Ελένη Κόντη
ένα ΣΠΛΑΤΣ στα παραμύθια Ένα ΣΠΛΑΤΣ στα παραμύθια
Πώς ο κακός λύκος γίνεται καλός; Αξίζει να μας ακολουθούν πάντα οι φοβίες; Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να τις ξεπεράσουν; Η πραγματικότητα συναντάει τη φαντασία και βοηθά τα παιδιά να ξεπεράσουν τις φοβίες τους και να γίνουν ευτυχισμένα. Εύχρηστο, χρήσιμο βιβλίο για γονείς, εκπαιδευτικούς, ακόμα και για τις γιαγιάδες. Όλα τα σημερινά παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με στρεσογόνους παράγοντες, οι οποίοι προξενούν διάφορα θέματα όπως φοβίες, ενούρηση, ανασφάλεια. «Η συναισθηματική νοημοσύνη για παιδιά» συναντάει τη «Χαρά και το Γκουντούν».
Ελένη Κόντη
Η Ελενη Κόντη αισθάνεται τυχερή, γιατί κατάφερε να εκπληρώσει τα περισσότερα όνειρά της. Είναι πρωταθλήτρια πολεμικών τεχνών, νηπιαγωγός και μητέρα τριών παιδιών. Στον ελεύθερο χρόνο της ξεκίνησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και ψυχολογίας στο Αμερικανικό Κολέγιο της Ελλάδος, όμως η αγάπη της για τα παιδιά την ώθησε να γράψει κάτι καινοτόμο για τα ελληνικά δεδομένα, το Ένα ΣΠΛΑΤΣ στα παραμύθια - Θεραπευτικές ιστορίες για παιδιά.
Θεραπευτικές ιστορίες για παιδιά
Εικονογράφηση: Αιμιλία Κονταίου Ψυχαναλύτρια: Λίλα Μακρογιάννη
www.isideris.gr
CMYK
ένα ΣΠΛΑΤΣ στα παραμύθια Θεραπευτικές ιστορίες για παιδιά
Ελένη Κόντη
ένα ΣΠΛΑΤΣ στα παραμύθια Θεραπευτικές ιστορίες για παιδιά
ένα ΣΠΛΑΤΣ στα παραμύθια
Θεραπευτικές ιστορίες για παιδιά ISBN: 978-960-08-0632-8 Τρίτη έκδοση: Ιούνιος 2013 Copyright © Ελένη Κόντη Copyright © Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, έτος ιδρύσεως 1891 Κεντρική διάθεση: Σόλωνος 116, 106 81 Αθήνα Τ: 210 3833434, F: 210 3832294 E: contact@isideris.gr, S: www.isideris.gr Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Γεωργαντά Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Φωτεινή Σκουρή Εικονογράφηση: Αιμιλία Κονταίου Μακέτα εξωφύλλου: Φωτεινή Σκουρή Ψυχαναλύτρια: Λίλα Μακρογιάννη Τυπώθηκε σε χαρτί ελεύθερο χημικών ουσιών χλωρίου και φιλικό προς το περιβάλλον. Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής άδειας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Αυτό το βιβλίο ξεκίνησα να το γράφω για να βοηθήσω τα δικά μου παιδιά να ξεπεράσουν τις φοβίες τους. Ευχαριστώ τον Γιώργο μου, τον Παντελή μου και την Ελευθερία μου, που ήταν η πηγή έμπνευσης για μένα. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον καθηγητή μου κ. Γιώργο Κασφίκη και την ψυχαναλύτρια κ. Λίλα Μακρογιάννη.
Περιεχόμενα Εισαγωγή .........................................................................................................................
11
Θέλω το φως ανοιχτό .................................................................................................. Θέλω τη μαμά μου ........................................................................................................ Ο λαγός που έτρωγε πολλή σοκολάτα ....................................................................... Η Μαρίκα η φοράδα ..................................................................................................... Όταν ο μπαμπάς φύγει από το σπίτι ........................................................................
15 29 39 47 53
Ψυχαναλυτική προσέγγιση των παραμυθιών .........................................................
67
9
Εισαγωγή Το παραμύθι και η θεραπευτική του ιδιότητα Το παραμύθι είναι διαχρονικά το πιο πρωτότυπο και αποτελεσματικό μέσον που εφηύρε η κοινωνία για να διαμορφώσει, να ενσταλάξει και να μεταδώσει στις επόμενες γενιές την ιστορία της, το DNA της. Είναι, επίσης, το μέσον εκείνο που της επιτρέπει να αναγνωρίσει, να κωδικοποιήσει και εν τέλει να διαχειριστεί τα συναισθήματα που την απασχολούν. Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια αδιαμφισβήτητα ευφυή μέθοδο, που δίνει μορφή στη δημιουργικότητα, βγάζει στην επιφάνεια τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού και συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη διαπαιδαγώγηση. Μέσα από τα παραμύθια, παλαιότερα ή σύγχρονα, διαβλέπουμε την ανάγκη του ανθρώπου να καταλάβει και να αντιμετωπίσει τόσο τις εσωτερικές συγκρούσεις του, όσο και την επίσης συγκρουσιακή κοινωνικότητά του. Σε έναν κόσμο αχανή, με δυνάμεις άγνωστες και υπέρτερές του, ο άνθρωπος μέσω της παραμυθίας δημιουργεί νόημα και λόγο. Δημιουργεί, επίσης, οργανική σχέση με τα φυσικά στοιχεία και το ζωικό βασίλειο. Με λίγα λόγια, πλάθει έναν κόσμο βιώσιμο, που διδάσκει κοινωνικές συμπεριφορές, όπου όλοι και όλα έχουν θέση. Μέσω του παραμυθιού η κοινωνία συγκροτείται σε ομάδα ανθρώπων που επιθυμούν να κατανοήσουν το φυσικό, το κοινωνικό και το ατομικό «γίγνεσθαι». Αυτό το πολύπλευρο «γίγνεσθαι» είναι ο στόχος του παραμυθιού. Από μόνο του, λοιπόν, το παραμύθι είναι θεραπευτικό. Διαβάζοντας σύγχρονα παραμύθια, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η βασική τους δομή δεν αλλοιώνεται. Γι’ αυτό, εξάλλου, και ο Αίσωπος διαβάζεται με την ίδια αγάπη που διαβάζονται και τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, αλλά και των σύγχρονων παραμυθάδων. Το ίδιο ισχύει και για τα παραμύθια άλλων πολιτισμών, που μεταφράζονται σε διάφορες γλώσσες χωρίς πρόβλημα. Η ανακάλυψη του παραμυθιού από το παιδί ισοδυναμεί με το πρώτο βήμα του ανθρώπου στη Γη. Τα πρόσωπα του παραμυθιού είναι συχνά το ίδιο σημαντικά με τα γονεϊκά, αν όχι πιο ευέλικτα και πιο προσαρμοστικά. Θα ήταν αδιανόητη η εξέλιξη του ψυχισμού χωρίς την ανάπτυξη της φαντασίας. Σε όλους τους πολιτισμούς, ιστορικούς ή προϊστορικούς, το παραμύθι είναι άρρηκτα δεμένο με τη φαντασία και τη δημιουργία λειτουργικών ψυχισμών. Άρα, από τα πιο περίπλοκα παραμύθια μέχρι τα πιο πρωτόλεια, η αναγκαιότητα και η λειτουργικότητά τους τα καθιστούν μοναδικά και αναντικατάστατα ως προς τη δόμηση, την οργάνωση και τη λειτουργία του ψυχισμού.
11
Θεραπευτικές ιστορίες Είναι ένα απλό μέσο επικοινωνίας μέσω του οποίου το παιδί γνωρίζει, καταλαβαίνει και μαθαίνει. Οι θεραπευτικές ιστορίες δίνουν τη δυνατότητα στο παιδί να μάθει μέσα από την ταύτιση. Είναι γνωστό ότι αν δοθεί στο παιδί η επιλογή να διαλέξει μεταξύ αποτυχημένου και επιτυχημένου μοντέλου, θα διαλέξει το επιτυχημένο. Τα παιδιά συχνά νιώθουν ντροπή ή ενοχές για τα συναισθήματα και τις ανησυχίες τους. Μέσα από τις ιστορίες μπορούν να έρθουν σε επαφή με τις φοβίες και τα άγχη τους με έμμεσο και ασφαλή τρόπο. Οι ιστορίες μπορούν να πουν αυτά που χρειάζεται να μάθει ένα παιδί, χωρίς να το εκλάβει σαν ένα κήρυγμα ή σαν κάτι που επιβάλλεται από τους μεγάλους. Τα παιδιά έχουν την έντονη αίσθηση της ελευθερίας (να ακουστούν όσο θέλουν, να δώσουν την προσοχή στα μηνύματα που αυτά θέλουν, να σκέφτονται την ιστορία όσες φορές και όποτε το θέλουν και να προτείνουν αλλαγές για το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της ιστορίας). Ό,τι μαθαίνει μέσα από την ιστορία το παιδί το εκλαμβάνει σαν δικό του, γεγονός που του προσφέρει μεγαλύτερη προσωπική δύναμη και ανεξαρτησία. Οι θεραπευτικές ιστορίες δίνουν στα παιδιά τη σημαντική δυνατότητα να ερευνήσουν και να εξασκήσουν διάφορους ρόλους, π.χ., να ανακαλύψουν πώς είναι να είσαι κλέφτης ή αστυνόμος κ.λπ. Οι ιστορίες ήταν πάντα ένα εξαιρετικό μέσο επικοινωνίας για τα παιδιά, καθώς τα βοηθούν στο να μειώνουν τις αντιστάσεις τους.
Ιατρικές εφαρμογές της θεραπευτικής ιστορίας Διαχείριση πόνου και αντιμετώπιση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, αντιμετώπιση επώδυνων ιατρικών διαδικασιών και επεμβάσεων, όπως είναι η χημειοθεραπεία και το χειρουργείο.
12
Ψυχολογικές εφαρμογές της θεραπευτικής ιστορίας Προβλήματα συμπεριφοράς, συνήθειες (habits), φόβοι, δυσκολίες προσαρμογής, αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων, ενούρηση, διαζύγιο, απώλεια ενός από τους δύο γονείς. Όλα αυτά μπορούν να επηρεάσουν τα παιδιά. Αλλά μπορούν και αντιμετωπίζονται από τις θεραπευτικές ιστορίες, γιατί τα παιδιά έχουν την ικανότητα να συμμετέχουν έντονα με τη φαντασία τους, αγαπούν το «μαγικό» και έχουν την επιδεξιότητα να κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, την επιθυμία να μάθουν, κυρίως μέσα από το παιχνίδι και την αναπαράσταση γεγονότων, και είναι «ανοιχτά» σε καινούργια ερεθίσματα. Το παιδί είναι σαφώς πιο υποβολιμαίο από τους ενηλίκους.
13
14
Θέλω το φως ανοιχτό Ήταν μία φορά και έναν καιρό ένα αγοράκι που τoν λέγανε Λάκη και του άρεσε να του διαβάζει η μαμά του παραμύθια την ώρα του ύπνου. Όταν, όμως, το παραμύθι τελειώσει και έρθει η ώρα να σβήσει η μαμά του το φως, τότε ο Λάκης αρχίζει να φωνάζει δυνατά... – ΘΕΛΩ ΤΟ ΦΩΣ ΑΝΟΙΧΤΟ! – Γιατί; η μαμά του τον ρωτάει. – Γιατί φοβάμαι το σκοτάδι. – Γιατί; ρωτάει η μαμά του. – Επειδή έχει φαντάσματα, λέει ο Λάκης. – Δεν υπάρχουν φαντάσματα, Λάκη, απαντάει η μαμά του. Ορίστε, κοίτα μέσα στην ντουλάπα, κοίτα πίσω από τις κουρτίνες, κοίτα πίσω από τη βιβλιοθήκη. Δεν υπάρχει ΤΙΠΟΤΑ! Έτσι η μαμά σβήνει το φως και φεύγει. Τότε ο Λάκης δειλά δειλά κατεβαίνει από το κρεβάτι και κατευθύνεται προς την κουζίνα. Ακούει κλάματα κάτω από το ντουλάπι της κουζίνας. Ο Λάκης, πολύ φοβισμένος, πηγαίνει σιγά σιγά και ανοίγει το ντουλάπι. Τι να δει! Ένα μικρό ποντικάκι! Πριν ακόμη καταλάβει τι είναι αυτό το μικρό πλασματάκι, ακούει μια δυνατή, φοβισμένη φωνή. – Μη, σε παρακαλώ. Μη με φας. Έχω οικογένεια, γυναίκα και παιδιά. Ο Λάκης άπλωσε το χέρι προσεκτικά και πήρε το ποντικάκι στην παλάμη του. – Για πες μου, μικρούλη, πώς σε λένε και τι φοβάσαι. – Με λένε Σκουντρούχη και φοβάμαι μη με φας.
15
– Μη φοβάσαι, Σκουντρούχη. Εγώ τρώω μόνο σοκολάτες, καραμέλες, γλειφιτζούρια και την ψαρόσουπα της μαμάς μου, αλλά όχι εσένα. Εγώ φοβάμαι μη φας εσύ εμένα. – Όχι, όχι. Ποτέ! Εγώ τρώω μόνο τη μούχλα από τα ντουλάπια για να μη σαπίζουν, αλλά πού και πού τρώω και καμία σοκολατίτσα. Όχι πολλές, γιατί χαλάνε τα δόντια μου και μετά δεν μπορώ να ροκανίσω καλά τη μουχλίτσα μου. – Ωραία, Σκουντρούχη, τότε δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. – Ναι, είπε ο Σκουντρούχης, και μπορούμε να βρισκόμαστε εδώ, να τρώμε μαζί καμία σοκολατίτσα και να κάνουμε παρεΐτσα. Δώσανε, λοιπόν, και οι δύο αμοιβαία υπόσχεση να ξανασυναντηθούν αύριο το βράδυ την ίδια ώρα, για να τον ξεναγήσει το ποντικάκι στο δικό του χωριό. Έτσι, το επόμενο βράδυ, την ίδια ώρα, ο Λάκης συναντάει τον Σκουντρούχη και ετοιμάζονται να μπούνε στην τρύπα που χώριζε το σπίτι του από το χωριό του Σκουντρούχη. Ενώ είναι έτοιμοι, ο Λάκης διαπιστώνει ότι δεν χωράει από την τρύπα. – Περίμενε, λέει ο Σκουντρούχης και βγάζει από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι και του το δίνει. – Πιες το, του λέει. Είναι μαγικά βότανα που όταν τα πίνεις και είσαι μεγάλος, γίνεσαι μικρός, ενώ αν είσαι μικρός γίνεσαι μεγάλος. Το έχω πάντα μαζί μου, γιατί στο χωριό έχουμε τον μεγάλο Γουρουνοπόντικα από μια πολεμοχαρή φυλή, που έχει σώμα ποντικιού, τριγωνικό κεφάλι, αφτιά γουρουνιού και μύτη πουλιού. Λένε πως είναι ξάδερφος με τους καλικάντζαρους και προσπαθεί να γίνει ο βασιλιάς μας, αλλά αυτό δεν θα το αφήσω ποτέ να γίνει όσο εγώ ζω στην Κολοκυθοχώρα. Μάλιστα ο μπαμπάς μου, που είναι ο γιατρός του χωριού, έφτιαξε αυτό το φίλτρο για να μας προστατεύει από τον Γουρουνοπόντικα όταν μας πλησιάζει επικίνδυνα.
16
17
Έτσι ο Λάκης πίνει το φίλτρο, γίνεται μικρός και ξεκινάνε για το χωριό. Ήταν ένα χωριό από κολοκύθι. Το εσωτερικό ήταν φτιαγμένο από πολύ μικρά βλαστάρια που ακουμπούσαν τον ουρανό και είχαν παντού άσπρα διασκορπισμένα αστέρια. Προχωρώντας, αυτός ο μικρός διάδρομος σε οδηγούσε στην κεντρική αγορά. Εκεί τα μαγαζιά ήταν κυκλικά, το ένα δίπλα στο άλλο, και κάθε τρία μαγαζιά τα χώριζε ένα μικρό στενάκι που οδηγούσε στο πίσω μέρος του χωριού, όπου βρίσκονταν τα σπίτια των ποντικών. Στο κέντρο της πλατείας υπήρχε ένα τεράστιο πράσινο μανιτάρι. Ο οίκος μόδας ήταν φτιαγμένος από ένα κομμάτι τυρί έμενταλ, που μέσα από τις τρύπες έβλεπες διάφορους ποντικούς να κάνουν πρόβα σε χειροποίητα γιλέκα. Δίπλα του ακριβώς ήταν το καπελάδικο της κυρίας Κουρελούς. Είχε τα πιο ωραία καπέλα. Παραδίπλα ήταν το μαγαζί του κυρίου Ζαχαρία, που έφτιαχνε τα πιο ωραία γλειφιτζούρια, ζαχαρωτά, κέικ και γλυκά. Πιο κάτω από τον κύριο Ζαχαρία βρισκόταν το μαγαζί του κυρίου Φώτη, που πούλαγε κεριά και κηροπήγια για ρομαντικά δειλινά. Δίπλα στον κυρ Φώτη ήταν μια σχολή πολεμικών τεχνών, που μάθαινε στα ποντίκια πώς να αντιμετωπίζουν τις γάτες. Όλο αυτό ήταν κάτι που δεν το είχε ξαναδεί ο Λάκης και είχε μείνει άφωνος. – Έλα, Λάκη, πάμε να σου δείξω το σπίτι μου, είπε ο Σκουντρούχης. Στρίψανε στο στενό του κυρ Φώτη και προχωρούσαν προς τα κάτω. Ξάφνου ακούστηκε φασαρία και πανικόβλητα ποντίκια να τρέχουν παντού και να φωνάζουν… «Μας έκανε επίθεση ο Γουρουνοπόντικας. Τρέξτε να σωθείτε», φώναζαν όλα μαζί με μια φωνή. – Τι κάνουμε τώρα; λέει ο Λάκης. – Τρέχα μαζί μου να κρυφτούμε γρήγορα. Και χώνονται κάτω από έναν πάγκο ενός πλανόδιου ποντικού που πούλαγε μεταχειρισμένα πράγματα. Έκατσαν εκεί και παρακολουθούσαν τι γινόταν, όταν ξαφνικά είδαν τέσσερεις στρατιώτες του Γουρουνοπόντικα να παίρνουν τον πατέρα του Σκουντρούχη και να τον πηγαίνουν προς τη Φλομωχώρα.
19
– Πού οδηγεί ο δρόμος αυτός; ρωτάει ο Λάκης. – Προχωρώντας ευθεία βγαίνεις στο γυάλινο ποτάμι, που είναι ολόασπρο σαν γάλα. Η επιφάνειά του είναι κρυστάλλινη και όταν την διασχίζεις βλέπεις το νερό να κυλάει κάτω από τα πόδια σου, του απάντησε ο Σκουντρούχης. Αυτό είναι το ποτάμι που μας χωρίζει από τη Φλομωχώρα του Γουρουνοπόντικα. Είναι απαγορευμένη ζώνη για εμάς και τα παιδιά μας. Αλλά αυτό δεν μπορώ να το αφήσω έτσι. Πρέπει να πάω στη Φλομωχώρα. – Θα έρθω και εγώ μαζί σου, λέει ο Λάκης. Και ξεκινάνε οπλισμένοι με πολύ θάρρος. Καθώς προχωράνε και διασχίζουν το ποτάμι, το σκοτάδι όλο και πύκνωνε περισσότερο γύρω τους. Ο Λάκης άρχισε να φοβάται, το ίδιο και o Σκουντρούχης, αλλά κανένας από τους δύο δεν το ομολογούσε. – Σκουντρούχη, μήπως έχεις φακό; ρώτησε ο Λάκης. Τότε ο Σκουντρούχης βγάζει από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό σπιρτόκουτο και ανάβει ένα σπίρτο. Όταν πλησίασαν στη Φλομωχώρα, ο Σκουντρούχης έσβησε το σπίρτο. – Τώρα πρέπει να περπατήσουμε χωρίς φως, για να μη μας καταλάβουνε οι αρουραίοι. Αλλά όσο μπαίνανε όλο και πιο μέσα στο χωριό, όλο και τους φλόμωνε η μυρωδιά των αρουραίων. Ακριβώς εκεί που τελείωνε το ποτάμι άρχιζε η Φλομωχώρα. Είχε μια τεράστια ξύλινη πόρτα, φτιαγμένη από καμένα σπιρτόξυλα, που επάνω της κρέμονταν κόκκαλα από αποφάγια και ένα λαγοπόδαρο. – Αυτό είναι το λαγοπόδαρο της μαμάς μου και είχε φάει όλο τον κόσμο να το βρει… Πού να ήξερε πού είναι. Θα την έπιανε πονοκέφαλος. – Σςςςςςςς.., λέει ο Σκουντρούχης και δείχνει το κέντρο της πλατείας. Είχαν βάλει ένα τεράστιο στυλό και επάνω εκεί είχαν δέσει τον πατέρα του Σκουντρούχη. Αυτό είναι το καλό μου στυλό, λέει ο Λάκης. – Θα σταματήσεις την πολυλογία επιτέλους; Θα μας πάρουν είδηση.
21
Ήταν όλοι οι αρουραίοι μαζεμένοι και προσπαθούσαν να κάνουν τον πατέρα του Σκουντρούχη να τους φανερώσει τη συνταγή του μαγικού φίλτρου. – Έχω μια ιδέα, λέει ο Λάκης. Δώσε μου το μπουκαλάκι. – Είναι άδειο, λέει ο Σκουντρούχης. – Δεν πειράζει, λέει ο Λάκης και σκύβει και το γεμίζει με νερό από την πηγή. – Ακολούθησέ με, λέει στον Σκουντρούχη και κατευθύνεται προς τον Γουρουνοπόντικα. – Ε! Αυτό που ψάχνεις το έχω εγώ και σηκώνει το χέρι του ψηλά επιδεικνύοντας το μπουκαλάκι. – Τρέξτε! Πιάστε τον! φωνάζει ο Γουρουνοπόντικας. Αλλά ο Λάκης σηκώνει το άλλο χέρι του και τους κάνει σήμα να σταματήσουν. – Μην πλησιάσει κανείς, γιατί θα το πετάξω κάτω και θα σπάσει, λέει ο Λάκης. – Σταματήστε όλοι, λέει ο Γουρουνοπόντικας. Τι θέλεις; – Θέλω ν’ αφήσεις τον ποντικό ελεύθερο και να διαπραγματευτούμε μαζί. Το σκέφτεται λίγο και συμφωνεί. Κάνει ένα νεύμα με το χέρι του και αμέσως αφήνουν τον ποντικό ελεύθερο. – Τώρα οι δυο μας, ποντικάνθρωπε. Πες μου τι θες. – Θα σου κάνω τρεις ερωτήσεις και αν απαντήσεις θα σου δώσω το φίλτρο. Πρώτη ερώτηση: «Ποιος ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος;». Ο Γουρουνοπόντικας παίρνει ύφος ότι ξέρει την απάντηση και λέει: «Ο Ταντίνος». Είναι ο ποντικός που σας φτιάχνει τα ντόνατς. Βάζει τα γέλια ο Λάκης. – Όχι. Λάθος! Ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, λέει ο Λάκης. Δεύτερη ερώτηση: «Τι είναι ο Δούρειος Ίππος;». – Αυτό το ξέρω. Είναι ένα μεγάλο άλογο που μπήκαν μέσα οι Έλληνες για να κερδίσουν τους Τρώες. – Ωραία, λέει ο Λάκης και ξεροκαταπίνει.
23
Τρίτη ερώτηση: «Τι έλεγε το Διάταγμα της Ανεξιθρησκίας;». Αυτή αποκλείεται να την ξέρει. Ο αδερφός μου την διάβαζε όλο το βράδυ για να την μάθει, ώσπου την έμαθα κι εγώ, είπε στον Σκουντρούχη, που όλη την ώρα καθόταν πίσω από τον Λάκη. Ο Γουρουνοπόντικας κορδώνεται, σταυρώνει τα χέρια του και λέει: – Ξέρω τι είναι. Είναι όταν έρχεται η άνοιξη, το Πάσχα. – Ήμουν σίγουρος, λέει ο Λάκης, ότι δεν θα την ήξερες. Ο αδερφός μου έκανε δύο ώρες να την μάθει. Εσύ, ένας Γουρουνοπόντικας, σιγά μην την ήξερες, του είπε ο Λάκης ειρωνικά. – Αν θέλεις να ξέρεις, σύμφωνα με αυτό το διάταγμα κάθε πολίτης της αυτοκρατορίας μπορούσε να λατρεύει όποιον θεό ήθελε. Τότε ο Γουρουνοπόντικας, σε μια κρίση ειλικρίνειας, ξεσπάει σε κλάματα. – Είναι πολύ άσχημο να ντρέπεσαι για τ’ όνομά σου. Δεν σε θέλει κανείς και όλοι σε κοροϊδεύουν. Βέβαια, είναι κι αυτοί τόσο φοβητσιάρηδες, που φοβούνται ακόμα και το σκοτάδι. Και τα κλάματα γίνονται γέλια. Δεν ξέρουν ότι ένα σκοτεινό μέρος είναι ακριβώς το ίδιο με ένα μέρος που το λούζει το φως. Και τον ξαναπιάνουν τα κλάματα. – Δεν ήθελαν να με κάνουν παρέα τα ποντίκια και γι’ αυτό ήθελα να τα εκδικηθώ. – Λάθος! φωνάζει ο Σκουντρούχης. Εμείς δεν σε διώξαμε ποτέ! Μόνος σου αποξενώθηκες εδώ στη Φλομωχώρα. – Ωραία! Έχω μια ιδέα, λέει ο Λάκης. Γιατί δεν δίνετε τα χέρια και να κάνετε μια καινούργια αρχή; Ο Σκουντρούχης άπλωσε αμέσως το χέρι, χωρίς καν να το σκεφτεί. Το ίδιο έκανε και ο Γουρουνοπόντικας. Γιατί κατά βάθος και ο Γουρουνοπόντικας αυτό ήθελε. Πετάξαν τα όπλα τους, που ήταν κοντάρια από τα playmobil του Λάκη, και συμφωνήσανε να έχουν μια κοινή χώρα, την Κολοκυθοχώρα. – Ήρθε η ώρα να επιστρέψω σπίτι. Ξημερώνει, λέει ο Λάκης. Κοίτα, σβήνουν τα κεριά, τα μαγαζιά κλείνουν.
25
– Ελπίζω να πέρασες όμορφα στη βόλτα μας στην Κολοκυθοχώρα. Μπορείς να ξανάρθεις εδώ όποτε θελήσεις. Θα είμαι εδώ, στην οδό Ακακίας, και θα σε περιμένω, είπε ο Σκουντρούχης. Ο Λάκης τώρα πια ήξερε ότι για να βρει τον φίλο του τον Σκουντρούχη έπρεπε να σβήνει όλα τα φώτα, αλλιώς ο Σκουντρούχης φοβόταν το φως και δεν έβγαινε, γιατί ήξερε ότι αν είχε φως κάποιος ήταν ξύπνιος στο σπίτι. Αποχαιρετίστηκαν. Δίνει ο Σκουντρούχης το φίλτρο στον Λάκη και ξαναγίνεται μεγάλος. Τότε ο Λάκης πάει τρέχοντας στο κρεβάτι του για να μην τον καταλάβει η μαμά του και σβήνει το φως…
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση του παραμυθιού Θέλω το φως ανοιχτό στη σελίδα 67.
27
Θέλω τη μαμά μου Βαθιά μέσα στο δάσος ζούσε η οικογένεια Πυγολαμπίδη, που είχε δύο μικρά παιδιά, τον Πυγολογίτο και τον Πυγολολίτο. Η οικογένεια ήταν πολύ αγαπημένη. Η μαμά Πυγολαμπιδίτσα δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τον Πυγολογίτο και τον Πυγολολίτο της. Μέχρι που μεγάλωσαν και έγιναν δύο μεγάλες και δυνατές πυγολαμπίδες με δυνατό φως, που μπορούσαν να βγουν έξω στο δάσος και να δείξουν το δικό τους φως. Έτσι, μια μέρα η μαμά Πυγολαμπιδίτσα είπε στα παιδάκια της ότι τώρα πια θα μπορούν να κάτσουν στη φωλίτσα τους και δεν θα χρειάζεται να πηγαίνουν μαζί να μαζεύουν χορταράκια για να φάνε, αλλά ούτε και να πηγαίνουν απέναντι στην κυρία Πασχαλίτσα για να αγοράζουν ωραίους χυμούς, κάτι που τόσο τους κούραζε. Αμέσως ο Πυγολογίτο έβαλε τα κλάματα και παρακάλεσε τη μαμά του να μην τους αφήσει μόνους τους. Η μαμά Πυγολαμπιδίτσα σκούπισε τα μάτια του παιδιού της, του έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μαγουλάκι και του είπε: – Λογίτο μου, η μαμάκα σου σε λατρεύει και αυτό μπορείς να το καταλάβεις από το φως που έχω στην ουρίτσα μου, από το πόσο ζωηρά ανάβει. Το ίδιο και η δική σου ουρίτσα. Κοίτα, πόσο ζωηρά ανάβει; Το ίδιο και του μπαμπά μας και του Λολίτο μας. Για πήγαινε στο άλλο δωμάτιο να δεις, ανάβει το ίδιο ζωηρά κι εκεί η ουρίτσα σου;
! ο ί λ β ι β ο τ σ α ι ε χ έ ν ...η συ
29