ΠΑΣΚΑΛ / ΝΤΙΝΑ / ΣΤΑΜΑΤΗΣ / ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΠΑΤΖΙΟ / ΣΚΟΥΝΤΕΡΗΣ / ΜΑΝΘΟΣ / ΨΑΡΑΔΕΣ / ΚΟΟΥΛ ΠΟΡΤΕΡ /
ΘΕΡΙΣΜΟΣ / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΕΡΖΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΙΩΛΚΟΣ
Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤΑ
Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Kαλλιτεχνική επιμέλεια: Karlopoulos & Associates Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Φωτογραφία εξωφύλλου: Γιάννης Δρακουλίδης / fosphotos.com © Copyright κειμένου: Δημήτρης Τερζής © Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός Μάρτιος 2017, Α΄ έκδοση Ε Κ ΔΟΣ Ε Ι Σ Ι Ω Λ ΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 - Fax: 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-904-4
ΘΕΡΙΣΜΟΣ
Ο Δημήτρης Τερζής γεννήθηκε το 1974 στο Κατάκωλο Ηλείας. Απ’ το
1998 μένει στην Αθήνα κι ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες Αθηναϊκή, Τα Νέα, με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Αιγαίο 88,3 και Κανάλι Ένα (Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά) και με τον περιοδικό Τύπο. Απ’ το 2013 εργάζεται στην Εφημερίδα των Συντακτών, χρονιά που κυκλοφόρησε και η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Το Τέλος μιας Τέλειας Μέρας από τις εκδόσεις Ιβίσκος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
ΠΑΣΚΑΛ / ΝΤΙΝΑ / ΣΤΑΜΑΤΗΣ / ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΠΑΤΖΙΟ / ΣΚΟΥΝΤΕΡΗΣ / ΜΑΝΘΟΣ / ΨΑΡΑΔΕΣ / ΚΟΟΥΛ ΠΟΡΤΕΡ /
ΘΕΡΙΣΜΟΣ/ Διηγήματα
Εκδόσεις Ιωλκός
Στον Ηλία που έφυγε νωρίς
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα. Νίκος Γκάτσος, «Αμοργός»
Πρελούδιο
Είναι αυτό το φως που με τυφλώνει. Το Κίτρινο που
απλώνεται σ’ ένα παράλληλο άπειρο με το Μπλε. Το Μπλε που πάνω του απιθώνω το βλέμμα μου και το αφήνω σαν μωρό παιδί που κοιμάται στην κούνια. Το παρατηρείς κάνοντας όνειρα για κείνο. Μα είναι φορές που τα όνειρά σου δε συνταιριάζουν μ’ εκείνα που το κοιμίζουν. Αλλά –για να είμαστε σωστοί και δίκαιοι– πού να χωρέσουν τόσα όνειρα; Πώς να γί νουν πράξη σαν ο κόσμος είναι τόσο ευμετάβλητος; Γι’ αυτό κι εγώ ονειρεύομαι μοναχά το τώρα. Η πεδιάδα μπροστά μου ανασαίνει. Το σώμα της είναι ένα ενιαίο χρυσαφένιο απ’ άκρη σ’ άκρη, με μικρές καφετιές λωρίδες ανάμεσα σαν αρτηρίες που μεταφέρουν αίμα και το κρατούν ζωντανό. Ανασαί νει άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε αργά, ανάλογα με την πνοή του ανέμου. Ετούτη την ώρα σιωπά. Δε φυσάει 11
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
άνεμος και η γη κρατάει την ανάσα της, τα στάχυα ορθώνονται στον ήλιο ακίνητα, δεν ακούω το τρα γούδι του τζίτζικα ούτε καν το σούρσιμο της σαύρας στο χώμα. Και τούτο το φως με υπνωτίζει. Σηκώνω τα μάτια ψηλά. Αυτό το Μπλε τ’ ουρανού μας! Αν μπορούσα θ’ άπλωνα το χέρι να κόψω ένα κομμάτι του, θα το έβα ζα στο στόμα και θα το κατάπινα. Μόνο και μόνο για να σβήσω τούτη τη φωτιά που καίει τα σωθικά μου. Σαν γινόταν κι αυτό θ’ ακτινοβολούσα ουρανό, ένας άνθρωπος από ατόφιο μπλε, θα γινόμουν μια μικρή περιφερόμενη θάλασσα, ένας καθρέφτης απέναντι σ’ εκείνον τ’ ουρανού. Θα είχα κόλπους και κολπί σκους, αμμουδιές και φύκια. Θα ξεκολλούσα άλλο ένα κομμάτι και θα επαναλάμβανα τη διαδικασία στον πρώτο άνθρωπο που θα συναντούσα στο δρό μο μου. Έπειτα σε άλλον και μετά σ’ άλλον έναν κι ύστερα σε δύο, τρεις, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια· έως ότου γεμίσει ο κόσμος από πλανό διες θάλασσες που θα είχαν έναν και μόνο στόχο: να σβήσουν τη φωτιά που μας καίει, αυτές τις αδηφάγες πύρινες γλώσσες που καρβουνιάζουν τα χρόνια μας έχοντας για προσανάμματα ανθρώπινες ζωές. Να περιπλανιόμαστε σ’ αποκαΐδια και συντρίμμια. Με μόχθο και δάκρυ, με αγωνία και συγκατάβαση. Μα πάνω απ’ όλα με πίστη για το αύριο... Είναι αυτό το φως που με τυφλώνει και είναι κι 12
ΘΕΡΙΣΜΟΣ
αυτός ο θόρυβος που με ενοχλεί. Ακούγεται να έρ χεται από μακριά, αλλά είναι κοντά και το ξέρω, το νιώθω, σε λίγο θα τον δω. Είναι κείνα τα λιλιπού τεια στίγματα απ’ το βάθος του ορίζοντα, εμπρός μου και πλάι μου. Μικρά μαύρα στίγματα σαν μύγες που μεγαλώνουν κάθε δευτερόλεπτο που περνάει κι αποκτούν χρώμα και σχήμα και τα βλέπω να περ πατούν στις αρτηρίες, να χώνονται στο Κίτρινο σαν αγκάθια. Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει... Βούιξαν οι μηχανές και ούρλιαξαν τα στάχυα. Ο και ρός μάς πρόφτασε και μας ξεπέρασε. Ήταν βαμμένος άλικος τούτος ο θερισμός… ...Και τώρα είμαι εδώ, στέκομαι με την πλάτη να ζεσταίνεται στο τζάκι, την οσμή της σάρκας του φλο γισμένου ξύλου να εισέρχεται βίαια στα ρουθούνια μου, έχοντας μια ταγκή γεύση στο στόμα· είναι αυ τή της γιορτής που ξεθύμανε σαν σβήνουν τα φώτα. Στέκομαι εδώ με την κουνιστή καρέκλα να λικνί ζεται πλάι στο τζάκι, εκεί που άφησα τη σκιά μου να διαβάζει τον «Εικονογραφημένο Άνθρωπο» του . Από το ποίημα «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου.
13
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
Ρέι Μπράντμπερι. Ήταν ένας άνθρωπος που όλο το κορμί του ήταν ζωγραφισμένο με εικόνες κι αυτές ζωντάνευαν κι έλεγαν μια ιστορία· δική του ή άλλων, ίσως και δική του και άλλων –δεν ξέρω. Ήταν απλώς πολλές ιστορίες που κατέληγαν σε μία ιστορία, σε μια κοινή αλήθεια. Ίσως να καθίσω για λίγο σ’ αυτή την καρέκλα και να μιλήσω. Να πω τι; Ιστορίες. Ιστορίες γι’ ανθρώ πους σαν και μένα και σένα που διαβάζεις αυτήν τη στιγμή. Δεν ξέρω πόσο καλά θα το καταφέρω μα θα προσπαθήσω. Ίσως να κουραστώ, ίσως να σε ζαλί σω με τις δικές μου εμμονές, αλλά σε παρακαλώ να με συμπαθήσεις και να μου φερθείς με κατανόηση και συμπόνια. Βλέπεις, κουράζομαι σαν μιλάω πολύ. Κάθε λίγο πρέπει να σταματάω, ν' αναπνεύσω κι εγώ, αλλά ν’ αναπνεύσουν και οι ιστορίες, που μόλις γεννήθηκαν απ’ τα χείλη μου. Ειλικρινά σού λέω, αν μου επιτρεπόταν να καταθέσω κάτι πρώτο και καλύτερο, αυτό θα ήταν η αποδόμηση του κορμιού μου. Το νιώθω όλο και πιο συχνά τελευ ταία να τρίζει σαν παλιά σκούνα που βράχηκε απ’ τα κύματα, διέσχισε φουρτουνιασμένες κι απάνεμες θάλασσες, βρήκε λιμάνια φιλόξενα κι άραξε να ξα ποστάσει. Αυτή η σκούνα τρίζει τώρα, σε κάθε κύμα που ανεβαίνει, μοιάζει να πονάει. Τραβάει ακόμα, βέβαια, 14
ΘΕΡΙΣΜΟΣ
αλλά τρίζει, τρίζει πολύ. Το γράφω και το ξαναγρά φω για να καταλάβεις πόσο εκνευριστικό είναι αυτό το «τρρρ... κρρρ...» που κάνει ο χρόνος πάνω της. Ώρες ώρες νομίζεις πως στο επόμενο κύμα που θα καβαλήσει, θα διαλυθεί. Το ιστίο θα πέσει στη θά λασσα σηκώνοντας αφρισμένα νερά και το κήτος θ’ ανοίξει στα δύο αφήνοντας το υγρό στοιχείο να το καταπιεί. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Σ’ ένα πλοίο αξίζει να χαθεί στη θάλασσα κι όχι να σαπίσει σε κάποια ξεχασμένη ακτή. Μέρες τώρα πονάω ολόκληρος. Κάθε φορά ο πόνος έρχεται με διαφορετικό προσωπείο, δεν είναι ποτέ ίδιος. Πονάω στο στήθος, στην πλάτη, στο στομάχι, στα πλευρά, στα πόδια – πονάνε ως και οι πατούσες μου. Χθες αιμορράγησαν τα ούλα μου. Μια θολή λί μνη αίματος έμεινε στο νιπτήρα που είχα φροντίσει να κλείσω με την τάπα για να διαπιστώσω αν χάνω και τα δόντια μου μαζί. Τα χέρια μυρμηγκιάζουν, τα δάχτυλα μουδιάζουν, ο αριστερός καρπός είναι πρη σμένος, ο πόνος παύει μόνο όταν κοιμάμαι... Έπαψα να παίρνω αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη, μυοχαλαρωτικά, έπαψα να παίρνω τη ζωή σαν φαρ μακείο που διανυκτερεύει κι απολαμβάνω την απο δόμησή μου. Στην αρχή ήρθε ο φόβος του θανάτου. Αμέσως κρύφτηκε σαν του επανέλαβα δυνατά «άντε γαμήσου», πολλές φορές, ούτε που θυμάμαι. Ο φόβος 15
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
έφυγε, ο πόνος έμεινε να τον προσκαλεί να επανέλ θει. Αλλά δεν ξέρει με ποιον έχει μπλέξει. Πλέον στοιχηματίζω με τον εαυτό μου για το σημείο που θα εμφανιστεί ο επόμενος πόνος, το «αχ» της πρώτης αντίδρασης και το «άντε πάλι, άντε να σε δω τώρα» της συνειδητοποίησης της κατάστασής μου. Ο Ρέι σ’ ένα άλλο βιβλίο του μιλάει για τις «απα λές βροχές που θα έρθουν απόψε». Όταν περιμένεις τη βροχή να έρθει κι έπειτα την ακούς να πέφτει ήρε μα, ο πόνος φεύγει. Όταν διαβάζεις τις ιστορίες του «Εικονογραφημένου Ανθρώπου» ο πόνος φεύγει. Ο Ρέι δε θα μου έλεγε ποτέ ν’ αυτοκτονήσω. Η αυτο κτονία θέλει αρχίδια, πολλά κιλά αρχίδια και τα δικά μου υπάρχουν μόνο για να τα ξύνω σε στιγμές που δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω ή για να παράγουν το πολύτιμο υγρό της διαιώνισης του είδους μου. Σκέφτομαι πως χύνεται άσκοπα πάνω στα σεντόνια ή ενίοτε σε πρόθυμη σάρκα. «Τίποτε δεν είναι άσκοπο» απαντά ο Ρέι. «Όλα έχουν ένα λόγο για τον οποίο γίνονται». Τελευταία παίζω ένα παιχνίδι με το μυαλό μου. Είναι το μοναδικό όργανο πάνω μου που δεν πονάει. Λει τουργεί στην εντέλεια –ή τουλάχιστον έτσι νομίζω– και ακροβατεί ανάμεσα στην απόλυτη διαύγεια και στη σκοτεινή παράνοιά μου. Το παιχνίδι που παίζω είναι φανταστικοί διάλογοι με συγγραφείς που αγά 16
ΘΕΡΙΣΜΟΣ
πησα. Τους φαντάζομαι να κάθονται στην κουνιστή πολυθρόνα πλάι στο τζάκι. Ο Ντίκενς καπνίζει πίπα κι αφήνει τον καπνό ν' αναδύεται σ’ επαναλαμβανό μενα δαχτυλίδια. Ο Τρούμαν Καπότε με κοιτάζει πί σω απ’ τα μυωπικά γυαλιά του – ίσως μου ζητήσει να τον πηδήξω, ίσως πάλι όχι. Ο Πολ Όστερ πίνει ένα κο νιάκ και μορφάζει κάθε φορά που το κεχριμπαρένιο υγρό κατεβαίνει στον ουρανίσκο του. Ο Στίβεν Κινγκ με κοιτάζει ερωτηματικά προσπαθώντας μάλλον να βγάλει ένα νέο ήρωα μέσ' από τη φυσιογνωμία μου κι ο Ρέι Μπράντμπερι... Ο Ρέι Μπράντμπερι ζωγραφίζει τους πόνους μου σε μια νέα ιστορία με τίτλο: «Ο αποδομημένος άνθρωπος». Κάθε πόνος είναι κι ένα κομμάτι μου που καίγε ται. Αναζητώ την ώρα και τη στιγμή που θα έχουν κα εί όλα και θα έχει απομείνει μόνο στάχτη και πνεύμα. Και είμαι ακόμα εδώ... Στην κόψη του χρόνου που τελειώνει, περιμένοντας την αυγή ενός κόσμου που δεν αναγνωρίζω πια για δικό μου. Ας αρχίσω, όμως, να μιλάω.
17
Οράνζ
Με λένε Οράνζ. Πασκάλ Οράνζ. Ο Πασκάλ το Πορτο
κάλι ή ο Πασκάλ Πορτοκαλί αν προτιμάτε. Μπορείτε να με φωνάζετε και Πασχάλη αν σας κάνει κέφι. Ζω στην Ελλάδα πέντε χρόνια τώρα, από τότε που ακολούθησα μια γυναίκα στην Αθήνα. Δεν έχει νόη μα να πω τ’ όνομά της. Σε μια συγκεκριμένη καμπή του χρόνου θα μας βρει ένας έρωτας για τον οποίο νομίζουμε πως είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε τα πάντα. Η ειρωνεία είναι πως τα κάνουμε ή έτσι νομίζουμε, αλλά το «πάντα» σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι αρκετό, θέλει κι άλλο ή έτσι εμείς νομίζουμε και γεμίζουμε ενοχές, μας κυνηγούν τύψεις και πολ λά «αν». Το προφανές δραπετεύει εύκολα κείνες τις ώρες απ’ το μυαλό μας. Το προφανές τού «δεν ήταν γραφτό να συμβεί». Μεγάλωσα λίγο έξω από τη Ναντ, στις παρυφές 19
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
του Ατλαντικού, στη γραφική Βρετάνη. Βρέθηκα στο Παρίσι με έξοδα του πατέρα μου Ζοζέφ, ο οποίος ήθελε να σπουδάσω Βοτανολογία. Στο πανεπιστήμιο γνώρισα κείνη κι άλλες. Εκείνη, όμως, κυριάρχησε ολοκληρωτικά στο μυαλό μου απ’ την πρώτη στιγμή, εισβάλλοντας εντυπωσιακά στο προσωπικό μου σύ μπαν κάθε φορά που την αντίκριζα. Είχε κάτι απ’ την τραγικότητα και την ομορφιά του Χορού σε αρχαία τραγωδία. Κάθε φορά νόμιζα πως κουβαλούσε μαζί της το τέλος και τη λύτρωση και κάθε φορά ξανάρχιζε εκεί που τελείωνε το δράμα. Είχα νοικιάσει μια μικρή σοφίτα, δεκαεπτά τετρα γωνικά με κοινό μπάνιο στο Σεν Ζερμέν. Θα μπορού σα να είχα βρει φτηνότερο σπίτι, αλλά μου άρεσε η θέα του Σηκουάνα απ’ το ένα και μοναδικό ρομβοει δές παράθυρο, όπως και η εικόνα των περιπλανώμε νων ζωγράφων, φωτογράφων κι άλλων καλλιτεχνών στην όχθη. Σε μια βόλτα μου στους γραφικούς βιβλι οπώλες που άπλωναν τις γκραβούρες τους και τα πα λιά βιβλία με τα κιτρινισμένα φύλλα να στεγνώσουν απ’ την υγρασία της κλεισούρας στον ασθενικό ήλιο, την πρωτοείδα να ξεφυλλίζει μια νουβέλα του Ουγκό. Αυτό θυμάμαι τώρα. Αυτό έχω κρατήσει τώρα. Αυτό θα θυμάμαι πάντα. Απόψε, βραδιά Πρωτοχρονιάς –για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια– διακατέχομαι από μια περίεργη 20
ΘΕΡΙΣΜΟΣ
νοσταλγία για το πατρικό μου σπίτι. Στα χρόνια που ζω εδώ, έχω παρατηρήσει μια αδυναμία των Ελλή νων στα Petit Beurre. Σας λέω, λοιπόν, πως αυτά τα γευστικά μπισκότα τα πρόσφερε στην ανθρωπότητα η πόλη μου – εκεί άνθισε η συνταγή τους για πρώτη φορά. Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον πατέρα μου να κάθεται πλάι στο αναμμένο τζάκι και ν' απολαμ βάνει δύο ολόφρεσκα Petit Beurre με το βραδινό του ρόφημα. Εγώ; Εγώ είμαι εδώ, περπατώ σ’ έναν αθηναϊκό δρόμο, η νύχτα είναι ξάστερη και παγωμένη όσο πρέ πει. Ίσα να βγαίνουν μικρές ανάσες απ’ το στόμα μου, γκρίζες τούφες στο σκοτάδι με φόντο το φεγγάρι. Τα βήματά μου είναι αθόρυβα στο δρόμο, η ανάσα μου ακούγεται μόνο σαν ανεβαίνω την οδό Καλλινίκου προς το μικρό μου διαμέρισμα. Η Αθήνα μοιάζει με τη Ναντ απόψε, είναι σιωπηλή. Στο δρόμο συνάντη σα μερικά ταξί –τα περισσότερα είναι σταματημένα στην πιάτσα–, ελάχιστα αυτοκίνητα με νυσταγμένους οδηγούς, ενώ πέρασα κι από δύο ανοιχτά καφέ, μια πιτσαρία. Αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να φάει πίτσα το βράδυ της πρώτης μέρας του χρόνου – απάντησα σε αυτή την απορία μου αγοράζοντας μια ολόκληρη πίτσα με φρέσκια ντομάτα, τυρί και βασιλικό. Α! και τα περίπτερα! Τα περίπτερα είναι πάντα ανοιχτά στην Αθήνα. Αν μου λείπει κάτι σ’ αυτή την πόλη είναι ένα 21
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
ποτάμι που θα την έκοβε στη μέση. Δεν ξέρετε τι ευλογία είναι ένα ποτάμι στη μέση μιας πόλης. Πό σοι κόσμοι δημιουργούνται γύρω απ’ αυτό. Πόσα σύμπαντα αναπτύσσονται και θριαμβεύουν δίπλα στο νερό εξαπλώνοντας τις τροχιές τους όλο και πιο μακριά, πόσες κραυγές χαράς, τραγούδια και γέλια κουβαλούν μαζί τους. Ούτε μπορείτε να γνωρίζετε πόσο αγχολυτική είναι μια βόλτα πλάι στο ποτάμι ή και γιατί όχι; Μια βαρκάδα συντροφιά μ’ ένα μπου κάλι κόκκινο κρασί κι ένα χαμόγελο. Στις εξορμήσεις μου, όταν πάλευα ν’ ανακαλύψω την πόλη σας, διαπίστωσα πως έως και στις αρχές του 1900 κατέβαινε ο Ιλισσός ως το Καλλιμάρμα ρο και πως για να περάσεις απ’ το Στάδιο στους Βασιλικούς Κήπους το κατάφερνες μόνο από μία μικρή γέφυρα. Βρήκα και μια σχετική γκραβούρα, μάλιστα, την οποία κι αγόρασα έναντι έξι ευρώ. Φα ντάζεστε σήμερα ένα ποτάμι να διασχίζει ολόκληρη την Κηφισίας, να κατεβαίνει τη Βασιλίσσης Σοφίας, να φτάνει ως τη Βασιλέως Κωνσταντίνου και μετά να πιάνει την κατηφόρα της Συγγρού και να χύνεται στο Φάληρο; Μαγεία! Τον πρώτο χρόνο της διαμονής μου εδώ, κάποιοι φί λοι –με περηφάνια είναι η αλήθεια– μου πρότειναν να κατέβουμε το ποτάμι μαζί. Χάρηκα ιδιαίτερα. Με το αυτοκίνητο ενός εξ αυτών κατεβήκαμε όλη τη λε 22
ΘΕΡΙΣΜΟΣ
ωφόρο πλάι στην άδεια κοίτη του Κηφισού. Φτάσαμε στο Φάληρο και γελώντας, αφού διαπίστωσαν την απορία και την απογοήτευση στο βλέμμα μου για το ποτάμι που δεν υπάρχει πια, με κέρασαν ούζο στη Φρεαττύδα. Μελιτζανοσαλάτα, χταπόδι στα κάρβουνα και ού ζο με λίγο νερό. Γι’ αυτά και μόνο ψηφίζω να σας δα νείζουμε για δέκα ζωές ακόμα, όσα χρήματα θέλετε για να επιβιώσετε. Έχω, μάλιστα, σκοπό να στείλω και προσωπική επιστολή στον πρόεδρο Ολάντ για το θέμα. Απ’ την άλλη σκέφτομαι πως αυτό που έχετε, η «παγεά» –δεν έχω μάθει να το λέω ακόμα στο σωστό τόνο, κρίμα!– δε χρειάζεται δάνεια για να επιβιώσει. Είναι μια φωτιά που σιγοκαίει μέσα σας απ’ την ώρα που γεννιέστε. Λένε πως είναι η φωτιά της Μεσογείου, αυτή που τη φουντώνουν οι αέρηδες που έρχονται απ’ τις μακρινές ερήμους του νότου. Κι από κοντά αυτός ο ήλιος σας! Αυτό το φως! Πώς να παγώσει η καρδιά με τέτοιο φως; Δεν έχω παράπονο. Στο Παρίσι έβλεπα το Σηκουά να, εδώ αντικρίζω το λόφο του Λυκαβηττού με τον Άγιο Γεώργιο στην κορυφή του. Είναι η δική σας Sacré-Cœur που δεσπόζει πάνω απ’ την πόλη. Ανέβη κα μια φορά με τη Μαρία, τη φίλη του Γιώργου που ήταν φίλος με τη γυναίκα για χάρη της οποίας γνώ ρισα την Αθήνα και ζω στην Ελλάδα. Σταθήκαμε σ’ 23
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
ένα παγκάκι και μοιραστήκαμε μια μπίρα Amstel σε κουτάκι. Στην τσέπη μου είχα κι ένα πακέτο με δύο τσιγάρα. Καπνίζαμε και δε μιλούσαμε. Τι κι αν μεγα λώσαμε διαφορετικά, τι κι αν οι εικόνες μας μοιάζουν αταίριαστες; Η Μαρία δεν ήξερε πως στην πόλη μου γεννήθηκε ο Ιούλιος Βερν –είχε διαβάσει όλα του τα βιβλία από μικρή και τον θαύμαζε κι όμως, δεν το ήξερε ή τουλάχιστον δεν το θυμόταν– κι εγώ έμει να έκθαμβος μπροστά στον πόνο που απίθωσε στην καρδιά μου το Γεμπετικό. Ναι, σωστά διαβάσατε. Το Γεμπετικό! Κι ευχαριστώ τη Μαρία που μου γνώρι σε ολοκαίνουργιους πόνους, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσα. Εκείνη παντρεύτηκε μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα. Αναφέρομαι στη γυναίκα που πρωτοείδα να ξεφυλλί ζει μια νουβέλα του Ουγκό στις όχθες του Σηκουάνα. Η εικόνα που κρατάω για κείνη. Όταν βλέπεις μια γυναίκα να κρατάει στα χέρια της μια αρχαία στα μάτια μας νουβέλα, λες πως αυτή η γυναίκα δεν πρό κειται να παντρευτεί τραπεζικό, που μόλις πέρυσι αγόρασε σπίτι στο Μοσχάτο κι έχει και δεκαεπτά στρέμματα ελιές στην Καλαμάτα. Όταν σε κατακλύζουν νότες απ’ το αρχαίο δράμα που ανέδυε η μορφή της κάθε φορά που την αντί κριζες, δυσκολεύεσαι να τη φανταστείς στο πλευρό ενός σαρανταπεντάρη με κοιλίτσα που οδηγεί Nissan 24
ΘΕΡΙΣΜΟΣ
δεκαπενταετίας και φοράει πάνινο πουκάμισο ξυ λοκόπου. Με λένε Πασκάλ. Πασκάλ Οράνζ. Για τη Μαρία και τους φίλους που έκανα εδώ, είμαι ο Πασχάλης. Αύριο επιστρέφω στη Γαλλία. Πεθύμησα ένα ολό φρεσκο Petit Beurre.
25
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 ΟΡΑΝΖ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19 ΝΕΟΝΥΜΦΟΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27 ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΠΑΤΖΙΟ . . . . . . . . . . . . . . . 37 Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΟ ΜΠΛΕ ΦΟΡΕΜΑ . . . . . . . . . . . 45 ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53 ΑΠΟΒΡΟΧΑΡΗΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . 65 ΠΕΤΣΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 81 ΑΠΟ ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ . . . . . . . . . . . . 95 Ο ΚΟΟΥΛ ΠΟΡΤΕΡ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΑΚΟΜΑ . . . . . 103 ΦΙΝΑΛΕ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 115
123
Δέκα άνθρωποι σε ισάριθμες ιστορίες αναζητούν το δρόμο να γλιτώσουν απ’ την αβεβαιότητα μιας χώρας που βυθίζεται στην κρίση. ¶ Είναι η εποχή του Θερισμού κι αυτό το γνωρίζουν καλά· ο Πασκάλ που ακολουθεί ένα φοιτητικό έρωτα στην Αθήνα, η Ντίνα που συστήνεται στον αναγνώστη μ’ ένα όμορφο μπλε ηλεκτρίκ φόρεμα, το ζευγάρι που αγκομαχά στο νησί το Δεκαπενταύγουστο. ¶ Ανάμεσά τους, στέκονται ο Ιταλός ποδοσφαιριστής Ρομπέρτο Μπάτζιο, ο λεβέντης γέροντας ενός ορεινού χωριού μια νύχτα Χριστουγέννων, ένας έφηβος που το σκάει απ’ το σπίτι του για να γνωρίσει τον κόσμο, οι ψαράδες στην άκρη του μόλου που βλέπουν τις νυφικές λιμουζίνες να περνούν. ¶ Κάπου στο βάθος, σ’ ένα παλιό γραμμόφωνο, η φωνή του Κόουλ Πόρτερ τραγουδάει ακόμα...
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΘΕΡΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΕΡΖΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕΙΡεσ IOLKOS APLA, GFS DIDOT, GFS OLGA. ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ ΧΑΡΤΙΑ RIVES & CHAMOIS ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2017 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΙΩΛΚΟΣ».
www.iolcos.gr