KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 5
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΕΙ ΤΟΣΟ ΚΡΥΟ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΟΥ; Διηγήματα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 6
©
Copyright Μαρία Κουγιουμτζή – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011
Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5603-8
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Στο ταξί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λίγκε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αυτά που δεν υπάρχουν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η δασκάλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έφτασαν με το τρένο των εφτά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αυτά συμβαίνουν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το μπαλκόνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πτυχώσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στην παραλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο γείτονας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η μικρή γροθιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο φονιάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο λύκος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η γλώσσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έξω απ’ το σπίτι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι ξαδέρφες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ταυτόχρονα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Θέλει αγάπες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πρέπει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
11 15 21 27 33 39 45 53 61 69 77 83 89 95 109 119 121 131 137 141
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 8
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Ενοχές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άτυχη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η φωτογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το κοριτσάκι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο επισκέπτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τώρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα κλειδιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο θάνατος του στρατιώτη Μαβί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το χέρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η ομορφιά που μορφάζει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο μπαμπάς δεν πετάει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η συνέντευξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Διαζύγιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο τηλεφωνητής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου; . . . . . . . . . . . . .
145 151 155 163 169 175 179 181 187 191 193 197 205 207 209
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 9
Στις ανιψιές μου Δώρα και Μαρία, στη νύφη μου Αιμιλία, στις φίλες και στους φίλους μου, ευγνώμων.
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 10
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 11
Σ Τ Ο ΤΑ Ξ Ι
ΜΕΡΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ απ’ τις καλές. Οι κούρσες περιορισμέ-
Η νες. Στην πιάτσα ουρά τα ταξί, στέκονταν άπραγα. Ένας κρύος βαρδάρης βολτάριζε, ο κόσμος στους δρόμους λι-
γοστός. Δυο τρεις γύρους ακόμα και θα την άραζα στο σπίτι, στη ζεστασιά. Θα ετοίμαζα κανένα κοτόπουλο στο γκριλ, όταν θα ’ρχονταν η Σοφία απ’ τη δουλειά να ’βρισκε ζεστό φαγητό, είχε ξεκωλωθεί στις υπερωρίες τελευταία. Με σταμάτησε μια κοπελίτσα που έτρεμε μες στο παλτό της. Κάθισε πίσω μαζεμένη, ανήσυχη. Άρχισε να σουρουπώνει, με κοίταζε δειλά μέσα απ’ τον καθρέφτη. Τη λυπήθηκα. Ήταν αδυνατούλα, καλοντυμένη, φαινόταν ευγενική. Έβαλα στη χαμηλή ένταση μια απαλή μουσική, να μην την τρομάξω με τα ρεμπέτικα, τόσο λεπτεπίλεπτη που έδειχνε. Φάνηκε να χαλαρώνει, απλώθηκε πιο άνετα στο κάθισμα. Τα γόνατά της κάπως μυτερά, τις γάμπες δεν τις έβλεπα. Τα χέρια της κατάλευκα, ξέσφιξαν το χερούλι της τσάντας της. Το ταξί γλιστρούσε στους ήσυχους δρόμους, τα φώτα στο καντράν έδιναν την αίσθηση της άνεσης, αλλά και της ψευδαίσθησης ότι βρίσκεσαι σε κέντρο διασκέδασης, μια
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 12
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
έξαψη νυχτερινής ζωής. Ένα ζευγάρι με σταμάτησε γελαστό, ο άντρας κάθισε μπροστά δίπλα μου, η γυναίκα πλάι στην κοπελίτσα. Ήταν ντυμένοι κάπως άτσαλα, χωρίς γούστο, η γυναίκα βαμμένη παραπάνω απ’ όσο έπρεπε κι ο άντρας γυάλιζε απ’ τo ζελέ. Το κορίτσι μόλις που σιγοψιθύρισε στην καλησπέρα της γυναίκας και ζούφωξε ακόμα πιο πολύ στη θέση του. Θα ’χαμε κάνει κάνα χιλιόμετρο, όταν ο άντρας είπε να σταματήσουμε. Είχε ησυχία, ο δρόμος δεν ήταν ούτε απόμερος ούτε πολυσύχναστος. Ο άντρας έβγαλε μαχαίρι. Κατέβαινε το χρήμα, είπε και το ακούμπησε απαλά στο λαιμό μου. Η κοπελίτσα αναστέναξε, ήσυχα, είπε η γυναίκα, ήσυχα και δεν θα τρέξει τίποτα. Είχα όλο κι όλο σαράντα έξι ευρώ είσπραξη, την έδωσα στον άντρα, πφ... είπε, πέσαμε σε άχρηστο. Η γυναίκα πίσω άνοιγε την τσάντα της κοπέλας. Εδώ πάμε καλά, είπε, ξηγιέται κατοστάρικα η μικρή. Τα έχω για το φροντιστήριο, ψιθύρισε, με φωνή που έτρεμε, το κορίτσι. Είδα από τον καθρέφτη τα μάτια της βουρκωμένα. Ωραίο παλτό, σίγουρα μου το χαρίζεις, έτσι δεν είναι, είπε η γυναίκα κι έσφιξε με τα δάχτυλά της το μάγουλο του κοριτσιού. Της το ’βγαλε επιδέξια. Το κορίτσι τρεμούλιαζε με μικρούς σπασμούς, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν σιωπηλά από τα μάτια της. Ήσυχα, της είπα, μη φοβάσαι, όλα θα τελειώσουν σε λίγο. Είσαι σωστός, είπε ο άντρας, κοίτα τι θα γίνει, αφού είσαι τόσο συνεργάσιμος, δεν θα σε πειράξω. Εντάξει; Ένευσα ναι, σκύβοντας το κεφάλι. Ένιωθα μια τρυφερή υποταγή. Ήθελα να του κάνω διάφορες εκδουλεύσεις. Να του ανάψω το τσιγάρο, να του δώσω το κινητό μου από μόνος μου, πικράθηκα που πρόλαβε και μου
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 13
ΣΤΟ ΤΑΞΙ
το πήρε εκείνος. Το βλέμμα του, αν και έκοβε σαν μαχαίρι, το φώτισε ένα χαμόγελο. Ήξερε πώς αισθανόμουν. Άπλωσε το χέρι, το έχωσε μέσα απ’ το σακάκι μου, το ένιωσα πάνω στην καρδιά μου, με ψαχούλεψε ως τα νεφρά, τρεμούλιασα σαν γυναίκα που τη χαϊδεύουν, δεν πιστεύω να ’χεις κάνα κρυφό πορτοφόλι, είπε, το βλέμμα του ήταν τώρα άδειο, παγωμένο. Ένευσα όχι δουλικά, χαμογελώντας σχεδόν. Αυτή η δουλικότητα με ηρεμούσε, με προστάτευε. Έχοντάς την υποταγή για ασπίδα, δεν κινδύνευα. Ε... σαράντα έξι ευρώ ήταν όλα κι όλα, δεν χρειάζονται χαζομάρες. Όμως μέσα μου ήθελα να ήταν περισσότερα, εκατό, διακόσια, γι’ αυτόν, να τον ευχαριστήσω. Αφηνόμουνα σ’ αυτό το αίσθημα της υποταγής με διάθεση σχεδόν αγαπητική, ενώ παράλληλα με λογόκρινα και ανέλυα την κατάσταση του φόβου που είχε μετατραπεί σε συμπάθεια, και μ’ άρεζε. Δεν με πείραζε που ήμουν γελοίος. Αρκεί που ήμουν ασφαλής. Η γυναίκα ανακάτεψε τα μαλλιά του κοριτσιού, έλα, μην κλαις, ο μπαμπάς θα σου πάρει άλλο παλτό. Η κοπέλα αναταράζονταν αλλά δεν ακουγόταν λυγμός. Η γυναίκα τής ξεκούμπωσε το χρυσό της ρολογάκι απ’ το χέρι. Σταμάτησε στον καρπό σαν να ακροαζόταν το σφυγμό της, αλλά όχι, μπάνιζε το μπλουζάκι της. Βγάλ’ το, είπε, έλα, δεν θα σου λείψει, θα πάρεις άλλο, μπορείς. Άκουγα κάποιο θόρυβο από το σώμα του κοριτσιού, κάτι σαν ανάσα κάποιου που πνίγεται, κι ένιωσα στην πλάτη του καθίσματός μου το τρέμουλο των γονάτων της. Δεν κουνήθηκε, κι η γυναίκα αναγκάστηκε να την ξεντύσει. Το στήθος της χωρίς εσώρουχο
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 14
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
άστραψε. Κατέβασα το βλέμμα απ’ τον καθρέφτη. Το κινητό της εκείνη τη στιγμή κουδούνισε σαν εφιάλτης, ακόμα κι ο άντρας τινάχτηκε. Η γυναίκα έψαξε νευρικά ανάμεσα στα χυμένα πράγματα της τσάντας του κοριτσιού, είχε γλιστρήσει στο κάθισμα, πλάι στην κοπέλα, κι η γυναίκα έσκυψε όλη πάνω της για να το πιάσει. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ώσπου να το κλείσει. Το ’βαλε στην τσέπη της. Το κορίτσι είχε σκεπάσει το στήθος με τα μπράτσα της, κι ύστερα, σαν σε παραίσθηση, είδα το ένα μπράτσο να ξεσταυρώνεται και ν’ απλώνεται πάνω στη γυναίκα. Κάτι άστραψε στα δάχτυλά της παράλληλα με το αγριεμένο πείσμα στο βλέμμα της. Πριν καρφωθεί το στυλό με το επίχρυσο πενάκι στο μάγουλο της γυναίκας, πρόλαβα να σκεφτώ πως δεν ήταν το παλτό, ούτε το ρολόι, ήταν το εκτεθειμένο στήθος της που την ώθησε στη μάταιη επανάσταση. Δεν είχε προλάβει να στάξει ούτε μια σταγόνα αίμα απ’ το τρυπημένο μάγουλο κι ο άντρας στράφηκε σαν αίλουρος πάνω απ’ το κορίτσι. Άκουγα τα πνιχτά βογκητά της κάθε φορά που τη χτυπούσε το μαχαίρι. Η άλλη γυναίκα είχε στηρίξει το κεφάλι της στο κάθισμα κι ήταν ακίνητη. Ο άντρας απλώθηκε πάνω μου, άνοιξε την πόρτα και μ’ έσπρωξε ήρεμα έξω. Χωρίς να με κοιτάξει, άναψε τη μηχανή κι απομακρύνθηκε σπινάροντας, ταυτόχρονα άκουσα το σώμα του κοριτσιού, το κρακ που έκανε το κεφάλι της πάνω στο κράσπεδο. Ο δρόμος άδειος, ήσυχος, θαρρείς σταματημένος, αιωρούμενος στον παγωμένο αέρα.
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 15
ΛΙΓΚΕ Στον Γιώργο Κορδομενίδη που μου έδωσε φωνή ΚΕΙΝΟ ΤΟ φθΙΝΟΠΩΡΟ δουλεύαμε στο πριονιστήριο της
Ενοικιασμένοι Βάτουλα, μέσα στα δάση. Ήμασταν καμιά εικοσαριά εργάτες, άντρες, γυναίκες, εξαθλιωμένοι από την πείνα και τις κακουχίες. Τρώγαμε και κοιμόμασταν εκεί, όλοι μαζί σε μια μακρόστενη αποθήκη όπου φύλαγαν το πριονίδι, και ήμασταν ζεστά. Μας τάιζαν κάτι νερουλιασμένες σούπες κι ένα μαύρο στυφό ψωμί. Στο τέλος θα μας έδιναν τα ξύλα του χειμώνα. Αυτή ήταν η αμοιβή μας. Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και τώρα μας αποτελείωνε η πείνα. Μας έσβηνε έναν έναν και χανόμασταν σαν καπνός.
Ο Λίγκε ήξερε όλα τα δέντρα του δάσους και τα περιέγραφε με τον δικό του σκερτσόζικο τρόπο. Το σιδερόξυλο είναι το δέντρο του φτωχού, έλεγε, κάνει μόνο για κάψιμο, για ζεστασιά και μαγείρεμα. Τίμιο ξύλο, ευθύ. Τα κλαδιά του κοκκινίζουν στις άκρες, θαρρείς και ντρέπονται. Η φλαμουριά σε ξεθεώνει με την ευωδιά της, σου ψιθυρίζει πως η ζωή είναι
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 16
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
όμορφη, το σφεντάμι με τον γκρίζο φλοιό και τα περίεργα σχέδια, παρόλο που φαίνεται επιπόλαιο εξαιτίας αυτών των σχημάτων, εντούτοις εκπέμπει μια ζεστή οικειότητα, σαν να είναι ο έμπιστός σου φίλος. Και οι οξιές; τον τσιγκλούσαν οι άντρες που δούλευαν το τσεκούρι. Α, τις βρωμιάρες, τις υποκρίτριες, έλεγε ο Λίγκε, μπορεί να σου τη φέρουν από τη μια στιγμή στην άλλη, να σπάσουν στα καλά καθούμενα, ή να πέσουν. Υψώνονται, βλέπεις, οι θεοπάλαβες ως και τριακόσια μέτρα. Τέτοιες ψωροπερήφανες είναι. Όμως οι αφιλότιμες είναι υπέροχες, όταν πέφτει ο ήλιος πάνω τους είναι σαν να ’χει πάρει φωτιά το δάσος απ’ τα χρυσοκόκκινα φύλλα τους. Θεογκόμενες, σκίζουν μάτια και καρδιά. Πόσο όμορφος ήταν ο Λίγκε, τρελαινόμουν να τον βλέπω. Όπου πήγαινε τον ακολουθούσα σαν υπνωτισμένη. Πετσί και κόκαλο όπως όλοι μας, όμως τα δικά του κόκαλα έφεγγαν. Τα μάτια του πλημμυρισμένα από γαλάζια κύματα γεμάτα αγριολούλουδα. Οι άλλες γυναίκες γελούσαν. Άσ’ τον ήσυχο τον Λίγκε, έλεγαν, δεν κάνει για σένα. Και για ποιον κάνει, ρωτούσα αγριεμένη. Για τον Όλεκ κάνει, ναι, γι’ αυτόν κάνει και το κάνει με όλη του την καρδιά. Τι του είναι ο Όλεκ, μου λύθηκαν τα γόνατα, αδελφός του, πατέρας του; Είναι η μουσική της καρδιάς του, είπε η Λίντα ξεκαρδισμένη. Χορεύει το σώμα του όταν είναι μαζί του, είπε η Κίνσα, και πάλι σκάσαν στα γέλια όλες μαζί.
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 17
ΛΙΓΚΕ
Το βράδυ περίμενα να κοιμηθούν και έτρεξα στον Λίγκε αγνοώντας τα γουργουρητά της κοιλιάς μου, αποφασισμένη να κρατήσω ανέγγιχτη τη μερίδα του ψωμιού μου για να του τη χαρίσω. Ήταν το τρίτο βράδυ που έχωνα κάτω απ’ την κουβέρτα του το μερτικό μου. Με διάχυτες ανατριχίλες άγγιζα το μπούτι του. Εκείνος δεν σάλευε. Αυτή τη φορά τόλμησα περισσότερο, τα δάχτυλά μου σκαρφάλωσαν κι άγγιξαν την κοιλιά του. Κοιμόταν γυμνός, έτρεμα. Εκείνος κουνήθηκε, το χέρι του άρπαξε το δικό μου. Το ’σφιξε τόσο, που με το ζόρι σταμάτησα τη φωνή μου. Ύστερα το ’σπρωξε μακριά, άλλαξε πλευρό, έτρεξα και κουκουλώθηκα στην κουβέρτα μου. Απ’ τη μεριά των αντρών ακούγονταν αδύναμα ροχαλητά, απ’ την απέναντι οι γυναίκες αναστέναζαν σαν να ψυχομαχούσαν. Η κούραση της μέρας κούτσαινε στα όνειρά τους. Κόντευε να με πάρει ο ύπνος, όταν άκουσα ανάλαφρα βήματα, σήκωσα το κεφάλι, τον είδα να βάζει το κάτω μέρος της πιζάμας του και να φεύγει. Σιγανά τον πήρα στο κατόπι, κατευθύνθηκε στο μαγειρείο. Κατέβηκε στην καταπακτή και σφύριξε. Ο επιστάτης ο Όλεκ, πριν κατέβει κι αυτός, του έριξε ένα χοντρό λουκάνικο. Ήταν φεγγαρόφωτο, και το κόκκινο ζουμερό κρέας μού έδωσε γροθιά στο στομάχι, τα σάλια μου πήραν την κατηφόρα. Έσκυψα και τους είδα, χωμένους στα πριονίδια, τον Όλεκ να κατεβάζει την πιζάμα του Λίγκε ταυτόχρονα με το δικό του παντελόνι. Πάλεψαν λίγο με βογκητά κι ύστερα γύρισαν κι οι δυο ανάσκελα. Ο ιδρώτας κυλούσε στα κοκαλιάρικα πλευρά του Λίγκε. Κορδέλες απ’ τα ροκανίδια κάθο – Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου;
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 18
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
νταν πάνω τους σαν κίτρινα ξεθωριασμένα τριαντάφυλλα. Τότε με είδαν. Φεύγα, είπε ήσυχα ο Λίγκε, φεύγα, δεν έχεις δουλειά εδώ. Ο Όλεκ μού έκανε μπου γελώντας και κλώτσησε τον αέρα. Τα μπούτια του ήταν σκούρα από τις τρίχες. Κατέβασα το κεφάλι και γύρισα στη γωνιά μου. Το φαρμάκι απλωμένο σ’ όλο μου το σώμα, η πίκρα μου ’δινε καμτσικιές. Πριν χωθώ στην κουβέρτα μου, πήρα απ’ το στρώμα του Λίγκε το ψωμί μου. Δεν μιλούσα πια γι’ αυτόν, δεν τον κοιτούσα, δεν τον ακολουθούσα. Από μακριά άκουγα το πριόνι του. Απέφευγα να φορτώνω στο καρότσι μου τα ξύλα που ήταν κοντά του. Ακόμα και την ώρα που άγγιξα ένα πράσινο φίδι χωμένο μέσα στα φύλλα, δεν φώναξα. Εκείνος μετά από μέρες περνώντας μου χάιδεψε το κεφάλι, του έσπρωξα το χέρι. Τον παραμόνευα τα βράδια, τον έβλεπα να τρέχει στον Όλεκ, όμως δεν έκλαιγα. Κι ύστερα αρρώστησε, δεν μπορούσε να σηκωθεί από τον πυρετό. Είναι τύφος, είπε η Λίντα, πρέπει να προσέχουμε. Είδα τον Όλεκ να τον ψάχνει μες στο σκοτάδι. Την τρίτη νύχτα άρπαξα απ’ το στρώμα του Λίγκε την πιζάμα του και τη φόρεσα. Εκείνος βόγκηξε μέσα στο λήθαργό του. Πήγα στην αποθήκη. Βούλιαξα μέσα στο πριονίδι. Δεν είχε φεγγάρι, άκουσα την ανάσα του Όλεκ, μου κατέβασε την πιζάμα, τα χέρια του ζεστά, η κοιλιά του καυτή. Γυρίσαμε ανάσκελα, άγγιξε το στήθος μου. Άναψε ένα σπίρτο και με κοίταξε. Μου έδωσε έναν μπάτσο, όχι πολύ δυνατό, ύστερα έβαλε τα χέρια του, ανασήκωσε τη μέση μου και μ’ έσυρε πάνω του απαλά, προσεχτικά. Με φίλησε δαγκώνοντάς με
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 19
ΛΙΓΚΕ
ελαφρά, καλή είσαι, είπε, μου κάνεις, όσο να γίνει καλά ο Λίγκε. Τα ξύλινα μπουμπούκια ανάμεσα στα ιδρωμένα μαλλιά του. Μια βδομάδα τώρα ξέχασα τα μάτια του Λίγκε, έτρεμα για το σώμα, το σκληρό σώμα του Όλεκ. Όλεκ, μη μ’ αφήσεις, του έλεγα, ναι; Μη μ’ αφήσεις. Εκείνος δεν απαντούσε ποτέ. Όμως ήταν ζεστός, πάντα ζεστός, κι αυτό μου αρκούσε. Τα λουκάνικα που μου έφερνε του τα ’δινα πίσω, όσο κι αν πεινούσα, ήθελα να ξέρει πως δεν ήμουν ανταλλάξιμη. Ο Λίγκε σαν να καλυτέρευε μέρα τη μέρα. Περνώντας από δίπλα του, ο Όλεκ είναι δικός μου, είπε, μην το ξεχνάς. Πώς μπορούσα να το ξεχάσω; Το βράδυ, πριν πάω για τον Όλεκ, πέρασα απ’ το στρώμα του Λίγκε. Σταμάτησα για δυο λεπτά, όσο να του σφίξω τον άσπρο του λαιμό. Τα χέρια του μόλις που ανασηκώθηκαν. Ύστερα, μέσα στη ζεστή αγκαλιά του Όλεκ –ο λαιμός του μοσχοβολούσε πευκόμελο– σκέφτηκα πόσο κρύος θα είναι τώρα ο Λίγκε και δάκρυσα.
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 20
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 21
Α Υ ΤΑ Π ΟΥ Δ Ε Ν Υ Π Α Ρ Χ ΟΥ Ν
ΤΑΝ ΠΗΓΑ ΝΑ ΝΟΙΚΙΑΣΩ το δωμάτιο, δεν μπορώ να πω
Ομουότιείπε,δενεγώμεδενενημέρωσε. Πρέπει να το ’χεις υπόψη σου, κοιμάμαι τα βράδια.
Το άκουσα χωρίς να το προσέξω. Με ειρωνική μελαγχολία. Είναι βασανιστικό να μην κοιμάται κανείς, αλλά εμένα τι με ενδιέφερε; Εγώ κοιμόμουν. Λες να κάνει τίποτα δουλειές και να θορυβεί, να εμποδίζει τον δικό μου ύπνο; Θα δούμε. Μέχρι να μετακομίσω, να τακτοποιηθώ, το ’χα ξεχάσει. Το βράδυ ήπια λίγο τσάι στην κουζίνα της, ήταν κι ένα κουτσό παλικάρι που έτρωγε αμίλητο, εκείνη έπλεκε χαμογελώντας. Την κοίταξα σαν να τη ρωτούσα. Μοιάζεις λίγο του συχωρεμένου του άντρα μου, είπε. Ήμασταν πολύ καλό ζευγάρι σαν νέοι. Δουλεύαμε μαζί στα χωράφια. Μαζεύαμε το βαμβάκι. Τα μελαχρινά του χέρια πήγαιναν μες στις άσπρες τούφες σαν χελιδόνια. Ήταν ο ταχύτερος εργάτης. Με βοηθούσε να γεμίσω τα δικά μου τσουβάλια. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον φτάσω. Η δική μου σειρά πέντε έξι ρίζες πίσω. Εκείνος με περίμενε, σκύβαμε, έστριβε τσιγάρο με μεγάλο
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 22
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
κίνδυνο. Δεν το ανάβαμε, το τύλιγε σ’ ένα φύλλο τριανταφυλλιάς και μου το ’δινε να το καπνίσω στο διάλειμμα. Τα χέρια μας αντάμωναν πάνω στο μάζεμα, αυτό ήταν όλο. Όταν παντρευτήκαμε, με τα χρόνια άλλαξε. Δεν άκουγε την καρδιά του, άκουγε τον κόσμο. Αυτό το βουβό ένστιχτο του κόσμου που ουρλιάζει «όχι» σ’ ό,τι δεν αναγνωρίζει. Το κουτσό παλικάρι σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε. Τα μάτια τους βυθιστήκαν του ενός μέσα στου άλλου. Κάτι σκοτεινό φεγγοβόλησε. Η γυναίκα σώπασε. Σηκώθηκε κι ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στους ώμους του νέου. Έμεινα ακόμα λίγο, μετά πήγα στο κρεβάτι μου. Κουρασμένος όπως ήμουν, με πήρε αμέσως ο ύπνος. Ξύπνησα μες στο βαθύ σκοτάδι από ένα τρίξιμο. Αμέσως το θυμήθηκα. Έστησα αυτί. Το τρίξιμο επανερχόταν ρυθμικά. Όταν τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, την είδα. Ήταν καθισμένη απέναντι απ’ το κρεβάτι μου σε μια κουνιστή πολυθρόνα και κουνιόταν αργά. Μόλις κατάλαβε ότι ξύπνησα, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Ήταν τυλιγμένο σ’ ένα πράσινο φύλλο καπνού. Όταν είναι φρέσκα, είναι πιο πικρά, είπε, κι ύστερα: Το ξέρεις πως ο θάνατος είναι ένας πελώριος σκουπιδοτενεκές; Ρούφηξε δυνατά τον καπνό, κουνήθηκε πιο γρήγορα στην πολυθρόνα της. Ένας πελώριος σκουπιδοτενεκές... πηγαίνουμε προς αυτόν αμέριμνοι, γελώντας. Τα γελαστά σκουπίδια... Κουνήθηκε πιο νευρικά. Πόσων χρονών είσαι, είπε χωρίς να περιμένει απάντηση. Τριάντα... τριανταπέντε; Ο γιος μου ήταν δεκαοκτώ. Σιγοτραγούδησε σιγοκλαίγοντας.
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 23
ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ
Έλειωσε το κορμάκι σου το λαμπερό, κόκαλα μαύρα μείναν μόνο, και πεθαμένη χελιδόνα η ψυχή σου. Ωχ... Σήμερα κάνουν τόσο θόρυβο τα κορμιά, πού ν’ ακούσει κανείς την ψυχή του... Έκλεισα τα μάτια, όχι νυσταγμένος, τρομαγμένος απ’ τη βουβή κραυγή του πένθους της. Φοβάσαι το σκοτάδι. Έτσι είναι. Δεν ρωτούσε, ήξερε. Πώς; Άγνωστο. Η ουσία ήταν ότι φοβόμουν. Τις σκιές, τη σιωπή, τη διάχυση των επίπλων. Από μικρός είχα την αίσθηση πως μέσα στο σκοτάδι τα έπιπλα ξεχείλωναν, μεγάλωναν, απλώνονταν σ’ όλο το δωμάτιο. Δεν υπήρχε χώρος να κινηθώ ανάμεσά τους. Με πίεζαν, με συνέθλιβαν, με απορροφούσαν. Πιο πολύ φοβόμουν τα συρτάρια, τις ντουλάπες, τα χέρια που βγαίναν κάτω απ’ τα κρεβάτια. Ένα παπούτσι στη γωνιά άνοιγε το στόμα του να με καταπιεί. Η γλώσσα του σάλευε προς τα μένα. Δεν πρέπει να φοβάσαι, συνέχισε. Επικοινωνείς μ’ αυτά που δεν υπάρχουν. Δεν μπορείς να τα λερώσεις αγγίζοντάς τα. Χάιδευέ τα με τις σκέψεις σου. Κουνήθηκε ξανά στην πολυθρόνα της και αναστέναξε. Έσβησε το τσιγάρο της στο πάτωμα. Ο γιος μου και ο Τούλης ήταν αχώριστοι από μικροί. Τιτίβιζαν όλη τη μέρα σαν ξέγνοιαστα σπουργίτια. Ανέβαινε ο γιος μου στη μουριά, την κουνούσε, από κάτω ο Τούλης μάζευε στην μπλουζίτσα του και μου τα ’φερνε τα ζουμερά μούρα. Ψαρεύανε και στην ποταμιά το καλοκαίρι και μου φέρναν καμιά πεταλίδα, κανένα γριβάδι. Το γέμιζα αρωματικά φύλλα, το έψηνα στην πυροστιά και το τρώγαμε οι τρεις μας.
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 24
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Αργότερα... ο γιος μου ήταν δεκαπέντε χρονών, ο φίλος του δεκαεπτά... Μέσα στο σκοτάδι της αποθήκης αγγίχτηκαν. Έτσι έγινε. Απλά, αθώα. Έτυχε να μπαίνει την ώρα εκείνη ο άντρας μου κι όλα βρώμισαν. Τους χτύπησε άσχημα. Πιο πολύ τον Τούλη, τον μεγάλο. Τον κούτσανε. Ο γιος μου δεν του μίλησε από τότε. Ο άντρας μου τα παραφύλαγε, αλλά εκείνα αντάμωναν κρυφά. Ένα καλοκαίρι πήραν μια βάρκα και ξανοιχτήκαν στο ποτάμι. Ο άντρας μου το ’μαθε και τα κυνήγησε. Γρήγορα τους έφτασε. Ο γιος μου βούτηξε στο νερό και δεν ξανανέβηκε. Ο Τούλης, όταν κατάλαβε, έπεσε ξωπίσω του, μα αυτόν τον πρόλαβε ο άντρας μου. Το παλικάρι μου ήταν δεκαοκτώ όταν... Όμως τη νύχτα, στο σκοτάδι, είναι μαζί μου. Τώρα είναι πλάι μου. Μίλησέ του, θα σου απαντήσει. Πώς τον λένε; ψιθύρισα. Άγγελο, άκουσα μια φωνή δίπλα της. Τον είδα να κουνάει την πολυθρόνα της. Το τρίξιμό της άπλωνε χέρια προς εμένα. Είδες; είπε αυτή, είδες πόσο τρυφερά είναι τα ανύπαρκτα; Τα άσπρα χέρια του νέου ήταν ακουμπισμένα προστατευτικά στους ώμους της, τα έπιασε με τα ζαρωμένα δικά της. Ένα ρίγος ακτινοβόλησε ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Η καρέκλα είχε σταματήσει την κίνησή της. Μάνα και γιος σηκώθηκαν σαν πελώριες σκιές και βγήκαν από το δωμάτιο. Ένας απ’ τους δυο, δεν ξεχώρισα ποιος, οι φωνές είχαν ταυτιστεί, είπε: Κοιμήσου τώρα. Αυτή η σύμπλευση των σωμάτων τους απέπνεε εντούτοις μια σχεδόν αβάσταχτη απελπισία.
KOUGIOUMTZI sel - DD_Layout 1 17/06/2013 12:53 ΜΜ Page 25
ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ
Τα μάτια μου έκλειναν, η πολυθρόνα ερχόταν προς το μέρος μου άδεια. To πρωί ξύπνησα απ’ τα σερνόμενα βήματά της. Πίσω της το κουτσό παλικάρι έσπρωχνε μια κουνιστή πολυθρόνα στο δωμάτιό μου. Να ’χεις να κάθεσαι, είπε η γυναίκα, να χαζεύεις απ’ το παράθυρο. Δεν έχει σπουδαία θέα. Κυρίως βλέπεις το κοιμητήριο.