Εύα Μ. Μαθιουδάκη «Ο φταίχτης»

Page 1

MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 3

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 4

©

Copyright Εύα Μ. Μαθιουδάκη – Κωστής Σχιζάκης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2019

1η έκδοση: Μάιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6570-2


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 5

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Π Ρ Ο Ο Ι Μ Ι Ο : Το μηχανάκι ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

.......................... 9

Π Ρ Ω Τ Ο : Αυτός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο : Ο άλλος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 55 Τ Ρ Ι Τ Ο : Η επόμενη μέρα . . . . . . . . . . . . . . . . . 75 Τ Ε ΤΑ Ρ Τ Ο : Τα καημένα τα νιάτα . . . . . . . . . . . 107 Π Ε Μ Π Τ Ο : Όνειρο αθηναϊκής νυκτός . . . . . . . . 137 Ε Κ Τ Ο : Γυάλινη βιτρίνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . 164 Ε Β Δ Ο Μ Ο : Οι Καραμαζόφ . . . . . . . . . . . . . . . . . 180 Ο Γ Δ Ο Ο : Μια νοητική κατάσταση . . . . . . . . . . . 192 Ε Ν Α Τ Ο : Προσμονή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 212 Δ Ε Κ Α Τ Ο : Μια φωτεινή επιγραφή . . . . . . . . . . 237

Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ : Μάνα και γιος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 261 Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ι Ε Σ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 269


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 6


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 7

Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι. ΔΑΒΙΔ, Ψαλμός Ν ΄


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 8

Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά, και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 9

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Το μηχανάκι

Η ΚΑΘΟΔΟΣ

ΕΙΧΕ γεννηθεί στην Ευρυτανία. Το χωριό του, σφηνωμένο

ανάμεσα σε δυο πλαγιές, γειτνίαζε με τα Άγραφα. Όχι, Αιτωλοακαρνάνας δεν ήταν. Ούτε αυτός ούτε ο πατέρας του, παρόλο που έλεγε ότι πατέρα δεν είχε. Με τα χρόνια κατέληξε μάλιστα να αναφέρει ότι ήταν ορφανός. Πατέρα όμως είχε. Έναν πατέρα περαστικό. Εμφανιζόταν στο χωριό τον βαρύ χειμώνα και, αφού έσπερνε το επόμενο παιδί, ξανάφευγε για να δουλέψει άλλοτε στην οικοδομή, άλλοτε στον κάμπο, άλλοτε στο φράγμα. Τις λίγες μέρες που έμενε μαζί τους, μήνας δεν ήταν, η ζωή τους άλλαζε. Άλλαζε προς το χειρότερο. Ούτε παιχνίδια ούτε τίποτα, μόνο σκαμπίλια και βρισιές! Μια φορά μόνο, θυμάται ο Παναγιώτης, τους είχε φέρει κάτι μεγάλα στρογγυλά κουλούρια, που είχε αγοράσει από το ΚΤΕΛ της Λαμίας, κι ένα φακιόλι καφέ με σταμπωτά λευκά λουλούδια, που του ’χε χαρίσει ένας έμπορος στο Καρπενήσι. Αυτό ήταν για τη μάνα του. 9


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 10

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

Πατέρα δεν είχε. Τις λίγες μέρες που έμενε μαζί τους, καθόταν με το κεφάλι κάτω μπροστά στο τζάκι και κάπνιζε. Κάπνιζε κάτι βαριά σέρτικα. Λεπτός, χλομός, κλειστός, όλο γωνίες, μ’ ένα μάτι που, κάποιες φορές, άστραφτε από την αναλαμπή της φλόγας, αλλά που τις περισσότερες φορές παρέμενε μαύρο και σκοτεινό σαν την κάπνα της καπνοδόχου. Κάπνα, μέχρι να γίνει κι αυτός καπνός και να φύγει όπως ήρθε. Ούτε αγκαλιές, ούτε αποχαιρετισμοί, ούτε φιλιά. Όχι, πατέρα δεν είχε. Ποτέ δεν τον κοίταξε στα μάτια, δεν του μίλησε, δεν χάιδεψε τα σκασμένα του γόνατα, δεν έφαγε από το χέρι του ψωμί. Μπορεί να μην είχε ούτε μάνα. Ψηλή και καλοφτιαγμένη, με μια παράταιρη ομορφιά, πάλευε να κρατήσουν το κεφάλι τους πάνω από το νερό, να τους ντύσει, να τους θρέψει, με μια απόσταση από όλους και απ’ όλα, σαν να αιωρούνταν από το «εδώ» στο «εκεί», από το «σήμερα» στο «αύριο», από το φως στο σκοτάδι. Στο χωριό άνθρωπος δεν πατούσε. Οι γέροι πέθαιναν ένας ένας και οι νέοι έπαιρναν τη βαλίτσα στο χέρι και έφευγαν, άλλοι για την Γερμανία και άλλοι για την Αθήνα. Ήρθε καιρός που απομείναμε σχεδόν μοναχοί: η μάνα, η κατσίκα τους η Ανέστω, αυτοί, τα τρία αγόρια, και η μικρούλα η Μαριώ. Η Μαριώ, το αγγελούδι τους. Και οι τρεις μια κοψιά, αλλά η Μαριώ μια ομορφιά. Γι’ αυτήν τη Μαριώ και αφού ψόφησε και η κατσίκα τους, αποφάσισε η μάνα του να φύγουν να πάνε στην Αθήνα. Έκλεισαν μια μέρα το σπίτι, αμπάρωσαν και, παίρνοντας δυο τρεις αλλαξιές ρούχα, κουβέρτες και λίγα κουζινικά, τα φόρτωσαν όλα και κατέβηκαν 10


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 11

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

μέχρι το Μεγάλο Χωριό. Από εκεί, με ένα λεωφορείο και μετά μ’ άλλο, έφτασαν ένα βράδυ, μέσα Ιουλίου, στην Αθήνα, στις Τρεις Γέφυρες. Ο πατέρας τους είχε χρόνια να φανεί. Σημείωμα δεν του αφήσαν, γιατί γράμματα έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε για να διαβάσει. Όμως, στο Μεγάλο Χωριό, ο Παναγιώτης πλησίασε τον καφετζή και του είπε: «Κοίτα, αφεντικό, αν γυρέψουν την Ελένη του Σπανού, πες τους ότι κατέβηκε στην Αθήνα, στου ξάδερφού της του Ηλία, στις Τζιτζιφιές». «Μεγαλοχώριον» έγραφε καθαρευουσιάνικα η μπλε πινακίδα, με τον μεγάλο πλάτανο και τον αμαξιτό που οδηγούσε στην πρωτεύουσα του νομού. Εκεί, στη μέση μέση του δρόμου, στο πλάτωμα που άνοιγε η θέα στα βουνά, κάτω από τη σκιά των δέντρων, καθισμένοι στις ξύλινες καρέκλες του καφενείου, περίμεναν το λεωφορείο για την πρωτεύουσα και τη μοίρα τους να περάσει. Ήταν μια πράξη απελπισίας, εξόδου από έναν σωρό συσσωρευμένα αδιέξοδα. Πρώτα ο τόπος. Ο τόπος κι ύστερα αυτός, ο άντρας της, ο Χρίστος. Περαστικός απ’ όλους και για όλους και κυρίως γι’ αυτή. Σ’ όλο το ταξίδι πήγαινε να σπάσει το κεφάλι της, όχι μόνο γιατί αποτόλμησε το μεγάλο βήμα της φυγής, αλλά και γιατί πέρα από τον προορισμό, που με πολύ κόπο και θάρρος όρισε ως τον πρώτο σταθμό, δεν είχε οτιδήποτε άλλο προβλέψει. Σκεφτόταν ότι η Αθήνα είναι μεγάλη κατά το «ο Θεός είναι μεγάλος» και τίποτε άλ11


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 12

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

λο. Όμως, χρήματα δεν υπήρχαν και οι συνεννοήσεις για το πώς, το τι ή ακόμα για την άφιξη στο σπίτι του Ηλία ήταν στο κενό. Στο πλήρες κενό, μια και δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί τίποτα για κανένα μέλλον. Στη διαδρομή κάθε τόσο έσφιγγε το Μαριώ στην αγκαλιά της, πιο πολύ για ένα κουράγιο, για μια μπουκιά γλυκό ψωμί θα σκεφτόταν κανείς, όπως βέβαια έσφιγγε και το χαρτάκι με τη χιλιοδιαβασμένη διεύθυνση, που το ’κρυβε βαθιά μες στην τσέπη της: Θαλή 8. Μονοκατοικία τής είχε πει. Πρόπερσι είχε ρίξει τα μπετά. Ήθελε να αγκαλιάσει και τα αγόρια της, μα ήταν σκληρά κι άπιαστα για τέτοιου είδους περιπτύξεις, ακόμα και το πιο μικρό, ο Κώστας. Όσο για τον μεγάλο, ούτε λόγος. Ο Παναγιώτης ήταν πλέον άντρας κι εκείνη σκεφτόταν ότι ο πρώτος που θα ’βρισκε μια δουλειά θα ’ταν αυτός. Για τον δεύτερο, που ήταν σιγανοπαπαδίτσα, όσο ασθενικός κι αν φαινόταν, επίσης δεν αμφέβαλλε πως όλο και κάτι θα ’κανε. Για γράμματα δεν μιλάμε. Έριξε ένα βλέμμα γύρω της γυρεύοντας κάπου να καθίσει να ξαποστάσει απ’ το μεγάλο ταξίδι, το πιο μεγάλο της ζωής της. Βράδιαζε, αλλά η πόρτα στο ισόγειο σπίτι του Ηλία ήταν σφαλιστή. Ποιος ξέρει, εργένης ήταν, όλα θα μπορούσαν να συμβαίνουν. Πρωτοξάδερφος και συνομήλικός της, ήταν ο αγαπημένος συγγενής και όχι μόνο. Σ’ αυτόν έδωσε το Μαριώ να το βαφτίσει και μ’ αυτόν είχε ένα θάρρος παραπάνω. Όσο για τον Ηλία, αυτός εργαζόταν καιρό στην Αθήνα 12


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 13

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

και, καθώς φαινόταν, δεν τα πήγαινε κι άσχημα. Τώρα, το τι έκανε και πώς, ουδείς εγνώριζε. Θα του φορτωνόταν για κάποιο διάστημα να τον συμβουλευτεί, μέχρι να ’βλεπε πώς μπορούσαν να βγάλουν άκρη με καμιά δουλειά, να πάνε μπροστά. Τι άλλο θα μπορούσε να επιθυμήσει; Τίποτα. Μετά το θάνατο και των γονέων της, το κενό εμφανιζόταν μπροστά της. Το απόλυτο κενό περιβεβλημένο με τη φιγούρα του σωτήρος πρωτοξάδερφου και τίποτε άλλο. Και να, εκεί που περίμενε να τον δει να στρίψει και να κατευθυνθεί προς την είσοδο του σπιτιού, ακούει ξαφνικά το κλειδί να γυρίζει εσωτερικά, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται μπροστά της ο Ηλίας. Φορούσε κοντό παντελόνι και μια αμάνικη λευκή φανέλα. Τους κοίταξε σαστισμένος και, ανοίγοντας έπειτα από έναν μικρό δισταγμό διάπλατα την πόρτα, τους έμπασε μέσα. Πρώτα το Μαριώ και ύστερα ένα ένα τα αγόρια. «Βρε, βρε... καλώς τους», είπε μαγκωμένα. «Περάστε!» Το σπίτι χαμηλοτάβανο, με ένα στενό χολ που ύστερα φάρδαινε και φαινόταν το καθιστικό, μια κρεβατοκάμαρα και μέσα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα μια αυλή, μια κουζίνα και ένα αποχωρητήριο. Σπίτι φτιαγμένο με δόσεις και σε δόσεις. Το μωσαϊκό γυάλιζε κιτρινωπό και οι πόρτες σκουρωπές έτριζαν αλάδωτες με το γαλακτερό τζαμάκι και το πλαστικό λευκό πόμολο. «Δεν σας περίμενα», τους είπε αλαφιασμένος μόλις βολέψανε τα πράγματά τους στην είσοδο, λες και του είχαν ζητήσει το λόγο. «Μου την κάνατε την έκπληξη και έχω και επίσκεψη τον φίλο μου τον Μάκη», είπε κομπιάζοντας. «Ε13


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 14

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

λάτε, ελάτε να τον γνωρίσετε», συνέχισε παροτρύνοντάς τους να περάσουν μέσα, βγάζοντάς τους από μια αμηχανία που τους κρατούσε συσπειρωμένους ως ένα μπουλούκι, τελικά! Γύρεψε τα μάτια της Ελένης, αλλά εκείνη είχε ήδη προχωρήσει προς την αυλή. Τέσσερα παιδιά κι αυτή η χριστιανή! σκέφτηκε και ο ιδρώτας μούσκεψε πάλι το μέτωπό του, που το σκούπισε βιαστικά με την παλάμη του. Το πρόσεξε η Ελένη. Μέσα από την αντανάκλαση του καθρέφτη αντίκρισε το ζαρωμένο φανελάκι με τα δύο κυκλικά σημάδια του ιδρώτα στις μασχάλες και τον ίδιο χλομό και πλαδαρό. Ζέστη. Στην αυλή με το λίγο τσιμέντο, δίπλα σ’ ένα ξύλινο τετράγωνο τραπεζάκι, απλωτός σε δυο καρέκλες καθόταν ο Μάκης. Ο Μάκης που μάλλον δεν χάρηκε και πολύ που τους είδε. Κοντός, κοκκινομούρης, σηκώθηκε με προσποιητή, σχεδόν κοροϊδευτική ευγένεια να χαιρετήσει την Ελένη και μετά τα τυπικά, ρίχνοντάς τους διαπεραστικές ματιές, αποχώρησε, έγινε Λούης. «Ώστε είσαι και οικογενειάρχης τώρα», τον άκουσαν να γελάει ειρωνικά στην έξοδο μαζί με κάτι ψιθύρους και έπειτα το σούρσιμο των παπουτσιών του Ηλία που επέστρεψε κοντά τους. Μαζέψανε σχεδόν βουβά τα αποτσίγαρα και τα ποτήρια, ενώ ο οικοδεσπότης άρχισε να ετοιμάζει φαγητό. Τους τηγάνισε αυγά, είχε και λίγο λουκάνικο, άσπρη φρατζόλα και ντομάτες. Έβγαλε και η Ελένη από την παραφουσκωμένη τσάντα της τα υπόλοιπα μιας τυρόπιττας που κουβαλούσε από το χωριό, κουτσοφάγανε και ημερέψανε κουβέντα στην 14


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 15

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

κουβέντα, πάνω στην προοπτική μιας εξέλιξης, όπως και να την πει κανείς, πήρανε μια πρώτη βαθιά ανάσα και τακτοποιήθηκαν όπως όπως για το βράδυ. Η Ελένη με τα μικρά θα κοιμόνταν στο ντιβάνι της κουζίνας και ο Παναγιώτης με τον Σωτήρη στρωματσάδα στο σαλόνι. «Και κοίτα, Ελένη, μη χύνεις πολλά νερά στο νεροχύτη, γιατί εδώ δεν είναι χωριό και οι βόθροι ξεχειλίζουν», της είπε λίγο πριν τους καληνυχτίσει ο Ηλίας. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΔΥΣΚΟΛΑ κοιμόταν ο Παναγιώτης. Πάντα δύσκολα. Στρι-

φογύριζε στο στρώμα ανήσυχος. Ήθελε να σηκωθεί να κάνει ένα τσιγάρο, αλλά στην αυλή δεν μπορούσε να βγει. Ήταν μικρή και σίγουρα θα τον έπαιρνε χαμπάρι η μάνα του και θα τον μάλωνε: «Ίδιος ο πατέρας σου», «σε ξένο σπίτι», και λοιπά τροπάρια. Σηκώθηκε. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Άνοιξε σιγά την κεντρική πόρτα και βγήκε έξω από το σπίτι στην ησυχία της καλοκαιρινής βραδιάς. Κάθισε στο πεζούλι. Παρόλο που πλησίαζαν μεσάνυχτα, η ζέστη συνέχιζε αμείωτη. Ο δρόμος χωμάτινος και τα μακρινά κίτρινα φώτα από τους στύλους της ΔΕΗ επιδείνωναν την αδημονία του. Πνιγόταν. Η κάθοδος στην Αθήνα, έτσι όπως έγινε τελικά, καθώς και οι κουβέντες του θείου για δουλειές και νυχτερινά γυμνάσια πολύ τον είχαν προβληματίσει. Τη γνώμη του δεν την είχε ζητήσει κανείς. Κανείς δεν του απηύθυνε ως άντρα της 15


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 16

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

οικογενείας το λόγο. Όμως, αυτός, ο Ηλίας, ο εισπράκτορας του ΤΕΒΕ, τους είχε πάρει μονότερμα και πολύ τα ’χε φουσκώσει τα μυαλά της μάνας του και την είχε τουμπάρει. Σ’ όλα «ναι» έλεγε η κυρα-Ελένη. Αυτός όμως πνιγόταν. Δεν γούσταρε. Είχε μεγαλώσει πια. Δεν θα επέτρεπε άλλο να τον διαφεντεύουν. Το είχε αποδείξει, άλλωστε, και στον τόπο τους, όπου, χωρίς ένα φράγκο στην τσέπη, είχε βρεθεί με ολοκαίνουριο μηχανάκι δικό του και αλώνιζε στα χωριά. Κάτι με τις μικρομεταφορές και κάτι με τα άλλα τα κουμάντα του, την είχε βγάλει καθαρή μακριά από το χνότο της οικογένειας. Το μηχανάκι του το είχε αφήσει πίσω στο χωριό, σε «πρόσωπο», να του το φυλάει. Ευτυχώς, παρά το ξαφνικό φευγιό τους είχε προλάβει και το είχε περάσει ένα χέρι γράσο, όχι, αυτό δεν θα σκούριαζε. Τράβηξε άλλη μια τζούρα, ώστε έτσι ο θειούλης, και μ’ αυτό τον αλητάκο τον Μάκη τι παρτίδες είχε; Τον είχε ρωτήσει τουλάχιστον τρεις φορές: «Τι σόι πράμα είναι; Τι δουλειά κάνει; Από πού τον ξέρεις; Είναι κοντοχωριανός μας;» Κουβέντα ο Ηλίας. Ένιωθε έντονα ότι τον απαξίωνε. Μια να τραγουδάει στο Μαριώ και να το ταχταρίζει στα γόνατά του, μια να παραμυθιάζει τη μάνα του και τον Κώστα, που τον κοιτάζανε σαν υπνωτισμένοι στα μάτια. Αυτός και ο Σωτήρης παραδίπλα, αποπαίδια ενός άλλου Θεού. Πάτησε το αποτσίγαρο στο χώμα, έριξε μια ματιά στον άδειο δρόμο, στην ευθεία γραμμή που απλωνόταν μπροστά του, και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Μπήκε και ξάπλωσε με τα ρούχα δίπλα στον Σωτήρη 16


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 17

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

που με γουρλωμένα μάτια κοίταζε το ταβάνι. Πατημένα τα ’χε κι αυτός τα δεκάξι και είχε ξεσκολίσει για τα καλά απ’ όλους και απ’ όλα. Μόνο σ’ αυτόν είχε μια αδυναμία και πάντα έβρισκε τρόπο να τον προστατεύει από τις κακοτοπιές, κι ας ήταν αυτός ο μεγάλος. «Μεγάλος» όταν βόλευε τη μάνα του, και το κακό παράδειγμα, το μαύρο πρόβατο, όλες τις άλλες ώρες. Ας είναι. Προστάτης και με το νόμο ήταν αυτός, ο μεγαλύτερος, αφού πατέρα δεν είχανε. Εξακολουθούσαν να βλέπουν κάθε τόσο έναν ξένο να μπαίνει και να πιάνει το κρεβάτι δίπλα στη μάνα τους. Έναν ξένο που έπρεπε να τον φωνάζουνε πατέρα. Αυτό ήταν όλο. Μικρός, θυμόταν, είχε ξυπνήσει ένα βράδυ από βογγητά και βαριές ανάσες. Ξυπόλυτος και τρομαγμένος πήγε να δει τι συμβαίνει. Τον αντιλήφθηκε τότε ο πατέρας του και, καθώς βρισκόταν πάνω στη μάνα του καβάλα, πετάχτηκε και του κάθισε δυο σφαλιάρες για να μάθει ο κερατάς ούτε να βλέπει ούτε ν’ ακούει. Κι η μάνα του δυο λέξεις δεν ψέλλισε να αφήσει το παιδί ήσυχο. Ούτε ένα χάδι δεν σηκώθηκε να του δώσει για την αδικία ούτε μια αγκαλιά, ένα φιλί, για την παρηγοριά. Κι ας γύρευε ένα χέρι να τον σκεπάσει με την κουβέρτα να πάψει να κρυώνει πια στο σώμα και στην καρδιά. Είχε παραιτηθεί από καιρό και δεν της ζητούσε τίποτα. Ακόμα και στο φαγητό που μοίραζε με τη βαθιά κουτάλα, το μεζέ ποτέ της δεν του τον χαλάλισε. Πάντα τη φτερούγα, την καμένη γωνιά της πίτας, το χθεσινό υπόλοιπο. Από καιρό είχε πάψει πια να την ακούει. Το ’χε τότε βάλει σκοπό να την ξεκάνει. Μαύρο αυτή, άσπρο αυτός. Μέρα αυτή, νύ17 2

o


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 18

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

χτα ο Παναγιώτης. Την άφηνε να δασκαλεύει τα μικρά, γιατί ο Σωτήρης έτσι και αλλιώς από λόγια δεν έπαιρνε· ο Σωτήρης, ο υπασπιστής των ονείρων του, ο ένας και μοναδικός αδερφός του, δεκαοχτώ μήνες διαφορά είχαν δεν είχαν. Η «Ωραία Ελένη», η μάνα του, κολλημένη με το παρελθόν, με τις ίδιες και τις ίδιες πάντα ιστορίες. Για τον πατέρα της, που είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική και γύρισε για να παντρευτεί τη μάνα της. Για τον θειο της, τον δάσκαλο, και για ετούτον εδώ τον ξάδερφό της, τον Ηλία, που δεκαοχτώ χρονών παλικάρι είχε φύγει με δυο κοντοχωριανούς για το Βέλγιο. Αλλά το κλίμα, καθώς έλεγε, δεν τον σήκωσε, και έτσι, σε δυο χρόνια επέστρεψε. Μεσολάβησε κάποιος γνωστός τους και μετά το στρατιωτικό τον πήρανε σε μια θέση υπαλλήλου στην Αθήνα. Ο Ηλίας, ο πιο κοντινός τους συγγενής, που με κάθε ευκαιρία επικαλούνταν η Ελένη παινεύοντας την καλοσύνη κι ακόμα την καπατσοσύνη που ήθελε να δώσει ως νονός στο Μαριώ της. Σιγά την προσωπικότητα! σκέφτηκε. Αίφνης μια ιδέα τού πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό και σκουντώντας τον Σωτήρη τού είπε ψιθυριστά: «Μας τη φέρανε Σωτήρη, και την κατσίκα η μάνα μας την ψόφησε ή την πούλησε, ποιος ξέρει; Να μείνει μόνο ένα ρημαδιό στο χωριό και αυτή να γίνει Αθηναία. Τώρα πια είμαι σίγουρος». «Τώρα το κα... κα... κατάλαβες, ρε βλάκα;» μουρμούρισε τραυλίζοντας ο Σωτήρης και γύρισε από την άλλη πλευρά.

18


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 19

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

Ο ΗΛΙΑΣ

«ΟΛΑ θα στρώσουν με τον καιρό. Όλοι στρώνουν» ήταν το καθημερινό τροπάριο του Ηλία και ήταν «μεγάλη επιτυχία», μεγάλη προσωπική του επιτυχία, που κατάφερε από τις πρώτες κιόλας μέρες, με μια και μόνη επίσκεψη, να βρει δουλειά στα δυο αγόρια σε γειτονικά μαγαζιά, να τους κάνουν δεκτούς προκειμένου να μάθουν μια τέχνη, να βγάζουν ένα χαρτζιλίκι. Ο Παναγιώτης σε μηχανουργείο, που είχε από μικρός πάθος με αυτά, κι ο μικρομέγαλος και ολίγον τραυλός Σωτήρης σε κουρείο, στην αρχή ως παιδί για όλες τις δουλειές κι αργότερα, αν τα κατάφερνε, θα του έδιδαν και ψαλίδι. Το γεγονός γιορτάστηκε αναλόγως στο ταβερνάκι της γειτονιάς λίγο πιο κάτω από το σπίτι τους, όπου ανοίξανε και δυο μπίρες για το καλό. Ο Ηλίας δεν έχανε ευκαιρία να καμαρώνει, να διηγείται στην Ελένη για τις γνωριμίες του και για τη σχέση του με τους παράγοντες της περιοχής. Άφηνε, βέβαια, την ίδια ώρα να εννοηθεί ότι το όνομα του Σπανού τέτοιες πόρτες δεν θα άνοιγε ποτέ, αν δεν ήταν αυτός και η συμπάθεια που του είχε ο δεσπότης. «Και δεν ήταν μόνο θέμα φρονημάτων, ήταν και θέμα κοινωνικής υπόστασης και... και...» Τον άκουγε ο Παναγιώτης και έβραζε. Κοιτούσε με μάτι σκοτεινό το «τίποτα» μπροστά του και πότε πότε έριχνε μια απαξιωτική ματιά στη μάνα και στον μικρό Κώστα που είχαν πέσει στο μεζέ, λες και φαΐ δεν είχαν ματαδεί. Ο Σωτήρης ήταν απών, σχεδόν πάντα απών. Βρισκόταν 19


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 20

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

εκεί, αλλά δεν βρισκόταν. Είχε αυτιά αλλά δεν άκουγε, φωνή αλλά δεν μιλούσε. Με τα μάτια κάτω, σκάλιζε το ψωμί και έκανε υπολογισμούς για τα λεφτά που θα έβγαζε με το μεροκάματό του στο κουρείο του Διγενή, όπου τον είχαν βολέψει. Σχέδια για να ξεφύγει από όλα τούτα. Ναι, επιχειρήσεις, μπίζνες που έλεγε το αφεντικό του. Ο Σωτήρης, το αίμα του. Ίδια σκοτεινιά, ίδια αντάρα. Μόνο που ο ένας την κατάπινε κάνοντας σχέδια και υπολογισμούς και αυτός την κραύγαζε μέσα από το «είναι» του: «Θα σας γαμήσω, παλιόσκυλα, θα μάθετε ποιος είναι ο Παναγιώτης του Σπανού!» Εκεί που δεν κρατιότανε πια να τους βλέπει ως άλλη Αγία Οικογένεια σε μια βεβιασμένη κανονικότητα, ακούστηκε στο βάθος της ταβέρνας μια μουσική από μακριά, καραβάνι με καμήλες. Ταράχτηκε. Για πρώτη φορά άκουσε τραγούδια που λες και τα ’χαν γράψει για εκείνον, τραγούδια πονεμένα, και έμεινε εκεί, μακριά από τους δικούς του, να τ’ ακούει αποσβολωμένος. Γιατρικό που πήγαινε πιο βαθιά από το τσιγάρο, που σε ταξίδευε πιο πολύ από τη γυναίκα. Μουσική και τραγούδι. «Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε...» Κάποια στιγμή είδε τη μάνα του να του κάνει νόημα με το βλέφαρο να φύγουνε, είδε τον Ηλία να απλώνει το χέρι προστατευτικά στην πλάτη της προς την έξοδο κι ένιωσε το πουταναριό σε όλο του το μεγαλείο. Τόσο που ορκίστηκε να το εκδικηθεί το ζευγαράκι αυτό, το ατιμασμένο, με τα μεγαλεπήβολα σχέδια και τις κοντές ελπίδες. Σηκώθηκε και ο Σωτήρης να φύγει, όμως αυτός δεν τους ακολούθησε. Έγνεψε και ο Ηλίας στην Ελένη. 20


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 21

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

«Μεγάλος είναι, άσ’ τονα». Με το που βγήκαν έξω, ο Παναγιώτης πήρε τον άλλο δρόμο, τον απέναντι, γυρίζοντας σε μια νύχτα όλα τα στέκια της περιοχής. Εκεί προς το πρωί, θολωμένος από το πιοτό τη νύχτα της αποκάλυψης, πέρασε από το κλειστό ακόμα συνεργείο, μάζεψε δυο τρία ξεχασμένα στουπιά που βρήκε στο προαύλιο, τα τύλιξε καλά καλά σαν τις μπάλες που είχε μάθει να κατασκευάζει με ξύλα και πανιά στο χωριό και, χωρίς να το καλοσκεφτεί, πλησίασε στη χαμηλή μάντρα της αυλής του Ηλία. Τα άναψε και τα πέταξε μέσα. Έτσι. Γιατί «όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες αργιλέ». Ούτε αργιλέ δεν είχε ξανακάνει, ούτε τέτοιες φλόγες δεν είχε ματαδεί να φωτίζουν τη σκοτεινιά τούτης της ψυχής. Της ψυχής του. Γυρνώντας από το ταβερνείο, είχε φροντίσει ο Ηλίας να επισκεφτεί πρώτος πρώτος τον καμπινέ έτσι ώστε να αποσυρθεί στο δωμάτιό του χωρίς να τον ενοχλούν άλλο. Ήθελε να μείνει μόνος, να βάλει μια τάξη στην ιστορία αυτή, που ακόμα τον βασάνιζε. Γδύθηκε κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι, έπλεξε τις παλάμες πίσω από το κεφάλι κι άρχισε να φέρνει κοντά του μνήμες από τα παιδικά τους χρόνια. Σχεδόν μαζί γεννημένοι και δυο αδερφάδων παιδιά, ανατραφήκανε μαζί. Δεν άργησε να φανεί η αγάπη και η υποστήριξη που ένιωθε το ένα παιδί για το άλλο. Ξύλο έτρωγε ο Ηλίας, η Ελένη πονούσε, έδερναν για τις σκανταλιές της 21


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 22

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

την Ελένη κι ο Ηλίας δάκρυζε από τον πόνο. Στο σχολείο μαζί, στην εκκλησία μαζί, στα πανηγύρια μαζί, στα παιχνίδια πρώτοι και καλύτεροι κι οι δύο. Η αλληλοϋποστήριξη ήταν πλήρης και γνωστή σε μεγάλους και μικρούς. Στην εφηβεία, βλέποντας το εμφανές δέσιμο που είχαν τα δυο ξαδέρφια, άρχισε κι η σχετική προπαγάνδα των συγγενών, ενορχηστρωμένη και από τις δυο πλευρές, που δήθεν μιλώντας για τρίτους και αγνώστους είχαν μοναδικό στόχο τα δυο παιδιά. «Τ’ αδέρφια και τα πρωτοξάδερφα δεν τα παντρεύει ο παπάς», λέγανε, «γιατί βγάζουν άρρωστα και τρελά παιδιά». Βίωμα τους έγινε και, χωρίς να πουν μεταξύ τους ποτέ καμιά κουβέντα, είχαν συνειδητοποιήσει ότι θα ’πρεπε να κρατηθούν μακριά από οποιαδήποτε μεταξύ τους σχέση. Τότε, ή περίπου τότε, εμφανίστηκε αυτός. Αυτός, ο άλλος δηλαδή, που έκανε τα όσα έκανε και τον τυλίξανε στο πι και φι μαζί της. Αυτό ακριβώς έγινε και τα μάζεψε απογοητευμένος ο Ηλίας κι έφυγε για το Βέλγιο. Όταν γύρισε ύστερα από δυο χρόνια χτικιασμένος από το κρύο και την υγρασία, με αυτό τον μόνιμο πια βήχα, που λέγανε ότι ήτανε αλλεργικός, κατέφυγε στην Αθήνα. Στην πρώτη του επίσκεψη στο χωριό, η Ελένη εκεί, πιο μαραζωμένη από ποτέ, είχε κιόλας γεννήσει το δεύτερο παιδί της, τον Σωτήρη. Την τρίτη μέρα της παραμονής του στο χωριό και ενώ βρισκόταν μόνος στο σπίτι, χτύπησε η πόρτα «τακ, τακ» και 22


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 23

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

μπήκε η Ελένη. Μπήκε και σχεδόν κατέρρευσε στην ντιβανοκασέλα που βρισκόταν αμέσως μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Άρχισε το μονόλογο. «Όποτε θέλει έρχεται κι όποτε θέλει φεύγει, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, χωρίς να πει κουβέντα καμιά. Πού πάει; Πού χάνεται; Άλλοι μού λεν πως τον βρίσκουν στην Πάτρα κι άλλοι στο Αγρίνιο. Τι κάνει; Άνθρωπος δεν ξέρει. Κουβέντα. »Ήρθε πάλι χτες. Άδεια χέρια, άδεια καρδιά. Ούτε μια σοκολάτα, μια καραμέλα, ένα ρουχαλάκι για το καλό των παιδιών· ούτε γι’ αυτά ούτε για μένα. Μάλωσε τον μεγάλο, τον έδιωξε από το σπίτι να πάει στη γιαγιά και μ’ άρπαξε. Με μάγκωσε, μ’ έδεσε με τα χέρια του που είναι σαν την τανάλια. Χωρίς έναν λόγο, χωρίς ένα χάδι. Μου τράβαγε τα μαλλιά και ήθελε να με πάρει. Να ξεφεύγω και να με ξαναπιάνει. Να μου τραβά να μου σκίσει τα ρούχα, να θέλει να μπει κι εγώ στεγνή, ολόστεγνη, να πονώ και να υποφέρω, να λέω “μη” και να με πιέζει ακόμα παραπάνω, μέχρι να φτάσει και να με παρατήσει πετώντας με σαν τσουβάλι. Σαν ησύχασε, ανασηκώθηκα να σκουπιστώ σε μια πετσέτα που ήταν δίπλα. »“Πολύ είχες”, του λέω. »Και τότε τον είδα που γέλασε. »“Είδες;” μ’ είπε. »Κοκορεύτηκε ο άτιμος». Τότε η Ελένη ξέσπασε στον ίδιο μακρόσυρτο λυγμό που γνώριζε από μικρός, όταν την ξυλοφόρτωναν άδικα οι δικοί της για σκανδαλιές που δεν είχε κάνει. Έκλαιγε, έκλαιγε βουβά, και κάθε τόσο της έφευγε ένας πνιχτός λυγμός. 23


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 24

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

Ύστερα από λίγο σταμάτησε. Ο Ηλίας πήγε να περάσει το χέρι στην πλάτη της, μα δεν τον άφησε. Το ’πιασε στον αέρα και το ’βάλε σαν μάσκα, σαν μαντήλι στο πρόσωπό της εντείνοντας το λυγμό, κλαίγοντας γοερά για τη δυστυχία που την έχει βρει. Ανακουφίστηκε λίγο και σιγά σιγά πήρε να φιλά την παλάμη του πρώτα, να στεγνώσει με το στόμα της τα ίδια της τα δάκρυα, κι ύστερα με μικρές δαγκωματιές άρχισε να κεντά πότε το κρέας μεταξύ των δαχτύλων και πότε τη βάση του αντίχειρα. Σαν αποτελείωσε, πήρε το χέρι του και αποφασιστικά το ’βαλε στο στήθος της. Άρχισε να το χαϊδεύει, να το πιέζει ώστε να νιώσει και να μεταφέρει τον παλμό της καρδιάς στο χέρι του. Κι ύστερα έκανε το ίδιο με τ’ άλλο της βυζί ανοίγοντας την μπλούζα τελείως. Έβγαλε και το κάτω μέρος του ρούχου κι έμεινε ολόγυμνη. Αυτός την κοίταζε θαμπωμένος χωρίς να μπορεί κι ούτε να θέλει ν’ αντιδράσει, πεντάμορφη όπως του ανοιγόταν η ομορφιά αυτή, περιφρονημένη και άχρηστη. Ξανάπιασε η Ελένη το χέρι του κι έτριψε μ’ αυτό την κοιλιά της για λίγο πριν το σπρώξει πιο κάτω και το αφήσει πλέον ελεύθερο στην επιθυμία του. Τη χάιδεψε για λίγο κι ένιωσε τη βελούδινη επιδερμίδα στα χέρια του. Ήθελε να βρει έναν τρόπο να τη γλυκάνει κι άλλο, μα δεν άντεξε. Έπεσε πάνω της, βόλεψε όπως όπως το σώμα του σε αντιστοιχία με το δικό της και σε λίγα λεπτά έχυνε, έχυνε, έχυνε, την ίδια στιγμή που τα σιωπηλά δάκρυα της Ελένης χύνονταν στον ίδιο ρυθμό και με την ίδια απρόσμενη χαρά μιας αναμονής που κράταγε δεν ήξεραν κι αυτοί πόσα χρόνια. Ξέπνοοι κι ανάσκελοι κοιτούσαν το επόμενο λεπτό κι οι 24


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 25

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

δυο τις ρηγματώσεις της οροφής, ευτυχισμένοι ή καταραμένοι, κι ό,τι ήθελε να συμβεί, ας συμβεί. Πρώτη αυτή έκανε να συνέλθει. Σκούπισε τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού της όπως τα μικρά. Σηκώθηκε, τίναξε το κεφάλι της βάζοντας στη σωστή θέση τα μαύρα της μαλλιά. Γύρισε τα μάτια πέρα δώθε κι είδε το εσώρουχό της πεταμένο πίσω από τη διπλανή πολυθρόνα. Έσκυψε και το μάζεψε. Όπως ήταν κουβάρι, το ’χωσε στην πλαϊνή τσέπη του φορέματος και κίνησε να βγει έξω. Έριξε μια τελευταία ματιά στον Ηλία που ξαπλωμένος ακόμα την παρακολουθούσε. «Σ’ αγαπώ», ψιθύρισε ανοίγοντας την εξώπορτα κι έκλεισε ταυτόχρονα τα βλέφαρά της δείχνοντας με τον τρόπο αυτό την επιδοκιμασία της πράξης που είχε μεταξύ τους συμβεί. Αυτό που δεν έμαθε ποτέ ο Ηλίας ήταν ότι στην αυλή την περίμενε ο μικρός Παναγιώτης που την είχε πάρει από πίσω απ’ όταν έφυγε από το σπίτι κι έπαιζε μοναχός τρίλιζα, χαράζοντάς την κάθε φορά μ’ ένα ξυλάκι στο χώμα. Σκιάχτηκε σαν τον είδε η Ελένη. Μπήκε αυτόματα στην πραγματικότητα. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε κοφτά. Έμπηξε ο μικρός τα κλάματα και αυτή τον έπιασε από το αυτί και τον έσυρε σ’ όλο το δρόμο μέχρι να τον μπάσει μέσα στο σπίτι τους. Στους δυο μήνες πάνω, του έστειλαν το μαντάτο καμουφλαρισμένο με έναν συγχωριανό, μαζί μ’ ένα πεσκέσι της μάνας του από το χωριό, ότι ήταν πάλι έγκυος η Ελένη και αυτό το τρίτο ζητούσε να το βαφτίσει εκείνος το καλοκαίρι. 25


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 26

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

Αυτά θυμόταν στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι και ένιωθε τον ίδιο πόθο και την ίδια ανάγκη, μια και το μυαλό του έτρεχε πάνω σ’ αυτό το ροδαλό σώμα, σ’ αυτή τη νοτισμένη γη του τόπου του, όταν ξαφνικά φωτίστηκε το δωμάτιο από φλόγες κι ύστερα ακούστηκε κι ένα «μπαμ!» Από παντού άρχισαν να βγαίνουν καπνοί βγάζοντάς τον από τη βύθιση κι από την ηδονή. Η ΕΛΕΝΗ

ΔΕΝ ήταν πάντα έτσι. Έφηβη μάγευε τ’ αγόρια κι εξακό-

ντιζε τη φαντασία τους σε στιγμές πλήρους ηδονικής απόλαυσης. Κοιτούσαν το πυρρό χνούδι που είχε φανεί στις μασχάλες της και στύλωναν όλοι το μάτι τους πάνω της, ιδιαίτερα στη γυμναστική. Στο σχόλασμα, μάλιστα, την έπαιρναν από πίσω, όταν εκείνη περπατούσε στο δρόμο με τις φίλες της. Ύστερα στα παιχνίδια τους, στο κυνηγητό και το κρυφτό, ποθούσαν να την αγκαλιάζουν ή και να της ασκήσουν βία, μόνο και μόνο για να φέρουν το σώμα της κοντά, να αναπνέουν τη θηλυκότητα, ν’ αγγίζουν το τρυφερό δέρμα που κάλυπταν τα μαλλιά της. Ό,τι και να ’καναν, η Ελένη ήταν δοσμένη αλλού. Ήδη από παιδούλα και κάτω από το κρεβάτι προσποιούνταν την ασθενή και υπάκουε πλήρως στις εντολές του μικρού γιατρού, καθώς μιμούνταν ο Ηλίας τον αυθεντικό της περιοχής. Και όντως, χρησιμοποιώντας το καπάκι των βερνικιών 26


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 27

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ

«Κάμελ», δήθεν την ακροαζόταν διά του στηθοσκοπίου και κατόπιν πίεζε ελαφρά την κοιλιακή χώρα για τα υπόλοιπα, όπως έκανε κι ο γιατρός. Κυρίως, όμως, το μάτι του έπεφτε και κοίταζε, όχι χωρίς περιέργεια, τη διαφορά του φύλου όπως την έδωσαν παντού ο Θεός κι η φύση. Διακριτικά, δήθεν άθελά του, ακουμπούσε το φύλο της επιβεβαιώνοντας διά παντός τη μέγιστη έλξη που συνοδεύει τη γυμνότητα. Η αγάπη των δύο παιδιών ήταν εμφανέστατη. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο και σε κανέναν από τους οικείους να αντιληφθούν περί τίνος επρόκειτο και να αρχίσουν προληπτικά την καταστολή πιθανών δεινών. Πες αυτά, πες και άλλα, κάποια στιγμή εμφανίστηκε κι ο Χρίστος, κοντοχωριανός και πολυταξιδεμένος, που τη φλόμωσε με λόγια πείθοντάς τη να βγει ραντεβού. Στο πρώτο ραντεβού με έναν ξένο. Στην αρχή ένα φιλί, δυο φιλιά και κάτι παραπάνω στο λαιμό και πίσω από τ’ αυτί. Έμπειρος και πολύ μεγαλύτερός της, ήξερε να την κουμαντάρει, κι αυτή πάλι, άβγαλτη, μια να ζητά και μια να τραβιέται. Φρέσκο ζωντανό πλάσμα κι ο Χρίστος, πεινασμένος από γυναίκα, ήθελε περισσότερα. Από τα φιλιά στα χάδια και σε λίγο δεν μπορούσε να συγκρατηθεί ούτε αυτός ούτε η Ελένη. Την έριξε κάτω, την πήρε βίαια, πίσω από την μιάμιση κερκίδα που είχε το γήπεδο. Ένα γήπεδο γεμάτο κοτρόνες, όπου κανείς δεν ήθελε να παίξει πια, το γήπεδο του πρώτου και μοναδικού τους ραντεβού, όπου ο Χρίστος σκόραρε και κέρδισε με ένα-μηδέν. Όταν γύρισε στο χωριό, αναστατωμένη και χωρίς να ξέρει τι της γίνεται, άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις που της 27


MATHIOUDAKI_SCHIZAKIS_FTAIXTHS DD F.qxp_Layout 1 12/04/2019 14:01 Page 28

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ – ΚΩΣΤΗΣ ΣΧΙΖΑΚΗΣ

έκαναν στο σπίτι με μισόλογα και λίγα γέλια που υποδείκνυαν ότι βρισκόταν σε μια μορφή υστερικής κατάστασης. Από δω κι από κει κατάλαβαν τι έχει συμβεί και κατά πόσο είχε ατιμαστεί η κόρη, και τότε έτρεξαν οι αρσενικοί του σογιού να πιάσουν τον δράστη. Σαν τους είδε αυτός από μακριά να έρχονται στο χωριό του, στην αρχή σκέφτηκε να το σκάσει. Ξανασκέφτηκε και κατέληξε να κάνει τον ατάραχο και πως δεν συμβαίνει τίποτα. Αμ δε! Τον άρπαξαν από το πέτο, τον σήκωσαν ψηλά και του ’παν: «Τι έκανες, βρε κερατά; Την ατίμασες, μας ατίμασες όλους, και μόνο το στεφάνι ξεπλένει τώρα την ντροπή». Ο γάμος έγινε σε δέκα ημερολογιακές μέρες, που έπεφτε Κυριακή. Ο Ηλίας ξεροκατάπιε και κατάλαβε ότι έπρεπε να του δίνει για τα ξένα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, εξαιτίας της άπιστης που τον πούλησε δίχως καν να τον σκεφτεί. Ναι, έτσι τη θεωρούσε πλέον, άπιστη. Κι ήταν μια πράξη τιμής το φευγιό του προκειμένου να μη βλέπει, να μην ακούει, να μην υποφέρει όσα επρόκειτο να συμβούν. Να απέχει από κάθε χαρά που στόλιζε την είδηση για την καινούργια ψυχή που θα έκανε την εμφάνισή της σε λίγο, αυτή του Παναγιώτη.

28


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.