο Καραμπέτσος της Αντιτρομο18


κρατικής. Σκέφτομαι πως θα γίνει σούσουρο αν αρχίσω να περιφέρομαι από γραφείο σε γραφείο με ένα κουτί τρουφάκια στο χέρι. Παίρνω τη Στέλλα και της λέω να τους μαζέψει στο πρώην γραφείο του Γκίκα, που εκτελεί χρέη αίθουσας συσκέψεων. Τώρα ετοιμάζομαι να το εγκαινιάσω και σαν αίθουσα τελετών. Κερνάω πρώτα τη Στέλλα και μπαίνω στο γραφείο του Γκίκα. Οι τρεις συνάδελφοι προϊστάμενοι με περιμένουν καθισμένοι στις θέσεις τους.  «Δε  σας  κάλεσα  για  σύσκεψη,  αλλά  για  κέρασμα» τους  λέω  και  τους  σηκώνω  το  κουτί.  «Για  τον  εγγονό μου».  «Να σας ζήσει, να τον χαίρεστε» μου εύχονται όλοι, με μια φωνή. «Τώρα  που  έγινες  παππούς,  Κώστα,  δε  σου  μένει παρά να περιμένεις τη σύνταξη, για να χαρείς το εγγονάκι σου» μου λέει ο Βελλίδης. «Σιγά. Εγώ έχω δύο εγγονάκια και ούτε καν σκέφτομαι  τη  σύνταξη»  του  απαντάει  ο  Ζωναράς.  «Δε  σκοπεύω  να  αφιερώσω  την  υπόλοιπη  ζωή  μου  στους  δυο μπόμπιρες». Από τη στιγμή που δεν υπάρχει σύσκεψη, τα κεράσματα και οι ευχές ολοκληρώνονται και επιστρέφω στο γραφείο  μου.  Έχουν  περισσέψει  τα  μισά  τρουφάκια. Κάνω τη σκέψη να τα πάρω στο σπίτι, αλλά το θεωρώ γυφτιά και την απορρίπτω. Πηγαίνω πάλι με το κουτί στο γραφείο των βοηθών μου.  «Αυτά είναι για σας» τους λέω. «Μα αφού σας ευχηθήκαμε» μου απαντάει η Κούλα. «Δεν πειράζει, θα μου ευχηθείτε και δεύτερη φορά. Ο  εγγονός  μου  μόλις  αντίκρισε  τον  κόσμο,  χρειάζεται πολλές ευχές». 19


«Να μη σας προσβάλουμε» λέει ο Δερβίσογλου και απλώνει το χέρι στο κουτί, ενώ ο Ασκαλίδης βάζει τα  γέλια. «Γιατί γελάς;» τον ρωτάω. «Γιατί ο Φώτης έχει τρέλα με τα τρουφάκια. Μόλις τα δει γυαλίζει το μάτι του». Τους αφήνω να τα απολαύσουν και επιστρέφω στο γραφείο μου. Αρχίζω να ψαχουλεύω τα χαρτιά μου, για να σκοτώσω την ώρα μου, γιατί περνάμε μέρες άπνοιας και όλα είναι ήσυχα. Ευτυχώς, μπαίνει η Κούλα και με λυτρώνει από τη βαρεμάρα. «Τρία οκτακόσια, φτου του μη βασκαθεί. Θηρίο είναι» μου λέει. «Πού έμαθες το βάρος του;» απορώ, γιατί εγώ ακόμα δεν το ξέρω. «Πήρα τη γυναίκα σας για να τη συγχαρώ και μου το είπε». Κοίτα να δεις που εγώ δε σκέφτηκα να ρωτήσω το βάρος  του  εγγονού  μου.  «Άντε  και  στα  δικά  σας»  της λέω, ενώ καταπίνω την γκάφα μου. «Ευχαριστώ, αλλά να το πείτε στον άντρα μου. Κάθε φορά που ανοίγω το θέμα, δε θέλει ν’ ακούσει κουβέντα». «Γιατί;» «Με ρωτάει ποιος θα το μεγαλώσει. Οι δικοί του είναι στο χωριό, εγώ μάνα δεν έχω…». Κάνει μια παύση και συνεχίζει. «Έχει δίκιο, αλλά εγώ το θέλω πολύ». Εκεί πάνω χτυπάει το τηλέφωνο και ακούω τη φωνή του υπαρχηγού. «Καψίδης, κύριε αστυνόμε. Έμαθα το  ευχάριστο  νέο  και  πήρα  να  σας  συγχαρώ  που  γίνατε παππούς». «Σας ευχαριστώ, κύριε υπαρχηγέ». 20


«Είστε τυχερός, γιατί ο εγγονός ήρθε σε ήσυχη περίοδο και θα μπορέσετε να τον απολαύσετε». Κλείνουμε με τις επαναλαμβανόμενες ευχές του υπαρχηγού και τις δικές μου ευχαριστίες. Η Κούλα έχει αποσυρθεί διακριτικά. Αποφασίζω να ακολουθήσω τη συμβουλή του και να βάλω πλώρη για το μαιευτήριο. Βγάζω το Σέατ από το γκαράζ και στρίβω από την Αλεξάνδρας στην Κηφισίας. Πέφτω πάνω σε ένα μποτιλιάρισμα,  που  αρχίζει  από  το  σινεμά Άνεσις.  Προχωράω με σημειωτόν ως τη στροφή της Αγίας Βαρβάρας. Μετά ο δρόμος ανοίγει και φτάνω στο μαιευτήριο χωρίς άλλη καθυστέρηση.  Μόλις ανοίγω την πόρτα, η Αδριανή φέρνει το δάχτυλο στα χείλη της.  «Κοιμάται» μου εξηγεί όταν βγαίνει στον διάδρομο. «Πώς είναι;» «Μάνα  και  γιος  είναι  μια  χαρά». Διακόπτει,  γιατί βλέπει  μια  νοσοκόμα  να  πηγαίνει  στο  δωμάτιο  της  Κατερίνας. «Κοιμάται» της λέει. «Πρέπει να ξυπνήσει. Θα της φέρουμε τον μικρό για θηλασμό». «Είσαι  τυχερός.  Μόλις  ήρθες,  θα  δεις  τον  εγγονό σου».  Η Κατερίνα έχει ανακαθίσει στο κρεβάτι της και μας χαμογελάει. Πηγαίνω κοντά της και τη φιλάω. «Πώς είσαι, κοριτσάκι μου;» «Καλά, αλλά φαίνεται πως ο τοκετός μού έχει φέρει υπνηλία. Θέλω συνέχεια να κοιμάμαι». Η Αδριανή βγάζει τη διάγνωσή της, πριν προλάβουν οι γιατροί. «Όσο να ’ναι, ο τοκετός κουράζει. Άλλωστε δούλευες πολύ και σου έλειπε ύπνος».  Η κουβέντα σταματάει, γιατί μπαίνει η νοσοκόμα με 21


το μωρό. Είναι διαφορετικός από χτες το βράδυ, γιατί τώρα είναι τυλιγμένος στις πάνες του. Η νοσοκόμα τον παραδίνει στην Κατερίνα. Ο Λάμπρος κολλάει στο στήθος της μάνας του και αρχίζει να θηλάζει μετά μανίας. «Μη βασκαθεί, έχει όρεξη» λέει η Αδριανή. «Αν συνεχίσει έτσι, θα είναι πέντε κιλά όταν θα τον πάω σπίτι». «Και δεν το χαίρεσαι;» της απαντάει.  «Μαμά, δε θέλω γιο μπουλούκο». «Είσαι με τα καλά σου; Αυτό που προέχει τώρα είναι να είναι γερός και δυνατός. Τα άλλα θα ’ρθουν αργότερα». «Πάντως, αν πάρει από σένα, αλλιώς ξεκινάει κι αλλιώς θα καταλήξει» λέω στην Κατερίνα. «Γιατί;»  «Γιατί  κι  εσύ  ήσουν  ένα  στρουμπουλό  κοριτσάκι, και τώρα έχεις γίνει συλφίδα». «Μπράβο,  μπαμπά,  μου  ανέβασες  το  ηθικό»  μου απα ντάει γελώντας. Εκεί πάνω ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Ζήσης. «Ήρθες πάνω στην ώρα» του λέει η Αδριανή. Ο Ζήσης δε μας δίνει σημασία. Πηγαίνει κατευθείαν στον Λάμπρο και τον περιεργάζεται. «Πώς πάει, συνονόματε;» τον ρωτάει, αλλά ο συνονόματος είναι απασχολημένος με τη διατροφή του και αδιαφορεί. «Τα βλέπεις, αστυνόμε;» μου λέει ο Ζήσης. «Ακόμα και τα βρέφη δε δίνουν πια σημασία στους αριστερούς». Η Κατερίνα βάζει τα γέλια. «Θείε Λάμπρο, όταν θα τον πηγαίνεις περίπατο και θα του παίρνεις παγωτό ή γλειφιτζούρι, θα σε προσέχει περισσότερο». «Έχεις δίκιο, Κατερίνα. Βλέπεις όμως προσπαθώ να 22


ξεχάσω ότι και για μένα η επανάσταση ήταν τελικά ένα γλειφιτζούρι». Το κινητό μου διακόπτει τη συζήτηση. «Πού βρίσκεστε, κύριε αστυνόμε» ακούω τη φωνή του υπαρχηγού. «Σε επίσκεψη, στον εγγονό μου». «Λυπάμαι που θα διακόψω την ευχάριστη συνάντηση, αλλά πρέπει να πάτε αμέσως στην Ανάβυσσο. Δολοφόνησαν τον Πάρη Φωκίδη». «Τον μεγιστάνα των ξενοδοχείων;» «Ακριβώς. Ανατίναξαν το αυτοκίνητό του μέσα στο γκαράζ του ξενοδοχείου». «Πηγαίνω αμέσως».  Όλοι καταλαβαίνουν από το ύφος μου ότι κάτι συμβαίνει. «Τι τρέχει;» με ρωτάει η Αδριανή. «Σ’ αυτόν τον κόσμο άλλοι γενιούνται και άλλοι πεθαίνουν. Μόνο που όταν παίρνουν εμένα δεν πεθαίνουν απλώς,  αλλά  κάποιος  τους  σκοτώνει»  της  απαντώ  και βγαίνω στον διάδρομο, για να οργανώσω την επιχείρηση. Παίρνω τον Δερμιτζάκη για να συντονίσει τους βοηθούς  μου  και  τα  περιπολικά. Του  λέω  να  ζητήσει  από τον Δημητρίου της Σήμανσης να φέρει και έναν πυροτεχνουργό μαζί του.

23


3 Ξεκινάμε μαζί με το βαν τη Σήμανσης και τον πυροτεχνουργό. Σκέφτηκα να καλέσω και την Ιατροδικαστική, αλλά το άφησα. Το θύμα είναι γνωστός επιχειρηματίας και  θα  έκανε  καλή  εντύπωση  αν  εμφανιζόταν  όλο  το  επιτελείο μαζί, για να δείξει πόσο σοβαρά παίρνει την υπόθεση.  Ξέρω  όμως  ότι  ο  Σταυρόπουλος  της  Ιατρο δικαστικής θα έλεγε όχι, γιατί είναι αντιρρησίας εκ πεποιθήσεως. Από την άλλη, για να μην αδικώ κανέναν, τι να κάνει η Ιατροδικαστική σε μια βομβιστική ενέργεια; Είναι απίθανο να μας δώσει κάποια αξιόλογη πληροφορία στον τόπο του εγκλήματος. Ξεκινάμε πρώτοι, για να ανοίγουμε δρόμο με τη σειρήνα.  Είμαστε  τέσσερις,  μαζί  με  τον Δερμιτζάκη,  τον Δερβίσογλου  και  τον Ασκαλίδη.  Έχουμε  αφήσει  την Κούλα στο γραφείο για σύνδεσμο επικοινωνίας. Ο Δερβίσογλου, που εκτελεί χρέη οδηγού, προτείνει να πάρουμε την οδό Σπάτων, να βγούμε από το Κορωπί στη Βουλιαγμένη και να συνεχίσουμε στη λεωφόρο Σουνίου. Η σκέψη του αποδεικνύεται σωστή. Αν εξαιρέσουμε τη διαδρομή από το Κορωπί στη Βουλιαγμένη,  όπου  κάποια  αυτοκίνητα  κινδύνευαν  να  πέσουν στο χαντάκι για να μας ελευθερώσουν τον δρόμο, η υπόλοιπη διαδρομή περνάει χωρίς εκπλήξεις και μποτιλιαρίσματα. 24


Κρατάω στα γόνατά μου την εκτύπωση από το βιογραφικό  και  τις  επαγγελματικές  δραστηριότητες  του Πάρη Φωκίδη. Αφήνω το βιογραφικό προσωρινά στην άκρη και επικεντρώνομαι στις επαγγελματικές δραστηριότητές του. Ξεκίνησε  με  ένα  μικρό  ξενοδοχείο  στη  Χαλκιδική, απ’  όπου  καταγόταν,  και  έφτασε  να  είναι  ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας ξενοδοχείων, των Fokea SR Hotels. Ένα απ’  αυτά,  το  «Νούφαρο»,  είναι  στην Ανάβυσσο,  όπου  έγινε ο φόνος. Τα άλλα τρία βρίσκονται στη Σίφνο, στην Κρήτη και στο Ξυλόκαστρο. Είχε επίσης ένα ταξιδιωτικό γραφείο στο Λονδίνο. Προφανώς για να εξασφαλίζει τουριστικά γκρουπ στα ξενοδοχεία του και να εισπράττει από δύο πηγές. Το  «Νούφαρο»  δεν  είναι  ακριβώς  στην Ανάβυσσο, αλλά στην Παλαιά Φώκαια. Στην είσοδο βρίσκουμε το περιπολικό από την αστυνομία της Αναβύσσου να μας περιμένει. «Θέλω  μια  σύντομη  ενημέρωση.  Τα  υπόλοιπα  θα προκύψουν στην πορεία» λέω στον αστυνομικό. «Τι  να  σας  πω,  κύριε  αστυνόμε.  Ευτυχώς  είμαστε  εκτός  σεζόν  και  το  ξενοδοχείο  είναι  σχεδόν  άδειο. Αλλιώς θα είχαμε πολλά θύματα». «Τι ώρα σας ειδοποίησαν;» Κοιτάζει  το  ρολόι  του.  «Θα  πρέπει  να  ήταν  γύρω στις δώδεκα. Πήγαμε αμέσως στο γκαράζ. Θα τον δείτε, είναι λιώμα. Τα άλλα αυτοκίνητα δεν έπαθαν σοβαρές ζημιές, γιατί ο Φωκίδης πάρκαρε το δικό του σε ξεχωριστή θέση, μακριά από τα υπόλοιπα». Θα πρέπει να είδαν το περιπολικό μας από τη ρεσεψιόν και να ειδοποίησαν τον διευθυντή, γιατί τον βρίσκουμε στην είσοδο. 25


«Στράτος Ελευθερίου, διευθυντής του ξενοδοχείου» μας συστήνεται. «Τι ήταν αυτό που πάθαμε» συμπληρώνει αναστατωμένος. «Πρώτα να πάμε στον τόπο του εγκλήματος και μετά θα πούμε τα υπόλοιπα» του λέω.  «Θα κατέβουμε από τις σκάλες. Το ασανσέρ το διακόψαμε ώσπου να το δει ο τεχνικός και να βεβαιωθούμε ότι είναι ασφαλές». Αριστερά από την είσοδο του γκαράζ, αντικρίζουμε τα συντρίμμια μιας Μπε Εμ Βε. Το καπό έχει τιναχτεί στον αέρα, το παρμπρίζ είναι διαλυμένο και ο οδηγός  έχει γίνει μια άμορφη μάζα.  Το συνεργείο του Δημητρίου και ο πυροτεχνουργός κυκλώνουν αμέσως το αυτοκίνητο. Ρίχνω μια ματιά στα υπόλοιπα αμάξια. Είναι ελάχιστα και σε απόσταση, όπως μου είχε πει ο αστυνομικός. Εκ πρώτης όψεως, δεν έπαθαν σοβαρές ζημιές. «Το  γκαράζ  το  έχουμε  πιο  πολύ  για  το  καλοκαίρι, γιατί πολλοί έρχονται με αυτοκίνητα ή νοικιάζουν» μου εξηγεί ο Ελευθερίου.  «Ποιος τον βρήκε;» τον ρωτάω. «Κανείς και όλοι» μου απαντάει. «Όταν ακούστηκε η έκρηξη, οι περισσότεροι ένοικοι τρόμαξαν και πετάχτηκαν  έξω,  ενώ  το  προσωπικό  και  εγώ  τρέξαμε  στο γκαράζ. Αντικρίσαμε το θέαμα σχεδόν όλοι μαζί». «Πάμε στο γραφείο σας, να τα πούμε πιο ήσυχα».  Αφήνουμε  το  γκαράζ  στον Δημητρίου  και  στο  συνεργείο του και ανεβαίνουμε στο ισόγειο. Το γραφείο του Ελευθερίου είναι στο βάθος.  «Τι ώρα ήρθε ο Φωκίδης στο ξενοδοχείο;» τον ρωτάω όταν καθόμαστε. «Στις  δέκα.  Κουβεντιάσαμε  κάπου  μία  ώρα  για  το 26


πρόγραμμα του καλοκαιριού. Μετά έκανε την καθιερωμένη επίσκεψή του στην κουζίνα και στα δωμάτια. Θα πρέπει να έφυγε γύρω στις δώδεκα, αφού είχε τελειώσει το πρωινό». «Ερχόταν τακτικά;» «Ανάλογα  με  την  περίοδο.  Συνήθως  ερχόταν  ο  κύριος Κορνάρος, ο διευθυντής ξενοδοχείων, ή ο κύριος Κελεσίδης, ο γενικός διευθυντής. Αλλά αυτή είναι η περίοδος της προετοιμασίας για το καλοκαίρι και ο κύριος Φωκίδης την χειριζόταν πάντα προσωπικά. Ήταν συνεχώς σε ταξίδια εντός και εκτός Ελλάδος. Ήθελε να έχει προσωπική εικόνα για την κατάσταση των ξενοδοχείων, για τυχόν ελλείψεις στο προσωπικό, και για τη λειτουργία της κουζίνας. Αυτό δεν το έκανε μόνο σ’ εμάς, αλλά σε όλα τα ξενοδοχεία». «Σας είχε ειδοποίησει ότι θα ερχόταν;» «Ναι, με πήρε χτες η γραμματέας του και με ενημέρωσε». «Πού μπορώ να βρω τον γκαραζιέρη;» «Αυτήν  την  εποχή  δεν  υπάρχει  γκαραζιέρης,  κύριε αστυνόμε.  Γκαραζιέρη  προσλαμβάνουμε  από  τον  Ιούνιο  ως  τον  Σεπτέμβριο,  όταν  το  ξενοδοχείο  είναι  στο φουλ. Στους άλλους μήνες, οι ένοικοι που έχουν αυτοκίνητο παίρνουν από μας μια κάρτα για να ανοίγουν και να κλείνουν την πόρτα του γκαράζ, αλλά οι περισσότεροι  παρκάρουν  έξω,  γιατί  υπάρχει  ελεύθερος  χώρος. Κάποιος από το προσωπικό καθαρίζει το γκαράζ κάθε πρωί. Αυτό είναι όλο». Ο δράστης θα πρέπει να είχε κάνει την έρευνά του και να ήξερε ότι δεν υπήρχε γκαραζιέρης. Όλα τα άλλα τού ήταν εύκολα. Δεν είχε παρά να περιμένει την κατάλληλη στιγμή, για να μπει στο γκαράζ όταν ήταν άδειο. 27


Όσο για τα εκρηκτικά και τα σύνεργα, πολύ πιθανό να τα είχε κρύψει σε σακίδιο. Δεν έχω άλλες ερωτήσεις για τον Ελευθερίου. Έτσι κι αλλιώς τα υπόλοιπα θα τα μάθω από την ανάκριση στα κεντρικά της εταιρείας.  «Ειδοποιήστε  τα  κεντρικά  σας  να  μας  περιμένουν. Θέλω να τους ανακρίνω σήμερα» του λέω πριν αποχωρήσω. Κατεβαίνω πάλι στο γκαράζ. Ο Δημητρίου και ο πυροτεχνουργός ασχολούνται ακόμα με το αυτοκίνητο. Οι δικοί μου περιφέρονται άσκοπα, επειδή περιμένουν τις οδηγίες μου. Στο μεταξύ έχει φτάσει και ο Σταυρόπουλος. Τον παίρνω πρώτο στη σειρά, γιατί ξέρω ότι δε θα έχει να μου πει κάτι συνταρακτικό. «Άδικα ήρθα, αλλά φταίω εγώ» αρχίζει. «Όταν ο Δημητρίου  μου  είπε  για  βόμβα,  έπρεπε  να  το  φανταστώ  ότι θα έβρισκα μια μάζα. Όπως καταλαβαίνεις, δεν έχω να σου πω τίποτα. Θα τον πάρω για νεκροψία, αλλά είναι  τυπική  διαδικασία.  Ο  πυροτεχνουργός  θα  σου  πει περισσότερα». Τον αφήνω να μεταφέρει τα υπολείμματα του Φωκίδη στο ασθενοφόρο. Ο Δημητρίου και ο πυροτεχνουργός περιμένουν να τελειώσουν οι τραυματιοφορείς, για να συνεχίσουν την έρευνά τους στην Μπε Εμ Βε. «Πώς το ανατίναξαν;» «Με δυναμίτη» μου απαντάει ο πυροτεχνουργός. «Πάντως ο δράστης ήξερε καλά τη δουλειά του» συ μπληρώνει ο Δημητρίου. «Είχε συνδέσει έτσι τα καλώδια, ώστε να κάνει τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά. Θα σας πω  περισσότερα  όταν  εξετάσουμε  το  αυτοκίνητο  στο συνεργείο,  αλλά  δεν  πιστεύω  ότι  θα  έχουμε  μεγάλες διαφορές». 28


Τους αφήνω και πηγαίνω στους δικούς μου. «Θέλω ένας από σας να ανακρίνει το προσωπικό της ρεσεψιόν. Ρωτήστε τους μήπως πρόσεξαν κάποιο ή κάποια άγνωστα πρόσωπα, πλην των ενοίκων, που μπήκαν στο ξενοδοχείο, και αν τους ρώτησαν γιατί ήρθαν. Θέλω επίσης μια κατάσταση των ενοίκων που μένουν στο ξενοδοχείο». «Θα το αναλάβω εγώ» δηλώνει ο Δερμιτζάκης. «Τότε, εσείς οι δύο θα πάρετε σβάρνα τους ορόφους και θα ανακρίνετε τις καθαρίστριες. Μας ενδιαφέρει να μάθουμε αν είδαν κάποιον άγνωστο να κυκλοφορεί και αν τους έκανε κάποιες ερωτήσεις. Θα συναντηθούμε πάλι εδώ, για να αποφασίσουμε πώς θα προχωρήσουμε». Οι τρεις φεύγουν κι εγώ ετοιμάζομαι να ανέβω ξανά στο ισόγειο, για να πάω στο μπαρ, που το κράτησα για πάρτη  μου. Δεν  προλαβαίνω  να  ανέβω  τα  σκαλιά  και χτυπάει το κινητό μου. «Πού βρισκόμαστε, κύριε αστυνόμε;» ακούω τη φωνή του υπαρχηγού. Κάνω μια πρώτη ενημέρωση με τα λίγα στοιχεία που έχουμε ως τώρα, αλλά διαπιστώνω εκ των υστέρων ότι το τηλεφώνημα είχε άλλο σκοπό. «Θέλει να μας δει ο υπουργός» μου ανακοινώνει. «Να μας δει, αλλά χρειάζομαι λίγο χρόνο ακόμα. Θέλω να τελειώσουμε πρώτα τις ανακρίσεις στον τόπο του ε γκλήματος και μετά να ανακρίνω τα στελέχη στα κεντρικά γραφεία του Φωκίδη. Μόνο τότε θα έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα». «Καταλαβαίνω. Θα τα εξηγήσω στον αρχηγό και θα του πω να κανονίσει μια συνάντηση με τον υπουργό αύριο το πρωί» μου λέει και κλείνουμε. Βρίσκω το μπαρ στο τέλος του διαδρόμου, στα δεξιά 29


μου. Μπροστά του απλώνεται μια μεγάλη βεράντα, με τραπεζάκια και ομπρέλες. Απορώ γιατί οι ομπρέλες είναι ανοιχτές τώρα που μόλις έσκασε μύτη ο ήλιος και μπορούμε να τον απολαύσουμε, χωρίς να μας γίνεται το κεφάλι κεραμίδι, αλλά υποθέτω ότι θα είναι μέρος της διακόσμησης. Το μπαρ είναι άδειο. Πηγαίνω στον νεαρό που είναι πίσω από τον πάγκο. Μου ρίχνει ένα βλέμμα καθώς τακτοποιεί τα φλιτζάνια, αλλά συνεχίζει να κάνει τη δουλειά του. Βγάζω να του δείξω την ταυτότητά μου, αλλά με διακόπτει. «Δε χρειάζεται. Κατάλαβα ότι είστε αστυνομικός». «Δε θα φάω πολύ χρόνο από τη δουλειά σου. Μήπως είδες σήμερα το πρωί κάποιον που ήρθε να πιει καφέ και δεν ήταν ένοικος του ξενοδοχείου;» Σηκώνει τους ώμους του. «Αν σας πω ότι ξέρω όλους τους  ένοικους,  θα  σας  γελάσω.  Πάντως,  ο  μόνος  που ήρθε και ήπιε καφέ στην μπάρα ήταν ένας νεαρός, περίπου στην ηλικία μου». «Κρατούσε  τίποτα;  Θέλω  να  πω,  κάποια  τσάντα  ή σακίδιο;» «Όχι. Φορούσε ένα μπλε μπουφάν και τα χέρια του ήταν άδεια. Έβγαλε από την κωλότσεπή του τα λεφτά, για να πληρώσει τον εσπρέσο. Τώρα, αν ήρθε κάποιος ξένος πελάτης στη βεράντα, αυτό θα σας το πει η σερβιτόρα. Από δω δε βλέπω τι γίνεται έξω». Η  σερβιτόρα  σερβίρει  στη  βεράντα  ένα  ζευγάρι  με παιδί. Την περιμένω να επιστρέψει και της συστήνομαι. «Θέλω να σου κάνω μερικές ερωτήσεις» της λέω. «Τώρα; Δε γίνεται μετά τη δουλειά;» «Μίλησε  με  τον  αστυνόμο,  Γιώτα»  επεμβαίνει  το παλληκάρι. «Θα σερβίρω εγώ στο μεταξύ». 30


Την παίρνω και καθόμαστε σε ένα τραπεζάκι μπροστά στο μπαρ. «Θέλω να μου πεις αν σέρβιρες σήμερα κάποιον  που  δεν  ήταν  ένοικος  του  ξενοδοχείου  αλλά πελάτης απέξω». «Οι μόνοι πελάτες που σέρβιρα και δεν ήταν από το ξενοδοχείο ήταν ένα ζευγάρι» μου απαντάει αμέσως. «Μπορείς να μου πεις περίπου την ηλικία τους;» «Ο  άντρας  πρέπει  να  ήταν  γύρω  στα  πενήντα.  Η  γυναίκα πρέπει να ήταν πιο νέα». «Πώς ήταν ντυμένοι;» «Ο άντρας φορούσε κοστούμι, αλλά χωρίς γραβάτα. Η  γυναίκα  φορούσε  πανταλόνι  και  δερμάτινο.  Φαίνονταν άνθρωποι καλοστεκούμενοι». «Πρόσεξες αν κρατούσαν κάτι; Τσάντα ή σακίδιο;» «Η γυναίκα κρατούσε τσάντα. Ο άντρας είχε σακίδιο.  Τον  είδα  που  το  περνούσε  στην  πλάτη  του  όταν  έφευγαν». «Μήπως θυμάσαι τι ώρα ήρθαν και τι ώρα έφυγαν;» «Ήρθαν κατά τις έντεκα και έμειναν καμιά ώρα πάνω-κάτω». «Σ’  ευχαριστώ. Δε  θέλω  τίποτα  άλλο»  της  λέω  και  επιστρέφει στη δουλειά της. Αν αυτός ήταν ο δράστης, τότε δεν ήρθε μόνος. Είχε μια γυναίκα μαζί του, προφανώς για να κινήσουν λιγότερο την προσοχή. Αφήνω το μπαρ και γυρίζω στη ρεσεψιόν. «Μήπως είδατε  να  περνάει  κάποιο  ζευγάρι,  που  δεν  έμενε  στο ξενοδοχείο;» ρωτάω την κοπέλα στη ρεσεψιόν και της δίνω την περιγραφή του ζευγαριού. «Πήρε το μάτι μου μια γυναίκα να στέκεται μπροστά στο ασανσέρ και να μιλάει στο κινητό της. Μετά την είδα να βγαίνει με έναν άντρα». 31


«Πόσο μετά;» Σηκώνει τους ώμους της. «Τι να σας πω. Είχα δουλειά και δεν την κοιτούσα συνέχεια». «Ο άντρας είχε σακίδιο;» Το σκέφτεται. «Τώρα που το λέτε, ναι, ήταν με σα κίδιο». Η γυναίκα κρατούσε τσίλιες με το τηλέφωνο, για να ειδοποιήσει  τον  δράστη  αν  έβλεπε  κάτι  ύποπτο,  λέω  μέσα μου. Προφανώς τα κατατόπια του γκαράζ τα είχε εξερευνήσει άλλος, και του τα έδωσε. Δεν αποκλείεται να  ήταν  κάποιος  που  είχε  κλείσει  δωμάτιο  και  πήρε κάρτα  για  την  είσοδο  στο  γκαράζ.  Θα  ψάξουμε  τον  κατάλογο των ενοίκων, αλλά αμφιβάλλω αν θα βρούμε άκρη. Όποιος κι αν ήταν ο συνεργός, θα είχε σίγουρα λευκό ποινικό μητρώο και θα μας ξεφουρνίσει μια αξιόπιστη δικαιολογία. Με έναν δράστη και δύο συνεργούς, η υπόθεση μυρίζει οργανωμένο έγκλημα. «Το προσωπικό στους ορόφους που ανέλαβα δεν είδε τίποτα παράξενο» μου λέει ο Ασκαλίδης, που έρχεται εκείνη τη στιγμή. «Δε  θα  βρει  ούτε  ο Δερβίσογλου»  του  απαντώ  και του  εξηγώ  τον  λόγο.  «Ειδοποίησε  τον Δερμιτζάκη  να έρθει,  γιατί  πρέπει  να  συνεχίσουμε  στα  κεντρικά  της  επιχείρησης». Δε χρειάζεται να τον ειδοποιήσει, γιατί βγαίνει εκείνη  τη  στιγμή  από  το  ασανσέρ.  «Άρχισε  πάλι  να  λειτουργεί» μου εξηγεί. «Έχεις  την  κατάσταση  των  ενοίκων;»  τον  ρωτάω. Τη  βγάζει  από  την  τσέπη  του.  «Δώσ’  τη  στον  Θάνο. Εσύ  και  ο  Φώτης  θα  γυρίσετε  στην  υπηρεσία  και  θα προσπαθήσετε  να  εντοπίσετε  τους  ενοίκους  μαζί  με την Κούλα» εξηγώ στον Ασκαλίδη. «Πέστε στο αστυ32


νομικό τμήμα να σας διαθέσει ένα περιπολικό, για να επιστρέψετε.  Ο Δερμιτζάκης  κι  εγώ  θα  πάμε  στα  κεντρικά». Στον δρόμο ενημερώνω τον Δερμιτζάκη για το ζευγάρι, που είναι οι πιθανοί δράστες.

33


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.