FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 5
ΜΙΜΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ
Έγκλημα στη Φωκυλίδου P
Mυθιστόρημα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 6
©
Copyright Μιμή Φιλιππίδη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2019
1η έκδοση: Μάρτιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6565-8
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 7
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1966, 5:20 μ.μ.
Κ
θα πεθάνει φέτος σ’ αυτό το σπίτι. Είμαι σίγουρη. Όταν ο μπλε φάρος του περιπολικού και οι προβολείς φώτισαν τον χώρο, πέρασαν από το τζάμι και πρόβαλαν στον μεγάλο άσπρο τοίχο του σαλονιού τους φτερωτούς έρωτες από τη δαντέλα της κουρτίνας, νόμιζα ότι είχε επιστρέψει η μαμά και προσπαθούσε να παρκάρει, ότι είχε ανακαλύψει πάλι κάποιο ασυνήθιστο γιορτινό σετ από λαμπάκια, ίσως γαλάζια, και αδημονούσε να μας το επιδείξει – κι ας είναι στολισμένο το δέντρο έναν μήνα τώρα, κι ας ήταν εντελώς χαζό το συμπέρασμά μου. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να κυκλοφορεί με αναμμένα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια στο αμάξι; Όμως ο ενθουσιασμός της είναι πάντα τόσο συναρπαστικός και μεταδοτικός. Κι εγώ, σαν μοναχοπαίδι, ο πρώτος αποδέκτης. Με μαγεύει και τα κάνει όλα γύρω της μαγικά, σαν να είναι η Μαίρη Πόπινς. Ναι, σαν τη Μαίρη Πόπινς έχει κι εκείνη μια τεράστια τσάντα που μέσα της χώνει εκατομμύρια μικροπράγματα, κι όταν τα εμφανίζει ένα ένα, με θεατρικότητα ταχυδακτυλουργού, αγωνιώ γελώντας πνιχτά γιατί είμαι βέβαιη ότι στο τέλος θα ξεπηδήσει από μέσα κι ένα λαμπαντέρ. Το γαλάζιο φως του αστυνομικού φάρου αναβόσβηνε ακόμη όταν ακούστηκε το κουδούνι. Έτρεξα και τράβηξα στην άκρη την κουρτίνα του άλλου παραθύρου, πάνω από την είσοδο, και τότε είδα το περιπολικό σταθμευμένο στον δρόμο μας, δεξιά, πέρα από τη γωνία του σπιτιού. Τον αστυφύλακα που είχε χτυπήσει το κουδούνι δεν τον εντόπισα αμέσως, καθώς στεκόταν κάτω από τον πρόβολο της εξώθυρας, αλλά μόλις άνοιΑΠΟΙΟΣ
7
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 8
ξα το παράθυρο τον είδα να κατεβαίνει από το κεφαλόσκαλο και να πλησιάζει για να ακούσει τι έλεγε ο συνάδελφός του, που είχε βγει από το περιπολικό και τον πλησίαζε κουνώντας τα χέρια. «Παρακαλώ;» φώναξα. Ξελαιμιάστηκαν κι οι δυο στρέφοντας το κεφάλι προς τη μεριά απ’ όπου ακούστηκε η φωνή. «Μας συγχωρείτε πολύ για την ενόχληση. Ελάβαμε μια κλήση για διατάραξη κοινής ησυχίας και έναν θάνατο... αλλά ήρθαμε σε λάθος διεύθυνση... Μόλις μας εδόθη η σωστή... Συγγνώμη και πάλι και ευτυχές το νέον έτος», είπε ο πρώτος αστυφύλακας και έγνεψε στον δεύτερο να προχωρήσουν προς το περιπολικό. Ο δεύτερος όμως αστυνομικός, που χάιδευε το μουστάκι του και με γλυκοκοίταζε, έμεινε ακίνητος και συμπλήρωσε: «Σωστά μας εδόθη η διεύθυνσις, Φωκυλίδου ανέφεραν. Αλλά λανθασμένα ο αριθμός. Εδώ είναι η οικία...;» «Σοφιανού», απάντησα αυθόρμητα. Μπορεί το σπίτι να είναι προικώο της μαμάς, ωστόσο το όνομα του πατέρα ακούγεται περισσότερο τα τελευταία χρόνια, από τότε που έγινε διοικητής της Εθνικής Τραπέζης, κι όχι μόνο στη γειτονιά μας, σε όλη τη χώρα. «Λάθος, λάθος... Μας συγχωρείτε...» επανέλαβε ο αστυνομικός και το ερωτύλο ύφος σβήστηκε από το πρόσωπό του. «Τι διατάραξη; Ποιος πέθανε;» ρώτησα γεμάτη περιέργεια. «Πού;» «Κάτι τεντυμπόηδες πετούσαν πέτρες και γιαούρτια στο παράθυρο ενός σπιτιού», μας είπαν. «Και κάποιος υπέστη συγκοπήν, ίσως συνεπεία της ταραχής που του προεκάλεσαν... Πλησίον της Δεξαμενής, σε άλλον αριθμό. Σπεύδομεν αμέσως...» Έφυγαν και οι δύο επιταχύνοντας το βήμα και επιβιβάστηκαν στο περιπολικό. Το όχημα απομακρύνθηκε με την όπισθεν. Ήθελα να μείνω εκεί, κρεμασμένη η μισή έξω από το παράθυρο παρά το τσουχτερό κρύο, και να χαζεύω μασώντας την 8
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 9
τσίχλα μου, περιμένοντας να δω στο βάθος τη σκηνή που φανταζόμουν: δυο τρία ανήλικα που οι αστυνομικοί θα τα τραβολογούσαν από τα αφτιά και θα τα περιέφεραν σε δημόσια θέα πριν τα χώσουν στο περιπολικό. Φυσικά, στη φαντασία μου θα ήταν ήδη κουρεμένα με την ψιλή μηχανή –«εν χρώ», που λέει ο πατέρας– και θα είχαν κρεμασμένη στο στήθος ταμπέλα «είμαι γάιδαρος», «είμαι θρασύς τεντυμπόης», όπως στην ταινία του Δαλιανίδη που είχα δει πρόπερσι το καλοκαίρι με τη μαμά. Και φυσικά δεν έμεινα κρεμασμένη από το παράθυρο. Το έκλεισα και γύρισα στον καναπέ του σαλονιού, όπου είχα ακουμπήσει ανοιχτές τις γιορτινές Εικόνες με τους πολιτικούς της επικαιρότητας ως αγιοβασιλάκια καρτούν: Κανελλόπουλος, Παπανδρέου, Νόβας, Μητσοτάκης, Πιπινέλης, με κόκκινα σκουφάκια, κόκκινη στολή, μαύρες μπότες. Άρχισα να ξεφυλλίζω το περιοδικό, αλλά το μυαλό μου δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί ούτε στις λεζάντες των φωτογραφιών. Η παρουσία της αστυνομίας με είχε ταράξει. Η ιδέα του κακού οιωνού, του θανάτου, λίγες ώρες πριν μπει το νέο έτος, κλωθογυρνούσε στη σκέψη μου. Όπως όταν μου πρωτομίλησε ο πατέρας για τη γενετήσια λειτουργία, τα γυναικεία όργανα και για το τι είναι βιασμός. Για την ακρίβεια, δε μου μίλησε ο ίδιος, αλλά μου χάρισε μια επίτομη εγκυκλοπαίδεια για να μάθω τα σχετικά, μόνο που ήταν στην καθαρεύουσα και με παίδευε – ωστόσο οι φωτογραφίες, ειδικά για τα αφροδίσια νοσήματα, με είχαν αρρωστήσει. Τότε, λοιπόν, με είχε πιάσει φοβία και σε κάθε στροφή του δρόμου, πίσω από κάθε παγκάκι ή κάθε θάμνο νόμιζα ότι παραμόνευε κι ένας βιαστής. Μια μέρα είχα γυρίσει σπίτι λαχανιασμένη και χτυπούσα ασταμάτητα το κουδούνι. «Κάποιος με ακολουθούσε σ’ όλον τον δρόμο από την πλατεία!» είπα τρέμοντας στη Γεωργίτσα, που είχε ανεβεί ασθμαίνουσα από το μαγειρείο στο υπόγειο με την ποδιά για να μου ανοίξει την εξώπορτα. 9
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 10
«Ηρέμησε, Φρίντα, ο θυρωρός από απέναντι είναι, ο κυρ Σταμάτης...» είπε η καημένη η κοπέλα, που είχε ήδη αναγνωρίσει τον «σκοτεινό» τύπο πίσω μου. Μια άλλη φορά, σ’ έναν απογευματινό μας περίπατο, ο πατέρας μού έδειξε με τρόπο την είσοδο ενός μικροσκοπικού χώρου διασκέδασης, σε μια πάροδο της Πατησίων, κοντά στην πλατεία Αγάμων, και μου ψιθύρισε: «Αυτό είναι αμέρικαν μπαρ. Να τα αποφεύγεις αυτά». Απ’ έξω δεν είχε ταμπέλα, από μέσα έβγαινε ένα μοβ φως, πυκνός καπνός και ήχος τζαζ. Είχα εντυπωσιαστεί, είχα φοβηθεί κι έμεινα με κεφάλι στραμμένο και βλέμμα αδιάκριτο να κοιτάζω, ενώ απομακρυνόμασταν. «Έχει βιαστές εδώ;» ρώτησα ψιθυριστά. «Περίπου», χαμογέλασε ο πατέρας. «Αλλά καλύτερα να μένεις μακριά από τέτοια». Θαρρείς και μπορούσα να μπω σε αμέρικαν μπαρ και να πιω κανένα βαρύ ουίσκι, δέκα χρονώ παιδί! Απορούσα πώς το σκέφτηκε να μου το δείξει. Μάλλον αντιλήφθηκε ότι ταράχτηκα κι αμέσως με έπιασε από το χέρι και συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Τότε βέβαια ο πατέρας με είχε σαν τη μικρή του καλομαθημένη πριγκίπισσα. Ό,τι λαχταρούσε η καρδιά μου, ό,τι διεκδικούσα γουρλώνοντας τα μάτια με λαχτάρα ή σφίγγοντας τα χείλια με πόνο, μου το παρείχε. Παιχνίδια από τον Τσοκά, κούκλες από την Πανελλήνιο Αγορά, εκδρομική εξάρτυση από τον Δραγώνα. Ήμουν παιδί. Από τότε που πέρασα στην εφηβεία, άρχισε και η δύσκολη εποχή στη μεταξύ μας σχέση, είναι σαν να έπαψα να υπάρχω για κείνον. Η μαμά κι εγώ λες και δεν ανήκουμε πια στον κανονικό πληθυσμό, στους κανονικούς ενοίκους του σπιτιού, γίναμε συνεκδοχικά τα «γυναικόπαιδα», για να μην πω απλώς «τα παιδιά», γιατί ο πατέρας έχει τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας από τη μαμά, που όταν μας βλέπει οικογενειακώς κάποιος γνωστός του από την Τράπεζα, του εύχεται χαμογελώντας στο τέλος «να χαίρεσαι τις θυγατέρες σου». Τώρα που κοντεύω να κλείσω τα δεκάξι και το ξανασκέ10
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 11
φτομαι, αρχίζω να ξεπερνώ την αυτολύπηση και την οδύνη από τη ρήξη της σχέσης μας. Καταλαβαίνω ότι οι μεγάλοι έχουν τα δικά τους. Όταν εγώ έμπαινα στην εφηβεία κι αγχωνόμουν με τους βιαστές, εκείνος έμπαινε στα υψηλά κλιμάκια της δημόσιας ζωής κι αγχωνόταν με τους συνεργάτες του, την προοπτική της καριέρας του, της χώρας. Γιατί από τις φωνές που έφταναν ως το σπίτι από τις διαδηλώσεις το περασμένο καλοκαίρι, συμπεραίνω ότι κι η χώρα έχει μπει σε μια κρίση που σίγουρα επηρεάζει βαθιά κι εκείνον. Όσο αυστηρός κι αν έχει υπάρξει πάντα, είναι άνθρωπος τρυφερός, καλλιεργημένος, πολιτισμένος, που αγαπάει την οικογένειά του, την εργασία του, αλλά και την πατρίδα του. Και όχι στενόμυαλα. Mάλιστα σε μια συζήτηση που είχε στο σπίτι με έναν φίλο του συγγραφέα, πρώην βουλευτή, ανάμεσα σε άλλα τον είχα ακούσει να λέει με στόμφο: «Καλύτερα μη με αποκαλείς “πατριώτη”, αγαπητέ, αλλά “φιλόπατριν”. Εσύ ως λογοτέχνης θα μου πεις ίσως ότι πατριωτισμός και φιλοπατρία είναι συνώνυμα. Με τόσους άξεστους όμως που καυχώνται ότι είναι πατριώται ενώ διαθέτουν μια δικτατορική εθνικοφροσύνη, κατήντησα να θεωρώ στις μέρες που ζούμε ντροπή την έννοια πατριωτισμός. Η φιλοπατρία είναι πιο ευγενική λέξη, πιο εκλεπτυσμένη έννοια, που την προτιμώ... Εσύ ως λόγιος θα συμφωνείς...» Έτσι είναι ο πατέρας. Όσο πρόλαβα να τον γνωρίσω από τις ώρες που περνούσαμε μαζί και τις μακρές συζητήσεις μας παλιά, που μου απηύθυνε τον λόγο σαν ίσος προς ίσον, ρωτούσε τη γνώμη μου και την άκουγε προσεκτικά. Αυτά όσο ήμουν παιδί. Τώρα που με απέκοψε εντελώς από τον κόσμο του, αποζητώ περισσότερο τη συντροφιά της μαμάς, όσο μου τη διαθέτει. Η μαμά είναι ανεξάρτητος άνθρωπος, καλλιτεχνική φύση, θέλει πάντα να έχει χρόνο για τον εαυτό της. Ήταν ηθοποιός, ενζενύ, όταν την πρωτοείδε ο πατέρας στο Εθνικό. Υποδυόταν μια εργαζόμενη κοπέλα, ερωτευμένη με ένα παλληκάρι φρεσκοαπολυμένο από τον στρατό που ανα11
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 12
ζητάει δουλειά, σ’ ένα έργο του Καμπανέλη. Μάλλον την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, γιατί πήγε να ξαναδεί την παράσταση και την επομένη και τη μεθεπομένη Κυριακή, ώσπου ζήτησε από τον φίλο του και διευθυντή του θεάτρου να μεσολαβήσει ώστε να γνωριστούν. Και γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν κι έμεινε η μαμά έγκυος σ’ εμένα. Μετά ήταν μόνο μητέρα και σύζυγος υπουργού – βέβαια η πιο νέα και η πιο όμορφη μεταξύ των άλλων συζύγων των συναδέλφων του πατέρα. Πολλές φορές έχω ακούσει την ιστορία της γνωριμίας τους από το στόμα της μαμάς. Της αρέσει να την αναπολεί και να τη διηγείται. Κάθε φορά προσθέτει και κάτι ακόμη πιο συναρπαστικό, πιο παραμυθένιο –«... εκείνη ήταν η πρώτη μέρα που έπαιξα τον ρόλο, αντικατέστησα την Καρέζη... αν ερχόταν μια μέρα πριν, δε θα ’χαμε γνωριστεί...»–, αφαιρώντας σίγουρα μικρά κομμάτια της αλήθειας όσο περνούν τα χρόνια – το θεατρικό έργο που λέει, για παράδειγμα, σίγουρα δεν είναι εκείνο στο οποίο έπαιζε, είναι μεταγενέστερο, το πρόσθεσε πρόσφατα, όταν το είδαμε ως κινηματογραφική ταινία. Εγώ όμως, μετά τις τόσες φορές που έχω ακούσει την ιστορία και με την απόλυτη βεβαιότητα της ηλικίας μου, βγάζω το συμπέρασμα ότι ένιωσε κολακευμένη, όχι ερωτευμένη. Η μαμά κολακεύτηκε που ο πατέρας την ερωτεύτηκε, ο πατέρας τη διάλεξε. Γιατί παρότι ο πατέρας μού έχει διηγηθεί απλά, λακωνικά την ιστορία, μία και μόνη φορά, η λάμψη στα μάτια του πρόδιδε κάτι από τον έρωτα που είχε νιώσει. Είναι μάλλον αστείο να σκέφτομαι τον πατέρα ερωτευμένο, οι καλλιτέχνες όμως ξέρουν να γεννούν παράφορους έρωτες. Ειδικά οι ηθοποιοί. Σε μαγεύουν αβίαστα και μετά αναρωτιέσαι και προσπαθείς να ξεδιαλύνεις αν ερωτεύτηκες τον άνθρωπο ή τον ήρωα που υποδύονταν. Δύσκολα πράγματα, γιατί έτσι κι αλλιώς όταν ερωτευόμαστε δεν ερωτευόμαστε μόνο το αντικείμενο του έρωτά μας. Ερωτευόμαστε κι εμάς τους ίδιους, μεταμορφωμένους από τον έρωτα. Τι κωμικό! Μιλάω σαν ειδήμονας για τον έρωτα στα δεκάξι 12
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 13
μου, εγώ που τον ξέρω μόνο από τα βιβλία και τις ταινίες. Ήταν καλά βιβλία όμως, και αυτά που μου έδινε ο πατέρας και τ’ άλλα που μετά έπαιρνα από την οικογενειακή μας βιβλιοθήκη κι έγιναν το καταφύγιό μου στα δύσκολα χρόνια. Ταξιδεύω μέσα τους, σε άλλον κόσμο κάθε φορά, σε άλλη εποχή. Λατρεύω την ανάγνωση. Το γράψιμο ήρθε αβίαστα. (Ψέματα: ήρθε γιατί ζήλεψα τη Φρανσουάζ Σαγκάν που έφηβη ακόμη έγραψε το Καλημέρα, θλίψη.) Θέλω κι εγώ να καταγράφω ό,τι παρατηρώ, ό,τι νιώθω, ώστε μετά να μπορώ να ανιχνεύσω την αφετηρία κάθε ιστορίας στη ζωή μου, πριν το βίωμα. Οι μεγάλοι μπορεί να ζουν πιο πολλά και συναρπαστικά πράγματα από εμένα, όμως εγώ είμαι κάπου παραδίπλα και παρατηρώ, στοχάζομαι, αναλύω...
Το πρωί είχα δυσανασχετήσει σχεδόν με το κέφι της μαμάς, γιατί με ξύπνησε από τις δέκα και μ’ έσερνε αγουροξυπνημένη ως τη Ρηγίλλης για να πάμε το γιορτινό δώρο στον τροχονόμο. Λες και θα ήταν τόσο σπουδαίο πράγμα αν ανάμεσα στα τσουβάλια με τις ελιές απ’ τους αγρότες της Μεσσηνίας και τα ποδηλατάκια για το παιδί του έβρισκε ο μουστακαλής τροχονόμος γύρω από το βαρέλι του και το κονιάκ Metaxa που του πήγαμε εμείς – και είμαι σίγουρη ότι είναι εκείνο που είχε μείνει στο σπίτι από το μνημόσυνο του παππού. Δεν ξέρω πού το βρίσκει τόσο κέφι, δεδομένης και της βαριάς ατμόσφαιρας στο σπίτι, που γίνεται όλο και βαρύτερη τον τελευταίο καιρό που ο πατέρας φεύγει νύχτα, γυρίζει νύχτα, και δίχως χαμόγελο πια. Βέβαια, χωρίς να είμαι αναίσθητη και παρά τα όσα αντιλαμβάνομαι γύρω μου, κέφι έχω κι εγώ, αλλά όχι και πρωί πρωί! Από το μεσημέρι, όταν η μαμά με άφησε στο σπίτι –μετά τη στάση για το δώρο του τροχονόμου και μια σύντομη επίσκεψη στη Γεννάδιο–, δε σταματήσαμε με τη Γεωργίτσα να τραγουδάμε. Εκείνη ήταν στο υπόγειο, γιατί έπρεπε να τελειώσει τη φασίνα στο πλυσταριό και το σιδέρωμα. Ήθελε να ’χει φύγει 13
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 14
ως το απόγευμα. Φέτος πρώτη χρονιά θα περάσει την Παραμονή μακριά μας – πού άραγε, ορφανή κοπέλα; Όταν τη ρώτησα, δεν απάντησε, απλώς κοκκίνισε και χαμογέλασε. Είχε όμως το τζανζιστοράκι της από δίπλα και σιγομουρμούριζε «Τα τρένα που φύγαν». Δεν ξέρω ποια αγάπη τής πήρανε, ποιο παλληκάρι νοσταλγεί, πάντως είναι εντυπωσιακά καλλίφωνη. Μπορεί να είναι λαϊκό κι αγράμματο κορίτσι, να μην καταλαβαίνει καλά καλά όλα τα λόγια του τραγουδιού κι αντί «να πιαστώ να κρατηθώ» να λέει «να πιαστώ ν’Ατλαντικό!», αλλά αν της δινόταν η ευκαιρία, είμαι βέβαιη ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μεγάλη τραγουδίστρια. Κάθε τόσο χαμήλωνε τη μουσική της κι ανέβαινε από τη σκάλα του υπογείου να ανοίξει στα παιδάκια που χτυπούσαν για τα κάλαντα. Και περίμενε αγόγγυστα η καημένη να τα πούνε, έξω στο πεζοδρόμιο, στον χιονιά, χωρίς να τα διακόπτει, μέχρι να ευχηθούν «... κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει». Και τότε έδινε «μια δραχμή στο καθένα για κουλούρι», που της είχε αφήσει η μαμά. Το διάγγελμα του βασιλιά από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, που είχε ηχογραφηθεί στο γραφείο του στα Ανάκτορα, το άκουσα μόνη μου στο μεγάλο ραδιόφωνο, στην κονσόλα της πίσω σάλας. Μελαγχολώ τα απογεύματα, όταν είμαι μόνη μου, όταν λείπει η μαμά, και βάζω μουσική. Περίμενα να ακούσω το γιορτινό πρόγραμμα ελαφράς μουσικής, αλλά αναγκαστικά έπρεπε να υπομείνω πρώτα τις βασιλικές ευχές για τους πολίτες, για τη χώρα και το έθνος, δηλαδή το συνηθισμένο αντικομμουνιστικό κήρυγμα. Άκουσα για το «κομμουνιστικόν μίασμα, το γεννηθέν εκτός Ελλάδος», για τους κομμουνιστές στολισμένους με τρομερά επίθετα, κι έφτιαξα στο μυαλό μου εικόνες εφιαλτικές, με ανθρωπόμορφα κτήνη που στάζουν σάλια από το στόμα τους κι αίματα από τις χατζάρες τους. Δεν είχα υπομονή να ακούσω εκεί όλο το διάγγελμα, παρότι η πίσω σάλα έχει μια υπέροχη θέα της Αθήνας, και κατέβηκα στο υπόγειο να αναζητήσω το ραδιοφωνάκι της Γεωργίτσας. 14
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 15
Τώρα έχω βγει στην ταράτσα και ατενίζω την Ακρόπολη φωτισμένη. Το τρανζίστορ πάνω στο δυτικό στηθαίο. Είναι μια νύχτα παγωμένη κι ένας ουρανός γεμάτος αστέρια. Ψάχνω το πιο λαμπερό που είσαι εσύ. Δεν έχεις ακόμη πρόσωπο, μόνο «δυο μάτια γαλανά», με τη φωνή του Βογιατζή... «Ξέρω δυο μάτια γαλανά, γαλανά, γαλανά σαν τ’ ουρανού κομμάτια. Δεν ξαναείδα πουθενά, πουθενά, πουθενά τέτοια γαλάζια μάτια...» Κουνιέμαι στον ρυθμό του τσα-τσα για να ζεσταθώ, στριφογυρνάω, τρέχω από τη μιαν άκρη της ταράτσας στην άλλη, στροβιλίζομαι, μια βλέπω στο βάθος την Ακρόπολη και μια τον Λυκαβηττό από πάνω. Κάτω η πόλη γιορτινή, τα φώτα της τρεμοπαίζουν παιχνιδιάρικα, η Αθήνα μου κλείνει τσαχπίνικα το μάτι, έχω ζαλιστεί από τον χορό, απ’ το τραγούδι, απ’ τον γαλανομάτη έρωτα της προσδοκίας μου... «Ξέρω δυο χείλη φλογερά, φλογερά, φλογερά σαν κόκκινα γεράνια, που σε φιλάνε μια φορά, μια φορά, μια φορά κι αγγίζεις τα ουράνια». Κάποτε θα είσαι δίπλα μου, θα τραγουδάς για μένα, σ’ ένα χαρούμενο γιορτινό ρεβεγιόν – όχι σαν αυτό των Μακριδάκων που θα πάμε απόψε.
15
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 16
Ο
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Σοφιανός βαρυγγωμούσε όλο εκείνο το βράδυ, δυο βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, όταν η γυναίκα του, αφού μιλούσε πολλή ώρα με τη Μακριδάκου στο τηλέφωνο, αρχικά είπε «Πρέπει να ρωτήσω τον Στέφανο», κάλυψε το μικρόφωνο του ακουστικού με την παλάμη και τον ρώτησε ψιθύριστά: «Να πάμε στους Μακριδάκους την Παραμονή;» Εκείνος είχε γνέψει αρνητικά. «Τι να της πω;» επέμεινε εκείνη ψιθυρίζοντας. «Πες της ότι χέζω!» Τυπική συμπεριφορά του άντρα της! Όταν ήθελε να αρνηθεί την επικοινωνία –είτε με κάποιον γνωστό τους που αντιπαθούσε, είτε με κάποιον ενοχλητικό δημοσιογράφο, αξιωματούχο, πολιτικό–, έλεγε μεγαλόφωνα κάτι ανεπίτρεπτα αγενές ή χυδαίο, ώστε η γυναίκα του ή η υπηρέτρια να το μεταφέρουν τάχα στον αποδέκτη. Δεν απαντούσε ποτέ ο ίδιος στις κλήσεις, είχε το τηλέφωνο για «απλές συνδιαλέξεις, όχι διαλέξεις». Η γυναίκα του επανήλθε στο ακουστικό με τον πιο γλυκό της τόνο. «Θα τον ρωτήσω, Αγλαΐα, γιατί αυτόν τον καιρό είναι συνεχώς στην Τράπεζα και δεν τον βλέπω...» Προσπάθησε να είναι το ίδιο μελιστάλακτη και προς εκείνον, όταν του μετέφερε εκ νέου την πρόσκληση, επιφυλακτικά. Ο τόνος όμως του Σοφιανού παρέμενε ο ίδιος. «Ρεβεγιόν στου Μακριδάκου; Σοβαρολογείς τώρα, Ισμήνη;» «Μα κάπου πρέπει να κάνουμε κι εμείς ρεβεγιόν και φέτος δεν κανονίσαμε τίποτα. Χρονιάρες μέρες, δεν πήγαμε πουθε16
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 17
νά, είμαστε σαν ερημίτες... Να ξεσκάσουμε λίγο, αφού απέφυγες κάθε άλλη υποχρέωση για το βράδυ της Παραμονής». «Να πάμε, Ισμήνη μου, αλλά αν βλέπω μπροστά μου τα μούτρα του Μακριδάκου όλο το βράδυ, εγώ θα σκάσω, δε θα ξεσκάσω!» «Τι σου έχει κάνει ο άνθρωπος;» «Ο υπάνθρωπος εννοείς! Ο της προσκολλήσεως! Σιχαμένος υπάνθρωπος είναι, που θέλει να παριστάνει τον άνθρωπο καμαρώνοντας ότι έχει φίλους ανθρώπους σαν εμάς». Η Ισμήνη αναστέναξε. «Τη Φρίντα δεν τη σκέφτεσαι; Δε θέλεις να βγει λίγο το παιδί;» «Δεν είναι παιδί». «Ακριβώς. Είναι δεσποινίς πια. Πώς περιμένεις να αποκτήσει κοινωνικότητα; Κλεισμένη μέσα στο σπίτι με τη Γεωργίτσα; Είμαι σίγουρη ότι θα περάσει κι εκείνη καλά στους Μακριδάκους. Ο Μιλτιάδης είναι εύθυμο και γουστόζικο παιδί. Και τη συμπαθεί πολύ». Ο Σοφιανός αγριοκοίταξε τη γυναίκα του. «Ελπίζω να μην άρχισε τα προξενιά η Μακριδάκου! Πρόσεξε, σε παρακαλώ, Ισμήνη... Αυτό μας έλειπε! Να συμπεθεριάσω με τον ταγματασφαλίτη!» Τόσο δυνατή κι απότομη ακούστηκε η φωνή του, που η γυναίκα του τρόμαξε και αστραπιαία έλεγξε με το βλέμμα αν οι πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού ήταν κλειστά. «Τρομάζω όταν λες τέτοια, Στέφανε». «Εγώ τρομάζω που τους βλέπω παντού γύρω μας, μπροστά μου κάθε μέρα, στον δρόμο, στις υπηρεσίες, στην Τράπεζα... Ξεθάρρεψαν και βγήκαν από τα λαγούμια τους όλα αυτά τα σιχάματα. Οι αλήτες! Είδαν την πόρτα ανοιχτή και είπαν να περάσουν. Και ποιος άνοιξε την πόρτα;» «Σε παρακαλώ, μην αρχίσεις πάλι με το παρακράτος, το Παλάτι και τον Καραμανλή. Πάει αυτός, έφυγε...» Ο Σοφιανός είχε γίνει κατακόκκινος, η ένταση τον έπνιγε. 17 2 – Έγκλημα στη Φωκυλίδου
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 18
Χαλάρωσε τη ζώνη από τη ρομπ ντε σαμπρ του και πήρε βαθιά ανάσα. Η γυναίκα του κάθισε δίπλα του στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Άκουσέ με, Στέφανε... Αν δεν αρχίσεις αυτά, θα δεις τι ωραία που θα περάσουμε. Εξάλλου, πατριώτες είναι οι άνθρωποι, αντικομμουνιστές, δε σου φτάνει αυτό;» «Άξεστοι κι ακαλλιέργητοι είναι. Ο πατριωτισμός δεν αρκεί για να γίνει κάποιος κράτος από φασιστικό παρακράτος. Ούτε θα τους βοηθήσω εγώ να γίνουν με την κοινωνική συναναστροφή μου». «Καλά το είπες: κοινωνική. Είναι πονηρές εποχές, Στέφανε. Αυτό δε λες συνεχώς κι εσύ; Κάθε γνωριμία, κάθε συναναστροφή είναι χρήσιμη. Δεν ξέρεις τι γυρίσματα μπορεί να έχει ο καιρός που ζούμε». Ο Σοφιανός αναστέναξε βουβά, κούνησε το κεφάλι κι έψαξε την ταμπακιέρα του στην τσέπη της ρόμπας του. «Αυτό λέει κι ο Γιώργος», έβγαλε ένα τσιγάρο. «Τον είδες; Πότε;» Η Ισμήνη του έφερε τον επιτραπέζιο αναπτήρα από το βοηθητικό τραπεζάκι απέναντι, του άναψε το τσιγάρο και ξανακάθισε δίπλα του. «Σ’ ένα βιβλίο του το λέει...» Ο Σοφιανός τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του και συνέχισε: «Αλλά εκείνος διαθέτει καλλιέργεια, όχι μόνο ακαδημαϊκή μόρφωση. Και νηφαλιότητα και μετριοπάθεια και ανεκτικότητα. Δε μας εξέφραζε ποτέ το ίδιο κόμμα, αλλά ο άνθρωπος είναι τίμιος δημοκράτης, προσηλωμένος στη δημοκρατία, στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, στις τέχνες. Ταξίδεψε, στοχάστηκε, έγραψε». «Ο Γιώργος είναι σπάνιος άνθρωπος». Η Ισμήνη τον άγγιξε απαλά στο χέρι. «Αλλά πόσοι τέτοιοι υπάρχουν;» «Αυτό λέω κι εγώ. Τέλειωσαν οι αξιοπρεπείς άνθρωποι. Γέμισε ο κόσμος ανθρωπάκια». 18
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 19
Ο Σοφιανός απολάμβανε το τσιγάρο του. Είχε καλμάρει. Το κέφι του άλλαζε. Έφτασε μέχρι να σηκωθεί για να πάει στο βάθος, στην κονσόλα με το στερεοφωνικό. Η Ισμήνη επανέφερε τη συζήτηση στο ρεβεγιόν. «Τι θα πω τελικά στην Αγλαΐα; Πρέπει να της απαντήσω». «Βεβαιώσου ότι η Φρίντα δεν έχει αντίρρηση να πάμε και βλέπουμε...» «Της αρέσει η παρέα του Μιλτιάδη, δε θα πλήξει. Εξάλλου ο νεαρός έχει την ηλικία της». «Και τον κώλο της μάνας του!» «Στέφανε!» δυσανασχέτησε η Ισμήνη. «Έχει λίγο ανοιχτή hanche το παιδί». «Η Φρίντα τον λέει “ο κωλαράς”». Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του. «Ρώτα την, κι αν συμφωνήσει, βλέπουμε...» Τελικά –ανόρεκτα– η Φρίντα είχε συμφωνήσει και είχαν περάσει το βράδυ της Παραμονής οικογενειακώς στους Μακριδάκους.
19
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 20
5 Ιανουαρίου 1966, 10:00 π.μ.
Η
ΤΑΝ ανάγκη να κάνει τόσο κρύο σήμερα; έλεγε και ξαναέλεγε από μέσα της η Ισμήνη όσο έψαχνε ρούχα. Συνήθως για τις κηδείες, αν ήταν χειμώνας, τυφλή επιλογή της ήταν το μαύρο παλτό κι από μέσα ένα ζέρσεϋ σκούρο φόρεμα. Αν ήταν καλοκαίρι ή φθινόπωρο, είχε το λινό ντεπιές. Για την άνοιξη είχε την ντεμί σεζόν επιλογή: ένα γκρι σουρί ταγιέρ. Αυτό θα φορούσε αν ήταν ελαφρύς ο χειμώνας, αν είχε λίγη λιακάδα. Είχε όμως τόσο κρύο, σχεδόν πολικό, που ούτε καν το έβγαλε από την ντουλάπα να το δοκιμάσει. Και αντίθετα, αν και η ώρα της κηδείας πλησίαζε, πρόβαρε ένα σωρό ρούχα – κατάλληλα για κοσμική νυχτερινή έξοδο, αλλά εντελώς ακατάλληλα για την περίσταση. Είχε αγχωθεί· και γιατί στην κηδεία του Δασκάλου σίγουρα θα συναντούσε πολλές παλιές συμμαθήτριες από το Εθνικό, και γιατί ο άντρας της –στενός φίλος του μικρότερου αδελφού του μακαρίτη, που είχε πεθάνει τα χρόνια της Κατοχής– ήταν αποφασισμένος να παρευρεθεί και αυτός στην κηδεία. «Κάτι πιο μακρύ, Ισμήνη, σε παρακαλώ», της είπε ο Σοφιανός όταν την είδε να κοιτάζεται στον καθρέφτη της ντουλάπας προβάροντας ένα φόρεμα σε στυλ Τζάκυ Κένεντυ. Τον είχε συνοδέψει στη Νέα Υόρκη σε ένα επαγγελματικό του ταξίδι, την επόμενη χρονιά της δολοφονίας του Κένεντυ, κι ενώ εκείνος χανόταν για ώρες στα ραντεβού με χρηματιστές και τραπεζίτες, εκείνη απολάμβανε τις αγορές της στα μαγαζιά. Μπορεί η Τζάκυ να μην ήταν πια Πρώτη Κυρία, η σφρα20
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 21
γίδα της όμως στη γυναικεία μόδα παρέμενε – ακόμη και το μαύρο ταγιέρ που φορούσε στην κηδεία του Αμερικανού προέδρου το είχαν αντιγράψει οι μόδιστροι κι οι μοδίστρες σε όλο τον δυτικό κόσμο, και όλες οι καλοβαλμένες κυρίες το φορούσαν στις κηδείες εκείνης τουλάχιστον της χρονιάς. Γενικά, κάθε μοντέρνα γυναίκα όφειλε να έχει ένα έστω ταγιεράκι με τρουακάρ μανίκια ή ένα αμάνικο φόρεμα με λαιμόκοψη και χοντρές πέρλες γύρω από τον λαιμό. Είχε κρατήσει επαφή με πολλές από τις παλιές της συμμαθήτριες και φίλες, με ηθοποιούς του Εθνικού – η Μελίνα είχε κάνει θραύση στο Γλυκό πουλί της νιότης, έπαιζε και στη Γαλλία και τώρα έβαζε πλώρη για Μπρόντγουεϋ. Πολλές ήταν παντρεμένες, αλλά είχαν συζύγους πολύ νεότερους από τον δικό της – μόνο με μία που είχε επίσης μεγάλη διαφορά ηλικίας από τον άντρα της έκαναν οικογενειακώς παρέα. Όλες σίγουρα είχαν μάθει ότι ο άντρας της ήταν τώρα διοικητής της Εθνικής, όπως και όταν παλαιότερα είχε αναλάβει υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Λόγω του γάμου της, της επαγγελματικής θέσης του συζύγου της, είχε εισπράξει άφθονο θαυμασμό από φίλους και φίλες της νιότης της. Αλλά η περηφάνεια της είχε από χρόνια εξατμιστεί. Η ίδια η Ισμήνη είχε ξεχαστεί. Αν σήμερα, στην κηδεία του Δασκάλου, είχε κι εκείνη έναν νέο άντρα στο πλευρό της... Σημαντικό μεν, αλλά νέο και όμορφο – σαν τον Τομ. Χαμογέλασε με τη σκέψη στον Τομ, στο γράμμα που της είχε στείλει από τις ανασκαφές στην Κόρινθο. Το είχε διαβάσει εκατό φορές από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που το παρέλαβε από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, το χαρτί είχε τσαλακωθεί, κόντευε να λιώσει, αλλά το φύλαγε πάντα στην τεράστια τσάντα, διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή για μια ακόμη ανάγνωση, κι ας το είχε μάθει απ’ έξω, λέξη προς λέξη. Ισμήνη της καρδιάς μου, Η αρχαία γη, η γη των προγόνων μας, των γονέων μου, απο21
FILIPPIDH_FONIKO DDDDD.qxp_Layout 1 18/03/2019 12:54 Page 22
δεικνύεται κάθε μέρα όλο και πιο γενναιόδωρη. Ο χώρος των ανασκαφών πλαταίνει συνεχώς, πλουτίζει σε ευρήματα. Έβλεπα χτες τα αγάλματα, τα χέρια τους που ξεθάβονταν από το χώμα, και το ρίγος με είχε κυριεύσει. Τόσο κάλλος μπροστά στα μάτια μου! Τόση ομορφιά κλασική, διαχρονική. Όπως η δική σου. Εκείνη που βλέπω κάθε φορά στο πρόσωπό σου. Εκείνη που ανακάλυψα από τη μέρα που σε γνώρισα και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Σμιλεμένη με χάρη, λεπτότητα, μέτρο. Αργά χθες το μεσημέρι τριγυρνούσα στους αγρούς με τα χέρια διάπλατα ανοιχτά. Κι ένιωθα χαρούμενος, ελεύθερος, σαν παιδί. Έβλεπα στο βάθος τον ορίζοντα, φανταζόμουν ότι ήταν άνοιξη, ότι το χορτάρι μού έφτανε ως τα γόνατα, ότι πήγαινα να σε συναντήσω. Κι εσύ ερχόσουν προς το μέρος μου, με ανοιχτή αγκαλιά κι εσύ, κι εσύ χαρούμενη κι ελεύθερη. Και τότε σφίχτηκε η καρδιά μου. Όχι ελεύθερη. Εσύ δεν έχεις ακόμη την ελευθερία σου. Πότε θα την έχεις, Ισμήνη της καρδιάς μου;... Η πένθιμη καμπάνα την επανέφερε στη στιγμή. Στον αυλόγυρο του Πρώτου Νεκροταφείου, στο ανάλογο ύφος, στην ανάλογη έκφραση προσώπου, στο ανάλογο στήσιμο δίπλα στον άντρα της. Είχε αποφασίσει τελικά να βάλει το μακρύ μαύρο παλτό με τον αστραχάν γιακά και μαύρη γόβα. Ξεχωριστή μοντέρνα πινελιά το μανσόν από ασορτί αστραχάν. Θα υποδυόταν τον δικό της ρόλο. Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο η Μελίνα, σύζυγος του διοικητού της Εθνικής Τραπέζης η Ισμήνη!
22