Γιάννης Πατσώνης «Ανεμοδείκτες στην επτάλοφο»

Page 1

PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:15 Page 5

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ και άλλες ιστορίες ‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 6

©

Copyright Γιάννης Πατσώνης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2019

1η έκδοση: Απρίλιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6561-0


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αχ, το Ρηνάκι μου! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Από Καλλίπολη, Κιζιλί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Έξοδος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο καφενείο του σταθμού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πουλιά στα σύρματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αρχή Ινδίκτου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σκαλωτή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επισκεπτήριο στο Γεντί Κουλέ . . . . . . . . . . . . . . . . . Το γιατρικό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9 73 105 129 143 155 169 177 187 195

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 199

7


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 8

Οι υποσελίδιες αναφορές (α, β, γ, κ.ο.κ.) αφορούν λέξεις ή εκφράσεις της τουρκικής, κυρίως, γλώσσας αλλά και του κωνσταντινουπολίτικου ιδιώματος, ενώ οι ανωφερείς αραβικοί αριθμοί παραπέμπουν σε σημειώσεις ιστορικού ή πραγματολογικού περιεχομένου που παρατίθενται στο τέλος του κειμένου.


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 9

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ

Στη μνήμη της θείας μου Μαρίκας Βασιλειάδου, που έζησε στο Κοντοσκάλι (Κουμ-Καπί), χρόνια αξέχαστα! ... Έτσι κι εκείνο το βράδυ... θαρρείς και κάτι τέλειωνε, κάτι χανότανε, κάτι ωραίες μέρες έσβηναν μες στην άχνη και τα χρυσάφια των περασμένων καιρών. Γ. ΘΕΟΤΟΚΑΣ , Λεωνής

Μ

το ’55,1 μείναμε άλλα δέκα χρόνια στην Πόλη. Το ’65 ήρταμε κάτω.α Με τις απελάσεις. Με την ψυχή μας μόνο φύγαμε, την ψυχή μας φέραμε. Μια βαλίζα 20 κιλά, 200 χάρτινες λίρες Τουρκίας – ούτε 22 δολάρια, αυτή ήταν η διαταή. Όσοι είχαν ελληνική υπηκοότητα αναγκάστηκαν να φύγουν, παρασέρνοντας και όσους είχαν ακόμη και την τούρκικη. Φευγιό! ΕΤΑ

Έξι Σεπτεμβρίου 1955 ήτανε, Τρίτη, αξέχαστη κι ατέλειωτη η ημέρα εκείνη. Απ’ το πρωί άκουγα στο ραδιόα

«Πάω κάτω»: στο πολίτικο ιδίωμα σημαίνει πηγαίνω στην Αθήνα ή εν γένει στην Ελλάδα. 9


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 10

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

φωνο κάθε τόσο τη λέξη «ντισιπλινλί... ντισιπλινλί...», δηλ. με πειθαρχία. Μοδίστρα ήμουνα, ψαλίδι είχα πάρει από τη μαντάμ Νίνα, που είχε στο Τουνέλι ατελιέ κοπτικής-ραπτικής. Κείνηνα τη βδομάδα ράβαμε με μια φιληνάδα μου Κοντοσκαλιανή στο σπίτι της μαντάμ Ανούς. Ετοιμάζαμε τα προικιά της κόρης της, της Γιαπρατουί. Ο άντρας της, ο Κιρκόρ, έμπορας χρυσού ήτανε. Και ξες, οι Αρμεναίοι ήταν απ’ τους καλύτερους κουγιουμτζήδεςα τα τζεβαχίριαβ τους ήτανε ξακουστά. Μια εικόνα του προστάτη τους, του σουρπ-Αγκόπ με ασημένιο φωτοστέφανο, άστραφτε στο κονοστάσι τους. Σκάλιζα τους σταθμούς στο ραδιόφωνο, ένα Σιέρα ή Σνάιντερ να ’τανε; μπας και βρω κάνα τραγούδι, γιατί με το ράψιμο το μυαλό θέλει κομμάτι να ξεδίνει, άμα ακούαμε μια μουσική αλλιώτικη, όταν μπήκε μέσα ξαναμμένη μια δούλαγ που είχανε Κιούρτισσα κι άρχεψε τα σουσπούς με την κονα-Ανούς. Το ’ξερα πως η ερίφισσα αυτή ήτανε μεγάλο ρονιόδ κι όλα ήθελε να τα μαθαίνει πρώτη κι ύστερα να τα μεταφέρει σουρντάν-μπουρντάν.ε Έβλεπα πως όταν κόντευα στο μεγάλο τραπέζι όπου ήτανε τα πατρόν, τα φιγουρίνια, οι μακαράδεςστ σταμάταγαν απότομα την κουβέντα. Από ένα κορδόνι κρέμουνταν υφάσματα και ρούχα. Σε λίγο η μαντάμ, «Χάιντε, πάντε και σεις κορίτσια», μας λέει, «γιατί μικραίναν οι μέρες, κι α

Χρυσοχόοι. β Κοσμήματα. γ Υπηρέτρια. δ Αδιάκριτη, αυτή που χώνει τη μύτη της παντού. ε Αποδώ κι αποκεί. στ Ξύλινες κουβαρίστρες με κλωστές. 10


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 11

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ

ωσότου να φτάσετε στο Τσαρσαμπά νύχτα θα πέσει», και χωρίς να μας ξεπροβοδίσει, καθισμένη στη ραπτομηχανή της τρύπωνε και γάζωνε τραγουδώντας, με την κίτρινη μεζούρα περασμένη σα γιορντάνι στο λαιμό της: Χαϊγκανούζ, καμάτς, καμάτς, να σε κάνω μουτς και ματς, έλα, έλα, Χαϊγκανούζ να σε φιλήσω...

Είχαμε τότες πολλά φουστάνια να ετοιμάσουμε, γιατί στην Πόλη δυο φορές γένεται ο γάμος. Μια πολιτικός, το «νικιάχι», και μια στην εκκλησία κατά την πίστη του καθενός. Επειδή το λοιπόν έπρεπε να τελειώνουμε τα ραψίματα ως το Σάββατο, και είχαμε μεγάλες φούριες, πήρα μαζί μου κομμάτια που είχαμε κάνει αντίκρισμα, για να φτιάξω τίποτις ρεμπατέματα,α ψαροκόκκαλο στον ποδόγυρο. Εφτά λόφους έχει η Πόλη κι εμείς στον πέμπτο λόφο μέναμε, στο Φανάρι, στις ανηφοριές του Μουχλιού, κοντά στην Πύλη των Καντακουζηνών. Ανάμεσα στα πετρόχτιστα αρχοντικά, τα γκιαβγκίρια, έμνησκαν βιράνιαβ άμα αψηλά έστεκε η Μεγάλη του Γένους Σχολή και φως έριχνε ακόμα και η σκιά της. Στο σπίτι μας κρατούσαμε και τη μάνα μου. Τα καλοκαίρια έμενε στην Πρίγκηπο, κοντά στη βίλα Μιμόζα, όπου εμείς πηγαίναμε κάνα μήα

Επιδιορθώσεις. β Ερείπια. 11


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 12

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

να αλλαή,α άμα εκείνη έμενε εκεί απ’ το παναΐρι τ’ ΑϊΓιώργη ως τα εννιάμερα της Παναΐας – τέλος Αυγούστου πες. Τρίπατο ήταν το σπίτι, αυτή έμενε χώρια στο ισόγειο, «το ονταδάκι μου εγώ δεν το αλλάζω» έλεγε, δεν χωνόταν στα πόδια μας. Με βοήθαγε στη λάτρα του σπιτιού, στις πλύσεις –αλισίβα, αράπ σαμπουνού και λουλάκι–, τιτίζαβ πολύ ήταν κι άφταστη μαγείρισσα. Στο δεύτερο όροφο από το σαχνισίγ έβλεπες θάλασσα – πιάτο όλον τον Κεράτιο. Στην είσοδο του σπιτιού μας με το κόκκινο γυαλιστερό τούβλο είχε μια εσοχή, με τέσσερα μαρμάρινα σκαλάκια έφτανες στην εξώπορτα. Παραπάνω ήτανε το μπακάλικο του άντρα μου του Παντελή, καρσίδ στη Μουχλιώτισσα. Ήταν η μόνη εκκλησιά που έμενε στους Ρωμιούς μετά την Άλωση δίχως να την κάνουν τζαμί, Κανλί κιλισέ την έλεγαν, γιατί ένα γύρω μάχες πολλές είχανε γίνει – ματωμένη εκκλησιά έμενε τ’ όνομά της... — Μπρε μάνα, την λέω μόλις έφτασα σπίτι, σήμερις άκρια δε βγάζω. Κέσκε να μην έβγαινα έξω. Στη δουλειά λόγια μπερδεμένα, στη γέφυρα ζανταρμάδεςε και γιουρούκηδεςστ δίπλα-δίπλα, καμιόνια ξεφόρτωναν απ’ τις καρότσες τους κάτι Ανατολίτηδες με σκερπάνια και φικιάρια και με μπιτόνια στα χέρια τους. Κι έξω απ’ τα α

Ήταν για τους Πολίτες οι θερινές διακοπές, στα Πριγκηπόνησα, στα χωριά του Βοσπόρου, στις ακτές της Προποντίδας. β Σχολαστικά καθαρή. γ Προεξοχή με τρία στενόμακρα παράθυρα στις πλευρές ενός πατώματος. δ Απέναντι. ε Χωροφύλακες. στ Αγροίκοι. 12


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 13

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ

τζαμιά, στις κρήνες, μαζεμένοι πολλοί, τοπλουλούκι! Στη γωνιά, να κι ο κασάπης μας ο Μπιρκάν, «μαντάμ», με λέει, «το βράδυ τα φώτα ανοιχτά να τ’ αφήσετε, νε ολούρ-νε ολμάζ... ό,τι και να γίνει...» Αχ, αυτός ο Μπιρκάν! Θεριό άντρας ήτανε, μπαλαμπάνης, άμα καρδιά μικρού παιδιού είχε, καρδιά από ζυμάρι... Μ’ όλα τούτα, βρε μάνα, αμάν! Ζαλίζουμαι... Λες και μ’ έμελλε πως θα γένουμε ρημάδι. — Ουφ, τζάνουμ, με κόβει αυτή... Άλλο κι ετούτο! Να έχουμε όλο το βράδυ τα φώτα να καίνε, γιατί έτσι το ’πε αυτός ο φαρφαράς – καλός είναι, δε λέω, άμα τώρα άφ’στα αυτά κι έλα να βάλεις κάτι στο στόμα σου και σας έψησα ένα χαλβά τανελίδικο,α έκτακτο! Κι όσο για το νταβαντούρι που είδες, ε... τίποτες γιορτές θε να ’χουν οι μεμέτηδες, κοντεύει ιστέβ το κουρμπάν μπαϊράμι τους...γ Αράντα-μπουλ! τρέχα γύρευε! Πήρα το πινάκι με το γλυκό μα δεν κατέβαινε, κόμπο είχα, θαρρείς, στο λαιμό. Πήγα να πιάσω στα χέρια μου ένα φουστάνι να κάνω σουρφιλέ,δ άμα αλλού κλωστή, αλλού βελόνα. Όλα με φταίγανε και τα παιδιά με νευριάζανε, κουντουρντίζανε με μια σβούρα, και μάλωναν με τους γυάλινους βόλους τους, τα τζιτζιλόνια και τα χρωματιστά μπιρμπιλόνια. Έτσι που στεκόμουνα σα ζαβλακωμένη, με λέει πάλε η μάνα μου, «Εσύ να κοιτάς, κουζούμ, τα χουζμέτιαε σου και τ’ άλλα είναι περί όνου σκιάς». α

Σπυρωτό. β Ορίστε, να. γ Γιορτή των θυσιών των προβάτων. δ Ράψιμο στις άκρες. ε Λάτρα σπιτιού, φασίνα. 13


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 14

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

Μπορεί να ’χε τελειώσει μόνο Αστική Σχολή, όπως λέγαμε εκεί στην Πόλη το Δημοτικό, άμα από τότε μάθαιναν τις Ιστορίες του Αισώπου, Κύρου Ανάβαση, γαλλικά. «Ιωακειμειάς ήμουν και γω», έλεγε η μάνα μου με καμάρι. «Πτωχόν και έντιμον Ιωακείμειον», όπως ονόμαζαν το σχολείο τους, γιατί εκεί τα πιο πολλά παιδιά ήτανε φτωχοκόριτσα. Εκεί είχαμε πάει κι εγώ με την αδελφή μου, και τότες, επειδή μέναμε μακρύτερα στο Εντιρνέ Καπού, τρέχαμε να προλάβουμε πριν να χτυπήσει ο κώδων. Πώς τρέχαμε στα σκαλάκια του Μουχλιού! Με τη σκούρα μαθητική ποδιά, την μπλε ζακέτα, το καπελάκι με το σήμα της σχολής, το άσπρο κοντομάνικο πουκαμισάκι, τα λευκά γιακαδάκια – τρία-τρία μάς τα έραβε η μάνα μας για να τ’ αλλάζουμε συχνά και να φαίνονται πάντα παστρικά. Τότες πολλά κορίτσια έρχουνταν από τις κοντινές περιοχές, Βλάγκα, Μπαλατά, Τζιμπαλί, άμα κι από μακριά, ακόμα κι απ’ τα Ταταύλα, που δε βόλευε να τα στέλνουν στο Μπέηογλου, όπου ήταν το Ζάππειο. Λίγα παιδιά όμως συνεχίζαμε γυμνάσιο στο «Κεντρικό», γιατί «πρώτα το νοικοκεριό» μας έλεγαν, και γι’ αυτό στο μάθημα της χειροτεχνίας, σ’ ένα κομμάτι λευκή πατίστα,α ράβαμε κουμπιά, μπουτουνιέρες ανοίγαμε, καρικώματα μαθαίναμε, κάλτσες ρουντίζαμε σε ξυλένιο αυγό.

α

Είδος βαμβακερού υφάσματος. 14


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 15

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ

Σε λίγο, αργά το απόεμα, το κεντί που λέγαμε, νά σου η Μέλπω, η γειτόνισσά μας. Καλοντυμένη, όπως πάντα, άμα πολύ σεκλετισμένη. Σχεδιάζαμε να παγαίναμε στο Καντιλλί σε δυο μέρες στο παναΐρι για τα γενέθλια της Παναΐας, που είναι στις 8 Σεπτεμβρίου, κι αποκεί θελά πάμε και από το αγίασμα του Γκιόκ-Σουγιού.α Ξάφνου μεγάλος σαματάς! — Τι να ’ναι πάλε; πετιέται τρομαγμένη η Μέλπω. — Αμάν, σέντε! τη μάλωσε η μάνα μου. Η κόρη μου απ’ εδώ ντιρντίρι,β κι εσένα που σ’ είχα μπάρεμγ για πιο ψύχραιμη, έλα, πες τηνα κάτι να μη μας γανιάζει. Τι τα σουρντίζετεδ όλα πια μες στο μυαλό σας; — Μακάρι να μην έχουμε φασαρίες, είπε η Μέλπω, άμα ήκουσα πως σπάσανε και τ’ Αϊ-Γιωργιού τα τζάμια. — Ε, λείψανε ποτές μπεκρήδες και καμπανταήδες... μας ησύχασε η μάνα μου. Οι μεϊχανέδεςε στο Κεμέραλτι γιομάτοι από δαύτους είναι. Και συνέχισε ατάραχη να κεντάει την μπιμπίλα της με το κροσέ, το βελονάκι της. — Μπρε, αμια-Μαρούλα, επέμενε η Μέλπω, σε ώρα λειτουργίας, πριν δέκα μέρες ρημάξανε είκοσι νταήδες τους Ταξιάρχες της Στενής και την Κουμαριώτισσαστ στο Νηχώρι... Κι αναστενάζοντας «εϊβάχ»,ζ χτύπησε με το χέρι της δυο-τρεις φορές το γόνατό της. Αντέτιη το α

Ρέμα του ουρανού. β Γρίνια. γ Τουλάχιστον. δ Τραβάω σε μάκρος. ε Ταβέρνες. στ Παναγία η Κουμαριώτισσα, από τα κούμαρα στην περιοχή του Νηχωριού. ζ Επιφώνημα ανησυχίας, αγωνίας, φόβου. Ωχ! Θεέ μου. η Έθιμο. 15


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 16

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

’χαμε, άμα ακούγαμε κάνα παράξενο να βαράμε τα μάγουλά μας ή το πόδι μας, θαρρεύοντας πως θα μας πέρναγε το ξάφνιασμα. Πάνω στην ώρα πέρασε μέσα βουίζοντας ένα πετούμενο. Έκανα να το διώξω, μα η μάνα μου «είδατε;» φώναξε χαρούμενη, «μουζντέςα είναι... σάναβ θ’ ακούσουμε κάνα καλό. Τι έλεγε, μπρε, ο θειος μας ο μυρεψός; Τρία πράγματα δε θα λείψουνε απ’ την Πόλη: τα κάστρα, τα μύδια στη γέφυρα του Κερατίου και τ’ αγιάσματα. Κι όσο τ’ αγιάσματα δε στερεύουν, γιάπμα!γ – δε χανούμαστε». Κι άρχεψε να μας λέει πως πριν λίγες μέρες, όπως το ’χε συνήθειο κάθε πρωτομηνιά, πήε στο αγίασμα της Παναΐας του Βεφά... και εκεί –διες εσύ!– πολλές μουσουλμάνες, που το λένε «Μεριέμ Ανέ Αγιάσμασι», να πίνουν το θαυματουργό νερό και μ’ ένα κλειδάκι γονατιστές ν’ ανοίγουν το πορτάκι της μαρμαρένιας εικόνας της λέγοντας ευχές. «Σάματις», συνέχισε, «δεν τρέχουν για να κολλήσουν το γροσάκι τους και στην εικόνα του ΑϊΘεράπη στο λούσμα του; Ο Αϊ-Ταράπης, καλέ, δεν έγιανε και τον Σταυράκη μας από το σαριλίκι;δ Άιντε, να πιούμε ένα τσάι» είπε κι άρχεψε εκείνο το τραγουδάκι της: Αν είν ’ο κύρης μου βασιλές με λεν βασιλοπούλα κι αν είν ’ο γιος μου άρχοντας με λεν βασιλομάνα, φοράει κορόνα ο άντρας μου; είμαι κι εγώ σουλτάνα.

α

Καλά νέα. β Σάμπως. γ Δεν είναι δυνατόν! δ Ίκτερος. 16


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 17

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ

Έγινε το τσάι, και κάπως ησυχάσαμε... Και καθώς πύκνωνε το σκοτάδι και δυνάμωσε το φως από τη γυάλινη πορτοκαλιά καντήλα, που κρεμότανε μπροστά στο εικονοστάσι, σα να μαλάκωσε η καρδιά μας. Η μάνα μου θρήσκα δεν ήταν, που λέτε εσείς εδώ κάτω, πιστή ήταν. «Και πίστη χωρίς έργα, νεκρή είναι», υποστήριζε. Και δεν έλειπαν απ’ τα χέρια της η Σύνοψη και το Ιπσάλτιρι, το Ψαλτήρι. Ακόμα θυμάμαι ένα χοντρό βιβλίο που είχε δεμένο με δέρμα σκούρο καφέ, όπου διάβαζε με τη σειρά κεφάλαια από τα Ευαγγέλια: Ματθαίοσουν, Μάρκοσουν, Λουκασήν, Ιωάννησιν. Όταν έκλεινε το βιβλίο εκείνο έλεγε: βε σελαμέτ ολσούν, δηλαδή και ειρήνη μαζί μας να είναι. Ιησούς Χριστόσουν και έκανε το σταυρό της. Αυτά τα βιβλία ήταν γραμμένα με ελληνικά γράμματα σε τούρκικη γλώσσα, τα καραμανλίδικα. Τα φύλλα τους απ’ την πολυκαιρία είχαν σταγόνες από κεριά και στάλες απ’ τα δάκρυα. Τα βράδια ξύπναγε κι έκανε προσευχές, γιατί έλεγε, «Τότε που δεν πατάν ανθρώπων βήματα στη γη, τα ουράνια είναι ανοιχτά». Κι ό,τι καλό έκανε, το έφτιαχνε στα κρυφά. «Σεβάπ χαΐρι», δηλαδή καλοσύνη έκανες; ξέχνα την. Όταν ήρταμε κάτω, κάτι θρησκευάμενες σα Φραγκοπαναγίες χαμηλοβλεπούσες μας ρώταγαν, «Εσείς, καλέ, εκεί μες στην Τουρκιά βαφτισμένοι ήσασταν;» «Το Άγιο Μύρο, κεράτσα μου, πού γένεται και στέλνουν σ’ όλη την οικουμένη; Εμείς δίπλα στα Πατριαρχεία μεγαλώσαμε», απαντούσαμε, αλλά αυτές χαμπαρίμ γιοκ! Κάποιοι, μέχρι και γιαουρτοβαφτισμένους μας κορόιδευαν. Αφού θαρρούσαν πως στην Πόλη 17 2 – Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 18

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

σαπουνίζεται κανείς μονάχα στα χαμάμ! Ε, αυτά είχαν ακούσει από κάτι σαχλοτράγουδα, «Μέσα στης Πόλης τα χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά», και ποιος ξέρει τι γκεβεζελίκιαα φαντάζονταν πως γένονταν εκεί μέσα. «Είχατε και τρεχούμενο νερό στα σπίτια σας;» ρωτούσαν άλλες πάλε στραπαφιόρες. Ποιες; Εμείς! Που ο λουτρός μας ήτανε ίσαμε τα κουζινάκια τους εδώ, που βλέπουν στον ακάλυπτο. Μπανιέρα εμαγιέ είχαμε, που μέσα της χωρούσανε δύο και τρείς και δε λουζόμασταν σε σκάφη τσίγκινη με μαστραπάδες. Αχ, η μάνα μου είχε τραβήξει πολλά και χαίρονταν και με τα λίγα. «Σήμερα έχω να φάω», έλεγε, «αύριο έχει ο Θεός». Ο πατέρας μου δε γύρισε πίσω τότες με την επιστράτευση των είκοσι ηλικιών.2 Στα βάθη προς Ερζερούμ τους τράβαγαν να ρίχνουν ξύλα στα ποτάμια και στα στρατόπεδα εργασίας τους μάντρωναν, σα πρόβατα για τη σφαή. Κι ένας της αδελφός, ο θείος Ροδόλφος, τι έκανε, λες, για να γλιτώσει; Δίνει ένα γερό μπαχτσίσι σ’ ένα κασάπη που προμήθευε κρέατα στα ξένα καράβια π’ αράζανε στον Γαλατά. Κι όταν βγήκε ένας Ιταλός ναύτης για να μεταφέρει τα ψούνια το βράδυ, βγάζει ο Ροδόλφος τα ρούχα του, βάζει τις ματωμένες ποδιές του ναύτη και μ’ ένα μπούτι κρεμασμένο στον ώμο, τεπτίλ, μ’ άλλα α

Φλυαρίες. 18


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 19

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ

ρούχα, μπαίνει στο ξένο πλοίο. Μετά καμιά βδομάδα ξεμπάρκαρε στη Νάπολη. Κι απεκεί, κρυφά, φανερά, αφού έκανε πολλά ταξίδια, έφτασε στη Σαλονίκη. Επειδή ήταν ο παππούς κολιόνατζης, πλούσιος τσελεμπής, γνώριζε καλά αυτό το επάγγελμα. Πιάστηκε κι αυτός με πατσουλί, πούντρες κι αρώματα. Στην αρχή, μοίραζε στα κουρεία σαμπουνουάρ, αυτό το έμαθε στα καράβια, μ’ αυτό πλένονταν για να φύγουν τα γράσα και οι μουτζούρες από τις μηχανές. Ύστερα έφτιαχνε κολόνιες «Φουζέρ», «Πομπέια», «Λιμόν Τσιτσεκλερί»... Κι επειδή η Μέλπω αρέσκονταν στις παλιές ιστορίες, άρχεψε η μάνα μου να λέει για τους ταβάν-ταμπουρού...α Ε, άμα μιλάς για τα βάσανα των άλλων σα ν’ αλαφρώνουν τα δικά σου. Και πόσα δε μας είπε κείνο το απόεμα η μανούλα μου... — Αυτά ήτανε ντέρτια κι όχι σαν τα δικά σας ντεμέκ, π’ όλα τα μεγαλώνετε... βαζιέστησα πια να σας βλέπω έτσι... βαριούμαι νε, ούργιασα. Και πήρε από κείνα τα αμυγδαλωτά, τα μπαντέμια, που είχε φέρει η Μέλπω, λέγοντας, λιγώθηκα, ξεράθηκε, καλέ, ο στόμας μου. Μα η Μέλπω δεν ησύχαζε. Άλλο βρήκε να με πει: — Κι αυτός ο άντρας σου νε, δεν άργησε κομμάτι; Γιατί άμα; Και μας έπιασε και τις δυο μια ταραχή, σαν κάτι να περιμέναμε που δε θ’ αργούσε. Η μάνα μου έβαλε λίγο μοσκοθυμιάμα στο θυμιατό, α

Φυγόστρατοι που κρύβονταν σε αποθήκες ή πατάρια και τους λέγανε τάγματα ταβανιού. 19


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 20

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

κι αφού σταύρωσε τους αγίους στο κονοστάσι, «Τι βουβαθήκατε; Όποιος αφουγκράζεται, τα δικά του ακούει». — Μα δεν ακούτε ένα βουητό; ξέσπασε η Μέλπω, τι να γένηκε; Κι έτρεμε το φιλτζάνι στο χέρι της. Απορέσαμε! Καλά είχαμε ξεχαστεί... — Μπα! Ο σινεμάς θα ’ναι που σκόλασε, επέμενε η μάνα μου – ήταν ένας, άμα πολύ μακριά μας! Σεν σους,α με πρόσταξε. Έτσι και εγώ μάζευα το καλαμπαλίκι μου, κλωστές, βελόνες, καρούλια, αμίλητη. Σαν να ’θελα να κρύψω το φόβο μου, που δεν το ομολογούσα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Μια αόρατη απειλή θαρρείς και μ’ έσφιγγε, κοβόντανε τα ήπατά μου. Λόγια αδιαφόρετα λέγαμε για τα φαγητά, τα γεμεκλίκια που θα κουβαλάγαμε με το σεφερτάσιβ μεθαύριο στο παναΐρι, ε... τίποτις γιαλαντζί ντολμάδες, μπορέκια, καμιά γλυκιά λακέρδα...«Και μην ξεχάσεις», με είπε η Μέλπω, «να πάρεις από το μπακάλικό σας τίποτις ακιντέδες και χρωματιστά κουφέτα να μοιράζουμε στους κατσίβελους... καλέ μ’ αυτούς γεμάτη να είναι η φούχτα σου». Άξαφνα ποδοβολητά! Βάβουτο και φωνές! Ένα ντουμάνι μας έπνιγε σάνκεγ φωτιά να ’χε πιάσει στα ξυλόσπιτα. Ανεβήκαμε λαχταρισμένες στο σερβανίδ να διούμε. Μικρή σαν ήμουνα βλέπαμε μπαλόνια να πετάνε στους κουλέδες όταν φουντώναν οι πυρκαγιές, τουλούα

Σώπαινε εσύ! β Δοχεία για μεταφορά φαγητού. γ Λες και. δ Σοφίτα. 20


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 21

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ

μπατζηδες να τρέχουν, «γιανγκίν βαρ!»α να φωνάζουν. Μα αυτό τι ήταν; Κραυγές άγριες «κάχρολσουν γκιαβουρλάρ,β σήμερα το βιο σας, αύριο το κεφάλι σας. Μπουγκιούν μαλινίζ, γιαρίν καφανίζ». Κατεβήκαμε στη σάλα και νά σου ωχρός ο Παντελής. Μόλις φάνηκε, τα παιδιά τρέξανε πάνω του, πάντα τους έφερνε καμιά τσικολάτα, μαντουλέδες, σεκέριαγ από το μαγαζί μας. Απ’ όλα είχαμε σ’ εκείνονα εκεί μέσα το λαβύρινθο. Από πετρέλαιο έως κλωστές κεντήματος, που τις είχα ταιριάξει στα ραφάκια: κοτόν περλέ, μπριγιάν, ομπρέ, μουλινέδες 550 χρώματα... Μέχρι και Θεραπειανές κεντήτριες, όταν κατέβαιναν στην Πόλη, έρχουνταν και ψουνίζανε από το μαγαζί μας. Μα ο Παντελής, με τσέπες αδειανές, ορθός έμενε στην τζαμόπορτα της σάλας, σάνα τον είχαν πάρει τη μιλιά... Αχ, η σάλα μου: δυο κολόνες στήριζαν το θόλο, με το πολύφωτο που είχε στο κέντρο του ένα σαμντάνιδ μαλαματοκαπνισμένο... Φωνές ολοένα πιο άγριες ανέβαιναν: «Κιμπρίς τουρκτούρ! ... Κιμπρίς μπιζίμ! Η Κύπρος είναι και θα μείνει τουρκική! Ή διαίρεση ή θάνατος! Γικίν, κιρίν, γκιαβουρντούρ!» δηλαδή, σπάστε, γκρεμίστε, γκιαβούρης είναι! Κι ό,τι έλεγαν, στο τέλος άκουγες κάτι σα γάβγισμα: γκιαβούρ! γκιαβούρ! Άπιστοι εμείς και αυτοί πιστοί σε τι για; Στη φωτιά και στο αίμα. Συμμορίες κρατώντας μπαλτάδες,ε καζμάδες,στ πριόα

Πυρκαγιά. β Ανάθεμα στους άπιστους! γ Γλυκά. δ Κηροπήγιο. ε Τσεκούρι. στ Τσάπα. 21


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 22

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

νια και άλλοι με σιδερένιους λοστούς ανηφορίζανε από το Βλαχ-Σεράι. Άλλα μπουλούκια, με μυστικούς, κράταγαν καινούργιες σημαίες, δοσμένες από το καρακόλι.α Επικεφαλής τους ήταν τσαούσηδες, αρχηγοί της αστυνομίας, και τους οδηγούσαν όπως πάει μπροστά το κριάρι, που το φωνάζουν γκεσέμι, και από πίσω ακολουθάνε όλα τα πρόβατα. — Καλά λεν πως ένα σφύριγμα φτάνει κι ένα Γιάλλα!β για να γίνουν όχλος και ν’ αρχίσει το γιουρούσι, είπε ο Παντελής και μας προστάζει, «Γλήγορα κάτω!» Απάλ-τοπάλγ κουτρουβαλήσαμε στις σκάλες σαστισμένοι για το υπόγειο εμείς· η Μέλπω γλίστρησε στο σπίτι της. Κι εκεί κάτω μας κλείδωσε μέσα στο αναγκαίο.δ Βάζει καρφί στην ξυλόπορτα κι αυτός φύλαγε έξω από τον απόπατο. Άλλοτε, όλα μας βρομούσαν εκεί μέσα, κείνη την ώρα όμως, λες και οι μύτες μας βούλωσαν, τα μάτια σκοτείνιασαν και μόνο τα αυτιά μας μέναν ανοιχτά. Τρέμοντας, δίπλα στο καρβουναριό, τους ακούγαμε γιάγμαε να τα κάνουν όλα. Πόσες ώρες –μετριούνται μήπως οι ώρες όταν πονάς;– βαρούσαν, σπάζανε, γκρεμίζανε. Πες με το τώρα, ποιος να το πίστευε πως θ’ ακούγαμε κείνονα το χαλασμό μέσα στο ίδιο μας το σπίτι και μεις κιχ να μη βγάζουμε· όλα να τα ρημάζουν και να σαβουρα

Αστυνομία. β Ορμάτε! Εμπρός! γ Άρον-άρον. δ Αποχωρητήριο. ε Λεηλασία. 22


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 23

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΛΟΦΟ

ντάνε στους δρόμους. Και κοντά στα προστάγματα, «βούρουν!»,α «κιρίν!»,β ξεχώριζαν και οι τσιρίδες της διπλανής μας, της Ζεχρά-χανίμ, που σα λυσσασμένη φώναζε «Γιουκαρντά! Γιουκαρντά!γ Απάνου είναι οι γκιαβουρλάρ», ναι, η αχάριστη, η ναμκιόρα. Όταν μας είχε ανάγκη, μαντάμ με ανέβαζε, μανταμτζίμ με κατέβαζε... άμα τώρα οι αφορεσμένοι ήμασταν εμείς. Γιατί εκείνες τις ώρες τις αγριοφωνάρες των τσαπουλτζήδωνδ και τις βρισιές τους, όλα στα τούρκικα τα άκουγες – πού ν’ ακουστούν ρωμαίικα! Αφού κι οι Ρωμιοί παρίσταναν τους Τούρκους, μπας και ξεγελάσουν τους μοβόρους εκείνους τους γιάγματζηδες. Όταν για λίγο σταματήσανε, μας έπιασε ο πιο μεγάλος τρόμος. Όπως όταν τελεύει ένας σεισμός και περιμένεις το χειρότερο τράνταγμα... Κάτι τέτοιο θα ένιωσε κι η μάνα μου και ψιθύρισε «αμάν! ζελζελές!»ε Τέτοια σιωπή χειρότερη είναι κι από το χαλασμό π’ ακουγόταν... σάνα σε περεχούν με παγωμένο νερό... Με το παραμικρό σούρσιμο ή τρίξιμο ανατριχιάζαμε. Μ’ αυτοί, όταν δε ρήμαζαν, ανοίγανε βαλίζες και μαχαίρωναν τα στρωσίδια, μπας και βρουν κρυμμένα λεφτά. Το μυαλό μου δούλευε στο χειρότερο... Μπετερίν μπετερί βαρ.στ Κι αν έχυναν λάδια και πετρέλαια απ’ το ντολάπι όπου τα ’χα φυλαγμένα; Μια σπίθα και θα λαμπαδιάζαμε! Σαν ποντια

Χτυπάτε! Ορμάτε! β Σπάστε! γ Επάνω. δ Αυτοί που κάνουν λεηλασίες, το ίδιο σημαίνει και γιάγματζηδες. ε Σεισμός. στ Υπάρχει χειρότερο απ’ τα χειρότερα. 23


PATSONIS_ANEMODEIKTES DDD Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:16 Page 24

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ

κοί μες στην καπάντζαα θα καιγόμασταν... Καλά π’ ακόμα δεν είχαμε ανάψει τις μαντεμένιες μας ξυλόσομπες. Τις είχαμε βάψει όμορφα-όμορφα με ασημένια μπογιά, είχαμε τα μπουριά τους τινάξει και περιμέναμε τα πρώτα κρύα. Πόσο μυστικά σχεδίασαν τον αφανισμό μας!... Από καιρό ο αγέρας μύριζε μπαρούτι, άλλο που εμείς οι απτάληδες λέγαμε μπόρα είναι, θα περάσει και αυτή. Τα βράδια στα τζαμιά αγρίευαν τους φανατικούς οι χοτζάδες και οι μολάδες τους με όρκους, μην τυχόν και προδώσει κανείς τα σχέδιά τους. Ούτε ένας δε βρέθηκε στα εσνάφια τόσων Ρωμιών να μας προφυλάξει, όλα μιντέραλτιβ τα κανονίσανε... Ένας μόνε, που έφερνε μαρούλια στον άντρα μου απ’ το Γεντί Κουλέ, τον είπε: «Παντελή εφέντιμ, κάτι κακό λένε πως θα γενεί στο μιλέτι σας». Ο μουχτάρηςγ κάθε περιοχής είχε πανταχούσα και καταλόγους με τα ρωμαίικα μαγαζιά και σπίτια και –πού στην τύφλα μας!– τα είχανε από τα πριν σημαδεμένα με λαδομπογιά κόκκινη. Σε άλλες πόρτες, πάλε, χαράζανε σταυρούς με κιμωλία. Στα καφενεία τους πουλούσαν χάρτες της Κύπρου, που τους έβαφαν με το αίμα τους τα μικρά παιδιά τρυπώντας το δάχτυλό τους με βελόνι. Κι η προπαγάνδα τους φούντωνε: στο ραδιόφωνο είχε εκποα

Φάκα. β Κάτω απ’ το μιντέρι, ύπουλα. γ Αιρετός δημοτικός υπάλληλος συνοικίας, κοινοτάρχης. 24


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.