ΟΔΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΒΩΤΗΣ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Χαρά Μακρίδη Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχέδια βιβλίου: Marcello Licitra
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Γιάννης Πολυβώτης © Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση]
Φεβρουάριος 2023, Α΄ έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81
Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-098-8
Ο Γιάννης Πολυβώτης γεννήθηκε στη Δράμα το 988 και σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη (ΑΠΘ) και στο Λονδίνο
(UCL), όπου και έζησε για περίπου δέκα χρόνια. Σήμερα ζει
στην Αθήνα. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική, καταπιάνεται
με την πεζογραφία και την ποίηση. Κείμενά του έχουν βραβευ-
θεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί σε
συλλογικά έργα και περιοδικά. Η Οδός Αέρηδων είναι το πρώτο
του μυθιστόρημα.
Μάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο…
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟύΣΕ ΣΥΧΝά, του άρεσε πολύ του Διαμαντή, όλη η γειτονιά από κείνον το ’μαθε. Πέρασαν
πάνω από δεκαπέντε χρόνια, γνωστό τραγούδι πια, μα κείνος το πρωτόβαλε στα χείλη μας. Ξεκρεμούσε
απ’ τον τοίχο τον τζουρά του και τραγουδούσε απροειδοποίητα, έσπαγε τη νυχτερινή μονοτονία. Κι όλοι εμείς κλείναμε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, αφήναμε κουβέντες στη μέση και στήναμε αυτί να τον ακούσουμε. Μυσταγωγία. Είχε ο αθεόφοβος μια φωνή, σαν άγγελος κατέβαινε από τον ουρανό –απ’ το δώμα που έμενε– και μας έψελνε την ψυχή του, σε πιστούς και σε άπιστους. …μόνο μια απόχη να τρυγώ
της θάλασσας την πονηριά και της σιωπής τον πλούτο.
Δε σ’ το μεταφράζω, δεν έχει νόημα, χώρια που ’μαι σκράπας στην εγγλέζικη… Άραγε, πόσο χρονών είσαι; Είκοσι δύο, είκοσι τρία; Δε σε κόβω για μεγαλύτερο, το πολύ είκοσι πέντε. Άρχοντας είσαι, του καλού καιρού κοιμάσαι. Κοιμήσου και για μένα, πασά μου, δεν έχω ύπνο απόψε… Γύρνα, όμως, στην άκρη να μη σ’ ακούω να ροχαλίζεις. Το απεχθάνομαι το ροχαλητό, μου θυμίζει τον πατέρα μου που ’κανε σαν κινούμενο
τρένο και δε μ’ άφηνε σε ησυχία. Γαμημένοι μεσότοιχοι, σκέτα τσιγαρόχαρτα, λες και ανάμεσά μας είχαμε κουρτίνες κι όχι κανονικά ντουβάρια. Με το που
σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το σπίτι βρήκα την ηρεμία μου. Υποτίθεται και τον ύπνο μου, αλλά μη νομίζεις
ότι έκτοτε κοιμάμαι σαν πουλάκι, ακόμη ακούω κάθε
βράδυ το ροχαλητό του.
Δε σου το ’πα νωρίτερα στο μπαρ, φοβήθηκα μη
με παρεξηγήσεις. Μου άρεσες γιατί φέρνεις πολύ του
Διαμαντή, ίδια χρώματα, ίδια λακκάκια στο πρόσω -
πο, ειδικά τα δάχτυλά σου είναι πανομοιότυπα με τα
δικά του. Ναι, μοιάζετε πολύ, αλλά μόνο στο σουλού-
πι, σε τίποτ’ άλλο. Κρίμα που δεν μπορώ να σου τον
δείξω, δεν έχω ούτε μια φωτογραφία του, τίποτα. Μου
’μεινε μόνο μια ξεθωριασμένη ανάμνηση, ένα θολό περίγραμμα που τρεμοπαίζει στο φως – κάτι τέτοιο ποιητικό θα ’λεγε αν ήταν εδώ. Ψυχούλα απ’ τις λίγες.
Οδός Α… αριθμός . Ισόγειο εγώ, δώμα εκείνος. Περαστικούς και γάτες εγώ, τον ουρανό με τ’ άστρα
εκείνος. Ογδόντα πέντε σκαλιά –δυο-δυο τ’ ανέβαινα–
ως τον πέμπτο, στο δωματάκι του Διαμαντή. Παλιά
πολυκατοικία, φοβόμουν να μπω σ’ εκείνο το σάπιο
ασανσέρ, γι’ αυτό έπιανα τη σκάλα και δώσ’ του σκαρφάλωμα. Καμιά φορά σταματούσα στον τέταρτο να
πάρω μια ανάσα, να πω μια-δυο κουβέντες με τη φίλη
μου την Καλίνα, μια Βουλγάρα νοσοκόμα που φρόντιζε μια γριά – έχει χρόνια που πέθανε η γιαγιά. Να δεις πώς τη λέγανε;… Είχε ένα σπάνιο όνομα. Ζηναΐδα, Ζουμπουλία, κάτι τέτοιο. Μήπως Ζαννέτα; Αλέξη, τι στο καλό, άρχισες κιόλας να ξεχνάς;
Πάνω από την Καλίνα και τη γιαγιά έμενε μόνος
του ο Διαμαντής, σε μια τρύπα που τη νοίκιαζε σχεδόν τζάμπα. Ένας χώρος ήταν, τρία επί τέσσερα το πολύ, μ’ ελάχιστα έπιπλα – ένα κρεβάτι, ένα γραφειάκι και μια
κουζίνα στη γωνία. Τρεις πόρτες είχε όλες κι όλες, αυτήν που ’μπαινες στο δωμάτιο, μια πόρτα που ’βγαζε σ’
ένα απαίσιο μπάνιο και μια συρόμενη μπαλκονόπορτα
που ’βγαζε έξω. Είχε ολόκληρη την ταράτσα για πάρτη
του, άνοιγε η ψυχή σου εκεί πάνω. Κάπου σπούδαζε
στη Β…, ξεχνάω πού, νομίζω Πολυτεχνείο ή Φυσι-
κομαθηματικό. Δε μου μιλούσε ποτέ για τις σπουδές του. Γενικώς δε μιλούσε πολύ, ήταν ένα μαζεμένο και εσωστρεφές παιδί, το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από σένα. Όσο ανέμελος κι έξω καρδιά άνθρωπος φαίνεσαι εσύ, τόσο εγκρατής και εσώκλειστος ήταν εκείνος.
Γυρνούσα πτώμα απ’ τη δουλειά –σε ένα μηχανουργείο δούλευα– και το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν
να βρω το κουράγιο ν’ ανέβω τη ρημάδα τη σκάλα.
Έπαιρνα μαζί μου ένα μπουκάλι ρακή ή δυο ρετσίνες
–τι να σου εξηγώ, εσείς εδώ δεν ξέρετε από τέτοια– κι
ανέβαινα ως το δώμα. Ολόγυρα φαινόταν η Β… ως
εκεί που φτάνει το μάτι σου, ως και τη θάλασσα μπορούσες να δεις μετά τη βροχή. Τραβούσαμε δυο καρέκλες στην άκρη της ταράτσας –δεν είχε καν τραπέζι, τα ποτήρια τα ακουμπούσαμε καταγής–, βάζαμε τα πόδια πάνω στο κάγκελο, ρίχναμε πίσω τα κεφάλια
μας και ρεμβάζαμε προς τον ουρανό. Εκείνες τις ώρες δε ζητούσαμε τίποτα περισσότερο απ’ τη ζωή, μας
αρκούσε η σιωπή και ο μαύρος θόλος. Μετά από ένα-
δυο ποτηράκια, ο Διαμαντής έφερνε ένα ραδιοφωνάκι
που ’χε, το ’βαζε να παίζει χαμηλόφωνα –ηχομόνωση
για τους φιλοπερίεργους– και κουβεντιάζαμε με τις ώρες. Όσο ήμουν μαζί του, ένιωθα σαν να ’ριχνα στο πηγάδι έναν κουβά, τον οποίο τραβούσα πίσω για να
βγάλω απ’ τη γη την ψυχή μου, την άπλωνα κομμάτι
κομμάτι στο τσιμέντο και την άφηνα να στεγνώνει
μες στο σκοτάδι. Δεν τον ένοιαζε τι έβλεπε, τι άκουγε,
τι άπλωνα και τι μάζευα. Ήταν εκεί παρών, χωρίς
δεύτερες σκέψεις, χωρίς περισπασμούς. Αν έχω κάτι
όμορφο να θυμάμαι από εκείνη την εποχή, είναι αυτή
η νυχτερινή εικόνα, οι δυο μας εκεί ψηλά, να ρίχνουμε
παραγάδι και ας μην πιάσουμε τίποτα. Κάτι πάνω του
–το χρώμα της φωνής του; το βλέμμα του;– μ’ έκανε
να αισθάνομαι ασφαλής, η οικειότητά μας με καθησύχαζε. Όσο ήμουν μαζί του ο χρόνος πάγωνε, γυρνούσα σπίτι μου κι έπεφτα σε βαθύ λήθαργο. Πίσσα σκοτάδι έξω, μα μέσα μου αισθανόμουν εξαγνισμένος, γεμάτος φως.
Γύρνα στην άκρη, αγόρι μου, άρχισες πάλι το ροχαλητό. Περίμενε να σε σκεπάσω, θα κρυώσεις. Σεπτέμβρης μήνας και βγαίνετε ακόμη με τα κοντομάνικα, είστε τρελοί για δέσιμο εσείς οι Άγγλοι. Να έτσι…
καλύτερα; Περίμενε εδώ να μου βάλω ένα ποτηράκι κονιάκ. Όποτε αναπολώ το Διαμαντή, ο οργανισμός
μου ζητάει αλκοόλ. Εσένα δε σου βάζω, ήπιες τον κώλο σου νωρίτερα στο μαγαζί.
Τι σου ’λεγα; Α ναι, για το σωσία σου. Ελπίζω να
μη ζηλεύεις. Ναι, ήμουν ερωτευμένος μαζί του, τρελός
και παλαβός. Φυσικά εκείνος δεν το ’μαθε ποτέ, ούτε ψυλλιάστηκε το παραμικρό – αν και του ’χα εκμυστηρευτεί ότι είμαι γκέι. Ευτυχώς που δεν του άρεσαν οι άντρες κι έτσι ο έρωτάς μου παράμεινε πλατωνικός.
Καλύτερα έτσι, ίσως γι’ αυτό να τον θυμάμαι ακόμη, μετά από τόσα χρόνια. Εκείνος δεν είχε μάτια για κανέναν άλλον παρά μόνο για τη Ζωή, μια κοπέλα που
’μενε μόνη της στο δώμα της απέναντι πολυκατοικί-
ας. Δεν πολυμιλούσε πολύ για τα αισθήματά του για
κείνη – σου ’πα ήδη ότι ήταν ντροπαλός. Το ’βλεπα, όμως, στα μάτια του κάθε φορά που ερχόταν στην
κουβέντα μας η Ζωή ή στον τρόπο που κοιτούσε προς
το σπίτι της. Όμορφη κοπέλα, γύρω στα είκοσι πέντε,
της μνήμης στη σύγχρονη τέχνη. Ο Διαμαντής καταγράφει στο ημερολόγιό
του τον ανομολόγητο έρωτά του για μία άγνωστη.
Η Ζηνοβία κληροδοτεί την περιουσία της στη νοσο-
κόμα της. Επτά σύγχρονοι ήρωες κι ένα γκραφίτι
συνθέτουν την «ανεμοθύελλα» ενός αστικού δρόμου.
Το μυθιστόρημα Οδός Αέρηδων θρυμματίζεται σε
συγκοινωνούσες πνοές καθημερινών ανθρώπων, σε
ψηφίδες πλάνης που μετεωρίζονται στο κενό μεταξύ
ατομικής και συλλογικής μνήμης.