ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΜΑΓΚΡΙΣ
στιγμιοτυπα c
Αφηγήματα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ
ΜΑΡΙΑ ΣΠΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Claudio Magris, Istantanee © ©
Copyright by Claudio Magris. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
1η έκδοση: Φεβρουάριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6580-1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
13 15 18 20 22 25 28 33 36 38 41 45 48 51 54 57 59 64 67 70 75 80
7
Το περιστέρι και ο δικέφαλος αετός . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο ταβερνιάρης και ο δικός του πόλεμος . . . . . . . . . . . . . . Αναξιόπιστος θάνατος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεκατρείς χιλιάδες οχτακόσια εβδομήντα εννιά βράδια . . Στην γκαλερί του Καστέλι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα έχεις ή πορεύεσαι με κάποιον; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζευγάρι (ανοιχτό;) στο συνέδριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Να ξεχάσουμε τα χρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ιερό και το βλάσφημο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έχασα τον λογαριασμό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένα πλήθος για κανέναν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ομαδικό πορτρέτο με αποκοιμισμένο νομικό . . . . . . . . . . Θα μιλήσουμε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι τραπεζίτες και ο διάβολος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ορφανά έμβρυα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένα ανεστραμμένο κεφάλι Μέδουσας . . . . . . . . . . . . . . . . Η κατάρα της γραμμής καταναλωτή . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επιδόματα στους πολύγαμους και φόροι στους εργένηδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αφήστε τα παιδιά να έρθουν σ’ εμένα . . . . . . . . . . . . . . . . Το κατούρημα κόντρα στον άνεμο και contra legem . . . Το μενού της Επανάστασης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο βραχώδης γιαλός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
8
Ένας νέος συγγραφέας: ο λογοκριτής . . . . . . . . . . . . . . . . Το Τείχος θα διαρκέσει χρόνια ακόμα... . . . . . . . . . . . . . . . Στίχοι ατελείς από το υπερπέραν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το αδέσποτο και το μοντέλο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στην ακρογιαλιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο τόπος όπου η καρδιά σωπαίνει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στις αποβάθρες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι ιερές ώρες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια σύναξη αγίων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η κοπριά του διαβόλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένα ωραίο καλοκαίρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το γράψιμο, απαγορευτικό εισόδου . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάτω οι φτωχοί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η σωστή λέξη σε λάθος χείλη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Θαλάσσιο λιοντάρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η πέτρα του Γενς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βουβές σκηνές από έναν γάμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όλα καλά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο γκισέ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Άσπρο Βέλος» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γκράφιτι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η διαφήμιση, σαρακοστιανό προσευχητάρι . . . . . . . . . . . Ο βραχώδης γιαλός των διάσημων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το αμάρτημα της μνησικακίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δυσμετάφραστο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σέλφι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
84 89 92 93 95 98 102 105 107 110 113 115 119 121 125 128 132 135 137 139 141 143 145 147 150 152
Στον πατέρα μου και στη μητέρα μου
Όλες οι σημειώσεις είναι της μεταφράστριας, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά.
Στιγμιότυπο ... πραγματοποιείται με σύντομο χρόνο έκθεσης και χωρίς τη χρήση στηρίγματος... ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΜΠΑΤΑΛΙΑ, Μεγάλο Λεξικό της Ιταλικής Γλώσσας
Το περιστέρι και ο δικέφαλος αετός
γάλματος που αναπαριστά μιαν ημίγυμνη Ιταλία μ’ έναν δικέφαλο αετό στους ώμους –σύμβολο της αψβουργικής Αυστρίας που κατέρρευσε στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μεταμορφώθηκε σ’ ένα είδος εκλεκτού θηράματος για μαγείρεμα– υπάρχει ένα νεκρό περιστέρι. Κείτεται με τα πόδια στον αέρα και το ένα μάτι θρομβωμένο και μισοβγαλμένο από την κόγχη. Έξι-εφτά περιστέρια ξεπροβάλλουν από έναν θάμνο, πλησιάζουν με απαλά πηδηματάκια, παραταγμένα σε ευθεία γραμμή· ορμούν καταπάνω του, το ένα μετά το άλλο, όλα στη σειρά, ενώ τα υπόλοιπα στέκονται και κοιτάνε· το πηδάνε φτεροκοπώντας μανιασμένα και ανοιγοκλείνοντας ασταμάτητα το ράμφος τους. Ο νεκρόφιλος βιασμός διαρκεί κάθε φορά ελάχιστα, προφανώς επειδή τα περιστέρια είναι εραστές σβέλτοι· ωστόσο ορισμένα ξαναμπαίνουν στην ουρά και μετά από λίγο, όταν ξανάρθει η σειρά τους, επαναλαμβάνουν την πράξη. Υπάρχουν και ορισμένα τα οποία, προτού κατέβουν από το ολοένα και πιο στραπατσαρισμένο και άμορφο σώμα, τεντώνουν τον λαιμό, τον διπλώνουν και ραμφίζουν βίαια μια-δυο φορές το ακίνητο και ποδοπατημένο κεφάλι, στοχεύοντας κυρίως στο πληγωμένο μάτι, πολτοποιώντας το έτσι ακόμη περισ-
13
Στον Δημόσιο Κήπο της Τεργέστης, στη βάση ενός α-
σότερο. Μετά από μερικά λεπτά, η ομάδα απομακρύνεται, εξαφανίζεται μες στους πανσέδες. Ένα περιστέρι μένει πίσω, κοντοστέκεται και κοιτάζει καχύποπτα, με το μάτι γουρλωμένο, άκαμπτο, σαν του άψυχου πουλιού.
14
17 Απριλίου 1999
Ακόμη και στις ταβέρνες μιλάνε για τον πόλεμο στη Σερβία και, κατ’ επέκταση, για τον πόλεμο γενικά. Ο ταβερνιάρης πίσω από τον πάγκο μιας ταβέρνας στους πρόποδες του λόφου του Σαν Τζούστο, στην Τεργέστη, δίνει τη δική του εκδοχή. Πήρε μέρος κι αυτός στον πόλεμο, το ’44-’45, αλλά κατά βάθος δεν θα μπορούσε να πει για ποιον πολέμησε και ενάντια σε ποιον. Οι Γερμανοί τον είχαν συλλάβει τότε και, αφού πέρασε κάμποσους μήνες στη φυλακή, του έδωσαν την εναλλακτική λύση ή να τον εκτοπίσουν στη Γερμανία ή να γίνει συνεργάτης τους. Διάλεξε τη δεύτερη λύση –διαλέγεις πάντα το μη χείρον, μας λέει, και ποτέ το βέλτιστον– και τον έβαλαν να προσέχει μια σιδηροδρομική γραμμή, μαζί με άλλους, μεταξύ των οποίων ξεχώριζε ένας αλλαντοπώλης από τη Ρώμη, που του έμαθε σε ποια θερμοκρασία πρέπει να διατηρούνται όλων των ειδών τα σαλάμια. Σε κείνη τη σιδηροδρομική γραμμή δεν συνέβη τίποτα· μόνο μια φορά του έλαχε να βοηθήσει μια γυναίκα, που έσερνε πίσω της μια αρκετά βαριά βαλίτσα, να διασχίσει τις ράγες και να σκαρφαλώσει στην απότομη πλαγιά της άλλης πλευράς. Το βράδυ όμως έρχονταν πότε
15
Ο ταβερνιάρης και ο δικός του πόλεμος
16
πότε οι παρτιζάνοι και πυροβολούσαν το φυλάκιο όπου έμεναν, το οποίο ήταν απλώς μια όσμιτσα, ένα σπίτι-ταβέρνα στο Κάρσο. Ευτυχώς ο αλλαντοπώλης είχε ένα πυροβόλο που έριχνε απανωτές ριπές· αυτός πέταξε μερικές χειροβομβίδες από το παράθυρο, αλλά στα τυφλά, μένοντας στο πίσω μέρος του δωματίου για να μη γίνει στόχος και χωρίς να βλέπει πού έπεφταν οι χειροβομβίδες. Κατά το πρωί οι παρτιζάνοι αποσύρονταν και τότε αυτοί μαγείρευαν κάτι να φάνε και κοιμόνταν κάνα-δυο ώρες. Όταν τον αιχμαλώτισαν οι παρτιζάνοι, που τελικά κατέλαβαν την ταβέρνα-φυλάκιο, του έβαλαν χειροπέδες και τον πήγαν σ’ ένα αρχηγείο τους στη Σλοβενία· στο χωριό, τον αναγνώρισε η γυναίκα που είχε βοηθήσει να διασχίσει τη σιδηροδρομική γραμμή· τον ελευθέρωσαν και τον στρατολόγησαν οι παρτιζάνοι, οι οποίοι τον έβαλαν να δουλεύει στο μαγειρείο τους: εκεί απέκτησε τις βασικές γνώσεις για την κατοπινή του δουλειά ως ταβερνιάρης. Είναι ένας γενναιόδωρος άνθρωπος, μ’ ένα ενστικτώδες αίσθημα αλληλεγγύης για τους άλλους. Στην επίσημη κηδεία των τριών δολοφονημένων στο Μόσταρ δημοσιογράφων της RAI, που έγινε στον καθεδρικό του Σαν Τζούστο τον Φλεβάρη του 1994, έστειλε το πιο μεγάλο στεφάνι, αυτός που δεν τους είχε συναντήσει ποτέ του. Έτσι, από γενναιοδωρία: «Δεν μπορώ να τους κεράσω ένα ποτηράκι κι έτσι...». Όταν τον ρωτάω αν σκοτώθηκε κανείς κατά τη διάρκεια των επιθέσεων σ’ εκείνο το σπίτι που τους είχαν χώσει οι Γερμανοί, απαντάει: «Όχιιι!» έκπληκτος από την ερώτηση. Και ούτε φυσικά θα ξαφνιαζόταν αν αυτό είχε συμβεί ακόμη και στον ίδιο. Ο θάνατος είναι ένας από τους προφανείς κινδύνους του επαγγέλματος του ζην. Όπως είπε ένας Πολω-
νός συγγραφέας, ο Στανίσλαβ Λετς –τον οποίο ο ταβερνιάρης δεν έχει διαβάσει, αλλά σίγουρα θα συμφωνούσε απόλυτα μαζί του, χωρίς να το ξέρει–, το ζην είναι σε κάθε περίπτωση επικίνδυνο και όποιος ζει πεθαίνει.
17
5 Μαΐου 1999
2 – Στιγμιότυπα
Αναξιόπιστος θάνατος
18
Σε μια κατάμεστη αίθουσα στη Βουδαπέστη πραγματοποιείται ένα λογοτεχνικό συνέδριο. Ξαφνικά ανάμεσα στο πλήθος ακούγονται πανικόβλητες φωνές που καλούν έναν γιατρό. Ένας γεροντάκος με μπλε κοστούμι, λευκό πουκάμισο με σκληρό κολάρο, σωριάστηκε, κάτωχρος και ημιθανής, σε μια καρέκλα. Ανοίγουν τα παράθυρα, κάποιος καλεί ένα ασθενοφόρο, ο άνθρωπος μεταφέρεται στη διπλανή αίθουσα, τον ξαπλώνουν σ’ έναν καναπέ. Στο βάθρο, διοργανωτές και ομιλητές κοιτάζονται αμήχανοι, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν, διχασμένοι ανάμεσα στο σέβας για τη ζωή, δηλαδή τον (πιθανό) θάνατο, και το καθήκον τους απέναντι στο ακροατήριο, την αυθόρμητη παρόρμηση να διεκπεραιώσουν κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει και τη ματαιοδοξία τους ν’ ακούσουν επαίνους για το βιβλίο τους, και συγχρόνως φοβούμενοι μήπως συμβούν τα χειρότερα την ώρα ακριβώς που κάποιος από αυτούς θα μιλάει και τον περάσουν έτσι για γρουσούζη. Προφανώς ορισμένοι εύχονται αν πρόκειται πράγματι να συμβεί κάτι τέτοιο, ας μη συμβεί εκεί, αλλά κάπου αλλού, στο νοσοκομείο, και ακόμη καλύτερα την επόμενη μέρα. Τα καθησυχαστικά αν και επιφυλακτικά μηνύματα που καταφθάνουν από το άλλο δωμάτιο, ολοένα και πιο
14 Ιουνίου 1999
19
θετικά, οδηγούν στη συνέχιση των ομιλιών του συνεδρίου, οι οποίες, μετά από κάποια αρχική αμηχανία, γίνονται όλο και πιο χαλαρές και ευφυείς, και κλείνουν με την αναμενόμενη ικανοποίηση. Μετά το συνέδριο, ακολουθεί δεξίωση με πλούσιο και νόστιμο φαγητό σε μια άλλη αίθουσα, και μέσα σε λίγα λεπτά η κοσμοπλημμύρα των συγκεντρωμένων ανθρώπων καταβροχθίζει με δέκα μασέλες. Μέσα σε κείνον τον συνωστισμό μπορείς αίφνης να διακρίνεις ακόμη και κείνον τον παρ’ ολίγο αποθανόντα ηλικιωμένο, ο οποίος ανένηψε εντελώς –προφανώς έπαθε υπογλυκαιμία– και καταβροχθίζει κρέπες και λουκάνικα, όρθιος, στριμωγμένος από το πλήθος, με τα χέρια φορτωμένα ποτήρια και χάρτινα πιάτα. Ένας από τους συνέδρους τον κοιτάζει συνοφρυωμένος, ίσως και χολωμένος που η ομιλία του διακόπηκε από μια ασήμαντη αδιαθεσία· για να διακόψεις δικαιωματικά έναν συγγραφέα όπως εκείνος, χρειάζεται ένας σοβαρός λόγος, για παράδειγμα κάτι που να σχετίζεται με τον θάνατο, ή τουλάχιστον με το ενδεχόμενό του, και όχι μια μικροενόχληση, δυσανάλογη με το βάρος και τη σημασία των βιβλίων του. Ο θάνατος δεν πρέπει να είναι τόσο αναξιόπιστος. Πάντως, δεν μπορεί κανείς να συγκινηθεί δυο φορές μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα· αν ο γεράκος πέθαινε ετούτη τη στιγμή, με κείνη την τούρτα σοκολάτα στα χέρια, θα συγκινούσε τα πλήθη πολύ λιγότερο απ’ ό,τι δύο ώρες νωρίτερα. Ακόμη και για έναν διάσημο θα ήταν φοβερή ατυχία να πεθάνει λίγο μετά τον Βερσάτσε ή τη Λαίδη Νταϊάνα, όταν η σαρκική αδηφαγία έχει αδειάσει για καιρό τις αποθήκες των δακρυϊκών πόρων.
20
Δεκατρείς χιλιάδες οχτακόσια εβδομήντα εννιά βράδια
Ο Γερμανός τραπεζίτης Χίλμαρ Κόπερ αφήνει τη γυναίκα του Ιρένε, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια γάμου, για την Μπριγκίτε Ζέεμπαχερ, τη χήρα του Βίλι Μπραντ. Το γεγονός αυτό καθαυτό δεν θα ήταν άξιο λόγου, αν ο τραπεζίτης, πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Deutsche Bank, δεν έδινε μια δικαιολογία άθελά του ξεκαρδιστική για την εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης: αντί να βγάλει τον σκασμό –αφού το θέμα αφορά τον ίδιο και τη γυναίκα του– ή, το πολύ πολύ, να δηλώσει ότι η σχέση του με την κυρία Ιρένε έχει τελειώσει, όπως μπορεί να τελειώσουν και στ’ αλήθεια τελειώνουν ενίοτε ακόμη και οι στέρεες, μακροχρόνιες σχέσεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ανακοινώνει: «Θέλω να κάνω αυτό που επιθυμώ και να είμαι επιτέλους ελεύθερος. Και αν το βράδυ δεν θέλω να φάω, να μπορώ να μη φάω». Ο κακόμοιρος ο πρόεδρος, τι μίζερη ζωή πρέπει να έχει ζήσει ως τώρα, αν περίμενε τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια για να ορθώσει το ανάστημά του, αν επί 13.879 βράδια δεχόταν να κατεβάζει μπουκιές που του κάθονταν στον λαιμό! Ας ελπίσουμε ότι στη θέση υψηλής ευθύνης που κατέχει στην τράπεζα να είναι πιο αποφασιστικός. Αν η κυρία Ιρένε ήταν γι’ αυτόν μία από τις δέ-
19 Ιουλίου 1999
21
κα πληγές του φαραώ, τότε ο πρόεδρος δεν πρέπει να είχε μεγάλη εμπειρία στις γυναίκες και στον έρωτα, αφού δεν το κατάλαβε εγκαίρως. Και πρέπει να έχει ακόμα λιγότερη εμπειρία αν η γυναίκα του δεν υπήρξε ποτέ πληγή γι’ αυτόν, αλλά εκείνος δεν μπορεί να αναγνωρίσει την περιπέτεια, την ελευθερία, το παιχνίδι, το ρίσκο, την ένταση που ενυπάρχει όταν μοιράζεσαι μια ολόκληρη ζωή με τον άλλον, τη γεμάτη τρυφερότητα εμπιστοσύνη που αυξάνεται όλο και περισσότερο, την οδύσσεια του να ζεις, να κοιμάσαι, να γερνάς και κυρίως να ανακαλύπτεις τον κόσμο μαζί με τον άλλον και να τον αγαπάς. Ο άπειρος πρόεδρος προφανώς δεν ξέρει να μοιράζεται την ύπαρξή του χωρίς να υπακούει και, μόλις νιώθει ξαφνικά ελεύθερος, χτυπάει το πόδι σαν παιδί και επαναλαμβάνει: θέλω, θέλω, θέλω! Αλλά ποιος μπορεί να τον διαβεβαιώσει ότι η κυρία Μπριγκίτε Ζέεμπαχερ δεν θα τον καταπιεί κι αυτή ολόκληρο, αφού είναι τόσο υποχωρητικός; Οι δηλώσεις φωτορομάντζου της κυρίας Ζέεμπαχερ περί κεραυνοβόλου έρωτα και περί ζωής που είναι φυσικά ωραία, δεν υπόσχονται και πολλά. Και όμως, η Μπριγκίτε Ζέεμπαχερ υπήρξε σύζυγος του Μπραντ, του άντρα που πολέμησε τον ναζισμό και γονάτισε ενώπιον του γκέτο της Βαρσοβίας... Και τι γράφει ο Μποντλέρ στα Άνθη του κακού, όταν μιλά για την Ανδρομάχη, τη χήρα του Έκτορα, του ήρωα της Τροίας, για τη ζωή της ως αιχμάλωτης και εξόριστης μετά την πτώση της Τροίας και για τον νέο της δεσμό με τον ταπεινό Έλενο; «Αλίμονο, τώρα γυναίκα του Έλενου και κάποτε σύζυγος του Έκτορα!»
22
Στην γκαλερί του Καστέλι
Νέα Υόρκη, Οκτώβρης 1989, στην γκαλερί του Λέο Καστέλι, στον αρ. 420 της λεωφόρου Γουέστ Μπρόντγουεϊ, που είναι ένας τόπος ιερός, η καρδιά της τέχνης όλου του κόσμου. Είναι η γκαλερί που ανακάλυψε, προώθησε και κάποτε δημιούργησε την ποπ αρτ, και γενικά μερικές από τις μεγάλες σχολές και τα σημαντικά ρεύματα της σύγχρονης τέχνης. Είναι μια μέρα κάπως ιδιαίτερη· η γκαλερί –όπως και πολλές άλλες στην πόλη– είναι διακοσμημένη πένθιμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στην απόφαση ενός δικαστή που καταδίκασε έναν καλλιτέχνη –ή μάλλον μια έκθεση ή μια περφόρμανς– για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Οι πίνακες στους τοίχους –οι ίδιοι εκείνοι πίνακες που οι εκλεπτυσμένοι επισκέπτες έρχονται να δουν απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη και τους πλησιάζουν σαν να ήταν λατρευτικά αντικείμενα– είναι καλυμμένοι με μαύρο πανί· στους τοίχους κρέμονται κάμποσα τετράγωνα και ορθογώνια, καλυμμένα με το ίδιο μαύρο ύφασμα, όλα όμοια με μόνη διαφορά τις διαστάσεις τους. Η γκαλερί είναι προφανώς άδεια· οι επισκέπτες συνήθως δεν έρχονται απροειδοποίητα, αλλά είναι εν γένει καλά πληροφορημένοι για τα τεκταινόμενα σε τούτον τον ναό του μεταμοντέρνου
23
και σε κάθε πιθανό «μετά» οποιουδήποτε πράγματος· γνωρίζουν συνεπώς ότι εκείνη τη μέρα δεν εκτίθενται πίνακες. Καθισμένοι σ’ έναν καναπέ, η Μαρίζα κι εγώ συζητάμε με τον Καστέλι. Είναι αξιαγάπητος, πατρικός και τρυφερός, με τη μελαγχολική αβρότητα ενός αριστοκράτη της Παλαιάς Ευρώπης, ο οποίος, ίσως επειδή έχει βαθιές ρίζες σε μια μακραίωνη πολιτισμική μνήμη –Εβραίος από την Τεργέστη με πολυεθνικές καταβολές έγινε «βασιλιάς» στη Νέα Υόρκη–, μπόρεσε να οσμιστεί, να ανακαλύψει, να ενθαρρύνει, να κατευθύνει και να επιβάλει το Νέο, ένα Νέο ενίοτε αλλόκοτο και αντίθετο μ’ εκείνον τον αρχαίο πολιτισμό που ενσαρκώνει ο ίδιος ακόμη και στην πραότητα των κινήσεών του αλλά και στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Και η Ιλεάνα Σονάμπεντ, η πρώην γυναίκα του και αιώνια καλή του φίλη, αυτή που τον μύησε στην τέχνη και στο εμπόριό της, την οποία πάμε να χαιρετήσουμε, αποτελεί μια γοητευτική προσωπική συμβίωση της Παλαιάς αψβουργικής Ευρώπης και του μεγάλου κόσμου στον οποίο εισβάλλει το μέλλον. Μιλάμε για την Τεργέστη, για τους κοινούς μας φίλους, για βιβλία, παιδιά, αγαπημένα καφέ σε διάφορες πόλεις. Κάποια στιγμή μπαίνει μέσα μια νέα γυναίκα, μια επισκέπτρια. Αγνοώντας τη διαμαρτυρία, νομίζει ότι βλέπει μια έκθεση, ίσως την πρόταση μιας νέας ζωγραφικής σχολής. Κοντοστέκεται μπροστά σε κάθε πίνακα, δηλαδή μπροστά σε κάθε μαύρο πανί, απομακρύνεται και ξαναπλησιάζει για να το παρατηρήσει καλύτερα, κάθεται και κρατάει επιμελώς σημειώσεις· αυτή η νέα ζωγραφική φαίνεται να της αρέσει και να την πείθει. Ο Καστέλι με κοιτάζει για μια στιγμή με κάποια αμηχανία, κι έπει-
τα ξαναρχίζουμε να μιλάμε για πράγματα του παρελθόντος, ενώ η επισκέπτρια συνεχίζει την ανακάλυψή της περί της νέας καλλιτεχνικής τάσης.
24
12 Σεπτεμβρίου 1999