ποιήματα
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης
Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Κωνσταντίνος Πετρής
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση]
Απρίλιος 2023, Α΄ Έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ
Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-143-5
Ο Κωνσταντίνος Πετρής γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή
από τη Λάρισα και τη Σύρο. Είναι Ιστορικός με μεταπτυχιακές
σπουδές στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία (Ιόνιο Πανεπιστή-
μιο) και την Ιστορική Έρευνα και Διδακτική (Πανεπιστήμιο
Πελοποννήσου). Το βιβλίο Ο γνόφος της λήθης είναι η πρώτη
ποιητική συλλογή του.
Σί ΚΙΝΟ ς
Απροσδιόριστα, όχι, πολύ συγκεκριμένα ακόμα σε θυμάμαι.
Εγώ που προσκύνησα στα χώματά σου, αφουγκράστηκα τους ήχους των αμπελιών, που λούζονταν στις κοφτερές πλαγιές σου, εγώ που περπάτησα στης αγκαλιάς σου τους θερινούς κάμπους
κι έγινα βράχος λαξευμένος, γέμισα αλάτι από τα κύματά σου.
Στάθηκα μάρτυρας στην άκρη της σιωπής, μπρος σε σταυρούς εκτεθειμένους στο βοριά, εξωμότης στο δικό μου παρελθόν, με μάτια κλειστά ν’ αφουγκραστώ
κάθε πολύτιμο πετράδι στης ψυχής μου το παρόν. Έρωτας ανολοκλήρωτος κι εγώ αβέλτερος μπροστά σου, πώς να γίνω αντέρεισμα στης καρδιάς σου το ναό; Πέρασαν κιόλας στου χρόνου τα γυρίσματα, τέσσερις κύκλοι εποχών μα και καημών, μέρα και νύχτα κράμα σκοτεινό, κάρβουνο, όπως της απουσίας σου το δομικό υλικό, ατόφιο χρώμα εξίτηλο — δυστυχώς, σε ύπνο νήδυμο.
Άραγε, με θυμάσαι; Εμένα που προσκύνησα στα χώματά σου, στάθηκα μάρτυρας στην άκρη της σιωπής
και τώρα ανάμεσα στο λυκαυγές και το λυκόφως, στης Σικίνου την κορφή από πέτρα, ενώπιον της Επισκοπής, η μνήμη με ρωτά σε ποιο απ’ τα δυο να ξαποστάσει, σε κάποια αρχή ή σε κάποιο τέλος;
Ε ΓΩΙΣΜ ός
- ισμός, επίθημα για το σχηματισμό
αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών και λέξεων ξένων,
σε γλώσσα ελληνική,
εγω-ισμός, μια θεωρία ολόκληρη
και το Εγώ με κεφαλαίο γράμμα.
Εγώ που με θωρείς καχύποπτα,
στο πρόσωπο του έρωτα κοιτώ κατάματα,
μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας,
εμώ το ψέμα της συνήθειας.
Στις προσωπικότητες αφήνομαι,
στους μικροχαρακτήρες φεύγω,
ξέρεις, το κράμα δεν είναι ποτέ ξεκάθαρο
κι εγώ επιλέγω το ατόφιο.
Για άλλες εγωπαθής, για άλλες εναβρυνόμενος,
δεν είναι θέμα διλήμματος ή αντωνυμίας,
είναι ξεκάθαρα θέμα αυτογνωσίας.
Καδμεία νίκη η ελευθερία μου,
εμένα που με βλέπεις
τις θυσίες μου καθαγίασα,
απάλλαξα το εγώ μου απ’ το ανώφελο,
καθάριο να το παραδώσω στο παρόν
δίχως εγωισμό, χωρίς -ισμό,
εγώ και ό,τι ακολουθήσει.
Συ ΝΑΡΜΟΓ ή υ ΛΙΚ ώ Ν
Μου λείπει εκείνη η δωρικότητα του χαρακτήρα σου
—τόσο ισχυρή μπροστά στην αδυναμία
του αποπροσανατολισμένου συναισθήματός μου—, η μαρμαίρουσα ιδιοσυγκρασία σου
— που σαν κυανόκρανο υποβάσταζε τον επιστήλιο εαυτό μου.
Άργησα να ξεχωρίσω το ρυθμό σου
—μονάχα τώρα στα συντρίμμια της ανασκαφής μου
κατάλαβα την ιστορία σου, στις μετόπες της προσφοράς σου
που κείτονται γυμνές στο χώμα δίπλα μου—
αναμειγμένο με το κονίαμα της φροντίδας σου.
Κατ’ επανάληψη, λοιπόν, εξόλκευση πληγών
και οργανωμένη επιχείρηση λιθαγωγίας μικρών ονείρων, για τη συναρμολόγηση ενός νέου άρτιου έρωτα
μέχρι την επόμενη απολάξευση.
Προς τούτο αναστήλωση του εγώ
διά υποστυλωμάτων εκ των ενόντων.
Τι σου είναι κι αυτή η οδός του πολιτισμού.
Αστείρευτος κρουνός ελπίδας.
Πέ ΝΘΙΜΟ ς ΕΝΙΑ υ Τ ός
Εδώ περιέρχομαι,
σε χώρο συγκεκριμένων τετραγωνικών.
Διατίθεμαι εκ νέου με ελπίδα, ευάερος, ευήλιος και ανακαινισμένος, ολόκληρη ματαιότητα κλεισμένη σε πατάρι, θόρυβοι του χθες ξορκισμένοι σε χρόνο ξοδεμένο.
Σαν να καθυστέρησε ο στεντόρειος ήχος της φωνής σου, πρόκριμα η απουσία της παρουσίας σου
σε επερχόμενο, σκισμένο σε κολόνα ενοικιαστήριο.
Η σκόνη διαμαρτύρεται
— κουράστηκε να προσμένει την εμπιστοσύνη,
σε νέο ευρύχωρο παρόν ζητά να διαλυθεί.
Σε τιμή συζητήσιμη η μελαγχολία μου, νοικιάζεται στιλπνή πριν κορέσει η θλίψη
σε ρετιρέ το υποσχόμενο.
Διαμέρισμα διαμπερές,
να βγαίνει το χρησιμοποιημένο παρελθόν
εν κρυπτώ και παραβύστω
πριν έλθει ο αυγερινός από μπροστά.
Αναφανδόν, πληροφορίες εντός.
Μην πιέζετε ασκόπως το κομβίον.
Μόνο σοβαρές προτάσεις.
Καταληπτώς ειλικρινείς, παρακαλώ.
Ευ ΘΑΡΣ ώς
Ξαφνικά το όνομά σου ακούστηκε από μια γλώσσα φιλική,
ίσως σαν μελωδία, ίσως σαν θρήνος.
Ήταν απροετοίμαστη η στιγμή
να έρθει αντιμέτωπη με το παλαιό σου μεγαλείο
ή τα μετέπειτα ερείπια που συγκρατούν την ιστορία σου.
Ήσουν·
αξιοσημείωτα ενδιαφέρουσα, ενδελεχώς γοητευτική,
αναμφιβόλως απαραίτητη
— όσο και ο χρόνος δηλαδή,
που φεύγει με τα ειπωμένα
διαιρεμένος σε στιγμές
κληροδοτώντας ένα τίποτα άπιαστο.
Δεν αγγίζεται ο χρόνος, ούτε η απουσία
κι όμως, μας τυλίγει η μοναξιά.
Επακριβώς η μοναξιά πάντα εκεί
—στην ώρα της—
να δίνει παρουσία.
Ευθαρσώς.
Φ ΩΤΟΓΡΑΦ ί Α
Κατοικοεδρεύεις σε μια φωτογραφία,
χρόνου απροσδιόριστου,
αναμφίβολα παλιά σαν ληξιπρόθεσμη οφειλή.
Για λίγο διασταυρώθηκε το βλέμμα μας,
αίνιγμα μυθικό που τώρα έχω εξιχνιάσει.
Η διαπραγμάτευση για τη διέλευση
του αιφνίδιου δεν ολοκληρώθηκε,
το ανέφικτο παρελήφθη υποχρεωτικά,
επήλθε διάψευση προσδοκιών
και το απραγματοποίητο ορθώθηκε αμετάπειστο.
Εντέλει με τα ανείπωτα πορεύεται ακόμη η μοναξιά.
Στην ετυμηγορία του χωρισμού
ούτε αποχαιρετισμός ούτε ασπασμός,
μονάχα μια φωτογραφία,
ριγηλή ανάμνηση αέναης προσαρμογής.
Κ ΑΡ υά ΤΙΔΑ
Ευσεβής επιθυμία μου να σταθώ μπροστά σου
κι ας μην ήσουν εκεί.
Εύγλυπτη μορφή μαρμάρου, γεννήθηκες στο περασμένο, φυλακισμένη ζεις αιώνια σε αλλότριο σπίτι·
πιστεύεις ακόμη στον Ξένιο Δία;
Ό,τι δεν είσαι, η μνήμη μου σ’ το τάζει
— το ανεπανάληπτο έχει δικαίωμα στην επιστροφή.
Λαβωμένες οι αδελφές σου από το βίαιο αποχαιρετισμό
περήφανες στέκονται ένθεν κι ένθεν στην ιδεώδη απόσταση, κόρη δοξασμένη από την αναβολή του γυρισμού.
Βαριά η κώμη πέφτει στους ώμους και την πλάτη
με κόμπους σφιχτούς
για να μη δραπετεύσει το νόημα στο ανώφελο.
Σε αυτή την πολυπόθητη επανένωση
το όνομά σου μνημείο επάρκειας
βαρύ όπως το ραβδωτό σου πέπλο.
Με βήμα συστολής σε ιερή πομπή διεκδικείς
την αυτοδιάθεσή σου στην αιχμαλωσία, διηγούμενη σε μάρτυρες πολιτισμού τη ζωή σου επισταμένως.
Σ’ αναγνώρισα μέσα στον αλλαγμένο κόσμο
μεταμορφωμένη σε τέχνη, εσύ Καρυάτιδα.
Σ Κ ά ΛΑ , Ι
Στους Αγλαΐα, Αφροδίτη, Βούλα, Γιάννα, Γιώτα, Δημοσθένη, Ειρήνη, Νάσια, Όλγα, Σάββα, Τέρρη
Σκάλα, το προφανές κατασκευή βαθμίδων,
ετυμολογικώς όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού, όπως και η έννοια,
έννοια συμβολική, πιθανώς δίλημμα,
άνωθεν ή κάτωθεν,
ένα ή διαζευκτικό σε καλεί να διαλέξεις:
στο πιο πάνω ή στο πιο κάτω, βαθμός συγκριτικός
— τι είναι πλησιέστερο;
Το υποκείμενο σε ετοιμότητα,
εγώ, εσύ, οι άλλοι,
κάθε σκαλοπάτι κι ένα όνομα, συγκυρία, προσδοκία, εχεμύθεια, κατανόηση, φιλία·
ποια λέξη να επιλέξω;
Πίσω μας η πείρα
σε κάθε βήμα της προσαρμογής,
είναι κι αυτές οι σκανταλιάρες αναμνήσεις, που γαργαλούν τη θύμηση, μάτια ψυχής, γέλια καρδιάς,
κι εγώ σε αυτή την κλίμακα, μετέωρος στέκομαι ακόμα για την κατεύθυνση,
και η σκάλα αυτή,
πάντα εκεί, ποτέ η ίδια.