Iordanis Stylidis
the Defecators / οι αφοδεύοντες τιμή στο έργο του George Grosz / Homage to George Grosz 12 σχέδια και 12 αφηγήσεις για μιά υπέροχη δυτική κοινωνία 12 designs and 12 narrations for a glorius western society
↓ http://iordanisstylidis.gr/books_defecators.php
↓ http://iordanisstylidis.gr/designs_defecators.php
...Όπως, για παράδειγμα, τον φόβο του θανάτου (που χειραγωγείται από τις εκδηλώσεις και τις ενέργειες των θρησκευτικών δογμάτων), τον φόβο και την απόκρυψη των φυσικών χαρακτηριστικών και των λειτουργιών του σώματος (που χειραγωγείται από τις εκδηλώσεις και τις ενέργειες της ”επιστήμης” της Ιατρικής και των τεχνικών του θεάματος), τον φόβο του ίδιου του σώματος και της εξέλιξής του στον χρόνο (που χειραγωγείται από τις εκδηλώσεις και τις ενέργειες της φασιστικής κουλτούρας της τηλεόρασης και της διαφήμισης), τις μαζικές θηριώδεις ενέργειες ενάντια σε οποιονδήποτε άλλο (που χειραγωγείται από τις εκδηλώσεις και τις ενέργειες και τις πολιτικές μίσους και επιθετικότητας που συνιστούν και επιβάλλουν μια κουλτούρα πολέμου ως ουσιώδους πιθανότητας), τις ενέργειες ενάντια στη φύση (που χειραγωγείται από τις εκδηλώσεις και τις ενέργειες των δογμάτων του Οικονομισμού, του Βιομηχανισμού και της ιδέας της διαρκούς ανάπτυξης). ... τον φόβο για την παρουσία και την εκδήλωση των αισθημάτων και του εντοπισμού αισθημάτων από τους άλλους.
...the fear of Death, for example, (manipulated through the declarations and actions of the religion based dogmas), the fear and concealment of the natural features and functions of the human body (manipulated through the acts of Medical authority and the spectacle orientations), the fear of the body and its evolution in time (manipulated through the televised facsist culture and advertisement), the massive monstrosities against every ‘‘other’’ (manipulated through the declarations and acts of hate and aggressiveness based on the accepted propability of an always possible warfare), the acts against nature (manipulated through the declarations and acts of the joined dogmas of Economism, Industrialism and Growth)
...the fear to express publicly the actual feelings and emotions and the identification of such feelings evolved and communcated from others
Η έκθεση σχεδίων και κειμένων (σαν εικόνες) παρουσιάστηκε το 2009 στην αίθουσα ΖήταΜι, στη Θεσσαλονίκη. Στον κατάλογο περιεχόταν και η ακόλουθη παράγραφος : Με την ίδια ζωτική και άγρια επιθυμία μπορούμε να αντιπαρατεθούμε και με μια σειρά άλλων πιθανολογημάτων όπως : α) την ιδέα του ”άγριου έργου” ως δείκτη, ως μέτρου και στατιστικού ελεγκτή της εμφάνισης και της βύθισης της δημιουργικής πράξης ως ουσιώδους στοιχείου της ζωής... β) την ιδέα του ”άγριου έργου” ως στοιχείου συνεχούς θεωρητικής εγρήγορσης, ...ως θρυαλλίδας της εκτόνωσης άπειρων ενεργειών και αποτελεσμάτων... γ) την ιδέα της τοποθέτησης κάθε ”άγριου έργου” στο πεδίο της καθημερινής πολιτικής πράξης που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μια μελλοντική στιγμή όπου η δημιουργική πράξη, η πράξη της σκέψης και της συμπεριφοράς, θα αποτελέσει τον υπολειπόμενο δεσμό μιας ολοκληρωμένης κοινωνικής προσωπικότητας.
The exhibition of designs and short narrations (texts functioning as pictures) took place in the city of Thessaloniki -Greece- at the ZitaMi gallery. Into the catalogue it was written the following paragraph : a) the idea of the ‘‘savage gesture’’ functioning as an indicator as a measurement and statistical controller regarding the appearance and the penetration of the gesture into the essence of living b) the idea of the ‘‘savage gesture’’ as an element of conceptual wakefulness, as a trigger for the expansion of countless actions and results. c) the idea to locate the ‘savage gesture’’ into the plateau of every day political action leading to a future behavior where the creative phenomenon, the act of thinking and realising, will eventually provide the missing link for the accomplished social personality.
1. αποκτώντας
•
acquiring
2. υγρά
•
fluids
3. τροφή
•
food
4. χημική ηρεμία
•
chemical tranquility
5. φόβος
•
fear
6. οι άλλοι
•
the others
7. η ευτυχία
•
happiness
8. αναμονη
•
waiting
9. μίσος
•
hate
10. θάνατος
•
death
11. ταξίδι
•
voyage
12. εκκρίσεις
•
excrements
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
... σχέδια και κείμενα γύρω από ένα μεγάλο αιωρούμενο κάδρο. ...δείκτες του μίσους, της θλίψης, της βίας, της έκπτωσης, της αμηχανίας. ...όλων εκείνων των σκοτεινών σημείων που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. ...να καταλάβουμε πως είναι τμήματα του εαυτού μας... ...τμήματα ενός μοντέλου πολιτισμού που υποσχέθηκε την διαρκή ευτυχία
•
CONTENTS
...designs and texts engulfing a big hanging wooden frame ...pointers of hate, of sorrow, of violence, of derogation and frustration ...of all those dark territories of self we have to confront with ...to understand and accept them as vital contents of consciousness ...signs of a civilization model promised endless happiness
1
αποκτώντας acquiring
Τα μικρά χέρια της έτρεξαν όσο μακριά μπορούσαν από το σώμα της. Ήθελε να πιάσει ένα κουτί με δύο χρωματιστά κοκκάλινα σκουλαρίκια. Μετά, ήθελε να τα τοποθετήσει πάνω στο σώμα της. Κάπου. Θα τρυπούσε το δέρμα και θα άφηνε το αίμα να ξεραθεί... έτσι ήθελε να το κάνει. Μετά προχώρησε στην επόμενη βιτρίνα και θέλησε να πιάσει ένα μακρύ διάφανο φόρεμα, αλλά και το διπλανό του που ήταν πράσινο με κίτρινες ρίγες ... ήθελε να ντυθεί έτσι ώστε το φόρεμα να κέντριζε όσους την πλησίαζαν όπως κάνει ένα δυνατό φυτικό άρωμα. Τόσο, όσο χρειαζόταν για να καταλάβει πως την κοιτούσαν ... να δει το πρόσωπό τους στραμμένο προς αυτή. Μετά, σκέφτηκε, πως θα έτρωγε κάτι πριν ξεκινήσει γι’ αυτήν τη μεγάλη συνάντηση ... θα απομακρυνόταν από τον μεγάλο μπουφέ ... θα έπινε μόνο νερό. Στην επόμενη μεγάλη βιτρίνα το χρώμα ήταν γαλάζιο και τα μικρά κουτιά με τα χρώματα ... το άγριο μπλε του κοβαλτίου ... που όταν το κοιτάζει να απλώνεται σε μια μεγάλη επιφάνεια μένει σε βαθιά έκσταση ... μόνο το μπλε ... κανένα άλλο χρώμα δίπλα του. Στην επόμενη βιτρίνα βρήκε εσώρουχα και μικρά πορτοκαλί μαντήλια ... τα χέρια και τα χείλη της ξηλώθηκαν και πάλι από το σώμα της. Το δικό της αίμα πλυμμύρισε ό,τι απέμεινε από αυτήν ...δεν γνώριζε το σώμα ούτε και το αίμα της. Πλήρωνε.
10 οι αφοδεύοντες
Δίπλα της μια νεαρή κοπέλα πάλευε να συγκρατήσει το δεξί της χέρι και τα μάτια της. Δεν φώναζαν, δεν πονούσαν. Τους κυρίεψε η μανία ...να πάρουν και να πληρώσουν και να φορέσουν και να δουν ότι οι άλλοι τους βλέπουν, να φαντασιωθούν πως τα χέρια και τα χείλη τους ανακατεύουν την επιφάνεια του σώματός τους και μετά βυθίζονται και χάνονται μέσα του. Δεν ήθελε να ακούσει καμία ερώτηση ...δεν ήθελαν να ακούσουν καμιά υπόσχεση ... ένα επιφώνημα θαυμασμού ... ένα βαθύ βογγητό όπως αυτά που αναδύονται μέσα από το στομάχι κάθε φορά που αναρωτιέσαι για την κλίμακα των πραγμάτων. ...πόσο μακριά είναι ένα αστέρι. Λεκιάστηκε από τα περιττώματά της, έτσι ζούσε ... κανείς δεν την πλησίασε για να καθαρίσει τα ίχνη. Αύριο θα έψαχνε για ένα μικρό λοξό, βαθύ δρόμο. Κάποιος, εν τέλει, της ψιθύρισε πως εκεί υπήρχαν δύο ή περισσότερα καταστήματα που δεν είχε ποτέ επισκεφθεί. Τυφλώθηκε από τη χαρά και τη ζέστη των περιττωμάτων της.
αποκτώντας
Her small hands hasted away from her body. She wanted to reach a box with two ivory earrings inside. Then she wanted to place them on her body. Somewhere. She’d pierce her skin and let the blood dry.. that’s how she wanted to do it. Then she moved to the next window display, reaching for a long transparent dress, as well as for the one next to it, a green one with yellow stripes… she meant to dress in a way so that everyone who met her would be intrigued, in the way a persistent perfume would. Keep their attention on her for long enough, that was all she needed. Then she considered eating something before the big meeting…she’d keep away from the enormous buffet and stick to water. In the next shop window, the color was blue and there were small colorful boxes… the rude cobalt blue.. looking at it, you can see it spread and gain depth… just blue, no other color like it. In the next window she discovered underwear and small orange scarves .. her hands and lips moved away from her body again as she felt flooded with her own blood…
the defecators
...unable to recognize body or blood. She paid.
acquiring 11
Next to her, a young girl was trying to control her right arm and her eyes. None of them yelled, they weren’t in pain. They were overcome by the urge … to take, to pay, to wear and be seen, be able to fantasize that their hands and their lips cause ripples on the surface of their bodies and then get sunk within them. She wanted no questions asked.. no promises… just a sight of admiration …the kind of moan that echoes from within our guts every time we get to wonder about the scale of things… about the distance of a star. She lived covered in her excrements... nobody has ever approached to try and clean her up. Tomorrow she would look for a narrow road. Someone had whispered to her that there were one or maybe more stores she had never checked out before. She was once more blinded by the joy and warmth of her own defecation.
2
υγρά fluids
Η φράση σχηματίστηκε σε μια οθόνη υπολογιστή. Μετακίνησε το σώμα του πάνω στην καρέκλα όπως όταν το στομάχι γουργουρίζει από πείνα ή όταν πονάει ελαφρά ... όπως όταν η ζέστη κατεβαίνει από τον εγκέφαλο και πλημμυρίζει τα πόδια. Μόλις έστειλε μια ευγενική επιστολή, μόλις απέδειξε πως μπορεί να σκέπτεται όπως πρέπει, να αξίζει ό,τι επιθυμούν γι’ αυτόν. Ό,τι και αν συνέβη δεν ήταν αρκετό, η ησυχία εξακολουθούσε να καλύπτει αυτόν τον χώρο με τα μικρά διαμερίσματα, με τις κρυμμένες μυρωδιές του σώματος, με της κηλίδες και τα υγρά που σέρνονται πάνω στο δέρμα και αφαιρούνται γρήγορα, με τις λαμπρές εικόνες της συμπεριφοράς... Ό,τι δηλαδή μπορεί και αξίζει, ό,τι επιθυμούν γι’ αυτό. Επειδή έτσι ζεί. Έτσι επιτρέπεται να ζει ... ζει όσο το μήκος των ωρών που το σώμα του είναι καθαρό, όσο τα δάχτυλά του δεν βρωμίζουν από κηλίδες και υγρά που σέρνονται πάνω στο δέρμα και αφαιρούνται γρήγορα προστατεύοντας τις λαμπρές εικόνες της συμπεριφοράς. Σταμάτησε για λίγο και έβγαλε τα χέρια του από το πληκτρολόγιο, η οθόνη έμεινε λευκή, ένα μικρό ερωτηματικό αναμονής σχηματίστηκε κάτω αριστερά ... καθώς το βλέμμα του έπιασε το σχήμα, είδε ένα μικρό λεκέ πάνω στο ύφασμα. Δεν πειράζει. Θα τον κάλυπτε κάπως όταν έφτανε η νύχτα.
14 οι αφοδεύοντες
υγρά
Σκότωνε ανθρώπους ... έφτιαχνε μικρά γράμματα με όση ευγένεια επιτρεπόταν, χτυπούσε τα πλήκτρα καθώς μικρές χαρούμενες καμπανούλες συνόδευαν κάθε νέο γράμμα, κάθε νέα λέξη, τις μεγάλες ευγενικές προτάσεις. Σήμερα έστειλε δεκάδες επιστολές. Άξιζε ό,τι επιθυμούν γι’ αυτόν. Υπήρχαν πολύ σημαντικοί λόγοι που αυτοί οι αόρατοι άνθρωποι έπρεπε να τον αποζημιώσουν. Οι λεκέδες στο ύφασμα έγιναν περισσότεροι και μεγαλύτεροι, το φάρμακό του ήταν στην τσέπη από το πανωφόρι του. Δύο χρόνια πριν, αυτό το υγρό άρχισε να ξεπηδά και να λερώνει το πάτωμα. Τότε έφτασε και η πρώτη παρατήρηση από τη διεύθυνση. Τα κατάφερε όμως και με αυτό το παράδοξο φαινόμενο. Εστρωσε μια τσόχινη κουβέρτα στο πάτωμα και έτσι τίποτε δεν λέρωνε το δάπεδο. Όσοι κατοικούσαν και γέμιζαν αυτόν τον χώρο με τα μικρά διαμερίσματα και τις κρυμμένες μυρωδιές του σώματος έρχονταν τακτικά και μύριζαν ό,τι μούσκευε την τσόχα στο πάτωμα. Υπάρχουν ακόμα δεκάδες γράμματα για να αποσταλούν ... η νύχτα έρχεται...
The phrase appeared on the screen. He moved his body on the chair, as if hungry or aching … as if warmth came down from his brain and filled his feet. He has just sent a polite letter; he had just proved he can think the way he’s supposed to, worth what’s expected of him. Whatever happened, it wasn’t enough, silence still covered the place, filled with hints of body scents, of wet spots and fluids that drip down the skin and are removed quickly by the rules of impeccable social conduct … Whatever is desired, is whatever is worth.. Because that the way he lives. That’s the way he’s allowed to live… he lived through the length of the hours where his body is clean, his fingers do not get dirty with stains and fluids that drip down the skin and are removed quickly by the rules of impeccable social conduct. He paused for a moment and removed his hands from the keyboard, the screen remained white while a question mark that indicated the system was on standby appeared at the bottom right corner… as he looked at the question mark, he noticed a small stain on the fabric. Never mind, he’d find a way to cover it up by nightfall.
the defecators
fluids
15 He was killing people… he created small letters, letters that could not be too kind, he hit keys as if they were small cheerful bells that rang with each new letter, each new word, big pretentiously polite sentences. Today he had sent out dozens of those letters. He was worth what was expected of him. There were very important reasons as to why those invisible people should pay him back. The stains on the fabric became more and greater; his medicine was in the pocket of his jacket. Two years ago this fluid begun to drip and stain the floor. The management noticed and there was a memo. He managed to get through this odd situation. He placed a felt blanket on the floor and that way nothing stained the floor. Those who lived and filled this compartmentalized space with hints of body scents came by regularly and smelled the blanket on the floor. There are yet dozens of letters to be sent out … and the night is coming.
3
τροφή food
Το απόγευμα είδε το πρόσωπό του στην τηλεόραση. Δεν βρισκόταν μπροστά, ούτε δίπλα στην κοπέλα που μιλούσε ... το δείγμα μιας απέραντης και ήρεμης ομορφιάς... Όχι, βρισκόταν αρκετά πίσω ανάμεσα σε πολύ κόσμο που έφτασε γρήγορα και γέμισε τον μικρό στενό δρόμο για να δει δύο σώματα που βρέθηκαν κομματιασμένα ... ένα ζευγάρι νέων. Έφτασε σχετικά αργά και έτσι όλο το διάστημα από τη θέση του μέχρι τα δύο κομματισμένα πτώματα είχε γεμίσει. Όμως με κάποιο περίεργο τρόπο η μετακίνηση του πλήθους ταίριαξε έτσι, που η κάμερα, για μια ελάχιστη στιγμή, πίσω, μακριά από την απέραντη και ήρεμη ομορφιά της κοπέλας, έπιασε ένα μικρό δείγμα, το είδωλό του. Η κοπέλα μιλούσε χωρίς να φτάνει στα αφτιά του κάποιος ήχος, ... γέλασε κάποια στιγμή ... από λάθος άραγε; ... δεν πειράζει, αυτό μπορούσε να διορθωθεί. Μέσα στο πλήθος υπήρχαν άνθρωποι που εξακολουθούσαν να τρώνε, ... μικρές σταγόνες από κόκκινη σάλτσα ταίριαζαν με τις λίμνες του αίματος ... κάποιος από την άλλη πλευρά του πλήθους έκατσε στα γόνατα και σε λίγο το παντελόνι του μούσκεψε από ένα μεγάλο λεκέ ... μια κοπέλα διηγήθηκε πώς έφτασε εκεί... ”..ναι, με βρήκε στον δρόμο και μου είπε ... ύστερα γύρισα πίσω ... λερώθηκα και εγώ...” Δεν χρειάστηκε να μετακινηθεί από το σημείο όπου βρισκόταν. Μπροστά, δίπλα στα κομματιασμένα πτώματα, δύο νεαρά παιδιά, πρώτα το αγόρι και ύστερα το κορίτσι, ακούμπησαν ένα κομμάτι σώματος και μετά άφησαν το πόδι τους να πατήσει στο αίμα, βάφτηκαν με το αίμα ... αμέσως μετά, μέσα σε μια παράξενη ησυχία, τα κομμάτια των σωμάτων τραβήχτηκαν σε πολλά διαφορετικά σημεία, στον ίδιο μικρό στενό δρόμο. Τίποτε δεν μύριζε παράξενα, τίποτε δεν γλιστρούσε, τίποτε δεν ήταν κόκινο και υγρό, τίποτε δεν λέρωνε τα υφάσματα και τα σώματα. Τα δόντια βυθίζονταν με ορμή στο ψωμί που προσφέρθηκε, ο ήχος έκλεισε, η κόκκινη κοπέλα που μιλούσε... αυτό το δείγμα της απέραντης και ήρεμης ομορφιάς μετακινήθηκε προς το άνοιγμα στο τέρμα του μικρού στενού δρόμου. Για μια στιγμή ... μια ιδέα; ... φάνηκε σαν κάτι να κέντησε πάνω στο χέρι της ένα μονοπάτι πόνου, φάνηκε να λυγίζει, φάνηκε να ακολουθεί μια μακρινή πιθανότητα ... μια βεβαιότητα βαθιά μέσα στον χρόνο που μετράει μόνο γι’ αυτήν. Όχι, όχι... Η κοιλιά της γουργούρισε από πείνα ή πόνεσε ελαφρά ... φαίνεται πως η ελαφριά μυρωδιά απλώθηκε στο σώμα της και ερέθισε τον εγκέφαλο ... έτσι, από ένα μικρό μήνυμα γεννήθηκε μια σύσπαση, μια αντίδραση που έδωσε τέλος στην παράδοξη αυτή συγκέντρωση. Αρκετοί άνδρες από όσους συγκεντρώθηκαν γύρω της είχαν πολύ καιρό να πλυθούν ... κάποιες γυναίκες μύριζαν έντονα. Όλοι ζούσαν και θα εξακολουθούσαν να ζούν για πολύ ακόμη. Μέσα στον κόσμο των οσμών και τον εκκρίσεων ... των ψιθύρων που ποτέ δεν ανιχνεύονται από τους αισθητήρες του ήχου.
18 οι αφοδεύοντες
τροφή
He saw his face on tivi this afternoon. He wasn’t behind or in front of the woman speaking … that specimen of immense and calm beauty. No, he was far behind, between lots of other people that arrived fast and filled the narrow road in order to see the two bodies found in pieces … a young couple. He arrived relatively late so the space between him and the two chopped bodies was filled by other people. Thankfully the crowds shifted in a way that the camera, caught for a moment, behind the unyielding beauty of the girl, a small piece of his own reflection. The girl talked, yet no sound reached his ears ... he laughed, was it a technical problem? It was ok though, this could be fixed. Within the crowd there were people who were eating; drops of ketchup matched the pools of blood. Someone from the crowd kneeled and soon his pants were one big stain… a girl was saying how she got there “yes, he found me on the street… he told me…. Then I turned back… I also got stained” He did not to move from where he stood. Right in front of him, by the bleeding bodies, first a boy, and then a girl
the defecators touched a part of the body, allowed their feet to step on the blood, get stained by it…
food
19
Then in the most odd kind of quiet the parts of the bodies were pulled on different directions in that narrow road. Nothing felt weird or slippery, nothing was too red or too moist and nothing stained bodies and clothes. Teeth sunk eager in the bread that was offered. The sound turned off, the red girl was talking… that specimen of immense and content beauty moved towards the end of the narrow road. For a moment, something seemed to track a path of pain on her hand; she seemed to break, to follow some distant possibility … a certainty in the time as she controls it. No, no… Her belly felt hungry or aching … it seems that the scent had spread through her body and aroused the brain, a message gave birth to a twitch, a reaction caused by this odd gathering. Many of the men around her had not washed a long time, some of the women had pungent smells. They all were alive and they would continue being so for a long time. Alive within this world of scents and fluids.. Whispers that will never be detected by audio receivers.
4
χημικη ηρεμία chemical tranquility
Το βράδυ και πολύ νωρίς το πρωί κοιτάζει το γυμνό της σώμα. Δεν προλαβαίνει ποτέ να πλυθεί πριν κοιμηθεί. Η επιφάνεια των χεριών της γεμίζει από εκείνη τη λεπτή κρούστα του ιδρώτα και του λίπους, το σάλιο έχει ήδη ξεραθεί γύρω από το στόμα, μυρίζει ... και κάθε ίχνος, κάθε ελάχιστο μόριο ενός μακριού κατάλογου από τέτοια μόρια που συνοδεύουν τη ζωή της, βαραίνει πάνω στο πνεύμα της, ... τόσο ώστε να κλάψει ή να τιναχτεί και να πλύνει γρήγορα ό,τι νομίζει πως απλώνει, πως φανερώνει όλα εκείνα τα σημεία ενός άλλου εαυτού. Είναι μόνη, έχει χοντρύνει τόσο όσο προδίδεται από τις ματιές των άλλων. Τρώει συνέχεια, φύλλα, ήχους, μικρές αισθησιακές εκφράσεις, όνειρα και ζωές που στιγμιαία μεγεθύνονται και την καταπίνουν, μικρές χάρτινες επιφάνειες που υπόσχονται κάτι, τρώει τους φίλους, τρώει τους ψίθυρους και τις προτάσεις και κάθε μικρή πράσινη επιθυμία, τρώει μικρά ξύλινα σπίτια δίπλα στη θάλασσα, πίνει το αλμυρό νερό των ωκεανών. Σηκώνει το χέρι της και σκουπίζει το στόμα της ... να, δύο ροζ σταγόνες έπεσαν και πάλι στο πάτωμα ... θυμάται ένα παλιό κείμενο, μια οδηγία για τη ζωή της ... ”κάν’ το έτσι, μην αφήνεις λεπτό τον εαυτό σου, το δέρμα σου, τα μάτια ... τα μάτια σου ” ... που κοιτάζουν συνέχεια και περιμένουν να δουν εκείνη την πελώρια πορτοκαλί επιθυμία να τινάζεται και να σκίζει το σώμα της, να της μιλάει όσο γλυκά επιθυμεί καθώς γεμίζει το σώμα της ... να κατασκευάζει, μόριο με μόριο, ένα νέο σώμα ... που μυρίζει όπως η ζάχαρη, που τα υγρά του αποδίδονται στο σύμπαν γεμίζοντάς το με άρωμα της λεβάντας, τα κόπρανα σβήνουν κάθε φορά που χαϊδεύει τη σάρκα της κοιλιάς της, το σάλιο είναι ένα απρόσμενο δώρο που συσσωρεύεται και φτιάχνει ένα λαμπερό πλακούντα σε κάθε κοιλότητα του εσωτερικού σώματός της, που τα πράγματα είναι έτσι ... που ποτέ δεν θα πατήσει τη λάσπη στον δρόμο, που δεν θα μείνει λευκή ή μεταξένια κάτω από το άγγιγμα μιας γυναίκας ή ενός άνδρα... Στο κρεβάτι της έχουν μείνει τα υγρά υπολείμματα το ύπνου, το κρεβάτι της έχει μεγαλώσει ... έχει άπειρη έκταση ... τα χέρια της ανιχνεύουν και πάλι το σώμα της ... ψάχνουν δύο σημεία ... μια μικρή κοιλότητα... Τα χέρια της γίνονται μάτια, τα δάχτυλα μικρά ροζ καλώδια, τα χάπια έχουν τελειώσει εδώ και χρόνια ... οι καθρέπτες έχουν σπάσει ... ό,τι έχει γραφτεί γι’ αυτήν έχει καεί ... δύο μικρά λερωμένα εσώρουχα περιμένουν να πλυθούν ... ό,τι της απέμεινε είναι αυτή η πολύ μικρή στιγμή που το βλέμμα της γεμίζει από το φως της ημέρας.
22 οι αφοδεύοντες
χημική ηρε
At night and early in the morning she stares at her naked body. She never gets to wash before going to bed. The surface of her hands is covered with a thin layer of greasy sweat and dried saliva. She smells and every trace, every tiny molecule in a list of molecules that come with living, weights on her body… so much, she feels like crying or jumping up to wash fast what she considers able to reveal parts of a different self. She is alone; she has gotten so fat she is betrayed in the eyes of others. She constantly eats, leafs, sounds, small expressions, dreams and lives that get magnified in an instant and devour her, small paper surfaces that make promises, she eats her friends, eats whispers and sentences, every small green desire, she eats wooden houses by the sea and eats the salty water of the oceans. She raises her arm and wipes her mouth.. there .. two pink drops fell on the floor… she is reminded of an old text, an instruction in life “this is what you must do, do not allow yourself to be thin, your skin, your eyes… your eyes”…eyes that look expecting to see that immense orange desire blow up and shred her body. Construct molecule by molecule a new body that smells like sugar and its fluids are emitted into the universe smelling the scent of lavender. Feces seize to exist in her underbelly every time she strokes its flesh; saliva is an unexpected gift in the cavity of her mouth that accumulates to create a shiny
the defecators
εμία
placenta in every space available inside her body.
chemical tranquility 23 That’s the way things are… she will never step on the mud on the road, she will never look white or like velvet under the touch of a man or a woman. In her bed there are left wet traces of sleep, the bed itself looks to have expanded… it’s infinite, her hands trace her body again, she looks for two spots, a small cavity, her hands become eyes, her small fingers are like pink cables, she’s out of pills for a while now… all mirrors are broken… whatever has been written about her, has been burned… two small dirty underwear are expecting to be washed. All she’s left is this tinny moment when her eyes are filled by the light of day.
5
φόβος fear
Μια στιγμή πριν ξεσπάσει ο φόβος καταλαβαίνει πως κάτι έχει γεννηθεί και γιγαντώνεται μέσα της. Έχει συμβεί πολλές φορές μέχρι τώρα. Έχει μάθει, περιμένει μια σειρά από ελάχιστα μικρά συμπτώματα. Και τότε, όταν η διαδικασία ξεκινήσει, την κατακλύζει μια απέραντη κούραση ... δεν μπορεί να σηκωθεί από το κάθισμα, δεν μπορεί να βγεί από το λεωφορείο όπου βρίσκεται και έτσι ταξιδεύει μαζί του κάνοντας μεγάλες διαδρομές μέσα στην πόλη. Μια φορά, πολλά χρόνια πριν, ο φόβος ξεκίνησε μέσα στο καράβι που διέσχιζε μια μικρή λεπτομέρεια της Μεσογείου Θάλασσας ... κρύφτηκε, γιατί ντράπηκε πολύ και γύρισε μετά από χρόνια πίσω ... έτρωγε ό,τι έφτανε το χέρι της από τα παρατημένα τραπέζια των ναυτικών, ντυνόταν με δείγματα από υφάσματα που έπεφταν μέσα στα αμπάρια καθώς γέμιζαν και άδειαζαν από εμπορεύματα ... φώναζε πολύ μόνο όταν ξεσπούσαν οι μεγάλες καταιγίδες πριν την Ιαπωνία ... σκούπιζε με επιμέλεια τα υγρά της ίχνη και τα υπολείμματα του πόνου όταν περνούσε από τους διαδρόμους χωρίς να ενοχλήσει κανένα. Φοβόταν πολύ, φοβόταν αυτή την άνοδο της έντασης ... αυτό που γεννιόταν μέσα της, τον τρόπο που το πρωί οι άλλοι κοίταζαν ... το ακανόνιστο σώμα της, τα αραιά της μαλλιά, τα δύο μεγάλα σκούρα σημάδια στο χέρι της, ... κάθε πρωί που ξεκινούσε να περιπλανηθεί μέσα στην πόλη της, όταν περνούσε από τα μεγάλα καταστήματα με τα βιβλία και τα περιοδικά. Άπλωναν πάνω της τις ίδιες λέξεις, τις ίδιες φράσεις, τις ίδιες σκέψεις, τις βέβαιες σκέψεις των άλλων ... τίναζαν πάνω της τους χυμούς και το άρωμα των σοκολατένιων γυμνασμένων κορμιών, σμιλεμένων ώς την τελευταία παγωμένη εικόνα τους, τα λευκά υγιή δόντια, τα λεπτά χέρια τους, τα πρόσωπα που δήλωναν πως τίποτε δεν θα τα οδηγήσει σιγά-σιγά στον θάνατο, που ποτέ δεν θα την αγκαλιάσουν τόσο πολύ ... να τρανταχτεί, να χάσει τη μιλιά της, να δοθούν στην πραγματικότητα όλες εκείνες οι στάσεις του σώματός της ... που όταν θα τελειώσει, θα ξαναρχίσει και πάλι ... δικό της ... στο κύλισμα του χρόνου της. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και αυτή η συνθήκη έγινε πια ένα χαρακτηριστικό της ζωής της, άρχισε να παρατηρεί και πολλούς άλλους, άνδρες και γυναίκες, να παθαίνουν το ίδιο, να λυγίζουν ελαφρά το σώμα για να κρύψουν τις λεπτομέρειές του, να ντύνονται με περισσότερα ρούχα όταν κάνει πολύ ζέστη, να απλώνουν την ανησυχία τους στις αίθουσες όπου βρίσκονται με πολλούς άλλους ανθρώπους, .., μην τυχόν και ζητηθεί από αυτούς να σηκωθούν όρθιοι, ... να πουν κάτι όταν όλοι οι άλλοι τους βλέπουν, να κρύβονται πίσω από ψηλές τσιμεντένιες σκιερές επιφάνειες όταν οι απέραντες αυλές είναι γεμάτες από κόσμο και μουσική. Ένα πρωί κατάλαβε πόσο μεγάλος ήταν ο πληθυσμός αυτών των ανθρώπων ... τι μεγάλος που ήταν αυτός ο αριθμός ... ένας πολύ μεγάλος αριθμός ... ένας μεγάλος αριθμός όσο το διάστημα των ταξιδιών της ... τόσο μεγάλος ... ένας πολύ μεγάλος αριθμός.
26 οι αφοδεύοντες
φόβος
Just before fear erupted she realized that something was born and increasing inside her. It has happened many times before. She leaned to wait for a row small symptoms. When it begins she is overcome by an infinite fatigue… she can’t scrap herself off the chair, she can’t step out of the bus where she’s in, so she travels with it in long routes through the town. Once, years ago, the fear came in a ship as it crossed the Mediterranean sea… she hid cause she felt ashamed and that turned her back years ago… she ate anything she could reach from the leftovers of the sailors. She dressed with pieces of fabrics that happened to fall out as they loaded or unloaded the cargo, she screamed only when the great storms hit before Japan… she wiped with diligence her moist stains and any leftovers from her pain as she moved through the hallways without bothering anyone. She was afraid, afraid of this rising tension… of what was born within her, the way the others would look at her in the morning, her odd figure, her thinning hair, those two dark marks on her hand… every morning she set out to wander in her town, she went by the big stores with books and magazines that
the defecators splashed on her the same words , the same phrases, the same thoughts, the thoughts of others… they
fear
ejected on her their juices, the smell of chocolate worked out bodies, chiseled in their frozen image,
27
their white healthy teeth, their thin hands, faces declaring that nothing will lead them slowly to death, that will never hold her … shake her. Make her speechless till she finds herself surrendering her body in reality … a reality that when completed, will begin all over again, her own in the turn of her time. As time passed and this condition became the fabric of her reality, she begun to notice the same thing happening to many others, men and women bending their body to hide its details, wear more clothes when it’s hot, feel conscious on places with many other people… fearing to be asked to stand up, speak in front of others watching , much preferring to hide behind concrete dark surfaces when the gardens are filled with people and music. One morning she realized just how great the number of those people really is… a great number… a number as great as the time of her travels …a really great number.
6
οι άλλοι the others
Σχεδόν ξέχασε τα ορατόρια του Μπαχ. Οι ήχοι της φύσης έγιναν τόσο αμυδροί, που όταν κάτι περνάει και γράφεται στις πτυχές του μυαλού της προκαλεί ακαριαία την ψευδαίσθηση πως κάποιος ψιθυρίζει δίπλα της. Πολλές φορές έχει γυρίσει απότομα προς τα πίσω για να αντικρύσει τελικά το μεγάλο, σταθερό, πλούσιο, ασφαλές δωμάτιό της. Ποτέ δεν φαντάστηκε πως θα ερχόταν κάποτε η στιγμή που η ανάγκη να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω θα ήταν τόσο μεγάλη. Όταν διέσχιζε τις αίθουσες των συναυλιών, όταν μαγνήτιζε μια ομάδα νέων, όταν μιλούσε, διασχίζοντας τις εμπειρίες της μέσης ηλικίας, ξεδιπλώνοντας την άφταστη ικανότητά της στο πιάνο, προσφέροντας ζωτικές λεπτομέρειες από την ανάλυση παράξενων έργων από το πλήθος των συνθετών που αγαπούσε. Τώρα, σκέφτεται συνέχεια όλα εκείνα τα μικρά γεγονότα που για κάποιο λόγο λαμπυρίζουν τόσο καθαρά στη μνήμη της ... τι παράδοξη σειρά! ... τη μια στιγμή φεύγει από την αγκαλιά ενός νέου αγοριού σβήνοντας βίαια την επιθυμία του, μετά βλέπει, βαθιά μέσα στον χρόνο, τον ισχυρό εαυτό της να προσβάλει δύο μαθητές, να μη σταματά ... να εκτείνει τα χέρια της προς το σώμα τους και να μη χαμηλώνει τη φωνή της μπροστά σε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων που βρίσκονται τριγύρω, να χτυπάει με όση δύναμη διαθέτει το γυμνασμένο της κορμί και τα υπεράνθρωπα δάχτυλά της μια νεαρή κοπέλα μέσα στη βαθιά νύχτα, να αφήνει τα ούρα της να πλημμυρίσουν το μικρό δωμάτιο όπου βρίσκεται κρυμμένη πριν μια συναυλία, να σταματάει ένα μικρό έμβασμα με ελάχιστα χρήματα, να το σκίζει, να μιλάει με περιφρόνηση, να βρίζει, να σκίζει μια παρτιτούρα ... να σκίζει μια παρτιτούρα, να κλείνει δυνατά την πόρτα, να περιφρονεί, να βρίζει, να λερώνει με κόκκινη σάλτσα ένα μικρό βιβλίο, να εξοργίζεται από την περίοδό της ... να εξοργίζεται από την απόδειξη της σωματικότητας, να κόβει ένα μικρό κομμάτι σάρκας, να δαγκώνει, να αλλάζει φακέλους, να αντιλαμβάνεται ένα πρωϊνό πως γέρασε πια, να αγγίζει το χέρι ενός νεότερου μαθητή της και να βλέπει το πρόσωπό του, να γερνάει, να κόβει και άλλη σάρκα... το πρόσωπο ενός νεαρότερου άνδρα που ποτέ δεν θα αγκαλιάσει... δεν θα φιλήσει το σώμα του, δεν θα δει το πρόσωπό του να συστρέφεται και να κοκκινίζει ... τόσες δυνατότητες ...τόσες άφταστες αιτίες ...αυτή η αδυσώπητη συναίσθηση πως πέρασε χρόνια τυφλή και απρόσεχτη ...πως θα περάσει ακόμη περισσότερα γυρίζοντας, πια, συνέχεια προς τα πίσω. Κανένας ήχος δεν θα γεννήσει νέες υποθέσεις, ένα νέο αίτημα, μια επιθυμία, ένα νέο άνδρα που θα την πλησιάσει ... ένα πλάσμα γεμάτο αυτοπεποίθηση, γεμάτο επιθυμία, βυθίζεται αργά, έξαλλη από την εικόνα του γυμνού του κορμιού, έξαλλη από ένα πλούσιο χειροκρότημα, από μια πρόσκληση για ένα μακρινό ταξίδι, βυθισμένο στην ηδονή εκείνη που γεννά η αποδοχή των άλλων ... χωρίς χέρια, χωρίς πρόσωπο, χωρίς σώμα... Το βράδυ κατάλαβε πως έβρεξε τα σεντόνια του κρεβατιού της ... ήπιε πολύ, μόνη της. Ναι, υπάρχουν πολλοί φίλοι. Ναι, συνέχεια υπόσχονται πως θα την επισκεφτούν, συνέχεια τονίζουν πως την έχουν ανάγκη, συνέχεια κερδίζει δυνατές υποσχέσεις .. ναι, ναι ... θα έρθουν... Έφερε τα χέρια στη μύτη της, άπλωσε την υγρασία στο πρόσωπό της ... μύριζε βαριά, πώς μπορεί το σώμα της να μυρίζει τόσο βαριά ... πού είναι η δύναμη; Το πρωί θα προσπαθήσει να πλυθεί ...κινεί δύσκολα το σώμα της ...είναι βαρύ. Ένα μεγάλο βαρύ σώμα...
30 οι αφοδεύοντες
οι άλλοι
She almost forgot all about Bach’s oratorios. The sounds of nature became so faint that everything she heard got recorded in the folds of her mind under the sensation that someone is whispering right next to her. Many times she had turned around to face nothing but her big, familiar, rich and safe room. When she crossed the concert halls, magnetizing a room of young people, talking about her mid-life experiences, unfolding her unparallel skill on the piano, offering vital details on the analysis of a number of plays she loved, she never imagined that the moment would come when turning to look back would be such an imperative need. Now all she thinks about are all those little events that for some odd reason keep sparkling in our memories… what an odd sequence … one moment she flees from the advances of a young man, extinguishing harshly his desire then she sees … deep in time, her powerful self insults two students, reaching for their bodies, never lowering her voice no matter the number of people watching, hitting with all force available in her worked out body and powerful fingers, a young girl’s on some dark night… allowing her urine to fill the room she laid hidden before a concert, to recall an over the phone check that was worth very the defecators
little money, shredding it, speaking with contempt , swearing, spilling red sauce on
the others
a small book, being exasperated by her period… being angry at the proven reality of her body…
bites, changes envelopes, realizing that she is getting old, touching the hand of a younger student
31
and seeing his face age, she cuts off a bit more flesh … she will never kiss his body, she will never see his face twitch and blush.. all those potentials … all those causes… this flattening sensation that she spend years blind and careless… that she will spend even more constantly turning back. No sound will give birth to new assumptions, new requests, a desire, a young man that will approach her… a creature full of confidence and desire sinking slowly, unhinged by the image of a naked body, unhinged by an applaud, an invitation to a lengthy journey deep in the pleasure that acceptance can offer, no hands, no face, no body… That night she realizes she wet her sheets. She drank a lot, alone. Yes, there are a lot of friends. Yes they keep promising they’ll visit, keep telling her how much they need her… she keeps getting heartfelt promises… yes, yes, surely they’ll come. She brought her hands under her nose, spread the moisture on her face… she smelled pungent, how could her body smell like that? Where was her power? In the morning she will try to wash … it’s hard to move her body… it feels heavy. A big, heavy body …
7
ευτυχία happiness
Στο απέραντο δημόσιο πεδίο συνηθίζει να ακουμπάει τα χέρια πάνω στην κοιλιά του. Κάποια στιγμή, στη διάρκεια ενός μεγάλου ταξιδιού είδε αυτή τη λεπτομέρεια της συμπεριφοράς να εκδηλώνεται και να υπόσχεται μια νέα ταυτότητα, μια νέα συσχέτιση ... είδε μια γυναίκα να τοποθετεί τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της και ύστερα, είτε επειδή ο ύπνος είτε επειδή τινάχτηκε βίαια από την επιθυμία ... τα χέρια βρέθηκαν ανάμεσα στα πόδια της, έμεινε εκεί σε αυτή τη στάση για πολλή ώρα ... όση ώρα την κοιτούσε, όση ώρα σκεφτόταν για αυτή τη θέση των χεριών, όση ώρα επιθυμούσε την αλήθεια μιας στιγμής στη σκιά ενός παρήγορου δένδρου σε ένα άπειρο κάμπο το δειλινό, όταν όλοι οι άλλοι είχαν φωλιάσει στα δυόροφα πέτρινα σπίτια, μακριά. Η ζέστη του μικρού λεωφορείου απλωνόταν στα σώματα, αντιδρούσαν αλλάζοντας στάσεις, σκουπίζοντας τις άκρες των χειλιών, σκουπίζοντας τον λαιμό, κοιτώντας τις μπλούζες και τα πουκάμισά τους να γεμίζουν από την υγρασία του σώματος ... τα υγρά σώματα των επιβατών, οι εμμονές και οι φοβίες που κατοικούν στη μουσκεμένη πλάτη, στη βαριά μυρωδιά των εσώρουχων στο μεγάλο διάστημα του ταξιδιού. Αγκιστρώθηκε στην παραδοξότητα του στεγνού σώματος, αυτό που θέλει από τα στεγνά του χέρια, πλυμένα, μακριά από την επιθυμία, την ιδέα της αρπαγής του άλλου σώματος, την αγκίστρωση στην κοιλότητας της επιθυμίας, την απόγνωση που εξαπολύεται και τινάζει φράσεις και άγριες κραυγές όταν η επιθυμία δεν επαληθεύεται πάνω σε αυτό το διπλανό σώμα ... τον θυμό ... τον θυμό. Τα ιδρωμένα χέρια, σε αυτό το ζεστό λεωφορείο συντήρησαν για πολλές ώρες ακόμη το μείγμα της αμηχανίας, της απόγνωσης, της απομάκρυνσης, της αγκύλωσης του βλέμματος ... οι ώρες περνούσαν, ώσπου η βαριά ιδέα της τελικής ηλικίας των πραγμάτων έλυσε όλους τους δεσμούς. Ζήτησε ένα αρωματισμένο χρωματιστό μαντήλι, σχολίασε τα ρυάκια του ιδρώτα πίσω από το αφτί, τα κολλημένα μαύρα μαλλιά, τη διάστικτη μπλούζα ... κάθε φράση, μετά από κάθε απάντηση. Οι υποθέσεις της απρόσμενης συνομιλίας ταίριαζαν με τα χαρακτηριστικά μιας ιδανικής συγκατοίκησης σε ένα διάστημα χρόνου. Πλησίασε πολύ, σχεδόν άγγιξε τα χείλη και μύρισε την περιοχή δίπλα από το στόμα, ο θόρυβος της μηχανής σταμάτησε, πλησίασε και φώλιασε τη μύτη στη μασχάλη ώστε το μεσημέρι να γίνει μωβ δειλινό. Πλησίασε και έσπρωξε το σώμα λίγο μπροστά, ώστε να ακουμπήσει τα χέρια στη ζεστή πλάτη και η λαμαρίνα της οροφής ιρίδισε και εξαφανίστηκε. Δεν κατάλαβε πώς, αλλά τα χέρια του άρπαξαν και έσφιξαν γερά το εσωτερικό των ποδιών, τόσο πολύ που η πέτρινη επιφάνεια πάνω στην οποία κάθονταν, στην κορυφή του λόφου, κάτω από τον ψυχρό ουρανό του Οκτώβρη, γέμισε με τη θάλασσα των υγρών της ζωής.
34 οι αφοδεύοντες
ευτυχία
In the infinite public plain he‘s used in resting his hands on his stomach. At some point during a long journey he had noticed this behavioral details manifest itself, promising a new identity, a new connection. He saw a woman place her hands on her stomach and then, either because of sleep either by the sudden twist of desire, her hands slipped between her thighs and stayed there for quite a while. Looking at her, he contemplated on the position of those hands, consumed by his desire for the truth of a moment, under the shade of a consoling tree in an infinite field during a long afternoon, when everyone else hid away in stone houses, far away. The heat of filled the small buss and covered the bodies that reacted shifting positions, wiping their lips, their necks, inspecting their clothes absorb the moisture of their bodies. The wet bodies of the passengers, their fixations and fears concentrated on a sweaty back or the heavy smell of underwear during the long journey. He was intrigued by the oddity a dry body is, dry, washed hands, distant from desire, the idea of grabbing another body, hooking in its cavities, the desperation this unleashes and the phrases and cries that come from the adjoining body when desire is sealed…the anger… the anger
the defecators
happiness 35
…Sweating hands have kept this mixture of embarrassment, despair, reluctance and distance warm for many hours in this small bus. Hours went by, till all bonds were crushed by the weight of the final age of things. He asked for a perfumed colorful handkerchief, he made some comment about the rivers of seat behind each ear, the dripping black hair and the stained t-shirt, a phrase after each answer.
The assumptions of an unexpected conversation matched the characteristics of an ideal coexistence during a period of time. He got close, almost touched the lips, and smelled the area around the mouth, as the noise of the bus engine seized. He approached smelling the armpit and the noon became a lavender afternoon. He drew closer and pushed the body forward to place his hands on the warm back while the metal bus roof glimmered and then disappeared. He was unaware exactly how, but his hands grabbed and squeezed the inside of the thighs so much that the stone surface of which he sat, on a hilltop, under a cold October sky, filled with the sea of the liquids of life.
8
αναμονή waiting
Εκείνη την ήσυχη στιγμή, στην απέραντη παραλία του νησιού, στη βόρεια πλευρά που σχημάτιζε η κλειστή καμπύλη του ακρωτήριου και το διακοπτόμενο φως του φάρου, βρέθηκε μόνη. Για δύο ώρες, για ημέρες, για όσο επιθυμούσε. Τα χέρια της δεν κινήθηκαν, δεν εκτέλεσαν τη σειρά των τυπικών κινήσεων που χρειάζονταν για να βγάλει όλα τα ρούχα, δεν πέρασαν πάνω από τις εκτάσεις της σάρκας για να διαπιστώσει ότι ήταν παρούσα εκεί, ότι το σώμα της συνεχίζει να καταλαμβάνει τον χώρο αυτού του σημείου ... ότι το σώμα της κινείται μακριά από τον σωρό της ταυτότητάς της, ότι ανεβαίνει τη χαμηλή πλαγιά, περπατάει πάνω στον λεπτό ψηλό τοίχο του σπιτιού και ορίζει πια, στο εμβαδόν της στέγης του, το μέχρι πού μπορεί να πάει και τα λίγα πράγματα που μπορεί να κάνει. Πάντα φοβόταν τη στιγμή που ο ελαφρός πόνος χαμηλά στην κοιλιά θα την αναγκάσει να αφήσει το ήσυχο πορτοκαλί εσωτερικό, με τη βαριά μουσική, τους πληθυσμούς των ακανόνιστων ήχων, τις μυρωδιές από τις ντομάτες και την αχνιστή κόκκινη σάλτσα. Να βρεί ένα χώρο πράσινο, στενό, με μάρμαρο και νερό που τρέχει, να ακουμπήσει στα γόνατα, να αφήσει τη γλώσσα και το σάλιο να στάξει. Να σφίξει απαλά τους λαγόνες της και να θυμηθεί όλες εκείνες τις στιγμές που tα πρωϊνά λουλούδια έσταζαν πάνω της τις τελευταίες σταγόνες από όλες τις θύελλες του πλανήτη. Το σώμα της τότε έδιωχνε όλα τα υλικά που απαιτούσε η γη. Συνήθιζε να σταυρώνει τα χέρια και να τα ακουμπά πάνω στους ώμους. Άλλες φορές τα ένωνε κάτω από το σαγόνι και άφηνε το ρυάκι του σάλιου να διαλέξει ένα μονοπάτι πάνω στη ροδαλή σάρκα. Τώρα, πάνω στη σκοτεινή ταράτσα με το λαμπρό διακοπτόμενο φως του φάρου, βρέθηκε μόνη. Πάνω από την πολύχρωμη γιορτή της αυλής. Με τα πολύχρωμα φώτα, τις είκοσι πέντε μεγάλες καρέκλες, το τραπέζι με τους δίσκους του φαγητού, το τραπέζι με τα μπουκάλια του νερού και τον πάγο. Τους δύο ανθρώπους που περιμένουν. Δεν το ξέρει, αλλά τα βλέμματα του ζευγαριού περιμένουν ένα μικρό καράβι. Περιμένουν να επαληθευτεί μια επιθυμία, να ολοκληρωθεί μια πρόσκληση, τα φώτα που έστρωσαν να φωτίσουν κινήσεις και χάδια, να παραμερίσουν ήσυχα τις ώρες ώστε η αυγή να έρθει όποτε το επιθυμήσουν. Τα σώματα του ζευγαριού είναι κρυμμένα από το βλέμμα της, κάτω από μια τέντα, κρυμμένα από τον ψίθυρο του σώματός της, κρυμμένα κάτω από την τσιμεντένια οροφή, κρυμμένα από το μαγικό κύλισμά της στο στρώμα της άμμου που έφερε ο αέρας, το βαθύ κάθισμά της και τα ίχνη της, το σύρσιμο της ζεστής έδρας της που θα την αναγκάσει να αναστενάξει από ηδονή. Αυτό που μένει ακόμα είναι να καλυφθεί το πελώριο χάσμα που χωρίζει την προσμονή του ζευγαριού από την τελετή του μεγάλου ζεστού γυναικείου σώματος στην ταράτσα. Και τα δύο μιλάνε για το εξής ένα.
38 οι αφοδεύοντες
αναμονή
In that quiet moment, in the infinite beach that was the north side of the island , by the curve that created a cape with the rotating light of a lighthouse, she found herself alone, for a couple of hours, for days, for as long as she wanted. Her hands did not stir, they did not perform the standard row of gestures that were needed to remove all her clothes, they did not move over her skin to make sure she was present, that her body continued to occupy this space in this time‌ that her body is moving away, climbing the hillside, walking on the thin tall wall of the house and defining the extent of its roof, the things she can do and the places she can go. She was always afraid of the moment that a gentle pain down in her belly would force her to leave the comfortable orange interior with the thick music, the myriads of undefined sounds, the smells of tomatoes and boiling red sauce. She’d have to find a place that is green, dry, with marbles and running water, rest on her knees and let her tongue hang out. She could tighten her loins and remember all those moments where the wildflowers dripped on her the last drops from all the hurricanes of the planet. the defecators
waiting 39
Her body rejected all the materials that earth desired.
She used to cross her hands and place them on her shoulders, or under the jaw, allowing her sa
liva to choose its path on the rosy flesh. Now on this dark roof with the bright rotating light, she
found herself alone. Below her laid a colorful celebration. Many colored lights, twenty five big chairs, a table with food trays, a table for bottles and ice. Two people, waiting. She doesn’t know it but the eyes of the couple are yearning for a ship. They are waiting for a desire to be fulfilled, an invitation to be accepted, for the lights they have placed around them to illuminate moves and touches to move quietly through the hours so that dawn comes only when they desire it. The bodies of the couple are hidden from her, under a tent, away from the whispers of her body, beneath a concrete roof, kept away from her magical rolling in the sand, her footprints as she dragged herself, with s sigh of pleasure. That which is yet left to fill is the immense gap that divides the anticipation of the couple from the ritual the big warm female body practices of the roof. Both speak about the same one thing.
9
μίσος hate
Κάθε εργάσιμη ημέρα το μικρό πολύχρωμο πακέτο έφτανε στο γραφείο διανομής της απέραντης εταιρίας όπου εργαζόταν. Μακρόστενο, δεμένο σφιχτά με μιά λαμπερή κορδέλα. Το γραφείο του γέμιζε με υπάλληλους που ζητούσαν λεπτομέρειες για τη συνέχεια της ζωής τους, τον τρόπο που μπορούν να αγγίζουν ό,τι έβλεπαν στις μεγάλες βιτρίνες της εισόδου, τις ερμηνείες και τις εκδοχές των αριθμών στις επιταγές που έστελναν ή κρατούσαν για τον εαυτό τους. Περνούσε τις πρώτες ώρες του εγκλεισμού του εκεί συμβουλεύοντας ή απλώνοντας σειρές από σύντομες διηγήσεις που ταίριαζαν σε κάθε ιδιαίτερη προσωπικότητα βρισκόταν κοντά του. Δεν γελούσε αλλά ούτε ήταν αυστηρός, δεν έδειχνε ποτέ οικειότητα προς τον συνομιλητή του αλλά ούτε και προς τον ορίζοντα, έξω από τα μεγάλα, ασφαλή σφραγισμένα υαλοστάσια. Δεν άγγιξε ποτέ το σώμα τους, με εκείνο το φιλικό τρόπο που λένε ότι προσφέρει κάτι παραπάνω στο νόημα μιας συνομιλίας ή μιας ακρόασης. Το απέραντο διαμέρισμά του ήταν στον τελευταίο όροφο του κτίριου. Ασφαλές, με σφραγισμένα υαλοστάσια. Είχε το προνόμιο να απλώνει τη ματιά του σε βάθος πολλών χιλιομέτρων ή να κοιτάζει χαμηλά τα λευκά ή τα βαριά μαύρα σύννεφα των καταιγίδων. Οτιδήποτε φορούσε, προστάτευε το σώμα του μόνο για μία ημέρα. Πριν λίγο καιρό, υποδέχτηκε ένα παλιό γνωστό και αυτός, είτε σαν ένα μικρό αστείο ανάμεσα στις γραμμές της συζήτησης που έτρεχαν είτε με εκείνη την επεξεργασμένη μοχθηρότητα της εκδίκησης, του ανέφερε πως άκουσε πολλές συζητήσεις που αφορούσαν πάντα το ίδιο θέμα. Οι μηχανές που διατηρούσαν την ασφάλεια του κτιρίου δεν είχαν καταγράψει καμία επίσκεψη... ποτέ, δεν είχαν καταγράψει καμία έξοδο... ποτέ, ήταν αυτός ή το είδωλό του;... Πότε επιχείρησε να βγει από το κτίριο;... γνώριζε τη μυρωδιά του ιδρώτα... τι έτρωγε;... όλα στο τέλος χάθηκαν από το αφόρητο γέλιο του ζευγαριού που κάλυψε τα πάντα. Το γέλιο εκείνο που μυρίζει όσο άσχημα επιθυμεί κάποιος... Η συζήτηση τελείωσε βαθμιαία σε μια σειρά από πνιχτούς ήχους. Οι υπάλληλοι άρχισαν να χάνονται και αυτοί στα δικά τους διαμερίσματα, τους δικούς τους φόβους και ενοχές, να πνίγονται στις μυρωδιές τους όταν ο κλιματισμός σταματούσε για λίγα λεπτά. Πριν λίγες μέρες μια κοπέλα κατάφερε και έσπασε ένα τζάμι. Ο γιγάντιος βαρύς δροσερός αέρας την τράβηξε κοντά του και καθώς έπεφτε προς το πουθενά τα χείλη της τρέμισαν, τα χέρια της μαζεύτηκαν στο σώμα, τα πόδια της έφτασαν και κόλλησαν στην κοιλιά καθώς άφηνε τα τελευταία ίχνη του σώματός της σε μια γραμμή εκκριμάτων. Το περιεχόμενο του δέματος είναι μια συνεχής υπενθύμιση ενός κόσμου έξω από το κτίριο, έξω από την τακτοποιημένη ζωή, έξω από τον τρόπο να είσαι ευγενής, να ορίζεις τους άλλους με τους τρόπους και τις αρχές των ήσυχων συζητήσεων. Τα μικρά πολύχρωμα κουτιά επιστρέφονται πάντα πίσω, επενδύονται με ένα καινούργιο χαρτί, δένονται και τυπώνεται η ίδια διεύθυνση. Κομμάτια από σώματα, από εκκρίσεις, από χαμένες ζωές, κομμάτια για να κοιτάζεις γενναία το τέλος.
42 οι αφοδεύοντες
μίσος
Each workday the small colorful package arrived on the distribution office of the great company where he worked. It was narrow, long, tightly bound by a bright ribbon. The office would fill with employees seeking details about the path of their life, ways to touch what they see in the big windows of the lobby, interpretations or versions of numbers is checks made out to them or made by them to others. He’d spend his first hours of being locked up in there, advising or unfolding endless rows of short narrations that matched the personality of whoever sat near him. He did not joke, nor was he stern; he was never intimate, not distant. He would never touch their bodies, in that casual way that is supposed to add something to the meaning of a conversation. His enormous apartment was on the last floor of the building, safe with sealed window panels. He had the privilege of being able to rest his eyes for many miles in the horizon or look down on the white heavy black clouds of the storms. Whatever he wore could protect his body only for one day. A while ago he welcomed an old acquaintance and either as a joke within the conversation or by some will for revenge, he mentioned having heard many discussions concerning the same thing.
the defecators
hate
43
The machines charged with building security had not recorded of any kind of visit. They never recorded an exit‌ never‌ so was it really him or some reflection? When was the last time he attempted to get out of the building? Was he aware of what sweat looked like? What was he eating? In the end, everything got lost in the unbearable sound of the couple laughing. The kind of laughter that can smell as bad as someone wants it to. The conversation faded in a row of muffled sounds.
The employees begun to disappear in their cubicles, their own fears and guilt, suffocating in their own smell in those brief moments the a/c stopped. A few days ago a girl managed to break a glass. A gigantic heavy and fresh breath of wind dragged her close and as she fell into nothing her lips trembled, her arms wrapped around her body and her legs folded close to her stomach while she abandoned the last traces of herself in a line of excrement. The contents of the package is a constant reminder of the world outside the building, outside a settled life, outside the idea of being pleasant and order others through proper manners and calm discussions. The small colorful boxes are always send back, wrapped in new paper and printed with the same address. Pieces of bodies, of fluids, of lives lost, pieces he can look bravely towards the end.
10
θάνατος death
Έγραψε δέκα ονόματα στη σειρά. Σε ένα αφράτο, απορροφητικό, λευκό χαρτί. Έγραψε δίπλα και μια λέξη που χαρακτηρίζει, όπως υποθέτει, τη ζωή και τη συμπεριφορά των φίλων του, τους φόβους και τις εμμονές τους, τις αντανακλαστικές κινήσεις τους όταν ακούσουν τις λέξεις να προφέρονται, την παρατήρηση και την ερμηνεία τους. Έπειτα το έκλεισε και το έβαλε στην τσέπη. Κοιταξε για λίγο τους λόφους και τη λαμπερή γραμμή της θάλασσας. Δίπλα, έξω από την αυλή του σπιτιού, είδε έναν ηλικιωμένα άνδρα να κοιτάζει προς τα εκεί. Αμέσως μετά, αυτός, σηκώθηκε άνοιξε το στόμα του όσο περισσότερο μπορούσε και άφησε τη μεγάλη κραυγή προς τον ουρανό. Τα ρούχα του λεκιάστηκαν από τις εκκρίσεις, τον ιδρώτα και τα ούρα που έτρεχαν όσο προσπαθούσε να σταματήσει τα χέρια του από τα βίαια τινάγματα προς τον ουρανό, όσο προσπαθούσε να επαναφέρει τον κορμό στην ήρεμη ευθυτενή στάση, όσο προσπαθούσε να ηρεμήσει το τρεμώδες παραλήρημά του... Το έδαφος δίπλα του χρωματίστηκε από το νερό που ξεπήδησε από το στομάχι του, από το αίμα που τινάχτηκε από τη μύτη του. Η μυρωδιά του απλώθηκε και έδωσε ένα καινούργιο προσωρινό όνομα στον χώρο. Ανησύχησε όσο καμιά φορά στη ζωή του... έβγαλε το χαρτί με τα ονόματα, τον κατάλογο με τις ιδιότητες. Το πέταξε μέσα στο νερό και ύστερα υποχώρησε όσο βαθύτερα μπορούσε μέσα σε ό,τι θεωρούσε σπίτι του. Αυτό το γιγάντιο σκληρό περίβλημα που έπρεπε να ταιριάζει με τα όνειρά του, με την ιδέα που είχε για τις λειτουργίες του σώματος, με τις αποστάσεις και τις γέφυρες που τις μηδενίζουν, με όσα κρύβει για χρόνια και κάποια στιγμή θα τιναχτούν και θα γεμίσουν αυτό το ιδεώδες τοπίο. Υπήρχαν τόσα πράγματα που μπορούσαν να τον προστατεύσουν, υπήρχαν πολλές τεχνικές, τρόποι για να βλέπεις και να μιλάς για τα τοπία και τη ζωή, τρόποι για να ανιχνεύεις, να βρίσκεις και να προστατεύεις κάθε στιγμή αυτό που θεωρείς ως είναι, υπήρχαν οι τέχνες, τα ταξίδια, οι διάλογοι, το άγγιγμα της σάρκας και η βαθιά μυρωδιά στο κοίλωμα του λαιμού. Όμως αυτή η κραυγή πρυτάνευε. Τα χαρακτηριστικά της και η έντασή τους ακύρωσαν όλες τις λεπτομέρειες και τον πυρήνα του κόσμου του. Ο γέρος σταμάτησε, το σώμα του μαζεύτηκε, τρεμούλιασε για μια τελευταία στιγμή και κάθησε ήσυχα στο λίθινο πεζούλι. Τα ρούχα του είχαν πια μουσκέψει, αλλά η στάση του πρόδινε μια άφατη γαλήνη... δεν είχε πεθάνει. Αργά, σήκωσε το χέρι του σαν να μιλούσε ή να ήθελε να αποσπάσει το ενδιαφέρον κάποιου. Έκανε εκείνη τη χαρακτηριστική κίνηση... πλάγιασε λίγο τον καρπό και ανέβασε λίγο το χέρι. Έβγαλε το πανωφόρι του, έβγαλε το πουκάμισο και άφησε το σώμα του στον ήλιο. Μέχρι το πέρασμά του στην ανυπαρξία, χρόνια μετά.
46 οι αφοδεύοντες
θάνατος
He wrote ten names in a row. On a white absorbent paper. Next to each name he wrote a word that he supposed it characterized the life, the behavior, fears and obsessions of his friends. A word that caused some reaction when they heard it pronounced. The he folded it and put it in his pocket. He gazed on the hills and the glimmering line of the sea. Next to him, in the garden of the house he saw an old man looking. Right after he got up, he opened his mouth as wide as possible and let out a great scream towards the sky. His clothes got stained by the excrements, the sweat and the urine that came out of him as he tried to control his hands that stretched with violent thrusts towards the sky, striving to place his torso upright again, trying to calm the effect of this delirium. The ground next to him changed color by the fluid that came out of his stomach, the blood that sprayed through his nose. His scent stretched and filled the place with a fleeing identity. He was worried unlike any other time before. He took out the paper with the names, the list of properties. He tossed it in the water and then retreated deep within what he considered home.
the defecators
death 47
An enormous, hard shell that had to match his dreams, his ideas about the way bodies should
work, with the distances and the bridges that eliminate them, with all that is hidden for years,
waiting to eject into this ideal landscape and fill it. There were so many things he could count on for protection, many techniques, ways to speak and look at landscapes and life itself, ways to detect , find and protect every moment of what you consider given, arts, travels, conversations, the feel of the flesh and the profound smell that lies in the curve of the neck. Yet the scream dominated everything. Its intensity and nature cancelled all other details that constructed the core of his world. The old man stopped, his body shrunk, trembled for one last moment and then he sat quietly on the stone ledge. His clothes were all soaked but his posture gave out immense serenity. He twisted a bit his elbow and raised his arm. He took out his jacket, his shirt and exposed his body to the sun. All the way through his journey to oblivion, all those years later.
11
ταξίδι voyage
Τι χρειάζεσαι για να με γνωρίσεις;... Κοίτα με... κοίτα το πρόσωπό μου. Είμαι νεότερος ή μεγαλύτερος από εσένα;... τι νομίζεις;... κοίτα το εσωτερικό της παλάμης μου, την υγρασία που βγήκε και θα εξατμιστεί στον αέρα. Κοίτα τα ρούχα μου, τη μαύρη μπλούζα, τον λεκέ από τον ιδρώτα στην πλάτη, τους χάρτες της ανησυχίας πάνω στο δέρμα των χεριών μου. Κοίτα τα στεγνά μου χείλη... κοίτα με τώρα που σηκώνω το μπουκάλι και πίνω νερό έως ότου το στόμα μου γεμίσει και ξεχειλίσει, έως ότου πέσει πάνω στο σώμα μου... στο πάτωμα. Κοίτα τις εικόνες από τις στιγμές της ζωής μου που έχουν περάσει... δεν μπορείς βέβαια να διαπιστώσεις τίποτε μέσα από τη συνέχεια των αλλεπάλληλων χαμόγελων, τις αγκαλιές και τις παράξενες στάσεις, τα άγνωστα στενά τοπία που γεμίζουν το κάδρο. Άκουσέ με... Έχω εκατό φωτογραφίες, σε τόπους κοντινούς ή πολύ μακρινούς. Γεμάτους ζέστη και σκόνη, βροχή και υγρασία, λίμνες και λάσπη. Ας τους επισκεφτούμε ξανά. Εγώ μαζί με τις σπασμένες αναμνήσεις μου και εσύ με τον ενθουσιασμό του ταξιδιώτη. Να δούμε τι σημαίνει για εσένα και εμένα ο ιδρώτας, η ανησυχία, το νερό που μυρίζει, τα βρωμισμένα χέρια, το σκούρο γρήγορο νερό των ποταμών, το σώμα που μουσκεύει από τη βροχή, το ρυάκι από το αίμα, το ξύσιμο του αγκώνα, το μάζεμα του σώματος από το κρύο, το πλαστικό κίτρινο μπουκάλι του λαδιού, η σκληρή φέτα από το ψωμί... η απόσταση από την πόλη και τα στεγνά σεντόνια ενός σκούρου δωματίου, όσων νομίζεις πως σημαίνουν καθαριότητα, όσων μηνυμάτων αποδείχτηκαν ψέματα, εκείνης της κοινής στιγμής, που νόμισα πως ήθελες να με αγκαλιάσεις, όταν με αγκάλιασες μέσα στην αφόρητη ζέστη της ερήμου και ήπιες τις μικρές σταγόνες του ιδρώτα, όταν το χέρι σου γλίστρησε και έπεσες πίσω σε ένα ανοιχτό χωμάτινο κοίλωμα. Άκουσέ με... όσο και να υποθέτεις, ό,τι και αν νομίζεις ότι είμαι... δεν είμαι τίποτε για εσένα. Έχω ένα όνομα αλλά δεν ξέρεις το ανάγλυφο των χεριών μου, έχω δύο μικρά βιβλία αλλά δεν ξέρεις την μυρωδιά μου... στον λαιμό, ανάμεσα στα πόδια, μέσα στο στόμα μου, όταν δαγκώσεις ελαφρά τη μασχάλη, όταν τριφτείς πάνω στην κοιλιά μου, καθώς τινάζομαι μακριά από την επιθυμία, το άγριο πιάσιμο του σώματός σου, το πιάσιμο της μέσης σου, το πιάσιμο του λαιμού, το απαλό άγγιγμα στους λαγώνες, το δυνατό, την άγρια επανάληψη, το τρίψιμο του πρόσωπου, τις ώρες που θα αφήσουμε να περάσουν καθώς το αεροπλάνο ταξιδεύει προς την ανατολή. Δεν ξέρεις τη σκέψη μου μπροστά στο μικρό μαζεμένο σκουρόχρωμο σώμα που έγινε όλο ένα χέρι και μια γιγάντια ανοιχτή παλάμη. Που ζητούσε όσα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δώσουμε. Άκουσέ με... αν νομίζεις ότι ξέρεις τα πάντα, τότε δεν ξέρεις εμένα... Μπορούμε, παρ’ όλα αυτά, να συμφωνήσουμε πως εκείνο το βροχερό απόγευμα βρισκόμασταν μαζί κάτω από τη λαμαρινένια στέγη, μπροστά στην ορεινή λίμνη. Εσύ γινόσουν όλα τα κορίτσια που γνώριζα και ήθελα να γνωρίσω και εγώ ό,τι επιθυμούσες... ο ξένος που ετοιμάζεται να προφέρει την πρώτη του λέξη.
50 οι αφοδεύοντες
ταξίδι
What does it take for you to know me? Look at me… look at my face. Am I older or younger than you? What do you think? Look at the moisture that is about to evaporate from my palms. Look at my clothes, the black t-shirt, the sweat stain across my back, the maps of restlessness on the skin of my hands. Look at my dried lips… look at me as I raise the bottle and drink water till my mouth is full and it spills over my body… down to the floor. Look at those images of my life that has passed… of course you cannot draw any conclusions through the endless row of smiles, hugs, odd poses and unfamiliar landscapes that fill the frame. Listen to me... I have over a hundred pictures from places near or far away. They are filled with heat, dust, rain, moisture, lakes and mud. Let’s visit them again, me through my broken memories and you through the enthusiasm of a traveler. Let’s find out what sweat means for you and for me, let’s rediscover restlessness, smelling waters, dirty hands, the thick dark water of rivers, the body exposed in the rain, a river of blood, the scratch of the elbow, the body twitching from cold… the defecators
voyage 51
what is the meaning of a plastic yellow bottle, of a stale slice of bread…
let’s define the distance to a city and the clean, dry sheets of a dark room, all those you consider clean, the distance from all messages that turned out to be lies, the distance from that plain moment when I thought you meant to hug me, when you did hug me in the midst of the most unbearable heat and sipped a few small drops of sweat, when your hand slipped and you fell backwards into an open earthy hole. Listen to me… no matter what you assume, no matter who you think I am… I am nothing to you. I have a name, but you do not know the details of my hands, I own two small books but you do not know my scent….on the neck, between the thighs, within my mouth, when you bite gently on the armpit and rub against my belly, as I move away from desire, the wild grip of your body, the twitch of your back, the turn of your neck, the gentle yet powerful touch against the flanks, the frantic repetition, a touch on the face as the hours go by and we allow the plane to take us towards the east. You know nothing about my thoughts as the small dark body transformed into an arm with an open hand, asking all we could never give. Listen to me … if you think you know everything, then you do not know me. We can however agree that on that rainy afternoon we sat together under a tin roof, facing a mountain lake. You embody every girl I want to or ever wanted to meet and I became what you most desired… a stranger about to utter his first word.
12
εκκρίσεις excrements
Θυμάμαι τα παλιά ιδρωμένα σώματα της παιδικής ηλικίας. Μακριά από τη γνώση και τις ποιότητες της μυρωδιάς, μακριά από την επιθυμία και τη στέρησή της, μακριά από τις τεχνικές που φέρνουν κοντά δύο ανθρώπους και αμέσως τους απομακρύνουν... μακριά από το νόημα των λέξεων και των πολιτισμών. Όταν ρίχτηκα με μανία σε ένα αντίπαλο σώμα, στο κέντρο μιας χωμάτινης αρένας, όταν έπιασα το κεφάλι και πίεσα άγρια τα μάγουλα και το στόμα, όταν βρέθηκα πάνω στο σώμα και μέσα στη σκόνη και τις μακρινές φωνές. Όταν χτύπησα το πρόσωπο και γέμισα τα χέρια μου με χώμα και αίμα. Θυμάμαι... τότε, πόσο εύκολα μπορούσα να συλλέγω τις μυρωδιές των σωμάτων, πόσο εντύπωση προκαλούσε κάθε λεκές στα ρούχα και στο σώμα, το διάστημα που περνούσε από ένα χτύπημα του σώματος στην πέτρα και στην έκρηξη του πόνου, το κράτημα των δακρύων, το κράτημα κάθε εκδήλωσης πέρα από το σφίξιμο των χειλιών και το κράτημα του αέρα μέσα στο στόμα. Θυμάμαι πως δεν υπήρχε έτοιμος κανένας χάρτης του σώματός μου... πού είναι τα χέρια μου, πόσο λεπτά είναι τα πόδια, γιατί έπρεπε να λούσω τα μαλλιά μου, να πλύνω τα πόδια μου, πώς σχηματίζεται η Ελένη, πώς είναι η Μαρία, τι είναι τα πρώτα γράμματα και πώς αυτά ταιριάζουν σε λέξεις που, όταν τις προφέρεις, σχηματίζεται η αόριστη εικόνα και το σώμα που επιθυμείς. Τη στιγμή που η Ελένη έπεσε και το στόμα της γέμισε αίμα, που κύλησε και έβαψε τη λαμπερή μπλε ποδιά της, τη στιγμή που η Μαρία τινάχτηκε άγρια από το γδάρσιμο του ποδιού της και πιάστηκε πάνω μου. Πόση δύναμη έφτασε στα χέρια της και την απέραντη κραυγή της, τη λιποθυμία και το γρήγορο τίναγμα του σώματός της. Την ησυχία της όταν όλα είχαν περάσει και άρχισε να διηγείται και πάλι ό,τι είχα δεί, ό,τι είχα νιώσει. Πόση έκπληξη γεννήθηκε μέσα στο σώμα μου όταν κατάλαβα ότι όσα είχα δει, ό,τι είχα νιώσει, δεν υπήρχαν μέσα στη διήγησή της... δεν ταίριαζαν καθόλου... δεν άφηναν κανένα σκληρό σημάδι μέσα στον νου. Ποιος ήταν αυτός που είχε αγκαλιάσει, όταν ο πόνος συνέτριψε το σώμα της... ήταν οποιοσδήποτε... Πόσο δυνατή ήταν η κραυγή της, ώστε δεν μπόρεσε να αφήσει τίποτε στη μνήμη της;... γιατί όλα θα ξεχαστούν όταν τα χρόνια θα περάσουν;... Γιατί το σώμα και η κραυγή και το σφιχτό δέσιμό μας θα καλυφθούν από άλλες κραυγές, και δάκρυα, και ένα αφόρητο σφίξιμο, ένα απαλό σφίξιμο, μια άλλη συντριβή, μια συνέχεια αίματος και σάλιου, μεγάλα βαθιά στόματα και εκείνο το σφίξιμο των χειλιών που δηλώνει πως όλη η επιθυμία και η προσμονή έσβησαν γρήγορα αυτό το αυγουστιάτικο δειλινό, ...που δηλώνει πως εκείνη η κραυγή της Ελένης πρόδωσε μια ένταση που ποτέ πια δεν βρέθηκε στα χρόνια που ήρθαν και πέρασαν, ...η μυρωδιά του σάλιου και του στόματος, το υπέροχο όνομά της, δεν θα φανεί και πάλι πάνω στο σώμα μου... δεν θα θυμίσει... δεν θα δηλώσει τη διάρκεια των ιδεωδών πραγμάτων. Το αίμα και το σάλιο, τα δάκρυα και τα πελώρια εκτεινόμενα χέρια, τα ούρα της ηρωίδας του Μπατάιγ είναι τα πραγματικά ονόματα των ανθρώπων.
54 οι αφοδεύοντες
εκκρίσεις
I remember the sweating bodies of my childhood age. I remember being unaware of the quality of scents, detached from any stimulation of desire or lack of it, away from all tactics that bring people close to one another only to immediately pull them apart again… detached from the meaning of words and civilizations. I remember throwing myself furious against another body, at the center of a dirt arena, grabbing hold of the head and pressing like manic the cheeks and mouth, I remember being on top of that other body rolling in the dirt under the veil of distant shouts. I remember hitting that face and filling my hands with dust and blood. I remember how easy it was at the time to gather the scent of the bodies, how impressive every stain was, on the clothes, on the skin, how time seemed to distort between the blows the body took and the explosion of pain. I remember how it felt to hold back the tears, to suppress any reaction behind tightly sealed lips, how the air felt locked inside my throat. I remember that there was no map available… no sense of where my arms where, how thin my legs are, why I should wash my hair or my feet, what is it that forms Elen, what is Maria like, which are the first letters and how do they fit into words that when pronounced, they have the power to recreate a vague image of the body you desire. the defecators
excrements 55
The moment Elen fell and her mouth was filled with blood, blood that stained her bright blue school uniform, the moment Maria jumped scared from grazing her leg and latched on to me. How much power was channeled through her hands and immense scream as she fainted, twitching violently? How calm she was when everything was over, as she begun to say what I have witnessed, what I had felt first hand. How vast was my surprise when I realized that what I had seen or felt did not exist in her story… it did not fit… it left no lasting impression on her mind. Who was the person she had held when pain crushed her body? It was anyone… How deafening was her scream to overshadow her memory? Will everything be erased by the passing time? It’s because the body and the scream and our tight embrace will be covered by other shouts and tears and other suffocating or tender hugs, another kind of crush, a sequel of blood and saliva of open big mouths and that tightening of the jaw that underlines all desire and expectation that faded fast in an august afternoon. That scream from Elen signaled an intensity that never sparkled since, in the years that came and went… the scent of saliva , the scent of her mouth, her wonderful name will not trace my body any more… it will carry no memory… it will mean nothing ideal. Blood and saliva, tears and infinite extending hands, the urine of Bataille’s heroine are the true names of people.
Iordanis Stylidis Iordanis Stylidis is an Associate professor at Volos Department of Architecture. He holds a diploma of Architecture and a diploma of Economic Theory from the Aristotle University of Thessaloniki-Hellas and the Macedonian University of Thessaloniki-Hellas. He is constantly involved in multiple public arts practices since 1980 including 19 solo exhibitions (2 all digital), 6 performances, 2 installations and 20 digital diaries. He is the author of multiple essays of criticism referring to various performance artists called ‘’answering to’’. He is the author of the books ‘’The Geography of Water’’ (NISIDES, Thessaloniki 2006), ‘’Transporting Memories’’ (CANNOTNOT EDITIONS, Thessaloniki 2009), and ‘’An urban Block’’ (KENTRI, Thessaloniki, 2013). He is also the athor of multiple digital diaries reffering to educational voyages, documentation and design workshops and personal stochastic evaluations of the urban environment and the open landscapes. WEB IDENTITIES
http://www.iordanisstylidis.gr http://www.arch.uth.gr/DDW2014 http://issuu.com/iordanisstylidis http://6-days-in-eutopia.blogspot.gr http://artwiki.org/Iordanis_Stylidis https://vimeo.com/user32261707 http://www.arch.uth.gr/el/staff/I_Stylidis http://iordanisstylidis.tumblr.com/ www.youtube.com/channel/UCvcUViB6qQh8mXgy80YCryw/videos
Stilidis2@gmail.com