ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
©
Copyright Φωτεινή Τσαλίκογλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6137-7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Αρχή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 20:10 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο χρόνος τρέχει, ο χρόνος τρέμει . . . . . . . . . Ένας θάνατος αλλιώτικος . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 20:55 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 20:58. Η πρώτη εκδρομή στα ιαματικά και μολυσμένα νερά . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 21:15 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 21:20. Με μάτια ανοιχτά στο περίπτερο με τις εφημερίδες . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 21:30. Πριν από εξήντα οχτώ χρόνια, τρία γράμματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το μαξιλάρι της . . . . . . . . . . . . . . . . . . Θα πάρει μαζί της . . . . . . . . . . . . . . . . Ο κύριος που το καλοκαίρι φορούσε παλτό . . .
. . . . .
15 28 31 35 39
. 40 . 48 . 49 . . . .
53 60 63 65
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Ω ΡΑ 22:00 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 69 Ω ΡΑ 22:30. Τα νεογιλά δόντια . . . . . . . . . . . 71
Σταυρόλεξα, σουντόκου και τρία βιβλία . . . . . Ω ΡΑ 23:00 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 23:01. Ο χιονάνθρωπος . . . . . . . . . . . Τα όνειρα των άλλων . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 23:45. Το κρεβάτι της αδερφής της . . . . ΩΡΑ 23:50. Let it snow! Let it snow! Let it snow! . Μαμά, ξέχασα πότε πέθανες . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 00:10 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η γάτα ανήκει στον Διάβολο . . . . . . . . . . . Καρλότα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 00:30. Η υπόσχεση . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 00:40 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 01:00. Τουρκικό ναυαγοσωστικό. Tamam Sana . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ταξίδι στην Πόλη . . . . . . . . . . . . . . . Τσουκούρτζουμα . . . . . . . . . . . . . . . . . Kar. Μαμά και κόρη επιστρέφουν . . . . . . . . Αν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 02:00. Σαν κουκκίδες οι άνθρωποι από εδώ ψηλά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 02:55. Silver Alert . . . . . . . . . . . . . Ένα βότσαλο . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . .
81 84 89 93 99 103 103 107 108 115 120 123
. . . . .
125 129 142 151 159
. 161 . 166 . 173
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
Ο Βλάσης κι αυτό που λέμε «έρωτας» . Ω ΡΑ 05:10. Ο θάνατος της ξένης κόρης Καταλίνα Τρέιλ . . . . . . . . . . . . . Ω ΡΑ 06:00. Γιαγιά Σουμέχαλα . . . . Ω ΡΑ 08:00 . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . .
. . . . .
. . . . .
. . . . .
. . . . .
. . . . .
177 182 189 196 206
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 209
Στον Κωνσταντίνο, για λόγους που μόνο εκείνος, εν μέρει, γνωρίζει
Το μυαλό είναι πλατύτερο από τον ουρανό. Ε ΜΙΛΙ Ν ΤΙΚΙΝΣΟΝ
Αρχή
Ν προετοιμάζεσαι για το ακραίο, μικρή Ευρυδίκη. Για το ανείπωτο. Για εκείνο που δεν χωράει σε λέΑ
ξεις και σου είναι δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, ακόμα και να το φανταστείς. Αυτό είναι η ζωή, μικρή Ευρυδίκη. Στο μεταξύ, μοχθείς για να διακρίνεις τους δικούς σου ανθρώπους από τους άλλους, τους ξένους και τους εχθρούς, κοπιάζεις για να ξεχωρίσεις τα παιχνίδια από τα πεδία μάχης, τις κρυφές οβίδες και τις ξεχασμένες από τον πόλεμο νάρκες. Όμως, τώρα, αυτή τη νύχτα και μέχρι να ξημερώσει η Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου του 2019, θα πρέπει να συγκεντρώσεις όλες σου τις δυνάμεις, όλο το σθένος και το κουράγιο σου, για να αφοσιωθείς σε ένα και μόνο πράγμα: στα ρούχα, τα βιβλία, τα προσωπικά είδη υγιεινής που θα πάρεις μαζί σου. Τα πιο πολλά θα τα αφήσεις. Δεν υ
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
πάρχει αρκετός χώρος εκεί που πας. Θα είναι ένα ευρύχωρο δωμάτιο. Πάνω από σαράντα τετραγωνικά. Δεν παύει, όμως, να είναι περιορισμένο. Για το μπαλκόνι και τη θέα στη θάλασσα έχεις ήδη μεριμνήσει. Αλλά αυτό δεν διευρύνει αισθητά το χώρο. Όλα σου τα υπάρχοντα θα πρέπει να χωρέσουν σε μια, το πολύ δυο βαλίτσες κι ένα νεσεσέρ χειρός. Πώς και με ποια κριτήρια θα διαλέξεις τι θα πάρεις και τι θα αφήσεις; Θα πρέπει να μετρήσεις το χρόνο που απομένει έως ότου κάνεις τη μετακόμιση. Η ώρα είναι εννέα. «Υπάρχει χρόνος», λες. Ναι! Είναι αλήθεια, δεν γελιέσαι, μικρή Ευρυδίκη. Στο χείλος του γκρεμού, πάντα, ακόμα κι όταν τελειώνει ο χρόνος, υπάρχει χρόνος. Είναι το παιχνίδι του μάγου. Παίρνεις την ισχνή στιγμή στα χέρια σου, στην πραγματικότητα, με δύναμη και αποφασιστικότητα την αρπάζεις, και μέσα στα χέρια σου η φευγαλέα στιγμή γίνεται μια λευκή κάρτα που βιαστικά χώνεις βαθιά μέσα στην τσέπη σου. Κι έπειτα, με επιδεξιότητα που θα τη ζήλευε κι ο πιο έμπειρος ταχυδακτυλουργός, βγάζεις από μέσα δέκα, είκοσι, εκατό, χίλια λευκά χαρτάκια που στροβιλίζονται στον αέρα και λαμπυρίζουν στο φως. Ο χρόνος είναι υπηρέτης σου, μικρή Ευρυδίκη. Υ
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
πάρχουν άνθρωποι που τον τεμαχίζουν, τον μικραίνουν, παίρνουν στα χέρια τους την ώρα και την κακοποιούν, την τσαλακώνουν. Κι η ώρα εξαντλημένη πριν την ώρα της πεθαίνει. Για σένα δεν υπάρχει διαίρεση ή αφαίρεση, ούτε καν πρόσθεση. Μόνο ο πολλαπλασιασμός. Το ένα να γίνεται χίλια. Όμως, τώρα χάνεις το κουράγιο σου. Σε ακούω να ψιθυρίζεις: « Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν».1 Μη σε μέλλει, μικρή Ευρυδίκη. Κάτι μού λέει ότι, μέχρι να ξημερώσει, οι λίγες ώρες που μένουν θα γίνουν πολλές. Όσες χρειάζεσαι κι ακόμα πιο πολλές. Σαν τα ψάρια στη θάλασσα της Γαλιλαίας, στην κοιλάδα Γκισονάρ, οι ώρες που μένουν θα πολλαπλασιαστούν. Θα προλάβεις. Δεν θα μείνεις με την πείνα. Θα χορτάσεις. Με το μαγικό σου όπλο. Από μι αρχίζει και τελειώνει σε όμικρον. Κι ανάμεσα το ύψιλον, το άλφα, το λάμδα. Μυαλό. Με έναν Ιησού κρυμμένο μέσα στο μυαλό σου πορεύεσαι στο φως, μικρή μου ογδοντάχρονη Ευρυδίκη που, μέχρι να ξημερώσει, θα πρέπει να είσαι έτοιμη για τη νέα σου κατοικία. Εννέα και τέταρτο. Κάτι μού λέει ότι θα τα καταφέρεις και πάλι. Θυμάσαι; Πέντε χρόνων ήσουν και τους κέρδιζες όλους στα χαρτιά. Μικρούς και μεγά 2o
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
λους. Φύλαγες κάτω από τη φούστα σου ντάμες, και ρηγάδες και άσους από μια άλλη εφεδρική τράπουλα. Η μαμά, η Σουμέχαλα, η Ιουλία, ο μπαμπάς, ιδίως αυτός, κανένας δεν είχε κρυμμένα χαρτιά. Τώρα το παιχνίδι τελείωσε. Δεν έμεινε κανένας. Μόνο η Καρλότα περιφέρεται άσκοπα στο πόδια σου, όμως οι γάτες, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν παίζουν χαρτιά... αδιαφορούν για κέρδη και ζημιές. Χωρίς ζαβολιές, χωρίς μυστικές τράπουλες, θα πρέπει τώρα να διαλέξεις βιβλία, ρούχα, σημειωματάρια, μολύβια, χαρτιά. Πώς θα τα χωρέσεις; Πώς να υπολογίσεις εκείνα που μαζί σου θα πάρεις κι εκείνα που θα αφήσεις πίσω; Πώς και με ποια κριτήρια; Να λογαριάσεις τα οφέλη, τις βλάβες, τις παρενέργειες της κάθε επιλογής. Τα κενά της μνήμης σε απειλούν. «Να μετρήσεις σωστά». «Να μετρήσω; Μα πώς;» «Με τα δάχτυλά σου. Θυμάσαι; Το ένα σου, το δύο, το τρία σου, το τέσσερα. Με τα ισχνά, μικροσκοπικά σου δάχτυλα και την αβέβαιη φωνή... θυμήσου». Όλα είναι εκεί μέσα στο «θυμήσου». Ογδόντα δύο χρόνων η μικρή Ευρυδίκη. Σε λίγες ώρες, για την ακρίβεια στις οχτώ το πρωί, αλλάζει διεύθυνση. Μετακομίζει. Στο χρόνο που της μένει,
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
θα πρέπει να συμμαζέψει, να περισώσει, να διαλέξει. Και να πάρει μαζί της μόνο όσα χρειάζονται. Να είναι καθαρό το μυαλό της, σε επαγρύπνηση. Να μην ξεχαστεί κι αφήσει πίσω της πράγματα χρήσιμα και προσφιλή. Με το γήρας, όμως, ξεχνάς. Και ό,τι έχεις μάθει, σε ξεχνάει κι αυτό. Δεν είναι η πρώτη φορά που φεύγει από αυτό το μεγάλο σπίτι όπου γεννήθηκε κι έζησε όλα της τα χρονιά. Το έργο αυτό έχει παιχτεί ξανά. Στο νου της έρχεται η πρώτη φορά. Και τότε οχτώ η ώρα το πρωί έπρεπε να φύγει. Σεπτέμβριος του 1943. Πρώτη Δημοτικού. Νύχτα και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σκέφτομαι το αύριο και δεν το χωράω μέσα μου. Αύριο στο σχολείο. Πρώτη μέρα. Πρώτη Δημοτικού. Θα φύγω, πάει να πει, από εδώ. Θα αφήσω, πάει να πει, τη μαμά, κακό... πολύ κακό... χωρίς μαμά... Πώς θα γίνει; Τη μαμά δεν την αφήνεις ποτέ. «Μη σε μέλλει, είναι για λίγο», μου λένε· όμως, το για λίγο για μένα είναι πολύ, δεν θέλω το «για λίγο», η μαμά είναι μια μάλλινη κουβέρτα, πάνω μου την έχω να με σκεπάζει, να με ζεσταίνει, γιατί εγώ, η Ευρυδίκη...
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Είναι σαν να κρυώνει η Ευρυδίκη. Ακόμα κι όταν έχει ήλιο και ζέστη, η Κουλίτσα κρυώνει και η κουβέρτα είναι πάντα εκεί, ολόμαλλη και απαλή που την προστατεύει, και τις τρύπες, το σκόρο, τα σκουλήκια που ροκανίζουν τις ίνες της δεν τα βλέπει. Το πρωί θα είμαι στο σχολείο. Πρωί αλλού. Πάρτε μακριά από εμένα το «αλλού». Σχολή Παπαδάκη, γωνία Ευλαμπίου και Κέδρου, τρία τετράγωνα κάτω από το σπίτι. Πρώτη φορά θα φύγει από εκεί που είναι. Η Ιουλία είναι ένα χρόνο πιο μικρή. Εκείνη δεν θα φύγει από το σπίτι. Η Ιουλία είναι όμορφη. Τα χείλη, τα μάτια, τα χέρια της. Αν ξεχάσεις τα πόδια της, όλα επάνω της λάμπουν. Είναι όλη σαν γιορτή. «Ομορφιά μου», τη φωνάζει ο πατέρας και η μάλλινη κουβέρτα την ταΐζει με περισσή φροντίδα. Τρυπώνω κάτω από το κρεβάτι. Κάποιος να μου πει «ομορφιά μου», να με ταΐσει στο στόμα, να με ταχταρίσει. Δεν θέλει να πάει σχολείο. Κοιτάζει στο παράθυρο. Το διπλανό σπίτι γκρεμισμένο. Το ανατίναξαν... μόλις πριν από λίγες μέρες. Όλα αλλάζουν, όλα μπορεί να αλλάξουν σε ένα λεπτό. Οι σειρήνες, οι οβίδες, ο διαβολεμένος θόρυβος είναι ακόμα στα αυτιά της. Και 2
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ποιος τής λέει ότι, όταν θα γυρίσει από το σχολείο, το σπίτι της θα είναι στη θέση του; Ποιος μπορεί να τη διαβεβαιώσει; Όχι, δεν θα πάει σχολείο. Δεν θα αφήσει την Ιουλία σπίτι, δεν θα είναι εκείνη αλλού... δεν... Η Ιουλία κοιμάται δίπλα της, η Ευρυδίκη σηκώνεται, πλησιάζει, τραβάει το σεντόνι. Τα ποδαράκια της αδερφής της στη θέση τους, το ένα πιο κοντό από το άλλο. Η όμορφη Ιουλία δεν είναι σαν τους άλλους. Ένας λόγος που την αγαπάνε πιο πολύ. Τη σκεπάζει ξανά. Τα ορθοπεδικά της παπούτσια στην άκρη του κρεβατιού. Το δεξί με μια ενισχυμένη σόλα από καουτσούκ. Τραβά με όλη της τη δύναμη. Κι άλλο, κι άλλο. Ξεκολλάει. Τη θέλει κουτσή. Αλλιώς, δεν πάει σχολείο. Αλλιώς, δεν την αφήνει μόνη στο σπίτι με τα όμορφα γαλανά μαλλιά της και τα χρυσά της μάτια. Όνειρο ήταν. Ξυπνάει μέσα στη νύχτα. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Πάει στο κρεβάτι της αδερφής της, χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα, την αγκαλιάζει. «Ιουλία μου. Σε αγαπάω». Μέσα στον ύπνο της η Ιουλία χαμογελά. «Κουλίτσα», ψιθυρίζει στην αδερφή της και γυρίζει από την άλλη μεριά.
2
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Ξημέρωσε. 25 Σεπτεμβρίου του 1943. «Ιουλία, αποχαιρέτισε την αδερφή σου, είναι η πρώτη της μέρα σήμερα, ξεκινάει σχολείο. Του χρόνου η σειρά σου». Δεν θα έλθει η σειρά της. Το μήνα Δεκέμβριο του άλλου χρόνου η Ομορφιά σκοτώθηκε. Μια αδέσποτη σφαίρα την πέτυχε στο δρόμο έξω από το σπίτι τους. Ήταν πόλεμος. Δεν μπορούσε να τρέξει μακριά όταν σφύριξε η σειρήνα με το συναγερμό. Τη βρήκαν ακίνητη έξω από την αυλή, με το χαλασμένο ορθοπεδικό παπούτσι. «Ένας Εγγλέζος», είπαν, «κατά λάθος έριξε το βόλι... στόχευε έναν Ελασίτη». «Όχι, Χίτης ήταν, τον είδα που σήκωσε το όπλο», είπε κάποιος άλλος και μια άγνωστη γυναίκα φώναζε: «Αντάρτης, τον είδα με τα μάτια μου... αντάρτης». Η κηδεία έγινε σε στενό και σιωπηλό κύκλο. Η πρώτη της έκθεση στο σχολείο είχε τίτλο «Η οικογένειά μου κι εγώ» Με λένε Ευρυδίκη και είμαι εννιά ετών. Η μαμά μου ονομάζεται Ευτυχία, ο πατέρας μου Αντώνης. 22
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
Η γιαγιά Σουμέχαλα πέθανε. Και η αδερφή μου πέθανε. Μου αρέσει να λέω ιστορίες. Όταν ήμουν μικρή, μια μέρα είδα στο δρόμο ένα αγόρι και δεν τρόμαξα. Ήταν αδύνατος σαν το μαύρο μολύβι που γράφω, και το στόμα του είχε στραβώσει και ήταν πεσμένος στο δρόμο με ανοιχτά τα μάτια του, που ήταν μεγάλα πολύ. «Τι έχει;» ρώτησα τον μπαμπά. «Είναι νεκρός». «Γιατί;» «Από πείνα». Κι έπειτα μου είπε να μην κοιτάζω και να πάμε να φύγουμε. Όμως, εγώ δεν έφευγα και ήθελα να κοιτάζω. Κaι την αδερφή μου ήθελα να την κοιτάζω. Την είχαν σκεπασμένη με ένα σεντόνι κι ο μπαμπάς δεν με άφηνε να την πλησιάσω. «Μην την ενοχλείς», έλεγε κι έκλαιγε, αλλά και με κοίταζε άγρια, και φοβόμουν τη ματιά του και θύμωνα που με κοίταζε άγρια. Αν ήμουνα εγώ σκεπασμένη μέσα στο σεντόνι, τι θα έκανε; Με ποιον θα αγρίευε;
Η δασκάλα δεν χάρηκε με το γραπτό της. «Να προσέχεις, Κουλίτσα. Αλλόκοτα είναι όλα αυτά που γράφεις». 2
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Τι πάει να πει “ανόκοτα”, κυρία;» «Αλλόκοτα», τόνισε αργά τις συλλαβές. «Ότι δεν μοιάζουν με κανενός άλλου. Ότι βάζεις τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω». Κι έπειτα η δασκάλα την έβαλε να γράψει σε ένα κομμάτι χαρτί τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει. Όταν μεγαλώσω, δεν ξέρω τι θα θέλω να κάνω. Μπορεί να μου αρέσει να γίνω συγγραφέας και να γράφω ιστορίες. Μπορεί να θέλω να γίνω γιατρός και να σώζω τον εαυτό μου. Μπορεί να είμαι τυχερή... Να βρω φάρμακο που θα διώχνει μακριά από εμένα τις σφαίρες, την πείνα, τα άγρια μάτια.
Η δασκάλα συνέχισε να δυσφορεί. «Σκέφτεσαι πολύ τον εαυτό σου, Ματθαίου. Τον κόσμο οφείλεις να σώζεις. Ο κόσμος κινδυνεύει, όχι εσύ». Όμως, η λέξη «κόσμος» μπερδεύει τη μικρή Ευρυδίκη. Είναι μια λέξη κάπως περίεργη που σημαίνει πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Κόσμος είναι οι άνθρωποι, αυτοί που τώρα πολεμάνε για κάτι που βαφτίζουν «ελευθερία», και οι άλλοι, εκείνοι που με κάθε τρόπο την εμποδίζουν, οι καλοί, 2
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
δηλαδή, και οι κακοί, κι ανάμεσά τους υπάρχουν τα δέντρα στην αυλή του σχολείου, το χρυσόψαρο στη γυάλα, το μολύβι που γράφει, οι γάτες, τα σκυλιά, οι συμμαθητές της, η μουσική στο ραδιόφωνο που ακούει η μαμά, τα χρυσάνθεμα στο βάζο, το αλεύρι στην κουζίνα, που λερώνει τα χέρια της γιαγιάς της. Κινδυνεύουν όλα να χαθούν από αυτούς που πολεμάνε. Όταν κλείνει τα μάτια της, όλα χάνονται κι είναι σαν να μην υπάρχουν. Δεν με νοιάζει ο κόσμος, σκέφτεται. Ο κόσμος είναι πόλεμος. Δεν με νοιάζουν οι καλοί, οι κακοί. Εγώ με νοιάζω μόνο. Αν εγώ δεν είμαι, όλα παύουν να υπάρχουν. Εγώ είμαι ο κόσμος. Αν εγώ δεν είμαι, ο κόσμος κι αυτός δεν είναι. Κρύβει τη σκέψη της από τη δασκάλα. «Ευρυδίκη γράψε ξανά την έκθεση». «Μάλιστα, κυρία». Με λένε Ευρυδίκη και είμαι εννιά ετών. Η μαμά μου ονομάζεται Ευτυχία, ο πατέρας μου Αντώνης. Η αδερφή μου και η γιαγιά Σουμέχαλα πεθάνανε. Η αδερφή μου από σφαίρα, η γιαγιά μου επειδή ήταν γριά κι επειδή είχε λυπηθεί που είχε πεθάνει η αδερφή μου. Και ο μπαμπάς και η μαμά λυπήθη2
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
καν, πιο πολύ ο μπαμπάς, αλλά δεν πεθάνανε. Ο μπαμπάς μού είπε ότι θα μου κάνει δώρο ένα τετράδιο με πολλές σελίδες να γράφω. Μου αρέσει να λέω ιστορίες. Η αδερφή μου ήταν η Ιουλία. Όταν μεγαλώσω, θα θέλω να γράφω ιστορίες ή να γίνω γιατρός και να σώζω τον κόσμο.
Αύριο στις οχτώ η ώρα το πρωί ένα ταξί θα την περιμένει. Η κυρία Ευρυδίκη θα έχει μαζί τις αποσκευές της: δυο βαλίτσες κι ένα νεσεσέρ. Θα χρειαστεί τουλάχιστον μια ώρα για να διασχίσουν τα είκοσι χιλιόμετρα που χωρίζουν το σπίτι της από τον τόπο προορισμού της. Αν όμως στο δρόμο γίνουν επεισόδια, αν πέσουν πάνω σε πορείες και διαδηλώσεις, ίσως μείνουν για ώρες εγκλωβισμένοι μέσα στο αμάξι. Ομάδες ανέργων, προσφύγων και μεταναστών, που βρίσκονται στα όρια των αντοχών τους, συγκρούονται κάθε τόσο με τα όργανα της τάξης. Αν τα πράγματα αγριέψουν, το κέντρο και πάλι θα μείνει κλειστό. Όμως, ακόμα κι αν ο οδηγός χάσει την υπομονή του κι αρχίσει να βρίζει και να δυσανασχετεί, εκείνη θα πρέπει να παραμείνει νηφάλια. Ποιος ξέρει, εντέλει, πόση ώρα θα χρειαστεί έως ότου φτάσουν στο Κέ2
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ντρο Φιλοξενίας «Πέμπτη Εποχή»; Σημασία έχει να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Ακόμα κι αν είναι νύχτα, η κυρία Ευρυδίκη, ευθυτενής, με τις αποσκευές στα χέρια, θα διαβεί την πύλη της νέας της κατοικίας. Όρθια, νηφάλια, χαμογελαστή. Ο κύβος ερρίφθη. Όλα καλά, μικρή Ευρυδίκη, όλα καλά.
2
ΩΡΑ 20:10
ΙΑΒΑΖΕΙ
ξανά το ενημερωτικό φυλλάδιο.
Σε εσάς που διασχίζετε την Πέμπτη Εποχή της ζωής σας, Σε ένα μαγευτικό, φυσικό και πλάι στη θάλασσα τοπίο, το φημισμένο μας Κέντρο εγγυάται άριστη περίθαλψη και ποιότητα ζωής. Προσφέρουμε φιλοξενία σε ειδικά διαμορφωμένες πτέρυγες, σύμφωνα με τις ανάγκες και την κατάσταση της υγείας κάθε πελάτη μας. Διαθέτουμε ατομικά, ευρύχωρα και απολύτως σύγχρονα δωμάτια. Με κλιματισμό, διακριτικό διάκοσμο και αυθεντικούς πίνακες ζωγραφικής γνωστών δημιουργών. Προσφέρουμε άψογη και εξατομικευμένη σε εικοσιτετράωρη βάση φροντίδα από ομάδα καταξιωμένων γιατρών, με τη δυνατότητα συνεχούς ψυχοθερα2
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
πευτικής στήριξης. Έχουμε εξαιρετική κουζίνα με διαλεχτά τοπικά και εθνικά εδέσματα σύμφωνα με τις επιθυμίες σας και τις υποδείξεις των προσωπικών σας ιατρών. Διαθέτουμε ακόμα πλήρως ενημερωμένη βιβλιοθήκη, αίθουσα κινηματογράφου και υπερσύγχρονο θέατρο. Μια μοναδική πρόταση διαμονής για μοναδικούς ανθρώπους.
Το φυλλάδιο πέφτει από τα χέρια της. Σε ποια ακριβώς πτέρυγα, τελικά, θα τη βάλουν; Πριν από μια βδομάδα υποβλήθηκε σε μια σειρά από τεστ για να μπορέσουν να αξιολογήσουν οι αρμόδιοι στο Κέντρο την περίπτωσή της και να αποφανθούν για τη γενικότερη κατάσταση της υγείας της. Αναρωτιέται πού, τελικά, την έχουν κατατάξει; Στους αυτόνομους; Στους σχετικά αυτόνομους; Ή στους χρήζοντας συνεχή βοήθεια ηλικιωμένους. Μια ελαφριά αστάθεια στο βάδισμα, κάποιες καρδιακές αρρυθμίες, μια σχετική αϋπνία, κάποια όνειρα διαταρακτικά και ορισμένα κενά μνήμης. Αυτό είναι όλο κι όλο το ιστορικό της. Κάποιες φορές, όταν τα κενά μνήμης επιδεινώνονται, κλείνει τα μάτια της κι αρνείται να αντικρίσει το πρόσωπό της στον καθρέφτη, μήπως και 2
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
τρομάξει κι αναρωτηθεί ποιο είναι αυτό το άγνωστο πρόσωπο. Δεν έχει εντελώς τα λογικά αλλά δεν τα έχει κι ολωσδιόλου χαμένα και η μνήμη της ώρες ώρες την εκπλήσσει με τη διαύγειά της. Ανεκτικότητα και καλοσύνη χρειάζονται οι ηλικιωμένοι. Κι όσοι μπορούν, πληρώνουν γι’ αυτό. Έχει χρήματα η κυρία Ευρυδίκη. Δεν θα είναι φειδωλή. Θα αγοράσει όση ανεκτικότητα και καλοσύνη μπορεί να της προσφέρει το Κέντρο που διάλεξε σαν κατοικία της.
O χρόνος τρέχει... ο χρόνος τρέμει
Κ νέος ένοικος στο Κέντρο «Πέμπτη Εποχή» υποβάλλεται σε μια σειρά από τεστ για την αξιοΑΘΕ
λόγηση των νοητικών του δεξιοτήτων. Η κυρία Ευρυδίκη δεν έχει αντίρρηση και είναι πρόθυμη να συνεργαστεί με τους ψυχολόγους του Κέντρου. Μετά τα ογδόντα, η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών ακολουθεί μια αύξουσα πορεία, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ηλικιωμένοι με αστραφτερό μυαλό και αιχμηρή σαν φονικό όπλο σκέψη και με ευαισθησίες που θα τις ζήλευαν ακόμα και πολύ νεαρά άτομα. Δεν θα ήταν άδικο; συλλογίζεται η κυρία Ευρυδίκη. Tι χρωστάνε αυτές οι φωτεινές εξαιρέσεις να συγχρωτίζονται με ένοικους μειωμένων δυνατοτήτων σε κοινούς χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας; Είναι βέβαιη ότι η διεύθυνση του Κέντρου, μέσα
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
από ακριβοδίκαιες, επιστημονικά άρτιες δοκιμασίες, θα φροντίζει να τοποθετεί τους ενοίκους στις κατάλληλες ανάλογα με το επίπεδό τους πτέρυγες. Γι’ αυτό, άλλωστε, τους υποβάλλει σ’ αυτές τις εξονυχιστικές, σχεδόν ενοχλητικές εξετάσεις. Άραγε, ποια θα είναι η δική της πτέρυγα; Λίγες μέρες πριν από την οριστική της εγκατάσταση στη νέα της κατοικία, η κυρία Ευρυδίκη επισκέφτηκε τα κεντρικά γραφεία του Κέντρου. Είχε δέκα λεπτά στη διάθεσή της να απαντήσει στο πρώτο τεστ. Ήταν απλό. Έπρεπε να συμπληρώσει το κενό στη φράση «ο χρόνος τρέ–» Η νεαρή ψυχολόγος τής χαμογέλασε ενθαρρυντικά και, καθώς την έβλεπε να διστάζει πάνω στο γραπτό της, θέλησε να τη διευκολύνει. «Ελάτε, κυρία Ματθαίου, ο χρόνος τρέχει. Μην αργοπορείτε». Όμως, εκείνη καθυστερεί. Ένα άλλο ρήμα την μπερδεύει και δεν την αφήνει να δώσει τη σωστή απάντηση. Όταν στο τέλος παραδίδει το γραπτό, η κοπέλα παίρνει στα χέρια της το χαρτί και διαβάζει: «Ο χρόνος τρέ... μει». Την κοιτάζει με απορία. Τι θέλει να πει; Και η κυ2
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ρία Ευρυδίκη, που ένιωσε μια ξαφνική συμπάθεια για τη νεαρή ψυχολόγο, διστάζει για μια στιγμή κι έπειτα απλώνει τα χέρια της. Της δείχνει το δεξί χέρι με το ελαφρύ τρέμουλο. Είναι ένα ήπιο, σχεδόν καλοσυνάτο τρέμουλο που δεν εμποδίζει την κίνηση, αλλά διακριτικά υπενθυμίζει τον ανυπάκουο εγκέφαλο. «Τρέμει όπως εγώ», ψιθυρίζει στη νεαρή ψυχολόγο. Κι έπειτα σωπαίνει. Δεν προχωράει παραπέρα. Δεν της λέει: «Μην αναρωτιέσαι. Ο χρόνος... φθάνει κάποια στιγμή που θέλεις να τον έχεις με το μέρος σου, να σου μοιάζει. Δεν θέλεις έναν ξένο χρόνο που μόνο να τρέχει γνωρίζει. Αν κάποια στιγμή κάπου σκοντάψεις και το βήμα σου σκαλώσει και κολλήσει εκεί στην άκρη του δρόμου, μέσα στο πλήθος, και μείνεις σαν ένα ακίνητο άγαλμα, σκέψου το, μόνο ένας τρεμάμενος χρόνος θα καταδεχτεί να σταματήσει και να σε βοηθήσει να βρεις την περπατησιά σου. Ένας χρόνος που μόνο να τρέχει γνωρίζει θα σε προσπεράσει με ανυπομονησία κι αδιάφορα θα σε αφήσει πίσω του, κι ίσως μείνεις καθηλωμένη στη μέση του δρόμου για ώρα πολλή, έως ότου ο εγκέφαλος δώσει την εντολή “περπάτα τώρα, μικρή Ευρυδίκη”». Τις σκέψεις αυτές τις κρατάει για τον εαυτό της. o
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Όμως, κάποια μυστική συμπάθεια θα ένιωσε και η άγνωστη ψυχολόγος για αυτήν. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει η κυρία Ευρυδίκη το γεγονός ότι με την άκρη του ματιού της την είδε στα κρυφά να διορθώνει το γραπτό της και να βάζει τη σωστή συλλαβή; Το Κέντρο είναι χτισμένο σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα. «Ακούγονται τα κύματα;» Όταν ο διευθυντής τη διαβεβαίωσε ότι από το δωμάτιό της θα ακούγεται ευκρινώς ο ήχος των κυμάτων, δεν δίστασε να πει: «Ωραία! Εδώ θα εγκατασταθώ». Υπάρχουν όμως κάποιες παράξενες και ολίγον ανησυχητικές οδηγίες που δίνονται στους ενοίκους, όπως, για παράδειγμα, «οι φιλοξενούμενοι στο Κέντρο παρακαλούνται να είναι φειδωλοί στο ρουχισμό και στα προσωπικά είδη, ακόμα και στα βιβλία που θα φέρουν μαζί τους». Περισσότερες διευκρινήσεις δεν δίνονται. Όμως αυτές οι οδηγίες, είναι αλήθεια, αναστατώνουν την κυρία Ευρυδίκη. Ένας αδιόρατος φόβος την κυριεύει και, έντεκα ώρες πριν έρθει το ταξί, ο νους της πάει στη μητέρα της.
Ένας θάνατος αλλιώτικος
» , φοβάμαι. Αν ήσουν τώρα εδώ, αν ήξερες, δεν ξέρω για ποιο από τα δυο παιδιά σου πιο πολύ θα ΑΜΑ
ανησυχούσες. Για εκείνο που πρόωρα έχασες ή για το άλλο, εκείνο που επιμένει σε βαθύ γήρας να ονειρεύεται τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Και αύριο... αύριο ετοιμάζεται για τη μεγάλη αλλαγή. Υπάρχει μια αληθινή ιστορία, μαμά, που θέλω να σου πω. Κάποιοι γονείς, που έφυγαν νωρίς από τη ζωή και δεν πρόλαβαν να δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, τα έχουν συνεχώς στο μυαλό τους, κι όταν τα ορφανά παιδιά τους γεράσουν, οι νεκροί γονείς επιστρέφουν να τα φροντίσουν και να τα συνοδέψουν στο θάνατο. Ένας παράξενος πίνακας ζωγραφικής, που ίσως και να τον ονειρεύτηκε, ζωντανεύει στο μυαλό της. Απεικονίζει έναν θάνατο. Έναν αλλιώτικο θάνατο. Σε
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
έναν ανθοστόλιστο ναό, η συνομήλική της νεκρή γυναίκα μοιάζει να ονειρεύεται ξαπλωμένη στο γυάλινο κρεβάτι της. Ο καλλιτέχνης έχει φωτίσει με χρώματα τόσο φυσικά το πρόσωπο, τα μαλλιά, τις ρυτίδες στο πρόσωπο, και έχει ζωγραφίσει με τόση φροντίδα στη λεπτομέρεια τις ζάρες στα μάτια, τα χείλη, τις πτυχώσεις του φορέματος, ώστε ο θάνατος της γυναίκας αυτής μοιάζει με έναν ευσπλαχνικό κι ευτυχισμένο ύπνο. Σε πρώτο πλάνο, οι πενθούντες φίλοι φαίνονται αμέριμνοι σαν να βρίσκονται σε μια συνεστίαση, σαν να αποχαιρετούν κάποιον που ξανά σε λίγο θα συναντήσουν. Κάποιοι μάλιστα μοιάζει να σιγοτραγουδούν. Η κυρία Ευρυδίκη απορεί. Δεν υπάρχει κανένας να δακρύσει για αυτήν τη γυναίκα; Δεν είναι ασέβεια κι αδιαφορία στον νεκρό αυτή η περιρρέουσα ευθυμία; Παρατηρώντας όμως πιο προσεχτικά τον πίνακα, διακρίνει πλάι στο προσκέφαλο της νεκρής μια νέα γυναίκα ίσαμε σαράντα χρόνων. Σαν λαμπάδα, στητή, στέκεται κοντά της. Με απλωμένα σαν φτερά τα χέρια της, αγγίζει απαλά με την παλάμη της το μέτωπο της νεκρής. Ένα σαν χάδι φως γλιστράει από τα δάχτυλά της. Είναι η μητέρα της νεκρής. Η μητέρα που τήρησε κατά γράμμα την υπόσχεση της. Εκείνη που είχε δώσει στην κόρη της από
Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
τη στιγμή που γεννήθηκε. «Κι αν σε σκιές θανάτου βρεθείς, δεν θα σε αφήσω να φοβηθείς, θα βρω τρόπο να είμαι μαζί σου». «Τώρα εξηγούνται όλα», μονολογεί η κυρία Ευρυδίκη κι αντιλαμβάνεται γιατί δεν μπορεί να υπάρξει θλίψη και οδυρμός σε έναν τέτοιο συντροφευμένο θάνατο. Η μαμά της κυρίας Ευρυδίκης πέθανε μια μέρα που χιόνιζε. Ήταν σχετικά νέα, μόλις σαράντα οχτώ ετών. «Μαμά, θα με αφήσεις;» «Όχι, μωρό μου... δεν θα σε αφήσω». «Θα είσαι κοντά μου; Ακόμα κι αν γεράσω κι άλλο, μαμά; Aκόμα κι αν γίνω ενενήντα, εκατό ετών;» «Όχι, μωρό μου, δεν θα σε αφήσω να φοβηθείς». Η κυρία Ευρυδίκη αναθαρρεύει. Δεν είναι μόνη της. Αύριο, στη νέα της κατοικία, στη μετακόμιση, η μαμά θα είναι μαζί της.