Νύχτες πυρετού

Page 1

KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 5

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ (Η ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων και του κόσμου)

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 6

©

Copyright Μαρία Κουγιουμτζή – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2020

1η έκδοση: Οκτώβριος 2020 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6681-5


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 7

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Η κοιμωμένη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15 ΟΛΑ ΟΠΩΣ ΧΤΕΣ – ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . 19

Η είσοδος του Γεδεών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 21 Ο φωτογράφος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 32 Συλβί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 59 Ανοίκεια σχέση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 75 Στο νοσοκομείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 78 Μέδουσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 94 Τα γαλαζοπούλια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 95 Ο ρομποτικός οφθαλμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 97 Ηρακλής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101 Ο εφιάλτης των ονείρων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 106 Ζήλιες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 112 Στο δρόμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 120 Η πατάτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 136 Η εξομολόγηση του Ηρακλή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 138 Ψάχνοντας το νοσοκομείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 149 Με τη Συλβί και τον φωτογράφο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 157 Έπειτα από μερικές μέρες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 163 7


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 8

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

Μπιργεσίμ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 187 Μαρκίς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 214 Περιπλανήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 238 Σφιχτά με τον Γεδεών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 247 Στο οικοτροφείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 248 Με τον Ηρακλή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 250 Μόνη στο οικοτροφείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 259 Σημάδια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 262 Το γράμμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 264 Ο δικηγόρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 268 Ένα κρύο πρωινό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 277 Με τη Φιλουμέλα και τον εραστή δίχως πρόσωπο . . . . . . . . . . 282 Στο δωμάτιο της Συλβάνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 286 Τα ζώα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 287 Το χτύπημα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 288 Έξωση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 289 Ακολουθώντας κρυφά τον Γεδεών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 292 Στο σαλόνι της Συλβί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 298 Η φωτογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 371 Στη βίλα του ταγματάρχη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 389 Ο άγνωστος άντρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 451 Η κηδεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 454 Ο άγνωστος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 471 Η εξαφάνιση της Συλβί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 475 Ψάχνοντας τη Συλβί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 480 Η Συλβί βρέθηκε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 482 Η επίσκεψη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 489 Η ταφή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 491 Πού είσαι, Συλβί, πού πας; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 492 Αντίο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 493 8


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 9

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

Μετά... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 494 Με τον Γεδεών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 496 Το βράδυ ονειρεύτηκα... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 501 Τιμητική εκδήλωση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 504 Αποχαιρετισμοί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 529 Η τελευταία βόλτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 533 Όλοι μαζί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 535 Ονόματα σκεπασμένα με χώμα (Αναφορά τέλους) . . . . . . . . . . 537 ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ HOMO VIRTUALIS . . . . . . . . . . . . . . 539

9


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 10


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 11

Στον Γεδεών μου, τον Γεδεών των ονείρων μου


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 12


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 13

«Το ασυνείδητο εκδηλώνεται ως “επιφάνεια”, φανερώνει κάτι. Αποκαλύπτεται μέσα από θραύσματα (όνειρα, παραδρομές, παραπραξίες, κομμάτια λέξεων) –τη σπασμένη αλυσίδα– που έχουν αξία αποκάλυψης, όχι με την έννοια της Αποκάλυψης. Αλλά με την έννοια που έχει στον Τζέιμς Τζόις, τον οποίο σχολίασε ο Λακάν, που “συγκέντρωσε αυτό που ονόμαζε ^desepiphanies’, κομματάκια από πράγματα τα οποία αποκάλυπταν κάτι”. Το ασυνείδητο είναι δίπλα μας, παντού. Αρκεί κάποιος να το ακούσει». Β ΕΡΑ Π ΑΥΛΟΥ , ψυχαναλύτρια, «Διά-φυλη σχέση και οδύνη», Η Αυγή, 30/9/2018

«Η αμαρτία οδηγεί τον άνθρωπο στον Θεό. Αν δεν υπάρχει αμαρτία σ’ αυτό τον κόσμο, δεν υπάρχει ούτε Θεός στον ουρανό». Φ ΛΑΝΕΡ Ι Ο’ Κ ΟΝΟΡ

«Μόνο οι τέχνες και η παιδεία είναι ικανές να αποσπάσουν την ανθρωπότητα από την ίδια της τη θέληση να αφανίζει». Σ ΙΓΚΜΟΥΝΤ Φ ΡΟΪΝΤ

«Έρωτας είναι να δίνεις αυτό που δεν έχεις σε κάποιον που δεν το θέλει». Ζ ΑΚ Λ ΑΚΑΝ


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 14


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 15

Η κοιμωμένη Όσο δυσκολεύεσαι να ζήσεις τον έρωτα, τόσο ο ερωτισμός σου αναβλύζει.

με απώλεια συνειδήσεως και παραλυσία εννέα χρόνια. Η Σ κατάστασή της προήλθε από τραυματισμό του νωτιαίου μυελού ΤΗΝ κλινική ανιάτων νόσων πέθανε χτες η Ε.Β., αφού έζησε

της σπονδυλικής στήλης και από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Εξαιτίας διάφορων επιπλοκών που ακολούθησαν έπεσε σε ελαφρύ κώμα, λήθαργο (εμβροντησία) και παραλήρημα, το οποίο συνδυάζεται με ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, φόβο και διέγερση με παραληρηματικές ιδέες. Δεν είχε κανέναν συγγενή. Όλο αυτό το διάστημα την επισκεπτόταν συχνά ένας φίλος της μητέρας της, ο κύριος Γεδεών, τον οποίο δεν αναγνώριζε, παρόλο που συχνά φώναζε το όνομά του. Τα χρόνια που έζησε στην κλινική, μία νοσοκόμα την περιποιόταν με αυτοθυσία σαν να ήταν αδερφή της. Αυτή, πολλές φορές τον τελευταίο χρόνο, μαζί με τον αρραβωνιαστικό της, πήγαινε την άρρωστη βόλτα στον κήπο, καμιά φορά κι ως έξω, στον αμμώδη δρόμο που οδηγούσε στα βραχάκια, απ ’όπου ακούγονταν τα κύματα που έσπαγαν πάνω τους, κι αυτό φαινόταν να την ευχαριστεί ιδιαίτερα, ένα χαμόγελο εμφανιζόταν στο πρόσωπό της. Είχαν παρατηρήσει πως, όταν συνομιλούσαν, η ασθενής φαινόταν με κάποιον τρόπο να παρακολουθεί. 15


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 16

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

Το σώμα της σαν να έστηνε αυτί και έλεγε φράσεις οι οποίες έμοιαζαν με ένα είδος συνομιλίας μ ’αυτά που άκουγε. Έκτοτε ο κύριος Γεδεών φρόντισε να παίζει συχνά ένα ραδιοφωνάκι μπαταρίας χαμηλόφωνα δίπλα στ ’αυτί της. Το περίεργο είναι πως το παραμιλητό της, από το οποίο ξεχώριζαν ελάχιστες προτάσεις, ανταποκρινόταν όχι μόνο στο περιεχόμενο, αλλά και στον τόνο αυτών που άκουγε, έτσι που άλλαζε η χροιά της φωνής της. Όταν οι νοσοκόμες την έπλεναν, την έλουζαν, τη χτένιζαν, είχε ρίγη σεξουαλικά, καθώς, όπως διατεινόταν ο γιατρός της, η σωματική της μνήμη ενεργοποιούνταν κι έρχονταν στην επιφάνεια επιθυμίες μεταμφιεσμένες, κρυμμένες πίσω από τον πυρετό, μνήμη σαν ραγισμένος καθρέφτης που έστελνε τις παραμορφωμένες του εικόνες από το «τότε» στο σώμα της. Ο γιατρός της κλινικής είχε συμπεράνει, χωρίς να μπορεί να το βεβαιώσει, πως η άρρωστη ζούσε και ξαναζούσε εσωτερικά όσα τής είχαν συμβεί πριν από το ατύχημα. Ζούσε την παιδική της ηλικία με το βλέμμα και την κρίση ενήλικης. Η ασθενική της μνήμη ήταν ανυπάκουη στη λογική ροή της σκέψης, χανόταν έξω από αυτήν και φαινόταν πως αυτή η ελευθερία τής έδινε μεγάλη απόλαυση. Η κατάστασή της της επέτρεπε να έχει εσωτερική δράση ανάλογη με την εξωτερική της ακινησία. Ζούσε ακόμα κι αυτά που άκουγε. (Ο γιατρός της, παθιασμένος εραστής της ψυχιατρικής και της νευρολογίας, είχε δημοσιεύσει πολλές μελέτες πάνω όχι μόνο στα προβλήματα των παραπληγικών, αλλά και στις πιθανότητες συναισθησίας των αρρώστων που βρίσκονταν σε χρόνιο λήθαργο. Έτσι εξηγούσε τις αντιδράσεις της συγκεκριμένης άρρωστης σ ’ αυτά που άκουγε και σ ’αυτά που γινόταν στο σώμα της, το οποίο βίωνε ταυτόχρονα περισσότερα του ενός συναισθήματα προερχόμενα από την ίδια αιτία. Συναισθήματα που ακολουθούσαν έναν 16


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 17

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

παράλογο δρόμο εξαιτίας της κατάστασής της. Ο ξαφνικός πυρετός της ήταν μια προσπάθεια συναίνεσης στο παράλογο που σαν μεταφραστής διευθετούσε ένα κλίμα πέραν του ηθικού, τις ερωτικές της παρορμήσεις. Αυτή η σεξουαλικότητα, εξηγούσε στη γυναίκα του, είχε μια ορμή σχεδόν τραγική, ένα ισόβιο κάλεσμα σε κάποιον που δεν ερχόταν ποτέ. Κι όμως, υπήρχε ένα πείσμα αναμονής ωσάν αυτή η έλευση επρόκειτο να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Σαν να παίζονταν όλα σε μια σκοτεινή σκηνή, όπου το πείσμα της ήταν ο προβολέας που μπορούσε να τη φωτίσει και τότε όλα θα εμφανίζονταν με μια έκρηξη παρουσίας. Όσο όμως αυτό δεν συνέβαινε, είχε εκείνη την ανησυχία, την αναστάτωση, λες και κουβαλούσε πάνω της κάτι παράνομο, κάτι που δεν έπρεπε να έχει. Γιατί μέσω της συναισθησίας το πραγματικό επεκτείνεται, το ζεις ίσως πιο έντονα και με περισσότερη ακρίβεια μέσα στο φανταστικό, ζεις δηλαδή αυτό που δεν φαίνεται, που δεν γίνεται καν, και που το κοινωνικό «γίγνεσθαι» αρνείται να δεχτεί. Εξού και η αίσθηση του παράνομου. Όμως, αυτή η διχογνωμία μοιάζει να αναζητά αυτό που χάθηκε ή δεν υπήρξε, και προσπαθεί να το αιχμαλωτίσει υπερβαίνοντας την πραγματικότητα που περιορίζει αφόρητα τη ζωή μας. Ο αιφνιδιασμός της πραγματικότητας από τη φαντασία φαίνεται να εγκαθιστά το παρόν σε μια διάρκεια άνευ χρόνου. Το νόημά της είναι πολύ πιο εύφορο από το να νοηθεί ως υπηρέτης των επιθυμιών μας. Είναι αυτό που λέμε στη φυσική αντιύλη, κι εδώ, αντιπραγματικότητα.) Την τελευταία μέρα της ζωής της φάνηκε να συνέρχεται, να αναγνωρίζει πού βρισκόταν, ρώτησε πόσο καιρό ήταν εκεί, ποιος την επισκεπτόταν, κι όταν έμαθε για τον κύριο Γεδεών, την έπιασε μεγάλη ανυπομονησία ως τον παροξυσμό να τον δει, αλλά, ενώ είχαμε πρόσβαση στην διεύθυνσή του, δεν κατέστη δυνατόν να ε17


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 18

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

πικοινωνήσουμε μαζί του. Την κατέλαβε άγχος, ταραχή, και δυστυχώς ξεψύχησε χωρίς να τον δει. Πέθανε από καρδιακή ανακοπή και ήταν παντελώς άτυχη γιατί τη μέρα εκείνη είχε ρεπό και η νοσοκόμα που τη φρόντιζε. Έτσι δεν είδε τους δύο ανθρώπους που της παραστάθηκαν σχεδόν σ ’όλη της τη ζωή.

18


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 19

ΟΛΑ ΟΠΩΣ ΧΤΕΣ – ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ Το σώμα είναι το κλουβί που έχει αιχμαλωτίσει το πουλί. Σε κάθε άνθρωπο βλέπω το πουλί που προσπαθεί να ελευθερωθεί και ματώνει τα φτερά του.


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 20


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 21

Η είσοδος του Γεδεών

Ο ζάλη μου, άκουγα παρά έβλεπα τη μαμά να πηγαινοέρχεται, να σκύβει πάνω μου, και μαζί της μέσα από τα πυκνά καΙ ΠΙΟ ευτυχισμένες μέρες ήταν όταν αρρώσταινα. Μέσα στη

στανά μαλλιά της, που σκέπαζαν το πρόσωπό μου, να σκύβει η προστασία της τρυφερότητάς της. Όταν ο πυρετός επέμενε, βύθιζε τα πόδια μου σε καυτό νερό, οι ατμοί και οι ανατριχίλες από το ποδόλουτρο διαπερνούσαν το κορμί μου, στο κεφάλι μου βούιζε ένα μελίσσι, οι εντριβές στην πλάτη, στο στήθος και στα πλευρά με υπνώτιζαν από την αλκοόλη του οινοπνεύματος, ώσπου να με πάρει για καλά ο ύπνος. Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας μου, οι φίλες της μαμάς περνούσαν σαν σκιές έξω από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, όπου ήμουν πλαγιασμένη, με το μουρμουρητό τους να με μεταφέρει σε έναν καλοκαιρινό κήπο με πουλιά, καθώς ο πυρετός μου και το τριζοβόλημα των φουστανιών τους, που έμοιαζε με φτερούγισμα, ενέτειναν την αίσθησή μου αυτή. Ένιωθα τους ανθρώπους να με πλησιάζουν, να με αγγίζουν, να απομακρύνονται, σαν ένας αέρας που γέμιζε με οξυγόνο τους πνεύμονές μου. Μου έδιναν ζωή απρογραμμάτιστα και ανέμελα, αγνοώντας το ρόλο που έπαιζαν στην ψυχή μου. Πόσο γλυκές και ιαματικές ήταν αυτές οι στιγμιαίες προσεγγίσεις του σώμα21


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 22

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

τός τους με το σώμα μου, τα δροσερά τους δάχτυλα πάνω στο πυρωμένο μέτωπό μου, η απαλότητα της φωνής τους, το φιλί που άφηναν στο πρόσωπό μου, σαν χέρια μιας αόρατης θεραπείας, ένας αγιασμός ανάρρωσης. Το βράδυ, όταν οι φίλοι και οι φίλες έφευγαν, έμενε πολλές φορές μαζί μας ο κύριος Γεδεών. Τότε η μαμά με μετέφερε στο δικό μου δωμάτιο, δηλαδή τι δωμάτιο, στο σαλόνι υπήρχε ένα παραβάν και πίσω του ένα μικρό κρεβάτι, όπου στη μέσα μεριά του διαχωριστικού είχα καρφιτσώσει μερικά σκίτσα από παραμύθια και μια φωτογραφία της μαμάς με εμένα αγκαλιά. Θυμάμαι συχνά τον κύριο Γεδεών να της λέει: «Φέρ’ τη στο κρεβάτι μας, βάλ’ την ανάμεσά μας. Το δροσερό μας σώμα θα της κάνει καλό». Και παρότι η έκταση των σωμάτων τους, τόσο μεγαλύτερων από το δικό μου, με περιόριζε, ένιωθα μια οικειότητα που με ηρεμούσε. Εισχωρούσε στο σώμα μου σαν φάρμακο. Κάποτε το τρέμουλο του πυρετού υποχωρούσε, άρχιζα να ιδρώνω, και η μαμά με τον Γεδεών μού άλλαζαν εσώρουχα, με σκούπιζαν καλά τρίβοντας την πλάτη και το στήθος μου. Τη νύχτα, μέσα στη νάρκη του ύπνου, άκουγα τις ανάσες τους, τις κινήσεις των κορμιών τους, κυρίως της μητέρας που είχε ευλυγισία και απαλότητα, σαν να άνοιγε και να με δεχόταν ως μέρος της, καθώς επεκτείνονταν τα όρια του κορμιού της και ενώνονταν με τα δικά μου. Ήξερα τότε πως η μητέρα κι εγώ ήμασταν ένα κι εκείνος ο άντρας δεν ήταν δικός μας. Πράγμα δανεικό που θα το επιστρέφαμε. Ακόμα και την καλοσύνη του. Γιατί, κι όταν δεν ήμουν άρρωστη, εκείνος σηκωνόταν μέσα στη νύχτα, μ’ έπαιρνε στα μπράτσα του και με μετέφερε στην αγκαλιά της μητέρας. Μέσα στα χέρια του, κατά τη μεταφορά, μισοξυπνούσα ανατριχιάζοντας ώσπου να μπω στα δικά τους ζεστά σκεπάσματα. 22


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 23

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

Ίσως ήξερε ή διαισθανόταν πως σύντομα θα την έχανα, και ήθελε να μου την προσφέρει όσο το δυνατόν περισσότερο. Πριν απ’ τον Γεδεών ο προηγούμενος άντρας της μαμάς δεν με ήθελε στο κρεβάτι τους, και κάποια στιγμή η μητέρα έφευγε μέσα στο σκοτάδι από δίπλα του και χωνόταν στο δικό μου. Το ζεστό της κορμί άχνιζε, αισθανόμουν την ανάσα της σαν θερμό άνεμο να σπρώχνει τα κορμιά μας πλοιάρια μέσα στον ωκεανό του ύπνου. Απ’ αυτό τον άντρα θυμόμουν κυρίως τα παχουλά του δάχτυλα με το χρυσό δαχτυλίδι. Στόλιζε τη μαμά με γυαλιστερούς ταφτάδες, καπέλα με βέλο που, όταν έσκυβε να με φιλήσει, πριν φύγουν για τις βραδινές τους διασκεδάσεις, το ανασήκωνε ως το μέτωπο. Το άρωμα των μπράτσων της με τύλιγε μέχρι τη στιγμή που εκείνος την τραβούσε απομακρύνοντάς την από εμένα. Γυρνούσαν απ’ αυτό τον κόσμο τα ξημερώματα μυρίζοντας καπνό και αλκοόλ, σέρνοντας τη σκιά του πάνω στα μισοκλεισμένα βλέφαρά μου. Τα πρωινά, με τα φαρδιά του σώβρακα και τα μαλλιά ανακατωμένα, χάνοντας τη σοβαρότητα και το «αφ’ υψηλού» που τον χαρακτήριζε, με φώναζε και, βάζοντας στο χέρι μου ένα δεκάρικο, με έστελνε να του αγοράσω την εφημερίδα του, χαρίζοντάς μου πάντα τα ρέστα. Η γενναιοδωρία του ήταν περίεργη, αφού πολλές φορές κάναμε τα ψώνια της μέρας μ’ αυτά τα ρέστα, γιατί δεν άφηνε τίποτα στο σπίτι, εκτός από τα τρόφιμα που έφερνε εκείνος κάθε Σαββάτο, ενώ φυσικά πάντοτε προέκυπταν έκτακτες ανάγκες. Πολλές φορές, όταν του έφερνα τα τσιγάρα, άνοιγε το πακέτο σχίζοντας τη ζελατίνα με το νύχι του, έβγαζε έξω ένα τσιγάρο, μου το πρότεινε γελαστός και το τραβούσε πίσω μόλις έκανα να το πάρω. «Πότε θα μου μάθεις να καπνίζω;» του έλεγα προσπαθώντας να τραβήξω από το στόμα του αυτό που είχε αναμμένο. 23


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 24

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

«Αύριο», έλεγε γελώντας. «Αύριο θα φουμάρουμε οι δυο μας». Δίπλα του, η μητέρα με την κομπινεζόν κι εκείνα τα αλαβάστρινα πόδια πλάι στα κοντόχοντρα μπούτια του σαν τσέλο ακουμπισμένο σε χοιρομέρι. Αυτά ήταν σχεδόν τα μοναδικά παιχνίδια μαζί του· εκτός από τη μέρα του μπάνιου του, τις υπόλοιπες ώρες με αγνοούσε. Αν και συνεχώς δίπλα τους, όταν εκείνος ήταν σπίτι, συνήθως τ’ απογεύματα της Κυριακής, παρότι καθισμένη ελάχιστα βήματα μακριά τους, ένιωθα πως ήμουν αποκλεισμένη σ’ ένα αποστειρωμένο δωμάτιο, όπου κανένας ήχος εγγύτητας δεν έφτανε κοντά μου. Λες και ήμασταν ξένοι. Ακόμα κι η μαμά ήταν απόμακρα σιωπηλή, ιδίως όταν έβαζε τους αγαπημένους της δίσκους στο πικάπ, είχε εκείνο το ύφος της απουσίας από το χώρο, που ακόμα και το χαμόγελο της νοσταλγικής θλίψης, που της προκαλούσε το άκουσμα της μουσικής, ήταν μακριά από το δωμάτιο. Όχι μόνο από εμένα, αλλά κι απ’ αυτόν. Υπήρχε κάτι το αμήχανο στη σχέση τους, που απλωνόταν σαν απωθητικός αέρας ολόγυρά τους. Εκείνος συνήθως κάπνιζε ή διάβαζε την εφημερίδα του, πριν φύγει για τη δουλειά του, για τη φύση της οποίας δεν είχαμε σαφή γνώση, και μόνο κάποιες στιγμές σήκωνε το βλέμμα και κοίταζε τη μητέρα σαν να επιτηρούσε το ντύσιμο ή τη στάση της, χωρίς να χαμογελά, μάλλον κατσούφικα. Όταν τελικά έκλεινε την πόρτα πίσω του, εγώ τουλάχιστον ένιωθα ένα ξαλάφρωμα, σαν να είχανε αραιώσει τα έπιπλα στο δωμάτιο και ο χώρος να είχε μεγαλώσει. Έκαμνα τότε, μασώντας την τσίχλα μου, τεράστιες φούσκες, που η μητέρα τις έσπαγε γελώντας, αφήνοντάς τες να κολλούν στη μύτη μου, απ’ όπου τις αποσπούσε μετά με φιλιά, ενώ εκείνος όλο αυτό, όταν ήταν παρών, το είχε απαγορεύσει αυστηρά. Ήταν τόσο όμορφη η μαμά και τόσο συνηθισμένος αυτός, 24


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 25

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

που, για να αντέξει τη σύγκριση, άπλωνε πάνω μας μια αυστηρότητα που ο σοβαρός της τόνος έκλεινε με μονωτική ταινία το στόμα της ευθυμίας μας. Όταν κάποτε προσπάθησα να εισβάλω ανάμεσά τους στο στρώμα που ακόμα κοιμόταν αυτός ο άντρας αγκαλιά με τη μητέρα, με απόδιωξε με δυσφορία και τα δάχτυλά του ήταν τόσο κρύα, όταν ακούμπησαν πάνω μου, που θυμάμαι ακόμα την παγωνιά που με διαπέρασε. Μου ήρθε τότε στο νου η αόριστη σκέψη πως τα σώματα είχαν τη δική τους βούληση. Αντιδρούσαν όπως, στην περίπτωσή του, το κεφάλι της χελώνας που, μόλις το άγγιζες, χωνόταν στο καβούκι της. Εγώ αποφάσισα πως το επάγγελμά του ήτανε σφάχτης, αφού κάθε μέρα υποχρέωνε τη μητέρα να του πλένει και να του σιδερώνει τα πουκάμισά του πρωί κι απόγευμα, και για ποιον άλλο λόγο, συμπέρανα, παρά για να καθαριστούν οι κηλίδες από το αίμα των ζώων; Είχε εγκαταστήσει μια μπανιέρα μέσα στην κουζίνα επιβάλλοντας στη μητέρα να ζεσταίνει νερό στην γκαζιέρα, για να παίρνει το μπάνιο του, με την υπόσχεση πως σύντομα θα μεταφερόμασταν σ’ ένα διαμέρισμα με όλα τα κομφόρ. Πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Η ώρα του μπάνιου του ήταν η μοναδική χαλάρωση για όλους μας, αφού ακόμα κι εγώ επιτρεπόταν να συμμετάσχω μ’ ένα πελώριο σφουγγάρι τρίβοντάς του με σαπουνάδες την πλάτη, ενώ η μητέρα τού έλουζε τα μαλλιά κι εκείνος αστειευόταν πετώντας μας αφρούς στο πρόσωπο. Ύστερα έμπαινε στο καβούκι του αγέλαστος, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ένα γαλαζωπό μπουρνούζι το οποίο άφηνε ακάλυπτα τα τριχωτά του πόδια. (Αυτή την μπανιέρα ένα πρωί ήρθαν δύο άντρες, χαμάληδες προφανώς, την φορτώθηκαν και την πήραν μαζί τους, λέγοντας στην έκπληκτη μητέρα μου: «Εντολή του κυρίου».) 25


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 26

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

Οι συχνές αναίτιες σκηνές της ζήλιας του έκαναν τη μαμά να κοιτάζει σαν χαμένη καθώς το τρομαγμένο βλέμμα της τριγυρνούσε μέσα στο δωμάτιο σαν να ζητούσε από τα έπιπλα να μαρτυρήσουν την αθωότητά της. Εγώ τότε σφιγγόμουν μέσα στο ίδιο μου το σώμα, προσπαθούσα να περιορίσω τους χτύπους της καρδιάς μου, την αναπνοή μου, εν ολίγοις να γίνω αόρατη. Νοσταλγούσα τη θαλπωρή του σπιτιού μας, τη χαρούμενη διάθεση των φιλενάδων της μαμάς πριν έρθει αυτός, κι όλα αυτά μού φαίνονταν τόσο μακρινά, όπως λέμε προ Χριστού. Πόσο ήθελα να ήμασταν μαζεμένες γύρω απ’ το τραπέζι παίζοντας το μουντζούρη, όπου τα κάθε άλλο παρά ντελικάτα δάχτυλα απ’ τις σκληρές δουλειές των γυναικών μουντζούρωναν τα μάγουλά μου, ενώ σκάγανε στα γέλια. Οι μέρες αυτές της ξεγνοιασιάς έφυγαν τρέχοντας διωγμένες από το σκληρό, αυστηρό βλέμμα εκείνου. Και τις γιορτές των Χριστουγέννων, που κατέφθαναν με τα μικροδωράκια τους, τινάζοντας το χιόνι από τα ρούχα τους, όλα αυτά τα κατάστρεφε η επίφαση της ευπρέπειάς του. Σ’ αυτό τον άνθρωπο το γέλιο ήταν αμαρτία. Ναι, αυτός ο άκαμπτος καθωσπρεπισμός (αργότερα μάθαμε πως είχε γυναίκα και δύο παιδιά, που τα είχε εγκαταλείψει) δεν θα επέτρεπε πριν από λίγα χρόνια στους Εβραίους να περπατούν στο ίδιο πεζοδρόμιο μ’ αυτόν, όπως αργότερα λοιδορούσε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Αυτοί οι ξυπόλυτοι, έλεγε τώρα για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, αυτοί οι τουρκόσποροι βρομίζουν και μολύνουν τη χώρα, αδιαφορώντας ότι με αυτά του τα λόγια πρόσβαλλε κι εμάς που ήμασταν πρόσφυγες, κι επιπλέον, που κι εγώ, τρόπος του λέγειν, ξυπόλυτη ήμουν. Με απόλυτη σιγουριά το χέρι του θα έκαιγε σπίτια, θα γκρέμιζε, θα ανατίναζε. Πίσω από την πλαστή ευπρέπεια κρυβόταν ο αόρατος στην καθημερινότητά του φασισμός. Σίγουρα ήταν απ’ αυτούς που ακόμα και τώρα, μετά το χαμό 26


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 27

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

των Εβραίων, διακινούσαν εκείνα τα σενάρια που έλεγαν πως οι Εβραίοι ξεμονάχιαζαν κι έκλεβαν τα μικρά παιδιά των χριστιανών, τα έβαζαν σ’ ένα βαρέλι με καρφιά που μπήγονταν στο σώμα τους σαν σουρωτήρι, αφήνοντας το αίμα τους να κυλάει για να το πιουν. Αργότερα μάθαμε πως είχε βάλει στο χέρι σπίτια των απολεσθέντων Εβραίων, πριν ακόμη απολεσθούν. Τα κατάλαβα αυτά πολύ αργότερα, βέβαια, καθώς ξανάφερνα στο νου τη μητέρα μου που ζάρωνε κάτω απ’ το βλέμμα του, γιατί μάντευε χωρίς να συνειδητοποιεί τη χυδαία δύναμή του. Θυμάμαι πως κάποια φορά τού είχε πει με παράπονο: «Δεν έχω κι εγώ κάποιο δικαίωμα σ’ αυτή τη ζωή;» Κι εκείνος απάντησε θυμωμένα: «Όχι, δεν έχεις κανένα δικαίωμα σ’ αυτό τον κόσμο ούτε εσύ ούτε και οι όμοιοί σου». Ρώτησα τη γιαγιά γιατί φέρεται έτσι αυτός, κι εκείνη κουνώντας το κεφάλι της είπε: «Είναι κακό σκυλί, έχει πονεμένο μυαλό, γι’ αυτό». Κι όμως, αυτός ο ίδιος άνθρωπος γινόταν σαν μικρό παιδί μέσα στην μπανιέρα (την οποία απήγαγε λίγο πριν μας εγκαταλείψει για την καινούργια του ερωμένη), με το ροδαλό χοντρό του σώμα να παίζει με τις σαπουνάδες και τα νερά, την κοιλιά του να χοροπηδάει από τα γέλια και τα μάτια του να χαϊδεύουν τόσο τρυφερά τη μαμά, σαν να ήμασταν η πιο αγαπημένη οικογένεια στον κόσμο, και ήταν αληθινός εξίσου κι όταν έδινε κλοτσιά στα γυφτάκια που του ζητούσαν ελεημοσύνη, τη στιγμή που πριν από λίγο είχε δώσει χρήματα στη μητέρα να μου πάρει ένα μάλλινο παλτουδάκι, για να ζεσταθεί το κοκαλάκι μου, όπως είπε. Επίσης, θυμάμαι την ταραχή και την έξαψή του, έτρεμαν τα χείλη και τα χέρια του από το θαυμασμό για τον εαυτό του, όταν έφερνε κάπου κάπου ένα ζεμπίλι γεμάτο τρόφιμα 27


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 28

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

κι έλεγε της μαμάς να το δώσει σε μια συγκεκριμένη φτωχή οικογένεια, όχι σε τίποτα Γύφτους, με την εντολή να μην πει από πού προέρχονταν. Τότε διαισθάνθηκα για πρώτη φορά το ανεύθυνο που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Όπως ένα μικρό παιδί που δεν έχει συναίσθηση του κινδύνου και μπορεί ανά πάσα στιγμή ανεπανόρθωτα να πληγεί και να πλήξει. Και τότε άκουγα μέσα μου εκείνο το πικρό γέλιο της αθώας προστυχιάς του. Ο άντρας αυτός εξαφανίστηκε από τη ζωή μας τόσο άξαφνα, όσο ακριβώς είχε εμφανιστεί, και μαζί του εξαφανίστηκαν σιγά σιγά οι ταφτάδες και τα καπέλα με εκείνα τα βουάλ τούλια, πίσω από τα οποία τα βαμμένα χείλη και μάτια της μητέρας μου ήταν τα λαμπυρίζοντα νεύματα ενός κόσμου άγνωστου σε εμένα. Μετά την εγκατάλειψη, η μητέρα για ένα διάστημα τριγυρνούσε στο σπίτι με το νυχτικό και πολλές φορές στυλωνόταν για ώρες στο παράθυρο με το πρόσωπο ακουμπισμένο στο τζάμι. Έτρεχα τότε στην αγκαλιά της, και τα μπράτσα της που με τύλιγαν δεν ήταν πια αρωματισμένα, αλλά ιδρωμένα. Το μόνο που απόμεινε από εκείνο τον άντρα ήταν ένα πικάπ με τους δίσκους του Ντιουκ Έλινγκτον –ήταν το δώρο που εκείνη τού είχε ζητήσει στα πρώτα και τελευταία της γενέθλια μαζί του–, όπου εγώ μετά, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, έπιανα το βραχίονα του μηχανήματος και τον ακουμπούσα πάνω στο σώμα του δίσκου. Οι νότες από τους αυτοσχεδιασμούς και τα δάχτυλα του Έλινγκτον, που έτρεχαν πάνω στο πιάνο, απλώνονταν μέσα στο δωμάτιο θωπευτικοί λυγμοί γεμάτοι προσδοκία. Η τζαζ ήταν για τη μαμά κάτι σαν ερωτική προσευχή γεμάτη ένταση, παράπονο και θλίψη. Ώσπου μια μέρα τα πέταξε όλα στα σκουπίδια. Ήταν τα τελευταία ίχνη ενός ανθρώπου που πλέον καμιά ανασκαφή στο παρελθόν δεν μπο28


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 29

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

ρούσε να της επανεμφανίσει το πρόσωπό του. Την ίδια ώρα ξοπίσω της κι εγώ άφησα πάνω στο σωρό των σκουπιδιών το παλτουδάκι μου. Η μητέρα δεν είπε τίποτα, με κοίταξε μόνο κι έσκυψε το κεφάλι. Μαζί με το πικάπ πετάχτηκε στα σκουπίδια ένας κόσμος που, αν και άγνωστός μου, εντούτοις είχε απλώσει ένα δίχτυ που με τραβούσε μέσα στην ομίχλη του, στις ιδρωμένες αναπνοές του, σε μια μυρωδιά σωμάτων που έβγαζαν πνιχτούς λυγμούς και που η μητέρα, τριγυρνώντας με την κομπινεζόν, μίκραινε σιγά σιγά και χανόταν μέσα σ’ αυτή την ομίχλη. Μια ομίχλη υγρή που καθόταν σαν υδατική κρέμα πάνω σε μια άγνωστη τότε για μένα πληγή. Κι ύστερα ήρθε ο Γεδεών. Λεπτός, ευθυτενής, πλέοντας μεσίστιος στο λάθος, σ’ αυτή την εξαίσια τροφή της ζωής. Ήρθε σαν τον άγιο Γεώργιο να παλέψει με τους δράκους της ζωής μας. Γρήγορα η τρυφερότητά του έγινε ο ομφάλιος λώρος που μας ένωσε με εκείνα τα δεσμά τα οποία μονάχα η καλοσύνη διαθέτει. Ο Γεδεών μάς πήγαινε τα Σάββατα σε ένα μαγαζί –στην ουσία, ήταν αποθήκη– όπου έπαιζαν, τραγουδούσαν και χόρευαν ποντιακά τραγούδια. Εκεί, μέσα στις σκόνες που σήκωναν τα πόδια των χορευτών και στους καπνούς των τσιγάρων, εμφανιζόταν ένας τραγουδιστής που αργότερα έμαθα πως ήταν ο θεϊκός Χρύσανθος, του οποίου ο λάρυγγας, όπως έλεγε σκύβοντας πάνω μας ο Γεδεών, ήταν το δοξάρι της λύρας που θρηνούσε τον αφανισμό του λαού του και του κάθε λαού. Το χρώμα της φωνής του, ο θρήνος του, θαρρείς κι έβγαινε απ’ τον τάφο αναστάσιμος. Άνοιγε τα σπλάγχνα σου η φωνή του και περπατούσε μέσα στο σώμα σου. Τα τραγούδια για την ξενιτιά σε ξεγύμνωναν και σε άφηναν μέσα στην ερημιά του κόσμου παγωμένο. Ξεπερνούσαν 29


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 30

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

ακόμα και τα μανιάτικα μοιρολόγια σε δονήσεις σπαραγμού, με τις μουσικές και τους στίχους του Πόντου. Η λεβεντιά του χορού τους ήταν η αναμέτρηση της ζωής με το θάνατο. Ήταν το πάθος της ζωής απέναντι στην επιβολή του θανάτου. Κι ο άγιος αυτής της μουσικής, ο μέγας Χρύσανθος. Τα μάτια του Γεδεών, καθώς μας έλεγε αυτά, γυάλιζαν κι η φωνή του τρεμούλιαζε. «Ακούστε, ακούστε πόσο σφιχταγκαλιάζεται η γλώσσα με τη μουσική. Σαν να δίνει μαχαιριές η μια στην άλλη». Όταν επιστρέφαμε σπίτι εκείνες τις νύχτες, κοιμόμασταν αγκαλιά όλοι μαζί. Η φωνή του Χρύσανθου κυλούσε στις μισοσκότεινες κάμαρες των ονείρων μας σαν αγίασμα από τις κρύπτες όπου φυλάσσονταν τα κόκαλα των αφανών μαρτύρων. Πολλές φορές, όταν η μητέρα έφτιαχνε το πρωινό μας, ο Γεδεών μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του και με πήγαινε στην κουζίνα. Τότε ένας ζεστός ψίθυρος έβγαινε και μας τύλιγε, μαζί με το άρωμα και τα χνότα του τσαγιού, ένα είδος συγγένειας. Αυτή η εξοικείωση ήταν περίεργη, νόμιζα πως δεν προϋπέθετε καμιά δέσμευση. Ερχόταν κι έφευγε θαρρείς πέρα απ’ τα αισθήματά μου. Όμως, με τον Γεδεών σιγά σιγά τα πράγματα άλλαξαν. Ή μάλλον τα άλλαξε εκείνος. Είχαμε γίνει Οικογένεια. «Πότε θα μου δείξεις το σπίτι σου;» τον ρωτούσα. «Πότε θα δω εκείνο το δέντρο στην αυλή, που στα κλαδιά του κάθονται γαλαζοπούλια;» «Αύριο, αύριο», απαντούσε. Κάθε μέρα έλεγε αύριο. Οι άντρες της μητέρας μού έμαθαν να τους πιστεύω ξέροντας πως λένε ψέματα.

30


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 31

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

Ένα απ’ αυτά τα πρωινά, η γιαγιά –ζούσε τότε– καθισμένη στην πολυθρόνα της έπλεκε και, σηκώνοντας το κεφάλι, κοίταξε μέσα απ’ τα γυαλιά της στο κενό, γιατί μ’ αυτά δεν έβλεπε μακριά, λέγοντας: «Δεν είναι σωστά πράγματα τούτα δω. Μην τη μαθαίνετε έτσι, μεγάλωσε πια». Ενώ εγώ αναρωτιόμουν τι με μάθαιναν, η μαμά έσμιξε τα φρύδια, κοίταξε κι εκείνη στο κενό, σήκωσε τους ώμους. «Τι θέλεις να πεις;» της είπε. «Είναι μόνο εφτά». «Γεδεών», στράφηκε η μητέρα στον άντρα, «μην την παραχαϊδεύεις». Ενώ το βλέμμα της έλεγε «μη σταματήσεις ποτέ», κι εκείνος το άκουγε και υπάκουε με τη θέλησή του. Στον καθρέφτη των ματιών μου, η μητέρα μου, η γλυκιά και ανόθευτη μητέρα μου, ελεύθερη. Η σκλάβα που ελευθερώθηκε. Δίπλα στον Γεδεών. Εκείνος ο άλλος άντρας με τα άδεια μάτια έσβησε σαν τσαλαπατημένη γόπα. Αργότερα αναγνώρισα τον άνθρωπο αυτό να πρωτοστατεί σε επιθέσεις εναντίον των Ρωσοπόντιων προσφύγων, και ύστερα από χρόνια –εγώ είχα πλέον πεθάνει– στη ροή των Σύρων προσφύγων και των Αφγανών μεταναστών. Αυτός ο ίδιος προσπαθούσε να μεταφέρει χάριν αδράς αμοιβής, πατικωμένους σαν σαρδέλες σε ένα μικρό βανάκι, μετανάστες σε διπλανές χώρες, περνώντας λαθραία τα σύνορα, όντας υπεύθυνος για το θάνατο πολλών απ ’αυτούς.

31


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 32

Ο φωτογράφος

Η να σηκωθεί, έπειτα από μια βδομάδα εγκλεισμού, όπου δεν μπορούσα να κάνω το παραμικρό, στριφογύριζα στο στρώμα ΤΑΝ ένα κρύο φθινοπωρινό απόγευμα. Πίεσα τον εαυτό μου

μου με τη βεβαιότητα πως κάποιος γελάει εκεί ψηλά με εμένα, και με όλους μας, αρνιόμουν να δω τον κόσμο, γιατί ο κόσμος δεν ήταν αυτός που ήθελα, έτσι, όταν τελικά σηκώθηκα από το κρεβάτι κι έφτιαξα λίγο τσάι, το καταλόγισα σε μεγάλη νίκη, η οποία μού έδωσε τη δύναμη αργότερα να πλυθώ και να βγω στο δρόμο. Αποφάσισα, επιτέλους, να εξεγερθώ εναντίον αυτής της εξαθλίωσης που με έχει καταλάβει. Να εγερθώ σαν κάποια που μόλις απέκτησε το σώμα της. Το πάθος της αδράνειας να υποχωρήσει, να κινηθούν τα χέρια, τα πόδια, το πρόσωπό μου, να εγερθώ ανάμεσα στους άλλους, έστω σαν ένα μικρό αδύναμο ζωάκι. Όμως, με το να είμαι αυτή που είμαι, μια ανύπαρκτη, μπορούσα να μεταπηδήσω από τη μια κατάσταση στην άλλη, κι ας απείχαν μεταξύ τους χιλιόμετρα ψυχικών αποστάσεων, σαν να έμπαινα σε μια σκουληκότρυπα, για να μιλήσουμε και με τους όρους της εποχής μας, κι έβγαινα στο δευτερόλεπτο καινούργια και καθαρή. Κι αυτό γιατί στο βάθος μου ήξερα πάντα πως η ανάμειξη με τους ανθρώπους, τους άγνωστους ανθρώπους που δεν περίμεναν τίποτε από εμένα κι εγώ απ’ αυτούς, μου έκανε 32


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 33

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

καλό, κι ενώ το ήξερα, πάντα παιδευόμουν να το αποφασίσω. Θαρρείς η απομόνωση ήταν για μένα ένα είδος τροφής, που χωρίς αυτήν έχανα τις δυνάμεις μου, πράγμα που ήταν εντελώς λάθος γιατί συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Ανάμεσά τους, στο πλήθος της ανωνυμίας, και κυρίως στο άγνωστο που με προφύλασσε, έπαιρνα ένα θάρρος που πολλές φορές άγγιζε το θράσος, το οποίο χανόταν, έσβηνε στη στιγμή, όταν ίχνη οικειότητας έκαναν την εμφάνισή τους. Η άλωσή μου από το οικείο με γονάτιζε. Το οικείο απαιτούσε από εμένα κι εγώ από εκείνο. Έκλεβε την ελευθερία μου. Εντούτοις, εντελώς παράλογα το αναζητούσα αποφεύγοντάς το. Κι όμως, ένιωθα βουτηγμένη μέσα σ’ αυτό καθώς το απέρριπτα ή με απέρριπτε εκείνο. Ήταν στον καθένα φανερό πόσο αλλόκοτη και ρευστή ήμουν. Άφηνα να κολλάει πάνω στους άλλους μια ουσία μάλλον απωθητική. Λέω τώρα... Υπερβάλλω, φυσικά... δεν πρέπει να υποκύψω σ’ αυτή την καταθλιπτική υπερβολή, γιατί η ερημιά της ζωής μου ορμούσε τότε μέσα μου και πιάνοντάς με απ’ το μανίκι με παρέσυρε από δω κι από κει, αναγκάζοντας το μυαλό μου να στραβοπατά σαν να είχε απορροφήσει τόνους αλκοόλ, φίσκα μεθυσμένο. Σιωπή, λοιπόν, πολλαπλά κλειδιά στις αυθαίρετες σκέψεις. Ήσυχα, ησυχία, σιωπή. Σους! Βγαίνοντας από το φαρμακείο, όπου λίγα λεπτά πριν ο υπάλληλος, καθώς μου έδινε τα χάπια, χάιδεψε συνεσταλμένα το χέρι μου, αποφεύγοντας το βλέμμα μου, σαν να ήξερε για μένα ένα θανάσιμο μυστικό, μια σπάνια αρρώστια που εγώ αγνοούσα, κάνοντάς με να σαστίσω, να σμικρύνω, να γίνω ένα ζητιανάκι της άγνωστης μοίρας μου, κι ίσως γι’ αυτό, έπεσα πάνω σ’ έναν νεαρό άντρα ο οποίος είχε σταματήσει στη μέση του πεζοδρομίου 33 2o


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 34

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

και παρακολουθούσε με σφιγμένα χαρακτηριστικά μια μεθυσμένη γυναίκα να ανασκαλεύει μια νάιλον σακούλα με τα κουρέλια της, να σταματάει, να σηκώνει το κεφάλι και να κοιτάζει ολόγυρα με αγριεμένο βλέμμα. Θαρρείς πως, αν είχε τις δυνάμεις της, θα σηκωνόταν και θα πλάκωνε τον κόσμο στο ξύλο. Είδα πως τη φωτογράφιζε. Εκείνη σήκωνε το χέρι, μια τον μούντζωνε, μια σκέπαζε το στόμα της. Το φωτοτυπικό μελάνι ήταν σίγουρα λιγότερο μαύρο από τα κούφια δόντια της. «Με συγχωρείτε», είπα, και ξεμπέρδεψα τα δάχτυλά μου από το λουρί της φωτογραφικής του μηχανής παραπαίοντας ελαφρά. «Λυπάμαι αν χάλασα κάτι». Σταμάτησε και με κοίταξε μ’ ένα γαλανό βλέμμα τόσο ξεθωριασμένο, που μου φάνηκε τυφλό. Αλλά μάλλον είχε αφαιρεθεί, δεν είχε εστιάσει πάνω μου· όταν το έκανε, το χρώμα των ματιών του πήρε μια χρυσαφιά χροιά κι ένα κύμα σκούρο μπλε το διαπέρασε. «Μπα, δεν συνεργάζεται», είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι κι έστρεψε το φακό προς το μέρος μου. Σκέπασα με τα χέρια το πρόσωπό μου. Παρ’ όλα αυτά, με φωτογράφισε. Με έπιασε περιέργεια να δω πώς ήταν το σκεπασμένο μου πρόσωπο. Μια ζωή το έκρυβα, και τώρα ήθελα να μάθω τι μπορούσε να αποκαλυφθεί πίσω από τα δάχτυλά μου. Θαρρείς και άκουσε τις σκέψεις μου ο φωτογράφος, είπε μ’ ένα μυστηριώδες χαμόγελο: «Να δούμε τι κρατούν τα χέρια σας απ’ αυτό το καλυμμένο πρόσωπο. Προσέξτε, ανάμεσα από τα δάχτυλά σας θα εμφανιστούν τα μυστικά σας». Σήκωσα τους ώμους μου εκνευρισμένη. Δεν μου άρεζε να με διαβάζουν. Η γυναίκα ήταν ακουμπισμένη δίπλα στη βιτρίνα του φαρμα34


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 35

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

κείου και το χέρι της σαν να ήταν απλωμένο με την παλάμη μισάνοιχτη και σαν να μην ήταν. Μέσα απ’ το μεθυσμένο βλέμμα της φαινόταν να διστάζει. Μια το μισοσήκωνε, μια το τραβούσε. Ένας νεαρός, βλέποντάς τη σ’ αυτή την κατάσταση, είχε βάλει ένα χαρτονόμισμα ανάμεσα στο μέσο και τον παράμεσο του χεριού του, ενός ντελικάτου απαίδευτου χεριού, και το έτεινε μπροστά της. Ήδη η θέση του χαρτονομίσματος ανάμεσα στα συγκεκριμένα δάχτυλα προδιέθετε αδιαφορία ανακατεμένη με υπεροψία. Ίσως και κοροϊδία. Εκείνη φαινόταν αμήχανη, μια τέντωνε το χέρι, και τότε ο νεαρός τραβούσε το δικό του, μια μάζευε το δικό της κι εκείνος τής πρότεινε το χαρτονόμισμα. Ούτε αυτός το άφηνε, ούτε εκείνη το έπαιρνε. Δυο τρεις περαστικοί είχαν σταματήσει και παρακολουθούσαν γελώντας. Τα ψυχρά περίεργα μάτια τους έδειχναν έλλειψη συμπόνιας, η οποία, αντί να τους αποδυναμώνει, τους έδινε δύναμη να συνεχίζουν τη ζωή τους. Αυτή η άμαχη σκληρότητα μου έφερε μια ελαφρά ναυτία. Η άμυνα της άρνησης να πλησιάσεις τον άλλο έβγαζε λάμψεις μαχαιριού. Ένας αστυνομικός φάνηκε να πλησιάζει και ο νεαρός, ανασηκώνοντας τους ώμους, μάζεψε τα δάχτυλά του με τα χρήματα και απομακρύνθηκε. Η γυναίκα συνόδεψε την αποχώρησή του τινάζοντας το χέρι της σαν να έδιωχνε κάποιο έντομο, λέγοντας δυνατά: «Ξουτ, μάγκα, στο καλό και με τις κάργιες!» Ο φωτογράφος μού είπε: «Φαίνεστε θυμωμένη. Κατά τη γνώμη μου, αδίκως. Αυτός δεν επρόκειτο να της το δώσει κι αυτή δεν επρόκειτο να το πάρει. Παίζανε ένα παιχνίδι, σαν δυο κλόουν σε δημόσιο τσίρκο. Πιθανόν από διάθεση να μας διασκεδάσουν». Γύρισα εκνευρισμένη προς το μέρος του. 35


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 36

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

«Κι εσείς γιατί θέλετε να φωτογραφίσετε την κατάντια της; Σας ελκύει; Γοητεύεστε από τη δυστυχία;» ρώτησα σχεδόν επιθετικά, με το θράσος της άγνωστης, αλλά κυρίως για να ξεπεράσω την εσωτερική ταραχή που μου έφερε εκείνο το αδιάκριτο συμπονετικό χάδι του φαρμακοποιού, που το ταύτιζα με την αδιακρισία του φωτογράφου. Πώς επέτρεπαν στον εαυτό τους και οι δύο να διατείνονται ότι γνωρίζουν περισσότερα για μας από εμάς; «Σας παρακαλώ να αφαιρέσετε τα χέρια μου από τις φωτογραφίες σας». «Α, έτσι...» είπε κοιτώντας με σκωπτικά. «Καλά, τώρα μένει να πιάσω το δικό σας βλέμμα πάνω της. Δεν φαντάζομαι να κρύβετε από τον εαυτό σας πως η στάση της μεθυσμένης σάς προκάλεσε και λίγη αηδία; Έτσι δεν είναι; Αυτό θελήσατε να σκεπάσετε με τα χέρια σας;» Τα λόγια του ήταν διαποτισμένα με μια εύθυμη ειρωνεία, όμως τρυφερά, σαν να απευθυνόταν σε παιδί. Είχε δίκιο. Δεν μίλησα, η εικόνα της μεθυσμένης με είχε πράγματι αηδιάσει. Σαν να ήταν ένα σώμα με τα μέλη του χύδην στον δρόμο. Και παράλληλα, την πονούσε η ψυχή μου. Ενώ σε άλλη στιγμή, όπως ήταν λογικό, θα γύριζα την πλάτη και θα απομακρυνόμουν, τώρα υποχώρησα σε μια αυθόρμητη διάθεση να προσεγγίσω αυτή την αδιακρισία· όμως, μπορεί απλά να ήταν ένα είδος αντίστασης στον ειρωνικό του τόνο που με υποβίβαζε. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν, με τα φτηνιάρικα ρούχα τους καθαρά και αξιοπρεπώς φορεμένα, με τακτοποιημένα μαλλιά, κρατώντας με προσοχή τις τσάντες με τα ψώνια, τέλεια ενταγμένες στην τάξη, όλο αυτό έφερνε μια ισορροπία στην εικόνα τους, παρόλο που τα μάτια τους έβγαζαν μια αιχμηρή σκοτεινιά, τη θλίψη της προσαρμογής τους στην καθημερινότητα, στο ανελεύθερο καθήκον. Όμως, ήταν χωμένες τόσο βαθιά, που, 36


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 37

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

«ω... δεν είναι τίποτα, κανένας κίνδυνος», έλεγαν τα καθωσπρέπει μαλλιά. Και μόνο η χυδαία μορφή της μεθυσμένης διαφωνούσε, τι νόημα έχουν όλα αυτά; Τελικά, το βράδυ έπεφταν κατακουρασμένες στο κρεβάτι ακούγοντας το βουητό του ψυγείου με τα τρόφιμα τακτοποιημένα μέσα του, τη γλυκιά μυρωδιά του αποσμητικού να βγαίνει από το αστραφτερό μπάνιο, το χαλί ολοκάθαρο, τα παιδιά μπανιαρισμένα στο κρεβάτι τους και τον σύζυγο δίπλα τους να απλώνει το χέρι στο κουρασμένο κορμί τους, εξίσου κουρασμένος κι εκείνος από τη μονότονη καθημερινή του βιοπάλη, να ελπίζει πως το ακίνητο σώμα πλάι του θα του δώσει κάποια ψίχουλα έξαρσης. Κι ύστερα η πλάτη του άντρα ένα υψωμένο τοίχος αμφίδρομης μοναξιάς. Ήταν τόσο κουρασμένοι, δεν είχαν ποτέ χρόνο για τον εαυτό τους, τον προσωπικό τους χρόνο τον είχε απορροφήσει η τακτοποίηση των πραγμάτων. Και τώρα, η χαλαρή θέα της μεθυσμένης άφησε τον χαμένο χρόνο να σηκώσει ένα πανό διαμαρτυρίας. Θεέ μου, πόσο επώδυνη ήταν η περιφρούρηση της κανονικότητας! «Μη νομίζετε πως το έλεός σας για αυτή τη γυναίκα είναι γνήσιο», μ’ έβγαλε από τις σκέψεις μου ο φωτογράφος. «Αν ήταν, θα έπρεπε να πάρετε από το χέρι αυτήν τη δυστυχή, να την πάτε σπίτι σας, να την περιποιηθείτε. Όμως, δεν μπορείτε να το κάνετε. Δεν θέλετε να το κάνετε. Άλλωστε, θα ήταν άσκοπο, σκέτη ιλαροτραγωδία. Δεν μπορούν να συγκατοικήσουν το ψάρι με το αρνί». Ένιωσα να χλομιάζω από ντροπή. «Φαντάζομαι κι εσείς το ίδιο», είπα αμυνόμενη, «δεν θα χαλούσατε τη ζαχαρένια σας για αυτή. Σας αρκεί να τη φωτογραφίζετε νομίζοντας πως ξεχρεώσατε ένα μέρος της συμπόνιας που της χρωστάτε. Ίσως πιστεύετε πως η φωτογραφία σας θα ταρακουνήσει τα ήρεμα νερά». 37


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 38

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

«Ω, Θεέ μου, τι σωστές κοινοτοπίες!» Είχαμε κάνει λίγα βήματα, αλλά με κρατούσε απ’ τον καρπό σαν να προσπαθούσε να με κατευθύνει. «Είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό», είπε μελαγχολικά. «Είναι μια ακόμα θλιβερή εικόνα του κόσμου μας». Η αντιδικία μάς έφερε ένα είδος προσέγγισης. Η ειρωνική του συμπεριφορά απέναντί μου με έκανε να παραμένω δίπλα του θέλοντας ασυναίσθητα να την ανατρέψω. Το άγριο βλέμμα της γυναίκας, που με ακολουθούσε, άρχισε να αραιώνει τα βήματά του ξοπίσω μου, κατάλαβα ότι η αγριάδα του ήταν το ελάχιστο της αξιοπρέπειάς της, που διαμαρτυρόταν απέναντι σε όλους μας. Δεν ήθελε να είναι μια σκυλίτσα που έγλειφε με ευγνωμοσύνη το κόκαλο που της πασάραμε, ήταν μια βρομιάρα αγριόγατα έτοιμη να μας γρατζουνίσει. Αλήθεια, ο κόσμος, αν και σκληρός, αν και βρόμικος, ήταν γοητευτικός. Για πόσο; Ο αστυνομικός την πλησίασε και της είπε αυστηρά να απομακρυνθεί· εκείνη τον κοίταζε εχθρικά να της κουνά το δάχτυλο, «χάσου κι εσύ!» του είπε απότομα και, καθώς εξακολουθούσε να μην τον υπακούει, εκείνος την τράβηξε απ’ τους ώμους ταρακουνώντας την και φάνηκε έτοιμος να την αρπάξει απ’ τα μαλλιά και να τη σύρει. Βλέποντας τα βλέμματά μας να διαμαρτύρονται, ο αστυνομικός, σαν να τον είχε επιπλήξει κάποιος ανώτερός του, όχι μόνο έπαψε να τραβολογά τη γυναίκα, αντίθετα τη βοήθησε να σηκωθεί, πιάνοντάς την απ’ τις μασχάλες, αλλά εκείνη είχε βγάλει τα νύχια της, δεν δεχόταν τη βοήθειά του. Τον έσπρωχνε κοιτάζοντας με μίσος ολόγυρα και έβριζε οπισθοχωρώντας. Την άλλη στιγμή μισοκοιμόταν ροχαλίζοντας στα πίσω καθίσματα του περιπολικού, με το στόμα να χάσκει. Ήταν η ώρα που κλείνανε τα μαγαζιά. Στο διπλανό κουρείο, από τα μισοκατεβασμένα στόρια φαίνονταν ο βοηθός που σκούπιζε τις τρίχες των τελευταίων πελατών και οι αναποδογυρισμέ38


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 39

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

νες καρέκλες με σηκωμένα τα πόδια, έτοιμες να διακορευτούν από το επερχόμενο σκοτάδι. «Πάμε να φύγουμε, το σόου τελείωσε», είπε με κάποια πικρία ο φωτογράφος και είδα τα μάτια του πάλι να ξεθωριάζουν. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία, μας ακουμπούσε ό,τι συνέβαινε γύρω μας, μας ακουμπούσε όπως η βελόνα του χρόνου που φτάνει μια συγκεκριμένη ώρα, την ώρα του συμβάντος, κι ύστερα απομακρύνεται σιγά σιγά κι έρχονται άλλα γεγονότα να σκεπάσουν το ίχνος της πάνω μας. Κάπως έτσι περάσαμε πλάι από ένα δισκοπωλείο που, ενώ ετοιμαζόταν να κλείσει, είχε την ένταση της μουσικής στη διαπασών. Θαρρείς τα λαρύγγια των οργάνων είχαν βγει έξω από την πόρτα και ωρύονταν. Κάποιες νεαρές που περνούσανε κούνησαν λίγο τους γοφούς τους και μερικά ζευγάρια έκαναν δυο τρία χορευτικά βήματα. Έτσι δεν άργησα να τυλιχτώ σε εκείνο το δίχτυ που ξεπήδησε μέσα απ’ το χώρο και μας άρπαξε. Ένα σκηνικό όπου ο φωτογράφος, η μεθυσμένη, εγώ, ο αστυνομικός, το κουρείο, ακόμα και μια κυρία που είχε σταματήσει ξύνοντας το κεφάλι της, με την πιτυρίδα να πέφτει αδιάντροπα πάνω στον μαύρο γούνινο γιακά της, η μουσική και τα όργανα εμφανιστήκαμε μέσα σ’ αυτό αιφνίδια, όπως ένα τραγούδι που ακούγεται από το πουθενά, και μια απομακρυνόταν, μια μας πλησίαζε, προσπαθώντας να σταθεροποιηθεί για να μας ενσωματωθεί. Οπότε μου φάνηκε εντελώς φυσική η πρότασή του, όταν είπε: «Τι θα λέγατε να περπατήσουμε μαζί, ή να έρθετε για λίγο στο σπίτι μου να σας δείξω τις φωτογραφίες μου; Και μάλιστα, καθώς θα γνωριζόμαστε, ίσως δεχτείτε να σας φωτογραφίσω χωρίς τα χέρια πάνω στο πρόσωπό σας». Τα έλεγε αυτά με το βλέμμα του όχι πάνω μου, αλλά στο κε39


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 40

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

νό. Ίσως ήθελε να το γεμίσει με κάτι που ήταν πέραν της εμπιστοσύνης μας, για να ψηλαφίσει τη δύναμή του, την πιθανή εμφάνιση του τυχαίου να ανατρέψει έναν κόσμο ίσιο και ομοιόμορφο, τον κόσμο της καθημερινής ρουτίνας. Το αισθάνθηκα αυτό εξαιτίας της έξαψης που με κατείχε από την έλλειψη ενός κάτι που μας ακολουθεί διαρκώς. Και σαν αυτό το κάτι να προσπαθούσε να φανερωθεί. Χωρίς να πω ναι ή όχι, τον ακολούθησα σφιγμένη στο μπράτσο του. Τον ένιωσα να χαλαρώνει και να ανοίγει το βήμα. Κάποιες στιγμές με κοιτούσε μ’ έναν τρόπο που έδειχνε να με ελέγχει, λες και ήταν εκείνος καθηγητής κι εγώ η φοιτήτρια που έπρεπε να αξιολογήσει. Κι απότομα αποσύρει το ενδιαφέρον του σαν να είμαι κάποια με την οποία, καθισμένος στον καναπέ του δωματίου του, μιλούσε φιλικά και ίσως ιδιαιτέρως προσωπικά, και ξαφνικά η συνομιλία διακόπτεται από την επίσκεψη μιας γυναίκας που καθόλου δεν φανταζόταν πως θα μπορούσε να τον επισκεφτεί, και που πάντοτε ήλπιζε να το κάνει, οπότε απομακρύνεται από κοντά μου, κλείνει την πόρτα και με απομονώνει χωρίς καμιά δικαιολογία, σπεύδοντας να υποδεχτεί το νέο πρόσωπο. Είναι γιατί... εκείνος έχει σταματήσει με γυρισμένο το κεφάλι αντίθετα από εμένα και κοιτάζει προσηλωμένος μια γυναίκα που περνά, λεπτή και ψηλή, η οποία φοράει ένα ανοιχτό μπλε πανωφόρι και εξίσου μπλε αλλά λίγο πιο σκούρα παπούτσια. Καθώς σηκώνει το χέρι να μαζέψει τα μαλλιά της, που ο αέρας τα έριξε στο πρόσωπό της, το μανίκι της τραβιέται αποκαλύπτοντας ένα βραχιόλι με γαλαζωπές πέτρες τυλιγμένο στον καρπό της. Καθώς η γυναίκα απομακρύνεται, γίνεται αόρατη, τα μπλε και τα γαλάζια που τη συνοδεύουν έχουν εξαερωθεί κι εκείνος στρέφεται σ’ εμένα. Σαν να είχε ολοκληρώσει μια σωματική επαφή με την όμορφη γυναίκα και τώρα την έβλεπε αδιάφορα να 40


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 41

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

κατεβάζει τη φούστα της, να στρώνει τα μαλλιά της και να συνεχίζει το δρόμο της... Ο σπινθήρας της στιγμιαίας αντάμωσης των βλεμμάτων τους χάθηκε χωρίς να αφήσει κανένα φωτεινό ίχνος πάνω του. Πιασμένοι απ’ το χέρι, μπήκαμε σ’ έναν δρόμο, όπου οι λάμπες ήταν σπασμένες και το σκοτάδι μάς επιτίθετο, ο ψυχρός αέρας το έσπρωχνε καταπάνω μας, ενώ εμείς ψηλαφητά προσδιορίζαμε τη θέση ο ένας του άλλου, όχι μόνο του κορμιού, αλλά και της προσωπικότητάς του. Ήταν περίπου στην ηλικία του Γεδεών, ίσως λίγο νεότερος, είχε το λεπτό παράστημα εκείνου και ήταν αυτό ακριβώς που με έκανε να τον ακολουθήσω, και τώρα ήμουν εγώ που τον εγκατέλειπα και μιλούσα με τον κατάσαρκο κάτοικο μέσα μου, τον Γεδεών. Αυτό το παιχνίδι της ορατότητας και αορατότητας παιζόταν εναλλασσόμενα από εμάς παρά τη θέλησή μας. Κι ενώ παραμέναμε βουβοί μέσα σ’ αυτό το εναλλασσόμενο ρεύμα, που η τάση του αυξανόταν επικίνδυνα εξαιτίας της δυσπιστίας μας, συνέβαινε άξαφνα μια μυστική αλλαγή αισθημάτων, η οποία μάς έριχνε ένα πλοιάριο συναίνεσης και, επιβιβαζόμενοι στην κοιλότητά του, συμπλέαμε πλέον όπου μας έσπρωχνε το αεράκι της απρόσμενης αντάμωσής μας σαν να περνούσαν από μια γλώσσα σε μια άλλη τα κορμιά μας, αυξάνοντας την εξοικείωσή τους. Μπήκαμε σε ένα αστικό που εκείνη την ώρα ήταν γεμάτο. Τελευταία, το φαινόμενο αυτό είχε καταντήσει ανυπόφορο. Ταξιδεύαμε σχεδόν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου· πολλές φορές είχα την αίσθηση, έτσι μικροκαμωμένη που ήμουν, πως κάποιος με κουβαλούσε στην πλάτη του. Η μεταφορά με τα μέσα συγκοινωνίας ιδίως τις ώρες αιχμής ήταν δυσβάσταχτη. Έτσι και 41


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 42

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

τώρα ήμασταν στριμωγμένοι σ’ όλη τη διαδρομή και τα σώματά μας συχνά έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο. Ένας ψηλός κύριος περνούσε το χέρι του με το σάντουίτς του πάνω απ’ τα κεφάλια μας και το έβαζε στο στόμα του. Μερικά κρεμμύδια έπεφταν πάνω μας κατά τη μεταφορά. «Συχωρήστε με», έλεγε ο άντρας, «σας παρακαλώ, συχωρήστε με. Έχω μόλις σχολάσει από τη μια δουλειά και τρέχω στην άλλη. Δεν προλάβαινα να φάω. Συχωρήστε με». Κάποια στιγμή ο φωτογράφος αναγκάστηκε να με ανασηκώσει κρατώντας με απ’ τη μέση, για να μη με παρασύρει η βαριά τσάντα μια γυναίκας. Αισθάνθηκα πολύ άνετα σ’ αυτή τη γειτνίαση των κορμιών μας, μ’ άρεζαν η αναπνοή του, ο μαλακός γιακάς του πανωφοριού του, η μέση μου μέσα στα χέρια του, τα ένιωθα δυνατά και διακριτικά, σαν να μην είχε γνώση του τι κρατούσε. Αντιλαμβανόμουν πως οι επαφές αυτές δεν είχαν κανέναν ιδιαίτερο συναισθηματικό αντίκτυπο πάνω του. Παρόλο που μου κράτησε το χέρι όταν κατεβήκαμε, το άφησε αμέσως. Δηλαδή αναγκάστηκε να το αφήσει, αφού το βιαστικό πλήθος σπρώχνοντάς μας προς την πόρτα μάς χώρισε. Το τεντωμένο χέρι μου προσπαθούσε να κρατηθεί από το δικό του μάταια, αφού εκείνος είχε προπορευτεί κι απέμειναν τα τεντωμένα χέρια μας να ξεφυτρώνουν ανάμεσα στα ξένα σώματα σαν σπασμένα. Καθώς ο κόσμος κατέβαινε μισός πατώντας στη γη και μισός αιωρούμενος από το στριμωξίδι, εγώ μετακινούμουν λες να βρισκόμουν σε κάποια εξέδρα, αφού κάποιο γόνατο με κουβαλούσε καθισμένη πάνω του. Όταν πάτησα στην άσφαλτο –μάλλον προσγειώθηκα–, ο φωτογράφος μού έπιασε πάλι το χέρι, για να φρενάρει την προσγείωσή μου. «Τώρα θα περπατήσουμε», είπε, «ελπίζω να μην ανησυχείτε που πάμε τόσο μακριά». 42


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 43

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

Όμως μου φαινόταν εκείνος ανήσυχος. Παρ’ όλα αυτά, είχα τη βεβαιότητα πως, και να με τραβούσαν με δύναμη από δίπλα του, να με έσερναν για να με απομακρύνουν, εγώ θα γαντζωνόμουν πάνω του και ίσως κι αυτός να με κρατούσε με την ίδια δύναμη προς το μέρος του, γιατί το να περπατάμε μαζί ήταν η απαίτηση της γοητείας του τυχαίου. Είχαμε αφεθεί σ’ αυτό, όπως σε έναν κυλιόμενο ιμάντα που οδηγούσε το αδρανές σώμα μας στο άγνωστο. Ξαφνικά μου έρχεται η σκέψη πως πίσω απ’ αυτήν τη γοητεία κρύβεται η αίσθηση ότι αυτό το άγνωστο μου θυμίζει κάτι το γνωστό. Όπως ξέρουμε το όνομα κάποιου, αλλά δεν μας έρχεται στα χείλη. Όσο περπατάμε και το μπράτσο μου σφίγγεται από τα δάχτυλά του, που με κατευθύνουν, τόσο μεγαλώνει η αίσθηση του νεφελώδους οικείου. Καθώς τα χέρια του τυλίγονται κάποια στιγμή στη μέση μου, ένα ξαφνικό φλας εγκεφαλικού ρίγους με διατρέχει. Ίσως το οικείο, το γνωστό, να είναι απλώς η ανάγκη μου γι’ αυτό και το χέρι του αγνώστου να είναι μια προκαταβολή αυτού που δεν έρχεται και που δεν έπαψα να περιμένω. Όχι, δεν ανησυχούσα βυθισμένη σ’ αυτή την κατάσταση της απροσδιοριστίας και των πολλαπλών εσωτερικών μηνυμάτων, αντίθετα λικνιζόμουν μέσα της, όπως λικνιζόμουν ανάμεσα στα επίπεδα του εδάφους, των πεζοδρομίων, των απότομων στροφών –αλλού ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος κι αλλού φτιαγμένος με μακρόστενους λίθους που βοηθούσαν σε στραβοπατήματα–, κι ενώ τα τακούνια μου κινδύνεψαν πολλές φορές κλυδωνίζοντάς με, όπως ακριβώς κλυδωνίζονταν και τα αισθήματά μου, εκείνος δεν το αντιλαμβανόταν, έμοιαζε να με έχει ξεχάσει. Το τυχαίο ίσως είχε αρχίσει για αυτόν να χάνει τη σαγήνη του. Σαν να είχε μετανιώσει, να είχε κρυώσει η ζέστα της περιπέ43


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 44

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

τειας. Ίσως αυτό το κάτι να φοβήθηκε και ήθελε να το βάλει στα πόδια. Κάπου κάπου σταματούσαμε σαν να αναρωτιόμασταν πού πάμε, κι αναπνέαμε άγαρμπα τον μολυσμένο από τα καυσαέρια αέρα. Είχε προχωρήσει η ώρα, ο κόσμος είχε αραιώσει, κι έπρεπε να πάρω το φάρμακό μου. «Αργούμε;» ρώτησα, και τότε, σαν να ξύπνησε, μ’ έπιασε απ’ τον αυχένα σφιχτά και μ’ έτρεξε μέχρι μια στάση λεωφορείων, όπου εκείνη τη στιγμή έφθασε ένα και άνοιξε τις πόρτες του. Με έσπρωξε μέσα λέγοντας πως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να πάμε σπίτι του –εννοώντας να εγκαταλειφθούμε τόσο ανοχύρωτοι στο τυχαίο–, ήταν αργά και ίσως μετά δεν θα είχε συγκοινωνία για να επιστρέψω. «Θα κάνει έναν μικρό κύκλο πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής», μου είπε. Η πόρτα έκλεισε κι εκείνος έμεινε πίσω να με χαιρετά μόνο με το ανασηκωμένο του χέρι, είχε γυρισμένη την πλάτη, ήδη τον έσβηνε το σκοτάδι. Ένιωσα περίεργα, σαν να με πέταξαν ξαφνικά ως πράγμα που δεν έχει βούληση, μη λαμβάνοντας υπόψη τη δική μου θέληση, τη δική μου επιθυμία. Κι όμως, το σώμα μου είχε ζεσταθεί από το πλησίασμα με το δικό του. Προχώρησα μπροστά, βρήκα άδειο κάθισμα και σωριάστηκα σχεδόν πάνω του. Στην επιστροφή, τέτοια ώρα ο κόσμος δεν ήταν πήχτρα, το αντίθετο, μάλιστα. Οι μετακινήσεις αραίωναν και οι περισσότεροι κλείνονταν στα σπίτια τους. Το λεωφορείο περνούσε τις στάσεις άλλοτε σταματώντας κι άλλοτε προσπερνώντας τες. Δυσκολευόμουν να προσανατολιστώ. Διασχίζαμε δύσκαμπτους στενούς δρόμους, από μακριά διέκρινα φωτάκια και κάποιους ορεινούς όγκους, συστάδες δέντρων, τα σπίτια άρχισαν να αραιώνουν, ένας στρατώνας έκανε την εμφάνισή του, 44


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 45

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

μάλιστα σε κάποια στάση ένας λοχαγός με χοντρό πρόσωπο και σώμα κάθισε πλάι μου κι ήθελε να πιάσει κουβέντα, έκανα πως κοιμάμαι και σταμάτησε, εκτός από το χέρι του που κάθισε μαλακά πάνω στο πόδι μου. Το ανασήκωσα και το έβαλα στο δικό του πόδι. Ήταν ένα βαρύ χέρι που, όμως, όταν το έπιασα, βρέθηκα απροετοίμαστη στην ωραία λεία παλάμη και στα λεπτά θερμά δάχτυλα. Δεν την περίμενα αυτή την αίσθηση, οι φάλαγγές του ήταν σαν πλήκτρα κάποιου οργάνου· έτσι, μου ήρθε να πιάσω ξανά το χέρι του και να το βάλω στο πόδι μου, για να ακούσω τη μουσική του. Και τότε είδα σκυμμένο πάνω μας τον φωτογράφο. «Έχετε ανάγκη από προστασία», μου είπε σαν συμπέρασμα και όχι σαν ερώτηση. Τα μάτια του, σταθερά, σίγουρα. Ο λοχαγός σηκώθηκε. «Α... γνωρίζεστε», ψιθύρισε, «λοιπόν, καθίστε μαζί, αφού είστε φίλοι, εγώ θα καθίσω αλλού». Έκανε μερικά βήματα μπροστά, μετά γύρισε πάλι πίσω και μου πρότεινε ένα μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό. «Μου φαίνεται πως το χρειάζεστε», είπε, «είστε χλομή». Τα μάτια του έβγαζαν ένα ανάλαφρο ειρωνικό φως. Άρπαξα το νερό μέσα απ’ τα χέρια του, έβγαλα απ’ το τσαντάκι μου το χάπι και το ήπια αμέσως. «Ευχαριστώ», είπα κι έτεινα το μπουκάλι για επιστροφή, αλλά δεν το δέχτηκε. «Εσείς το χρειάζεστε περισσότερο», είπε, «άλλωστε, σιχαίνομαι να πίνω ύστερα από άλλον». Χαιρέτησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού κι απομακρύνθηκε. Νομίζω πως εκείνο το «σιχαίνομαι», που πολλοί το σκεφτόμαστε, αλλά λίγοι το εκφράζουμε, το είπε για να με τιμωρήσει. Να με τιμωρήσει γιατί; Ίσως γιατί η στιγμιαία επιθυμία του να 45


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 46

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

φλερτάρει μαζί μου ακυρώθηκε. Συμβαίνει τις επιθυμίες μας, ακόμα κι όταν δεν είναι έντονες, ακόμα και κουρελιασμένες, να θέλουμε να τις ικανοποιήσουμε, ενώ είμαστε σχεδόν βέβαιοι πως δεν θα λάβουμε καμία απόλαυση. Στην ουσία, σκεφτόμουν πως οι επιθυμίες είναι ένας μονόλογος με τον εαυτό, που, ενώ μας ενδυναμώνουν, μας γεμίζουν παλμό, όταν ικανοποιηθούν, μας εγκαταλείπουν σε μια αναισθησία, μια ανουσία, ίσως γιατί συνήθως οι ίδιες οι επιθυμίες μας είναι ανούσιες ή υπερτιμημένες. Πίσω από τις περισσότερες κρύβεται ένα κενό, που πασχίζουμε να το γεμίσουμε με έρμα, για να μη βουλιάξουμε στη ρηχότητα της μοναξιάς μας. Παρ’ όλα αυτά, η επιθυμία δεν παύει να είναι το σπίτι της ψυχής μας. Μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθεί να συστεγάσει όλους τους ανθρώπους περπατώντας πάνω στο τεντωμένο σχοινί της αφανούς ομοιότητας με τον πλησίον. Ο φωτογράφος με κοίταζε σαν να με θυμήθηκε ξαφνικά, τόσο μακρινό και κοντινό ήταν το βλέμμα του. Θαρρείς και το ένα μάτι του ήταν χωμένο στο «τώρα» και το άλλο χαμένο στο κενό. «Σκέφτηκα πως ήταν ανάρμοστο που σας άφησα μόνη μέσα στη νύχτα, σ’ ένα λεωφορείο που μπορεί να μην ξέρατε πού θα σας βγάλει», είπε και, καθώς εγώ σιωπούσα, συνέχισε, έπειτα από μια μετατόπιση του κορμιού του πάνω στο κάθισμα, πλησιάζοντάς με, έτσι που αισθάνθηκα την αναπνοή του πάνω στο πρόσωπό μου, «είχα φτάσει σχεδόν σπίτι μου, αλλά έκανα μια μικρή παρέκκλιση κόβοντας δρόμο και σας πρόλαβα, μια και στην επιστροφή το λεωφορείο κάνει έναν μικρό κύκλο ώσπου να επανέλθει κοντά στο σημείο όπου ανεβήκατε, να, δείτε, κάποια στιγμή, επειδή έτρεχα, έπεσα και γρατζούνισα την παλάμη μου». Μου την έδειξε σαν να μην πίστευα τα λεγόμενά του και ήθελε να τα επιβεβαιώσει. Το μανίκι του ήταν μέσα στις σκόνες. Το 46


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 47

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

τίναξα κι εκείνος χαμογέλασε, αλλά τα μάτια του εξακολουθούσαν να ψάχνουν τα δικά μου. Σκεφτόμουν πως η επιστροφή του ήταν αυθόρμητη, γιατί την ίδια στιγμή μού έπιασε το χέρι και με κοίταξε μ’ εκείνο το ζωηρό μπλε βλέμμα. «Θα ήθελα να φωτογραφίσω τον τρόπο που μεταφέρατε το χέρι του λοχαγού από το δικό σας πόδι στο δικό του», είπε. «Υπήρχε σ’ αυτή σας την απώθηση κάτι που απευθυνόταν όχι στο πρόσωπό του, αλλά στην ιδιότητά του. Στη στολή του θέλω να πω. Αντί να σας γοητεύσει, σας απώθησε». Πήρα το χέρι του και το ακούμπησα στο πόδι μου, εκεί ακριβώς όπου ο λοχαγός είχε βάλει το δικό του. «Είναι ακόμα ζεστό, το άγγιγμά του είναι εκεί, σας περιμένει, φωτογραφίστε το, λοιπόν», είπα κάπως απότομα, και, πριν απομακρύνω το χέρι του, «μπορεί αυτό που λέτε να συνέβη πριν τον αγγίξω, γιατί, όταν τον άγγιξα, η επαφή ανέστρεψε την απώθησή μου. Αυτό πρέπει να φωτογραφίσετε». «Τώρα είμαι σίγουρος για σας», μου είπε τρυφερά. Η ομολογία του αυτή βεβαίωνε την υποψία μου πως τη γρήγορη συγκατάθεσή μου να τον ακολουθήσω την είδε σαν ένα κενό μέσα στην ψυχή και στο μυαλό μου. Νόμισε πως ήμουν ένα άβουλο πλάσμα που μπορούσε να με παρασύρει σαν άθυρμα ο αέρας της διάθεσης του καθενός και όχι ένα είδος παιχνιδιού να δω τις δυνατότητες και τα όριά του καθώς και τα δικά μου. «Όμως, εγώ δεν είμαι καθόλου σίγουρη για σας», είπα. «Εσείς επιμένετε να βλέπετε τον άλλο έξω από εσάς. Αν με βάζατε μέσα σας, θα με παρατηρούσατε σωστότερα». Σχεδόν σκούντησα τον ώμο του που είχε γείρει πάνω μου. «Με βλέπετε νομίζω πιο πολύ σαν φωτογραφία παρά ως παρουσία». «Δεν ξέρω πώς εννοείτε αυτά που λέτε, αλλά σας ομολογώ 47


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 48

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

πως όχι μόνο σας εμπιστεύομαι, αλλά μπορώ να σας εκφράσω τις σκέψεις μου πάνω στη φωτογραφία, γιατί είμαι σίγουρος πως είστε η πλέον κατάλληλη για να τις αντιληφθείτε. Έχετε δίκιο, προσπαθώ πάντα να δω τον κόσμο μέσα από τη φωτογραφία, για να βρω τι συμβαίνει με τον άνθρωπο και τη σχέση του με τα πράγματα και τα γεγονότα. Πόσο αλληλοεπηρεάζονται». Με έσφιξε πάνω του, έβηξε, «κλείσε τα μάτια σου», είπε, έβγαλε από την τσάντα του μία σελίδα ελαφρώς τσαλακωμένη και άρχισε να μου διαβάζει. Ήταν ένα δημοσίευμά του για τη φωτογραφία. Αυτοσχεδιάζω και επεμβαίνω στη φωτογραφία, «την πειράζω» παρουσιάζοντας τα αντικείμενα να διαστρέφουν την πραγματικότητα ή να την αναδημιουργούν. Το αντικείμενο δεν το μεταφέρω ακριβώς ως έμψυχο, αλλά δείχνω τη σχέση του με τα έμψυχα. Μια καρέκλα είναι το δέντρο που ήταν, τα φύλλα και τα πουλιά πάνω του, ο άνθρωπος που την κατασκεύασε, εκείνοι που κάθισαν σ’ αυτήν, ο εραστής που αγκάλιασε την αγαπημένη του, μια μητέρα που θήλαζε το μωρό της, ένα παιδί, ένας δικτάτορας, ένας ιερέας, κάποιος που ξεψύχησε πάνω της. Πρέπει, κοιτάζοντας την καρέκλα, να βλέπεις όλα αυτά. Να υπάρχουν πάνω της. Όταν αντιστρέφω την πραγματικότητα, εμφανίζω τα αντικείμενα, ή πολύ μικρά σαν έντομα και τον άνθρωπο πολύ μεγάλο, όπου αυτά κινούνται και σκαρφαλώνουν πάνω στο σώμα του. Μια μικροσκοπική λεκάνη τουαλέτας να έχει σκαλώσει στο αυτί του ή ένας σωλήνας αποχέτευσης να βγαίνει από το στόμα του. Ή δείχνω τον άνθρωπο μικροσκοπικό και τα αντικείμενα τεράστια, όπου αυτός προσπαθεί να σκαρφαλώσει πάνω σε μια πελώρια χοάνη κλεψύδρας ή σε έναν εξίσου τεράστιο φεγγίτη που δείχνει ότι έξω υπάρχει μια πόλη που καίγεται. 48


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 49

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

Κι όλες αυτές τις φωτογραφίες σε μια συνεχή εναλλαγή, όπου μια νέα φωτογραφία που τις περιέχει δείχνει ταυτόχρονα ένα μεγάλο κι ένα μικρό μάτι ανθρώπου που βλέπει όλες αυτές τις εναλλασσόμενες φωτογραφίες, τα έπιπλα έντομα με τον τεράστιο άνθρωπο και τον μικροσκοπικό άνθρωπο σκαρφαλωμένο πάνω στα υπερμεγέθη αντικείμενα. Αυτή η θεματική, όσο ρεαλιστική κι αν είναι, σέρνει πίσω της την ηθική του ρομαντισμού. Πιστεύω ότι αυτός καλώς κρύβεται πίσω από κάθε αξίωμα της Τέχνης. Περιέχει ένα μήνυμα μέσω του οποίου, ακόμα κι όταν φαίνεται ανήθικο, στην ουσία η ανηθικότητα εξαλείφεται και πίσω της μας βγάζει τη γλώσσα το ηθικό. [...] Ένα σκηνικό πολέμου γεμάτο πτώματα, σώματα ακρωτηριασμένα, έντερα βγαλμένα, κεφάλια αποκομμένα είναι ένα θέαμα πέρα από τραγικό, άσεμνο και ανήθικο, είναι έξω από τα όρια αντοχής της ανθρώπινης συνείδησης, οπότε μέσα στο σκηνικό αυτό της γελοίας παραφροσύνης βάζεις το αθώο μάτι ενός παιδιού να κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει, αφού αυτό που συμβαίνει είναι αδιανόητο. Το ίδιο αθώο μάτι λίγα χρόνια αργότερα μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή παίζει με πάθος παιχνίδια καταστροφής. Ταχύτατα εθίζεται στο ζοφερό μέλλον. Αμέριμνο ακούει πλέον τα ερωτόλογα των όπλων και των πτωμάτων. Όλα αυτά πρέπει να φαίνονται μέσα στη φωτογραφία, ακόμα και στο μάτι ενός γερακιού που παραμονεύει.

Έγειρε στο κάθισμα βγάζοντας βαθύ αναστεναγμό, σαν να ξεφορτώθηκε ένα βάρος. Τα μάτια του με κοίταζαν ανήσυχα. Χαμογέλασα. «Θέλεις να δεις, στη φωτογραφία που μου τράβηξες, τι υπάρχει πίσω από τα χέρια μου στο πρόσωπό μου και τις σκέψεις μου». 49


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 50

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

«Ναι, έτσι ακριβώς. Σωστά». «Έχεις προχωρήσει σ’ αυτές τις πειραγμένες φωτογραφίες, ή παραμένουν στον μελλοντικό σχεδιασμό;» Φάνηκε να χάνεται σε σκέψεις. Δεν ξέρω κατά πόσο με παρακολουθούσε. Ξαφνικά έμοιαζε να βιαζόταν να πει κάτι διαφορετικό, μακριά από την τέχνη του. Κάτι τον ανησυχούσε. Κάτι πιο πρακτικό. «Λοιπόν, πρέπει να σας εξομολογηθώ το μυστικό μου», είπε σοβαρά. «Δεν έχω πια δικό μου διαμέρισμα. Το κατέλαβε μια οικογένεια με έξι παιδιά, τι μπορούσα να κάνω, άλλωστε, ο άντρας είχε τέτοια σκοτεινιά και απελπισία στο πρόσωπο κι ένα μακρύ μαχαίρι στο χέρι, που σχεδόν του χτύπησα φιλικά την πλάτη και χάιδεψα το μάγουλο του πιο μικρού παιδιού φεύγοντας. Μένω –ή μάλλον φιλοξενούμαι– σ’ έναν φίλο. Δηλαδή όχι και πολύ φίλο. Τον συνάντησα στο τρένο, του έβγαλα μερικές φωτογραφίες, είναι, ξέρετε, απ’ αυτούς που έχουν εκείνο το εκ γενετής χαρακτηριστικό μελιτζανί σημάδι στο πρόσωπο ( θέλω η φωτογραφία να δείχνει σχήματα της προσωπικότητάς του και των πληγών του μέσα σ’ αυτό το σημάδι), και καθώς πιάσαμε κουβέντα, δέχτηκε να με φιλοξενήσει, σχεδόν εκείνος το πρότεινε, όμως απαιτεί να μένω εκεί μόνο τη νύχτα. Τη μέρα πρέπει να τον αφήνω ήσυχο να δουλέψει. Δουλεύει στο σπίτι, κάνει μεταφράσεις, είχε ήδη έναν πάκο χαρτιά και βιβλία στην αγκαλιά του». «Κάνει μεταφράσεις;» ρώτησα. «Τι είδους βιβλία μεταφράζει;» Αμέσως στο μυαλό μου ήρθε ένας χλομός νέος, με το σημάδι του να φεγγίζει εξοστρακίζοντάς τον από την πραγματικότητα και μεταφέροντάς τον μέσα στον κόσμο των μυθιστορημάτων και της ποίησης, ένας Δον Κιχώτης να σκιαμαχεί με τις σελίδες, όπου η γλώσσα ήταν η δυσπρόσιτη ερωμένη του. 50


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 51

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

«Κυρίως άρθρα και επιστημονικές μελέτες», απάντησε. Τα λόγια του αυτά ανέτρεψαν την εικόνα του νέου, τώρα το σημάδι πάνω του ήταν το δάχτυλο που έδειχνε τη μιζέρια της ζωής του, τον αποκλεισμό του από τη φανταστική ζωή. Τη μόνη ζωή που μας απόμεινε. Παρ’ όλα αυτά, σκέφτηκα, όσο ανάποδα κι αν γύριζε η σφαίρα πάνω στην οποία διαμέναμε, ο κόσμος εξακολουθούσε να ζει σχεδόν όπως ζούσε, δηλαδή να ξυπνάει και να πηγαίνει στις δουλειές του, όσοι φυσικά είχαν ακόμα δουλειά, τα τρένα παρ’ όλες τις καθυστερήσεις κατευθύνονταν στον προορισμό τους, τα λεωφορεία, αν και είχαν λιγοστέψει, μετέφεραν τους επιβάτες, έστω σαν τσαμπιά, κολλημένους τον ένα πάνω στον άλλο, τα ξενυχτάδικα λειτουργούσαν ως το πρωί, τα μαχαιρώματα και οι κλεψιές δεν εμπόδιζαν την κίνηση στους δρόμους, οι γάμοι και οι γέννες, αν και έχασαν το ρυθμό τους, εξακολουθούσαν, οι θάνατοι είχαν απλώς αυξηθεί, αλλά κι αυτό ήταν μέσα στα καινούργια δεδομένα. «Βέβαια, συνήθως μένω στο διαμέρισμα του αδερφού μου», είπε, χωρίς να αντιληφθεί την αφηρημάδα μου, τη μεταφορά μου στο ίχνος του κόσμου που βάδιζε αόρατος δίπλα μας, «αλλά τελευταία αυτό είναι αδύνατο, για λόγους που δεν μπορώ να σας εξηγήσω αυτή τη στιγμή. Έτσι, αν θέλετε, πάμε στο δικό σας διαμέρισμα, αν έχετε, ή μένετε μαζί με τους δικούς σας;» είπε χωρίς να με κοιτάει· είχε γυρίσει το κεφάλι του με τον γνωστό του τρόπο στο πλάι, σαν να ήθελε να με αφήσει ανεπηρέαστη από το βλέμμα του. Φαντάστηκε αυτό τον άντρα μέσα στο δωμάτιό της, όρθιο να περιεργάζεται, να αγγίζει τα πράγματά της, τη φωτογραφία του Γεδεών, να ρωτάει τι της είναι αυτός, κι αισθάνθηκε πως κάτι το αδιάκριτο είχε μπει στο χώρο της, πηγαινοερχόταν πά51


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 52

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

νω κάτω, καθόταν στην πολυθρόνα της, χωρίς να σκεφτεί πως αυτή η πολυθρόνα ήταν το δικό της μόνιμο κάθισμα, σ’ αυτή βολευόταν, πουθενά αλλού δεν αισθανόταν άνετα, σ’ αυτήν ακριβώς μισοξάπλωνε με το αμπαζούρ δίπλα της, πάνω στη μικρή ροτόντα, και διάβαζε τα βιβλία της, που τώρα εκείνος τα είχε στα χέρια του και έλεγε τη γνώμη του για αυτά, άλλα τού άρεζαν κι άλλα όχι, άγγιζε το χαρτί της φωτογραφίας της μητέρας της μέσα σε μια μολυβιά κορνίζα, την άγγιζε γιατί η μητέρα της ήταν τόσο όμορφη, ο καθένας που την έβλεπε ήθελε να την αγγίξει και ήξερε πως σιωπηλά τη συνέκρινε μ’ εκείνη και η σύγκριση αυτή ήταν κατά πολύ εις βάρος της, αφού η μητέρα ήταν πασίγνωστη για την ομορφιά και τη χάρη της, ενώ η ίδια ήταν ένα τίποτα, ένα αερικό, ένα μικρόσωμο πλάσμα που περνούσε απαρατήρητο. «Θα δω», είπα, και ξεπερνώντας έναν μικρό δισταγμό, «μένω μόνη, και τις φωτογραφίες πότε θα μου τις δείξετε;» Έκανε λίγο πίσω και χτύπησε με το χέρι την τσάντα του. «Όλα είναι εδώ μέσα», είπε, «δεν τα αφήνω μόνα τους γιατί θλίβονται, δεν τα αρέζει η μοναξιά», κι έγειρε επάνω μου γελώντας. Με το γέλιο του αυτό, η φιλική μας επαφή αποκαταστάθηκε. Η αποκατάσταση αυτή μάς μετέφερε σ’ ένα ιδανικό ανύπαρκτο. Ήμασταν πλέον δύο άνθρωποι χωρίς φύλλο, δύο φίλοι που συζητούσαν ήσυχα τις ιδέες και τα προβλήματά τους καθισμένοι σ’ ένα καφενείο πίνοντας κάτι δροσιστικό, ενώ δίπλα μας το κύμα έσκαζε σχεδόν στα πόδια μας. Μια ανατριχίλα με διαπέρασε. Της μελλοντικής φωτογραφίας αυτές τις εσωτερικές μεταφορές μας σε δύο τόπους ταυτόχρονα θα τις έπιανε το μάτι της; Αλλάξαμε δυο λεωφορεία και τελικά φτάσαμε στην περιοχή μου. Είχε νυχτώσει για τα καλά, το φεγγάρι φώτιζε ασθενικά, 52


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 53

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

και το ασπρουλιάρικό του χρώμα σκόρπιζε ανησυχία, μυστήριο στις σκιές. Οι λιγοστοί διαβάτες εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν στη στιγμή. Τσουλώντας θαρρείς περνούσαμε μέσα σε στενά και στενούδια, απέναντι απ’ το λιμάνι, με σπίτια που πολλές φορές έκλειναν το δρόμο μας, στοές υγρές και σκοτεινές, πολυκατοικίες που έμοιαζαν εγκαταλειμμένες, μαγαζάκια με κατεβασμένα ρολά, περίπτερα παρατημένα σαν πλοία ναυαγισμένα, που ξεδιπλώνονταν όλα, από το κέντρο στη δυτική πλευρά της πόλης, σαν ένας χάρτης παλιός, ένας οδηγός στο πουθενά, και δίπλα μας η λεωφόρος με τα αυτοκίνητα να ουρλιάζουν καθώς ξεχύνονταν μανιασμένα. Συνήθως δεν τα έβλεπα έτσι, όμως τώρα θαρρείς είχα τα μάτια του φωτογράφου, τα μάτια ενός ξένου, που δεν είχαν εξοικειωθεί με αυτήν τη μίζερη εικόνα. «Ποπό!» είπε χωρίς να ολοκληρώσει, ήταν ολοφάνερο πως δεν επρόκειτο για επιφώνημα θαυμασμού. Το βλέμμα του κοίταζε σαστισμένο, λες και ο χώρος γύρω του ήταν ένα γνωστό του κείμενο που όμως είχε ξεχάσει τα λόγια, η ματιά του σκουντουφλούσε πάνω στα άθλια κτήρια σαν να τρίκλιζε. «Κι όμως, είστε τόσο κοντά στο κέντρο», είπε μόνο. «Άμα δεν σας αρέσει, πάτε στον φίλο σας, τον βιρτουόζο μεταφραστή». «Όχι, όχι, δεν καταλάβατε», διαμαρτυρήθηκε, «ίσα ίσα, αυτός είναι ο χώρος που μου ταιριάζει. Εδώ υπάρχουν πολλά να φωτογραφίσω και να αποκαλύψω». «Ναι», είπα, «να φωτογραφίσετε, όχι να ζήσετε». «Όχι δα», είπε, «σ’ αυτό τον πλανήτη κατοικώ κι εγώ. Μην ξεχνάτε πως είμαι σχεδόν άστεγος». 53


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 54

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

Το πρόσωπό του, με ή χωρίς αιτία, άλλοτε κατσούφιαζε κι άλλοτε χαμογελούσε. Οι συχνές αφηρημάδες του τον αποσπούσαν από δίπλα μου, απομακρύνοντάς τον όχι απλώς από κοντά μου, αλλά θαρρείς κι από καθετί το ζωντανό. Ένιωθα πως από στιγμή σε στιγμή θα διαλυθεί σαν καπνός, θα εξαφανιστεί. Έπιασα τον εαυτό μου να γυρίζει αυθόρμητα το κεφάλι προς το μέρος του, για να διαπιστώσει αν εξακολουθούσε να περπατά πλάι μου. Όταν καμιά φορά μάς προσπερνούσε κανένας μεγαλόσωμος άντρας, φοβόμουν πως θα τον αρπάξει και θα τον παρασύρει σ’ ένα απ’ αυτά τα στενά, θα τον αποσπάσει από εμένα, θα τον ενσωματώσει στον δικό του αόρατο κόσμο. Εδώ και ώρα είχα εγκλωβιστεί στην κατάσταση της προσωρινότητας, βέβαιη ότι αυτός ο νέος θα με εγκατέλειπε από στιγμή σε στιγμή, καθώς το πρόσωπό του είχε χαθεί μέσα στον δικό του χωροχρόνο. Είχε πιάσει παγωνιά κι ένα ρίγος τίναξε το σώμα μου. Ευτυχώς, εκείνος επανήλθε στο παρόν, το αντιλήφθηκε και με έσφιξε πάνω του. «Μόλις φθάσουμε, πρέπει να ανάψουμε κάποιο θερμαντικό σώμα», είπε. «Μου φαίνεται πως είστε αρρωστούλα. Μήπως έχετε πυρετό;» ρώτησε και με άγγιξε με τα χείλη στο μέτωπο. «Α, μπα, δεν έχετε!» συμπέρανε. «Τι χάπι ήταν εκείνο που πήρατε πριν;» «Δεν πήρα κανένα χάπι», είπα απότομα, κι εκείνος δεν επέμεινε. «Έχετε ωραία μαλλιά». Τα χάιδεψε, το χέρι του σταμάτησε στο λαιμό μου. Ήταν χλιαρό. «Κι ο λαιμός σας είναι όμορφος, λεπτός, μακρύς, γαζέλα σκέτη, μια γαζέλα έφηβη, κρίμα να είστε τόσο μικροκαμωμένη σαν παιδίσκη». Το χέρι του απομακρύνθηκε από πάνω μου, ένιωσα μια τρύπα στο λαιμό και τα μαλλιά μου να αραιώνουν. Ανατρίχιασα 54


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 55

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

πάλι, εκείνος με ξανάσφιξε πάνω του, ένιωσα καλά. Ήρεμη μέσα σε μια πρόχειρη οικειότητα. Δεν μπορώ να πω πως η παρουσία του μου έκοβε την ανάσα. Καθόλου δεν θα μπορούσα να το πω. Όμως, να, τώρα περπατούσαμε πλάι πλάι σαν να γνωριζόμασταν χρόνια, να βαδίζαμε έτσι από πάντα και αέναα. Υπήρχε κάτι σαν ατέρμονη διάρκεια, ένα άχρονο παρόν σταματημένο στο παρόν, αν μπορεί να το πει κανείς αυτό (μια στάσιμη φωτογραφία του χρόνου). Το αργό περπάτημα, χαλαρό, χωρίς βιασύνη, δημιουργούσε αυτή την κατάσταση, καθώς και η φιλική ομιλία που συμβάδιζε μαζί της. Μιλούσε για τις φωτογραφίες που τραβούσε, μ’ έναν τρόπο τόσο απλό, όπως μιλούσε και για μια πρώην περιστασιακή δουλειά του σε ένα κατάστημα με κινητά τηλέφωνα, κομπιούτερ και οθόνες τηλεόρασης, εξηγώντας πως οι πιο πολλοί πελάτες ήταν νέα παιδιά τα οποία αναζητούσαν μανιωδώς κάθε καινούργιο μοντέλο που ερχόταν από τις εταιρείες της κινητής τηλεφωνίας. Και μιλούσε για αυτά τα παιδιά σαν να κυνηγούσαν με τις παγίδες τους πουλιά, όχι να τα σκοτώσουν, αλλά να τα αιχμαλωτίσουν σε χρωματιστά κλουβιά να ακούν το κελάηδημά τους. Στην πραγματικότητα, αυτά κλείνονταν σε πολύχρωμα κλουβιά. Όμως, στην ουσία, μιλούσε για φωτογραφίες. Ακόμα και τα πουλιά ήταν φωτογραφημένα. Φωτογραφίες που έβγαιναν όχι με τις συνηθισμένες κάμερες, αλλά με ψηφιακές, με κινητά και με βίντεο. Και το τελευταίο επίτευγμα της τεχνολογίας, φωτογραφίες με ενσωματωμένες οπτικές ίνες. Αυτή η παλινδρόμηση ανάμεσα στην καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της φωτογραφίας και στο ρεαλισμό της καθημερινής του πρώην εργασίας γινόταν τόσο φυσικά, που ξεκούραζε έστω για ένα μικρό διάστημα το σώμα και το μυαλό. Αυτά τα διαστήματα ιδιαίτερης οικειότητας ανάμεσά μας έρχονταν κι έφευ55


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 56

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

γαν σαν ρεύματα από ένα άγνωστο αλλά θερμό διαμπερές. Κι όταν έσβηναν, άφηναν όπως οι κομήτες μια αστραφτερή ουρά σωματικής επαφής. Σαν να χαμογελούσε το ίδιο σου το σώμα. Αργότερα, όταν τον γνώρισα καλύτερα, κατάλαβα το είδος της φωτογραφίας για την οποία μιλούσε και που τώρα με υπνώτιζε η ασάφειά της. (Εγώ αισθανόμουν πως οι φωτογραφίες είναι μεταθανάτιες εκλάμψεις, μια παρωδία ότι ζήσαμε, θέμα πρωθύστερο ότι υπήρξαμε. Και μια μαχαιριά με διέσχιζε για αυτά που χάνονται: ανθρώπους, πράγματα, κατασκευές, σπίτια. Μου ήρθε στο νου αυτό που κάποτε είχα ρωτήσει: «Μαμά, θυμάσαι καθόλου την μαμά σου; Εγώ απ’ τη γιαγιά θυμάμαι μόνο τις ρυτίδες της και τα ζεστά της χέρια. Όχι λειωμένα, ολόκληρα. Μου είπες πως στην ανακομιδή δεν είχαν λειώσει». «Τα χέρια της γιαγιάς σου», είχε πει η μητέρα, «είχαν δουλέψει τόσο πολύ στη ζωή της, είχαν τόσο κουραστεί, που σκέφτομαι πως η κατάληξη που είχαν να μείνουν άλειωτα δεν ήταν μομφή, όπως νομίζουμε συνήθως, αλλά ένα είδος αγιοσύνης». Άραγε, τα χέρια της ψηφιακής ζωής μπορούσαν να αγιάσουν;) Όμως, βγαίνοντας απ’ αυτή την παροδική εξοικείωση, παρέμενα μετέωρη, έρχονταν στιγμές που αισθανόμουν πως κάτι περίεργο συνέβαινε μ’ αυτόν. Ενώ με πλησίαζε, όταν έφτανε σε κάποιο σημείο, γύριζε πάλι πίσω και απομακρυνόταν. Αλλά είχε κι αυτό τη γοητεία του. Ήθελα να δω ως πού μπορούσε να τραβήξει, στο βάθος όμως δεν μ’ ενδιέφερε και τόσο αν σηκωνόταν κι έφευγε. Ήταν κι αυτό ένα στοιχείο οικειότητας. Του έλειπε το πάθος. Το κορμί του είχε κάτι που με απωθούσε και με έλκυε. Τα μέλη του έδειχναν μια νωχελική ευλυγισία που κατέληγε σε νωθρότητα. Σαν η μετατόπισή του να γινόταν σε αργή κί56


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 57

ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ

νηση. Ένας νεαρός ιαγουάρος, χορτάτος, που τώρα κινιόταν αργά σαν κουρασμένος βασιλιάς ο οποίος επέστρεφε νικηφόρος στο βασίλειό του. Όμως, γιατί ιαγουάρος κι όχι ένας γάτος της αυλής; Το σώμα μου έβλεπε στο δικό του σώμα, στα νεανικά λεπτά του μέλη, ένα ζώο που η ελευθερία του ήταν αδιαμφισβήτητη. Μία Τζάγκουαρ με τις ταχύτητές της στο χαμηλό. Κάτι με τραβούσε να εγκατασταθώ στο σαλόνι της, να με οδηγήσει όπου θέλει αυτή. Αυτό εν μέρει γινόταν, άσχετα που κάποιες στιγμές ήθελα να ανοίξω την πόρτα και να πεταχτώ έξω. «Ώρες ώρες έρχεστε προς εμένα κι άλλες απομακρύνεστε», είπε σταματώντας με. «Εγώ; Εγώ ή εσείς;» απάντησα εκνευρισμένη. «Κάποια παρανόηση συμβαίνει εδώ, νομίζω». Όμως, είχε δίκιο, κι εγώ, όπως κι αυτός, μια χανόμουν και μια εμφανιζόμουν. Είχαμε φτάσει στην οικοδομή όπου έμενα. Ήταν ξεβαμμένη, ο σοβάς σε μερικά σημεία είχε πέσει αφήνοντας σκούρους λεκέδες πάνω της σαν πληγές. Η οικειότητα του χώρου, όσο μίζερη κι αν ήταν, με αγκάλιασε. Το οικείο θαρρείς και ήταν η αγκαλιά ενός αγαπημένου προσώπου. Άσχημου αλλά αγαπημένου. Ξαφνικά με πλημμύρισε ένα σοκ ευτυχίας. Αυτή η ανέκφραστη αίσθηση, που με κανέναν τρόπο οι λέξεις δεν μπορούν να την εκφράσουν, που θα ήταν ύβρις να το προσπαθήσουν, με πότισε ολόκληρη μόλις αντίκρισα το σπίτι μου. Και μου φάνηκε πως κι εκείνο αισθάνθηκε ανεκλάλητη ευτυχία μόλις με είδε, καθώς ένα φως σε κάποιο διπλανό παράθυρο άναψε σαν να μου έκανε νεύμα, σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει την αίσθησή μου. Θέλοντας και μη θέλοντας, ήμουν πλάι σε έναν ξένο, ενώ το σπίτι μου ήταν η βεβαιότητα του οικείου, η ζεστή καμπύλη του σταθερού που με προστάτευε. Ακόμα λίγο και το παράθυρό 57


KOUGIOUMTZH_PYPETOS sel_Final.qxp_Layout 1 25/9/20 3:40 PM Page 58

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

μου, που έβλεπε στη μεριά του δρόμου, θα άνοιγε τα κλειστά του τζάμια για να με χαιρετήσει. Το σπίτι μου αναδύθηκε μπροστά μου όπως ένα δέντρο στην έρημο. (Ένιωσα το χέρι της μητέρας μου να φωλιάζει στο δικό μου. «Μαμά, θέλεις ο φωτογράφος να σου βγάλει μια φωτογραφία;» «Δεν μπορεί», είπε, «δεν μπορεί».) Ανάβοντας το κοινόχρηστο ασθενικό φως στο διάδρομο της εισόδου, κάποια σκιά γλίστρησε πίσω μας και χάθηκε πλάι από το δωματιάκι του θυρωρού, επιτρέποντάς μου να παραμείνω στον μυστηριώδη μαγικό κόσμο των αισθήσεων, όπου το καθετί με δονούσε. Αισθανόμουν τόσο προφυλαγμένη στην ηδονική μου έξαψη, όπως μια μέλισσα μέσα στα κλειστά φύλλα ενός μεθυστικού άνθους.

58


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.