Ευγενία Φακίνου »Γράμματα στη Χιονάτη»

Page 1

FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 5

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 6

©

Copyright Ευγενία Φακίνου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2020

1η έκδοση: Μάιος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6217-6


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 7

Η

ΞΕΡΕ ΟΤΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΤΗΣ ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ

«Φαλακρή», επειδή όταν πρωτοεμφανίστηκε στο χωριό τους είχε ξυρισμένο γουλί το κεφάλι της. Κι όχι μόνο. Ήταν ξυρισμένα και τα φρύδια της. Μια φρίκη, ένας εφιάλτης, που έδιωχνε τα βλέμματα, σαν να γλιστρούσαν στο γυαλιστερό της κρανίο. Στις ερωτήσεις των κατοίκων, όταν γυρνούσε στις γειτονιές κι έψαχνε να νοικιάσει σπίτι, απαντούσε ότι είχε χάσει τα μαλλιά και τα φρύδια της από στενοχώρια, χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες. Οι άντρες πιο αδιάφοροι εκ φύσεως, τι τους ένοιαζαν οι ξένες στενοχώριες, τους έφταναν οι δικές τους, η αναδουλειά, οι πενιχρές συντάξεις, το κλείσιμο του ορυχείου, τα παιδιά στα ξένα, οι κόρες παντρεμένες στου διαόλου το κέρατο, τα εγγόνια μόνο σε φωτογραφίες, άσε μας, κυρά μου, στις έγνοιες μας, σκέφτονταν όλοι μαζί σαν καλοδουλεμένη χορωδία. 7


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 8

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

Τους έβλεπε που τραβούσαν μια βαθιά τζούρα απ’ το τσιγάρο τους και συνέχιζαν τις κουβέντες για τα ποδοσφαιρικά, αφήνοντάς την να περιμένει υπομονετικά δυο τρία λεπτά, ακίνητη, πλάι στην πόρτα του καφενείου, εκείνη να καταλαβαίνει από τη στάση κι όχι από τα λόγια τους ότι ήταν γι’ αυτούς αόρατη, ασήμαντη, ανύπαρκτη, ανάξια μιας έστω μικρής πληροφορίας, του τύπου «πάνε δεξιά και ρώτα» ή «βρες τη θεια Περμαχούλα να σου πει», τίποτα, μόνο για γκολ, άδικα πέναλτι και διαιτητές θεόστραβους άκουγε, και καταλαβαίνοντας έφευγε αθόρυβα όπως είχε έρθει. Βρήκε μερικές γυναίκες, μια παρέα, καθισμένες στα ξεχαρβαλωμένα παγκάκια της «πλατείας», όπως ονόμαζαν –μπας κι αποκτήσει κάποιο κύρος και υπόσταση– ένα χέρσο μέρος με πλάκες τσιμεντένιες που έλειπαν τόπους τόπους ή κρατούσαν ύπουλα νερά και λέρωναν όποιον τις πατούσε. Ένα δέντρο όριζε το κέντρο της «πλατείας» κι έριχνε σκιά τα καλοκαίρια, ένα σφεντάμι που οι κάτοικοι το έλεγαν «πλάτανο», και το σφεντάμι πώς να διαμαρτυρηθεί και να πει «άλλο είδος, άλλο όνομα», ως γνωστόν τα δέντρα δεν ομιλούν, λένε. Οι γυναίκες λοιπόν –ηλικιωμένες, ταλαιπωρημένες, έδειχναν μεγαλύτερες απ’ ό,τι ήταν– δεν απέφυγαν να την κοιτάξουν, αντιθέτως την κάρφωναν καταπρόσωπο, την έψαχναν, σχεδόν ένιωθε τα βλέμματά τους να περπατάνε στο κρανίο της και στις προεξοχές των φρυδιών, δηλαδή εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται τα φρύδια της, έσερναν τη 8


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 9

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

ματιά τους από πάνω ως κάτω, τα μαύρα ρούχα της τις καθησύχαζαν, συμβάδιζαν μ’ αυτή τη γυάλινη απάθειά της, τους δημιουργούσαν σκέψεις συμπάθειας σχεδόν. Τι ήταν; σκέφτονταν. Μια πικραμένη, κάποια που πέρασε βασανιστική αρρώστια μάλλον. Μια μόνη. Διότι ποια θα έπαιρνε τα όρη τ’ άγρια βουνά και θα έψαχνε σπίτι –εδώ, στην άκρη του κόσμου, σ’ ένα χωριό ξεχασμένο απ’ τον Θεό αλλά όχι κι απ’ τον Διάβολο– αν δεν ήταν σε έσχατη απόγνωση, και παντέρμη, χωρίς οικογένεια, παιδιά, φίλες να τη συντρέξουν; «Κολλάει;» τη ρώτησε στα ίσα μία που νοίκιαζε κατά καιρούς δωμάτια σε ξένους εργάτες των ορυχείων λευκόλιθου, τότε που λειτουργούσαν ακόμα, κάτι τρώγλες, πρώην αποθήκες και χώρους όπου παλιά άπλωναν τα κρεβάτια με τα μουρόφυλλα για να μασουλάνε αδιαλείπτως οι μεταξοσκώληκες, τότε που η σηροτροφία ήταν μια επικερδής οικιακή επιχείρηση του τόπου. Τότε. Χρόνια πριν, τόσα, που μόνο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θυμόντουσαν πια. «Τι να κολλάει;» ρώτησε απορώντας η γυναίκα, που δεν πήγε καν το μυαλό της στις λέξεις «τριχοφάγος», «ψείρες», «τύφος», που είχε ήδη σκεφτεί η άλλη. «Η αρρώστια σου. Η φαλάκρα σου. Κολλάει;» ξαναρώτησε η άτεγκτη. «Όχι. Έχασα τα μαλλιά και τα φρύδια μου...» Δίστασε λίγο η γυναίκα και σχεδόν ψιθύρισε, «... από στενοχώρια». Ήταν η λέξη-κλειδί: «στενοχώρια». Γιατί αν τους έλεγε 9


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 10

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

κάτι άλλο, σίγουρα δε θα της έδιναν σημασία, θα συνέχιζαν τη χαζοκουβέντα τους για μαγειρέματα, πόνους στα κόκκαλα, την αναβροχιά που στέγνωνε τα χώματα και τα ’σκιζε σαν κομμάτια μπακλαβά, άχρηστα χώματα, ξεθυμασμένα, χωρίς ουσίες που θα ’διναν δύναμη στα φτενά φύτρα σταριού να πάρουν μπόι και χρώμα. Από στενοχώριες ήξεραν αυτές. Άρα τούτη δω, με το κεφάλι που γυάλιζε σαν αυγό, ανήκε στη δικιά τους συνομοταξία. Κοιτάχτηκαν σιωπηλά, μια τους ανασήκωσε τον ώμο, σημάδι ανοχής, ενώ μια άλλη, λες κι είχε την εξουσιοδότηση, της είπε να πάρει την ανηφορίτσα, κι εκεί, στα εκατό μέτρα, κάτω από μια κληματαριά, θα έβρισκε το παιδί που ήξερε για σπίτια. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της –ένα ευχαριστώ χωρίς λόγια, ούτε αυτή είχε όρεξη για ευγένειες, ούτε οι άλλες ήξεραν από αστικές τσιριτσάντζουλες, εδώ είναι χωριό, οι πολλές λέξεις είναι περιττές– κι άρχισε ν’ ανηφορίζει το δρομάκι που της είχαν δείξει. Παρατηρούσε τα σπιτάκια δεξιά κι αριστερά, τα περισσότερα θεόκλειστα, με καρφωμένες χιαστί σανίδες στα παράθυρα, πόρτες με αλυσίδες και τεράστια λουκέτα, χορταριασμένους πρώην κήπους, αυλές που από τις σχισμένες πλάκες ξεφύτρωναν αγριάδες παράλογα ψηλές, που λικνίζονταν στο παραμικρό φύσημα αέρα – θα μπορούσε αυτό το χορευτικό των παρασιτικών φυτών να ήταν και ωραίο, 10


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 11

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

κάτω από άλλες συνθήκες, σε άλλον τόπο, σε άλλη ώρα, εδώ όμως ήταν σαν ψιθύρισμα κατάρας και κακών οιωνών. Το βλέμμα της γυναίκας έψαχνε να βρει μια κληματαριά κι ένα παιδί, με την απορία σφηνωμένη στο μυαλό της απ’ όταν είχε αφήσει την πλατεία με τις γυναίκες, πώς ένα παιδί θα ήξερε αυτό που δεν κατείχαν ή δεν ήθελαν να πουν εκείνες. Και τότε τον είδε. Δεν ήταν παιδί. Ήταν Το Παιδί. Τον ήξερε από νεαρό, όταν στα χρόνια της ευμάρειας και της συνήθειας των καλοκαιρινών διακοπών είχε περάσει ένα μήνα εδώ, σ’ αυτό το ήσυχο παραλιακό χωριό, διόλου τουριστικό, και γι’ αυτό το είχε επιλέξει, εκείνη και ορισμένοι φυσιολάτρες κατασκηνωτές. Αυτοί ήταν όλοι κι όλοι οι ξένοι, τότε. Τότε, στο μοναδικό μανάβικο του χωριού, που πουλούσε τα βασικά κηπευτικά –όλα από τα μποστάνια των ντόπιων, και το μαγείρεμα της ημέρας το καθόριζε η πρωινή συγκομιδή, λίγα φασολάκια, κολοκύθια, ντομάτες που μύριζαν αληθινή ντομάτα, στραβοκάνικα αγγουράκια και πατάτες βλογιοκομμένες–, η μανάβισσα, καθισμένη βασιλικά πίσω από ένα τραπεζάκι, έπαιρνε τα χρήματα κι έδινε εντολές στο παλληκαράκι που εξυπηρετούσε τις πελάτισσες: «Παιδί, πιάσε μια κλούβα ντομάτες». «Παιδί, φέρε ένα τσουβάλι πατάτες». «Παιδί, πήγαινε την παραγγελία στην κυρία». Η γυναίκα, που σήμερα την έλεγαν «Φαλακρή», τότε 11


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 12

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

ήταν νέα, με άφθονα σγουρά μαλλιά κι ελαφρώς παχουλή, τέλεια αντίθεση δηλαδή με τη σημερινή της όψη, και γι’ αυτό εντελώς αγνώριστη, είχε παρατηρήσει τότε –πάντα παρατηρούσε και κατέγραφε νοερώς λεπτομέρειες ολότελα άχρηστες για τους περισσότερους– ότι όσες ψώνιζαν απευθύνονταν στο Παιδί χωρίς να το προσφωνούν. Ούτε όνομα έλεγαν αλλά ούτε τολμούσαν να το αποκαλέσουν «Παιδί», λες κι αυτό ήταν προνόμιο κι αποκλειστικό δικαίωμα της μανάβισσας. Η γυναίκα πλησίαζε αργοπορώντας, καθυστερώντας επίτηδες, επειδή, όπως συνήθως της συνέβαινε, παρενθετικές σκέψεις, σκέψεις άλλου χρόνου κι άλλης αφορμής, είχαν εισβάλει στο κεφάλι της, το γυαλιστερό απ’ έξω αλλά με πυρετώδη λειτουργία εσωτερικά. Η διαφορά του Τότε και του Τώρα. Το τώρα είναι τώρα. Το ορίζεις. Το τότε; Πότε; Τότε, πριν τον Πόλεμο; Τότε, στη Μικρασιατική Καταστροφή; Τότε, στην Κατοχή; Στον Εμφύλιο; Στη Χούντα; Στην Αντίσταση; Τότε, στην εποχή της ανεμελιάς και του εύκολου πλουτισμού, έντιμου ή παράνομου; Το τώρα είναι κοντό. Το τότε είναι μακρύ, ατελείωτο, χωρίς όρια, χωρίς άκρα, αφηρημένο, και μάλιστα, όσο περνάει η ηλικία του ατόμου, το τότε απομακρύνεται περισσότερο, αλλά –τι παράξενο– γίνεται ισχυρότερο, με τις εικόνες του πιο καθαρές και διαυγείς. Όταν είχε περάσει εδώ τις διακοπές της, τότε, είχε μάθει την ιστορία του Παιδιού, επειδή τότε οι γυναίκες μιλού12


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 13

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

σαν κι έλεγαν περιστατικά από τη ζωή τους, κι από τις ζωές των άλλων κυρίως, κουτσομπολιά θα μπορούσε να ισχυριστεί, αν δεν είχαν στοιχεία παραμυθιού, καθώς από στόμα σε στόμα, από αφήγηση σε αφήγηση, πρόσθεταν λεπτομέρειες σχεδόν υπερρεαλιστικές, διηγήσεις θαυμαστών, υπερφυσικών και φανταστικών πραγμάτων, οπωσδήποτε όμως παρηγορητικών, όπως είναι τα παραμύθια.

13 2o


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 14

Ε

ΙΧΕ ΠΑΤΗΣΕΙ ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΟΤΑΝ ΕΙΧΕ ΕΡΘΕΙ ΓΙΑ ΔΙΑ-

κοπές σ’ αυτό το μέρος, σ’ έναν συγκεκριμένο ξενώνα, συστημένο από φίλη. Η ιδιοκτήτρια του μικρού ξενοδοχείου το κουμαντάριζε με σιδερένια πυγμή, έβαζε όρια σε μικρούς και μεγάλους, όριζε τις ώρες του πρωινού, οκτώ με δέκα απαρεγκλίτως, δέκα και πέντε μάζευαν τραπεζομάντιλα και υπολείμματα, τα βράδια στις έντεκα ακριβώς αποσυρόταν, ενώ πολλές παρέες έμεναν στον φωτισμένο κήπο πέρα από τα μεσάνυχτα, είχαν όλοι τους κλειδιά, κι αλίμονο αν κάποιος ξεχνούσε να κλειδώσει την είσοδο, την επομένη περνούσαν όλοι τους ανάκριση από τη σιδηρά κυρία, μέχρι να βρεθεί ο ένοχος. Ένας απαράβατος κανόνας των μοναχικών ανθρώπων, ένας τρόπος επιβίωσης σχεδόν, ήταν η αδιατάρακτη ρουτίνα, ένα ημερήσιο πρόγραμμα που δεν ξέφευγε ούτε λεπτό, επειδή δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφαλείας. Η γυναίκα, που συνήθιζε να ξυπνάει πολύ νωρίς, πέντε 14


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 15

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

τα χαράματα ήταν στο πόδι, ζοριζόταν με τις προκαθορισμένες ώρες σερβιρίσματος του πρωινού. Έφτιαχνε ένα τσάι στο μικροσκοπικό κουζινάκι του διαμερίσματος – ωραίο διαμέρισμα ενός δωματίου, με μπαλκόνι στο βοριά, που έβλεπε λίγο θάλασσα και περισσότερο βουνό. Με το μάτι στο ρολόι περίμενε πότε θα πάει επιτέλους οκτώ παρά πέντε, να κατέβει, αυτή πρώτη απ’ όλους, στον κήπο με τα στρωμένα με καρό τραπεζομάντιλα τραπέζια και τα σερβίτσια στη θέση τους. Ζητούσε μόνο καφέ και φρυγανιές με τυρί, αγνοώντας μαρμελάδες σπιτικές, κέικ και πίτες, αυγά χωριάτικα, μέλι και βούτυρο. Ξεκινούσε μόνη της, αλλά σύντομα ο κήπος γέμιζε οικογένειες με φασαριόζικα παιδάκια, που παρατούσαν γρήγορα τους δικούς τους κι όλο περιέργεια τριγυρνούσαν στα ξένα τραπέζια και λιγουρεύονταν αυτά που τους απαγόρευαν οι γονείς τους. Αν δεν προλάβαινε να τελειώσει τον καφέ της και να κάνει το πρώτο της τσιγάρο, πάντα θα βρισκόταν στην ανάγκη ν’ ανεχθεί κάποιον άλλον μοναχικό, άντρα ή γυναίκα – οι καρέκλες και τα σερβίτσια είχαν υπολογιστεί με ακρίβεια, αναλόγως του αριθμού των πελατών. Αντάλλασσαν οι μοναχικοί μια καλημέρα, ευγενική ως επί το πλείστον, κατέβαζαν τα μάτια στον καφέ ή στο τσάι τους, μασουλούσαν διακριτικά το κέικ ή τη φρυγανιά τους, κι εγκατέλειπαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν την υποχρεωτική συνάφεια. Τα γέλια των παιδιών, τα τρυφερά βλέμ15


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 16

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

ματα των ζευγαριών από τα γύρω τραπέζια, κυμάτιζαν σαν παντιέρες ευτυχίας κι ολοκλήρωσης, κι ήταν σήματα κινδύνου γι’ αυτούς, να τους ρίξουν στη μελαγχολία, να τονίσουν τις δικές τους απώλειες. Μετά τη δοκιμασία του πρωινού, η γυναίκα νοικοκύρευε το δωμάτιό της, μην τύχει κι η καμαριέρα την κακοχαρακτηρίσει – πάντα αυτό το σύνδρομο του «καλού παιδιού» την παίδευε· μάζευε εσώρουχα, δίπλωνε μπλουζάκια, έριχνε μια εξεταστική ματιά στο μπάνιο, η οδοντόκρεμα ξαπλωτή στο μαρμάρινο ραφάκι, η οδοντόβουρτσα όρθια στο πλαστικό ποτήρι –δικό της, το έπαιρνε όπου πήγαινε, σιχαινόταν των ξενοδοχείων, που γύρευε ποιος το είχε χρησιμοποιήσει πριν–, έστρωνε όμορφα το κρεβάτι κι επιτέλους, μετά τον έλεγχο, άλλαζε για να πάει στη θάλασσα. Την παραλία μπροστά από τον ξενώνα την απέφευγε, μαζευόταν πολύς κόσμος, ξένοι και ντόπιοι, ρακέτες ντάκα-ντούκα, σκυλιά να τριγυρίζουν και να μυρίζουν πετσέτες και τσάντες, τα παιδάκια να γκρινιάζουν ή να χασκογελάνε πετώντας την μπάλα τους δήθεν τυχαία –ενώ το έκαναν επίτηδες, δεν της το έβγαζες απ’ το μυαλό– πάνω σ’ όσους με κλειστά μάτια απολάμβαναν την ηλιοθεραπεία τους, αγνοώντας τότε, εκείνα τα χρόνια, τις ολέθριες συνέπειες των υπεριωδών ακτίνων. Όχι, εκείνη προτιμούσε να περπατήσει αρκετά, άλλωστε μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσε να ξοδέψει χρόνο από τον απεριόριστο που είχε στη διάθεσή της, και να φτάσει στη 16


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 17

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

μικρή παραλία, την κρυμμένη πίσω απ’ τα βράχια, την παραλία με τα τρία πεύκα, των «μοναχικών» όπως την ονόμαζε, κι ας είχε ακούσει από μια ντόπια συν-λουόμενη ότι από το μεσαίο πεύκο, έλεγαν, είχε κρεμαστεί μια έγκυος που την είχε καταραστεί η μάνα της επειδή το παιδί ήταν εκτός γάμου και αγνώστου πατρός, και πως εξαιτίας της κατάρας ο τόπος, όχι μόνο εδώ που κολυμπούσαν αλλά ολόκληρο το χωριό, είχε καταστραφεί από σεισμό, τότε, στα πολύ παλιά χρόνια. Έλεγαν πως μετά το σεισμό η θάλασσα είχε τραβηχτεί μέτρα μακριά από την παραλία, αποκαλύφθηκαν αστερίες, αχινοί και παλαβά χταπόδια, κι έπειτα ήρθε πάλι η θάλασσα κι όρμησε με βία, καλύπτοντας σπίτια, δημόσια κτήρια και το ναό του μεγάλου ήρωα με τη λεοντή. Επέστρεφε από το κολύμπι με την ψευδαίσθηση μιας κάποιας συντροφιάς, αφού σχεδόν πάντα της έπιαναν την κουβέντα γηραιές κυρίες που πλατσούριζαν κάνοντας απαλές κινήσεις και της εξηγούσαν τα πλεονεκτήματα των θαλάσσιων λουτρών στην αρχή, για να περάσουν σύντομα σε οικογενειακές ιστορίες, πολύ προσωπικές, λες και η άνωση, η απελευθέρωση από τη βαρύτητα που αισθάνεται το σώμα, επεκτεινόταν και στον εγκέφαλο και τις ωθούσε σε αποκαλύψεις για συζύγους που άφησαν τον μάταιο τούτο κόσμο ή για παιδιά που ελάχιστα έβλεπαν, κι όταν τα έβλεπαν 17 2o


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 18

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

αισθάνονταν ότι τις βαριόντουσαν κι απλώς εκτελούσαν ένα καθήκον, χωρίς συναίσθημα κι αγάπη – αυτό τους έλειπε, της έλεγαν, η αγάπη. Και σ’ εμένα, θα ήθελε να τους πει η γυναίκα, αλλά το κρατούσε για τον εαυτό της. Σ’ αυτήν η άνωση και η έλλειψη βαρύτητας είχαν μόνο σωματική επίδραση. Η γυναίκα περνούσε τη μέρα της απαράλλακτα σαν την προηγούμενη, ίδια θα περνούσε και την επόμενη, χωρίς η μοναξιά να την πλακώνει, όπως θα υπέθετε ένας ξένος παρατηρητής, η ιδιοκτήτρια του ξενώνα, ας πούμε, η καμαριέρα ή ο ταβερνιάρης. Όχι, γι’ αυτήν ήταν κάτι συνηθισμένο, είχε μάθει από παιδί να ζει έτσι, το θεωρούσε φυσιολογικό, και μόνο τ’ απογεύματα, το χειμώνα κατά τις πέντε και τα καλοκαίρια κατά τις έξι και μισή –τότε δεν υπήρχε ακόμα η αλλαγή της ώρας σε θερινή ή χειμερινή–, την έπιανε μια αδημονία, μια ακαθόριστη ανησυχία, μια ακατάβλητη επιθυμία για φυγή, ίσως και για μια υποτυπώδη επικοινωνία με άλλους ανθρώπους. Η ταραχή ξεκινούσε από τα πόδια της, που ασυναίσθητα άρχιζαν να κάνουν, να μιμούνται κινήσεις περπατήματος, ενώ αυτή ήταν καθισμένη ακόμα στον καναπέ. Έπειτα το τρεμούλιασμα έπαιρνε την ανιούσα και σταματούσε στο στομάχι, συστολές και διαστολές χωρίς ρυθμό και τάξη, κι εντέλει την ανάγκαζε να σηκωθεί, να ρίξει πρόχειρα κάτι πάνω της, ν’ αλλάξει τις παντόφλες με παπούτσια και να βγει σχεδόν άτακτα, σχεδόν πανικόβλητη στο δρόμο. 18


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 19

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

Στην πόλη, δηλαδή όλον τον άλλο καιρό που δεν έκανε διακοπές, έβγαινε από το σπίτι της, περπατούσε άσκοπα με ταχύ βηματισμό, κάπως ηρεμούσε αλλά όχι εντελώς, διότι τότε ξεπηδούσε μια επιτακτική ανάγκη να μιλήσει με κάποιον, όποιον να ’ταν. Κατέληγε συνήθως στο κοντινό σούπερ μάρκετ, έπιανε την κουβέντα με τις πωλήτριες, τις ήξερε όλες με τα ονόματά τους, και κάποιος που δεν υποψιαζόταν πώς περνούσε τη μέρα της θα τη χαρακτήριζε εξωστρεφή και κοινωνική, και ήταν, γι’ αυτή τη μισή ώρα, ένας άλλος άνθρωπος. Με τα χρόνια απέκτησε τη συνήθεια να επισκέπτεται το διπλανό διαμέρισμα –κυρίως όταν ο καιρός ήταν απαγορευτικός για βόλτες στη γειτονιά ή στα μαγαζιά της περιοχής– και να κάνει παρέα με τη γερόντισσα που έμενε κι αυτή μόνη της, χήρα ούσα και με τα παιδιά της μακριά. Μιλούσαν για απλά πράγματα, για μαγειρέματα και για το πώς είχαν περάσει τη μέρα τους, κι όταν η γερόντισσα είχε κέφια κι όρεξη, της έλεγε ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια στο χωριό της, στην ορεινή Γορτυνία. Και η γυναίκα προς ανταπόδοση –γιατί έτσι είναι αυτά, δίνεις παίρνεις, σου λένε και λες– περιέγραφε πώς είχε πάει το γράψιμο, αν η ηρωίδα του βιβλίου που έγραφε θα έφευγε τελικώς απ’ το σπίτι της εγκαταλείποντας σύζυγο και συνήθειες, προκειμένου να βρει πάλι τα όνειρά της, ή αν η Μικρασιάτισσα Δήμητρα θα έβρισκε τη χαμένη της κόρη με το σταυρουδάκι χαραγμένο στον ώμο, σημάδι αναγνώρισης και θεϊκής 19


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 20

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

προστασίας. Η γερόντισσα γνώριζε πολύ πριν από κάθε αναγνώστη την πορεία και την εξέλιξη των βιβλίων της γειτόνισσάς της. Μάλιστα, όταν έφτανε σε κομβικό σημείο η συγγραφή κι η ίδια παιδευόταν και δεν ήξερε πώς να συνεχίσει, η άλλη είχε αγωνία και περίμενε πότε θα έρθει η επόμενη μέρα, η επόμενη επίσκεψη, να μάθει πώς είχε εξελιχθεί η υπόθεση. Η αδημονία, η αειφυγία, η ταραχή έπιανε τη γυναίκα και στις διακοπές της, κι ας μην είχε γράψιμο, διότι όρος απαράβατος των διακοπών ήταν ν’ αφήνει πίσω της τη δουλειά, αν και σπανίως έγραφε καλοκαίρι. Έτσι λοιπόν, ακριβώς στις έξι και μισή, κατέβαινε από το δωμάτιό της, διέσχιζε τον κήπο, που είχε ήδη καταληφθεί από παιδάκια τρελαμένα για τρέξιμο και κρυφτό, γονείς που τα επιτηρούσαν πίνοντας καφέ και κουβεντιάζοντας –η γυναίκα αγνοούσε ότι της είχαν βγάλει παρατσούκλι, «Το Τρένο των Έξι και Μισή», επειδή τηρούσε το ωρολόγιο πρόγραμμά της απαρεγκλίτως–, κι έβγαινε στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Τη μια μέρα έστριβε δεξιά και την επόμενη αριστερά, κι όπου την έβγαζε η αντοχή της. Περνούσε μέσα από τα χωράφια, παρατηρούσε αν είχαν ωριμάσει τα σύκα στις συκιές, υπολόγιζε πόσο ήθελαν ακόμα, χαιρετούσε χαμηλόφωνα τις γάτες και τα σκυλιά, έγνεφε με το κεφάλι καλησπέρες στους ανθρώπους που κάθονταν στις αυλές τους και κατέληγε τη μια μέρα στα μποστάνια με τα πεπόνια και την άλλη στο Περιβολάκι του 20


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 21

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

Φράνσις, εκεί όπου έπιανε την κουβέντα με το Παιδί, το οποίο, εκτός από βοηθός στο μανάβικο, τ’ απογεύματα είχε αναλάβει να καθαρίζει τους τάφους, να πλένει τα μάρμαρα, να μαζεύει τα ξερά φύλλα και να ποτίζει τα δέντρα το καλοκαίρι, γιατί το Περιβολάκι του Φράνσις δεν ήταν περιβόλι αλλά το νεκροταφείο των παλιών αφεντικών της περιοχής. Την πρώτη φορά η γυναίκα είχε φτάσει εκεί τυχαία, προεκτείνοντας πέρα από τα συνηθισμένα τη βόλτα της –ακολουθούμενη μάλιστα από μια παρδαλή και πολύ φιλική σκύλα που μπερδευόταν στα πόδια της–, είχε δει τα ψηλά κι εύρωστα κυπαρίσσια, τη σιδερένια καγκελόπορτα, απόρησε, τι ήταν άραγε εδώ; Έσπρωξε την πόρτα κι αυτή τρίζοντας άνοιξε, μπήκε στον περίβολο, είδε τους μαρμάρινους τάφους, και στο βάθος, καθισμένο σε μια σκιά, διέκρινε το Παιδί – τον είχε δει στο μανάβικο κι είχε προσέξει την καμπούρα και το χεράκι του που σαν φτερό αγγέλου κρεμόταν και τον παίδευε στη δουλειά του. Τον είδε που έστριβε με κόπο ένα τσιγάρο, κι αυθόρμητα, πράγμα παράξενο γι’ αυτήν, τον πλησίασε και του πρόσφερε ένα από τα δικά της. Το Παιδί την είχε αντιληφθεί από την ώρα που την είχε μαρτυρήσει το τρίξιμο της πόρτας, άλλη φορά θα είχε δυσανασχετήσει, τι στο διάολο θέλει τώρα τούτη δω, αλλά σήμερα ήταν σε καλά κέφια. Αρνήθηκε όμως το τσιγάρο, προτιμούσε τα δικά του που τα έφτιαχνε από φύλλα ευκαλύπτου, της είπε πάντως ότι μπορούσε να καθίσει και να 21


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 22

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

καπνίσουν παρέα. Αυτό που έδινε και στους δύο μια άνεση ήταν η διαφορά ηλικίας τους, εκείνη τον θεωρούσε νεαρό, κοντά στα είκοσι ίσως, κι αυτός την είχε για γριά, κι ας ήταν σαράντα κάτι. Της εκμυστηρεύτηκε, ενώ σάλιωνε επιτέλους το τσιγάρο του, ότι στο σπίτι τον έβριζαν, του έλεγαν ότι βρομοκοπούσε ο καπνός του, και τον έβγαζαν έξω, κι αυτός, για να μην τους δίνει τη χαρά ότι περνούσε το δικό τους, κάπνιζε όταν ήταν μόνος του. Της είπε ότι τα έφτιαχνε από χαρτί ιχνογραφίας, ψιλό σαν αληθινό τσιγαρόχαρτο, και φύλλα ευκαλύπτου, δική του εφεύρεση, κανείς δεν του το είχε δείξει, όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών θέλησε να πρωτοκαπνίσει και δεν είχε λεφτά για ν’ αγοράσει τσιγάρα, έτσι τα συνήθισε και πια δεν του άρεσαν τα κανονικά. Ο καπνός από τα δυο τσιγάρα, πυκνός και λευκός, ανέβαινε για λίγο, και μετά το αεράκι, η θαλάσσια αύρα που ερχόταν από τα δυτικά, τον ανάγκαζε να διαλυθεί δεξιά κι αριστερά. Η γυναίκα τον ρώτησε, αφού είχε στριφογυρίσει την ερώτηση κάμποσες φορές στο μυαλό της, γιατί το ονόμαζαν «Περιβολάκι του Φράνσις». Το Παιδί της εξήγησε, αφού πάτησε καλά καλά στο χώμα να σβήσει τελείως τ’ αποτσίγαρο, ότι αυτό ήταν το νεκροταφείο των παλιών αφεντικών, όσους πέθαιναν απ’ το χωριό τούς έθαβαν στο κοινοτικό κοιμητήριο. Της είπε ακόμα ότι, απ’ όλους τους θαμμένους εδώ, εκείνος συμπα22


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 23

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

θούσε περισσότερο τον Φράνσις και την Έντιθ. Ο Φράνσις, όλοι το ήξεραν, είχε πεθάνει τριών χρονών από κάτι μεγάλα σπυριά που έτρεχαν πύο. Τότε πια οι χωριανοί πίστεψαν επιτέλους τα κουτσομπολιά των υπηρετριών, που έλεγαν ότι ο αφέντης είχε σύφιλη, που την είχε αρπάξει νέος στην Αιθιοπία. Η μάνα του Φράνσις, Ελληνίδα αρχοντικής οικογένειας, τρελάθηκε από τη λύπη της αλλά κι από την αρρώστια που της είχε κολλήσει ο άντρας της. Έβαλε –συνέχισε το Παιδί, που αισθανόταν ότι με την αφήγηση αποκτούσε κύρος, ως γνώστης άγνωστων περιστατικών– κι έχτισαν το εκκλησάκι, φύτεψαν δέντρα και λουλούδια και τοποθέτησαν την πλάκα που γράφει «Το Περιβολάκι του Φράνσις». «Διάβασε τι έγραψαν πάνω στον τάφο του», παρότρυνε τη γυναίκα, κι εκείνη σηκώθηκε, έσκυψε και μουρμούρισε: «Ω χεράκια λατρευτά, σάρκας αφρός, μια στάλα, που τ’ αλυσοδέματα γεννάτε τα μεγάλα».* «Η καημένη η κυρία» –το Παιδί ακάθεκτο προχώρησε στην αφήγηση, σχεδόν χαρούμενο, πότε άλλωστε είχε βρει ακροάτρια που το άκουγε με τόση προσοχή;– «έθαψε όλα της τα παιδιά κι έπειτα αυτοκτόνησε. Η πρώτη της κόρη, η Έντιθ, είναι θαμμένη εκεί, κάτω απ’ τη λεμονιά, πέθανε είκοσι χρονών από ελονοσία. Τότε φύτεψαν, λένε, κι όλους τους ευκάλυπτους που υπάρχουν στο χωριό, για να διώ* Κωστής Παλαμάς, «Ο τάφος». 23


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 24

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

χνουν τα κουνούπια τα καταραμένα. Ο Φράνσις ήταν το δεύτερο παιδί που έχανε, το τρίτο και τελευταίο της πέθανε από μεθύσι σ’ ένα μπουρδέλο –συγγνώμη κιόλας– στην Αθήνα. Δεν άντεξε άλλο η καημένη η κυρία, και κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Το σώμα της, είχανε πει τότε, ήτανε σκεπασμένο από μεγάλες μπλε πληγές. Είναι κι αυτή θαμμένη παρακάτω, αλλά εγώ καθαρίζω γρήγορα γρήγορα την πλάκα, γιατί μου μοιάζει ότι ανεβοκατεβαίνει, λες κι ανασαίνει από κάτω η κυρία». Το Παιδί σταμάτησε απότομα την αφήγηση, έριξε μια πλάγια ματιά στη γυναίκα να δει τι εντύπωση της είχαν κάνει όσα είχε ακούσει, κι εκείνη ένιωσε την υποχρέωση, κυρίως για να του δώσει την ικανοποίηση, κάτι σαν ανταπόδοση, κάτι σαν αντίδωρο για την ιστορία που τόσο γενναιόδωρα της είχε αφηγηθεί, να κάνει ένα σχόλιο. Δεν ήταν προετοιμασμένη για κάτι ευφυές, κι έτσι είπε σιγανά: «Ώστε ανασαίνουν οι πεθαμένοι... Λες;» «Αν λέω, λέει...» απάντησε το Παιδί, ξεφυσώντας με σημασία. «Αυτές είναι δουλειές του Διαβόλου. Αυτός βασανίζει άρχοντες και φτωχούς. Αυτός κάνει τ’ αγόρια να τρίβονται μεταξύ τους, να λαχταράνε το ’να τ’ άλλο, και τις γυναίκες να γυμνώνονται και να κάνουν τα αίσχη με τους άντρες...» Η γυναίκα ένιωσε μια δυσφορία, η κουβέντα στράβωνε κι έπαιρνε άλλο δρόμο, δεν της άρεσε, σκέφτηκε ότι το Παιδί, ίσως λόγω της δυσμορφίας του, είχε φαντασιώσεις σε24


FAKINOU_XIONATH DDD Final.qxp_Layout 1 29/4/20 6:44 PM Page 25

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

ξουαλικού περιεχομένου, τις οποίες κατ’ ουδένα τρόπο δεν ήθελε να μάθει, οι φαντασιώσεις του καθενός τού ανήκουν, δεν πρέπει να τις μοιράζεται με κανέναν – ή μήπως όχι; αναρωτήθηκε, κι αιφνιδίως τα πόδια της άρχισαν να μιμούνται κινήσεις γρήγορου βαδίσματος, κι έκανε να σηκωθεί και να φύγει, αλλά το Παιδί, υπερευαίσθητο στις αντιδράσεις των άλλων, της είπε βιαστικά: «Συγγνώμη, λέω βλακείες. Συχνά λέω βλακείες. Μου ξεφεύγουν απ’ το στόμα, κι ο πατέρας μου ο συχωρεμένος όλο μ’ έβριζε γι’ αυτό. Μ’ έβριζε και γι’ άλλα. Για όλα. Ντρεπόταν για μένα. Το καταλάβαινα. Μια άλλη φορά θα σου πω. Θα ξανάρθεις, έτσι;» Η γυναίκα είχε ήδη σηκωθεί, έτοιμη να πάρει το δρόμο του γυρισμού, αποφασισμένη να μην ξαναπάει εκεί, όμως είδε την ικεσία στα μάτια του Παιδιού κι έγνεψε νευρικά κάτι σαν «ναι, εντάξει, θα ξανάρθω». Τον είχε λυπηθεί, η μοναξιά του κραύγαζε σχεδόν, η ανάγκη του για ανθρώπινη επαφή, πέρα απ’ το πάρε δώσε στο μανάβικο, ήταν σαν να την άγγιζε στο χέρι. Δεν το πίστευε, όμως τη μεθεπομένη, και κάθε δεύτερη μέρα όσο θα διαρκούσαν οι διακοπές της, θα βρισκόταν και πάλι στο Περιβολάκι του Φράνσις, λες και το Παιδί, ή μάλλον οι ιστορίες του, ασκούσε πάνω της μια παράξενη γοητεία. Ήταν μια αντιστροφή των ρόλων. Αντί ν’ αφηγείται αυτή, άκουγε με απλές λέξεις πρωτογενείς ιστορίες, βιωμένες με πόνο, στέρηση κι απόρριψη. 25


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.