ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΡΚΑΤΣΕΛΗ
Σημειωματάριο εργασίας για το έργο
Αντίδοτο λήθης (Για τα 75 χρόνια από το «Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη»)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2019
Ημερολόγιο εργασίας
Για την εξαφάνιση των φωτογραφιών Δεν είναι που έκαψαν (οι Ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους) όλους όσους βρήκανε σε ένα χωριό, έκαψαν και τα σπίτια (ακόμη και το σχολείο), ώστε να εξαφανίσουν «ολόκληρη την περιοχή από το χάρτη», με κάθε έννοια, δηλαδή όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και την υλική υπόστασή του. Κάψανε τα πάντα, ώστε να μην απομείνει το παραμικρό που να τους θυμίζει. Ανάμεσα σε αυτό το "τα πάντα" καήκανε και οι φωτογραφίες, τα μικροαντικείμενα αυτά που είχαν δημιουργηθεί, ακριβώς για να θυμόμαστε ή να μην ξεχνούμε. Στην έρευνα για να συγκροτήσω "το βιβλίο των καμένων" διαπίστωσα, προς μεγάλη μου έκπληξη, πως δεν υπήρχαν φωτογραφίες αυτών των ανθρώπων, παρά μόνον ελάχιστες, αυτές που τη συγκεκριμένη αποφράδα ημέρα βρισκόντουσαν στα χέρια τρίτων, εκτός χωριού, κυρίως ως αναμνηστικό ενός ευχάριστου συναπαντήματος, μιας γιορτής, μιας συγγενικής συνεύρεσης, μιας ομαδικής αναμνηστικής φωτογραφίας. Πρόκειται για δομική ανατροπή ενός από τα κύρια χαρακτηριστικά των αξιών της φωτογραφίας, αυτού που αναφέρεται πως «μία φωτογραφία κρατάει τη στιγμή στο διηνεκές του χρόνου», ή αυτού που διατυπώνει πως «η ιστορία διαβάζεται διαφορετικά από τότε που εφευρέθηκε η φωτογραφία και μπορεί να μεταφέρει πληροφορίες εκτός γραφίδας ή αναμνήσεων». Τι να μεταφέρει, όμως, αυτό που δεν υπάρχει; Αυτή η ιδιαιτερότητα της φωτογραφικής καταγραφής μιας ύπαρξης, ενός προσώπου εδώ έχει καταστρατηγηθεί. Μήπως ο Ναζισμός είναι, εκτός των άλλων, και εχθρός των δημιουργών φωτογράφων, έστω και για αυτόν τον ελάχιστο λόγο; Τι χρειάζεται μία φωτογραφία αν μπορούνε να την κάψουνε; Ένα έργο για αυτή τη διαπίστωση, πρέπει να περιλαμβάνει την καταστροφή, μέσω της διάλυσης της μορφής.
Για το βιβλίο Σε ένα μικρό βιβλιαράκι μαζεύονται όλες όσες φωτογραφίες «καέντων» έχουν διασωθεί. Η συλλογή αυτή θα είναι κάτι σαν "τιμής ένεκεν", κάτι σαν υποχρέωση απέναντί τους, μια και δεν έχει υπάρξει κάτι αντίστοιχο. Ότι έχει κυκλοφορήσει (για το ολοκαύτωμα) περιλαμβάνει άπειρο άλλο οπτικό πληροφοριακό υλικό πλην αυτού του ελάχιστου διασωθέντος μέρους του συνόλου των καέντων. Οι φωτογραφίες απομονώνονται από τις ομάδες στις οποίες αναγνωρίστηκαν, μετατρέπονται σε φωτογραφίες τύπου ταυτότητας, ρετουσάρονται από τις υπερβολικές φθορές, ομογενοποιούνται σε μέγεθος και γεμίζουν τις σελίδες ενός βιβλίου μόνο με αυτές και οπωσδήποτε δίχως κείμενο. Ο θεατής τους, αυτός δηλαδή που θα τις ξεφυλλίσει, θα αισθανθεί βαρύ το κλίμα που αναδύουν, λες και γνώριζαν από τότε, την ημέρα της φωτογράφισης, τη "μοίρα" τους, το τι θα συμβεί. Το βιβλίο αυτό (τυπωμένο σε fine art χαρτί - τύπου ακορντεόν) θα υπάρχει και λειτουργεί σε δύο επίπεδα: Ένα σα φυσιολογικό, σαν βιβλίο (για μελέτη) στο οποίο έχουν μαζευτεί όλες μαζί (αρχειακό υλικό) οι φωτογραφίες των καέντων , και ένα σαν καμένο, σαν βιβλίο με κάποιες απώλειες, ένα βιβλίο που έχει διασωθεί από τη φωτιά, αναπόσπαστο μέρος του έργου μου για τα 75 χρόνια από το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.
Για ένα πλεχτό Η φωτιά και οι φωτογραφίες των κατοίκων της πόλης, από το τότε, θα γίνουν ένα με το ότι τους θυμίζει στο σήμερα, το μνημείο με τα ονόματά τους και το χώμα που τους σκέπασε ή αυτό που σήμερα επάνω του πατούμε. Η φωτογραφία του μνημείου θα ενωθεί με αυτή του χώματος (εκ των τόπων του μαρτυρίου) και της επάνω του βλάστησης. Η φωτογραφία μίας τεράστιας "εσωτερικού χώρου" φωτιάς θα ενωθεί (σε ζώνες) με τις φωτογραφίες αυτών που οι Ναζί κατακτητές έκαψαν ζωντανούς. Η κάθε μία από αυτές τις φωτογραφίες θα επιτίθεται (με απόθεση) στην άλλη. Η φωτιά θα κατατρώει τα ονόματά στην μαρμάρινη πλάκα (όπως και αυτούς που αυτά αντιπροσωπεύουν) και η βλάστηση θα δυσκολεύει την αναγνώριση των αναλλοίωτων από τον χρόνο (μέσω της φωτογραφίας) προσώπων. Η αποδόμηση των δομημένων είναι απαραίτητη για την πιθανότητα να βιώσει ο θεατής το ακατανόητο της πράξης μέσω του σοκ μίας ανοίκειας κατασκευής. Η (τετράγωνη) σκόνη του χρόνου θα μοιάζει, για μία ακόμη φορά, να σκορπίζει το ότι απέμεινε, αλλά χωρίς να το καταφέρνει. Τα κομμάτια/ψηφίδες θα είναι εκεί για όσους δεν θέλουν να ξεχάσουν, για όσους επιμένουν να στέκουν όρθιοι, να είναι παρόντες, να θυμούνται και να θυμίζουν. Αυτοί που γνωρίζουν, θα μπορούν να συμπληρώνουν με άνεση τα κενά. Οι άλλοι ας φωνάξουν ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ, ας στρατευτούν στη μάχη κατά της όποιας υπέρτατης αρχής, ενάντια σε όποια ιδεολογία δεν θέλει να σέβεται τις μειοψηφίες ή τον Άλλον. Το σύνολο θα είναι ένα επιτοίχιο έργο δίχως άλλη χρηστική αξία.
Για τον κατακερματισμό των εικόνων Ο κατακερματισμός της ιστορίας σε άπειρες, ενδεχομένως ασύνδετες μεταξύ τους, λεπτομέρειες μετατρέπει τα ατομικά υποκείμενα της αφήγησης σε κάτι πέρα από αυτά μείζονος κοινής προοπτικής. Το απρόσωπο ψυχρό του (συγκεκριμένου) μνημείου καθώς εμπλουτίζεται (μέσω αυτού του ιδιότυπου κώδικα συμβίωσης) με το ιδιωτικό της φωτογραφίας και του γεγονότος που το κατέστησε αναγκαίο, και τα δύο μαζί (σε κλίμακες συλλογικού) μετατρέπουν τη θλίψη σε πολιτική εμπειρία. Το έργο ως σύνολο αποτελείται από ξεχωριστές αναγνωστικές φωτογραφικές μονάδες που συγκροτούν μία δυναμική μεν, χαοτική δε, παρουσία. Επιπροσθέτως, τα επιμέρους αποσπάσματα (ή παραπομπές) συγκροτούν μικροενότητες, που και αυτές με τη σειρά τους στρεβλώνουν τις όποιες απ ευθείας παραπομπές σε μία «λογική ανάγνωση» ή την φωτογραφημένη εκδοχή της πραγματικότητας. Η ταυτόχρονη αλλά με ανεπαίσθητες χρονικές διαφορές άφιξη των επιμέρους πληροφοριών στα αισθητήρια όργανα του θεατή προκαλεί ένα μικρό χάος και αυτό με τη σειρά του μία υποδόρια ανησυχία. Η συγχρονία πολλών ερεθισμάτων, όχι αρμονικά δεμένων μεταξύ τους, οδηγεί στα άκρα την ικανότητα του αντιληπτικού μας συστήματος προκαλώντας δυσφορία. Το ενιαίο σύνολο/υπόβαθρο αυτών των ψηφίδων/χωριστών αναγνωστικών μονάδων, ως μία σύγχρονη κοινότητα, κομίζει μία άλλου είδους διάρκεια και "αθανασία". Καταδεικνύει πως η πορεία του ιδιωτεύοντος ατόμου θα είναι για πάντα δεμένη με τον κοινωνικό και ιστορικό ορίζοντα. Η πορεία από το ευανάγνωστο ανάφορο στη συνύπαρξη δύσκολων να αναχθούν σε κάτι απόλυτα αναγνωρίσιμο θέτει σε άλλη βάση το διαρκές ερώτημα του συμβιώνειν. Το νέο σύνολο, περιφρονώντας τις απόψεις περί της απόλυτης ορθότητας, με όχημα τη μη λήθη, διατυμπανίζει πως είναι αυτά τα επί μέρους "ελάχιστα τίποτε" που το συγκροτούν και όχι η αμφισβήτηση
του δικαιώματος του υπάρχειν σε κάποια τμήματα/δομημένα τετράγωνα, τη σύνδεση των οποίων με το σύνολο της κοινωνίας δε μπορούμε να φανταστούμε ή αναγάγουμε σήμερα.
Για την εγκατάσταση Το επιτοίχιο έργο συνεχίζεται και ολοκληρώνεται εκτός τοίχου, στο χώρο, με μία κόκκινη κλωστή να συνδέει αυτό με ένα τραπέζι μπροστά του. Στο πάτωμα (σα να ξεφύγανε ή μήπως περισσέψανε από το πλέξιμο;) μικρά κομμάτια από φωτογραφίες εποχής των καέντων και φίλων αυτών. Στο τραπέζι, εκτίθεται το βιβλίο «των καέντων» σε δύο μορφές: Ως συσκευασία δώρου (με κορδελάκι κτλ) και ως εύρημα καμένου βιβλίου, δήθεν από τον τόπο του εγκλήματος, ανοικτό για ξεφύλλισμα. Δίπλα τους κουβάρια κόκκινης κλωστής, είτε για να μας συνδέσουν με …, είτε για να …… Ο καθένας μπορεί να κόψει το κομμάτι που χρειάζεται (από αυτό το σύγχρονο μίτο της Αριάδνης) και να το πάρει μαζί του. Στο τραπέζι, επίσης, τοποθετείται ένα πιάτο (από αυτά που μου κληρονόμησε η μητέρα μου, μετά το θάνατό της). Μέσα του χώμα από το Χορτιάτη, σαν σε μνημόσυνο. Δίπλα του 75 μικρά σακουλάκια, σαν αυτά των μνημόσυνων, μόνο που αντί κόλλυβα έχουν μέσα τους χώμα, ανακατωμένο με τμήματα από τις φωτό στο πάτωμα και μικρά κομμάτια κόκκινης κλωστής. Όποιος θεατής επιθυμεί μπορεί να κρατήσει ένα για τη «συλλογή» του.
Στόχος , εν ολίγοις, είναι να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον. Το έργο δεν είναι μία πλήρως αυτοτροφοδοτούμενη θεατρική σκηνή της αναγέννησης, ούτε «ένα παράθυρο ανοικτό στη λιακάδα» ή «ένα άνοιγμα, μία ρωγμή προς το σκότος της ανθρώπινης ψυχής», αλλά γίνεται χώρος ανοικτός εντός του οποίου κινείται ο θεατής/αναγνώστης/συν-μετέχων. Δημιουργείται ένα περιβάλλον το οποίον διαμορφώνει και διαμορφώνεται από εμάς που εντός του ζούμε/διαλεγόμαστε. Βιώνουμε αυτό το περιβάλλον με το σώμα μας (και μέσω των αισθήσεων), ενώ παράλληλα κατανοούμε τις αντίσυμβάσεις μέσω των οποίων υφίσταται και προτείνει. Φυσικά προκαλούνται ενστάσεις καθώς το αντισυμβατικό σύνολο αντιμάχεται τις συμβάσεις (και τους κανόνες) που κείτονται βαθιά μέσα μας, τουλάχιστον αυτές που αναφέρονται στο πως πρέπει να είναι ένα «καλό» ή «χρήσιμο» έργο ή μία «σωστή φωτογραφία». Είναι λογικό ο καθένας και η κάθε μία από εμάς, που εντός του κινούμαστε και διαλεγόμαστε, να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα, αλλά καθώς θα συζητούμε (εντός του) για αυτά σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, ένα νέα «παραδοσιακό» - θέλω να πιστεύω – δημιουργείται. Αλλάζοντας το τοπίο για το πώς διαβάζουμε την Ιστορία, ώστε να μην πάει χαμένη η γνώση της, αλληλεπιδρούμε και με το μέσον μέσω του οποίου εκφραζόμαστε, δημιουργώντας νέες «καταλληλότερες» συμβάσεις για μία ποιο συνειδητή αλλαγή «των κακώς κειμένων». Το μοντέλο των νοημάτων και των αξιών, με τη βοήθεια των οποίων οι άνθρωποι διευθύνουν τη ζωή τους, μέσω ενός τέτοιου «πλαισίου επικοινωνίας», ας θεωρείται από πάγια σταθερό/ αυτόνομο σε εξελισσόμενο, με νέους όρους, όρους που ενδεχομένως μπορεί να προσφέρει και μία τέτοιου τύπου μη γραμμική εγκατάσταση.
Προσχέδιο στην εφημερίδα Ένα προσχέδιο του επιτοίχιου τμήματος του έργου μου (για την έκθεση «75 χρόνια από το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη»), με πολύ πιο γραμμική αφήγηση και καθόλου χαοτικό σε σχέση με το τελικό που ετοιμάζεται, ζητήθηκε να φιλοξενηθεί στο εξώφυλλο της τοπικής εφημερίδας ΧΟΡΤΙΑΤΗΣ 570 (που θα κυκλοφορήσει επετειακά με απίστευτα πολύ σχετικό υλικό εντός της). Το έργο θα δημιουργηθεί ειδικά για την εφημερίδα, και γιατί πρέπει να είναι ευανάγνωστο, και γιατί δεν είναι έτοιμο το έργο, ούτε θα είναι έτοιμο στις προθεσμίες που θέτει ο εκδότης. Η μέθοδος που θα εφαρμοστεί θα είναι αυτή της δημιουργίας μίας κατ αρχάς προσομοίωσης. Τα τέσσερα αρχεία που έχουν χρησιμοποιηθεί για το έργο, θα έλθουν κοντά με την τεχνική της διπλής εικόνας (double image). Σαν ένα ψηφιακό κολάζ με επίθεση των φωτογραφιών θα στηθεί (σαν σε μακέτα) το ζητούμενο από το τελικό έργο. Εάν η εφημερίδα μοιράζεται στο χώρο της έκθεσης, που ανοίγει και το σύνολο των εκδηλώσεων, τότε το δημοσιευμένο έργο (στο εξώφυλλο της εφημερίδας) θα λειτουργεί και σα σκονάκι, σαν οδηγός για να βρεθεί η «κρυμμένη εικόνα» από το δημιουργό του έργου, καθώς το τελικό έργο θα διαφέρει τόσο πολύ, που ίσως αυτό το προσχέδιο χρειάζεται σαν εισαγωγικό κατατοπιστικό.
-
Μα είναι αυτό φωτογραφία;
-
Ποιος νοιάζεται; Μα πρέπει να ξέρουμε τι είναι. Και πως ορίζουμε τέτοιου είδους ορισμούς; Μήπως δια της εις άτοπον απαγωγής; Τι δε μπορεί να είναι αυτό το έργο; Γλυπτική πάντως είναι! Ίσως και μουσική, μια και περιλαμβάνει τόση σιωπή γύρω του και συζητήσεις.
-