Καλιόρη
ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΙΟΡΗ
Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Χαρά Μακρίδη Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Μαρία Καλιόρη
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση] Οκτώβριος 2022, Α΄ έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81
Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211
e-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-113-8
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑΗ Μαρία Καλιόρη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στην Ιταλία και στο Βέλγιο. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Διηγήματα, βιβλιοκριτικές και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο. Το 0 συμμετείχε με διήγημά της στη συλλογική έκδοση Μαθαί-
νοντας ποδήλατο (εκδόσεις Κέδρος) και το 0 στο συλλογικό
μυθιστόρημα Ηφαίστειο (εκδόσεις Ιωλκός). Οι καλοί πεζοπόροι είναι το πρώτο βιβλίο της.
ΟΙ ΙΣΤΟΡίΕς μ’ έναν, δύο ή παραπάνω θανάτους, είναι αυτές που περισσότερο απ’ όλες αξίζει να ειπωθούν, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ίσως γιατί συμβαίνει συνέχεια ένας θάνατος να είναι η αρχή για κάτι, που πάλι σε κάποιον θάνατο θα καταλήξει, αλλά όσο τον αναμοχλεύεις, όσο περπατάς σ’ αυτό το νήμα προς τα πίσω, τόσο ανασκαλεύεις και βρίσκεις κλειστά κουτιά και φακέλους και συρτάρια με κάτι κολλημένο στο βάθος τους, που αναμένει ν’ αποκαλυφθεί.
Κι όσο θες να μιλήσεις για κείνη την παλιά χριστουγεννιάτικη ιστορία, που έτσι ξαφνικά σου έσκασε
σαν οφειλή από το παρελθόν, τόσο σου ’ρχεται στο
μυαλό αυτή η τελευταία, αυτή που συνέβη πριν από
ένα χρόνο, που μοιάζει σαν να ήταν μόλις χθες. Κι
όμως, πέρασε ήδη ένας χρόνος –πότε πέρασε ένας
χρόνος;– που σήκωσες το ακουστικό, ενώ ήσουν με
τη βαλίτσα στο χέρι, στην εξώπορτα, κι είπες ν’ απα-
ντήσεις –ποιος ξέρει τι σ’ έκανε ν’ απαντήσεις, ενώ ήσουν φορτωμένη και με το κλειδί ήδη στριμμένο δυο φορές στην κλειδαριά– κι έπειτα τα παράτησες όλα, εκεί στην εξώπορτα, κι έτρεξες να δεις τι είχε γίνει. Έτρεξες τρία τετράγωνα μ’ έναν τρόπο που μόνο όταν ήσουν παιδί άντεχες. Και βρήκες τη δικιά του εξώπορτα ανοιχτή. Ίσα που μπήκες μέσα, σχεδόν με την άκρη του ματιού τον είδες στο κρεβάτι, ήδη ντυμένο
με τ’ ωραίο εκρού κοστούμι του το λινό. Έπειτα βγήκες έξω, περπατούσες πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι έκλαιγες σπαρακτικά για ώρα. Πιάστηκες στον
κορμό της λεύκας και ξέρασες μεμιάς κίτρινα παχύρρευστα υγρά στις ρίζες της. Τότε και μόνο τότε άντεξες να μπεις πάλι μέσα και να σταθείς πάνω από το
κεφάλι του· και σου φάνηκε τόσο ζωντανός, έτοιμος
να μιλήσει, που του απηύθυνες το λόγο και τον ρώ-
τησες: «Τι κάνουμε τώρα, μπαμπά», κι ενώ δεν πήρες
απάντηση, συνέχισες να του μιλάς κάθε μέρα από τότε, να τον χαιρετάς, να τον καθησυχάζεις δίχως ποτέ
να παίρνεις απαντήσεις, αλλά και δίχως να πτοείσαι
απ’ αυτό.
Οι περισσότερες ιστορίες ξεκινούν από εκεί που
τελειώνει το νήμα. Είναι τότε η στιγμή που αρχίζεις
και μετράς προς τα πίσω, να βρεις τα χαλικάκια στο
δρόμο ή τα ψίχουλα, να ξαναφτιάξεις τη διαδρομή
αντίστροφα. Και πάντα μένουν κενά ανάμεσα κι εκεί
χώνεις το χέρι στο σακούλι σου και συμπληρώνεις τα
κενά με το υλικό που σου ταιριάζει, άλλοτε στρογ-
γυλεμένα
έτσι μπλέκονται
μπορούν να δουν πίσω σου ένα φαρδύ δρόμο, γεμάτο, στρωμένο με πάσης φύσεως υλικά, χτισμένο κομμάτι κομμάτι, κάποτε με κόπο και στέρηση, κι άλλοτε με ανεμελιά
κι ευκολία, αλλά πάντα διαλεγμένα από σένα την ίδια, και να μπορούν να κλαίνε παρηγορημένοι, αφού θα
λένε «ευτυχώς το έργο της μας μένει».
Ξεχάστηκες.
Όχι, δεν ξεχάστηκα. Το ξέρω ότι είχα ξεκινήσει να
πω μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Θα την πω, παρ’
ότι είναι πολύ παλιά, γιατί είναι στη φύση μου να λέω
και ν’ ακούω ιστορίες. Από μωρό άκουγα τόσες που
δίχως αυτές θα είχα ζήσει μια άλλη ζωή ή ίσως και
Είχα μάθει τα παραμύθια απέξω, προτού καν καταλάβω τα γράμματα και τις λέξεις, διάβαζα τις εικό -
νες δίχως να παραλείπω ούτε ένα «και», και ναι, όλοι
έμεναν εμβρόντητοι: «Ιδού το παιδί θαύμα, διαβάζει
δίχως να ξέρει». Ω, ναι, ήταν θαύμα, να κρέμονται από
τα χείλη σου, ενώ ακόμα μπουσουλάς. Κι εκείνος μου
έλεγε ιστορίες. Όχι με αληθινούς λύκους, με ψεύτικους. Οι ιστορίες, όμως, ήταν πέρα για πέρα αληθινές
και όσοι, όπως εκείνος, τις είχαν ζήσει στο πετσί τους, ήταν πουλιά. Όχι αληθινά, ψεύτικα. Είχαν, όμως, φτερά αληθινά. Και τώρα έτσι τον βλέπω, τα χέρια του
να γίνονται φτερά και να πετάει σ’ έναν ασπρογάλαζο πίνακα. Σ’ αυτόν τον πίνακα δεν υπάρχει κορνίζα, απλώνεται σ’ όλο το εύρος τ’ ουρανού όποτε υψώνω
το βλέμμα μου.
Δεν ξεχάστηκα, αλλά συνέχεια μπλέκονται οι ιστορίες. Οι δικές μου και των άλλων, τόσο που δεν ξεχωρίζω τι ανήκει σε ποιον.
Είναι όπως όταν είσαι μωρό. Δε σου ανήκει τίποτα και όλα είναι δικά σου. Κατά βάθος, μωρό μένεις για πάντα. Όλοι. Θα πω την ιστορία και θα πάμε για ύπνο.
Ξεκινάω.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, ήμουν πολύ μικρή, μόλις δεκατριών. Πάνε τόσα χρόνια, που είναι πολλά αυτά
που δε θυμάμαι πια, αλλά θα τα βρω στην πορεία.
Στην ανάγκη θα τα σκαρώσω. Ήμασταν ένας σωρός
άνθρωποι· συγγενείς, φίλοι γνωστοί και άγνωστοι, και ξαδέλφια, πρώτα, δεύτερα και πιο μακρινά, ψηλά
σ’ ένα βουνό, όπου κάποτε έλεγαν πως κατοικούσαν
κένταυροι. Εκείνος, όμως, δεν ήταν στο βουνό κοντά
μου, κι ήταν ο μόνος που έλειπε. Βρισκόταν σ’ ένα
νησί και του έβγαζαν τα νύχια, αν και όπως έμαθα
αργότερα δεν ήταν η πρώτη φορά. Κι αυτό είναι πέρα
για πέρα αληθινό, γιατί
του. Εμείς, όμως, πάνω στο βουνό δεν είχαμε ιδέα γι’ αυτό. Καμιά φορά ερχόταν η κουβέντα για εκείνον. Τότε χαμήλωναν οι φωνές και τα κεφάλια, έπιανα μόνο ψιθύρους στον αέρα, για τη ζωή του σ’ εκείνο το νησί, «όχι, όχι, δεν είναι πια σ’ εκείνο το νησί, τον πήγανε σε άλλο», έλεγε κάποιος, στραβώνοντας το στόμα του για να μην ακουστεί. Όταν οι ψίθυροι γύρω από εκείνον σταματούσαν, συνεχίζαμε κι εμείς από εκεί που είχαμε σταματήσει. Εγώ έπαυα να κάνω την αδιάφορη κι εκείνοι έπαιρναν το βλέμμα τους από πάνω μου.
Περνούσαμε ωραία, σ’ ένα διώροφο αρχοντικό με πολλά δωμάτια, μια στριφτή ξύλινη σκάλα και κήπους. Κάθε δωμάτιο είχε το δικό του τζάκι και στο υπόγειο υπήρχε ένα κελάρι που το λέγαμε «ταβέρνα», με κρεμασμένα λουκάνικα και πιπεριές και νταμιτζάνες γεμάτες κρασί και μια σειρά γυάλινα μπουκάλια γεμάτα τσίπουρο, και κίτρινα κεφάλια τυριού, και γυάλες με τουρσιά, αλλά δεν ήταν ταβέρνα, ήταν η
κουζίνα του σπιτιού. Εγώ ήμουν η πιο μικρή απ’ τους μεγάλους κι η πιο μεγάλη απ’ τους μικρούς, γι’ αυτό μ’
έλεγαν μικρομέγαλη, κι όχι για άλλο λόγο. Ήμασταν τρεις κατηγορίες: οι μικροί, οι μεγάλοι και οι πολύ μεγάλοι. Τις πρώτες μέρες μπερδευόμουν, περίσσευα
στους μικρούς και δε χωρούσα στην παρέα των με -
γάλων. Αυτό που μ’ ένοιαζε, ήταν να γίνω μία απ’
αυτούς, τους μεγάλους. Και τα κατάφερα. Τότε ήθελα
να φύγω, αλλά και τώρα δε θα επέστρεφα με τίποτα σ’ εκείνη τη θολή ηλικία.
να πίνουμε κρυφά –κάτι που τότε, μόνο οι πολύ μεγάλοι έκαναν– κι έπειτα στήναμε παιχνίδια και ξεδιπλώναμε τις γνώσεις μας, περνούσαμε στα χαρτιά και καταλή -
γαμε σε άλλα, πιο πονηρά, που τα κατηύθυνε το στόμιο μιας άδειας μπουκάλας. Από το πρώτο βράδυ απέ-
δειξα ότι μου άξιζε μια θέση ανάμεσά τους κι έτσι με
εμπιστεύτηκαν κι όχι μόνο δε με έστελναν για ύπνο, αλλά από το πρώτο εκείνο βράδυ, έπαιξα και χαρτιά
και ήπια μισό σφηνάκι τσίπουρο. Οι γνώσεις μου ήταν
πολυποίκιλες. Ήμουν η μόνη που ήξερα το πολίτευ -
μα της χώρας μας και τ’ όνομα του δικτάτορά μας.
Ήμουν η μόνη που ήξερα τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα
φυλακισμένο και σ’ έναν εξόριστο, στον ύφαλο και το
σκόπελο, στη χλωρίδα από την πανίδα, έλυνα σπαζο-
κεφαλιές μικρότερης ή μεγαλύτερης δυσκολίας και τα
κατάφερνα καλύτερα απ’ όλους στους γλωσσοδέτες.
Τους έλεγα ιστορίες γι’ αδέσποτα πουλιά μαντρωμένα
σε ξερονήσια ή κλεισμένα σε σακιά με λυσσασμένες
γάτες. Μ’ έκαναν χάζι.
Τα πρωινά κάναμε βόλτες στο χωριό και στα γύ -
ρω μονοπάτια. Σκαρφαλώναμε σε δύσβατες πλαγιές
και δέντρα. Στήναμε ένα αυτοσχέδιο κυνήγι θησαυρού και τα βράδια συνεχίζαμε τα ξενύχτια. Κάποιοι
αποχωρούσαν με τρόπο, παρίσταναν τους νυσταγμέ-
νους κι άλλοι έμεναν έως ότου έφευγαν κι οι τελευταίοι. Υπήρχαν λόγοι που συνέβαιναν αυτά, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μιλήσω γι’ αυτά, ούτε τώρα ούτε αργότερα. Αν συνδύαζες πώς ανοιγόκλειναν οι πόρτες πίσω από τις κλειστές πόρτες και πότε έτριζαν τα πατώματα κι η στριφτή σκάλα, καταλάβαινες τους συνδυασμούς.
Πριν από το τέλος της βδομάδας είχα πιει συνολικά
έξι ολόκληρα σφηνάκια και είχα δώσει το πρώτο φιλί, στο γιο του μοναδικού ταβερνιάρη του χωριού, που
ερχόταν και μας έβρισκε αργά τη νύχτα – σκαστός
κι εκείνος από το κρεβάτι του. Το πρώτο φιλί, το είχε
κερδίσει στην μπουκάλα, αλλά τα υπόλοιπα του τα
χάρισα από απλή ευχαρίστηση και φιλοδοξία. Ίσως το
μόνο «έργο που άφησε πίσω του», το μόνο που πρό-
λαβε ν’ αφήσει, ήταν αυτό ακριβώς: το κλέψιμο του
υμένα μου. Όσο κι αν προσπαθώ, δε θα θυμηθώ ποτέ
τ’ όνομά του, προς χάριν συνεννόησης θα παραμείνει
ο «γιος του ταβερνιάρη του χωριού», πάνω στο βουνό,
των πρώτων και τελευταίων χριστουγεννιάτικων διακοπών μου προτού μείνω χήρα.
Ήταν η τελευταία νύχτα. Είχαμε φορτώσει τις βαλίτσες αποβραδίς στ’ αυτοκίνητα για την επιστροφή, νωρίς το πρωί θα φεύγαμε, σε δυο μέρες θα ξεκινούσε
πάλι το σχολείο. Όλες οι προηγούμενες μέρες ήταν κρύες, όμως εκείνο το βράδυ, η θερμοκρασία έπεσε κι άλλο. Όταν κοιμήθηκαν όλοι, εγώ γλίστρησα έξω απ’ το αρχοντικό. Με περίμενε στα δυο πλατάνια, για
να συνεχίσουμε το παιχνίδι: το κυνήγι του θησαυρού. Περπατήσαμε σ’ ένα λιθόστρωτο δρομάκι, οι δυο μας, χέρι χέρι, χωθήκαμε σ’ ένα στάβλο, και βουλιάξαμε
σ’ ένα λόφο από άχυρα. Το άλογο ήταν νευρικό πίσω
απ’ τα κεφάλια μας, χλιμίντριζε κι έδειχνε τα δόντια
του, εκείνος μου έλεγε να μη φοβάμαι.
«Κι αν είναι κένταυρος;» ρώτησα, και του έδειξα
μια προβοσκίδα να μεγαλώνει κάτω από την ουρά του, έπειτα ξεχύθηκε ένας χείμαρρος που άχνιζε κι άφησε
μια μυρωδιά βαριά και ζεστή.
Χαϊδευόμασταν στα τυφλά, δεν ξέραμε τι ψάχναμε
και τι θα βρίσκαμε. Τα σώματα έδειξαν ξεκάθαρα το
δρόμο, έπειτα ένας πόνος σαν τσίμπημα μέλισσας και
το παιχνίδι είχε τελειώσει. Ξυπνήσαμε κουλουριασμέ-
νοι ο ένας πάνω στον άλλον και βγήκαμε έξω γυμνοί,
με άχυρα μπλεγμένα στα μαλλιά μας.
«Να τρομάξουμε τους καλικάντζαρους» μου είπε.
Παχιές νιφάδες σκέπασαν τα σώματά μας. Το χιό-
νι είχε καλύψει τα πάντα. Λίγες σταγόνες αίμα γλί-
στρησαν στα πόδια μου και πάνω στο χιόνι φάνταξαν ακόμα πιο κόκκινες. Μου
πια «παντρεμένοι».
Τρομάξαμε
του, φορέσαμε πάλι τα ρούχα μας και προσπαθήσαμε να βρούμε έναν
ασφαλή δρόμο για να φύγουμε.
Προτού ξεκινήσουμε, πήρε ένα άχυρο και μου το
πέρασε δυο βόλτες γύρω απ’ το δάχτυλο. Δεν είπαμε
τίποτα, αλλά χασκογελάσαμε πονηρά. Βυθιζόμασταν
μέχρι τα γόνατα, με κρατούσε γερά απ’ το χέρι και μας
πήρε ώρα μέχρι να επιστρέψουμε.
Άρχισα να σφυρίζω για να ξαλαφρώσω την ατμόσφαιρα. Μου είπε να μην το κάνω ποτέ προτού φέξει, γιατί το σφύριγμα καλούσε τα τελώνια. Τον ρώτησα
τι ήταν τα τελώνια.
«Τα χαμοδράκια» συμπλήρωσε.
«Τα ποια;».
«Οι ανασκελάδες, ντε, οι καλικαντζαραίοι».
Μέτρησα έκπληκτη τρεις καινούριες λέξεις, αλλά
συνέχισα να σφυρίζω…
Είχε ξημερώσει για τα καλά και δεν ξέραμε γιατί έπρεπε ν’ ανησυχούμε περισσότερο. Για το αίμα, το χιόνι, το ξημέρωμα, τα ίχνη μας ή τα ξωτικά; Στο σπίτι θα είχαν ξυπνήσει πια όλοι και θα μάζευαν τα τελευταία φλιτζάνια καφέ ή θα έφτιαχναν κάτι για το μακρύ δρόμο της επιστροφής.
Οι ήρωες των διηγημάτων έρ -
χονται αντιμέτωποι με ανα -
μνήσεις, γρίφους και μυστικά.
Το παρελθόν ορθώνεται ως τοί-
χος, αλλά κι ως λύση στο παρόν.
Οι καλοί πεζοπόροι καλούνται
να διανύσουν αποστάσεις στο
χώρο και στο χρόνο, να μετακι-
νηθούν ψυχικά και σωματικά,
για ν’ αντιπαλέψουν το τετε -
λεσμένο, το ανεπίστρεπτο της
ζωής, μέσα σε στιγμές που το
προσωπικό βίωμα συναντιέται
με την πύκνωση της Ιστορίας.