Άμυνα Ζώνης
Τ ΟΥ Ι Δ Ι ΟΥ Κ Υ Κ ΛΟ Φ Ο Ρ ΟΥ Ν
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Νυχτερινό δελτίο Η εποχή της υποκρισίας Ο φόνος είναι χρήμα ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Η τέχνη του τρόμου ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
J.W. von Goethe, Φάουστ: μια τραγωδία
Ε Τ Ο Ι Μ Α Ζ Ο Ν ΤΑ Ι
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Ο Τσε αυτοκτόνησε / Βασικός μέτοχος / Παλιά, πολύ παλιά / Ληξιπρόθεσμα δάνεια / Περαίωση / Ψωμί, παιδεία, ελευθερία / Τίτλοι τέλους / Offshore / Σεμινάρια φονικής γραφής ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
J.W. von Goethe, Φάουστ: πρώτη γραφή
Bertolt Brecht, Ιστορίες του κύριου Κόυνερ Bertolt Brecht, Ποιήματα
Π ΕΤΡΟΣ Μ ΑΡΚΑΡΗΣ
Άμυνα ζώνης αστυνομική λογοτεχνία νέα έκδοση
εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΘΗΝΑ 2021
Γνωρίστε τις εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ:
www.keimenabooks.gr
facebook: KeimenaBooks
instagram: keimena.books
twitter: KeimenaBooks
YouTube / Spotify / SoundCloud 1η έκδοση: εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1998 14η έκδοση: Αύγουστος 2021 ISBN: 978-618-85356-6-4
© 2021 για την ελληνική γλώσσα
Πέτρος Μάρκαρης & εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ
Ασκληπιού 37, 10680, Αθήνα
τηλ.: 210 8104514 / info@keimenabooks.gr
στην Ιωσηφίνα πάντα
… Les vices à la mode passent pour vertus
Moliere, Don Juan, V/2
… οι έξεις της μόδας θεωρούνται αρετές ΜΟΛΙΕΡΟΣ, Δον Ζουάν, Πρ. 5, Σκ. 2
1 Ξεκίνησε μ’ ένα ανεπαίσθητο τράνταγμα, κάτι σαν τρεχαλητό στον πάνω όροφο. «Σεισμός!» φώναξε πανικόβλητη η Αδριανή. Λιμοί, σεισμοί και καταποντισμοί είναι το φόρτε της. «Στο κεφάλι σου!» της λέω, ενώ σηκώνω το βλέμμα μου από το λεξικό του Δημητράκου, όπου διαβάζω το λήμμα διαθερίζω = διέρχομαι το θέρος // διακόπτω, διατέμνω, σε αντίθεση με το παραθερίζω που χρησιμοποιούμε σήμερα και που στην αρχική του έννοια σήμαινε αποκόπτω την άκραν πράγματος τινός. Έχουμε έρθει για διακοπές στο νησί και μένουμε στο σπίτι της αδελφής της Αδριανής. Το δέχτηκα με μισή καρδιά, γιατί δε μ’ αρέσει να φιλοξενούμαι και να είμαι συνεχώς στην τσίτα. Αφενός όμως η Αδριανή ήθελε να δει την αδελφή της και αφετέρου έπρεπε να κάνουμε οικονομία, γιατί με τις σπουδές της Κατερίνας, της κόρης μου, στη Θεσσαλονίκη, δεν περισσεύουν λεφτά, όχι για ξενοδοχείο τύπου ντεμί-πανσιόν, όπως το λέει η Αδριανή, αλλά ούτε για δωμάτιο με καμπινέ στην αυλή, τύπου ρουμς του λετ, όπως τα λένε οι πινακίδες, που είναι κρεμασμένες σε κάθε τέως αχούρι του νησιού. Παλιά υπήρχαν αχούρια και γαϊδουράκια. Τώρα υπάρχουν αχού ρια και τουρίστες. Το σπίτι είναι διώροφο, όχι κοντά στη θάλασσα, αλλά
ψηλά, δυο βήματα έξω από τη Χώρα. Ο γαμπρός της Αδριανής και ο αδελφός του το έχτισαν συνεταιρικά στη χρυσή εποχή των αγροτικών επιδοτήσεων της ΕΟΚ. Ο μπατζανάκης μου είναι σιδεράς, ο αδελφός του έχει καφενείο, καμία σχέση με την περήφανη αγροτιά, κληρονόμησαν όμως ένα χωράφι από τον πατέρα τους, έβα ζαν να τους το δουλεύουν οι κάθε λογής Αλβανοί, μετά έπαιρναν τη σοδειά, την έθαβαν στη χωματερή και εισέπρατταν την επιδότηση. Έτσι έχτισαν το σπίτι. Τι σπίτι δηλαδή, μια στρώση τούβλα κι από πάνω σοβάς. Το πρώτο απόγευμα είχα πέσει να τον πάρω καμιά ωρίτσα, όταν ξαφνικά ξύπνησα με μια φοβερή φασαρία από πάνω. Το σπίτι να τρίζει συθέμελα και μια γυναικεία φωνή να ουρλιάζει: «αχ… αχ… αχ…!». Επειδή έχω τον μπάτσο στο αίμα μου, νόμισα στην αρχή ότι ο αδελφός του μπατζανάκη μου έδερνε τη γυναίκα του. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω ότι δεν την έδερνε, αλλά την πηδούσε κι εγώ είχα ξυπνήσει από τ’ αγκομαχητά της. «Σσσστ, μην κρυφακούς, ντροπή είναι» μου ψιθύρισε η Αδριανή, που έχει πάντα το πονηρό στον νου της, γι’ αυτό νηστεύει ολόκληρη τη Σαρακοστή. «Τέσσερις η ώρα τ’ απόγευμα – πού βρίσκουν τη διάθεση;» «Ε, δεν καταλαβαίνεις; Λείπουν τα παιδιά από το σπίτι». Τα εν λόγω παιδιά ήταν δύο αγόρια – ένας ζουμπάς γύρω στα δέκα κι ένα μπασμένο γύρω στα οχτώ, που ήθελαν να γίνουν μπασκετμπολίστες. Κι ο μπαμπάκας τους, που άκουγε από την τηλεόραση τα εκατομμύρια που κονομούσαν οι διάφοροι ψηλολέλεκες, ημεδαποί και αλλοδαποί, τους είχε στήσει ένα τρύπιο καλάθι στη μέση του σαλονιού για να μάθουν να βαράνε τρίποντα 12
σαν τον Φασούλα από το ύψος του σκρίνιου. Η προπόνηση ήταν σκληρή, δύο φορές τη μέρα, πρωί και βράδυ, με μπάλα, πηδήματα, φωνές και καβγάδες. Εγώ έπαιρνα των ομματιών μου και πήγαινα στο καφενείο του μπαμπά τους, που μου χρέωνε ένα πεντακοσάρικο τον καφέ, αντί να με πληρώνει για ψυχική οδύνη. Γι’ αυτό είπα στην Αδριανή ότι ο σεισμός γινόταν στο κεφάλι της, λόγω προπόνησης, αλλά η εξέλιξη με διαψεύδει οικτρά. Το σπίτι ξεκολλάει από το βάθρο του, αιωρείται αναποφάσιστο και ξανακάθεται μ’ ένα φοβερό τρίξιμο. Το κάδρο με τα προβατάκια στην πηγή γκρεμίζεται από τον τοίχο, ενώ οι δύο γιδοκουδούνες που κρέμονται πάνω από τον πίνακα αρχίζουν να κουδουνίζουν δαιμονισμένα. Η ορμή του σεισμού κοπάζει μια στιγμή, για να ξανάρθει πιο έντονη και μεταλλαγμένη. Το σπίτι λικνίζεται, με τα έπιπλα να γλιστράνε. Ο τοίχος απέναντί μου σκάει στα δύο, σαν να χωρίζεται η Στερεά από την Πελοπόννησο, και τα ξεφτίδια του πέφτουν πάνω στο σαλόνι, που ο μπατζανάκης μου το είχε αγοράσει από τα «120 Ενωμένα Εργοστάσια» σε χρώμα κόκκινο συκωτί, με λαμέ σιρίτια. Ο τοίχος συμπαρασύρει στην πτώση του το κορινθιακό βάζο με τις χρυσές αγκινάρες, ενώ ο πολυέλαιος της Μητρόπολης, που έχουν κρεμάσει για πολύφωτο στο ταβάνι, αρχίζει να κουνιέται σαν λιβανιστήρι που το κουνάει μάγκας παπάς. Βλέπω την Αδριανή να πετάγεται από την πολυθρόνα και να παίρνει θέση μέσα στο πλαίσιο της πόρτας. «Τι κάνεις εκεί;» της φωνάζω. «Στον σεισμό πρέπει πάντα να στέκεσαι κάτω από την πόρτα. Είναι το μόνο σημείο που μένει όρθιο» μου λέει και τρέμει σύγκορμη. 13
Πετάω με πόνο ψυχής τον Δημητράκο, την αρπάζω από το χέρι κι αρχίζω να τη σέρνω προς την εξώπορτα, ενώ οι τοίχοι γύρω μας μια γέρνουν μια στυλώνονται, σαν να θέλουν τη μια να μας πλακώσουν, την άλλη να το μετανιώνουν. Καθώς δρασκελίζουμε το κατώφλι της εξώπορτας, ένα κομμάτι της οροφής ξεκολλάει και σκάει στο δάπεδο. Νιώθω τα συντρίμμια του να με περιλούζουν και χιλιάδες καρφίτσες να τρυπάνε το πετσί μου. Το σπίτι του αδελφού του μπατζανάκη μου έχει ξεχωριστή είσοδο από το πλάι. Μόλις βγαίνουμε, ακούω μια γυναικεία φωνή να φωνάζει: «Βοήθεια! Βοήθεια!». «Φύγε μακριά από το σπίτι!» λέω στην Αδριανή και τρέχω προς τα εκεί. Η Σταύρια, η νύφη του μπατζανάκη μου, στέκεται στο κεφαλόσκαλο. Κρατάει σφιχτά τα δυο αγόρια της και φωνάζει υστερικά «βοήθεια». Σταύρια τη λένε από το 1991, που πλάκωσε το πρώτο μεγάλο κύμα τουριστών στο νησί. Ώς τότε την έλεγαν Σταυρινή. «Τα παιδιά, Κώστα! Τα παιδιά!» Νιώθω τα σκαλιά να τρέμουν καθώς ανεβαίνω, έτοιμα να βουλιάξουν κάτω από τα πόδια μου, βουτάω τους δυο μπόμπιρες, αλλά ο μικρός, ο μπασμένος, αρχίζει να με κλοτσάει. «Την μπάλα μου, θέλω την μπάλα μου!» «Δεν είναι ώρα για μπάλες» του λέω, αλλά αυτός εξακολουθεί να μου τσακίζει τα καλάμια και να ζητάει την μπάλα του. Αν είχα τώρα χειροπέδες θα του τις περνούσα, για να κάνει προπόνηση και στο αυτόφωρο, όχι μόνο στο μπάσκετ. «Κατεβείτε και θα σας πετάξω εγώ την μπάλα!» φωνάζει η Σταύρια από πάνω. 14
«Μην πας μέσα!» της λέω, αλλά αυτή έχει χωθεί ήδη στο σπίτι. Μόλις φτάνουμε στο τελευταίο σκαλί, μας έρχεται η μπάλα σβουριχτή από πάνω. Ο μπόμπιρας μ’ αφήνει και τρέχει να την πιάσει, ενώ από το σπίτι ακούγεται ένας φοβερός κρότος γυαλιών και η απελπισμένη φωνή της Σταύριας. «Το πολύφωτό μου!» Απότομα το ταρακούνημα σταματάει και η γης ηρεμεί σαν να θέλει να ξαποστάσει. Η Σταύρια βγαίνει στο κεφαλόσκαλο ξεμαλλιασμένη. «Πάει το πολύφωτό μου!» Είναι ίδιος πολυέλαιος, όπως εκείνος του μπατζανάκη μου. Δεν ξέρω γιατί τους πήραν δίδυμους. Ίσως για να κάνουν Ανάσταση στο σπίτι. Τους φωτίζεις, ανάβεις τα κεράκια σου, λες «Χριστός Ανέστη» και γλιτώνεις τα τριακόσια πενήντα σκαλιά μετρημένα ως την Παναγία τη Χρυσοσπηλιανή. «Άσε το πολύφωτο και κατέβα, πριν έρθει κανένας καινούργιος σεισμός» της λέω. Δε μου δίνει σημασία. Κάθεται στο πρώτο σκαλί, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Η μπασκέτα έπαθε τίποτα;» ρωτάει με αγωνία ο ζουμπάς. «Σκασίλα μου για την μπασκέτα σου» του απαντάει εκείνη σαν πεισμωμένο παιδί. «Πάντως, το τελευταίο καλάθι που έβαλες δε μετράει. Έκανες φάουλ» λέει ο μπασμένος στον ζουμπά.
15
2 Η κεντρική πλατεία της Χώρας είναι χτισμένη πάνω σε πεζούλι και θυμίζει εξέδρα για συναυλίες της μπάντας του δήμου. Τη διασχίζουν τρία στενά δρομάκια. Το ένα βγάζει έξω από τη Χώρα, το άλλο στη στάση του λεωφορείου που κάνει το δρομολόγιο Χώρα-Λιμάνι και το τρίτο είναι αδιέξοδο και σταματά μπροστά στην εκκλησία. Στα δρομάκια δεξιά κι αριστερά της πλατείας συνωστίζεται όλη η ζωή της Χώρας που μετριέται σ’ ένα μπακάλικο, ένα χασαπομανάβικο και ένα μαγαζί που πουλάει από είδη λαϊκής τέχνης μέχρι αγροτικές μπότες. Τα υπόλοιπα είναι το καφενείο του αδελφού του μπατζανάκη μου, μια ταβέρνα, ένα ζυθεστιατόριο παλαιού τύπου και δυο σουβλατζίδικα, το ένα διεθνές, το άλλο ελληνικό. Το διεθνές ξεχωρίζει από το ελληνικό, επειδή η ταμπέλα του δε γράφει ούτε «ψησταριά» ούτε «σουβλατζίδικο», αλλά «σουβλακερί». Προφανώς πιστεύει ότι έτσι θα τραβήξει τους Γάλλους, που έχουν το πάνω χέρι στην τουριστική κίνηση του νησιού, αν και μάλλον πέφτει έξω, γιατί οι μεν Έλληνες, που διαβάζουν την ταμπέλα, προτιμούν την ψησταριά από τη σουβλακερί, οι δε Γάλλοι, που ενδεχομένως θα προτιμούσαν τη σουβλακερί, δεν μπορούν να διαβάσουν την ταμπέλα, γιατί είναι γραμμένη στα ελληνικά. Τα μαγαζιά της πλατείας είναι τα μόνα που δεν έχουν πάθει ζη16
μιές από τον σεισμό, επειδή είναι κολλημένα το ένα στ’ άλλο. Τα έσωσε η αλληλεγγύη τους. Έχουν περάσει έξι ώρες αφότου πεταχτήκαμε στον δρόμο με την Αδριανή. Κάθομαι στο πεζούλι της πλατείας, απέναντι από τη σουβλακερί, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω την ταμπέλα της, γιατί είναι πίσσα σκοτάδι. Φως, τηλέφωνο, είναι κομμένα. Από τα τρανζίστορ μάθαμε ότι ο σεισμός είχε επίκεντρο τη θαλάσσια περιοχή της Κρήτης και η έντασή του ήταν της τάξεως των 5,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Στο τρίωρο που μεσολάβησε, οι κάτοικοι του νησιού μέτρησαν τριάντα εφτά δονήσεις, αλλά έχει ξεσπάσει διαμάχη για την τελευταία. Οι μισοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να μετρήσει, οι άλλοι μισοί λένε όχι, ήταν απλώς συμπλήρωμα της προτελευταίας, ένα είδος προσφοράς σαν να λέμε – όπως όταν αγοράζεις απορρυπαντικά από το σούπερ μάρκετ και μαζί με το απορρυπαντικό σού δίνουν κι ένα σι-ντι. Το συζητάνε, λοιπόν, για να μην αφήσουν υπόλοιπα στον μαζοχισμό τους. «Στον σεισμό της Καλαμάτας είχαν μετρήσει μέσα σε τρεις ώρες πενήντα δύο δονήσεις» μου λέει αυτός που κάθεται δίπλα μου στο πεζούλι, σχεδόν στενοχωρημένος που το νησί χάνει την πρωτιά. Όλη η Χώρα έχει μαζευτεί στην πλατεία. Άλλοι κάθονται στις καρέκλες της ταβέρνας και του ζυθεστιατορίου, που είναι κλειστά, άλλοι στο καφενείο του αδελφού του μπατζανάκη μου, που είναι ανοιχτό και σερβίρει πορτοκαλάδες, κόκα-κόλα και φραπέ, αλλά κανείς δεν παραγγέλνει τίποτα, όλοι κάθονται στο τζάμπα, προς μεγάλη μου χαρά που τον βλέπω να πληρώνει την πλεονεξία του. Όσοι δεν πρόλαβαν να κλείσουν θέση στα μαγαζιά περιφέρονται στην πλατεία, ανάμεσα στα 17
παιδιά που κυνηγιούνται, παίζουν μπάλα, καβγαδίζουν. Η φασαρία σε ξεκουφαίνει, γιατί δεν είναι μόνο τα παιδιά, είναι και οι μεγάλοι που φωνάζουν από το καφενείο στην πλατεία, από την πλατεία στην ταβέρνα κι από την ταβέρνα στο ζυθεστιατόριο. Μόνο τα δυο σουβλατζίδικα κάνουν χρυσές δουλειές. Τα παιδιά πεινάνε και δεν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο. Έχουν ανάψει θράκα και ψήνουν αβέρτα σουβλάκια καλαμάκι, που τα δίνουν με μια φέτα ψωμί χωριάτικο. Στο τέλος τούς σώνεται το ψωμί και τα δίνουν σκέτα. Η θράκα είναι το μόνο φως που φωτίζει την πλατεία. Οι λίγοι τουρίστες, που έχουν ξεμείνει τον Σεπτέμβρη, εκδιώχθηκαν από την πλατεία κι έχουν βρει κα ταφύγιο στη στάση του λεωφορείου. Ευχαρίστως θα έφευγαν, αλλά το λεωφορείο, που είναι αραγμένο εκεί δίπλα, δεν τολμάει να ξεκινήσει, κι αυτοί δεν τολμούν να μπουν στα σπίτια να πάρουν τα πράματά τους. Κάποιοι έχουν στηθεί έξω από τα σουβλατζίδικα και περιμένουν τη σειρά τους που δεν έρχεται ποτέ, γιατί οι ντόπιοι τούς την κλέβουν συνέχεια. Όσο προχωράει η νύχτα και συνεχίζονται οι δονήσεις, ο φόβος πνίγει τις φωνές και η φασαρία κοπάζει. Σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, αρχίζει να πέφτει κι ένα ψιλόβροχο, που ξεσηκώνει νέο κύμα διαμαρτυρίας. Το βαν της ΔΕΗ περνάει για τέταρτη φορά, φουριόζο, κορνάροντας δαιμονισμένα, για ν’ ανοίξει δρόμο. «Ρε Λάμπρο, τι θα γίνει; Πότε θα ’ρθει το ρεύμα;» ρωτάει ο διπλανός μου τον συνοδηγό του βαν. «Μην το περιμένεις. Έχει βλάβη το υποβρύχιο καλώδιο και θ’ αργήσει» του απαντάει ο άλλος, ευχαριστημένος που αυτή τη φορά το ρεύμα κόπηκε δικαιολογημένα, ενώ συνήθως κόβεται δύο φορές τη μέρα αδικαιολόγητα. 18
«Σαν δε ντρέπεστε, χαραμοφάηδες!» φωνάζει ο διπλανός μου πίσω από το βαν. Θέλει να πει κι άλλα, μα ένα ταρακούνημα τον κάνει να χάσει την ισορροπία του και να γλιστρήσει από το πεζούλι. Μια χλαλοή διαφόρων αποχρώσεων υψώνεται από την πλατεία. Από τα «όπα, νάτος πάλι» των πιο θαρραλέων, μέχρι τις υστερικές κραυγές κάποιων γυναικών. «Α, εδώ είσαι; Σε ψάχναμε σ’ όλη την πλατεία» ακούω δίπλα μου τη φωνή της Αδριανής. Είναι μαζί με την Ελένη, την αδελφή της και την Άσπα, την κόρη της Ελένης, που πάει τρίτη γυμνασίου και είναι ένα ήσυχο, ξύπνιο κορίτσι, το πιο συμπαθητικό μέλος της οικογένειας της κουνιάδας μου. «Όλα εντάξει;» ρωτάω την Ελένη, πιο πολύ από υποχρέωση, αφού τη βλέπω ότι είναι εντάξει. «Άσ’ τα και τρέμω ακόμα. Ήμουνα στον εξωραϊστικό σύλλογο, για να δούμε τι θα κάνουμε μ’ αυτό το τομάρι τον Θεολόγου, που θέλει να χτίσει ξενοδοχείο στην πούντα του νησιού και να μας κλείσει την παραλία, όταν ξαφνικά νιώθω το πάτωμα να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Ώσπου να τρέξω στο φροντιστήριο και να δω ότι η Άσπα είναι καλά, πήγα στην Κόλαση και γύρισα». «Εσύ μας γλωσσόφαγες. “Πού θα πάμε, καλά είμαστε στο σπίτι μας, τι τις θέλουμε τις διακοπές;” Πώς να μη μας βρει ο σεισμός με τόση γκρίνια;» μου λέει η Αδριανή και ξαφνικά γίνομαι ’γώ το ρήγμα που προκάλεσε τον σεισμό. Είμαι έτοιμος να βάλω τις φωνές, γιατί με πνίγει το δίκιο, που δε μ’ άκουσε να κάτσουμε σπιτάκι μας και τώρα θα ψάχνουμε τα βρακιά μας στα συντρίμμια, αλλά 19
νιώθω ξαφνικά πάλι εκείνον τον σφάχτη να μου σουβλίζει την πλάτη και πετάγομαι όρθιος από τον πόνο. «Τι έχεις; Πονάς πάλι;» με ρωτάει η Αδριανή, που είκοσι πέντε χρόνια τώρα κατασκοπεύει κάθε κίνησή μου. «Καλά να πάθεις, αφού δεν πας σ’ έναν γιατρό. Τζάμπα σου κρατάει τόσες εισφορές το ταμείο». «Καλά σου λέει, γιατί δεν πας να σε δει ένας γιατρός, αφού πονάς;» χύνει λάδι στη φωτιά η Ελένη. «Γιατί φοβάται όπως όλοι οι άντρες! Κοτζάμου αστυ νόμος άλφα, προϊστάμενος του τμήματος ανθρωποκτονιών, όλη μέρα έχει να κάνει με φονιάδες και μαχαιροβγάλτες και τρέμει τους γιατρούς!» «Νευροκαβαλίκεμα είναι. Δεν πάω στον γιατρό για ένα νευροκαβαλίκεμα». «Ορίστε, έβγαλε και διάγνωση» λέει περιφρονητικά η Αδριανή. Όλη η κουβέντα γίνεται με ελαφρά κουνήματα, σαν να ’μαστε σε τρεχαντήρι και με το ψιλόβροχο να δυναμώνει. Είναι κάνας μήνας τώρα που μου εμφανίζεται αυτός ο δυνατός, απότομος πόνος στην αριστερή ωμοπλάτη, απλώνεται στο μπράτσο μου, κρατάει κανένα δεκάλεπτο και υποχωρεί μόνος του. Δεν πάω σε γιατρό, γιατί, αν αρχίσεις να ψάχνεσαι, θα σου βγουν χειρότερα. Σταματάω να το σκέφτομαι, όχι λόγω ατσαλένιας θέλησης, αλλά λόγω αντάρας που ξεσηκώνεται στην πλατεία. Γυρίζω και βλέπω τον δήμαρχο να έχει ανεβεί στο πεζούλι και να προσπαθεί να επιβληθεί στο πλήθος. «Ησυχία! Αφήστε με να μιλήσω!» φωνάζει, και η βοή κοπάζει κάπως. «Μίλησα με τον νομάρχη. Μας στέλνουν αντίσκηνα και κουβέρτες» συμπληρώνει ικανοποιη μένος, αλλά η ικανοποίησή του πάει στράφι, γιατί το μαντάτο, αντί να ηρεμήσει το πλήθος, το εξαγριώνει. 20
«Πότε θα τα στείλουν; Σε τρία τέρμινα;» «Είμαστε τέσσερις ώρες στο σκοτάδι και βρεχόμαστε, κι έρχεσαι τώρα να μας πεις ότι θα τα στείλουν;» Με τονισμένο το «θα». «Το ξέρεις ότι στην Καλαμάτα ζουν ακόμα σε τροχόσπιτα, μετά από δέκα χρόνια;» «Να το χέσω τέτοιο κράτος! Μόνο φόρους ξέρει να παίρνει!» Ο δήμαρχος κάνει άλλη μια προσπάθεια να τους ηρεμήσει. «Βρε παιδιά, κάντε λίγη υπομονή. Δεν είμαστε οι μόνοι που πάθαμε ζημιά». «Δεν είμαστε οι μόνοι, θα ’μαστε όμως οι τελευταίοι που θα πάρουμε. Χάρη σ’ εσένα». «Εγώ σας το ’λεγα να μην τον ψηφίσουμε, αλλά δε μ’ ακούγατε» λέει κάποιος στον διπλανό του, δυνατά στην πεθερά, για να τ’ ακούσει η νύφη. «Θα ’ρθουν είναι αποφασισμένο, έχετε τον λόγο μου» τους διαβεβαιώνει ο δήμαρχος, ανήσυχος γιατί αρχίζει να χάνει ψήφους. Ψάχνει για στήριγμα και βρίσκει εμένα. «Βλέπετε τι τραβάμε, κύριε αστυνόμε; Όλα εδώ είναι μια Οδύσσεια. Δυστυχώς, οι δικοί σας στην Αθήνα δεν τα καταλαβαίνουν αυτά». «Δεν έχουν άδικο οι άνθρωποι» επεμβαίνει η Αδριανή, που της αρέσει να προστατεύει γατιά, σκυλιά κι αδι κημένους, φτάνει να μην τα μπάζει στο σπίτι της. «Γιατί δε στέλνετε ένα ελικόπτερο να τα φέρει; Αφού έχετε ελικοδρόμιο στο νησί». «Έχουμε ελικοδρόμιο σκέτο, κυρία μου» κουνάει θλιμμένα το κεφάλι του ο δήμαρχος. «Χωρίς ελικόπτερο. Μας έχτισαν το ελικοδρόμιο και περιμένουμε έξι χρόνια το ελικόπτερο. Όταν έχουμε κανένα επείγον 21
εριστατικό, σηκώνεται ελικόπτερο από την Αθήνα για π τη διακομιδή στο νοσοκομείο». Φαίνεται όμως ότι σήμερα βάλθηκαν όλοι να τον διαψεύδουν, γιατί δεν προλαβαίνει να τελειώσει τα λόγια του κι ακούγεται από ψηλά ο ήχος του ελικόπτερου. «Νάτο, έρχεται! Δε σας το ’πα!» αλαλάζει. Από μακριά βλέπουμε τον μαύρο όγκο του ελικόπτερου να πλησιάζει και το φωτάκι του ν’ αναβοσβήνει. Όλη η αστυνομική δύναμη του νησιού, δηλαδή ένας υπαστυνόμος και δύο αστυφύλακες, είναι εκεί και προσπαθεί να επιβάλει την τάξη. Έχουν πιαστεί χέρι χέρι, αλλά είναι τρεις όλοι κι όλοι και με το πρώτο ντου θα τους πάρουν φαλάγγι. Χωρίς να πω λέξη, πάω και στέκομαι μπροστά τους. «Δε χρειάζεται φασαρία» λέω ήρεμα στον κόσμο. «Αυτοί που τα φέρνουν, θα σας τα μοιράσουν και θα πάρετε όλοι». Δεν ξέρω αν είναι η προσωπικότητά μου που τους επιβάλλεται, ή ο στρόβιλος που ξεσηκώνει το ελικόπτερο καθώς προσγειώνεται και τους σπρώχνει, αρχίζουν όμως να υποχωρούν. Το ελικόπτερο ακουμπάει στο τσιμέντο, η πόρτα ανοίγει και βγαίνει μια κοπελίτσα γύρω στα είκοσι πέντε, βαμμένη και στολισμένη, απ’ αυτές που στο χωριό μου τις λέγαμε σουσουράδες. «Εδώ είμαστε!» φωνάζει καταχαρούμενη. Ξαφνικά ο κόσμος αρχίζει να χειροκροτεί κι αυτή να κουνιέται όλο νάζι. Πίσω της όμως, αντί γι’ αντίσκηνα και κουβέρτες, βγαίνουν ένας μουσάτος με την κάμερα στον ώμο και δυο τύποι που ξεφορτώνουν κουτιά, τρίποδα και προβολείς. «Καλέ, της τηλεόρασης είναι» ακούγεται μια απο22
γοητευμένη φωνή και το χειροκρότημα ξεθυμαίνει σαν γκαζόζα που κατακάθεται ο αφρός της. «Είστε από την τηλεόραση;» Ο δήμαρχος πλησιάζει την κοπελίτσα έτοιμος να ξεσπαθώσει. «Μετά, μετά» του λέει φουριόζα αυτή. «Πρώτα θέλω να δω τα γκρεμισμένα σπίτια. Έχετε γκρεμισμένα σπίτια εδώ;» «Όχι, ευτυχώς δεν έχουμε, αλλά –» «Σ’ το ’πα ότι δε θα βρούμε» λέει ο κάμεραμαν στη ρεπόρτερ. «Τζάμπα ήρθαμε, πάμε να φύγουμε». «Αποκλείεται» απαντάει εκείνη και βουτάει το μικρόφωνο. «Αργήσαμε και θα χάσω το παράθυρο». «Μα επιτέλους, μόνο τα γκρεμισμένα σπίτια μετράνε;» φωνάζει αγανακτισμένος ο δήμαρχος. «Είμαστε τόσες ώρες στους δρόμους, κάτω από βροχή, χωρίς φως, χωρίς τηλέφωνο, δεν τολμάμε να μπούμε στα σπίτια μας και κανείς δε νοιάζεται για μας. Τι πρέπει να κάνουμε; Να γκρεμίσουμε μόνοι τα σπίτια μας, για να ενδιαφερθείτε;» «Αυτό είναι!» φωνάζει ενθουσιασμένη η σουσουράδα. «Η εγκληματική αδιαφορία του κράτους! Ποιος είναι ο δήμαρχος; Έχετε δήμαρχο εδώ;» «Εγώ είμαι». «Α, εσείς». Δεν της γεμίζει το μάτι, αλλά ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. «Πώς σας λένε;» «Καλοκύρης, Γιάγκος». «Ωραία, κύριε Καλοκύρη. Μείνετε κοντά μου. Σε λίγο θα σας φωνάξω να τα πείτε στην κάμερα». Βουτάει το μικρόφωνο και περιμένει στην τσίτα ν’ ανοίξουν τα παντζούρια και να βγει στο παράθυρο. Κι επειδή σήμερα όλοι δουλεύουν για την τηλεόραση, του Θεού συμπεριλαμβανομένου, ξαφνικά σκάνε δύο βροντές κι αρχίζει να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. 23
«Καλησπέρα, Γιώργο… Καλησπέρα σας, κυρίες και κύριοι…» λέει η σουσουράδα στο μικρόφωνο, κι απ’ αυτό καταλαβαίνω ότι το παράθυρο άνοιξε. «Η κατάσταση είναι τραγική σ’ αυτήν την ακριτική περιοχή της Ελλάδας, Γιώργο. Οι κάτοικοι του νησιού πετάχτηκαν από τα σπίτια τους με την πρώτη ισχυρή δόνηση των πέντε κόμμα οχτώ Ρίχτερ. Έχουν περάσει πολλές ώρες από τότε και το επίσημο κράτος λάμπει διά της απουσίας του. Όπως βλέπεις, βρέχει καταρρακτωδώς και οι κάτοικοι μάταια περιμένουν κάποια κουβέρτα ή κάποιο αντίσκηνο, για να περάσουν την πρώτη νύχτα της καταστροφής…» «Υπάρχουν ζημιές;» ρωτάει ο παρουσιαστής. «Οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχουν, Γιώργο, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να γίνει καμία καταγραφή, γιατί το δίκτυο της ΔΕΗ έχει καταρρεύσει και το νησί είναι βουτηγμένο στο σκοτάδι. Έχω όμως δίπλα μου τον δήμαρχο του νησιού, τον κύριο…» Έχει ξεχάσει τ’ όνομά του. «Καλοκύρης…» συμπληρώνει ο δήμαρχος. «… τον κύριο Καλοκύρη, που θα μας δώσει μιαν ακριβή εικόνα της κατάστασης που επικρατεί. Ποια είναι η κατάσταση αυτήν τη στιγμή, κύριε δήμαρχε;» «Η κατάσταση είναι τραγική όπως είπατε, για μια ακόμα φορά βρισκόμαστε μπροστά στην εγκληματική αδιαφορία του κράτους. Πάνε πέντε ώρες που τηλεφώνησα στον νομάρχη, του εξήγησα την κατάσταση και μου υποσχέθηκε βοήθεια, αλλά βοήθεια δεν είδαμε. Οι σεισμικές δονήσεις συνεχίζονται, τα παιδιά μας μένουν αβοήθητα στη βροχή, γιατί δεν τολμάμε να μπούμε στα σπίτια μας… κινδυνεύουμε από αρρώστιες, από επιδημίες…» 24
Βλέπω τους κατοίκους να κουνάνε τα κεφάλια τους και να μουρμουρίζουν επιδοκιμαστικά, και θαυμάζω την καπατσοσύνη του ν’ αντιστρέψει το κλίμα. Αν αυτή τη στιγμή έβαζε ξανά υποψηφιότητα, θα τον ψήφιζαν μονοκούκι. «Κάνω έκκληση μέσω του σταθμού σας στους αρμόδιους…» «Μη συνεχίζετε, έκλεισε το παράθυρο» του λέει η ρεπόρτερ και τον κόβει. «Φύγαμε, παιδιά» λέει στο συνεργείο, που αρχίζει να μαζεύει τα συμπράγκαλά του και να τρέχει προς το ελικόπτερο. «Ευχαριστούμε» λέει η ρεπόρτερ και τρέχει κι αυτή. Κάπου στη μισή απόσταση τα τακούνια της σκαλώνουν, ταλαντεύεται, γλιτώνει στο παρά πέντε από το να βρεθεί μπρούμυτα στις λάσπες και φτάνει στο ελικόπτερο. Πριν μπει, μισογυρίζει σαν κάτι να θυμήθηκε. «Περαστικά σας» φωνάζει. «Γιατί μας λες περαστικά;» ρωτάει ένα παλικάρι. «Τι πάθαμε, ίωση;» Αυτή είναι η μόνη σωστή κουβέντα που έχω ακούσει όλο το βράδυ.
25
3 Τελικά, οι σκηνές και οι κουβέρτες έφτασαν γύρω στα μεσάνυχτα. Ώς τότε οι πιο πολλοί κάτοικοι είχαν μουλιάσει στη βροχή, και οι πετσέτες θα τους βόλευαν περισσότερο. Ο δήμαρχος πρότεινε να στήσουν αμέσως τα αντίσκηνα, αλλά ο κόσμος είχε φτάσει στο αμήν, και του είπε να τα στήσει μόνος του, γι’ αυτό τον είχαν εκλέξει δήμαρχο. Κάποιοι που προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν, τσάκισαν τα χέρια τους με τα σφυριά, γιατί δεν έβλεπαν τους πασσάλους στο σκοτάδι, και τα παράτησαν. Στο τέλος κούρνιασαν όλοι – άλλοι χώθηκαν στ’ αυτοκίνητά τους, άλλοι τυλίχτηκαν με τις κουβέρτες και μερικοί, πιο τολμηροί, είπαν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, και ξαναγύρισαν στα σπίτια τους. Εμείς τρυπώσαμε στο σιδεράδικο του μπατζανάκη μου, μαζί με τη γυναίκα του, την κόρη του, την οικογένεια του αδελφού του κι ένα τσούρμο συχωριανούς, που τους είχε μαζέψει στην τύχη από την πλατεία, για να τους προσφέρει καταφύγιο. Η παρέα, η κουβέντα και οι σεισμικές αναμνήσεις ξόρκισαν τον τρόμο της νύχτας, κι εμένα άρχισε να μου λείπει ο χαλβάς που έφτιαχνε η μάνα μου, όταν καλούσε τους γείτονες για βεγγέρα. Ο μόνος μουφλούζης ήταν ο Χρήστος, ο αδελφός του μπατζανάκη μου, που του τα ’ψελνε σότο βότσε ότι αύριο θα του έλειπαν οι μισές σιδεριές, γιατί θα τις έκλε26
βαν για να μερεμετίσουν τα σπίτια τους, κι ότι έτσι την πατάει πάντα και τον πιάνουν κορόιδο και του χρωστάει το μισό νησί, ενώ αυτουνού, παρ’ όλη τη φασαρία, δεν του πήραν τζάμπα ούτε μία πορτοκαλάδα. Τώρα είναι δέκα το πρωί και όσα έκρυβε η νύχτα τα ’βγαλε στο φως η μέρα. Φαινομενικά δεν έχει αλλάξει τίποτα, η Χώρα είναι όπως πριν. Μόνο μέσα από τα σπίτια ακούγονται θρήνοι, κλαυθμοί και οδυρμοί, όχι εν χορώ, αλλά μεμονωμένα σαν κορόνες, επειδή έχει έρθει μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, φέρνει γύρα τα σπίτια και ο θρήνος υψώνεται απ’ αυτά που τα βγάζουν ακατοίκητα. Το σπίτι της κουνιάδας μου θυμίζει σπίτι της Βοσνίας μετά τον εμφύλιο. Οι σοβάδες έχουν πέσει και τα τούβλα χάσκουν γυμνά. Ο πολυέλαιος της Μητρόπολης έχει χάσει τα μισά μπιχλιμπίδια του και κρέμεται λοξός και κολοβός. Ένα κομμάτι από το ταβάνι έσπασε τη βιτρίνα του σκρίνιου και οι σοβάδες έχουν εισβάλει ανάμεσα στα εκθέματα: ένα βάζο, σαν ανθισμένο τρια ντάφυλλο, τρία ασημένια πιάτα και δυο κηροπήγια μουράνο πασπαλισμένα με χρυσό. Μόνο η τηλεόραση δεν έπαθε τίποτα και μας κοιτάζει σκοτεινή. Η Ελένη, η κουνιάδα μου, κρατάει ένα σκουπάκι και καθαρίζει βουβή το συκωτί σαλόνι με μια μανία λες και κάνει φασίνα Χριστουγέννων. «Άσ’ το, καλέ μαμά» της λέει η κόρη της. «Η καθαριότητα μας μάρανε». Η Ελένη γυρίζει και την κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα, έτοιμο να την κατασπαράξει. «Ξέρεις πόσα χρόνια το λαχταρούσα εγώ αυτό το σαλόνι; Και κοίτα το πώς κατάντησε τώρα. Κοίτα το!» τσιρίζει στην κόρη της σαν να φταίει αυτή για τον σεισμό. 27
«Ελένη, δεν τ’ αφήνεις ώσπου να ’ρθουν αυτοί από την Αθήνα;» της λέει μαζεμένα ο άντρας της, από φόβο μην την εξαγριώσει παραπάνω. «Μη δουν νοικοκυρεμένο το σπίτι και μας κόψουν τα διακόσια χιλιάρικα που δίνουν για βοήθεια;» «Άσε που μπορούν να το βγάλουν ακατάλληλο» συμπληρώνει η κόρη. Η Ελένη την κοιτάζει με ύφος τελεσίδικο, που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις. «Εγώ δε φεύγω από το σπίτι μου. Ας πέσει να με πλακώσει». Η Αδριανή κάνει την πιο σωστή κίνηση απ’ όλους. Δεν της λέει τίποτα, μόνο πάει κοντά της και τη σφίγγει πάνω της. Η Ελένη περνάει τα χέρια της γύρω από τη μέση της αδελφής της, ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος της, όλο το πείσμα της καταρρέει, και ξεσπάει σε αναφιλητά. Κι εκεί, πάνω που οι δυο αδελφές είναι αγκαλιασμένες και λικνίζονται, εμφανίζεται ο διοικητής του τμήματος και σπάει τη συγκίνηση. Στέκεται στην πόρτα του σαλονιού, με το πηλήκιο στο χέρι, και με κοιτάζει αμήχανα. «Τι είναι;» τον ρωτάω. «Με συγχωρείτε, ξέρω ότι είναι ακατάλληλη στιγμή, αλλά μπορείτε να ’ρθείτε λίγο μαζί μου;» «Τώρα;» «Ναι. Θέλω να σας δείξω κάτι». Μου κολλάει την αμηχανία του και ρίχνω ένα βλέμμα στην Αδριανή, που κρατάει ακόμη αγκαλιασμένη την Ελένη. Κουνάει ανεπαίσθητα το κεφάλι της και φαίνεται να κάνει την ίδια σκέψη μ’ εμένα: ότι θα είναι προτιμότερο να φύγω, γιατί είμαι ο πιο παράταιρος εδώ μέσα. 28
«Πάμε» λέω στον υπαστυνόμο. Έξω μας περιμένει το μοναδικό περιπολικό του νησιού. Κάθεται στη θέση του συνοδηγού και μου παραχωρεί τη θέση των επισήμων – στο πίσω κάθισμα, διαγώνια με τον οδηγό. Παίρνουμε τον ανηφορικό δρόμο προς την Παλατινή, που είναι ορεινό χωριό και η μοναδική αγροτική περιοχή του νησιού. Ο δρόμος είναι στενός και φιδωτός, μόλις και μετά βίας χωράνε να περάσουν δύο αυτοκίνητα από αντίθετες κατευθύνσεις. Η βροχή έπλυνε το τοπίο. Κάτω η θάλασσα απλώνεται ήρεμη και στις δυο πλευρές του νησιού τρυπώνει σε κολπίσκους, στις εσοχές και στα κουφώματα των βράχων. Όχι πως έχω καμιά ιδιαίτερη αγάπη για τη φύση, όταν ήμουν μικρός την είχα σκυλοβαρεθεί, μαζί και τη μοναξιά της, και μετρούσα τις μέρες να βρεθώ στην Αθήνα, αλλά το θέα μα είναι επιβλητικό και με παρασέρνει. Συνέρχομαι με τη φωνή του διοικητή. «Δε μας έφταναν όλα τ’ άλλα, είχαμε και τις κατολισθήσεις» μουρμουρίζει. «Γι’ αυτό μ’ έφερες; Για τις κατολισθήσεις;» «Όχι, δε σας έφερα για τις κατολισθήσεις, άλλο θέλω να σας δείξω. Φτάνουμε όπου να ’ναι». Είμαι έτοιμος να τον σιχτιρίσω, γιατί η μυστικοπάθειά του έχει αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα, αλλά το περιπολικό στρίβει αριστερά κι αρχίζει να κατεβαίνει μέσα από ένα φαράγγι προς τη θάλασσα. Καθώς κατεβαίνουμε, βλέπω ότι το ύψωμα δεξιά μου ξεκόλλησε από την κορφή, πήρε μια κατρακύλα και βρέθηκε χάμω, εκατό μέτρα από τον κόλπο. Στην άκρη του λοφίσκου που σχημάτισαν οι πέτρες 29
και τα χώματα από το ύψωμα, φυλάει βάρδια ένας από τους δύο αστυφύλακες του τμήματος. Ο άλλος οδηγεί το περιπολικό και το σταματάει δίπλα του. «Ελάτε» μου λέει ο διοικητής και με πάει προς τον λοφίσκο. Στο δεύτερο βήμα σταματάω. Μέσα από τα χώματα προβάλλει ένας όγκος. Αν δεν εξείχε το κεφάλι του, δύσκολα θα τον περνούσα για άνθρωπο. «Γι’ αυτό σας έφερα» ακούω τον υπαστυνόμο να μου λέει. «Τον βρήκαν κάτι Άγγλοι χίπηδες, απ’ αυτούς τους άπλυτους, που μένουν σε δωμάτια εδώ στην ερημιά, για να μαστουρώνουν με την ησυχία τους». Ο άνθρωπος είναι πεσμένος μπρούμυτα και το πρόσωπό του είναι θαμμένο στο χώμα. Ξεχωρίζουν μόνο τα μαύρα, κοντοκομμένα μαλλιά του, κι απ’ αυτό συμπεραίνω ότι θα πρέπει να είναι άντρας. Κοιτάζω ψηλά, το βουνό. Έχει σκιστεί ολόκληρη η πλαγιά κατακόρυφα, σαν να την έκοψαν με μαχαίρι. «Δεν τον αγγίξαμε καθόλου» συνεχίζει ο διοικητής, περήφανος που θυμάται ακόμα τα στοιχειώδη από τη σχολή. «Και να τον αγγίζατε, δε θ’ άλλαζε τίποτα. Έτσι κι αλλιώς μετακινήθηκε. Ήταν θαμμένος πάνω, και με την κατολίσθηση το πτώμα του βγήκε στην όψη». Σηκώνω έναν σπασμένο θάμνο, κι αρχίζω να σκουπίζω το πτώμα από τις πέτρες και τα χώματα. Τα σκουλήκια κινούνται αλαφιασμένα και μια σαύρα, θύμα της κατεδάφισης, τρέχει να βρει αλλού καταφύγιο. Ο διοικητής στέκεται δίπλα μου και παρακολουθεί. «Μπορεί να ’ναι και ατύχημα και να σας κουβάλησα άδικα». Σιγά σιγά αποκαλύπτεται το σώμα ενός άντρα. Αν 30
ε ξαιρέσεις το σώβρακο, κατά τ’ άλλα είναι ολόγυμνος – ούτε ρούχα ούτε κάλτσες ούτε παπούτσια, τίποτα. «Ατύχημα;» λέω στον διοικητή. «Και τα ρούχα του τι τα ’κανε; Τα ’βγαλε να μην τσαλακωθούν;» Με κοιτάζει, όπως θα κοίταζε εκείνον τον μουστακαλή, τον Ηρακλή Πουαρό, που ήταν Κρητικός και το ’κρυβε. «Γι’ αυτό κάλεσα εσάς. Επειδή είστε του τμήματος ανθρωποκτονιών και ξέρετε απ’ αυτά. Εμείς πρώτη φορά βλέπουμε πτώμα στο νησί». «Πιάσ’ τον να τον γυρίσουμε ανάσκελα» λέω στον αστυφύλακα, που φύλαγε σκοπιά. Κάνει ένα βήμα πίσω. Το χρώμα του κιτρινίζει σαν μαραμένο φύλλο κι αρχίζει να τρέμει ολόκληρος. «Πιάσ’ τον, δε θα πάθεις τίποτα. Πεθαμένος είναι». «Καραμπέτσο!» ακούγεται επιτακτική η φωνή του διοικητή, αλλά ο ίδιος δε σηκώνει το χέρι του ν’ αγγίξει το πτώμα. Σκύβω και πιάνω τον πεθαμένο από τα πόδια, για να κάνω την αρχή και να τον φέρω στο φιλότιμο. Είναι σαν να σηκώνω δυο παγοκολόνες, η ακαμψία τον έχει κάνει ασήκωτο. Καταφέρνω να τον ανασηκώσω και μένω έτσι να τον κρατάω, εν αναμονή του αστυφύλακα να καταπιεί τον εμετό του. Με τα πολλά πλησιάζει, βάζει τα χέρια του και τον πιάνει άκρη-άκρη από τους ώμους, ενώ το βλέμμα του γυρίζει προς τη θάλασσα και αγναντεύει το πέλαγο. Καθώς τον γυρίζουμε, ένα δεύτερο τσούρμο από μυρμήγκια και ζουζούνια σκορπάει αλαφιασμένο. Το πτώμα πέφτει μ’ έναν γδούπο ανάσκελα. Ο αστυφύλακας το παρατάει αμέσως, τρέχει στο πιο κοντινό δέντρο κι αρχίζει να τρίβει τις παλάμες του στη φλούδα του. Στέκομαι πάνω από τον νεκρό και τον κοιτάζω. Είναι 31
έ νας νέος άντρας, γύρω στο ένα και εβδομήντα πέντε. Τα μάτια του είναι ανοιχτά και το γυάλινο βλέμμα του έχει καρφωθεί στον ήλιο, ψηλά ν’ απορεί που τον ξαναβλέπει. Τα μάγουλά του είναι μισοφαγωμένα, ενώ ένα σκουλήκι εξακολουθεί να σκάβει απτόητο στο ρουθούνι του, σαν εργάτης του μετρό που κάνει υπερωρίες. Εκ πρώτης όψεως, δε διακρίνω ίχνη βίας, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Και μόνο που είναι γυμνός φτάνει για να με πείσει ότι είναι φόνος. Ο διοικητής γυρίζει, παίρνει μια τρεχάλα και φτάνει στο περιπολικό. Ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και βγάζει ένα άσπρο σεντόνι. Το ξεδιπλώνει καθώς έρχεται, σκεπάζει το πτώμα και ανασαίνει με ανακούφιση. «Πώς θα τον μεταφέρουμε;» τον ρωτάω. «Αυτό είναι εύκολο. Θα στείλω τον Θύμιο, που έχει αγροτικό και κάνει μεταφορές από το λιμάνι. Το δύσκολο είναι να βρούμε κάπου να τον αποθηκεύσουμε. Δεν έχουμε τίποτα εδώ. Ακόμα και το σεντόνι το ’φερα από το σπίτι μου. Τώρα είναι για πέταμα και δεν ξέρω πού να το χρεώ σω». Τα λογιστικά του μ’ αφήνουν αδιάφορο. «Πού είναι αυτοί που βρήκαν το πτώμα;» «Να, εκεί». Μου δείχνει ένα διώροφο εξοχικό κέντρο δέκα μέτρα μέσα από τα βότσαλα της παραλίας. Το ισόγειο είναι ταβέρνα. Ο πάνω όροφος έχει πέντ’ έξι δωμάτια στην αράδα, με τις πόρτες και τα παντζούρια τους βαμμένα γαλάζια. Μπροστά στην ταβέρνα είναι απλωμένα τραπεζάκια και καρέκλες. Ένας ξανθουλός, μουσάτος, έχει καθίσει τον κώλο του στη μια καρέκλα και τα πόδια του στην άλλη. Φοράει την κλασική ενδυμασία του αλητοτουρίστα: γυμνός και ξυπόλυτος, μ’ ένα τζιν σορτσάκι. Έχει ξαπλώσει πάνω στην κοιλιά του μια 32
κιθάρα και την πιλατεύει. Τα γρατζουνίσματά του φτάνουν αμυδρά ώς τ’ αυτιά μου. «Ευτυχώς, τη βγάζουν εδώ και δεν κατεβαίνουν στη Χώρα» μου λέει ο διοικητής. «Πάμε να δούμε τι θα μας πουν». Καθώς πλησιάζουμε, βλέπω να βγαίνει από την ταβέρνα μια μικρή, μελαχρινή, με μαλλιά τσιτωμένα, ξεραμένα από την αλμύρα. Από μακριά δε δείχνει πάνω από δεκαοχτώ. Φοράει το σουτιέν από το μαγιό της, σορτσάκι και σανδάλια. Στέκεται πάνω από τον μουσάτο κι αρχίζει να του τρίβει την πλάτη. Δεν ξέρω αν του κάνει μασάζ ή αν τον τρίβει για να του φύγει η βρόμα, πάντως ο μουσάτος δείχνει να το απολαμβάνει. Αφήνει την κιθάρα και τεντώνει πίσω το κεφάλι. Η μικρή σκύβει και τον φιλάει στα χείλη. Αυτός διεκπεραιώνει το φιλί και ξαναγυρίζει στο γρατζούνισμα της κιθάρας, που το θεωρεί, προφανώς, πιο σοβαρό. Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να καταφύγω στα κουτσά αγγλικά μου, για να συνεννοηθώ μαζί τους, και ψυχοπλακώνομαι. Φτάνουμε κοντά τους, αλλά είναι σα να μη μας είδαν. Ο μουσάτος εξακολουθεί να γρατζουνάει την κιθάρα του αδιάφορος, και η μικρή συνεχίζει το μασάζ. Από κοντά δείχνει μεγαλύτερη, γύρω στα είκοσι πέντε. «You found the dead?» Βρήκες τον νεκρό; τον ρωτάω αμέσως, γιατί είχα ετοιμάσει την ερώτηση από τον δρόμο. Μισοσηκώνει το βλέμμα και με κοιτάζει ενοχλημένος, λες και του διέκοψα τη συζήτηση με τον Μπετόβεν. Η μικρή τη δουλειά της. «No, Hugo did and then he called us. Anita, would you fetch Hugo, dear?» Όχι, ο Χούγκο τον βρήκε και 33
μετά μας κάλεσε. Ανίτα, μπορείς να φωνάξεις τον Χούγκο, αγάπη μου; Η μικρή παρατάει το εργόχειρό της και πάει να φωνάξει τον Χούγκο, ενώ ο μουσάτος ξαναπιάνει την κιθάρα του. Γυρίζω και κοιτάζω τον διοικητή. Αυτός κουνάει μοιρολατρικά το κεφάλι του. «Μη μου πείτε τίποτα. Εγώ τα περνάω κάθε μέρα». «What’s your name?» Πώς ονομάζεσαι; ρωτάω τον μουσάτο. Όσο κάνω προτάσεις με τρεις-τέσσερις λέξεις, τα πάω καλά. Από τις πέντε και πάνω αρχίζω να τραυλίζω. «Jerry… Jerry Parker…» Από τα σκαλιά του πάνω ορόφου κατεβαίνουν η Ανίτα με τον Χούγκο. Είναι ένα ντερέκι κοντά δύο μέτρα, με ξυρισμένο κεφάλι, κάτι μουστάκες που φτάνουν κατηφορικά ώς το σαγόνι του κι ένα χαλκά σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί. Φοράει κλαδωτή κελεμπία, άρα είναι μαστούρης. Αν φορούσε προβιά, θα ήταν θηριοδαμαστής. Η ίδια ερώτηση, για να πάρω φόρα. «What’s your name?» «Hugo Hofer». «You found the dead?» «Yes» μου απαντάει κι από εκεί αρχίζουν τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα. Ευχάριστα, γιατί είναι Γερμανός και μιλάει χειρότερα αγγλικά από μένα, οπότε μου ανεβάζει το ηθικό. Δυσάρεστα, γιατί δεν πιάνω λέξη απ’ αυτά που μου λέει με τη γερμανική προφορά του. Γυρίζω στον διοικητή. «Έπιασες τίποτα;» Σηκώνει αμήχανα τους ώμους. «Λέξη». «Ακούστε… Να σας τα πω εγώ, για να τα καταλάβετε» λέει ξαφνικά η Ανίτα σε άπταιστα ελληνικά. 34
Είμαι έτοιμος να την πλακώσω στα χαστούκια. «Ελληνίδα είσαι;» «Ναι… Άννα Σταμούλη…» Ένας Άγγλος, ένας Γερμανός και μια eλληνίδα. Ωραία, λέω μέσα μου ανακουφισμένος. Τουλάχιστον στο επίπεδο των γύφτων πιάσαμε τους στόχους του Μάαστριχτ. Kάτι είναι κι αυτό. «Πες μας λοιπόν τι έγινε. Πρέπει να σας τα βγάζω με το τσιγκέλι;» λέω έξαλλος. «Χτες μείναμε όλη νύχτα έξω με τον σεισμό. Στην παραλία ήταν αδύνατο να πλησιάσεις, γιατί έσκαγαν κάτι πελώρια κύματα. Ξαφνικά, θα ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ, μετά από μια δόνηση βλέπουμε το βουνό να κουνιέται και να κόβεται στα δυο. Τι να σας πω, τέτοιο θέαμα δεν έχω ξαναδεί. Το βλέπαμε να πέφτει και λέγαμε ότι τώρα θα μας πλακώσει όλους. Ευτυχώς, γλιτώσαμε στο παρά πέντε. Σήμερα το πρωί, γύρω στις εννιά, ο Χούγκο μάς είπε ότι θα πήγαινε μια βόλτα με τη μηχανή του στη Χώρα, να δει τι γίνεται. Σε δύο λεπτά γυρίζει πίσω. “Ελάτε, να σας δείξω κάτι” μας λέει. Πήγαμε και βρήκαμε το πτώμα. Ο Χούγκο πήγε με τη μηχανή στο τμήμα και σας ειδοποίησε. Αυτό είναι όλο». Καθαρά, σταράτα, με πέντε κουβέντες. «Θα πρέπει να ’ρθείτε στο τμήμα να δώσετε κατάθεση» της λέω. «Κατάλαβα, θα κάνω τον δραγουμάνο. Αν και δεν ξέρω σε τι θα ωφελήσει. Αυτός ο άνθρωπος είναι νεκρός γύρω στους τρεις μήνες». Με κοιτάζει στα μάτια και σκάει ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Αν προσέξετε τον λαιμό του, θα δείτε ότι έχει σημάδια πάλης» συμπληρώνει. «Πού το ξέρεις;» τη ρωτάω περίεργος. «Σπουδάζω ιατρική στο Λονδίνο. Ο Τζέρι είναι μαθηματικός, είμαστε ζευγάρι. Με τον Χούγκο γνωριστήκαμε 35
εδώ. Κάνει διδακτορικό στη φιλοσοφία και ήρθε να μονάσει για λίγο». «Και γιατί δεν είπες ότι είσαι Ελληνίδα, αλλά μας άφησες να παιδευόμαστε;» «Είδα το βλέμμα σας, γι’ αυτό. Ήμουν βέβαιη ότι μας περάσατε για πρεζόνια». Εξακολουθεί να έχει το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο. Ξέρει ότι μου βγήκε από πάνω και με κοιτάζει αφ’ υψηλού. «Έλα να μου δείξεις πού είδες τα σημάδια» της λέω. «Και μετά, εσύ κι ο Γερμανός θα ’ρθείτε μαζί μου στο τμήμα, για κατάθεση». «Hugo, they want you to sign a statement. i’ll show them the scars on the neck of the body and then i’ll go with you». Χούγκο, θέλουν να πάμε για κατάθεση στο τμήμα. Θα τους δείξω τα σημάδια στον λαιμό του νεκρού και μετά θα πάμε μαζί. «oK» λέει ο Γερμαναράς φιλόσοφος-θηριοδαμαστής. Παίρνουμε πάλι τον δρόμο της επιστροφής προς το σημείο της κατολίσθησης. Ο αστυφύλακας είναι ακουμπισμένος στο δέντρο, που έτριβε πριν τα χέρια του, και καπνίζει με την πλάτη μισογυρισμένη στο πτώμα. Το πλησιάζω και τραβάω το σεντόνι. «Δείξε μου». Γονατίζει δίπλα στο πτώμα. «Να, εδώ» μου λέει. Σκύβω και κοιτάζω. Πραγματικά, στην αριστερή πλευρά του λαιμού, σ’ αυτήν που κοιτάζει προς το βουνό, υπάρχουν κάποιες, σχεδόν αδιόρατες, αμυχές. Καταπίνω το σάλιο μου και τα βάζω με τον εαυτό μου. Επειδή τον βρήκαμε γυμνό, το θεώρησα σίγουρο ότι ήταν φόνος και δεν έψαξα παραπέρα. Πρέπει να ομολογήσω ότι η κοπέλα έχει δίκιο, αλλά το ύφος της μου την έχει σπάσει και δε λέω τίποτα. 36
Ακούω τον βόμβο μιας μηχανής που έρχεται και σταματάει πίσω μας. Γυρίζω και βλέπω τον Χούγκο πάνω σε μια μοτοσικλέτα παλαιού τύπου, απ’ αυτές που είχαν οι Γερμανοί στον πόλεμο. Σίγουρα ο παππούς του θα ήταν ναζί και την κληρονόμησε. «Μπορούμε να πάμε με το περιπολικό. Θα είσαι πιο άνετα» λέω στην κοπέλα. Πάλι το ειρωνικό χαμόγελο. «Προτιμώ τη μηχανή. Αν έρθω μαζί σας με το περιπολικό, όλη η Χώρα θα πει ότι με μπαγλαρώσατε επειδή είμαι πρεζόνι». Ανεβαίνει πίσω από τον Γερμανό και η μηχανή ξεκινάει με εκκωφαντικό θόρυβο.
37