ΑΥΤ ΟΧΕΙ ΡΙ Α
ÉD OUARD LEVÉ
ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ μετάφραση-επίμετρο
ΚΑ Τ ΕΡ Ι ΝΑ Χ ΑΝ Δ Ρ ΙΝ ΟΥ
ε κδό σε ις Κ Ε ΙΜ ΕΝ Α ΑΘ ΗΝΑ 2021
Γνωρίστε τις εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ: www.keimenabooks.gr facebook: KeimenaBooks instagram: keimena.books twitter: KeimenaBooks YouTube / Spotify / SoundCloud
Τίτλος πρωτοτύπου: Suicide © P.O.L Editeur, 2008 α΄ έκδοση: Απρίλιος 2021 ISBN: 978-618-84601-9-5 © 2021 για την ελληνική γλώσσα Κατερίνα Χανδρινού & εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ Κισσάβου 6, Βριλήσσια 15235 τηλ.: 210 8104514 / info@keimenabooks.gr
Είναι Σάββατο, Αύγουστος, βγαίνεις απ’ το σπίτι με τη γυναίκα σου, φορώντας τη στολή του τένις. Στα μισά του κήπου τής λες ότι ξέχασες τη ρακέτα στο σπίτι. Γυρίζεις πίσω να την ψάξεις, αντί όμως να κατευθυνθείς στο ντουλάπι της εισόδου, όπου τη βάζεις συνήθως, κατεβαίνεις στο κελάρι. Η γυναίκα σου δεν το πα ρατηρεί, στέκεται έξω, ο καιρός είναι καλός, λιάζεται. Λίγες στιγμές αργότερα, ακούει πυροβολισμό. Τρέχει μέσα στο σπίτι, φωνάζει τ’ όνομά σου, βλέπει ότι η πόρτα του κλιμακοστασίου που οδηγεί στο κελάρι είναι ανοιχτή, κατεβαίνει και σε βρίσκει εκεί. Έχεις αδειάσει μια σφαίρα στο κεφάλι σου με το όπλο που είχες προσεκτικά ετοιμάσει. Έχεις αφήσει στο τρα πέζι ανοιχτό ένα δισέλιδο από βιβλίο κόμιξ. Συντετριμμένη η γυναίκα σου σκύβει πάνω στο τραπέζι, το βιβλίο παλατζάρει και τέλος πέφτει κάτω κλειστό, προτού εκείνη καταλάβει ότι εκεί βρισκόταν το τελευταίο σου μήνυμα. Δεν έχω πάει ποτέ σε τούτο το σπίτι. Ωστόσο γνωρίζω τον κήπο, τον χώρο υποδοχής και το υπόγειο κελάρι. Έχω παίξει στο μυαλό μου τη σκηνή εκατοντάδες φορές, πάντα με φόντο το ίδιο σκηνικό, αυτό που ~7~
είχα φανταστεί και την πρώτη φορά που έμαθα για την αυτοκτονία σου. Το σπίτι αυτό λοιπόν ήταν πα ρόδιο, με στέγη και μια παρωχημένη πρόσοψη. Πλην όμως τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Υπάρχει ο κήπος στον οποίο βγαίνεις για τελευταία φορά κάτω απ’ τον ήλιο και όπου η γυναίκα σου σε περιμένει. Υπάρχει η πρόσοψη προς την οποία εκείνη έτρεξε όταν άκουσε τον πυροβολισμό. Υπάρχει η είσοδος, όπου βρίσκεται φυλαγμένη η ρακέτα σου, η πόρτα του κελαριού και το κλιμακοστάσιο. Τέλος, υπάρχει το κελάρι όπου κείτεται το πτώμα σου. Είναι άθικτο. Το κρανίο σου δεν εξερράγη, όπως μου είπαν. Μοιάζεις με νεαρό τενίστα που αναπαύεται στο γκαζόν μετά το παιχνίδι. Θα έλεγε κανείς ότι κοιμάσαι. Είσαι είκοσι πέντε ετών. Και αυτή τη στιγμή γνωρίζεις περισσότερα από μένα για τον θάνατο. Η γυναίκα σου βγάζει μια κραυγή. Κανείς δεν βρίσκεται εκεί για να την ακούσει, εκτός από σένα. Είστε μόνοι στο σπίτι, οι δυο σας. Πέφτει επάνω σου κλαίγοντας και χτυπά το στέρνο σου με οργή κι αγάπη. Σε παίρνει στα χέρια της και σου μιλάει. Κλαίει με λυγμούς και σωριάζεται πάνω σου. Τα χέρια της λάμπουν κάτω από τον κρύο και υγρό ήλιο του κελαριού. Τα δάχτυλά της ξύνουν το έδαφος. Μένει έτσι για ένα τέταρτο της ώρας και νιώθει το σώμα σου να χάνει τη θερμοκρασία του. Ο ήχος του τηλεφώνου τη βγάζει από τη χαύνωση. Βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί. Είναι ο άνθρωπος με τον οποίο είχατε ραντεβού για τένις. ~8~
«Γεια, τι συμβαίνει; σας περιμένω». «Είναι νεκρός. Νεκρός» απαντά εκείνη. Η σκηνή τελειώνει εκεί. Ποιοι απέσυραν το πτώμα; Η πυροσβεστική, η αστυνομία; Διενεργήθηκε αυτοψία από ιατροδικαστή, αφού μια αυτοκτονία μπορεί βεβαίως να αποτελεί συγκαλυμμένη δολοφονία; Έγινε έρευνα; Ποιος αποφάνθηκε ότι επρόκειτο για αυτοκτο νία και όχι για έγκλημα; Ανακρίθηκε η γυναίκα σου; Χειρίστηκαν το θέμα με λεπτότητα ή της φέρθηκαν με καχυποψία; Στην οδύνη της για τον χαμό σου προστέθηκε και η αγωνία για την πιθανή ενοχοποίησή της; Δεν ξαναείδα τη γυναίκα σου έκτοτε. Ίσα που τη γνώριζα. Την είχα συναντήσει τέσσερις ή πέντε φορές. Από τότε που παντρευτήκατε, εσύ κι εγώ αραιώσαμε τις συναντήσεις μας. Ξαναβλέπω το πρόσωπό της. Πά νε τώρα είκοσι χρόνια και έχει μείνει ίδιο. Η εικόνα που έχω κρατήσει για κείνην αποκρυσταλλώθηκε την τελευταία φορά που την είδα. Η μνήμη, όπως και οι φωτογραφίες, καταψύχει τις αναμνήσεις. Έζησες τη ζωή σου σε τρία σπίτια. Όσο η μητέρα σου ήταν έγκυος σε σένα, οι γονείς σου ζούσαν σε ένα μικρό διαμέρισμα. Ο πατέρας σου όμως δεν ήθελε τα παιδιά του να ζουν περιορισμένα. Συνήθιζε να λέει «τα παιδιά μου», μολονότι δεν είχε αποκτήσει κανένα ακόμη. Είχε επισκεφθεί με τη μητέρα σου ένα παλάτι, εν μέρει ερειπωμένο, το οποίο ανήκε σε έναν συνταγματάρχη λεγεώνας εν αποστρατεία, και ο οποίος δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ, θεωρώντας ότι δεν ήταν ~9~
κατοικήσιμο εάν προηγουμένως δεν ανακαινιζόταν. Ο πατέρας σου, διευθυντής σε εταιρεία δημοσίων έργων, δεν είχε δείξει να πτοείται από τον όγκο των επισκευαστικών εργασιών που θα απαιτούνταν. Στη μητέρα σου άρεσαν τα πατώματα. Εγκαταστάθηκαν Απρίλιο μήνα. Εσύ γεννήθηκες σε μια κλινική ανήμερα Χριστούγεννα. Μια υπηρέτρια κρατούσε πάντα τρεις εστίες αναμμένες: μία στην κουζίνα, μία στο σαλόνι και μια τρίτη στην κρεβατοκάμαρα των γονιών σου, όπου κοιμόσουν τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής σου. Όταν γεννήθηκε ο αδελφός σου, οι εργασίες δεν είχαν προχωρήσει ακόμη. Ζήσατε σε επισφαλή πολυτέλεια για τρία ακόμη χρόνια, μέχρι τη γέννηση της αδελφής σου. Ήταν τότε που οι γονείς σου είχαν αποφασίσει να αναζητήσουν μια κατοικία λιγότερο άβολη, όταν ο πατέρας σου ανακοίνωσε στη μητέρα σου ότι την εγκατέλειπε. Εκείνη βρήκε ένα σπίτι μικρότερο και λιγότερο όμορφο από το παλάτι, ωστόσο πιο φιλόξενο και πιο ζεστό. Εκεί ήταν που είχες το δεύτερο υπνοδωμάτιό σου, το οποίο κατέλαβες μέχρι που έφυγες για να ζήσεις με τη γυναίκα σου, όταν ήσουν είκοσι ενός ετών. Στο μικρό αυτό σπίτι που μοιράστηκες μαζί της, βρισκόταν το τρίτο σου υπνοδωμάτιο. Και το τελευταίο. Την πρώτη φορά που σε είδα, ήσουν μέσα στο υπνοδωμάτιό σου. Ήσουν δεκαεπτά ετών. Έμενες στο σπίτι της μητέρας σου, στον πρώτο όροφο, και το δωμάτιό σου ήταν ανάμεσα στο δωμάτιο του αδελφού σου και εκείνο της αδελφής σου. Σπάνια έβγαινες από ~ 10 ~
κει. Η πόρτα παρέμενε πάντα κλειδωμένη, ακόμα και όταν ήσουν μέσα. Τ’ αδέλφια σου δεν θυμούνται να έχουν μπει ποτέ στο δωμάτιό σου. Αν ήθελαν κάτι να σου πουν, σου το έλεγαν πίσω από την πόρτα. Κανείς δεν έμπαινε για να καθαρίσει, το καθάριζες μόνος σου. Δεν ξέρω γιατί ήρθες ν’ ανοίξεις σε μένα όταν χτύπησα. Δεν είχες ρωτήσει ποιος ήταν. Τι σε έκανε να καταλάβεις πως ήμουν εγώ; Ο τρόπος που είχα πλησιάσει; Ο τρόπος που είχα κάνει το πάτωμα να τρίξει; Τα παραθυρόφυλλά σου ήταν κλειστά. Ένα κόκκινο φως έλουζε γλυκά τον χώρο. Άκουγες το “I talk to the Wind” των King Crimson και κάπνιζες. Ο νους μου πήγε σ’ ένα καμπαρέ. Έξω ήταν καταμεσήμερο. Η γυναίκα σου θυμήθηκε εκ των υστέρων ότι, προτού πέσει από το τραπέζι, το κόμικ που είχες βάλει επάνω, ήταν ανοιχτό. Ο πατέρας σου αγόρασε δεκάδες αντίτυπα αυτού του κόμικ και τα μοίρασε σε όλους. Στο τέλος, έφτασε να ξέρει απ’ έξω τα κείμενα και τις εικόνες αυτού του βιβλίου, κάτι το οποίο δεν του ταίριαζε καθόλου, αλλά κατέληξε να τον χαρακτηρίζει. Προσπαθεί να μαντέψει τη σελίδα και μέσα στη σελίδα τη φράση που είχες επιλέξει. Κρατάει αρχείο με τις σκέψεις του σημειωμένες σε έναν φάκελο, που βρίσκεται πάντα πάνω στο γραφείο του, και που επιγράφεται: «Υποθέσεις Αυτοκτονίας». Αν ανοίξεις το ντουλάπι που βρίσκεται αριστερά από το γραφείο του, θα βρεις καμια δεκαριά πανομοιότυπα ντοσιέ, γεμάτα χειρόγραφες σελίδες, με την ίδια ετικέτα απ’ έξω. ~ 11 ~
Αναφέρει συνέχεια τις επικεφαλίδες του κόμικ σαν να επρόκειτο για προφητείες. Σπανίως είχες άδικο, αφού μιλούσες λίγο. Και μιλούσες λίγο διότι έβγαινες λίγο. Αλλά και όταν έβγαινες, άκουγες και κοιτούσες. Θα έχεις πάντα δίκιο, εφόσον πια δεν μιλάς καθόλου. Στην πραγματικότητα βέβαια, απευθύνεσαι ακόμα σε εκείνους που, όπως εγώ, σε ξαναζωντανεύουν και σε ρωτούν. Ακούμε τις απαντήσεις, και μέσα από αυτές θαυμάζουμε τη διάνοιά σου. Εάν όμως τα γεγονότα διαψεύσουν τις συμβουλές σου, κατηγορούμε τον εαυτό μας που δεν τις ερμηνεύσαμε σωστά. Σε σένα αποδίδουμε τα ορθά, σε μας τα λάθη. Θα ζήσεις περισσότερο απ’ όσο επιβιώσουν εκείνοι που σε γνώρισαν. Θα πεθάνεις μαζί με τον τελευταίο από εμάς. Κι αυτό μόνον αν δεν σε έχουν διασώσει ορισμένοι με τα λόγια που έχουν πει και έχουν περάσει και στη μνήμη των παιδιών τους. Στην περίπτωση αυτή, επί πόσες άραγε γενιές θα πλανιέσαι σαν θρύλος; Είχες πάει σε μια συναυλία στο Παρίσι. Στο τέλος του πρώτου μέρους, ο τραγουδιστής έκοψε τις φλέβες του και σκόρπισε το αίμα στις μπροστινές σειρές διαγράφοντας αψίδες κύκλων με τα μπράτσα του. Η καφέ δερμάτινη μπλούζα σου δέχτηκε σταλαγματιές που αναμείχτηκαν κι έγιναν ένα με το καφέ όταν στέγνωσαν. Μετά τη συναυλία, πήγες με τους φίλους που είχαν έρθει μαζί σου σε ένα μπαρ που το όνομά του έχεις ξεχάσει. Μίλησες με αγνώστους επί ώρες. Έπει~ 12 ~
τα, περπατήσατε στους δρόμους σε αναζήτηση άλλων καφέ, μα ήταν όλα κλειστά. Φτάσατε μέχρι τους πά γκους της πλατείας δίπλα στον σταθμό Σεν Λαζάρ και σχολιάσατε το σχήμα των νεφών. Κατά τις έξι προγευματίσατε. Στις εφτά πήρατε το πρώτο τρένο για τα σπίτια σας. Όταν, την επομένη, οι φίλοι σου σού επανέλαβαν τα λόγια που είχες απευθύνει σε αγνώστους στο καφέ, εσύ δεν θυμόσουν πια τίποτα. Ήταν σαν κάποιος άλλος να είχε μιλήσει από μέσα σου. Δεν αναγνώριζες ούτε τα λόγια ούτε τη σκέψη, σου άρεσαν όμως οι λέξεις που είχες πει, αν και δεν θυμόσουν να τις έχεις πει. Ήταν συχνά αρκετό να επαναλάβει κανείς τα λόγια σου για να τα αγαπήσεις. Παρατήρησες αυτά που σου επαναλάμβαναν. Του κειμένου που είχες γράψει, ήσουν δύο φορές ο συγγραφέας. Όλη σου η ζωή υπήρξε μια υπόθεση. Όσοι πεθαίνουν γέροι, είναι μια μάζα παρελθόντος. Τους σκέφτεται κανείς και εμφανίζονται σαν αυτό που υπήρξαν. Σκέφτεται κανείς εσένα και εμφανίζεσαι σαν αυτό που θα μπορούσες να έχεις γίνει. Ήσουν και θα παραμείνεις μια δέσμη πιθανοτήτων. Η αυτοκτονία σου ήταν η πιο σημαντική κουβέντα της ζωής σου, μα όμως δεν έδρεψες τους καρπούς της. Είσαι άραγε νεκρός ενόσω σου μιλάω; Αν ζούσες ακόμη, θα είμασταν φίλοι; Συνδέθηκα έκτοτε με άλλα πρόσωπα. Όμως ο χρόνος με χώρισε από αυτά χωρίς να το αντιληφθώ. Αρκούσε ένα χτύπημα τηλεφώνου για να ξαναβρεθούμε. Κανείς όμως από ~ 13 ~
εμάς δεν διακινδυνεύει την ψευδαίσθηση μιας επανασύνδεσης. Η σιωπή σου έχει πια μετατραπεί σε ευγλωττία, ενώ αυτοί, που μπορούν ακόμα να μιλούν, έχουν μείνει σιωπηλοί. Έχω πάψει να σκέφτομαι εκείνους με τους οποίους υπήρξα τόσο κοντά. Εσύ όμως, κάποτε απόμακρος και σκοτεινός, ακτινοβολείς τώρα στο πλάι μου. Όταν αμφιβάλλω, αποζητώ τις απόψεις σου. Οι απαντήσεις σου με ικανοποιούν περισσότερο από αυτές που θα μπορούσαν εκείνοι να μου δώσουν. Με συνοδεύεις πιστά, όπου κι αν βρίσκομαι. Οι άλλοι είναι οι εξαφανισμένοι. Εσύ είσαι ο μέγας παρών. Είσαι ένα βιβλίο που μου μιλά όποτε το θελήσω. Ο θάνατός σου έγραψε τη ζωή σου. Δεν με στενοχωρείς, σημαντικό με κάνεις να νιώθω. Παρενοχλείς την αθεράπευτη ελαφρότητά μου. Όταν έχω διαύγεια, και για κάποιον λόγο που αγνοώ, εμφανίζεται μπροστά μου η μορφή σου, αποδίδω στα πρόσωπα που με περιβάλλουν τη σημασία τους. Τα πράγματα αποκτούν μια λάμψη που σπάνια βρίσκω σε αυτά. Επωφελούμαι αντί για σένα αυτού που πλέον δεν γνωρίζεις. Νεκρός, με κάνεις πιο ζωντανό. Ήσουν πέντε ετών, και ακόμα δεν μπορούσες να φορέσεις το πουλόβερ σου. Ο αδελφός σου, αν και κατά δύο χρόνια μικρότερος από σένα, θα σου δείξει πώς γίνεται. Ο πατέρας σου θα σε μειώσει, θα σε κοροϊδέψει, θα σου πει να παραδειγματιστείς από τον αδελφό σου και στο τέλος θα σε αποκαλέσει ανίκανο. Ο αδελφός σου, που κατά τα άλλα σε θαυμάζει όσο και ο πα~ 14 ~
τέρας σου, έχει βρεθεί στη μέση. Μη θέλοντας να στενοχωρήσει κανέναν από τους δυο σας, δεν θα υπερηφανευτεί για την αναγνώρισή του από τον πατέρα. Η μετριοφροσύνη του όμως στο τέλος θα επικυρώσει την ταπείνωσή σου. Αναπαύεσαι μόνος σου σε έναν τάφο από μαύρη πέτρα όπου είναι χαραγμένο με χρυσά γράμματα το όνομα και το επώνυμό σου. Από κάτω ακριβώς, μπορεί κανείς να διαβάσει την ημερομηνία γέννησης και την ημερομηνία θανάτου σου, τις οποίες χωρίζουν είκοσι πέντε χρόνια. Όταν ακούω για αυτοκτονίες, ξανασκέφτομαι εσένα. Απεναντίας, όταν κάποιος μου ανακοινώνει έναν θάνατο από καρκίνο, δεν φέρνω στον νου τον παππού μου ή τη γιαγιά μου που πέθαναν από αυτό. Είναι κάτι που μοιράζονται με εκατομμύρια άλλους. Ενώ εσύ είσαι ο απόλυτος κύριος της αυτοκτονίας. Ένα ερείπιο είναι ένα κατά τύχη αισθητικό αντικείμενο. Εάν συμβεί να είναι όμορφο, αυτό βεβαίως δεν γίνεται από πρόθεση. Κανείς δεν κατασκευάζει επί τούτω ένα ερείπιο ούτε κανείς το συντηρεί. Η τάση του ερειπίου είναι να καταρρεύσει. Τα πιο όμορφα μέρη του στέκονται όρθια παρά την καταπόνηση. Η ανάμνησή σου είναι τόσο ψηλά και το σώμα σου τόσο χαμηλά. Το φάντασμά σου στέκεται ολόρθο στη μνήμη μου, τη στιγμή που ο σκελετός σου αποσυντίθεται στο χώμα. Ήσουν ευτυχής που είχες γεννηθεί στις 25 του Δεκέμβρη: «Ο κόσμος γιορτάζει και του διαφεύγει πως ~ 15 ~
είναι και η δική μου γιορτή. Κι αυτό με απαλλάσσει από το βάρος τού να πρέπει να λάμπω λόγω της ημέρας». Κάποιος μια μέρα σου είπε: «σ’ αγαπώ». Δεν ήμουν εγώ αυτός. Δεν ένιωθα έτσι για σένα όσο ζούσες, από σήμερα όμως, μπορώ κι εγώ να σου το πω, παρ’ ότι δεν είναι η ίδια αγάπη με αυτήν που σου είχε τότε εκφραστεί. Οι λέξεις μού έρχονται όταν είναι πια αργά. Δεν θα είχαν αλλάξει την απόφασή σου, θα είχαν αλλάξει όμως τη δική μου ανάμνηση. Το ν’ αγαπάς κάποιον μετά θάνατον, είναι αυτό φιλία; Δεν έχω υπόψη μου παρά μία σου φωτογραφία. Την τράβηξα ο ίδιος την ημέρα των γενεθλίων σου. Ήσουν στο σπίτι μας. Η μητέρα μου είχε φτιάξει γλυκό. Είχα ετοιμάσει τη φωτογραφική μου μηχανή ώστε να μη χρειαστεί να ποζάρεις πολλές φορές για τη λήψη. Τράβηξα τη φωτογραφία χωρίς φλας τη στιγμή που έσβηνες τα κεράκια. Η φωτογραφία είναι θολή και είναι ασπρόμαυρη. Τα μάγουλά σου φουσκωμένα από το φύσημα, τα χείλη σου σφιχτά κλεισμένα για να εξωθήσουν τον αέρα. Είχα καδράρει μόνο πάνω σου, κανείς άλλος δεν φαίνεται στη φωτογραφία. Φοράς ένα μεγάλο μάλλινο πουλόβερ. Η ζωή ξεφυσιέται απ’ τα πνευμόνια σου για να σβήσει τις φλόγες. Μοιάζεις χαρούμενος. Πεθαίνοντας νέος, δεν θα γεράσεις ποτέ. Ο παππούς σου μιλούσε λιγότερο κι από σένα. Χαμογελούσε σιωπηλά όταν τον έβλεπε κανείς να περνάει με το καλάμι του ψαρέματος, διασχίζοντας την αλέα ~ 16 ~