Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση] Δεκέμβριος 2022, Α΄ Έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-122-0
Η Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε
στη Λήμνο. Έζησε στην Τυνησία (Tunis) και την Ιταλία (Μιλάνο), ενώ πλέον μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα σε Αθήνα και
Λήμνο. Το πλούσιο λογοτεχνικό έργο της περιλαμβάνει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θέατρο, χρονογραφήματα. Η
Ανθοφορία στιγμών είναι το δέκατο βιβλίο της.
ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ β.β.β.
Με βοριάδες και νοτιάδες [αναμνήσεις, 00]
Σα φυλαχτό από τη Σμύρνη [μυθιστόρημα, εκδ. Καλέντης, 00]
Επάγγελμα οικιακά, [μυθιστόρημα, εκδ. Καλέντης, 007]
Να μη ξεχνάς είναι αμαρτία να ξεχνάς (Το Μούδρο θυμάται) [ιστορικές αναμνήσεις, 0]
Στης μάντρας τα τραφώματα
[ποιήματα, 0]
Το παραμύθι του γάμου
[θεατρικό, έχει παιχτεί από το Λύκειο Ελληνίδων Λήμνου, 05]
Τι άρωμα φοράς γιαγιά; [μυθιστόρημα, εκδ. Μ. Σιδέρης, 08]
Ψιτ Ψιτ ακούει κανείς;
[διηγήματα, εκδ. Μ. Σιδέρης, 00]
Διαδρομές στη Μύρινα 1940-1960 (Περπατώ, θυμάμαι, νοσταλγώ)
[ιστορικές αναμνήσεις, 0]
Ως να ρουφήξει η νύχτα το κατάρτι.
Ως να σκουριάσει το Αγιονόρος τις πορφύρες.
Ως το θαλασσί, μελιτζανί να γένει.
Ως τις σκιές να πνίξει το σκοτάδι.
Ως να στρίψει ο ώμος την πλάτη.
Ως η ματιά ν’ αγκιστρωθεί στο βλέμμα.
Ως το δάκρυ να στάξει σκουριά.
Ως οι μνήμες να μη γίνουν ποτέ παρελθόν.
Ω ΠΑΝ ύ ΜΝΗΤΕ Μ ή ΤΕΡ
Στα γόνατα της προσευχής!
Σ’ εκείνα τα τρεμάμενα καλάμια που τα δέρνει ο βοριάς, σ’ εκείνα που πάλευαν ατέρμονους χειμώνες για μιαν Άνοιξη.
Τη μία και μοναδική της αναδυόμενης χαράς του βλασταριού,
που βλέπει τον ανθό του να γεννιέται, να μεστώνει, να μοσχοβολά περβόλι.
Δρόσος Ανατολής και μάγια βασιλέματος μαζί.
Ρίξε κάτι πάνω σου, Βασιλικέ μου.
Φόρεσε τ’ αλεξίσφαιρο γιλέκο, θανατηφόρες σφαίρες μη σε βρουν.
Παράπλευρα τα βόλια να χτυπούν.
Χαίρε, θησαυρέ της ζωής, αδαπάνητε.
Την ευλάβεια της προσευχής μου, ου παρίδης.
ΟΧΙ …ΟΧΙ ακάνθινο στεφάνι.
Μαγιάτικο πλέξε του, νιότη!
Αμάραντο, αθάνατο, αμόλυντο και άσπιλο.
Άσπιλε, αμόλυντε, άχραντε…
Κι η Δέσποινα της προσευχής, η μάνα, νοηματοδοτεί γοερά στο κωφάλαλο κοινό, τον αδυσώπητο της προσευχής της σπαραγμό.
Ω πανύμνητε Μήτερ… γιατί;
Π ΡΩΤΟ β Ρ ό ΧΙ
Οι πρώτες σταγόνες δάκρυα του καλοκαιριού
νοηματοδοτούν το χωρισμό στην κουπαστή του χρόνου.
Φιλιά χαρμολύπης!
Ποιος, το συναξάρι της ψυχής μπορεί να διαβάσει
στην αλλαγή της ώρας;
Μικρό τ’ αλφαβητάρι να καταγράψει την ευωδιά
της βρεμένης γης.
Τη δίψα των σαλιγκαριών για έρωτα.
Την αντίσταση της πτώσης των μίσχων.
Την ορμή του ρυακιού.
Τη μετάλλαξη της γης.
Την αφύπνιση του σπόρου.
Ταξινομώ τις ελλείψεις μου.
Φορώ τα χρώματα που λαχταρώ
κι ανοίγω πόρτα στην αναμονή.
Το πρωτοβρόχι πάντα το πίναμε μαζί.
Δυο κίτρινα φύλλα, χωρίς μίσχο,
άλλο εδώ κι άλλο εκεί, σαν αναζήτηση,
χωρίς ομπρέλα στη βροχή…
Είχαμε αψηφήσει το μίσχο.
Δεν είχαμε υπολογίσει τη δύναμη της χαράς του ρυακιού
την ώρα που θα συναντούσε το ποτάμι.
Η γκαζόζα μας σπονδή στο πρωτοβρόχι.
Πρόλαβα κι έσωσα το καλαμάκι.
Ιερό κειμήλιο αναμνήσεων.
Η νύχτα σκλαβωμένη στην ελευθερία των ονείρων της.
Πόσο την αγαπούσε αυτήν τη σκλαβιά!
Φαντασιώσεις, υποψίες πορφυρών στιγμών, άπνοοι ανασασμοί ερώτων.
Αναδασμοί άγνωστων ιδιοκτησιών.
Υμνητές νυχτόβιων στιγμών.
Ματωμένων απολαύσεων γρατζουνιές… ικεσίες οργασμών!
Σκοτείνιασε κι άλλο, ουρανέ.
Φεγγάρι, αποκοιμήσου επιτέλους.
Άσε αφώτιστα τα δαχτυλίδια των τσιγάρων της αναμονής
να σβήσουν, οι παράνομοι έρωτες αντιπαθούνε τους δεσμούς.
Άσε τις γρίλιες σκοτεινές… πιο σκοτεινές, κουράστηκαν να υποδύονται τους φανοστάτες, κορνίζες ηδονοβλεψίες να φωτίζουν.
Μια αστραπή, ένα μπουμπουνητό, ένα απαύγασμα ενοχής…
Ποιος άφησε την πίσω πόρτα της γρίλιας ανοιχτή;
Φ ΤΕΡ ά
Βγήκε το γλαρόπουλο
στο αβρό εκείνο ακρογιάλι να καθρεφτιστεί
και η πλανεύτρα τού έκλεισε το μάτι.
«Πάμε για ψάρεμα;» του είπε και το ξεμυάλισε.
Ποια αγνότητα υποψιάστηκε ποτέ την πλάνη;
Της θάλασσας τα χρώματα,
οι θαλασσογραφίες δεν τα έχουνε ποτέ επιτυχώς στοχεύσει.
Τους λείπουν οι παλμοί.
Τα γλαρόπουλα ακίνητα τα πιάνουν τα πινέλα.
Πόσες ανυποψίαστες πλημμύρες φούσκωσαν
σπλάχνα λυσσαλέας πείνας!
Πόσα στιβαρά ικριώματα θανάτου!
Πόσοι θησαυροί ιστορίας… λιωμένες σκουριές!
Πόσα ταξίδια ξεκίνησαν σκαριά!
Πόσα σκαριά ξεκίνησαν ταξίδια και ξεβράστηκαν κουφάρια!
Πόσες αποβάθρες μνήμης θαλασσοπαγίδες!
Χρωματισμοί αχαρτογράφητης ανομίας
στο φάσμα της κοσμογενετικής παλέτας.
Πόσο μαβί πάνω στο μπλε!
Ένας αφρογιαλός γεμάτος ξεβρασμένους γυρισμούς.
Γλαρίσιο κουφάρι …κανένα.
Ε ΠΙΣΤΡΟΦ ή
Να ξανασυστηθούμε μήπως;
Είμαι το καλοκαίρι. Κι εγώ το φθινόπωρο.
Μια παγωνιά ένα πράγμα η επιστροφή.
Ένα νησί αποχαιρετιστήρι.
Πικρή μα ζωντανή του χωρισμού η γεύση.
Μια πολυκατοικία κοιμητήρι.
Στα κουτιά της αλληλογραφίας τα κοινόχρηστα χρόνια
και όλοι οι λογαριασμοί της συγκατοίκησης.
Το τρίξιμο της πόρτας,
λυγμός του τελευταίου δειλινού
που γνέφει απ’ τ’ ακρογιάλι.
Πώς να χωρέσει το κελάηδημα του γρύλου στο ασανσέρ;
Το αυγουστιάτικο φεγγάρι στον ακάλυπτο;
Και γύρω ολόγυμνα μπαλκόνια αναμνήσεων βουβών.
Θαρρείς και δεν τα τραγουδήσαμε ποτέ.
Κάγκελα που ξεχάσανε σημαιοστολισμούς.
Ένα πράγμα παγωνιά η επιστροφή.
Και ο Σεπτέμβρης εμπύρετος όσο ποτέ, σκλάβος του καλοκαιριού, δραπέτης φθινοπώρου.
Μια πόλη αλανιάρα αρνείται την υποψία του χειμώνα,
λίγη δροσιά για μερικά κυκλάμινα,
που περιμένουν πρωτοβρόχια ερήμην της διάθεσης.
Μ ΙΚΡ ά ΤΑ ξί ΔΙΑ
Ίσαμε τον αφρογιαλό –ακούς;–
ούτε βήμα παραπέρα.
Γέμισα τις τσέπες με τα αστάθμητα ακόμα σταθερά μου
κι ως το γιαλό περπάτησα.
Βάφτηκε ο κόρφος γαλάζιο φυλαχτό, ανοξείδωτο.
Χιόνιζε, θαρρώ, η νιότη εκείνον τον καιρό. Χιόνιζε!
Αιχμαλώτισα τις άσπιλες πεταλούδες
στ’ αμπάρια μου τα μυστικά
να μη μου λείψει η δροσιά στους καύσωνες επάνω.
Προόριζα τις φουσκονεριές για στοχασμούς.
Ποιος έφτιαξε τους ωκεανούς;
Το χιόνι; Τις πλημμύρες; Τα ποτάμια;
Τα δάκρυα τ’ αστείρευτα των χωρισμών;
Των γυρισμών; Των ναυαγίων;
Ίσαμε τον αφρογιαλό.
Ούτε βήμα παρά πέρα.
Η θάλασσα είναι θεριό.
Φοβού τους Δαναούς…
Μέχρις εκεί.
Και το ταξίδι δίχως μπάρκο.
Των Δαναών τα δώρα άδωρα.
Αμάζευτα τα κοχύλια των σταθερών γιαλών.
Όλο της θάλασσας το μπλε, ένας τεράστιος ωκεανός.
Παγανιά για το τόπι μου το γραμμωτό.
Ίσαμε τον αφρογιαλό,
ούτε βήμα παραπέρα.
Ιχνηλατεί το τόπι σου για σένα
τα πλούτη των ωκεανών.
Στα μυστικά αμπάρια του σκαριού μου, τρεμόλιωσε σιγά σιγά η νιφάδα του χιονιού.
Κατάκατσε η φουσκονεριά του ονείρου, ξεφούσκωσε το γραμμωτό το τόπι.
Το βήμα παραπέρα… ήταν το
αταξίδευτο «ακούς;».
Ε ΦΗΣΥΧΑΣΜ ός
Δε θυμώνω πια!
Οι προδοσίες αγέρωχα με προσπερνούν.
Δε ματώνω.
Οι μαχαιριές αστόχαστα με λυπούνται!
Οι πόρτες αμπαρώνονται η μία πίσω από την άλλη.
Οι λυγμοί των δακρύων κρυσταλλώνουν πάνω στη ροή τους.
Η σκουριά παίρνει το χρώμα της πολυταξιδεμένης άγκυρας
και τα παλαμάρια σφίγγουν τα μπόσικα.
Το ύστατο τζιτζίκι με ενοχλεί.
Φαλτσάρει το μοιρολόγι του καλοκαιριού
που ξεψυχά χωρίς να με ρωτήσει.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ως 7 ~ Ω πανύμνητε Μήτερ 8 ~ Πρωτοβρόχι ~ Ποιος
άφησε την πίσω πόρτα ανοιχτή; 0 ~ Φτερά ~ Επιστροφή
~ Μικρά ταξίδια ~ Εφησυχασμός ~ Η αξία των
αποσιωπητικών 7 ~ Κυκλοθυμία 0 ~ Ρέκβιεμ ~ Το
ακατοίκητο της Αριάδνης ~ Κεριά προσφυγιάς 5 ~ Στοπ
~ Ο υψωθείς εν τω σταυρώ ακουσίως, Covid 19 8 ~ Κί-
τρινα τριαντάφυλλα 0 ~ Κάποτε ~ Ήμασταν παιδιά και
μεις ~ Ηλιοτρόπια 5 ~ Η προσευχή των κυπαρισσιών
~ Η σιωπή του τέλους 8 ~ Επαιτεία στιγμών 0 ~ Κόκκινα
τριαντάφυλλα ~ Αμυγδαλιά ~ Ούτε μια χούφτα χώμα
~ Οι μέρες ~ Αταξίδευτος 5 ~ Μηδέν, το απόλυτο
τίποτα ~ Δώρο ήταν 8 ~ Ήταν που ήμασταν παιδιά
~ Και σεις ωρέ… 50 ~ Λάθος 5 ~ Όπως το δει κανείς 5 ~ Χριστούγεννα ΑΜΕΑ 5 ~ Το κλάμα των δακρύων 5 ~
Αποδοχή 5 ~ Βαρυχειμωνιά 57 ~ Απιστία 58 ~ Απρόσωπα
προσωπικές 0 ~ Covid 19 ~ Ταξίδια ~ Όταν η πόρτα
χτυπά από μέσα ~ Το παλιό κομό ~ Στάχτες ~
Αιχμαλωσία! 7 ~ Αμφισβήτηση 8 ~ Ενοίκιο όσο όσο
~ Αχ αυτή η μυωπία! 70 ~ Τοξότης 7 ~ Εφήμερες ανάσες
7 ~ Συγγνώμη 7 ~ Τη γιαγιά τη λέγανε «Σοφία» 77 ~ Η
τέρψη των αχρήστων 78 ~ Μαζί και χώρια 7 ~ Αλύτρω-
τα 8 0 ~ Ανεμώνες αγαπημένες 8 ~ Ένα βοριαδάκι στα
μέτρα μου! 8 ~ Βραδιάζει 8 ~ Απορίας άξιον 8 ~ Γενά-
ρης 85 ~ Ίσκιοι 8 ~ Εντός των τειχών 88 ~ Ξέφωτο 8