Ο φόνος είναι χρήμα - Πέτρος Μάρκαρης

Page 1



Ο φόνος είναι χρήμα



Π ΕΤΡΟΣ Μ ΑΡΚΑΡΗΣ

Ο φόνος είναι χρήμα αστυνομική λογοτεχνία

εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΘΗΝΑ 2020



Selbst die Sintflut Dauerte nicht ewig. Einmal verranen Die schwarzen Gewässer Freilich, wie wenige Dauerten länger

(Bertolt Brecht, Beim Lesen des Horaz)

Και ο κατακλυσμός Δεν κράτησε αιώνια. Κάποτε στέρεψαν Τα μαύρα νερά. Βέβαια, πόσο λίγοι Κράτησαν περισσότερο

(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Διαβάζοντας τον Οράτιο)



Στη μνήμη των δύο εκδοτών μου του Φίλιππου Βλάχου και του Σάμη Γαβριηλίδη



1 Δεν είμαστε πολλοί. Άντε να ’μαστε σκάρτοι εκατό. Στα νιάτα μου, το κόμμα θα μας είχε καλέσει σε απολογία για την αποτυχία της κινητοποίησης. Σήμερα, όταν κάθε δέκα άτομα σε δρόμο ή πλατεία περνάνε για συγκέντρωση διαμαρτυρίας, εμείς με τους εκατό μετράμε για λαοθάλασσα. Οι πιο πολλοί είναι από το δικό μας άσυλο. Έκανα μια γύρα στα υπόλοιπα και κατάφερα να κινητοποιήσω ακόμα κάποιους. Το συμπλήρωμα ήρθε από τους άστεγους που κοιμούνται στα πεζοδρόμια. Οι περαστικοί στέκονται και μας κοιτάνε περίεργοι. Αναρωτιούνται, και με το δίκιο τους, τι ήρθε να κάνει εδώ, στην πλατεία Αττικής, ένα μπουλούκι από άγνωστες φάτσες με ένα φέρετρο στη μέση. Το ίδιο και η γειτονιά. Έχουν βγει σε παράθυρα και μπαλκόνια για να χαζέψουν το θέαμα. Οι δύο άντρες, που δεν ξέρω τα ονόματά τους, γιατί είναι από άλλο άσυλο, ακουμπάνε κάτω το φέρετρο. «Θα τους μιλήσεις, Λάμπρο;» με ρωτάει ο Στέλιος. «Ναι, αλλά ας περιμένουμε λίγο ακόμα. Μπορεί να μας έρθουν κι άλλοι». Δεν έρχονται αυτοί που περιμέναμε, αλλά ένα περιπολικό. Δε θέλει πολλή σκέψη. Κάποιος από τους 11


θεατές είδε τον κόσμο με το φέρετρο, τρόμαξε και πήρε την αστυνομία. «Τι γίνεται εδώ;» ρωτάει όλους και κανέναν ο αστυφύλακας που βγαίνει από το περιπολικό. «Μια ειρηνική συγκέντρωση» του απαντάει η Άννα. «Και το φέρετρο; Υπάρχει κανείς μέσα στο φέρετρο ή είναι άδειο;» Δεν προλαβαίνω να απαντήσω, γιατί πλακώνουν τα ΜΑΤ και μας βάζουν σε κλοιό. Οι συναγωνιστές μου με κοιτάνε ανήσυχοι. «Μέσα στο φέρετρο είναι η αριστερά» λέω στον αστυφύλακα. «Αυτοκτόνησε και ήρθαμε να την κηδέψουμε. Επειδή η αριστερά γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές, αποφασίσαμε να τη θάψουμε εδώ, δίπλα στη λεωφόρο Ιωνίας, που ήταν πάντα η λεωφόρος της μετανάστευσης και της φτώχειας». «Το φέρετρο θα το πάρουμε εμείς. Και εσείς θα διαλυθείτε ήσυχα, γιατί οι φασαρίες δεν κάνουν καλό ούτε σ’ εσάς ούτε σ’ εμάς» μου λέει ο επικεφαλής των ΜΑΤ, που έχει πλησιάσει στο μεταξύ και άκουσε αυτά που είπα. Το ύφος του με κάνει έξαλλο, και στην ηλικία μου ο θυμός σε πάει συχνά στο παρελθόν. «Μπορείς να μου εξηγήσεις κάτι;» τον ρωτάω. «Στα νιάτα μου, όταν διαδηλώναμε για την αριστερά, οι πρόγονοί σου μας πλάκωναν στο ξύλο, πρώτα στις πλατείες και μετά στην Ασφάλεια. Τώρα που σας λέμε ότι η αριστερά αυτοκτόνησε, πάλι θα μας πλακώσετε στο ξύλο; Δηλαδή, ζωντανή ή νεκρή, η αριστερά πρέπει να έχει το ξύλο για κατευόδιο;» «Κύριε Λάμπρο, γιατί δεν παίρνεις τηλέφωνο τον 12


αστυνόμο Χαρίτο;» μου λέει ο Στέλιος και μου δίνει το κινητό του. Ο αρχιματάς κοκαλώνει. «Ξέρεις τον αστυνόμο Χαρίτο;» με ρωτάει. Δεν προλαβαίνω να του απαντήσω, γιατί ο αστυνομικός του περιπολικού τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. «Είσαι ο Λάμπρος, που έδωσε το όνομά του στον εγγονό του αστυνόμου;» με ρωτάει πάλι, όταν ο αστυφύλακας τελειώνει την ενημέρωση. «Ναι, εγώ είμαι». Μαλακώνει αμέσως. «Εντάξει, κάντε την εκδήλωσή σας. Εμείς θα μείνουμε στην άκρη για να προλάβουμε καμιά στραβή». Πώς ξεκίνησαν όλα αυτά; Αν με ρωτούσε κάποιος, θα έλεγα «έτσι μου ’ρθε», ή «ξύπνησαν οι παλιές αμαρτίες». Δε μου ήρθε όμως έτσι. Δεν ήταν μια ιδέα από το πουθενά. Η σπίθα που άναψε τη φωτιά ήταν οι απορρίψεις στο άσυλο. Όχι κάποια απόρριψη των ενοίκων του ασύλου, αλλά εκείνων που χτυπούσαν την πόρτα και ζητούσαν να τους δεχτούμε, ενώ εμείς δεν είχαμε κρεβάτι και τους αφήναμε στον δρόμο. Τους παρακολουθούσα να κατεβαίνουν βουβοί, με σκυμμένο κεφάλι, προς τη Δροσοπούλου, και σκεφτόμουν πώς θα αντιδρούσαμε αν αυτό γινόταν στη δεκαετία του πενήντα ή του εξήντα. Θα βγαίναμε να διαδηλώσουμε για τους φτωχούς και τους αδικημένους, που τους πετάνε στον δρόμο. Θα φωνάζαμε συνθήματα για λίγες ώρες, θα είχαμε συγκρουστεί με την αστυνομία και, το πιο πιθανό, θα 13


γυρίζαμε με άδεια χέρια. Εννιά στις δέκα φορές το ξέραμε προκαταβολικά ότι θα είμαστε φωνή βοώντος, αλλά μας ξεσήκωνε το «όχι ρε γαμώτο, δε θα σας περάσει». Είχαμε όμως πλάτες από ένα κόμμα και ένα αριστερό κίνημα, που ήξεραν πώς να μας κινητοποιούν με το «όχι ρε γαμώτο». Σήμερα το «όχι ρε γαμώτο» έγινε για όλους μας «τι να κάνουμε ρε γαμώτο». Οι άστεγοι με το σκυμμένο κεφάλι μου άνοιξαν τα μάτια και κατάλαβα ότι είχα μπει και εγώ στο κίνημα του «τι να κάνω ρε γαμώτο». Εκεί πάνω, ενώ κοιτούσα τους άστεγους, κατάλαβα ότι έπρεπε να ξεχάσουμε την αριστερά, τα κινήματα, την αντίσταση, και όσα περάσαμε, τους διωγμούς, τις εξορίες και τα ξερονήσια. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε μετράει πια και η αριστερά τα ’χει φτύσει κανονικά. Σήμερα οι φτωχοί πρέπει να ξεσηκωθούν μόνοι τους, αν θέλουν να δουν άσπρη μέρα. Δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από κάποιο κίνημα, πρέπει να γίνουν μόνοι τους ένα κίνημα. Όλα τα άλλα είναι νοσταλγικές και δακρύβρεχτες ιστορίες από το παρελθόν. Και εγώ, ο Λάμπρος Ζήσης, έπρεπε να μετακομίσω από την ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού στην ιδεολογία της φτώχειας. Τα υπόλοιπα είναι κινήματα των βολεμένων. Ξαφνικά βλέπω ένα τσούρμο από μετανάστες να μπουκάρουν στην πλατεία. Οι περισσότεροι θα πρέπει να είναι από τα Βαλκάνια, Βούλγαροι και Αλβανοί. Διακρίνω επίσης λίγους Ασιάτες. Ο επικεφαλής είναι τριαντάρης, δικός μας, που με πλησιάζει. «Μιας και είπατε ότι κάνετε την κηδεία 14


της αριστεράς, είπα να φέρω και τους γείτονές μου. Πολλοί είναι από πρώην σοσιαλιστικές χώρες, αλλά δεν πρόλαβαν να κάνουν την κηδεία του σοσιαλισμού, επειδή η αλλαγή τούς ήρθε απότομα. Ας την κάνουν τώρα». «Και οι άλλοι;» τον ρωτάω, ενώ του δείχνω τους Ασιάτες. «Αυτοί δεν ήρθαν για την κηδεία. Ήρθαν να διαδηλώσουν τη φτώχεια τους» μου απαντάει. Ρίχνω μια ματιά στους διαδηλωτές. Περιμένουν ήσυχοι τη συνέχεια. Το ίδιο και τα ΜΑΤ. Κρατιούνται στο περιθώριο και σε ακινησία. Είναι η κατάλληλη στιγμή για να αρχίσω την ομιλία μου. «Βρισκόματε εδώ για μια συγκέντρωση πένθους. Μια συγκέντρωση, που δε σηκώνει ούτε φωνές ούτε φασαρίες αλλά μόνο περισυλλογή. Εγώ που σας μιλάω έφαγα τη ζωή μου στους αγώνες για την αριστερά και την αλλαγή. Σήμερα σας λέω πως όλα αυτά είναι περσινά ξινά σταφύλια. Μην περιμένετε από κανέναν να σας στηρίξει και να σας βάλει πλάτες». «Σε μας το λες;» ακούω μια αντρική φωνή από το πλήθος. «Εμείς είμαστε εδώ γιατί πέθανε ο σοσιαλισμός στον τόπο μας». «Και στον σοσιαλισμό για ένα κομμάτι ψωμί δουλεύαμε, όπως κι εδώ» του απαντάει μια γυναίκα. «Σ’ εμάς Πακιστάν όχι κομμάτι ψωμί. Εντώ, όχι κομμάτι ψωμί. Πού κομμάτι ψωμί;» φωνάζει ένας στη δεύτερη σειρά και κουνάει τα χέρια του με απελπισία. «Μιλάτε πολύ σωστά» τους φωνάζω. «Γι’ αυτό μην περιμένετε από κανένα σύστημα, καμία κυβέρνηση και κανένα κίνημα στήριξη και βοήθεια. Η αριστερά 15


και ο σοσιαλισμός που πιστέψαμε, μπήκαν στο παιχνίδι της εξουσίας και αυτοκτόνησαν. Οι φτωχοί σε όλο τον κόσμο πρέπει να καταλάβουν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι πια το κίνημα». «Ωραία μας τα λες, αλλά τι να κάνουμε, ρε γαμώτο;» ακούω πάλι μια γυναικεία φωνή, που μάλλον διάβασε τη σκέψη μου. «Θα πρέπει να συγκεντρωθούμε σε κάθε γειτονιά, σε κάθε συνοικία, όχι για να κλαίμε τη μοίρα μας αλλά για να μιλάμε για τα προβλήματά μας. Να λέμε ποιοι μας εκμεταλλεύονται, ποιοι μας κλέβουν, ποιοι κερδίζουν από τη δυστυχία μας. Εμείς θα συγκροτήσουμε σε λίγες μέρες μια επιτροπή. Θα έρχεστε να μας λέτε τα προβλήματά σας και θα αποφασίζουμε όλοι μαζί πώς θα αντιδρούμε και ποιες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας θα οργανώνουμε». Περιμένω μήπως κάποιος θέλει να πει κάτι. Σωπαίνουν όλοι. Μου έχουν αφήσει την πρωτοβουλία και περιμένουν την επόμενη κίνησή μου. «Πάμε να θάψουμε την αριστερά» τους λέω. Περνάω δίπλα από τον σταθμό του Ηλεκτρικού και βγαίνω στη λεωφόρο Ιωνίας. Με ακολουθεί η υπόλοιπη πορεία, με το φέρετρο μπροστά. Έχω κάνει εξερεύνηση στον χώρο και ξέρω πού ακριβώς θα αφήσουμε το φέρετρο: σε ένα μικρό οικόπεδο, δίπλα σε ένα σπίτι που ξέμεινε από την εποχή που ήρθαν οι πρόσφυγες από τη Μικρασία. Το οικόπεδο είναι γυμνό, αλλά το σπίτι έχει έναν μικρό κήπο με δέντρα. Μπορεί να μην είναι κυπαρίσσια, αλλά το προσφυγικό σπίτι με τα δέντρα είναι το κατάλληλο κοιμητήριο για την αριστερά. 16


«Ακουμπήστε το φέρετρο εδώ» λέω στους δύο που το κουβαλάνε και τους δείχνω το κέντρο του οικόπεδου. «Και τώρα θέλω να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή» λέω στους συγκεντρωμένους. «Καλά, δε θα κάνουμε κηδεία;» ρωτάει μια γυναίκα. «Η ενός λεπτού σιγή είναι η κηδεία που ταιριάζει στην αριστερά» της απαντώ. «Δε θα τη θάψουμε;» ρωτάει ένας άντρας. «Όχι. Θα μείνει εδώ σε κοινή θέα, για να τη βλέπουν οι περαστικοί». Κάποιος από τους δικούς μου έγραψε πάνω στο φέρετρο με άσπρη μπογιά: «Ενθάδε κείται η αριστερά» που κολλάει γάντι. Όταν τελειώνει η ενός λεπτού σιγή, η συγκέντρωση αρχίζει να διαλύεται. «Δε θα χαθούμε» τους φωνάζω. «Θα έχετε σύντομα νέα μας. Στο μεταξύ, κοιτάξτε να οργανωθείτε στις γειτονιές σας, να καταγράψετε τα προβλήματα και τις αδικίες που αντιμετωπίζετε». Άλλοι φεύγουν μόνοι τους, άλλοι σε παρέες. Η πιο μεγάλη είναι εκείνη των μεταναστών. Εμείς επιστρέφουμε στον σταθμό, για να πάρουμε τον ηλεκτρικό για τη Βικτώρια. Τα ΜΑΤ ετοιμάζονται να αποχωρήσουν. Ο αρχιματάς με βλέπει και με πλησιάζει. «Ωραία τους τα είπατε, κύριε Λάμπρο, αλλά θα μας βάλετε σε μπελάδες» μου λέει. «Γιατί;» απορώ. «Οι πολιτικοί μοιράζουν υποσχέσεις στους φτωχούς, για να τους έχουν στο “καλομελέτα κι έρχεται”, 17


και να κάθονται ήσυχοι. Αν εσείς τους ξεσηκώσετε, θα στέλνουν εμάς να βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά». Με αφήνει και πηγαίνει προς το περιπολικό, ενώ σκέφτομαι πως δεν έχει άδικο. Στη διαδρομή οι δικοί μου είναι ενθουσιασμένοι. Αλλά εγώ ξέρω πως στην αρχή ακούγονται πάντα χειροκροτήματα. Οι κατάρες έρχονται αργότερα.

18


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.