ΓΙΟΝ ΚΑΛΜΑΝ ΣΤΕΦΑΝΣΟΝ
παραδεισοσ και κολαση c Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΡΙΤΑ ΚΟΛΑϊΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
miðstöð íslenskra bókmennta icelandic literature center
Το παρόν έργο μεταφράστηκε με οικονομική ενίσχυση του Κέντρου Ισλανδικής Λογοτεχνίας ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Jón Kalman Stefánsson, Himnaríki og helvíti © Copyright by Jón Kalman Stefánsson 2007. Published by agreement with
Copenhagen Literary Agency ApS, Copenhagen © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε.,
Αθήνα 2016 Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6184-1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Από σκοτάδια είμαστε πλασμένοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13 Το παιδί, η θάλασσα και ο Απολεσθείς Παράδεισος . . . . . . . . . 17 Κόλαση είναι να μην ξέρεις αν είσαι ζωντανός ή νεκρός . . . . . . 101 Το παιδί, το Χωριό και η ανίερη Τριάδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 107
Η μετάφραση αφιερώνεται σε εκείνον που μου έμαθε την Ισλανδία, στον πατέρα μου. Ρ.Κ.
Κατόπιν συνεννόησης με τον συγγραφέα, η μετάφραση στα ελληνικά στηρίχτηκε στη γαλλική μετάφραση του ισλανδικού πρωτοτύπου από τον Éric Boury (Gallimard, 2010), καθώς και στην αγγλική από τον Philip Roughton (Maclehose Press, 2010). Ευχαριστούμε το Επίτιμο Προξενείο της Ισλανδίας για τη βοήθειά του στη μεταγραφή των ισλανδικών ονομάτων.
Η ιστορία είναι αφιερωμένη στις αδερφές Bergljót K. Þráinsdóttir (1938-1969) και Jóhanna Þráinsdóttir (1940-2005)
Από σκοτάδια είμαστε πλασμένοι
15
Τα βουνά δεσπόζουν στη ζωή και στο θάνατο, όπως κι ετούτα δω τα σπίτια τα λουφαγμένα πάνω στον Κάβο. Ζούμε στο βάθος μιας λεκάνης: η μέρα περνάει, γίνεται βράδυ· γεμίζει αργά αργά από σκοτάδια, ύστερα τ’ αστέρια ανάβουν πάνω από τα κεφάλια μας όπου τρεμολάμπουν αιώνια, κομιστές ενός επείγοντος μηνύματος, αλλά τι και από ποιον; Τι γυρεύουν από μας και κυρίως: τι γυρεύουμε εμείς από αυτά; Λιγοστά ίχνη μας θυμίζουν πια το φως. Είμαστε πιο κοντά στο σκοτάδι, είμαστε σχεδόν μονάχα σκοτάδι, ό,τι μας έχει απομείνει είναι οι αναμνήσεις καθώς και η ελπίδα που, στην πραγματικότητα, έχει χάσει τη λάμψη της, που θαμπώνει κι άλλο και σε λίγο θα μοιάζει με σβηστό αστέρι, με σκοτεινό βράχο. Κι όμως, λιγοστά πράγματα ξέρουμε για τη ζωή, λιγοστά και για το θάνατο: κάναμε όλον αυτόν το δρόμο για να γητέψουμε εσένα και να ξεκουνήσουμε το πεπρωμένο. Θα σου μιλήσουμε για ανθρώπους που έζησαν στην εποχή μας, πριν από εκατό χρόνια και βάλε, για σένα δεν είναι παρά ονόματα χαραγμένα σε γερτούς σταυρούς και ραγισμένες ταφόπλακες. Ζωές και θύμησες που έσβησαν κάτω απ’ τον άτεγκτο νόμο του χρόνου. Κι αυτό, εμείς θα το αλλάξουμε. Τα λόγια μας είναι λόχοι από ναυαγοσώστες με την αμετάκλητη αποστολή να γλιτώσουν περασμένα συμβάντα και σβησμένες ζωές από τη μαύρη τρύπα της λήθης, κι αυτό δεν είναι εύκολο εγχείρημα· καθ’ οδόν, μπορεί και να βρουν κάποιες απαντήσεις και να μας λυτρώσουν προτού
16
να είναι πολύ αργά. Αρκούμαστε σ’ αυτό για την ώρα, σου στέλνουμε τις λέξεις μας, τους λόχους από σκορπισμένους και πελαγωμένους ναυαγοσώστες. Είναι αβέβαιοι για το ρόλο τους, όλες οι πυξίδες είναι σπασμένες, οι χάρτες σκισμένοι ή απαρχαιωμένοι, εσύ όμως να τους καλοδεχτείς. Στη συνέχεια, θα δούμε τι θα γίνει.
Το παιδί, η θάλασσα και ο Απολεσθείς Παράδεισος
2 – Παράδεισος και Κόλαση
ôΙò
Η
ντανοί. Μάρτης, ένας κόσμος λευκός απ’ το χιόνι, αν και όχι εντελώς. Εδώ η λευκότητα δεν είναι ποτέ απόλυτη, λίγο μετράει πόσες νιφάδες ξεχύνονται, ακόμα κι αν το ψύχος και ο παγετός κολλάνε τον ουρανό με τη θάλασσα και η πάχνη διεισδύει στα τρίσβαθα της καρδιάς εκεί όπου τα όνειρα έχουν το σπιτικό τους, το λευκό δεν βγαίνει ποτέ νικηφόρο. Οι βραχώδεις ζώνες των βουνών το ξεφορτώνονται αμέσως και ξεπροβάλλουν, μαύρες σαν το κάρβουνο, στην επιφάνεια του άσπιλου σύμπαντος. Προεξέχουν, επιβλητικές και σκοτεινές, πάνω απ’ το κεφάλι του Μπάρδουρ και του παιδιού καθώς ετούτοι δω απομακρύνονται απ’ το Χωριό, την αρχή και το τέλος μας, το κέντρο του κόσμου. Κι αυτό το κέντρο του κόσμου είναι ασήμαντο και συνάμα περήφανο. Προχωρούν με βήμα γοργό – πόδια νεανικά, φωτιά που καίει–, κάνοντας έναν αγώνα δρόμου ενάντια στα σκοτάδια, έναν αγώνα ταιριαστό εφόσον η ανθρώπινη ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας δρόμου ενάντια στη μαυρίλα του κόσμου, στις προδοσίες, στη βαναυσότητα, στη δειλία, ένας αγώνας δρόμου που συχνά φαίνεται τόσο απελπισμένος, αλλά στον οποίο τελικά συμμετέχουμε όσο υπάρχει η ελπίδα. Όμως ο Μπάρδουρ και το παιδί θέλουν να προλάβουν το σκοτάδι ή το σούρουπο για να φτάσουν πρώτοι στις παράγκες, τις παράγκες των ψαράδων. Μερικές φορές, βαδίζουν πλάι πλάι κι αυτό είναι ασυγκρίτως καλύτερο γιατί οι πατημασιές που
19
ταν εκείνα τα χρόνια που, πιθανόν, ήμασταν ακόμα ζω-
20
βρίσκονται η μια δίπλα στην άλλη είναι σημάδι αλληλεγγύης και τότε η ζωή δεν είναι τόσο μοναχική. Ωστόσο, πολύ συχνά, ο δρόμος είναι μόλις ένα στενό μονοπάτι που ξετυλίγεται σαν παγωμένο φίδι μες στο χιόνι, και τότε το παιδί καρφώνει το βλέμμα του στις φτέρνες του Μπάρδουρ, στον πέτσινο γυλιό που κουβαλάει στην πλάτη, στα μαύρα του μαλλιά και στο κεφάλι που στέκει στέρεα πάνω στους φαρδιούς ώμους. Πού και πού, διασχίζουν βραχώδεις ακτές, προχωρούν με μικρά βήματα σε περάσματα κρεμασμένα πάνω από κατσάβραχα, όμως το χειρότερο είναι η Οφάιρα, το Απέραστο: ένα σχοινί στερεωμένο στο βράχο, η απότομη πλαγιά, το πέτρινο τοίχωμα από κάτω τους και η πρασινωπή ρουφήχτρα θάλασσα: πτώση από τα τριάντα μέτρα. Το κατακόρυφο πρανές του βουνού φτάνει σχεδόν τα εξακόσια μέτρα, με την κορφή του να χάνεται μες στα σύννεφα. Από τη μια η θάλασσα, από την άλλη βουνά ιλιγγιώδη όπως ο ουρανός: αυτή είναι στην πραγματικότητα ολόκληρη η ιστορία μας. Οι προύχοντες και οι έμποροι μπορεί να ορίζουν τις εξαθλιωμένες μέρες μας, τις ζωές μας όμως τις διαφεντεύουν τα βουνά και η θάλασσα. Είναι το ριζικό μας, τουλάχιστον έτσι σκεφτόμαστε κάποιες φορές, και σίγουρα έτσι θα ένιωθες κι εσύ αν, για δεκάδες χρόνια, ξυπνούσες και κοιμόσουν στους πρόποδες των ίδιων βουνών, αν το στήθος σου ανεβοκατέβαινε όμοια με την ανάσα της θάλασσας καθώς τη διασχίζουμε με τα καρυδότσουφλά μας. Λιγοστά πράγματα είναι τόσο όμορφα όσο η θάλασσα τις μέρες της γαλήνης ή τις νύχτες της ξαστεριάς, τότε που εκείνη ονειρεύεται και το φεγγαρόφωτο είναι το απόγειο του ονείρου της. Κι όμως, η θάλασσα δεν έχει καμιά ομορφιά, κι εμείς τη μισούμε όσο τίποτε άλλο όταν υψώνει τα κύματά της δεκάδες μέτρα πάνω από τη βάρκα, όταν το κύμα που σκάει την κατακλύζει και μας πνίγει σαν αξιολύπητα κουτάβια, λίγο μετράει αν κουνάμε τα χέρια μας, αν ικετεύουμε το Θεό και τον Ιησού Χριστό, μας πνίγει σαν αξιολύπητα κουτάβια. Και τότε, όλοι είναι ίσοι. Καθάρματα και δίκαιοι, γί-
21
γαντες και ψοφίμια, ευτυχισμένοι και θλιμμένοι. Ακούγονται κραυγές, τα χέρια κουνιούνται απελπισμένα, και ύστερα είναι σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, το άψυχο κορμί βουλιάζει, το αίμα παγώνει μέσα του, οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν, ψάρια έρχονται και κολλάνε πάνω σε κείνα τα χείλη που, φιλημένα χτες, πρόφεραν λόγια που σήμαιναν το παν· ακουμπάνε τους ώμους που κουβαλούσαν το στερνοπαίδι και τα μάτια δεν βλέπουν πια τίποτα, καρφωμένα στο βυθό. Η θάλασσα έχει ένα παγερό βαθυκύανο χρώμα και δεν είναι ποτέ γαλήνια, ένα θεόρατο τέρας που ανασαίνει είναι, συνήθως μας ανέχεται, άλλες φορές όμως όχι, και τότε μας πνίγει: η ιστορία του ανθρώπινου είδους δεν είναι δα και τόσο τρομερά περίπλοκη. Απόψε θα βγούμε, λέει ο Μπάρδουρ. Μόλις πέρασαν το Απέραστο, το σχοινί δεν έσπασε, το βουνό δεν τους σκότωσε με τα πετροβολήματά του. Αγναντεύουν και οι δυο τη θάλασσα, σηκώνουν τα μάτια τους προς τον ουρανό απ’ όπου έρχεται το σκοτάδι, το γαλάζιο δεν είναι πια γαλάζιο, μια υποψία βραδιού στην ατμόσφαιρα, η απέναντι ακτή φαίνεται πιο θολή, σαν να τραβήχτηκε πίσω, βούλιαξε στον ορίζοντα, ετούτη η σχεδόν κατάλευκη ακτή που πήρε τ’ όνομά της απ’ το χιόνι. Καιρός είναι, αποκρίνεται το παιδί στον Μπάρδουρ, λίγο λαχανιασμένο απ’ το περπάτημα. Έχουν περάσει δυο ώρες αφότου έφυγαν. Τέλειωσαν τον καφέ και τα γλυκίσματά τους στο Γερμανικό Αρτοποιείο, έκαναν τρεις στάσεις προτού βγουν απ’ το Χωριό με βήμα ρυθμικό, δυο ώρες κοπιαστικό περπάτημα στο πυκνό χιόνι. Τα πόδια τους είναι μουσκεμένα, φυσικά και είναι, πάντα μουσκεμένοι ήμασταν εκείνο τον καιρό, ο θάνατος θα τα στεγνώσει, λέγαν οι παλιοί όταν κανείς παραπονιόταν, μερικές φορές οι παλιοί, μα την αλήθεια, δεν ξέρουν και πολλά. Το παιδί σιάζει το γυλιό του, βαρύς απ’ τα τόσα που νομίζουμε απαραίτητα, ο Μπάρδουρ δεν σιάζει τίποτα, στέκει σε μια γωνιά και παρακολουθεί, σιγοσφυρίζει μια απροσδιόριστη
22
μελωδία, διόλου κουρασμένος δεν δείχνει, ανάθεμά με, λέει το παιδί, εγώ ξεφυσάω σαν γέρικο σκυλί, κι εσύ δείχνεις σαν να μην έχεις κάνει ούτε μισό βήμα σήμερα. Ο Μπάρδουρ τον κοιτάζει μειδιώντας, με κείνα τα φερμένα απ’ το νότο σκούρα μάτια του. Κάποιοι από μας έχουν μάτια καστανά, ναυτικοί που φτάνουν εδώ από χώρες μακρινές, αιώνες τώρα, γιατί η θάλασσα είναι ένα σεντούκι γεμάτο χρυσάφι. Καταφτάνουν από τη Γαλλία, την Ισπανία, πολλοί από δαύτους έχουν μάτια μαύρα και κάποιοι αφήνουν το χρώμα της ματιάς τους σε μια γυναίκα προτού σαλπάρουν ξανά, γυρίσουν σπίτι τους ή θαλασσοπνιγούν. Ναι, καιρός είναι, συμφωνεί ο Μπάρδουρ, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του παιδιού. Πάνε δυο βδομάδες από την τελευταία φορά που βγήκαν στη θάλασσα. Η θύελλα ερχόταν από νοτιοδυτικά· έβρεχε, η γη ήταν διάστικτη με σκούρες κηλίδες στα σημεία που ξεπρόβαλαν κάτω απ’ το χιόνι· ύστερα, ο αγέρας το γύρισε σε βοριά κι έπεφτε σαν χιονισμένο μαστίγιο για μέρες ολάκερες. Θύελλα, βροχή και χιόνι δεκατέσσερις μέρες χωρίς σταματημό, ούτε μισή βάρκα πάνω στο κύμα και τα ψάρια προστατευμένα για την ώρα από την ανθρώπινη απειλή, σεργιανίζουν στη βαθιά γαλήνη της θάλασσας, εκεί όπου καμιά θύελλα δεν φτάνει και βλέπουν μόνο πνιγμένους. Για τους πνιγμένους λένε διάφορα άλλοτε λαμπρά άλλοτε όχι, όπως και να ’χει, μόνη τους ψαριά είναι το φεγγαρόφωτο που πέφτει στην επιφάνεια του νερού. Δυο βδομάδες τώρα, μήτε στη διπλανή παράγκα δεν μπορούσες να πας απ’ τη θύελλα· η μαινόμενη θύελλα σάρωσε όλο το τοπίο, θόλωσε όλες τις κατευθύνσεις, τον ουρανό, τον ορίζοντα, απάλειψε ακόμα και το χρόνο· εμείς, εδώ και πολύ καιρό, έχουμε επιδιορθώσει ό,τι έπρεπε, δέσει τα αγκίστρια, ξεμπλέξει τα μπερδεμένα παραγάδια, ναι, έχουμε ξεμπλέξει όλα τα μπερδέματα εκτός από κείνα της καρδιάς και του σαρκικού πόθου. Άλλος σουλατσάριζε στις ακτές ψάχνοντας μύδια για δόλωμα, κάποιοι περνούσαν την ώρα τους με μαστορέματα, άλλοι περιποιούνταν τις πέτσινες νιτσεράδες τους,
23
όμως οι μέρες στη στεριά μπορεί να είναι ατέλειωτες, μερικές φορές φτάνουν ίσαμε το άπειρο. Το πιο απλό είναι να ξεχνάς την αναμονή με το χαρτοπαίγνιο, να παίζεις, να παίζεις, να παίζεις και να μη σηκώνεσαι παρά μόνο για τις φυσικές σου ανάγκες, να βγαίνεις στον αγέρα που λυσσομανάει και να αφήνεις τα κουράδια σου ανάμεσα στις πέτρες της ακτής – κι όμως μερικοί είναι τόσο τεμπέληδες, ίσως όχι και τόσο καθαροί μέσα τους, που δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κατέβουν μέχρις εκεί και τ’ αμολάνε ακριβώς έξω απ’ την παράγκα. Ύστερα, μόλις γυρίζουν, πετάνε στο δουλικό: σε περιμένει δουλειά, φιλαράκο! Δουλικό είναι το παιδί και, επομένως, πρέπει να φροντίζει το χώρο τριγύρω, είναι ο μικρότερος, ο λιγότερο ρωμαλέος, ποτέ του δεν πιάστηκε με κανέναν στα χέρια και σ’ αυτόν έλαχε η αγγαρεία του δουλικού· έτσι συμβαίνει πάντα στη ζωή, αυτοί που δεν είναι αρκετά δυνατοί πρέπει να καθαρίζουν τα σκατά των άλλων. Δυο ατέλειωτες βδομάδες και, όταν επιτέλους ο καιρός έφτιαξε, θα ’λεγες ότι ο κόσμος ξαναπήρε σχήμα, να, ο ουρανός! αλήθεια είναι, υπάρχει, και ο ορίζοντας, το ίδιο! Χτες, η μανία του αγέρα κόπασε αρκετά κι έτσι μπόρεσαν να βγουν για να καθαρίσουν τον ορμίσκο από τις πέτρες. Πήγαν καμιά ντουζίνα, από τις δυο παράγκες, δυο πληρώματα, και κουβάλησαν τις κοτρόνες που ξέβρασε η θάλασσα στον ορμίσκο, που ήταν στρωμένος με κροκάλες πάνω στις οποίες οι άντρες τρέκλιζαν, γρατσουνίζονταν, μάτωναν, έξι ώρες εξουθενωτική δουλειά στην ολισθηρή ακτή. Το πρωί, ο άνεμος γύρισε σε δυτικό, μια ελαφριά αύρα, αλλά η φουσκοθαλασσιά δυσκολεύει τις βάρκες όταν ο αγέρας φυσάει από τα δυτικά, είναι φοβερό, σκίζεται η καρδιά σου να βλέπεις το λευκό αφρό που δε σ’ αφήνει να προχωρήσεις, ενώ η θάλασσα μάλλον είναι γαλήνια στ’ ανοιχτά. Είναι εντούτοις παρηγοριά να σκέφτεσαι ότι ο μπακαλιάρος ξεγλιστράει, εξαφανίζεται όταν φυσάει από τα δυτικά, και ο αγέρας κάνει πιο εύκολο το ταξίδι μέχρι το κεφαλοχώρι. Οι άντρες έφυγαν από τον κεντρικό κα-
24
ταυλισμό κατά ομάδες, οι ακτές και οι βουνοπλαγιές γέμισαν ξάφνου από ψαράδες. Πού και πού, ο Μπάρδουρ και το παιδί διακρίνουν μια ομάδα μπροστά τους· προσπαθούν να μείνουν μακριά, περπατάνε οι δυο τους, καλύτερα έτσι, έχουν τόσα να πουν, πράγματα αποκλειστικά δικά τους, για την ποίηση, για τα όνειρα και για ό,τι μας αφήνει ξάγρυπνους τις νύχτες. Μόλις διάβηκαν το Απέραστο. Από δω, μέχρι να φτάσουν στον καταυλισμό τους, θέλουν κάνα μισάωρο περπάτημα, κυρίως κατά μήκος της πετρώδους ακτής, εκεί όπου η θάλασσα έχει το συνήθειο να τους αρπάζει. Βρίσκονται ακόμα ψηλά στη βουνοπλαγιά και προσπαθούν να επιβραδύνουν το κατέβασμά τους, το βλέμμα τους αγκαλιάζει δέκα ολόκληρα μίλια θάλασσας με το παγερό βαθυκύανο χρώμα, που κυματίζει ανυπόμονη, και στρίβει στη μύτη του φιόρδ και στην απέναντι λευκή ακτή. Το χιόνι δεν την αφήνει ποτέ, κανένα καλοκαίρι δεν καταφέρνει να το αποδιώξει εντελώς κι όμως, κάποιοι άνθρωποι μένουν εδώ, οι άνθρωποι μένουν οπουδήποτε υπάρχει όρμος. Όπου μπορείς να ρίξεις μια βάρκα στο νερό, βλέπεις ένα αγροτόσπιτο γύρω απ’ το οποίο, το κατακαλόκαιρο, πρασινίζει το στεφάνι ενός αγρού, αχνοπράσινοι χερσότοποι εκτείνονται πάνω στη βουνοπλαγιά και κίτρινες πικραλίδες ανάβουν μες στο χορτάρι, και ακόμα πιο πέρα, στα βορειοανατολικά, βλέπεις κι άλλα βουνά που υψώνονται στον γκρίζο χειμωνιάτικο ουρανό, είναι τα Στράντιρ, εκεί που τελειώνει ο κόσμος. Ο Μπάρδουρ απιθώνει το σάκο του, βγάζει το μπουκάλι με το μπρένιβιν, το ισλανδέζικο ρακί, και κατεβάζουν ο καθένας τους από μια γερή γουλιά. Ο Μπάρδουρ αφήνει ένα στεναγμό, ρίχνει μια ματιά στ’ αριστερά του, κοιτάζει τη θάλασσα, πάντα βαθιά και σκοτεινή. Κι όμως, δεν συλλογιέται ετούτο το όριο του κόσμου ή το αιώνιο ψύχος που βασιλεύει εκεί, αλλά κείνα τα μακριά μαύρα μαλλιά, τον τρόπο με τον οποίο σκέπασαν το πρόσωπό της στις αρχές του Γενάρη και τον τρόπο με τον ο-
Είναι δυο φρεσκοφτιαγμένα δίπατα σκαριά που δεσπόζουν στον ορμίσκο, δυο εξάκωπες βάρκες τουμπαρισμένες στην ακτή και δεμένες γερά. Ένα ψηλό ασύμμετρο κατσάβραχο παραδίπλα προχωράει μες στη θάλασσα, κάνει το ακοστάρισμα πιο εύκολο, αλλά κρύβει τον κεντρικό καταυλισμό, που βρίσκεται μισή
25
ποίο το πιο πολύτιμο χέρι του κόσμου τα απομάκρυνε, Σίγριδουρ τη λένε και κάτι αρχίζει να πάλλεται μέσα του τη στιγμή που, σιγανά, ψελλίζει τ’ όνομά της. Το παιδί, στενάζοντας κι αυτό, ακολουθεί το βλέμμα του φίλου του. Θέλει να κάνει κάτι στη ζωή του, να μάθει μια ξένη γλώσσα, να γνωρίσει τον κόσμο, να διαβάσει καμιά χιλιάδα βιβλία, θέλει να προσεγγίσει την ουσία, όποια κι αν είναι αυτή, θέλει ν’ ανακαλύψει αν η ουσία υπάρχει όντως, κάποιες φορές όμως είναι δύσκολο να στοχάζεσαι και να διαβάζεις όταν είσαι ερείπιο μετά από μια εξαντλητική μέρα στη θάλασσα, μουσκεμένος και ξεπαγιασμένος μετά από δώδεκα ώρες δουλειά στους αγρούς, όταν οι σκέψεις σου είναι τόσο βαριές που μετά βίας τις σηκώνεις, τότε, απέχουν χιλιάδες λεύγες από την ουσία. Φυσάει δυτικός άνεμος και το σούρουπο πέφτει αργά αργά πάνω τους. Να πάρει η ευχή! πετάει το παιδί, τη στιγμή που καταλαβαίνει ότι μένει εκεί, ολομόναχο με τις σκέψεις του. Ο Μπάρδουρ ξανάρχισε να κατηφορίζει, φυσάει, η θάλασσα κυματίζει και ο Μπάρδουρ συλλογιέται τα μαύρα μαλλιά, το ζεστό γέλιο, τα μεγάλα μάτια πιο γαλανά κι απ’ τον ουρανό μια ξάστερη καλοκαιριάτικη νύχτα. Να τοι, φτάσανε κιόλας στην ακτή. Σκαρφαλώνουν αδέξια στους μεγάλους βράχους, ο ουρανός σκοτεινιάζει ολοένα και κλείνει από πάνω τους, προχωράνε, επιταχύνουν το βήμα τους τα τελευταία λεπτά και μπορείς ακόμα να τους διακρίνεις τη στιγμή που πλησιάζουν στις παράγκες, λίγο προτού νυχτώσει.
26
ώρα με τα πόδια από δω και αριθμεί τριάντα-σαράντα παράγκες από τις οποίες οι μισές και βάλε είναι καινούριες, όπως και οι δικές τους, με μια σοφίτα που χρησιμεύει για κοιτώνας. Ορισμένες όμως είναι μονόπατες, τα πληρώματα κοιμούνται, δολώνουν τα παραγάδια και τρώνε στον ίδιο χώρο. Τριάντα-σαράντα παράγκες, μπορεί και πενήντα, δεν θυμόμαστε ακριβώς, είναι τόσα αυτά που λησμονιούνται, που διαφεύγουν: μάθαμε σιγά σιγά να εμπιστευόμαστε τα αισθήματα παρά τη μνήμη. Να πάρει ο διάολος! ρεκλάμα και των γονέων, γκρινιάζει ο Μπάρδουρ. Είναι στην παράγκα, στη σοφίτα, καθισμένοι στο κρεβάτι τους. Υπάρχουν τέσσερα κρεβάτια για τους έξι άντρες και την καντινιέρισσα, τη γυναίκα που φροντίζει το φαγητό, την ξυλόσομπα και το νοικοκυριό. Ο Μπάρδουρ και το παιδί ξαπλώνουν ο ένας με το κεφάλι στα πόδια του άλλου, κοιμάμαι με τις πατούσες σου, λέει καμιά φορά το παιδί, δεν έχει παρά να γυρίσει το κεφάλι του για να βρεθεί με τις χοντρές μάλλινες κάλτσες του φίλου του μες στη μούρη. Ο Μπάρδουρ έχει μακριά πόδια, τα διπλώνει όσο μπορεί και μουρμουρίζει, ρεκλάμα και των γονέων, σχολιάζοντας τη βδομαδιάτικη εφημερίδα που εκδίδεται στο Χωριό, μια εφημερίδα με τέσσερις σελίδες που η τελευταία είναι μονίμως όλο ρεκλάμες. Ο Μπάρδουρ αφήνει την εφημερίδα κι αδειάζουν και οι δυο τους σάκους τους απ’ όλα όσα κάνουν τη ζωή ενδιαφέρουσα, αν εξαιρέσουμε, στην περίπτωσή τους, κάποια κόκκινα χείλη, όνειρα και μεταξένια μαλλιά. Δεν μπορείς να χώσεις στο σάκο σου όνειρα και κόκκινα χείλη για να τα πάρεις μαζί σου στην παράγκα, μήτε και να τ’ αγοράσεις, ακόμα κι αν υπήρχαν πέντε μαγαζιά στο Χωριό και στο απόγειο του κατακαλόκαιρου η επιλογή θα σε ζάλιζε. Ίσως να μην μπορείς ποτέ ν’ αγοράσεις ό,τι μετράει περισσότερο, όχι, ασφαλώς όχι, δυστυχώς, δυστυχέστατα ή, ας πούμε καλύτερα, Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου. Άδειασαν τους σάκους πάνω στο κρεβάτι: τρεις εφημερίδες, οι δύο εκδίδονται στο Ρέικιαβικ, καφές, κάντιο, σικαλένιο ψωμί, τσουρεκάκια α-
27
πό το Γερμανικό Αρτοποιείο, δυο βιβλία από τη βιβλιοθήκη του τυφλού γερο-καπετάνιου, Νιελς Ζούελ, ο μεγαλύτερος ναυτικός ήρωας της Δανίας και Ο Απολεσθείς Παράδεισος του Μίλτον, σε μετάφραση Γιον Θόρλακσον, καθώς και άλλα δύο που τ’ αγόρασαν στο Φαρμακείο του γιατρού Σίγουρδουρ: το Ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Έιρικουρ α Μπρούνουμ και τη Μέθοδο Εκμάθησης της Αγγλικής Γλώσσας του Γιον Όλαφσον. Ο Σίγουρδουρ πουλάει γιατρικά και βιβλία μέσα στον ίδιο χώρο, τα βιβλία είναι τόσο ποτισμένα από τη φαρμακίλα ώστε προφυλάσσουμε ή ξαναβρίσκουμε την υγειά μας απλώς και μόνο εισπνέοντάς τα, άντε μετά να μου πεις πως δεν είναι καλό να βυθίζεσαι στα βιβλία. Τι θα κάνετε μ’ ετούτο δω; ρωτάει η Αντρέα η καντινιέρισσα που παίρνει τη Μέθοδο Εκμάθησης της Αγγλικής Γλώσσας κι αρχίζει να τη φυλλομετράει. Θα μάθουμε να λέμε σ’ αγαπώ ή σε ποθώ στα εγγλέζικα, απαντάει ο Μπάρδουρ. Α, είναι πολύ χρήσιμο, σχολιάζει η γυναίκα, και κάθεται σε μια καρέκλα με το βιβλίο. Το παιδί αγόρασε τρία μπουκαλάκια με ελιξίριο ζωής το φερμένο από την Κίνα, ένα γι’ αυτόν, ένα για την Αντρέα, το τρίτο για τον Άρνι, που δεν έχει γυρίσει ακόμη, ούτε άλλωστε και ο Έιναρ και ο Γκβέντουρ, λογάριαζαν να περάσουν τη μέρα τους τριγυρνώντας στις παράγκες, σουλάτσο το λέγανε. Όσο για τον Πιέτουρ, το αφεντικό, αυτός έμεινε ολημερίς στην παράγκα, καθαρίζοντας τις πέτσινες νιτσεράδες του και περνώντας τες με φρέσκο συκώτι από σαλάχι, επιδιορθώνοντας τις γαλότσες του, απόλαυσε μια στιγμή παράμερα μόνος με την Αντρέα, άπλωσαν ένα πανί της βάρκας πάνω στην ντάνα με τα παστά ψάρια που όλο και μεγαλώνει, τώρα είναι αρκετά ψηλή και δεν χρειάζεται να λυγίζει τα γόνατα ο Πιέτουρ. Πάνε είκοσι χρόνια που είναι παντρεμένοι. Οι νιτσεράδες του είναι κρεμασμένες στον κάτω όροφο, ανάμεσα στα σύνεργα του ψαρέματος, αποπνέουν μια έντονη οσμή, αλλά θα είναι μαλακές και άνετες όταν θα βρεθούν στη θάλασσα απόψε. Ένας άντρας ευπρεπισμένος, ετούτος δω ο
28
Πιέτουρ, όπως και ο αδερφός του ο Γκούδμουντουρ, καπετάνιος στην άλλη βάρκα· μόλις δέκα μέτρα χώριζαν τις παράγκες τους κι όμως, τα δυο αδέρφια δεν μιλιούνταν, κι αυτό κρατάει δέκα χρόνια, κανείς δεν ξέρει το γιατί. Η Αντρέα αφήνει το βιβλίο και βάζει στην ξυλόσομπα τον καφέ να γίνει. Δεν έχουν πιει γουλιά σήμερα το πρωί, κι αυτό ήταν ζόρικο, αλλά το άρωμά του δεν αργεί να κατακλύσει τη σοφίτα, σέρνεται στο πάτωμα σκεπάζοντας τη μυρωδιά από τα σύνεργα του ψαρέματος κι από τις λερές νιτσεράδες. Η καταπακτή ανασηκώνεται και να σου ο Πιέτουρ, με τα μαύρα μαλλιά, τη μαύρη γενειάδα και τα ελαφρώς αλλήθωρα μάτια, το πρόσωπο με την μπρούντζινη απόχρωση, εμφανίζεται σαν διάβολος βγαλμένος από την κόλαση που καταφθάνει στον παράδεισο του καφέ με ύφος σχεδόν πρόσχαρο, ετούτο το ζουμί είναι ικανό για πράγματα που δεν τα φαντάζεσαι. Μια μέρα, ο Μπάρδουρ είπε ότι ο Πιέτουρ πρώτη φορά χαμογέλασε όταν ήταν στα οχτώ, και η δεύτερη, τη μέρα που πρωτοείδε την Αντρέα· θα περιμένουμε την τρίτη, συμπέρανε το παιδί. Η καταπακτή ανασηκώνεται και πάλι, σπάνια το κακό έρχεται μόνο του, μουρμουρίζει. Ο χώρος μοιάζει να μικραίνει τη στιγμή που ο Γκβέντουρ ξεδιπλώνει ολάκερο το κορμί του, κι οι ώμοι του είναι τόσο φαρδιοί που καμιά γυναίκα δεν μπορεί να τους αγκαλιάσει ολότελα. Ο Έιναρ τον ακολουθεί κατά πόδας, μισός απ’ τον άλλον, κοκαλιάρης αλλά εκπληκτικά δυνατός, από πού αντλεί ένα τόσο καχεκτικό κορμί τόση δύναμη παραμένει μυστήριο, ίσως απ’ τον ορμητικό του χαρακτήρα, γιατί τα μαύρα του μάτια πετάνε σπίθες ακόμα κι όταν κοιμάται. Κοπιάστε, λέει η Αντρέα γεμίζοντας τα τσίγκινα κύπελλά τους. ’Ντάξει, απαντάει ο Πιέτουρ, ρε σεις περάσατε όλη τη μέρα με φλυαρίες και χάσατε τον μπούσουλα. Δεν χρειάζεται ολόκληρη μέρα γι’ αυτό, σχολιάζει το παιδί. Τα τσίγκινα κύπελλα τρεμουλιάζουν λιγάκι στα χέρια της Αντρέα καθώς πάει να πνίξει ένα γελάκι. Ο Έιναρ σηκώνει απειλητικά τη γροθιά του στο
29
παιδί, κάτι σφυρίζει ανάμεσα στα δόντια, μα τα λόγια του είναι τόσο δυσδιάκριτα που τα μισά καταλαβαίνουν, του λείπουν κάμποσα δόντια, η επιβλητική σκούρα γενειάδα καλύπτει το μισό του στόμα, τα μαλλιά του ανακατεμένα και αραιά έχουν γκριζάρει. Ύστερα, πίνουν το καφέ τους. Ο καθένας τους είναι καθισμένος στο αχυρόστρωμά του κι έξω, πέφτει το σκοτάδι. Η Αντρέα δυναμώνει το φως της λάμπας, η σκεπή έχει φεγγίτες και στις δυο πλευρές, ο ένας καδράρει το βουνό, ο άλλος τον ουρανό και τη θάλασσα, το κάδρο της δικής μας της ζωής και, για ώρα, δεν ακούγεται τίποτα πέρα απ’ το αντιμάμαλο ανάκατο με το μουρμουρητό των ναυτικών που σιγοπίνουν ικανοποιημένοι τον καφέ τους. Καθισμένοι πλάι πλάι, ο Γκβέντουρ και ο Έιναρ διαβάζουν μαζί την εφημερίδα, η Αντρέα, βυθισμένη στη Μέθοδο Εκμάθησης της Αγγλικής Γλώσσας, προσπαθεί ν’ ανοίξει τον ορίζοντα της ύπαρξής της με μια καινούρια γλώσσα, ο Πιέτουρ αρκείται να κοιτάζει ολόισια μπροστά του, το παιδί και ο Μπάρδουρ διαβάζουν ο καθένας την εφημερίδα του, μονάχα ο Άρνι λείπει. Έφυγε για το σπίτι του προχτές, αμέσως μόλις αποκαθάρισαν τον ορμίσκο. Προχωρώντας με δυσκολία μες στη φερμένη απ’ το βορρά ανεμοθύελλα, διέσχισε παγωμένες και χιονισμένες εκτάσεις, δεν έβλεπε ούτε στο ένα μέτρο, κατάφερε όμως, μετά από έξι ώρες περπάτημα, να φτάσει στο αγροτόσπιτό του, είναι πολύ νέος ακόμα κι η γυναίκα του τον τραβάει σαν μαγνήτης, σχολίασε η Αντρέα, ναι σας λέω, το αναθεματισμένο του το πουλί τον σέρνει, ανταπάντησε ο Έιναρ, που ξαφνικά φούντωσε από θυμό. Ξέρω καλά πως μήτε το πιστεύεις μήτε το φαντάζεσαι, πέταξε τότε εκείνη στον Έιναρ ρίχνοντας μια ματιά στον άντρα της, μα είναι κάτι αρσενικά που έχουν κάτι παραπάνω από μούσκλα, και πέρα απ’ το ψάρι ή τα μπούτια μιας γυναίκας λαχταράνε και κάτι άλλο. Ίσως η Αντρέα να ’ξερε για το γράμμα που είχε ο Άρνι φυλαγμένο μες στα ρούχα του. Του το είχε γράψει το παιδί και
30
δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Άρνι του είχε ζητήσει να γράψει δυο λόγια στη Σεσέλγια, τη γυναίκα του· τα διαβάζει όταν είμαστε ξαπλωμένοι οι δυο μας στο κρεβάτι και οι άλλοι κοιμούνται, του είχε εκμυστηρευτεί μια μέρα ο Άρνι, τα διαβάζει ξανά και ξανά όταν είμαι μακριά. Μου λείπεις, έγραφε το παιδί, μου λείπεις την ώρα που ξυπνάω, την ώρα που πιάνω το κουπί, μου λείπεις την ώρα που περνάω τα δολώματα, μου λείπουν τα γέλια των παιδιών, μου λείπουν οι ερωτήσεις τους, ερωτήσεις που δεν ξέρω πώς ν’ απαντήσω, αλλά κι εσύ, το ξέρεις φυσικά, μου λείπουν τα χείλη σου, τα στήθια σου μου λείπουν, το πράμα σου μου λείπει » – όχι, μην το γράφεις αυτό, άλλαξε γνώμη ο Άρνι καθώς κοίταζε πάνω απ’ τον ώμο του παιδιού. Μη γράψεις το πράμα σου μου λείπει. Ο Άρνι κούνησε το κεφάλι του. Μα εγώ μεταφέρω απλώς τις σκέψεις σου στο χαρτί, πάντα, και σίγουρα θα σου λείπει το πράμα της, έτσι δεν είναι; Κι εσένα τι σε κόφτει, κι ύστερα εγώ δεν θα ’λεγα ποτέ μου το πράμα σου. Και πώς το λες, τότε, ε; Πώς το λέω... το λέω... κι εσένα τι σε κόφτει ρε! Και το παιδί διέγραψε τη λέξη πράμα κι έγραψε ευωδιά. Μπορεί όμως, σκέφτηκε, η Σεσέλγια να προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσει τη λέξη κάτω από τη μουντζούρα, ξέρει ότι εγώ τα γράφω τα γράμματα του Άρνι, θα επιμείνει στη λέξη και όταν επιτέλους τη διαβάσει, τότε θα σκεφτεί εμένα. Καθισμένο στο κρεβάτι του το παιδί κοιτάζει επίμονα την εφημερίδα του και προσπαθεί ν’ αποδιώξει την εικόνα απ’ το μυαλό του: τη Σεσέλγια να διαβάζει ετούτες τις υγρές, νοτισμένες, ζεστές και απαγορευμένες λέξεις. Ψάχνει με το βλέμμα τη μουντζουρωμένη λέξη και τελικά την αποκρυπτογραφεί, τη μουρμουρίζει, μια ελαφριά ανατριχίλα διατρέχει το κορμί της και συλλογιέται εμένα. Το παιδί ξεροκαταπίνει, πασχίζει να συγκεντρωθεί στην εφημερίδα του, διαβάζει ιστορίες για τους πολιτικάντηδες, για τον Γκίσλι, το διευθυντή του σχολείου του Χωριού, που μετά από ’να τριήμερο πιόμα δεν πήγε για μάθημα, δεν είναι εύκολο βέβαια να κάνεις μάθημα πιωμένος, και να, ο
Και ύστερα σκοτεινιάζει. Τρώνε βραστό ψάρι και συκώτι. O Έιναρ και ο Γκβέντουρ τους λένε τα νέα του καταυλισμού, κείνα τα τριάντα-σαράντα κτίσματα τα κολλητά το ένα με το άλλο στο αμμουδερό ύψωμα πάνω από τη μεγάλη ακτή. Ο Έιναρ μιλάει, ενώ ο Γκέβντουρ γρυλίζει και σκάει στα γέλια όποτε το κρίνει σκόπιμο. Σαράντα παράγκες, τετρακόσιοι με πεντακόσιοι ψαράδες, κόσμος και ντουνιάς. Παλέψαμε, λέει ο Έιναρ, κάναμε και αγώνες στο χειροπάλεμα, συμπληρώνει ο Έιναρ, να πάρει ο διάολος, πετάει ο Έιναρ, ο τάδε αρρώστησε, αναθεματισμένο σκουλήκι στο έντερο, δε θα τον βγάλει το χειμώνα, ο άλλος μπλεγμένος άσκημα κι ένας άλλος φεύγει την άνοιξη γι’ Αμερική. Η γενειάδα του Έιναρ είναι σχεδόν μαύρη σαν του Πιέτουρ, του φτάνει ίσαμε κάτω στο στήθος, τόσο που δεν του χρειάζεται κασκόλ, και μιλάει και λέει ιστορίες, η Α-
31
Εμίλ Ζολά μόλις κυκλοφόρησε καινούριο μυθιστόρημα, εκατό χιλιάδες αντίτυπα πουλήθηκαν μέσα σε τρεις βδομάδες. Το παιδί σηκώνει τα μάτια του για μια στιγμή και προσπαθεί να φανταστεί εκατό χιλιάδες ανθρώπους να διαβάζουν το ίδιο βιβλίο, αλλά είναι τρομακτικά δύσκολο να διανοηθείς έναν τέτοιον αριθμό, ειδικά άμα ζεις εδώ, κοντά στον πολικό κύκλο. Κοιτάζει, σκεφτικό, ίσια μπροστά του, αλλά βιάζεται να χαμηλώσει ξανά το βλέμμα του στην εφημερίδα καθώς συνειδητοποιεί ότι σκέφτεται τη Σεσέλγια να διαβάζει κείνες τις λέξεις και να τον συλλογιέται, γυρίζει σελίδα και διαβάζει: έξι άντρες πνίγηκαν στον κόλπο του Φάξαφλοϊ. Ξεκίνησαν, με μια εξάκωπη βάρκα, από το Άκρανες με προορισμό το Ρέικιαβικ. Ο κόλπος του Φάξαφλοϊ είναι απέραντος. Πόσο απέραντος; Τόσο απέραντος που δεν σου φτάνει η ζωή να τον διασχίσεις.
32
ντρέα και ο Πιέτουρ τον ακούνε. Ο Μπάρδουρ και το παιδί είναι ξαπλωμένοι ο ένας με το κεφάλι στα πόδια του άλλου στο κρεβάτι τους, διαβάζουν, κλείνουν τ’ αυτιά τους, σηκώνουν φευγαλέα τα μάτια τους όταν ένα καράβι μπαίνει στο φιόρδ τραβώντας προς το Χωριό, μάλλον νορβηγικό φαλαινοθηρικό ατμόπλοιο, μπαίνει στο φιόρδ μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από σκληρίσματα και τριξίματα, σαν να παραπονιόταν για τη μοίρα του. Κι οι αναθεματισμένοι οι έμποροι τ’ ακρίβυναν κι άλλο τ’ αλάτι, πετάει ο Έιναρ, θυμάται ξάφνου το πιο σημαντικό νέο και παύει να μιλάει για κείνον τον Γιόνας που έγραψε ενενήντα δύο στιχάκια για μια καντινιέρισσα, ορισμένα πολύ πρόστυχα, μα τόσο πετυχημένα που ο Έιναρ λέει πως δεν κρατιέται και θα τους τ’ απαγγείλει δυο φορές, ο Πιέτουρ γελάει, αλλά όχι η Αντρέα, συνήθως οι άντρες είναι επιρρεπείς στα πιο χυδαία αυτού του κόσμου, σε ό,τι τους αποκαλύπτεται με τη μία κι αμέσως, ενώ οι γυναίκες λαχταρούν κείνο που πρέπει να το κυνηγήσεις, κείνο που φανερώνεται σιγά σιγά. Ακρίβυναν τ’ αλάτι;! αναφωνεί ο Πιέτουρ. Ναι, οι κερατάδες! ουρλιάζει ο Έιναρ, με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο απ’ το θυμό. Έτσι, θα μας συμφέρει περισσότερο να τους πουλάμε το ψάρι νωπό, κατευθείαν απ’ τη θάλασσα, αμέσως μόλις το πιάνουμε, σχολιάζει ο Πιέτουρ, σκεφτικός. Ναι, συμφωνεί η Αντρέα, αυτό θέλουν, γι’ αυτό ανέβασαν την τιμή. Με το βλέμμα χαμένο στο κενό, ο Πιέτουρ νιώθει τη μελαγχολία να κατακλύζει το μυαλό και τη συνείδησή του δίχως να καταλαβαίνει ακριβώς την αιτία. Άμα σταματήσουν να παστώνουν το ψάρι, τότε πάει η ντάνα έξω στο παστωτήριο, πού θα πηγαίνω λοιπόν με την Αντρέα, σκέφτεται, μα γιατί θα πρέπει ν’ αλλάζουν όλα, η ζωή είν’ άδικη. Η Αντρέα σηκώνεται απ’ το τραπέζι, αρχίζει να μαζεύει, το παιδί ξεκολλάει για μια στιγμή τα μάτια του απ’ το Ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Έιρικουρ, τα βλέμματά τους διασταυρώνονται, όπως συμβαίνει αρκετές φορές, ο Μπάρδουρ είναι βυθισμένος στον Απολεσθέντα Παράδεισο του Μίλτον, που τον είχε μετα-
3 – Παράδεισος και Κόλαση
33
φράσει αμέτρητα χρόνια πριν ο Γιον Θόρλακσον. Η ξυλόσομπα ζεσταίνει τη σοφίτα, για χουζούρι είναι δω, το βράδυ κουρνιάζει στα παράθυρα, ο αγέρας χαϊδεύει τη σκεπή, ο Γκβέντουρ και ο Έιναρ μασουλάνε ταμπάκο, κουνιούνται μπρος- πίσω στα σκαμνιά τους, πετάνε κάνα ε καλά, ναι αμέ, η λάμπα πετρελαίου σκορπίζει το φέγγος της και μαυρίζει ακόμα περισσότερο το βράδυ απέξω, περισσότερο φως, περισσότερο σκοτάδι, έτσι πορεύεται ο κόσμος. Ο Πιέτουρ σηκώνεται, καθαρίζει το λαιμό του και πετάει μια φτυσιά, φτύνει τη μελαγχολία του και λέει: θα δολώσουμε τα παραγάδια μόλις έρθει ο Άρνι, κι αμέσως κατεβαίνει να φτιάξει λουριά και θηλυκωτήρια για τους σάκους μεταφοράς, η απραγία τού την έδινε στα νεύρα. Τι ντροπή να βλέπεις σύνεργα παρατημένα κι ανθρώπους κοπρόσκυλα, βυθισμένους σε άχρηστα βιβλία, τι χάσιμο χρόνου, χαράμι πάει το φως, να πάρ’ ο διάολος, αναθεματίζει, καθώς το κεφάλι του ξεπροβάλλει από την καταπακτή. Το παιδί σηκώνει τα μάτια του από την αφήγηση του Έιρικουρ και κοιτάζει το μαύρο κεφάλι που ξεμυτίζει απ’ το πάτωμα, σαν κεφάλι αγγελιοφόρου της Κόλασης. Ο Έιναρ τους γνέφει, ρίχνει ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα στον Μπάρδουρ και στο παιδί, σηκώνεται, πετάει μια κοκκινωπή ροχάλα προτού ακολουθήσει το αφεντικό του που κάτι του είπε, αρκετά δυνατά για ν’ ακουστεί στη σοφίτα, άλλωστε, δεν έχει και τόσο άδικο, αφού όλοι γεννιόμαστε για να πεθάνουμε. Και τώρα, περιμένουν τον Άρνι, όπου να ’ναι θα ’ρθει, ο Άρνι είναι πάντα συνεπής. Πρέπει να φύγω, λέει ο Άρνι στη Σεσέλγια. Μην αφήσεις τη θάλασσα να σε καταπιεί, τον παρακαλεί. Εκείνος γελάει, κοιτάζει τις γαλότσες του και της απαντάει: μα τι λες, τρελάθηκες, όσο φοράω γαλότσες αμερικάνικες δεν πνίγομαι με τίποτα! Πολλά θαυμαστά πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο. Και τώρα, ο Άρνι, με τα πόδια στεγνά, διασχίζει τους πλημμυρισμένους αγρούς και χερσότοπους, τα βαλτοτόπια και τα
34
ρέματα, δίχως να βρέχει τις κάλτσες του, μαγικό του φαίνεται. Ο Άρνι αγόρασε τις αμερικάνικες γαλότσες μόλις ένα χρόνο πριν, πήγε επιτούτου στο διπλανό φιόρδ με μια σκούνα για ν’ αγοράσει τις γαλότσες καθώς και σοκολάτες για τη Σεσέλγια και τα παιδιά, ο βενιαμίν έκλαιγε χωρίς σταματημό όταν του τέλειωσε η δικιά του, απαρηγόρητος ήτανε. Γλύκα στην αρχή, φαρμάκι στο τέλος, πάντα έτσι γίνεται. Οι Αμερικάνοι ψαράδες του ιππόγλωσσου έρχονται κάθε Μάρτη ή Απρίλη, ρίχνουν τα δίχτυα τους στ’ ανοιχτά της Γροιλανδίας, αλλά εδώ αράζουν, αγοράζουν από μας φαγώσιμα και αλάτι που μας τα πληρώνουν με χρήμα ζεστό, μας πουλάνε καραμπίνες, μαχαίρια, μπισκότα, τίποτα όμως δεν φτάνει ετούτες τις περίφημες γαλότσες. Ένα ζευγάρι αμερικάνικες γαλότσες κοστίζει πιο ακριβά από ένα ακορντεόν, η τιμή τους αντιστοιχεί στα λεφτά που βγάζει σ’ ένα χρόνο μια γυναίκα που δουλεύει σκληρά στα χωράφια, είναι τόσο ακριβές που ο Άρνι στερήθηκε για μήνες το ταμπάκο και το μπρένιβιν για να τις αποκτήσει. Χαλάλι τους όμως, λέει ο Άρνι, που διασχίζει τα βαλτοτόπια, δρασκελίζει τα ρέματα με τα πόδια πάντα στεγνά, προχωράει με βήμα αποφασιστικό, μες στο χιόνι και τη λάσπη, πόδια στεγνά μέχρι το κόκαλο, και οι γαλότσες είναι ασφαλώς το καλύτερο πράγμα που έφτιαξε η αμερικάνικη υπερδύναμη, δεν συγκρίνονται με τίποτα, και τότε καταλαβαίνεις γιατί θα ήταν ασυγχώρητο να πνιγείς φορώντας τες στα πόδια σου. Θα ήταν εγκληματική αμέλεια, λέει ο Άρνι, και γεμίζει φιλιά κι αγκαλιές τη Σεσέλγια και τα παιδιά, που κι αυτοί το ίδιο κάνουν, χίλιες φορές καλύτερο να παίρνεις και να δίνεις φιλιά κι αγκαλιές παρά να βγαίνεις για ψάρεμα μ’ ένα καρυδότσουφλο, έρμαιο των ανέμων, πέρα στ’ ανοιχτά. Η γυναίκα του τον παρακολουθεί καθώς απομακρύνεται, μην τον αφήσεις να πνιγεί, ψιθυρίζει, δεν θέλει να την ακούσουν τα παιδιά, δεν θέλει να τα τρομάξει, άλλωστε είναι περιττό να υψώνεις τη φωνή όταν προσεύχεσαι για ό,τι πιο πολύτιμο. Γυρίζει στο σπίτι, ξαναδιαβάζει το γράμμα και
35
τώρα, τολμάει να κοιτάξει πιο προσεχτικά τη μισοσβησμένη λέξη, κάτι ασήμαντο που δεν άρεσε στο παιδί, της είχε πει ο Άρνι, κοιτάζει επίμονα τη μουντζούρα και την αποκρυπτογραφεί. Καλώς τονα, πετάει ο Πιέτουρ, γιατί ο Άρνι μόλις έφτασε με τις κάλτσες του ολόστεγνες, θα πάνε τώρα να δολώσουν τα παραγάδια, μπορεί να βγουν στη θάλασσα απόψε.