Αγάπη και ξενιτιά
Θοδωρής Καλλιφατίδης
Αγάπη και ξενιτιά μυθιστόρημα β ´ έκδοση
Εκδόσεις «Κείμενα» Αθήνα 2019
Την έβλεπε κάθε μέρα εκείνον τον Απρίλη. Ήταν πάντα με την κόρη της, ένα λεπτό κοριτσάκι έξιεφτά χρόνων που έκανε τούμπες στον αέρα όλη την ώρα κι εκείνη το τραβούσε φωτογραφίες προσηλωμένη. Σχεδόν παθιασμένα, θα έλεγε κανείς, σαν να προσπαθούσε να πιάσει με τον φακό κάτι που δε φαινόταν, αλλά εκείνη το έβλεπε. Όταν δε φωτογράφιζε, έκανε σκίτσα με το ίδιο πάθος. Τις ζήλευε, τόσο τη μητέρα όσο και την κόρη. Η χαρά τους ήταν φανερή. Κάθε τόσο αντάλλασσαν χαμόγελα χωρίς λόγο ή έβαζαν τα γέλια, πάλι χωρίς λόγο. Με λίγα λόγια, ήταν ευτυχισμένες. Εκείνος δεν ήταν. Ονομαζόταν Χρήστος Λ., και για να μη φαίνεται εντελώς εξωτικό στους Σουηδούς, έβγαλε το τελικό σίγμα και συστηνόταν Χρίστο. Έτος 1966. Στα είκοσι πέντε του μόλις είχε αφήσει πίσω του την πιο δύσκολη περίοδο της μετανάστευσης. Ζούσε μόνος του σε ένα δωμάτιο. Στο απλό γραφείο του δύο βιβλία και ένα σημειωματάριο. Αυτά ήταν οι αποσκευές του, αυτά είχε πάρει μαζί του, αυτά είχε να πάρει μαζί του. 7
Τώρα υπήρχε και η άγνωστη με τη φωτογραφική μηχανή. Έμεναν στη φοιτητική εστία. Εκείνη με άντρα και κόρη, εκείνος μόνος σαν αδέσποτος σκύλος. Την έβλεπε άλλοτε στο ασανσέρ, άλλοτε στην κοινή αίθουσα όπου μαζεύονταν τα βράδια κι έβλεπαν τηλεόραση. Ο Χρήστος, που είχε γίνει Χρίστο, όφειλε εκείνο το εξάμηνο να γράψει την πτυχιακή μελέτη του. Σπούδαζε Ιστορία των Ιδεών. Το ονειρευόταν από το γυμνάσιο να μπορέσει κάποτε να συναναστραφεί με τις μεγάλες ιδέες, να τις καταλάβει, να τις χαρεί. Οι προφορικές εξετάσεις δεν ήταν πρόβλημα, τις είχε ήδη περάσει. Η μελέτη όμως ήταν διαφορετικό. Για ποιο θέμα θα έγραφε; Η επιβλέπουσα καθηγήτρια ήταν συνομήλική του, αλλά τελείωνε ήδη διδακτορικό. Εκτός από καλό μυαλό είχε και καλή καρδιά. «Γιατί προσπερνάς το ποτάμι ψάχνοντας για νερό;» του είπε βάζοντας τις κομψές γάμπες της στο τραπεζάκι ανάμεσά τους. Κάθονταν στο γραφείο της κι είχε μαζί της και τα δύο σκυλάκια της, που την κοίταζαν όλη την ώρα. Ο Χρίστο δεν κατάλαβε τι εννοούσε και του εξήγησε. «Γράψε κάτι για κανέναν αρχαίο Έλληνα. Έχεις την τύχη ότι μπορείς να διαβάσεις το πρωτότυπο. Μόνο του αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα». 8
«Αξίζει τον κόπο να το σκεφτεί κανείς» της απάντησε κι άκουσε τον εαυτό του να μιλάει στο τρίτο πρόσωπο. Κοντεύω να γίνω Σουηδός, αλλά δεν έχει σημασία, κανείς δεν πρόκειται να το προσέξει. Η κουβέντα στο τρίτο πρόσωπο έχει τα καλά της. Λες κάτι χωρίς να αναλαμβάνεις καμία ευθύνη. Δεν αρνείσαι τίποτα, δεν υπόσχεσαι τίποτα, όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί. Είναι άνετο, ήρεμο και καμιά φορά σωστό. Η τέλεια μορφή για επιτυχείς συμβιβασμούς. Στον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι θυμήθηκε τον καθηγητή του των αρχαίων ελληνικών, που ήταν υπέρμαχος του Αριστοτέλη, όχι μόνο για τις θεωρίες του αλλά και γιατί καταγόταν από τα ίδια μέρη, όπως ο φιλόσοφος, δηλαδή τη Χαλκιδική, κι ακόμα πιο ειδικά από το ορεινό Λιοτόπι, κι από το χωριό του έβλεπε τον ήλιο να ανατέλλει τρεις ώρες πιο πριν από τα χωριά στα παράλια. «Ο Αριστοτέλης έψαχνε τη φύση, τον άνθρωπο και τα έργα του. Μιλούσε για το μέτρο, για τη φρόνηση, για τη φιλία και τη δικαιοσύνη και ζούσε όπως δίδασκε. Όταν έμαθε ότι ο αγαπημένος του γιος Νικόμαχος είχε σκοτωθεί, δεν τα έβαλε με θεούς και δαίμονες. Αντίθετα είπε ότι ήξερε πως ο γιος του ήταν θνητός κι άρχισε να γράφει τα Ηθικά Νικομάχεια για να τον τιμήσει. Η θεωρία του για την τραγωδία και την κάθαρση σημάδεψε και σημαδεύει ακόμα το θέατρο. Όλα τα έργα που έχω δει 9
είτε ακολουθούν τους κανόνες του είτε τους απορρίπτουν, αλλά πάντως οι κανόνες είναι δικοί του». Αυτά τους δίδασκε στο γυμνάσιο κι οι περισσότεροι λαγοκοιμόνταν στα θρανία. Πάντα όμως έμενε κάτι στο τσερβέλο τους. Στον Χρίστο είχε μείνει η κάθαρση, η ιδέα και το φαινόμενο. Τι ακριβώς σήμαινε; Το ίδιο βράδυ πήρε την απόφαση. Θα έγραφε για την κάθαρση. Η άγνωστη με τη φωτογραφική μηχανή είχε παρουσιαστεί σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή. Πρώτα οι σπουδές. Δεν έγινε βέβαια ο Σίμων ο Στυλίτης, τη σκεφτόταν και την έβλεπε στον ύπνο του. Αλλά δεν ενέδιδε. Πρώτα οι σπουδές. Μετά οι σπουδές. Κατόπιν πάλι οι σπουδές. Κάθονταν στο γραφείο της επιβλέπουσας καθηγήτριάς του δύο νέοι άνθρωποι, κι από τα μεγάλα παράθυρα έμπαινε το ανάλαφρο ανοιξιάτικο φως που γέμιζε τα κορμιά και τις ψυχές με επιθυμίες που απαγόρευαν στον εαυτό τους να τις νιώθουν. Η Μαρία-Πία Α. ενθουσιάστηκε με την ιδέα του να γράψει για την κάθαρση. Είχε κι εκείνη ιδιαίτερο ενδιαφέρον για παραπλήσιες χριστιανικές ιδέες, όπως η άφεση αμαρτιών, ο εξαγνισμός, το έλεος. «Οι ανελέητες κοινωνίες είναι βάρβαρες, το έλεος είναι το πρώτο μεγάλο βήμα του πολιτισμού» είπε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα της. 10
Η ακρόαση είχε τελειώσει. Του έδωσε κι ένα φυλλάδιο με οδηγίες πώς γράφεται μια ακαδημαϊκή μελέτη. Ο Χρίστο αισθανόταν σαν να τον έδιωχνε και το ίδιο αισθανόταν κι εκείνη. «Δε σε διώχνω, αλλά σήμερα είμαι πολύ φορτωμένη. Τα λέμε ξανά την επόμενη εβδομάδα». Ένα πρόβλημα λιγότερο. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία. Για τι άλλο θα μπορούσε να γράψει εκτός από την κάθαρση; Η πατρίδα του ήταν μια τραγωδία. Η πολιτική ζωή ήταν διεφθαρμένη και συχνά βίαιη, βουλευτές κι αξιωματούχοι πουλιόνταν κι αγοράζονταν, η ανεργία πλησίαζε το πενήντα τοις εκατό για τους νέους. Δεν ήταν μόνο η γενική κατάσταση αλλά και η δική του. Είχε γίνει βάρος στους γονείς του. Είχε γίνει βάρος στους φίλους του, που γενναιόδωρα τον καλούσαν να πάει μαζί τους σε καφενεία και ταβέρνες, γνωρίζοντας ότι θα πλήρωναν εκείνοι. Είχε γίνει βάρος στον εαυτό του. Βούλιαζε σιγά σιγά σε έναν βάλτο από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μάταια όνειρα και σχέδια, ανέλπιδους έρωτες και τρύπιες κάλτσες. Τελικά δεν απέμενε τίποτε άλλο από το να κάνει ό,τι έκαναν ο πατέρας του κι ο παππούς του. Μετανάστευσαν, αλλά εντός Βαλκανίων. Ο Χρίστο ήταν ο πρώτος που πήγε τόσο μακριά στο βορρά, στη 11
χώρα που κάποτε την ονόμασαν Τούλε και αργότερα Σουηδία. Έφτασε στη Σουηδία το 1964, και ο πρώτος χρόνος ήταν δύσκολος, πολύ δύσκολος. Έπαιρνε όποια δουλειά του πρόσφεραν. Όλες ήταν ευκαιριακές, μικρής διάρκειας και χωρίς δικαιώματα. Του κρατούσαν χρήματα για φόρο χωρίς δικαίωμα σύνταξης, πληρωνόταν για εφτά ώρες, του αφαιρούσαν μία ώρα την ημέρα για το μεσημεριανό, ενώ δούλευε εννιά ή δέκα. Αμοιβή για υπερωρίες δεν προβλεπόταν. Δεν ήταν άνθρωπος, ήταν εργαλείο. Κάποια αφεντικά έκαναν σεξουαλικές προτάσεις, άλλοι έκαναν σεξουαλικές χειρονομίες χωρίς προτάσεις. Κάποιοι ήθελαν να τους γαμήσει και άλλοι ήθελαν να τον γαμήσουν. Επιπλέον τον έστελναν να σκουπίσει τα σπίτια τους, να πλύνει το αυτοκίνητο, να βγάλει βόλτα τον σκύλο ή να ποτίσει τα λουλούδια τους. Αυτό του άρεσε. Τον ηρεμούσε να στέκεται με τον σωλήνα και να βλέπει τη μέρα να κάνει ρυτίδες. Ένιωθε ότι ωρίμαζε τέτοιες στιγμές, όλες τις άλλες ώρες βιαζόταν. Καμιά φορά έκλαιγε στα κρυφά, όχι γιατί τον παρηγορούσε αλλά γιατί δεν μπορούσε να αντισταθεί στο παράπονο που φούσκωνε μέσα του σαν τους ανέμους που φούσκωναν τα πανιά του Οδυσσέα. Αλλά δεν έγραφε τίποτα γι’ αυτά στους γονείς του, αντίθετα έστελνε αισιόδοξες επιστολές, ακόμα και αστείες. Δεν έλεγε λέξη για το πώς είναι να μην έχεις μία κορόνα, κυριολεκτικά μία κορόνα, στην τσέπη. Να 12
μην έχεις πού να μείνεις και να κοιμάσαι σε συμπατριώτες και καμιά φορά στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό της Στοκχόλμης μαζί με άλλους άστεγους. Ήρθαν μέρες που δεν είχε να φάει. Τα χρήματα που έφερε μαζί του τελείωσαν γρήγορα. Άλλωστε δεν ήταν πολλά, για την ακρίβεια εξακόσιες κορόνες. Αυτές ήταν οι οικονομίες του πατέρα του. Πήρε τα λεφτά κι έφυγε με τόση ντροπή, που σε όλο τα ταξίδι δεν κοίταξε άνθρωπο στα μάτια. Ένα βράδυ, απελπισμένος κι εξαντλημένος από την πείνα, πήγε σε ένα πάρκο στο κέντρο της Στοκχόλμης, δίπλα στη Βασιλική Βιβλιοθήκη, όπου εκείνα τα χρόνια ήταν στέκι για βιαστικές κι αγωνιώδεις συναντήσεις ομοφυλόφιλων. Κάτι σαν το Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα. Μεσήλικες, με καλή οικονομική κατάσταση, αγόραζαν αγόρια ή νέους άντρες, και το αντίστροφο. Αγόρια και νεαροί άντρες πουλιόνταν σε εύπορους μεσήλικες. Στήθηκε δίπλα σε ένα στύλο του ηλεκτρικού και περίμενε. Για μια στιγμή έκανε το λάθος να ακουμπήσει το χέρι του στον στύλο κι ένιωσε σαν να έπιανε φωτιά. Δεν έκανε ζέστη. Το αντίθετο. Ήταν είκοσι υπό το μηδέν. Ένα από πιο κρύα βράδια εκείνου του χειμώνα. Όλο το κορμί του είχε παγώσει εκτός από την καρδιά, που την έκαιγε η ντροπή, και την κοιλιά που έβραζε από την πείνα. Το νεανικό φύλο του μίκραινε και στρεφόταν σχεδόν προς τα μέσα. Πώς είχε ξεπέσει τόσο πολύ. Προσπαθούσε να 13
σκεφτεί κάτι όμορφο, κάτι που τον είχε ζεστάνει στο παρελθόν και χαμογέλασε με τη σκέψη της μητέρας του. Τι θα έλεγε αν τον έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Όταν ήταν μικρός συνήθιζε να του λέει ότι τρόμαξε την πρώτη φορά που τον είδε. Τόσο άσχημος ήταν. Ο πατέρας του όμως ήταν στωικός. «Κάνε υπομονή, γυναίκα, στα τριάντα του θα λάμπει σαν ήλιος» της έλεγε. Τι θα έλεγε ο μακαρίτης αν τον έβλεπε εκείνη την ώρα να τρέμει από το κρύο, έτοιμος να πουλήσει το κορμί του, πετώντας το ήθος του σαν μεταχειρισμένο σώβρακο. Διέκοψε τις πικρές σκέψεις του μια παρέα άντρες, ένας τον χούφτωσε ανάμεσα στα σκέλια, κούνησε το κεφάλι αρνητικά λέγοντας στους άλλους ότι δεν υπήρχε νοικοκύρης στο σπίτι, γέλασαν και συνέχισαν την περίπολο. Θα τους μύρισε πείνα και ντροπή. Τα φτηνά ελληνικά ρούχα του δεν τον προστάτευαν από το κρύο. Πέρασαν λίγα λεπτά ακόμα κι ένας καλοντυμένος άντρας στάθηκε μπροστά του κοιτώντας τον με ένα εντελώς άδειο βλέμμα πίσω από γυαλάκια τύπου Λένιν. Ο μαύρος γούνινος σκούφος και το μαύρο γούνινο παλτό μαρτυρούσαν ότι ήταν ευκατάστατος, αλλά και η πρότασή του ήταν δελεαστική. Εκατό κορόνες, όχι για συνουσία αλλά για δέκα βουρδουλιές στα κωλομέρια. Έτσι ακριβώς είπε, «στα κωλομέρια» και, βγάζοντας από την τσέπη του παλτού ένα μικρό μαύρο μαστίγιο, συνέχισε. «Κατέβασε το παντελόνι σου». 14
Αυτό ήταν το όριο, το ακραίο όριο. Να πουλήσεις ηδονή ήταν ένα. Να πουλήσεις τον πόνο σου ήταν άλλο. Τόσο χαμηλά δε θα έπεφτε. Αργά, σέρνοντας τα πόδια του, άρχισε να απομακρύνεται νιώθοντας τη ματιά του πελάτη στη ράχη. Την είχε ξαναδεί εκείνη τη ματιά. Στην αστυνομία, στο Γραφείο Μεταναστών, στο μπακάλικο που ψώνιζε. Τον καταργούσε. «Δεν αξίζεις τίποτα. Δε σημαίνεις τίποτα. Είσαι ένα τίποτα. Τι κάνεις εδώ; Σκαρφάλωσε ξανά στο δεντράκι σου. Εξαφανίσου. Δεν ενδιαφερόμαστε. Τα χέρια σου χρειαζόμαστε. Τα κωλομέρια σου. Μη βάζεις ιδέες στο μυαλουδάκι σου. Δεν είσαι σαν κι εμάς. Δε θα γίνεις ποτέ. Είσαι ένα κατσίκι από την Ελλάδα». Αυτά του έλεγε εκείνη η ματιά. Της είχε δώσει όνομα. Η ματιά του ολοκαυτώματος.
Πάντα υπήρχε. Την είχε ο Αλκιβιάδης όταν έκαψε τη Μήλο. Την είχαν οι Ισπανοί κατακτητές που δοκίμαζαν τα σπαθιά τους σε κεφάλια μικρών παιδιών στη Νότια Αμερική. Ήταν η ματιά του Άιχμαν και του Μπέρια. Από τον Τρωικό πόλεμο ως το Άουσβιτς. Τι κάνει έναν άνθρωπο να βλέπει τους άλλους έτσι, σαν ζώα για σφαγή ή σαν μια τρύπα για το φύλο του; Είμαι μια τρύπα; αναρωτήθηκε. Ίσως να έχω γίνει. 15
Το φοβερό κρύο, το αμυδρό φως από τις περίτεχνες λάμπες, οι σκιές από τους γενναίους της ηδονής, όπως έλεγε ο Καβάφης, η εκκωφαντική σιωπή στο πάρκο τον είχαν εξαντλήσει εντελώς και γύρισε στο καταφύγιό του, στο μικρό επιπλωμένο δωμάτιο που νοίκιαζε. Η ώρα ήταν περασμένη, η σπιτονοικοκυρά του ετοιμαζόταν για ύπνο όταν μπήκε στο στενό, λιτά φωτισμένο χολ. «Καημένο παιδί, πώς είσαι έτσι!» είπε αναστατωμένη. Το σώμα του δεν τον υπάκουε, έτρεμε, τα γόνατα λύγισαν κι έπεσε αργά στο χαλί. Η Καρολίνα φον Η. δεν πανικοβλήθηκε, του έδωσε δυο γερά χαστούκια και τον συνέφερε. Μετά γέμισε το μπάνιο με ζεστό νερό και τον βοήθησε ως εκεί. «Τώρα τα βγάζεις πέρα μόνος σου» του είπε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Γδύθηκε με παγωμένα χέρια και μπήκε στην μπανιέρα. Στην αρχή ήταν οδυνηρό, μετά από λίγο όμως άρχισε το αίμα να τρέχει στις φλέβες του. Η πείνα δεν ήταν πια τόσο ανυπόφορη ούτε και η ντροπή. Τελικά δεν είχε παραδοθεί, αν και ήταν πολύ κοντά. Μόνο εκείνος ήξερε πόσο κοντά. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα άφησε να τρέχουν. Δεν ήταν όλα μαύρα. Όχι όταν υπήρχαν ακόμα άνθρωποι σαν τη σπιτονοικοκυρά του. Πόσο λάθος την είχε εκτιμήσει. 16
Η Καρολίνα φον Η. ήταν χήρα. Ο συνταγματάρχης σύζυγός της πέθανε στα χέρια της εντελώς απρόσμενα από την καρδιά του. Πλησίαζε τα εβδομήντα, φαινόταν για πενήντα και φερόταν σαν τριάντα. Έδινε την αίσθηση της απόλυτης άγνοιας για πρακτικά θέματα αν την παρατηρούσε κανείς να γυρίζει από το ένα δωμάτιο στο άλλο, να διαβάζει ένα βιβλίο ή να παίζει κάτι στο πιάνο. Όλη η παρουσία της είχε κάτι το μη πραγματικό. Δεν μπορούσε να τη φανταστεί να τρώει ή να πίνει, να καθαρίζει την κουζίνα ή να πηγαίνει στο μπακάλικο για ψώνια. Κάθε πρωί φρόντιζε την εμφάνισή της τόσο για χάρη της αλλά και για χάρη του πεθαμένου συνταγματάρχη. Έτσι τον έλεγε κι έτσι ήθελε να την λένε. «Κυρία συνταγματάρχη». Όχι με το μικρό της όνομα ή το επίθετο. Παραήταν οικεία. Όμως δε ζούσε στην ομίχλη μιας χαμένης ευτυχίας. Πενθούσε μεν αλλά και οργάνωνε τη ζωή της. Η σύνταξη που έπαιρνε δεν αρκούσε, έτσι νοίκιαζε το μικρό δωμάτιο πίσω από την κουζίνα, όπου άλλοτε έμενε η υπηρέτρια. Εκεί έμενε ο Χρίστο. Η συνταγματάρχης είχε κανόνες χωρίς να είναι σχολαστική, ήταν ευγενική χωρίς να ξεχνάει την απόσταση που τους χώριζε, ενδιαφερόταν για τη ζωή του χωρίς να μπαίνει στα χωράφια του. Πρώτη φορά συναντούσε ανθρώπους της τάξης της, απορούσε μεν του άρεσε δε. Η σουηδική μπουρζουαζία ήταν μια νέα ήπειρος γι’ αυτόν. Κάποιες 17
φορές τον καλούσε στο σαλόνι για συντροφιά. Στους τοίχους κρέμονταν πορτρέτα και μια μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία του συνταγματάρχη καβάλα στο άλογό του. Του πρόσφερε μαντέιρα και του μιλούσε για τα περασμένα. Τότε ο Χρίστο κατάλαβε ότι ο συνταγματάρχης ήταν ναζί και τη ρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. «Μα όλοι ήταν τότε» του απάντησε. «Ήταν σαν μόδα. Κανείς δε νοιαζόταν. Εδώ στη Σουηδία είμαστε πάντα με τον πιο δυνατό». Ο Χέρμαν Γκαίρινγκ ήταν παντρεμένος με μια μακρινή εξαδέλφη του συνταγματάρχη. Η ίδια δεν ήταν ναζί, τους έβρισκε μάλλον χυδαίους, έτσι είπε. Έλεγαν όμως και σωστά πράγματα. Είχε γεμίσει ο κόσμος από εβραίους, κομμουνιστές, τσιγγάνους και ομοφυλόφιλους. Ο Χρίστο δε συμφωνούσε, δεν έφερνε όμως αντίρρηση. Του αρκούσε να είναι εκεί. Στο ζεστό σαλόνι, να βλέπει τη φωτιά στο τζάκι, το χιόνι να πέφτει και να θυμάται τη γειτονιά του στην Αθήνα. Το ζεστό μπάνιο τον συνέφερε. Άκουσε την καμπάνα να χτυπάει μία. Σηκώθηκε, σκουπίστηκε, ξέπλυνε την μπανιέρα κι άκουσε τη συνταγματάρχη να του φωνάζει ότι τον περίμενε στην κουζίνα. Φόρεσε καθαρά ρούχα και πήγε. Του είχε ετοιμάσει πρωινό. Δύο τηγανητά αυγά, μπέικον και χυμό πορτοκάλι. Προσπάθησε να μην πέσει με τα μούτρα στο φαγητό, 18
φοβόταν ότι θα έκανε εμετό κι έτρωγε αργά με μικρές μπουκιές. Η συνταγματάρχης τον κοίταζε χωρίς να λέει τίποτα. Το ίδιο έκανε κι η μητέρα του. Την ευχαρίστησε από την καρδιά του και πήγε να ξαπλώσει. Κοιμήθηκε δεκαπέντε ώρες συνεχόμενα. Όταν ξύπνησε, η συνταγματάρχης τού είχε βρει δουλειά σε ένα εστιατόριο που το είχαν κάποιοι γνωστοί της. Δεν είχε πει λέξη σε κανέναν γι’ αυτά. Έθαψε την ντροπή όπως έθαψε και την ευγνωμοσύνη του για την Καρολίνα φον Η. από φόβο μη νομίσουν ότι ζέσταινε το κρεβάτι της. Δεν του ζήτησε ποτέ τίποτε άλλο από το να της κρατάει παρέα όταν αισθανόταν την ανάγκη να μιλήσει για τον συνταγματάρχη, για την αγάπη τους, για χορούς και παιχνίδια στο Γκραν Οτέλ, για τις διακοπές στην παραλιακή κωμόπολη Μπόσταντ και για τα δείπνα στο ωραίο ξενοδοχείο της πόλης παρέα με νεαρούς αξιωματικούς. Όλοι την φλέρταραν. Δεν έπεσε ποτέ στον πειρασμό, τη ρώτησε μια φορά και το μετάνιωσε αμέσως όταν είδε το βλέμμα της. «Συγγνώμη για την αδιάκριτη ερώτηση» είπε. Η Καρολίνα φον Η. χαμογέλασε. «Δεν υπάρχουν αδιάκριτες ερωτήσεις. Αλλά υπάρχουν αδιάκριτες απαντήσεις». Του απάντησε όμως. «Δεν κάναμε τέτοια τότε. Αυτά ήταν για το προσωπικό». 19