ΝΙΚΟΛΑ ΛΑΤΖΟΪΑ
Η κτηνωδια c Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ
ΑΜΠΥ ΡΑΪΚΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Το παρόν βιβλίο μεταφράστηκε με επιχορήγηση του Υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας της Ιταλίας. | Questo libro è stato tradotto grazie ad un contributo alla traduzione assegnato dal Ministero degli Affari Esteri e della Cooperazione Italiano. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Nicola Lagioia, La ferocia © ©
Copyright by Giulio Einaudi editore s.p.a., Torino 2014 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210.330.13.27 FAX: 210-384.24.31
www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6102-5
Είναι πολύ δύσκολο να προβλέπεις, κυρίως όταν πρόκειται για το μέλλον. ΝΙΛΣ ΜΠΟΡ
Μέρος πρώτο
Όποιος ξέρει σωπαίνει, όποιος μιλάει δεν ξέρει
τάρτων φώτιζε την εθνική οδό. Ο δρόμος που ένωνε την επαρχία του Τάραντα με το Μπάρι ήταν συνήθως ερημικός εκείνη την ώρα. Με κατεύθυνση προς τον Βορρά, μπαινόβγαινε σ’ έναν φανταστικό άξονα, αφήνοντας πίσω του ελαιώνες κι αμπέλια, και μικρές σειρές από κτήρια που έμοιαζαν με υπόστεγα αεροπλάνων. Στο 38ο χιλιόμετρο έκανε την εμφάνισή του ένας σταθμός εξυπηρέτησης. Δεν υπήρχαν άλλοι σε μεγάλη ακτίνα, κι εδώ και λίγο καιρό, εκτός από το σελφ σέρβις, είχαν μπει σε λειτουργία και μερικά αυτόματα μηχανήματα για καφέ και σνακ. Για να διαφημίσει την καινοτομία του, ο ιδιοκτήτης είχε στήσει στη στέγη του συνεργείου αυτοκινήτων ένα τεράστιο φουσκωτό διαφημιστικό, από αυτά που έχουν ύψος πέντε μέτρα και χορεύουν πέρα δώθε χάρη στους ισχυρούς κινητήρες τους. Η φουσκωτή διαφημιστική κούκλα κυμάτιζε στον αέρα και θα συνέχιζε μέχρι να φέξει. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, έμοιαζε με φάντασμα που δεν μπορεί να ησυχάσει. Προσπερνώντας το παράξενο αυτό θέαμα, το τοπίο συνέχιζε επίπεδο και ομοιόμορφο για χιλιόμετρα. Θα έλεγε κανείς πώς εισχωρούσε στην έρημο. Στη συνέχεια, μακριά στο βάθος, ένα αστραφτερό διάδημα σηματοδοτούσε την πόλη. Πέρα από το προστατευτικό κιγκλίδωμα υπήρχαν ακαλλιέργητα χω-
11
Σ
ΤΙΣ ΔΥΟ ΤΑ ξΗΜΕΡΩΜΑΤΑ ΕΝΑ ΧΛΟΜΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΡΙΩΝ ΤΕ-
12
ράφια, οπωροφόρα δέντρα και λίγες βίλες καλά κρυμμένες μέσα στη βλάστηση. Σ’ εκείνους τους χώρους κυκλοφορούσαν τα ζώα της νύχτας. Οι μπούφοι χάραζαν στον αέρα μακριές, λοξές γραμμές. Κατέβαιναν σχεδόν οριζόντια, χτυπώντας τις φτερούγες τους, μέχρι να φτάσουν λίγες μόλις πιθαμές πάνω από το έδαφος, κάνοντας τα τρομαγμένα από την καταιγίδα των χαμόκλαδων και των νεκρών φύλλων έντομα να βγουν από τις κρυψώνες τους, προκαλώντας έτσι το ίδιο τους το τέλος. Ένας γρύλος ρύθμιζε τις κεραίες του πάνω σ’ ένα φύλλο γιασεμιού. Και τριγύρω, σχεδόν ανεπαίσθητο, όμοιο με παλίρροια που αιωρείται στο κενό, ένα σμήνος από νυχτοπεταλούδες πετούσε μέσα στο πολωμένο φως του ουράνιου θόλου. Ίδια και απαράλλακτα με τον πανάρχαιο, εκατομμυρίων χρόνων εαυτό τους, τα μικρά πλάσματα με τις χνουδωτές φτερούγες είχαν γίνει ένα με τον φυσικό νόμο που εξασφάλιζε τη σταθερότητα της πτήσης τους. Κολλημένα στο αόρατο νήμα του φεγγαριού, εξερευνούσαν κατά χιλιάδες την περιοχή, κυματίζοντας πότε εδώ και πότε εκεί για να αποφύγουν τις επιθέσεις των αρπακτικών πουλιών. Στη συνέχεια, όπως συνέβαινε κάθε νύχτα εδώ και καμιά εικοσαριά χρόνια, μερικές εκατοντάδες από αυτά απομακρύνθηκαν από τον ουρανό. Πιστεύοντας πως είχαν ακόμα να κάνουν με το φεγγάρι, στράφηκαν προς τους προβολείς μιας μικρής ομάδας σπιτιών. Πλησιάζοντας στα τεχνητά φώτα, η χρυσαφένια κλίση της πτήσης τους άρχιζε να αλλάζει. Η κίνηση άρχιζε να γίνεται ένας ιδεοληπτικός, κυκλικός χορός που μόνο ο θάνατος μπορούσε να διακόψει. Ένας μαυριδερός σωρός από έντομα κειτόταν στη βεράντα του πρώτου σπιτιού. Ήταν μια βίλα με πισίνα, ένα διώροφο κτήριο με κανονικές γραμμές. Κάθε βράδυ, πριν πάνε για ύπνο, οι ιδιοκτήτες άναβαν όλα τα εξωτερικά φώτα. Πίστευαν πως ένας φωτισμένος κήπος αποθάρρυνε τους κλέφτες. Απλίκες στους τοίχους της βε-
13
ράντας. Μεγάλα οβάλ θερμοπλαστικά στις ρίζες των τριανταφυλλιών. Μια σειρά από λεπτές, κατακόρυφες λάμπες στο μονοπάτι προς την πισίνα. Αυτό κρατούσε τον κύκλο με τις νυχτοπεταλούδες σε μια κατάσταση ενυπάρχοντος: νεκρά κουφάρια στη βεράντα, σώματα που χαροπάλευαν πάνω στο καυτό πλαστικό, έχοντας πετάξει ανάμεσα στους θάμνους. Σε απόσταση λίγων μέτρων, όπως είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ αλλά και το προπροηγούμενο, ένας νεαρός αδέσποτος γάτος προχωρούσε προσεκτικά πάνω στο εγγλέζικου τύπου γκαζόν. Ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε ξεχασμένη έξω άλλη μια σακούλα με σκουπίδια. Κάτω από τα κλαδιά των ροδόδεντρων μια οχιά άνοιγε διάπλατα το στόμα της στην προσπάθειά της να καταπιεί ένα ακόμα ζωντανό ποντίκι. Το πυκνό φράγμα από βλάστηση που χώριζε τη βίλα από τη δίδυμή της άρχισε να τρέμει. Ο γάτος τέντωσε τ’ αυτιά του, σήκωσε το ένα πόδι. Μόνο οι νυχτοπεταλούδες συνέχιζαν ανενόχλητες τον χορό τους μέσα στο ανοιξιάτικο αεράκι. Με φόντο το άπιαστο γκριζοπράσινο, πυκνό σύννεφο, η κοπέλα έκανε την είσοδό της στον κήπο. Ήταν γυμνή και χλομή, και γεμάτη αίματα. Είχε τα νύχια των ποδιών της βαμμένα κόκκινα και ωραίους αστραγάλους από τους οποίους ξεκινούσαν δυο πόδια λεπτά, όχι όμως κοκαλιάρικα. Απαλές λαγόνες. Στήθη στητά και πλούσια. Προχωρούσε βήμα βήμα, αργά, παραπατώντας, κόβοντας το γρασίδι στα δύο. Δεν ήταν πολύ πάνω από τα τριάντα, μα δεν θα μπορούσε να είναι και κάτω από είκοσι πέντε, εξαιτίας της ανεπαίσθητης χαλάρωσης των ιστών που μεταμορφώνει τη σβελτάδα μερικών έφηβων κοριτσιών σε κάτι το τέλειο. Η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα αποκάλυπτε τις γρατζουνιές στις γάμπες, ενώ οι εκχυμώσεις στα πλευρά, στα μπράτσα και στο κάτω μέρος της πλάτης, όμοιες με κηλίδες του Ρόρσαχ, έμοιαζαν να αφηγούνται μέσ’ από την εξωτερική επιφάνεια μια ολόκληρη εσωτερι-
14
κή ζωή. Το πρόσωπο πρησμένο, τα χείλη σκαμμένα από ένα βαθύ, κάθετο κόψιμο. Ήταν φυσικό τα ζώα να μπουν σε συναγερμό. Πολύ πιο περίεργο όμως ήταν το ότι αμέσως μετά ξαναγύρισαν στις δουλειές τους. Η οχιά έπεσε πάνω στο θήραμά της. Οι γρύλοι άρχισαν πάλι το τραγούδι τους. Η κοπέλα είχε πάψει να τους απασχολεί. Περισσότερο κι από το γεγονός ότι δεν την ένιωσαν καν σαν απειλή, ήταν σαν να διέκριναν πάνω της το τελικό σύρσιμο προς το σημείο όπου οι διαφορές μεταξύ των ειδών παύουν να υπάρχουν. Η κοπέλα ποδοπάτησε το γρασίδι τριγυρισμένη από αυτή την αταβιστική αδιαφορία. Την τύλιξε ο αστραφτερός μανδύας με τον οποίο το νερό της πισίνας καθρεφτιζόταν στους τοίχους της βίλας. Προσπέρασε το παρατημένο στο μονοπάτι ποδήλατο. Κατόπιν, όπως είχε εμφανιστεί σ’ αυτή τη μικρή γωνιά του κόσμου, έτσι και βγήκε. Διέσχισε τον φράχτη στην απέναντι πλευρά. Άρχισε να χάνεται μέσα στη βλάστηση.
Προχωρούσε τώρα μέσα στα χωράφια, κάτω από τις αχτίδες του φεγγαριού. Το βλέμμα απόν, και παρ’ όλα αυτά κολλημένο στο κουβάρι που την έκανε ν’ ακολουθεί μια πορεία όμοια και αντίθετη μ’ εκείνη των νυχτοπεταλούδων: το ένα βήμα μετά το άλλο, με τα πόδια της να πληγώνονται κάθε φορά που συναντούσαν κλαδιά και μυτερές πέτρες. Αυτό συνεχίστηκε για μερικά λεπτά. Οι θάμνοι έγιναν μια έκταση που έμοιαζε με αλεύρι. Σε λιγότερο από εκατό μέτρα ο δρόμος άρχισε να στενεύει. Ένα μαύρο στρώμα, πολύ πιο συμπαγές. Αν ήταν σε πλήρη επικοινωνία με το νευρικό της σύστημα, θα αντιλαμβανόταν ότι οι γάμπες της είχαν αρχίσει σιγά σιγά να σφίγγονται καθώς ανηφόριζε, με τον αέρα ελεύθερο να μαστιγώνει την επιδερμίδα της. Προσπέρασε τον παράδρομο και δεν ένιωσε καν την ψυ-
χρή μεταλλική ισχύ των 500 βατ που αποκάλυψε και πάλι τις καμπύλες των λαγόνων της.
15
Πέντε λεπτά αργότερα περπατούσε στην άσφαλτο, ακριβώς στη μέση της Εθνικής. Τα φώτα ήταν πίσω της. Αν είχε σηκώσει το βλέμμα, θα είχε διακρίνει πέρα από τις στροφές την πινακίδα του σταθμού εξυπηρέτησης, το θλιβερό περίγραμμα της φουσκωτής κούκλας που εκτοξευόταν προς τον ουρανό. Ακολούθησε τον δρόμο που έστριβε δεξιά και μετά συνέχιζε πάλι ευθεία. Μια χλομή φιγούρα στη μέση ακριβώς μεταξύ των δύο προστατευτικών κιγκλιδωμάτων – έτσι πρέπει να αντικατοπτριζόταν στα μάτια του ζώου. Ένας γιγάντιος αρουραίος είχε φτάσει ως εκεί πάνω και τώρα την κοίταζε. Είχε πυκνό τρίχωμα, τετράγωνο κεφάλι. Οι κιτρινωποί κοπτήρες του τον ανάγκαζαν να κρατάει το στόμα μισάνοιχτο. Θα ζύγιζε πάνω από τέσσερα κιλά και δεν ερχόταν από τα γύρω χωράφια. Ανέβαινε από τα βρομερά φρεάτια αποχέτευσης απ’ όπου ξεκινούσαν οι στοές που έφταναν στις πρώτες αστικές περιοχές. Δεν είχε τρομάξει από την κοπέλα που συνέχιζε να βαδίζει. Την κοίταζε μάλιστα με περιέργεια, τεντώνοντας τα μουστάκια πάνω στη μυτερή μουσούδα του. Θα έλεγε κανείς πως ήταν σαν να την έδειχνε. Αμέσως μετά το ζώο ένιωσε μια δόνηση στην άσφαλτο και παρέλυσε. Το βουητό ενός κινητήρα που όλο και πλησίαζε πλημμύρισε τη σιωπή. Δυο λευκοί προβολείς φώτισαν το περίγραμμα της γυναίκας και, επιτέλους, τα μάτια της καθρεφτίστηκαν στον τρόμο ενός άλλου ανθρώπινου πλάσματος.
16
Μ
ΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΠΝΙΚΤΙΚΟ ΜΑΝΔΥΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕ
να διηγείται τι είχε συμβεί. «Σκατά. Εκεί που κάθεσαι και κάνεις τη δουλειά σου, μια μέρα ο Χριστός αποφασίζει να σου γυρίσει την πλάτη. Αν σ’ εγκαταλείψει, σ’ εγκατέλειψε. Σας το λέω: είχε ξεκινήσει στραβά από το πρωί». Τα είχε ξαναδιηγηθεί την άνοιξη, κι ακόμα νωρίτερα, τότε που η παλιά μονοσωλήνια εγκατάσταση πολεμούσε με το ζόρι το κρύο στο Κέντρο Πολλαπλών Χρήσεων, κι έτσι εκείνος, ο Οράτσιο Μπαζίλε, πενήντα έξι χρονών, πρώην οδηγός νταλίκας και με αναπηρική σύνταξη, ήταν αναγκασμένος να ρουφάει συνεχώς τη μύτη του. Καθόταν σκυφτός στην καρέκλα του, με τις πατερίτσες του ακουμπισμένες πάνω στη μηχανή του πόκερ, το βλέμμα σκυθρωπό, απηυδισμένο. Και το κοινό –απολυμένοι με επίδομα ανεργίας, μεταλλουργοί με κατεστραμμένα πνευμόνια– τον παρακολουθούσε κάθε φορά χωρίς να αφαιρείται, παρόλο που δεν άλλαζε ούτε ένα κόμμα στην ιστορία του. Το κέντρο βρισκόταν στην παλιά πόλη του Τάραντα, μια νησίδα σε σχήμα φασολιού που ενωνόταν με την υπόλοιπη πόλη με τους βραχίονες μιας ανασυρόμενης γέφυρας. Ένα μέρος γραφικό για όποιον δεν έμενε εκεί. Παλιά αρχοντικά με προσόψεις ροζ από τον χρόνο και την εγκατάλειψη, άδειες αυλές που τις είχαν καταλάβει τα αγριόχορτα. Πέρα από την πόρτα του κτη-
Εκείνο το πρωί μια λεπτή, γαλάζια ομίχλη κάλυπτε τους κάμπους ανάμεσα στην Ιντσίζα και το Μοντεβάρκι. Ο ίδιος βρισκόταν εδώ και ώρες στο τιμόνι του φορτηγού, οδηγώντας στην Α1. Ο συνεπιβάτης δεν σταματούσε να μιλάει. Ο Οράτσιο είχε μετανιώσει που τον πήρε μαζί του. Είχε ξεκινήσει από τον Τάραντα το προηγούμενο απόγευμα και είχε περάσει τη νύχτα σ’ ένα σταθμό εξυπηρέτησης στο Μουτζέλο, νανουρισμένος από τον θόρυβο των ψυγείων στις φορτωμένες με τρόφιμα νταλίκες. Στις οκτώ και μισή βρισκόταν έξω από τη Γένοβα. Στριφογύριζε στην εμπορική ζώνη, προσπαθώντας να προσανατολιστεί, ακολουθώντας τα δικά του, προσωπικά σημεία του ορίζοντα: Ηλεκτρονικά. Παιχνίδια. Είδη σπιτιού. Προσπερνούσε μία μία τις αποθήκες των χονδρεμπόρων. Ρουχισμός. Εδώ είχε κόψει ταχύτητα. Είχε ψάξει τις τσέπες του μέχρι που βρήκε το τσαλακωμένο χαρτί. Είχε ξαναβρεθεί εκεί πριν από μήνες, αλλά φοβόταν μη χαθεί. Όταν αυ-
17
ρίου υπήρχε ένα πλάτωμα όπου οι νταλίκες στάθμευαν για να περάσουν τη νύχτα. Στα κενά ανάμεσα στα οχήματα μπορούσες να διακρίνεις τα ψαροκάικα στα νερά του έρημου μόλου. Και μετά μεγάλες κόκκινες διχαλωτές γλώσσες. Η θάλασσα που την έσχιζαν οι αντανακλάσεις των πετρελαιοχημικών εγκαταστάσεων. «Εκείνη η σκατένια πόλη...» έλεγε ο Οράτσιο γουρλώνοντας τα μάτια. Μιλούσε σε διάλεκτο και δεν αναφερόταν στον Τάραντα. Οι άλλοι τέντωναν τ’ αυτιά τους πριν ακόμα προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του. Παρατηρώντας τον τόσο καιρό, είχαν μάθει πως ο μετρονόμος προηγείτο της επίθεσης της μουσικής – το ραμμένο στο γόνατο παντελόνι άρχιζε να ζωντανεύει. Το κομμένο πόδι του άρχιζε να κουνιέται πάνω κάτω, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο νευρικά.
18
τό που έγραφε η ταμπέλα ταυτίστηκε μ’ αυτό που έγραφε το χαρτί, σταμάτησε. Περίμενε μέχρις ότου οι υπάλληλοι ξεφορτώσουν το εμπόρευμα. Πεντακόσια ζευγάρια τζιν ραμμένα στην Πούλια με προορισμό τα μαγαζιά της βορειοδυτικής χώρας. Ενώ οι άντρες τακτοποιούσαν τα πράγματα, από την τζαμένια πόρτα ενός μικρού γραφείου βγήκε ο υπεύθυνος. «Καλώς όρισες», είπε ο χονδρέμπορος χαμογελώντας. Ήταν ένας εξηντάρης με γιλέκο κι ένα φθαρμένο ριγέ κοστούμι που υπαινισσόταν μάλλον δεισιδαιμονία παρά τσιγκουνιά. Οι δουλειές πρέπει να πήγαιναν καλά εδώ και χρόνια, όσα δηλαδή είχαν χρειαστεί για να βρομίσουν τόσο οι μανσέτες του σακακιού. «Πάμε να πιούμε έναν καφέ». Ο χονδρέμπορος είχε το ύφος ανθρώπου που είναι βέβαιος ότι δεν έχει περάσει τη γραμμή που χωρίζει στα δύο το προσδόκιμο ζωής, ούτε κινδυνεύει να την περάσει στο μέλλον. Από εκεί μέχρι τον Τάραντα ήταν δώδεκα ώρες οδήγησης, κάθε λεπτό ήταν πολύτιμο. Ο Οράτσιο έψαχνε μια δικαιολογία για να φύγει όταν ο άντρας έβαλε το χέρι στον ώμο του. Υποχώρησε. Αυτό ήταν το πρώτο του λάθος. Γυρίζοντας από το μπαρ, είχε ακολουθήσει τον υπεύθυνο στο γραφείο για να υπογράψει τα χαρτιά της μεταφοράς. Τότε μόνο είδε τον αντιπρόσωπο κινητών τηλεφώνων. Ο νεαρός καθόταν πίσω από το γραφείο και διάβαζε την εφημερίδα. «Γιος ενός παλιού φίλου», είπε ο ιδιοκτήτης. Ο νεαρός σηκώθηκε, πλησίασε και συστήθηκε. Στενό κοστούμι, μαύρα παπούτσια. Στο μεταξύ ο χονδρέμπορος ήταν χαλαρός, παρόλο που ο τριαντάρης φαινόταν να μην μπορεί να σταθεί ακίνητος ούτε στιγμή. Χωρίς να κουνήσει το κεφάλι, ο Οράτσιο κοίταξε τον μελανό ουρανό από το μικρό παράθυρο. Τον είχε πιάσει φούρια να φύγει. Η ίδια ανυπομονησία που στον Τάραντα, το Σάββατο το βράδυ στο Κέντρο Πολλαπλών Χρή-
Το δεύτερο λάθος ήταν που τον άφησε να του πει όλες εκείνες τις ανοησίες. Ο συνεπιβάτης ήταν μια χαρά μέχρι τη στάση για καφέ
19
σεων, τον έκανε μετά από ένα-δυο ποτηράκια να μαλώνει με όποιον έβρισκε μπροστά του. «Κυριολεκτικά σώθηκε από θαύμα», είπε ο χονδρέμπορος. Το προηγούμενο απόγευμα ο αντιπρόσωπος είχε τσακιστεί με μια Άλφα 159 στο ύψος της Σαβόνα. Μια στροφή παρμένη άσχημα. Έψαχνε κάποιο μέσο για να γυρίσει πίσω. «Είναι κι αυτός από την Πούλια», πρόσθεσε ο χονδρέμπορος. Ο Οράτσιο σαν να συνήλθε. «Από πού;» ρώτησε. Ο νεαρός τού είπε. Ο χονδρέμπορος κούνησε το κεφάλι ευχαριστημένος. Το ατύχημα φέρνει ατύχημα, σκέφτηκε ο Οράτσιο. Υπολόγισε ότι, αν τον έπαιρνε μαζί του, δεν θα χρειαζόταν να καθυστερήσει. Θα τον κατέβαζε λίγο μετά τα διόδια και ο ίδιος θα συνέχιζε μέχρι τον Τάραντα. Πιο εύκολο ήταν να πει ναι παρά όχι. Κι όμως, μπορούσε να αρνηθεί. Το πρόβλημα ήταν ο χονδρέμπορος: η φούσκα κεφιού μέσα στην οποία επέπλεε ήταν ένα σύστημα προκειμένου να προτείνει –και τελικά να επιβάλει– μια πλήρη συμφωνία μεταξύ του Οράτσιο και του αντιπροσώπου. Μια ευθυμία ικανή να αποδειχθεί αυτό που πραγματικά ήταν –καχυποψία και αλαζονεία– μόνο σε περίπτωση που η φούσκα θα έσκαγε. Όμως αυτό δεν συνέβη, κι έτσι ο χονδρέμπορος, όπως την προηγούμενη φορά, δεν νοιάστηκε να μετρήσει τα κομμάτια πριν τα δει στοιβαγμένα στην αποθήκη μαζί με τα υπόλοιπα, πανομοιότυπά τους. Όλα τζιν της ίδιας μάρκας. Μια συμπεριφορά την οποία ο Οράτσιο είχε λάβει υπόψη του σ’ αυτό το δεύτερο ταξίδι. Έτσι, αναγκάστηκε να πάρει τον νεαρό μαζί του.
20
στον σταθμό εξυπηρέτησης του Σέστρι. Πράγμα που σήμαινε ότι για τα υπόλοιπα εννιακόσια χιλιόμετρα δεν έβαλε γλώσσα μέσα του. «Πρώτα πρώτα υπάρχει το τοπίο της παραλίας του Πονέντε, το φέρνεις στο μυαλό σου, φαντάζομαι. Πεύκα και οπωρώνες μέχρι την άκρη της θάλασσας. Και σ’ εκείνο το σημείο – μπαμ! Βρέθηκα καθισμένος στην άσφαλτο χωρίς ούτε μια γρατζουνιά. Χριστέ και Κύριε, δεν μπορείς να καταλάβεις πώς έγινε! Ούτε εγώ δεν το κατάλαβα καλά καλά. Το αυτοκίνητο ήταν μια 159 του κουτιού. Προηγουμένως είχα μια Βάριαντ». ξέσπασε σε γέλια χωρίς λόγο. «Μια Βάριαντ», επανέλαβε. Η επιταχυνόμενη ακρίβεια εκείνου που θα συνεχίσει να είναι τριάντα χρονών ακόμα κι όταν θα έχει περάσει πια τα πενήντα. Κατά τα άλλα, καταγόταν από την πρωτεύουσα της περιοχής. Μιλούσε ανέμελα για τον κίνδυνο που πέρασε... Όταν τα νύχια Του σε άγγιζαν χωρίς άλλες συνέπειες πέρα από μια τρομάρα, καλά θα έκανες να λουφάξεις και να συνεχίσεις κανονικά τη ζωή σου. Ο Οράτσιο συνέχιζε να οδηγεί κάνοντας ότι τον αγνοεί. Παρ’ όλα αυτά, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την αδιαμφισβήτητη παρουσία του όταν, στο ύψος του Καϊανέλο, δεν μπόρεσε να στρίψει στον σταθμό εξυπηρέτησης. Εδώ, αν δεν ήταν μαζί του ο αντιπρόσωπος, θα συναντούσε τον συνεργάτη του και θα του παρέδιδε τα σαράντα ζευγάρια τζιν που είχε αφαιρέσει από το φορτίο. Ένα μέρος από αυτά τα λεφτά θα τα έβαζε μαζί με τα άλλα που δεν χρησιμοποιούσε για το νοίκι. Θα του χρησίμευαν όταν θα μάλωνε με κάποιον στο Κέντρο Πολλαπλών Χρήσεων. Όπως και τις άλλες φορές, θα σηκωνόταν και θα έφευγε για να μην έρθει στα χέρια. Θα διέσχιζε την περιφερειακή ζώνη του Τάραντα μέχρις ότου τα φώτα του πετροχημικού αρχίσουν να φωτίζουν σιγά σιγά, όλο και περισσότερο, τα όρια της πόλης.
Έτσι λοιπόν αναγκάστηκε να συνεχίσει, αφήνοντας στον αντιπρόσωπο την ελευθερία να πάρει μετά από λίγο την πρωτοβουλία: «Τι θα έλεγες να σταματούσαμε για κατούρημα; Κερνάω καφέ». ξεκίνησαν πάλι μετά από μια σύντομη στάση. Ο Οράτσιο ήταν νευρικός. Συνέχιζε να βράζει στο ζουμί του για τα λεφτά που έχασε πριν από λίγο. Οδηγούσε απορροφημένος απ’ τους λογαριασμούς μες στο μυαλό του, ενώ το σούρουπο έσβηνε την Ιρπίνια, κι ένα καθάριο, μαύρο, μεταλλικό, απριλιάτικο βράδυ έπεφτε σιγά σιγά πάνω στις πεδιάδες της Πούλια. Στο ύψος της Καντέλα αντίκρισαν τους πελώριους πυλώνες αιολικής ενέργειας, στη σειρά, στα χωράφια, κάτω απ’ τις αχτίδες του φεγγαριού. Έδιναν την ιδέα ενός τοπίου παγιδευμένου υπερβολικά πολύ καιρό στη φαντασία. Αυτοκίνητα αντί για άλογα. Μηχανικές λόγχες αντί για ανεμόμυλοι. Μετά από δέκα λεπτά οι αιολικοί πυλώνες χάθηκαν και ο ορίζοντας έγινε επίπεδος. Ο νεαρός θα κατέβαινε στα διόδια του Νότιου Μπάρι. Όμως λίγο πριν φτάσουν είπε: «Και τώρα σε παρακαλώ, πρέπει να βγάλω την υποχρέωση». Μίλησε για ένα εστιατόριο στο κέντρο. Ένα μέρος πολύ κομψό, κατά τα λεγόμενά του. Άρχισε ν’ απαριθμεί τα φαγητά και τις μάρκες των κρασιών, κι όταν ο Οράτσιο κούνησε το κεφάλι καταφατικά διακόπτοντάς τον, δεν είχε ακόμα τελειώσει. Το τρίτο λάθος. Δεν ήταν η απληστία αλλά η κούραση αυτό
21
Ένα σμήνος από σπίθες θα χάραζε το σκοτάδι στην άκρη μιας σκαμμένης περιοχής. Οι πουτάνες. Θα πήγαινε προς το μέρος τους, ευχαριστώντας την τύχη που άφηνε να κυκλοφορούν στον δρόμο οι γυναίκες που δεν είχε βάλει στο σπίτι του.
που τον είχε πείσει πως, μια και ο νεαρός τού κερνούσε το γεύμα, η ζημιά εν μέρει διορθωνόταν. Πέρασαν τα διόδια του Νότιου Μπάρι και πήραν τον δρόμο για την παραλία.
22
Quídde paíse de mmerd’!* Στο σημείο αυτό της αφήγησης ο Οράτσιο ήταν συνήθως ήδη όρθιος. Σηκωνόταν με δυσκολία, σφίγγοντας το ένα μπράτσο της καρέκλας, ενώ με το άλλο χέρι βούταγε τις πατερίτσες. Η προσπάθεια τον γέμιζε με μια ενεργητικότητα τόσο οργισμένη που στο σήκωμά του τα έβαζε όχι μόνο με τον πάγκο και τα μπουκάλια, αλλά και με τους ίδιους τους ακροατές, που κουνούσαν το κεφάλι αηδιασμένοι όσο δεν έπαιρνε άλλο με το γεγονός ότι η πόλη τους ήταν μια σειρά από ατέλειωτες συμφορές και αίσχη κάθε είδους. Όμως το Μπάρι ήταν ακόμα χειρότερο. Κάθε άνθρωπος με σώας τας φρένας, μπαίνοντας στον Τάραντα από την Εθνική του Ιονίου, θα αισθανόταν δυσφορία. Η γαλήνια υπόσχεση της παραλίας σκόνταφτε πάνω στους πύργους παραγωγής τσιμέντου, στους πυλώνες του διυλιστηρίου, στα ελασματουργεία, στα πάρκα εξόρυξης του γιγάντιου βιομηχανικού συμπλέγματος που έγδερνε με τα νύχια του την πόλη. Κάθε τόσο ένας εργοδηγός χανόταν σ’ ένα ασθενοφόρο όταν μια μηχανή λείανσης άρχιζε να γυρίζει ανεξέλεγκτα. Κάποιος εργάτης βρισκόταν με την ωλένη γυμνή από το σκάσιμο ενός τροχού ακονίσματος. Οι μηχανές ήταν οργανωμένες έτσι ώστε να βλάπτουν τους ανθρώπους σύμφωνα με μια εξίσωση κόστους-κέρδους που άλλοι άνθρωποι αποφάσιζαν στα γραφεία τους, τελειοποιώντας τις πιο παρανοϊκές διαστροφές. Τα περιφερειακά συμβούλια τις επικύρωναν και τα δικαστήρια τις εκτελούσαν πάνω στο αποκορύφωμα μαχών που έτρεφαν τον * Διάλεκτος στο κείμενο: Τι σκατομέρος! (Σ.τ.Μ.)
Στο Μπάρι, τελειώνοντας το γεύμα τους, άφησε τον αντιπρόσωπο στη μοίρα του. Δεν πρόλαβε ν’ απολαύσει την ησυχία του κι αμέσως χάθηκε. Έστριψε αριστερά, δεξιά και πάλι δεξιά και βρέθηκε ξανά κάτω από τη φωτεινή κουκουβάγια του μαγαζιού με τα οπτικά. Γύρισε πίσω με την όπισθεν. Μια κυλιόμενη αφίσα πέρασε από την αστραφτερή διαφήμιση μιας οδοντόκρεμας στη βελούδινη διαφήμιση ενός καταστήματος με ρούχα. Τότε είναι που θυμήθηκε τα τζιν, ακόμα κρυμμένα στο φορτηγό. Αφού έκανε άσκοπους κύκλους επί μισή ώρα, βγήκε στη γέφυρα που χώριζε το κέντρο από την περιοχή κατοικίας. Μετά από δέκα λεπτά αντίκρισε τον πύργο της ΙΚΕΑ και ησύχασε. Κατάλαβε πως βρισκόταν στην Εθνική πριν καλά καλά η τσιμεντένια μπάρα χωρίσει τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας.
23
τοπικό τύπο. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Τάραντας είχε γίνει μια πόλη υψικαμίνων. Όμως το Μπάρι ήταν μια πόλη γραφείων, δικαστηρίων, δημοσιογράφων και αθλητικών κύκλων. Στον Τάραντα ένα ουροθηλιακό καρκίνωμα χαρακτηριζόμενο ως «ελάχιστα πιθανό για έναν έφηβο» μπορούσε να συνδεθεί με την παρουσία διοξίνης σε ποσοστό ενενήντα τοις εκατό της παραγωγής ολόκληρης της χώρας. Όμως στο Μπάρι, τα κυριακάτικα απογεύματα, ένας ηλικιωμένος εφέτης μπορούσε να κάτσει στον καναπέ του χαζεύοντας την εγγονή του να χορεύει χούλα χουπ φορώντας ένα βρόμικο ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και τίποτε άλλο. Το επεισόδιο είχε αναφερθεί από έναν εργάτη του εργοστασίου τσιμέντου που η κόρη του δούλευε υπηρέτρια στην πρωτεύουσα της περιφέρειας. Να γιατί δεν θα έπρεπε να δεχτεί την πρόσκληση του αντιπροσώπου. Τι σημασία είχε αν απ’ όλη αυτή την ιστορία είχε κερδίσει ένα δικό του σπίτι; Τέσσερα δωμάτια πλήρως ανακαινισμένα σ’ ένα κτήριο στην καλή περιοχή του Τάραντα.
24
Ο κατοπινός εαυτός του κατέβαλε τεράστια προσπάθεια για να ανασηκώσει τη μια πατερίτσα στο ύψος των ώμων. Με βλέμμα αλλοπαρμένο έδειχνε το μαύρο σημείο πέρα από τους κυματοθραύστες σαν να ήθελε να πει ότι ούτε ένας Άνθρωπος που περπάτησε πάνω στο νερό δεν θα μπορούσε ν’ αποτρέψει αυτό που του συνέβη. Τα λάθη είχαν συσσωρευτεί στον κενό, αρχέγονο χώρο, εκεί που γράφονται οι ζωές πριν το αδύναμο μελάνι των γεγονότων τις ενεργοποιήσει και τις κάνει κατανοητές. Διέσχισε την έρημη Εθνική πατώντας γκάζι. Ο δρόμος ανηφόριζε και μέχρις εκεί που έφτανε το μάτι απλώνονταν αμπελώνες. Σε μια-δυο μέρες θα είχε πανσέληνο και τώρα το φεγγάρι έμοιαζε λες και θα συνέχιζε να μεγαλώνει για πάντα. Στη στροφή επιτάχυνε, αλλάζοντας τη σχέση ανάμεσα στο πέρασμα των δευτερολέπτων και τα φωσφορίζοντα κολονάκια. Μακριά, στο βάθος, πέρα από μια δεύτερη στροφή, είδε τη φουσκωτή κούκλα. Κυμάτιζε πάνω από τη στέγη ενός συνεργείου. Ο χορός της είχε κάτι το γελοίο. Ο Οράτσιο σούφρωσε τα φρύδια χωρίς να χάσει από τα μάτια του τη στροφή του δρόμου: η απουσία φώτων στο ορατό κομμάτι αντιστοιχούσε στην απουσία κινδύνου στο τυφλό κομμάτι. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διακρίνει ένα αυτοκίνητο με τα φώτα θέσης σβηστά. Όμως αυτό που συνέβη ήταν αδύνατον να το αποφύγει. Μια γυναίκα, ή ίσως μια νεαρή κοπέλα. Περπατούσε ακριβώς στη μέση του δρόμου, τελείως γυμνή και γεμάτη αίματα. Έστριψε απότομα το τιμόνι δεξιά. Ήταν λάθος του, μια και το φορτηγό έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Άφησε την κοπέλα πίσω του. Χτύπησε στο προστατευτικό κιγκλίδωμα. Το φορτηγό τσούλησε κι έπεσε στην αντίθετη πλευρά του παραπέτου. Αναπήδησε, αναποδογύρισε και κατέληξε πεσμένο στο πλάι, ενώ ο ίδιος έβλεπε πια καθαρά τον σιδερένιο τοίχο που ερχόταν καταπάνω του.
Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι με το κομμένο μέλος του διασωληνωμένο, μπήκε στο δωμάτιο ο διευθυντής συνοδευόμενος από μια νοσοκόμα. Από εκείνη τη στιγμή ο Οράτσιο άρχισε να πιστεύει πως η κοπέλα ήταν αληθινή. Ο γιατρός ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας, ψηλός και κατάχλομος, με μαλλιά άσπρα, φουντωτά. Έσκυψε πάνω του. Έμεινε να τον παρατηρεί περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτη-
25
ξύπνησε στην Πολυκλινική του Μπάρι, σ’ ένα δωμάτιο με βρόμικους τοίχους όπου ένας ηλικιωμένος με σπασμένο μηρό δεν έπαυε να γκρινιάζει. Από το παράθυρο έφταναν τα προεόρτια ενός ηλιόλουστου πρωινού. Ζαβλακωμένος από τα παυσίπονα, ο Οράτσιο άπλωσε το ένα χέρι προς το κομοδίνο. Ψαχούλεψε το άλλο μπράτσο του. Έπιασε το μπουκάλι, ήπιε μια μεγάλη γουλιά νερό που τον συνέφερε κάπως – οι σκέψεις του μπήκαν στη σειρά πάνω σε μια γέφυρα από φως, μα στη συνέχεια ξεστράτισαν και πάλι. Είχε ένα τροχαίο δυστύχημα, μα ήταν ζωντανός. Σοβαρό δυστύχημα. Θυμήθηκε τον αυτοκινητόδρομο, ακόμα και τον αντιπρόσωπο. Το φορτηγό πρέπει να είχε καταστραφεί. Μετά κάτι άλλο. Μια οπαλίζουσα μπίλια άστραψε μες στα χοντροκομμένα γρανάζια του μυαλού του που προσπαθούσαν να ανασυνθέσουν το συμβάν. Ήταν περίεργο, μια και τα γρανάζια ήταν πακτωμένα, ενώ η μπίλια επέπλεε στο κενό. Έλαμψε πάλι για μια στιγμή και μετά χάθηκε. Η κοπέλα. Πρέπει να ήταν κάποιο φάντασμα, ένα όραμα που είχε αναδυθεί από τα βάραθρα του νου του. Ένιωσε φαγούρα. Ο άρρωστος στο διπλανό κρεβάτι δεν έπαυε να κλαψουρίζει. Έξυσε το πρόσωπό του. Έξυσε με το δεξί του χέρι το αριστερό. Κι άλλη φαγούρα. Αναπήδησε, κατάφερε να ανασηκωθεί και να κάτσει. Ένιωσε ένα τράβηγμα, άπλωσε το μπράτσο προς το δεξί του πόδι. Δυο νοσοκόμες άκουσαν τα ουρλιαχτά του κι έτρεξαν.
26
το. Χαμογελούσε. ξαναπήρε το ψυχρό ύφος που πρέπει να του ήταν φυσικό και στράφηκε στη νοσοκόμα. Το κομμένο μέλος έπρεπε να πλυθεί με ουδέτερο σαπούνι, είπε. Ένα αντιιδρωτικό θα αντιμετώπιζε την υπερβολική εφίδρωση, ενώ οι φλεγμονές θα αντιμετωπίζονταν με αλοιφές. «Μια κορτικοστεροειδής αλοιφή», διευκρίνισε με τρόπο που για τον άρρωστο ήταν χάδι και για τη νοσοκόμα διαταγή. Δημόσια νοσοκομεία. Ο Οράτσιο αυτά τα μέρη τα ήξερε. Μια φορά μια ξαδέλφη του είχε εγχειρηθεί για σκωληκοειδίτιδα και μετά την επέμβαση την είχαν αφήσει για πέντε ώρες στον διάδρομο. Ο διευθυντής ήταν μια ταμπέλα σε μια πόρτα πίσω από την οποία δεν υπήρχε ποτέ κανείς. Κι όσο κι αν ο ηλικιωμένος άντρας τον κοίταζε καλά, οχυρωμένος πίσω από τα πτυχία του με τα άριστα, στα μάτια του ο Οράτσιο διέκρινε μια περίεργη αλληλεγγύη. Έμεινε ακίνητος στο κρεβάτι. Κάρφωσε με το βλέμμα τον διευθυντή με τέτοιο τρόπο μέχρι που τα μάτια εκείνου ακολούθησαν τα δικά του, που έδειχναν το άλλο κρεβάτι. «Μα δεν μπορείτε να κάνετε κάτι για να πάψει πια;»
Μετά από δύο ώρες τού άλλαξαν δωμάτιο. Τον πήγαν σ’ ένα μονόκλινο με δικό του μπάνιο. Όμως το βασικό ήταν ότι το δωμάτιο έβλεπε στην αυλή, στους ευκαλύπτους. Πιθανότατα ένα αρχείο που άδειασε την τελευταία στιγμή και στο οποίο είχαν προσθέσει ένα κρεβάτι, ένα κομοδίνο κι ένα έπιπλο για την τηλεόραση, που ανάδιναν όλα τη θλιβερή αύρα των εκτός τόπου αντικειμένων. Τον τακτοποίησαν στο κρεβάτι και για μερικές ώρες χάθηκαν. Το απόγευμα έφτασε μια νοσοκόμα κρατώντας μια κανάτα με καφέ και χυμό γκρέιπφρουτ. Την κοίταξε σκυθρωπά. Έκανε στην άκρη την κανάτα ελευθερώνοντας το οπτικό του πεδίο. «Τι κωλοοθόνη!»
Στο σημείο αυτό κανείς τους δεν έκανε πια πλάκα. Στο Κέντρο δεν πετούσαν πια κουβέντες του τύπου ότι το δυστύχημα μπορεί να είχε σταθεί μοιραίο για τη μνήμη του. Αυτό το είχαν κάνει στην αρχή. Εκείνος μιλούσε κι οι άλλοι κουνούσαν το κεφάλι. Κάποιος έβγαλε μια εφημερίδα της ημέρας στην οποία θα πρέπει να υπήρχε η είδηση. «Λοιπόν;» Χτύπησε τον πάγκο με την εφημερίδα τυλιγμένη ρολό. Ορίστε, αυτά είναι τα γεγονότα εκείνης της μέρας. Ένας άνεργος είχε αυτοπυρποληθεί μπροστά στο άγαλμα της λεωφόρου Βιτόριο Εμανουέλε. Η κόρη ενός γνωστού εργολάβου οικοδομών είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας από τον τελευταίο όροφο ενός κτηρίου γκαράζ. Υπήρχε κι ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, στην Αδριατική όμως. Καμιά κοπέλα στην Εθνική 100 στις δύο τα ξημερώματα – ούτε γυμνή ούτε ντυμένη, ούτε γεμάτη αίματα, ούτε τίποτε απολύτως. «Λοιπόν; Θα μας πεις τελικά τι πραγματικά συνέβη;»
27
Ζήτησε να του αλλάξουν τηλεόραση. Την άλλη μέρα δυο μεταφορείς κουβάλησαν μια τριανταδυάρα που είχε μόλις βγει από το κουτί της. Όταν ο διευθυντής πέρασε και πάλι για να τον δει, ο Οράτσιο ζήτησε –και πέτυχε– η νοσοκόμα να μείνει έξω. Την επομένη ο διευθυντής επέστρεψε συνοδευόμενος από δύο άντρες με σκούρα ρούχα. Κάτω από το σακάκι του ενός διέκρινε την άκρη ενός λευκού που ανέμιζε και έμοιαζε με πουκάμισο. Ο δεύτερος ήταν ένας πενηντάρης με μπριγιαντίνη στα μαλλιά. Φανταχτερή γραβάτα πουά, χαμογελούσε με τα πλατιά του δόντια. Συστήθηκε: «Είμαι ο τοπογράφος Ρανιέρι». Άρχισαν να μιλάνε. Ο πρώτος άντρας αισθάνθηκε την ανάγκη να κατεβάσει τα ρολά κι έτσι το φως έγινε απαλό.
28
Όμως μετά από λίγες εβδομάδες ο Οράτσιο μετακόμισε. Από το δυαράκι της παλιάς πόλης πήγε σ’ ένα ευάερο διαμέρισμα που έβλεπε στην οδό ντ’ Ακουίνο. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε ασανσέρ. Όσο κι αν ήταν παράλογο, το συνειδητοποίησε τη δεύτερη φορά που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τις σκάλες με τις πατερίτσες. Το πράγμα δεν του άρεσε. Τρεις μήνες αργότερα μια ομάδα εργάτες δούλευαν στη σκαλωσιά που είχε στηθεί στην πλαϊνή όψη του κτηρίου. Σε όποιον είχε πέσει λίγο το τεχνητό μέλος, αυτό του ήταν αρκετό.
Όμως ο Οράτσιο την κοπέλα συνέχισε να τη σκέφτεται. Ήταν αρχές Μαΐου. Η νοσηλεία του κόντευε στο τέλος της. Το ένα μετά το άλλο του είχαν αφαιρέσει τα σωληνάκια και του είχαν ελαττώσει τα φάρμακα. Του είχαν δώσει κι ένα ζευγάρι πατερίτσες. Μετά από τη συζήτηση με τον διευθυντή είχε καταλάβει ότι δεν επρόκειτο για όνειρο. Από απλό φάντασμα είχε μετατρέψει την κοπέλα στην αιτία του δυστυχήματός του. Μόνο που τώρα την είχε συνδέσει μ’ ένα ρόλο συμπληρωματικό που του ήταν εξίσου ακατανόητος. Ήταν η αιτία του δυστυχήματος όσο θα μπορούσε να είναι κι ένα δέντρο ή χυμένα στον δρόμο λάδια, λες και οι λέξεις δέντρο και χυμένα λάδια ήταν βήματα λογικά, ικανά να οδηγήσουν στη λέξη «ακρωτηριασμός». Κάθε τόσο οι βλαστήμιες του αντηχούσαν στον διάδρομο. Τότε ερχόταν ο ορθοπεδικός. Δεν ήταν μόνο το ότι ένιωθε με το μυαλό του την παρουσία του ποδιού του. Έπιανε τον εαυτό του να κινεί πραγματικά τα δάχτυλα του δεξιού του ποδιού, ένιωθε φαγούρα στον δεξί αστράγαλο, και πόνο – διαπεραστικές σουβλιές ανάμεσα στην επιγονατίδα και την κνήμη, στο γόνατο που δεν υπήρχε πια. Έσφιγγε τα δόντια και τον έλουζε κρύος ιδρώτας.
29
Κατόπιν, ένα βράδυ, ξαναβρήκε οριστικά την κοπέλα. Το νοσοκομείο ήταν τυλιγμένο στη σιωπή. Τα βογκητά των αρρώστων δεν έφταναν στο δωμάτιο. Δεν έφταναν καν οι φωνές του προσωπικού της νυχτερινής βάρδιας. Ο Οράτσιο είχε αποκοιμηθεί βλέποντας τηλεόραση. ξύπνησε απότομα στο διαφημιστικό ενός κοσμηματοπώλη που αγόραζε χρυσό προς είκοσι πέντε ευρώ το γραμμάριο. Δυο αγόρια ψαχούλευαν μέσα στο στόμα ενός πτώματος και στην επόμενη σκηνή παρουσίαζαν τα χρυσά δόντια στον κοσμηματοπώλη. Έσβησε την τηλεόραση, γύρισε από την άλλη μεριά. Πρέπει να τον είχε πάρει ήδη ο ύπνος όταν ένιωσε την ανάγκη να πάει στην τουαλέτα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι βυθισμένος στις σκέψεις του, βέβαιος πως μπορούσε να στηριχτεί και στα δυο του πόδια. Βρέθηκε πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα. Έξαλλος, απαρηγόρητος, ένιωσε το κρύο να του διαπερνά το μέτωπο. Προσπάθησε να ανακαθίσει με τη βοήθεια των χεριών του. Δυσκολευόταν ν’ ανασάνει. Το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Η σκιά των ευκαλύπτων προεκτεινόταν πάνω στο ταβάνι και τα κλαδιά γίνονταν φύκια, διακλαδώσεις κοραλλιών που κυμάτιζαν ακολουθώντας το ρεύμα. Τα μάτια του συνήθιζαν στο σκοτάδι. Του φάνηκε λες και μια αμυδρή φωταύγεια διέσχιζε το πάτωμα –η κατάλυση των πυγολαμπίδων και των θαλάσσιων ανεμώνων– η λάμψη που έχουν οι πρώτες μαγιάτικες νύχτες και που του αποκάλυπτε σιγά σιγά η απουσία τεχνητού φωτός. Όμως το φως που τον έκανε να μείνει με το στόμα ανοιχτό βρισκόταν μπροστά του. Στο βάθος, πίσω από την ορθάνοιχτη πόρτα του μπάνιου, ο μεγεθυντικός καθρέφτης που ήταν στερεωμένος στον τοίχο είχε καταληφθεί από το φεγγάρι. Παρόλο που είχε απομείνει μισό στον ουρανό, πάνω στην καμπυλότητα της ανακλαστικής επιφάνειας έμοιαζε ακόμα ολόγιομο – μια ασημένια λιμνούλα από το παρελθόν, στον βυθό της οποίας του φάνηκε πως την
30
ξαναβρήκε. Η μικρή θαμπή κηλίδα απέκτησε σχήμα και ήρθε πιο κοντά. Ο Οράτσιο καταλάβαινε οριστικά πως ήταν όμορφη. Καταλάβαινε πως υπέφερε. Καταλάβαινε, ανατριχιάζοντας, πως η θέληση από μόνη της δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να σταθεί όρθιος μ’ αυτόν τον τρόπο, επομένως ήταν κάτι άλλο αυτό που την έκανε να περπατάει αργά αργά. Η κίνηση, περισσότερο ακόμα κι απ’ αυτό από το οποίο πήγαζε. Μια κινούμενη άμμος, νεκρός όγκος κάτω από την καλοκαιρινή βροχή. Καταλάβαινε, κυρίως, πως δεν είχε στρίψει για να την αποφύγει, αλλά για να σωθεί, μια και το κάθε τι πάνω της ήταν μαγνήτης και απουσία θέλησης, το υπνωτικό κάλεσμα που, αν τ’ ακούσεις, όλα γίνονται πανομοιότυπα και ιδανικά, κι εμείς παύουμε πια να υπάρχουμε.
ναπέ έτσι ώστε να έχει το ωραίο, χρυσό τετράγωνο στο ύψος των ματιών του. Τρεις παρά τέταρτο τη νύχτα και ο Βιτόριο περίμενε το τηλεφώνημα που θα τον πληροφορούσε αν η κόρη του ήταν ζωντανή ή πεθαμένη. Ανάσαινε αργά μες στο γραφείο της βίλας που είχε αποκτήσει μετά τη γέννηση του μεγάλου του γιου. Ο πρώτος που είχε ζήσει εδώ ήταν ένας γαιοκτήμονας στα χρόνια της δυναστείας των Βουρβόνων. Στη συνέχεια είχε περάσει στον δήμαρχο και μετά σ’ έναν ηλικιωμένο γερουσιαστή, που έπαψε συνετά να τη θεωρεί σπίτι του όταν, νιώθοντας κάποτε, σχεδόν υποσυνείδητα, να σφίγγει γύρω του το σχοινί που θα τον οδηγούσε στη δικαιοσύνη, άρχισε κάθε νύχτα να βλέπει σε κάθε σφίξιμο και μια συλλαβή, διαβάζοντας έτσι προκαταβολικά τα πρωτοσέλιδα με τα σκάνδαλα της επόμενης χρονιάς. Στο σημείο αυτό ο Βιτόριο Σαλβέμινι έκανε την πρώτη κακή δουλειά της ζωής του, αγοράζοντας το ακίνητο στην τιμή της αγοράς. Ήταν το 1971, και οι υπάλληλοι του γειτονικού Ομίλου Τένις του Νότιου Μπάρι τον είδαν να καταφτάνει ένα πρωί συνοδευόμενος από μια ομάδα που την αποτελούσαν οι ελάχιστοι απαιτούμενοι άντρες. Ψηλός και μαυρισμένος, με λινό κοστούμι ραμμένο στα μέτρα του, έσφιγγε ανάμεσα στα χείλη του ένα μορφασμό ικανοποίησης που όμως κανένας ράφτης δεν θα μπορούσε να αποδώσει σε μια παράδοση παλαιότερη των δέ-
31
Κ
ΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΔΙ, ΔΙΠΛΩΝΕ ΤΟ ΜΠΡΑΤΣΟ ΣΤΟΝ ΚΑ-
32
κα χρόνων. Οι υπόλοιποι ήταν υπερβολικά χοντροκομμένοι, ακόμα και για τις πιο λαϊκές περιοχές της πόλης: πέντε άντρες κοντοί και μυώδεις για τους οποίους ακόμα και η ομιλία σε διάλεκτο ήταν πραγματική κατάκτηση. Διέσχισαν τον δρόμο τρέχοντας και προσπαθώντας να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο, με ξερά ουρλιαχτά, μυρίζοντας τον αέρα, όμοιοι με την ακολουθία ενός βάρβαρου βασιλιά που μόλις πέρασε τις Άλπεις. Να ένας ακόμα που δεν ξέρει ποια είναι η θέση του, σκέφτηκε ο φύλακας του Ομίλου Τένις στρέφοντας πάλι το βλέμμα στις γραμμές από κιμωλία που δεν είχε πάψει να χαράζει. Πίσω από την αρ νουβό πρόσοψή της, ο γερουσιαστής παραλίγο θα είχε μετατρέψει τη βίλα σε μια σύγχρονη κατοικία. Ο Βιτόριο είχε άλλη άποψη. Έβαλε να στοιβάξουν τα έπιπλα στον κήπο. Διέταξε να ξηλώσουν τα μάρμαρα, κάτω από τα οποία εμφανίστηκαν τα πλακάκια από ψηφίδες. Κάθε φορά που άκουγε έναν υπόκωφο ήχο χτυπώντας τους τοίχους με τις κλειδώσεις των δαχτύλων του, το πρόσωπό του φωτιζόταν. Πάνε τα χωρίσματα, πάνε οι ψευδοροφές. Οι εργάτες γκρέμιζαν τον έναν τοίχο μετά τον άλλο. Οι άντρες, όπως μαθεύτηκε στη συνέχεια, είχαν έρθει από το χωριό όπου είχε γεννηθεί κι ο ίδιος. Θα είχαν παραμείνει απλοί εργάτες γης αν οι καιροί δεν τους είχαν αφήσει χωρίς δουλειά πριν προλάβουν καλά καλά να τη μάθουν από τους πατεράδες τους. Περισσότερο κι από άνεργοι, ήταν οι νέγροι του, όντα χωρίς παρελθόν, πιστά και έτοιμα για τα πάντα. Έσερναν τσουβάλια γεμάτα σκουπίδια χωρίς να κάνουν διάλειμμα, και θα επιχειρούσαν να σύρουν ακόμα κι ένα ολόκληρο σπίτι με τα χέρια αν τους το ζητούσε ο Βιτόριο, μια κι εκείνος, και όχι αυτοί –όπως πίστευαν– ήξερε την ακριβή στιγμή που θα έπεφταν στο χώμα χωρίς να μπορούν πια να ξανασηκωθούν. Ο Βιτόριο ήθελε να ολοκληρώσουν τις εργασίες μέσα σε λίγες εβδομάδες. Για να κερδίσει χρόνο, ένα πρωί τούς έδωσε την εντολή να κάψουν στο πίσω μέρος του κήπου τα έπιπλα
2 – Η κτηνωδία
33
που δεν σκόπευε να ξαναχρησιμοποιήσει. Μετά από μισή ώρα ένας εργάτης τον πλησίασε λαχανιασμένος. Κουνούσε τα χέρια νευρικά. Στο πρόσωπό του μια έκφραση κατάπληξης. Ο Βιτόριο τον ακολούθησε. Λίγο μετά τα όρια της ιδιοκτησίας μερικοί άντρες χειρονομούσαν έξαλλοι. Δύο από αυτούς φορούσαν μπλουζάκια και σορτς. Έδειχναν τη μαύρη στήλη καπνού. Ο καπνός, αφού πέρασε τα γήπεδα του τένις, είχε αρχίσει να γλείφει το κιόσκι, όπου οι κυρίες με τα μαγιό είχαν σηκωθεί από τις ξαπλώστρες και συζητούσαν ζωηρά με τα χέρια στη μέση. «Λυπάμαι πολύ. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε». Έκανε μια υπόκλιση, μάλλον υπερβολικά φανταχτερή. Χαμογελούσε. Ένα μέρος του εαυτού του ήταν ικανοποιημένο που είχε εγκατασταθεί σε μια περιοχή όπου, παρόλο που επρόκειτο καθαρά για επίδειξη, μπορούσε να τραβήξει την προσοχή τέτοιων ανθρώπων, ανθρώπων που ακόμα και με τα σώβρακα θύμιζαν τη χρυσή πλακέτα την καρφωμένη στην πόρτα ενός γραφείου που δεν χρειάστηκε να το κατακτήσουν. Τα πρόσωπά τους απολάμβαναν μια μοναδική χαλάρωση, την προφανή ευφορία των προνομιούχων στους οποίους ο Βιτόριο αναγνώριζε μια περαιτέρω μορφή ευφυΐας. Κανένα ίχνος του μεταλλικού φύλλου που μαυρίζει κάτω από την επιδερμίδα λόγω της τριβής με τον κόσμο. Φόβο μπορεί να είχαν νιώσει μόνο οι παππούδες τους, ενώ οι πατεράδες τους είχαν νιώσει απλώς τη λεπτεπίλεπτη εκείνη ανησυχία που χάριζε σοφία στους αλλοτινούς ηγεμόνες. Όμως ένα μέρος αυτού του μέρους θα μπορούσε να τον κάνει να γονατίσει μπροστά στα πόδια τους, να φιλήσει το αποτύπωμα από τα μπαλάκια που χάραζαν εδώ και δεκαετίες το κόκκινο χώμα. «Οι εργάτες μου μάλλον νόμισαν ότι ο αέρας θα φυσούσε όλη τη μέρα προς τη μεριά του δρόμου», είπε – ψέματα βέβαια, μια και θα ήταν χειρότερο να παραδεχτεί ότι δεν είχε προβλέψει πως εκείνη την ώρα υπήρχαν άντρες απασχολημέ-
34
νοι με κάτι που δεν ήταν δουλειά, και γυναίκες εκτός σπιτιού με άλλο σκοπό πέρα από τη μοιχεία. «Βλέπω ότι υπάρχει ένα μπαρ», είπε κι έδειξε το περίπτερο. «Καταλαβαίνω ότι σας ενόχλησα. Έτσι λοιπόν...» «Είστε εξαιρετικός παρατηρητής». Κανένας δεν γέλασε. Αυτός που μίλησε ήταν ένας πενηντάρης, όχι πολύ ψηλός, ντυμένος στην τρίχα, κι ας ήταν μόλις δέκα το πρωί. Σακάκι και παντελόνι αποτελούσαν τον ορισμό της κομψότητας, ένα συνειδητό βήμα προς τα πίσω σε σχέση με την πραγματική, με μοναδικό σκοπό όμως να της ανοίξουν τον δρόμο. Ο Βιτόριο σκέφτηκε πως πρέπει να ήταν ο διευθυντής. Δεν αποθαρρύνθηκε: «Τότε λοιπόν, για να με συγχωρέσετε...» συνέχισε, κι ενώ μιλούσε ένιωθε να φουντώνει στο στήθος του μια ελπίδα, «θα ήθελα να προσφέρω σε όλους σας ένα ποτήρι σαμπάνια». Δύο από τους άντρες έκαναν στη στιγμή μεταβολή. Απομακρύνθηκαν προς τα γήπεδα του τένις λες και η πρόταση είχε διαλύσει και τις τελευταίες αμφιβολίες τους σχετικά με τον άγνωστο. «Κύριε...» ο διευθυντής χαμογέλασε με δηλητηριώδη γλυκύτητα. Ο Βιτόριο πρόφερε όνομα και επώνυμο ελπίζοντας ότι ο άντρας ήταν σε θέση να τα δει από το μέλλον, τυπογραφικούς χαρακτήρες όλο και πιο μεγάλους σε προοπτική, όπως τους έβλεπε ο ίδιος τις μέρες που η έμπνευση (τίποτα περισσότερο από το άγχος των ταλαντούχων) του επέτρεπε να βρίσκει καταφύγιο στην άλλη άκρη της δεκαετίας. «Κύριε Σαλβέμινι», συνέχισε, «για να μπείτε σ’ αυτόν τον όμιλο αρκεί μια κάρτα. Είναι μικρή, ορθογώνια, και για να την αποκτήσετε απαιτείται να σας προτείνουν πέντε μέλη που την έχουν ανανεώσει κανονικά τις δύο τελευταίες πενταετίες. Ποιοι από τους παλιούς μας φίλους έχουν την ευχαρίστηση να είναι και δικοί σας φίλοι;»
35
Και άλλοι άντρες απομακρύνθηκαν. Ο Βιτόριο δεν το έβαλε κάτω. Σιγά σιγά, καθώς εκείνοι πλησίαζαν τις γυναίκες τους, του φάνηκε πως ο διευθυντής άρχισε να ανακατεύει τα θέματα αρχών με πρακτικά θέματα. «Μου επιτρέπετε δυο λόγια;» «Μα φυσικά». «Προηγουμένως είπατε πως είμαι καλός παρατηρητής. Φοβάμαι πως πετύχατε διάνα». Στο πρόσωπο του διευθυντή έκανε την εμφάνισή της μια ειλικρινής περιέργεια. Μια αποτελεσματική τάση για τις λεπτομέρειες, συνέχισε ο Βιτόριο, επισημαίνοντάς του τα ίχνη σκουριάς στις λάμπες του δεύτερου γηπέδου τένις, το χαλασμένο σε ένα σημείο του μονοπατιού δάπεδο – εκεί που ήταν δύσκολο να φτάσει το βλέμμα, όχι όμως και για κείνον το σούρουπο, την ώρα που το ουράνιο τόξο του αυτόματου ποτίσματος χανόταν. Είχε προσέξει τα σημάδια φθοράς στην πρόσοψη της γραμματείας και την ανάγκη για αντικατάσταση των σανίδων που σχημάτιζαν την πίστα του χορού – απ’ όπου τα βράδια (τις φορές που έμενε αργά με τους εργάτες, λόγω των εργασιών ανακαίνισης) οι νότες από την πόλκα και τη σάμπα έφταναν σ’ αυτόν μαζί με τα γέλια γυναικών και αντρών καλά κρυμμένων πίσω από τους θάμνους. Δεν ομολόγησε ότι εκείνες οι φωνές αντιπροσώπευαν για τον ίδιο την πιο γλυκιά επίκληση. Ήταν σαν να έβλεπε σε κίνηση τα επώνυμα που εμφανίζονταν στα ρυθμιστικά σχέδια, όμοια με τις πλάκες που είχαν χαραγμένες πάνω τους τις Δέκα Εντολές και τις οποίες ο ίδιος μπορούσε μόνο να γυροφέρνει, χωρίς να πλησιάζει. Είπε ότι θα έκανε τις ελάχιστες εργασίες που απαιτούνταν. Δεν θα κόστιζε τίποτα στον όμιλο. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε καν αν επιτρεπόταν να φέρει εργάτες από άλλα εργοτάξια. Ήταν πιθανόν τα χρέη προς τις τράπεζες να επέβαλλαν ακόμα πιο σφιχτούς χρόνους. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του δεν τον ο-
36
δηγούσαν άραγε στη δωρεάν ανακαίνιση ολόκληρης της πίστας του χορού; «Έχετε ξαναδεί κάτι τέτοιο;» Έδειξε τους εργάτες. Χωρίς ο ίδιος να έχει προφέρει το παραμικρό, είχαν πέσει με τα μούτρα και προσπαθούσαν να δαμάσουν τη μικρή πυρκαγιά. Γεροί σαν ταύροι, διαισθητικοί σαν άλογα ικανά να νιώσουν την αλλαγή της εποχής μυρίζοντας τα άνθη της βρώμης. Θα φώναζε άλλους, είπε στον διευθυντή. Θα περνούσαν με βερνίκι τις λάμπες πριν τα μέλη του ομίλου τούς πάρουν καλά καλά χαμπάρι. Ήταν άντρες συνηθισμένοι σε πολύ πιο απαιτητικά έργα. Τον προηγούμενο χρόνο είχαν φέρει στην επαρχία του Τάραντα την έννοια των εν σειρά μονοκατοικιών. Ενώ τώρα, στη Σάντα Τσεζαρέα, ολοκλήρωναν σε χρόνους ρεκόρ ένα τουριστικό συγκρότημα που θα έβγαζε πια εκείνη την περιοχή από τη ναφθαλίνη. «Εσείς πού γεννηθήκατε;» ρώτησε ο Βιτόριο στρώνοντας το σακάκι του. Ο διευθυντής χαμογέλασε. Γιατί η Πούλια δεν ήταν, φυσικά, Μπάρι, είπε ο Βιτόριο. Δεν ήταν Λέτσε και ήταν με το ζόρι Φότζα. Κατά τα άλλα, επρόκειτο για μια γη στην οποία έπρεπε να έχεις τα κότσια να σκύψεις και να τη φιλήσεις με το κομπρεσέρ. Μεγάλες εκτάσεις σταριού και καπνοχώραφα, βρόμικοι δρόμοι που κατέληγαν στις πλατείες των χωριών, οι κάτοικοι των οποίων σπρώχνονταν για να πετάξουν μάτσα με χαρτονομίσματα στα αγάλματα των πολιούχων αγίων. Προσεύχονταν στον Θεό μέσ’ από τα βλέμματα των κοινοταρχών τους και παρακαλούσαν ένα καινούργιο πολεοδομικό σχέδιο να τους επιτρέψει να πουλήσουν τα όλο και λιγότερο παραγωγικά χωράφια. Η εν λόγω πρόταση εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία. Στη Σάντα Τσεζαρέα αναγκάστηκαν να ανακαινίσουν σχεδόν εκ θεμελίων μια ερειπωμένη εκκλησία. Στην επαρχία του Τάραντα χρειάστηκε να περιμένουν μέχρις ότου μια πυρκαγιά καταστρέψει
37
ενενήντα εκτάρια πευκώνα για να μπορέσουν να περάσουν το κατώφλι του κοινοτικού συμβουλίου. Το να περάσεις εκείνο το σύνορο ήταν απλώς το πρώτο βήμα. Με τα χρόνια είχε μοιραστεί το τραπέζι με δημάρχους που για να παρακολουθήσεις τις συζητήσεις τους θα χρειαζόσουν διερμηνέα. Άντρες με πουκάμισα λεκιασμένα από σάλτσα που σχεδόν σε υποχρέωναν να κοιμάσαι με τις υπηρέτριές τους για να σ’ εκδικηθούν για τη χάρη που τους έκανες. Το ένα γεύμα ακολουθούσε το άλλο και μετά το επόμενο. Και τώρα βρισκόταν στην πρωτεύουσα, στα τριάντα πέντε του χρόνια, μοναδικός μέτοχος μιας εταιρείας την οποία κανείς δεν είχε ξανακούσει. Για ρωτήστε όμως τους Μπαντού του Πουλσάνο. Πάρτε πληροφορίες από τους Αβορίγινες στα Κάμπι Σαλεντίνα. Ανεβείτε σ’ ένα τρένο των Νοτιοανατολικών Γραμμών και θαυμάστε, σας παρακαλώ, σ’ αυτό το μέρος του Κέρατος της Αφρικής, το πρώτο ξενοδοχείο που διαθέτει γήπεδο γκολφ, και που στα γείσα του –αν δεν το έκρυβαν τα ανθισμένα γεράνια– μπορούσε κανείς να διακρίνει το λογότυπο της Κατασκευαστικής Σαλβέμινι. «Φροντίστε να σβήσετε αυτή τη μικρή φωτιά, διαφορετικά θα πρέπει να φωνάξουμε την αστυνομία». Κρίμα που ο Βιτόριο το πήρε τόσο άσχημα. Αν δεν είχε πληγωθεί η υπερηφάνειά του, θα είχε διακρίνει στα μάτια του διευθυντή ένα διαφορετικό μήνυμα. Από τζέντλεμαν με κοστούμι με ψιλή ρίγα σε τζέντλεμαν με λινό, το μήνυμα ήταν να σηκωθεί ο πήχης. Όμως ο Βιτόριο γύρισε την πλάτη στον διευθυντή χωρίς καν να τον χαιρετήσει. Προχώρησε προς το μέρος των εργατών. Άρχισε να τους φωνάζει να τελειώνουν επιτέλους, μέχρι που οι επιπλήξεις του είχαν επάνω τους κατευναστικό αποτέλεσμα. Τις μέρες που ακολούθησαν επιμήκυνε κι άλλο τις ώρες δουλειάς. Ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να τελειώσει νωρίτερα από τον ελάχιστο χρόνο που είχε ήδη προβλέψει. ξανασκεφτόταν τα μέλη του ομίλου. Κυκλοφορούσαν με ωραία
38
σπορ αυτοκίνητα; Ο ίδιος ήξερε πόση δουλειά χρειαζόταν για να μπορέσει κανείς ν’ αγοράσει ένα τέτοιο. Λαγοκοιμόντουσαν στη σκιά των καλύτερων δικηγόρων της πόλης; Ο Βιτόριο ήξερε καλά πως πίσω από τα ρυθμιστικά σχέδια υπήρχε ο νόμος, και πίσω απ’ αυτόν (κάτι που εκείνοι θεωρούσαν τόσο στέρεο σαν τη γη που πάνω της πατούσαν πάντα) δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από μια αρχική πράξη αυθαιρεσίας. Έδωσε διαταγή να ξηλώσουν τα παλιά εντοιχισμένα ντουλάπια. Γκρέμισε με σφυριές τις γρανιτένιες ανθοδόχες στη βάση της εσωτερικής σκάλας. Τη μέρα που αποφάσισε να γκρεμίσει τον μεγάλο τοίχο που χώριζε την είσοδο από το καθιστικό, ο αρχιεργάτης έφερε αντιρρήσεις. Υπήρχε περίπτωση ο τοίχος να είναι φέρων. Ο Βιτόριο χαμογέλασε. Ο φόβος του άντρα επιβεβαίωνε την ύπαρξη ενός δεσμού που δεν είχε διαρραγεί. Όταν ο τοίχος έπεσε, το άσπρο φως που έσκασε πάνω στα μπάζα τού φάνηκε σαν να έκαιγε τη λεπτή πατίνα του χρόνου, επιτρέποντάς του να κοιτάξει, ίσως ακόμα και ν’ αγγίξει –λες και η βίλα μπορούσε να επανασυνδεθεί με κάτι που προϋπήρχε των θεμελίων της, οι Αυστριακοί πριν τους Βουρβόνους, οι Αραγονέζοι πριν τους Αυστριακούς– μια αβέβαιη παρουσία που την αναγνώρισε γιατί την είχε δει ξανά και ξανά στα όνειρά του. Η δόξα. Δεν μπορούσες να της αποδώσεις ένα πιο συγκεκριμένο όνομα, μια και η δύναμή της –υπό την προϋπόθεση πως κάποιος ήταν αρκετά θρασύς ώστε να της απλώσει το χέρι– συνίστατο στο να αρκείται στο οποιοδήποτε. Τον επόμενο χρόνο ο Βιτόριο κέρδισε στο Μπάρι τον πρώτο του διαγωνισμό για μια μικρή πανεπιστημιακή τραπεζαρία δίπλα στη Σχολή Οικονομικών. Μετά από δέκα χρόνια πηγαινοερχόταν πια από τη Σαρδηνία στην Κόστα Μπράβα, κι έτσι η υποχρέωση να πετάει στα σκουπίδια τις προσκλήσεις για δεξιώσεις των Ροταριανών έπεφτε πια στις πλάτες της γυναίκας του.
39
Κοίταξε πάλι τους δείκτες στο καντράν του ρολογιού. Στον επάνω όροφο η γυναίκα του και η Τζόια κοιμόντουσαν ανίδεες για τα πάντα. Σηκώθηκε από τον καναπέ και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο. Χάζεψε τις σκιές των δέντρων γύρω από το σιντριβάνι. Κάτι κινήθηκε ανάμεσα στα φύλλα χωρίς οι σκιές να το αντιληφθούν. Η τελευταία φορά που είχε δει την κόρη του την Κλάρα ήταν την περασμένη εβδομάδα. Είχε περάσει να πάρει ένα παλιό αδιάβροχο ξεχασμένο σ’ αυτό που μόνο η ίδια θεωρούσε ακόμα δωμάτιο του Μικέλε. Το αδιάβροχο βρισκόταν στο βάθος ενός ντουλαπιού μαζί με ό,τι μπορούσες να φανταστείς, κρεμασμένο σε μια άσπρη πλαστική θήκη ήδη από τον καιρό που η Τζόια ήταν κοριτσάκι και ο Ρουτζέρο διακρινόταν στη σχολή του κι ετοιμαζόταν να γίνει ο καλύτερος ογκολόγος του έτους του. Ζούσαν ακόμα όλοι μαζί τότε. Και παρόλο που με τον καιρό το δωμάτιο είχε μετατραπεί σ’ ένα είδος αποθήκης, όταν η Κλάρα ερχόταν να τους δει, στεκόταν μπροστά σ’ εκείνη την πόρτα λες και πίσω της βρισκόταν ακόμα ο μικρός της αδελφός. Ούτε πεθαμένος να ήταν. Κατόπιν συνέχιζε στον διάδρομο, με μια έκφραση αποστροφής κρυμμένη βαθιά στο βλέμμα. Ο Βιτόριο πίστευε πως ήξερε τι ήταν αυτό που την ενοχλούσε. Κατηγορούσε αυτόν και τη γυναίκα του ότι είχαν επιτρέψει με τα χρόνια να σκεπάσει η σκόνη τον χάρτη του σύμπαντος, και τα έπιπλα από ξύλο φράξου να βγουν από τη μόδα της οικογένειας ώστε να υπάρχει μια δικαιολογία για να πεταχτούν. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον Βιτόριο, δεν ήταν αυτός ο λόγος που τα ίχνη του γιου του είχαν σχεδόν σβηστεί. Το αντίθετο μάλιστα. Από τότε που είχε πάψει να ζει στο Μπάρι, ο Μικέλε δεν είχε έρθει να τους δει ούτε πέντε φορές. Πέντε φορές μέσα σε δέκα χρόνια.
40
Δεν έμενε ποτέ για ύπνο. Ερχόταν από τη Ρώμη κι έφευγε πάλι αυθημερόν. Χωρίς να σπαταλήσει ούτε μια λέξη, είχε βρει τον τρόπο να τους δώσει να καταλάβουν τι πιθανότητα υπήρχε να περάσει έστω και μία μόνο νύχτα στο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει. Ο Βιτόριο θα ήθελε πολύ να μάθει τι ήταν αυτό το τόσο επείγον που τον καλούσε στην πρωτεύουσα. Δεν ήταν δα κανένας πετυχημένος επαγγελματίας σαν τον Ρουτζέρο. Το να λένε ότι «δουλεύει στη Ρώμη» ήταν ένας τρόπος για να ξεφεύγουν από την περιέργεια των γνωστών τους. Στα τριάντα τρία του χρόνια ο Μικέλε απλώς επιβίωνε στη Ρώμη. Έγραφε σε εφημερίδες που μετά από ένα μήνα έκλειναν ή τον ξεχνούσαν, σημάδι ότι η απομάκρυνσή του από το Μπάρι δεν είχε λύσει όλα τα προβλήματα, όπως ήθελαν να πιστεύουν οι ψυχίατροι. Τα ωράρια των τρένων τον εμπόδιζαν ακόμα και να μείνει για φαγητό. Μέσα στην απιθανότητα αυτών των εμποδίων ο Βιτόριο ανακάλυπτε τον ισχυρισμό ενός καθήκοντος προστασίας. Προστασίας δικής τους. Λες και το να βρίσκονται γύρω από ένα τραπέζι μαζί με τον Μικέλε τούς εξέθετε όχι τόσο στην αμηχανία, αλλά στον κίνδυνο. Ήταν ακόμα έτοιμοι να πεταχτούν απ’ το κρεβάτι στον ήχο ενός δοκαριού που καταρρέει φαγωμένο από μια φωτιά που κάποιος έβαλε στο καθιστικό; Η Κλάρα αυτόν τον κίνδυνο θα τον περνούσε. Με τον Μικέλε τη χώριζαν πια εκατοντάδες χιλιόμετρα, οι επαφές τους περιορίζονταν σε εγκάρδια τηλεφωνήματα στις γιορτές. Δεν υπήρχε πια η ασφυκτική σχέση που είχε τόσο προβληματίσει τον Βιτόριο πριν από χρόνια. Και όμως, για χάρη του Μικέλε η μεγάλη του αδελφή θα έπεφτε ακόμα και σήμερα στη φωτιά. Γι’ αυτό, το γεγονός ότι την τελευταία φορά που την είδε ήταν καθώς έβγαινε από εκείνο το δωμάτιο του φάνηκε σαν η πιο πικρή σύμπτωση. Ο Βιτόριο ανέβαινε τα τελευταία σκαλιά της εσωτερικής σκάλας. Ήταν μια περίοδος δύσκολη. Οι δουλειές έτριζαν κάτω από το βάρος της αβεβαιότητας και η υπόθεση του Πόρτο
Άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Καλωσόρισε το δροσερό χάδι της ανοιξιάτικης νύχτας. Ο ουρανός, φωτισμένος από το φεγγάρι, του έδωσε την αίσθηση ότι μπορούσε να διαβάσει κατά παράδοξο τρόπο τους μακρινούς τόπους, λες και στη θέση του αστρικού τίποτα βρίσκονταν η Βραζιλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα... Ο αστερισμός του Λος Άντζελες. Το άυπνο νεφέλωμα του Τόκιο. Ενώ περίμενε να μάθει τη μοίρα της Κλάρας, στο Πουκέτ ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει εδώ και τέσσερις ώρες. Αυτό σήμαινε πως ένας στρατός από μπουλντόζες δούλευε γύρω από το μικρό ξενοδοχείο που κατασκεύαζε με τους εκεί συνεταίρους του. Όσο για την Ταϊλάνδη, θα είχαν πια σταματήσει τη δουλειά, ενώ στην Τουρκία, όπου έφτιαχνε ένα υδροθεραπευτήριο, η ώρα θα ήταν τρεις το απόγευμα. Στην Ιταλία θα είχε τηλεφωνήσει στους διευθυντές των εργοταξίων με το φεγγάρι ήδη ψηλά στον Βόσπορο, αφήνοντας απογυμνωμένο το διάστημα ανάμεσα στις δέκα και τις έντεκα το βράδυ. Ήταν η μοναδική στιγμή που η μηχανή της μικρής αυτο-
41
Αλέγκρο δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Είχε ακούσει την πόρτα να κλείνει και στη συνέχεια είχε δει την κόρη του να ξεπροβάλλει ξαφνικά στο βάθος του διαδρόμου: ένα τελικό σίγμα που μάκραινε μες στο σκοτάδι, μίνι φούστα και άσπρο πουκάμισο, το αδιάβροχο μόλις βγαλμένο απ’ το ντουλάπι, σφιχτά μες στα κιτρινισμένα της δάχτυλα. Πέρασε από δίπλα του μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη, λέγοντας: «Γεια σου, μπαμπά». Ο Βιτόριο δεν μπόρεσε να τη ρωτήσει αν ήθελε να μείνει για φαγητό. Η Κλάρα είχε ήδη βγει στον κήπο, έτοιμη να γυρίσει στο σπίτι της ή να κάνει μια βόλτα στο κέντρο, αφήνοντας πέρα από την είσοδο την υποψία ενός σμήνους πουλιών που σηκώνονταν στον αέρα από μια αμμουδιά χωρίς μάρτυρες. Σαν να σ’ ευλογεί το παιδί σου, είχε σκεφτεί ενστικτωδώς ο Βιτόριο, λες και κάθε πρόβλημα ήταν έτοιμο να λυθεί.
42
κρατορίας του σταματούσε σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή τη στιγμή ο Βιτόριο είχε φτάσει να τη βλέπει σαν μια επικίνδυνη διαρροή. Τέτοια ώρα δεν ήταν άραγε όταν είχε μάθει για το μπλέξιμο με το τουριστικό συγκρότημα στο Πόρτο Αλέγκρο; Και τα εμφράγματα; Και τα δύο μετά το δείπνο. «Όχι εμφράγματα, απλώς αρκετά έντονα περιστατικά στηθάγχης που κατά τα άλλα είχαν αποκατασταθεί πλήρως», επαναλάμβανε ο Ρουτζέρο προσπαθώντας μάταια να καλύψει τη δυσφορία του. Και όμως, στα εβδομήντα πέντε του χρόνια ο Βιτόριο δεν μπορούσε πια να καπνίσει. Στο τένις δεν μπορούσε να πάει πέρα από το πρώτο σετ, και η μνήμη του είχε πάψει πια να είναι εκείνο το θαύμα που οι συνομήλικοί του ζήλευαν τόσα χρόνια. Για να μη μιλήσουμε για το πόσο είχε αλλάξει ο κόσμος. Θα είχε στοιχηματίσει εκατό φορές εναντίον της Αργεντινής, όμως δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι σκέψεις, ξεσπάσματα και εκμυστηρεύσεις εκατομμυρίων εφήβων καρφωμένων μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή μπορούσαν να φουσκώσουν το πορτοφόλι του πιο πονηρού απ’ όλους. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν αρκετές οι εκμυστηρεύσεις ενός συνδικαλιστή –μια πληροφορία σχετικά με τα στελέχη της Φίατ που ετοιμάζονταν να κατεβούν στην πλατεία ενάντια στους τεχνίτες μετάλλου– και ο ίδιος αγόραζε μερικές μετοχές. Τώρα στο διαδίκτυο ταξίδευαν αλγόριθμοι που εξέπεμπαν τεράστιες εντολές κέρδους, που τις έσβηναν ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν ενεργοποιηθούν, στέλνοντας στη στιγμή καινούργιες, κερδοσκοπώντας πάνω στις παραλλαγές που οι ίδιοι δημιούργησαν. Κάποιες νύχτες καθόταν και παρατηρούσε τον έναστρο ουρανό – η γραμμή του κόσμου γύριζε και πάλι γύρω από τον εαυτό της, κι αυτός φοβόταν ότι το θέαμα θα ολοκληρωνόταν έξω από το οπτικό του πεδίο. Η Κλάρα. Μια πασχαλίτσα μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο. Μια ανώνυμη μαύρη κουκκίδα μεταμορφώθηκε στο βαθυκόκκινο καύ-
43
καλο και ξεπρόβαλε απ’ το σκοτάδι της νύχτας. Το πέταγμα, αργό και τρεμουλιαστό, θα μπορούσε να σβήσει μ’ ένα χτύπημα των χεριών. Η όμορφη όψη της έκανε μάλλον σπάνιο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Τα πουλιά ξεγελιόντουσαν για τον αντίθετο λόγο: συνέδεαν εκείνο το κόκκινο πλασματάκι με τις βούλες με το δηλητήριο των μανιταριών. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι μικρές πασχαλίτσες μπορούσαν να ερμηνεύσουν καλύτερα τον ρόλο που τους είχε αναθέσει η φύση: κατέληγαν να καταβροχθίζουν μέχρι και εκατό μελίγκρες την ημέρα, κάνοντάς το με μια λαιμαργία, με μια ταχύτητα, με μια ψυχρή, σπασμωδική κίνηση των σιαγόνων τους, που σε μεγάλη κλίμακα θα κατέληγε αφόρητη για την ευαισθησία των ανθρώπων. Όμοιο με γιαπωνέζικη ομπρέλα, το έντομο έκλεισε πάλι τα έλυτρά του και κάθισε απαλά σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης. Είχε την αίσθηση πως την Κλάρα δεν την είχε καταλάβει ποτέ αρκετά. Οι στιγμιαίες εικόνες της μεγαλύτερης κόρης του αναδύονταν χωρίς καμιά συνάφεια μεταξύ τους. Το μόνο σχετικά λογικό στοιχείο που τις συνέδεε ήταν η χάρη κι ένα αεράκι που καμιά απόχη δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Ήσυχη και σοβαρή μέχρι τα δεκατρία της χρόνια. Λογική χωρίς καμιά σχολαστικότητα στα δεκατέσσερα. Μαγνητική στα δεκαέξι – τζιν και φούτερ με μακριά μανίκια, μαλλιά ριγμένα στους ώμους, στητή και καθωσπρέπει στην καρέκλα του καθιστικού. Ένα είδωλο των Μάγια που το άγγιγμά του απελευθερώνει οράματα του μέλλοντος: οι καραβέλες του Χριστόφορου Κολόμβου, οι μαζικοί βιασμοί των κατακτητών. Στα δεκαοκτώ της έμοιαζε με κάποιες ηθοποιούς του σινεμά με εκλεπτυσμένο στυλ. Οι απαλές, χωρίς υπερβολές καμπύλες, μια Νάταλι Γουντ χωρίς το τελικό φινίρισμα. Ο Βιτόριο δεν μπορούσε να συλλάβει τι συνέβαινε ανάμεσα στις διάφορες μεταμορφώσεις. Χρειάστηκε να περιμένει μέχρι να παντρευτεί η Κλάρα για να καταλάβει ποια ήταν η θέση της στον κόσμο. Όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε δυσκολευτεί
44
πολύ. Η κοπέλα διέσχιζε ανάλαφρα τα δωμάτια της βίλας. Δύσκολο να την ακούσεις να παρεκτρέπεται ή και μόνο να προσπαθήσεις να μαλώσεις μαζί της. Η ηρεμία προσωποποιημένη. Παρ’ όλα αυτά, του φαινόταν πως κατά κάποιον τρόπο αυτή η γαλήνη ήταν απλώς η φωτεινή πλευρά της Σελήνης, και φοβόταν ότι θα του το επιβεβαίωναν εκείνοι που σιγά σιγά κατέληξαν να ωφεληθούν πραγματικά από την παρουσία της κόρης του. Δηλαδή οι άντρες. Οι ενδείξεις –που είχαν κάνει την εμφάνισή τους παραμένοντας για πολύ καιρό στο βάθος του δρόμου– δεν μπορούσαν παρά να θεωρηθούν ανησυχητικές. Το σημαντικό ήταν πως έφεραν πεντακάθαρα το σημάδι της συμφοράς. Σχεδόν μέλη του υποκόσμου. Πλάσματα ανοιχτά ή καλυμμένα εχθρικά απέναντι στην πατρική εξουσία την οποία ο ίδιος αντιπροσώπευε. Έρχονταν και την έπαιρναν το απόγευμα και μέχρι αργά τη νύχτα τα ίχνη της αγνοούνταν. Ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι με τη γυναίκα του, ο Βιτόριο άκουγε τον ήχο της κλειδαριάς στον κάτω όροφο. Του φαινόταν πως ένιωθε τα μαλλιά της Κλάρας να ξεφορτώνονται τη χλευαστική νυχτερινή δύναμη με την οποία τα είχε φορτίσει μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Όταν επιχειρούσε να την επιπλήξει, το όμορφο στόμα της κόρης του χαλάρωνε, κι έπαιρνε μια έκφραση που είχε κάτι το μελαγχολικό. Παρόλο που στεκόταν μπροστά του, ήταν απούσα, όπως τις φορές που δεν ήταν στο σπίτι. Εκείνες τις στιγμές ο Βιτόριο όχι μόνο δεν καταλάβαινε το πού αλλά και το τι πράγμα ήταν αυτή του η κόρη, η κόρη της οποίας η ύπαρξη διαλυόταν μπροστά στα μάτια του, αφήνοντας στη θέση της τη γυμνή συστολή μιας δυσαρέσκειας, ίσως ακόμα κι ενός πόνου μπροστά στον οποίο ήταν αναγκασμένος να υποχωρήσει. Η φωνή της Κλάρας έπαιρνε σάρκα και οστά αλλού, δροσερή τώρα και καμπανιστή, με μια μορφή που ο πατέρας της δεν είχε το δικαίωμα ν’ ακούσει από κοντά. Ο Βιτόριο διέσχιζε τον διάδρομο του επάνω ορόφου – μια ξαφνική σιωπή μετά το
Η επιστολή, υπογεγραμμένη από τον βοηθό λυκειάρχη, είχε έρθει λίγους μόλις μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Ο Βιτόριο έστειλε τη γυναίκα του να μιλήσει με τους καθηγητές. Το επόμενο βράδυ η Άννα Μαρία γύρισε σπίτι με μια έκφραση που επιβεβαίωσε τις ανησυχίες του. «Θα σου τα πω όλα, δώσε μου όμως τον λόγο σου ότι δεν θα συγχιστείς», είπε βάζοντάς του ένα ποτήρι παγωμένο κρασί. Το πρόβλημα δεν ήταν οι κακές σχολικές επιδόσεις του Μικέλε, αλλά το πόσο ανεξήγητος ήταν τελικά ο ίδιος. Όταν τον εξέταζαν στην ιστορία, δεν άνοιγε το στόμα του. Όταν τον σήκωνε στον πίνακα η καθηγήτρια των μαθηματικών, εξαντλούσε όλη του τη θέληση τρίβοντας την κιμωλία με τα δάχτυλά του. Όσο για το διαγώνισμα της γλώσσας, είχε απαλλαγεί από την ενόχληση με μια παράλογη πλημμυρίδα γνώσεων. «Αυτό και μόνο», είπε η Άννα Μαρία, «σου δίνει μια ιδέα πόσο έχουμε μπλεχτεί». Το διαγώνισμα ζητούσε από τα παιδιά να σχολιάσουν μια σκέψη του Μαρκ Μπλοχ την οποία είχαν συζητήσει στην τάξη: «Η αδυναμία κατανόησης του παρόντος προκύπτει μοιραία από την άγνοια του παρελθόντος». Στο τέλος της δεύτερης ώρας ο Μικέλε είχε παραδώσει την κόλλα του με ζωγραφισμένα στα περιθώρια παράξενα ζωάκια, ενώ το κεντρικό μέρος περιείχε μια μεγάλη παράγραφο χωρίς κανένα νόημα
45
δωμάτιο του Μικέλε. Ακόμα λίγα βήματα και λίγα γέλια, με τη δικαιολογία πως έπνιγαν ο ένας τον άλλον κατέληγαν ν’ αγκαλιαστούν. Τότε ο Βιτόριο ανησυχούσε. Τα παιδιά μολύνουν εύκολα το ένα το άλλο, και ο Μικέλε είχε αρχίσει να συγκεντρώνει πάνω του ένα σωρό στραβά. Κι αυτό δεν ήταν απλώς ιδέα του. Το επιβεβαίωνε ένας φάκελος με τη σφραγίδα του γραφείου εκπαίδευσης.
46
(«το παράθυρο του δωματίου βλέπει στον κήπο», η ακατανόητη επίθεση που έπιανε μισή σελίδα), της οποίας η μόνη σχέση με το θέμα μπορούσε να βρεθεί σε μια αιχμηρή πρόταση που την είχε αντιγράψει ποιος ξέρει από πού: «ίσως όμως να είναι εξίσου μάταιο να προσπαθεί κανείς να καταλάβει το παρελθόν, όπου τίποτα δεν είναι γνωστό από το παρόν». Και σαν μην έφτανε αυτό, η καθηγήτρια των αγγλικών τής είπε πει πως στο μάθημά της ο Μικέλε ζητούσε διαρκώς να πάει στην τουαλέτα. «Βλέπετε, κυρία, δεν καταλαβαίνω αν ο...» «Αν ο γιος μου», είπε η Άννα Μαρία προσπαθώντας ν’ αλλάξει πορεία και να επιβεβαιώσει τη σκέψη της καθηγήτριας. «Το παιδί», είπε η καθηγήτρια χωρίς να ανταποκριθεί στην προσπάθεια της άλλης, «... δεν καταλαβαίνω αν πάσχει από κάποιο νευρολογικό πρόβλημα ή αν απλώς βρήκε κάποιον τρόπο για ν’ αποφεύγει να εξετάζεται». Δεν επρόκειτο για τις πρώτες παραξενιές του Μικέλε. Και προφανώς το παιδί ήταν κάθε άλλο παρά ανόητο, κατέληξε η Άννα Μαρία αλλάζοντας θέση στον καναπέ. Ίσως να επρόκειτο για μια πράξη διαμαρτυρίας που ίσως είχε ξεφύγει πια κι από τον ίδιο. «Υποφέρει με νευρωτικό τρόπο από ναρκισσισμό. Συμβαίνει συχνά στους εφήβους». «Τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε;» Αυτή η φράση πρόσφερε στην Άννα Μαρία μια ελευθερία κινήσεων που δεν θα ήταν ποτέ τόσο ανόητη ώστε να την πάρει από μόνη της. Χρησιμοποιώντας την αφοσίωση που ένιωθε απέναντι στον Ρουτζέρο –και, φυσικά, απέναντι στην Κλάρα και την Τζόια– ήταν διατεθειμένη να φορτωθεί ένα πρόβλημα που θεωρητικά δεν την αφορούσε, το πρόβλημα που μια άλλη στη θέση της θα είχε ανεμίσει εκβιαστικά. Καταπληκτικό, αξιοθαύμαστο. Αυτά ήταν, αντίθετα, τα επίθετα που αντηχούσαν στο μυαλό του Βιτόριο μετά από κάθε συζήτηση σχετικά
Ήταν ένα υπέροχο απόγευμα, εκτός εποχής, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, ένα από εκείνα τα τελευταία απομεινάρια που το καλοκαίρι εναποθέτει σ’ ένα μέρος έξω από τον κόσμο για να εμποδίσει τη θερμοκρασία να ανεβεί υπερβολικά, και που κάποιες μέρες κάνει πόλεις σαν το Μπάρι να φωτίζονται με μια ομορφιά απίστευτη, ακόμα και μέσα στον Αύγουστο. Ο Βιτόριο είχε γυρίσει νωρίς στο σπίτι. Ήθελε να κάνει ένα ντους και να ξαπλώσει στον καναπέ για να σκεφτεί με την ησυχία του τα θέματα της δουλειάς του πριν το βραδινό φαγητό. Είχε ξεχάσει τι μέρα ήταν, όμως οι ένοικοι του σπιτιού έμοιαζαν αποφασισμένοι να σαμποτάρουν κάθε μικρή του αμνησία.
47
με τον Μικέλε, μια και ο Μικέλε ήταν η δοκιμασία που καθημερινά έπρεπε να βιώνουν αν ήθελαν να διατηρήσουν τον γάμο τους. Η Άννα Μαρία είπε ότι το θέμα ήταν ιδιαίτερα λεπτό: «Μην προσπαθήσεις να το λύσεις με χαστούκια». Ο Βιτόριο δεν θα σήκωνε ποτέ χέρι σε κανένα από τα παιδιά του. Παίρνοντας όμως την άδεια που δεν έκανε το λάθος να απαιτήσει, η Άννα Μαρία χρησιμοποιούσε ένα ρητορικό επιχείρημα για να κερδίσει όλα τα υπόλοιπα. Ήταν το πρώτο μορφωμένο ανθρώπινο πλάσμα με το οποίο ο Βιτόριο διατηρούσε πιο στενές σχέσεις από αυτές που τον συνέδεαν με τους πολιτικούς μηχανικούς των εργοταξίων του. Αν και το θέμα κατά βάθος δεν τον εντυπωσίαζε, επιδρούσε βαθιά σ’ εκείνο το μέρος μέσα μας –πιο επιφανειακό και κρυφό– στο οποίο καθημερινά ζητάμε επιβεβαίωση για τις προόδους της ζωής μας. Το πτυχίο της έβαζε την Άννα Μαρία στη θέση να κλείνει θέματα τα οποία εκείνος προτιμούσε να πιστεύει πως δεν ήταν σε θέση ν’ αντιμετωπίσει. Ο Βιτόριο δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει όταν εκείνη είπε πως ένας ψυχίατρος ίσως να έκανε καλό στο παιδί.
48
Άφησε την ατζέντα του στην είσοδο. Έβγαλε το σακάκι του. Ανέβηκε στον επάνω όροφο. Ανάλαφρη και νυσταγμένη, μ’ ένα μαύρο τζιν Ράνγκλερ κι ένα καρό πουκάμισο, την είδε να βγαίνει από την πόρτα πίσω από την οποία θα εμφανιζόταν πάλι μετά από δεκαοκτώ χρόνια, κρατώντας σφιχτά στα χέρια της το παλιό αδιάβροχο. Η κόρη του τού έφραξε τον δρόμο. Τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια ότι η μαμά είχε κλείσει ραντεβού για το απόγευμα με τον ψυχίατρο. Ήταν αρκετό να τον ακούσει ν’ αναστενάζει για να σχολιάσει. «Δεν σας το συνιστώ». Το είπε χαμογελαστά, με τα μάτια κατεβασμένα, χωρίς να του δώσει χρόνο ν’ απαντήσει. Δεν μπορούσες να καταλάβεις αν επρόκειτο για επίπληξη ή για προειδοποίηση. Δεν σας το συνιστώ. Μετά η Κλάρα κατέβηκε ξυπόλυτη στον κάτω όροφο. Η Άννα Μαρία γύρισε στο σπίτι στις οκτώ. Στον δρόμο είχε περάσει κι είχε πάρει την Τζόια από το κολυμβητήριο. Ο Βιτόριο είδε να μπαίνει μια γυναίκα εκνευρισμένη, ένα αγόρι που έμοιαζε λες και του είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι κι ένα κοριτσάκι που πετούσε μισό μέτρο πάνω από τη γη, συνεπαρμένο από το ότι δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Ο Μικέλε ξεκίνησε για τον επάνω όροφο. Η Τζόια τον προσπέρασε τρέχοντας. Η Άννα Μαρία πήγε κατευθείαν στην κουζίνα. Όταν ο Βιτόριο την πλησίασε, τη βρήκε να κόβει τις πατάτες. «Κοίτα, έχω τρομερό πονοκέφαλο. Θα μιλήσουμε με ηρεμία αύριο το πρωί». Τον τσάντιζε να τον αποκλείουν πάνω στο καλύτερο από τα οικογενειακά θέματα. Του προκαλούσε έναν εκνευρισμό που μεγάλωσε αμέσως μόλις, γυρίζοντας στο σαλόνι, τον τύφλωσε μια αστραπή πίσω από την τζαμαρία. Η φωτεινή πηγή στριφογύρισε γύρω απ’ τον εαυτό της πέρα από την αυλόπορτα. Χωρίς να περιμένει ν’ ακούσει το θυροτηλέφωνο, η Κλάρα έτρεξε προς την είσοδο. Κρατούσε ένα κράνος. Από την τζαμαρία ο
49
Βιτόριο είδε ένα σμήνος από έντομα, ενοχλημένα από τα φανάρια μιας μηχανής μεγάλου κυβισμού. Δεν ήταν απλώς γρήγορη, ήταν σαν βίντεο που πηδάει σκηνές – πριν προλάβει να της πει λέξη για την ώρα που έπρεπε να γυρίσει, ο Βιτόριο είδε μέσ’ από την τζαμαρία την αντανάκλασή της να σπάζει στα δύο και στη συνέχεια να ανασυντίθεται στο πίσω μέρος της σέλας. Στο δείπνο ο Μικέλε, με κατεβασμένο το κεφάλι, έπαιζε με τα λαχανικά στο πιάτο του. Η Άννα Μαρία έτρωγε διαβάζοντας ένα περιοδικό και η Τζόια κατάφερνε να τη μιμηθεί χωρίς να διαβάζει τίποτα. Ο Ρουτζέρο ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του και μελετούσε. Ευτυχώς χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Βιτόριο κουβέντιασε μισή ώρα με έναν από τους μηχανικούς του. Έπεσε στο κρεβάτι παίρνοντας μαζί του την εφημερίδα. Τον πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει. Όταν ξύπνησε, η γυναίκα του κοιμόταν πλάι του. Το σπίτι ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Ο Βιτόριο αναρωτήθηκε αν είχε γυρίσει η Κλάρα. Το φωτάκι του βίντεο αναβόσβηνε χωρίς ο ίδιος να μπορεί να καταλάβει τι ώρα ήταν. Έκλεισε τα μάτια. Ένας δρόμος στις άκρες της πόλης, μακρύς και ίσιος. Τα φώτα των αυτοκινήτων περνούσαν από μπροστά του και καθρεφτίζονταν στο στροφόμετρο. Ο ουρανός αντήχησε από το ροχαλητό του. Στο τέλος του δρόμου υπήρχε ένα κτήριο με εκατό ορόφους. Είδε το σημείο όπου ήταν παρκαρισμένη η μηχανή. Στριφογύρισε μες στα σεντόνια. Η βρύση του μπάνιου έσταζε. Κάποιος γέλασε. Οι ομόκεντροι κύκλοι διαλύθηκαν πλημμυρίζοντας τον ύπνο του με τη δύναμη της εικόνας. Η κόρη του γελούσε μέσα στα μαξιλάρια της κρεβατοκάμαρας. Η σκιά της κοπέλας έγερνε προς τα εμπρός, γλιστρούσε πάνω στην αντρική φιγούρα και ξανασηκωνόταν. «Βιτόριο!» Άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Κάτι κινήθηκε μέσα στα δάχτυλά του και τα έσφιξε πιο δυνατά. Το πόδι της Άννας Μαρίας τραβήχτηκε πάλι μέχρι που του ξέφυγε τελείως. Ο Βιτόριο τι-
50
νάχτηκε. Το βίντεο αναβόσβηνε. Η λάμψη είχε κάτι το παράξενο. Έβηξε. Έβηξε κι η γυναίκα του. Από τον διάδρομο μια πορφυρή λάμψη μια φούντωνε και μια χαμήλωνε. Άκουσε βήχα από το διπλανό δωμάτιο. Κάτι κατέρρευσε με θόρυβο στο κάτω πάτωμα. Η γυναίκα του ούρλιαξε. Ο Βιτόριο ξύπνησε οριστικά. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι. Έτρεξε στον διάδρομο. Είδε τον χορό των σκιών στον τοίχο. Βρέθηκε μπροστά στη σκάλα και αντίκρισε τη φωτεινή μπάλα που μούγκριζε τριγυρισμένη από σύννεφα καπνού. «Φωτιά! ξυπνήστε!» Έτρεξε στον κάτω όροφο. Όταν η αύξηση της θερμοκρασίας ήταν πια προφανής (με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στα κύματα της ζέστης), κατάλαβε ότι η στρατηγική του ήταν λάθος. ξανανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Μια σκιά πέρασε από μπροστά του τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Ρουτζέρο. Ο Βιτόριο μπήκε πάλι στην κρεβατοκάμαρά του. Άνοιξε διάπλατα το ντουλάπι, πήρε μια μάλλινη κουβέρτα. Κατευθύνθηκε και πάλι προς το σαλόνι. Του φάνηκε πως είδε τη γυναίκα του να χάνεται πίσω από τα σύννεφα καπνού. Κρατούσε απ’ το χέρι την Τζόια. Όρμησε με την κουβέρτα στη φωτιά. Αμέσως κατάλαβε ότι το ξύλινο δοκάρι είχε καταρρεύσει. Άκουγε τα πάντα να βρυχώνται, κουνούσε την κουβέρτα σηκώνοντας σμήνη από σπίθες. Ενώ πάλευε, του φάνηκε πως κατάλαβε την ευφυΐα της φωτιάς, την πεισματική της θέληση να σβήσει ό,τι ήταν δικό του. Κι αυτό τον έκανε να παλέψει πιο δυνατά, αγνοώντας τον πόνο στα μπράτσα του. Βγήκε στον κήπο βήχοντας. Η πρόσοψη μαυρισμένη, η πιτζάμα του καψαλισμένη, είχε όμως νικήσει. Πέρασε το χέρι του απ’ το μέτωπό του. Στο κάτω μέρος της σκάλας βρήκε τη γυναίκα του και την Τζόια. Το κοριτσάκι έκλαιγε τρομοκρατημένο. «Όλα είναι εντάξει, όλα είναι εντάξει», ψέλλισε εκείνος. Στο μεταξύ άρχισε να κοιτάζει γύρω του. Οι κορυφές των πεύκων ανέμιζαν στον αέρα. Όσο είχες το κάτω χέρι στη μάχη,
51
η διαύγεια αποτελούσε μειονέκτημα. Μετά οι αισθήσεις άρχισαν να οξύνονται. Η σκιά σ’ ένα πρόσωπο πριν μερικές ώρες. Ο Βιτόριο διέσχισε το δρομάκι και κατευθύνθηκε με σιγουριά προς το σιντριβάνι. Γύρισε προς τους θάμνους, συνέχισε ν’ απομακρύνεται από τα φώτα της βίλας. Τον βρήκε καθισμένο κάτω από ένα φοίνικα. Δεν είχε καν ξεφορτωθεί το μπιτόνι με τη βενζίνη. Το κρατούσε στα χέρια του σαν σωσίβιο. Ο Μικέλε σήκωσε το βλέμμα. Η ένοχη έκφρασή του έσφιξε στον Βιτόριο έναν κόμπο που είχε ήδη συρρικνωθεί κι είχε γίνει ένα κεφάλι καρφίτσας. Θα έπρεπε να τον αρχίσει στις κλοτσιές για να σταματήσει αυτή την αίσθηση. «Τι πήγες κι έκανες;» είπε για να κερδίσει λίγο χρόνο. Η επίσκεψη στον ψυχίατρο ήταν λάθος, σκέφτηκε, ήταν σαν να προσπαθούσε κανείς να λύσει επιφανειακά ένα πρόβλημα. Το αίμα και η αργή του ανακύκλωση. Οι αισθήσεις συνέχισαν να παλεύουν μέσα του, όμοιες με φυτά της ίδιας γλάστρας που ανταποκρίνονται στην ανατολή του ήλιου – ένιωσε τον πόνο των δυο σχεδίων, το ένα πάνω στο άλλο, και τότε μόνο η προδοσία τον γέμισε με νόημα. «Έλα, πάμε, σήκω!» είπε σοβαρός. Άφηνε την οργή του να κυλήσει και να πάρει μια μορφή ανολοκλήρωτη. Αν αναγκαζόταν να την οδηγήσει στην αφετηρία της –στη γυναίκα που είχε γεννήσει αυτόν τον γιο– θα ένιωθε τις δυνάμεις του να σβήνουν. Περπάτησαν ο ένας δίπλα στον άλλον εξαντλημένοι, με βήμα αργό, προς την είσοδο της βίλας. Ο Μικέλε είχε μαζί του το μπιτόνι, παράλογα, απερίσκεπτα, μια απόδειξη αυτοτραυματισμού που προκαλούσε την οργή του πατέρα του. Η Άννα Μαρία πάγωσε. Μετά ο Ρουτζέρο. Λεπτός και μανιασμένος, ο πρωτότοκος γιος παρακολουθούσε τη σκηνή από την κορυφή της σκάλας, φορώντας ένα πουλόβερ κι ένα πράσινο εσώρουχο. Ήταν έτοιμος να τους επιτεθεί. Δεν ήταν η πα-
52
ράλογη παλικαριά του ετεροθαλούς αδελφού. Δεν ήταν ο Βιτόριο που δεν τον άρχιζε στα χαστούκια, ούτε καν η μητέρα του, τόσο πεισματάρικα να προσποιείται ότι τα βάρη ήταν ίδια σε μια ζυγαριά με διαφορετικές πλάστιγγες. Δεν ήταν η οκτάχρονη μικρή, που δεν μπορούσε να συλλάβει ότι υπήρχαν συνομήλικές της που δεν τις είχε αγγίξει ποτέ η αγωνία για ένα χαμένο κολιέ με μπριγιάν, ούτε η κοπέλα των δεκαοκτώ χρονών στην οποία κανείς δεν μπορούσε να επιβάλει το παραμικρό. Ήταν η οικογένεια στο σύνολό της. Αυτό ήταν το πρόβλημα του Ρουτζέρο: αυτή η συνάθροιση τρελών που χρησιμοποιούσε η μοίρα για να τον αποσπάσει από τη μοναδική δραστηριότητα που θα τον ελευθέρωνε, το πλήκτρο που έπρεπε να πατήσει μέχρις ότου το αντίδωρο της τρέλας, που σε ευθεία γραμμή έτρεφε και τον ίδιο, γίνει ένας γυμνός κρίκος που δεν μπορούσε να μεταδώσει πια τίποτα, η μελέτη, η φανατική μελέτη της ιατρικής στην οποία αφοσιωνόταν χωρίς να χάνει στιγμή. Ο Βιτόριο είδε τον Ρουτζέρο να σκύβει μπροστά. Ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει και τον μεγάλο του γιο. Πριν όμως προλάβει να πει λέξη, άκουσε ένα θόρυβο πίσω του. Είδε τα στοπ της μοτοσικλέτας να σβήνουν σιγά σιγά πάνω στα σίδερα της καγκελόπορτας, όμοια με νερό που στεγνώνει. Στο βάθος του δρομάκου έκανε την εμφάνισή της η Κλάρα. Ο Βιτόριο κατέβηκε τις σκάλες. Βγαίνοντας από τη σκιά, η κοπέλα εμφανίστηκε με το πουκάμισο τσαλακωμένο και τα πόδια της, μέσα στο τζιν της, να μην αλλάζουν ταχύτητα (φαινόταν μάλιστα σαν να επιβράδυνε), πράγμα που εξόργισε ακόμα περισσότερο τον πατέρα της. Το να επιδεικνύει μ’ αυτόν τον τρόπο την ηρεμία της ήταν μια ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη σεβασμού, λες και δεν υπήρχε τίποτα το παράξενο στο να τους βρίσκει όλους μαζεμένους στην πόρτα του σπιτιού στις τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα, με τον καπνό να συνεχίζει να βγαίνει από την είσοδο. «Πού ήσουν κι άργησες τόσο;»
Ο Βιτόριο απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Οι κουρτίνες μόλις που κουνιόντουσαν. Η πασχαλίτσα ήταν πάντα εκεί, κλεισμένη στον εαυτό της, πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης. Κάθισε πίσω απ’ το γραφείο. Το μαύρο στον ουρανό αντιστεκόταν στον ερχομό της αυγής. Έφερε το ένα χέρι στα μάτια του και σκέφτηκε το χειρότερο. Θα έπρεπε να ξεπεράσει την αλλαγή επιπέδου ανάμεσα στον σπαραγμό και την προσομοίωση του σπαραγμού με την οποία ερχόταν τώρα αντιμέτωπος. Θα έπρεπε να πάει στον επάνω όροφο για να πει τα νέα στη γυναίκα του και στην Τζόια. Να τηλεφωνήσει στον Ρουτζέρο. Για να μην πούμε για τον Αλμπέρτο. Πήγαινε στοίχημα ότι ο άντρας της Κλάρας δεν είχε ιδέα. Όμως ακόμα και τότε, αν δεν πάθαινε στο μεταξύ έμφραγμα, και πάλι δεν θα ήταν ασφαλείς. Διακόσιες πενήντα βίλες στη σειρά στην παραλία του Γκαρ-
53
Προσπάθησε να το πει σαν να την έφτυνε. «Είχαμε ένα πρόβλημα με τη μηχανή, εντάξει;» Ανασήκωσε το κεφάλι σκάζοντας μόλις ένα σκανδαλισμένο χαμόγελο. Του Βιτόριο του φάνηκε σαν να δήλωνε το αντίθετο (δεν είχαμε κανένα πρόβλημα με τη μηχανή, είχα πάει να πηδηχτώ ενώ το σπίτι έπιανε φωτιά) με μια δύναμη που εκείνος δεν την είχε υπολογίσει και δεν μπόρεσε να την ανταποδώσει, γιατί θα έπρεπε τότε να παραδεχτεί πως η μορφή της Κλάρας ενσάρκωνε τέλεια τη μορφή που είχε δει στον ύπνο του λίγο πριν. Μετά ο Βιτόριο κατάλαβε. Εκείνη συνέχισε να τον παρατηρεί μ’ ένα είδος αγανακτισμένης έκπληξης ανάμικτης με αταραξία, με τέτοιον τρόπο –σκούρο καφέ μέσα σε ανοιχτό πράσινο– που ο Βιτόριο διέκρινε στα μάτια της τα μάτια του ετεροθαλούς αδελφού της. Ο Μικέλε ήξερε. Ήξερε ότι η Κλάρα δεν ήταν στο σπίτι. Διαφορετικά δεν θα είχε βάλει ποτέ φωτιά στο σαλόνι.
54
γκάνο. Mόλις τελειωμένες, μερικές ήδη πουλημένες. Το συγκρότημα κατοικιών του Πόρτο Αλέγκρο μπορούσε να γίνει η μαύρη τρύπα που θα τους κατάπινε όλους. Η εισαγγελία της Φότζα είχε καταθέσει στο δικαστήριο αγωγή κατάσχεσης για την παραβίαση ορισμένων νόμων τους οποίους ο ίδιος ο Βιτόριο προσπαθούσε να καταλάβει. Ένα τρομερό μπλέξιμο στο οποίο ήταν ανακατεμένοι εμπειρογνώμονες, τεχνικοί, περιβαλλοντολόγοι, ανταγωνίστριες εταιρείες και νομικοί κάθε τύπου. Θα έπρεπε να παλέψει με όλες του τις δυνάμεις. Έτσι, αν είχε συμβεί στην Κλάρα το χειρότερο –σκέφτηκε κοιτάζοντας το καντράν του κινητού του– δεν θα είχε αρκετές δυνάμεις. Σε μια ακραία προσπάθεια αντίδρασης θα μπορούσε ίσως να βγάλει για φαγητό κάποιον δήμαρχο ή αντιδήμαρχο. Μετά θα άρχιζε να υποχωρεί, παρασυρμένος από τα γεγονότα. Αν το σκεφτόταν κανείς, ήταν εντυπωσιακό. Όλη του η ζωή ήταν μια ισοδύναμη αύξηση τύχης και απειλής. Δεν καταλάβαινε αν ήταν κάτι που είχε να κάνει με τη φύση των ανθρώπων ως ατόμων ή με τη φύση των επιχειρήσεων γενικά, των οποίων η ψυχή θα έμοιαζε σ’ αυτή την περίπτωση πραγματικά σατανική, όμοια με τον μικρό δαίμονα που του φαινόταν κάθε τόσο πως διέκρινε στις τζαμαρίες των τραπεζών τις μέρες με εκτυφλωτικό ήλιο. Κατά τα άλλα, όλα όσα υπόσχονταν να ξαναμπούν στη θέση τους ταξίδευαν μέσα στη νύχτα σε αναζήτηση διάψευσης. Αυτό που θα μπορούσε να πει ο Βιτόριο μέχρι την προηγούμενη νύχτα ήταν πως η Κλάρα είχε μπει σε μια σειρά. Μια μέρα χώθηκε στο καλύτερο κομμωτήριο του Μπάρι και τελείωσε μια και καλή με τα ανακατεμένα μαλλιά που της έφταναν μέχρι τον κώλο. Μια άλλη μέρα (μια μέρα υπέροχη) είχε διαγράψει όλα εκείνα τα τζιν παντελόνια και τα καρό πουκάμισα. Τα παπούτσια από μαυρισμένο ύφασμα σε μια γωνιά του μπάνιου σαν απόδειξη ενός εγκλήματος που είχε διαπραχθεί την προηγούμενη νύχτα. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν κι αυτά. Είχε
55
ορμήσει από την περιστρεφόμενη πόρτα των εποχιακών αλλαγών, ανεμίζοντας ένα χτένισμα αντάξιο της Τζάκι Κένεντι. Αυτό συνέβη την περίοδο που ο Μικέλε είχε γυρίσει από τη στρατιωτική του θητεία και ο απειροστός ψυχίατρος είχε αποφανθεί πως ο μοναδικός τρόπος για να ξανασταθεί στα πόδια του ήταν ν’ αλλάξει περιβάλλον. Ο Μικέλε είχε μετακομίσει στη Ρώμη. Η Κλάρα είχε αρχίσει να συχνάζει στα πάρτι νεαρών, πολλά υποσχόμενων δικηγόρων. Πάρτι μηχανικών, γιατρών. Μερικές φορές ο Βιτόριο την έβρισκε σε μέρη όπου ήταν καλεσμένος και ο ίδιος. Βραδινό φόρεμα. Ταγιέρ και ψηλά τακούνια. Φυσικά, μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε. Έναν ηλίθιο, είχε σκεφτεί ο Βιτόριο βλέποντας τον Αλμπέρτο για πρώτη φορά. Έναν μηχανικό σαράντα δύο χρονών, έξυπνο, υπεύθυνο και αρκετά καταρτισμένο. Αυτό ήταν κάτι που με τον καιρό αναγκάστηκε να το παραδεχτεί. Ποτέ δεν υπήρξε πρόβλημα στα εργοτάξια που του εμπιστεύτηκε μετά τον γάμο. Η άκρη του ματιού του έπιασε μια λάμψη στην άκρη του γραφείου. Ο Βιτόριο άπλωσε το χέρι κι έπιασε το κινητό. «Εμπρός», είπε. Κατόπιν έγνεψε. Ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό. Έφερε ενστικτωδώς το δεξί χέρι στο στήθος του. Από την άλλη μεριά της γραμμής η φωνή δεν φαινόταν σε θέση να φτάσει στην ουσία. Το είπε ο ίδιος. Αυτοκτονία. Το είπε πριν η φωνή συνεχίσει να χαϊδεύει λέξεις που δεν οδηγούσαν πουθενά, όπως «σώμα» και «βρέθηκε». Το χέρι του σφίχτηκε και σταμάτησε στο πουκάμισό του. Πέντε λεπτά αργότερα ο Βιτόριο κοίταζε γύρω του με έκπληξη. Ζύγιαζε τη σιωπή μες στο δωμάτιο χωρίς να βρίσκει ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στο πριν και το μετά. Ο κόσμος ήταν πάντα εκεί. Ο ίδιος ήταν πάντα εκεί. Σε λίγο ο ουρανός θ’ άρχιζε να φωτίζεται, κι αυτός θα ένιωθε στην επιδερμίδα του τη θερμοκρασία ν’ ανεβαίνει. Παρόλο που η είδηση κατακρη-
56
μνιζόταν μέσα του ίδια με τσιμεντένια μπάλα, εκσφενδονισμένη από την κορυφή της σκάλας, ο ίδιος ήταν αναμφισβήτητα ακόμα ζωντανός. Αν είχε υπάρξει κάποια αλλαγή, αυτή αφορούσε στην αντίληψη του χρόνου. Ένας σωρός από μπάζα είχε συσσωρευτεί σιγά σιγά σ’ ένα τυφλό σημείο συγκέντρωσης. Τώρα οι μπουκαπόρτες είχαν πια ανοίξει κι εκείνος έπρεπε να βιαστεί. Δεν έμενε πολλή ώρα μέχρι τις εννιάμιση. Εκείνη την ώρα από το δωμάτιο της Τζόια θα ακουγόταν ένα τιτίβισμα (τηλεφώνημα σε μια φίλη από το πανεπιστήμιο, στον αρραβωνιαστικό της) που θα σηματοδοτούσε το ξύπνημα της μικρής. ξημερώνοντας όμως θα εμφανιζόταν στην κουζίνα η γυναίκα του. Θα ετοίμαζε το νερό για το τσάι και θα καθόταν να το περιμένει, με την πλάτη στη μοναχική φλογίτσα, στητή και σκεφτική μέσα στην ημιδιαφανή ρόμπα της, παρακολουθώντας τον κήπο να βγαίνει αργά από τις σκιές. Ο Βιτόριο έριξε το βλέμμα του στη βιβλιοθήκη. Η πασχαλίτσα είχε χαθεί. Πήρε το κινητό κι άρχισε να τηλεφωνεί.