ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ - ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ

Page 1

1 Οι πρωινές επισκέψεις μού δημιουργούν ένα δυσάρεστο προαίσθημα. Ευτυχώς η Στέλλα δεν κατατάσσεται στους επισκέπτες. «Τηλεφώνησε κάποιος Βλασόπουλος και θέλει να σας μιλήσει. Μου είπε ότι τον γνωρίζετε». Διαβάζει την έκπληξη στο πρόσωπό μου και ρωτάει για επιβεβαίωση. «Τον γνωρίζετε;» «Ναι, όπως και εσύ. Ήταν παλιά στο Ανθρωποκτονιών. Μπορεί να μην ήξερες το όνομά του, αλλά σίγουρα τον έχεις δει να με συνοδεύει στο γραφείο του Γκίκα». Της κάνω την περιγραφή του Βλασόπουλου και τον θυμάται αμέσως. «Πώς, τον θυμάμαι. Πάω να τον καλέσω, για να του μιλήσετε». Θα ήταν ψέμα, αν έλεγα ότι είμαι ενθουσιασμένος. Ο Βλασόπουλος ήταν υφιστάμενός μου για πολλά χρόνια, αλλά πήραμε διαζύγιο κάτω από δυσάρεστες συνθήκες. Όταν ο προηγούμενος υπαρχηγός μού είχε κάνει τη ζωή μαρτύριο, ο Βλασόπουλος πήγε με το μέρος του, ευελπιστώντας ότι έτσι θα εξασφάλιζε προαγωγή. Δεν του βγήκε, και αναγκάστηκε να ζητήσει μετάθεση, επειδή ήταν πια αδύνατο να συνυπάρξουμε στην ίδια υπηρεσία. Έκτοτε δεν είχαμε καμία επαφή, και αναρωτιέμαι πώς θα πρέπει να τον αντιμετωπίσω. Το τηλέφωνο διακόπτει τις σκέψεις μου. «Καλημέρα 11


σας, κύριε υποδιευθυντή. Με θυμάστε;» με ρωτάει με φωνή που ακούγεται εγκάρδια. «Και βέβαια σε θυμάμαι, Βλασόπουλε. Πώς θα σε ξεχνούσα, μετά από τόσα χρόνια στην ίδια υπηρεσία;» του απαντώ προσπαθώντας να ανταποδώσω την εγκαρδιότητα. Ακολουθούν οι τυπικές ερωτήσεις περί υγείας, αμφοτέρων και των οικογενειών μας μέσα στην πανδημία, ώσπου φτάνουμε επιτέλους στο προκείμενο. «Είμαι διοικητής του τμήματος στο Αιγάλεω. Σας πήρα για να ζητήσω τη γνώμη σας. Χθες αυτοκτόνησε στη συνοικία κάποιος Δημοσθένης Μπεγλέρης. Ήταν γύρω στα ενενήντα. Εμείς το μάθαμε τελείως τυχαία σήμερα το πρωί. Ο γιατρός που πήγε να βεβαιώσει τον θάνατό του θεώρησε ότι έπρεπε να μας στείλει το γράμμα που άφησε με τους λόγους της αυτοκτονίας του». «Υπάρχει κάτι στο γράμμα, που σου φάνηκε ύποπτο;» «Κάτω από την υπογραφή του έχει προσθέσει μια φράση, “Ζήτω το κίνημα της αυτοκτονίας”. Μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά και σκέφτηκα να σας ενημερώσω». «Υπάρχει κάποια άλλη δήλωση, ή έστω κάποιο υπονοούμενο στο γράμμα;» «Όχι. Κάνει περιγραφή της μαυρίλας γύρω του, για να εξηγήσει την απόφασή του να αυτοκτονήσει. Αυτό μόνο». «Πώς αυτοκτόνησε;» «Η εγγονή του, που του πήγε φαγητό το βράδυ, τον βρήκε στο κρεβάτι με ένα σουγιά δίπλα του. Είχε κόψει τις φλέβες του». «Τότε, η φράση στο τέλος δεν αποκλείεται να είναι μια κραυγή απελπισίας». «Ναι, δεν αποκλείεται» συμφωνεί ο Βλασόπουλος. 12


Προτιμώ να μην κατεβάσω αμέσως τα ρολά, τώρα που ξαναβρήκαμε επαφή. «Στείλε μου το γράμμα του αυτόχειρα να το διαβάσω και τα ξαναλέμε». «Σας το στέλνω ηλεκτρονικά» μου απαντάει και κλείνουμε. Η πανδημία μάς έχει έτσι κι αλλιώς στην τσίτα. Τώρα, το γενικό λοκντάουν φέρνει και τις πρόσθετες επιβαρύνσεις σαν έκτακτη εισφορά. Ακόμα και η οικογενειακή μας ζωή είναι μια συνεχόμενη δοκιμασία νεύρων. Ο Φάνης έχει απαγορεύσει στη Μέλπω να φροντίζει τον Λάμπρο, επειδή φοβάται μήπως μεταφέρει τον ιό από το άσυλο αστέγων που μένει, μολονότι ο Ζήσης κάνει τεστ κάθε εβδομάδα στους άστεγους που δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμα. Η Αδριανή έχει αναλάβει την ολοήμερη φροντίδα του εγγονού της. Ωστόσο, πιο πολύ από τον Λάμπρο, της σπάνε τα νεύρα οι γονείς του. Η Κατερίνα προσπαθεί να χειριστεί τις υποθέσεις ηλεκτρονικά ή τηλεφωνικά, αλλά τα δικαστήρια είναι σε αναστολή και δεν προχωράει σχεδόν καμία υπόθεση. Η πίεση στο νοσοκομείο έχει κάνει τον Φάνη ψυχικό και σωματικό ράκος. Όταν γυρίζει στο σπίτι, δεν έχει διάθεση να ανοίξει το στόμα του ούτε για φαγητό. Μόλις και μετά βίας παίρνει για λίγο αγκαλιά τον γιο του. Το αντρόγυνο είναι διαρκώς στην τσίτα. Ευτυχώς η Αδριανή, ο Φάνης και εγώ έχουμε ήδη εμβολιαστεί. Μόνο η Κατερίνα είναι σε κατάσταση αναμονής. Εγώ είμαι ο πιο χαλαρός στην οικογένεια. Στην υπηρεσία επικρατεί απόλυτη γαλήνη. Είναι όπως το κατακαλόκαιρο, που δεν κουνιέται φύλλο. Φαίνεται πως το λοκντάουν έκλεισε στα σπίτια τους ακόμα και τους δολοφόνους. Όπως πάμε, σε λίγο θα αρχίσουμε το τάβλι 13


και τη χαρτοπαιξία, για να σκοτώνουμε το υπηρεσιακό ωράριο. Κάθε βράδυ παίρνω την άγουσα για το σπίτι της κόρης μου, μήπως καταφέρω να ανεβάσω κάπως τη διάθεση της οικογένειας. Αρχίζω από τον εγγονό μου, που με περιμένει σαν τον Μίκυ Μάους. Παίζουμε μαζί ως την ώρα που πάει για φαγητό και ύπνο. Μετά έχει σειρά η οικογενειακή τριάδα. Προσπαθώ να χαλαρώσω κάπως την ατμόσφαιρα, γιατί η καθημερινή ένταση καταλήγει με την παραμικρή αφορμή σε φωνές και ξεσπάσματα. Αυτό το καθημερινό πρόγραμμα τηρείται ευλαβικά και χωρίς εξαιρέσεις. Μάλιστα η Αδριανή έχει φροντίσει να μου φέρει ρούχα από το σπίτι, για να αλλάζω και να μην κυκλοφορώ με τα ρούχα της υπηρεσίας. Το κερασάκι στην τούρτα είναι η απουσία του Ζήση. Παρά το εμβόλιο, δεν ξεμυτάει από το άσυλο. Αφενός γιατί τώρα στα δύσκολα θέλει να έχει καθημερινή εποπτεία στη λειτουργία του ασύλου. Αφετέρου γιατί προσπαθεί να προλάβει τις κουτσουκέλες κάποιων τροφίμων. Ο μόνιμος φόβος του είναι μήπως κάποιοι κάνουν σκασιαρχείο κατά την απουσία του και επιστρέψουν παρέα με τον ιό. Όλα αυτά οδήγησαν τον Ζήση να εφαρμόσει μια άτυπη καραντίνα. Η Στέλλα διακόπτει με το γράμμα του αυτόχειρα τις σκέψεις μου. Είναι γραμμένο με το χέρι. Είμαι 90 χρονών. Ξεκίνησα οικοδόμος από την πλατεία Κοτζιά και έφτασα να έχω ένα δικό μου σπίτι. Ήμουν μια ζωή στην πάλη και στον αγώνα. Σήμερα κοιτάζω γύρω μου και ο αγώνας έχει γίνει σαν μόνιμο ημίχρονο στο ποδόσφαιρο. Την πανδημία την πληρώνουν τα μα14


γαζιά, την πληρώνουν τα καφενεία και οι ταβέρνες. Όλα είναι κλειστά. Όλοι χάνουν την μπουκιά από το στόμα, αλλά κανείς δε βγαίνει να διαμαρτυρηθεί. Στα δικά μου χρόνια θα είχαμε σκαρφιστεί εκατό τρόπους για να ξεσηκωθούμε. Ακόμα και αν στεκόμασταν στην πόρτα του κλειστού μαγαζιού με μια ταμπέλα «πεινάμε» θα ήταν μια διαμαρτυρία. Εμείς δεν είχαμε δεκάρα. Οι σημερινοί ξόδεψαν τα λεφτά τους για ψεύτικα μεγαλεία. Βλέπω στην τηλεόραση την κατάντια και μου τρώει τα σωθικά. Έχασα πρώτα τη γυναίκα μου. Μετά την κόρη μου. Έμεινε μόνο η εγγονή μου, η Γιάννα, που μου φέρνει ένα πιάτο φαΐ κάθε μέρα και μου λέει τρεις κουβέντες. Καλύτερα να κλείσω τα μάτια μου και να ησυχάσω. Μπορεί αν δώσω τέλος στη ζωή μου να ξυπνήσω κάποιους και να παλέψουν. Γιάννα μου, ώρα να πηγαίνω. Μη λυπηθείς που με χάνεις. Να σκέφτεσαι ότι θα είμαι καλύτερα. Άντε γεια.

Δήμος Μπεγλέρης Ζήτω το κίνημα της αυτοκτονίας.

Διαβάζω το γράμμα δύο φορές, αλλά δε βρίσκω κάτι ύποπτο ή περίεργο. Ένας άντρας ενενήντα χρόνων, που έχασε γυναίκα και κόρη, και ζει μόνος, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Τα υπόλοιπα περί αγωνιστικού πνεύματος δεν είναι παρά ένας τρόπος για να τονώσει τη μαυρίλα και να διευκολύνει την απόφασή του. Δε θέλω ωστόσο να περιοριστώ στο δικό μου συμπέρασμα, από φόβο μήπως μου έχει διαφύγει κάτι. Καλώ την ομάδα μου και τους δίνω να διαβάσουν την αποχαιρετιστήρια επιστολή του Μπεγλέρη. Όταν τελειώνουν, με κοιτάνε όλοι έκπληκτοι. 15


«Πού βλέπετε το πρόβλημα;» με ρωτάει με απορία ο Δερμιτζάκης. Του μεταφέρω την άποψη του Βλασόπουλου. Στο άκουσμα του ονόματός του η Κούλα και ο Δερμιτζάκης μένουν έκπληκτοι. «Πού είναι τώρα;» με ρωτάει η Κούλα. «Διοικητής του τμήματος στο Αιγάλεω». «Και γιατί του μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά;» εξακολουθεί να απορεί ο Δερμιτζάκης. «Η τελευταία φράση με το “ζήτω” του κίνησε υποψίες». «Ελάτε τώρα. Περιμένουμε λογική από κάποιον που ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει;» σχολιάζει ο Δερβίσογλου. Η συζήτηση κλείνει με ομοφωνία. Παίρνω αμέσως τον Βλασόπουλο. «Όλοι στην υπηρεσία συμφωνούμε ότι πρόκειται για κραυγή απελπισίας του Μπεγλέρη, πριν βάλει τέλος στη ζωή του» του λέω. «Εντάξει, τότε μπορώ να είμαι βέβαιος ότι δε μου ξέφυγε κάτι». Κλείνουμε με τα χαιρετίσματα του Δερμιτζάκη και της Κούλας. Ο Βλασόπουλος μου υπόσχεται να μας επισκεφθεί με την πρώτη ευκαιρία.

16


2 Παλιά, όταν θέλαμε να υπογραμμίσουμε τη ρουτίνα μας, λέγαμε: «Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον». Αυτό άλλαξε με τον κορωνοϊό. Τώρα λέμε: «Κάθε χτες και καλύτερα» αντί του «κάθε πέρυσι και καλύτερα», αφού πάμε καθημερινά από το κακό στο χειρότερο. Στο σπίτι της κόρης μου ισχύει πάντως το «μία από τα ίδια». Κάθε βράδυ ελπίζω σε μια έκπληξη, αλλά προλαβαίνει και την καταπίνει η ρουτίνα: ο εκνευρισμός του Φάνη, που γυρίζει εξουθενωμένος από το νοσοκομείο, και η υπερένταση της κόρης του, από τον Γολγοθά που περνάει με τη δουλειά της. Το πρώτο θύμα αυτής της δοκιμασίας είναι ο γιος τους. Με την παραμικρή αταξία τα βάζουν μαζί του, και ο Λάμπρος βάζει τα κλάματα. Ο μόνος προστάτης που έχει είναι η γιαγιά του. Τον πηγαίνει αμέσως στο δωμάτιό του και ψάχνει τρόπους για να τον ηρεμήσει. Με αυτές τις σκέψεις χτυπάω το κουδούνι της Κατερίνας. Μου ανοίγει η Αδριανή με τον Λάμπρο αγκαλιά. «Ο παππούς. Ήρθε ο παππούς» λέει χαρούμενη στον εγγονό μας και τον χορεύει στην αγκαλιά της. Μετά γυρίζει σ’ εμένα. «Άλλαξε και έλα στο δωμάτιό του» μου λέει κοφτά. Το ύφος της μου προαναγγέλλει το «μία από τα ίδια». 17


Αλλάζω ρούχα και πηγαίνω στο δωμάτιο του εγγονού μου. Τον παίρνω αγκαλιά και ο Λάμπρος εκδηλώνει αμέσως τη χαρά του για τη συνάντησή μας. Τον βάζω να καθίσει χάμω και αρχίζω να συναρμολογώ το τρενάκι του, που το έχει σκορπίσει. Το τρενάκι είναι η μεγάλη αδυναμία του. Μόλις το δει να κινείται πάνω στις γραμμές, αρχίζει τα γέλια και τα παλαμάκια. Το ίδιο κάνει και τώρα, ενώ εγώ μιμούμαι το σφύριγμα του τρένου. «Ξεσπάθωσαν πάλι;» ρωτάω την Αδριανή, μόλις ο Λάμπρος αφοσιώνεται στο τρενάκι του. Ανοίγει τα χέρια της σε απόγνωση. «Πώς ένα ζευγάρι τόσο ερωτευμένο, με τόσο αρμονική ζωή, καταντάει να τρώγεται κάθε μέρα, μου είναι μυστήριο». Το τρένο έχει σταματήσει και ο Λάμπρος μού βάζει τις φωνές. Ενώ το κουρδίζω για να πάρει πάλι μπρος, μπαίνει η Κατερίνα. «Καλησπέρα, μπαμπά» μου λέει κοφτά και γυρίζει στη μάνα της. «Το φαγητό του Λάμπρου είναι έτοιμο. Θα τον ταΐσεις ή να τον ταΐσω εγώ;» «Εσύ. Εγώ θα αναλάβω το βραδινό». Μετακομίζουμε όλοι στο καθιστικό. Το τραπέζι είναι ήδη στρωμένο για τον Λάμπρο με το φαγητό του έτοιμο. Η Κατερίνα τον καθίζει και αρχίζει να τον ταΐζει. Ο Φάνης μπαίνοντας πηγαίνει στον γιο του, τον αγκαλιάζει απαλά από την πλάτη και τον φιλάει. Μετά απομακρύνεται και αφήνει τον εαυτό του να σωριαστεί σε μια πολυθρόνα. Φαίνεται διαλυμένος. Τώρα, αν η διάλυση είναι σωματική ή ψυχική, δεν ξέρω. Μάλλον είναι και τα δυο μαζί. Δε θέλω να ανοίξω κουβέντα όσο τρώει το παιδί, γιατί φοβάμαι μήπως τον αναστατώσει κάποιο ξέσπα18


σμα και του κόψει την όρεξη. Ευτυχώς έρχεται η Αδριανή και αρχίζει να στρώνει το τραπέζι. «Άντε, να πεις καληνύχτα και μετά πάμε για ύπνο» του λέει η Κατερίνα, ενώ τον παίρνει αγκαλιά. Ο Λάμπρος εισπράττει τα φιλιά μας και αποχωρεί. Μένουμε τρεις αμίλητοι. Ο Φάνης δεν έχει διάθεση για κουβέντα και εμείς, το αντρόγυνο, δεν ξέρουμε τι να πούμε. Η Αδριανή τελειώνει το στρώσιμο του τραπεζιού και φέρνει το φαγητό. Έχει φτιάξει αρνάκι φρικασέ. Περιμένουμε την Κατερίνα, για να καθίσουμε στο τραπέζι. Η Αδριανή σερβίρει το φαγητό, αλλά σπάει τη σιωπή, πριν αρχίσουμε να τρώμε. «Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι, τώρα που είναι και ο Κώστας μαζί μας. Αν σκοπεύετε να συνεχίσετε τους καθημερινούς καβγάδες σας, τότε αφήστε να πάρουμε εμείς το παιδί το σπίτι. Έχουν σπάσει τα νεύρα του, και αυτό το τόσο ήσυχο μωρό ξεσπάει διαρκώς σε φωνές και κλάματα. Αν τραβήξει κι άλλο αυτό το βιολί, πολύ φοβάμαι ότι θα μεγαλώσει με ψυχολογικά προβλήματα». Οι γονείς κοιτάζουν αμίλητοι το πιάτο τους. Η Αδριανή μού ρίχνει ένα βλέμμα, σαν να μου ζητάει να πάρω τη σκυτάλη. «Είσαστε ένα τόσο ήσυχο αντρόγυνο. Τι σας έπιασε ξαφνικά και ξεσπάτε ο ένας στον άλλο;» τους ρωτάω. Ο Φάνης σηκώνει το βλέμμα από το πιάτο του και με κοιτάζει. «Εσύ είσαι αστυνόμος. Έχεις ακούσει ποτέ για την υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου;» «Αν έχω ακούσει; Ήταν το κίνητρο τουλάχιστον στους μισούς φόνους, με τους οποίους ασχολήθηκα». «Αυτό ακριβώς πάθαμε η Κατερίνα και εγώ. Έχουμε υπερβεί τα όριά μας. Εγώ στο νοσοκομείο, που είναι 19


υπό κατάρρευση. Έχουμε πέσει με τα μούτρα στον κορωνοϊό, αλλά υπάρχουν και άλλες, πολύ σοβαρές αρρώστιες. Κάθε μέρα είναι χειρότερη από την προηγούμενη και δεν ξέρουμε αν και πότε θα επιστρέψουμε πάλι στην ομαλότητα. Όταν γυρίζω στο σπίτι, έχω υπερβεί τα όριά μου και ψάχνω αφορμή για να εκραγώ». Σωπαίνει, ενώ εγώ γυρίζω στην κόρη μου. «Και εσύ γιατί είσαι στην τσίτα;» Η Κατερίνα κάνει πρώτα μια προσπάθεια, για να κρατήσει την ηρεμία της. «Μπαμπά, εσύ έχεις μια μόνιμη θέση στην αστυνομία και ένα σταθερό μισθό. Έλα όμως στη θέση μου. Τα δικαστήρια δε λειτουργούν και οι περισσότεροι πελάτες μου ή έκλεισαν τις δουλειές τους ή είναι άφραγκοι. Έστω και αν μοιραζόμαστε το γραφείο με τη Μάνια, έχουμε κάθε μήνα να πληρώσουμε ενοίκιο και μια γραμματέα, χώρια που δε βάζω ούτε ένα ευρώ στο σπίτι. Και όλα αυτά χωρίς να έχω ιδέα πότε θα λειτουργήσει πάλι κανονικά το γραφείο μου και πότε θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις μου. Σε ρωτάω λοιπόν: γίνεται να είμαι ήρεμη;» «Και σήμερα γιατί μαλώσατε; Λόγω νοσοκομείου ή λόγω δικηγορικού γραφείου;» Ο Φάνης με την Κατερίνα κοιτάζονται αμήχανοι, και ξαφνικά ξεσπάνε σε γέλια. «Λόγω αυτοκτονίας» μου λέει ο Φάνης, ενώ συνεχίζει να γελάει. «Αυτοκτονίας;» Αναρωτιέμαι αν άκουσα καλά. «Θα σου εξηγήσει η Κατερίνα». «Εκεί που δούλευα στον υπολογιστή, άνοιξα το facebook και έπεσα τυχαία στην ανάρτηση ενός γράμματος κάποιου γέρου, ενενήντα χρόνων, που είχε αυτοκτονήσει». Ξαφνικά μου χτυπάει καμπανάκι, αλλά κρα20


τιέμαι για να μην την διακόψω. «Ο αυτόχειρας έλεγε ότι πάλευε μια ζωή, και πόσο τον πονάει που δε βλέπει σήμερα κανέναν να ξεσηκώνεται ή να διαμαρτύρεται. Και καταλήγει πως προτιμάει να πεθάνει, με την ελπίδα πως ίσως με τον θάνατό του κάποιοι να ξυπνήσουν». Κάνει παύση και παίρνει βαθιά ανάσα. «Όταν το είπα στον Φάνη έβαλε τις φωνές. Μου είπε πως οι μέρες ενός ενενηντάρη είναι έτσι κι αλλιώς μετρημένες. Αν όμως κάποιοι ξεσηκωθούν με το γράμμα που άφησε, είναι σίγουρο ότι θα έχουμε καινούργια αύξηση των κρουσμάτων και το σύστημα δε θα αντέξει. Εγώ τον κατηγόρησα για αναισθησία και έτσι άρχισε ο καβγάς». Σταματάει, πιάνει το κεφάλι της με τα δυο χέρια και χαμογελάει. «Μήπως το όνομα του αυτόχειρα ήταν Δημοσθένης;» τη ρωτάω. Τρία ζευγάρια μάτια γυρίζουν έκπληκτα και με κοιτάζουν. «Νομίζω» μου απαντάει η Κατερίνα. Βγάζει από την τσέπη της το κινητό της και αρχίζει να το ψάχνει. «Ναι… Δημοσθένης Μπεγλέρης…» μου λέει μετά από λίγο. «Και το γράμμα κλείνει με τη φράση: ‘Ζήτω το κίνημα της αυτοκτονίας;’» «Εσύ πώς το ξέρεις;» με ρωτάει άναυδη η Αδριανή. «Μου το έστειλε ένας παλιός συνεργάτης μου. Διάβασε την τελευταία φράση και πήρε να ρωτήσει τη γνώμη μου». «Εσύ τι νομίζεις;» με ρωτάει η κόρη μου. «Τίποτα. Το συζητήσαμε στην υπηρεσία και καταλήξαμε πως δεν είναι παρά μια κραυγή απελπισίας». «Άλλωστε και η αυτοκτονία είναι άλλη μια υπέρβαση των ορίων» συμπληρώνει ο Φάνης. Η Αδριανή σταυροκοπιέται. «Ο Θεός να βάλει το χέρι του, γιατί δεν ξέρουμε τι άλλο μας περιμένει» σχολιάζει. 21


«Η Αδριανή έχει δίκιο. Ακριβώς επειδή δεν ξέρουμε τι άλλο μας περιμένει, χρειαζόμαστε ψυχραιμία και να βάζουμε πλάτη ο ένας στον άλλο». Το υπόλοιπο φαγητό κυλάει ομαλά και με χαλαρή κουβέντα, αλλά η δική μου σκέψη έχει κολλήσει στη διάδοση της επιστολής μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Δεν αποκλείεται να το ανάρτησε η εγγονή του και από εκεί να ξεκίνησε η διασπορά. «Η κατάσταση μοιάζει να ηρέμησε κάπως» λέω στην Αδριανή στον δρόμο για το σπίτι. «Μακάρι. Εύχομαι να μην πούμε το “μέγα θαύμα τρεις ημέρες”» μου απαντάει και συνεχίζει. «Δε φαντάζεσαι τι σπάσιμο νεύρων είναι να περιμένεις την επιστροφή του Φάνη, για να αρχίσει ο καβγάς. Εδώ έχουν γίνει κουρέλι τα δικά μου νεύρα, πώς να αντέξει δύο χρόνων παιδί;» Κοιτάζω το ρολόι μου, όταν φτάνουμε στο σπίτι. Σε ένα τέταρτο ξεκινάει το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων και αποφασίζω να το παρακολουθήσω. Η διάδοση της επιστολής του Μπεγλέρη μού έχει προκαλέσει μια ανησυχία, που δεν μπορώ να την εξηγήσω. Προτιμώ να ακούσω τα τελευταία νέα, ώστε αν έχει προκύψει κάτι στο μεταξύ, να το έχω υπόψη μου. «Θα μείνω να ακούσω τις ειδήσεις» λέω. Με κοιτάζει έκπληκτη. «Τη δόση μου από τη μαυρίλα του κορωνοϊού την πήρα όλη γι’ απόψε. Δε μου χρειάζεται δεύτερη δόση» μου απαντάει και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Όταν ξεκινάει το δελτίο, συγχαίρω τον εαυτό μου που δεν έπεσα έξω. Το γράμμα είναι η δεύτερη είδηση, αμέσως μετά τα νέα για τον κορωνοϊό. Υπάρχει μάλιστα και ανάρτηση στην οθόνη, λες και έχει μείνει κανείς που να μην το έχει δει ήδη στα κοινωνικά δίκτυα. 22


Τώρα τελευταία έχει γίνει μόδα να καλείται ένας ειδικός για κάθε θέμα, και να προσφέρει στους τηλεθεατές μια βαθυστόχαστη ανάλυση. Στην περίπτωση του Μπεγλέρη εμφανίζεται ένας ψυχίατρος, που δίνει ένα σωρό εξηγήσεις και αντίστοιχα επιχειρήματα. Όλα καταλήγουν στη μία λέξη που είπαμε στο τραπέζι: απελπισία. Η έκπληξη βρίσκεται ωστόσο στο τέλος και δεν είναι ευχάριστη ούτε για την αστυνομία, ούτε για τους γιατρούς. Οι ενώσεις εμπόρων ανακοίνωσαν πως αύριο θα οργανώσουν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για το λοκντάουν. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ο Μπεγλέρης τους κινητοποίησε με την αυτοκτονία του, λέω μέσα μου. Κλείνω την τηλεόραση και πηγαίνω στο μπάνιο για να βγάλω τα ρούχα μου. Όταν φτάνω στην κρεβατοκάμαρα, η Αδριανή βρίσκεται ήδη σε ύπνο βαθύ.

23


3 Συμβαίνει συχνά να κρυώνει ο καφές μου εξαιτίας μιας σύσκεψης ή μιας επείγουσας ανάκρισης, αλλά να μην προλαβαίνω ν’ αγγίξω το φλιτζάνι επειδή αυτοκτόνησε ένας υπερήλικος, αυτό μου συμβαίνει για πρώτη φορά. Μόλις μπαίνω στο γραφείο της Στέλλας, με τον καφέ ανά χείρας, βρίσκω τον Αλαμάνο, τον διοικητή των ΜΑΤ, να με περιμένει. «Ήρθα να σε ενημερώσω για μια συγκέντρωση που πρόκειται να γίνει σήμερα» μου ανακοινώνει χαλαρός και χαμογελαστός, ενώ μπαίνουμε στο γραφείο μου. «Το άκουσα χτες το βράδυ στις ειδήσεις. Μήπως ξέρεις πού πρόκειται να γίνει;» Ο Αλαμάνος με κοιτάζει. «Εδώ είναι το πρόβλημα». «Δηλαδή;» «Τη στιγμή που μιλάμε δεν ξέρουμε τίποτα για τον χώρο και την ώρα της συγκέντρωσης. Βέβαια, όταν υπάρχει απαγόρευση συγκεντρώσεων, δεν είναι τρελοί να μας ενημερώσουν για να τους διαλύσουμε πριν προλάβουν να συγκεντρωθούν». «Και τι κάνουμε;» «Αποφασίσαμε να σταθμεύσουμε μονάδες στις δύο πλατείες, στις οποίες γίνονται μόνιμα οι συγκεντρώσεις, στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια, και να έχουμε περιπολικά για επιτήρηση στις πλατείες Βικτωρίας και 24


Κοτζιά. Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε προς το παρόν». Η σκέψη του είναι σωστή και δεν έχω να έχω να προσθέσω κάτι. «Θέλω να με κρατάς συνεχώς ενήμερο» του λέω. «Μην ανησυχείς. Θα είμαστε διαρκώς σε επαφή». Ο Αλαμάνος φεύγει και εγώ παίρνω αμέσως τον Βλασόπουλο. «Έχεις παρακολουθήσει τις εξελίξεις ή θέλεις ενημέρωση;» τον ρωτάω. «Μην κουράζεστε. Τα είδα και τα διάβασα όλα». «Ωραία. Τότε θέλω να επικοινωνήσεις με την εγγονή του Μπεγλέρη και να εξακριβώσεις αν εκείνη ανάρτησε το γράμμα του παππού της στο διαδίκτυο ή αν το έδωσε σε κάποιον άλλον και ποιος ήταν ο παραλήπτης». «Ξέρω πού μένει. Θα πάω στο σπίτι της, για να τα πούμε από κοντά, και θα σας ενημερώσω». Αν με ρωτούσε κάποιος, δε θα μπορούσα να πω τι ακριβώς με έχει ανησυχήσει τόσο με την αυτοκτονία του Μπεγλέρη. Η εύκολη απάντηση είναι η φασαρία στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και η σημερινή συγκέντρωση. Είναι μια ανησυχία απροσδιόριστη, σαν να περιμένω τα χειρότερα, ενώ δεν μπορώ να εξηγήσω τους φόβους μου με επιχειρήματα. Επειδή η αδράνεια ανεβάζει την κακή μου διάθεση, ζητάω από την Κούλα να κάνει μια γύρα στο διαδίκτυο, μήπως εμφανίστηκε κάτι καινούργιο ή εντοπίσει κάτι που μας ξέφυγε. Τελευταίο παίρνω τον υπαρχηγό, για να μην τον αφήσω στο σκοτάδι και αρχίσει τα παράπονα. Η ενημέρωση αποδεικνύεται περιττή, γιατί έχει ήδη πλήρη εικόνα για την αυτοκτονία, το διαδίκτυο και τα συναφή. Φαίνεται ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας και συνωστισμού στην 25


πόλη έφερε αύξηση κυκλοφορίας και το αδιαχώρητο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ευτυχώς ανήκω στους τυχερούς, γιατί λόγω της καθημερινής επαφής με τον εγγονό μου δε χρειάζομαι διαδικτυακούς περιπάτους. «Σας ανησυχεί αυτή η τροπή από το πουθενά;» με ρωτάει ο υπαρχηγός, λες και διάβασε τις σκέψεις μου. «Μόνο το ενδεχόμενο μιας συγκέντρωσης με φασαρίες για επιδόρπιο. Μίλησα σήμερα το πρωί με τον Αλαμάνο και του ζήτησα να με κρατάει συνεχώς ενήμερο». Κλείνουμε με το «να είμαστε σε επαφή» του υπαρχηγού. Αποφασίζω να κάνω διάλειμμα. Λέω στη Στέλλα να μου φέρει έναν καφέ, γιατί αυτός έχει παγώσει στο μεταξύ. Η Κούλα με πληροφορεί ότι δεν εμφανίστηκε κάτι συνταρακτικό στο διαδίκτυο. Το τηλεφώνημα του Αλαμάνου έρχεται μόλις τελειώνω τον καφέ μου. «Σε πήρα, μήπως θα ήθελες να δεις κάτι ενδιαφέρον» μου λέει. «Έχουμε φασαρίες;» ρωτάω ανήσυχος. «Αν είχαμε, δε θα σου έλεγα να έρθεις. Η κατάσταση μπορεί όμως να σε ενδιαφέρει». «Σύμφωνοι, έρχομαι». «Είμαι στην Αιόλου, μπροστά στην Αγία Ειρήνη». Λέω στον Ασκαλίδη να φροντίσει για περιπολικό και να με περιμένει στην έξοδο. Προτιμώ να πάω με συνοδεία, ώστε αν συμβεί κάτι απρόβλεπτο να έχω μαζί μου κάποιον από τους βοηθούς μου. Η κίνηση είναι αραιή, και από την Αλεξάνδρας φτάνουμε στην Αγία Ειρήνη σε λιγότερο από δεκάλεπτο. Ο Αλαμάνος μας περιμένει στο σημείο που μας είπε. «Τι ήταν αυτό που ήθελες να μας δείξεις;» «Κοιτάξτε τα μαγαζιά γύρω σας και θα καταλάβετε. Δε χρειάζεται άλλο σχόλιο» μου απαντάει. 26


Περνάμε με τον Ασκαλίδη στην απέναντι πλευρά του δρόμου και μένουμε άφωνοι. Φαίνεται πως οι οργανωτές της εκδήλωσης ακολούθησαν κατά γράμμα τις οδηγίες του Μπεγλέρη. Ένας άντρας, γύρω στα πενήντα, στέκεται ακίνητος στη βιτρίνα ενός καταστήματος ρούχων. Έχει περάσει στον λαιμό του μια ταμπέλα από χαρτόνι, που γράφει: «Καταστράφηκα». Δυο μαγαζιά πιο πέρα, σε ένα παπουτσίδικο, ένας εξηντάρης έχει καρφωμένο το βλέμμα του στους περαστικούς με μια ταμπέλα που γράφει: «Έρχεται ο Αϊ-Βασίλης με την πείνα». Η ίδια εικόνα συνεχίζεται σε όλο το μήκος της Αιόλου και στις δύο πλευρές του δρόμου, κάθε δεύτερο ή τρίτο μαγαζί. Μια πενηντάρα, σε ένα κατάστημα που πουλάει πουκάμισα και εσώρουχα, έχει κολλήσει στη βιτρίνα φωτογραφίες της οικογένειάς της, με τον άντρα και τα δύο παιδιά της. Από κάτω έχει κολλήσει μια λεζάντα από εκτυπωτή: «Ο Πειναλέων δεν είναι ένας, είναι πολλοί». «Δε χρειάζεται να μαυρίζετε την ψυχή σας» μου λέει ο Αλαμάνος, που έχει έρθει μαζί μας. «Αυτή είναι η εικόνα, και όχι μόνο στην Αιόλου. Τα ίδια θα δείτε και στη Μητροπόλεως και σε όλους τους δρόμους γύρω από το Μοναστηράκι». «Τι κάνουμε;». «Τίποτα. Αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον δεν υπάρχει καμία παράβαση. Υπάρχει λοκντάουν στα καταστήματα, αλλά κανείς δεν απαγορεύει στους ιδιοκτήτες, ακόμα και στο προσωπικό, να έρθουν και να κάνουν δουλειές μέσα στο κατάστημα. Αν η εκδήλωση μείνει έτσι και δεν υπάρξει ξέσπασμα στους δρόμους, τότε θα είναι η πιο πρωτότυπη εκδήλωση διαμαρτυρίας που έγινε ποτέ». 27


«Πάλι γράψαμε ιστορία» του λέω. «Κρίμα που δε θα τη δει κανείς με την απαγόρευση κυκλοφορίας» σχολιάζει ο Ασκαλίδης. «Μη σκας, θα τη δουν οι πάντες» αντιτείνει ο Αλαμάνος. «Όλα τα κοινωνικά δίκτυα και όλα τα δελτία ειδήσεων θα είναι γεμάτα φωτογραφίες». Χωρίζουμε στο σημείο που είχαμε συναντηθεί και μπαίνουμε στο περιπολικό. «Πάντως μας έγινε η καρδιά περιβόλι» μου λέει ο Ασκαλίδης. Θεωρώ περιττό να του απαντήσω, γιατί είμαι και εγώ σοκαρισμένος. Σκέφτομαι πως ο Μπεγλέρης πέτυχε με την αυτοκτονία του αυτό που κανένα κόμμα και καμία κλαδική οργάνωση δε θα μπορούσαν να σκεφτούν και να οργανώσουν. «Σας ζήτησε ο Βλασόπουλος» μου λέει η Στέλλα, μόλις φτάνω στο γραφείο. «Πάρ’ τον αμέσως». «Η εγγονή ορκίζεται ότι δεν ανάρτησε εκείνη το γράμμα του Μπεγλέρη, και δεν το έδωσε σε κανέναν, ούτε καν στον γιατρό» μου λέει ο Βλασόπουλος μόλις συνδεόμαστε. «Έβγαλε μάλιστα και μου έδειξε το πρωτότυπο». «Τότε πώς έφτασε το γράμμα στα χέρια του γιατρού;» «Μου είπε ότι ο γιατρός το φωτογράφισε με το κινητό του, για να μας το στείλει». «Τότε πρέπει να ρωτήσουμε τον γιατρό, μήπως ανάρτησε εκείνος το γράμμα». «Τον πήρα ήδη. Με διαβεβαίωσε πως μόλις το έστειλε σ’ εμάς, διέγραψε αμέσως το γράμμα από το κινητό του». «Η εγγονή μένει μόνη;» 28


«Όχι, με τον πατέρα της, που είναι τεχνικός στους σιδηρόδρομους». Κλείνουμε, ενώ αρχίζω να βρίσκω μιαν εξήγηση στο κακό προαίσθημα που με βασάνιζε. Πώς έφτασε η επιστολή στα χέρια αυτής ή αυτού που έκανε την ανάρτηση; Θεωρώ απίθανο να την έστειλε ο ίδιος ο Μπεγλέρης. Ποιος οργανώνει αποστολή επιστολής πριν κόψει τις φλέβες του; Την αφήνει δίπλα του. Αυτό έκανε άλλωστε και ο Μπεγλέρης. Πώς έφτασε λοιπόν στα χέρια εκείνου που την ανάρτησε; Η μόνη εξήγηση, έστω και τραβηγμένη από τα μαλλιά, είναι να υπαγόρευσε ο Μπεγλέρης την επιστολή σε κάποιον, και αυτός να την κυκλοφόρησε. Και ποιος είναι ο δράστης της ανάρτησης; Προσπαθώ να ηρεμήσω, σκεπτόμενος ότι κακώς παρασύρομαι. Δε βρίσκομαι μπροστά σε δολοφονία αλλά σε αυτοκτονία. Εκείνο που με ανησυχεί περισσότερο είναι η επιτυχία της εκδήλωσης. Όταν αυτή προβληθεί στο διαδίκτυο και στην τηλεόραση, δεν αποκλείεται κάποιος άλλος απελπισμένος να μιμηθεί τον Μπεγλέρη, για να δημιουργήσει ντόρο, βάζοντας τέλος στη ζωή του. Λέω στη Στέλλα να καλέσει τον Βελίδη του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Θεωρώ απαραίτητο να κάνουμε έρευνα, μήπως εντοπίσουμε αυτόν που ξεκίνησε τη διάδοση της επιστολής και να μάθουμε πώς έφτασε στα χέρια του. «Έχουμε φόνο;» με ρωτάει ο Βελίδης μόλις μπαίνει στο γραφείο μου. «Δε μας φτάνουν τα θύματα της πανδημίας;» Του λέω όλη την ιστορία με την αυτοκτονία του Μπεγλέρη και την εκδήλωση. Όσο μιλάω, η απορία γίνεται πιο έντονη στο βλέμμα του. «Και τι είναι αυτό που σε ανησυχεί;» με ρωτάει, όταν 29


τελειώνω. «Από τη στιγμή που δεν υπάρχει φόνος ή οικονομική απάτη μέσω διαδικτύου, όλα τα άλλα δεν αφορούν την αστυνομία». «Δεν ξέρω αν θα υπάρξουν μιμητές και, το κυριότερο, αν κρύβεται κάποιο σχέδιο πίσω απ’ όλα αυτά. Θέλω να εντοπίσουμε τον παραλήπτη της επιστολής Μπεγλέρη και να τον ανακρίνω, έστω για τους τύπους». «Καταλαβαίνεις ότι αυτό μπορεί να πάρει χρόνο, και το αποτέλεσμα δεν είναι σίγουρο» μου εξηγεί. «Πολλοί από αυτούς που κάνουν τέτοιες αναρτήσεις κρύβονται πίσω από ψευδώνυμα, που είναι πολύ συνηθισμένα στο διαδίκτυο. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν ξέρω πόσο χρόνο θα χρειαστούμε για να εντοπίσουμε τον κάτοχο του λογαριασμού στο facebook». «Ξέρω ότι μπορεί να σε ταλαιπωρώ άσκοπα, αλλά ας κάνουμε μια προσπάθεια» του απαντώ. Μου περνάει για μια στιγμή η ιδέα να ενημερώσω και τον υπαρχηγό, αλλά τη διαγράφω αμέσως. Δεν υπάρχει λόγος να αναστατώσω και τους προϊσταμένους μου. Αν οι φόβοι μου αποδειχτούν άσκοποι, θα μου ψέλνουν τα εξ αμάξης πίσω από τα πλάτη μου.

30


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.