PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 5
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Ένα πιάτο λιγότερο Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 6
©
Copyright Μαριλένα Παπαϊωάννου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2020
1η έκδοση: Νοέμβριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.
ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6816-1
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 7
Στον αδερφό μου
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 8
Όλες οι ιστορικές αναφορές που γίνονται στο βιβλίο είναι αληθινές, εκτός από μία. Αντιθέτως, οι καταστάσεις και οι χαρακτήρες –πλην των γνωστών πολιτικών προσωπικοτήτων– αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας. Οι περιγραφές που αφορούν τη λειτουργία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και τον τρόπο διεκπεραίωσης των υποθέσεών της σε προηγούμενες δεκαετίες αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα· ωστόσο, κάποιες πτυχές απλώς εξυπηρετούν την αφηγηματική πλοκή του βιβλίου.
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 9
Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ ’τα σπίτια τους τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί... ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Σχήμα της απουσίας ΙΙ
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 10
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 11
Σαντορίνη, 1965 .,
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 12
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 13
Τετάρτη 14 Ιουλίου ΚΑΡΤΕΡΑΔΟΣ
Ξ νά Καγιαλή χτυπιέται μες στην αγκαλιά του Στάθη που κάθε τόσο την αφήνει να του γδέρνει την πλάτη για να ΕΜΑΛΛΙΑΣΜΕΝΗ και με το βλέμμα ακυβέρνητο, η Αθη-
μη γδάρει του Παύλου το δέρμα. Ουρλιάζει εδώ και μία ώρα. Δεν μπορεί να χωνέψει όσα ακούει, δεν μπορεί ούτε καν να τα καταπιεί· ο γιος της ο Σαράντης νεκρός, λίγο πριν ξημερώσει γλίστρησε κατά λάθος στα σκαμμένα, έπεσε προς τα πίσω με το κεφάλι απάνω στη στήλη κι έμεινε στον τόπο. «Παύλο, φύγε γιατί θα σε ξανακάψω». Η γυναίκα κυριολεκτεί – όταν σκοτώσανε τον άλλο της γιο, τον Ηλία, πριν από δεκαοχτώ χρόνια, το νέο τη βρήκε πάλι πάνω απ’ τη φωτιά· ο Παύλος τής το ’φερε και τότε, οχτώ χρονώ παιδί, κι όπως στεκόταν μπρος στο τσουκάλι, το σήκωσε ξαφνικά και χωρίς να το σκεφτεί του πέταξε στα πόδια το ζεματιστό νερό κι ύστερα άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της. Ο Παύλος δεν αντιδρά. Άσπρος σαν το πανί, στρίβει τα 13
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 14
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
μάτια του αλλού· στο τραπέζι, στα παράθυρα, στους τοίχους, παντού και πουθενά, οπουδήποτε μπορεί ν’ αποφύγει το βλέμμα της. Δεν τολμά να την κοιτάξει στα μάτια, δεν τολμά ούτε καν να την πλησιάσει. Μόνο αναπνέει, κι αυτό ίσα ίσα. Τελικά προσπαθεί να την ακουμπήσει στον ώμο, όταν πια εκείνη έχει γονατίσει κατάχαμα, εξαντλημένη απ’ τις κραυγές κι έναν οξύ πόνο που της πιέζει το στήθος. Όπως όμως σκύβει για να την αγγίξει, αυτή τινάζεται ξαφνικά λες και τη διαπερνά ρεύμα, τον τραβάει απότομα απ’ τον αγκώνα και τον φέρνει κοντά στ’ αγριεμένο της πρόσωπο. Προσπαθεί να μιλήσει, μα δεν βγαίνουν λέξεις απ’ το στόμα της, μόνο τα μάτια της φωνάζουν. Κι ο Παύλος δαγκώνει τη γλώσσα του. Καταπίνει το σάλιο του σαν να καταπίνει πέτρες. Το καταλαβαίνει πως, ό,τι και να πει, είναι περιττό. Δεν ξέρει τι να κάνει, μοιάζουν όλα ανώφελα. Απομακρύνει μαλακά το χέρι της, σηκώνεται, χαιρετά μόνο μ’ ένα νεύμα τον Στάθη και βγαίνει απ’ το σπίτι μουδιασμένος. Έξω, στην αυλή, έχει ήδη μαζευτεί κόσμος. Μετρά στα γρήγορα πάνω από είκοσι ανθρώπους· στις διπλανές ταράτσες οι γείτονες, στο σοκάκι οι περαστικοί. Ομιλίες δεν ακούγονται, κλάμα κανένα, τίποτα, τσιμουδιά, λες και ένα χέρι φράζει ολωνών τα στόματα. Τα βλέμματα όμως έχουν βουρκώσει, μερικές γυναίκες πιάνουν την κοιλιά τους, κάτι παιδιά απορούνε τρομαγμένα, οι γέροι ψάχνουν έναν τοίχο να στηριχτούν. Ξέχωρα απ’ το πλήθος στέκεται και περιμένει μόνη η 14
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 15
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
Θωμαή· το αίμα της παγωμένο, τα μάτια κόκκινα, οι σκέψεις αχαλίνωτες. Πλησιάζει τον Παύλο, κάτι τού ψιθυρίζει κοντά στ’ αυτί, εκείνος γνέφει καταφατικά, την αγκαλιάζει σφιχτά, τη χαϊδεύει στο μάγουλο, δεν μιλάει. Αυτή πνίγει έναν λυγμό που της ανεβαίνει ορμητικά ως το λαιμό, σκουπίζει τις ιδρωμένες της παλάμες πάνω στη νυχτικιά, ξαναμπαίνει μες στο σπίτι. Μόλις τη βλέπει, η Αθηνά καταρρέει ολοκληρωτικά. Από πριν έχουν λυγίσει τα γόνατά της καταγής, τώρα όμως λύνεται και το στέρνο της· πέφτει προς τα πίσω κι ίσα που προλαβαίνει ο Στάθης να συγκρατήσει το κεφάλι της. Ο Σαράντης μου, λέει μόνο. Κι είναι σαν να μην τελειώνει τη φράση της, αφήνει αυτό το μου να σκίσει τον αέρα σαν βέλος, τ’ αφήνει να τρυπήσει και την κόρη της και τον άντρα της και την ίδια. Δεν το κάνει επίτηδες, απλώς συμβαίνει. Η Θωμαή την κοιτάζει σαν να βλέπει φάντασμα. Δεν λέει τίποτα. Σκύβει μόνο να βοηθήσει τον Στάθη να τη σηκώσουν και να την καθίσουν στο ντιβάνι δίπλα απ’ το παράθυρο. Ύστερα την ακουμπά λίγο με τα χείλη στο μέτωπο, την πιάνει και στο σβέρκο, πηγαίνει να φέρει από μέσα ένα υγρό προσόψι για να τη δροσίσει. Τ’ απλώνει πάνω στο λαιμό της κι η Αθηνά βγάζει έναν μικρό αναστεναγμό. Είναι κάθιδρη. Τα ρούχα της έχουν μουσκέψει, τα μαλλιά της έχουν νοτίσει στις ρίζες, οι παλάμες της υγρές, το στήθος της βρεγμένο κι αυτό, όλα υγρά, όλα ποτισμένα. Μόνο τα μάτια της μένουν στεγνά, ξερά σαν το 15
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 16
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
απότιστο χώμα – ούτε ένα δάκρυ ακόμα. Και τα χείλη της, κι αυτά ξερά είναι. Δεν μπορεί να βγάλει απ’ το στόμα κανέναν ήχο πλέον. Οι λέξεις φτάνουν ως τη γλώσσα, σπρώχνονται πίσω απ’ τα δόντια, μα τα χείλη δεν ανοίγουν, η Αθηνά δεν τ’ ανοίγει, καθόλου δεν τα κουνά, σαν ξαφνικά ν’ αρνείται. Μένει εντελώς βουβή. Ο Στάθης πλησιάζει τη Θωμαή, την πιάνει απ’ τον ώμο, πετάξου να φέρεις τον γιατρό, της λέει ανοίγοντας ίσα ίσα τα χείλη του, κι εκείνη τινάζεται μεμιάς σαν ελατήριο. Κάνει μερικά βήματα, στρίβει το κεφάλι της, πάει να πει κάτι, τελικά το μετανιώνει, μένει κι αυτή βουβή. Μπαίνει στην κάμαρά της, ντύνεται μηχανικά, φοράει τα παπούτσια της χωρίς να δέσει τα κορδόνια. Επιστρέφει στο σαλόνι, κοιτάζει τους γονείς της και για μια στιγμή τής έρχεται μια σκληρή ανάμνηση στο νου. Σφίγγει τα δόντια, παίρνει μια βαθιά ανάσα, βγαίνει. Κι όταν κλείνει την πόρτα πίσω της, μες στο σπίτι μένουν ολομόναχοι ο Στάθης με την Αθηνά, κεραυνοβολημένοι απ’ το ξαφνικό μαντάτο. Δεν μιλούν καθόλου, ούτε αγγίζονται. Η Αθηνά έχει ήδη χτίσει έναν τοίχο γύρω της. Δεν βλέπει και δεν ακούει τίποτα· έχει παραλύσει ολότελα. Ο Στάθης την κοιτάζει επίμονα, ψάχνει να τη βρει κάτω απ’ τα συντρίμμια, μα το μόνο που βλέπει στο πρόσωπό της είναι ένα έρημο τοπίο. Θέλει να την αγκαλιάσει, λαχταρά να βρει έναν τρόπο να την πλησιάσει, κάτι να της πει, κάπου να διασταυρώσουν τη θλίψη τους, μα τελικά μένει κι αυτός αδρανής. Νιώθει κι ο ίδιος εντελώς παράλυτος. 16
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 17
Πέμπτη 15 Ιουλίου ΦΗΡΑ
Χ
έχει να διαβεί αυτό το κατώφλι. Το βλέμμα του εξονυχιστικό, ελέγχει σπιθαμή προς σπιθαμή την πόρτα. Υπολογίζει εκατοστά, μετρά σημάδια, περιεργάζεται εδώ κι εκεί το σκάσιμο της μπογιάς. Ακουμπά το πόμολο, αρχίζει να θυμάται, ακουμπά και το ξύλο, αρχίζει να θυμώνει. Ακόμα δεν χτυπά, απλώς στέκεται και παρατηρεί. Στρίβει το κεφάλι αριστερά, το βλέμμα του χάνεται στη θάλασσα, φτάνει ως την Ανάφη. Ύστερα στρίβει δεξιά, διαγώνια ψηλά, οι εκκλησίες των καθολικών, ο τρούλος του Βαπτιστή ψηλότερα απ’ όλες. Απ’ το πρωί μια ταραχή ανακατεύει το στομάχι του, σ’ όλο το ταξίδι ζαλιζόταν. Τώρα η ταραχή έχει γίνει αμηχανία κι η αμηχανία πικρή νοσταλγία. Τον πονάνε και τα γόνατά του πάλι, η μέση το ίδιο, ο λαιμός στεγνός. Προσπαθεί κάπως να κρύψει τη σαστιμάρα του, παίρνει πολλές βαθιές ανάσες, ισιώνει το πουκάμισό του, τεντώνει και το θώρακα, πάλι αυτός ο σφάχτης στη μέση, τελικά χτυπάει. Μισοϋπνωτισμένη απ’ τα σύννεφα του καπνού της, η ΡΟΝΙΑ
17
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 18
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Κική αιφνιδιάζεται. Πηγαίνει προς την πόρτα σέρνοντας τα βήματά της, πλησιάζει το αυτί στο ξύλο, γέρνει ολόκληρη, ποιος είναι; ρωτά. Η φωνή που ακούει της προκαλεί ρίγος σε όλο το σώμα. Ανοίγει αργά κι ασυναίσθητα φέρνει το χέρι της μπρος στο στόμα. Ξαφνικά ένας κατακλυσμός αναμνήσεων την πλημμυρίζει, το παρελθόν ανάκατα με το παρόν, ολοζώντανο μπροστά της. Ο Νίκος γερός, αρτιμελής, τουλάχιστον. Κρατά στο δεξί χέρι ένα ματσάκι γαρίφαλα, στο αριστερό μια μικρή τσάντα. Η Κική αφήνει το χέρι της να πέσει, πισωπατά χωρίς να το καταλάβει –λίγο για να μπορέσει να τον δει καλύτερα, λίγο για να βρει την ισορροπία της–, παίρνει απ’ τα χέρια του τα λουλούδια, του λέει να περάσει. Για κάμποσα λεπτά, στέκονται κι απλώς κοιτάζονται χωρίς να μιλούν. Δεν χρειάζεται να της το πει, είναι προφανές. Ο αρχαιολόγος Νίκος Μανωλικάκης, έφορος Κυκλάδων πια, λίγο πριν από τη σύνταξη, έχει έρθει απ’ τη Μύκονο για να κάνει την αυτοψία στο σημείο όπου βρέθηκε η στήλη. Ο άνθρωπος Νίκος έχει έρθει για την κηδεία του Σαράντη, αλλά κυρίως για την ίδια. Ούτε χρειάζεται να της πει πως δεν έχει ακόμη ανεβεί στην τρύπα, γιατί ήθελε πρώτα να δει εκείνη – κι αυτό είναι προφανές· δύο η ώρα έφτασε στο Γιαλό το ποστάλι, τώρα είναι τρεις παρά πέντε κι αυτός βρίσκεται στην πόρτα της. Τρεις και δέκα έχει ήδη πέσει η πρώτη αγκαλιά, τέσσερις παρά τέταρτο έχουν πέσει και τα πρώτα δάκρυα. 18
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 19
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
Κάθονται στο μικρό σαλονάκι, η Κική συνεχίζει να τον κοιτάζει σαν χαμένη. Και μόνο η παρουσία του της προκαλεί τέτοια ψυχική αναστάτωση, που στιγμιαία ξεχνά τι έχει γίνει. Τον κερνάει αρχικά καφέ κι έπειτα κρασί, μετά φέρνει λουκούμια και φρούτα, ύστερα κι άλλα πολλά χωρίς λόγο, γλυκό σύκο, αμύγδαλα, χουρμάδες, λίγο τυρί με ντομάτα, προσπαθεί κι αυτή να κρύψει τη δική της νευρικότητα, κι ο Νίκος απ’ όλα δοκιμάζει, παρότι ούτε πεινάει ούτε διψάει, αλμυρά, γλυκά, υγρά, στερεά, όλα τα δέχεται απ’ το χέρι της, όλα τού αρέσουν, προπάντων η φροντίδα της. Εκείνος μασουλά διαρκώς, εκείνη διαρκώς κερνά. Στ’ ανάμεσα, μιλούν λίγο και κοιτάζονται λοξά, με φανερή τη στενοχώρια αλλά και με περισσή τη ζεστασιά, μ’ αυτή τη ζεστασιά που μαρτυρά οικειότητα, μια πλημμυρίδα στοργής. Χωρίς να μπορεί να το κρύψει, η Κική αρχίζει να τον χαζεύει με νοσταλγία. Της έρχονται στο νου όσα ανέκαθεν προσπαθούσε να σπρώξει μακριά. Εικόνες περνάνε απ’ το μυαλό της σαν αστραπή – η πρώτη γνωριμία τους στον Πειραιά πριν από σαράντα και βάλε χρόνια, εκείνη είκοσι, εκείνος έναν χρόνο μεγαλύτερος· ο αμοιβαίος έρωτας που τους συνέδεσε μέχρι που τους διέλυσε· η γνωριμία του Νίκου με τον αδερφό της, τον Θανάση, τότε επιμελητής Β΄ ο πρώτος, τεχνίτης στο Μουσείο ο δεύτερος, γνωρίστηκαν το ’39, όταν ήρθε ο Νίκος στο νησί για μια ανασκαφή – στην πραγματικότητα, για να προσπαθήσει να ξανακερδίσει την Κική. Κι απ’ τις σκέψεις αυτές ανταριάζεται πραγματικά, αι19
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 20
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
σθάνεται μέσα της κάτι να φουσκώνει, σαν αγριεμένο κύμα να την τυλίγει ως το κεφάλι και να τη βυθίζει μέχρι τον πάτο. Σηκώνεται απότομα απ’ τον καναπέ, πηγαίνει πλάι στο παράθυρο, βγάζει έξω το κεφάλι της, η μύτη προτεταμένη, μυρίζει στον αέρα τη μυρωδιά της υγρής θηραϊκής γης. Ξεκουμπώνει το γιακά της, πιάνει έπειτα το λαιμό της, ξεροκαταπίνει. Πριν από καμιά ώρα ανοίξανε ξαφνικά οι ουρανοί, λέει, μια δυνατή καταιγίδα δέκα λεπτά, ήρθε έφυγε· δεν θυμάται να ’χει ξαναγίνει τέτοιο πράγμα Ιούλιο μήνα. Μετά την πιάνουν τα κλάματα. Απ’ τα αναφιλητά δεν μπορεί ούτε καν ν’ ανασάνει. Κι έτσι όπως στέκεται μπρος στο παράθυρο, γέρνει απ’ έξω, πιάνει το στήθος της, ύστερα το μέτωπο, σκύβει μπρος το κεφάλι και κάνει εμετό. Ο Νίκος τινάζεται μεμιάς απάνω, τρέχει δίπλα της, άσ’ το, Κική, της λέει, άσ’ το να ξελαφρώσεις. Τη βάζει να καθίσει στον καναπέ, της φέρνει ένα ποτήρι νερό, βρίσκει κι ένα μπουκαλάκι με κολόνια, βρέχει ένα μαντήλι. Κάθεται πλάι της, της δίνει να μυρίσει το μαντήλι, ύστερα της δροσίζει το μέτωπο με λίγο νερό. Τη φροντίζει χωρίς να μιλά, την ακουμπά απαλά μια στο κούτελο, μια στο λαιμό. Και την κοιτά όπως την κοιτούσε πάντα, με μια οδυνηρή λατρεία. Ανοιγοκλείνει διαρκώς τα μάτια του μήπως κι επιτέλους διαλυθεί το σύννεφο μπροστά του κι εξαφανιστεί αυτό το εμπόδιο μεταξύ του δικού του χεριού και του δικού της δέρματος. Εκείνη τον πιάνει απ’ τα χέρια, γαντζώνεται κυριολεκτικά πάνω του, προσπαθεί συνεχώς ν’ ανοίξει το στόμα της, 20
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 21
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
δεν τα καταφέρνει όμως. Βγάζει απλώς κάτι άναρθρες φωνούλες, λέει ανερμάτιστα λέξεις, χωρίς να μπορεί να την καταλάβει ο Νίκος. Μιλά ξεκάθαρα μόνο ύστερα από ένα ολόκληρο μισάωρο, όταν έχει πια ηρεμήσει κάπως, αν είχε στείλει ο μοίραρχος πιο νωρίς τον χωροφύλακα, λέει, τίποτα δεν θα ’χε γίνει. ΗΜΕΡΟΒΙΓΛΙ
Τ Ο οικόπεδο του εργολάβου Άρη Σιαφάκα, ακριβώς απά-
νω στο φρύδι του γκρεμού· η θέα προς το ηφαίστειο απρόσκοπτη. Γύρω απ’ τα σκαμμένα, λασπουριά, ακόμα δεν έχει στεγνώσει τελείως το έδαφος. Δίπλα, στα δεξιά, ο περίβολος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Στην μπροστινή πεζούλα, ανέγγιχτα από χτες ένα καλάθι με φαΐ και μια αλλαξιά ρούχα του Σαράντη. Πάνω απ’ την τρύπα πηγαινοέρχεται ο Παύλος αμίλητος. Από πίσω του, κάπου στο βάθος, η Μιμή σαν μέλισσα στριφογυρίζει νευρικά ανάμεσα απ’ τους λόφους της σπασμένης ελαφρόπετρας. Μέσα στην τρύπα, ο μοίραρχος Αντώνης Παπακυριακού μαζί μ’ ένα όργανο. Τα χέρια σταυρωμένα πίσω απ’ τη μέση, το στήθος ελαφρώς φουσκωμένο. Περιεργάζεται τη στήλη, συνέχεια σκύβει και ξεφυσά, στην κάτω δεξιά γωνία λίγο αίμα. Μιλά συγκρατημένα, δίνει κοφτές διαταγές, μονολογεί, βάζει τα γεγονότα στη σειρά, συμπεραίνει, βγάζει τελική απόφαση, κρίμα το παλικάρι, λέει στο όργανο, κα21
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 22
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
θαρογραφή και στο γραφείο μου για υπογραφή το απόγευμα, φεύγα σβέλτα. Ο Μανωλικάκης δεν πλησιάζει ακόμα. Βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση· ζορίζεται πολύ να μιλήσει, ο λάρυγγάς του δεμένος κόμπο. Πλάι του στέκεται ο Σπύρος Αγγέλου, ο διοικητικός υπάλληλος του Μουσείου, που τον ειδοποίησε προχτές για τη στήλη. Αυτός πλησιάζει στην τρύπα, ρίχνει μια γρήγορη ματιά, ναι, γυρίζει και του λέει, όπως σας είπα, μάλλον είναι απ’ τα δικά μας, ύστερα χαιρετά και φεύγει βιαστικός, πνίγεται στη δουλειά. Ο Μανωλικάκης αφήνει να περάσουν αρκετά λεπτά χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση. Ύστερα προχωρά προς την τρύπα, σκύβει λίγο, εστιάζει τη ματιά του στο μάρμαρο· η επιτύμβια στήλη ακριβώς όπως του την περιέγραψε ο Αγγέλου, σχεδόν δύο μέτρα ύψος, πλάτος ογδόντα ενενήντα εκατοστά, ανάγλυφη. Απάνω της έχει σκαλισμένο ένα καθιστό αγόρι· φορά χιτώνα και ιμάτιο, στα μαλλιά του περασμένο ένα στεφάνι, τα μπράτσα του γυμνά, στο δεξί χέρι κρατά έναν λαγό. Οι ραγισματιές πολλές, το αριστερό χέρι του αγοριού μισό, η καρέκλα χωρίς ένα πόδι, απ’ τις παραστάδες έχουν φύγει ολόκληρα κομμάτια, συνολικά όμως ένα αριστοτέχνημα. Βγάζει να σκουπίσει τα γυαλιά του που ’χουν γεμίσει σκόνη απ’ τον αέρα, ξανακοιτά καλά το μάρμαρο, πλησιάζει κι άλλο, συστήνεται. Ο μοίραρχος ξαφνιάζεται· δεν περίμενε τόσο γρήγορη ανταπόκριση απ’ την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ξύνει λίγο το 22
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 23
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
πιγούνι του, σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του, δίνει το χέρι και χωρίς καμία εισαγωγή λέει στον Νίκο ότι θα πρέπει να περιμένει μέχρι τη Δευτέρα, για να κάνει ό,τι είναι να κάνει με τη στήλη. «Καταλαβαίνετε, κύριε έφορε, εξαιτίας του δυσάρεστου συμβάντος, είμαι υποχρεωμένος ν’ ακολουθήσω τις διαδικασίες που προβλέπονται, όχι τίποτα σπουδαίο, δυστύχημα ήταν, δεν τίθεται ερώτημα, απλώς πρέπει να γίνουν κάποιες τυπικές καταγραφές, υπομονή, παρακαλώ, τρεις μέρες». Ο Νίκος κουνά συγκαταβατικά το κεφάλι, δεν είναι σε θέση να φέρει αντίρρηση. Βρίσκει βέβαια ελαφρώς αλαζονικό το ύφος του μοίραρχου, το προσπερνά ωστόσο θεωρώντας απλώς πως είναι αβλαβής απόρροια μικροεπαρχιωτισμού. Ανασηκώνει τα γυαλιά του, τα ξανασκουπίζει, γονατίζει τελικά στη γη, σκύβει το κεφάλι πολύ χαμηλά, κοιτάζει τη στήλη από κοντά. Τώρα μπορεί να διαβάσει καθαρά, Χαρικλής, γράφει πάνω δεξιά, και το επίγραμμα στις παραστάδες λέει, Για τη μοίρα που του ήταν γραμμένη. Μένει για μερικά λεπτά εντελώς ακίνητος, έτσι όπως είναι, γονατιστός. Θαυμάζει χωρίς ν’ αντέχει να εκφραστεί. Τα μάτια του παίρνουν σιγά σιγά να θολώνουν απ’ τη φόρτιση, το σώμα του αρχίζει να ζεσταίνεται πολύ, τα γόνατά του να πονάνε. Σηκώνει το στέρνο, τεντώνει το θώρακα, σκουπίζει το υγρό μέτωπό του με την ανάστροφη της παλάμης. Βγάζει απ’ την τσέπη του ένα τετραδιάκι και κάτι σημειώνει βιαστικά. Κάνει έπειτα νόημα στον Παπακυριακού να πλησιάσει· τον ρωτάει γιατί δεν έστειλε χωροφύλακα νωρίτερα, αφού είχε ειδοποιηθεί αμέσως. 23
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 24
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
«Δεν είχα διαθέσιμο όργανο, δυστυχώς. Μην ανησυχείτε, όμως, εδώ θα μένουν πλέον δύο χωροφύλακες σε εναλλάξ βάρδιες». «Την Τρίτη δεν είχατε ούτε έναν και τώρα έχετε δύο;» Ο μοίραρχος γουρλώνει τα μάτια, στρίβει ζοχαδιασμένος το μουστάκι του και ξεροβήχει, δεν πρόκειται ν’ απολογηθεί σε κανέναν, αρκούν τα δικά του ζόρια, κύριε έφορε, λέει μόνο, και πάλι καλά να λέτε, υπάρχουν μέρες που αυτά τα κάνω μόνος μου. Ο Νίκος κάτι μουρμουρίζει μέσ’ απ’ τα δόντια του, ξεφυσά, δεν δίνει έκταση στο θέμα, καταλαβαίνει. Κοιτάζει ξανά, κοιτάζει καλά, αποτυπώνει την εικόνα της στήλης στο μυαλό του, μετά σηκώνεται απ’ το χώμα, τρίβει το παντελόνι να φύγουν μερικές λάσπες, ξανασφουγγίζει το μέτωπό του με δύναμη, παίρνει πολλές βαθιές ανάσες. Χώνει το τετράδιο στην τσέπη, συνοφρυώνεται. Η ζέστη τον ενοχλεί, η κατάσταση ακόμα περισσότερο. Κάτι σκέφτεται, ύστερα γυρίζει προς τον μοίραρχο, σύμφωνοι, λέει, θα επανέλθω τη Δευτέρα, θα μου επιστρέψετε όμως να πάρω μερικές φωτογραφίες τώρα. Ανοίγει το βαλιτσάκι, βγάζει τη μηχανή, τρία κλικ είναι αρκετά.
24
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 25
Παρασκευή 16 Ιουλίου ΚΑΡΤΕΡΑΔΟΣ
Τ Δεν δέχεται να τον βοηθήσει κανείς, ούτε καν οι εργάτες. Τα κορίτσια μόνο παρακολουθούν. Η Μιμή στέκεται σε Ο ΛΑΚΚΟ του φίλου του τον σκάβει ο Παύλος μόνος του.
απόσταση κι αφήνει κάτι σκόρπιες λέξεις να βγαίνουν ανάμεσα απ’ τα δόντια της σαν καπνός από τσιγάρο. Αποχαιρετά τον Σαράντη μοιρολογώντας άρρυθμα και κλαίγοντας με λυγμούς. Ίσια απέναντί της, η Θωμαή κρατιέται όρθια με μεγάλο κόπο. Μοιάζει μαρμαρωμένη, σαν άγαλμα. Αφήνει το βλέμμα της να κυλήσει πάνω στο λάκκο που εδώ κι εκεί, για λίγα δευτερόλεπτα, γίνεται ένα με τη μορφή του Παύλου, και τότε όλα θολώνουν στο μυαλό της, χάνονται τα σχήματα, οι διαστάσεις, τα νοήματα, ο χρόνος, όλα γίνονται ένα με τη γη κι η γη σηκώνεται, βουτάει μες στην ψυχή της, την ανασκαλεύει και την κάνει κι αυτή χώμα. Ο Παύλος αδειάζει την τελευταία φτυαριά, βγαίνει απ’ το λάκκο, πάει και στέκεται μπρος στη Θωμαή, της λέει να πεταχτεί να ειδοποιήσει τον παπά. Κι όπως εκείνη απομακρύνεται, αυτός σκύβει το κεφάλι και για μερικά λεπτά χά25
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 26
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
νεται. Βλέπει κάτι μακροβούτια με τον Σαράντη, να περνάνε ξυστά δίπλα απ’ τα βράχια, και κάτι αχινούς να τρυπάνε τις πατούσες τους· βλέπει κάτι απογεύματα να κυνηγάνε τη Θωμαή και τη Μιμή μέχρι τη Μεσαριά, και κάτι ανέμελα δειλινά να χάνονται με τη βάρκα του Ηλία στ’ ανοιχτά της Ίου· βλέπει κάτι καλοκαίρια να ξημεροβραδιάζονται στ’ αμπέλια και στην κάναβα, και κάτι βιβλία που σημαδεύανε για ν’ αποστηθίζουνε ωραία στιχάκια. Κι έπειτα ακούει φωνές – το σύνθημα που ’λεγε ο ένας και το παρασύνθημα που απαντούσε ο άλλος όταν πηγαινοφέρνανε μηνύματα μες στα καλάθια, τα τραγούδια που λέγανε πάνω απ’ το μνήμα του Ηλία, τα γέλια, τα κλάματα, τα ομολογημένα μυστικά και τα ανομολόγητα όνειρα. Κλείνει για λίγο τα μάτια του, τα ξανανοίγει σαν να ξυπνά από εφιάλτη. Κι ασύνειδα στρέφει το βλέμμα του απάνω στη Μιμή που εδώ και ώρα δεν αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω της. Η κοπέλα δεν αισθάνεται τον αέρα που ’χει σηκωθεί, δεν βλέπει τον Παύλο που την παρατηρεί επίμονα, δεν ακούει τα τζιτζίκια που ’χουν τρελάνει το σύμπαν· όλα είναι ένας υπόκωφος βόμβος στ’ αυτιά της και μια θολή εικόνα στα μάτια της. Βυθίζεται σ’ έναν ωκεανό μαυρίλας, κατεβαίνει ολοένα και πιο κάτω σε μια πηχτή άβυσσο που της προκαλεί ασφυξία. Δεν μπορεί να χωνέψει αυτό που έχει συμβεί. Ο άντρας της στην κάσα, αυτή εδώ – μια εικόνα που δεν χωρά με τίποτα στο κεφάλι της.
26
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 27
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
Την Αθηνά τη βρίσκουν στο σπίτι ντυμένη με το λευκό φόρεμα που φορούσε τη μέρα που γέννησε τον Σαράντη. Τα μαλλιά της χτενισμένα όπως τότε, το ρούχο πατημένο στην πένα, ο γιακάς ψηλά ως το λαιμό κουμπωμένος, η αλυσίδα να κρέμεται στον κόρφο. Είναι η Αθηνά είκοσι έξι χρόνια πριν, αλλά με δέρμα σπασμένο, βλέμμα ανεξέλεγκτο και ψυχή ναυάγιο. Το στόμα της κλειστό, σφραγισμένο, ο αέρας μόνο απ’ τα ρουθούνια της μπαινοβγαίνει. Κάθεται σε μια καρέκλα και δεν κουνιέται τίποτε απάνω της. Απλώς υπάρχει. Οι κουβέντες ελάχιστες· μόνο, πάμε μάνα, της λέει η Θωμαή κι εκείνη σηκώνεται χωρίς καν να την κοιτάξει. Κι έτσι όπως κάνει τα πρώτα δυο βήματά της, για μια στιγμή φευγαλέα ο Παύλος νιώθει κάτι πολύ παράξενο, σαν να ’χει μπει ο Σαράντης μες στο σπίτι και να τους παρακολουθεί. Για ένα δευτερόλεπτο, πιστεύει πραγματικά πως ο φίλος του έχει τρυπώσει και τους παρατηρεί από μια γωνιά. Νομίζει, μάλιστα, πως κάτι τού ψιθυρίζει στ’ αυτί, Παύλο, σαν να του λέει, έχε το νου σου στους δικούς μου. Τραβιέται απότομα προς την πόρτα, βάζει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού, τσιμπάει το μηρό του για να συνέλθει. «Πάω να φωνάξω τον πατέρα σου, εσείς ξεκινήστε». Ο Στάθης περιμένει εδώ και ώρα, καθισμένος στην πεζούλα στην πίσω αυλή. Έχει τα πόδια σταυροπόδι, το ’να χέρι στον καπνό και τ’ άλλο πάνω κάτω με το στριφτό. Φοράει το μαύρο του πουκάμισο, κολλαριστό ως το γιακά, έχει αλφαδιάσει και το μουστάκι, το παντελόνι του το μαύρο με την τσάκιση είναι στην εντέλεια, τα παλιά μαύρα παπού27
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 28
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
τσια πεντακάθαρα, κάνει υπομονή. Τη ζέστη δεν τη νιώθει, τον αέρα δεν τον καταλαβαίνει. Υπάρχει σαν σκιά του εαυτού του· ολόκληρος απ’ έξω, ολότελα κενός από μέσα. Αφήνει το βλέμμα του να ταξιδέψει, σηκώνει τα μάτια ψηλά, απ’ τη μια μεριά το Φηροστεφάνι, απ’ την άλλη η θάλασσα στον Έξω Γιαλό, απέναντι ο Προφήτης Ηλίας. Ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο κι ανάμεσα στις τουλούπες καπνού που βγάζει απ’ το στόμα μονολογεί διάφορα. Τον τρώνε ο θυμός και τα ερωτηματικά, πήγες και μου πέθανες κι εσύ, λέει, μα η σκέψη και μόνο τού μαγκώνει τη γλώσσα και του λαμπαδιάζει τα σωθικά. Τον Παύλο τον αντιλαμβάνεται με την άκρη του ματιού, δεν γυρίζει να τον δει. Κατεβάζει αργά μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του, ύστερα το σβήνει ήρεμα στο τασάκι. Σηκώνεται, τον πλησιάζει, τον σφίγγει απ’ τους ώμους, τον κολλάει για μια στιγμή στο στέρνο του, έτσι, χωρίς γιατί και πώς, μετά τον αφήνει, κάνει μεταβολή, ξεκινούν για το νεκροταφείο. Είκοσι μέτρα μπροστά τους στο σοκάκι, η Θωμαή με την Αθηνά, νεκροπομπή πριν απ’ την κανονική, περπατούν κι αυτές σκυφτές, τα χέρια τους κρέμονται άψυχα δίπλα απ’ τα σώματα. Ο Στάθης ταράζεται απ’ το θέαμα που παρουσιάζει η γυναίκα του, μα τι φοράει; μουρμουρίζει γουρλώνοντας τα μάτια. Αναρωτιέται αν πρέπει να εξοργιστεί ή ν’ ανησυχήσει· αν πρέπει να πάει να ταρακουνήσει το κεφάλι της μπας και συνέλθει, ή αν πρέπει να την αφήσει στην ησυχία της· αν πρέπει να φοβηθεί ή να γελάσει πικρά. Αυτό το φόρεμα το θυ28
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 29
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
μάται πολύ καλά, όπως θυμάται κι εκείνη τη μέρα. Όλα του ’ρχονται ξαφνικά στη μνήμη. Θυμάται την Αθηνά λουσμένη στο φως, να κάθεται στην πολυθρόνα και να πονά δίχως να παραπονιέται, με την κοιλιά στο στόμα, οι μέρες της να ’χουν περάσει, δεκαπέντε μερόνυχτα ο Σαράντης να μη λέει να βγει από μέσα της, αλλά εκείνη βράχος, να περιμένει υπομονετικά την ώρα του, όταν θέλει θα βγει το παιδί, να λέει, σιωπή εσείς. Τη θυμάται κιόλας που, όταν την πιάσανε οι πόνοι, τον σκούντηξε κι είπε μόνο, Στάθη γεννάω, τίποτε άλλο. Θυμάται ακόμα που δεν άφησε να της σκίσει το φόρεμα η μαμή, το ’βγαλε μόνη της, κι ας σφάδαζε απ’ τον πόνο, θέλω να το ’χω αναλλοίωτο ενθύμιο, είπε. Τα πάντα θυμάται, με κάθε λεπτομέρεια, μα δεν φανερώνεται, πάμε πιο γρήγορα, λέει μόνο, έχουμε δρόμο, μη φτάσει ο κόσμος πριν από εμάς. Η Αθηνά, τελικά, δεν πηγαίνει στην κηδεία. Δεν μπαίνει στην εκκλησία κι αρνείται να κατεβεί στο μνήμα. Παρακολουθεί, ωστόσο, από ψηλά. Ανεβαίνει στην ταράτσα του εγκαταλειμμένου σπιτιού που βρίσκεται απέναντι, κι από κει τα βλέπει όλα. Δεν ακούει τίποτα, δεν θέλει· πάντως, βλέπει – κατά βάθος, ούτε κι αυτό το θέλει, αλλά συμβαίνει. Βλέπει τον παπά που χαιρετά την οικογένεια· σίγουρα θα λέει, να ζήσετε να τον θυμάστε, κάντε κουράγιο, όλα γίνονται για κάποιον λόγο, κι άλλα τέτοια ανώφελα. Βλέπει κι όλες τις άλλες χαιρετούρες που κρατάνε ώρα ατέλειωτη, λόγω του κόσμου που ’ναι πολύς. Αυτό την παραξενεύει ι29
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 30
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
διαίτερα – παρά τον ήλιο που τσουρουφλά, η κοσμοσυρροή πάνω απ’ το λάκκο δεν έχει τελειωμό. Ο Σαράντης έχει πια μπει βαθιά μες στη γη, μα ακόμα βλέπει ανθρώπους να καταφθάνουν. Κάποια στιγμή, όμως, σταματά να δίνει σημασία· θεωρεί, εντέλει, το γεγονός δευτερεύον. Το μόνο που την απασχολεί τώρα είναι που το παιδί έφυγε και που ποτέ ξανά δεν θα γυρίσει. Σκύβει το κεφάλι και της φεύγει ξαφνικά ένα δάκρυ απ’ το δεξί μάτι – το πρώτο και μοναδικό έπειτα από δύο μέρες. Και δεν το σκουπίζει, τ’ αφήνει, ελπίζοντας ότι θα ξεπλύνει λίγο την πίκρα που ’χει κάτσει πάνω στο δέρμα της σαν κόλλα. Εύχεται δε σύντομα να μπορέσει να κλάψει κανονικά, απ’ τα δύο μάτια και με μεγάλη ορμή. Κι όταν ξανασηκώνει το βλέμμα της ύστερα από αρκετή ώρα, ο κόσμος έχει πια αραιώσει γύρω απ’ τον τάφο. Μόνο τον Παύλο και τη Θωμαή διακρίνει, και δίπλα τους τη Μιμή, είκοσι έξι χρονώ χήρα, προτού κλείσει καλά καλά έναν μήνα νιόπαντρη. Γονατίζουν και οι τρεις, ρίχνουν από μια χούφτα χώμα ο καθένας πάνω στην κάσα, μένουν έτσι για λίγη ώρα, στα γόνατα, ύστερα σηκώνονται και φεύγουν. Τότε μόνο κουνιέται απ’ τη θέση της η Αθηνά. Σαλεύει τα άκρα της, στρίβει το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, ξύνει λίγο το λαιμό της που την τρώει. Κάνει κι ένα μικρό βήμα μπρος. Γέρνει ξανά το κεφάλι, το στέρνο της ακολουθεί μοιραία, ανασηκώνει το λευκό φουστάνι, φταίω, μονολογεί στον κόρφο της, φταίω. Και μετά κατεβαίνει απ’ την ταράτσα. Αλλά δεν γυρνάει κατευθείαν στο σπίτι. Πηγαίνει πρώτα 30
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 31
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
στ’ αμπέλια που ’ναι δίπλα κι ανεβαίνει στο ύψωμα με το μαγκανοπήγαδο, εκεί που πιστεύει ότι περιπλανιέται η ψυχή του πρωτότοκού της, του Ηλία. Γυρνά νοητά κατά τα μνήματα, λέει πάλι, φταίω, ύστερα κατεβαίνει κι αρχίζει να κάνει κύκλους γύρω απ’ τις καλλιέργειες. Και ξαφνικά επιθυμεί κάτι με αληθινή λύσσα· να πατήσει πάνω στις φορτωμένες με σταφύλια κουλούρες, να λειώσει τις ρώγες, να ποτίσει το ζουμί τους το χώμα, να πιουν τ’ αγόρια της να ξεδιψάσουν. Δεν το κάνει, βέβαια. Συνεχίζει απλώς να βαδίζει, φτάνει μέχρι τους ελαιώνες που κυκλώνουν τη Μεσαριά. Περνά ανάμεσα απ’ τα δέντρα, τρίβεται το ρούχο της σε θάμνους, διασχίζει τις εκτάσεις χωρίς να υπολογίζει τα βήματά της. Σέρνει τα πόδια της πάνω στη θεριεμένη γη του καλοκαιριού και την αναπνοή της πάνω στο θεριεμένο σώμα της. Κι ενώ, στην πραγματικότητα, δεν βλέπει –τα μάτια της απλώς είναι ανοιχτά–, ένα παράξενο πράγμα συμβαίνει. Ούτε μια φορά δεν σκοντάφτει, πουθενά δεν χάνεται· λες και κάτι άλλο την καθοδηγεί. Ένα λανθασμένο βήμα δεν κάνει. Ξέρει πού να στρίψει, πού να πάει ίσια, πού να προσέξει. Κι όταν τελειώνει τους κύκλους, κλείνει για λίγο τα μάτια, φτύνει από μέσα της τον Θεό των ανθρώπων, μουρμουρίζει ένα δυο ακατάληπτα και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Στο σοκάκι που περνά μπρος απ’ το σπίτι τους, ο κόσμος απλώνεται σαν φίδι. Εκείνη προχωρά αργά, αγνοώ31
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 32
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ντας τους πάντες. Φτάνει μπρος απ’ τη χτιστή πορτοσιά, και το πλήθος που ’χει μαζευτεί στην αυλή ανοίγει ξαφνικά σαν να σκίζεται θάλασσα. Κάποιοι τα χάνουν, κάποιοι λυπούνται ειλικρινά, μερικοί κουνάνε απορημένοι το κεφάλι τους. Το θέαμα είναι αγριευτικό. Η Αθηνά, με το λευκό φουστάνι μες στα χώματα κι εδώ κι εκεί σκισμένο, με τα μαλλιά ανάκατα και την αλυσίδα στην πλάτη –σαν να ’ναι όλα ανάποδα πάνω της–, στέκεται και τους καρφώνει μ’ ένα βλέμμα μαραγκιασμένο. Τους κοιτά, αλλά δεν τους βλέπει. Καταλαβαίνει τον κόσμο και τον μετρά μες στο κεφάλι της απ’ το θόρυβο που κάνουν τα συρτά μπρος πίσω των παπουτσιών τους και οι ψίθυροι ορισμένων που δεν μπορούν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Διασχίζει την αυλή και μπαίνει στο σπίτι, πάλι δίχως να δώσει σημασία σε κανέναν. Δεν προσέχει ούτε μία ανθρώπινη παρουσία και σε καμιά συλλυπητήρια ευχή δεν απαντά. Τους προσπερνά όλους και πάει κατευθείαν στο παλιό δωμάτιο των αγοριών, στο ντιβάνι του Σαράντη. Ξεστρώνει τα σεντόνια, τα διπλώνει, τα χώνει μέσα σε μια μαξιλαροθήκη, πηγαίνει και κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα στη σάλα. Βάζει τη θήκη πίσω απ’ το κεφάλι της, αρχίζει να γέρνει μια μπρος, μια πίσω. Και μες στη σιωπή που την τυλίγει, ίσα που διακρίνει κάποιες κουβέντες του κόσμου που λένε μια για τον γιο της, μια για το κακό ριζικό των Καγιαλήδων και μια για τη χτεσινή παραίτηση του πρωθυπουργού. Χωρίς να σχολιάσει την όψη της, χωρίς καν να ρωτήσει πού ήταν τόση ώρα και γιατί δεν ήρθε στην κηδεία, ο Στά32
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 33
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
θης σκύβει δίπλα της κρατώντας ένα πιάτο φαΐ στα χέρια. Της ετοιμάζει μια μπουκιά, τη φέρνει κοντά στο στόμα της, πρέπει να φας κάτι, της λέει ήρεμα, μα εκείνη αδιαφορεί τελείως, ούτε για να φάει ούτε για να μιλήσει ανοίγει τα χείλη της. Η Θωμαή την παρατηρεί από κάποια απόσταση. Αυτή την εικόνα φαντάσματος την έχει ξαναδεί – για πολλά χρόνια αφότου θάψανε τον Ηλία, η Αθηνά έμεινε βυθισμένη στη σιωπή, ουσιαστικά αμέτοχη στη ζωή της οικογένειας· κάποτε ξανάρχισε να μιλάει λίγο, μα δεν ήταν πια η ίδια, ήταν μια άλλη, μια γυναίκα που έκανε σαν να μην έχει ακόμα δυο ζωντανά παιδιά. Και παρόλο που είναι εξοικειωμένη μ’ αυτή την εικόνα, αισθάνεται παγωμένη. Δεν έχει τη δύναμη να της πει ούτε μια λέξη τώρα. Γεμίζει απλώς ένα ποτήρι με νερό, τ’ αφήνει δίπλα στα πόδια της μήπως διψάσει, και βγαίνει ξανά στην αυλή. Ο κόσμος μοιάζει να ’χει πάλι πολλαπλασιαστεί. Ζουληγμένους ανάμεσα απ’ τις λεμονιές, εκτός απ’ το σόι του Στάθη κι έναν δυο συγγενείς της Αθηνάς, διακρίνει μερικούς φίλους, σχεδόν όλους τους συγχωριανούς, τους εργάτες απ’ τ’ αμπέλια και την κάναβα, μα ακόμα περισσότερους απ’ τα Φηρά, το Ημεροβίγλι, μέχρι κι ορισμένους απ’ την Περίσσα και τον Εμπορειό. Αναγνωρίζει απλώς φυσιογνωμίες, τίποτα παραπάνω. Το μεγαλύτερο πλήθος –άντρες, κυρίως– της είναι άγνωστοι. Κρυφομιλούν σε παρέες ρουφώντας τον καφέ τους κάτω απ’ τις φουντωτές μπουκαμβίλιες. Οι πιο πολλοί μοιάζουν εργάτες· είναι νέοι, γεροδεμένοι, στην κοψιά του Σαράντη. Είναι και κάποιοι, όμως, που 33 2o
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 34
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
της φαίνονται διαφορετικοί. Έχουν όψη αστών – κουστουμαρισμένοι, με γυαλιά, χωρίς τραχύ ή ηλιοκαμένο δέρμα. Όλοι μαζί, πάντως, συνθέτουν ένα σμάρι μέλισσες. Θα πρέπει να ’ναι πάνω από εκατό άτομα μαζεμένα μέσα κι έξω απ’ το σπίτι. Περπατά ανάμεσά τους πολύ αργά. Κάπου κάπου, σταματά για να ρίξει μια ματιά γύρω της μπας κι αναγνωρίσει κάποιον, αλλά, τελικά, δίνει περισσότερη σημασία στις κουβέντες τους παρά στα πρόσωπά τους. Δεν προσέχει, βέβαια, όσους μιλάνε για την παραίτηση του Παπανδρέου και την ορκωμοσία του νέου πρωθυπουργού Νόβα. Ακούει μόνο ό,τι λένε για τον αδερφό της – ο Σαράντης ο γενναίος, ο Σαράντης ο άξιος, του χρωστάμε του Σαράντη. Κουβέντες αναγνώρισης απ’ τους άντρες, λόγια θαυμασμού απ’ τις γυναίκες. Τ’ όνομά του κυλάει από στόμα σε στόμα σχεδόν σαν μύθος, σαν λαϊκός ήρωας. Βγαίνει απ’ του ενός τα χείλη και μπαίνει στου αλλουνού σαν μέλι· κάπου τυλίγεται από ένα σύννεφο περίεργης γενναιοδωρίας, αλλού ακουμπά πάνω σε μια γεύση γλυκόπικρη. Ο Σαράντης ξαναγεννιέται με κάθε λέξη και ξαναπεθαίνει με κάθε δάκρυ. Τον ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι, χωρίς δισταγμό, με την απόλυτη και παράξενη αίσθηση ότι τους ανήκει. Ξαφνικά, έχει γίνει ο Σαράντης τους. Κι έτσι όπως περιφέρεται ανάμεσα στον κόσμο σκεφτόμενη τη ζωή ανάκατα με τον θάνατο, με την άκρη του ματιού πιάνει τη μάνα της μες στο σπίτι, που, προσπαθώντας να σηκωθεί απ’ την καρέκλα, ρίχνει χάμω το ποτήρι με το νερό, ακριβώς δίπλα στα πόδια της. 34
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 35
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
Ο θόρυβος δεν ταράζει την Αθηνά ούτε ελάχιστα· δεν τη νοιάζουν τα θρύψαλα, μήτε και το χυμένο νερό, δεν σκύβει να δει ούτε καν αν έχει κοπεί. Μόνο παίρνει τη θήκη με τα σεντόνια, ανεβαίνει στην ταράτσα και πάει και στέκεται δίπλα απ’ το πιθάρι με την ελιά που ’χε φυτέψει ο Στάθης, όταν γεννήθηκε ο Σαράντης. Κοιτάζει για λίγο το φουντωτό δεντράκι, έπειτα γονατίζει, βγάζει τα σεντόνια απ’ τη θήκη, τ’ ακουμπά κάτω διπλωμένα, γέρνει το στέρνο της, τα μυρίζει, τα χαϊδεύει. Τα χείλη της δεν τα ’χει ανοίξει ακόμα, πάντως από μέσα της σίγουρα κάτι λέει – ήχους, μισόλογα, τραγούδια. Η ελιά τη σκεπάζει κάπως με τη σκιά της· παρ’ όλα αυτά, σκάει απ’ τη ζέστα. Τα χέρια της κολλάνε, τα μπούτια της το ίδιο, ο λαιμός πυρωμένος κάτω απ’ τον ψηλό γιακά, το μέτωπό της έχει αρχίσει πάλι να στάζει. Σηκώνει ελαφρώς το γερμένο στέρνο, ξεδιπλώνει τα σεντόνια, τ’ απλώνει και πλαγιάζει πάνω τους ανάσκελα, με το κούτελο να κοιτάζει τον ουρανό μέσ’ απ’ τα φύλλα της ελιάς. Σταυρώνει τα χέρια πάνω στο στήθος, ισιώνει τα πόδια της και μένει έτσι, ακίνητη, σαν νεκρή. Κι όσοι τη βλέπουν από κάτω, μα κι απ’ τις γειτονικές ταράτσες, δεν αντιδρούν φανερά. Ούτε και κανείς τολμά να την πλησιάσει – μόνο η Κική, που εμφανίζεται ξαφνικά έπειτα από αρκετή ώρα, ντυμένη μ’ ένα κατακόκκινο φόρεμα, σηκώνοντας ανεμοστρόβιλο στο πέρασμά της, βλέμματα λοξά και κουβέντες μισοεπικριτικές. Γιατί η Κική δεν φοβάται. Δεν παραξενεύεται, ούτε και κρίνει το θέαμα. Συντετριμμένη αλλά ψύχραιμη, προ35
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 36
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
σπερνά το πλήθος, ανεβαίνει στην ταράτσα, πλησιάζει την οριζοντιωμένη Αθηνά, πηγαίνει και στέκεται ακριβώς από πάνω της. Πέφτει στα γόνατα, τη φιλά σταυρωτά, ζωή σε λόγου σου, της λέει, γέννησες σπουδαίο παιδί. Μετά της σφίγγει δυνατά τον ώμο. Η Αθηνά δεν απαντά, ούτε τα μάτια της κουνάει, ούτε τα χείλη της· ούτε και το σώμα της ανταποκρίνεται στο άγγιγμα. Η Κική, όμως, τη στιγμή που σηκώνεται να φύγει, είναι σίγουρη πως κάτι την ακούει να λέει μέσ’ απ’ τα δόντια της. Δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς, πάντως ένα, Σαράντη μου ψυχή μου, το ακούει κι έναν λυγμό τον νιώθει. Κι αμέσως μετανιώνει για τις λέξεις που διάλεξε· δεν λες, γέννησες, σε μάνα που ’χασε παιδί, μα τώρα είναι πια αργά, τα λόγια δεν ξελέγονται. Κατεβαίνει να συλλυπηθεί τους υπολοίπους της οικογένειας, κι αφού μοιράσει τις ειλικρινείς ευχές της σε όλους, τελευταίες πλησιάζει τη Θωμαή και τη Μιμή. Τις αγκαλιάζει και τις δυο μαζί, πολύ σφιχτά και πολύ παρατεταμένα, να ζήσεις να θυμάσαι τον αδερφό σου, λέει στη μια, να ζήσεις να θυμάσαι τον άντρα σου, στην άλλη. Ύστερα πάει να φύγει, μα της κάνουν νόημα να περιμένει, θεία, έλα αύριο απ’ το σπίτι να μιλήσουμε, της λέει η Μιμή, κι εκείνη συμφωνεί χωρίς ερωτήσεις. Γνέφει με το κεφάλι, δίνει από ένα σβουριχτό φιλί στην καθεμιά κι ένα τσίμπημα στο μάγουλο, χαρίζει μερικές ακόμα εγκάρδιες αγκαλιές σε όσους ελάχιστους έχουν το κουράγιο να τις δεχτούν και, τελικά, αποχωρεί ήσυχα, μα όχι και ανέξοδα. Κι όπως τη βλέπει να φεύγει, η Θωμαή γραπώνεται δί36
PAPAIOANNOU_PIATO LIGOTERO DD F.qxp_Layout 1 10/11/20 2:12 PM Page 37
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
χως να το καταλάβει απ’ το χέρι της Μιμής. Αρχίζουν και οι δυο να χάνονται σ’ ένα περίεργο σκοτάδι. Τ’ ανθρώπινα σώματα που ορθώνονται μπροστά τους δεν μπορούν πλέον να τα δουν, μια θολούρα διακρίνουν μόνο. Κι όλα τ’ άλλα πλάσματα που περιδιαβάζουν στην αυλή μα και πιο έξω, τα μυρμήγκια, τα πουλιά, τις γάτες και τα σκυλιά, τις χελώνες και τα σαυράκια, ούτε κι αυτά είναι σε θέση να τα δουν. Μόνο μέσα τους κοιτάζουν τώρα, μέσα τους και στο βάθος, εκεί που όλα μοιάζουν ανεξήγητα και εντελώς συγκεχυμένα.
37