� αβριέλλα� � ασουλίδου
Σίβυλλα�Ηροφίλη
Η�χιλιόχρονη�προφήτισσα
Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Χαρά Μακρίδη Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Γαβριέλλα Κασουλίδου
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση] Απρίλιος 2023, Α΄ έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-151-0
ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΟΥ
ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ Γ. Κ . Στο δρόμο για τον ουρανό [ιστορία εσωτερικής αναζήτησης, Πύρινος Κόσμος, 005]
Ένα ταξίδι στο Μύθο, στο Αιώνιο Παρόν [φιλοσοφία-μεταφυσική, Πύρινος Κόσμος, 006]
Οι κήποι των αγγέλων
[μυθιστόρημα, Ιωλκός, 008]
Angels Gardens [novel, Eloquent Books, 009]
Η μάγισσα του φωτός [μυθιστόρημα, Ιωλκός, 00]
Άδης με απαρνήθηκε και η ζωή ποτέ δε με αποδέχτηκε πραγματικά. Η μάνα που με γέννησε ποτέ δε με αγάπησε. Την ώρα εκείνη, τη στιγμή που εγώ ήρθα
στη ζωή, αυτή απ’ την καρδιά της καταράστηκε. Κι
εμέ, την άμοιρη έριξε σε αυτής της άδικης κατάρας
την αναπόδραστη τη μοίρα. Κι έτσι σαν ορφανή με -
γάλωσα, χωρίς να νιώσω της καρδιάς το χάδι και της
αγάπης τη ζεστή την αγκαλιά.
Καθώς οι χρόνοι κι οι αιώνες διάβαιναν, εγώ από
τη μοίρα μου κι από το πεπρωμένο μου, που πάντα
με συνόδευε, βρισκόμουνα συνέχεια σε μια ανήκουστη κατάσταση, κάπου στο μεταξύ ζωής και μαύρου
σκοταδιού, και ανάπαυση δεν έβρισκε η ψυχή μου πουθενά. Ζούσα και ξαναζούσα μέσα στη ζωή χωρίς
ποτέ μου να πεθαίνω, πολλές φορές μισότρελη κι άλ-
λες, λες κι είχα αφασία, χωρίς συνείδηση του κόσμου
και χωρίς ύπαρξη συνειδητή. Η λήθη που αγκαλιάζει
τις ψυχές άμα ο Ερμής, που τάχθηκε τούτες από το
χέρι να οδηγεί στον Κάτω Κόσμο, ψυχοπομπός αυ -
τός, όπως η Περσεφόνη όρισε να είναι, κι εκείνη την ανάπαυση μα και τη γαλήνη που αναζητούν από
δύσκολη ζωή οι θνητοί να βρούνε, αυτός εμένα τη φτωχή δε με πλησίασε ποτέ. Μονάχη, ζωντανή κατέβαινα στον Άδη! Τα μονοπάτια του ασυνόδευτη τα περπατούσα κι η λήθη, η γαλήνη ήταν για μένα ξένη, αλλά και απλησίαστη, και από μακριά τις πύλες, που οδηγούν σ’ αυτές, αντίκριζα μονάχα. Αλίμονο σε με! Στον Κάτω Κόσμο και στης Περσεφόνης τα βασίλεια κατέβαινα πάντα μονάχη, ζωντανή εγώ και σαν στον Πάνω Κόσμο ερχόμουνα ξανά, ήμουν νεκρή με όλη την όψη των νεκρών να έχω. Τη
μορφή, το σώμα μου ο Χρόνος σαν περνούσε, έφθειρε, μαζί με όλα όσα υπήρξε τούτο το σώμα κάποτε μπορετό και ικανό να κάνει, κι εμέ, τη δόλια αφήνοντας
στο πέρασμά του μια γριά ρυτιδιασμένη και κυρτή, μια ύπαρξη τρομακτική και θλιβερή, μια ύπαρξη αιώνια θλιμμένη.
Έτσι ποτέ η δική μου η ψυχή ησυχία δε βρήκε, ούτε λησμόνησε ποτέ. Πάντα σαν ξαναβλέπω της ζωής το φως, είμαι σοφή μ’ όλα τα χρόνια που ποτέ δε σβήνουν, ήδη γερόντισσα, ποτέ παιδί, χωρίς την ξεγνοιασιά της νιότης, χωρίς τα όνειρα, τις προσδοκίες που αυτές φέρνουν στους νέους. Μα εγώ, ήδη γνωρίζοντας του
μέλλοντος τα γεγονότα, που οι καιροί στ’ ανθρώπινα
και στις ζωές τους θε να φέρουν, ποτέ δεν τα κατά-
φερα ούτε και μπόρεσα, όνειρα όμορφα κι εγώ σαν
όλοι να έχω του τι να περιμένω και τι να προσδοκώ,
μια κι ήδη γνώριζα τα χρόνια που θα ερχόντουσαν τι
ήτανε γραφτό μαζί τους να μου φέρουν. Γνώριζα πως
μ’ αγκάλιαζε σφιχτά της μάνας μου η άδικη κατά-
ρα. Πώς να ελπίζω σε καλή ζωή;
«Όμηρε, που τη σοφία σού δώσανε οι Θεοί, πες μου, καλύτερο για τους θνητούς τι είναι;».
Κι απάντησε ο Όμηρος: «Καλύτερο για τους θνητούς
είναι να μη γεννιούνται, μα αν γεννηθούν ταχύτατα να
πορευτούν στις πύλες, στον Κάτω Κόσμο των νεκρών, στον Άδη να περάσουν».
Kι ο Ησίοδος σαν πέρασαν τα κάποια χρόνια από
τότε, και σαν του Ομήρου μέτρησε τα λόγια, τραγούδησε κι αυτός πως:
«Πρώτα πρώτα τη χρυσή γενιά των λιγόζωων αν-
θρώπων έπλασαν οι αθάνατοι, που τα Ολύμπια ανάκτορα κατέχουν.
»…Εζούσανε καθώς Θεοί με την ψυχή απείραχτη
και βάσανα δεν είχανε και μόχτο δεν εξέραν. Μήτε τα μαύρα γηρατειά τούς βρίσκανε, μα παλικάρια πάντα
στα ποδάρια και στα χέρια τους χαίρονταν σε συμπό-
σια γιορτινά κι απ’ τα κακά όλα έξω και πέθαιναν σαν
να έγερναν σε ύπνο γλυκό νωρίς».
Κι εγώ ξέρω καλά, πόσο σοφά τα λόγια τούτα ήταν.
Σε πολλά μέρη και σε άλλες κι άλλες των ανθρώπων
εποχές, εγώ σαν Σίβυλλα έχω υπάρξει. Μα οι ντόπιοι
άλλα ονόματα πολλές φορές μού έχουν δώσει, σαν οι αιώνες πέρναγαν χωρίς κανένα τέλος, κι ενώ αυτοί, θνητοί που ήταν, πέθαιναν κι αντάμωναν τον Χάρο, εγώ συνέχιζα πάντα να ζω. Σταμάτησα κι εγώ τα χρόνια να μετρώ. Στης Μοίρας μου το μαύρο πεπρωμένο και στην κατάρα, που η μάνα έριξε στην αγνή ψυχή μου, υπέκυψα. Και τον Θεό Απόλλωνα, τον Φοίβο, που εγώ πιστά μες στον ναό του από νωρίς υπηρετώ, και που κι αυτός με σπάνια, μια απονιά, κατάρα άδικη —χειρότερη από της μάνας μου— έριξε στην άδολη ψυχή μου, κάποια στιγμή υποχρεώθηκα να αποδεχτώ. Άλλη δεν είχα επιλογή! Απελπισμένη πια στης αναπόδραστης της Αδράστειας βουλή, μα και στης Μοίρας μου τις άσβηστες γραφές, που σαν γεννήθηκα υπαγορεύτηκαν, εγώ χωρίς να έχω άλλη επιλογή, υποτάχθηκα.
Και τώρα τα μελλούμενα κι ό,τι θα γίνει στους ανθρώπους μαρτυρώ. Τους πόνους, τους πολέμους και
τις καταστροφές που θα τους βρουν μέσα στα χρόνια
που θα έρθουν εγώ εξιστορώ, καθώς με τους νεκρούς
συνομιλώ κάθε φορά που εκεί στον Κάτω Κόσμο που
πηγαίνω, συναντώ, σκιές αιώνιες τώρα να ’ναι.
Προφήτισσα με έχρισε η Μάνα η Γη, η πρώτη της
γνωρίζω και προλέγω. Κι από το
στόμα μου μιλά ο Θεός που έχει από τη γέννα του της
προφητείας το δώρο, ο Λοξίας
με δάκρυα αστείρευτα, βουβά κι άλλες
φορές με αναφιλητά, τον πόνο μου σε μοιρολόι ψέλνω, μα λύπηση δε βρίσκω πουθενά, ούτε και έλεος κανένα
από τους Θεούς.
Σίβυλλα με ονομάσανε και είπανε πως είμαι. Μα
ας λέει το όνομά μου για τους πρωτινούς, πως τούτων
των Θεών τη βούληση εμένα δώσαν να γνωρίζω σαν
ένα σπάνιο χάρισμα, κι ας το νομίζουν οι θνητοί να είναι ευλογία! Εγώ, που τούτο έχω και κατέχω, κατάρα
το αποκαλώ πως πράγματι είναι!
Αλίμονο σε με! Στα νιάτα και την ομορφιά μου που φύγαν γρήγορα, λες κι είχανε φτερά και πέταξαν
μακριά, όπως τα χελιδόνια που φεύγουν πριν τα προλάβει η χειμωνιά. Έτσι κι αυτά, άνοιξαν τα φτερά τους
τρομαγμένα από την παγωνιά που φέρνουν τα άθλια
γερατειά κι εξαφανίστηκαν μεμιάς, ώστε ποτέ μου μα ποτέ να μην τα ξαναβρώ.
Γριά παρέμεινα να ζω και να μη ζω ταυτόχρονα,
ανάμεσα σε κείνους που τον θάνατο γνωρίζουν και στους άλλους που τη ζωή τους χαίρονται όσο είναι
ακόμα νέοι. Μα και τους γέρους που στη ζωή ακόμα βρίσκονται, μα δεν μπορούν τις όποιες χάρες της να απολαύσουν, με οίκτο εγώ παρηγορώ.
Οι άνθρωποι πολλές φορές πως πέθανα νομίζανε, σαν έπεφτα σε λήθαργο βαθύ, σε κώμα, που στου Θανάτου τη γαλήνη φαίνονταν να μοιάζει και όπως τα
ήθη τα αρχαία κι οι Θεοί προστάζουνε, το σώμα μου
το γέρικο σε τάφους μέσα ρίχνανε, σε ανήλια υπόγεια
δώματα και μάρμαρα βαριά τους τάφους μου σκεπά-
ζανε, ως ήταν η συνήθεια.
Μα εγώ στον Άδη ολοζώντανη πάντα κατέβαινα,
τις φορές όλες, στα μαύρα τα σκοτάδια του και με όλες
τις σκιές παρέα, φαντάσματα αυτών που άλλοτε είχαν
ζήσει και που χαμένοι τώρα εκεί κάτω τριγυρίζουν.
Μαζί μ’ αυτούς συνομιλούσα και όλα τα περασμένα
που έζησαν σε μένα εξιστορούσαν. Φριχτό το θέαμα
για κάθε ζωντανό που τ’ αντικρίζει. Εκεί κυκλοφο -
ρούν και άλλα όντα φοβερά, που οι δαίμονες μοναχά
συνομιλούν μαζί τους, και αφηγούνται τα απίστευτα
και τρομερά. Μα και αυτούς που τη ζωή που άφησαν
δυστυχισμένοι νοσταλγούν.
Η λογική σαλεύει σαν τα παρατηρεί κάποιος, που δεν του είναι φυσικό εκεί να βρίσκεται, γιατί είναι
ζωντανός και όπως λέει ο λαός, «δουλειά δεν έχουνε
οι ζωντανοί να είναι με τους πεθαμένους».
Και σαν τα βλέπεις τα φαντάσματα εκεί, των πρω-
τινών εκείνων που κάποτε υπήρξαν, μα τώρα πια μονάχα σαν είδωλα, αγνώριστες υπάρξεις έχουνε γίνει
και σαν σκιές κυκλοφορούν, αναρωτιέσαι ξαφνικά:
«Αληθινή υπήρξε κάποτε η ύπαρξή τους στη ζωή
ή ήταν μόνο είδωλα και μια αντανάκλαση του ήλιου;
Μην ήταν πάντα μια ψευδαίσθηση και μόνο οι σκιές
στον Κάτω Κόσμο, στα σκοτάδια, είναι αλήθεια; Για-
τί η λήθη την πρωτινή τους ύπαρξη σκεπάζει κι εδώ
κάτω τριγυρίζουν ανυποψίαστες από την τραγωδία
του Θανάτου;
»Γιατί τώρα πλανιόνται
Τούτο τον Χάρο που δρεπάνι μέσα στα χέρια του
κρατά και ανεμίζει και ασταμάτητα θερίζει των ανθρώπων τις πρόσκαιρες ζωές, κατάματα αντίκρισα συχνά χωρίς ποτέ να φοβηθώ. Πολλές φορές τον κά-
λεσα κι εμέ να έρθει να πάρει. Μα αυτός πάντα αγέρωχος από μακριά με κοίταζε, «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα!» μόνο λέει, με παγωμένο βλέμμα και ψυχρό. Ο
Θάνατος δεν ξέρει η λέξη «οίκτος» τι σημαίνει.
Κι όμως, πιστέψετέ με όλοι εσείς που αμφιβάλετε
γι’ αυτό. Πιο τρομερή και πιο αδίστακτη είναι η ζωή
κι ας μοιάζει σήμερα στους νέους, μα και σε άλλους, πως είναι ένα δώρο. Γιατί αφού κανείς γνωρίσει την
ομορφιά, το κάλλος και την αρμονία που ο ήλιος τόσο απλόχερα προσφέρει, σαν έρθει η συννεφιά των γηρατειών, που η Αδράστεια μοιραία θα φέρει, τότε γνωρίζει ο άνθρωπος, που επίγνωση της ύπαρξής του
έχει, τι πάει να πει ασκήμια.
Κάλιο χίλιες φορές νεκρός να βρίσκεται
σκοτάδι
υπάρχει η γαλήνη σε όσους σωστά έχουν ζήσει, και λείπει ο πόνος και τα βάσανα και η δυστυχία. Και δεν μπορούν ούτε και νοιάζονται ή θέλουν τι είναι ωραίο
και τι όχι να διαχωρίσουν. Και σε όλους τους άλλους
που μέσα στο πάθος και την αμαρτία έχουν ζήσει, τα Τάρταρα κι οι δαίμονες τους καταπίνουν για να μην εμφανιστούν ποτέ ξανά…
Έμεινα σαν αποσβολωμένη να κοιτώ την ξαφνική και ανεξήγητη αυτή παρουσία που στεκότανε εκεί μπρο-
στά μου, ολόρθη, μέσα στο σπίτι μου, και με κοιτούσε κατάματα με ένα βλέμμα τόσο έντονο που όμοιό του
δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου. Βαθύ, απύθμενο έμοιαζε να είναι, λες και την ψυχή μου, την ύπαρξή μου όλη διαπερνούσε.
Ένιωσα να παραλύω και το μόνο που μπορούσα να
κάνω, ήταν να σκέφτομαι, ανόητα ίσως, «πώς μπήκε στο σπίτι μου τούτη η γυναίκα, αφού μόλις τώρα
κλείδωσα…»
χιλιάδων χρόνων πριν, με τη μακριά γαλάζια μαντίλα που κάλυπτε το κεφάλι και την κόκκινη μακριά εσθήτα. Βαμμένη έντονα στα μαύρα μάτια της και στα χείλη, ένα πολύ βαθύ κόκκινο και με ομιλία σε εξάμετρο λόγο, λες και απάγγελλε ένα ποίημα.
Εκτός τόπου, γιατί το σπίτι μου θα ήταν το τελευταίο μέρος που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί αυτή την παρουσία.
Η σκέψη μου παρόλο που είχε κολλήσει δεν μπορούσε να με εμποδίσει να ακούω τα λόγια της, λες και απήγγειλε μια τραγωδία που την αφορούσε κι είχε ανάγκη να μιλήσει, να φωνάξει, να ξεσπάσει, να
αναφιλητά, ξανά και πάλι την κακιά τη μοίρα της να κλαίει. Τον θάνατο να επαινεί σαν κάποιο θείο δώρο.
Λες κι έψαχνε βοήθεια να της δοθεί μονάχα από τον Χάρο.
Τα ρίγη με έζωσαν! Ποια ήταν να καταλάβω προσπαθούσα. Σίβυλλα, είπε. Κι εκεί που αναρωτιόμουν, ακόμα, ποια άραγε να ήταν, πώς μπήκε και γιατί βρέθηκε εδώ, ήρθε κι η απάντηση μες στο μυαλό μου.
Ήταν ο πόνος της τόσο δυνατός που η ισχύς του ήταν αυτή, που έκαναν την παρουσία της να ξεπεράσει και να νικήσει κάθε σύνορο
ή μήπως είναι όλα Ένα; Μήπως το σύνορο τούτο βρίσκεται μόνο μέσα στου ανθρώπου τη συνειδητότητα; Μην είναι τούτο μόνο μια ανθρώπινη δημιουργία που
προστατεύει τους θνητούς από την τρέλα νοήματος
τέτοιου πολύπλοκου που αφορά την ύπαρξη του Ενός
και μόνου; Μέσα σε έναν κόσμο των εκατομμυρίων
φαινομένων πώς γίνεται, άραγε, αλλιώς ο άνθρωπος
το Ένα να εννοήσει και να συνειδητοποιήσει;».
Και όπως κοίταζα και όλες τούτες οι σκέψεις έτρε-
χαν στο μυαλό μου, έγινε η μορφή της σταδιακά και
πιο θολή, λες και μια πάχνη να την είχε αγκαλιάσει και
λίγο λίγο ξεθώριασε, για να εξαφανιστεί από μπροστά
μου σαν κάτι να την τράβηξε μακριά από το οπτικό
μου πεδίο εντελώς.
Και λέω από το οπτικό μου πεδίο, γιατί ακόμα και
τώρα δεν είμαι καθόλου σίγουρη, ούτε και μπορώ με
βεβαιότητα να πω, πως πράγματι έφυγε από εκείνη
τη γωνιά που φάνηκε μπροστά μου ή μόνο η δική μου
η όραση ξεθώριασε και δεν μπορούσε να τη δει, και
η ακοή είχε πάψει να ακούει τη φωνή της, ενώ αυτή
εκεί βρισκότανε όλη την ώρα.
Ήτανε, άραγε, ακόμα εκεί; διερωτήθηκα. Ήτανε
φάντασμα κατά πώς λέει ο λαός; Αλλά και πάλι τι
άλλο μπορεί να ήταν; Αυτοί που πολλά ερευνούν και
που τους νόμους όλους τους άγραφους, με μυστική μια γνώση της ψυχής,
μου, είχε ελκύσει στο σπίτι μου, μπροστά μου, να παρουσιαστεί, λένε
πως είναι η αιτία. Ίσως και κάτι να ήθελε από
να ψάξουν. Που λεν πως δεν είναι
κάτι το σημαντικό. Που προσπερνούν και δεν κατα-
λαβαίνουν πως χάνουν έτσι ευκαιρίες μοναδικές, οι εμπειρίες τους αυτές πιο μακριά από εκεί που τώρα
είναι να τους οδηγήσουν, στον άγνωστο τον κόσμο που δίπλα μας υπάρχει και που η γνώση του πιο πάνω, πιο ψηλά στου ανθρώπου και του κόσμου τα μυστήρια ανεβάζει.
Ταράχτηκα από το γεγονός. Μα δε θα το άφηνα
που καταγράφουν όπως λέγεται
την αλήθεια, σε μυθογράφους από την αρχαία εποχή, σε ποιητές παλιούς και νέους που είχαν ψάξει και αυτοί με τη σειρά τους και που επέμειναν πως κάποτε, πολύ παλιά, υπήρξε τούτη η Προφήτισσα. Η έρευνα του παρελθόντος σε πολύ παλιούς καιρούς είναι δύσκολη, άμα θέλει κανείς να την κάνει πράξη. Υπάρχουν άγνωστα και σκοτεινά κομμάτια
που η λήθη έχει πια καλύψει, μέσα στου χρόνου, που
έχει από πολλού περάσει, τα παλιά τα μονοπάτια, κι
ας μην το υποψιάζονται οι πιο πολλοί. Είναι ένα μονο -
πάτι που έχει από χορτάρι και αγκάθια σκεπαστεί και
συ στο φως θέλεις και πάλι να το βγάλεις.
Κι από την άλλη, όταν αρχίζεις να το ανακαλύ-
πτεις, πολλά υπάρχουν παρακλάδια, που δεν μπορείς
να αναγνωρίσεις ποιο στην αλήθεια θα σε οδηγήσει
και ποιο πάλι σε αδιέξοδο ή και ακόμα σε ψευδείς
αναφορές. Πράγματι, πολλές οι αναφορές πως σε πο-
λύ παλιούς καιρούς και σε άλλα κι άλλα μέρη υπήρξε, είπανε, προφήτισσα γριά που γνώριζε των ανθρώπων
τα μελλούμενα. Κι όλες οι αναφορές είναι, πως ήταν
μια γριά όπως την περιγράφανε, ιέρεια του Απόλλωνα. Σίβυλλα πως ήταν το όνομά της που σημαίνει «αυ-
τή που γνωρίζει τη βουλή του Διός (Σιός)» και τούτο αναφέρει ο Πλάτωνας στον Φαίδρο. Εκεί αναφέρεται
πως η θεία έμπνευση έρχεται στον προφήτη και την προφήτισσα με μια μανία που τους καταβάλλει κι έτσι με των Θεών τη γνώση προσέφεραν υπηρεσία στους
ανθρώπους. Ονομαστικά αναφέρει την Πυθία, τις ιέρειες της Δωδώνης και τη Σίβυλλα. Ισχυρίζεται δε ότι
μανία η οποία προέρχεται από τον Θεό είναι καλύτερη
από τη σωφροσύνη την ανθρώπινη. Δε θα αναφερθώ
και σε άνδρες προφήτες που είναι πιο γνωστοί και πιο αποδεκτοί.
Τα αρχαιότερα ελληνικά κείμενα μιλούν για μία μόνο Σίβυλλα. Σε τούτο μαρτυρούν ο Ηράκλειτος, όταν
λέει πως:
…η Σίβυλλα που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια
αγέλαστα, αφκιασίδωτα, και χωρίς αρώματα, διασχί-
ζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του Θεού.
Ακόμα κι ο Ευριπίδης και ο Πλάτωνας, όπως προανέφερα, αναφέρονται σ’ αυτές. Ο Αριστοτέλης και
ο Αριστοφάνης αναφέρονται σε τρεις Σίβυλλες και
αργότερα ο Λακτάντιος, που τον Βάρρο μελέτησε σε βάθος, αναφέρει δέκα. Έτσι άλλοι, που έρευνα έχουν
κάνει κατά την εποχή που ζήσανε, είπαν πως Σίβυλλες
υπήρξαν τρεις και πως από το όνομά τους οι χρησμοί
που δόθηκαν ονομαστήκανε Σιβυλλικοί χρησμοί. Αρ-
γότερα, κάποιοι που ζήσανε μετά από αυτούς, είπανε
πως ήταν δέκα ή και ίσως πιο πολλές ακόμα, γιατί σε
άλλους τόπους και σε άλλες εποχές, γριές προφήτισσες με τούτο το όνομα υπήρξαν…
Σύμφωνα με τον Λακτάντιο, ο οποίος αντλεί από
τον Μάρκο Βάρρο, μας λέει ότι ο τελευταίος αναφερόμενος στον Γάιο Καίσαρα για τους κουιντετσέμβιρι, λέει ότι οι Σιβυλλικοί χρησμοί δεν ήταν έργο μίας μόνο Σίβυλλας, παρά όλων εκείνων των προφητισσών που αποκαλούνταν έτσι από τους αρχαίους, είτε από το όνομα εκείνης των Δελφών, ή επειδή αγγέλλουν τη
θέληση των Θεών. Γιατί στην Αιολική διάλεκτο αποκαλούν τους θεούς «σιούς», και ερμηνεύουν το όνομα
τη «βουλή των θεών». Αλλά οι Σίβυλλες, λέει, ήταν
δέκα και βασιζόμενος στους συγγραφείς που τις αναφέρουν, έτσι κι αυτός τις απαριθμεί.
Και πρώτα ήταν η Περσίδα, στην οποία αναφέρεται ο Νικάνωρ, ο οποίος έγραψε την ιστορία του Αλέξανδρου των Μακεδόνων, η δεύτερη ήταν η Λίβυα, την
οποία αναφέρει ο Ευριπίδης στον πρόλογο της Λάμιας, η τρίτη ήταν η Δελφική, στην οποία αναφέρεται
ο Χρύσιππος στο βιβλίο του περί θεότητας, αλλά και
ο Παυσανίας. Η τέταρτη ήταν η Κιμμέρια της Ιταλίας, στην οποία αναφέρεται ο Ναίβιος στα βιβλία του.
Η πέμπτη ήταν η Ερυθραία, στην οποία αναφέρεται
ο Απολλόδωρος της Ερυθραίας, η οποία κατ’ αυτόν
προφήτευσε τον Τρωικό Πόλεμο και ότι ο Όμηρος θα
γράψει ψέματα. Σ’ αυτήν αποδίδεται κι ο τρίτος Σι-
βυλλικός χρησμός, γιατί εκεί η ίδια έτσι αποκαλεί τον
εαυτό της. Έκτη ήταν η Σαμία, για την οποία έγραψε
ο Ερατοσθένης πως βρήκε πληροφορίες στα αρχαία
χρονικά των Σάμιων. Η έβδομη ήταν η Κυμαία με το
όνομα Αμάλθεια, που άλλοι ονομάζουν Δημοφίλη κι
άλλοι Ηροφίλη. Η όγδοη ήταν η Ελλησπόντια, η οποία
γεννήθηκε στην Τρωάδα, στην πόλη Μάρπησσο, για
την οποία ο Ηρακλείδης του Πόντου έγραψε πως ήταν
σύγχρονη του Σόλωνα και του Κύρου. Η ένατη ήταν η
Φρύγια και η δέκατη ήταν η Τιμπουρτίν με το όνομα Αλμπουνέα που τη λατρεύουν στο Τιμπούρ, σημερινό
Τίβολι, σαν θεά και υπάρχει και ναός στο όνομά της.
Και όλα τα ανωτέρω σύμφωνα με τον Βάρρο.
Όμως… σύμφωνα με τον Κλήμη της Αλεξάνδρει-
ας στους Στροματείς αναφέρονται και άλλες όπως η Κολοφώνια, η Φοιτώ, η Ταραξάνδρα, η Μακεδόνια (Μακετίς), η Θεσσαλική και η Θεσπρωτίς.
Για τους ανθρώπους των αρχαίων χρόνων τούτη
ήταν μια θεία μορφή, ανάμεσα σε θεό και άνθρωπο
κι ο θρύλος είπε πως τούτη ήταν του Απόλλωνα μια
θυγατέρα κι άλλοι γυναίκα του.
Καθώς αυτή πήγαινε σε πολλά μέρη, κάθε λαός
είχε και μια παράδοση δική του για να πει. Όπως δε
κι ο χρησμοδότης ο Θεός Απόλλωνας κρατούσε τη
λύρα, έτσι και η Σίβυλλα κρατούσε τη σαμβύκη, ένα
είδος τριγωνικής λύρας. Κι έτσι ανάμεσα στην ιστορία και στους μύθους
και στων άλλων κι άλλων τόπων τις διαφορετικές τις
παραδόσεις, ζωντάνεψε μπροστά μου η Σίβυλλα και η μακρά περιπετειώδης ιστορία της και πείστηκα πως
μοναχά μία Σίβυλλα υπήρξε στην ουσία, παρόλο που το όνομά της μας παρέπεμπε σε μια μυθική πανάρχαια Σίβυλλα της Αρχαιότητας, κόρη του Δία και της Λάμιας, που και αυτή ήτανε, λέει, κόρη του Ποσειδώνα και της Λιβύης και ο Πλούταρχος την ονομάζει Λίβυσσα. Λέει δε πως τούτη έδινε χρησμούς από έναν βράχο στους Δελφούς. Κι ο Πλάτωνας στο ίδιο συμπέρασμα τότε είχε καταλήξει.
καταγωγή
οποίας έριζαν διάφορες πόλεις. Από τις πόλεις τούτες αποκαλέστηκαν με τα επίθετα όπως η Μάρπησσα, η Ερυθραία, η Τρωική, η Σαρδίς, η Σαμία, η Δελφική και η Κυμαία. Ο Πλούταρχος, μάλιστα, εις
το βιβλίο του Περί του μη χραν Έμμετρα αναφέρει:
Αλλ’ η Σίβυλλα μολονότι με αφρίζουσα γλώσσαν κατά
τον Ηράκλειτον έλεγε χρησμούς ασχέτους με τον γέ-
λωτα και τους στολισμούς και τα μυρωδικά, εν τούτοις
πέραν των χιλίων ετών ακούγεται με τη φωνήν της
διότι την ενέπνεε ο Θεός. Αυτά αναφέρει ο Πλούταρχος. Ακόμα οι Ρωμαίοι είχαν την Καρμεντίδα και την Κιμμέρια και είχε διαφορετικά ονόματα όπως Δημώ, Δημοφίλη, Διηφόβη, και Αμάλθεια όπως και η Μεφίτις και η Τιβουρτίνη.
Καθώς δε συνέχεια μετακινείτο και είχε πάει στην Κλάρο της Κολοφώνας, στη Σάμο, στη Δήλο και
στους Δελφούς και πάλι στην Τρωάδα και στον ναό
του Απόλλωνα Σμινθέα, στη Χρύσα. Υπήρξε ακόμα
μια Σίβυλλα στους Εβραίους που κάποιοι λένε πως
ήταν Χαλδαία, η Σαμβύκη ή Σάβη που είχε πατέρα
τον Βηροσσό και έπαιζε ένα είδος λύρας τριγωνικής,
τη σαμβύκη, η οποία, όμως,
λύ πριν τον Τρωικό Πόλεμο και προφήτευσε με τους χρησμούς της πως η Ελένη θα ανατραφεί στη Σπάρτη για τον όλεθρο της Ασίας και της Ευρώπης και πως το Ίλιο θα κυριευτεί εξαιτίας της από τους Έλληνες. Η Σίβυλλα, όπως πίστευαν οι
να είναι αθάνατη, η διάρκεια της ζωής της ξεπερνούσε κατά πολύ τα ανθρώπινα μέτρα. Κατά τον Παυσα-
νία, η Σίβυλλα Ηροφίλη είχε επιζήσει εννέα γενεών ανθρώπων.
Όταν επισκέφθηκε τη Δήλο, οι Δήλιοι αναφέρουν
πως αποκαλούσε τον εαυτό της όχι μόνο Ηροφίλη, μα
και Άρτεμη, και ισχυριζόταν πως ήταν νόμιμη σύζυ-
γος του Απόλλωνα. Άλλοτε έλεγε πως ήταν αδελφή κι
άλλοτε κόρη του. Βρισκόταν σε μανία και κατεχόταν
από τον Θεό.
Τούτη η Σίβυλλα, που την ιστορία της εδώ μάς λέ-
ει, έζησε χρόνια πολλά, ίσως και κοντά στα χίλια και γεννήθηκε κάποια στιγμή στης Ίδης τα κατάφυτα
δασωμένα βουνά και υπήρξε ιέρεια του Απόλλωνα, που ήταν κι αυτός της προφητείας Θεός. Σε χρόνους μακρινούς υπήρξε, στα χώματα που είναι τώρα από εμένα αντίκρυ, και Δαρδανέλια λέγονται από τον Δάρδανο, του Ιασίονα τον αδελφό, που
έφτασε εκεί από τη Σαμοθράκη, στης Τροίας και της
Τρωάδας τις εύφορες πλαγιές, όταν η Τροία τους κάμπους όλους γύρω διαφέντευε, μα και τη θάλασσα
και τα στενά απέναντι, που ήταν το μόνο πέρασμα
για τους ταξιδευτές και τους εμπόρους που βόρεια στον Εύξεινο Πόντο έπλεαν ή αντίθετα από εκεί για το Αιγαίο και τη Μεσόγειο είχανε βάλει πλώρη. Και
πάλι ήταν το πέρασμα που οδηγούσε από τη Μεσοποταμία στην Ευρώπη. Έτσι ήλεγχε το εμπόριο τόσο το θαλάσσιο, όσο και το οδικό. Τούτη την πόλη την τρανή πολλοί οι μύθοι και οι
ιστορίες που την αφορούν. Ο μύθος που αναφέρεται
στους πρώτους οικιστές λέει πως πολύ παλιά ο Τεύκρος κι ο πατέρας του ο Σκάμανδρος μαζί με άνδρες
Κρητικούς απέπλευσαν από τον τόπο τους την Κρήτη
κι ήρθαν στα Ασιατικά παράλια του Αιγαίου. Ένας
χρησμός τούς δόθηκε σαν φεύγανε πως έπρεπε να
οικήσουνε τη γη εκείνη που οι γηγενείς κάτοικοι θα
τους επιτίθεντο. Στην πεδιάδα της Τρωάδας που στρα-
τοπέδευσαν, ένα βράδυ δέχτηκαν επίθεση από ορδές
ποντικών (σμίνθοι), που τότε λυμαίνονταν τα σπαρ-
τά και τούτοι κατέφαγαν και τις ασπίδες —που τότε ήταν από δέρμα— και τις νευρές των τόξων τους. Δε
γνώριζαν πως τούτοι κατέτρωγαν τα πάντα και το
ερμήνευσαν σαν επιδρομή από γηγενείς κατοίκους
και εκεί έκτισαν την Τροία κι ο Τεύκρος έγινε ο πρώτος βασιλιάς. Ο Δάρδανος, ο Ίλος, και ο Τρώας ήταν
απόγονοι του Τεύκρου τούτου. Αυτοί οι απόγονοι του
Τεύκρου πολλές φορές στην ιστορία αναφέρονται και σαν Τεύκροι. Ίδε μάλιστα και στην αναφορά που γίνεται για τους λαούς της θάλασσας στις στήλες που είχαν αναγείρει οι Αιγύπτιοι με αφορμή τις μάχες που έδωσαν με αυτούς.
Αργότερα ύψωσαν εκεί κοντά στη Χρύσα ναό προς
τιμήν του Απόλλωνα Σμινθέα, τον οποίο θεωρούσαν
προστάτη κι ότι αυτός κατατρόπωσε τους σμίνθους.
Στον ναό του ένα άγαλμα το κοσμούσε που έδειχνε
τον Απόλλωνα να πατά έναν ποντικό. Τούτος ο ναός
και ο Θεός που τιμάται εδώ στην ιστορία μας έχει διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο.
Η Σίβυλλα της ιστορίας μας υπήρξε πολύ πριν τον
Τρωικό Πόλεμο στην Τρωάδα της Μικράς Ασίας, και
πριν την καταστροφή της Τροίας από τους Αχαιούς.
Θεωρείται δε τριπλή μαζί με την Ελλησπόντια και τη Φρύγια Σίβυλλα υποδηλώνοντας ότι αναφορές σ’ αυτές αφορούν την ίδια, η οποία προφανώς για κάποιο χρόνο έζησε σ’ αυτά τα μέρη.
Αρουραίους.
Για την Ελλησπόντια, οι άνθρωποι πίστευαν πως
ήταν κόρη του Δάρδανου και της Βατείας ή της Νησώς, θυγατέρας του Τεύκρου. Σε τούτη την προφήτισ-
σα που αποκαλείται και Τρωάδα, αποδίδεται προφητεία της σταύρωσης του Χριστού. Όσο για τη Φρύγια
λένε πως ήταν επικεφαλής του ναού του Απόλλωνα
στη Φρυγία που το ιστορικό βασίλειό της πιστοποιείται. Ναός του Απόλλωνα
Και να πάλι μπροστά μου, στα μάρμαρα πιο πέρα
του ναού καθόταν με τη μαντίλα την ίδια τη γαλάζια,
να με κοιτά με τα μαύρα μάτια της, που η δύναμή τους διαπερνούσε όλη την ύπαρξή μου μέχρι τα μύχια της
ψυχής μου. Ένιωσα ρίγος, μια ανατριχίλα σε όλο μου
το είναι, μα αυτή λες και συνέχιζε μια διήγηση που άφησε στη μέση, ξεκίνησε να μιλά.
Η�ιστορία�μιας�αρχαίας�προφήτισσας�που�έζησε�
από�τα�τέλη�των�Προϊστορικών�Χρόνων�και�λίγο� πριν�την�άλωση�της�Τροίας,�μέχρι�και�την�περίοδο� της�Ρωμαϊκής�Αυτοκρατορίας,�περίπου�για�μία�περίοδο�χιλίων�ετών.�Εξιστορούνται�οι�περιπλανήσεις�
της,�οι�προφητείες�της�και�η�απεγνωσμένη�προσπάθειά�της�να�συναντήσει,�επιτέλους,�τον�θάνατο.� Η�υπόθεση�βασίζεται�στην�ελληνική�Μυθολογία,� καθώς�αυτή�εφάπτεται�της�Ιστορίας,�και�πολλά�
από�τα�γεγονότα�της�αναφέρονται�τόσο�από�μυθογράφους,�όσο�και�από�ιστορικούς.�Τις�προφητείες�
της�ακόμα�αναφέρουν�και�οι�Πατέρες�της�Εκκλησίας,�καθώς�αυτή�προφήτευσε�και�την�έλευση�του� Ιησού�Χριστού.�Έτσι,�η�αφήγηση�της�ιστορίας�εξελίσσεται�μεταξύ�Μύθου�και�Ιστορίας�και�πολλές� φορές�και�μέσα�από�τη�φαντασία�της�συγγραφέως.�Περιγράφονται�γεγονότα�και�μέρη�γνωστά�κι� άγνωστα,�αλλά�ακόμα�και�του�Κάτω�Κόσμου,�όπου�
η�Σίβυλλα�κατέβαινε�πάντα�ζωντανή.