Γιώργος Δελιόπουλος
Ο Μικρός Οδυσσέας Ποίηση
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ Γιώργος Δελιόπουλος Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Εικονογράφηση βιβλίου - εξωφύλλου: Γλύκα Διονυσοπούλου Μακέτα εξωφύλλου: Γιώργος Ανδρέου © Copyright: Γιώργος Δελιόπουλος Κασσιανής 7, 501 00 Κοζάνη Τηλ.: 26410-23636 © Copyright Έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός - Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης, 2009 Ιούλιος 2009 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ • Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-547-3
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Ο
Μ ΙΚΡΟΣ Ο ΔΥΣΣΕΑΣ
Ποίηση
ΙΩΛΚΟΣ
Στους γονείς μου ως ευχαριστώ για τα πρώτα μου ποιητικά ερεθίσματα, στο Θωμά Διονυσόπουλο για την πολύτιμη βοήθειά του και κυρίως στη σύζυγό μου Γλύκα για την απλόχερή της έμπνευση και στήριξη στα ποικίλα ποιητικά μου τολμήματα.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου… Πάντως δεν ήταν λύση· ήταν ημίμετρο. ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, «ΙΘΑΚΗ»
Ο
Οδυσσέας και οι συμβολισμοί που κουβαλά στοιχειώνουν τη λογοτεχνική μας ιστορία εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου. Δεν είναι τυχαίο. Ο Οδυσσέας αποτελεί το αρχετυπικό σύμβολο της ανθρώπινης αναζήτησης, του ταξιδιού και της επιστροφής. Οι ανησυχίες, οι φόβοι, οι δυσκολίες και τα όνειρα του ομηρικού μας ήρωα βρίσκονται συνειδητά και υποσυνείδητα στα συστατικά της ψυχής κάθε ατόμου. Στις αράδες των πεζών και έμμετρων κειμένων που γράφηκαν από τον Όμηρο ως και σήμερα χιλιάδες «Οδυσσείς» έκαναν πάνω στις σελίδες των βιβλίων τα δικά τους ταξίδια. Αντιμετώπισαν τους δικούς τους δαίμονες, υπέκυψαν στους δικούς τους πειρασμούς και είχαν το δικό τους τέλος. Κάποιοι γύρισαν στην Ιθάκη και πέθαναν ευτυχισμένοι στα βαθιά τους γεράματα, ενώ άλλοι δε γύρισαν ποτέ. Ένας τέτοιος Οδυσσέας κάνει το δικό του ταξίδι στους στίχους των παρακάτω ποιημάτων. Ονομάζεται «μικρός» κυρίως από μετριοφροσύνη προς τον πρώτο, το μεγάλο Οδυσσέα, το γιο του Λαέρτη, που ο Όμηρος τον θέλησε να πολεμά στην Τροία. Ονομάζεται «μικρός» και γιατί νιώθει αγίνωτος ακόμη, άπειρος κι ασήμαντος μπρος στη μεγαλοσύνη του κόσμου που ανοίγεται στα μάτια του. Ακόμη κι αν επιστρέφει πίσω, κουβαλώντας τόσες γνώσεις κι εμπειρίες, νιώθει πως έχει ακόμη πολλά να μάθει. Το
ταξίδι δε σταματάει ποτέ. Αυτή εξάλλου είναι η μόνη του Αλήθεια. Για τον εαυτό του, λοιπόν, θα παραμένει «μικρός» για πάντα ή τουλάχιστον μέχρι να αισθανθεί ότι σωθήκαν τα ταξίδια του. Κάθε ταξίδι ξεκινά με μια γλυκόπικρη αναχώρηση. Η αναχώρηση είναι το πιο δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού. Χρειάζεται απόφαση να πεις το μεγάλο «ναι» ή «όχι» και να ξεκινήσεις σίγουρος γι’ αυτό που κάνεις. Αφήνεις πίσω άσχημες στιγμές (Ξενιτιά), άδειους ουρανούς (Ξενιτιά 2008 μ.Χ.), χαμένους τόπους (Ο τόπος μου), πόθους και έρωτες (Ζηνοβία) κι αγαπημένα πρόσωπα που ίσως δε θα ξαναδείς ποτέ σου (Επιτύμβιο, Αποχαιρετισμός, Ο μεγάλος δρόμος). Σε μια αναχώρηση πάντα φοβάσαι ότι ίσως κάποια μέρα ξεχαστείς απ’ όλους και σβήσει το σημάδι σου απ’ τη Μνήμη των ανθρώπων (Οι σκιές των τοίχων). Κυρίως, όμως, φοβάσαι για το ίδιο το ταξίδι, μήπως κάνεις λάθος ή μήπως το ταξίδι δεν είναι όπως το φαντάστηκες και προδοθούν τα όνειρά σου (Το τρένο). Τα ταξίδια αναζητούν καινούρια πράγματα: τους απλούς, καθημερινούς ήρωες στο σκοτάδι (Οι ήρωες), τα κρυμμένα μυστικά των θεών που πλάσαμε (Οι θεοί), το γαλανό πουλί της χίμαιράς μας (Όλοι τρέχαμε), τους ανθρώπους και τα πράγματα των άγνωστων δρόμων (Ο δρόμος φέρνει), την κρυμμένη μας ταυτότητα για να κοιτάζουμε περήφανα τους άλλους (Μυκήνες) και τελικά το μήνυμα της ζωής σ’ ένα ηλιοβασίλεμα (Ηλιοβασίλεμα). Στην αναζήτηση τα βήματά μας οδηγεί ο έρωτας της ποίησης (Τα βήματα), ενάντια στους φόβους μας (Δειλία) και στον πόνο για εκείνους που χάθηκαν (Για το νεκρό μας φίλο). Συνεχίζουμε, ξέροντας πως συχνά η καθιέρωση μας βρίσκει μετά θάνατον στον Άδη (Προμηθεύς Απολογητικός). Πώς, όμως, να αντέξεις το ταξίδι μακριά από εκείνα που αγάπησες; Γιατί πάντα αφήνεις κάτι αγαπημένο πίσω σου σαν μια υπόσχεση ότι θα επιστρέψεις. Κάποια γυναίκα που της ψιθύρισες το τρυφερό σου «Σ’ αγαπώ» πριν φύγεις (Ερωτικό, Κοιτώντας σε) κι εκείνη ύφανε τη ζωή σου (Ερωτική Εξομολόγηση) ή μια απροσδιόριστη νοσταλγική εικόνα της πατρίδας (Μετάνιωμα Ι). Εύχεσαι τότε στη γραμματική της ζωής σου να μιλάς με σιγουριά για τη μελλούμενη επιστροφή σαν να ’χει ήδη γίνει, χωρίς πια να φοβά10
σαι άγνωρους ενεστώτες κι επικίνδυνους μέλλοντες (Γραμματική). Πώς, όμως, να ξορκίσεις μονομιάς την ανασφάλεια (Ανασφάλεια), το έλλειμμα πίστης (Α-πιστία) που σε κληροδότησε η απουσία τόσων χρόνων; Χρειάζεσαι κάποιο στήριγμα, μια αφορμή για να ονειρεύεσαι την επιστροφή. Μια αφορμή όπως ένα μπουκέτο άνθη (Ξενιτεμένος) ή λίγα γράμματα σ’ ένα κουτί που εξιστορούν την αγάπη σου (Το μαονένιο μου κουτί). Και πριν προλάβεις να μυρίσεις τα λουλούδια, πριν αποσώσεις το τελευταίο γράμμα, να και η Ιθάκη! Ξεπροβάλλει στον ορίζοντα με τους αγαπημένους σου ανθρώπους, τα γνώριμα βουνά, τις φωτιές από τα σπίτια της (Επιστροφή) και στολισμένη στη λιτή της αρχοντιά (Ο τόπος μας). Τι συμβαίνει; Γιατί δε χαίρεσαι (Μετάνιωμα ΙΙ); Μήπως δε σου άρεσαν τα γερασμένα από την απουσία πρόσωπα (Όπως παλιά); Ή μήπως σε πίκραναν τα χλιαρά αισθήματα της Πηνελόπης (Η τραγουδίστρια); Τώρα κατάλαβες τι σήμαιναν όλα: το ταξίδι, η αναζήτηση, η νοσταλγία, η επιστροφή. Ήταν για να βρεις την πρόωρα χαμένη σου ταυτότητα. Να καταλάβεις πόσο το πρόσωπό σου άδειασε στην ξενιτιά (Το άδειο πρόσωπο). Πόσο πολύ σ’ άλλαξαν οι βάρβαρες συνήθειες (Αλλοτρίωση). Πως η Ιθάκη που εγκατέλειψες υπάρχει μόνο στα όνειρα (Το όνειρο). Πως άλλο δεν επιθυμείς την προηγούμενη ζωή σου (Σαν το μικρό παιδί). Πως η πορεία σου στον κόσμο συναρτάται από τις πράξεις σου (Άλγεβρα). Πως μέσα στην ψυχή σου κατοικούν Μούσες, εκστρατείες και ιστορίες παιδικές (Τα έπη του Ομήρου). Πως άλλα βλέπουν τα μάτια σου κι άλλα τα μάτια των συντρόφων σου (Πατρίδες). Πόσο ευτυχισμένος νιώθεις πια στη βεβαιότητα κάποιας Ιθάκης (Το παράθυρο), χωρίς να επιθυμείς την αναζήτηση (Αναπόληση)! Τελικά, αυτό ζητούσες μια ολάκερη ζωή. Μια χούφτα αναμνήσεις συντροφιά κι ένα λιμάνι σπίτι να αράξεις. Γ.Δ.
11
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
ΞΕΝΙΤΙΑ Αφήνω την πατρίδα μου για πάντα με μια βαλίτσα μοναχά απ’ όμορφες στιγμές ευτυχισμένες, εικόνες που χαράζουν στο σκοτάδι μέσ’ από τις περσίδες οι ακτίνες. Οι άσχημες στιγμές με θλίβουν και τις αφήνω πίσω.
15
ΞΕΝΙΤΙΑ 2008 μ.Χ. Ήταν καλό παιδί το παιδί στον πρώτο με τα καγκελωτά πορτοπαράθυρα, τα φθηνά έπιπλα, τους φθηνούς έρωτες, με τον αγωνιώδη ήλιο πρωινιάτικα στα κουρασμένα βλέφαρά του πάνω. Ήταν καλό παιδί το παιδί στον πρώτο παρά την άδεια τσέπη και το λίγο χρόνο, τον άδειο ουρανό απ’ το μπαλκόνι του, παρά τις μαύρες πύλες που σφάλιζαν στο διάβα του γνωστοί κοντυλοφόροι. Κι είπε μια μέρα: «Φεύγω σ’ άλλη γη. Για να μυρίζω αλλιώτικα λουλούδια. Να ιππεύω αλογάριαστα τα σύννεφα. Να τραγουδώ τους ξένους στίχους. Για ν’ αγαπώ τον κόσμο δίχως τύψεις». Κι είπε μια μέρα: «Φεύγω σ’ άλλη γη. Σ’ άλλη πατρίδα, σ’ άλλο σπίτι πάω. Με ήλιους παγωμένους, καυστικούς. Με ξένες γλώσσες αμετάφραστες. Με ακριβές ανάσες που τελειώνουν». Ήταν καλό παιδί το παιδί στον πρώτο, που ήρθε πίσω αργά για να πεθάνει, ξέροντας πια πόσο στοιχίζουν ακριβά τα φθηνά έπιπλα, οι φθηνοί έρωτες κι οι ακριβές ανάσες που τελειώνουν.
16
ΖΗΝΟΒΙΑ Ζηνοβία, εκείνον που αγάπησες μοναδικά μια νύχτα πόθου τον έχασες για πάντα. Και αν τον κράτησες για μια στιγμή στα δυο σου χέρια μέσα. Αν τη ζεστή του ανασαιμιά ένιωσες στο λαιμό σου. Αν τα δυο κόκκινά σου χείλη τρεμόπαιξαν στον έρωτα και τα μαλλιά σου αφέθηκαν ανέμελα, τώρα έχει φύγει.
17
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ Ο τόπος μου μια πόλη στον κάμπο, γεμάτη χρώματα, φώτα, ζωντάνια, στέκει χαμένος. Σπίτια που πέφτουν, στέγες και τοίχοι. Παντού υγρασία, χρόνοι και μούχλα να τα ρημάζουν. Τα ερείπια τότε μαζεύουμε όλοι μέσα σε κάδους, σε σκουπιδιάρικα να πεταχτούν. Δίχως περίσκεψη και δίχως τύψεις, ξεθεμελιώνοντας κάθε παλιό, χτίζουμε άλλα. Ο τόπος μου μια πόλη στον κάμπο, λαμπρή, καινούρια, όπως ανδρείκελο σε μια βιτρίνα. Όλα φτιαγμένα απ’ την αρχή, χωρίς μια πέτρα από το χρόνο πελεκημένη. Ο τόπος μου! Το πιο παλιό σπίτι στην πόλη χτίστηκε χθες κι αύριο πέφτει.
18
Μνήμη! Πού να βρεις στήριγμα να περπατήσεις το πρώτο βήμα της Ιστορίας; Πόλη! Πού να βρεις βράχο να θεμελιώσεις τον εαυτό σου; Στέκεις χαμένη.
19
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ Καλό ταξίδι να ’ναι το στερνό κι ευλογημένο. Και να μας γράφεις. Μην το λησμονήσεις. Πώς είναι οι κόσμοι που πρωτόδες, οι άνθρωποι πώς είναι κει ψηλά και ποιος τους διαφεντεύει. Έφυγες νωρίς. Ξέρω... Σου λείπει από το στόμα η γεύση της ζωής, στα ξεραμένα χείλη σου η δροσιά της. Πάντα βιαζόσουν και απόψε πρώτος κινάς από τον κόσμο μας, καβάλα στο φεγγαροφώς, ανάμεσα στο τρεμολάμπισμα των άστρων, ίσια στο Άπειρο που δε γνωρίσαμε. Μακρύ ταξίδι και βαρύς ο πηγεμός. Και αν για σένα μια στιγμή κρατήσει, για μας ατέλειωτο, ωσότου να στερέψει κάθε δάκρυ και ο χρόνος μας σωθεί όλος στη θύμησή σου. Έφυγες νωρίς. Μα κάποιος έπρεπε. Κι αν οι βαριές ψυχές μας κλαίνε, παρηγοριά θα γίνει ο Θεός και το στερνό δικό μας ξόδι.
20
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ Κάποιες στιγμές ένα ανεπαίσθητο χάδι, μια ματιά ξεφεύγουν της προσοχής μας, αν και τούτες οι στιγμές κουβαλούν μέσα τους όλη την Αλήθεια των πραγμάτων. Μια τέτοια στιγμή είναι κι ο αποχαιρετισμός κάποιου αγαπημένου μας με τη φριχτή συναίσθηση ότι δε θα τον ξαναντικρίσουμε ποτέ.
Πόσο μακριές φαντάζουν οι ξένοιαστές μας μέρες, το χέρι που μου έσφιγγες κι όμως ποτέ δεν είδα. Τώρα γινήκαν οι στιγμές θάνατοι και φοβέρες και τα όνειρά μας μια αχνή, νεκράσθενη ελπίδα. Τα χέρια μου περπάτησαν αργά το πρόσωπό σου και μπλέχτηκαν θρηνητικά στα γέρικα μαλλιά σου. Κοινώνησαν τα χείλη μου το μυστικό το φως σου και λύγισα από τους λυγμούς, μάνα, στην αγκαλιά σου.
21
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ Για τους ταξιδευτές που δε γύρισαν.
Πήρες το μεγάλο δρόμο που τραβούν τα πλοία με σπασμένα ιστία για το πουθενά. Χάραξες στον πηγεμό σου μια λευκή ευθεία μες στην τρικυμία και την παγωνιά. Ανεβαίνεις τα ουράνια βήμα βήμα πάνω, όμως δε σε φθάνω που ’μαι χαμηλά. Και κρατώ παρηγοριά μόνο σου σημάδι το στερνό σου χάδι στην υγρή παρειά. Θα θυμάμαι που ’πες: «Θα γυρίσω πίσω μ’ έναν πελαγίσιο άνεμο μαζί».
22
Και περνούν οι νύχτες στο αγνάντι μήπως του αγέρα ο χτύπος είσαι πια εσύ. Ξάφνου όλα χάθηκαν, η χαρά, η λύπη κι ένα καρδιοχτύπι δεν υπάρχει πια. Πήρες το μεγάλο δρόμο που τραβάμε μόνοι δίχως στο τιμόνι μια κλεφτή ματιά.
23
ΤΟ ΤΡΕΝΟ Έφθασε το τρένο απ’ τη Μεθώνη και η αρμύρα ακολουθούσε τον καπνό, σαν μπήκε στο σταθμό. Πάνω στις ρόδες είχαν κολλήσει μαύρα φύκια κι αστερίες, απ’ τα βαγόνια γαντζωμένοι όπως σέρνονταν. Ανάμεσα στις ράγες να! που σκοτωμένα ψάρια και χιλιάδες γλαροπούλια, όσα δεν άντεξαν τους στεριανούς καπνούς, όσα για λίγο δεν οσμίστηκαν ιώδιο κι όσα το τρένο έσυρε για να μας πείσει, φέρνοντάς μας το πιο ωραίο νέο. Τη θάλασσα. Και πέτυχε, καθώς πιστέψαμε –παρά τα τόσα μέτρα υψόμετρο– πως πάφλαζαν τα κύματα σιμά μας. Να! και ο Ποσειδώνας που ξεπρόβαλε να τον καλωσορίσουμε σαν βασιλιά. Μα εμείς, αμάθητοι κι ολόστεγνοι, λαθέψαμε, νομίζοντας πως είναι ο σταθμάρχης. Κι έτσι ο θεός μάς ξέφυγε, φτωχά και ταπεινά σαν ένας άλλος. Απόψε στο σταθμό είμαστε μόνο τρεις, που στα παγκάκια ξύνουμε το ξύλο και φτύνουμε τα τσόφλια απ’ τα ηλιόσπορα. Είναι ο καθένας βυθισμένος μέσα του κι αφήνουμε τα τρένα να μας προσπερνούν, ωσότου ηχήσει η σφυρίχτρα των εννιά.
24
Έφθασε το τρένο απ’ τη Μεθώνη, κεφάτο απ’ την ωραία διαδρομή του. Μα ο νους μας δε θα πάει στο ταξίδι κι ούτε τα νυσταγμένα μάτια στο παράθυρο θα καρφωθούν σε κάποια ωραία εικόνα. Ίσως με το μαρκαδοράκι σημειώσουμε στην πλάτη τού καθίσματός μας «Ξύπνα με» και με τη σκέψη πως θα μας ξυπνήσουν αποκοιμηθούμε. Έφθασε το τρένο απ’ τη Μεθώνη. Κι αφού μόνο μια μάνα τ’ αποχαιρετά, μαζί με το μοναχογιό της που τον παίρνει, φεύγει και πάλι πίσω.
25
ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ Στους μαύρους τοίχους του σπιτιού ακόμη αχνοφαίνονται σκιές ανθρώπων που αγαπήθηκαν, που κοιτάχτηκαν κατάματα και είπαν μεταξύ τους κάποιο μυστικό σαν λάμψη που τα χείλη τους ενώνει. Όταν χορεύει η φλόγα με τα ξύλα, μοιάζουν οι ζωές τους σαν το θέατρο σκιών της γειτονιάς. Θαρρείς πως με τη φλόγα και τη ζέση παίρνουν ανάσα στους σοβάδες οι φιγούρες, βρίσκουν ξανά το χρώμα των ανθρώπων. Καίνε οι καρδιές τους με τα ξύλα. Πονούν και ερωτεύονται, πασχίζοντας να ξομολογηθούν τα μυστικά τους στα ντουβάρια. Προτού γκρεμίσουμε το σπίτι τους. Προτού αποδημήσουν για τα σύννεφα κι αφήσουν πια τον κόσμο μας για πάντα. Πριν διαγραφούν απ’ τη φτωχή μας Μνήμη.
26