ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 5
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
ΠΟΙΗΣΗ 1 9 6 3 - 2 0 1 1
ΕΚδΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙωΤΗ
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 6
©
Copyright Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014
Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5989-3
© ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΡΟΣ
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 7
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 8
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 9
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟ ΜΟΝΑξΙΑ 1
Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου το γέλιο σου με τον ήλιο το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου. Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν με τα χέρια αδειανά, με τα πόδια γυμνά θα βρεις τη μοναξιά σου. Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ’ναι γραμμένη απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου. Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω γιατί δε θα το μπορούν, θα ’ναι βαρύ γι’ αυτούς και θα ’ναι πάλι η μοναξιά σου. Αν φωνάξεις την αγάπη σου θα ’ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 10
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα όλους τους λασπωμένους δρόμους. Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ τα λόγια της μοναξιάς σου. Θεέ μου, τι θα γίνουμε; Πώς θα πορευτούμε; Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε; Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων των ψυχών από δίπλα μας; Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος. Μια θα ’ναι η Νίκη: αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε. Μόνοι μας. Φθινόπωρο 1956
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 11
ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΑ [1963] Στη μητέρα μου
«Toucher le vide à son centre pour qu’il éclate et livre passage». F.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 12
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 13
ΒΥΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΙΕΙΗ Στη μνήμη του Νίκου Καζαντζάκη
}
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΒΥΤΟΥ
ΠΡωΤΗ ΜΕΡΑ
Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού. Φώτα της παραλίας νεκροπομπή για τα χόρτα του καλοκαιριού. Τα καλέσματα των μανάδων σε εσπερινή μετάνοια πήραν ήχο φθινοπωρινό. Πηγαίνω στην πρώτη βροχή που ’ρχεται από τη θάλασσα. Τη φυγή –τελείωση πανάρχαιας δίψας– την ονόμασαν για μένα θάνατο. Να ’ναι αργός ο δρόμος του ανέμου. Σιγά να χαράζουν τα περιβόλια του ορίζοντα να τα καλλιεργήσουμε οι σύντροφοι του τέλους. Σιωπηλά τα καΐκια περιμένουν τη μέρα στη νυχτερινή πραότητα του λιμανιού.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 14
Η γεύση του σταφυλιού και του σύκου ανήκει πια στους τόπους της μνήμης. Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού.
δΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ
δεν υπάρχει σύνορο ανάμεσα στο φως της μέρας και της νύχτας. Τρίζει το σκαρί και οι ρεμβασμοί της πλώρης συνέχεια αιωνιότητας. Η ψυχή μου καυτός ανεμοστρόβιλος υπόσχεται το τίποτα. Εγώ που τόπους είχα ονειρευτεί όπου τ’ άλογα ξέφρενα τρέχουν στα γλιστερά μονοπάτια του ήλιου σ’ άρματα κι άμβωνες το κορμί μου στα ύψη οραματίστηκα. Κι όμως τις μέρες μου ταχτικά τελείωνα εκεί στο πατρογονικό πηγάδι με τα πρόσωπα και τα πράγματα της αυλής μαζί μου χρόνους πολλούς σβησμένους. Χάνεται η ομορφάδα των βουνών όταν τόπο δεν έχεις υψηλό να δεις! Το ρόλο υποδύθηκα του σύννεφου που δε θα φέρει ποτέ ευλογία.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 15
ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ
Μεσημέρι Σεπτεμβρίου μικροκουβέντες των συντρόφων στην ηπιότητα του ήλιου. Χρώματα ετοιμάζονται απογευματινά σκαλοπάτια για το φθινόπωρο. Χαρά στον κλήρο μου το θάνατο. Ειρήνη είναι με το θαύμα που ανήλεα προπορεύεται.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ
Χ
λομά τα πρόσωπα των δέντρων μόλις που εμφανίζονται στους μικρούς ύπνους. Γυμνός ο αγέρας χωρίς μηνύματα γαζίας. Τα επτά κορίτσια κλείνουν τους λαιμούς στο φόβο. Φοβούνται το φως, τη βροχή τα χέρια τους αμάθητα μην αγριέψουν στην αρμύρα. Αποχαιρετούν τα ονόματά τους και τα μαλλιά τους.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 16
ΠΕΜΠΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΛΙΕΙΗ
Ι
έρεια του θανάτου με το αστρένιο σώμα σε κάλεσε ο αποσπερίτης σε θρήνο κι εσύ τέντωσες δυο συκιές τα μπράτσα σου κι ανάμεσά τους το φεγγάρι. Κλαις γιατί ’ναι η εποχή που ντύνονται φύκια τα σώματα των αγοριών τη ζέστα του σταρένιου ψωμιού τυλίγονται μούστο και ρείκια και κυκλάμινα οπλίζονται. Πιάνονται χέρι χέρι με το γιόμα και κατεβαίνουν τα μονοπάτια μέσ’ απ’ τις ελιές μέσ’ απ’ τα πουλιά του καλοκαιριού. Έρχονται. Τρέφουν την ανάσα των κυνηγημένων ζώων κι άλλες ιστορίες απ’ την παρουσία τους δεν έχουνε να πουν. δακρύζεις, της είπα. Στον ώμο σου ακουμπάει να κλάψει ο ουρανός.
ΕΚΤΗ ΜΕΡΑ
Εκτείνεται η μορφή σου σαν τις πάλλευκες αίθουσες του πατρικού. Τα περιστέρια μεταλάβαιναν απ’ τα χέρια σου κι άφηναν στα μάτια σου τον οίκτο για τα ερπετά και τα μικρά της γης.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 17
Ανθούσαν γαριφαλένια τα μεσημέρια σου και περιπλανιόσουν με το άστρο της νύχτας στις ψηλές κολόνες στολίζοντάς τες. Τώρα ακουμπάς στην περηφάνια τράπεζα αγία των αναστεναγμών.
ΕΒδΟΜΗ ΜΕΡΑ ΕΙΠΕ Η ΑΛΙΕΙΗ
Ε
τοίμαζαν την αναχώρηση οι γυναίκες κι έφερναν λεμόνια και φύλλα μαστιχιάς οι συντρόφισσες των παιχνιδιών για τα δαιμονικά της θάλασσας και μυρωδικά για την ώρα του θανάτου. Έβαλα γιασεμιά στα γένια του πατέρα· γλυκά κοιμούνται τα γεράματα κι απομακρύνθηκα απλά ενώθηκα με τη σκιά μου και πάω κατά τον ήλιο. Ήρθε η αυγή κι ό,τι κοριτσίστικο είχα χαράξει στο πλακόστρωτο παιχνίδια της κιμωλίας ονόματα, φανταστικά καράβια έχει χαθεί.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 18
ΟΓδΟΗ ΜΕΡΑ
Σ
ήμερα προσεχτικά ακούσαμε τα ψάρια και τα λουλούδια του βυθού. Περιμέναμε και το πρωινό περίμενε με τους ουρανούς εκθαμβωτικά καινούριους φωνές από τις σιωπηλές παρουσίες της θάλασσας. Στο τέλος του ταξιδιού θα ξέρουμε πια τη ζωή των φυτών και των αέρηδων όπως μας τη διηγήθηκαν.
ΕΝΑΤΗ ΜΕΡΑ
Σχέδια για το θάνατό μας κάναμε απόψε κι ήταν σαν να μαντεύεις τα τραγούδια που απομακρύνονται από την ακτή μαζί με τους ψαράδες. Θα ’ναι θρασεία η ματιά του ήλιου ή ρίζες αρχαίων δέντρων να ζώνουν όλο πιο σφιχτά ή σε νερά ατέλειωτα θα βυθιστούμε με το βάρος των ημερών; Μετάλλινος θόρυβος κραυγές πληγωμένων πουλιών στα ύψη
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 19
θάλασσα από στάρι ή θα πεθάνουμε απ’ τα πολλά ηλιοτρόπια;
δΕΚΑΤΗ ΜΕΡΑ
Αλιείη, ξέρεις την αγάπη για τις παλίρροιες και τα ξενιτέματα για το μεγάλο ελάφι που μας έδωσε τις κνήμες για τον μεγάλο αετό που έδωσε τα μπράτσα. Την αγάπη για τον γκιόνη του φεγγαριού για το μυρμήγκι του χειμώνα την αγάπη, την αντοχή τη νίκη στην ομορφιά και τη γλυκιά μέρα. ξέρεις την αγάπη για τον Μινώταυρο, Αλιείη; Αυτή είναι η δική μας η αγάπη. Μην πεις πως δεν είναι ανθρώπινη. Άγριο θυμάρι είναι όρθιο στην αστραπή και στον κακό καιρό χρυσή αλεπού ασυντρόφευτη θεριό-βιγλάτορας είναι. Όχι φυτό σπιτικό άνθος της γλάστρας δε θέλει περιποίηση δε θέλει πότισμα. Μόνο αγριάγκαθο είναι και ανθίζει στον γκρεμό.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 20
}
ΙΙ ΜΕΡΟΣ
ξ
ένη γη νέα κοπάδια στις υπώρειες των βουνών. Ο Ταύρος του Μίνωα κλίνει στη σκιά την κεφαλή. Εγκαταλείπει τις αισθήσεις την όσφρηση την Κυρά. Τώρα που καλά γιόμισε το χώμα μελλοντικούς καρπούς τώρα που οι σφήκες και τα χελιδόνια θα διαιωνίζονται με τα φύλλα και τα νερά υπομονετικά θα γεννήσουν την πέτρα κι η πέτρα τα νερά και τα νερά την πέτρα τώρα που γέμισε βοές μικρών θεών το σπήλαιο πεθαίνει ο Μινώταυρος. Σε τέσσερις θάλασσες αναλύονται οι τέσσερις οπλές του. Το κεφάλι του γεννήτρα των βουνών κι η μαλακή κοιλιά του μάνα σιωπηλή των χνουδωτών ζώων αναβαίνουν στ’ άστρα. Η Αλιείη θα προχωρήσει με τους δυο της ήλιους μεσημεριάτικους λευκούς με τα δυο της χέρια ακροθαλάσσια της συννεφιάς και τότε θα ταξιδέψει πια – άνεμος που συρτά σηκώνεται–
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 21
ο Μεγάλος Μινώταυρος με το προαιώνιο σκαρί χωρισμένο σε δυο αετοφτερούγες. Στον λευκό χιτώνα της είχε χαράξει με το χνότο του τον κόσμο. Τώρα ο χιτώνας πιο λευκός παρά ποτέ κι ο κόσμος ένα γύρω. Ανασαίνει ο Ταύρος όπως ύστερ’ από ωραία πράξη κι ο Βύτος ετοιμάζει το δρόμο του θεού. Μιλάει στις πέτρες κι ανθίζουν οι πικροδάφνες στα φεγγάρια και στους ήλιους των ημερών. Συναδελφώνει τις πατούσες του με το χώμα το μέτωπο με τους αστερισμούς· η Λευκή Αρκούδα ξαναγυρνά στα φύλλα. Τώρα μένει ν’ ακολουθήσουν τα επτά σπίτια των Αθηνών. Οι κορδέλες των επτά κοριτσιών τυλίγονται ξετυλίγονται στους σκιερούς κοιτώνες ορφανεμένες. Παρθενικά πρωινά θλίβονται τα γεράνια στα κλειστά παράθυρα. Επτά βρύσες στέρεψαν απ’ των παλικαριών το βήμα. Βουβά τα κατώφλια δυσπιστούν στο φως. Τώρα μένει το θαύμα.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 22
Οι μάνες να πονέσουν τον Μεγάλο Ταύρο και να καλημερίσουν τα παιδιά τους στα παρτέρια του κήπου – κι άλλα νιολούλουδα βρέχει η ανατολή. Οι πατεράδες να καμαρώσουν τους γιους σε μια χούφτα άνοιξη και σ’ όλα τα πρόσωπα να ’ναι πρωινή δροσιά το κλάμα. Έτσι θ’ αναπαυθεί ο θεός Ταύρος θ’ αρνηθεί το φόρο θα προδώσει το καταφύγι του. Μακρύς θ’ ανοίξει δρόμος. Μεσοστρατίς στο ξέφωτο θα σταθούν. Θα του λεν παραμύθια που γέννησαν γι’ αυτόν με τη βοήθεια των λύκων και των αστεριών και θα διηγείται τους πόνους της ανείπωτης γέννας. Τελευταίος θεός αμφίβολα γενναίος.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΤΡΑΓΟΥδΙ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΗΣ
Ε
σύ δεν μπορείς να ξέρεις αυτή τη λύπη. Έρχεται κι αδειάζει μέσα σου καλόβολη στέρνα κοντά στις καλλιέργειες. δεν την ξέρεις αυτή τη λύπη, Βύτο. Πρώτη παπαρούνα πρώτο καλοκαίρι με γυμνά μπράτσα και ξαφνικά νύχτα αγρύπνιας.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 23
Η θάλασσα αγαπιέται με το πρωινό και κρύβουν τ’ αυγά τους στις ρίζες των φυτών. Τα χέρια σου δεν ήταν γι’ αγάπη γι’ ανθόνερο και άφεση αμαρτιών. ξέρεις την αγάπη του καλοκαιριού με τ’ αγιόκλημα την αγάπη των υδάτινων ζώων και των γιασεμιών με τον λευκό τοίχο. Η αγάπη σου δάχτυλο τεντωμένο για Κει. Βαρύ το παραμύθι σου. Μυρίζει κρασί και ζεστό χώμα ο αγέρας της αυγής φορτώνεται καημούς και γλυκαίνει στον ήλιο. Άσε με ν’ αγκαλιαστώ τη γης με τα ρύζια και τα στάχυα με τις πορείες ταπεινών εντόμων. Βαρύς ο ουρανός σου, Βύτο. Κάνε να βρέξει ήπια. Στα χέρια σου τώρα οι αμφορείς με τις πηγές τ’ ουρανού. Στα πνευμόνια σου οι αγέρηδες απ’ τις ερημοκορφές. Ο Μινώταυρος αγγίζει τα χώματα πριν σ’ τα παραδώσει. Σε χρίζει ελεύθερο. Εγώ πιστή στην εικόνα μου στην ώρα του γυρισμού είμαι ό,τι θυμούνται τα φύλλα
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 24
ό,τι ξέρουν τα νυχτερινά νερά σαν τρέχουν κατά τη μέρα. Βύτο, ελάφια γεννιούνται μες στα μάτια σου. Μην τεντώσεις το τόξο. Θέριεψαν οι φλέβες σου απ’ τα χαλινάρια του κόσμου προϊστορικά ποτάμια και κυβερνούν. Τώρα θα ονοματίζουμε τα βουνά νεαρά θα τα λέμε, γερασμένα και τις ψυχές πιστές θα τις λέμε, ελεύθερες... Σμίξε τα χέρια σου κλωνάρι ύστατης χαράς για το άσπιλο νερό το νέο βάφτισμα.
ΕΝωΠΙΟΣ ΕΝωΠΙω ΒΥΤΟΣ
Μεγάλε Ταύρε του Μίνωα
λυχνάρια σπιτικά οι ήλιοι της δημιουργίας σου. Στη λευκή άμμο του σπηλαίου σου παραμυθένια άφησε χνάρια ο κόσμος με τις μαγγανείες της νύχτας τους ελιγμούς των βλαστών στη βροχή τα κοριτσίστικα χρυσοβράχιολα στις γιορτές της ευφορίας. Ήρθαμε με τα πέδιλα λυτά και την απεραντοσύνη των θαλασσών. Ψυχή της Αλιείης θα ονειρευτεί
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 25
κι οι τρυγητές της μέρας θα βρεθούν στη σκιά της μυγδαλιάς να σιγοτραγουδήσουν. Η Αλιείη στους νυχτερινούς περιπάτους της αγκαλιάζει τις πέτρες το μελλούμενο χορτάρι κι ως την αυγή η ομορφιά έχει ανθίσει στους αθώους. Ήρθα γυμνός από μνήμες γυμνός από φόβο γυμνός από ύμνους και βωμούς. Στους ώμους μόνο η γύρη των πεύκων στα δάχτυλά μου ξεψυχάν τα τελευταία τζιτζίκια φέτο. Τέλεψε το έργο σου. Βασίλεψαν τα μάτια σου. Σου ετοιμάσαμε κλινάρι στην πιο δροσερή γωνιά της γης. ΑΛΙΕΙΗ
Για ό,τι έγινε κι ό,τι μέλλεται είμαστε εδώ μάρτυρες μοναδικοί. Όλα σωστά κι οι λύπες μας κι αυτές ετοιμασία. ξεπλύθηκα στην αρμύρα που αγγίζει τις κνήμες σου κύμα από σκίνα στους κροτάφους μου λούστηκα με φεγγαρόνερο κι είναι θερμός ο λαιμός μου
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 26
μοιράστηκα την αγρύπνια και τη φωτιά των βοσκών στα δύσκολα βουνά. Τι να παραγγείλουμε στους ουρανούς για την ανάπαψή σου; Τολμηρά δεσποτικό πια το φως σου ανοίγει περάσματα μέσ’ από τα τρυφερά μυστικά της νύχτας και προσπερνά. Πλέξαμε φιλόξενα κιλίμια για το δισταγμό σου. Μια μυρωδιά απαντοχής απ’ τις μασχάλες των βουνών. Κουράστηκαν τα παράθυρα του άγνωστου να χτυπάνε στον αγέρα. Ο ήλιος πια χωρίς περηφάνια προσφέρεται σ’ ένα πιάτο ελιές σε μια κούπα μέλι. Άνεμος. Να που ’ρχεται απ’ τις υπώρειες των όντων κι ανεβαίνει και σκάνε ώριμοι σιδηρόχρωμοι ορίζοντες. Θάμπος αγέρας μεταλλικός παίρνει τις κορφές τις οδηγεί πάλι στη ρίζα. Αγέρας μεταλλικός χωρίς αντίσταση οι κλώνοι χωρίς αντίσταση οι μοναχικές φαντασίες κι οι φόβοι.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 27
Ακίνητες οι πυρκαγιές κι οι πλημμύρες χαμογελούν, υπόσχονται. Ταραχή παντοδύναμα τα νέα πλάσματα πηλός το θαύμα στα δάχτυλά τους και τραγουδάει. Ο άνεμος από παραλίες και χώματα ειρηνικά χαιρετισμοί και παινέματα για τον μεγάλο Ταξιδευτή. Αναχωρεί. Μόνοι καλλιεργητές μόνοι τρυγητές εμείς. Χαρά στ’ αμπέλια μας.
Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ
Αχνοφαίνονται τα πλεούμενα, Ιφιγένεια. Λιβάνι στρώθηκαν τα σκαλοπάτια προς τη θάλασσα. Το βήμα σου, το φόρεμα και τα μαλλιά απεσταλμένοι του ανέμου. Έρχονταν μια μια δυο δυο οι νύχτες στις ρώγες των δαχτύλων σου
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 28
και στην κορφή της πλάτης αβασίλευτος πάντα ένας ήλιος. Ανήμπορη να μετρήσεις τους αμπελώνες τα χωράφια και τους ελαιώνες σου χανόσουν σε καλοκαιριάτικο όνειρο. Εκεί στο ξύλινο μπαλκόνι σου θέριευαν τα γεράνια μεγάλωναν τα σπιτικά πουλιά κι έπαιζες τα δειλινά με χαϊμαλιά και ιστορίες αγάπης. Βασιλοκόρη ξέχναγες τα ωραία σάνταλά σου όταν ο λιονταρογέννητος ουρανός σε γυναικεία του στιγμή ακουμπούσε στα γόνατά σου. Ιφιγένεια, κάθε καΐκι κι ένας άγριος Απρίλης κάθε γοργόνα πλώρης κι ένα γιορτερό ακρογιάλι. Γέροντες σοφοί πριν απ’ την αρχή των δέντρων γέροντες πολύξεροι είχαν διηγηθεί – πριν ακόμα γεννηθεί η Αφροδίτη πίσω απ’ τα σύννεφα– την ιστορία της κοπέλας που φιλική ήταν στους ανέμους. Κι εσύ
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 29
– μάρμαρο το φως δέσμια κρατά την κεφαλή σου– μίλησες στη θάλασσα την Παναγιά γλυκά σκυμμένη στο γιο της το Σεπτέμβρη για τους πολεμιστές και τις κακές τους σκέψεις. δεν πιστεύουν οι πολεμιστές. Ταύροι είναι με ήλιους ζωγραφιστούς στις πανοπλίες και τις κνήμες βαριά φυτεμένες στο χώμα. δεν πιστεύουν στους καρπούς της αναμονής στις θάλασσες που επιστρέφουν όλο και πιο πλούσιες – αναγεννιούνται κι οι βυθοί. Χρειάζεται ο καιρός του πουλαριού των ψηλών κάκτων της νεροφίδας και των αστεριών ως να ξαναφανούν. Χρειάζεται η αιωνιότητα της εμπιστοσύνης. Μιλάνε για τη μάχη τη θρέφουν μαζί με τ’ άλογα και τις αγριοπέρδικες. Όλα είναι έτοιμα, λένε. Τα αιχμηρά όπλα, τα ηνία η γη ανασκαμμένη για τα σώματα ο θυμός, οι φωνές των γυναικών. Κι ο άνεμος;
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 30
Φάνηκαν τα πρώτα δελφίνια, Ιφιγένεια. Τα πουλιά και τα καράβια ακολουθούν. Κλαρί λεμονανθού άνθιζ’ η καλοσύνη στο περβόλι σου. Κι όμως ο λαιμός σου προσφέρεται αόρατο μονοπάτι του κακού. Θόρυβος στ’ ακρογιάλι. Στις πλάκες του λιμανιού πατήματα αντρών, τρεξίματα μαντάτα, πρόσωπα. Αρνήθηκε, είπαν. Αρνήθηκε η Ιφιγένεια. Για την αγάπη, έλεγε για τη γλυκιά καρδιά για ειρηνικές πολίχνες να φροντίσουμε τα καρποφόρα τις βροχές να δεχτούμε στην ώρα τους για τις βοσκές για τους αγγέλους. Αρνήθηκε. Να μη φτάσουν οι πολεμιστές· να ομορφύνουν τα κάστρα απ’ τον κισσό να τρανέψουν τα παιδιά. Για τη χαρά, είπε κι ανέβηκε στους ουρανούς. Έκπληκτοι οι στρατιωτικοί ανέβαλαν τον πόλεμο
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 31
και την Ελένη βρήκαν ταπεινή να ετοιμάζει το δείπνο.
ΛΑΦΙΚΤΟΣ
Π
ώς το ’λεγαν εκείνο το ζώο ελέφαντα είχε ψυχή χαρουπιάς κορμοστασιά και μεγάλα νύχια ορνέου απόκτησε έτσι απλά όπως κανονικά βρέχει τον Απρίλη. Πώς το ’λεγαν εκείνο το θηρίο που μοίραζε τα σπλάχνα του στις πλατείες εκεί που ανεβαίνει θολό θυμιατό η ευωδιά των ανθρώπων; Παλιά ήταν ο Κένταυρος κι η Σφίγγα τα πουλιά που ’χαν διαίσθηση γυναίκας. Τώρα μόλις διακρίνονται τα μονοπάτια των μυρμηγκιών και μένουν αγέρωχα τα μάτια της κουκουβάγιας να περιγελούν. Στις δημοσιές ψήνουν τροφές και τρεμοσβήνουν σημαδιακές φωτιές στις κορφές των γύρω λόφων.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 32
Βραδινές νεροποντές συμφιλιώνουν τα κλαδιά και τις ρίζες σε δασωμένους τόπους. Όλα τα περιδιάβασε ο Λάφικτος – ας είναι τέτοιο τ’ όνομά του– κι είχε γερά τα γόνατα όπως οι άντρες όταν ονειρεύονται να συνδυάσουν περπάτημα και πέταγμα και μαλακά τ’ αυτιά – ζεστές χινοπωρινές φωλιές μονάκριβων πουλιών. Τα τοπία και τα πρόσωπα ταπεινή συνοδεία ακολουθούσε. Κρατούσε την ανάσα του σαν βρισκόταν στις λευκές κάμαρες των κοριτσιών: ζεστά ρούχα φροντισμένα τραγουδιστός αέρας και τα κεφάλια σκυμμένα στοργικά πειθήνιοι ακροατές κάποιας εσωτερικής μελλούμενης ιστορίας. Έμενε στα πάρκα με τους κύκνους και τα παιδιά στην πληκτική υγρασία του σούρουπου όταν όλα αποτραβιούνται στις μικρές πόλεις και στο παλιό παλάτι της εξοχής γλυκά γίνονται γαλάζιες οι στέγες.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 33
Μερικοί απ’ την αγάπη τους στην περιπέτεια της γης – όλο νοσταλγία για τα πρώτα βουνά τα πρώτα ερπετά και κελαρύσματα– πίστεψαν πως ο Λάφικτος για μήνυμα ήρθε απ’ τους ωραίους εκείνους καιρούς του καινούριου. Κι άλλοι για την Αιωνιότητα λέγαν για νέους κύκλους νέες ζωές και καταστροφές νέες πατρίδες και ξενιτέματα λέγαν για τον Λάφικτο νέα αρχή του παντός. Μαζεύονταν οι γυναίκες στις μαλτεζόπλακες αμίλητο περνούσε το φεγγάρι μέσ’ απ’ τα κοιμισμένα λουλούδια ξενυχτούσαν πότε στον τρόμο πότε στη μαγεία έταζαν τη νιότη τους. Στις αλέες του δειλινού τ’ ανύπαντρα αγόρια αναζητούσαν τη ματιά του Λάφικτου ν’ ανδρωθούν. Αποκοιμιόταν η πολίχνη και το παραμύθι με μορφή ζώου αγρυπνούσε στα τείχη. – Ποίηση 1963-2011
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 34
Ατέλειωτες οι κουβέντες στα εμπορικά, στις εκκλησιές στις μικρές συγκεντρώσεις των φίλων. Μελετούσαν την καταγωγή και τα πάθη του θηρίου – όλα υποθέσεις– και το ξεχνούσαν. Άοπλη βρίσκεται πάντα η μοναξιά φάροι αφιλόξενοι τα παράθυρα οι κήποι αγέλαστοι ψυχραίνουν κι αναριγούν. Πικρά τα φυτά του χειμώνα λυπημένοι οι βλαστοί δεν τολμούνε τη χαρά. Τις νύχτες στις κορφές τα πρωινά στις παραλίες ξημερώματα βουβά των νερών χλομή ελπίδα ενατένιζε το φως ο Λάφικτος την ώρα που ο ήλιος ο πρώτος φανέρωνε επιδεικτικά αιώνιους θρήνους. Κατέβαιναν καμιά φορά ως τα υγρά χώματα κοπάδια άγριων σκυλιών. Φοβισμένα και πανίσχυρα υπάκουαν στην πείνα και στο κρύο άφηναν τ’ ανώμαλα χνάρια του αγώνα
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 35
και τις φωνές τους μπλεγμένες στα κλαριά. Λίγη πάντα η συντροφιά των ζώων. Κουράζει η Ερημία σαν τη βροχή και χάνεται σ’ απελπισμένες ενατενίσεις η τρυφεράδα των ματιών. Βήματα στοργικά τον έφερναν τον Λάφικτο στις πίσω αυλές την ώρα της ετοιμασίας του δείπνου. Περίεργες οι μικρές κι αυτοί οι πατεράδες περίεργοι μόνο τον κοιτούσαν. Αχνοχάραζε ο αρχαίος θυμός ξηρός αγέρας στα πνευμόνια του κι η κοιλιά του ταραζόταν. Μεγάλωναν τα νύχια του στη μόνωση κι ερχόταν η ανάμνηση των παππούδων ζώα βαριά αποσύρονταν απ’ την κίνηση κι αναστέναζαν τα δάση. Παρουσιάστηκαν θεοί στ’ όνειρό του ευλογούσε η πριγκίπισσα φωτιά το χνότο του κι άλλοι αρχόντοι του σιδήρου και του κακού τον προσκαλούσαν σε λιβάδια ερημωμένα
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 36
σε παλιούς χορούς μίσους και για μεθύσι. Ανέβηκε ο ήλιος του Μάρτη. Στην πεδιάδα οι τοίχοι της εκκλησιάς περίβολος ο ορίζοντας. Ήταν ακόμα δυο χρυσές αχλαδιές χωρίς καρπό κι ένα μαχαίρι. Πώς δεν ακούστηκε τέτοια καταστροφή! Πνιχτά στέρεψαν οι βρύσες σβήσαν τα κορίτσια. Αντιστάθηκαν ίσως τα νερά τα λουλούδια στους βωμούς και οι λευκές ταράτσες. Ο Λάφικτος ειρηνεμένο ζουζούνι πήγαινε κατά το καλοκαίρι στις ωραίες τοποθεσίες των ουρανών. Μόνο στα φύλλα ανανεώνεται ακόμα ένα διάστημα ανεκπλήρωτο οργισμένης μοναξιάς.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΡΙΧΑΡδΟΥ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡδΟΥ Στον R. Ν.
Βορινά γεννήθηκε και τούτη τη φορά ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Μόνο που ’ταν στενά τα παράθυρα
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 37
οι κήποι ξένοι μακρινοί κι η θάλασσα μια άγνωστη. Άκουγε προσεχτικά την ιστορία της βροχοστάλας που χάθηκε στη γη την περιπέτεια μιας μαργαρίτας στην αγάπη της για το πρόβατο και για μεγάλα πουλιά τ’ αρπαχτικά και τ’ άλλα τα αθώα. Χωρίς πανοπλία μεγάλωσε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Πληγωνόταν με τις αλλαγές του καιρού τα σύννεφα, τα δάση και τις κρυφές πηγές. Πληγωνόταν με τις βίαιες κινήσεις των κοριτσιών το θάνατο των περιστεριών στις βρύσες και τα σήμαντρα της πόλης. Πριν φτάσουν τα σταφύλια έφευγαν τα καλοκαίρια κι οι βροχές ακολουθούσαν. Μεγάλωνε η παλάμη του σε σκιερούς περίπατους έσφιγγε η γροθιά πνιχτό το βράδυ. Χωρίς κράνος γεννήθηκε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος μ’ ένα δεντρί καλό μπολιασμένο το θυμό στη θέση της καρδιάς.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 38
Γεροπλασμένες οι κνήμες κι οι βραχίονες δάκρυζαν τα μάτια του στον ήλιο, στο κρασί. Λευκοί και γκρίζοι χειμώνες στερημένοι ζωγράφιζ’ εκείνος κόκκινους ταύρους, άγρια άλογα κι αγαπούσε παλιές κοριτσίστικες μορφές της Ιταλίας. Μάθαινε τις ιστορίες των ηφαιστείων και των ανέμων και για φυλές περήφανες νομαδικές. Έρημος γινόταν η ψυχή του κι έκαιγε. Κι έρχονταν οι Μογγόλοι κι έρχονταν οι πλημμύρες κι οι κατακλυσμοί και μεγάλη ακουγόταν η φωνή του Θεού πότε εκδίκηση πρόσταζε πότε γλυκύτητα. Κι άνοιγαν οι κοιλιές των ζώων στον Ισημερινό. Αυτοκρατορίες ξεφαίνονταν χρώματα, άμφια και λιτανείες. Χόρευαν οι θεοί και οι άνθρωποι γύρω απ’ το λουλούδι της γνώσης. Πορεύονταν οι στρατιωτικοί. Περνούσε ο Μέγας Αλέξανδρος οι εταίρες συμβίωναν με τα φίδια και συνταράσσονταν τα θεμέλια της πόλης απ’ τις περιπλανήσεις των τεράτων.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 39
Ποτάμια και θάλασσες φρένιαζαν και παράβγαιναν σε δύναμη κι αρχοντιά και στους πάγους άλλες ράτσες κυνηγιάρικες συντροφευμένες απ’ τα βαριά σκυλιά. Κυράδες με βαθυγάλανη μαντίλα παρουσιάζονταν στις ζωγραφιές και στην Ανατολή φρόντιζαν ένα άνθος τράβαγαν το τόξο. Στην πόλη μεγάλωναν τα ίδια πρόσωπα κι αχ, πώς αργούσαν τα κτήρια να γεράσουν! Ποτέ κορίτσι δεν τον παρηγόρησε που ’ταν μακριά οι γέροι τραγουδιστές με τα γαρίφαλα. Λαχάνιαζαν απλησίαστοι οι ορίζοντες με τις γυναίκες και τις θάλασσες. Μικροί οι άνθρωποι μαζεύουν τ’ απαραίτητα για τη ζωή και το θάνατο. Ασύστολα καμώνονται οι λίγοι πως ξέρουν κι οδηγούν. Στην αρένα την πολύβοη της κάθε μέρας μυρίζει τρέλα ο αγέρας. Απείθαρχα τα πλήθη μπλέκονται με τους καβαλάρηδες. Κραυγάζουν μορφάζουν οι θεατές γυαλιστερά ντυμένοι πουλούν αγοράζουν σφάζουν ζώα.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 40
Κι η Νίκη μαυριδερή τσιγγάνα με κορδέλες και γελοία καμπανάκια παζαρεύει κι αυτή κι απειλεί. Νοσταλγούσε εκείνος την ανωνυμία των καθρεδρικών ναών και της Πίστης. Ανήμπορος για τους δημόσιους αγώνες κοντάρι του ο θυμός και τ’ όνειρο κι αστοχούσε. Και όρκο στην Αγάπη έκανε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Στην επαφή του μπράτσου, των μαλλιών στο ατελεύτητο θαύμα των πρωινών μ’ ένα σώμα, ένα. Χτίσματα μοναχικά, ωραία στην Ερημιά κάμαρες περβόλια κατάφατσα στον ήλιο φωτιές σεισμοί στις δημοσιές και τις πλατείες. Αιωνιότητα, φώναζε. Αιωνιότητα ο έρωτας κι η τρυφερότης. Μυγδαλιές άνθιζαν στα σταυροδρόμια μυριάδες τα κορίτσια υπόσχονταν γιους κι αρραβωνιάσματα. Τρόμαξε η κόρη γυναίκα θεού γυναίκα της οργής
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 41
μεγάλωνε ο κύρης της ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Αρμονικά συνοικούσε με τα βουνά και τους αθάνατους με τα μαγικά πηγάδια και τα μικρά των άστρων. Έφευγ’ η κόρη έλαμπαν οι πατούσες της στα μονοπάτια της άρνησης αμετανόητη θνητή αναχωρούσε. Με δυο αστραποβροντές στη ράχη και χαλάζι στη μια χούφτα ήλιους και ποτάμια διέτρεξε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος τόπους δειλούς τόπους χλιαρούς. Όμως δύναμη δίνει ο φόβος στα κορίτσια προδίδουν τις κορδέλες και τα γιασεμιά παντοδύναμες πατούν το χώμα αδιάφορες στη βλάστηση και στους καημούς προστατεύουν τη μήτρα και σκληραίνουν. Μένει η θύελλα η ήττα κι η αγάπη στους τρυφερούς άντρες. Τραβούν τα δίχτυα στην ερημιά ταΐζουν ένα σκύλο πεθαίνουν από θλίψη σαν θεοί.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 42
Καΐκι σύννεφο ναύλωσε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Τράβηξε, λένε, κατά την Ελλάδα. Άρχιζε η μέρα, κλείναν τα δειλινά άνθη. Απροστάτευτος άγγιζε δειλός τα πρωινά ακρογιάλια. Ρόδι ώριμο έσκαγε η σιωπή κι άνοιγαν δρόμους στους ουρανούς οι ανατριχίλες της θάλασσας. Τον περίμεναν γλυκά τ’ αρχαία νησιά θρίαμβος οι ροδοδάφνες στα ρέματα στη σκιά των φτερών ανώνυμων πλασμάτων. Λιμάνια της καλοσύνης πρόσωπα της πλώρης τον καλούσαν. Ακίνητη η ώρα γεννιόνταν απ’ το φως οι συκιές και προσπερνούσαν το θάνατο. Αργό το βήμα κι η ματιά του άπλωνε το χέρι στο βράδυ γινόταν φιλικός ο χρόνος καλησπέριζαν οι πιστοί. Έδυε το καλοκαίρι κουρασμένος Χριστός κι αποκοιμιόταν. Άνθιζ’ η αγράμπελη και το καλό αγκάθι στους κήπους της αιωνιότητας.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 43
Μακριά μένουν πια οι θύελλες και τα κονταροχτυπήματα. Πήρε ξοπίσω το φάντασμα του βουνού και ξεστράτισε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Τον άφηναν τα θαμνόδεντρα οι μυρωδιές του χωραφιού τον άφηναν οι λαχτάρες. Στάθηκε στο έρημο αλώνι με την ανάμνηση κάποιας σοδειάς στον ήλιο. Πιο πέρ’ απ’ τα πληγωμένα πεύκα βγήκε στη γύμνια. Γαλάζιες ανέβαιναν οι πέτρες στον ουρανό συνάντηση με τον Αποσπερίτη. Έζωνε η θάλασσα σε ρίγος κι ακούγονταν η επιστροφή των καραβιών. Λεύτερ’ η ακοή του απ’ τις κραυγές και τα γέλια μικρών θεών της κίνησης βαφτιζόταν. Και το θυμωμένο νερό που τον χώριζε απ’ τον κόσμο ημέρεψε. Πότιζε τις χαμογελαστές μανταρινιές και έστριβε κατά τις ελιές. Χάθηκε, λέει, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πουλί της σιωπής και των ανέμων σκιά στ’ αμπέλια ελιές προσφάι όνειρο κοριτσιού αερικό μάντισσα...
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 44
Μπλέχτηκε με τον Γαλαξία και τα θυμάρια... Άγιος σαν το Σεπτέμβρη ανατέλλει.
ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΣ Στη Μαρία μας
Τούτα τα πουλιά που κατεβαίνουν στις πλατείες με δυο θάλασσες σκούρες κάτω απ’ τις φτερούγες κι οι ουρανοί που στάζουν νύχτες σαν το μέλι κι οι παλάμες σου ολάνοιχτα μεσημεριάτικα παράθυρα... Εκεί που η κορμοστασιά σου φως εσπέρας και μέθη στ’ αλώνια με δυο άστρα φτάνουν εκεί που κλίνεις το κεφάλι και δεν ξέρεις γιατί γιασεμιά σε τράβηξαν ή μπιγκόνιες και φοβάσαι το βήμα σου μη σε ξελογιάσει στα χωράφια και φοβάσαι την πλάτη σου
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 45
μην τρελαθεί κι αναλάβει το βάρος του κόσμου κι αναριγάς περιμένεις τα ηλιοτρόπια να σου φέξουν.
Η
ανάσα σου διαστήματ’ αλλιώτικα έχει διαλέξει και τα μαλλιά σου ακολουθούν. Κρασιά, παπαρούνες δρόμοι φαντασμαγορικοί μανίες, τέρατα στάχυα και κρινομπούμπουκα παρουσίες εφήβων στη βασιλεία του ήλιου... Βότανα, ψυχές πηγαδιών με πανσέληνο δέντρα τόπων ιερών τόπων δικών μου δέντρα τρία, αυλής δικής μου... Μαγγανείες γιορτές Αυγούστου θάλασσες ολόστητες θάλασσες ενδύματα σεπτεμβριάτικου ουρανού χώμα που φωσφορίζει που τρέμει που απαντάει που προτείνει δίνεται, προστάζει, λατρεύει χώμα κίτρινο...
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 46
Αρμύρα ρίζα μου, αρμύρα υπόστασή μου αρμύρα... δάδες της δημιουργίας τα κυπαρίσσια μες στ’ αηδόνια τ’ αηδόνια μες στα κυπαρίσσια και φεγγάρια φεγγάρια στο κάθε δάχτυλο και βασιλικός για την ώρα του θρήνου... Απ’ τις χειμωνιάτικες άχνες ανεβαίνει τώρα άδηλη η αγάπη. Στο γεφύρι και στον άνεμο μουρμουριστά κυνηγημένο ζώο πέρασε ξενιτεμένη η ακολουθία της Ανάστασης.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΜΟΥ Στον Rodney
Ποιος να προφητέψει πια σε τούτες τις κορφές; Κουραστικό τ’ όνειρο γλιστράει απ’ τα αστέρια σκοτεινοί οι κρατήρες της γης σιγάζουν το χαμό. Τη βρίσκω την αυγή πάντα με κόπο
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 47
χαλώ με το νύχι τις μεγάλες επιφάνειες χωρίς ανταύγεια. Σκληραίνουν τα νερά παλιά παραμύθια για αδελφότητες ζώων τελειώνουν στην πέτρα. Πεθαίνουν οι κύκνοι ωραίες γραμμές οι λαιμοί στο κέντρο ο ήλιος. Περιμένω ν’ αλλάξει ο αέρας να φέρει φτερά πράσινων πουλιών χελιδονόψαρα, καλαμπόκι άγγιγμα απ’ τον Ισημερινό πορείες για προσκυνήματα στους Τάφους. Υποφέρει ο χρόνος μες στη μέρα και στο δάσος μου το φως έχασε το μονοπάτι και πέρασε στον ωκεανό. Τέλεια η απομάκρυνση στην πέρα πλαγιά οι κοινωνίες κι οι εκκλησιές γιορτές θάνατοι στην πέρα πλαγιά. Τρύπωσαν στην τρίχα μου παλαβά στρείδια αγκάθια μενεξελιά μικρότατα δαιμονικά σκληρίζουν, θορυβούν πότε δείχνουν την Ανατολή
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 48
πότε τη δύση στραβό με λένε καλό τρελό στην πείνα με φαντασίες γυμνός στο κρύο... Περιμένω το θαύμα ίσως με το σούρουπο κάποια καλή μυρωδιά απάντηση στη δίψα ένα τραγούδι ίσως. Χλιαρή η ανάσα μου στα χαμηλά βότανα μικρά τα ερπετά τρέμουν τη μοναξιά μου. Αν πεθάνει – σιγομιλούν– θα σκορπίσει κι η αναμονή κι η έρημος παντοδύναμη θα ’ναι ως τους πλανήτες. Οι λύκοι δεν πηγαίνουν στη θάλασσα – τρομάζουν τα πέλματα στην άμμο. Όμως μοιάζει η παραλία στην ελπίδα. Απλώνεται και μένω πιστός. Όλα εδώ θα φτάσουν με τον καιρό. Η άνοιξη δεν προδίδει έρχεται απ’ τους υδάτινους ορίζοντες ως τις μυγδαλιές και τις κιτρινωπές νεκρές αλεπούδες. Όμοιο το χώμα στρώνει αγάπες και προσκαλεί. Παλιά ταξίδια στα βάραθρα – ήταν μόνο οι σκιές των αετών από πέρα–
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 49
κούρνιασαν στο όνειρο το αρχαίο ζευγάρι πλάθει τους αγρούς. Φεύγει ο άνεμος βορινός με θαύματα σκληρότητας. Εδώ στο ακροθαλάσσι δεν παιδεύουν οι δύσεις κι είναι ωραίες οι μέρες με τους καθρέφτες των βυθών στους ουρανούς. Ας είναι κι έτσι με τη γη. Στάχυα και χελιδόνια παρασύρουν την αγιοσύνη στην ακτή. Συντρίβεται στους βράχους.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΙ Στον Ν. δ. Καρούζο
Τη μέρα της βάφτισης μου υποσχέθηκαν καλή λαμπάδα στον ουρανό με τα σύννεφα και τους αγγέλους. Πόνος τα ζώα χωρίς τροφή στα νυχτερινά χαντάκια να προσεύχονται στο φεγγάρι.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 50
Πλάσματα γλυκά ακουμπούνε το πανωχείλι στα νερά γεννιούνται τα φύλλα και τα φθινόπωρα ανεβαίνουν τα χρώματα σε πρεβάζια αιθέρια ανθίζουν τα φυτά της μεσημβρίας ανατολές ευαίσθητες ημερών λίγων. Στις ρίζες θάνατος προάγγελοι του ψύχους τα πουλιά στέκονται άφωνα κυκλώνουν τη φετινή μου κατοικία.
Ά
δηλοι χειμώνες χαμογελούν οι σοφοί στους λουλουδιασμένους γκρεμούς γενναιόδωρες οι εποχές βαίνουν χλομιάζοντας.
δε φτάνει ο έρωτας· άνεμος ανεπίστρεπτος έρχεται ανώνυμος στις ευωδιασμένες στέγες, στους αγρούς εγκαθίσταται συνεσταλμένος αυτοκράτορας ειρηνικής βίας. δε φτάνουν
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 51
τα σχέδια φυγής καραβιών σκιές στις απόμερες γωνιές των παραμυθιών σεμνοί σταθμοί ευκάλυπτοι και βαγόνια π’ αγγίζουν τα νερά ως τα καΐκια. δε φτάνουν οι φωνές τραγουδιστών γέννα της φωτιάς και της καλής τρέλας δε φτάνουν οι πράξεις που επαναλαμβάνονται: ελεημοσύνη, μελέτη στα γνωστά εργαστήρια ο φόβος, η λιποψυχία των γενναίων οι κινήσεις της οργής τα χτίσματα της φαντασίας και του πλούτου η ταχτική επιστροφή της νύχτας. Χαράδρες και ποταμόδρομους ανοίγουνε τα πάθη βασανισμένα όνειρα φύλλα παραδομένα στους οργασμούς της γης. Προπορεύεται η ψυχή των πουλιών που κυκλικά εγκαταλείπουν τα ερωτευμένα ηλιοβασιλέματα αγγίζουν τις πηγές πριν φτάσουν στο θάνατο. δύσκολη επιμένει η αγάπη γυναίκα απλή, τρυφερή στα χαμομήλια
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 52
σαν ετοιμάζουν τη γιορτή προσφορές χοές πράγματα της ευφορίας.
Μέσ’ απ’ τα πεύκα εύθραυστο σύνορο προς τη θάλασσα του Μάρτη αναχωρώ με τις ελαφρές πεταλούδες των καρπών την αναθυμίαση του μετάλλου ανταύγειες λυπητερές παλαιών αντικειμένων. ξεχνώ και θυμάμαι τα θυμάρια, τα λουλούδια χαράζουν οι ουρανοί κι έχει λιώσει η λαμπάδα της αυγής. Μακρύς ο δρόμος.
ΤΡΕΙΣ ΕΠΟΧΕΣ
ΕΠΟΧΗ ξΥΛΟΥ
Και λέγαμε θ’ ανθίσει το ξύλο θα μυρίσει ο ανθός
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 53
να γεννηθούμε σαν τα περιβόλια απ’ τους πατεράδες τους σοφούς ορίζοντες. Πρώτες ώρες χαράματα πτυχές μόνο απ’ τα σπλάχνα μας κι ο αέρας. Κάθε μοίρα να καταταχτεί κορμοί με χίλιες ζωές ζωγραφισμένες στην καρδιά. Τα δάκρυα ακόμα πλάθονται πηδούσαν απ’ το στήθος τότε. Σέρνουν τ’ αλέτρι τα σύννεφα σύδεντρα κι άστρα σβολιάζουν και μοσχοβολούν. Πρώτα να στηθούν τα μαντριά να ξεδιψάσουν τα ζώα πριν δώσουν το κατά δύναμιν. Μάχονται οι αετοί στον ουρανό κι όπου βρέχει αίμα ο πόλεμός τους μαζευόμαστε σε σιωπή νυκτός για εκκλησιές. Όλο πλαταίνουν τα ξέφωτα χοροστατούν τα παιδιά με το φεγγάρι. Κι οι νομάδες θα εγκατασταθούν λίγο έξω απ’ την ξύλινη πόλη παρουσίες θρησκείας
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 54
μοναχικές να περπατούν τις ώρες με μαύρα υφάσματα και μάτια ακόμη άγρια.
ΕΠΟΧΗ ΝΕΡωΝ
Λιμάνια της πέτρας και της σιωπής ευκολία των νερών κλείνετε μια κραυγή στο βράδυ και την αυγή διηγείστε άλλα σαν τα πουλιά που ’χασαν μια επιστροφή στην καταιγίδα. Πρώτη η Κλεοπάτρα γνώρισε το ψάρι την κίνηση του ποταμού προς τα μεγάλα θηλαστικά της θάλασσας που μυστικά μαυλίζονται στην κίτρινη Σελήνη. Σημείο ειρήνης οι καλόγεροι κατεβαίνουν στ’ ακρογιάλι πατούν τα δίχτυα το δειλινό. Ευνοϊκά όλα στην αγάπη λευκά φυτά τα σώματα με μαλλιά πλεούμενα ξανθά
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 55
στις φωτεινές επιφάνειες ως τους ορίζοντες. Ανανεώνονται τα πρόσωπα τα νεύματα στο ακίνδυνο πέρασμα του βάλτου ή στους τόπους των ατίθασων χειμάρρων. Μένουμε πια κοντά στα έντομα στις αμφίβιες βλαστήσεις με μια νεράιδα νυχτερινή πάντα στη στέγη. Ό,τι κακό σε άρματα αρπαγές, εκδικήσεις απαλύνεται με τη βροχή κι οι νέοι με κλάδους κι άμμο στρώνουν τα καλοκαίρια εκεί στην Κολομβία την ωραία.
ΕΠΟΧΗ ΟΝΕΙΡωΝ
Αποκοιμήθηκαν οι αλεπούδες στις φωλιές: εποχή ονείρων. Φορτίο του ανέμου ένας καημός ταξιδεύει κατά τη νύχτα.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 56
Ποιος θα τολμήσει πια προς τις φωτιές τα σημεία της γέννησης μια σαϊτιά μια μαντεία, μια προσευχή ποιος θα τολμήσει στον Γαλαξία και στις αήττητες συκιές; Αιχμηρός μόνος λες: Καλό κακό μέρες θύελλες στερήσεις αστραπές όλα ίσια μπρος στο θάνατο. Εποχή ονείρων: πως γεννηθήκαμε για το αδύνατο για το άλλο ανιστορείς. Μακριά απ’ το ξύλο τα νερά τον αγώνα για την ποίηση παίζουν μοναχικοί οι αστερισμοί σαν τον ύπνο μας όπου χαμογελάμε σε παλιές μορφές κακίας ή ξαγρυπνάμε στο λήθαργο. Ανεπαίσθητα κινούμαι σε υποχθόνιο άνεμο συννεφιασμένης ζέστης· καίγονται τα σπίτια μας με τη βοήθεια του ανέμου τις πάνινες κούκλες
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 57
που καρφώνουμε στην καρδιά αντί για όσους βασανιστικά αγαπούμε. Κι ο χρόνος που υποσχέθηκε το θάνατο στις γλυκές ροδιές ξεχάστηκε τη συντροφιά ακολουθώντας της ελπίδας και της ερημιάς σαν ανταλλάσσουν τη θλίψη τους. Εποχή ονείρων εφιάλτες ως το απόγεμα ή μια χαρά αρίζωτη αναίτια τρελή να περιπλανιέται στις λεβάντες και τις καλαμιές καρφώνει λάβαρο στον ουρανό.
ROYK_APANTA_sel_DDD center Final xartodeto_Layout 1 19/5/16 2:02 μ.μ. Page 58